Σύμβαση δανείου-παραμόρφωση εγγράφου. Έτος: 2014. Νούμερο: 1044.ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ.A2' Πολιτικό Τμήμα.ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ..
από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Βασίλειο Πέππα, Αρεοπαγίτες.ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 11 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ά. χας Π. Π., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Τάσο Παπαβασιλείου.
Του αναιρεσιβλήτου: Α. Δ. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8-3-2006 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 93/2008 του ίδιου Δικαστηρίου και 565/2010 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 25-11-2010 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Βασίλειος Πέππας, ανέγνωσε την από 2-11-2012 έκθεσή της κωλυομένης να μετάσχει στη σύνθεση του δικαστηρίου τούτου, Αρεοπαγίτη Χαραλαμπίας Σίμου, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αν ο αντίδικος εκείνου που επέσπευσε τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει, αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση επιδόθηκε νομότυπα προχωρεί στη συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως από την επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσείουσα ... έκθεση του δικαστικού επιμελητή Β. Α. προκύπτει, ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναιρέσεως, μετά της σχετικής πράξεως ορισμού δικασίμου για την 12η Νοεμβρίου 2012, καθώς και κλήσεως προς συζήτηση κατ' αυτήν, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στον αναιρεσίβλητο. Κατά την ορισθείσα παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίστηκε, ούτε υπέβαλε δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., η συζήτηση της υποθέσεως αναβλήθηκε με αίτηση της αναιρεσείουσας για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Επομένως, εφ' όσον ο αναιρεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε ούτε στην παραπάνω δικάσιμο, κατά την οποία εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του πινακίου, ούτε εκπροσωπήθηκε με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου του, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία του καθόσον η αναβολή εκ του πινακίου επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων για την προκειμένη μετ' αναβολή δικάσιμο, σύμφωνα με το άρθρο 226 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, κατ' άρθρο 575 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 1351/09). Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η 565/10 απόφαση του Εφετείου Λάρισας, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά παραδοχή της από 22/5/08 εφέσεως του ήδη αναιρεσιβλήτου, εξαφανίστηκε η 93/08 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, το οποίο δικάζοντας την από 8/3/06 αγωγή της αναιρεσείουσας, για απόδοση δανείου, είχε δεχτεί μερικώς την αγωγή. Στη συνέχεια το Εφετείο, δικάζοντας επί της αγωγής, την απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 20 Κ.Πολ.Δ., ο αναφερόμενος σ' αυτό λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας μόρφωσε την κρίση του αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο από το έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε και όχι όταν συνεκτίμησε αυτό μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρεται το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του αποδεικτέου γεγονότος. Και αυτό γιατί στην τελευταία περίπτωση δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της ιδιαίτερης αποδεικτικής σημασίας του εγγράφου παρά μόνο με την εκτίμηση και των άλλων αποδεικτικών μέσων που συνεκτιμήθηκαν μ' αυτό, η οποία όμως δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ.
Στην ένδικη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Ο εναγόμενος, ο οποίος είναι δικηγόρος, είναι παντρεμένος από το 1984 με τη θυγατέρα της ενάγουσας επίσης δικηγόρο, .... βρίσκεται δε σε διάσταση με αυτήν από τον Ιούλιο 2003. Τον Ιανουάριο 2001 οι ως άνω σύζυγοι αγόρασαν από κοινού και κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας ένα καινούργιο αυτοκίνητο.... Το συνολικό τίμημα για την εν λόγω αγορά ανερχόταν σε 14.350.000 δρχ. ή 42.113 ευρώ, από το οποίο καταβλήθηκε κατά το χρόνο της αγοράς το ποσό των 6.896,55 ευρώ, ενώ το υπόλοιπο των 35.216,45 ευρώ καταβλήθηκε από την EUROBANK με τη χορήγηση στους άνω αγοραστές δανείου που έπρεπε να εξοφληθεί στη χρηματοδότρια Τράπεζα μέχρι 25-1-2002.... Πράγματι, την 25-1-2002 το ως άνω υπόλοιπο του τιμήματος του αυτοκινήτου εξοφλήθηκε από τον εναγόμενο και την σύζυγό του (συγκυρίους του αυτοκινήτου) ....Κατά την ημερομηνία αυτή, η θυγατέρα της ενάγουσας, Ι. Π., και όχι η ενάγουσα, ανέλαβε από τον... κοινό λογαριασμό που διατηρούσε αυτή με την ενάγουσα μητέρα της στην Τράπεζα Πειραιώς, το ως άνω ποσό, και συγκεκριμένα το ποσό των 35.500 ευρώ. Με το ποσό αυτό καταβλήθηκε την ίδια ημέρα το οφειλόμενο κατά τα προεκτεθέντα υπόλοιπο του τιμήματος του αυτοκινήτου. Ο ισχυρισμός της ενάγουσας που αποτελεί και λόγο της έφεσής της, ότι αυτή δάνεισε στον εναγόμενο το ένδικο ποσό προκειμένου ο εναγόμενος να καλύψει χρέη του προς τρίτους, είναι ουσιαστικά αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Υπό τα εκτεθέντα περιστατικά, δεν αποδείχθηκε ότι καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων η επικαλουμένη από την ενάγουσα σύμβαση δανείου, και επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος την αγωγή δεχθέν ότι η ενάγουσα δάνεισε το ένδικο ποσό και στους δύο συζύγους, και ότι ο εναγόμενος της οφείλει από την αιτία αυτή το ποσό των 17.607,50 ευρώ, εσφαλμένα ερμήνευσε το Νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις....".
Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως προβάλλεται ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο του επικληθέντος και προσκομισθέντος, τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση, από την αναιρεσείουσα από 25-1-2002 αντιγράφου σχετικού εντάλματος πληρωμής ανάληψης χρημάτων από τον ... λογαριασμό Τραπέζης Πειραιώς, που αποτελεί ουσιώδες αποδεικτικό στοιχείο για την απόδειξη της κατάρτισης της επικαλούμενης στην αγωγή της σύμβασης δανείου, μεταξύ αυτής και του αναιρεσιβλήτου, με το να δεχθεί ότι σύμφωνα με το ένταλμα αυτό η θυγατέρα της αναιρεσείουσας έκανε την ανάληψη του ποσού των 35.000 ευρώ από τον άνω κοινό λογαριασμό που διατηρούσε η τελευταία με την ενάγουσα στην Τράπεζα Πειραιώς, ενώ το αληθές που προκύπτει από το έγγραφο αυτό είναι ότι ο αναιρεσίβλητος προέβη στην ανάληψη αυτή από προσωπικό λογαριασμό της. Συνέπεια δε της παραμόρφωσης αυτής, κατά την αναιρεσείουσα, ήταν να καταλήξει το Εφετείο στο επιζήμιο γι' αυτήν συμπέρασμα, ότι δεν δανείστηκε από την ίδια ο αντίδικός της, αλλά η θυγατέρα της (σύζυγος του αντιδίκου της) με συνέπεια να απορρίψει την αγωγής της. Όμως, ο λόγος αυτός αβασίμως προβάλλεται, διότι, όπως προκύπτει από την απόφαση, το Εφετείο για να καταλήξει στην κρίση του ότι μεταξύ της αναιρεσείουσας και του αναιρεσιβλήτου δεν καταρτίστηκε η επικαλούμενη με την αγωγή σύμβαση δανείου, στηρίχτηκε σε περισσότερα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή στις καταθέσεις, των μαρτύρων στις ένορκες βεβαιώσεις σε ένορκη βεβαίωση που δόθηκε στα πλαίσια άλλης δίκης με επιμέλεια του αναιρεσιβλήτου και σε όλα τα έγγραφα τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και το εν λόγω έγγραφο, χωρίς να στηρίξει σ' αυτό αποκλειστικώς ή κατά κύριο λόγο το επί της ουσίας πόρισμά του. Ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δικ. ιδρύεται, όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή λόγο έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων έστω και αν αποτελούν περιεχόμενο λόγου έφεσης, ούτε οι αβάσιμοι ή οι απαράδεκτοι ισχυρισμοί (Ολ.ΑΠ 3/1997, ΑΠ 109/12). Εξάλλου, κατά το άρθρο 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ., το δικόγραφο της εφέσεως πρέπει να περιέχει τα απαιτούμενα κατά τα άρθρα 118-120 του ίδιου Κώδικα στοιχεία και τους λόγους της εφέσεως, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης. Συνίστανται δε οι πλημμέλειες της αποφάσεως σε νομικά και πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Στα τελευταία ανάγεται και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται, όταν αναφέρεται στο εφετήριο, ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού.
Με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεώς της, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του αριθμού 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., καθόσον α) έλαβε υπόψη του λόγο έφεσης που δεν προτάθηκε από τον αντίδικό της και αποφάσισε για κεφάλαιο της αγωγής της που δεν μεταβιβάστηκε με την έφεση του αντιδίκου της, ούτε με πρόσθετους λόγους και ειδικότερα αφού απέρριψε την δική της έφεση έκανε δεκτή την έφεση του αντιδίκου της, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και στη συνέχεια δικάζοντας επί της ουσίας απέρριψε την αγωγή της με την παραδοχή ότι δεν αποδείχθηκε ότι καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του αναιρεσιβλήτου η επικαλούμενη στην αγωγή της σύμβαση δανείου, χωρίς όμως να έχει προσβληθεί η πρωτόδικη απόφαση από τον αντίδικο της με αυτοτελή λόγο έφεσης για ανυπαρξία σύμβασης δανείου μεταξύ τους και β) απέρριψε σιωπηρώς τον λόγο έφεσής της, με τον οποίο αυτή παραπονέθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τα αντίγραφα αναληπτηρίων από προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς της θυγατέρας της, που αποδεικνύουν ότι η τελευταία είχε καταθέσεις ύψους 31.000 ευρώ, ώστε να μην έχει ανάγκη δανεισμού από αυτήν (αναιρεσείουσα). Όπως, όμως προκύπτει από την έφεση του αναιρεσιβλήτου, αυτός είχε προβάλει ότι εκκαλούσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (και) διότι "κατά εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων έκανε εν μέρει δεκτή την σε βάρος του αγωγή, ενώ κατά ορθή κρίση έπρεπε να την απορρίψει ως ουσιαστικά και νομικά αβάσιμη και αναπόδεικτη". Ο λόγος αυτός όπως αποσαφηνίστηκε και με τις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις του, στις οποίες κάνει ρητή αναφορά ότι ουδέποτε καταρτίστηκε σύμβαση δανείου μεταξύ αυτού και της αντιδίκου του, περιέχει σαφώς παράπονό του κατά της πρωτόδικης απόφασης για την παραδοχή της, ότι μεταξύ αυτού και της αναιρεσείουσας καταρτίστηκε σύμβαση δανείου.
Συνεπώς, το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του παρά τον νόμο πράγματα που δεν προτάθηκαν νομίμως, ώστε ο ανωτέρω λόγος κατά την υπό στοιχείο α' αιτίασή του είναι αβάσιμος. Εξάλλου, ως προς την υπό στοιχείο β' αιτίασή του ο ίδιος λόγος προτείνεται απαραδέκτως. Τούτο, διότι ο επίμαχος ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, καθώς και τα επικαλούμενα προς απόδειξή του, αφορούν απλό επιχείρημα και συμπέρασμα που εξάγει η αναιρεσείουσα από τις αποδείξεις τις οποίες η ίδια είχε επικαλεστεί και προσκομίσει και όχι πραγματικό ισχυρισμό με αυτοτελή ύπαρξη, κατά τα αναφερθέντα. Η επιταγή του άρθρου 340 εδάφιο β' Κ.Πολ.Δικ., σύμφωνα με την οποία στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστή να σχηματίσει την πεποίθησή του, δεν σημαίνει ότι αυτός υποχρεούται να επιλαμβάνεται ιδιαιτέρως και να αναλύει διεξοδικώς τα αποδεικτικά μέσα που έχουν προσαχθεί από τους διαδίκους ή τα επιχειρήματα που έχουν προβάλει αυτοί. Εξάλλου, έλλειψη αιτιολογίας η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δικ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει, όταν δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία στην συγκεκριμένη περίπτωση για την κρίση περί συνδρομής ή όχι των νομίμων προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε ή τον λόγο της μη εφαρμογής της, όπως επίσης και όταν η απόφαση έχει ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες στον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις που αναφέρονται στην, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δικ., ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, αρκεί μόνον το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το διαλαμβανόμενο στην αναιρεσιβαλλομένη (μετά από την έκθεση των γενόμενων δεκτών ως αποδειχθέντων περιστατικών) τελικό αποδεικτικό της πόρισμα, δεν αποδείχθηκε ότι καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων η επικαλούμενη από την ενάγουσα σύμβαση δανείου.
Συνεπώς, εφόσον το από τις αποδείξεις πόρισμα της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίθεται σαφώς, ο τρίτος λόγος κατά το μέρος του, με το οποίο δεν αποδίδονται στην απόφαση ελλείψεις σχετικές με το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν ή άλλη πλημμέλεια που ελέγχεται αναιρετικώς, αλλά ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, επειδή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτήν αποδεικτικών στοιχείων και περαιτέρω, με την επίκληση της παραπάνω πλημμέλειας, προσβάλλεται η ανέλεγκτη επί των αποδείξεων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτος. Με τον ίδιο λόγο, κατά το δεύτερο σκέλος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη η πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 περίπτωση γ' Κ.Πολ.Δικ., διότι (κατά το αναιρετήριο) ναι μεν το Εφετείο βεβαιώνει στην απόφασή του ότι έλαβε υπόψη του και όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, πλην όμως, από το περιεχόμενο της απόφασης δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο, ότι συνεκτίμησε και έλαβε υπόψη του την με αρ. καταθέσεως 2181/2002 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας που άσκησε ο αντίδικός της κατά τρίτων, την οποία αυτή προσκόμισε και επικαλέστηκε τόσο πρωτοδίκως όσο και κατ' έφεση και από την οποία αποδεικνυόταν πλήρως η τραγική οικονομική κατάσταση του αντιδίκου της, επαγόμενη ανάγκη δανεισμού του από αυτήν (αναιρεσείουσα), αφού σε αντίθεση με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα δεν μνημονεύεται ειδικά, ούτε γίνεται άλλη έμμεση ή άμεση αναφορά στο περιεχόμενό της. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Τούτο δε, διότι από την διαλαμβανόμενη στην απόφαση βεβαίωση του Εφετείου ότι, για την διαμόρφωση του αποδεικτικού του πορίσματος έλαβε υπόψιν "και όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι", σε συνδυασμό προς το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι το Δικαστήριο συνεκτίμησε, με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, και το φερόμενο ως αγνοηθέν έγγραφο. Κατόπιν τούτων, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25/11/10 αίτηση της Ά. χας Π. Π., για αναίρεση της 565/10 απόφασης του Εφετείου Λάρισας.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14 Ιανουαρίου 2014. Και
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 14 Μαΐου 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου