Πράξεις νομής-Τακτική-Έκτακτη χρησικτησία-Αγροτικός Κώδικας.Έτος: 2014.Νούμερο: 484. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2..
Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:Του αναιρεσείοντος: Π. Ρ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Άγγελο - Ιωσήφ Καραγιαννίδη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Κ. χήρας Ν. Κ., το γένος Γ. Χ., 2)Χ. Κ. του Ν., κατοίκων ... και 3)Μ. συζ. Κ. Σ., το γένος Ν. Κ., κατοίκου ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σωτήριο Ναούμ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16/3/2007 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 24/10/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και συνεκδικάστηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 16097/2009 του ίδιου Δικαστηρίου και 298/2012 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 5/7/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 16/9/2013 έκθεσή της, με την οποία πρότεινε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 369, 1033, 1142, 1194 και 1198 ΑΚ, αποκτά κάποιος κυριότητα ακινήτου με παράγωγο τρόπο, ύστερα από συμφωνία με τον κύριο του ακινήτου ότι μετατίθεται σε αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμα αιτία, όπως είναι και η πώληση (άρθρο 513 ΑΚ), εφόσον η σχετική συμφωνία γίνε με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβληθεί σε μεταγραφή. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 974 ΑΚ με την οποία με την οποία ορίζεται ότι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου, συνάγεται ότι η νομή συγκροτείται από δύο στοιχεία, το σωματικό και το πνευματικό περί της συνδρομής των οποίων κρίνει το δικαστήριο με βάση τις εμφανείς υλικές πράξεις επί του πράγματος, οι οποίες προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του και με τις οποίες εκδηλώνεται η θέληση εξουσίασης αυτού με διανοία κυρίου.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 974, 1041, 1042, 1045 και 1051 ΑΚ, με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας απαιτεί την κυριότητα ακινήτου εκείνος που έχει στη νομή του με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο ακίνητο για μια δεκαετία, ενώ με έκτακτη χρησικτησία απαιτεί την κυριότητα ακινήτου εκείνος που έχει στη νομή του το ακίνητο για μια εικοσαετία με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του ακινήτου με καθολική ή ειδική διαδοχή, και συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο χρησικτησίας το χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου του όπου απαιτείται προς συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας.
Άσκηση νομής αποτελούν οι πράξεις φυσικής εξουσίασης του ακινήτου, όπως είναι ενδεικτικά, η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η φύλαξη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεων και, η ανάθεση σύνταξης τοπογραφικού διαγράμματος. Τις υλικές αυτές πράξεις οφείλει ο ενάγων να επικαλεστεί στην αγωγή του που στηρίζεται σε χρησικτησία και εφόσον αμφισβητούνται, να αποδεικνύονται απ' αυτόν (ΑΠ 1418/2010). Εξάλλου, από τις διατάξεις της αγροτικής νομοθεσίας και ιδίως από το άρθρο 79 παρ.2 του Αγροτικού Κώδικα συνάγεται ότι το ακίνητο που παραχωρείται ως κλήρος σε πρόσωπο δικαιούμενο αγροτικής αποκατάστασης, θεωρείται από την παραχώρησή του ότι διατελεί κατά νόμο στην αποκλειστική καλόπιστη νομή του κληρούχου και αν ακόμη αυτός δεν έχει επιληφθεί της κατοχής του κλήρου.
Γι 'αυτό και δεν ήταν δεκτικό νομής και χρησικτησίας από άλλον ο οποίος έτσι δεν μπορούσε να αποκτήσει την κυριότητα αυτού με τακτική έκτακτη χρησικτησία, ούτε να αντιτάξει κατά του διεκδικούντος τον κλήρο κληρούχου ή των κληρονόμων του την από το άρθρο 249 ΑΚ ένταση εικοσαετούς παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής. Όμως από 23-5-1968 ισχύει ο ν. 431/1968 που ορίζει στο μεν άρθρο 1 παρ.1 αυτού, ότι από την έναρξη της ισχύος του νόμου, επιτρέπεται στους κατά την εποικιστική νομοθεσία κληρούχους, η εκποίηση ή οπωσδήποτε διάθεση με δικαιοπραξίες εν ζωή των πάσης φύσεως κλήρων τους, με το μοναδικό περιορισμό της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής, ο οποίος ισχύει και για κάθε περαιτέρω μεταβίβαση, στο δε άρθρο 2 παρ.1 εδ.β' αυτού, ότι σε περίπτωση κατάσχεσης η πλειστηριασμοί του κλήρου με επίσπευση του ενυπόθηκου δανειστή τηρείται μόνον ο περιορισμός της μη κατάτμησης των τεμαχίων της οριστικής διανομής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η απαγόρευση της κατάτμηση των τεμαχίων της οριστικής διανομής αποτελεί γενική αρχή που εφαρμόζεται στη μεταβίβαση της κυριότητας του κλήρου κληρούχου.
Επομένως, από την ισχύ του ν. 431/1968, ο κληρούχος παύει να λογίζεται κατά πλάσμα νομέας του κλήρου και αν δεν τον κατέχει πραγματικά και είναι δυνατή η χωρίς τη θέλησή του κτήση της νομής ολοκλήρου του αγροτεμαχίου, όχι όμως και τμήματός του γιατί στην περίπτωση αυτή επέρχεται κατάτμηση του κληροτεμαχίου. Η απαγόρευση δηλαδή της κατάτμησης, δεν αναφέρεται μόνον στον κατά κυριότητα τεμαχισμό του κληροτεμαχίου, αλλά και στον κατά νομή τεμαχισμό, αφού διαφορετικά η κατάτμηση θα επιτυγχανόταν ισοδυνάμως με την απόκτηση της νομής του τμήματος του κληροτεμαχίου και την έκτοτε διαρκή προστασία τους έναντι τρίτων.
Συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη όχι μόνον η κτήση της κυριότητας από τρίτο σε βάρος του κληρούχου ή των καθολικών ή ειδικών διαδόχων του με τακτική έκτακτη χρησικτησία αλλά και η λόγω συμπληρώσεως του χρόνου της παραγραφής άρνηση αποδόσεως του τμήματος του κλήρου αφού με αυτά ουσιαστικώς παγιώνεται η μη ανεκτή από το νόμο φυσική κατάτμηση του κλήρου (ΟλΑΠ 15/2004). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται εάν αυτό, δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εάν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα, δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απατούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της.
Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ'ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης, καθιστούν φανερή την παραβίαση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης κατά την έννοια της διάταξης αυτής όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το εάν παραβιάσθηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου.
Αφορά πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα τέλος, των οπίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή την κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης.
Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης απόφασής του, το Εφετείο δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν από τα κατ'είδος αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει των .../2-1-1980, .../2-1-1980 και .../2-1-1980 πωλητηρίων συμβολαίων του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Βασιλείου Μουρατίδη, που μεταγράφηκαν αντίστοιχα στον τόμο ... και με αριθμό ..., στον τόμο ... και με αριθμό ... και στον τόμο ... και με αριθμό ... των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης, οι ενάγοντες Κ. χήρα Ν. Κ., το γένος Γ. και Β. Χ., Χ. Κ. του Ν. και Μ., σύζυγος Κ. Σ., το γένος Ν. και Κ. Κ., κατέστησαν συγκύριοι, κατά ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου η πρώτη και κατά ποσοστό 37,50% καθένας εκ των λοιπών, ενός αγροτεμαχίου, άλλοτε φυτεμένου με άμπελο, εμβαδού 1058 τ.μ., που βρίσκεται στην κτηματική περιοχή Περαίας Θεσσαλονίκης, προερχόμενο από τεμαχισμό του 377 κοινοτικού χερσολίβαδου, φέροντος αριθμό αποτύπωσης 377β', οριζόμενο γύρωθεν βόρεια με δημόσια οδό ..., επί πλευράς 26 γ.μ., νότια με το υπόλοιπο τμήμα του ίδιου χερσολίβαδου, κατεχόμενο από τον Σ. Δ., επί πλευράς 26 γ.μ., ανατολικά επίσης με υπόλοιπο τμήμα του ίδιου χερσολίβαδου, κατεχόμενο από τον Σ .Σ., επί πλευράς 40 γ.μ. και δυτικά με υπόλοιπο τμήμα του αυτού χερσολίβαδου μετατραπέν σε κοινοτικό δάσος, επί πλευράς 40 γ.μ. Το ακίνητο αυτό είχε περιέλθει στη δικαιοπάροχο των εναγόντων πωλήτρια Π. χήρα Γ. Σ. με το .../5-2-1967 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Βασιλείου Μουρατίδη, που μεταγράφηκε στον τόμο ... και με αριθμό ... των ίδιων ως άνω βιβλίων μεταγραφών, το οποίο συντάχθηκε σε εκτέλεση του ..../27-8-1964 προσυμφώνου του ίδιου συμβολαιογράφου, λόγω αγοράς από τον Σ. Δ. του Γεωργίου.
Στον τελευταίο είχε περιέλθει κατά κυριότητα λόγω εξαγοράς από το Ελληνικό Δημόσιο και δυνάμει της 688/1957 απόφασης της Γ' Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Θεσσαλονίκης, στο όνομα του οποίου εκδόθηκε ο υπ'αριθ. 340643/21-4-1965 τίτλος κυριότητας της Διεύθυνσης Εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, που μεταγράφηκε νόμιμα την 4-10-1966 στον τόμο ...και με αριθμό .,.. των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Θεσσαλονίκης.
Ειδικότερα, κατά τα αναφερόμενα στον ως άνω τίτλο η εν λόγω μεταβίβαση έγινε δυνάμει του άρθρου 12 του ΑΝ 1832/1951, το οποίο στην παρ. 1 ορίζει ότι "Κοινόχρηστοι εξ οριστικής, κυρωθείσης ή μη, διανομής γαίαι των περιπτώσεων δ' και ε' του άρθρου 31 του Αγροτικού Κωδικός, αι της αυτής κατηγορίας γαίαι του άρθρου 164 του αυτού Κωδικός, ως και αδιάθετοι κλήροι επί των οποίων εγένετο αυθαιρέτως και συστηματικώς υπό κληρούχων ή μη φυτείαι δι' αμπέλων ή οπωροφόρων δένδρων έχουσαι ηλικίαν κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος ουχί μικροτέραν των τεσσάρων ετών, παραχωρούνται εις τους εμφυτευτάς των και μέχρις εκτάσεως πέντε στρεμμάτων" και στη προκείμενη περίπτωση η εν λόγω έκταση έλαβε αριθμό 377β, αποχωρίστηκε από το 377 χερσολίβαδο κοινό, που ακολούθως το έτος 1964 παραχωρήθηκε στην Κοινότητα Περαίας, και με βάση την ως άνω απόφαση της Γ' Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Θεσσαλονίκης παραχωρήθηκε στον Σ. Δ. του Γεωργίου, ο οποίος και την κατείχε. Δηλαδή, πρόκειται για κληροτεμάχιο, διαχωρισθέν και προερχόμενο από το υπ' αριθμ. 377 χερσολίβαδο κοινό, που παραχωρήθηκε στον κάτοχο αυτού με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 12 του ΑΝ 1832/1951, που ρύθμισε θέματα αγροτικής νομοθεσίας και ως εκ τούτου επ' αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα (βλ. ειδικά ΑΠ 1373/1997 Δνη 1999.73).
Οι ενάγοντες από το έτος 1980, που αγόρασαν το ανωτέρω ακίνητο το νέμονται από κοινού με καλή πίστη και ασκούν επ' αυτού δηλωτικές της κυριότητας τους υλικές πράξεις. Συγκεκριμένα από το χρόνο που το αγόρασαν και μέχρι το έτος 2006 το επιβλέπουν συνεχώς, συλλέγουν τους καρπούς των δέκα ελαιοδένδρων, που υπάρχουν σε αυτό και είχε φυτέψει η δικαιοπάροχος τους, προς παραγωγή ελαιολάδου, για τις ανάγκες των οικογενειών τους, η τρίτη εξ αυτών το περιέλαβε στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας έτους 1982, υπέβαλε το έτος 1997 δήλωση στοιχείων ακινήτου (Ε9), υπέβαλε το έτος 2002 στο Υπουργείο Γεωργίας Υπεύθυνη δήλωση ελαιοκαλλιέργειας, ενώ οι λοιποί ενάγοντες υπέβαλαν το έτος 1995 δηλώσεις στοιχείων ακινήτου (Ε9).
Επίσης το έτος 1995 όλοι οι ενάγοντες υπέβαλαν δηλώσεις ιδιοκτησίας στο Εθνικό Κτηματολόγιο και το ανωτέρω ακίνητο καταχωρήθηκε κατά τις πρώτες κτηματολογικές εγγραφές στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Καλαμαριάς ως γεωτεμάχιο εμβαδού 1064 τ.μ. με ΚΑΕΚ 190941501011 με αναγραφόμενους δικαιούχους κυριότητας στο οικείο κτηματολογικό φύλλο τους ενάγοντες, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό τον καθένα. Αποδείχθηκε επομένως από τα ανωτέρω ότι οι ενάγοντες απέκτησαν την κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου τόσο με παράγωγο (πώληση) όσο και με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, ιδιοκτήτης του 375 κληροτεμαχίου, που δεν είναι όμορο με το ανωτέρω ακίνητο των εναγόντων, καθότι μεταξύ των ακινήτων τους παρεμβάλλεται η 377ι έκταση, εμβαδού περίπου 693,40 τ.μ., που περιήλθε στην κυριότητα του ήδη Δήμου Θερμαϊκού δυνάμει της 67512/1964 απόφασης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, κατέλαβε τμήμα της ανωτέρω δημοτικής έκτασης, εμβαδού 292 τ.μ., που συνορεύει ανατολικά με το ακίνητο των εναγόντων. Ειδικότερα ο εναγόμενος, διατεινόμενος ότι ο πατέρας του Α. Ρ. είχε αποκατασταθεί ως πρόσφυγας και του παραχωρήθηκε το έτος 1932 από το Ελληνικό Δημόσιο το 375 αγροτεμάχιο, έκτασης 5.896 τ.μ., το οποίο όμως παρέλαβε με μειωμένη έκταση, λόγω αφαίρεσης τμήματος αυτού για τη διάνοιξη της οδού Θεσσαλονίκης-Ν.Μηχανιώνας, που διήλθε από το βόρειο τμήμα του ακινήτου του, υπέβαλε κατά διαστήματα από το έτος 1982 αιτήσεις στη Διεύθυνση Εγγείου Ιδιοκτησίας του Υπουργείου Γεωργίας, τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης και τη Διεύθυνση Γεωργίας, για την αντικατάσταση του αφαιρεθέντος από την ιδιοκτησία του τμήματος ή την καταβολή αποζημίωσης, αλλά το αίτημα του δεν έτυχε απαντήσεως και επιλύσεως.
Για την κατάληψη της ανωτέρω δημοτικής εκτάσεως εκδόθηκε σε βάρος του εναγομένου το από 27-11-2008 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Δήμου Θερμαϊκού, κατά του οποίου ο εναγόμενος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης τη με αριθμό καταθέσεως 14597/2008 ανακοπή, με την οποία ισχυρίζεται ότι ο πατέρας του με την προτροπή του τότε Προέδρου της Κοινότητας Ν. Χ., κατέλαβε το έτος 1931 την έκταση που απώλεσε, λόγω της διάνοιξης της οδού, από το παρακείμενο 377 χερσολίβαδο και το έτος 1969, που ο δρόμος διαπλατύνθηκε και αφαιρέθηκε και άλλο τμήμα της ιδιοκτησίας του κατέλαβε ίση έκταση με αυτή που του αφαιρέθηκε από το 377 χερσολίβαδο, που πίστευε ότι ανήκε στην Κοινότητα, την οποία παραχώρησε σε αυτόν. Όπως αποδείχθηκε όμως, ο εναγόμενος επεκτάθηκε και πέραν της ανωτέρω δημοτικής έκτασης και κατέλαβε και ένα τμήμα του 377β αγροτεμαχίου των εναγόντων, εμβαδού 288,06 τ.μ., το οποίο όργωσε, περί τα μέσα Οκτωβρίου 2006, ήτοι πριν τη διεξαγωγή των Δημοτικών και Νομαρχιακών εκλογών, ενώ μέχρι τότε δεν είχε αμφισβητήσει την κυριότητα των εναγόντων επί του προαναφερομένου ακινήτου.
Συγκεκριμένα ο εναγόμενος κατέλαβε το τμήμα του 377β' αγροτεμαχίου των εναγόντων, που ορίζεται βόρεια, επί πλευράς 12 γ.μ., με τον επαρχιακό δρόμο Θεσσαλονίκης- Ν.Μηχανιώνας, νότια, επί πλευράς 3,40 γ.μ., με την 377 ι έκταση, ιδιοκτησίας του Δήμου Θερμαϊκού, ανατολικά επί πλευράς 23,50 και 14,10 γ.μ., με τμήμα του 377β'αγροτεμαχίου, που είχε χάλικοστρωθεί και δυτικά, επί πλευράς 46 γ. μ-, με την 3771 έκταση ιδιοκτησίας του Δήμου Θερμαϊκού. Το τμήμα αυτό εμφανίζεται με στοιχεία ΑλξνιΔΑ στο από Σεπτέμβριο 2007 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Κ. Γ., που προσκομίζουν οι ενάγοντες.
Μετά την ανωτέρω ενέργεια του εναγομένου οι ενάγοντες περί έφραξαν το ακίνητο τους, αλλά ο εναγόμενος την 11-11-2006 καθαίρεσε την περίφραξη, εισήλθε και πάλι στο ακίνητο τους και συνέχισε να το οργώνει. Οι ενάγοντες, αφού την 15-11-2006 περιέφραξαν και πάλι το ακίνητο τους υπέβαλαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης έγκληση κατά του εναγομένου και άσκησαν αίτηση περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων νομής, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη. Όμως το Μάρτιο του 2007 ο εναγόμενος καθαίρεσε και πάλι την περίφραξη, κατέλαβε το ανωτέρω τμήμα του ακινήτου τους και έκτοτε το κατέχει και αρνείται να τους το αποδώσει.
Αποδείχθηκε επομένως από τα ανωτέρω ότι ο εναγόμενος κατέλαβε χωρίς δικαίωμα το ανωτέρω τμήμα του ακινήτου των εναγόντων και με τον τρόπο αυτό προσβάλλει το δικαίωμα της κυριότητας τους επ' αυτού. Πρέπει δε να λεχθεί ότι ενόψει του ότι πρόκειται για κληροτεμάχιο, στο οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, επί του επιδίκου τμήματος δεν είναι δυνατό να αποκτηθεί ούτε κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία, ούτε όμως και νομή, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθούν βάσιμοι οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος-εναγόμενου περί άσκησης πράξεων νομής επ'αυτού. Τέλος πρέπει να σημειωθεί ότι δεν προβάλλεται με λόγο έφεσης παράπονο για την εκτίμηση με την εκκαλούμενη απόφαση του ισχυρισμού του εκκαλούντος-εναγόμενου περί ιδίας κυριότητας ως άρνησης, ούτε για την απόρριψη της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένστασης του ως μη νόμιμης και ως εκ τούτου τα αντίστοιχα κεφάλαια της εκκαλούμενης δεν μεταβιβάσθηκαν στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο.
Συνεπώς, όπως και παραπάνω εκτέθηκε, οι αρχικοί ενάγοντες είχαν καταστεί κύριοι του ευρύτερου υπ'αριθμ. 377β κληροτεμαχίου, τμήμα του οποίου αποτελεί το καταληφθέν από τον εναγόμενο και ήδη επίδικο, εμβαδού 288,06 τ.μ., τόσο με παράγωγο τρόπο (πώληση) όσο και με τακτική χρησικτησία, αφού οι ίδιοι από της αγοράς του (1980) και με νόμιμο τίτλο το προαναφερθέν συμβόλαιο και καλή πίστη νέμονταν αυτό με διάνοια κυρίου συνεχώς για χρόνο μεγαλύτερο της δεκαετίας, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, αφού νέμονταν αυτό με διάνοια κυρίου συνεχώς για χρόνο μεγαλύτερο της εικοσαετίας και μέχρι την προαναφερθείσα χωρίς δικαίωμα κατάληψη αυτού από τον εναγόμενο, η οποία κατάληψη συνεχιζόταν κατά τα προεκτεθέντα μέχρι και την συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε μη νόμιμη την αγωγή του αναιρεσείοντος και δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή των αναιρεσιβλήτων, απορρίψαν κατ' ουσία την ασκηθείσα υπό του αναιρεσείοντος έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης που είχε εκφέρει όμοια κρίση.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο, ορθά το νόμο εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1094, 369, 513, 1033, 1142, 113, 1041, 1045, 1046 ΑΚ και 79 του Αγροτικού Κώδικα και ούτε στέρησε την απόφαση του από νόμιμη βάση αφού εξέθεσε σε αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδεικνυόμενα και που ήσαν αναγκαία για την παραδοχή της διεκδικητικής του ακινήτου αγωγής των αναιρεσιβλήτων, στηριζομένης τόσο σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας όσο και στον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας και που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο για την εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων, διαλαμβάνοντας επαρκή αιτιολογία και ως προς την ταυτότητα του επιδίκου.
Η αναιρεσιβαλλομένη δε απόφαση δεν δέχεται ως επίδικο ένα ακίνητο το οποίο διαφέρει σε θέση, έκταση και όρια σε κάθε μία από τις περιγραφές του.
Επομένως, ο πρώτος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ και ο τρίτος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ κατά το δεύτερο σκέλος του, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.11γ ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν και τα οποία ήταν υποχρεωμένο να λάβει υπόψη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 ΚΠολΔ υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος προς απόδειξη, ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης, επιδρά δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης.
Καμμία ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι, αλλ'αρκεί η γενική μνεία των κατ'είδος αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Μόνον αν από τη γενική αυτή αναφορά σε συνδυασμό προς το περιεχόμενο της απόφασης, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στο Εφετείο την αιτίαση εκ του άρθρου 559 περ.11γ ΚΠολΔ ότι δεν έλαβε υπόψη το με ημεροχρονολογία 2-8-1978 τοπογραφικό διάγραμμα αγροτεμαχίου ΑΒΓΔ που συνέταξε ο Πολιτικός Μηχανικός Α. Ι.Α. που επισυνάπτεται στα με αριθμό .../2-1-1980, .../2-11980 και .../2-1-1980 πωλητήρια συμβόλαια του άλλοτε συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Βασιλείου Μουρατίδη. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι από την επισκόπηση της προσβαλλομένης απόφασης και ειδικότερα από την περιεχόμενη βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα και επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι σε συνδυασμό και με το παραπάνω περιεχόμενο της απόφασης αυτής, δεν γεννάται καμμία αμφιβολία ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και το ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα αγροτεμαχίου και το συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος.
Επειδή, ως πράγματα κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ.2 ΚΠολΔ, των οποίων η λήψη ή μη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας ιδρύει τον από υπό της διατάξεως αυτής προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης επίκλησής τους θεμελιώνουν κατά νόμο το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης, ένστασης ή αντένστασης ή άλλη αυτοτελή αίτηση ή ανταίτηση των διαδίκων προς παροχή έννομης προστασίας. Ως "πράγματα", νοούνται και οι λόγοι έφεσης ή αντέφεσης εφόσον σ'αυτούς περιέχεται ισχυρισμός παραδεκτός, νόμιμος και ορισμένος.
Ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό τον οποίο απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο ή έκανε αυτόν δεκτό. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ γιατί το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη ότι η ένδικη αγωγή εδράζεται τόσο σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου όσο και σε πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας του ακινήτου αυτού.
Ο λόγος αυτός εκ του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι στην ένδικη αγωγή, ως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση του περιεχομένου της, ιστορείται τόσο παράγωγος όσο και πρωτότυπος τρόπος κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου και με την ασκηθείσα από τον αναιρεσείοντα έφεση κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης επανήλθαν με σχετικούς λόγους της, προς συζήτηση ενώπιον του Εφετείου και οι δύο βάσεις της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, δηλ- η δια συμβολαιογραφικής πράξεως κτήση της κυριότητας του ακινήτου νομίμως μεταγραφείσης και η δια τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας πρωτότυπος κτήση αυτής.
Κατά το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή που αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος, ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγω αναίρεσης.
Συνεπώς οι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντος που είχαν προταθεί στον πρώτο βαθμό αλλά δεν επαναφέρθηκαν στο Εφετείο και έτσι, δεν κατέστησαν αντικείμενο της κατ'έφεση δίκης, δεν μπορούν να θεμελιώσουν λόγο αναίρεσης. 'Έτσι, αν ο αναιρεσείων είχε ηττηθεί στον πρώτο βαθμό, η νόμιμη επαναφορά των ισχυρισμών του στο Εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της εκκαλουμένης μόνο με λόγο περιεχόμενο στο δικόγραφο της έφεσης ή σε δικόγραφο προσθέτων λόγων σύμφωνα με το άρθρο 520ΚΠολΔ, μπορούσε να γίνει.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναίρεσης κατά το πρώτο σκέλος του, αποδίδεται μομφή στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο παρεβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ διότι είχε υποβάλει ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου τα πραγματικά περιστατικά τα οποία επανέλαβε με την έφεσή του και συνιστούν καταχρηστική άσκηση της αγωγής των ήδη αναιρεσιβλήτων με αίτημα απόρριψης της αγωγής για το λόγο αυτό.
Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της έφεσης και του προσθέτου λόγου αυτής, δεν προεβλήθη παράπονο για την εκτίμηση του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, ενώπιον του Εφετείου, για την απόρριψη της εκ του άρθρου 281 ΑΚ ένστασης ως μη νόμιμης και επομένως, ο ισχυρισμός αυτός του αναιρεσείοντος δεν κατέστη αντικείμενο της κατ'έφεσης δίκης και δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο αναίρεσης.
Συνεπώς, ο προκείμενος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη από 5-7-2012 αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο ηττώμενος αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων κατά το νόμιμο αίτημά τους (άθρ.176 και 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου κατ'άρθρο 495 παρ.4 όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με άρθρο 12 παρ.2 ν.4055/1912 στο Δημόσιο Ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5-7-2012 αίτηση του Π. Ρ. για αναίρεση της υπ'αριθμ, 298/2012 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Φεβρουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου