
Απόφαση 623 / 2013 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Κυριότητα.
Περίληψη:
Η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους...
Θέμα
Κυριότητα.
Περίληψη:
Η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους...
Αριθμός 623/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Δ. του Δ. και 2) Ε. Δ. του Α., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους .....
Της αναιρεσίβλητης: Μ. Δ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ....., με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24/10/2000 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Άστρους. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 81/2001 μη οριστική, 12/2003 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου, 253/2005 μη οριστική και 58/2011 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 23/6/2011 αίτηση και τους από 27/1/2013 προσθέτους λόγους τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 20/2/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και του προσθέτου λόγου της.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 1024 και 1022 ΑΚ προκύπτει, ότι με αυτές δεν ρυθμίζεται ζήτημα κυριότητας επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων, όπως είναι και ο μεσότοιχος, αλλά η κυριότητα επ' αυτών ρυθμίζεται από τις γενικές περί κτήσεως της κυριότητας διατάξεις. Επομένως, η κυριότητα επί των πάσης φύσεως διαχωρισμάτων συνεχόμενων ακινήτων ανήκει στον κύριο του εδάφους κατά τη γενική αρχή superficies cedit solo, έτσι ώστε, αν μεν το διαχώρισμα έγινε επί εδάφους αποκλειστικώς του ενός ιδιοκτήτη ανήκει σ' αυτόν, εάν όμως έγινε επί εδάφους αμφοτέρων των ιδιοκτητών των συνεχόμενων ακινήτων, η γεωμετρική γραμμή του ορίου μεταξύ των συνεχόμενων ακινήτων κρίνει και για την κυριότητα επί του αντιστοιχούντος σ' αυτήν διαχωρίσματος και συνεπώς καθένας από τους ιδιοκτήτες των συνεχόμενων ακινήτων είναι αποκλειστικώς κύριος του αντιστοιχούντος στο έδαφος του τμήματος του διαχωρίσματος. Τα ανωτέρω ισχύουν και επί των μεσοτοίχων, επί των οποίων, εάν αποδεικνύεται ότι έγιναν αποκλειστικώς και εξ ολοκλήρου εντός του εδάφους του ενός από τα συνεχόμενα ακίνητα, δεν εφαρμόζονται οι περί αυτών ειδικές διατάξεις του άρθρου 3 του ΠΔ/τος της 14/27.7.1999 "Κώδικας Βασικής Πολεοδομικής Νομοθεσίας" ή οι συναφείς προϊσχύσασες διατάξεις, όπως του άρθρου 8 του ΝΔ της 9/12.4.1836 "Περί εκτελέσεως του σχεδίου Πόλεως Αθηνών", η ισχύς του οποίου επεκτάθηκε και επί των υπόλοιπων πόλεων, κωμοπόλεων και χωριών του κράτους με το ΒΔ της 5/25.6.1842 και το Ν.ΣΚΒ/1867, του άρθρου 11 παρ.6 του ΠΔ της 3/25.4.1929 "Περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού του Κράτους" κ.λπ., αφού στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται περί "μεσοτοιχίας" κατά την έννοια των άνω διατάξεων, ήτοι για "εξωτερικό τοίχο κτιρίου ή τοίχο περιφράγματος, που βρίσκεται κατά μήκος και πάνω στο κοινό όριο όμορων οικοπέδων και καταλαμβάνει χώρο και από τα δύο οικόπεδα", αλλά - ενόψει και του άρθρου 55 του ΕισΝΑΚ - οι γενικές περί κυριότητας διατάξεις του ΑΚ (ΑΠ 1350/2005 ΕλλΔνη 48.1089, 1090). Εξάλλου, για την ίδρυση του από το άρθρο 560 αριθ.1α ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει το δικαστήριο να απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή να αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, ή να προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Η (ήδη αναιρεσίβλητη) εκκαλούσα - ενάγουσα είναι συγκύρια κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως του Παραλίου Άστρους του Δήμου Βόρειας Κυνουρίας, το οποίο απέκτησε από κληρονομιά του πατέρα της, Κ. Δ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1977 καταλείποντας την από 27-3-1975 ιδιόγραφη διαθήκη του που δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθμ. 51/78 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου και την οποία κληρονομιά αποδέχθηκε αυτή νόμιμα με την υπ' αριθμ. .../1999 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Άστρους Μεταξίας Ματσακά, η οποία νομίμως μεταγράφηκε στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Άστρους στον τόμο ... και αριθμ. 36. Αρχικός κοινός δικαιοπάροχος της εκκαλούσας ήταν ο παππούς της, Α. Δ., ο οποίος απέκτησε το ως άνω ακίνητο από την Κ. Μ. δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1894 πωλητήριου συμβολαίου του Ειρηνοδίκη Άστρους Χαρ. Ζαγούρα, νομίμως μεταγραφέντος. Μετά το θάνατο του ως άνω κοινού δικαιοπαρόχου υπεισήλθαν στην κληρονομιά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, ο δικαιοπάροχος και πατέρας της εκκαλούσας και ο αδελφός του Β. Δ.. Το ως άνω ακίνητο το οποίο είναι εμβαδού περίπου 219 τ.μ, συνορεύει νοτιοανατολικά με την οδό ..., νοτιοδυτικά με κοινοτικό δρόμο, βορειοανατολικά με ιδιοκτησία κληρονόμων Δ. Δ. και βορειοδυτικά με κοινοτικό δρομάκι, βρίσκεται δε στο υπ' αριθμ. 53 οικοδομικό τετράγωνο του τομέα Β και Γ και εντός αυτού είναι κτισμένη μια παλιά διώροφη με υπόγειο οικία, μια δεύτερη διώροφη οικία και μια ισόγεια αποθήκη. Η επίδικη εδαφική λωρίδα βρίσκεται μεταξύ των δυο όμορων ιδιοκτησιών των διαδίκων, έχει εμβαδά 3,02 τμ (μήκος 10,05 μ και πλάτος 0,30 μ), καταλαμβάνει το ήμισυ του πλάτους του τοίχου που είναι κτισμένος στο σύνορο των ιδιοκτησιών των διαδίκων (συνολικό πλάτος τοίχου 0,60μ), εμφαίνεται στο συνημμένο στην αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Ι. Δ. με τα γράμματα Ι-Κ-α-β και συνορεύει βορειοανατολικά με ιδιοκτησία εναγομένων, βορειοδυτικά με τμήμα ιδιοκτησίας συγκυριότητας της ενάγουσας το οποίο χρησιμοποιούν αποκλειστικά οι κληρονόμοι Β. Δ., νοτιοανατολικά με την οδό ... και νοτιοδυτικά με την υπόλοιπη ιδιοκτησία συγκυριότητας της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν το πρώτον την κυριότητα της ενάγουσας επί του επιδίκου, το χρονικό διάστημα από 24-2-1999 μέχρι 4-4-1999, όταν στα πλαίσια ανακαίνισης της οικίας τους, στην οποία προσέθεσαν και δεύτερο όροφο, κατέστρεψαν τους υπάρχοντες διακοσμητικούς καθρέπτες που ήταν τοποθετημένοι καθ' όλο το ύψος της οικίας της ενάγουσας τους οποίους στη συνέχεια σοβάτισαν κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο σοβάς να φαίνεται ενιαίος με το σοβά της δικής τους οικίας και επιπλέον το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Μάιου του έτους 1999 έρριψαν οπλισμένο σκυρόδεμα στο ήμισυ του πλάτους και καθ' όλο το μήκος του βορειοανατολικού τοίχου της οικίας. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι επί του ακινήτου των εναγομένων υπήρχε από το έτος 1848 λιθόκτιστο με κεραμοσκεπή μαγαζί. Ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας ανήγειρε το έτος 1901 περίπου διώροφη οικία με υπόγειο (με πρόσοψη στην οδό ...) η οποία και συνορεύει με το ως άνω μαγαζί που υπήρχε στο ακίνητο των εναγομένων. Το έτος 1925 ο απώτερος δικαιοπάροχος των εναγομένων ανήγειρε τον πρώτο υπέρ το ισόγειο κατάστημα όροφο σε επαφή με την παραπάνω ιδιοκτησία της ενάγουσας. Οι εναγόμενοι ισχυρίστηκαν, αρνούμενοι την αγωγή, ότι η επίδικη εδαφική λωρίδα δεν αποτελεί ιδιοκτησία της ενάγουσας αλλά ότι πρόκειται περί μεσοτοίχου και ότι οι ίδιοι τυγχάνουν συγκύριοι αυτής (εδαφικής λωρίδας) η οποία καταλαμβάνει το ήμισυ του πλάτους του ως άνω τοίχου. Σημειώνεται, ότι ο επικουρικώς προβληθείς προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταγραφείς στα αντίστοιχα πρακτικά ισχυρισμός των εναγομένων, περί υπάρξεως δουλείας στηρίξεως του πατώματος και της οροφής του α' ορόφου του κτιρίου τους στον τοίχο του κτιρίου της ενάγουσας και χρήσεως αυτού του τοίχου, δεν περιελήφθη στις προτάσεις τους και συνεπώς προβλήθηκε απαραδέκτως( διότι κατά τη σαφή διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου 269 ΚΠολΔ η προβολή των μέσων επίθεσης και άμυνας, για να είναι παραδεκτή, πρέπει να γίνεται οπωσδήποτε με τις προτάσεις (ΑΠ 1253/2004 ΕλλΔ 46/119). Με τη συνεκκαλούμενη μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου διετάχθη η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας ο επίδικος τοίχος τυγχάνει μεσότοιχος τον οποίο ο Α. Δ. είχε χτίσει επάνω σε προϋφιστάμενο τοίχο του καταστήματος Δ. (επεκτείνοντας δηλαδή αυτόν καθ' ύψος από την οροφή του καταστήματος Δ. και άνω). Στηριζόμενη στις παραδοχές της ως άνω πραγματογνωμοσύνης η εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου απέρριψε την αγωγή δεχόμενη ότι το επίδικο τμήμα του τοίχου (επίδικη εδαφική λωρίδα) ανήκει στην κυριότητα των εναγομένων. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προαναφερθείσα μη οριστική του απόφαση έκρινε ότι οι παραδοχές της ως άνω πραγματογνωμοσύνης έρχονται σε αντίφαση με τα ευρήματα που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα αυτοψία στον επίδικο χώρο και διέταξε την εκ νέου διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας: "... εάν θεωρηθεί ως όριο το πεζοδρόμιο, λόγω της διαφορετικής κατασκευής αυτού, τότε φαίνεται ότι το όριο μεταξύ των κτιρίων ενάγουσας και εναγομένων είναι η μεσοτοιχία του υφιστάμενου λίθινου τοίχου και άρα ο τοίχος αυτός είναι μεσότοιχος, γεγονός που συνάδει και με τον τρόπο κατασκευής στο χρονικό διάστημα που αυτός κατασκευάσθηκε ... εάν όμως ληφθεί υπ' όψη η κατασκευαστική λεπτομέρεια του τοίχου (αρμός) στο όριο των κτιρίων στο ισόγειο, τότε, ενώ το κτίριο των εναγομένων κατασκευάσθηκε σε προηγούμενο χρόνο (1848) από το κτίριο της ενάγουσας (1901) ο επίδικος τοίχος ενσωματώθηκε στο κτίριο της ενάγουσας ως να ήταν αυτός αυτοτελής τοίχος και όχι μεσότοιχος και ο καθένας να έκανε ξεχωριστό δικό του τοίχο για το κάθε κτίριο, γεγονός όμως που δεν συνάδει με τον τρόπο κατασκευής της εποχής που κατασκευάσθηκαν ...". Κατά την κρίση του δικάζοντος Δικαστηρίου, το γεγονός ότι έμπροσθεν των ιδιοκτησιών των διαδίκων υφίσταται παλαιό πεζοδρόμιο το οποίο είναι κατασκευασμένο από λιθόπλακες, έχει κατασκευασθεί κατά διαφορετικές περιόδους και έχει διαφορετικό πλάτος μπροστά από κάθε ιδιοκτησία και το οποίο μπροστά στην ιδιοκτησία Δ. είναι 6,90 μέτρα, ενώ η καθαρή εσωτερική διάσταση της οικοδομής είναι 6,30, ήτοι εκτείνεται βόρεια και νότια κατά 0,30 εκατοστά και καταλαμβάνει το 1/2 του πάχους της κάθε μίας τοιχοποιίας, το όριο δε μεταξύ των δυο πεζοδρομίων είναι στην ίδια κατακόρυφο με την γρηπίδα του κτιρίου των εναγομένων, δεν συνιστά ασφαλές κριτήριο που να άγει στο συμπέρασμα ότι ο επίδικος τοίχος είναι μεσότοιχος, τόσο διότι δεν είναι εφικτός ο προσδιορισμός του έτους κατασκευής του πεζοδρομίου έμπροσθεν των ιδιοκτησιών των αντιδίκων (βλ σχετικά την περί αυτού παραδοχή στην σελίδα 5 της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του πολιτικού μηχανικού Γ. Δ.), όσο και διότι όπως προκύπτει από τις χρονικά προγενέστερες φωτογραφίες που νομίμως προσκομίζει μετ' επικλήσεως η ενάγουσα - εκκαλούσα και στις οποίες αποτυπώνεται η πρόσοψη των δυο κτιρίων των αντιδίκων, το προαναφερθέν πεζοδρόμιο έλαβε διάφορες μορφές κατά την πάροδο των ετών και συνεπώς δεν προκύπτει ότι η σημερινή του μορφή ταυτίζεται με αυτή που είχε κατά το χρόνο ανέγερσης των όμορων κτιρίων, ώστε εκ μόνης της κατασκευής και των διαστάσεων αυτού (πεζοδρομίου) να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο επίδικος τοίχος αποτελεί μεσοτοιχία. Πρέπει εξάλλου να σημειωθεί, ότι το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στο οποίο και στηρίχθηκε η εκκαλουμένη (ότι ο επίδικος τοίχος είναι μεσότοιχος) ερείδεται αποκλειστικά στην κατασκευή και τις διαστάσεις του ως άνω πεζοδρομίου. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι υφίσταται αρμός στο όριο των κτιρίων στο ισόγειο, ο οποίος είναι συνεχιζόμενος από κάτω προς τα πάνω στην ίδια ευθεία στο εξωτερικό του τοίχου (ανατολικά της υδρορροής των εναγομένων) ο οποίος (αρμός) ξεκινά από το υπόγειο της ενάγουσας και συνεχίζεται στο ισόγειο του κτιρίου, ενώ στο κάτω μέρος του επίδικου τοίχου και δυτικά της υδρορροής των εναγομένων υπάρχει αρμός αλλά μόνο τοπικά και δεν συνεχίζεται προς τα επάνω, γεγονός που καταδεικνύει ότι ο επίδικος τοίχος ενσωματώθηκε στο κτίριο της ενάγουσας ως να ήταν αυτός αυτοτελής τοίχος και όχι μεσότοιχος και ότι ο καθένας των αντιδίκων έκανε ξεχωριστό δικό του τοίχο για το κάθε κτίριο. Επιπλέον, όπως προκύπτει από την ως άνω διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη που διέταξε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, ο τοίχος στο κοινό όριο των δυο κτιρίων ξεκινά από το υπόγειο με τοίχο λιθοδομή 0,60 μ, συνεχίζει στο ισόγειο και στον α' όροφο με τον ίδιο τοίχο και καταλήγει στην άκρη της κορνίζας του α' ορόφου. Το κτίριο των εναγομένων, στο όριο με τον επίδικο λίθινο τοίχο, ξεκινά από το υπόγειο με τοιχίο από οπλισμένο σκυρόδεμα ποικίλου πάχους, στο ισόγειο και στον α' όροφο δεν υφίσταται καθόλου τοίχος και ως πλαϊνός τοίχος είναι ο προηγούμενος λίθινος τοίχος, έμπροσθεν δε αυτού υπάρχουν υποστυλώματα από οπλισμένο σκυρόδεμα επί των οποίων στηρίζεται το κτίριο των εναγομένων. Στο β' όροφο υπάρχει τοίχος των εναγομένων ο οποίος πατάει κατά 0,30 μ στον αρχικά αναφερόμενο λίθινο τοίχο. Προκύπτει συνεπώς από τα προεκτεθέντα ότι παρά το γεγονός ότι το κτίριο των εναγομένων κατασκευάσθηκε σε προηγούμενο χρόνο (1848) από το κτίριο της ενάγουσας (1901), έκαστο των κτιρίων είχε το δικό του τοίχο (δηλαδή ο επίδικος τοίχος δεν είναι μεσότοιχος, αντίθετα με τις κατασκευαστικές συνήθειες της εποχής), ο δε τοίχος του κτιρίου των εναγομένων (στο ισόγειο αυτού) κατεδαφίστηκε μεταγενέστερα, προκειμένου να αποκτήσει μεγαλύτερο ωφέλιμο χώρο το εσωτερικό του κτιρίου, και στηρίχθηκε το πάτωμα και η οροφή του πρώτου ορόφου του κτιρίου αυτών (εναγομένων) στον λίθινο τοίχο πλάτους 0,60 μ ο οποίος είναι κτισμένος εξ ολοκλήρου εντός της συνιδιοκτησίας της ενάγουσας. Στα ως άνω συνηγορούν τόσο η κατάθεση της μάρτυρα της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου όσο και το γεγονός ότι σε κανένα από τους προσκομισθέντες τίτλους ιδιοκτησίας των διαδίκων δεν γίνεται λόγος για ύπαρξη μεσοτοιχίας".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην κρίση, ότι η ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα είναι συγκύρια του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου και ότι - αφού κατά τα άνω οι ήδη αναιρεσείοντες εναγόμενοι το κατέλαβαν και έκτοτε αρνούνται να το αποδώσουν κατά το προεκτεθέν ποσοστό - 1/2 - εξ αδιαιρέτου - η αγωγή είναι βάσιμη και κατ' ουσίαν και πρέπει να γίνει δεκτή και να αναγνωρισθεί η ενάγουσα συγκύρια του επίδικου ακινήτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της το αποδώσουν κατά το πιο πάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Έκρινε, δηλαδή το πιο πάνω Δικαστήριο, ότι η ήδη αναιρεσίβλητη ενάγουσα έγινε συγκύρια του επίδικου ακινήτου με τον επικαλούμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο, ήτοι με κληρονομική διαδοχή του αποβιώσαντος το έτος 1977 πατέρα της, δυνάμει της από 27.3.1975 ιδιόγραφης διαθήκης του, την κληρονομία του οποίου αποδέχτηκε σύμφωνα με την προμνημονευθείσα .../1999 συμβολαιογραφική πράξη, η οποία έχει νόμιμα μεταγραφεί, και ακολούθως - το πιο πάνω Δικαστήριο - έκανε δεκτή την έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης κατά της εκκαλούμενης απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, έκανε, εν τέλει, δεκτή την περί διεκδικήσεως του επίδικου ακινήτου κατά το πιο πάνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης. Κρίνοντας, έτσι, το πιο πάνω Δικαστήριο, του οποίου το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις περί μεσοτοίχων που προαναφέρθηκαν, τις οποίες ορθά δεν εφάρμοσε, αφού υπό τα ως άνω δεδομένα δεν συνέτρεχε περίπτωση εφαρμογής τους, και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθμό 1α του άρθρου 560 ΚΠολΔ, με τον οποίο, υπό την επίκληση της αναιρετικής αυτής πλημμέλειας υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
ΙΙ. Με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση, ότι το Πολυμελές Πρωτοδικείο που δίκασε ως Εφετείο, με το να δεχθεί "ότι ο επικουρικώς προβληθείς προφορικά στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και καταγραφείς στα αντίστοιχα πρακτικά ισχυρισμός των εναγομένων περί υπάρξεως δουλείας στηρίξεως πατώματος και της οροφής του α' ορόφου του κτιρίου τους στον τοίχο του κτιρίου της ενάγουσας και χρήσεως αυτού του τοίχου, δεν περιελήφθη στις προτάσεις τους και συνεπώς προβλήθηκε απαραδέκτως ..." παραβίασε τις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου περί δουλειών, αφού δεν τις εφάρμοσε, ενώ όφειλε να τις εφαρμόσει, δεδομένου ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους και είχαν προταθεί παραδεκτώς. Ο εξεταζόμενος αυτός αναιρετικός λόγος, που, παρά την αναφορά του στον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ, στηρίζεται, κατ' ορθή εκτίμηση του περιεχομένου του, στην πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 του ίδιου Κώδικα, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, εφόσον η αποδιδόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση αμέσως πιο πάνω πλημμέλεια της παρά το νόμο κήρυξης απαραδέκτου του προεκτιθέμενου ισχυρισμού των ήδη αναιρεσειόντων εναγομένων δεν εμπίπτει στην περιοριστική απαρίθμηση των λόγων της αναίρεσης κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων και που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 560 ΚΠολΔ.
ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 262 παρ.1, 269 ΚΠολΔ και 281 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος και το παραδεκτό, σε σχέση με το χρόνο προβολής της, πρέπει, κατά την πρώτη στον πρώτο βαθμό συζήτηση της υπόθεσης, να προταθούν από τον ενιστάμενο τα πραγματικά περιστατικά, που αν αποδειχθούν αληθινά αποτελούν κατάχρηση, συνάμα δε να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αντικρουόμενης αξίωσης, ως ασκούμενης καταχρηστικά και επομένως παράνομα. Διαφορετικά, αν δεν υπάρχει τέτοιο αίτημα, η ένσταση απορρίπτεται ως απαράδεκτη (Ολ.ΑΠ 472/1983).
Στην προκείμενη περίπτωση, με το μοναδικό πρόσθετο λόγο αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση της παραβίασης από το Δικαστήριο της ουσίας της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, χωρίς όμως να αναφέρεται στο αναιρετήριο ή στο δικόγραφο πρόσθετων λόγων, ότι προβλήθηκαν και με ποιο τρόπο από τους αναιρεσείοντες ως εφεσιβλήτους στο δικαστήριο της ουσίας, τα πραγματικά περιστατικά τα θεμελιούντα τη σχετική από τη διάταξη αυτή ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ένδικης αγωγής αξίωσης της αναιρεσίβλητης και συνάμα αίτημα απόρριψής της, ως ασκούμενης καταχρηστικά και επομένως παράνομα. Κατά συνέπεια, ο πρόσθετος αυτός λόγος αναίρεσης, για τον οποίο δεν συντρέχει περίπτωση εξαίρεσής του από τον κανόνα του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως, ως αόριστος. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και ο πρόσθετος λόγος και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες οι οποίοι χάνουν τη δίκη, στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23.6.2011 αίτηση των: 1) Α. Δ. του Δ. κ.α. και του πρόσθετου λόγου της για αναίρεση της 58/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ναυπλίου, που δίκασε ως Εφετείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Απριλίου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου