
Απόφαση 149 / 2015 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Θέμα
Κυριότητα.
Περίληψη:
Για αγωγές στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγον ή εναγόμενο απαιτείται η προδικασία της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατ. Με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999. Διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός μολονότι αφορά τη δημόσια τάξη..
θα πρέπει να έχει, κατά τα πραγματικά του περιστατικά να έχει στο δικαστήριό της ουσίας επικληθεί και τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο. Διαφορετικά ο λόγος είναι αόριστος 1072 ΑΚ η κοίτη νη πλεύσιμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε από φυσικά αίτια ή από τεχνικά πριν από το 1975 έργα ανήκει στους παρόχθιους ιδιοκτήτες 559 αρ. 19 Προϋποθέσεις 559 αρ. 8. Δεν συνιστούν πράγματα οι αρνήσεις. Δεν ιδρύεται ο λόγος αν οι ισχυρισμοί λήφθηκαν υπόψη και απορρίφθηκαν. Τα αποδεικτικά μέσα, όπως η ομολογία δεν είναι πράγματα. Ο λόγος που αναφέρεται σε κακή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος.Θέμα
Κυριότητα.
Περίληψη:
Για αγωγές στις οποίες το Δημόσιο είναι ενάγον ή εναγόμενο απαιτείται η προδικασία της παραγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, όπως τούτο ισχύει μετά την αντικατ. Με το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999. Διαφορετικά η αγωγή απορρίπτεται και αυτεπάγγελτα ως απαράδεκτη. Ο ισχυρισμός μολονότι αφορά τη δημόσια τάξη..
Αριθμός 149/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 14 Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Παπαγεωργίου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Κ., συζ. Κ. Π., το γένος Α. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ... με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/4/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Άρτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 38/2005 του ίδιου Δικαστηρίου και 289/2013 του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 18/12/2013 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 18/12/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή το άρθρο 24 του Ν. 2732/1999, με το οποίο αντικαταστάθηκε η παράγρ. 1 του άρθρου 8 του ΑΝ 1539/1938, ορίζει ότι "οποιοσδήποτε αξιώνει δικαίωμα κυριότητος ή άλλο, εκτός της νομής, εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, ανεξάρτητα αν αυτό κατέχεται από το Δημόσιο ή τον ίδιο, οφείλει, πριν υποβάλλει σχετική αγωγή στο αρμόδιο, κατά τις κείμενες διατάξεις δικαστήριο, να κοινοποιήσει με δικαστικό επιμελητή προς το Δημόσιο αίτηση, η οποία θα περιλαμβάνει τις αξιώσεις του, δηλαδή το δικαίωμά του, το είδος, την έκταση, την ακριβή θέση όπου κείται το ακίνητο, και τα όρια τους, μετά τοπογραφικού διαγράμματος, συνταγμένου από μηχανικό, και τους τίτλους στους οποίους στηρίζει το δικαίωμά του, ως και τα ονόματα και την ακριβή διεύθυνση κατοικίας των μαρτύρων, οι οποίοι μπορούν να καταθέσουν υπέρ αυτού", καθώς και ότι "αγωγή, που ασκείται χωρίς να έχει τηρηθεί η ως άνω προδικασία, κηρύσσεται απαράδεκτη από το αρμόδιο δικαστήριο". Γίνεται φανερό ότι με το άρθρο αυτό, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευση του νόμου τούτου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρ. 28 του ίδιου νόμου) στις 30.7.1999, καθιερώνεται, κατά τροποποίηση της σχετικής νομοθεσίας του άρθρου 8 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938, η τήρηση της προδικασίας της αιτήσεως θεραπείας, πριν από την άσκηση οποιασδήποτε κατά του Δημοσίου διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας αγωγής, ανεξαρτήτως αν το ακίνητο κατέχεται ή όχι από το Δημόσιο. Η νέα αυτή νομοθετική ρύθμιση εναρμονίζεται, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου, πληρέστερα από την συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία των δασών και του περιβάλλοντος γενικότερα (άρθρα 24 και 117 του Συντάγματος), είναι δε διάταξη δημοσίας τάξεως, ως θεσπισθείσα προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, ενώ παράλληλα, διευκολύνει και τους έναντι του δημοσίου προβάλλοντες εμπράγματα δικαιώματα ιδιώτες, δεν αντίκειται δε στο Σύνταγμα (άρθρ. 4 και 20 παρ. 1 αυτού-αρχή της ισότητας και της παροχής εννόμου προστασίας), ούτε στην αρχή της δίκαιης δίκης και της απαγόρευσης διακρίσεων, καθώς και της προστασίας της περιουσίας των άρθρων 6 και 14 της ΕΣΔΑ και του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής. Έτσι από 30.7.1999 και εφεξής η τήρηση της εν λόγω διοικητικής προδικασίας, αποτελούσα προϋπόθεση του παραδεκτού της σχετικής αγωγής και εξεταζόμενη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης απαιτείται όχι μόνον εφόσον το ακίνητο κατέχεται από το Δημόσιο, όπως γινόταν δεκτό από το προηγούμενο καθεστώς, αλλά και όταν δεν κατέχεται από το Δημόσιο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δικ, είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος, ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων της αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει δηλαδή ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται ο τρόπος και ο χρόνος πρότασης ή επαναφοράς στο Εφετείο εκτός αν συμβαίνει κάποια από τις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις υπό στοιχ. α' και β' ενώ για ισχυρισμό που αφορά στη δημόσια τάξη πρέπει και πάλι τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν να έχουν προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται στο αναιρετήριο επίκληση της υποβολής αυτής (Ολ ΑΠ 15/2000). Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τη διάταξη του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, γιατί το Εφετείο δεν κήρυξε αυτεπάγγελτα απαράδεκτη την αγωγή λόγω μη τηρήσεως της προδικασίας της αναφερομένης στη νομική σκέψη διατάξεως του άρθρου 8 του Ν.1539/1939, όπως τούτο, ενόψει του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (31.5.2003), ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 29 του Ν. 2732/1999. Ο λόγος αυτός, που κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, ανάγεται σε ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη είναι αόριστος, καθόσον οι αιτιάσεις του περιορίζονται στο ότι το επικαλούμενο απαράδεκτο δεν λήφθηκε υπόψη, αυτεπάγγελτα, ενώ δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο αν ο εν λόγω ισχυρισμός και τα περιστατικά που τον στηρίζουν υποβλήθηκαν στο Εφετείο και δή είτε με νόμιμη επαναφορά τους (άρθρο 240 ΚΠολΔικ), είτε το πρώτον στο εφετείο ενόψει του ότι αφορούν σε ισχυρισμό που λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα (άρθρ. 269 και 527 παρ. 3 ΚΠολΔικ). Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ανεξάρτητα από το ότι από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας " άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ" προκύπτει ότι η προδικασία αυτή έχει τηρηθεί, πράγμα το οποίο αναφέρεται και στην αγωγή (βλ. την από 8.10.2002 αίτηση προς το Δημόσιο και την υπ' αριθμ. 10893Β/15.10.2002 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Ν. Α. Σ.).
Επειδή κατά το άρθρο 1072 ΑΚ, το οποίο αποδίδει προϊσχύον Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο (7 παρ. 5, ν. 20 παρ. 1, ν. 56 παρ. 1 πανδ. (41.1), ν. 6 παρ. 4 Βασ. 50 παρ. 1, ν. 1 παρ. 1-4, 7 πανδ. (43.12) και 23 Εισ. 2.1) " η κοίτη ποταμού μη πλευσίμου που εγκαταλείφθηκε, ανήκει στους κυρίους των παραποταμίων κτημάτων". Το αμέσως προηγούμενο άρθρο 1071 ΑΚ ρυθμίζει πως γίνεται η κατανομή νησιού που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο στους κυρίους παραποτάμιων κτημάτων, ορίζοντας ότι " το νησί που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο ανήκει στους κυρίους των παραποταμίων κτημάτων. Σε καθένα από αυτούς ανήκει το τμήμα που περιλαμβάνεται μεταξύ νοητής γραμμής κατά μήκος και στη μέση του ποταμού και γραμμών που σύρονται κάθετα προς αυτήν και στην άκρη της πλευράς κάθε κτήματος". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες παραποτάμιων κτημάτων γίνονται κύριοι του εδάφους της κοίτης μη πλευσίμου ποταμού που εγκαταλείφθηκε οριστικά, είτε από φυσικά αίτια είτε, προ του Ν. 116/1975, ο οποίος με το άρθρο 1 αυτού τροποποίησε σιωπηρώς το 1072 ΑΚ, από τεχνικά έργα του Δημοσίου (Ολ ΑΠ 46/1990). Περαιτέρω από την προπαρατιθέμενη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1072 ΑΚ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 966, 967 και 968 του ίδιου κώδικα, σαφώς συνάγεται ότι ο μη πλεύσιμος ποταμός που ρέει με ελεύθερη και αέναη ροή και το καταλαμβανόμενο από την κοίτη του έδαφος, είναι κοινής χρήσεως και εκτός συναλλαγής πράγματα, που ανήκουν στο Δημόσιο, εφόσον δεν ανήκουν σε δήμο ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά και ότι προϋπόθεση εφαρμογής της παραπάνω διατάξεως του άρθρου 1072 ΑΚ είναι η ύπαρξη παραποτάμιου κτήματος ή κτημάτων τα οποία βρίσκονται σε επαφή με τον ποταμό, του οποίου η κοίτη εγκαταλείφθηκε. Ως "εγκατάλειψη της κοίτης του ποταμού, κατά την αληθή έννοια του ανωτέρω άρθρου 1072 ΑΚ, νοείται η πλήρης και ολοκληρωτική εγκατάλειψη της κοίτης αυτού, με το σχηματισμό νέας κοίτης, η οποία αποτελεί φυσικό φαινόμενο με προοπτική σταθερότητας και διάρκειας, και όχι η μερική εγκατάλειψη ή ορθότερα ο περιορισμός της κοίτης του ποταμού, που συχνά δεν έχει διάρκεια.
Συνεπώς αν η κοίτη μη πλεύσιμου ποταμού, η οποία ανήκει στο Δημόσιο, περιορίστηκε κατά τρόπο, ώστε μεταξύ της ιδιοκτησίας τρίτου και της περιορισθείσης κοίτης του ποταμού να παρεμβάλλεται έκταση, αυτή εξακολουθεί να ανήκει στο Δημόσιο και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 1071 παρ. 1 ΑΚ (Ολ ΑΠ 24/2001, ΑΠ 1430/2010, ΑΠ 505/2013, ΑΠ 391/2010, ΑΠ867/2007). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδρύεται ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε (ΑΠ 1371/2014, ΑΠ 160/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ'αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατ' ανέλεγκτη κρίση, ως προς την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία αγωγή της αναιρεσίβλητης τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 555 τμ περίπου, που βρίσκεται στη θέση "Μύλοι" της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Αρταίων και συνορεύει περιμετρικά με αγροτική οδό, με ιδιοκτησίες Α. Γ. και Α. Τ. και με αγροτική οδό, Το εν λόγω ακίνητο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου επιφάνειας 2.400 τμ που συνόρευε περιμετρικά με ανώνυμη δημοτική οδό, με ιδιοκτησία Ε. Δ. και με δημοτική οδό που αρχίζει από την Εθνική Οδό Ιωαννίνων-Αντιρρίου και καταλήγει στην κοίτη του ποταμού Αράχθου. Το μείζον αυτό ακίνητο είχε περιέλθει στη νομή και κατοχή του πατέρα της ενάγουσας Α. Κ. από το έτος 1950, ο οποίος ασκούσε επ' αυτού τις αρμόζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Το μείζον αυτό ακίνητο μαζί με άλλες εκτάσεις αποτελούσε πριν από το έτος 1945 μέρος της κοίτης ίου μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, οπότε ο ρους του ποταμού άλλαξε από φυσικά αίτια, με αποτέλεσμα να μεταβληθεί η κοίτη του, ενώ τα εδάφη που δημιουργήθηκαν από την εγκαταλειφθείσα πλέον οριστικά κοίτη του ποταμού, περιήλθαν σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, κατά πρωτότυπο τρόπο στους κυρίους των παρόχθιων ακινήτων, κατά τη διάταξη του άρθρου 1072 ΑΚ. Οι παραποτάμιες αυτές εκτάσεις, στο σημείο όπου βρίσκεται το επίδικο, μέχρι την αλλαγή της κοίτης του ποταμού Αράχθου ήταν ιδιοκτησία του Α. M., δικαιοπαρόχου του Α. Κ. και απώτερου δικαιοπαρόχου της ενάγουσας. Ο Α. Κ., μετά την παραχώρηση σ' αυτόν της παραπάνω μείζονος έκτασης των 2.400 τμ, μεταβίβασε άτυπα τμήμα του μείζονος ακινήτου εκτάσεως 468 τμ στον Ν. Τ. και έτερο τμήμα αυτού εκτάσεως 1388 τμ στον Α. Γ., το δε εναπομείναν τμήμα εκτάσεως 555 τμ περίπου, που αποτελεί το επίδικο, το παραχώρησε το έτος 1970, άτυπα, λόγω δωρεάς, στην ενάγουσα θυγατέρα του. Το ως άνω επίδικο ακίνητο, νεμήθηκε αρχικά ο πατέρας της ενάγουσας Α. Κ. ασκώντας επ' αυτού τις αρμόζουσες στη φύση και τον προορισμό του διακατοχικές πράξεις. Ειδικότερα αυτός προέβη στην περίφραξη του ακινήτου, καθώς σε επιχωματώσεις και φύτεψε εντός αυτού διάφορα οπωροφόρα δένδρα, των οποίων συνέλεγε τον καρπό καθώς και διάφορα κηπευτικά και το είχε υπό τη συνεχή επίβλεψη και εποπτεία του. Από το έτος 1970, οπότε ο ως άνω κύριος του επιδίκου παραχώρησε άτυπα το επίδικο στην ενάγουσα, η τελευταία συνέχισε τις ίδιες πράξεις νομής επ' αυτού, μέχρι το έτος 1985, οπότε παραχώρησε τμήμα αυτού λόγω μίσθωσης στον Θ. Τ., μέχρι την άσκηση της αγωγής (16-4-2003). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι κύριος της επίδικης έκτασης ήταν το ίδιο, διότι η επίδικη έκταση αποτελούσε κοίτη του μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, η οποία εγκαταλείφθηκε με την εκτέλεση από αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) των τεχνικών έργων του φράγματος Πουρναριού, κατά το έτος 1974, μετά την εφαρμογή του Ν. 116/1975, δεν αποδείχθηκε. Και τούτο διότι δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα της κοίτης του ποταμού Αράχθου, η οποία αποκαλύφθηκε λόγω των τεχνικών έργων του φράγματος Πουρναρίου, ούτε ότι το εναγόμενο προέβη στην εκτέλεση αντιπλημμυρικών έργων στη θέση "Μύλοι", όπου βρίσκεται το επίδικο, οποτεδήποτε πριν ή μετά το παραπάνω έτος. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο ήταν κύριος παρόχθιας έκτασης, ώστε εξαιτίας των επικαλούμενων αντιπλημμυρικών έργων ή έστω της φυσικής αλλαγής της ροής των υδάτων του ποταμού Αράχθου, να περιέλθει σ' αυτό ως παρόχθιο, καθόσον αφενός μεν η μάρτυρας του, που εξετάστηκε στο ακροατήριο, δεν κατέθεσε κάτι τέτοιο, η γνώση της δε σχετικά με την κυριότητα του εναγομένου στο επίδικο στηρίζεται στα έγγραφα τα οποία επικαλείται και το εναγόμενο, τα οποία όμως δεν είναι ικανά να αποδείξουν τον ως άνω ισχυρισμό του. Συγκεκριμένα το εναγόμενο επικαλείται ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης εμβαδού 2.300 τμ, η οποία είναι καταχωρημένη από το έτος 1957, στο Γενικό Βιβλίο Καταγραφής δημοσίων κτημάτων, που τηρείται στην οικονομική Εφορία Άρτας, ως ιδιωτική περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου με στοιχεία Β.Κ. 286 και με καταγραφείσα προέλευση του κτήματος "αλλαγή της κοίτης του ποταμού" και "η εν λόγω έκτασις εδημιουργήθη προ πολλών ετών κατόπιν αλλαγής της κοίτης του Αράχθου ποταμού", πλην όμως το γεγονός και μόνο αυτό δεν αρκεί για να προσπορίσει κυριότητα στο εναγόμενο, αφού αυτό δεν αποδεικνύει νόμιμο τρόπο κτήσης της κυριότητας. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο προέβη στο σημείο που βρίσκεται το επίδικο σε αντιπλημμυρικά έργα και ότι αυτό ήταν κύριο παρόχθιας έκτασης, ώστε να αποκτήσει πράγματι κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο, κατ' άρθρο 1072 ΑΚ. Άλλωστε το γεγονός και μόνο της οριστικής και μόνιμης εγκατάλειψης της κοίτης του ποταμού, είτε αυτή οφειλόταν σε έργα που πραγματοποίησε το εναγόμενο πριν από το έτος 1975, είτε σε φυσικά αίτια, δεν αρκεί για την απόκτηση της κυριότητας από το Ελληνικό Δημόσιο, αν δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη παρόχθιας ιδιοκτησίας του. Αντίθετα από τις ίδιες τις εγγραφές στο γενικό Βιβλίο Καταγραφής επιβεβαιώνεται ότι στη διακατοχή της μείζονος έκτασης στην οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο, ήταν από το έτος 1949 ο Α. Κ. απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας και ο Α. Γ. ιδιοκτήτης όμορου του επίδικου ακινήτου, που αποτελούσε τμήμα του μείζονος ακινήτου των 2.400 τμ, οι οποίοι, σύμφωνα με το εν λόγω έγγραφο, καλλιεργούσαν τις εκτάσεις αυτές (φύτευση νεραντζιών κλπ). Επίσης, ούτε τα πρωτόκολλα καθορισμού αποζημίωσης κατά του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας και της ίδιας, τα οποία επικαλείται και προσκομίζει το εναγόμενο είναι κρίσιμα και ικανά να ανατρέψουν τα παραπάνω αποδειχθέντα, αφού δεν προκύπτει είσπραξη των αναφερόμενων σ' αυτά ποσών από τους ανωτέρω κατέχοντες. Εξάλλου από την από 16-10-1978 αίτηση και την με ίδια ημεροχρονολογία δήλωση της ενάγουσας προς τον Οικονομικό Έφορο Άρτας, με την οποία ζητεί την εξαγορά του επιδίκου, δεν συνάγεται ομολογία αυτής για το ότι κύριος του επιδίκου είναι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το τελευταίο, αφενός μεν διότι αντικείμενο ομολογίας είναι μόνο πραγματικά γεγονότα και όχι κρίσεις όπως η ανωτέρω ή νομικές έννοιες όπως η έννοια της κυριότητας (άρθρα 335,338 ΚΠολΔ) αφετέρου δε, διότι οι παραπάνω αιτήσεις και υπεύθυνη δήλωση δεν έγιναν με πρόθεση ομολογίας της ενάγουσας για την κυριότητα του Δημοσίου στο επίδικο, αλλά προκειμένου να μπορέσει αυτή να αποκτήσει τίτλο για το παραπάνω ακίνητο της, με μικρή σχετικά δαπάνη, ενόψει του ότι μέχρι τότε το νεμόταν και το κατείχε στερούμενη τίτλου. Περαιτέρω το εναγόμενο ισχυρίστηκε ότι η ενάγουσα από το έτος 1979 κι εντεύθεν δεν βρίσκεται στην κατοχή του επιδίκου, αφού έκτοτε με την υπ' αριθ. ΕΦ 4260/24-3-1979 απόφαση του Νομάρχη Άρτας παραχωρήθηκε η χρήση του υπ' αριθ. 286 ακινήτου, στο οποίο περιλαμβάνεται και το επίδικο, στο τότε Αρχηγείο Χωροφυλακής, με σκοπό να ανεγερθεί εντός αυτού κτίριο για τη στέγαση των υπηρεσιών της και με το από 9-6-1979 Πρωτόκολλο μεταξύ του Οικονομικού Εφόρου και του Διοικητή της Διεύθυνσης Χωροφυλακής Άρτας έγινε η παράδοση και παραλαβή του ακινήτου και έτσι από τότε και επί είκοσι και πλέον έτη πράξεις νομής σ' αυτό ασκούσε το εναγόμενο δια των οργάνων του, στο οποίο περιήλθε η κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία. Και ναι μεν πράγματι προσκομίζονται από το εναγόμενο τα παραπάνω έγγραφα, πλην όμως, όπως αποδείχθηκε, η ενάγουσα και μετά την ως άνω παραχώρηση συνέχισε να νέμεται και να κατέχει το επίδικο, ασκώντας σ' αυτό τις προαναφερόμενες πράξεις νομής μέχρι και το χρόνο έγερσης της αγωγής, ενώ ουδεμία πράξη νομής ενήργησε στο επίδικο το εναγόμενο κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα. Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι για το υπόλοιπο τμήμα του μείζονος ακινήτου των 2.400 τμ, που ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας είχε μεταβιβάσει στον Ν. Τ. και Α. Γ., μετά από σχετική αγωγή που ασκήθηκε από τον Α. Τ. (υιό του Ν. Τ.) σε βάρος του νυν εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου αναγνωρίσθηκε τελεσίδικα με την 164/1999 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ότι το επίδικο εκείνο ακίνητο, έκτασης 468 τμ, ανήκε στην κυριότητα του Α. Τ., για δε το έτερο τμήμα του μείζονος ακινήτου που κατείχε ο Α. Γ. κρίθηκε επίσης με την 68/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Άρτας, σε δίκη διεξαχθείσα μεταξύ αυτού και του νυν εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ότι κύριος αυτού είναι ο Α. Γ.. Σύμφωνα με όλα τα ανωτέρω η ενάγουσα κατέστη κυρία του επίδικου ακινήτου με έκτακτη, χρησικτησία (άρθρο 1045 ΑΚ), νεμόμενη αυτό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας, ήτοι, από το έτος 1950 μέχρι την άσκηση της αγωγής (16-4-2003)". Ακολούθως το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού τα πραγματικά περιστατικά που με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα ήταν αρκετά για την εφαρμογή της προδιαληφθείσας διατάξεως του άρθρου 1072 ΑΚ, σε συνδυασμό με τις αυτεπαγγέλτως προστιθέμενες διατάξεις (άρθρ. 562 παρ. 4 Κ.ΠολΔικ) περί αποκτήσεως, με έκτακτη χρησικτησία, κυριότητας των άρθρων 1045 και 1051 ΑΚ, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος. Ειδικότερα διαλαμβάνεται στην απόφαση ότι το επίδικο ακίνητο, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, αποτελούσε πριν από το έτος 1945 μέρος της κοίτης του μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, η οποία (κοίτη) μεταβλήθηκε λόγω αλλαγής του ρού του ποταμού από φυσικά αίτια, τα δε εδάφη που δημιουργήθηκαν περιήλθαν κατά πρωτότυπο τρόπο, στους κυρίους των παροχθίων κτημάτων, ενώ μεγαλύτερη εδαφική έκταση που περιελάμβανε και το επίδικο, περιήλθε στον παρόχθιο ιδιοκτήτη Α. Μ., ο οποίος το 1950 παραχώρησε άτυπα στον πατέρα της ενάγουσας Α. Κ. εδαφική έκταση 2400 τ.μ., τμήμα της οποίας είναι το παραχωθέν σ' αυτόν από το τελευταίο το 1970 με άτυπη δωρεά, επίδικο, του οποίου την κυριότητα είχαν αποκτήσει τόσο οι δικαιοπάροχοί της, όσο και η ίδια με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού ασκούσαν σ'αυτό με διάνοια κυρίου τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (16.4.2003), χωρίς η κυριότητά τους αυτή να καταλυθεί από αντίστοιχο δικαίωμα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου. Ενόψει τούτων οι από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτιάσεις του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.
Επειδή κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔικ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής (και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής), ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού η δικονομικού δικαίου, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο. Ενόψει τούτων δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι αιτιολογημένες αρνήσεις, οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. ΑΠ 14/2004). Ο από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως δεν στοιχειοθετείται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιαδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψη δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ. ΑΠ25/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με αιτιάσεις του ίδιου δεύτερου λόγου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ. α' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη του, χωρίς τούτο να έχει προταθεί, " ότι οι παραποτάμιες εκτάσεις, στο σημείο που βρίσκεται το επίδικο, μέχρι την αλλαγή της κοίτης του ποταμού Αράχθου ήταν ιδιοκτησία του Α. Μ.". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες, καθόσον όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) ο παραπάνω ισχυρισμός αποτελούσε περιεχόμενο της ένδικης αγωγής στην οποία, αυτοτελεξεί, αναφέρεται ότι " η εγκαταλειφθείσα κοίτη κατελήφθη υπό των παρόχθιος ιδιοκτητών και δη υπό του Κ. Μ., που ήταν παρόχθως ιδιοκτήτης 60 περίπου στρεμμάτων, τα οποία περιήλθαν σ' αυτόν....". Περαιτέρω με αιτιάσεις του τρίτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του άρθρου 8 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος-εναγομένου Δημοσίου και ειδικότερα, α) ότι το επίδικο του ανήκε κατά κυριότητα, ως τμήμα της εγκαταληφθείσας οριστικά, κατά τα έτη 1974-1975, συνεπεία τεχνικών έργων και ανυπαρξίας παραποτάμιων ακινήτων, εφαπτομένων του σημείου της εγκαταληφθείσας κοίτης, από όπου προέρχεται το επίδικο, β) ότι η ενάγουσα αναιρεσίβλητη και ο δικαιοπαροχός της, με την υποβολή αιτήσεως εξαγοράς και τις από 16.10.1978 υπεύθυνες δηλώσεις τους προς την Οικονομική Εφορία Άρτας αναγνώρισαν την κυριότητα του αναιρεσείοντος επί του επιδίκου και γ) ότι το επίδικο δεν περιήλθε στην κατοχή της ενάγουσας και του δικαιοπαρόχου της από άτυπες μεταβιβάσεις, αλλά με αυθαίρετη κατάληψη για την οποία εκδόθηκαν οικεία πρωτόκολλα καθορισμού και αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης, τα οποία έχουν οριστικοποιηθεί, καθώς και εις βάρος της αναιρεσίβλητης πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Οι αιτιάσεις αυτές ανεξάρτητα από το ότι δεν αφορούν σε "πράγματα" κατά την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια, αλλά η μεν πρώτη και τρίτη σε ισχυρισμούς που συνιστούν αιτιολογημένες αρνήσεις, η δε δεύτερη σε αποδεικτικό μέσο και δη σε ομολογία συναγόμενη, κατά την άποψη του αναιρεσείοντος από δικαστικά τεκμήρια, έχουν ληφθεί υπόψη και έχουν απορριφθεί, όπως τούτο προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Περαιτέρω με αιτιάσεις του ίδιου τρίτου λόγου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση, με την επίκληση της διατάξεως του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, ότι το Εφετείο εξετίμησε λανθασμένα τα κατονομαζόμενα αποδεικτικά μέσα και κατέληξε σε διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα ως προς τους προαναφερθέντες παραπάνω του ίδιου λόγου ισχυρισμούς, από εκείνο που από την ορθή εκτίμηση των αποδεικτικών αυτών μέσων προέκυπτε. Οι αιτιάσεις αυτές, ανεξάρτητα από το ότι αντιφάσκουν με τις παραπάνω από τη διάταξη του αριθμού 8 εδ. Β' του άρθρου 559 του ίδιου λόγου αιτιάσεις, περί μη λήψεως υπόψη των ίδιων ισχυρισμών, είναι απαράδεκτες γιατί αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση κακή εκτίμηση των αποδείξεων και συνακόλουθα πλήττουν, την, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔικ, αναιρετικά ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος τρίτος λόγος ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση, στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του (άρθρ. 183 και 176 ΚΠολΔικ) πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 του ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ' αριθμ. 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β'11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν.1738/1987.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.12.2013 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της Κ. συζύγου Κ. Π. του Ι., το γένος Α. Κ., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 289/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) Ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Φεβρουαρίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 18 Φεβρουαρίου 2015.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου