Aκυρότητα δήλωσης βούλησης-στοιχεία αγωγής. Έτος: 2014. Νούμερο: 8.ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα. Συγκροτήθηκε.. από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή, Γεώργιο Γεωργέλλη και Δημήτριο Κράνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Τ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αγιοστρατίτη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Π. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ασημακόπουλο, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10 Μαρτίου 2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου το οποίο με την υπ' αριθ. 50/2006 απόφασή του, διέταξε το χωρισμό των αντικειμενικά σωρευόμενων στο αυτό δικόγραφο περισσοτέρων αγωγών και παρέπεμψε της αναγνωριστικές από τις αγωγές αυτές στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου, στο οποίο η υπόθεση εισήχθη με κλήση του αναιρεσιβλήτου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 73/2008 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου και 157/2011 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15 Ιουλίου 2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Δημήτριος Κράνης, ανέγνωσε την από 28 Σεπτεμβρίου 2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 15.7.2011 αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 157/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πατρών, η οποία, αφού δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την από 25.11.2008 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας και εξαφάνισε κατά το άρθρ. 528 ΚΠολΔ την ερήμην αυτής εκδοθείσα υπ' αριθ. 73/2008 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, που είχε δεχθεί την από 10.3.2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά το μέρος, κατά το οποίο με την υπ' αριθ. 50/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου παραπέμφθηκε σ' αυτό, δέχθηκε ακολούθως και η ίδια (η εφετειακή απόφαση) την αγωγή αυτή και αναγνώρισε την ακυρότητα των επίδικων δικαιοπραξιών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ).
2. Το άρθρ. 131 του ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 16 του ν. 2447/1996, ορίζει στην παρ. 1 ότι η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη, αν, κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη συνείδησης του προσώπου, για τις πράξεις που επιχειρεί, υπάρχει, όταν λείπει απ' αυτό η δυνατότητα της διάγνωσης της ουσίας και του περιεχομένου της επιχειρούμενης δικαιοπραξίας, συνιστά δε αυτή παροδική διατάραξη που δεν οφείλεται σε ασθένεια. Αντίστοιχα ψυχική ή διανοητική διαταραχή (πνευματική νόσος κατά την αρχική διατύπωση του άρθρ. 131 του ΑΚ), που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης, υπάρχει, όταν εξ αιτίας νόσου, που μπορεί να είναι προσωρινή ή διαρκής, το πρόσωπο αδυνατεί και πάλι να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρεί και να προσδιορίσει έτσι με λογικούς υπολογισμούς ελεύθερα τη βούλησή του. Η προκαλούμενη ακυρότητα (άρθρ. 180 ΑΚ) είναι και στις δυο περιπτώσεις απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά παντός και αρκεί για τη θεμελίωση της ακυρότητας η επίκληση και η απόδειξη οποιασδήποτε από τις παραπάνω καταστάσεις ανικανότητας, με συνέπεια η επίκληση της μιας από αυτές να καθιστά χωρίς αντικείμενο την επίκληση και της άλλης, εφόσον δεν εισάγεται μ' αυτή επικουρική αγωγική βάση. Κρίσιμος σε όλες τις περιπτώσεις είναι ο χρόνος δήλωσης της βούλησης, ενώ γεγονότα προγενέστερα ή και μεταγενέστερα, από τα οποία μπορεί αυτή να συναχθεί, δεν είναι ουσιώδη, προκειμένου δε το δικαστήριο να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα συνδυάζει τις αποδείξεις με τη χρήση και των κοινών γνώσεων και των εν γένει κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας. Ωστόσο με την παρ. 2 του άρθρ. 131 του ΑΚ τίθενται περιορισμοί στο δικαίωμα των κληρονόμων να επικαλεσθούν την ακυρότητα δικαιοπραξίας, που κατάρτισε ο κληρονομούμενος από αυτούς, ενώ βρισκόταν σε μια από τις ως άνω καταστάσεις ανικανότητας, και σχετικά ορίζεται ότι οι κληρονόμοι μπορούν, μέσα σε μια πενταετία από την επαγωγή, να προσβάλουν για έναν από τους λόγους της παρ. 1 του άρθρου αυτού τις μη χαριστικές (δηλαδή τις επαχθείς) δικαιοπραξίες, που έγιναν προς τον κληρονομούμενο ή προς αυτόν, τότε μόνον (α) αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκκρεμούσε διαδικασία για την υποβολή του κληρονομουμένου σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ή αν μετά την κατάρτιση ο κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση για την παραπάνω αιτία, (β) αν η δικαιοπραξία καταρτίσθηκε ενόσω αυτός βρισκόταν έγκλειστος σε ειδική για την κατάστασή του μονάδα ψυχικής υγείας και (γ) αν η κατάσταση που επικαλούνται οι κληρονόμοι προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη δικαιοπραξία. Έτσι με τους περιορισμούς αυτούς, που αποδίδουν κατά βάση τους περιορισμούς του καταργημένου με το άρθρ. 13 του ν. 2447/1996 άρθρ. 1695 του ΑΚ ως προς τη δυνατότητα των κληρονόμων του αποβιώσαντος να προσβάλουν για φρενοβλάβεια τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες του, η ανικανότητα του κληρονομουμένου σχετικοποιείται, χωρίς όμως να σχετικοποιείται και η προκαλούμενη ακυρότητα, η οποία εξακολουθεί να είναι απόλυτη.
Συνεπώς σε αντίθεση με τους ειδικούς διαδόχους ή τους τρίτους, οι οποίοι μπορούν να προσβάλουν χωρίς περιορισμούς το σύνολο των δικαιοπραξιών, χαριστικών ή μη χαριστικών, του προσώπου που ενήργησε, ενώ βρισκόταν σε μια από τις καταστάσεις ανικανότητας της παρ. 1 του άρθρ. 131 του ΑΚ, οι κληρονόμοι του ναι μεν μπορούν και αυτοί να επικαλεσθούν ελεύθερα την ακυρότητα των χαριστικών δικαιοπραξιών του (ΑΠ 274/2011), όμως την ακυρότητα των επαχθών δικαιοπραξιών του μπορούν να την επικαλεσθούν, ακόμη και μεταξύ τους, μόνο με τους περιορισμούς της παρ. 2 του άρθρ. 131 του ΑΚ (ΑΠ 888/2010, βλ. και ΑΠ 223/2002, 1687/2002, 1019/2003 σε σχέση με το άρθρ. 1695 του ΑΚ). Ειδικότερα η κατάσταση ανικανότητας του κληρονομουμένου σε σχέση με επαχθή δικαιοπραξία που αυτός επιχείρησε, μπορεί κατά την παρ. 2(γ) του άρθρ. 131 του ΑΚ να προβληθεί από τους κληρονόμους του ως λόγος ακυρότητας της δικαιοπραξίας του κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, όταν η κατάσταση αυτή προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία, δηλαδή αμέσως από το περιεχόμενό της και όχι εμμέσως από το σύνολο των συνθηκών της κατάρτισής της (πρβλ. ΑΠ 352/2003). Η άκυρη για την αιτία αυτή δικαιοπραξία μπορεί να έχει καταρτισθεί και από αντιπρόσωπο του ανικάνου, εφόσον αυτός χορήγησε τη σχετική πληρεξουσιότητα στον αντιπρόσωπό του, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση τέτοιας ανικανότητας, οπότε ναι μεν η πληρεξουσιότητα δεν συνιστά καθεαυτή επαχθή δικαιοπραξία, όμως εφόσον αφορά στην τέλεση από τον αντιπρόσωπο του ανικάνου επαχθούς δικαιοπραξίας, εμπίπτει τελικά στους περιορισμούς της παρ. 2 του άρθρ. 131 του ΑΚ και τόσο η ίδια όσο και η βασιζόμενη σ' αυτή μετέπειτα δικαιοπραξία του αντιπροσώπου του μπορούν να προσβληθούν ως άκυρες από τους κληρονόμους του μόνο με τους περιορισμούς αυτούς, δηλαδή εκτός άλλων και όταν η κατάσταση της ανικανότητας του κληρονομουμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της πληρεξουσιότητάς του, είτε ευθέως είτε σε συνδυασμό και με το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας στην οποία κατέληξε. Εξ άλλου κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα.
Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ' αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Περαιτέρω η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή τους χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται επίσης με τον παραπάνω αναιρετικό λόγο ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής ή της ένστασης. Επομένως νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ' αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Για να ιδρύεται πάντως ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης πρέπει ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής ή της ένστασης, που κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένες ή απορρίφθηκαν ως αόριστες, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης. Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί κατά το άρθρ. 216§1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρ. 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, η πληρότητα της ιστορικής βάσης της, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια. Έτσι στην αγωγή, με την οποία οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος ζητούν να αναγνωρισθούν ως άκυρες οι δικαιοπραξίες, που αυτός τέλεσε, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση ανικανότητας κατά την παρ. 1 του άρθρ. 131 του ΑΚ, ναι μεν δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται η νόσος, στην οποία οφείλεται η τυχόν ψυχική ή διανοητική διαταραχή του, η οποία μπορεί και να μην έχει διαγνωσθεί, αφού κρίσιμο είναι το αποτέλεσμα της νόσου και όχι η ίδια η νόσος (ΑΠ 48/2009), όμως κατά τα λοιπά για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, στην περίπτωση ειδικότερα που οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος ισχυρίζονται ότι η ανικανότητα προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία, πρέπει να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, κατά γενικό έστω τρόπο, τα στοιχεία της δικαιοπραξίας από τα οποία προκύπτει η ανικανότητά του κατά τον κρίσιμο χρόνο (πρβλ. ΑΠ 272/1985, ΝοΒ 1986.66). Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) ότι μ' αυτή ο αναιρεσίβλητος, επικαλούμενος την ιδιότητά του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 25.8.2000 αδελφού του Κ. Π., ζήτησε να αναγνωρισθούν ως άκυρα τα υπ' αριθ. .../26.8.1998 και .../18.7.2000 ειδικά πληρεξούσια της συμβολαιογράφου Βέροιας Αρτέμιδος Παζαρά-Καλλιμπάκα, με τα οποία ο αποβιώσας αδελφός του, αν και δεν είχε συνείδηση των πράξεών του και βρισκόταν εξ αιτίας των ασθενειών πάρκινσον και αλτσχάΐμερ, από τις οποίες υπέφερε, σε τέτοια διανοητική και ψυχική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, χορήγησε εντούτοις στον Α. Π., υιό της εξαδέλφης τους Κ. Π., την πληρεξουσιότητα προς πώληση των μοναδικών ακινήτων του (δενδροπεριβόλου και διώροφης οικίας) στο Δημοτικό Διαμέρισμα ... του Δήμου Διακοπτού Αχαΐας. Με την ίδια αγωγή ο αναιρεσίβλητος ζήτησε να αναγνωρισθούν ως άκυρα και τα υπ' αριθ. .../9.8.2000 και .../ 9.8.2000 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αιγίου Αθανάσιου Παναγόπουλου, με τα οποία ο ως άνω πληρεξούσιος πώλησε στην αναιρεσείουσα, με βάση τα παραπάνω άκυρα πληρεξούσια, τα αναφερόμενα στα πληρεξούσια αυτά ακίνητα του Κ. Π., ισχυριζόμενος (ο αναιρεσίβλητος) ότι η κατάσταση ανικανότητας του Κ. Π. προέκυπτε από τα ίδια τα αγοραπωλητήρια συμβόλαια, ενώ και στο υπ' αριθ. .../ 18.7.2008 δεύτερο από τα παραπάνω πληρεξούσια υπάρχει η καταγραφή της συμβολαιογράφου ότι ο Κ. Π. αδυνατούσε τότε να υπογράψει "λόγω ασθενείας". Με το περιεχόμενο αυτό η ένδικη αγωγή, με την οποία ο αναιρεσίβλητος, προκειμένου να τη θεμελιώσει, επικαλείται ειδικότερα ότι η κατάσταση ανικανότητας του αποβιώσαντος αδελφού του, που καθιστά άκυρες τις επίδικες δικαιοπραξίες, προκύπτει αμέσως απ' αυτές, δηλαδή, κατ' εκτίμηση, από τον επιτρεπτό συνδυασμό των συμβάσεων πώλησης με τα αντίστοιχα πληρεξούσια, είναι ορισμένη, αφού στο μεν δεύτερο από τα παραπάνω πληρεξούσια του Κ. Π. υπάρχει η ενδεικτική σαφώς της ανικανότητάς του ρητή καταγραφή της συμβολαιογράφου ότι αυτός αδυνατούσε τότε να υπογράψει "λόγω ασθενείας", ενώ και χωρίς την καταγραφή αυτή τόσο το πληρεξούσιο αυτό όσο και το προγενέστερο με αριθμό .../26.8.1998 είναι ενδεικτικά της ανικανότητας του Κ. Π. κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύνταξής τους, αφού μ' αυτά παρέχεται χωρίς όρους και χωρίς κάποια εξασφάλιση για τον ίδιο, δηλαδή σαφώς κατά διακινδύνευση των συμφερόντων του, που υποδηλώνει αδυναμία του να αντιληφθεί τη σημασία και τις συνέπειες των δηλώσεών του, η εξουσία στον Α. Π. να εκποιήσει τα μοναδικά ακίνητα περιουσιακά του στοιχεία, όπως και έγινε.
Συνεπώς είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο αντίθετος πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή, αφού προς το σκοπό αυτό αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από όσα απαιτεί το άρθρ. 131 του ΑΚ και ειδικότερα η διάταξη της δεύτερης παραγράφου του κατά την τρίτη αυτής περίπτωση.
3. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002, ΕλλΔνη 2003.375), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η προσκόμιση και η επίκληση του κρίσιμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή δεν αρκεί ο ισχυρισμός να είχε προταθεί παραδεκτά μόνο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά θα πρέπει να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις ) και στο δεύτερο βαθμό, εφόσον αναιρεσιβαλλόμενη είναι απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του. Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου. Για την πληρότητα όμως του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας. Εξ άλλου κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) ότι αυτή, εκτιμώντας, κατά τη διαβεβαίωσή της, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που παραδεκτά προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης και τα ακόλουθα: "Ο Κ. Π. αποβίωσε στη ... στις 25 Αυγούστου 2000, άγαμος και άτεκνος, σε ηλικία 63 ετών, συνεπεία οξείας καρδιαναπνευστικής ανεπάρκειας, σηπτικής λοιμώξεως του αναπνευστικού, έλκη κατακλίσεων, νόσου πάρκινσον και νόσου αλτσχάϊμερ (βλ. την υπ' αριθ. 108/23/2000 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου Αλεξάνδρειας Ημαθίας Μαρίας Σισμανίδου), αφήνοντας πλησιέστερο συγγενή του και μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο του τον ενάγοντα (αναιρεσίβλητο) αδελφό του ... Ο ανωτέρω αποβιώσας, μέχρι τον Αύγουστο του 1998, οπότε μετακινήθηκε από συγγενείς του στη ..., ζούσε μονίμως στον οικισμό ... Αιγιαλείας του Νομού Αχαΐας, όπου είχε γεννηθεί, διαμένοντας μόνος του σε ιδιόκτητη διώροφη οικία, ευρισκόμενη εντός οικοπέδου εκτάσεως 1.499,87 τ.μ. Μέχρι το έτος 1996 ήταν υγιής και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού, καλλιεργώντας συστηματικά το αγρόκτημά του (δενδροπερίβολο), εκτάσεως 13.384 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια ...ς. Το έτος όμως 1996 προσβλήθηκε από τις νόσους του πάρκινσον και αλτσχάϊμερ, οι οποίες διήρκεσαν έκτοτε μέχρι το θάνατό του. Για τη νόσο του πάρκινσον, που διαγνώσθηκε αμέσως, τον παρακολουθούσε συστηματικά, κατά το διάστημα των ετών 1996-1998 ο ιατρός νευρολόγος Αιγίου Π. Π. (βλ. την από 2.3.2001 ιατρική γνωμάτευσή του), ενώ από 8.6.1998 μέχρι 22.6.1998 νοσηλεύθηκε στη νευρολογική κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών, όπου διαπιστώθηκε ότι πάσχει από τη νόσο του πάρκινσον με έντονη εξωπυραμιδική συνδρομή και δυσχέρεια στη βάδιση και στην αυτοεξυπηρέτησή του. Η νόσος του αλτσχάϊμερ, από την οποία επίσης προσβλήθηκε κατά το έτος 1996, λόγω του ότι βρισκόταν σε αρχικό στάδιο, δεν είχε διαγνωσθεί μέχρι τις 5.1.2000, οπότε, μετά τη μετοίκησή του στη ..., εισήχθη στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Βέροιας, όπου νοσηλεύθηκε για τη νόσο του πάρκινσον και για πνευμονία σε έδαφος αλτσχάϊμερ (βλ. την υπ' αριθ. 7132/6.12.2000 βεβαίωση του ως άνω νοσοκομείου).
Εξ αιτίας των ανωτέρω μη ιάσιμων οργανικών νόσων ο Κ. Π. από το έτος 1996 παρουσίαζε προοδευτικώς έκπτωση νοητικών λειτουργιών και διαταραχές συμπεριφοράς, γεγονός το οποίο βεβαιώνεται και στην προαναφερόμενη από 2.3.2001 γνωμάτευση του νευρολόγου Π. Π.. Συγκεκριμένα αυτός, μέχρι τον Αύγουστο του 1998, που μετοίκησε στη ..., καταλαμβανόταν από έμμονες ιδέες καταδιώξεως, ισχυριζόμενος ότι τον κυνηγούν δαίμονες, δεν είχε αίσθηση του τόπου, του χρόνου και του περιβάλλοντός του, ενώ θεωρούσε ως ζώντα συγγενικά του πρόσωπα, που είχαν αποβιώσει πριν από πολλά έτη και συχνά εκδήλωνε συμπεριφορές μη φυσιολογικού ανθρώπου, προβαίνοντας σε πράξεις των οποίων δεν αντιλαμβανόταν το περιεχόμενο και τις συνέπειες, όπως περιπλάνησή του στους δρόμους του χωριού του μόνο με το εσώρουχό του, καθαίρεση χωρίς κανένα λόγο των μεσότοιχων της οικίας του, αποξήλωση του πατώματος και της στέγης της ίδιας οικίας, κατάκλισή του για ύπνο στο λουτρό της οικίας του, το οποίο θεωρούσε ως υπνοδωμάτιο κ.λ.π. Λόγω της καταστάσεώς του αυτής τη φροντίδα του μέχρι τον Αύγουστο του 1998 είχε αναλάβει η μάρτυρας αποδείξεως Β. Π., που ήταν συνταξιούχος νοσηλεύτρια και γείτονάς του στη ..., η οποία μεριμνούσε για τη σίτισή του, την ατομική του καθαριότητα και την υγεία του έναντι χρημάτων που της έστελνε ο ενάγων αδελφός του από την Αθήνα, όπου διέμενε μονίμως, υπηρετώντας ως δημόσιος υπάλληλος, με συνέπεια να αδυνατεί ο ίδιος να φροντίζει τον ασθενούντα αδελφό του. Στις αρχές Αυγούστου 1998, ενώ η κατάσταση της υγείας του Κ. Π. είχε επιδεινωθεί, η πρώτη εξαδέλφη του Κ. Π., που κατοικούσε μονίμως στη ..., συνοδευόμενη από την αδελφή της Ά. Χ., μετέβη στη ... Αιγιαλείας και επικαλούμενη τη συγγενική της σχέση με τον ήδη ασθενούντα Κ. Π. παρέλαβε αυτόν από την οικία του και με μισθωμένο ταξί τον μετέφερε στη ..., όπου τον εγκατέστησε στην οικία της, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει τον διαμένοντα στην Αθήνα ενάγοντα αδελφό του. Η ανωτέρω μάλιστα, αλλά και ο υιός της Α. Π. στις 10.9.1998, όταν ο ενάγων μετέβη στη ... προκειμένου να συναντήσει και να παραλάβει τον ασθενούντα αδελφό του, εμπόδισαν αυτόν να επικοινωνήσει μαζί του... Ακολούθως αποδείχθηκε ότι στις 26.8.1998, ήτοι λίγες μόνον ημέρες μετά την εγκατάσταση του Κ. Π. στην οικία της Κ. Π., η τελευταία οδήγησε αυτόν στο συμβολαιογραφείο της συμβολαιογράφου Βέροιας Αρτέμιδος Παζαρά-Καλιμπάκα, όπου συντάχθηκε το ειδικό πληρεξούσιο της ως άνω συμβολαιογράφου, με το οποίο ο Κ. Π. έδινε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον Α. Π.... να πωλήσει το δενδροπερίβολό του..., στη ... Αιγιαλείας, εκτάσεώς του 13.383,59 τ.μ. Στη συνέχεια, στις 21.9.1998, ήτοι μόλις ενάμιση μήνα μετά την εγκατάσταση του Κ. Π. στη ..., κλήθηκε στην οικία της εξαδέλφης του Κ. Π. η συμβολαιογράφος Βέροιας Ευπραξία Γεωργιάδου-Χατζή και ενώπιον των μαρτύρων ... συντάχθηκε η υπ' αριθ. .../21.9.1998 δημόσια διαθήκη του Κ. Π., η οποία δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του με το υπ' αριθ. 700/69/7.3.2001 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας και με την οποία αυτός κατέλειπε στον ανιψιό του Γ. Π. ως κληροδοσία το ποσό των 12.000.000 δραχμών, ενώ σε όλη την υπόλοιπη περιουσία του, κινητή και ακίνητη, την οποία δεν περιγράφει στη διαθήκη, εγκατέστησε ως γενικό κληρονόμο του τον Α. Π.. Η ανωτέρω διαθήκη του αποβιώσαντος Κ. Π. έχει ήδη αναγνωρισθεί ως άκυρη τελεσιδίκως με την υπ' αριθ. 2611/2004 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, διότι κρίθηκε ότι ο ως άνω αποβιώσας δεν είχε κατά το χρόνο συντάξεως της προσβαλλόμενης διαθήκης του συνείδηση των πράξεών του. Ακολούθως, στις 18.7.2000, ήτοι μετά την πάροδο 3 ημερών από την έξοδο του Κ. Π. από το Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Βέροιας..., κλήθηκε στην οικία του Α. Π. η συμβολαιογράφος Βέροιας Άρτεμις Παζαρά -Καλλιμπάκα και ενώπιον τριών μαρτύρων συντάχθηκε το υπ' αριθ. .../18.7.2000 ειδικό πληρεξούσιο της ως άνω συμβολαιογράφου, με το οποίο ο Κ. Π. έδωσε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον Α. Π. να πωλήσει την ανώγεια οικία του μετά του γηπέδου και του προαυλίου της, εκτάσεως 120 τ.μ., μετά συνεχομένου με την οικία δενδροπεριβολίου, εκτάσεως 800 τ.μ., που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δημοτικού Διαμερίσματος ... Αιγιαλείας. Στο τέλος του ανωτέρω πληρεξουσίου η συντάξασα αυτό συμβολαιογράφος βεβαιώνει ότι ο εντολέας "αδυνατεί να υπογράψει λόγω ασθενείας". Στη συνέχεια, με βάση τα δυο ανωτέρω πληρεξούσια, ο Α. Π. πώλησε και μεταβίβασε στην εναγομένη (αναιρεσείουσα) κατά πλήρη κυριότητα τα ανήκοντα στον αποβιώσαντα Κ. Π. δυο και μοναδικά ακίνητά του και συγκεκριμένα α) με το υπ' αριθ. .../9.8.2000 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αιγίου Αθανάσιου Παναγόπουλου, νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αιγιαλείας, πώλησε και μεταβίβασε ένα οικόπεδο εκτάσεως 1.499,87 τ.μ., με την υπάρχουσα εντός αυτού διώροφη οικοδομή, κειμένου εντός του Δημοτικού Διαμερίσματος ... του Δήμου Διακοπτού Αχαΐας, το οποίο συνορεύει ... και β) με το υπ' αριθ. .../9.8.2000 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένο και αυτό στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αιγιαλείας, πώλησε και μεταβίβασε ένα δενδροπερίβολο ποτιστικό, άρτιο και οικοδομήσιμο, εκτάσεως 13.383,59 τ.μ..., στη θέση ΚΟΝΤΟΓΡΕΝΑ της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος ... του Δήμου Διακοπτού Αχαΐας, εκτός οικισμού, αλλά εντός ζώνης..., το οποίο συνορεύει... Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατά τους χρόνους συντάξεως των ανωτέρω δυο πληρεξουσίων ... ο αποβιώσας Κ. Π., εξ αιτίας των μη ιάσιμων ασθενειών πάρκινσον και αλτσχάϊμερ, από τις οποίες έπασχε, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, δηλαδή αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία των μονομερών δικαιοπραξιών που επιχείρησε, ήτοι των δοθεισών εντολών προς εκποίηση της περιουσίας του και ως εκ τούτου οι εντολές αυτές είναι άκυρες, ως δοθείσες σε χρόνους που ο εντολέας δεν είχε συνείδηση των πραττομένων.
Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο Κ. Π. και μετά την εγκατάστασή του στη ... εξακολούθησε να πάσχει από τις πιο πάνω σοβαρές νόσους, οι οποίες ήταν μόνιμες και διαρκείς και όχι παροδικές και ιάσιμες και οι οποίες είχαν εκδηλωθεί πλήρως κατά τους χρόνους συντάξεως των ανωτέρω πληρεξουσίων. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί και κατά τους χρόνους αυτούς να εμφανίζει προοδευτική έκπτωση των νοητικών του λειτουργιών και ικανοτήτων και γι' αυτό να μην έχει τη διανοητική ικανότητα να συλλάβει την ουσία και το περιεχόμενο των εντολών, που έδινε στον Α. Π. με τα ως άνω πληρεξούσια. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και ιδίως το κρίσιμο γεγονός ότι ο αποβιώσας αδελφός του ενάγοντος Κ. Π. κατά τους χρόνους συντάξεως των επίδικων πληρεξουσίων δεν είχε την ικανότητα συνειδήσεως των πράξεών του, εξ αιτίας των νόσων από τις οποίες έπασχε, επιδεικνύοντας συμπεριφορά που δεν συνάδει με συμπεριφορά φυσιολογικού ανθρώπου, αποδεικνύονται με πληρότητα ιδίως από τη σαφή και μετά λόγου γνώσεως ένορκη κατάθεση της πρωτοδίκως εξετασθείσας μάρτυρος αποδείξεως Β. Π., ομοχώριας του αδελφού του ενάγοντος, η οποία τον φρόντιζε πριν από τη μετακίνησή του στη ... και την οποία κατάθεση το Δικαστήριο θεωρεί αξιόπιστη, διότι η κατάθεσή της ενισχύεται και από τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα α) την από 2.3.2001 ιατρική γνωμάτευση του νευρολόγου ιατρού Π. Π., στην οποία βεβαιώνεται ότι ο αδελφός του ενάγοντος κατά τη χρονική περίοδο των ετών 1996-1998 παρακολουθείτο από τον εν λόγω ιατρό, επειδή έπασχε από τη νόσο του πάρκινσον και είχε έκπτωση των νοητικών του λειτουργιών και διαταραχές συμπεριφοράς, β) την υπ' αριθ. 7132/6.12.2000 βεβαίωση του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Βέροιας, με την οποία βεβαιώνεται ότι ο αδελφός του ενάγοντος νοσηλεύθηκε στο ως άνω νοσοκομείο από 5.1.2000 μέχρι 14.1.2000 για τη νόσο του πάρκινσον και τη νόσο του αλτσχάϊμερ, από 9.7.2000 μέχρι 15.7.2000 για λοίμωξη του αναπνευστικού σε αποδρομή, νόσο του πάρκινσον και νόσο του αλτσχάϊμερ και από 23.8.2000 μέχρι 25.8.2000, οπότε αποβίωσε, για εμπύρετη νόσο του πάρκινσον και καρδιακή ανακοπή, γ) την από 29.8.2000 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου Αλεξάνδρειας Ημαθίας Μαρίας Σισμανίδου, με την οποία βεβαιώνεται ότι σύμφωνα με την από 25.8.2000 πιστοποίηση της ιατρού Σ. Π. ο θάνατος του τελευταίου επήλθε από οξεία καρδιαναπνευστική ανεπάρκεια, σηπτική λοίμωξη του αναπνευστικού, έλκη κατακλίσεων, νόσο του πάρκινσον και νόσο του αλτσχάϊμερ και δ) την υπ' αριθ. 2611/2004 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή σχετική αγωγή του ενάγοντος για αναγνώριση της ακυρότητας της υπ' αριθ. 9911/21.9.1998 δημόσιας διαθήκης του αδελφού του Κ. Π., διότι κρίθηκε ότι ο ως άνω αποβιώσας, κατά το χρόνο συντάξεως της προσβαλλόμενης διαθήκης του, στις 21.9.1998, ήτοι 25 ημέρες μετά τη σύνταξη του υπ' αριθ. .../26.8.1998 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Βέροιας Αρτέμιδος Παζαρά-Καλλιμπάκα και δυο περίπου έτη πριν από τη σύνταξη του υπ' αριθ. .../18.7.2000 πληρεξουσίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, επειδή έπασχε από το έτος 1996 από τις νόσους πάρκινσον και αλτσχάϊμερ, οι οποίες είχαν επιδεινώσει σοβαρά την υγεία του. Είναι επίσης χαρακτηριστικό και ενισχυτικό της προαναφερθείσας κρίσεως του Δικαστηρίου ότι μόλις τρεις ημέρες πριν από τη σύνταξη του υπ' αριθ. .../18.7.2000 πληρεξουσίου ο Κ. Π. είχε εξέλθει από το Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Βέροιας, στο οποίο είχε παραμείνει νοσηλευόμενος από 9.7.2000 μέχρι 15.7.2000... Περαιτέρω η έλλειψη συνειδήσεως των πράξεων του τελευταίου αποδεικνύεται και από τα ίδια τα πληρεξούσια, δεδομένου ότι παρέχει στον Α. Π. την εντολή και την πληρεξουσιότητα να εκποιήσει αδιακρίτως όλη την περιουσία του, με οποιουσδήποτε όρους και τίμημα. Ουδείς εχέφρων άνθρωπος σε ηλικία 60 ετών, που ήταν τότε ο Κ. Π., αμέσως μετά την εγκατάστασή του σε μια άγνωστη γι' αυτόν πόλη (...) και χωρίς να γνωρίζει πως θα εξελισσόταν το μέλλον του, θα έδινε την εντολή και πληρεξουσιότητα στον Α. Π. να πωλήσει το διώροφο σπίτι του μετά του οικοπέδου του, στο οποίο κατοικούσε μονίμως, καθώς και το δενδροπεριβόλιό του, από την εκμετάλλευση του οποίου ζούσε ως αγρότης που ήταν.
Για όλα τα προαναφερθέντα κρίσιμα περιστατικά το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση από τις αμφίβολης πειστικότητας καταθέσεις αφενός μεν της μάρτυρος ανταποδείξεως Μ. Κ., μητέρας της εναγομένης, αφετέρου δε από τις προσαγόμενες από την τελευταία ένορκες καταθέσεις, ούτε από άλλο αποδεικτικό μέσο, που η εναγομένη επικαλείται και προσάγει, τα οποία αποδεικτικά μέσα κρίνονται... λιγότερο πειστικά από εκείνα του ενάγοντος, που ήδη αναφέρθηκαν. Ειδικότερα η μητέρα της εναγομένης δεν είχε άμεση γνώση και σαφή αντίληψη της ψυχικής και πνευματικής καταστάσεως του αδελφού του ενάγοντος, αφού ουδέποτε ήρθε σε άμεση επικοινωνία μαζί του, αλλά απλώς, όπως κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η κόρη της ήρθε σε επαφή με τη συμβολαιογράφο που συνέταξε τα επίδικα πληρεξούσια, η οποία τη διαβεβαίωσε ότι ο χορηγών την πληρεξουσιότητα αδελφός του ενάγοντος ήταν καλά. Περαιτέρω οι καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, ομοχωρίων του Κ. Π., σύμφωνα με τις οποίες ο τελευταίος δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα υγείας, αλλά μόνον οικονομικά προβλήματα, τα οποία τον οδήγησαν στην ανάγκη να πωλήσει τα επίδικα ακίνητα, αναιρούνται πλήρως από τις προαναφερθείσες ιατρικές βεβαιώσεις και συνεπώς, κατ' αντικειμενική κρίση, δεν μπορούν να ανατρέψουν τους αγωγικούς ισχυρισμούς ούτε να παράσχουν πίστη στο Δικαστήριο για το σχηματισμό αντίθετης δικανικής πεποιθήσεως. Επίσης η εν λόγω κρίση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να κλονισθεί από τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη έγγραφα και ειδικότερα από α) την από 28.7.1995 ιατρική γνωμάτευση του Γενικού Ερευνητικού και Θεραπευτικού Κέντρου ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ, στην οποία βεβαιώνεται ότι κατά την αξονική τομογραφία εγκεφάλου του Κ. Π. αυτή εμφανίζεται αρνητική για χωροκατακτητική επεξεργασία, ενώ η εξέταση χαρακτηρίζεται ως φυσιολογική, καθόσον η εν λόγω ιατρική εξέταση έγινε πριν από την εμφάνιση των προαναφερθεισών νόσων στον Κ. Π., β) την από 28.8.1998 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού της Νεφρολογικής Κλινικής του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Βέροιας Α. Π., στην οποία βεβαιώνεται ότι ο Κ. Π. εξετάσθηκε στις 28.8.1998 και βρέθηκε να πάσχει από τη νόσο του πάρκινσον και υπερτροφία του προστάτη και ότι η γενική κατάστασή του κρίνεται ότι παρουσιάζει προοδευτική βελτίωση, αφού οι διαπιστώσεις αυτές δεν αποκλείουν την ύπαρξη κατά το χρόνο αυτό της νόσου αλτσχάϊμερ, εκτός της νόσου πάρκινσον, και τη συνεπεία τούτων προοδευτική απώλεια των νοητικών λειτουργιών του Κ. Π. και γ) το από 17.9.1998 ιατρικό πιστοποιητικό του αναπληρωτή καθηγητή νευρολογίας Ι. Μ., με το οποίο βεβαιώνεται ότι ο Κ. Π., που εξετάσθηκε και βρέθηκε να πάσχει από τη νόσο πάρκινσον, είναι υγιής από ψυχικής και διανοητής πλευράς, αφού το ιδιωτικό αυτό ιατρικό πιστοποιητικό δεν παρέχει καμία απόδειξη για την ψυχική και νοητική κατάσταση του τελευταίου κατά το χρόνο της εξετάσεώς του, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζεται σ' αυτό που εξετάσθηκε ο ασθενής, σε ποιες ακριβώς εξετάσεις υποβλήθηκε και σε ποια αποτελέσματα εξετάσεων ή επιστημονικά δεδομένα στηρίζεται η ως άνω διατυπούμενη γνώμη ότι ο εξετασθείς ήταν υγιής από ψυχικής και νοητικής πλευράς".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού έκρινε ότι ο Κ. Π. εξ αιτίας των νόσων, από τις οποίες έπασχε, δεν είχε κατά το χρόνο σύνταξης των υπ' αριθ. .../ 26.8.1998 και .../18.7.2000 πληρεξουσίων της συμβολαιογράφου Βέροιας Αρτέμιδος Παζαρά- Καλλιμπάκα συνείδηση του περιεχομένου και της ουσίας των πληρεξουσίων αυτών και μάλιστα η κατάσταση αυτή της ασυνειδησίας του προκύπτει ευθέως από τα ίδια τα πληρεξούσια αυτά, με τα οποία χορήγησε στον Α. Π., υιό της εξαδέλφης του Κ. Π., την πληρεξουσιότητα προς πώληση των μοναδικών ακινήτων του (δενδροπεριβολίου και διώροφης οικίας) στο Δημοτικό Διαμέρισμα ... του Δήμου Διακοπτού Αχαΐας, αναγνώρισε (το Εφετείο) με την προσβαλλόμενη απόφασή του ως άκυρα τόσο τα πληρεξούσια αυτά όσο και τα υπ' αριθ. .../9.8.2000 και .../ 9.8.2000 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αιγίου Αθανάσιου Παναγόπουλου, με τα οποία ο ως άνω πληρεξούσιος, στηριζόμενος στα άκυρα πληρεξούσια, πώλησε στην αναιρεσείουσα, τα αναφερόμενα στα πληρεξούσια αυτά ακίνητα του Κ. Π.. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης και δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 131§§ 1&2(γ) του ΑΚ που εφάρμοσε, αλλά με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμά του, ύστερα από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, που παραδεκτά επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, όπως ρητά βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και προκύπτει από το όλο περιεχόμενό της. Ειδικότερα το Εφετείο έκρινε ότι η κατάσταση ασυνειδησίας του Κ. Π. κατά τη σύνταξη των ως άνω άκυρων πληρεξουσίων προκύπτει ευθέως από τα πληρεξούσια αυτά, αφού, όπως δέχθηκε, ενδεικτική της κατάστασης ασυνειδησίας του είναι οπωσδήποτε η χορήγηση μ' αυτά της πληρεξουσιότητας προς εκποίηση αδιακρίτως όλης της περιουσίας του, με οποιουσδήποτε όρους και τίμημα. Το στοιχείο αυτό, που κατά τη σχετική ανέλεγκτη παραδοχή του Εφετείου εμπεριέχεται στα ως άνω πληρεξούσια, δηλαδή της παροχής στον Α. Π. της εξουσίας να εκποιήσει χωρίς όρους και χωρίς κάποια εξασφάλιση για τον Κ. Π. τα μοναδικά ακίνητα περιουσιακά του στοιχεία, καταδεικνύει πράγματι κατάσταση ασυνειδησίας του Κ. Π., αφού κατά τους κανόνες της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας συνιστά χωρίς ιδιαίτερο λόγο σημαντική διακινδύνευση των συμφερόντων του, τα οποία και τελικώς βλάφτηκαν, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, με τη σύνταξη ακολούθως των δυο αγοραπωλητήριων συμβολαίων, στα οποία κατέτειναν, ενώ ενδεικτική σαφώς της κατάστασης ασυνειδησίας του Κ. Π. είναι και η ρητή καταγραφή στο δεύτερο από τα παραπάνω πληρεξούσια ότι αυτός αδυνατούσε κατά τη σύνταξή του να υπογράψει "λόγω ασθενείας". Επομένως είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο αντίθετος δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι η απόφαση αυτή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης στοιχείο του πραγματικού του άρθρ. 131§2(γ) του ΑΚ, δηλαδή ως προς το ότι η κατάσταση ασυνειδησίας του Κ. Π. κατά το χρόνο σύνταξης των ως άνω πληρεξουσίων προκύπτει ευθέως από το περιεχόμενό τους.
Εξ άλλου αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη έγγραφα που με επίκληση παραδεκτά προσκόμισε στο Εφετείο, αφού, αντίθετα με όσα αυτή υποστηρίζει, το Εφετείο ειδικά εκτίμησε ως μειωμένης αποδεικτικής αξίας (α) την από 28.7.1995 ιατρική γνωμάτευση του Γενικού Ερευνητικού και Θεραπευτικού Κέντρου ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ, (β) την από 28.8.1998 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού της Νεφρολογικής Κλινικής του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Βέροιας Α. Π. και (γ) το από 17.9.1998 ιατρικό πιστοποιητικό του αναπληρωτή καθηγητή νευρολογίας Ι. Μ., ενώ εκτίμησε και τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή (α) τις υπογεγραμμένες από τον Κ. Π. από 10.4.1998 πρόσθετες δανειστικές συμβάσεις του με την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος για τη ρύθμιση των οφειλών του προς την τράπεζα αυτή, καθώς και την από 31.8.1998 αίτησή του προς την ίδια τράπεζα, με την οποία ζήτησε να πληροφορηθεί το ακριβές ύψος των οφειλών του προς αυτή, (β) την υπ' αριθ. 2772/2.9.1998 απάντηση της Αγροτικής Τράπεζας στην ως άνω αίτηση του Κ. Π., με την οποία καλείται αυτός να εξοφλήσει τις οφειλές του προς την τράπεζα, ύψους 6.105.000 δραχμών, (γ) την υπ' αριθ. 1652/1996 έκθεση αυτοψίας σεισμόπληκτου κτίσματος, που συντάχθηκε από υπαλλήλους της Υπηρεσίας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων του ΥΠ.ΧΩ.ΔΕ., (δ) την από 10.9.1998 κλήση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βέροιας προς τον Κ. Π. και (ε) την από 25.9.1998 υπεύθυνη δήλωση του Κ. Π. με βεβαιωμένη τη γνησιότητα της υπογραφής του από το ΑΤ Βέροιας, αφού ναι μεν το Εφετείο δεν αναφέρθηκε ειδικά στα έγγραφα αυτά, όμως η σχετική παράλειψη δεν σημαίνει και ότι δεν αξιολόγησε τα παραπάνω έγγραφα, αλλά η έλλειψη ειδικής αναφοράς στα ίδια έγγραφα, από τα οποία, κατά την αναιρεσείουσα, προκύπτει η ύπαρξη χρεών του Κ. Π., που τον ανάγκασαν στην πώληση των ακινήτων του, οφείλεται στη γενικότερη παραδοχή του Εφετείου ότι ανεξάρτητα από τα όποια οικονομικά προβλήματα του Κ. Π., για τα οποία κατέθεσαν και οι μάρτυρες της αναιρεσείουσας και τα οποία δεν έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι αντιμετωπίσθηκαν με το τίμημα που απέφερε η πώληση των ακινήτων του, η κατάσταση ασυνειδησίας του κατά τον κρίσιμο κάθε φορά χρόνο προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο από τις σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις, που με επίκληση προσκόμισε ο αναιρεσίβλητος. Συνακόλουθα η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, που ηττήθηκε, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά του (άρθρ. 176, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15.7.2011 αίτηση της Α. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθ. 157/2011 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2013.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2012, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Τ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Αγιοστρατίτη, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Π. του Γ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Ασημακόπουλο, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10 Μαρτίου 2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αιγίου το οποίο με την υπ' αριθ. 50/2006 απόφασή του, διέταξε το χωρισμό των αντικειμενικά σωρευόμενων στο αυτό δικόγραφο περισσοτέρων αγωγών και παρέπεμψε της αναγνωριστικές από τις αγωγές αυτές στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αιγίου, στο οποίο η υπόθεση εισήχθη με κλήση του αναιρεσιβλήτου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 73/2008 οριστική του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου και 157/2011 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 15 Ιουλίου 2011 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης, Δημήτριος Κράνης, ανέγνωσε την από 28 Σεπτεμβρίου 2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η από 15.7.2011 αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ' αριθ. 157/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πατρών, η οποία, αφού δέχθηκε τυπικά και ουσιαστικά την από 25.11.2008 έφεση της ήδη αναιρεσείουσας και εξαφάνισε κατά το άρθρ. 528 ΚΠολΔ την ερήμην αυτής εκδοθείσα υπ' αριθ. 73/2008 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, που είχε δεχθεί την από 10.3.2005 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου κατά το μέρος, κατά το οποίο με την υπ' αριθ. 50/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου παραπέμφθηκε σ' αυτό, δέχθηκε ακολούθως και η ίδια (η εφετειακή απόφαση) την αγωγή αυτή και αναγνώρισε την ακυρότητα των επίδικων δικαιοπραξιών. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566§1 ΚΠολΔ), είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577§3 ΚΠολΔ).
2. Το άρθρ. 131 του ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 16 του ν. 2447/1996, ορίζει στην παρ. 1 ότι η δήλωση της βούλησης είναι άκυρη, αν, κατά το χρόνο που έγινε, το πρόσωπο δεν είχε συνείδηση των πράξεών του ή βρισκόταν σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, έλλειψη συνείδησης του προσώπου, για τις πράξεις που επιχειρεί, υπάρχει, όταν λείπει απ' αυτό η δυνατότητα της διάγνωσης της ουσίας και του περιεχομένου της επιχειρούμενης δικαιοπραξίας, συνιστά δε αυτή παροδική διατάραξη που δεν οφείλεται σε ασθένεια. Αντίστοιχα ψυχική ή διανοητική διαταραχή (πνευματική νόσος κατά την αρχική διατύπωση του άρθρ. 131 του ΑΚ), που περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης, υπάρχει, όταν εξ αιτίας νόσου, που μπορεί να είναι προσωρινή ή διαρκής, το πρόσωπο αδυνατεί και πάλι να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία της δικαιοπραξίας που επιχειρεί και να προσδιορίσει έτσι με λογικούς υπολογισμούς ελεύθερα τη βούλησή του. Η προκαλούμενη ακυρότητα (άρθρ. 180 ΑΚ) είναι και στις δυο περιπτώσεις απόλυτη, δηλαδή μπορεί να προταθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον κατά παντός και αρκεί για τη θεμελίωση της ακυρότητας η επίκληση και η απόδειξη οποιασδήποτε από τις παραπάνω καταστάσεις ανικανότητας, με συνέπεια η επίκληση της μιας από αυτές να καθιστά χωρίς αντικείμενο την επίκληση και της άλλης, εφόσον δεν εισάγεται μ' αυτή επικουρική αγωγική βάση. Κρίσιμος σε όλες τις περιπτώσεις είναι ο χρόνος δήλωσης της βούλησης, ενώ γεγονότα προγενέστερα ή και μεταγενέστερα, από τα οποία μπορεί αυτή να συναχθεί, δεν είναι ουσιώδη, προκειμένου δε το δικαστήριο να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα συνδυάζει τις αποδείξεις με τη χρήση και των κοινών γνώσεων και των εν γένει κανόνων της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας. Ωστόσο με την παρ. 2 του άρθρ. 131 του ΑΚ τίθενται περιορισμοί στο δικαίωμα των κληρονόμων να επικαλεσθούν την ακυρότητα δικαιοπραξίας, που κατάρτισε ο κληρονομούμενος από αυτούς, ενώ βρισκόταν σε μια από τις ως άνω καταστάσεις ανικανότητας, και σχετικά ορίζεται ότι οι κληρονόμοι μπορούν, μέσα σε μια πενταετία από την επαγωγή, να προσβάλουν για έναν από τους λόγους της παρ. 1 του άρθρου αυτού τις μη χαριστικές (δηλαδή τις επαχθείς) δικαιοπραξίες, που έγιναν προς τον κληρονομούμενο ή προς αυτόν, τότε μόνον (α) αν κατά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας εκκρεμούσε διαδικασία για την υποβολή του κληρονομουμένου σε δικαστική συμπαράσταση λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ή αν μετά την κατάρτιση ο κληρονομούμενος υποβλήθηκε σε δικαστική συμπαράσταση για την παραπάνω αιτία, (β) αν η δικαιοπραξία καταρτίσθηκε ενόσω αυτός βρισκόταν έγκλειστος σε ειδική για την κατάστασή του μονάδα ψυχικής υγείας και (γ) αν η κατάσταση που επικαλούνται οι κληρονόμοι προκύπτει από την ίδια την προσβαλλόμενη δικαιοπραξία. Έτσι με τους περιορισμούς αυτούς, που αποδίδουν κατά βάση τους περιορισμούς του καταργημένου με το άρθρ. 13 του ν. 2447/1996 άρθρ. 1695 του ΑΚ ως προς τη δυνατότητα των κληρονόμων του αποβιώσαντος να προσβάλουν για φρενοβλάβεια τις μη χαριστικές δικαιοπραξίες του, η ανικανότητα του κληρονομουμένου σχετικοποιείται, χωρίς όμως να σχετικοποιείται και η προκαλούμενη ακυρότητα, η οποία εξακολουθεί να είναι απόλυτη.
Συνεπώς σε αντίθεση με τους ειδικούς διαδόχους ή τους τρίτους, οι οποίοι μπορούν να προσβάλουν χωρίς περιορισμούς το σύνολο των δικαιοπραξιών, χαριστικών ή μη χαριστικών, του προσώπου που ενήργησε, ενώ βρισκόταν σε μια από τις καταστάσεις ανικανότητας της παρ. 1 του άρθρ. 131 του ΑΚ, οι κληρονόμοι του ναι μεν μπορούν και αυτοί να επικαλεσθούν ελεύθερα την ακυρότητα των χαριστικών δικαιοπραξιών του (ΑΠ 274/2011), όμως την ακυρότητα των επαχθών δικαιοπραξιών του μπορούν να την επικαλεσθούν, ακόμη και μεταξύ τους, μόνο με τους περιορισμούς της παρ. 2 του άρθρ. 131 του ΑΚ (ΑΠ 888/2010, βλ. και ΑΠ 223/2002, 1687/2002, 1019/2003 σε σχέση με το άρθρ. 1695 του ΑΚ). Ειδικότερα η κατάσταση ανικανότητας του κληρονομουμένου σε σχέση με επαχθή δικαιοπραξία που αυτός επιχείρησε, μπορεί κατά την παρ. 2(γ) του άρθρ. 131 του ΑΚ να προβληθεί από τους κληρονόμους του ως λόγος ακυρότητας της δικαιοπραξίας του κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, όταν η κατάσταση αυτή προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία, δηλαδή αμέσως από το περιεχόμενό της και όχι εμμέσως από το σύνολο των συνθηκών της κατάρτισής της (πρβλ. ΑΠ 352/2003). Η άκυρη για την αιτία αυτή δικαιοπραξία μπορεί να έχει καταρτισθεί και από αντιπρόσωπο του ανικάνου, εφόσον αυτός χορήγησε τη σχετική πληρεξουσιότητα στον αντιπρόσωπό του, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση τέτοιας ανικανότητας, οπότε ναι μεν η πληρεξουσιότητα δεν συνιστά καθεαυτή επαχθή δικαιοπραξία, όμως εφόσον αφορά στην τέλεση από τον αντιπρόσωπο του ανικάνου επαχθούς δικαιοπραξίας, εμπίπτει τελικά στους περιορισμούς της παρ. 2 του άρθρ. 131 του ΑΚ και τόσο η ίδια όσο και η βασιζόμενη σ' αυτή μετέπειτα δικαιοπραξία του αντιπροσώπου του μπορούν να προσβληθούν ως άκυρες από τους κληρονόμους του μόνο με τους περιορισμούς αυτούς, δηλαδή εκτός άλλων και όταν η κατάσταση της ανικανότητας του κληρονομουμένου προκύπτει από το περιεχόμενο της πληρεξουσιότητάς του, είτε ευθέως είτε σε συνδυασμό και με το περιεχόμενο της δικαιοπραξίας στην οποία κατέληξε. Εξ άλλου κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε, ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα.
Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ' επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού της απόφασης. Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς, οπότε πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο και οι αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και υπό τα οποία συντελέσθηκε η επικαλούμενη παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ' αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Περαιτέρω η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή ή στην ένσταση πραγματικών περιστατικών σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή τους χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται επίσης με τον παραπάνω αναιρετικό λόγο ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του αντίστοιχου δικαιώματος. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής ή της ένστασης. Επομένως νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ' αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με τους λόγους από τους αριθ. 8 και 14 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ. Για να ιδρύεται πάντως ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης πρέπει ο σχετικός με την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία ισχυρισμός, ο οποίος δεν υπάγεται στις εξαιρέσεις του άρθρ. 562§2 ΚΠολΔ, να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας και να αναφέρεται αυτό στην αίτηση αναίρεσης, στην οποία πρέπει επίσης να παρατίθεται το περιεχόμενο της αγωγής ή της ένστασης, που κρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ορισμένες ή απορρίφθηκαν ως αόριστες, ώστε σε αντιπαραβολή με τις αντίστοιχες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, που επίσης πρέπει να παρατίθενται στο αναιρετήριο, να μπορεί να διαπιστωθεί το τυχόν σφάλμα της απόφασης, που πρέπει και αυτό να προσδιορίζεται με την αίτηση αναίρεσης. Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί κατά το άρθρ. 216§1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό και με τα άρθρ. 106, 335 και 338 ΚΠολΔ, η πληρότητα της ιστορικής βάσης της, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια. Έτσι στην αγωγή, με την οποία οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος ζητούν να αναγνωρισθούν ως άκυρες οι δικαιοπραξίες, που αυτός τέλεσε, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση ανικανότητας κατά την παρ. 1 του άρθρ. 131 του ΑΚ, ναι μεν δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται η νόσος, στην οποία οφείλεται η τυχόν ψυχική ή διανοητική διαταραχή του, η οποία μπορεί και να μην έχει διαγνωσθεί, αφού κρίσιμο είναι το αποτέλεσμα της νόσου και όχι η ίδια η νόσος (ΑΠ 48/2009), όμως κατά τα λοιπά για να είναι ορισμένη η αγωγή αυτή, στην περίπτωση ειδικότερα που οι κληρονόμοι του αποβιώσαντος ισχυρίζονται ότι η ανικανότητα προκύπτει από την ίδια τη δικαιοπραξία, πρέπει να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, κατά γενικό έστω τρόπο, τα στοιχεία της δικαιοπραξίας από τα οποία προκύπτει η ανικανότητά του κατά τον κρίσιμο χρόνο (πρβλ. ΑΠ 272/1985, ΝοΒ 1986.66). Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της ένδικης αγωγής (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) ότι μ' αυτή ο αναιρεσίβλητος, επικαλούμενος την ιδιότητά του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 25.8.2000 αδελφού του Κ. Π., ζήτησε να αναγνωρισθούν ως άκυρα τα υπ' αριθ. .../26.8.1998 και .../18.7.2000 ειδικά πληρεξούσια της συμβολαιογράφου Βέροιας Αρτέμιδος Παζαρά-Καλλιμπάκα, με τα οποία ο αποβιώσας αδελφός του, αν και δεν είχε συνείδηση των πράξεών του και βρισκόταν εξ αιτίας των ασθενειών πάρκινσον και αλτσχάΐμερ, από τις οποίες υπέφερε, σε τέτοια διανοητική και ψυχική διαταραχή που περιόριζε αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησής του, χορήγησε εντούτοις στον Α. Π., υιό της εξαδέλφης τους Κ. Π., την πληρεξουσιότητα προς πώληση των μοναδικών ακινήτων του (δενδροπεριβόλου και διώροφης οικίας) στο Δημοτικό Διαμέρισμα ... του Δήμου Διακοπτού Αχαΐας. Με την ίδια αγωγή ο αναιρεσίβλητος ζήτησε να αναγνωρισθούν ως άκυρα και τα υπ' αριθ. .../9.8.2000 και .../ 9.8.2000 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αιγίου Αθανάσιου Παναγόπουλου, με τα οποία ο ως άνω πληρεξούσιος πώλησε στην αναιρεσείουσα, με βάση τα παραπάνω άκυρα πληρεξούσια, τα αναφερόμενα στα πληρεξούσια αυτά ακίνητα του Κ. Π., ισχυριζόμενος (ο αναιρεσίβλητος) ότι η κατάσταση ανικανότητας του Κ. Π. προέκυπτε από τα ίδια τα αγοραπωλητήρια συμβόλαια, ενώ και στο υπ' αριθ. .../ 18.7.2008 δεύτερο από τα παραπάνω πληρεξούσια υπάρχει η καταγραφή της συμβολαιογράφου ότι ο Κ. Π. αδυνατούσε τότε να υπογράψει "λόγω ασθενείας". Με το περιεχόμενο αυτό η ένδικη αγωγή, με την οποία ο αναιρεσίβλητος, προκειμένου να τη θεμελιώσει, επικαλείται ειδικότερα ότι η κατάσταση ανικανότητας του αποβιώσαντος αδελφού του, που καθιστά άκυρες τις επίδικες δικαιοπραξίες, προκύπτει αμέσως απ' αυτές, δηλαδή, κατ' εκτίμηση, από τον επιτρεπτό συνδυασμό των συμβάσεων πώλησης με τα αντίστοιχα πληρεξούσια, είναι ορισμένη, αφού στο μεν δεύτερο από τα παραπάνω πληρεξούσια του Κ. Π. υπάρχει η ενδεικτική σαφώς της ανικανότητάς του ρητή καταγραφή της συμβολαιογράφου ότι αυτός αδυνατούσε τότε να υπογράψει "λόγω ασθενείας", ενώ και χωρίς την καταγραφή αυτή τόσο το πληρεξούσιο αυτό όσο και το προγενέστερο με αριθμό .../26.8.1998 είναι ενδεικτικά της ανικανότητας του Κ. Π. κατά τον κρίσιμο χρόνο της σύνταξής τους, αφού μ' αυτά παρέχεται χωρίς όρους και χωρίς κάποια εξασφάλιση για τον ίδιο, δηλαδή σαφώς κατά διακινδύνευση των συμφερόντων του, που υποδηλώνει αδυναμία του να αντιληφθεί τη σημασία και τις συνέπειες των δηλώσεών του, η εξουσία στον Α. Π. να εκποιήσει τα μοναδικά ακίνητα περιουσιακά του στοιχεία, όπως και έγινε.
Συνεπώς είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο αντίθετος πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκρινε ορισμένη την ένδικη αγωγή, αφού προς το σκοπό αυτό αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από όσα απαιτεί το άρθρ. 131 του ΑΚ και ειδικότερα η διάταξη της δεύτερης παραγράφου του κατά την τρίτη αυτής περίπτωση.
3. Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν έλαβε υπόψη του υποστατά και αναλόγως έγκυρα αποδεικτικά μέσα, που παραδεκτά επικαλέσθηκε ο αναιρεσείων και νόμιμα προσκόμισε ο ίδιος ή οποιοσδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους προς άμεση ή έμμεση απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή ισχυρισμών, δηλαδή λυσιτελών που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, διαμορφώνοντας το διατακτικό της απόφασης (ΟλΑΠ 42/2002, ΕλλΔνη 2003.375), το οποίο θα ήταν διαφορετικό χωρίς τη σχετική παράλειψη. Κατά την έννοια αυτή ο ισχυρισμός, για την απόδειξη ή ανταπόδειξη του οποίου έγινε η προσκόμιση και η επίκληση του κρίσιμου αποδεικτικού μέσου, πρέπει να είναι νόμιμος και να προτάθηκε παραδεκτά στο δικαστήριο της ουσίας, δηλαδή δεν αρκεί ο ισχυρισμός να είχε προταθεί παραδεκτά μόνο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά θα πρέπει να επαναφέρθηκε παραδεκτά (με λόγο έφεσης ή αναλόγως, κατά το άρθρ. 240 ΚΠολΔ, με τις προτάσεις ) και στο δεύτερο βαθμό, εφόσον αναιρεσιβαλλόμενη είναι απόφαση δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Για την ίδρυση πάντως του παραπάνω λόγου αναίρεσης αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, τα οποία όφειλε αυτό να λάβει υπόψη του. Ωστόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου, αρκεί να γίνεται αδίστακτα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, έστω και αν στην απόφαση έχει γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε ορισμένα μόνο από τα αποδεικτικά μέσα, επειδή θεωρήθηκαν μεγαλύτερης σημασίας κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου. Για την πληρότητα όμως του ίδιου λόγου αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να καθορίζεται το αποδεικτικό μέσο που δεν λήφθηκε υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, μολονότι ήταν παραδεκτό και νόμιμο και να εκτίθεται ότι έγινε επίκληση και παραδεκτή προσαγωγή του στο δικαστήριο εκείνο προς απόδειξη ή ανταπόδειξη κρίσιμου, κατά τα προεκτεθέντα, ισχυρισμού, ο οποίος πρέπει επίσης να εξειδικεύεται στο αναιρετήριο με παράλληλη αναφορά ότι υπήρξε παραδεκτή επίκλησή του στο δικαστήριο της ουσίας. Εξ άλλου κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται συνεπώς εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα έτσι να μην μπορεί να ελεγχθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε.
Ειδικότερα αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων που τείνει στη θεμελίωση ή στην κατάλυση του επίδικου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Δηλαδή δεν υπάρχει ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Συνακόλουθα τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση απλώς των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματός του και επομένως αιτιολογία της απόφασης ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρ. 561§2 ΚΠολΔ) ότι αυτή, εκτιμώντας, κατά τη διαβεβαίωσή της, το σύνολο των αποδεικτικών μέσων, που παραδεκτά προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ως προς την ουσία της υπόθεσης και τα ακόλουθα: "Ο Κ. Π. αποβίωσε στη ... στις 25 Αυγούστου 2000, άγαμος και άτεκνος, σε ηλικία 63 ετών, συνεπεία οξείας καρδιαναπνευστικής ανεπάρκειας, σηπτικής λοιμώξεως του αναπνευστικού, έλκη κατακλίσεων, νόσου πάρκινσον και νόσου αλτσχάϊμερ (βλ. την υπ' αριθ. 108/23/2000 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου Αλεξάνδρειας Ημαθίας Μαρίας Σισμανίδου), αφήνοντας πλησιέστερο συγγενή του και μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο του τον ενάγοντα (αναιρεσίβλητο) αδελφό του ... Ο ανωτέρω αποβιώσας, μέχρι τον Αύγουστο του 1998, οπότε μετακινήθηκε από συγγενείς του στη ..., ζούσε μονίμως στον οικισμό ... Αιγιαλείας του Νομού Αχαΐας, όπου είχε γεννηθεί, διαμένοντας μόνος του σε ιδιόκτητη διώροφη οικία, ευρισκόμενη εντός οικοπέδου εκτάσεως 1.499,87 τ.μ. Μέχρι το έτος 1996 ήταν υγιής και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού, καλλιεργώντας συστηματικά το αγρόκτημά του (δενδροπερίβολο), εκτάσεως 13.384 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια ...ς. Το έτος όμως 1996 προσβλήθηκε από τις νόσους του πάρκινσον και αλτσχάϊμερ, οι οποίες διήρκεσαν έκτοτε μέχρι το θάνατό του. Για τη νόσο του πάρκινσον, που διαγνώσθηκε αμέσως, τον παρακολουθούσε συστηματικά, κατά το διάστημα των ετών 1996-1998 ο ιατρός νευρολόγος Αιγίου Π. Π. (βλ. την από 2.3.2001 ιατρική γνωμάτευσή του), ενώ από 8.6.1998 μέχρι 22.6.1998 νοσηλεύθηκε στη νευρολογική κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών, όπου διαπιστώθηκε ότι πάσχει από τη νόσο του πάρκινσον με έντονη εξωπυραμιδική συνδρομή και δυσχέρεια στη βάδιση και στην αυτοεξυπηρέτησή του. Η νόσος του αλτσχάϊμερ, από την οποία επίσης προσβλήθηκε κατά το έτος 1996, λόγω του ότι βρισκόταν σε αρχικό στάδιο, δεν είχε διαγνωσθεί μέχρι τις 5.1.2000, οπότε, μετά τη μετοίκησή του στη ..., εισήχθη στο Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Βέροιας, όπου νοσηλεύθηκε για τη νόσο του πάρκινσον και για πνευμονία σε έδαφος αλτσχάϊμερ (βλ. την υπ' αριθ. 7132/6.12.2000 βεβαίωση του ως άνω νοσοκομείου).
Εξ αιτίας των ανωτέρω μη ιάσιμων οργανικών νόσων ο Κ. Π. από το έτος 1996 παρουσίαζε προοδευτικώς έκπτωση νοητικών λειτουργιών και διαταραχές συμπεριφοράς, γεγονός το οποίο βεβαιώνεται και στην προαναφερόμενη από 2.3.2001 γνωμάτευση του νευρολόγου Π. Π.. Συγκεκριμένα αυτός, μέχρι τον Αύγουστο του 1998, που μετοίκησε στη ..., καταλαμβανόταν από έμμονες ιδέες καταδιώξεως, ισχυριζόμενος ότι τον κυνηγούν δαίμονες, δεν είχε αίσθηση του τόπου, του χρόνου και του περιβάλλοντός του, ενώ θεωρούσε ως ζώντα συγγενικά του πρόσωπα, που είχαν αποβιώσει πριν από πολλά έτη και συχνά εκδήλωνε συμπεριφορές μη φυσιολογικού ανθρώπου, προβαίνοντας σε πράξεις των οποίων δεν αντιλαμβανόταν το περιεχόμενο και τις συνέπειες, όπως περιπλάνησή του στους δρόμους του χωριού του μόνο με το εσώρουχό του, καθαίρεση χωρίς κανένα λόγο των μεσότοιχων της οικίας του, αποξήλωση του πατώματος και της στέγης της ίδιας οικίας, κατάκλισή του για ύπνο στο λουτρό της οικίας του, το οποίο θεωρούσε ως υπνοδωμάτιο κ.λ.π. Λόγω της καταστάσεώς του αυτής τη φροντίδα του μέχρι τον Αύγουστο του 1998 είχε αναλάβει η μάρτυρας αποδείξεως Β. Π., που ήταν συνταξιούχος νοσηλεύτρια και γείτονάς του στη ..., η οποία μεριμνούσε για τη σίτισή του, την ατομική του καθαριότητα και την υγεία του έναντι χρημάτων που της έστελνε ο ενάγων αδελφός του από την Αθήνα, όπου διέμενε μονίμως, υπηρετώντας ως δημόσιος υπάλληλος, με συνέπεια να αδυνατεί ο ίδιος να φροντίζει τον ασθενούντα αδελφό του. Στις αρχές Αυγούστου 1998, ενώ η κατάσταση της υγείας του Κ. Π. είχε επιδεινωθεί, η πρώτη εξαδέλφη του Κ. Π., που κατοικούσε μονίμως στη ..., συνοδευόμενη από την αδελφή της Ά. Χ., μετέβη στη ... Αιγιαλείας και επικαλούμενη τη συγγενική της σχέση με τον ήδη ασθενούντα Κ. Π. παρέλαβε αυτόν από την οικία του και με μισθωμένο ταξί τον μετέφερε στη ..., όπου τον εγκατέστησε στην οικία της, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει τον διαμένοντα στην Αθήνα ενάγοντα αδελφό του. Η ανωτέρω μάλιστα, αλλά και ο υιός της Α. Π. στις 10.9.1998, όταν ο ενάγων μετέβη στη ... προκειμένου να συναντήσει και να παραλάβει τον ασθενούντα αδελφό του, εμπόδισαν αυτόν να επικοινωνήσει μαζί του... Ακολούθως αποδείχθηκε ότι στις 26.8.1998, ήτοι λίγες μόνον ημέρες μετά την εγκατάσταση του Κ. Π. στην οικία της Κ. Π., η τελευταία οδήγησε αυτόν στο συμβολαιογραφείο της συμβολαιογράφου Βέροιας Αρτέμιδος Παζαρά-Καλιμπάκα, όπου συντάχθηκε το ειδικό πληρεξούσιο της ως άνω συμβολαιογράφου, με το οποίο ο Κ. Π. έδινε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον Α. Π.... να πωλήσει το δενδροπερίβολό του..., στη ... Αιγιαλείας, εκτάσεώς του 13.383,59 τ.μ. Στη συνέχεια, στις 21.9.1998, ήτοι μόλις ενάμιση μήνα μετά την εγκατάσταση του Κ. Π. στη ..., κλήθηκε στην οικία της εξαδέλφης του Κ. Π. η συμβολαιογράφος Βέροιας Ευπραξία Γεωργιάδου-Χατζή και ενώπιον των μαρτύρων ... συντάχθηκε η υπ' αριθ. .../21.9.1998 δημόσια διαθήκη του Κ. Π., η οποία δημοσιεύθηκε μετά το θάνατό του με το υπ' αριθ. 700/69/7.3.2001 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας και με την οποία αυτός κατέλειπε στον ανιψιό του Γ. Π. ως κληροδοσία το ποσό των 12.000.000 δραχμών, ενώ σε όλη την υπόλοιπη περιουσία του, κινητή και ακίνητη, την οποία δεν περιγράφει στη διαθήκη, εγκατέστησε ως γενικό κληρονόμο του τον Α. Π.. Η ανωτέρω διαθήκη του αποβιώσαντος Κ. Π. έχει ήδη αναγνωρισθεί ως άκυρη τελεσιδίκως με την υπ' αριθ. 2611/2004 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, διότι κρίθηκε ότι ο ως άνω αποβιώσας δεν είχε κατά το χρόνο συντάξεως της προσβαλλόμενης διαθήκης του συνείδηση των πράξεών του. Ακολούθως, στις 18.7.2000, ήτοι μετά την πάροδο 3 ημερών από την έξοδο του Κ. Π. από το Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Βέροιας..., κλήθηκε στην οικία του Α. Π. η συμβολαιογράφος Βέροιας Άρτεμις Παζαρά -Καλλιμπάκα και ενώπιον τριών μαρτύρων συντάχθηκε το υπ' αριθ. .../18.7.2000 ειδικό πληρεξούσιο της ως άνω συμβολαιογράφου, με το οποίο ο Κ. Π. έδωσε την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα στον Α. Π. να πωλήσει την ανώγεια οικία του μετά του γηπέδου και του προαυλίου της, εκτάσεως 120 τ.μ., μετά συνεχομένου με την οικία δενδροπεριβολίου, εκτάσεως 800 τ.μ., που βρίσκεται στην περιφέρεια του Δημοτικού Διαμερίσματος ... Αιγιαλείας. Στο τέλος του ανωτέρω πληρεξουσίου η συντάξασα αυτό συμβολαιογράφος βεβαιώνει ότι ο εντολέας "αδυνατεί να υπογράψει λόγω ασθενείας". Στη συνέχεια, με βάση τα δυο ανωτέρω πληρεξούσια, ο Α. Π. πώλησε και μεταβίβασε στην εναγομένη (αναιρεσείουσα) κατά πλήρη κυριότητα τα ανήκοντα στον αποβιώσαντα Κ. Π. δυο και μοναδικά ακίνητά του και συγκεκριμένα α) με το υπ' αριθ. .../9.8.2000 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αιγίου Αθανάσιου Παναγόπουλου, νομίμως μεταγεγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αιγιαλείας, πώλησε και μεταβίβασε ένα οικόπεδο εκτάσεως 1.499,87 τ.μ., με την υπάρχουσα εντός αυτού διώροφη οικοδομή, κειμένου εντός του Δημοτικού Διαμερίσματος ... του Δήμου Διακοπτού Αχαΐας, το οποίο συνορεύει ... και β) με το υπ' αριθ. .../9.8.2000 συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένο και αυτό στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αιγιαλείας, πώλησε και μεταβίβασε ένα δενδροπερίβολο ποτιστικό, άρτιο και οικοδομήσιμο, εκτάσεως 13.383,59 τ.μ..., στη θέση ΚΟΝΤΟΓΡΕΝΑ της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος ... του Δήμου Διακοπτού Αχαΐας, εκτός οικισμού, αλλά εντός ζώνης..., το οποίο συνορεύει... Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι κατά τους χρόνους συντάξεως των ανωτέρω δυο πληρεξουσίων ... ο αποβιώσας Κ. Π., εξ αιτίας των μη ιάσιμων ασθενειών πάρκινσον και αλτσχάϊμερ, από τις οποίες έπασχε, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, δηλαδή αδυνατούσε να διαγνώσει το περιεχόμενο και την ουσία των μονομερών δικαιοπραξιών που επιχείρησε, ήτοι των δοθεισών εντολών προς εκποίηση της περιουσίας του και ως εκ τούτου οι εντολές αυτές είναι άκυρες, ως δοθείσες σε χρόνους που ο εντολέας δεν είχε συνείδηση των πραττομένων.
Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο Κ. Π. και μετά την εγκατάστασή του στη ... εξακολούθησε να πάσχει από τις πιο πάνω σοβαρές νόσους, οι οποίες ήταν μόνιμες και διαρκείς και όχι παροδικές και ιάσιμες και οι οποίες είχαν εκδηλωθεί πλήρως κατά τους χρόνους συντάξεως των ανωτέρω πληρεξουσίων. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να εξακολουθεί και κατά τους χρόνους αυτούς να εμφανίζει προοδευτική έκπτωση των νοητικών του λειτουργιών και ικανοτήτων και γι' αυτό να μην έχει τη διανοητική ικανότητα να συλλάβει την ουσία και το περιεχόμενο των εντολών, που έδινε στον Α. Π. με τα ως άνω πληρεξούσια. Τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και ιδίως το κρίσιμο γεγονός ότι ο αποβιώσας αδελφός του ενάγοντος Κ. Π. κατά τους χρόνους συντάξεως των επίδικων πληρεξουσίων δεν είχε την ικανότητα συνειδήσεως των πράξεών του, εξ αιτίας των νόσων από τις οποίες έπασχε, επιδεικνύοντας συμπεριφορά που δεν συνάδει με συμπεριφορά φυσιολογικού ανθρώπου, αποδεικνύονται με πληρότητα ιδίως από τη σαφή και μετά λόγου γνώσεως ένορκη κατάθεση της πρωτοδίκως εξετασθείσας μάρτυρος αποδείξεως Β. Π., ομοχώριας του αδελφού του ενάγοντος, η οποία τον φρόντιζε πριν από τη μετακίνησή του στη ... και την οποία κατάθεση το Δικαστήριο θεωρεί αξιόπιστη, διότι η κατάθεσή της ενισχύεται και από τα ακόλουθα αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα α) την από 2.3.2001 ιατρική γνωμάτευση του νευρολόγου ιατρού Π. Π., στην οποία βεβαιώνεται ότι ο αδελφός του ενάγοντος κατά τη χρονική περίοδο των ετών 1996-1998 παρακολουθείτο από τον εν λόγω ιατρό, επειδή έπασχε από τη νόσο του πάρκινσον και είχε έκπτωση των νοητικών του λειτουργιών και διαταραχές συμπεριφοράς, β) την υπ' αριθ. 7132/6.12.2000 βεβαίωση του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Βέροιας, με την οποία βεβαιώνεται ότι ο αδελφός του ενάγοντος νοσηλεύθηκε στο ως άνω νοσοκομείο από 5.1.2000 μέχρι 14.1.2000 για τη νόσο του πάρκινσον και τη νόσο του αλτσχάϊμερ, από 9.7.2000 μέχρι 15.7.2000 για λοίμωξη του αναπνευστικού σε αποδρομή, νόσο του πάρκινσον και νόσο του αλτσχάϊμερ και από 23.8.2000 μέχρι 25.8.2000, οπότε αποβίωσε, για εμπύρετη νόσο του πάρκινσον και καρδιακή ανακοπή, γ) την από 29.8.2000 ληξιαρχική πράξη θανάτου της ληξιάρχου Αλεξάνδρειας Ημαθίας Μαρίας Σισμανίδου, με την οποία βεβαιώνεται ότι σύμφωνα με την από 25.8.2000 πιστοποίηση της ιατρού Σ. Π. ο θάνατος του τελευταίου επήλθε από οξεία καρδιαναπνευστική ανεπάρκεια, σηπτική λοίμωξη του αναπνευστικού, έλκη κατακλίσεων, νόσο του πάρκινσον και νόσο του αλτσχάϊμερ και δ) την υπ' αριθ. 2611/2004 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή σχετική αγωγή του ενάγοντος για αναγνώριση της ακυρότητας της υπ' αριθ. 9911/21.9.1998 δημόσιας διαθήκης του αδελφού του Κ. Π., διότι κρίθηκε ότι ο ως άνω αποβιώσας, κατά το χρόνο συντάξεως της προσβαλλόμενης διαθήκης του, στις 21.9.1998, ήτοι 25 ημέρες μετά τη σύνταξη του υπ' αριθ. .../26.8.1998 πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Βέροιας Αρτέμιδος Παζαρά-Καλλιμπάκα και δυο περίπου έτη πριν από τη σύνταξη του υπ' αριθ. .../18.7.2000 πληρεξουσίου της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, δεν είχε συνείδηση των πράξεών του, επειδή έπασχε από το έτος 1996 από τις νόσους πάρκινσον και αλτσχάϊμερ, οι οποίες είχαν επιδεινώσει σοβαρά την υγεία του. Είναι επίσης χαρακτηριστικό και ενισχυτικό της προαναφερθείσας κρίσεως του Δικαστηρίου ότι μόλις τρεις ημέρες πριν από τη σύνταξη του υπ' αριθ. .../18.7.2000 πληρεξουσίου ο Κ. Π. είχε εξέλθει από το Γενικό Νομαρχιακό Νοσοκομείο Βέροιας, στο οποίο είχε παραμείνει νοσηλευόμενος από 9.7.2000 μέχρι 15.7.2000... Περαιτέρω η έλλειψη συνειδήσεως των πράξεων του τελευταίου αποδεικνύεται και από τα ίδια τα πληρεξούσια, δεδομένου ότι παρέχει στον Α. Π. την εντολή και την πληρεξουσιότητα να εκποιήσει αδιακρίτως όλη την περιουσία του, με οποιουσδήποτε όρους και τίμημα. Ουδείς εχέφρων άνθρωπος σε ηλικία 60 ετών, που ήταν τότε ο Κ. Π., αμέσως μετά την εγκατάστασή του σε μια άγνωστη γι' αυτόν πόλη (...) και χωρίς να γνωρίζει πως θα εξελισσόταν το μέλλον του, θα έδινε την εντολή και πληρεξουσιότητα στον Α. Π. να πωλήσει το διώροφο σπίτι του μετά του οικοπέδου του, στο οποίο κατοικούσε μονίμως, καθώς και το δενδροπεριβόλιό του, από την εκμετάλλευση του οποίου ζούσε ως αγρότης που ήταν.
Για όλα τα προαναφερθέντα κρίσιμα περιστατικά το Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε διαφορετική κρίση από τις αμφίβολης πειστικότητας καταθέσεις αφενός μεν της μάρτυρος ανταποδείξεως Μ. Κ., μητέρας της εναγομένης, αφετέρου δε από τις προσαγόμενες από την τελευταία ένορκες καταθέσεις, ούτε από άλλο αποδεικτικό μέσο, που η εναγομένη επικαλείται και προσάγει, τα οποία αποδεικτικά μέσα κρίνονται... λιγότερο πειστικά από εκείνα του ενάγοντος, που ήδη αναφέρθηκαν. Ειδικότερα η μητέρα της εναγομένης δεν είχε άμεση γνώση και σαφή αντίληψη της ψυχικής και πνευματικής καταστάσεως του αδελφού του ενάγοντος, αφού ουδέποτε ήρθε σε άμεση επικοινωνία μαζί του, αλλά απλώς, όπως κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, η κόρη της ήρθε σε επαφή με τη συμβολαιογράφο που συνέταξε τα επίδικα πληρεξούσια, η οποία τη διαβεβαίωσε ότι ο χορηγών την πληρεξουσιότητα αδελφός του ενάγοντος ήταν καλά. Περαιτέρω οι καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, ομοχωρίων του Κ. Π., σύμφωνα με τις οποίες ο τελευταίος δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα υγείας, αλλά μόνον οικονομικά προβλήματα, τα οποία τον οδήγησαν στην ανάγκη να πωλήσει τα επίδικα ακίνητα, αναιρούνται πλήρως από τις προαναφερθείσες ιατρικές βεβαιώσεις και συνεπώς, κατ' αντικειμενική κρίση, δεν μπορούν να ανατρέψουν τους αγωγικούς ισχυρισμούς ούτε να παράσχουν πίστη στο Δικαστήριο για το σχηματισμό αντίθετης δικανικής πεποιθήσεως. Επίσης η εν λόγω κρίση του Δικαστηρίου δεν μπορεί να κλονισθεί από τα προσκομιζόμενα από την εναγομένη έγγραφα και ειδικότερα από α) την από 28.7.1995 ιατρική γνωμάτευση του Γενικού Ερευνητικού και Θεραπευτικού Κέντρου ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ, στην οποία βεβαιώνεται ότι κατά την αξονική τομογραφία εγκεφάλου του Κ. Π. αυτή εμφανίζεται αρνητική για χωροκατακτητική επεξεργασία, ενώ η εξέταση χαρακτηρίζεται ως φυσιολογική, καθόσον η εν λόγω ιατρική εξέταση έγινε πριν από την εμφάνιση των προαναφερθεισών νόσων στον Κ. Π., β) την από 28.8.1998 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού της Νεφρολογικής Κλινικής του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Βέροιας Α. Π., στην οποία βεβαιώνεται ότι ο Κ. Π. εξετάσθηκε στις 28.8.1998 και βρέθηκε να πάσχει από τη νόσο του πάρκινσον και υπερτροφία του προστάτη και ότι η γενική κατάστασή του κρίνεται ότι παρουσιάζει προοδευτική βελτίωση, αφού οι διαπιστώσεις αυτές δεν αποκλείουν την ύπαρξη κατά το χρόνο αυτό της νόσου αλτσχάϊμερ, εκτός της νόσου πάρκινσον, και τη συνεπεία τούτων προοδευτική απώλεια των νοητικών λειτουργιών του Κ. Π. και γ) το από 17.9.1998 ιατρικό πιστοποιητικό του αναπληρωτή καθηγητή νευρολογίας Ι. Μ., με το οποίο βεβαιώνεται ότι ο Κ. Π., που εξετάσθηκε και βρέθηκε να πάσχει από τη νόσο πάρκινσον, είναι υγιής από ψυχικής και διανοητής πλευράς, αφού το ιδιωτικό αυτό ιατρικό πιστοποιητικό δεν παρέχει καμία απόδειξη για την ψυχική και νοητική κατάσταση του τελευταίου κατά το χρόνο της εξετάσεώς του, δεδομένου ότι δεν προσδιορίζεται σ' αυτό που εξετάσθηκε ο ασθενής, σε ποιες ακριβώς εξετάσεις υποβλήθηκε και σε ποια αποτελέσματα εξετάσεων ή επιστημονικά δεδομένα στηρίζεται η ως άνω διατυπούμενη γνώμη ότι ο εξετασθείς ήταν υγιής από ψυχικής και νοητικής πλευράς".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού έκρινε ότι ο Κ. Π. εξ αιτίας των νόσων, από τις οποίες έπασχε, δεν είχε κατά το χρόνο σύνταξης των υπ' αριθ. .../ 26.8.1998 και .../18.7.2000 πληρεξουσίων της συμβολαιογράφου Βέροιας Αρτέμιδος Παζαρά- Καλλιμπάκα συνείδηση του περιεχομένου και της ουσίας των πληρεξουσίων αυτών και μάλιστα η κατάσταση αυτή της ασυνειδησίας του προκύπτει ευθέως από τα ίδια τα πληρεξούσια αυτά, με τα οποία χορήγησε στον Α. Π., υιό της εξαδέλφης του Κ. Π., την πληρεξουσιότητα προς πώληση των μοναδικών ακινήτων του (δενδροπεριβολίου και διώροφης οικίας) στο Δημοτικό Διαμέρισμα ... του Δήμου Διακοπτού Αχαΐας, αναγνώρισε (το Εφετείο) με την προσβαλλόμενη απόφασή του ως άκυρα τόσο τα πληρεξούσια αυτά όσο και τα υπ' αριθ. .../9.8.2000 και .../ 9.8.2000 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αιγίου Αθανάσιου Παναγόπουλου, με τα οποία ο ως άνω πληρεξούσιος, στηριζόμενος στα άκυρα πληρεξούσια, πώλησε στην αναιρεσείουσα, τα αναφερόμενα στα πληρεξούσια αυτά ακίνητα του Κ. Π.. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης και δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρ. 131§§ 1&2(γ) του ΑΚ που εφάρμοσε, αλλά με σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμά του, ύστερα από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων, που παραδεκτά επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, όπως ρητά βεβαιώνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά και προκύπτει από το όλο περιεχόμενό της. Ειδικότερα το Εφετείο έκρινε ότι η κατάσταση ασυνειδησίας του Κ. Π. κατά τη σύνταξη των ως άνω άκυρων πληρεξουσίων προκύπτει ευθέως από τα πληρεξούσια αυτά, αφού, όπως δέχθηκε, ενδεικτική της κατάστασης ασυνειδησίας του είναι οπωσδήποτε η χορήγηση μ' αυτά της πληρεξουσιότητας προς εκποίηση αδιακρίτως όλης της περιουσίας του, με οποιουσδήποτε όρους και τίμημα. Το στοιχείο αυτό, που κατά τη σχετική ανέλεγκτη παραδοχή του Εφετείου εμπεριέχεται στα ως άνω πληρεξούσια, δηλαδή της παροχής στον Α. Π. της εξουσίας να εκποιήσει χωρίς όρους και χωρίς κάποια εξασφάλιση για τον Κ. Π. τα μοναδικά ακίνητα περιουσιακά του στοιχεία, καταδεικνύει πράγματι κατάσταση ασυνειδησίας του Κ. Π., αφού κατά τους κανόνες της λογικής και της ανθρώπινης εμπειρίας συνιστά χωρίς ιδιαίτερο λόγο σημαντική διακινδύνευση των συμφερόντων του, τα οποία και τελικώς βλάφτηκαν, κατά τις παραδοχές του Εφετείου, με τη σύνταξη ακολούθως των δυο αγοραπωλητήριων συμβολαίων, στα οποία κατέτειναν, ενώ ενδεικτική σαφώς της κατάστασης ασυνειδησίας του Κ. Π. είναι και η ρητή καταγραφή στο δεύτερο από τα παραπάνω πληρεξούσια ότι αυτός αδυνατούσε κατά τη σύνταξή του να υπογράψει "λόγω ασθενείας". Επομένως είναι αβάσιμος και απορριπτέος ο αντίθετος δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενη ότι η απόφαση αυτή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς το κρίσιμο για την έκβαση της δίκης στοιχείο του πραγματικού του άρθρ. 131§2(γ) του ΑΚ, δηλαδή ως προς το ότι η κατάσταση ασυνειδησίας του Κ. Π. κατά το χρόνο σύνταξης των ως άνω πληρεξουσίων προκύπτει ευθέως από το περιεχόμενό τους.
Εξ άλλου αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης από τον αριθμό 11γ του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, με τον οποίο η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη έγγραφα που με επίκληση παραδεκτά προσκόμισε στο Εφετείο, αφού, αντίθετα με όσα αυτή υποστηρίζει, το Εφετείο ειδικά εκτίμησε ως μειωμένης αποδεικτικής αξίας (α) την από 28.7.1995 ιατρική γνωμάτευση του Γενικού Ερευνητικού και Θεραπευτικού Κέντρου ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ, (β) την από 28.8.1998 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού της Νεφρολογικής Κλινικής του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Βέροιας Α. Π. και (γ) το από 17.9.1998 ιατρικό πιστοποιητικό του αναπληρωτή καθηγητή νευρολογίας Ι. Μ., ενώ εκτίμησε και τα λοιπά έγγραφα, για τα οποία η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή (α) τις υπογεγραμμένες από τον Κ. Π. από 10.4.1998 πρόσθετες δανειστικές συμβάσεις του με την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος για τη ρύθμιση των οφειλών του προς την τράπεζα αυτή, καθώς και την από 31.8.1998 αίτησή του προς την ίδια τράπεζα, με την οποία ζήτησε να πληροφορηθεί το ακριβές ύψος των οφειλών του προς αυτή, (β) την υπ' αριθ. 2772/2.9.1998 απάντηση της Αγροτικής Τράπεζας στην ως άνω αίτηση του Κ. Π., με την οποία καλείται αυτός να εξοφλήσει τις οφειλές του προς την τράπεζα, ύψους 6.105.000 δραχμών, (γ) την υπ' αριθ. 1652/1996 έκθεση αυτοψίας σεισμόπληκτου κτίσματος, που συντάχθηκε από υπαλλήλους της Υπηρεσίας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων του ΥΠ.ΧΩ.ΔΕ., (δ) την από 10.9.1998 κλήση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Βέροιας προς τον Κ. Π. και (ε) την από 25.9.1998 υπεύθυνη δήλωση του Κ. Π. με βεβαιωμένη τη γνησιότητα της υπογραφής του από το ΑΤ Βέροιας, αφού ναι μεν το Εφετείο δεν αναφέρθηκε ειδικά στα έγγραφα αυτά, όμως η σχετική παράλειψη δεν σημαίνει και ότι δεν αξιολόγησε τα παραπάνω έγγραφα, αλλά η έλλειψη ειδικής αναφοράς στα ίδια έγγραφα, από τα οποία, κατά την αναιρεσείουσα, προκύπτει η ύπαρξη χρεών του Κ. Π., που τον ανάγκασαν στην πώληση των ακινήτων του, οφείλεται στη γενικότερη παραδοχή του Εφετείου ότι ανεξάρτητα από τα όποια οικονομικά προβλήματα του Κ. Π., για τα οποία κατέθεσαν και οι μάρτυρες της αναιρεσείουσας και τα οποία δεν έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι αντιμετωπίσθηκαν με το τίμημα που απέφερε η πώληση των ακινήτων του, η κατάσταση ασυνειδησίας του κατά τον κρίσιμο κάθε φορά χρόνο προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο από τις σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις, που με επίκληση προσκόμισε ο αναιρεσίβλητος. Συνακόλουθα η αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα, που ηττήθηκε, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, κατά το σχετικό νόμιμο αίτημά του (άρθρ. 176, 183, 189§1, 191§2 ΚΠολΔ), όπως στο διατακτικό ειδικότερα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15.7.2011 αίτηση της Α. Κ. για αναίρεση της υπ' αριθ. 157/2011 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 7 Ιανουαρίου 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου