Διόρθωση αποφάσεως.Έτος: 2014.Νούμερο: 1112.ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ.Γ' Πολιτικό Τμήμα. Συγκροτήθηκε από...
τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, προκειμένου να αποφανθεί για την αυτεπάγγελτη διόρθωση της 1135/6-6-2013 αποφάσεως του Αρείου Πάγου (Γ' Τμήματος), κατόπιν της από 30/9/2013 αίτησης των αναιρεσιβλήτων, σύμφωνα με την 140/2013 πράξη του Προέδρου του Γ' Τμήματος του Αρείου Πάγου, η οποία κοινοποιήθηκε με επιμέλεια της Γραμματείας του Αρείου Πάγου στα διάδικα μέρη, για την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Α. Τ. του Β., κατοίκου ... 2) Γ. Τ. του Β., κατοίκου ..., 3) Α. Τ. του Β., κατοίκου ..., 4) Α. Λ. - Τ. του Β., κατοίκου ..., 5) Β. Τ. του Β., κατοίκου ..., και 6) Κ. Τ. του Β., κατοίκου ..., ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμοι του Β. Τ., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Καλλέ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Α. Κ., το γένος Ν. Κ., κατοίκου ..., και 2) Γ. Ε., το γένος Θ. Κ., κατοίκου ..., οι οποίες δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο οι αναιρεσείοντες, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά το άρθρο 315 ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στην αναιρετική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 573 ΚΠολΔ, αν από παραδρομή κατά τη σύνταξη της απόφασης, περιέχονται λάθη γραφικά ή λογιστικά ή το διατακτικό της διατυπώθηκε κατά τρόπο ελλιπή ή ανακριβώς, το δικαστήριο που την έχει εκδώσει μπορεί, αν το ζητήσει κάποιος διάδικος ή και αυτεπαγγέλτως να τη διορθώσει με νέα απόφασή του. Αντικείμενό της αποτελούν ακούσιες πλημμέλειες που παρειφρύουν κατά τη σύνταξη ή κατά την καθαρογραφή της αποφάσεως. Με την αποδοχή της αιτήσεως διορθώσεως αποκαθίσταται η υπάρχουσα διάσταση, ώστε να αποδοθεί στο κείμενο της αποφάσεως το ηθελημένο περιεχόμενό της. Με τη διόρθωση της αποφάσεως δεν δημιουργείται νέα αυτοτελής απόφαση, αλλά διορθώνεται η ήδη υπάρχουσα, η οποία ως ενιαίο σύνολο με τη διορθωτική παράγει έννομα, αποτελέσματα αναδρομικά από τη δημοσίευσή της και όχι από τη διόρθωσή της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 318 παρ 1 και 2 ΚΠολΔ, η συζήτηση της αίτησης γίνεται αφού κληθούν οκτώ (8) τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση όλοι οι διάδικοι που αναφέρονται στην απόφαση, με επιμέλεια δε της γραμματείας του δικαστηρίου αν τη διόρθωση προκαλεί το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως και αν κατά τη συζήτηση αυτή δεν εμφανισθεί κάποιος διάδικος που κλητεύθηκε νόμιμα, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. Στην προκειμένη περίπτωση, από το υπάρχον στη δικογραφία από 24-10-2013 αποδεικτικό επίδοσης της αρμόδιας δικαστικής επιμελήτριας Κ. Δ. που υπηρετεί στον Άρειο Πάγο, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της υπ' αριθμ. 140/2013 πράξης του προέδρου του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου για αυτεπάγγελτη διόρθωση της υπ' αριθμ. 1135/2013 αποφάσεως του ιδίου Τμήματος του Αρείου Πάγου, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αντίκλητο πληρεξουσία δικηγόρο των αναιρεσιβλήτων Όλγα Φώτα με κλήση προς συζήτηση κατά την ορισθείσα προς τούτο και αναφερομένη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 22-1-2014. Κατά τη δικάσιμο αυτή, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του πινακίου, οι κληθείσες ως άνω αναιρεσίβλητοι Α. Κ. και Γ. Ε., δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά του δικαστηρίου, όμως, νομίμως, κατά τα ανωτέρω, προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία των κλητευθέντων διαδίκων. Περαιτέρω, από τα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: από τον πρώτο στίχο της σελίδας πέντε (5) της ως άνω υπ' αριθμ. 1135/2013 αποφάσεως του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου έως τον όγδοο (8ο) στίχο της σελίδας είκοσι επτά (27) αυτής ήτοι έως το χωρίο "...διότι δεν αποτελούν "αιτήσεις", ενστάσεις ή αντενστάσεις" το κείμενο της αποφάσεως είναι εν συνόλω εσφαλμένο, ως αναφερόμενο προδήλως σε άλλη υπόθεση ουδεμία σχέση έχουσα με τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρεται η εν λόγω αίτηση αναιρέσεως. Το εν λόγω πλήρως εσφαλμένο κείμενο έχει τεθεί από προφανή παραδρομή, αντί του ορθού που έχει ως εξής:
"Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε τέτοιο κανόνα ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή εάν εφάρμοσε τέτοιον ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή.(Ολ ΑΠ 36/1998). Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παραβίαση. Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών γενικοί (άρθρα 173 και 200 ΑΚ) και ειδικοί, όταν ο νόμος αποδίδει ορισμένη έννοια σε σιωπηρή δήλωση βουλήσεως, σε έλλειψη δηλώσεως βουλήσεως ως προς κάποιο σημείο ή σε περίπτωση αμφιβολίας. Παραβιάζονται δε οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών όταν το δικαστήριο παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή ασάφειας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σ' αυτούς για τη διαπίστωση της αληθούς εννοίας των δηλώσεων, καθώς και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε κενό ή ασάφεια της ερμηνευομένης δικαιοπραξίας και προσέφυγε στους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών με την ερμηνεία όμως που έδωσε παραβίασε τους κανόνες αυτούς (ΑΠ 1728/2008, ΑΠ 1703/2008). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ελλιπής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο μετά από εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε τα ακόλουθα:
[Οι ενάγουσες της από 5-2-2007 αγωγής είναι συγκύριες, κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου η πρώτη εξ αυτών και η δεύτερη κατά τα 3/4 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων περιγράφονται αναλυτικά στην αγωγή και συγκεκριμένα: 1) ενός οικοπέδου αρτίου και οικοδομήσιμου βρίσκεται εντός του οικισμού "...", συνολικής έκτασης 211,04 τ.μ., μετά των ασκεπών και υπό κατάρρευση κτισμάτων αυτού, επιφανείας 24,54 τ.μ., το οποίο συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες: βόρεια Ε. Κ. σε πλευρά μήκους 3,00μ, βορειοανατολικά Ε. Κ. σε πλευρά συνολικού μήκους 13,40μ, βορειοδυτικά Δ. Ρ. σε πλευρά 14,00μ, νοτιοανατολικά Β. Κ. σε πλευρά μήκους 13,90μ., και νοτιοδυτικά με δημοτικό δρόμο σε πλευρά και πρόσοψη μήκους 12,00μ, 2) ενός ποτιστικού ελαιοπεριβόλου με 25 περίπου ελαιόδενδρα, εκτάσεως 500 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες συνολικά και βόρεια με ιδιοκτησία Ε. Κ., δυτικά Β. Κ. και νότια κληρονόμων Θ. Κ., 3) ενός ποτιστικού ελαιοπεριβόλου με 40 περίπου ελαιόδενδρα, εκτάσεως 3.000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες, ανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστων, δυτικά με ιδιοκτησία Β. Κ., βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων Θ. Κ. και νότια Α. Γ., 4) ενός ξερικού ελαιοπεριβόλου με 30 περίπου ελαιόδενδρα εκτάσεως 3.000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες ανατολικά Π. Λ. και Ι. Τ., δυτικά Γ. Μ. και Κ. Τ., βόρεια Α. Κ. και νότια Ε. Κ., 5) ενός ξερικού και ακάλυπτου αγροτεμαχίου εκτάσεως 6.000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες, δυτικά Π. Λ., βόρεια Α. Κ., νότια Ι. Τ. και ανατολικά με ρέμα, 6) ενός ξερικού αγροτεμαχίου εκτάσεως 8.000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες, ανατολικά Β. Κ. και Ν. Κ., βόρεια Β. Κ. και Δ. Μ., νότια Π. Φ. και Ν. Κ. και δυτικά Γ. Ρ. και με επαρχιακό δρόμο, 7) ενός ξερικού και ακάλυπτου αγροτεμαχίου, εκτάσεως 6000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες ανατολικά Δ. Μ., βόρεια Γ. Π. και Π. Λ., νότια αδελφών Κ. και δυτικά με επαρχιακό δρόμο: 8) ενός ξερικού και ακάλυπτου αγροτεμαχίου, εκτάσεως 4.000 τ.μ., περίπου, που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες, ανατολικά Κ. Τ., δυτικά Χ. Κ., βόρεια Θ. Γ. και νότια Γ. Μ., 9) ενός ξερικού και ακάλυπτου αγροτεμαχίου, εκτάσεως 5.000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες ανατολικά Χ. Α. και Γ. Ρ., δυτικά αγνώστων, βόρεια Π. Κ. και νότια Δ. Γ..
Τα ως άνω ακίνητα περιήλθαν στις ενάγουσες κατά τα ανωτέρω ποσοστά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του Θ. Κ. του Β. και της Γ. συζύγου της πρώτης ενάγουσας και πατρός της δεύτερης, ο οποίος απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη, στις 17-10-1992 στο Μόντρεαλ Καναδά, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. ... ληξιαρχική πράξη Θανάτου, που εκδόθηκε από το Ελληνικό Προξενείο Μόντρεαλ Καναδά. Την ως άνω κληρονομιά αυτές αποδέχθηκαν δυνάμει της με αριθμ. ... δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ... Αθανασίου Δάβανου, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Αυλώνος. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι ο Θ. Κ. σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας της δεύτερης ενάγουσας της από 5-2-2007 αγωγής ήταν κύριος όλων των ανωτέρω ακινήτων, ύστερα από άτυπη μεταβίβαση από τον πατέρα του, που είχε γίνει πριν από το έτος 1940. Μέχρι το έτος 1957 ασκούσε ο ίδιος κάθε πρόσφορη πράξη νομής και κατοχής πάνω στα επίδικα και φρόντιζε το οικόπεδο μετά της επί αυτού οικίας στην οποία διέμενε μέχρι το έτος 1957, οπότε και μετανάστευσε μαζί με την οικογένεια του για τον Καναδά, ενώ φρόντιζε και επέβλεπε τα αγροτικά ακίνητα. Από το έτος 1957 μέχρι και του θανάτου του, το έτος 1992 πράξεις κατοχής και μόνο επί των ανωτέρω ακινήτων ασκούσε ο πρώτος εναγόμενος, ενάγων της από 7-6-2006 αγωγής, σύζυγος της αδελφής του, καθόσον μετά από συμφωνία που είχε γίνει μεταξύ του Θ. Κ. του Β. και του Β. Τ. του Θ., ο τελευταίος είχε αναλάβει την φροντίδα, περιποίηση και καλλιέργεια των αγροτεμαχίων, που αναφέρονται στην αγωγή, καθώς επίσης και την προστασία και επίβλεψη του πρώτου ακινήτου της αγωγής, λαμβάνοντας τα ωφελήματα τους, όπως προκύπτει και από το από 16-9-1957 ιδιωτικό συμφωνητικό. Συγκεκριμένα με το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό οι Θ. Κ. και Β. Τ. συμφώνησαν τα ακόλουθα: ο πρώτος ανέθεσε στον δεύτερο να έχει την νομή αυτών, μέχρι της αφίξεως του πρώτου ή μέλους της οικογενείας του ή οιουδήποτε άλλου πληρεξουσίου του άνευ διεκδικήσεως τινός δικαιώματος κλπ, καθυστερήσεως ή χρονοτριβής, ούτος οφείλει να παραχωρεί άπαντα τα ανωτέρω εις οιονδήποτε επιδείξει έγγραφο επιστολή του. Ο δεύτερος αναλαμβάνει την ρητήν υποχρέωση, όπως ενδιαφέρεται και μεριμνά, όχι πλημμελώς, δια την καλή συντήρηση όλων των ανωτέρω αγρών, αμπέλου και οικίας ως και δια την πιστή τήρηση και φύλαξη των συνόρων, ήτοι "κοινών ορίων" και την εν γένει καλλιέργεια και βελτίωση των ως άνω αγρών. Από την εκτίμηση του ανωτέρω κείμενου και την ανάλυση της αληθούς βούλησης των συμβαλλομένων μερών συνάγεται αβίαστα ότι ο πρώτος εναγόμενος της από 5-2-2007 αγωγής υπήρξε αντιπρόσωπος του Θ. Κ., ο οποίος του είχε αναθέσει τη φύλαξη και επίβλεψη των αγρών και των συνόρων για όσο χρονικό διάστημα απουσιάζει ο ίδιος και μάλιστα είχε συμφωνηθεί ότι σε περίπτωση, που ο προαναφερόμενος Κ.ς είχε αναθέσει την επίβλεψη των κτημάτων του και εν γένει των ακινήτων του σε άλλον αντιπρόσωπο, θα έπρεπε ο Β. Τ. να του παραδώσει αμέσως την νομή των ακινήτων, χωρίς διεκδίκηση δικαιώματος, καθυστέρηση ή χρονοτριβή. Σε περίπτωση δε κατά την οποία ο πρώτος εναγόμενος ήθελε να νέμεται για δικό του λογαριασμό, τότε θα έπρεπε να κάνει αντιποίηση νομής και να καταστήσει γνωστή τη βούληση του στον αντισυμβαλλόμενο του, πράγμα το οποίο ουδέποτε έγινε. Επομένως αβάσιμα παραπονούνται οι εκκαλούντες με τους πρόσθετους λόγους της έφεσης τους, οι οποίοι θα πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι προκειμένου να μεταναστεύσει ο Θ. Κ. στον Καναδά μαζί με την οικογένεια του και δη τις ως άνω ενάγουσες, δανείστηκε χρήματα από την αδελφή του Χ. Κ. και τον γαμπρό του Β. Τ., που μόλις είχαν πουλήσει ένα προικώο ακίνητο αυτής στα ... Μεσσηνίας και του δάνεισαν χρήματα για τα εισιτήρια, με τη συμφωνία ότι θα τους τα επέστρεφε σταδιακά. Ο Β. Τ. περίπου το 1960 μετά από συνεννόηση και συμφωνία με τον Θ. Κ. μετοίκησε από το σπίτι, που καθόταν στο πρώτο επίδικο της από 5-2-2007 αγωγής.
Το έτος 1965, μετά από σεισμό, που συνέβη τότε και μετά από συνεννόηση με τον Θ. Κ. το δήλωσε σεισμόπληκτο και προχώρησε σε όλες τις νόμιμες ενέργειες προκειμένου να λάβει αυτός (Β. Τ.) στεγαστική αρωγή, συνεπεία του παραπάνω σεισμού και δη στεγαστικό δάνειο, για το οποίο εγγράφηκε στο πρώτο επίδικο ακίνητο υποθήκη της Αγροτικής Τράπεζας. Τα ως άνω δημόσια έγγραφα, που προσκομίζει ο Β. Τ. και αναφέρουν τον ίδιο ως δικαιούχο της στεγαστικής αρωγής επί του πρώτου επιδίκου έγιναν, διότι ο γαμβρός του Θ. Κ. όφειλε σε αυτόν χρηματικό ποσό, το οποίο λόγω οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε ο ίδιος και η οικογένεια του δεν του το είχαν εξοφλήσει. Έτσι έλαβε αυτός την οικονομική βοήθεια που δικαιούτο ο Θ. Κ. και με κάποια χρήματα που έλαβε από την πρόνοια έφτιαξε το σπίτι του σε άλλο οικόπεδο ιδιοκτησίας του. Το γεγονός αυτό προκύπτει και από την από 21-5-1968 επιστολή την οποία προσκόμισε ο ενάγων και την οποία χρησιμοποιεί για να στηρίξει δικαιώματα κυριότητας στο οικόπεδο και στην οικία. Στην επιστολή της όμως αυτή η Α. Κ. αναφέρεται στις δυσκολίες και στα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν και μάλιστα ανέφερε ότι μόλις βγήκε από το νοσοκομείο, πήγε αμέσως για δουλειά. Στην επιστολή της μάλιστα αυτή αναφέρεται στο δάνειο και λέει "τα σχέδια, που είχαμε άλλαξαν ριζικά γιατί λέγαμε να φύγουμε για εφτού. Τώρα όμως δεν πρόκειται, όσο για το σπίτι που μας γράφεις, εμείς δεν δινόμαστε να σε βοηθήσουμε γιατί δεν έχουμε. Τώρα μπορείς να καταλάβεις ότι κάνεις θα είναι δικά σου. Εμείς δεν πρόκειται να σου το πάρουμε τη στιγμή που σου το πουλήσαμε. Το δικό σου, αν νομίζεις ότι μπορείς και το φτιάχνεις φτιαχτό, αλλιώς άφησε το να κρεμαστεί. Αυτό μου είπε ο Θ.". Στη συνέχεια δε στην ίδια επιστολή ανέφερε ότι αν τα πράγματα ήταν όπως τα λογάριαζαν θα διέθεταν και θα το φτιάχνανε καλό, διότι αφού θα ήταν εκεί θα ερχόντουσαν τα καλοκαίρια να μείνουν. Στη επιστολή της αυτή η Α. χήρα Θ. Κ. αναφέρεται στις ζημιές τις οποίες έπαθε το πρώτο επίδικο ακίνητο της ... αγωγής από τους σεισμούς του 1965 και τις πράξεις επισκευής στις οποίες πρέπει να προβούν στο ακίνητο αυτό. Εκεί πράγματι αναφέρεται ότι σε περίπτωση που ο Β. Τ. επισκεύαζε το ως άνω επίδικο ακίνητο με χρήματα του, ο Θ. Κ. και γαμπρός του δεν θα το διεκδικούσε. Όμως ο Β. Τ., όπως άλλωστε προκύπτει και από την με αριθμ. ... ένορκη κατάθεση του Β. Κ. του Δ., ενώπιον του συμβολαιογράφου ..., Αθανασίου Δάβανου, αλλά και από την ένορκη κατάθεση του Γ. Κ., χρησιμοποίησε τα χρήματα που έλαβε από την αποζημίωση, που δικαιούτο ο Θ. Κ., την οποία έλαβε επ' ονόματι του, προκειμένου να χτίσει δικό του σπίτι στα ... του δήμου .... Άλλωστε και ο μάρτυρας των εναγομένων της με αριθμό ... αγωγής δεν ανέφερε κάτι επ' αυτού. Στη συνέχεια ο Β. Τ. δήλωσε το επίδικο ακίνητο στο Ε9 του έτους 2005 προς τη Δ.Ο.Υ. ... και όχι προγενέστερα, καθόσον το χρόνο από του θανάτου του Θ. Κ. κατά το έτος 1992 και μέχρι τον Οκτώβριο του 2005 επί των κληρονομιαίων επιδίκων ασκούσαν πράξεις νομής και κατοχής οι ενάγουσες, γεγονός το οποίο αναγνώρισε έμμεσα και ο Β. Τ., διότι μέχρι το 2005 δεν είχε προβεί σε κάποια ενέργεια αμφισβήτησης της κυριότητας των ως άνω εναγουσών. Ο ίδιος το πρώτον αμφισβήτησε την κυριότητα τους επί του πρώτου επιδίκου, όταν με το με αριθμ. ... συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αυλώνος Κανέλλας Τζανέτου το μεταβίβασε στον δεύτερο εναγόμενο της με αριθμό ... αγωγής και γιο του Κ. Τ. κατά ψιλή κυριότητα. Ακόμη το έτος 2004 ο Κανέλλας Τσατσούλης, γιος του Β. Τ. ήλθε σε συνεννόηση με την Α. χα Θ. Κ., προκειμένου να του πωλήσει το επίδικο ακίνητο, έναντι τιμήματος 1.000.000 δρχ Το 2005 ο Κ. Τ. πληροφόρησε την Α. χα Θ. Κ. ότι αυτός δεν ενδιαφέρεται να αγοράσει το πρώτο επίδικο. Τότε αυτή και μάλιστα κατά τους πρώτους μήνες του 2006 δέχθηκε μία πρόταση για πώληση του ως άνω επιδίκου με εντολοδόχο και πληρεξούσιο τον Π. Κ. από τον Β. Σ., ο οποίος όμως υπαναχώρησε, διότι ο Β. Τ. τον ειδοποίησε ότι το ως άνω επίδικο του ανήκει, δυνάμει του από ... συμβολαίου γονικής παροχής με παρέχοντα τον ίδιο και λήπτη το γιο του Κ. Τ.. Επίσης αποδείχθηκε ότι οι ως άνω ενάγουσες, όταν πληροφορήθηκαν την ως άνω συμπεριφορά των παραπάνω εναγομένων αυτές στις 29-5-2006 συνέταξαν εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία, την οποία κοινοποίησαν, στις 30-3-2006, προς τον Β. Τ., με την οποία τον καλούσαν να σταματήσει όλες τις μη σύννομες ενέργειες του, σχετικά με το πρώτο επίδικο, καθώς και να αποχωρήσει από το σύνολο των ως άνω περιγραφομένων επιδίκων ακινήτων, καθόσον αυτά ανήκουν, κατά κυριότητα σε αυτές. Παρά ταύτα ο δεύτερος εναγόμενος της ... αγωγής Κ. Τ. άσκησε ήδη μετά τη λήψη της ως άνω εξώδικης δήλωσης και δη από τις 15-6-2006 την από 60/15-6-2006 αγωγή κατά των ως άνω εναγομένων και κατά του Β. Σ., αμφισβητώντας την κυριότητα των εναγουσών, τόσο επί του πρώτου ακινήτου, όσο και στα λοιπά ακίνητα, δεδομένου ότι επί του έκτου ακινήτου της ... αγωγής και δη του ακινήτου, που βρίσκεται στη θέση "..." στο δ.δ. ... Αυλώνας Μεσσηνίας, αυτό εμφανίζεται ότι ανήκει στον Κ. Τ., κατά πλήρη κυριότητα, δυνάμει του με αριθμ. ... συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αυλώνος Κανέλλας Τζανέτου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αυλώνος. Με το άνω συμβόλαιο η μητέρα του, η οποία εμφανίστηκε ως κυρία του έκτου ακινήτου του το μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής. Το ως άνω αγροτικό ακίνητο ανήκει κατά ποσοστά 1/4 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου στην δεύτερη ενάγουσα. Το ως άνω ακίνητο ανήκε στον Θ. Κ. και αυτός φεύγοντας για τον Καναδά το ανέθεσε μαζί με τα υπόλοιπα ακίνητα της αγωγής, στον γαμβρό του, να τα επιβλέπει, να τα καλλιεργεί και να λαμβάνει τα ωφελήματα του. Οι ενάγουσες έχουν συμπεριλάβει το ακίνητο αυτό στην από ... δήλωση αποδοχής κληρονομιάς τους του συμβολαιογράφου ... Αθανασίου Δάβανου, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα και η οποία είναι και προγενέστερη του με αριθμ. ... συμβολαίου γονικής παροχής].
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την εν μέρει αναγνωριστική και εν μέρει διεκδικητική κυριότητας αγωγή των αναιρεσιβλήτων, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αντίθετη αγωγή των αναιρεσειόντων και στη συνέχεια απέρριψε κα' ουσίαν την έφεση των τελευταίων κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης που έκρινε ομοίως. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, δεν παραβίασε με την εσφαλμένη εφαρμογή τους τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1045, 981 και 982 ΑΚ αφού υπό τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του με τον οποίον οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Αβάσιμος είναι και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά την ερμηνεία του από 16-9-1957 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ του Θ. Κ. του Β. κα του Β. Τ. του Θ. παραβιάσθηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ διότι η αληθής βούληση των συμβαλλομένων ήταν η παράδοση της νομής και όχι της κατοχής των επιδίκων ακινήτων. Και τούτο διότι με την ερμηνεία που έδωσε το Εφετείο δεν παραβίασε τους κανόνες αυτούς, αφού η αληθής βούληση των συμβαλλομένων στο ως άνω συμφωνητικό, σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών ήταν ότι ο Β. Τ. ορίσθηκε ως αντιπρόσωπος του Θ. Κ. στην άσκηση νομής του επί των επιδίκων ακινήτων για όσο χρονικό διάστημα ο τελευταίος θα απουσίαζε και μέχρι της επανόδου αυτού ή μέλους της οικογένειάς του ή άλλου πληρεξουσίου του στο τόπον όπου τα επίδικα ακίνητα, ο δε Β. Τ. ανέλαβε την υποχρέωση να συντηρεί με επιμέλεια τους επίδικους αγρούς, άμπελο και οικία κυριότητας του Θ. Κ. και να φυλάττει τα σύνορα αυτών ως και να καλλιεργεί και βελτιώνει τους αγρούς του Θ. Κ.. Περαιτέρω, το Εφετείο κρίνοντας όπως ανωτέρω αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης κυριότητας των επιδίκων ακινήτων εκ μέρους του Θ. Κ. με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας και της μη απόκτησης της κυριότητας του πρώτου τούτων εκ μέρους των αναιρεσειόντων με έκτακτη χρησικτησία, περιέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του ΑΚ.
Συνεπώς, ο συναφής δεύτερος εκ του άρθρου 559 αρ 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν από το περιεχόμενο του εγγράφου το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτέο γεγονός (Ολ ΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του όπως απ' αυτή προκύπτει, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα συνεκτίμησε όλα τα αναφερόμενα σ' αυτή αποδεικτικά μέσα καθώς και την από 21-5-1968 επιστολή της Α. συζύγου Θ. Κ. προς το Β. Τ. και τη σύζυγό του Χ. που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες και δεν στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σ' αυτό την κρίση του. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως κατά το δεύτερο μέρος του εκ του άρθρου 559 αρ 20 ΚΠολΔ με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος". Η αιτουμένη διόρθωση στη σελίδα τέσσερα (4) της παραπάνω αποφάσεως και συγκεκριμένα στους στίχους 5ο, 6ο,7ο, 8ο στους οποίους αναφέρεται ότι οι αναιρεσίβλητες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Μάριου Σπανάκη, χωρίς, όμως, να προσκομίσουν συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο από το οποίο να προκύπτει η παροχή πληρεξουσιότητας στον ως άνω δικηγόρο από τις αναιρεσίβλητες για να τις εκπροσωπήσει ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ενώ το ορθό είναι ότι προσκομίστηκε το υπ' αριθμ 56957/11-3-2013 πληρεξούσιο της Κατερίνας Σουμπασάκου, μονίμου υπαλλήλου του ΥΠΕΞ με βαθμό Β'ΠΕ, Διευθύνουσας του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Τορόντο, είναι απορριπτέα διότι η εν λόγω κρίση δεν οφείλεται σε προφανή παραδρομή ώστε να υπόκειται σε διόρθωση αλλά πρόκειται περί αληθούς περιεχομένου της εν λόγω αποφάσεως. Επομένως, πρέπει να διορθωθεί η υπ' αριθμ. 1135/2013 απόφαση του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου κατά τα ως αναφερόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Διορθώνει την υπ' αριθμ 1135/2013 απόφαση του Γ' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου από τον πρώτο στίχο της σελίδας πέντε (5) της ως άνω αποφάσεως έως τον όγδοο στίχο της σελίδας είκοσι επτά (27) αυτής ήτοι έως το χωρίο "... διότι δεν αποτελούν "αιτήσεις", ενστάσεις ή αντενστάσεις (ΑΠ 956/1996)" δηλαδή από το εσφαλμένο: "Επειδή, κατά μεν το άρθρο 553 παρ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των οριστικών αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεσης και περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή, κατά δε το άρθρο 554 του ίδιου Κώδικα αν η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε, η αναίρεση απευθύνεται κατά της απόφασης που απέρριψε την ανακοπή, οπότε θεωρείται ότι η αναίρεση απευθύνεται και κατά της ερήμην απόφασης κατά της οποίας είχε απευθυνθεί η ανακοπή, εφόσον δεν πέρασε η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής. Εξάλλου, κατά το άρθρο 531 παρ.1 ΚΠολΔ, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η απόρριψη της έφεσης, λόγω της ερημοδικίας του εκκαλούντος, γίνεται κατ' ουσίαν και όχι κατά τόπους και επομένως στην περίπτωση αυτή, αν απορρίφθηκε η εν συνεχεία ασκηθείσα κατ' αυτής ανακοπή ερημοδικίας, προσβλητή με το ένδικο μέσο της αναίρεσης είναι και η εκδοθείσα ερήμην του εκκαλούντος εφετειακή απόφαση, στην οποία ενσωματώνεται η πρωτόδικη. Έτσι τα τυχόν σφάλματα της απόφασης του πρώτου βαθμού, αφού επικυρώνονται από το Εφετείο, μπορούν να προταθούν με την αίτηση αναιρέσεως ως σφάλματα της δευτεροβάθμιας απόφασης εφόσον συνιστούν και αναιρετικούς λόγους παραδεκτώς προβαλλόμενους (ΟλΑΠ 16/1990). Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, της υπ' αριθμ. 1135/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της από 21-4-2008 εφέσεως των αναιρεσιβλήτων, της από 1-5-2008 εφέσεως των αναιρεσειόντων, της υπ' αριθμ. 105/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, της από 15-6-2009 ανακοπής ερημοδικίας και της υπ' αριθμ. 5231/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 20-7-2006 αγωγή προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών οι αναιρεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι κατά το έτος 2005 ήλθαν σε διαπραγματεύσεις με τον Α. Κ. πατέρα των δύο πρώτων εναγομένων και σύζυγο της τρίτης τούτων για την αγορά από τον τελευταίο, εργολάβο οικοδομών μιας οικίας, ο δε τελευταίος με ιδιωτικά συμφωνητικά, χωρίς να συναφθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο, συμφώνησε να τους πωλήσει αυτή. Ότι κατέβαλαν στον Α. Κ., ως προκαταβολή του τιμήματος αγοράς, το ποσό των 30.000 ευρώ καθώς και το ποσό των 1.100 ευρώ για την πληρωμή του φόρου μεταβίβασης της συγκεκριμένης ιδιοκτησίας, πλην όμως ο ως άνω πωλητής απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους εναγομένους, ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του. Ότι μετά το θάνατο του ως άνω εργολάβου, η κατάρτιση της σύμβασης πώλησης ματαιώθηκε οριστικά οι δε εναγόμενοι αρνούνται να τους επιστρέψουν το ποσό των 30.000 ευρώ και 1.100 ευρώ καταστάντες αδικαιολογήτως πλουσιώτεροι εις βάρος της περιουσίας τους για αιτία άκυρη.
Ζήτησαν δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σε καθέναν απ' αυτούς, έκαστος των δύο πρώτων, το ποσό των 5.831,25 ευρώ και η τρίτη το ποσό των 3.887,50 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ' αριθμ. 1135/2008 απόφασή του δέχθηκε ότι οι ενάγοντες (αναιρεσίβλητοι) συμφώνησαν με τον Α. Κ. ο οποίος μεταγενέστερα απεβίωσε κληρονομηθείς από τους εναγομένους να προβούν στην αγορά μιας μεζονέτας καταβάλλοντος συγχρόνως ως αρραβώνα και το ποσό των 30.000 ευρώ ως και το ποσό των 1.100 ευρώ για την πληρωμή του φόρου μεταβίβασης του ακινήτου. Ότι λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού των εναγομένων βάρος της περιουσίας των εναγόντων εξ αιτίας άκυρης αιτίας, πρέπει να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να επιστρέψουν στους ενάγοντες, κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδα, τα ως άνω ποσά μειωμένα κατά το συνολικό ποσό των 8.500 ευρώ το οποίο οφείλουν οι ενάγοντες στους εναγομένους λόγω προσθέτων εργασιών που είχε πραγματοποιήσει ο Α.ς Κ.ς στο εν λόγω ακίνητο, έκανε δε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής οι ενάγοντες άσκησαν την από 21-4-2008 έφεσή τους με αίτημα την πλήρη παραδοχή της αγωγής τους και οι εναγόμενοι την από 16-5-2008 έφεση ζητώντας την ολοσχερή απόρριψη της αγωγής. Επί των εφέσεων αυτών εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 105/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε λόγω ερημοδικίας των εκκαλούντων-εναγομένων η από 16-5-2008 έφεση τους, ενώ έγινε τυπικά δεκτή και ερευνήθηκε κατ' ουσίαν η από 21-4-2008 έφεση των εναγόντων, έγινε αυτή δεκτή, εξαφανίσθηκε η πρωτόδικη απόφαση, έγινε δεκτή η αγωγή κατά το ως άνω κονδύλιο και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 31.100 ευρώ ανάλογα με την κληρονομική τους μερίδα. Κατά της αποφάσεως αυτής, που επιδόθηκε στους αναιρεσείοντες στις 5-6-2009, οι τελευταίοι, άσκησαν νομίμως και εμπροθέσμως την 16-6-2009 την από 15-6-2009 ανακοπή ερημοδικίας με τον ισχυρισμό ότι η ερημοδικία τους οφειλόταν σε ανώτερη βία ήτοι στο γεγονός ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Δημήτριος Κακόγιαννος από ανωτέρα βία εξ αιτίας αιφνίδιας σοβαρής ασθένειας που υπέστη κατά την ώρα που μετέβαινε στο Εφετείο για να παραστεί κατά τη συζήτηση της έφεσης, δεν μπόρεσε να προβεί στις άνω ενέργειες ούτε είχε δυνατότητα να αναθέσει αυτές σε άλλον δικηγόρο με αποτέλεσμα να δικασθούν ερήμην αυτοί. Με την υπ' αριθμ. 5231/2011 απόφαση του Εφετείου Αθηνών η ανακοπή ερημοδικίας απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Επομένως και εφ' όσον δεν προκύπτει ότι έχει παρέλθει η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 105/2009, η οποία αρχίζει να τρέχει από της επίδοση της απορριπτικής της ανακοπής ερημοδικίας αποφάσεως του Εφετείου, παραδεκτά ασκείται η ένδικη αίτηση αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 5231/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη η ανακοπή ερημοδικίας και κατά της υπ' αριθμ. 105/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε η έφεση των αναιρεσειόντων λόγω της ερημοδικίας τους.
Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται, αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόμενο του εγγράφου το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει αποδεικτικό πόρισμα διαφορετικό από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για, παράπονο, αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτέο γεγονός. Έγγραφα κατά τον προκείμενο λόγο αναιρέσεως είναι τα κατά τα άρθρα 339 και 432 επ ΚΠολΔ αναφερόμενα ως αποδεικτικά έγγραφα τα παρέχοντα άμεση ή έμμεση απόδειξη. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης της υπ' αριθμ. 5231/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου της υπ' αριθμ. πρωτ. 11521/9-10-2011 ιατρικής βεβαίωσης του παθολόγου ιατρού του Κέντρου Υγείας Ν. Μάκρης Αδάμ. Παπαηλιού και των αντιγράφων συνταγών εκ του συνταγολογίου του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών τα οποία αυτοί προσεκόμισαν και επικαλέστηκαν προς απόδειξη του ισχυρισμού τους ότι η ερημοδικία τους στο Εφετείο οφείλεται σε ανώτερη βία. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η παραδοχή του Εφετείου ότι δεν πιθανολογείται η ουσιαστική βασιμότητα του προβαλλομένου λόγου ανωτέρας βίας ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος των αναιρεσειόντων δεν κατέστη δυνατόν να τους εκπροσωπήσει ενώπιον του Εφετείου Αθηνών διότι υπέστη υπερτασικό επεισόδιο και αναχώρησε για το λόγο αυτό για τη Νέα Μάκρη Αττικής, γεγονός που τον εμπόδισε να ανεύρει άλλον συνάδελφο του για να τον αντικαταστήσει, δεν οφείλεται σε διαγνωστικό λάθος αλλά αποτελεί εκτίμηση του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων που συνεκτιμήθηκαν μαζί με τα υπόλοιπα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα η οποία όμως κατά τα προεκτιθέμενα δεν ιδρύει τον παρόντα λόγο αναιρέσεως.
Επειδή, κατά το άρθρο 501 ΚΠολΔ ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ανώτερη βία που θεμελιώνει λόγο ανακοπής κατά της ερήμην αποφάσεως συνιστά κάθε τυχαίο γεγονός παρακωλυτικό της εμφανίσεως του διαδίκου στο δικαστήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υποθέσεως που ήταν απρόβλεπτο και δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με ενέργειες άκρας επιμέλειας και συναινέσεως του μέσου ανθρώπου. Τέτοιο γεγονός είναι και η αιφνίδια ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου και η από αυτήν αδυναμία του να παραστεί στο δικαστήριο κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του για την έγκαιρη αντικατάσταση του. Η έννοια της ανώτερης βίας του άρθρου 501 ΚΠολΔ είναι νομική έννοια εκ του ουσιαστικού δικαίου (ΑΠ 1686/1997). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή εάν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αρ.19 ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης κατά την έννοια της διάταξης αυτής υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται δηλαδή ο λόγος αυτός όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα τέλος των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων για τα οποία η έλλειψη ειδικής εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως (ΟλΑΠ 24/1992).
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ανακόπτοντες και τις ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών υπ' αριθμ. 7172 και 7173/12-10-2009 ένορκες βεβαιώσεις των Κυριάκου Τσακυργιάννη και Β. Κ..... δεν πιθανολογείται η ουσιαστική βασιμότητα του λόγου ανωτέρας βίας. Ειδικότερα, από την υπ' αριθμ. 11521/9-10-2009 ιατρική βεβαίωση που υπογράφει ο παθολόγος ιατρός του Κέντρου Υγείας Ν. Μάκρης Αδαμάντιος Παπηλιού, προκύπτει ότι ο ανωτέρω πληρεξούσιος δικηγόρος εξετάστηκε στο παθολογικό ιατρείο του άνω Κέντρου Υγείας στις 6-11-2008 (χωρίς να προσδιορίζεται η ακριβής ώρα εξέτασής του) λόγω υπερτασικής κρίσης, ότι μετά τη χορήγηση θεραπευτικής αγωγής, η υπερτασική κρίση παρουσίασε ύφεση, ότι εξήλθε με οδηγίες για σωστή ρύθμιση της υπέρτασης και ότι του συστήθηκε μονοήμερη ανάπαυση. Από το περιεχόμενο της άνω ιατρικής βεβαιώσεως, όμως, δεν πιθανολογείται ότι η κατάσταση της υγείας του πληρεξουσίου δικηγόρου των ανακοπτόντων ήταν τόσο σοβαρή, που αντικειμενικά συνεπαγόταν την παρακώλυση της εκπροσώπησης τους κατά την άνω συζήτηση της έφεσης τους και καθιστούσε αδύνατη την εκ μέρους του άνω πληρεξουσίου ειδοποίηση των εντολέων του για να προβούν στην αντικατάστασή του ή την εκ μέρους του ίδιου ειδοποίηση άλλου δικηγόρου, για να εμφανισθεί εκείνος στο ακροατήριο και να συζητήσει την υπόθεση ή να ζητήσει την αναβολή της. Τούτο διότι ούτε ο ανωτέρω θεράπων ιατρός του απαγόρευσε οποιαδήποτε μετακίνηση, ούτε επακολούθησε παρακλινικός έλεγχος αυτού ή λήψη φαρμακευτικής αγωγής παρά τις οδηγίες του ιατρού, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αντίγραφα του συνταγολογίου του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών. Άλλωστε, το ότι η άνω υπερτασική κρίση του πληρεξουσίου δικηγόρου δεν ήταν σοβαρή συνάγεται και από το γεγονός ότι αυτός, αντί να προστρέξει αμέσως για την αντιμετώπιση της στο κοντινότερο εφημέρευαν νοσοκομείο στο κέντρο της Αθήνας όπου βρισκόταν, προτίμησε να μεταβεί με ταξί στην κατοικία του στη Νέα Μάκρη, διανύοντας έτσι αρκετά χιλιόμετρα και στη συνέχεια να επισκεφθεί το Κέντρο Υγείας Νέας Μάκρης. Εξάλλου, ούτε από τις άνω ένορκες καταθέσεις, πιθανολογήθηκε ο λόγος της ανωτέρας βίας καθώς οι ανωτέρω μάρτυρες δεν έχουν άμεση αντίληψη των περιστατικών της συγκεκριμένης ημέρας".
Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε ότι δεν πιθανολογήθηκε η ουσιαστική βασιμότητα του περί ανώτερης βίας μοναδικού λόγου ανακοπής και απέρριψε την ασκηθείσα ανακοπή ερημοδικίας με την υπ' αριθμ. 5231/2011 απόφασή του. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει από το προεκτεθέν περιεχόμενο αυτής, διέλαβε σ' αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο ως προς το ουσιώδες ζήτημα της συνδρομής ανώτερης βίας για την μη εμφάνιση και συμμετοχή των αναιρεσειόντων κατά την εκδίκαση της από 16-5-2008 έφεσής τους κατά της υπ' αριθμ. 1135/2008 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε λόγω της ερημοδικίας τους η έφεσή τους αυτή. Ανεπάρκειες δε, δεν προσδίδουν στο αποδεικτικό πόρισμα του Εφετείου ως προς το παραπάνω ζήτημα, το ότι δεν αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση πότε εκδηλώθηκε η υπερτασική κρίση του πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσειόντων, ποια η διάρκειά της, ποιες οι επιπτώσεις της στην κατάσταση της υγείας του άνω πληρεξουσίου δικηγόρου και σε ποιά χρονική απόσταση από την προσδιορισμένη ώρα της δικασίμου εκδηλώθηκε η κρίση αυτή διότι πρόκειται περί ελλείψεων αναγομένων στην ανάλυση και αιτιολόγηση των αποδείξεων και όχι στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος. Ούτε υπάρχει αντίφαση στις αιτιολογίες α) εκ του ότι αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι στο περιεχόμενο της ιατρικής βεβαίωσης του παθολόγου ιατρού Κέντρου Υγεία Νέας Μάκρης Αδαμαντίου Παπαηλιού σημειώνεται ότι "του συστήθηκε μονοήμερη ανάπαυση" με την παραδοχή του Εφετείου ότι "ο θεράπων ιατρός δεν του απαγόρευσε οποιαδήποτε μετακίνηση" και β) εκ του ότι αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση "δεν επακολούθησε παρακλινικός έλεγχος αυτού ή λήψη φαρμακευτικής αγωγής παρά τις οδηγίες του γιατρού", ενώ από το περιεχόμενο της ως άνω ιατρικής βεβαίωσης προκύπτει ότι ο ασθενής έλαβε θεραπευτική αγωγή στο Κέντρο Υγείας. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά τα σκέλη του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 και αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το σκέλος του με το οποίο προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 14 άρθρου 559 ΚΠολΔ για παραβίαση της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 501 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος καθόσον η παράβαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων δεν ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναιρέσεως του αριθμού 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ.8 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος. Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 105/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, προσάπτονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες εκ των αριθμών 8 και 9 άρθρου 559 ΚΠολΔ γιατί το Εφετείο υπεισήλθε στην έρευνα της βασιμότητας του αιτήματος της αγωγής περί καταβολής στους αναιρεσιβλήτους των ποσών των 30.000 ευρώ και 1.100 ευρώ κατά τα οποία οι αναιρεσείοντες κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιώτεροι εις βάρος της περιουσίας των αναιρεσιβλήτων αν και με την κριθείσα έφεση τούτων δεν προσεβάλλετο η διάταξη της πρωτοβάθμιας απόφασης περί επιδικάσεως των ποσών αυτών στους αναιρεσιβλήτους, λαβόν έτσι το Εφετείο "πράγματα" που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης χωρίς αυτά να έχουν προταθεί και επιδικάζοντας κάτι που δεν ζητήθηκε. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της από 21-4-2008 έφεσης των αναιρεσιβλήτων κατά της πρωτόδικης υπ' αριθμ. 1135/21008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι τελευταίοι παραπονέθηκαν με την έφεση τους αυτή για την παραδοχή κατ' ουσίαν του αιτήματος των αναιρεσειόντων να συμψηφισθεί, με την οφειλή τους προς τους αναιρεσιβλήτους των ποσών 30.000 ευρώ και 1.100 ευρώ, το ποσό των 8.500 ευρώ το οποίο κατέβαλαν στον κληρονομηθέντα απ' αυτούς εργολάβο οικοδομών Α. Κ. για πρόσθετες εργασίες στην υπό πώληση κατοικία. Όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο στα πλαίσια της έρευνας του ως άνω λόγω εφέσεως των αναιρεσιβλήτων και της εκτιμήσεως των αποδεικτικών μέσων σε σχέση με το ως άνω αίτημα, έκανε αναφορά και στα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής για την καταβολή των ποσών 30.000 ευρώ και 1.100 ευρώ και δέχθηκε ότι, πέραν του ότι δεν προβλήθηκε από τους εναγομένους σαφώς με τις διατάξεις των άρθρων 262 κα 269 ΚΠολΔ σχετική ένσταση συμψηφισμού και μάλιστα κατά τρόπο ορισμένο, ο σχετικός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος και στη συνέχεια έκανε δεκτή την έφεση των αναιρεσιβλήτων, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση στο σύνολο της για την ενότητα της εκτελέσεως και υποχρέωσε τους αναιρεσείοντες να καταβάλουν στους αναιρεσιβλήτους το ποσό των 31.100 ευρώ ανάλογα με την κληρονομική τους μερίδα. Επομένως, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του "πράγματα" που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης χωρίς να έχουν προταθεί, ούτε επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε και είναι απορριπτέος ο ερευνώμενος λόγος αναίρεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδονται πλημμέλειες στην προσβαλλόμενη απόφαση από τους αριθμούς 5 και 15 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αόριστος εφόσον δεν αναφέρονται συγκεκριμένες πλημμέλειες που αποδίδονται στην απόφαση αυτή.
Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ.11 γ' ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Κατά την έννοια της διάταξης για την ίδρυση του λόγου αυτού αρκεί και μόνη η ύπαρξη αμφιβολιών για το αν πράγματι λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν από τους διαδίκους με επίκληση τα οποία έχει το δικαστήριο υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340 και 346 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με το δεύτερο λόγο αναίρεσης κατά της υπ' αριθμ. 105/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών προσάπτουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια εκ του άρθρου 11γ ΚΠολΔ ότι το Εφετείο για το σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος, κατά την κατ' ουσίαν έρευνα της εφέσεως των αναιρεσιβλήτων, έλαβε υπόψη μόνον την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο για το σχηματισμό της κρίσεώς του έλαβε υπόψη μόνον την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο γιατί μάρτυρας με επιμέλεια των εναγομένων δεν εξετάστηκε.
Συνεπώς, ο λόγος αυτός κατά το εδώ ερευνώμενο σκέλος του είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Με τον ίδιο λόγο κατά το έτερο σκέλος του προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια εκ του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ότι ο Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη "πράγματα" που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και είχαν απ' αυτούς προταθεί στην πρωτόδικη δίκη και ειδικότερα τους ουσιώδεις ισχυρισμούς και ενστάσεις που αυτοί είχαν προβάλει ως και τον ισχυρισμό τους να αφαιρεθεί συμψηφιστικά από τις απαιτήσεις των αναιρεσιβλήτων το ποσό των 8.500 ευρώ. Ο λόγος αυτός κατά το μέρος που προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια περί μη λήψεως υπόψη ης ενστάσεως συμψηφισμού του ποσού των 8.500 ευρώ που είχαν προσβάλει οι αναιρεσείοντες ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη, όπως προεκτέθηκε, τον ισχυρισμό αυτό και τον απέρριψε. Κατά το υπόλοιπο μέρος του, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος εφόσον δεν προσδιορίζεται καθ' ολοκληρία ποιους ουσιώδεις ισχυρισμούς και ενστάσεις των αναιρεσειόντων δεν έλαβε υπόψη το Εφετείο που είχαν νομίμως προταθεί.
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικαστήριο για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση τα δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη χωρίς όμως να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός απ' αυτά κατ' αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα τα οποία φέρονται ότι ελήφθησαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του. Οι ένορκες βεβαιώσεις που έχουν ληφθεί εξ αφορμής άλλης δίκης και προσκομίζονται με επίκληση κατά τη συζήτηση της αγωγής δεν αποτελούν ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα ώστε να απαιτείται ειδική μνεία αυτών στην απόφαση αλλά είναι απλά έγγραφα που συνεκτιμώνται για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Έτσι, οι ένορκες αυτές βεβαιώσεις που δεν έχουν ληφθεί για να χρησιμεύσουν ως αποδεικτικά μέσα σε συγκεκριμένη δίκη, αλλά λήφθηκαν πριν από την έναρξη αυτή εξ αφορμής άλλης, δεν απαιτείται να μνημονεύονται ειδικώς στην απόφαση, αλλά αρκεί να βεβαιώνεται σ' αυτήν γενικώς ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι και να μη καταλείπεται αμφιβολία ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και τα έγγραφα αυτά. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ.11γ ΚΠολΔ υπό την προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης αφού μόνον ένα τέτοιο γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (ΟλΑΠ 42/2002). Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως κατά της υπ' αριθμ. 105/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια εκ του αριθμού 11γ ΚΠολΔ ότι η ενσωματωθείσα σ' αυτή υπ' αριθμ. 1135/2008 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου δεν έλαβε υπόψη την υπ' αριθμ. 542/22-5-2006 ένορκη βεβαίωση ενώπιον συμβολαιογράφου με το αιτιολογικό ότι δεν προκύπτει ότι είχε γίνει γνωστοποίηση στους αντιδίκους να παραβρεθούν κατά την εξέταση των μαρτύρων για το σχηματισμό του αποδεικτικού της πορίσματος ότι οι αναιρεσείοντες κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιώτεροι εις βάρος της περιουσίας των αναιρεσιβλήτων. Από τη βεβαίωση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ότι για το σχηματισμό της κρίσης του έλαβε υπόψη την ένορκη κατάθεση του μάρτυρος των εναγομένων και όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλέστηκαν με επίκληση οι διάδικοι, αναμφίβολα προκύπτει ότι έλαβε υπόψη και όλα τα νομίμως προσκομισθέντα έγγραφα μεταξύ των οποίων και το έγγραφο της υπ' αριθμ. 542/22-5-2006 ένορκης βεβαίωσης που είχε ληφθεί στα πλαίσια άλλης προγενέστερης δίκης, ανεξαρτήτως της αναφοράς στην απόφαση αυτή ότι δεν ελήφθη υπόψη ως το αυτοτελές αποδεικτικό μέσο της ένορκης βεβαίωσης υπ' αριθμ. 542/22-5-2006 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφοι διότι δεν προκύπτει ότι είχε γίνει γνωστοποίηση στους αντιδίκους να παραβρεθούν κατά την εξέταση των μαρτύρων. Επομένως ο λόγος αυτός από τον αριθμό 11γ άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίον περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται εάν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή εάν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Εξ άλλου ο ίδιος λόγος αναίρεσης είναι δυνατόν να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλομένη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση αυτή παραβιάστηκε κανόνας δικαίου οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος διότι πλήττει την ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την ως άνω απόφαση του, έκρινε, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, ότι οι αναιρεσείοντες συμφώνησαν με τον Α. Κ. να προβούν στην αγορά μιας μεζονέττας με τη σύναψη δύο ιδιωτικών συμφωνητικών καταβάλλοντας συγχρόνως το ποσό των 30.000 ευρώ ως αρραβώνα, ότι λόγω της μη σύνταξης συμβολαιογραφικού εγγράφου τα άνω συμφωνητικά για την πώληση του ακινήτου είναι άκυρα και συνεπώς και ο αρραβώνας που δόθηκε από 30.000 ευρώ πρέπει να αποδοθεί με βάση τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού στους αναιρεσιβλήτους λόγω της ως άνω ακυρότητας ως και το ποσό των 1.100 ευρώ που δόθηκε από τους αναιρεσιβλήτους για την πληρωμή φόρου μεταβίβασης του ακινήτου, έκανε δε εν μέρει δεκτή την αγωγή κατ' ουσίαν. Με τον τέταρτο λόγο αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προβάλλεται ότι, το / πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραβίασε τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 402-403 ΑΚ και 166 ΑΚ δεχθέν ότι αποδείχθηκε ότι συνήφθησαν τέτοια συμφωνητικά χωρίς συμβολαιογραφικό έγγραφο και άρα ακύρως ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο, όπως καθορίζεται και στις προτάσεις των εναγόντων για μία ελεύθερη - αρρύθμιστη-σύμβαση με ρήτρα παρακράτησης της προκαταβολής σε περίπτωση υπαναχώρησης των αγοραστών και μη κατάρτισης της σύμβασης, η οποία (ρήτρα) τέθηκε εν είδει αποζημιώσεως για την εκ των διαπραγματεύσεων ζημία ως εκ της διάψευσης της εμπιστοσύνης ότι η σύμβαση θα συναφθεί. Ο λόγος αυτός αναίρεσης εκτιμώμενος στο σύνολο του, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος αφού οι αναιρεσείοντες υπό την επίκληση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, πλήττουν αποκλειστικά την εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων η οποία (εκτίμηση) δεν υπόκειται όπως προεκτέθηκε στη νομική σκέψη, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Με τον ίδιο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση διότι "δέχθηκε ακυρότητα αυτών και δημιουργία αδικαιολογήτου πλουτισμού που έκρινε ότι πρέπει να αποδώσουμε (904ΑΚ) χωρίς να έχει καθόλου αιτιολογίες άλλως με όλως ανεπαρκείς αντιφατικές τοιαύτες ήτοι χωρίς να εκθέτει ποια είναι τα πραγματικά περιστατικά και οι σκέψεις βάσει των οποίων υπήγαγε τα γενόμενα δεκτά στις άνω νομικές σκέψεις και εφήρμοσε τις άνω διατάξεις, αποκλείοντας έτσι τη δυνατότητα αναιρετικού ελέγχου της ορθότητας των επιλογών της για ουσιώδη και κρίσιμα για τη δίκη ζητήματα και ούτω κατέστη αναιρετέα και για έλλειψη νόμιμης βάσης". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αόριστος διότι δεν γίνεται καμμία αναφορά στις πραγματικές παραδοχές της απόφασης και στις αιτιολογίες που λείπουν.
Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παραβίαση από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αν το δικαστήριο για το σχηματισμό της κρίσης του αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωση του δικαιώματος ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα των αξιουμένων από το νόμο. Η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της ελέγχεται από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559. Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής για να θεμελιώσει λόγο αναίρεσης πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ., να προτείνεται νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν αφορά τη δημόσια τάξη. Ο ισχυρισμός περί αοριστίας προτεινόμενος ή επαναφερόμενος στο Εφετείο δεν αρκεί να αναφέρει ότι η αγωγή είναι αόριστη αλλά πρέπει να αναφέρονται οι συγκεκριμένες αοριστίες σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που κατά νόμο είναι αναγκαία για τη γέννηση του ασκουμένου δικαιώματος. Για να είναι όμως ορισμένος και άρα παραδεκτός ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης πρέπει στο αναιρετήριο να διαλαμβάνεται ότι ο περί αοριστίας ισχυρισμός προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας και να καθορίζεται ο νόμιμος τρόπος προβολής του, επιπλέον δε να καθορίζεται το περιεχόμενο της αγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πέμπτο λόγο αναίρεσης προσάπτεται στην προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 105/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών η αιτίαση ότι η ενσωματωθείσα σ' αυτήν απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου παρά το νόμο απέρριψε σιγή την υποβληθείσα από τους αναιρεσείοντες ένσταση περί αοριστίας της αγωγής διότι σ' αυτήν δεν αναφερόταν τι ποσόν προκατέβαλε έκαστος ενάγων και έτσι η προσβαλλομένη απόφαση δεν έλαβε υπόψη της προταθέν "πράγμα". Ο λόγος αυτός από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ είναι απορριπτέος ως αόριστος διότι οι αναιρεσείοντες δεν αναφέρουν στο αναιρετήριο το περιεχόμενο της αγωγής. Η περιεχόμενη στον ίδιο λόγο αιτίαση από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ με την οποία προσάπτεται στην ως άνω απόφαση η αιτίαση ότι το δικαστήριο της ουσίας απορρίπτοντας την ένσταση αοριστίας της αγωγής σιγή, άφησε αίτηση αδίκαστη, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι δεν αποτελούν "αιτήσεις", ενστάσεις ή αντενστάσεις (ΑΠ 956/1996)" , στο ορθό: "Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφάρμοσε τέτοιο κανόνα ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή εάν εφάρμοσε τέτοιον ενώ δεν έπρεπε, καθώς και εάν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή.(Ολ ΑΠ 36/1998). Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν προφανή την παραβίαση.
Στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου, περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών γενικοί (άρθρα 173 και 200 ΑΚ) και ειδικοί, όταν ο νόμος αποδίδει ορισμένη έννοια σε σιωπηρή δήλωση βουλήσεως, σε έλλειψη δηλώσεως βουλήσεως ως προς κάποιο σημείο ή σε περίπτωση αμφιβολίας. Παραβιάζονται δε οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών όταν το δικαστήριο παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή ασάφειας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σ' αυτούς για τη διαπίστωση της αληθούς εννοίας των δηλώσεων, καθώς και όταν το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε κενό ή ασάφεια της ερμηνευομένης δικαιοπραξίας και προσέφυγε στους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών με την ερμηνεία όμως που έδωσε παραβίασε τους κανόνες αυτούς (ΑΠ 1728/2008, ΑΠ 1703/2008). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ελλιπής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνον στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή μόνον το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αρ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση του προσκομιζομένου αντιγράφου της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι με αυτήν το Εφετείο μετά από εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε τα ακόλουθα: "oι ενάγουσες της από 5-2-2007 αγωγής είναι συγκύριες, κατά ποσοστό1/4 εξ αδιαιρέτου η πρώτη εξ αυτών και η δεύτερη κατά τα 3/4 εξ αδιαιρέτου των ακινήτων που περιγράφονται αναλυτικά στην αγωγή και συγκεκριμένα: 1) ενός οικοπέδου αρτίου και οικοδομήσιμου βρίσκεται εντός του οικισμού "...", συνολικής έκτασης 211,04 τ.μ., μετά των ασκεπών •και υπό κατάρρευση κτισμάτων αυτού, επιφανείας 24,54 τ.μ., το οποίο συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες: βόρεια Ε. Κ. σε πλευρά μήκους 3,00μ, βορειοανατολικά Ε. Κ. σε πλευρά συνολικού μήκους 13,40 μ, βορειοδυτικά Δ. Ρ. σε πλευρά 14,00μ, νοτιοανατολικά Β. Κ. σε πλευρά μήκους 13,90 με., και νοτιοδυτικά με δημοτικό δρόμο σε πλευρά και πρόσοψη μήκους 12,00μ, 2) ενός ποτιστικού ελαιοπεριβόλου με 25 περίπου ελαιόδενδρα, εκτάσεως 500 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες συνολικά και βόρεια με ιδιοκτησία Ε. Κ., δυτικά Β. Κ. και νότια κληρονόμων Θ. Κ., 3) ενός ποτιστικού ελαιοπεριβόλου με 40 περίπου ελαιόδενδρα, εκτάσεως 3.000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες, ανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστων, δυτικά με ιδιοκτησία Β. Κ., βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων Θ. Κ. και νότια Α. Γ., 4) ενός ξερικού ελαιοπεριβόλου με 30 περίπου ελαιόδενδρα εκτάσεως 3.000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες ανατολικά Π. Λ. και Ι. Τ., δυτικά Γ. Μ. και Κ. Τ., βόρεια Α. Κ. και νότια Ε. Κ., 5) ενός ξερικού και ακάλυπτου αγροτεμαχίου εκτάσεως 6.000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες, δυτικά Π. Λ., βόρεια Α. Κ., νότια Ι. Τ. και ανατολικά με ρέμα, 6) ενός ξερικού αγροτεμαχίου εκτάσεως 8.000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες, ανατολικά Β. Κ. και Ν. Κ., βόρεια Β. Κ. και Δ. Μ., νότια Π. Φ. και Ν. Κ. και δυτικά Γ. Ρ. και με επαρχιακό δρόμο, 7) ενός ξερικού και ακάλυπτου αγροτεμαχίου, εκτάσεως 6000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες ανατολικά Δ. Μ., βόρεια Γ. Π. και Π. Λ., νότια αδελφών Κ. και δυτικά με επαρχιακό δρόμο, 8) ενός ξερικού και ακάλυπτου αγροτεμαχίου, εκτάσεως 4.000 τ.μ., περίπου, που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες, ανατολικά Κ. Τ., δυτικά Χ. Κ., βόρεια Θ. Γ. και νότια Γ. Μ., 9) ενός ξερικού και ακάλυπτου αγροτεμαχίου, εκτάσεως 5.000 τ.μ., περίπου που βρίσκεται στη θέση "..." και συνορεύει τριγύρω με ιδιοκτησίες ανατολικά Χ. Α. και Γ. Ρ., δυτικά αγνώστων, βόρεια Π. Κ. και νότια Δ. Γ.. Τα ως άνω ακίνητα περιήλθαν στις ενάγουσες κατά τα ανωτέρω ποσοστά ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του Θ. Κ. του Β. και της Γ. συζύγου της πρώτης ενάγουσας και πατρός της δεύτερης, ο οποίος απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη, στις 17-10-1992 στο Μόντρεαλ Καναδά, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. ... ληξιαρχική πράξη Θανάτου, που εκδόθηκε από το Ελληνικό Προξενείο Μόντρεαλ Καναδά.
Την ως άνω κληρονομιά αυτές αποδέχθηκαν δυνάμει της με αριθμ. ... δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου ... Αθανασίου Δάβανου, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στο Υποθηκοφυλακείο Αυλώνας. Περαιτέρω, αποδείχτηκε ότι ο Θ. Κ. σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας της δεύτερης ενάγουσας της από 5-2-2007 αγωγής ήταν κύριος όλων των ανωτέρω ακινήτων, ύστερα από άτυπη μεταβίβαση από τον πατέρα του, που είχε γίνει πριν από το έτος 1940. Μέχρι το έτος 1957 ασκούσε ο ίδιος κάθε πρόσφορη πράξη νομής και κατοχής πάνω στα επίδικα και φρόντιζε το οικόπεδο μετά της επί αυτού οικίας στην οποία διέμενε μέχρι το έτος 1957, οπότε και μετανάστευσε μαζί με την οικογένεια του για τον Καναδά, ενώ φρόντιζε και επέβλεπε τα αγροτικά ακίνητα. Από το έτος 1957 μέχρι και του θανάτου του, το έτος 1992 πράξεις κατοχής και μόνο επί των ανωτέρω ακινήτων ασκούσε ο πρώτος εναγόμενος, ενάγων της από 7-6-2006 αγωγής, σύζυγος της αδελφής του, καθόσον μετά από συμφωνία που είχε γίνει μεταξύ του Θ. Κ. του Β. και του Β. Τ. του Θ., ο τελευταίος είχε αναλάβει την φροντίδα, περιποίηση και καλλιέργεια των αγροτεμαχίων, που αναφέρονται στην αγωγή, καθώς επίσης και την προστασία και επίβλεψη του πρώτου ακινήτου της αγωγής, λαμβάνοντας τα ωφελήματά τους, όπως προκύπτει και από το από 16-9-1957 ιδιωτικό συμφωνητικό. Συγκεκριμένα με το άνω ιδιωτικό συμφωνητικό οι Θ. Κ. και Β. Τ. συμφώνησαν τα ακόλουθα: ο πρώτος ανέθεσε στον δεύτερο να έχει την νομή αυτών, μέχρι της αφίξεως του πρώτου ή μέλους της οικογενείας του ή οιουδήποτε άλλου πληρεξουσίου του άνευ διεκδικήσεως τινός δικαιώματος κλπ, καθυστερήσεως ή χρονοτριβής, ούτος οφείλει να παραχωρεί άπαντα τα ανωτέρω εις οιονδήποτε επιδείξει έγγραφο επιστολή του. Ο δεύτερος αναλαμβάνει την ρητήν υποχρέωση, όπως ενδιαφέρεται και μεριμνά, όχι πλημμελώς, δια την καλή συντήρηση όλων των ανωτέρω αγρών, αμπέλου και οικίας ως και δια την πιστή τήρηση και φύλαξη των συνόρων, ήτοι "κοινών ορίων" και την εν γένει καλλιέργεια και βελτίωση των ως άνω αγρών. Από την εκτίμηση του ανωτέρω κειμένου και την ανάλυση της αληθούς βούλησης των συμβαλλομένων μερών συνάγεται αβίαστα ότι ο πρώτος εναγόμενος της από 5-2-2007 αγωγής υπήρξε αντιπρόσωπος του Θ. Κ., ο οποίος του είχε αναθέσει τη φύλαξη και επίβλεψη των αγρών και των συνόρων για όσο χρονικό διάστημα απουσιάζει ο ίδιος και μάλιστα είχε συμφωνηθεί ότι σε περίπτωση, που ο προαναφερόμενος Κ.ς είχε αναθέσει την επίβλεψη των κτημάτων του και εν γένει των ακινήτων του σε άλλον αντιπρόσωπο, θα έπρεπε ο Β. Τ. να του παραδώσει αμέσως την νομή των ακινήτων, χωρίς διεκδίκηση δικαιώματος, καθυστέρηση ή χρονοτριβή. Σε περίπτωση δε κατά την οποία ο πρώτος εναγόμενος ήθελε να νέμεται για δικό του λογαριασμό, τότε θα έπρεπε να κάνει αντιποίηση νομής και να καταστήσει γνωστή τη βούληση του στον αντισυμβαλλόμενο του, πράγμα το οποίο ουδέποτε έγινε.
Επομένως αβάσιμα παραπονούνται οι εκκαλούντες με τους πρόσθετους λόγους της έφεσης τους, οι οποίοι θα πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι προκειμένου να μεταναστεύσει ο Θ. Κ. στον Καναδά μαζί με την οικογένεια του και δη τις ως άνω ενάγουσες, δανείστηκε χρήματα από την αδελφή του Χ. Κ. και τον γαμπρό του Β. Τ., που μόλις είχαν πουλήσει ένα προικώο ακίνητο αυτής στα ... Μεσσηνίας και του δάνεισαν χρήματα για τα εισιτήρια, με τη συμφωνία ότι θα τους τα επέστρεφε σταδιακά. Ο Β. Τ. περίπου το 1960 μετά από συνεννόηση και συμφωνία με τον Θ. Κ. μετοίκησε από το σπίτι, που καθόταν στο πρώτο επίδικο της από 5-2-2007 αγωγής. Το έτος 1965, μετά από σεισμό, που συνέβη τότε και μετά από συνεννόηση με τον Θ. Κ. το δήλωσε σεισμόπληκτο και προχώρησε σε όλες τις νόμιμες ενέργειες προκειμένου να λάβει αυτός (Β. Τ.) στεγαστική αρωγή, συνεπεία του παραπάνω σεισμού και δη στεγαστικό δάνειο, για το οποίο εγγράφηκε στο πρώτο επίδικο ακίνητο υποθήκη της Αγροτικής Τράπεζας. Τα ως άνω δημόσια έγγραφα, που προσκομίζει ο Β. Τ. και αναφέρουν τον ίδιο ως δικαιούχο της στεγαστικής αρωγής επί του πρώτου επιδίκου έγιναν, διότι ο γαμβρός του Θ. Κ. όφειλε σε αυτόν χρηματικό ποσό, το οποίο λόγω οικονομικών δυσχερειών που αντιμετώπιζε ο ίδιος και η οικογένεια του δεν του το είχαν εξοφλήσει. Έτσι έλαβε αυτός την οικονομική βοήθεια που δικαιούτο ο Θ. Κ. και με κάποια χρήματα που έλαβε από την πρόνοια έφτιαξε το σπίτι του σε άλλο οικόπεδο ιδιοκτησίας του. Το γεγονός αυτό προκύπτει και από την από 21-5-1968 επιστολή την οποία προσκόμισε ο ενάγων και την οποία χρησιμοποιεί για να στηρίξει δικαιώματα κυριότητας στο οικόπεδο και στην οικία. Στην επιστολή της όμως αυτή η Α. Κ. αναφέρεται στις δυσκολίες και στα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν και μάλιστα ανέφερε ότι μόλις βγήκε από το νοσοκομείο, πήγε αμέσως για δουλειά. Στην επιστολή της μάλιστα αυτή αναφέρεται στο δάνειο και λέει "τα σχέδια, που είχαμε άλλαξαν ριζικά γιατί λέγαμε να φύγουμε για εφτού. Τώρα όμως δεν πρόκειται, όσο για το σπίτι που μας γράφεις, εμείς δεν δινόμαστε να σε βοηθήσουμε γιατί δεν έχουμε. Τώρα μπορείς να καταλάβεις ότι κάνεις θα είναι δικά σου. Εμείς δεν πρόκειται να σου το πάρουμε τη στιγμή που σου το πουλήσαμε. Το δικό σου, αν νομίζεις ότι μπορείς και το φτιάχνεις φτιαχτό, αλλιώς άφησε το να κρεμαστεί. Αυτό μου είπε ο Θ.". Στη συνέχεια δε στην ίδια επιστολή ανέφερε ότι αν τα πράγματα ήταν όπως τα λογάριαζαν θα διέθεταν και θα το φτιάχνανε καλό, διότι αφού θα ήταν εκεί θα ερχόντουσαν τα καλοκαίρια να μείνουν. Στη επιστολή της αυτή η Α. χήρα Θ. Κ. αναφέρεται στις ζημιές τις οποίες έπαθε το πρώτο επίδικο ακίνητο της ... αγωγής από τους σεισμούς του 1965 και τις πράξεις επισκευής στις οποίες πρέπει να προβούν στο ακίνητο αυτό. Εκεί πράγματι αναφέρεται ότι σε περίπτωση που ο Β. Τ. επισκεύαζε το ως άνω επίδικο ακίνητο με χρήματά του, ο Θ. Κ. και γαμπρός του δεν θα το διεκδικούσε. Όμως ο Β. Τ., όπως άλλωστε προκύπτει και από την με αριθμ. ... ένορκη κατάθεση του Β. Κ. του Δ., ενώπιον του συμβολαιογράφου ..., Αθανασίου Δάβανου, αλλά και από την ένορκη κατάθεση του Γ. Κ., χρησιμοποίησε τα χρήματα που έλαβε από την αποζημίωση, που δικαιούτο ο Θ. Κ., την οποία έλαβε επ' ονόματι του, προκειμένου να χτίσει δικό του σπίτι στα ... του δήμου .... Άλλωστε και ο μάρτυρας των εναγομένων της με αριθμό ... αγωγής δεν ανέφερε κάτι επ' αυτού. Στη συνέχεια ο Β. Τ. δήλωσε το επίδικο ακίνητο στο Ε9 του έτους 2005 προς τη Δ.Ο.Υ. ... και όχι προγενέστερα, καθόσον το χρόνο από του θανάτου του Θ. Κ. κατά το έτος 1992 και μέχρι τον Οκτώβριο του 2005 επί των κληρονομιαίων επιδίκων ασκούσαν πράξεις νομής και κατοχής οι ενάγουσες, γεγονός το οποίο αναγνώρισε έμμεσα και ο Β. Τ., διότι μέχρι το 2005 δεν είχε προβεί σε κάποια ενέργεια αμφισβήτησης της κυριότητας των ως άνω εναγουσών. Ο ίδιος το πρώτον αμφισβήτησε την κυριότητα τους επί του πρώτου επιδίκου, όταν με το με αριθμ. ... συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αυλώνος Κανέλλας Τζανέτου το μεταβίβασε στον δεύτερο εναγόμενο της με αριθμό ... αγωγής και γιο του Κ. Τ. κατά ψιλή κυριότητα. Ακόμη το έτος 2004 ο Κ. Τ., γιος του Β. Τ. ήλθε σε συνεννόηση με την Α. χα Θ. Κ., προκειμένου να του πωλήσει το επίδικο ακίνητο, έναντι τιμήματος 1.000.000 δρχ. Το 2005 ο Κ. Τ. πληροφόρησε την Α. χα Θ. Κ. ότι αυτός δεν ενδιαφέρεται να αγοράσει το πρώτο επίδικο. Τότε αυτή και μάλιστα κατά τους πρώτους μήνες του 2006 δέχθηκε μία πρόταση για πώληση του ως άνω επιδίκου με εντολοδόχο και πληρεξούσιο τον Π. Κ. από τον Β. Σ., ο οποίος όμως υπαναχώρησε, διότι ο Β. Τ. τον ειδοποίησε ότι το ως άνω επίδικο του ανήκει, δυνάμει του από ... συμβολαίου γονικής παροχής με παρέχοντα τον ίδιο και λήπτη το γιο του Κ. Τ.. Επίσης αποδείχθηκε ότι οι ως άνω ενάγουσες, όταν πληροφορήθηκαν την ως άνω συμπεριφορά των παραπάνω εναγομένων αυτές στις 29-5-2006 συνέταξαν εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία, την οποία κοινοποίησαν, στις 30-3-2006, προς τον Β. Τ., με την οποία τον καλούσαν να σταματήσει όλες τις μη σύννομες ενέργειες του, σχετικά με το πρώτο επίδικο, καθώς και να αποχωρήσει από το σύνολο των ως άνω περιγραφομένων επιδίκων ακινήτων, καθόσον αυτά ανήκουν, κατά κυριότητα σε αυτές. Παρά ταύτα ο δεύτερος εναγόμενος της ... αγωγής Κ. Τ. άσκησε ήδη μετά τη λήψη της ως άνω εξώδικης δήλωσης και δη από τις 15-6-2006 την από 60/15-6-2006 αγωγή κατά των ως άνω εναγομένων και κατά του Β. Σ., αμφισβητώντας την κυριότητα των εναγουσών, τόσο επί του πρώτου ακινήτου, όσο και στα λοιπά ακίνητα, δεδομένου ότι επί του έκτου ακινήτου της ... αγωγής και δη του ακινήτου, που βρίσκεται στη θέση "..." στο δ.δ. ... ..., αυτό εμφανίζεται ότι ανήκει στον Κ. Τ., κατά πλήρη κυριότητα, δυνάμει του με αριθμ. ... συμβολαίου γονικής παροχής πις συμβολαιογράφου Αυλώνος Κανέλλας Τζανέτου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αυλώνος. Με το άνω συμβόλαιο η μητέρα του, η οποία εμφανίστηκε ως κυρία του έκτου ακινήτου του το μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής. Το ως άνω αγροτικό ακίνητο ανήκει κατά ποσοστά 1/4 εξ αδιαιρέτου στην πρώτη ενάγουσα και κατά ποσοστό 3/4 εξ αδιαιρέτου στην δεύτερη ενάγουσα. Το ως άνω ακίνητο ανήκε στον Θ. Κ. και αυτός φεύγοντας για τον Καναδά το ανέθεσε μαζί με τα υπόλοιπα ακίνητα της αγωγής, στον γαμβρό του, να τα επιβλέπει, να τα καλλιεργεί και να λαμβάνει τα ωφελήματα του. Οι ενάγουσες έχουν συμπεριλάβει το ακίνητο αυτό στην από ... δήλωση αποδοχής κληρονομιάς τους του συμβολαιογράφου ... Αθανασίου Δάβανου, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα και η οποία είναι και προγενέστερη του με αριθμ. ... συμβολαίου γονικής παροχής." Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ως κατ' ουσίαν βάσιμη την εν μέρει αναγνωριστική και εν μέρει διεκδικητική κυριότητας αγωγή των αναιρεσιβλήτων, ενώ απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την αντίθετη αγωγή των αναιρεσειόντων και στη συνέχει απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση των τελευταίων κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης που έκρινε ομοίως.
Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, δεν παραβίασε με την εσφαλμένη εφαρμογή τους τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1045, 981 και 982 ΑΚ αφού υπό τα ως άνω ανελέγκτως γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις εφαρμογής τους. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του με τον οποίον οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Αβάσιμος είναι και ο πρώτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι κατά την ερμηνεία του από 16-9-1957 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ του Θ. Κ. του Β. και του Β. Τ. του Θ. παραβιάσθηκαν οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ διότι η αληθής βούληση των συμβαλλομένων ήταν η παράδοση της νομής και όχι της κατοχής των επιδίκων ακινήτων. Και τούτο διότι με την ερμηνεία που έδωσε το Εφετείο δεν παραβίασε τους κανόνες αυτούς, αφού η αληθής βούληση των συμβαλλομένων στο ως άνω συμφωνητικό, σύμφωνα με τους κανόνες της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών ήταν ότι ο Β. Τ. ορίσθηκε ως αντιπρόσωπος του Θ. Κ. στην άσκηση νομής του επί των επιδίκων ακινήτων για όσο χρονικό διάστημα ο τελευταίος θα απουσίαζε και μέχρι της επανόδου αυτού ή μέλους της οικογένειάς του ή άλλου πληρεξουσίου του στο τόπον όπου τα επίδικα ακίνητα, ο δε Β. Τ. ανέλαβε την υποχρέωση να συντηρεί με επιμέλεια τους επίδικους αγρούς, άμπελο και οικία κυριότητας του Θ. Κ. και να φυλάττει τα σύνορα αυτών ως και να καλλιεργεί και βελτιώνει τους αγρούς του Θ. Κ.. Περαιτέρω, το Εφετείο κρίνοντας όπως ανωτέρω αναφορικά με τα ουσιώδη ζητήματα της απόκτησης κυριότητας των επιδίκων ακινήτων εκ μέρους του Θ. Κ. με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας και της μη απόκτησης της κυριότητας του πρώτου τούτων εκ μέρους των αναιρεσειόντων με έκτακτη χρησικτησία, περιέλαβε στην απόφασή του σαφείς, πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για τη ορθή εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων του ΑΚ.
Συνεπώς, ο συναφής δεύτερος εκ του άρθρου 559 αρ 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου ιδρύεται αν το δικαστήριο υπέπεσε σε διαγνωστικό λάθος αναγόμενο δηλαδή στην ανάγνωση του εγγράφου με την παραδοχή ότι περιέχει περιστατικά προφανώς διαφορετικά από εκείνα που πράγματι περιλαμβάνει, όχι δε και όταν, από το περιεχόμενο του εγγράφου το οποίο σωστά ανέγνωσε, συνάγει διαφορετικό αποδεικτικό πόρισμα από εκείνο που ο αναιρεσείων θεωρεί ορθό. Πράγματι, στην τελευταία περίπτωση, πρόκειται για παράπονο αναγόμενο στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων η οποία εκφεύγει από τον αναιρετικό έλεγχο. Πάντως για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει το δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε και όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε ως προς το αποδεικτέο γεγονός (Ολ ΑΠ 2/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφασή του όπως απ' αυτή προκύπτει, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα συνεκτίμησε όλα τα αναφερόμενα σ' αυτή αποδεικτικά μέσα καθώς και την από 21-5-1968 επιστολή της Α. συζύγου Θ. Κ. προς το Β. Τ. και τη σύζυγό του Χ. που προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες και δεν στήριξε αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο σ' αυτό την κρίση του. Επομένως, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως κατά το δεύτερο μέρος του εκ του άρθρου 559 αρ 20 ΚΠολΔ με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος".
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 6η Μαΐου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 27η Μαΐου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου