παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." και διακριτικό τίτλο "....", που εκπροσωπείται νόμιμα και έχει έδρα στα ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σπανουδάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/2/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 53/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 63/2012 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 2/5/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 3 του ν. της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) του Οθωμανικού Κράτους περί γαιών, δημόσιες γαίες ήσαν, πλην άλλων, τα δάση και τα παρόμοια, ρητά δε οριζόταν ότι οι δημόσιες αυτές γαίες ανήκαν στο Δημόσιο και παραχωρούνταν (Ιχαλέ σε τεσφής) από την Κυβέρνηση. Με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 147/1914, που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή της δια του Νόμου ΔΣΙΓ' της 14/14 Νοεμβρίου κυρωθείσας Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Δεκεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, ορίστηκε, ότι στις νέες χώρες που διατελούσαν προηγουμένως υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους (Μακεδονία, Ήπειρο, Κρήτη, νήσους του Αιγαίου) "εισάγεται εν γένει η ελληνική αστική νομοθεσία. Διατηρούνται όμως εν ισχύϊ αι περί γαιών διατάξεις, αι ρυθμίζουσαι τα επ' αυτών ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Κατά τα λοιπά παραμένουν οι εν ταις προσαρτώμεναις χώρες προϋπάρχοντες αστικοί νόμοι".
Ο με το νόμο αυτός περιορισμός της ισχύος του νόμου περί γαιών μόνο στις ρυθμίζουσες τα επ' αυτών δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως, έχει την έννοια του αποκλεισμού των διατάξεων περί των δικαιωμάτων του Οθωμανικού Κράτους επί των δημόσιων γαιών, οι οποίες περιήλθαν πλέον στο Ελληνικό Δημόσιο μετά την προσάρτηση των νέων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια. Εξάλλου, ο Κρητικός Αστικός Κώδικας, ο οποίος έχει εν προκειμένω εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, διέλαβε εις μεν το άρθρο 293 ότι: "ο καλή τη πίστει αποκτήσας ακίνητον δυνάμει τίτλου κατά τους νομίμους τόπους συντεταγμένου και προσηκόντως μεταγεγραμμένου, γίνεται κύριος δια δεκαετούς συνεχούς νομής από της χρονολογίας της μεταγραφής", εις δε το άρθρο 295 ότι "ο επί είκοσι συνεχή έτη νεμόμενος ακίνητο κτήται την κυριότητα αυτού".
Μετά τις διατάξεις αυτές, που και οι δύο αφορούν, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κώδικος τούτου χρησικτησία που άρχισε και συμπληρώθηκε από το κράτος της ισχύος αυτού (Κρητ. Αστ. Κωδ.), προς το σκοπό όπως χρησιμοποιηθεί για τη χρησικτησία και ο προ της ισχύος του διαρρεύσας χρόνος νομής δια του άρθρου 1356 όρισε ότι "ο χρόνος της χρησικτησίας άρχεται αφ' ης υπήρξαν πάντα τα προς αυτήν απαιτούμενα υπ' αυτού προσόντα, εάν όμως κατά την έναρξη της ισχύος αυτού είναι συμπληρωμένος ο προς χρησικτησίαν χρόνος ή υπολείπεται προς συμπλήρωσιν αυτού χρονικόν διάστημα έλασσον της πενταετίας η κυριότης δεν αποκτάται πριν παρέλθωσι πέντε από της ισχύος του νόμου έτη", εν συνεχεία δε δια του επόμενου άρθρου 1357 όρισε ότι "η κατά το άρθρο 295 εικοσαετής συνεχής νομή προς απόκτησιν κυριότητος λογίζεται αφ' ης ημέρας ήρξατο, εάν εξακολουθεί κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νομήν", θέσας ούτως, προκειμένου περί της εκτάκτου κατά το άρθρο 295 χρησικτησίας, ως όρον - προϋπόθεση δια την, κατά την προηγούμενη διάταξη του άρθρου 1356, χρησιμοποίηση του διαδραμόντος χρόνου της προαρξάμενης νομής την ύπαρξη και εξακολούθηση αυτής (νομής) κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος αυτού (Κρητ. Αστ. Κωδ.).
Περαιτέρω, από μεν τις διατάξεις των άρθρων 299 και 298 του αυτού Κώδικος (Κρητ. Αστ. Κωδ.) προκύπτει, ότι επί εκτάκτου χρησικτησίας ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση του χρόνου της χρησικτησίας το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, επί τακτικής δε ο ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση της χρησικτησίας, τον χρόνο νομής με τα λοιπά αυτής προσόντα (τίτλο, μεταγραφή του και καλή πίστη) του δικαιοπαρόχου του, από δε τη διάταξη του άρθρου 362 του ίδιου Κώδικος προκύπτει, ότι υπόκεινται σε χρησικτησία, μη εξαιρούμενα από αυτήν, τα δημόσια κτήματα. Το τελευταίο άρθρο καταργήθηκε σιωπηρώς από το άρθρο 21 του ν.δ/τος 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", με το οποίο εξηρέθηκαν της χρησικτησίας τα δημόσια κτήματα για το μέλλον, εφόσον μέχρι της ισχύος του δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος χρησικτησίας. Η συμπλήρωση όμως της χρησικτησίας εμποδιζόταν από της ισχύος του ν. ΔΞΗ'/1912 και των σε εφαρμογή αυτού εκδοθέντων Δ/των, με τα οποία ανεστάλη κάθε προθεσμία και κάθε παραγραφή επί αστικών διαφορών και τα οποία ίσχυσαν εις την Κρήτη από 11.5.1915.
Ενόψει της με τις ως άνω διατάξεις του τεθέντος εις ισχύν την 23.7.1904 Κρητ. ΑΚ και τις λοιπές ως άνω διατάξεις καθιερούμενης ρυθμίσεως και παρότι εις το Οθωμανικό δίκαιο, που ίσχυσε στην Κρήτη μέχρι τον, κατά τα άνω, χρόνο που τέθηκε σε ισχύ ο Κρητικός ΑΚ (23.7.1904) ήταν άγνωστος ο θεσμός της χρησικτησίας, επί δημοσίου κτήματος στην Κρήτη ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία συμπληρούμενη μόνο μέχρι 11.5.1915, δια συνυπολογισμού, προκειμένου περί έκτακτης χρησικτησίας, μέχρι 15 ετών το πολύ χρόνου νομής προ του χρόνου έναρξης ισχύος του Κρητ. ΑΚ (23.7.1904), προκειμένου δε περί τακτικής δια συνυπολογισμού και μέχρι πέντε ετών το πολύ με τα λοιπά αυτής προσόντα (τίτλος, μεταγραφή, καλή πίστη) νομής προ του κατά τα άνω χρόνου έναρξης ισχύος του Κρητ. ΑΚ (ΑΠ 572/2001).
Τέλος, άσκηση νομής, η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας από τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αποτελούν, όταν πρόκειται ειδικότερα για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς επάνω σ' αυτό πράξεις με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του.
Συνεπώς, η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, για να μη στερείται από τη νόμιμη βάση της, πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της, μεταξύ των άλλων στοιχείων της χρησικτησίας αυτής, και τις πράξεις του νομέα ή του αντιπροσώπου του που συνιστούν την επί του πράγματος άσκηση της νομής αυτού (ΑΠ 1151/1986). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε τα εξής: "Το επίδικο είναι εκτάσεως 70.091,10 τ.μ., βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Ζ άκρου του Δήμου Ιτάνου και... Η επιφάνειά του έχει έδαφος ημιβραχώδες έως βραχώδες με κλίσεις μέτριες μέχρι απότομες, σποραδικά δε διακρίνονται μικρής έκτασης αβαθείς και γαιώδεις, οι οποίες δέχονταν παλαιά καλλιέργεια με σπορές, γεγονός που επιβεβαιώνεται από παλαιά υπολείμματα τοίχων και λιθοσωρών. Η ευρύτερη περιοχή είναι άγονη, ενώ δεν υπάρχει δε καμία δυνατότητα ανάπτυξης υψηλής θαμνώδους ή δενδρώδους δασικής βλάστησης ή άλλης καλλιέργειας με φυσικό τρόπο.
Στην επίδικη έκταση, όπως αναφέρεται στην από 22.2.2008 έκθεση του Μ. Φ., η οποία συντάχθηκε κατόπιν εντολής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μετά από αίτηση της ενάγουσας ενώπιον του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και προσκομίζεται μετ' επικλήσεως από το εναγόμενο, φύονται αποκλειστικά ξηροφυτικά φρύγανα από. θύμο, αστιβίδα, αχινοπόδι, αγκαραθιά, φασκομηλιά, ετήσιοι και πολυετείς πόες κτλ. σε ποσοστό 70%, δασικοί θάμνοι από σχίνο, ασπάλαθο σε ποσοστό 5% κτλ, το υπόλοιπο ποσοστό δε των 25% καλύπτεται από άγονα βραχώδη τμήματα. Η επίδικη έκταση κατά το μεγαλύτερο μέρος της ήταν βοσκότοπος, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι καλλιεργητές για την οικόσιτη κτηνοτροφία.
Το ακίνητο αυτό η ενάγουσα το αγόρασε δυνάμει του υπ' .../2006 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σητείας Ιωάννας Φουρναράκη - Μαστοράκη από τους Θ. Σ. του Ι. και Κ. Σ. του Ν. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας είχαν αποκτήσει τη συγκυριότητα του εν λόγω ακινήτου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας, ο μεν Θ. Σ. από την Ο. συζ. Π. Σ. το γένος Ε. Χ. με το υπ' αριθμ. .../3.3.1936 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σητείας Εμμανουήλ Αγγελάκη, ο δε Κ. Σ. από την Ε. Σ. του Ι. με το υπ' αριθμ. .../31.10.1989 δωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σητείας Ευαγγελίας Γεωργακάκη - Τσαντάκη.
Στο πρώτο συμβόλαιο το εν λόγω ακίνητο περιγράφεται ως αγριάδα, έκτασης είκοσι οκάδων σποράς με μία ελιά, με όμορες τις ιδιοκτησίες των Σ. Σ., κληρ. Μ. Σ. και κληρ Ε. Κ. και στο δεύτερο συμβόλαιο ως αγρός ακαλλιέργητος, βραχώδης, έκτασης "5 στρεμμάτων περίπου, σύμφωνα με τον τίτλο κτήσης είκοσι οκάδων σποράς ή όσο ήθελε είναι παραπάνω ή παρακάτω με μια ελιά". Το εν λόγω ακίνητο αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης, εμβαδού 189.061,95 τ.μ., το οποίο επεκτείνεται έως τη θάλασσα, η οποία με την υπ' αριθμ. 4083/6.11.2003 πράξη του Διευθυντή Δασών Νομού Λασιθίου έχει χαρακτηριστεί ως χορτολιβαδική έκταση του άρθρου 3 παρ. 6β του ν. 998/1979 και του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.3208/2003.
Η εν λόγω πράξη βασίστηκε στην από 31/10/2003 έκθεση αυτοψίας του Δασολόγου Γ. Π., σύμφωνα με την οποία το έδαφος της έκτασης είναι ανώμαλο, ημιβραχώδες μέχρι βραχώδες κατά θέσεις, με κλίσεις επιφάνειας που κυμαίνονται από μέτριες μέχρι απότομες και καλύπτεται από δασική βλάστηση των ειδών σχίνου - ασπάλαθου - πρίνου, που συνολικά επί της έκτασης δεν υπερβαίνει το 15%, η οποία εμφανίζεται κατά θέσεις και περισσότερο εντός του υπάρχοντος ρέματος και από χορτολιβαδική βλάστηση των ειδών αστοιβίδας, αχινοπόδι, θυμάρι, η οποία είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλη την έκταση και το ποσοστό κάλυψης της επιφάνειας είναι μεγαλύτερο του 15%.
Αναφέρεται προσέτι στην ως άνω έκθεση αυτοψίας ότι στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1968 και 1989 η έκταση εμφανίζει την ίδια μορφή, πλην όμως υπάρχει η πιθανότητα πριν από το έτος 1945 να υπήρχαν μικρά τμήματα που εκαλλιεργούντο καθ' όσον υπάρχει μικρό αλώνι επί της έκτασης και ερειπωμένα κτίρια. Κατά της πράξης αυτής υποβλήθηκαν οι από 16/12/2003 αντιρρήσεις του Γ. Σ. ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Λασιθίου, η οποία κατόπιν αυτοψίας διαπίστωσε ότι "η έκταση έχει έδαφος ημιβραχώδες έως βραχώδες, με κλίσεις μέτριες μέχρι απότομες, καλύπτεται από βλάστηση των ειδών σχίνου, ασπάλαθου, πρίνου σε ποσοστό μικρότερο του 25% και από αστοιβίδα, αχινοπόδι και θυμάρι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 25%" και αφού δεν εντόπισε ίχνη καλλιέργειας χαρακτήρισε ολόκληρη την έκταση χορτολιβαδική.
Κατά της απόφασης αυτής ο Γ. Σ. άσκησε την υπ' αριθμ. 2089/28.6.2005 προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης, η οποία με την υπ' αριθμ. 98/2005 απόφαση της χαρακτήρισε τμήμα της έκτασης, εμβαδού 67.950.50 τ.μ., που περιλαμβάνει το επίδικο ακίνητο, ως χορτολιβαδική έκταση, ενώ ολόκληρο το υπόλοιπο τμήμα που επεκτείνεται έως τη θάλασσα, όπου διαπίστωσε ότι υπήρχαν ίχνη παλαιάς καλλιέργειας, όπως μαρτυρά το παλαιό αλώνι και τα ερειπωμένα κτίσματα, χαρακτήρισε ως γεωργική του άρθρου 3 του ν. 998/1979.
Κατόπιν τούτων και ενώ ή απόφαση της δευτεροβάθμιας -επιτροπής τελεσιδίκησε, η ενάγουσα ως έχουσα έννομο συμφέρον με την από 31/1/2007 αίτηση της που υποβλήθηκε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους την 9/2/2007 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 15880/9.2.2007, ισχυριζόμενη ότι είναι κυρία του επιδίκου ακινήτου και ότι αυτό ήταν ανέκαθεν γεωργική έκταση, ανήκουσα στους άμεσους και απώτερους δικαιοπαρόχους της, ζήτησε να διευθετηθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου. Μάλιστα προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκόμισε εκτός των ως άνω τριών συμβολαίων και...(ακολουθεί η μνεία πέντε συμβολαίων, δεχόμενο - το Εφετείο - στη συνέχεια, ότι:) Από τα προαναφερθέντα συμβόλαια αποδεικνύεται ότι από μία αρχική ευρύτερη έκταση, στην οποία ασκούνταν πράξεις νομής από τους αρχικούς ιδιοκτήτες της από το έτος 1862, μεταβιβάστηκαν με τους ως άνω τρόπους τμήματα σε κατιόντες των αρχικών ιδιοκτητών, τα ονόματα των οποίων μνημονεύονται στα συμβόλαια, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνεται και το ακίνητο εμβαδού 189.061,95 τ.μ, από το οποίο αποκόπηκε το επίδικο με το υπ' αριθμ. .../1936 συμβόλαιο. Οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, διαδοχικά όπως αναφέρεται, καλλιεργούσαν ήδη από το ,έτος 1862, τα τμήματα του επίδικου που ήταν δυνατόν να καλλιεργηθούν και για το σκοπό αυτό είχαν κατασκευάσει ένα - πεπαλαιωμένο σήμερα - αλώνι, κυρίως δε το εκμίσθωναν σε βοσκούς για να βόσκουν σε αυτό τα ποίμνια τους κατασκευάζοντας για το σκοπό αυτό μαντριά και καλύβες, ίχνη των οποίων υπάρχουν μέχρι σήμερα στο επίδικο.
Η βόσκηση δε αυτού άρχισε ήδη από το έτος 1890 μέχρι το έτος 1936 από τους Σ., Ε. και Γ. Σ., οι οποίοι μίσθωναν το επίδικο από την απώτερη δικαιοπάροχο της ενάγουσας, Ο. Σ., συνεχίσθηκε από το έτος 1950 μέχρι το έτος 1967 από τον Κ. Σ. και τους αδελφούς του και εξακολούθησε μέχρι το έτος 2000 από τον κτηνοτρόφο Γ. Φ., ο οποίος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (1967 - 2000) μίσθωνε το επίδικο από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, Θ. και Ε. Σ., καταβάλλοντος σε αυτούς ως μίσθωμα μέρος των προϊόντων που παρήγαγε (τυριά). Επομένως, με την άσκηση από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας νομής συνεχώς από το. έτος 1862 συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κρητικού ΑΚ, χρόνος για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ανεξάρτητα από τη μορφολογία του, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, εφόσον ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία από την 23.7.1889 έως την 23.7.1909.
Η ανωτέρω ενάγουσα μετά την παραχώρηση από τους δικαιοπαρόχους της της νομής του επιδίκου συνέχισε να ασκεί πράξεις νομής επ' αυτού επιμελούμενη για τα όρια και την ακεραιότητα του και προβαίνοντας στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να οικοδομήσει σε αυτό τουριστική μονάδα (ένδικοι αγώνες, τοπογραφήσεις, μελέτες). Έτσι έγινε κυρία της επίδικης έκτασης, η οποία σύμφωνα και με την ανωτέρω έκθεση του δασολόγου Μ. Φ. ήταν τμήμα της ευρύτερης αρχικής φερόμενης πατρογονικής ιδιοκτησίας ήδη από του έτους 1862, με έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας ισχυριζόμενο ότι το επίδικο είναι χορτολιβαδική έκταση της παρ. 6β του άρθρου 3 του Ν. 998/79 και της παρ. 2 του άρθρου 1. του ν. 3208/03. Όμως σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν έως την 23.7.1909 οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας είχαν αποκτήσει κυριότητα στο επίδικο, με έκτακτη χρησικτησία και επομένως ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου περί ιδίας κυριότητας πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, να γίνει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας και να αναγνωρισθεί αυτή κυρία του επιδίκου ακινήτου".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας κατά της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού κράτησε την υπόθεση και τη δίκασε κατ' ουσίαν, δέχτηκε την ένδικη - από 12.2.2008 - αναγνωριστική κυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας και αναγνώρισε αυτήν κυρία του επίδικου ακινήτου. Με βάση αυτά που δέχτηκε και, έτσι, που έκρινε - το Εφετείο - διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν μη εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου πιο πάνω διατάξεων για τη χρησικτησία στην Κρήτη, αφού δέχτηκε, ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι, διαδοχικά, ήδη από το έτος 1862 καλλιεργούσαν το επίδικο ακίνητο, χωρίς, όμως να αναφέρει συγκεκριμένες σχετικές πράξεις, ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν, και συνάμα δέχτηκε ότι τα ίδια πρόσωπα, διαδοχικά, εκμίσθωναν το επίδικο ακίνητο, με την ειδική, όμως, μνεία, ότι η βόσκησή του άρχισε (όχι από την 23.7.1889 αλλά) από το έτος 1890 και έκτοτε συνεχώς έως το έτος 2000, έτσι, ώστε, να μην μπορεί να κριθεί εάν τα ίδια ως άνω πρόσωπα νεμήθηκαν το επίδικο ακίνητο από την 23.7.1889 και έκτοτε συνεχώς ως άνω, εν τέλει δε ότι η ενάγουσα έγινε κυρία με έκτακτη χρησικτησία - όπως δέχτηκε το Εφετείο - και να μην καθίσταται εφικτός ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των προεκτεθεισών διατάξεων για τη χρησικτησία στην Κρήτη.
Επομένως, το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, κατά το βάσιμο δεύτερο, κατά το τέταρτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 63/2012 απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Κωνσταντίνο Βαρδακαστάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "..." και διακριτικό τίτλο "....", που εκπροσωπείται νόμιμα και έχει έδρα στα ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Σπανουδάκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12/2/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 53/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 63/2012 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 2/5/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 16/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 3 του ν. της 7 Ραμαζάν 1274 (1856) του Οθωμανικού Κράτους περί γαιών, δημόσιες γαίες ήσαν, πλην άλλων, τα δάση και τα παρόμοια, ρητά δε οριζόταν ότι οι δημόσιες αυτές γαίες ανήκαν στο Δημόσιο και παραχωρούνταν (Ιχαλέ σε τεσφής) από την Κυβέρνηση. Με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 147/1914, που εκδόθηκε κατ' εφαρμογή της δια του Νόμου ΔΣΙΓ' της 14/14 Νοεμβρίου κυρωθείσας Συνθήκης των Αθηνών της 1/14 Δεκεμβρίου 1913 μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, ορίστηκε, ότι στις νέες χώρες που διατελούσαν προηγουμένως υπό την άμεση κυριαρχία του Οθωμανικού Κράτους (Μακεδονία, Ήπειρο, Κρήτη, νήσους του Αιγαίου) "εισάγεται εν γένει η ελληνική αστική νομοθεσία. Διατηρούνται όμως εν ισχύϊ αι περί γαιών διατάξεις, αι ρυθμίζουσαι τα επ' αυτών ιδιωτικής φύσεως δικαιώματα, των περί τούτων δικαιοπραξιών συντελουμένων εφεξής κατά τους ελληνικούς νόμους. Κατά τα λοιπά παραμένουν οι εν ταις προσαρτώμεναις χώρες προϋπάρχοντες αστικοί νόμοι".
Ο με το νόμο αυτός περιορισμός της ισχύος του νόμου περί γαιών μόνο στις ρυθμίζουσες τα επ' αυτών δικαιώματα ιδιωτικής φύσεως, έχει την έννοια του αποκλεισμού των διατάξεων περί των δικαιωμάτων του Οθωμανικού Κράτους επί των δημόσιων γαιών, οι οποίες περιήλθαν πλέον στο Ελληνικό Δημόσιο μετά την προσάρτηση των νέων χωρών στην Ελληνική Επικράτεια. Εξάλλου, ο Κρητικός Αστικός Κώδικας, ο οποίος έχει εν προκειμένω εφαρμογή σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, διέλαβε εις μεν το άρθρο 293 ότι: "ο καλή τη πίστει αποκτήσας ακίνητον δυνάμει τίτλου κατά τους νομίμους τόπους συντεταγμένου και προσηκόντως μεταγεγραμμένου, γίνεται κύριος δια δεκαετούς συνεχούς νομής από της χρονολογίας της μεταγραφής", εις δε το άρθρο 295 ότι "ο επί είκοσι συνεχή έτη νεμόμενος ακίνητο κτήται την κυριότητα αυτού".
Μετά τις διατάξεις αυτές, που και οι δύο αφορούν, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Κώδικος τούτου χρησικτησία που άρχισε και συμπληρώθηκε από το κράτος της ισχύος αυτού (Κρητ. Αστ. Κωδ.), προς το σκοπό όπως χρησιμοποιηθεί για τη χρησικτησία και ο προ της ισχύος του διαρρεύσας χρόνος νομής δια του άρθρου 1356 όρισε ότι "ο χρόνος της χρησικτησίας άρχεται αφ' ης υπήρξαν πάντα τα προς αυτήν απαιτούμενα υπ' αυτού προσόντα, εάν όμως κατά την έναρξη της ισχύος αυτού είναι συμπληρωμένος ο προς χρησικτησίαν χρόνος ή υπολείπεται προς συμπλήρωσιν αυτού χρονικόν διάστημα έλασσον της πενταετίας η κυριότης δεν αποκτάται πριν παρέλθωσι πέντε από της ισχύος του νόμου έτη", εν συνεχεία δε δια του επόμενου άρθρου 1357 όρισε ότι "η κατά το άρθρο 295 εικοσαετής συνεχής νομή προς απόκτησιν κυριότητος λογίζεται αφ' ης ημέρας ήρξατο, εάν εξακολουθεί κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος νομήν", θέσας ούτως, προκειμένου περί της εκτάκτου κατά το άρθρο 295 χρησικτησίας, ως όρον - προϋπόθεση δια την, κατά την προηγούμενη διάταξη του άρθρου 1356, χρησιμοποίηση του διαδραμόντος χρόνου της προαρξάμενης νομής την ύπαρξη και εξακολούθηση αυτής (νομής) κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος αυτού (Κρητ. Αστ. Κωδ.).
Περαιτέρω, από μεν τις διατάξεις των άρθρων 299 και 298 του αυτού Κώδικος (Κρητ. Αστ. Κωδ.) προκύπτει, ότι επί εκτάκτου χρησικτησίας ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση του χρόνου της χρησικτησίας το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, επί τακτικής δε ο ειδικός διάδοχος προσμετρά προς συμπλήρωση της χρησικτησίας, τον χρόνο νομής με τα λοιπά αυτής προσόντα (τίτλο, μεταγραφή του και καλή πίστη) του δικαιοπαρόχου του, από δε τη διάταξη του άρθρου 362 του ίδιου Κώδικος προκύπτει, ότι υπόκεινται σε χρησικτησία, μη εξαιρούμενα από αυτήν, τα δημόσια κτήματα. Το τελευταίο άρθρο καταργήθηκε σιωπηρώς από το άρθρο 21 του ν.δ/τος 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", με το οποίο εξηρέθηκαν της χρησικτησίας τα δημόσια κτήματα για το μέλλον, εφόσον μέχρι της ισχύος του δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος χρησικτησίας. Η συμπλήρωση όμως της χρησικτησίας εμποδιζόταν από της ισχύος του ν. ΔΞΗ'/1912 και των σε εφαρμογή αυτού εκδοθέντων Δ/των, με τα οποία ανεστάλη κάθε προθεσμία και κάθε παραγραφή επί αστικών διαφορών και τα οποία ίσχυσαν εις την Κρήτη από 11.5.1915.
Ενόψει της με τις ως άνω διατάξεις του τεθέντος εις ισχύν την 23.7.1904 Κρητ. ΑΚ και τις λοιπές ως άνω διατάξεις καθιερούμενης ρυθμίσεως και παρότι εις το Οθωμανικό δίκαιο, που ίσχυσε στην Κρήτη μέχρι τον, κατά τα άνω, χρόνο που τέθηκε σε ισχύ ο Κρητικός ΑΚ (23.7.1904) ήταν άγνωστος ο θεσμός της χρησικτησίας, επί δημοσίου κτήματος στην Κρήτη ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία συμπληρούμενη μόνο μέχρι 11.5.1915, δια συνυπολογισμού, προκειμένου περί έκτακτης χρησικτησίας, μέχρι 15 ετών το πολύ χρόνου νομής προ του χρόνου έναρξης ισχύος του Κρητ. ΑΚ (23.7.1904), προκειμένου δε περί τακτικής δια συνυπολογισμού και μέχρι πέντε ετών το πολύ με τα λοιπά αυτής προσόντα (τίτλος, μεταγραφή, καλή πίστη) νομής προ του κατά τα άνω χρόνου έναρξης ισχύος του Κρητ. ΑΚ (ΑΠ 572/2001).
Τέλος, άσκηση νομής, η οποία χρειάζεται για την κτήση κυριότητας από τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αποτελούν, όταν πρόκειται ειδικότερα για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς επάνω σ' αυτό πράξεις με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του.
Συνεπώς, η απόφαση που αναγνωρίζει κυριότητα σε ακίνητο από τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, για να μη στερείται από τη νόμιμη βάση της, πρέπει να αναφέρει στο αιτιολογικό της, μεταξύ των άλλων στοιχείων της χρησικτησίας αυτής, και τις πράξεις του νομέα ή του αντιπροσώπου του που συνιστούν την επί του πράγματος άσκηση της νομής αυτού (ΑΠ 1151/1986). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε τα εξής: "Το επίδικο είναι εκτάσεως 70.091,10 τ.μ., βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Ζ άκρου του Δήμου Ιτάνου και... Η επιφάνειά του έχει έδαφος ημιβραχώδες έως βραχώδες με κλίσεις μέτριες μέχρι απότομες, σποραδικά δε διακρίνονται μικρής έκτασης αβαθείς και γαιώδεις, οι οποίες δέχονταν παλαιά καλλιέργεια με σπορές, γεγονός που επιβεβαιώνεται από παλαιά υπολείμματα τοίχων και λιθοσωρών. Η ευρύτερη περιοχή είναι άγονη, ενώ δεν υπάρχει δε καμία δυνατότητα ανάπτυξης υψηλής θαμνώδους ή δενδρώδους δασικής βλάστησης ή άλλης καλλιέργειας με φυσικό τρόπο.
Στην επίδικη έκταση, όπως αναφέρεται στην από 22.2.2008 έκθεση του Μ. Φ., η οποία συντάχθηκε κατόπιν εντολής του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων μετά από αίτηση της ενάγουσας ενώπιον του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και προσκομίζεται μετ' επικλήσεως από το εναγόμενο, φύονται αποκλειστικά ξηροφυτικά φρύγανα από. θύμο, αστιβίδα, αχινοπόδι, αγκαραθιά, φασκομηλιά, ετήσιοι και πολυετείς πόες κτλ. σε ποσοστό 70%, δασικοί θάμνοι από σχίνο, ασπάλαθο σε ποσοστό 5% κτλ, το υπόλοιπο ποσοστό δε των 25% καλύπτεται από άγονα βραχώδη τμήματα. Η επίδικη έκταση κατά το μεγαλύτερο μέρος της ήταν βοσκότοπος, τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι καλλιεργητές για την οικόσιτη κτηνοτροφία.
Το ακίνητο αυτό η ενάγουσα το αγόρασε δυνάμει του υπ' .../2006 αγοραπωλητήριου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Σητείας Ιωάννας Φουρναράκη - Μαστοράκη από τους Θ. Σ. του Ι. και Κ. Σ. του Ν. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας είχαν αποκτήσει τη συγκυριότητα του εν λόγω ακινήτου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο κάθε ένας, ο μεν Θ. Σ. από την Ο. συζ. Π. Σ. το γένος Ε. Χ. με το υπ' αριθμ. .../3.3.1936 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Σητείας Εμμανουήλ Αγγελάκη, ο δε Κ. Σ. από την Ε. Σ. του Ι. με το υπ' αριθμ. .../31.10.1989 δωρητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Σητείας Ευαγγελίας Γεωργακάκη - Τσαντάκη.
Στο πρώτο συμβόλαιο το εν λόγω ακίνητο περιγράφεται ως αγριάδα, έκτασης είκοσι οκάδων σποράς με μία ελιά, με όμορες τις ιδιοκτησίες των Σ. Σ., κληρ. Μ. Σ. και κληρ Ε. Κ. και στο δεύτερο συμβόλαιο ως αγρός ακαλλιέργητος, βραχώδης, έκτασης "5 στρεμμάτων περίπου, σύμφωνα με τον τίτλο κτήσης είκοσι οκάδων σποράς ή όσο ήθελε είναι παραπάνω ή παρακάτω με μια ελιά". Το εν λόγω ακίνητο αποτελεί τμήμα ευρύτερης έκτασης, εμβαδού 189.061,95 τ.μ., το οποίο επεκτείνεται έως τη θάλασσα, η οποία με την υπ' αριθμ. 4083/6.11.2003 πράξη του Διευθυντή Δασών Νομού Λασιθίου έχει χαρακτηριστεί ως χορτολιβαδική έκταση του άρθρου 3 παρ. 6β του ν. 998/1979 και του άρθρου 1 παρ. 2 του ν.3208/2003.
Η εν λόγω πράξη βασίστηκε στην από 31/10/2003 έκθεση αυτοψίας του Δασολόγου Γ. Π., σύμφωνα με την οποία το έδαφος της έκτασης είναι ανώμαλο, ημιβραχώδες μέχρι βραχώδες κατά θέσεις, με κλίσεις επιφάνειας που κυμαίνονται από μέτριες μέχρι απότομες και καλύπτεται από δασική βλάστηση των ειδών σχίνου - ασπάλαθου - πρίνου, που συνολικά επί της έκτασης δεν υπερβαίνει το 15%, η οποία εμφανίζεται κατά θέσεις και περισσότερο εντός του υπάρχοντος ρέματος και από χορτολιβαδική βλάστηση των ειδών αστοιβίδας, αχινοπόδι, θυμάρι, η οποία είναι ομοιόμορφα κατανεμημένη σε όλη την έκταση και το ποσοστό κάλυψης της επιφάνειας είναι μεγαλύτερο του 15%.
Αναφέρεται προσέτι στην ως άνω έκθεση αυτοψίας ότι στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1968 και 1989 η έκταση εμφανίζει την ίδια μορφή, πλην όμως υπάρχει η πιθανότητα πριν από το έτος 1945 να υπήρχαν μικρά τμήματα που εκαλλιεργούντο καθ' όσον υπάρχει μικρό αλώνι επί της έκτασης και ερειπωμένα κτίρια. Κατά της πράξης αυτής υποβλήθηκαν οι από 16/12/2003 αντιρρήσεις του Γ. Σ. ενώπιον της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων του Νομού Λασιθίου, η οποία κατόπιν αυτοψίας διαπίστωσε ότι "η έκταση έχει έδαφος ημιβραχώδες έως βραχώδες, με κλίσεις μέτριες μέχρι απότομες, καλύπτεται από βλάστηση των ειδών σχίνου, ασπάλαθου, πρίνου σε ποσοστό μικρότερο του 25% και από αστοιβίδα, αχινοπόδι και θυμάρι σε ποσοστό μεγαλύτερο του 25%" και αφού δεν εντόπισε ίχνη καλλιέργειας χαρακτήρισε ολόκληρη την έκταση χορτολιβαδική.
Κατά της απόφασης αυτής ο Γ. Σ. άσκησε την υπ' αριθμ. 2089/28.6.2005 προσφυγή ενώπιον της Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων Εφετείου Κρήτης, η οποία με την υπ' αριθμ. 98/2005 απόφαση της χαρακτήρισε τμήμα της έκτασης, εμβαδού 67.950.50 τ.μ., που περιλαμβάνει το επίδικο ακίνητο, ως χορτολιβαδική έκταση, ενώ ολόκληρο το υπόλοιπο τμήμα που επεκτείνεται έως τη θάλασσα, όπου διαπίστωσε ότι υπήρχαν ίχνη παλαιάς καλλιέργειας, όπως μαρτυρά το παλαιό αλώνι και τα ερειπωμένα κτίσματα, χαρακτήρισε ως γεωργική του άρθρου 3 του ν. 998/1979.
Κατόπιν τούτων και ενώ ή απόφαση της δευτεροβάθμιας -επιτροπής τελεσιδίκησε, η ενάγουσα ως έχουσα έννομο συμφέρον με την από 31/1/2007 αίτηση της που υποβλήθηκε στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους την 9/2/2007 και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 15880/9.2.2007, ισχυριζόμενη ότι είναι κυρία του επιδίκου ακινήτου και ότι αυτό ήταν ανέκαθεν γεωργική έκταση, ανήκουσα στους άμεσους και απώτερους δικαιοπαρόχους της, ζήτησε να διευθετηθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου. Μάλιστα προς απόδειξη των ισχυρισμών της προσκόμισε εκτός των ως άνω τριών συμβολαίων και...(ακολουθεί η μνεία πέντε συμβολαίων, δεχόμενο - το Εφετείο - στη συνέχεια, ότι:) Από τα προαναφερθέντα συμβόλαια αποδεικνύεται ότι από μία αρχική ευρύτερη έκταση, στην οποία ασκούνταν πράξεις νομής από τους αρχικούς ιδιοκτήτες της από το έτος 1862, μεταβιβάστηκαν με τους ως άνω τρόπους τμήματα σε κατιόντες των αρχικών ιδιοκτητών, τα ονόματα των οποίων μνημονεύονται στα συμβόλαια, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας. Στην έκταση αυτή περιλαμβάνεται και το ακίνητο εμβαδού 189.061,95 τ.μ, από το οποίο αποκόπηκε το επίδικο με το υπ' αριθμ. .../1936 συμβόλαιο. Οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας, διαδοχικά όπως αναφέρεται, καλλιεργούσαν ήδη από το ,έτος 1862, τα τμήματα του επίδικου που ήταν δυνατόν να καλλιεργηθούν και για το σκοπό αυτό είχαν κατασκευάσει ένα - πεπαλαιωμένο σήμερα - αλώνι, κυρίως δε το εκμίσθωναν σε βοσκούς για να βόσκουν σε αυτό τα ποίμνια τους κατασκευάζοντας για το σκοπό αυτό μαντριά και καλύβες, ίχνη των οποίων υπάρχουν μέχρι σήμερα στο επίδικο.
Η βόσκηση δε αυτού άρχισε ήδη από το έτος 1890 μέχρι το έτος 1936 από τους Σ., Ε. και Γ. Σ., οι οποίοι μίσθωναν το επίδικο από την απώτερη δικαιοπάροχο της ενάγουσας, Ο. Σ., συνεχίσθηκε από το έτος 1950 μέχρι το έτος 1967 από τον Κ. Σ. και τους αδελφούς του και εξακολούθησε μέχρι το έτος 2000 από τον κτηνοτρόφο Γ. Φ., ο οποίος κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα (1967 - 2000) μίσθωνε το επίδικο από τους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας, Θ. και Ε. Σ., καταβάλλοντος σε αυτούς ως μίσθωμα μέρος των προϊόντων που παρήγαγε (τυριά). Επομένως, με την άσκηση από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας νομής συνεχώς από το. έτος 1862 συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις του Κρητικού ΑΚ, χρόνος για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ανεξάρτητα από τη μορφολογία του, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες νομικές σκέψεις, εφόσον ήταν δυνατή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία από την 23.7.1889 έως την 23.7.1909.
Η ανωτέρω ενάγουσα μετά την παραχώρηση από τους δικαιοπαρόχους της της νομής του επιδίκου συνέχισε να ασκεί πράξεις νομής επ' αυτού επιμελούμενη για τα όρια και την ακεραιότητα του και προβαίνοντας στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να οικοδομήσει σε αυτό τουριστική μονάδα (ένδικοι αγώνες, τοπογραφήσεις, μελέτες). Έτσι έγινε κυρία της επίδικης έκτασης, η οποία σύμφωνα και με την ανωτέρω έκθεση του δασολόγου Μ. Φ. ήταν τμήμα της ευρύτερης αρχικής φερόμενης πατρογονικής ιδιοκτησίας ήδη από του έτους 1862, με έκτακτη χρησικτησία. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο αμφισβητεί το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας ισχυριζόμενο ότι το επίδικο είναι χορτολιβαδική έκταση της παρ. 6β του άρθρου 3 του Ν. 998/79 και της παρ. 2 του άρθρου 1. του ν. 3208/03. Όμως σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν έως την 23.7.1909 οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας είχαν αποκτήσει κυριότητα στο επίδικο, με έκτακτη χρησικτησία και επομένως ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου περί ιδίας κυριότητας πρέπει να απορριφθεί ως κατ' ουσίαν αβάσιμος, να γίνει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας και να αναγνωρισθεί αυτή κυρία του επιδίκου ακινήτου".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την έφεση της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας κατά της απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση, και, αφού κράτησε την υπόθεση και τη δίκασε κατ' ουσίαν, δέχτηκε την ένδικη - από 12.2.2008 - αναγνωριστική κυριότητας του επίδικου ακινήτου αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης ενάγουσας και αναγνώρισε αυτήν κυρία του επίδικου ακινήτου. Με βάση αυτά που δέχτηκε και, έτσι, που έκρινε - το Εφετείο - διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν μη εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή των ουσιαστικού δικαίου πιο πάνω διατάξεων για τη χρησικτησία στην Κρήτη, αφού δέχτηκε, ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοι, διαδοχικά, ήδη από το έτος 1862 καλλιεργούσαν το επίδικο ακίνητο, χωρίς, όμως να αναφέρει συγκεκριμένες σχετικές πράξεις, ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν, και συνάμα δέχτηκε ότι τα ίδια πρόσωπα, διαδοχικά, εκμίσθωναν το επίδικο ακίνητο, με την ειδική, όμως, μνεία, ότι η βόσκησή του άρχισε (όχι από την 23.7.1889 αλλά) από το έτος 1890 και έκτοτε συνεχώς έως το έτος 2000, έτσι, ώστε, να μην μπορεί να κριθεί εάν τα ίδια ως άνω πρόσωπα νεμήθηκαν το επίδικο ακίνητο από την 23.7.1889 και έκτοτε συνεχώς ως άνω, εν τέλει δε ότι η ενάγουσα έγινε κυρία με έκτακτη χρησικτησία - όπως δέχτηκε το Εφετείο - και να μην καθίσταται εφικτός ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή των προεκτεθεισών διατάξεων για τη χρησικτησία στην Κρήτη.
Επομένως, το Εφετείο στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, κατά το βάσιμο δεύτερο, κατά το τέταρτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, ο οποίος και πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 63/2012 απόφαση του Εφετείου Κρήτης. Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο πιο πάνω Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου