ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ …
ΑΝΑΚΟΠΗ
…
ΚΑΤΑ
Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στ… …, οδός …, αριθμός … και εκπροσωπείται νόμιμα..
ΚΑΙ ΚΑΤΑ
1. Της υπ’ αριθ. …/20… Διαταγής Πληρωμής του …οδικείου ….
2. Tης από …-…-20… επιταγής προς πληρωμή του Δικαστηρίου τούτου
________________________________________
Κατά της αντιδίκου ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας νόμιμα, ασκώ την παρούσα ανακοπή μου, αιτούμενος να αναγνωριστεί η ακυρότητα της υπ’ αριθμ …/… Διαταγής Πληρωμής του …οδικείου … και της από …-…-… επιταγής προς πληρωμή, για τους κάτωθι νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους καθώς και για όσους άλλους θα επικαλεστώ στο μέλλον, δια ειδικού δικογράφου ή όπως παραδεκτώς ο Νόμος ορίζει και ειδικότερα:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ :
Δυνάμει της από …-…-…… ιδιωτικής συμβάσεως χορηγήθηκε σε εμένα πίστωση μέχρι του ποσού των … χιλιάδων ευρώ (….000€). Εν συνεχεία υπεγράφη η υπ’ αριθ. …/…-…-… σύμβαση-πρόσθετη πράξη, με ανοιχτό αλληλόχρεο που καταρτίστηκε στο υποκατάστημα … μεταξύ εμού και της αντιδίκου. Περαιτέρω υπεγράφησαν η με αριθ. …/…-…-… αυξητική σύμβαση με την οποία συμφωνήθηκε αύξηση του ορίου της σύμβασης κατά ….000€ ανερχόμενου πλέον του ποσού στις … χιλιάδες ευρώ (….000€) και η από …-…-… πρόσθετη πράξη ρύθμισης του χρηματοδοτικού προϊόντος.
ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ:
Α1. ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΜΕΝΟ ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ 360 ΗΜΕΡΩΝ (Όρος …)
Ο Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής.
Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Η αντίδικος διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον -όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών- για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας.
Τούτο ιδίως σε μία εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/Ε.Κ. που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο, με την ΚΥΑ 21-178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β 255/8.3.2001) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου. (ΑΠ 430/2005)
Α2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Β1. ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ (Όρος …)
Σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ υπ` αριθ. 2286/28-1-1994 που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθ. 1 του Ν. 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι` αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και ν` αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Ετσι η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281).
Ενόψει των ανωτέρω γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεώς του στο άρθ. 2 παρ. 7 περ. ια` του Ν. 2251/1994 όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή - πελάτη. Γι` αυτό και η 2286/28-1-1994 Πράξη Διοικητή Τράπεζας Ελλάδος, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, όρισε ότι, «τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τη δανείστρια Τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν». Επομένως, ο συμβατικός τόκος που θα καθορίζεται εκάστοτε από την Τράπεζα και με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός, σε περίπτωση τμηματικών εξοφλήσεων, δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ισχύοντα κάθε φορά νόμιμο τόκο. (ΑΠ 1219/2001)
Β2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Γ1. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ (Όρος …)
Η αντίδικος χρησιμοποιεί στον όρο … κριτήρια που θα της επιτρέψουν να μη μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου τον «…», το «…» και τις «…».
Η διατύπωση των προαναφερόμενων κριτηρίων, ως προς το σκέλος που η μη μεταβολή του επιτοκίου, ακόμα κι αν μεταβληθεί το επιτόκιο αναφοράς, οδηγήσει στη μη μείωση του συμβατικού επιτοκίου σε περίπτωση μείωσης του επιτοκίου αναφοράς, υπάγεται στις περιπτώσεις των per se καταχρηστικών όρων της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ε και ια (δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο και αοριστία τιμήματος αντίστοιχα), όπως επίσης παραβιάζει και την αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή, αφού τα εν λόγω κριτήρια είναι αόριστα, με αποτέλεσμα να μην εξειδικεύεται ούτε να αποσαφηνίζεται το περιεχόμενο των όρων «κίνδυνος της αγοράς», «γενικότερος προϊοντικός κίνδυνος» και «συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού» ούτε αιτιολογείται για ποιο λόγο αυτά τα κριτήρια επιτρέπουν τέτοιο δικαίωμα στην αντίδικο, με αποτέλεσμα το σκέλος αυτό του όρου να είναι καταχρηστικό ως αντίθετο στις περιπτώσεις ε και ια της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, αφού επέρχεται σημαντική ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του καταναλωτή, από το δικαίωμα που επιφυλάσσεται στην αντίδικο με την επίκληση αδιαφανών και αόριστων κριτηρίων να μη μειώνει το συμβατικό επιτόκιο, ακόμα κι αν μειωθεί το επιτόκιο αναφοράς.
Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα και τη διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, ο οποίος εύλογα πιστεύει ότι το επιτόκιο, με την πάροδο του χρόνου, θα κυμαίνεται αυξητικά ή πτωτικά βάσει των συνθηκών της αγοράς (βλ. ΑΠ 430/2005, όπ.π. και ΠολΠρωτΑθ 961/2007).
Δ1. ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ (Όρος …)
Στην περίπτωση που η εξόφληση του αναλαμβανομένου ποσού γίνεται με δόσεις ή προθεσμία, πρόκειται για σύμβαση ανοίγματος πίστωσης, που έχει το χαρακτήρα δανείου (ΑΠ 1116/1996, ο.α.). Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8-1991 ΠΔ/ΤΕ, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ν.1266/1982 (ΦΕΚ 131/Α/29-8-1991), «απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα».
Στη ρύθμιση αυτή δεν εισάγει εξαίρεση τη ΕΝΠΘ 524/1993, με την οποία προστέθηκε στο "Παράρτημα" της πιο πάνω ΠΔ/ΤΕ περίπτωση "Θ". Με αυτή απλά διευκρινίζεται ότι από τα επιτρεπόμενα, με βάση την ανωτέρω 1969/1991 ΠΔ/ΤΕ, έξοδα, τέλη, φόροι και προμήθειες κοινοπρακτικών δανείων, που μόνο κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη, πρέπει να περιλαμβάνονται στην ανάλυση του μηνιαίου λογαριασμού που αποστέλλουν οι πιστωτικοί φορείς στους κατόχους πιστωτικών καρτών και όχι ότι επιτρέπεται ελεύθερα η είσπραξη προμήθειας για κάθε ανάληψη μετρητών όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα.
Ο παραπάνω όρος είναι άκυρος τόσο λόγω αντιθέσεώς του στο άρθ. 1 της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 κατ` εφαρμογή προδήλως του άρθ. 178 ΑΚ όσο και λόγω αντιθέσεως στο άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 γιατί προκαλείται στον πελάτη σύγχυση για το τι καλύπτει ο τόκος και η προμήθεια. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται αδιαφάνεια, μη συγκρισιμότητα με αντίστοιχες παροχές άλλων τραπεζών και μη ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού. (ΑΠ 1219/2001)
Δ2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Ε. ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΜΕΤΑΚΥΛΙΣΗ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗ, ΤΟΚΟΓΟΝΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΤΟΥ Ν.128/1975 (Όρος …)
Ε1. Κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, που αφορά τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων αναγερομένων στη λειτουργία του χρηματοδοτικού συστήματος, από το έτος 1976, επιβάλλεται εισφορά, που βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, υπέρ του κοινού λογαριασμού για την επιστροφή σε εξαγωγικές επιχειρήσεις διαφορών τόκων. Ο λογαριασμός αυτός δημιουργήθηκε στην Tράπεζα της Ελλάδος κατ` εφαρμογή της από 19.3.1962 μεταξύ των Τραπεζών σύμβασης, η οποία εγκρίθηκε με την 1265/12/1962 απόφαση της Νομισματικής Eπιτροπής, τροποποιήθηκε δε και συμπληρώθηκε με την από 30.1.1969 διατραπεζική σύμβαση [που εγκρίθηκε με την 1520/17/18.2.1969 απόφαση της ίδιας Eπιτροπής]. Η εισφορά αυτή βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδος, και ανέρχεται «σε ποσοστό ένα [1] επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζα, ως και πρός το Δημόσιον, πλήν των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή oφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των τραπεζών συμβάσεως συμφωνηθεισών εισφορών» [βλ. ΟλΑΠ 35/1997 ΕλλΔνη. 38. (1997). 1530].
Εξάλλου, στην παράγραφο 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997 [ΦΕΚ Α154], το οποίο ρυθμίζει το ζήτημα της ίδιας εισφοράς στις περιπτώσεις των δανείων που χορηγούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού ορίζεται ότι: «Η εισφορά αυτή [εννοεί του Ν. 128/1975] επιβάλλεται και επί των δανείων σε δραχμές και συνάλλαγμα και των ισοδυνάμου αποτελέσματος συμβάσεων από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα προς υποβολή φορολογικής δήλωσης. Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για την απόδοση της εν λόγω εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος».
Από τη σαφή γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, λοιπόν, σαφώς συνάγεται ότι η ανωτέρω εισφορά του Ν. 128/1975 βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες καταναλωτές αυτών. Τούτο αβίαστα συνάγεται καταρχήν από την ίδια τη γραμματική διατύπωση των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, στην οποία ρητά ορίζεται ότι: «επιβάλλεται εισφορά, που βαρύνει τα πάσης φύσης πιστωτικά ιδρύματα υπέρ του κοινού λογαριασμού», δηλαδή τούτο καταρχήν με σαφήνεια προκύπτει από τη χρησιμοποιούμενη διατύπωση του νόμου που ορίζει ότι υπόχρεα για την εν λόγω εισφορά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Πρόκειται δε περί ηθελημένης νομοθετικής ρύθμισης και όχι περί γνησίου κενού, που θα δικαιολογούσε με ανάλογη ερμηνεία της άνω διάταξης του νόμοο [1 και 3 του Ν. 128/1975] τη μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στους δανειοδοτούμενους, αφού στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης θέλησε τούτο το ορίζει ρητά, ήτοι στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997, με την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση καταβολής της εισφοράς αυτής και στα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, ορίζεται ρητά ότι: «Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για την απόδοση της εν λόγω εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος».
Η υποχρέωση, δηλαδή, αποκλειστικά και μόνο των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα, για την καταβολή της εν λόγω εισφοράς του Ν. 128/1975 και η απαγόρευση της μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς στους δανειοδοτούμενους, προκύπτει σαφέστατα και κατ` αντιδιαστολή από την ως άνω διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997. Συνεπώς, ο χρησιμοποιούμενος όρους της επιδίκου συμβάσεως, που καταρτίζει η αντίδικος Τράπεζα με τους δανειοδοτουμένους πελάτες της, γενικός όρος συναλλαγών, σύμφωνα με τον οποίο προσαυξάνεται το όριο του επιβαλλομένου επιτοκίου του εν λόγω δανείου με την εισφορά του Ν. 128/1975, κατά ποσοστό 0,12%, σαφώς αντίκειται στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 αυτού [Ν. 128/1975]. (ΕφΑθ 5253/2003)
Ε2. Στην παρ. 3 του άρθρου Ι του ν. 128/1975 ορίζεται ότι «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τράπεζας της
Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω Ι του παρόντος λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστόν ένα (1) τοις χιλίοις ετησίως επί του μόνου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αυτή ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Στην παρ. Ι του ίδιου άρθρου εξάλλου, στην οποία αναφέρονται τα προηγούμενα, προβλέπεται άνοιγμα κοινού λογαριασμού στην Τράπεζα της Ελλάδος, για επιστροφή διαφορών τόκων σε εξαγωγικές επιχειρήσεις.
Στην ίδια παράγραφο αναφέρεται ακόμη ότι ο λογαριασμός αυτός δημιουργήθηκε με σύμβαση μεταξύ των Τραπεζών στις 19 Μαρτίου 1962 και αργότερα στις 30.1.1969 και εγκρίθηκε με τις αποφάσεις 1265/1962 και 1520/1969, αντίστοιχα της νομισματικής επιτροπής, οι οποίες εγκρίθηκαν από το υπουργικό συμβούλιο.
Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι η παραπάνω εισφορά δεν αποτελεί φόρο, προμήθεια ή έξοδο των τραπεζών, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μετακύλιση της στους δανειολήπτες, αλλά προσαύξηση συμβατικής μεταξύ των τραπεζών υποχρέωσης λόγω των προαναφερόμενων συμβάσεων που κατήρτισαν στις 19.3.1962 και 30.1.1969. Πέραν αυτού, στην παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 2515/1997, που ρυθμίζει την ίδια εισφορά στις περιπτώσεις των δανείων που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, ορίζεται ότι «η εισφορά αυτή (ν. 128/1975) επιβάλλεται και επί των δανείων σε δραχμές και συνάλλαγμα και των ισοδυνάμου αποτελέσματος συμβάσεων από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα προς υποβολή φορολογικής δήλωσης. Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος προς απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος». Ο διαχωρισμός του νόμου είναι εύλογος στην περίπτωση αυτή, διότι τα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού δεν δεσμεύονται από τις προαναφερόμενες συμβάσεις μεταξύ των τραπεζών, που αποτέλεσαν τη βάση της ρυθμίσεως. Από το σύνολο των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η εισφορά αυτή του ν. 128/1975 βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες πελάτες αυτών.
Έναντι του δικαιούχου της εισφοράς (Τράπεζας της Ελλάδος) υπόχρεος για την καταβολή είναι το πιστωτικό ίδρυμα και όχι ο δανειοδοτούμενος. Και βέβαια είναι δυνατή η διά συμβάσεως ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της σχετικής υποχρεώσεως (361,471 επ. ΑΚ), όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για αναδοχή χρέους στην περίπτωση αυτή, αφού απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή (Τράπεζα Ελλάδος) και του τρίτου, αλλά μόνο για απλή υπόσχεση ελευθερώσεως (478 ΑΚ). Η σύμβαση αυτή όμως είναι αιτιώδης, σε αντίθεση με τη σωρευτική ή τη στερητική αναδοχή χρέους (Γεωργιάδης Απόστολος, Ενοχικό δίκαιο, γενικό μέρος, σ. 444, Κρητικός, σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 478, αρ. 2), σε κάθε περίπτωση δε υπόκειται σε έλεγχο μέσω των γενικών ρητρών του ΑΚ, ιδίως των άρθρων 174 και 281 (βλ. Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, 361,15).
Έτσι, στην περίπτωση της εισφοράς του ν. 128/1975 η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη αν δεν προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία (causa) επιδόσεως (acyurirendi, credenti) ως προς τη συγκεκριμένη παροχή (βλ. 124/2007 ΕφΛαμίας και Παπαντωνίου, Γενικές αρχές, 1983, σ. 280 και με άλλη αιτιολογία ως προς τη θεμελίωση του παράνομου, ΕφΑΘ 5253/2003, ΕΕμπΔ 2003.643, ΕφΑΘ 1431/2004 ΕΕμπΔ 2004.591, ΝοΒ 2005.91).
Ε3. ΥΠΑΓΩΓΗ:
Σύμφωνα με τον Όρο υπ’ αριθμ. …, στην περίπτωση που ο Πιστούχος δεν καταβάλλει εμπροθέσμως οποιοδήποτε ποσό που οφείλει δυνάμει της συμβάσεως, καθίστανται, χωρίς άλλη ενέργεια κανενός, ληξιπρόθεσμες και απαιτητές τυχόν καθ' οιονδήποτε τρόπο κανονισθείσες τμηματικές καταβολές, αυτός δε υπερήμερος, από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ήταν πληρωτέο το ποσό αυτό και οφείλει, απ' αυτής, τόκους υπερημερίας καθώς και τόκους επ' αυτών, επί του συνόλου της οφειλής.
Το «ποσό αυτό», περιλαμβάνει κατά τα ανωτέρω «οποιοδήποτε ποσό» και άρα περιλαμβάνει και τους φόρους όπως είναι η εισφορά του Ν. 128/1975. Σύμφωνα όμως με το περιεχόμενο του ως άνω Όρου, για το «ποσό αυτό», θα οφείλονται «τόκοι υπερημερίας» καθώς και «τόκοι επ' αυτών». Αποδεικνύεται από αυτά, ότι η αντίδικος επέβαλε ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975.
Περαιτέρω, ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν. 128/1975 ΔΕΝ είναι νόμιμος, εφόσον τόσο κατά το προϊσχύον (βλ άρθρο 8 περ. 6 ν. 1083/80 και την υπ` αριθμ. 289/80 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (ν. 2601/98 άρθρο 12,2789/2000 άρθρο 30,2783/2000 άρθρο 47,2912/2001 άρθρο 42 και 3259/2004 άρθρο 39) ανατοκισμός επιτρέπεται και μόνον των καθυστερούμενων τόκων και όχι φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών (ΕφΛαμ 124/2007, ΠολΠρΑΘ 7607/2007 προσκ, ΜονΠρΑΘ 7630/2006 ό.π.). Συνεπώς παρανόμως προέβη η αντίδικος σε μετακύλιση, κεφαλαιοποίηση, τοκοποίηση και ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975.
ΣΤ1. ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ (Όρος …)
Καταρχήν ο νόμος εξαρτά την επέλευση εννόμων συνεπειών, από τη στάση του συμβαλλόμενου που εκφράζεται σε ορισμένη συμπεριφορά δηλώσεώς του. Η πράξη του συμβαλλόμενου δύναται να νοηθεί ως δήλωση βουλήσεως μόνο υπό τις προϋποθέσεις της «σιωπηρής συμπεριφοράς». Η παράλειψη μιας πράξεως ιδία η σιωπή δεν αποτελεί δήλωση βουλήσεως και κανονικά δεν έχει ενέργεια δηλώσεως βουλήσεως. Ρυθμίσεις στους γενικούς όρους συναλλαγών, κατά τις οποίες προκαλείται πλάσμα ή αμάχητο τεκμήριο ότι ο αντισυμβαλλόμενος (πελάτης) του χρήστη έχει ή δεν έχει εκφράσει δήλωση βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου ανήκει στις επικίνδυνες για τον πελάτη ρυθμίσεις γιατί η πλασματική δήλωση ή μη δήλωση βουλήσεως συνδέεται συνήθως με τη δημιουργία νομικών μειονεκτημάτων ή βλαβών για τον πελάτη. Συνήθως η πλασματική δήλωση βουλήσεως αναφέρεται σε αποδοχή μιας προτάσεως του χρήστη, σε απόκρουση τέτοιας προτάσεως, σε συναίνεση, σε μη προβολή αντιρρήσεων, έγκριση, παραίτηση, υπαναχώρηση, άσκηση του δικαιώματος επιλογής ή σε παραλλαγή της παροχής. Δεν απαγορεύεται κατ` αρχήν χρήση στους γενικούς όρους συναλλαγών τέτοιων πλασματικών δηλώσεων βουλήσεως. Όμως η διατύπωσή τους πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μη επέρχεται ουσιώδης διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών πράγμα που μπορεί να συμβεί είτε γιατί η παρεχόμενη στον αντισυμβαλλόμενο προθεσμία για να εκφράσει δήλωση βουλήσεως με την παράλειψη της οποίας προκαλείται πλάσμα δηλώσεως βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου, είναι εξαιρετικά σύντομη, είτε γιατί δεν διαφωτίζεται επαρκώς ο αντισυμβαλλόμενος ότι η παράλειψη της δηλώσεως βουλήσεως θα έχει μετά την παρέλευση της προθεσμίας πλασματικό περιεχόμενο είτε γιατί θεωρείται πλασματικά περιελθούσα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση βουλήσεως του χρήστη, έστω και αν τούτο πράγματι δεν συνέβη, αν ο αντισυμβαλλόμενος δεν διαμαρτυρηθεί για τη μη λήψη της μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Τέτοιοι γενικοί όροι επιβαρύνουν σημαντικά τη θέση του αντισυμβαλλόμενου και είναι ως καταχρηστικοί άκυροι κατά το άρθ. 2 παρ. 6 και παρ. 7 περ. ΚΖ και ΚΗ του Ν 2251/1994.
Κατ’ αρχήν λοιπόν είναι ανίσχυρη ρήτρα περιεχόμενη σε Γ.Ο.Σ. Τράπεζας προς πελάτη της σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως δοθείσα η μη δοθείσα δήλωση βουλήσεως του αντισυμβαλλόμενου αυτής κατά την επιχείρηση ή παράλειψη ορισμένης πράξεως, εκτός αν παραχωρείται στον πελάτη της τράπεζα εύλογη κατά τις περιστάσεις προθεσμία για διατύπωση ρητής δηλώσεως και παράλληλα ενόσω ο χρήστης υποχρεούται να ενημερώσει ιδιαιτέρως τον αντισυμβαλλόμενο κατά την έναρξη της προθεσμίας για την προβλεπόμενη σημασία της συμπεριφορά του.
Περαιτέρω είναι καταχρηστική ρύθμιση Γ.Ο.Σ. κατά την οποία θεωρείται περιελθούσα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση του χρήστη ιδιαιτέρας σημασίας αν αυτός δεν διαμαρτυρηθεί στο χρήστη για τη μη λήψη της μέσα σε ορισμένη προθεσμία (πλάσμα περιελεύσεως). Το τελευταίο γιατί σύμφωνα με το άρθρ. 167 ΑΚ κατ’ αρχήν η δήλωση βουλήσεως έχει νομική ενέργεια αφότου περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να απευθυνθεί. Το βάρος αποδείξεως για την περιέλευση αυτή ανήκει στον δηλούντα. Το περιεχόμενο σε Γ.Ο.Σ. πλάσμα περιελεύσεως έχει ως σκοπό να διευκολύνει την απόδειξη για τον δίδοντα δήλωση βουλήσεως χρήστη. Παράλληλα όμως πρέπει να επιτρέπει στον αντισυμβαλλόμενο του χρήστη την ανταπόδειξη της ματαιωθείσης περιελεύσεως. Πλάσματα περιελεύσεως τα οποία αποκλείουν τέτοια ανταπόδειξη θεωρούνται ανίσχυρα κατά το άρθρο 2 παρ. 6 Ν.2251/1994. Τούτο ιδία συμβαίνει για το τεκμήριο περιελεύσεως το οποίο στου Γ.Ο.Σ. διαμορφώνεται ως αμάχητο.
Εν προκειμένω, ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί εύλογη η προθεσμία των (…) ημερών που χορηγείται στον πελάτη της τράπεζας από τη λήψη του μηνιαίου λογαριασμού ή άλλης ειδοποίησης για την πληρωμή οφειλής σχετικής με την πίστωση, εντούτοις, χωρίς άλλη προϋπόθεση, δεν είναι έγκυρο το εκ της άπρακτης παρελεύσεως της προθεσμίας δημιουργούμενο πλάσμα και ο αποκλεισμός στον πελάτη της δυνατότητας ανταποδείξεως, χωρίς μάλιστα να επισημαίνεται το δυσμενές αυτό αποτέλεσμα κατά την επιστολή της ειδοποίησης στον πελάτη. Περαιτέρω το σκέλος του ίδιου άνω Γ.Ο.Σ. με το πλάσμα της περιελεύσεως στον πελάτη του μηνιαίου λογαριασμού δημιουργεί ουσιώδη και σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών λόγω των δυσμενών συνεπειών που επιβάλλει στον πελάτη και αποτελεί έμμεση και κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως ως προς τη λήψη του λογαριασμού. (ΑΠ 1219/2001)
ΣΤ2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Ζ1. ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΡΗΤΡΑΣ ΕΚΠΤΩΣΕΩΣ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ (Όρος …)
Ως «ρήτρες εκπτώσεων» νοούνται οι ρήτρες εκείνες όταν υπό ορισμένες προυποθέσεις το άλλο συμβαλλόμενο μέρος καθίσταται αμέσως έκπτωτο του δικαιώματος του ή υποχρεούται προς παραίτηση από δικαίωμά του. Μορφή ρήτρας εκπτώσεως αποτελεί και η ρύθμιση υπό την έννοια της πρόωρης επιστροφής ληφθέντος και εξοφλητέου σε δόσεις δανείου όταν ο οφειλέτης περιέλθει σε υπερημερία ως προς την καταβολή δόσεως ή περίπτωση παραχωρήσεως στο δανειστή δικαιώματος απρόθεσμης καταγγελίας.
Κατ’ αρχήν είναι ανίσχυρες ρήτρες εκπτώσεως που προβλέπουν την απόσβεση ή παραίτηση δικαιώματος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εύλογη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Ρήτρα εκπτώσεως θεωρείται και εκείνη κατά την οποία σε σύμβαση παροχής δανείου εξοφλητέου με δόσεις σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την εξόφληση δόσεως, καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό όλο το ποσό του δανείου.
Όμως ανίσχυρη θεωρείται ρήτρα περιεχόμενη σε Γ.Ο.Σ. σύμφωνα με την οποία και η καθυστέρηση μιας και μόνο δόσεως από τις πολλές που συμφωνήθηκαν συνεπάγεται το ληξιπρόθεσμο ολόκληρου του υπολειπόμενου ποσού δανείου. Μια τέτοια συνέπεια είναι όχι μόνο αντίθετη στη διάταξη του άρθ. 2 παρ. 7 Λ. του Ν. 2251/1994 γιατί προκαλεί σημαντική χωρίς εύλογο λόγο και κατά τρόπο αντικείμενο στην καλή πίστη οικονομική επιβάρυνση του οφειλέτη αλλά είναι αντίθετη και στη γενική ρύθμιση του άρθρ. 2 παρ. 6 Ν.2251/1994 γιατί προκαλεί ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων χωρίς καμία επαρκή δικαιολόγηση.
Κατ’ αρχήν οι ρήτρες εκπτώσεως δεν φέρουν χαρακτήρα ποινικής ρήτρας. Όμως υπόκεινται σε έλεγχο αν είναι καταχρηστικές βάσει της παρ. 6 του άρθρ. 2 ν. 2251/1994 και του ενδεικτικού καταλόγου καταχρηστικών ρητρών που περιέχεται στην παρ. 7 του άρθρου 2 ν. 2251/1994. Συνήθως τέτοιες ρήτρες επάγονται δυσμενή οικονομικά αποτελέσματα για τον καταναλωτή και κατ` αρχήν θεωρούνται ανίσχυρες λόγω αντιθέσεως στις άνω διατάξεις.
Όμως τέτοιες ρήτρες θεωρούνται έγκυρες αν η πρόωρη επέλευση του ληξιπρόθεσμού της συνολικής οφειλής περιορίζεται σε βαρείες προσβολές ή παραβιάσεις της συμβάσεως από τον οφειλέτη. Από τη διατύπωση εξάλλου της ρήτρας πρέπει να προκύπτει ότι αυτή είναι ανεφάρμοστη , αν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση της πληρωμής. Στην περίπτωση όμως που μία σύμβαση δανείου διέπεται από την Υ.Α. Φ1.983 της 7.21.3.1991 για την καταναλωτική πίστη η οποία αποτελεί υλοποίηση της υπ’ αριθ. 87/102/ΕΟΚ Οδηγίας της 22.12.2986 όπως αυτή τροποποιήθηκε από την Οδηγία 90/88/ΕΟΚ της 22.2.1990 και η οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την καταβολή των δόσεων, τα δικαιώματα του πιστωτικού φορέα διέπονται από τις διατάξεις του ΑΚ, σύμφωνα με την παρ, 1 του άρθ. 10 της άνω Αποφάσεως, ενώ με την παρ, 2 του άρθρου 13 της ίδιας Αποφάσεως απαγορεύεται η διατύπωση των συμβάσεων πιστώσεως με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστρατηγούνται οι διατάξεις της άνω Αποφάσεως. (ΑΠ 1219/2001)
Ζ2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Η1. ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ (Όρος …)
Με την από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1-798 Υπουργική Απόφαση όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ' αριθ Ζ1-21/17-01-2011 και αφού λήφθηκαν υπόψη οι αποφάσεις υπ' αριθμ 430/2005 και 1219/2001 ΑΠ, 5253/2003 και 6291/2000 Εφετείου Αθηνών καθώς και οι 1119/2002 και 1208/1998 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθώς και την απόφαση υπ' αριθμ 961/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που έχει καταστεί αμετάκλητη και το γεγονός ότι οι συνέπειες του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών (άρθρο 10 παρ 2 του Ν 2251/1994) αποφασίστηκε «η απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές», παραθέτοντας το σύνολο των ΓΟΣ που έχουν κριθεί άκυροι ως καταχρηστικοί.
Μεταξύ αυτών και ο όρος που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862-868ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν.
Κατά της ανωτέρω από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1-798 Υπουργικής Απόφασης η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών άσκησε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης την οποία το Δικαστήριο Απέρριψε με την υπ' αριθμ ΣτΕ 1210/2010, καθώς απέρριψε ως αβάσιμους τους περί του αντιθέτου λόγους ακύρωσης της ΕΕΤ, που αφορούσαν μεταξύ άλλων τους ανωτέρω Γενικούς Όρους Συναλλαγών της υπό κρίση συμβάσεως, οι οποίοι κρίθηκαν ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και περιλαμβάνονταν στην προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση, όπως ο συγκεκριμένος όρος που προβλέπει παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862-868ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν.
Η2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Θ. ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Θ1. Η ακυρότητα της βασικής σχέσης δεν ασκεί επιρροή στο κύρος της αφηρημένης ενοχής. Ενστάσεις από τη βασική σχέση, ως προαναφέρθηκε, δεν μπορούν να προβληθούν προς το σκοπό κατάλυσης της αφηρημένης ενοχής (Βλ Ευρυγένη, ό.π. αρ 39, Λιακόπουλο, ό.π. αρ 19, Ζέπο. ό.π. 584, ΑΠ 306/66 ΝοΒ 15/19, ΕΑ 3364/80 ΝοΒ 28/1226 και ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ). Η έλλειψη ή η ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης δεν στερεί την αφηρημένη ενοχή α¬πό το εκπληρώσιμο και αγώγιμο της ενοχής. Έτσι η ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης δεν επεκτείνεται και επί της αφηρημένης ενοχής όταν είναι παράνομη (174 ΑΚ) ή αντίθετη στα χρηστά ήθη (178 ΑΚ). Ενίοτε όμως και όπου ο νόμος ορίζει, η ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης επεκτείνεται και επί της αφηρημένης ενοχής, όπως στην περίπτωση κατά την οποία δε γεννιέται απαίτηση από αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση οφειλής από παίγνιο ή στοίχημα ή όταν η βασική σχέση είναι αισχροκερδής (179 ΑΚ) (Βλ ΑΠ 427/65 ΝοΒ 14/292).
Θ2. Προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 179
Θ2i. Δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής:
Από το περιεχόμενο των άκυρων όρων ήτοι της προμήθειας άλλως εξόδων καθώς και του επιβαλλόμενου επιτοκίου που υπερβαίνει το εξωτραπεζικό επιτόκιο (ενώ κατά την ΑΠ 1219/2001 απαγορεύεται να υπερβαίνει το δικαιοπρακτικό) προκύπτει σαφώς ότι υπάρχει δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής η οποία υπάρχει όταν κατά την αντίληψη, λογικού ανθρώπου, έμπειρου στις συναλλαγές, η διαφορά της αντικειμενικής αξίας των περιουσιακών ωφελημάτων απ' αυτή που συμφωνήθηκε υπερβαίνει το μέτρο που είναι φυσικό και επιτρεπτό (βλ. ΑΠ 1219/01 για το μη επιτρεπτό της υπέρβασης), κατά τη συναλλακτική καλή πίστη να κερδίζει κάποιος από οικονομική σύμβαση με αντίστοιχη ζημία που αντισυμβαλλόμενου ΑΠ 307/93 ΝοΒ 42/982, ΑΠ 189/92 ΝοΒ 41/490, ΑΠ 882/86 ΝοΒ 35/1209, ΕΘ 454/95 Δνη 37/172, ΕΑ 6446/90 Δνη 31/1512.
Θ2ii. Απειρία και εκμετάλλευση αυτής προς σύναψη της σύμβασης με στόχο το εμπορικό κέρδος.
Πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην έννοια του όρου απειρία εντάσσεται και η έλλειψη πείρας που οφείλεται στην έλλειψη ειδικών γνώσεων, γιατί και η εκμετάλλευσης αυτής για την επίτευξη της άνω δυσαναλογίας σε συγκεκριμένη δικαιοπραξία πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη (Βλ. Βαθρακοκοιλης αρθ. 179 ΑΚ σελ 758).
Ο ανακόπτων ήμουν έμπορος…, απόφοιτος … και ως εκ τούτου στερούμαι των ειδικών γνώσεων της νομικής επιστήμης, ομοίως δε και της επιστήμης των οικονομικών. Κατά τη σύναψη της σύμβασης αν και η καθ ης γνώριζε την ύπαρξη και το περιεχόμενο της ΑΠ 1219/01 και άρα την ακυρότητα των ΓΟΣ που επέβαλε, παρ όλα αυτά κατά την πάγια πρακτική των τραπεζών («ή υπογράφεις τη σύμβαση ως έχει ή δεν σου δίνω δάνειο») επέβαλε τους άκυρους ΓΟΣ, εκμεταλλευόμενη προς τούτο την απειρία περί τα νομικά και οικονομικά, με αποτέλεσμα να συναφθεί η -με φανερή δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής- επίδικη σύμβαση και να υποστούμε υπέρμετρη σε σχέση με την παροχή περιουσιακή βλάβη.
Το γεγονός ότι απευθύνθηκα στην καθ ης για τη σύναψη της σύμβασης δεν επηρεάζει, αφού είναι ανεξάρτητο από το ποιος είχε την πρωτοβουλία κατάρτισης της σύμβασης (βλ. Βαθρακοκοίλης αρθ. 179 ΑΚ σελ 759).
Επομένως πληρούνται στην ένδικη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 179 ήτοι η συνδρομή αθροι¬στικά των τριών στοιχείων α) της φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του άλλου συμβαλλο¬μένου και γ) της εκμετάλλευσης της ανάγκης κουφότητας ή απειρίας του άλ¬λου ΑΠ 1356/98 Δνη 40/303, ΑΠ 52/96 Δνη 37/1327, ΑΠ 1177/94 ΕΕΝ 1995/688, ΑΠ 1435/95 ΕΕΝ 1997/260, ΑΠ 307/93 Δνη 35/1295, ΝοΒ 42/982, ΑΠ 1094/93 Δνη 35/1298, ΑΠ 733/93 Δνη 36/106, ΑΠ 582/93 Δνη 35/1100, ΑΠ 982/92 ΝοΒ 41/874, ΑΠ 1750/91 Δνη 34/592, ΑΠ 566/89 Δνη 32/96, ΑΠ 958/88 Δνη 30/1345, ΑΠ 1140/87 ΝοΒ 36/1603, ΑΠ 288/87 Δνη 29/365, ΑΠ 763/86 ΝοΒ 35/741, ΑΠ 992/86 ΝοΒ 35/1226 ΑΠ 416/75 ΝοΒ 23/1173, ΑΠ 912/75 ΝοΒ 24/254, ΑΠ 36/75 ΝοΒ 23/872, ΑΠ 432/71 ΝοΒ 19/1127, ΑΠ 559/68 ΝοΒ 17/165, ΑΠ 570/67 ΝοΒ 16/170, ΑΠ 29/68 ΝοΒ 16/395, ΑΠ 280/68 ΝοΒ 16/815, ΑΠ 710/64 ΝοΒ 13/485, ΑΠ 768/64 ΝοΒ 13/619, ΑΠ 7/67, 62/67, 235/67 ΝοΒ 15/636, 742, 990, ΑΠ 685/63).
Ι. ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ (ΑΚ 281)
Σύμφωνα με τα ανωτέρω η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος με την έκδοση Δ/γης Πληρωμής, δεν μπορεί εν προκειμένω να προβληθεί, λόγω της ύπαρξης του δεδικασμένου της ΑΠ 1219/2001. Αναφέρομαι βεβαίως στο «δικαίωμα» κατά το μέρος της απαίτησης που αφορά στο υπερβάλλον του νόμιμου. Για αυτό το (πέραν του νομίμου) δικαίωμα, η ΑΚ 281 δεν θα είχε εφαρμογή, διότι η προβολή της προϋποθέτει την ύπαρξη δικαιώματος γεγονός που στην ένδικη περίπτωση δεν υφίσταται, αφού – κατά την ουσιαστική θεωρία- έχει επέλθει η από το δεδικασμένο απόσβεση του δικαιώματος που η καθ’ ης λαθεμένα θεώρησε ως υπαρκτό, ενώ κατά τη θεωρία του αμάχητου τεκμηρίου πρόκειται για ανύπαρκτο δικαίωμα (το δεδικασμένο δεν δημιουργεί για την καθ ης το δικαίωμα εκ νέου).
Άρα ΑΝ η καθ ης εξακολουθεί να έχει νόμιμη εναντίον μου απαίτηση, αυτή θα πρέπει να διαμορφωθεί, όταν, από το ενσωματωμένο στη Δ/γη πληρωμής ποσό, αφαιρεθεί όποιο κονδύλιο προέρχεται από άκυρο ΓΟΣ.
Όμως, η ΣΥΝΟΛΙΚΗ άσκηση του «δικαιώματος» της καθ’ ης δηλαδή η άσκηση του καθ όσον αφορά τόσο το νόμιμο όσο και το παράνομο μέρος, που επιδιώκεται με την έκδοση Δ/γης πληρωμής ΚΑΙ ΟΧΙ α) με έκδοση Δ/γης πληρωμής χωρίς όμως τα κονδύλια που προκύπτουν τους από ΓΟΣ που με δύναμη δεδικασμένου έχουν κριθεί άκυροι ή β) με την άσκηση τακτικής αγωγής, συνάγεται ότι ασκείται άκρως καταχρηστικώς (κατ’ αρθ. ΑΚ 281), αφού η έκδοση Δ/γης συνιστά επαχθέστατη για εμένα συνέπεια, διότι τα στοιχεία της ταυτότητάς μου, θα εισαχθούν (για αυτή την οφειλή μου) στη βάση δεδομένων Σ.Ο.Σ (Σύστημα Οικονομικής Συμπεριφοράς) που τηρεί το Ν.Π με την επωνυμία «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ» με τις γνωστές συνέπειες.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος πρέπει να προκύπτει είτε από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, είτε από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η με την άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε ή η με αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών, όχι δε κατ` ανάγκη και αφόρητων, συνεπειών, θα πρέπει, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να μην είναι ανεκτή, ώστε, μετά και από αντιστάθμισή τους προς το συμφέρον που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί, να κρίνεται επιβεβλημένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος.
Εξάλλου, η ύπαρξη των άκυρων ΓΟΣ δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης, αλλά μόνον του μέρους στο οποίο επιδρούν, πλην όμως, εν προκειμένω συνάγεται ότι η σύναψη της σύμβασης δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος, οπότε η ακυρότητα μέρους επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης. Περαιτέρω η καθ’ ης δεσμεύεται από το δεδικασμένο, λόγος για τον οποίο ακυρώνεται η Δ/γη Πληρωμής (στο σύνολό της), χωρίς δηλαδή την κατ' ουσία έρευνα των κονδυλίων αυτής, αφού προσδίδει στην ακυρωτική απόφαση όχι ουσιαστικό περιεχόμενο αλλά τυπικό, δηλαδή πρόκειται για απόφαση που δέχεται την ανακοπή για τυπικούς λόγους (ύπαρξη δεδικασμένου).
Συμπερασματικά, η επαχθής συνέπεια της εισαγωγής του οφειλέτη στη βάση δεδομένων της Τειρεσίας ΑΕ ως συνέπεια της άσκησης καταχρηστικως του ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ δικαιώματος της καθ’ ης από άκυρη εν μέρει σύμβαση με έκδοση Δ/γης Πληρωμής δεν επέρχεται : α) αν η απόφαση επί της ανακοπής ακυρώσει στο σύνολό της τη Δ/γη Πληρωμής που εκδίδεται μετά από αίτηση που ενσωματώνει ΣΥΝΟΛΙΚΑ τόσο το νόμιμο όσο και το μη νόμιμο της απαίτησης ή β) αν ο δανειστής επιδίωκε μεν την έκδοση Δγης Πληρωμής από σύμβαση που -έχει από το Ακυρωτικό κριθεί ότι- εμπεριέχει άκυρους ΓΟΣ αλλά στην αίτηση προς έκδοση Δ/γης δεν περιλάμβανε ότι έχει κριθεί ως άκυρο, η γ) επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη της απαίτησης δια της άσκησης τακτικής αγωγής περιλαμβάνοντας σε αυτή όποιο κονδύλιο η καθ’ ης θεωρεί νομιζόμενο δικαίωμα.
Στην περίπτωση δηλαδή της άσκησης αγωγής, με την εκδοθησόμενη απόφαση θα μειωθεί η αρχική απαίτηση καθ’ ο μέρος αφορά τα ποσά που προκύπτουν από άκυρους ΓΟΣ, δίχως όμως να επέρχεται για τον οφειλέτη η επαχθέστατη συνέπεια της εισαγωγής των στοιχείων του στο Σ.Ο.Σ της Τειρεσίας ΑΕ .
Τέλος, συμπληρωματικά με τα ανωτέρω, η προηγούμενη γνώση του αιτούντος την έκδοση Δ/γης Πληρωμής περί της υπάρξεως δεδικασμένου καθώς και η γνώση των όρων αυτού και η παρά ταύτα ταυτόχρονη απεύθυνση αιτήματος προς το δικαστή για έκδοση Δ/γης Πληρωμής δίχως όμως με την αίτηση να περιορίζει την απαίτηση σύμφωνα με τους όρους του δεδικασμένου αλλά αντίθετα να ενσωματώνει κονδύλια που προκύπτουν από ΓΟΣ για το άκυρο των οποίων υπάρχει δεδικασμένο, συνιστά την κατ αρθ. 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
ΙΑ. ΑΚ288 ΚΑΙ ΑΚ388
Δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων, το εν λόγω περιστατικό πρέπει να είναι αντικειμενικά, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ουσιώδες, ενόψει του είδους, του περιεχομένου και του σκοπού της σύμβασης (αντικειμενικό κριτήριο).
Τα θεμελιώδη περιστατικά μπορεί να είναι γενικά, δηλαδή να αφορούν κάθε όμοια σύμβαση (π.χ. νομοθετική και νομισματική σταθερότητα - ΑΠ 598/1992, ΑΠ 678/1996 - ο τιμάριθμος, η ειρήνη, οι συνήθεις καιρικές συνθήκες, οι συνθήκες της αγοράς). Η μεταβολή των συνθηκών εκδηλώνεται στην πράξη υπό δυο κυρίως μορφές: Είτε α) ως αύξηση των προϋπολογισθέντων εξόδων παραγωγής ή προμήθειας ή εκτέλεσης της παροχής για τον οφειλέτη (π.χ. λόγω αύξησης της αξίας των πρώτων υλών για την κατασκευή του πωλούμενου πράγματος), είτε β) ως μείωση της πραγματικής αξίας της προσδοκώμενης από τον δανειστή προσόδου, δηλαδή συνήθως της χρηματικής αντιπαροχής (π.χ. λόγω υποτίμησης του νομίσματος).
Σύμφωνα με την ΑΚ 388, η μεταβολή των συνθηκών πρέπει να έλαβε χώρα μετά την κατάρτιση της σύμβασης. Σύμφωνα με την ΑΚ 388, η μεταγενέστερη μεταβολή των συνθηκών πρέπει να οφείλεται σε «λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν».
Έκτακτοι νέοι λόγοι που δεν επέρχονται κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και λοιπά (ΑΠ 1171/2004, ΑΠ 678/1097, ΑΠ 1138/1990) και ενδεικτικά αναφερόμενες περιστάσεις είναι πόλεμοι, επαναστάσεις, θεομηνίες, επιδημίες, η υποτίμηση του νομίσματος που ξεπερνά τις συνηθισμένες νομισματικές διακυμάνσεις, αιφνίδια αύξηση του τιμαρίθμου, απαγόρευση εξαγωγών κ.λπ. Το έκτακτο κρίνεται αντικειμενικά.
Τα γεγονότα αυτά πρέπει να είναι, επιπλέον, απρόβλεπτα για τους συμβαλλόμενους κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, σύμφωνα με τους κανόνες της συνήθους επιμέλειας, δηλαδή, δεν απαιτείται τα γεγονότα να χαρακτηριστούν ως ανωτέρα βία.
Η επέμβαση του δικαστή στη σύμβαση κατά το ΑΚ 388 προϋποθέτει ότι η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών προκάλεσε αιτιωδώς την υπέρμετρη επάχθεια της παροχής του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής. Αν η εκπλήρωση της παροχής από τον οφειλέτη καθίσταται δυσβάστακτη για αυτόν, σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη σύμφωνα με τις σύστοιχης αρχές της καλής πίστης και της επιείκειας, επιβάλλεται η αναπροσαρμογή ή λύση της σύμβασης (ΜΠρωτΚαβ 20/2001).
Δεν απαιτείται για την εφαρμογή της διάταξης η πρόκληση με βεβαιότητα οικονομικής καταστροφής του οφειλέτη σε περίπτωση εκπλήρωσης της παροχής, ούτε όμως αρκεί η απλή ζημία ή αντιμετώπιση δυσχερειών για την εκ μέρους του τήρηση της σύμβασης. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων γεννά, κατά την ΑΚ 388, διαπλαστικό δικαίωμα του θιγόμενου από την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών οφειλέτη να ζητήσει από το δικαστήριό την αναπροσαρμογή ή τη λύση της σύμβασης.
Σύμφωνα με τη διάταξη, η αναπροσαρμογή ή λύση της σύμβασης προϋποθέτει την έκδοση διαπλαστικής δικαστικής απόφασης. Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει το διαπλαστικό του δικαίωμα, είτε με διαπλαστική αγωγή ή ανταγωγή είτε κατ' ένσταση, δηλαδή με αυτοτελή αμυντικό ισχυρισμό κατά της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση της υποχρέωσης του από τη σύμβαση η καταδίκη του στην οφειλόμενη συμβατική παροχή.
Εν προκειμένω, ολόκληρος ο οικονομικός προγραμματισμός μου είχε δομηθεί με βάση τα οικονομικά δεδομένα προ της επελεύσεως της οικονομικής κρίσεως, περί της οποίας για πρώτη φορά έγινε από επίσημα χείλη λόγος το έτος 2009 (ομιλία του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εκδήλωση της έναρξης της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης). Μάλιστα, κατά τη φυσική και συνήθη εξέλιξη των πραγμάτων υπολόγιζα βάσιμα, σε διαρκώς βελτιούμενα και αυξανόμενα εισοδήματα, αφού αυτό συνέβαινε μέχρι τότε. Με τα δεδομένα αυτά, υπολόγιζα ότι θα μπορούσα να συνεχίσω να εξυπηρετώ τις υποχρεώσεις μου, έναντι των αντιδίκων, δίχως ποτέ να καταστώ υπερήμερος ή και να περιέλθω σε αδυναμία καταβολής των οφειλομένων.
Οι πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν προ της επελεύσεως της οικονομικής κρίσης, αποτελούν κατά την έννοια του νόμου, περιστατικά, στα οποία, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη των δανειακών συμβάσεων.
Ωστόσο από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, το Μάιο του 2010, το οποίο κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων με το Ν. 3845/2010, [ο οποίος ήδη κρίθηκε αντισυνταγματικός από τα Δικαστήρια της ουσίας δυνάμει της υπ’ αριθμ 599/2012 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στο πλαίσιο διενέργειας διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας του ανωτέρω Νόμου] ολόκληρος ο οικονομικός μου προγραμματισμός ανατράπηκε, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατο να καλύπτω τις απαιτήσεις των πιστωτών μου.
Το οικονομικό περιβάλλον μεταβλήθηκε εκ των υστέρων, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από εμένα και από τη μεταβολή αυτή η παροχή μου, υπό την ιδιότητά μου ως δανειολήπτη-καταναλωτή, ενόψει και της εξεταζόμενης αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής και δίχως την παραμικρή δική μου υπαιτιότητα.
Όλα τα παραπάνω, δεν αποτελούν αυθαίρετα συμπεράσματα εμού, της αιτούσης, αλλά αποδεικνύονται σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης από την από Ιουνίου 2012 έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (δηλαδή, από δημίσιο έγγραφο!), με τον τίτλο «EU Employment and Social Situation, Quarterly Review, June 2012», σύμφωνα με τα στοιχεία της οποίας, το 68% του πληθυσμού της χώρας ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή με εισόδημα κάτω από το 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος, ενώ την ίδια ώρα διαθέτει πάνω από το 40% του πενιχρού αυτού εισοδήματος για το ενοίκιο ή την αποπληρωμή στεγαστικού δανείου.
Ο αριθμός των αστέγων αυξάνεται δραματικά, η ανεργία είναι στα ύψη και δεν αναμένεται να μειωθεί, ενώ πολύ μεγάλο ποσοστό νέων είναι έτοιμο να εγκαταλείψει τη χώρα.
Οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 400.000 το πρώτο τρίμηνο του 2012 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2011. Το 64% των Ελλήνων ηλικίας 15-35 ετών (27% για περιορισμένο χρονικό διάστημα και 37% μακροπρόθεσμα) δηλώνουν έτοιμοι να εγκατασταθούν και να εργαστούν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Οι άστεγοι αυξήθηκαν κατά 25% σε σχέση με το 2009 και ανέρχονται σε τουλάχιστον 20.000 πολίτες.
Μάλιστα, στην Έκθεση υπογραμμίζεται ότι λόγω της κρίσης έχει αυξηθεί ο αριθμός των αστέγων με υψηλή μόρφωση που είχαν ικανοποιητικό βιωτικό επίπεδο, χωρίς ψυχολογικά προβλήματα ή προβλήματα εξάρτησης, οι οποίοι, πλέον, «δεν τα βγάζουν πέρα», έχοντας χάσει τη δουλειά τους.
Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει έρευνα του Χρηματιστηριακού αναλυτή, Διευθυντή της GSTA Ltd, WTAEC Ltd, Πάνου Παναγιώτου, σύμφωνα με την οποία, η Ελλάδα βιώνει την τρίτη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της σύγχρονης ιστορίας της ανθρωπότητας, έχοντας ξεπεράσει αυτή των ΗΠΑ, μετά το κραχ του 1929.
Όπως επισημαίνει ο ερευνητής, πηγαίνοντας πίσω, μέχρι το 1700μΧ, μόνο σε δυο άλλες περιπτώσεις έχουν υπάρξει μακροβιότερες υφέσεις: Από το 1980 έως το 1997 στη Λιβερία, μια χώρα της Δυτικής Αφρικής και από το 1989 μέχρι το 1997 στο Τατζικιστάν, μια χώρα στα σύνορα με το Αφγανιστάν (στοιχεία BBC UK).
Αμέσως μετά ακολουθεί η ύφεση της Ελλάδας, η οποία κατά το χρόνο συντάξεως και καταθέσεως της παρούσας, αναμένεται να συνεχιστεί τουλάχιστον για ένα χρόνο και πιθανόν για δυο ή και περισσότερα.
Δεν είναι, όμως, μόνο η διάρκεια της ελληνικής ύφεσης που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ αλλά και το κόστος της που είναι ασύλληπτο.
Πέρα από το γεγονός του αποκλεισμού της χώρας από τις αγορές, της αναδιάρθρωσης του χρέους της (μέσω του PSI) και της ανάγκης για πολυετή άντληση δανείων από την Τρόικα (δηλ την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ) με παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας (ενδεικτικά αναφέρεται το γεγονός, ότι το δίκαιο που διέπει τις δανειακές συμβάσεις αλλά και το πρόγραμμα της αναδιάρθρωσης του Ελληνικού χρέους –PSI- συμφωνήθηκε να είναι το Αγγλικό, με αποτέλεσμα η Ελληνική Πολιτεία να αποξενωθεί από τις προστατευτικές διατάξεις του Εθνικού Δικαίου, να παραιτηθεί αμετάκλητα και άνευ όρων και εν τέλει να απολέσει κάθε ασυλία της, ως υπαγόμενη στο State Immunity Act -1978- συμφωνώντας και σε παρέκταση της αρμοδιότητας των Δικαστηρίων του μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου), η χώρα έχει υποστεί μέχρι στιγμής αθροιστική μείωση του ΑΕΠ της κατά 20%.
Μόνο από τη μείωση αυτή του ΑΕΠ, τη μείωση της τιμής βασικών περιουσιακών στοιχείων (ακινήτων, αυτοκινήτων, μετοχών) και των τραπεζικών καταθέσεων, το κόστος ξεπερνά κατά πολύ το μισό τρισεκατομμύριο ευρώ.
Το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο κατά 200% του Ελληνικού ΑΕΠ. Το οικονομικό κόστος του σεισμού και του τσουνάμι που ακολούθησε στην Ιαπωνία το 2011 ήταν της τάξης του 4% του ΑΕΠ της χώρας εκείνης…
Επιπλέον, η Ελλάδα έχει βρεθεί στην 4η, πλέον, χειρότερη θέση στον κόσμο στην ανεργία. Χάνονται θέσεις εργασίας με τον ταχύτερο ρυθμό διεθνώς. Η χώρα έχει υποστεί την δεύτερη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών στην αγορά κατοικίας, τη μεγαλύτερη μείωση μισθών και συντάξεων διεθνώς, καταγράφει το μεγαλύτερο ρυθμό στο κλείσιμο επιχειρήσεων, τη μεγαλύτερη αύξηση στους δείκτες κοινωνικού και οικονομικού πόνου στα αναπτυγμένα κράτη, τη μεγαλύτερη αύξηση στο δείκτη απαισιοδοξίας, τη μεγαλύτερη αθροιστική πτώση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ως ποσοστό του ΑΕΠ, τη μεγαλύτερη αύξηση σε έμμεσους φόρους.
Η περιουσία του Έλληνα έχει υποστεί συντριπτικό πλήγμα. Η αγοραστική του δύναμη έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 50%. Ένας μισθωτός χρειαζόταν κατά μέσο όρο το 30% ενός μισθού για να αγοράσει 1000 λίτρα πετρέλαιο τη δεκαετία του 2000. Από την αυγή της νέας δεκαετίας μέχρι σήμερα απαιτείται πάνω από το 100% ενός μισθού για την αγορά 1000 λίτρων πετρελαίου θέρμανσης.
Από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, το Μάιο του 2010, το οποίο κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων με το Ν. 3845/2010, μέχρι σήμερα, οι άνεργοι έχουν αυξηθεί κατά περίπου 700.000, με κίνδυνο ο αριθμός της αύξησης να φτάσει στο 1 εκατομμύριο ανθρώπους, μέχρι το 2013, ανεβάζοντας το σύνολο των ανέργων στο 1,6 εκατομμύρια πολίτες.
Οι οικονομικές συνέπειες της εκτόξευσης της ανεργίας είναι τεράστιες. Η ανάγκη καταβολής επιδομάτων ανεργίας, η μείωση της αγοραστικής δύναμης τόσο για τον άνεργο όσο και για την οικογένειά του, η μείωση στα έσοδα του κράτους από φόρους και εισφορές, η απογείωση των ιδιωτικών πτωχεύσεων, η αδυναμία αποπληρωμής δανείων, κάλυψης ασφαλιστικών εισφορών, πληρωμής τελών και φόρων, είναι μερικές μόνο από αυτές τις συνέπειες.
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί το κοινωνικό κόστος από την ανεργία. Μελέτες αποδεικνύουν πως κάποια από τα προβλήματα που συνδέονται με την ανεργία είναι η αύξηση ασθενειών εξαιτίας αδυναμίας κάλυψης ιατρικών αναγκών, διατάραξη της ψυχικής υγείας των ανέργων, αύξηση περιστατικών ενδοοικογενειακής έντασης και βίας, ενίσχυση της κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, αύξηση της εγκληματικότητας, υποβάθμιση επιπέδου ζωής, υποβάθμιση επιπέδου μόρφωσης, ανασφάλεια, απαισιοδοξία κλπ.
Ιατρικές μελέτες συνδέουν την κρίση με την μείωση των γεννήσεων και του μέσου όρου ζωής, την αύξηση των θανάτων, των αυτοκτονιών και των λοιμώξεων.
Όπως επί λέξει γράφει ο αναλυτής, «Αν τα δυο πρώτα χρόνια του δεύτερου Μνημονίου προκαλέσουν αντίστοιχη βλάβη με αυτήν των δυο πρώτων ετών του πρώτου Μνημονίου, τότε το καλοκαίρι του 2014 η Ελλάδα θα μετρά 2,4 εκατομμύρια ανέργους και το κόστος από την απομείωση των περιουσιακών στοιχείων θα έχει ξεπεράσει το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ.
Σε μια τέτοια περίπτωση θα μιλάμε για οικονομική γενοκτονία των Ελλήνων.»
Τα γεγονότα αυτά διαπιστώνει ως βάσιμα, πλήρως αποδεδειγμένα και αληθή και η Πρόεδρος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου, η οποία στην υπ’ αριθμ 19/2013 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου, διαπιστώνει ότι «…μετά την ψήφιση και θέση σε εφαρμογή της λεγόμενης «μνημονιακής νομοθεσίας» (βλ. ν. 3845/2010-1ο Μνημόνιο και 47 εφαρμοστικά αυτού νομοθετήματα, ν. 4046/2012-2ο Μνημόνιο και 58 εφαρμοστικά αυτού νομοθετήματα, ν. 4093/2012-3ο Μνημόνιο και 20 εφαρμοστικά αυτού νομοθετήματα), τα ειδικά μισθολόγια -τα οποία απαρτίζουν το 1/3 της δαπάνης για μισθούς του δημοσίου, κατά τα αναγραφόμενα στο Παράρτημα V-1 του ν. 4046/2012- μειώθηκαν σε ποσοστά έως και 35% (ν. 4093/2012), με αντίστοιχες μειώσεις και στους συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων από 14-2-2012 (σχετική η 6/28-2-2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 4046/2012), οι νέοι μισθοί στο δημόσιο έχουν διαμορφωθεί σε 780 € μικτά μηνιαίως (για το νεοδιοριζόμενο ΥΕ) (βλ. ν. 4024/2011), στον ιδιωτικό τομέα έχουν διαμορφωθεί σε 417 € καθαρά για τον εργαζόμενο έως 25 ετών (μικτά 510,95 €), σε 586 € μικτά για τον εργαζόμενο άνω των 25 ετών, το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη ανέρχεται σε 22,8 € μικτά για τον εργαζόμενο έως 25 ετών, σε 26,18 € (έναντι του 33,5 € που ίσχυε έως τότε) για τον εργαζόμενο άνω των 25 ετών και η κατώτατη σύνταξη ανέρχεται σε 487 €. Παράλληλα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) το 2009 ανήλθε σε 94, το 2012 σε 75,2 και το 2013 σε 71,9 (Πηγή Ευρωπαϊκή Επιτροπή), σύμφωνα δε με την από 2-11-2012 μελέτη της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) σχετικά με τις Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα, το 27,7% των Ελλήνων βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ η Ελλάδα είναι η δεύτερη σε φτώχεια χώρα της Ευρώπης και το ποσοστό της ανεργίας της έχει διαμορφωθεί σταθερά άνω του 26% (βλ. σχετική έκθεση περί της ανεργίας στην Ελλάδα της ΕΛΣΤΑΤ). Τέλος, η διεύρυνση και επιβάρυνση της φορολογικής βάσης, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο και διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος, με σειρά νομοθετημάτων (ενδεικτικώς, άρθρο 4 του ν. 3845/2010 για αύξηση του ΦΠΑ από 19% σε 23%, από 9% σε 11%, αύξηση 15% της βενζίνης, επιβολή του ειδικού τέλους του ν. 4091/2011, επαναφορά τεκμηρίων διαβίωσης στα αυτοκίνητα και τα ακίνητα, άρθρο πρώτο παρ. Ε-2-7 του ν. 4093/2012 για αύξηση του φόρου κατανάλωσης βιομηχανοποιημένων καπνών κατά 10%, άρθρο 38 του ν. 3986/2011 για επιβολή της εισφοράς αλληλεγγύης) έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της φοροδοτικής ικανότητας του πληθυσμού (σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατά το 2011 τα συνολικά φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα, έφθασαν στο 31% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, ενώ το 2013 θα ανέλθουν στο 36,4% του ΑΕΠ), ενώ από πρόσφατα στοιχεία του ΔΝΤ το δημόσιο χρέος δεν θα είναι βιώσιμο και διαχειρίσιμο ούτε και το έτος 2020 (που θα ανέλθει στο 129,36% του ΑΕΠ, βλ. πίνακα Εκτίμηση εξέλιξης του δημόσιου χρέους 2008-2035, πηγή OECD, Economic Survey of Greece 2011)…»
Η, συνεπεία των ανωτέρω, δραστική συρρίκνωση των μηνιαίων εισοδημάτων μου, σε συνδυασμό με τα αναφερθέντα αντικειμενικά γεγονότα, καθώς επίσης και σε συνδυασμό με το διαρκώς αυξανόμενο ύψος των απαιτήσεων της αντιδίκου ενόψει της ανεπίτρεπτης εκμετάλλευσης των περί αλληλόχρεου λογαριασμού διατάξεων, με σκοπό τον πορισμό ανεπίτρεπτων ωφελημάτων, ενόψει της αδιάλειπτης τοκοφορίας των απαιτήσεών της αλλά και της διαρκούς κεφαλαιοποίησης και λογιστικοποίησης των παραγόμενων τόκων ακόμα και επί δημοσιονομικών εισφορών (!!!), σε συνδυασμό με το διαρκώς αυξανόμενο κόστος ζωής, τη διαρκώς αυξανόμενη (αν και αντισυνταγματική) φορολογία αλλά και από την άλλη πλευρά, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης καλύψεως των στοιχειωδών αναγκών της διαβίωσής μας, εντός των ορίων που θέτει το Σύνταγμα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ν. 53/1979) και το Διεθνές Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (19-12-1966, που κυρώθηκε με τον Ν. 1532/1985, ΦΕΚ Α 45), ως μέσων συνετών ανθρώπων, μετέτρεψε τις μέχρι τότε κανονικά εξυπηρετούμενες απαιτήσεις σε επαχθή οικονομικά βάρη τα οποία, πλέον αντικειμενικά και ανυπαιτίως αδυνατώ να εξυπηρετήσω από λόγους τους οποίους, ούτε μπορούσα να προβλέψω, ούτε να αποτρέψω.
Ως εκ τούτου δικαιούμαι και ήδη ζητώ από το Δικαστήριο να αναγάγει τις υποχρεώσεις μου στο νόμιμο μέτρο, που αρμόζει αφαιρουμένων όλων των παρανόμων χρεώσεων από παράνομους άλλως άκυρους ως καταχρηστικούς ΓΟΣ, καθώς και εκ των συνθηκών, συνυπολογίζοντας τις συνολικές μέχρι τούδε καταβολές μου και να αποφασίσει τη μείωση των όλων των πιστώσεων, εξ αυτής της αιτίας, τουλάχιστον κατά το μέρος της αντίστοιχης μειώσεως του ελληνικού ΑΕΠ, όπως αυτό αναφέρεται ανωτέρω, ήτοι κατά τουλάχιστον 20% και με την επιφύλαξη περαιτέρω μειώσεως, τόσο του ΑΕΠ, όσο και των εισοδημάτων μου, άλλως, να αποφασίσει τη λύση όλων των συμβάσεων κατά το μέρος που επιδιώκεται η ικανοποίηση αισχροκερδών απαιτήσεων, άλλως να αναγνωριστεί ότι εκτελέστηκαν σε βάρος μας παρανόμως συμβατικοί όροι ευθέως παράνομοι, άλλως άκυροι ως καταχρηστικοί, επερχομένης, κατ’ αυτό τον τρόπο, απόσβεσης των υποχρεώσεων παροχής που πηγάζουν από τις προσβαλλόμενες συμβάσεις, κατά το υπερβάλλον μέρος, άλλως κατά το παράνομο μέρος, άλλως κατά το άκυρο ως καταχρηστικό μέρος των εξεταζομένων συμβάσεων, για όσους λόγους ήδη αναφέρθηκαν και για όσους θα προστεθούν με ειδικό δικόγραφο αλλά και στη συζήτηση της παρούσας.
ΙΒ. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΜΟΥ
Αναφορικά με το ορισμένο των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ακόμα και στην αδόκητη περίπτωση κατά την οποία ήθελε θεωρηθεί ότι, έπρεπε να αναφερθούν ειδικότερα προσβαλλόμενα κονδύλια, επισημαίνεται ότι δεν απαιτείται καμία τέτοια ειδικότερη αναφορά, ιδίως των επιμέρους κονδυλίων, καθόσον, εν προκειμένω, τα επιμέρους κονδύλια ήδη με την έκδοση της ανακοπτομένης έχασαν την αυτοτέλειά τους και συνεπώς, ως εντασσόμενα στο συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο, μας χορηγούν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουμε ολόκληρο το αμφισβητούμενο ποσό της διαταγής πληρωμής.
Αλλά και σε αντίθετη περίπτωση, πάλι δεν απαιτείται η ειδικότερη αναφορά κονδυλίων των δανειακών λογαριασμών, διότι σε αυτή την περίπτωση θα επρόκειτο για ανατροπή της αρχής της ισότητας των όπλων στην πολιτική δίκη, καθόσον η αντίδικος μπόρεσε και επικαλέστηκε το σύνολο της απαίτησης, δίχως να προτείνει τα επιμέρους κονδύλια και εν τέλει, πέτυχε την έκδοση της ανακοπτομένης, κρινομένου του σχετικού ισχυρισμού της ως ορισμένου, ενώ εγώ, προτείνοντας τον ίδιο ισχυρισμό αντιστρόφως, υπόκειμαι τον κίνδυνο να κριθεί αυτός ως αόριστος, αν και προτείνω τον ίδιο ισχυρισμό με αντίστροφο πρόσημο!
Ώστε, είναι απολύτως ορισμένος ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος, εφόσον κρίθηκε ως ορισμένη και η αίτηση της αντιδίκου, η οποία δεν ανέφερε επιμέρους κονδύλια και επ’ αυτής εξεδόθη η ανακοπτομένη, η οποία, ομοίως, δεν αναφέρει τα επιμέρους κονδύλια.
Εξάλλου, εάν ο ισχυρισμός μου ήθελε θεωρηθεί ως αόριστος, τότε εξίσου αόριστη είναι και η ανακοπτομένη, κατά το μέρος που δεν αφενός δεν προβαίνει σε αυτεπάγγελτο έλεγχο της νομιμότητας των ΓΟΣ, ή έστω, δεν αναφέρει τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου, και περαιτέρω δεν αναφέρει επιμέρους κονδύλια, ενώ στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι συντρέχει και περίπτωση αρνήσεως του δικαιώματός μου περί της ανταποδείξεως και επηρεάζεται συνολικώς η αποδεικτικότητα με έγγραφα, ενόψει ακριβώς ελλείψεως των εν λόγω κονδυλίων στην ανακοπτομένη.
Εν τέλει, καθίσταται προφανές από την επίδικη δανειακή σύμβαση και από όλες τις μεταγενέστερες πράξεις, που αποδεικνύονται σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, ότι πλήττεται συνολικώς το φερόμενο ως απαιτητό κεφάλαιο από την έναρξη της λειτουργίας της ενδίκου συμβάσεως μέχρι και σήμερα, απομένει δε στο Δικαστήριο της ουσίας ο απλός μαθηματικός υπολογισμός, γεγονός που κατά πάγια νομολογία, καθιστά την υπό κρίση ανακοπή μας απολύτως ορισμένη.
Αλλά ακόμα και στην αδόκητη εκείνη περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας δε θα εδύνατο να προβεί στον απλό αυτό μαθηματικό υπολογισμό, τότε θα ήταν προφανές, ότι, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, ούτε κι εγώ θα μπορούσα να προβώ, κατά τρόπο αναλυτικό, στους ακριβείς υπολογισμούς προς διακρίβωση του τρόπου που οι ανωτέρω χρεώσεις επενέργησαν στο πληττόμενο με την παρούσα συνολικό ύψος της αμφισβητούμενης οφειλής (καθόσον σε μια τέτοια περίπτωση θα υποχρεωνόμουν με απόφαση δικαστηρίου στα αδύνατα…), τούτο δε ενδεχομένως, διότι, στην περίπτωση αυτή πιθανόν να απαιτούνταν, λόγω του πλήθους των κονδυλίων και του πολύπλοκου των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές γνώσεις της επιστήμης, λόγος για τον οποίο η συνήθης πρακτική των δικαστηρίων είναι να διατάσουν (κατ’ άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ) τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προς διακρίβωση του ακριβούς ύψους της οφειλής (σύμφωνα πάντοτε με το διατακτικό της απόφασης).
Συνεπώς, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να υπάρξει αοριστία του δικογράφου και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός, όντας απολύτως ορισμένος και βάσιμος προτείνεται ενώπιον του αξιοτίμου Δικαστηρίου Σας προκειμένου για την ακύρωση και την εξαφάνιση της ανακοπτομένης.
Επειδή η ανακοπτόμενη παραβιάζει πλειάδα διατάξεων, όπως αναφέρονται παραδειγματικά
α) αρ 12 παρ 2 του Νόμου 2601/1998
β) αρ 2 παρ 6 & 7 εδ λ του Νόμου 2251/1994
γ) ΥΑ Ζ1-798 (ΦΕΚ Β 1353/11-7-2008)
δ) ΥΑ Φ1-983/1991 (ΦΕΚ Β 172/21-3-1991)
ε) Οδηγία 48/2008/ΕΚ (άρ 21 παρ 3) η οποία αντικατέστησε την 87/102/ΕΟΚ
στ) Οδηγία 93/13/ΕΟΚ
Επειδή επικαλούμαι την πάγια δικαστηριακή νομολογία, η οποία έχει κρίνει επί των ανωτέρω ζητημάτων, τα οποία θέτω σε γνώση Σας και προκειμένου να υπαχθούν στη δικαστική βάσανο και τα οποία έχουν νομολογηθεί επί αγωγών που ήγειραν ενώσεις καταναλωτών.
Επειδή δικαιούμαι και ήδη ζητώ την επέκταση της ισχύος του δεδικασμένου των αποφάσεων αυτών, το οποίο αναπτύσσει ισχύ έναντι πάντων, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.2251/1994 σε συνδυασμό με την Ζ1-798/2008 ΥΑ (ΦΕΚ Β/1353/11-7-2008), όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει στο παρόν, την ΣτΕ 1210/2010, με την οποία κρίθηκε νόμιμη η ανωτέρω Υπουργική Απόφαση, καθώς και το σύνολο των Κοινοτικών Οδηγιών, των Νόμων και των Υπουργικών Αποφάσεων που έχουν ταχθεί για την προστασία των καταναλωτών.
Επειδή επικαλούμαι τις αποφάσεις αυτές και όλως ενδεικτικώς αναφέρω τις κάτωθι:
α) ΟλΑΠ 8/1998
β) ΟλΑΠ 9/1998
γ) ΕφΠατρ 143/2008
δ) ΟλΣτΕ 1210/2010
ε) ΟλΑΠ 1219/2001
στ) ΕφΑθ 5101/2011
ζ) ΑΠ 430/2005
η) ΕφΑθ 5253/2003
θ) ΠολΠρΑθ 961/2007
ι) ΜονΠρωτΚορ (ασφ) 989/2012
ια) ΜονΠρωτΚορ (ασφ) 175/2013
Επειδή με βάση όλα παραπάνω δέον όπως η προσβαλλόμενη με την παρούσα Διαταγή Πληρωμής ακυρωθεί άλλως εξαφανισθεί.
Επειδή η παρούσα Ανακοπή μου ασκείται νόμιμα και εμπρόθεσμα .
Επειδή είναι βάσιμοι όλοι οι ισχυρισμοί της παρούσης λόγος για τον οποίο η Διαταγή Πληρωμής είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού όλοι οι ισχυρισμοί και οι ενστάσεις προσβάλουν το κύρος αυτής στο σύνολό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα και με την ρητή επιφύλαξη όλων των νομίμων δικαιωμάτων μου
ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η παρούσα υπό κρίση Ανακοπή καθ όλο αυτής το αιτητικό.
Να ακυρωθεί και να εξαφανισθεί η υπ’ αριθ. …/… Διαταγή Πληρωμής του ………οδικείου … και η από …-…-… επιταγή προς πληρωμή της Διαταγής αυτής.
Να καταδικασθεί η καθ’ ης στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξουσίου μου δικηγόρου.
Κόρινθος, …-…-2013
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος
ΑΝΑΚΟΠΗ
…
ΚΑΤΑ
Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…», που εδρεύει στ… …, οδός …, αριθμός … και εκπροσωπείται νόμιμα..
ΚΑΙ ΚΑΤΑ
1. Της υπ’ αριθ. …/20… Διαταγής Πληρωμής του …οδικείου ….
2. Tης από …-…-20… επιταγής προς πληρωμή του Δικαστηρίου τούτου
________________________________________
Κατά της αντιδίκου ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας νόμιμα, ασκώ την παρούσα ανακοπή μου, αιτούμενος να αναγνωριστεί η ακυρότητα της υπ’ αριθμ …/… Διαταγής Πληρωμής του …οδικείου … και της από …-…-… επιταγής προς πληρωμή, για τους κάτωθι νόμιμους, βάσιμους και αληθείς λόγους καθώς και για όσους άλλους θα επικαλεστώ στο μέλλον, δια ειδικού δικογράφου ή όπως παραδεκτώς ο Νόμος ορίζει και ειδικότερα:
ΕΙΣΑΓΩΓΗ :
Δυνάμει της από …-…-…… ιδιωτικής συμβάσεως χορηγήθηκε σε εμένα πίστωση μέχρι του ποσού των … χιλιάδων ευρώ (….000€). Εν συνεχεία υπεγράφη η υπ’ αριθ. …/…-…-… σύμβαση-πρόσθετη πράξη, με ανοιχτό αλληλόχρεο που καταρτίστηκε στο υποκατάστημα … μεταξύ εμού και της αντιδίκου. Περαιτέρω υπεγράφησαν η με αριθ. …/…-…-… αυξητική σύμβαση με την οποία συμφωνήθηκε αύξηση του ορίου της σύμβασης κατά ….000€ ανερχόμενου πλέον του ποσού στις … χιλιάδες ευρώ (….000€) και η από …-…-… πρόσθετη πράξη ρύθμισης του χρηματοδοτικού προϊόντος.
ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ:
Α1. ΕΠΙΤΟΚΙΟ ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΜΕΝΟ ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ 360 ΗΜΕΡΩΝ (Όρος …)
Ο Γ.Ο.Σ. που προβλέπει, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής.
Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ. 3 ΑΚ. Η αντίδικος διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον -όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών- για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας.
Τούτο ιδίως σε μία εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της κοινοτικής οδηγίας 98/7/Ε.Κ. που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο, με την ΚΥΑ 21-178/13.2.2001 (ΦΕΚ Β 255/8.3.2001) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου. (ΑΠ 430/2005)
Α2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Β1. ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ (Όρος …)
Σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ υπ` αριθ. 2286/28-1-1994 που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθ. 1 του Ν. 1266/1982 σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι` αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και ν` αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Ετσι η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281).
Ενόψει των ανωτέρω γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεώς του στο άρθ. 2 παρ. 7 περ. ια` του Ν. 2251/1994 όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή - πελάτη. Γι` αυτό και η 2286/28-1-1994 Πράξη Διοικητή Τράπεζας Ελλάδος, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, όρισε ότι, «τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τη δανείστρια Τράπεζα, με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν». Επομένως, ο συμβατικός τόκος που θα καθορίζεται εκάστοτε από την Τράπεζα και με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός, σε περίπτωση τμηματικών εξοφλήσεων, δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ισχύοντα κάθε φορά νόμιμο τόκο. (ΑΠ 1219/2001)
Β2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Γ1. ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ (Όρος …)
Η αντίδικος χρησιμοποιεί στον όρο … κριτήρια που θα της επιτρέψουν να μη μεταβάλει το συμβατικό επιτόκιο σε κάθε μεταβολή του παρεμβατικού επιτοκίου τον «…», το «…» και τις «…».
Η διατύπωση των προαναφερόμενων κριτηρίων, ως προς το σκέλος που η μη μεταβολή του επιτοκίου, ακόμα κι αν μεταβληθεί το επιτόκιο αναφοράς, οδηγήσει στη μη μείωση του συμβατικού επιτοκίου σε περίπτωση μείωσης του επιτοκίου αναφοράς, υπάγεται στις περιπτώσεις των per se καταχρηστικών όρων της διάταξης της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 και συγκεκριμένα στις περιπτώσεις ε και ια (δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης της σύμβασης χωρίς ορισμένο ειδικό και σπουδαίο λόγο και αοριστία τιμήματος αντίστοιχα), όπως επίσης παραβιάζει και την αρχή της διαφάνειας, η οποία οδηγεί σε ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων σε βάρος του καταναλωτή, αφού τα εν λόγω κριτήρια είναι αόριστα, με αποτέλεσμα να μην εξειδικεύεται ούτε να αποσαφηνίζεται το περιεχόμενο των όρων «κίνδυνος της αγοράς», «γενικότερος προϊοντικός κίνδυνος» και «συνθήκες της αγοράς και του ανταγωνισμού» ούτε αιτιολογείται για ποιο λόγο αυτά τα κριτήρια επιτρέπουν τέτοιο δικαίωμα στην αντίδικο, με αποτέλεσμα το σκέλος αυτό του όρου να είναι καταχρηστικό ως αντίθετο στις περιπτώσεις ε και ια της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994, όπως προαναφέρθηκε, αλλά και της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, αφού επέρχεται σημαντική ανισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων σε βάρος του καταναλωτή, από το δικαίωμα που επιφυλάσσεται στην αντίδικο με την επίκληση αδιαφανών και αόριστων κριτηρίων να μη μειώνει το συμβατικό επιτόκιο, ακόμα κι αν μειωθεί το επιτόκιο αναφοράς.
Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα και τη διάψευση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, ο οποίος εύλογα πιστεύει ότι το επιτόκιο, με την πάροδο του χρόνου, θα κυμαίνεται αυξητικά ή πτωτικά βάσει των συνθηκών της αγοράς (βλ. ΑΠ 430/2005, όπ.π. και ΠολΠρωτΑθ 961/2007).
Δ1. ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ (Όρος …)
Στην περίπτωση που η εξόφληση του αναλαμβανομένου ποσού γίνεται με δόσεις ή προθεσμία, πρόκειται για σύμβαση ανοίγματος πίστωσης, που έχει το χαρακτήρα δανείου (ΑΠ 1116/1996, ο.α.). Σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 1 της 1969/8-8-1991 ΠΔ/ΤΕ, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του ν.1266/1982 (ΦΕΚ 131/Α/29-8-1991), «απαγορεύεται η είσπραξη προμήθειας στα δάνεια, των οποίων το επιτόκιο ορίζεται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα».
Στη ρύθμιση αυτή δεν εισάγει εξαίρεση τη ΕΝΠΘ 524/1993, με την οποία προστέθηκε στο "Παράρτημα" της πιο πάνω ΠΔ/ΤΕ περίπτωση "Θ". Με αυτή απλά διευκρινίζεται ότι από τα επιτρεπόμενα, με βάση την ανωτέρω 1969/1991 ΠΔ/ΤΕ, έξοδα, τέλη, φόροι και προμήθειες κοινοπρακτικών δανείων, που μόνο κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η είσπραξη, πρέπει να περιλαμβάνονται στην ανάλυση του μηνιαίου λογαριασμού που αποστέλλουν οι πιστωτικοί φορείς στους κατόχους πιστωτικών καρτών και όχι ότι επιτρέπεται ελεύθερα η είσπραξη προμήθειας για κάθε ανάληψη μετρητών όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα.
Ο παραπάνω όρος είναι άκυρος τόσο λόγω αντιθέσεώς του στο άρθ. 1 της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 κατ` εφαρμογή προδήλως του άρθ. 178 ΑΚ όσο και λόγω αντιθέσεως στο άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 γιατί προκαλείται στον πελάτη σύγχυση για το τι καλύπτει ο τόκος και η προμήθεια. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται αδιαφάνεια, μη συγκρισιμότητα με αντίστοιχες παροχές άλλων τραπεζών και μη ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού. (ΑΠ 1219/2001)
Δ2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Ε. ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΜΕΤΑΚΥΛΙΣΗ, ΚΕΦΑΛΑΙΟΠΟΙΗΣΗ, ΤΟΚΟΓΟΝΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΙΣΦΟΡΑΣ ΤΟΥ Ν.128/1975 (Όρος …)
Ε1. Κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, που αφορά τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων αναγερομένων στη λειτουργία του χρηματοδοτικού συστήματος, από το έτος 1976, επιβάλλεται εισφορά, που βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, υπέρ του κοινού λογαριασμού για την επιστροφή σε εξαγωγικές επιχειρήσεις διαφορών τόκων. Ο λογαριασμός αυτός δημιουργήθηκε στην Tράπεζα της Ελλάδος κατ` εφαρμογή της από 19.3.1962 μεταξύ των Τραπεζών σύμβασης, η οποία εγκρίθηκε με την 1265/12/1962 απόφαση της Νομισματικής Eπιτροπής, τροποποιήθηκε δε και συμπληρώθηκε με την από 30.1.1969 διατραπεζική σύμβαση [που εγκρίθηκε με την 1520/17/18.2.1969 απόφαση της ίδιας Eπιτροπής]. Η εισφορά αυτή βαρύνει τα πάσης φύσεως πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης και της Τράπεζας της Ελλάδος, και ανέρχεται «σε ποσοστό ένα [1] επί τοις χιλίοις ετησίως επί του μέσου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζα, ως και πρός το Δημόσιον, πλήν των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή oφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των τραπεζών συμβάσεως συμφωνηθεισών εισφορών» [βλ. ΟλΑΠ 35/1997 ΕλλΔνη. 38. (1997). 1530].
Εξάλλου, στην παράγραφο 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997 [ΦΕΚ Α154], το οποίο ρυθμίζει το ζήτημα της ίδιας εισφοράς στις περιπτώσεις των δανείων που χορηγούνται από τα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού ορίζεται ότι: «Η εισφορά αυτή [εννοεί του Ν. 128/1975] επιβάλλεται και επί των δανείων σε δραχμές και συνάλλαγμα και των ισοδυνάμου αποτελέσματος συμβάσεων από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα προς υποβολή φορολογικής δήλωσης. Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για την απόδοση της εν λόγω εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος».
Από τη σαφή γραμματική διατύπωση των ανωτέρω διατάξεων, λοιπόν, σαφώς συνάγεται ότι η ανωτέρω εισφορά του Ν. 128/1975 βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα, και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες καταναλωτές αυτών. Τούτο αβίαστα συνάγεται καταρχήν από την ίδια τη γραμματική διατύπωση των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975, στην οποία ρητά ορίζεται ότι: «επιβάλλεται εισφορά, που βαρύνει τα πάσης φύσης πιστωτικά ιδρύματα υπέρ του κοινού λογαριασμού», δηλαδή τούτο καταρχήν με σαφήνεια προκύπτει από τη χρησιμοποιούμενη διατύπωση του νόμου που ορίζει ότι υπόχρεα για την εν λόγω εισφορά είναι τα πιστωτικά ιδρύματα. Πρόκειται δε περί ηθελημένης νομοθετικής ρύθμισης και όχι περί γνησίου κενού, που θα δικαιολογούσε με ανάλογη ερμηνεία της άνω διάταξης του νόμοο [1 και 3 του Ν. 128/1975] τη μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στους δανειοδοτούμενους, αφού στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης θέλησε τούτο το ορίζει ρητά, ήτοι στην περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997, με την οποία επιβάλλεται η υποχρέωση καταβολής της εισφοράς αυτής και στα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, ορίζεται ρητά ότι: «Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος για την απόδοση της εν λόγω εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος».
Η υποχρέωση, δηλαδή, αποκλειστικά και μόνο των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα, για την καταβολή της εν λόγω εισφοράς του Ν. 128/1975 και η απαγόρευση της μετακύλισης της εν λόγω εισφοράς στους δανειοδοτούμενους, προκύπτει σαφέστατα και κατ` αντιδιαστολή από την ως άνω διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 22 του Ν. 2515/1997. Συνεπώς, ο χρησιμοποιούμενος όρους της επιδίκου συμβάσεως, που καταρτίζει η αντίδικος Τράπεζα με τους δανειοδοτουμένους πελάτες της, γενικός όρος συναλλαγών, σύμφωνα με τον οποίο προσαυξάνεται το όριο του επιβαλλομένου επιτοκίου του εν λόγω δανείου με την εισφορά του Ν. 128/1975, κατά ποσοστό 0,12%, σαφώς αντίκειται στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 αυτού [Ν. 128/1975]. (ΕφΑθ 5253/2003)
Ε2. Στην παρ. 3 του άρθρου Ι του ν. 128/1975 ορίζεται ότι «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τράπεζας της
Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω Ι του παρόντος λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστόν ένα (1) τοις χιλίοις ετησίως επί του μόνου ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αυτή ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Στην παρ. Ι του ίδιου άρθρου εξάλλου, στην οποία αναφέρονται τα προηγούμενα, προβλέπεται άνοιγμα κοινού λογαριασμού στην Τράπεζα της Ελλάδος, για επιστροφή διαφορών τόκων σε εξαγωγικές επιχειρήσεις.
Στην ίδια παράγραφο αναφέρεται ακόμη ότι ο λογαριασμός αυτός δημιουργήθηκε με σύμβαση μεταξύ των Τραπεζών στις 19 Μαρτίου 1962 και αργότερα στις 30.1.1969 και εγκρίθηκε με τις αποφάσεις 1265/1962 και 1520/1969, αντίστοιχα της νομισματικής επιτροπής, οι οποίες εγκρίθηκαν από το υπουργικό συμβούλιο.
Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει ότι η παραπάνω εισφορά δεν αποτελεί φόρο, προμήθεια ή έξοδο των τραπεζών, έτσι ώστε να είναι δυνατή η μετακύλιση της στους δανειολήπτες, αλλά προσαύξηση συμβατικής μεταξύ των τραπεζών υποχρέωσης λόγω των προαναφερόμενων συμβάσεων που κατήρτισαν στις 19.3.1962 και 30.1.1969. Πέραν αυτού, στην παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 2515/1997, που ρυθμίζει την ίδια εισφορά στις περιπτώσεις των δανείων που χορηγούνται από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού, ορίζεται ότι «η εισφορά αυτή (ν. 128/1975) επιβάλλεται και επί των δανείων σε δραχμές και συνάλλαγμα και των ισοδυνάμου αποτελέσματος συμβάσεων από πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα προς υποβολή φορολογικής δήλωσης. Στην περίπτωση αυτή υπόχρεος προς απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειοδοτούμενος». Ο διαχωρισμός του νόμου είναι εύλογος στην περίπτωση αυτή, διότι τα πιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού δεν δεσμεύονται από τις προαναφερόμενες συμβάσεις μεταξύ των τραπεζών, που αποτέλεσαν τη βάση της ρυθμίσεως. Από το σύνολο των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η εισφορά αυτή του ν. 128/1975 βαρύνει τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα και σε καμία περίπτωση τους δανειολήπτες πελάτες αυτών.
Έναντι του δικαιούχου της εισφοράς (Τράπεζας της Ελλάδος) υπόχρεος για την καταβολή είναι το πιστωτικό ίδρυμα και όχι ο δανειοδοτούμενος. Και βέβαια είναι δυνατή η διά συμβάσεως ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της σχετικής υποχρεώσεως (361,471 επ. ΑΚ), όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για αναδοχή χρέους στην περίπτωση αυτή, αφού απαιτείται σύμβαση μεταξύ του δανειστή (Τράπεζα Ελλάδος) και του τρίτου, αλλά μόνο για απλή υπόσχεση ελευθερώσεως (478 ΑΚ). Η σύμβαση αυτή όμως είναι αιτιώδης, σε αντίθεση με τη σωρευτική ή τη στερητική αναδοχή χρέους (Γεωργιάδης Απόστολος, Ενοχικό δίκαιο, γενικό μέρος, σ. 444, Κρητικός, σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, άρθρο 478, αρ. 2), σε κάθε περίπτωση δε υπόκειται σε έλεγχο μέσω των γενικών ρητρών του ΑΚ, ιδίως των άρθρων 174 και 281 (βλ. Σταθόπουλος σε ΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου, 361,15).
Έτσι, στην περίπτωση της εισφοράς του ν. 128/1975 η συμφωνία ελευθερώσεως είναι άκυρη αν δεν προβλέπεται από τη σύμβαση αιτία (causa) επιδόσεως (acyurirendi, credenti) ως προς τη συγκεκριμένη παροχή (βλ. 124/2007 ΕφΛαμίας και Παπαντωνίου, Γενικές αρχές, 1983, σ. 280 και με άλλη αιτιολογία ως προς τη θεμελίωση του παράνομου, ΕφΑΘ 5253/2003, ΕΕμπΔ 2003.643, ΕφΑΘ 1431/2004 ΕΕμπΔ 2004.591, ΝοΒ 2005.91).
Ε3. ΥΠΑΓΩΓΗ:
Σύμφωνα με τον Όρο υπ’ αριθμ. …, στην περίπτωση που ο Πιστούχος δεν καταβάλλει εμπροθέσμως οποιοδήποτε ποσό που οφείλει δυνάμει της συμβάσεως, καθίστανται, χωρίς άλλη ενέργεια κανενός, ληξιπρόθεσμες και απαιτητές τυχόν καθ' οιονδήποτε τρόπο κανονισθείσες τμηματικές καταβολές, αυτός δε υπερήμερος, από την επομένη της ημέρας κατά την οποία ήταν πληρωτέο το ποσό αυτό και οφείλει, απ' αυτής, τόκους υπερημερίας καθώς και τόκους επ' αυτών, επί του συνόλου της οφειλής.
Το «ποσό αυτό», περιλαμβάνει κατά τα ανωτέρω «οποιοδήποτε ποσό» και άρα περιλαμβάνει και τους φόρους όπως είναι η εισφορά του Ν. 128/1975. Σύμφωνα όμως με το περιεχόμενο του ως άνω Όρου, για το «ποσό αυτό», θα οφείλονται «τόκοι υπερημερίας» καθώς και «τόκοι επ' αυτών». Αποδεικνύεται από αυτά, ότι η αντίδικος επέβαλε ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975.
Περαιτέρω, ο ανατοκισμός της εισφοράς του ν. 128/1975 ΔΕΝ είναι νόμιμος, εφόσον τόσο κατά το προϊσχύον (βλ άρθρο 8 περ. 6 ν. 1083/80 και την υπ` αριθμ. 289/80 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής) όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (ν. 2601/98 άρθρο 12,2789/2000 άρθρο 30,2783/2000 άρθρο 47,2912/2001 άρθρο 42 και 3259/2004 άρθρο 39) ανατοκισμός επιτρέπεται και μόνον των καθυστερούμενων τόκων και όχι φόρων, εισφορών ή άλλων προμηθειών (ΕφΛαμ 124/2007, ΠολΠρΑΘ 7607/2007 προσκ, ΜονΠρΑΘ 7630/2006 ό.π.). Συνεπώς παρανόμως προέβη η αντίδικος σε μετακύλιση, κεφαλαιοποίηση, τοκοποίηση και ανατοκισμό της εισφοράς του ν. 128/1975.
ΣΤ1. ΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ (Όρος …)
Καταρχήν ο νόμος εξαρτά την επέλευση εννόμων συνεπειών, από τη στάση του συμβαλλόμενου που εκφράζεται σε ορισμένη συμπεριφορά δηλώσεώς του. Η πράξη του συμβαλλόμενου δύναται να νοηθεί ως δήλωση βουλήσεως μόνο υπό τις προϋποθέσεις της «σιωπηρής συμπεριφοράς». Η παράλειψη μιας πράξεως ιδία η σιωπή δεν αποτελεί δήλωση βουλήσεως και κανονικά δεν έχει ενέργεια δηλώσεως βουλήσεως. Ρυθμίσεις στους γενικούς όρους συναλλαγών, κατά τις οποίες προκαλείται πλάσμα ή αμάχητο τεκμήριο ότι ο αντισυμβαλλόμενος (πελάτης) του χρήστη έχει ή δεν έχει εκφράσει δήλωση βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου ανήκει στις επικίνδυνες για τον πελάτη ρυθμίσεις γιατί η πλασματική δήλωση ή μη δήλωση βουλήσεως συνδέεται συνήθως με τη δημιουργία νομικών μειονεκτημάτων ή βλαβών για τον πελάτη. Συνήθως η πλασματική δήλωση βουλήσεως αναφέρεται σε αποδοχή μιας προτάσεως του χρήστη, σε απόκρουση τέτοιας προτάσεως, σε συναίνεση, σε μη προβολή αντιρρήσεων, έγκριση, παραίτηση, υπαναχώρηση, άσκηση του δικαιώματος επιλογής ή σε παραλλαγή της παροχής. Δεν απαγορεύεται κατ` αρχήν χρήση στους γενικούς όρους συναλλαγών τέτοιων πλασματικών δηλώσεων βουλήσεως. Όμως η διατύπωσή τους πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μη επέρχεται ουσιώδης διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών πράγμα που μπορεί να συμβεί είτε γιατί η παρεχόμενη στον αντισυμβαλλόμενο προθεσμία για να εκφράσει δήλωση βουλήσεως με την παράλειψη της οποίας προκαλείται πλάσμα δηλώσεως βουλήσεως ορισμένου περιεχομένου, είναι εξαιρετικά σύντομη, είτε γιατί δεν διαφωτίζεται επαρκώς ο αντισυμβαλλόμενος ότι η παράλειψη της δηλώσεως βουλήσεως θα έχει μετά την παρέλευση της προθεσμίας πλασματικό περιεχόμενο είτε γιατί θεωρείται πλασματικά περιελθούσα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση βουλήσεως του χρήστη, έστω και αν τούτο πράγματι δεν συνέβη, αν ο αντισυμβαλλόμενος δεν διαμαρτυρηθεί για τη μη λήψη της μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Τέτοιοι γενικοί όροι επιβαρύνουν σημαντικά τη θέση του αντισυμβαλλόμενου και είναι ως καταχρηστικοί άκυροι κατά το άρθ. 2 παρ. 6 και παρ. 7 περ. ΚΖ και ΚΗ του Ν 2251/1994.
Κατ’ αρχήν λοιπόν είναι ανίσχυρη ρήτρα περιεχόμενη σε Γ.Ο.Σ. Τράπεζας προς πελάτη της σύμφωνα με την οποία θεωρείται ως δοθείσα η μη δοθείσα δήλωση βουλήσεως του αντισυμβαλλόμενου αυτής κατά την επιχείρηση ή παράλειψη ορισμένης πράξεως, εκτός αν παραχωρείται στον πελάτη της τράπεζα εύλογη κατά τις περιστάσεις προθεσμία για διατύπωση ρητής δηλώσεως και παράλληλα ενόσω ο χρήστης υποχρεούται να ενημερώσει ιδιαιτέρως τον αντισυμβαλλόμενο κατά την έναρξη της προθεσμίας για την προβλεπόμενη σημασία της συμπεριφορά του.
Περαιτέρω είναι καταχρηστική ρύθμιση Γ.Ο.Σ. κατά την οποία θεωρείται περιελθούσα στον αντισυμβαλλόμενο δήλωση του χρήστη ιδιαιτέρας σημασίας αν αυτός δεν διαμαρτυρηθεί στο χρήστη για τη μη λήψη της μέσα σε ορισμένη προθεσμία (πλάσμα περιελεύσεως). Το τελευταίο γιατί σύμφωνα με το άρθρ. 167 ΑΚ κατ’ αρχήν η δήλωση βουλήσεως έχει νομική ενέργεια αφότου περιέλθει στο πρόσωπο στο οποίο απαιτείται να απευθυνθεί. Το βάρος αποδείξεως για την περιέλευση αυτή ανήκει στον δηλούντα. Το περιεχόμενο σε Γ.Ο.Σ. πλάσμα περιελεύσεως έχει ως σκοπό να διευκολύνει την απόδειξη για τον δίδοντα δήλωση βουλήσεως χρήστη. Παράλληλα όμως πρέπει να επιτρέπει στον αντισυμβαλλόμενο του χρήστη την ανταπόδειξη της ματαιωθείσης περιελεύσεως. Πλάσματα περιελεύσεως τα οποία αποκλείουν τέτοια ανταπόδειξη θεωρούνται ανίσχυρα κατά το άρθρο 2 παρ. 6 Ν.2251/1994. Τούτο ιδία συμβαίνει για το τεκμήριο περιελεύσεως το οποίο στου Γ.Ο.Σ. διαμορφώνεται ως αμάχητο.
Εν προκειμένω, ακόμα κι αν ήθελε θεωρηθεί εύλογη η προθεσμία των (…) ημερών που χορηγείται στον πελάτη της τράπεζας από τη λήψη του μηνιαίου λογαριασμού ή άλλης ειδοποίησης για την πληρωμή οφειλής σχετικής με την πίστωση, εντούτοις, χωρίς άλλη προϋπόθεση, δεν είναι έγκυρο το εκ της άπρακτης παρελεύσεως της προθεσμίας δημιουργούμενο πλάσμα και ο αποκλεισμός στον πελάτη της δυνατότητας ανταποδείξεως, χωρίς μάλιστα να επισημαίνεται το δυσμενές αυτό αποτέλεσμα κατά την επιστολή της ειδοποίησης στον πελάτη. Περαιτέρω το σκέλος του ίδιου άνω Γ.Ο.Σ. με το πλάσμα της περιελεύσεως στον πελάτη του μηνιαίου λογαριασμού δημιουργεί ουσιώδη και σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των μερών λόγω των δυσμενών συνεπειών που επιβάλλει στον πελάτη και αποτελεί έμμεση και κεκαλυμμένη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως ως προς τη λήψη του λογαριασμού. (ΑΠ 1219/2001)
ΣΤ2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Ζ1. ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΡΗΤΡΑΣ ΕΚΠΤΩΣΕΩΣ – ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ (Όρος …)
Ως «ρήτρες εκπτώσεων» νοούνται οι ρήτρες εκείνες όταν υπό ορισμένες προυποθέσεις το άλλο συμβαλλόμενο μέρος καθίσταται αμέσως έκπτωτο του δικαιώματος του ή υποχρεούται προς παραίτηση από δικαίωμά του. Μορφή ρήτρας εκπτώσεως αποτελεί και η ρύθμιση υπό την έννοια της πρόωρης επιστροφής ληφθέντος και εξοφλητέου σε δόσεις δανείου όταν ο οφειλέτης περιέλθει σε υπερημερία ως προς την καταβολή δόσεως ή περίπτωση παραχωρήσεως στο δανειστή δικαιώματος απρόθεσμης καταγγελίας.
Κατ’ αρχήν είναι ανίσχυρες ρήτρες εκπτώσεως που προβλέπουν την απόσβεση ή παραίτηση δικαιώματος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εύλογη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Ρήτρα εκπτώσεως θεωρείται και εκείνη κατά την οποία σε σύμβαση παροχής δανείου εξοφλητέου με δόσεις σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την εξόφληση δόσεως, καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό όλο το ποσό του δανείου.
Όμως ανίσχυρη θεωρείται ρήτρα περιεχόμενη σε Γ.Ο.Σ. σύμφωνα με την οποία και η καθυστέρηση μιας και μόνο δόσεως από τις πολλές που συμφωνήθηκαν συνεπάγεται το ληξιπρόθεσμο ολόκληρου του υπολειπόμενου ποσού δανείου. Μια τέτοια συνέπεια είναι όχι μόνο αντίθετη στη διάταξη του άρθ. 2 παρ. 7 Λ. του Ν. 2251/1994 γιατί προκαλεί σημαντική χωρίς εύλογο λόγο και κατά τρόπο αντικείμενο στην καλή πίστη οικονομική επιβάρυνση του οφειλέτη αλλά είναι αντίθετη και στη γενική ρύθμιση του άρθρ. 2 παρ. 6 Ν.2251/1994 γιατί προκαλεί ουσιώδη διατάραξη της ισορροπίας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων χωρίς καμία επαρκή δικαιολόγηση.
Κατ’ αρχήν οι ρήτρες εκπτώσεως δεν φέρουν χαρακτήρα ποινικής ρήτρας. Όμως υπόκεινται σε έλεγχο αν είναι καταχρηστικές βάσει της παρ. 6 του άρθρ. 2 ν. 2251/1994 και του ενδεικτικού καταλόγου καταχρηστικών ρητρών που περιέχεται στην παρ. 7 του άρθρου 2 ν. 2251/1994. Συνήθως τέτοιες ρήτρες επάγονται δυσμενή οικονομικά αποτελέσματα για τον καταναλωτή και κατ` αρχήν θεωρούνται ανίσχυρες λόγω αντιθέσεως στις άνω διατάξεις.
Όμως τέτοιες ρήτρες θεωρούνται έγκυρες αν η πρόωρη επέλευση του ληξιπρόθεσμού της συνολικής οφειλής περιορίζεται σε βαρείες προσβολές ή παραβιάσεις της συμβάσεως από τον οφειλέτη. Από τη διατύπωση εξάλλου της ρήτρας πρέπει να προκύπτει ότι αυτή είναι ανεφάρμοστη , αν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση της πληρωμής. Στην περίπτωση όμως που μία σύμβαση δανείου διέπεται από την Υ.Α. Φ1.983 της 7.21.3.1991 για την καταναλωτική πίστη η οποία αποτελεί υλοποίηση της υπ’ αριθ. 87/102/ΕΟΚ Οδηγίας της 22.12.2986 όπως αυτή τροποποιήθηκε από την Οδηγία 90/88/ΕΟΚ της 22.2.1990 και η οποία εφαρμόζεται σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη ως προς την καταβολή των δόσεων, τα δικαιώματα του πιστωτικού φορέα διέπονται από τις διατάξεις του ΑΚ, σύμφωνα με την παρ, 1 του άρθ. 10 της άνω Αποφάσεως, ενώ με την παρ, 2 του άρθρου 13 της ίδιας Αποφάσεως απαγορεύεται η διατύπωση των συμβάσεων πιστώσεως με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστρατηγούνται οι διατάξεις της άνω Αποφάσεως. (ΑΠ 1219/2001)
Ζ2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Η1. ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ (Όρος …)
Με την από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1-798 Υπουργική Απόφαση όπως αυτή τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την υπ' αριθ Ζ1-21/17-01-2011 και αφού λήφθηκαν υπόψη οι αποφάσεις υπ' αριθμ 430/2005 και 1219/2001 ΑΠ, 5253/2003 και 6291/2000 Εφετείου Αθηνών καθώς και οι 1119/2002 και 1208/1998 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθώς και την απόφαση υπ' αριθμ 961/2007 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που έχει καταστεί αμετάκλητη και το γεγονός ότι οι συνέπειες του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών (άρθρο 10 παρ 2 του Ν 2251/1994) αποφασίστηκε «η απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές», παραθέτοντας το σύνολο των ΓΟΣ που έχουν κριθεί άκυροι ως καταχρηστικοί.
Μεταξύ αυτών και ο όρος που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862-868ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν.
Κατά της ανωτέρω από 25 Ιουνίου 2008 Ζ1-798 Υπουργικής Απόφασης η Ένωση Ελληνικών Τραπεζών άσκησε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας αίτηση ακύρωσης την οποία το Δικαστήριο Απέρριψε με την υπ' αριθμ ΣτΕ 1210/2010, καθώς απέρριψε ως αβάσιμους τους περί του αντιθέτου λόγους ακύρωσης της ΕΕΤ, που αφορούσαν μεταξύ άλλων τους ανωτέρω Γενικούς Όρους Συναλλαγών της υπό κρίση συμβάσεως, οι οποίοι κρίθηκαν ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και περιλαμβάνονταν στην προσβαλλόμενη Υπουργική Απόφαση, όπως ο συγκεκριμένος όρος που προβλέπει παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862-868ΑΚ, όπως εκάστοτε ισχύουν.
Η2. ΥΠΑΓΩΓΗ: …
Θ. ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ
Θ1. Η ακυρότητα της βασικής σχέσης δεν ασκεί επιρροή στο κύρος της αφηρημένης ενοχής. Ενστάσεις από τη βασική σχέση, ως προαναφέρθηκε, δεν μπορούν να προβληθούν προς το σκοπό κατάλυσης της αφηρημένης ενοχής (Βλ Ευρυγένη, ό.π. αρ 39, Λιακόπουλο, ό.π. αρ 19, Ζέπο. ό.π. 584, ΑΠ 306/66 ΝοΒ 15/19, ΕΑ 3364/80 ΝοΒ 28/1226 και ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ). Η έλλειψη ή η ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης δεν στερεί την αφηρημένη ενοχή α¬πό το εκπληρώσιμο και αγώγιμο της ενοχής. Έτσι η ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης δεν επεκτείνεται και επί της αφηρημένης ενοχής όταν είναι παράνομη (174 ΑΚ) ή αντίθετη στα χρηστά ήθη (178 ΑΚ). Ενίοτε όμως και όπου ο νόμος ορίζει, η ελαττωματικότητα της βασικής σχέσης επεκτείνεται και επί της αφηρημένης ενοχής, όπως στην περίπτωση κατά την οποία δε γεννιέται απαίτηση από αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση οφειλής από παίγνιο ή στοίχημα ή όταν η βασική σχέση είναι αισχροκερδής (179 ΑΚ) (Βλ ΑΠ 427/65 ΝοΒ 14/292).
Θ2. Προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 179
Θ2i. Δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής:
Από το περιεχόμενο των άκυρων όρων ήτοι της προμήθειας άλλως εξόδων καθώς και του επιβαλλόμενου επιτοκίου που υπερβαίνει το εξωτραπεζικό επιτόκιο (ενώ κατά την ΑΠ 1219/2001 απαγορεύεται να υπερβαίνει το δικαιοπρακτικό) προκύπτει σαφώς ότι υπάρχει δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής η οποία υπάρχει όταν κατά την αντίληψη, λογικού ανθρώπου, έμπειρου στις συναλλαγές, η διαφορά της αντικειμενικής αξίας των περιουσιακών ωφελημάτων απ' αυτή που συμφωνήθηκε υπερβαίνει το μέτρο που είναι φυσικό και επιτρεπτό (βλ. ΑΠ 1219/01 για το μη επιτρεπτό της υπέρβασης), κατά τη συναλλακτική καλή πίστη να κερδίζει κάποιος από οικονομική σύμβαση με αντίστοιχη ζημία που αντισυμβαλλόμενου ΑΠ 307/93 ΝοΒ 42/982, ΑΠ 189/92 ΝοΒ 41/490, ΑΠ 882/86 ΝοΒ 35/1209, ΕΘ 454/95 Δνη 37/172, ΕΑ 6446/90 Δνη 31/1512.
Θ2ii. Απειρία και εκμετάλλευση αυτής προς σύναψη της σύμβασης με στόχο το εμπορικό κέρδος.
Πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην έννοια του όρου απειρία εντάσσεται και η έλλειψη πείρας που οφείλεται στην έλλειψη ειδικών γνώσεων, γιατί και η εκμετάλλευσης αυτής για την επίτευξη της άνω δυσαναλογίας σε συγκεκριμένη δικαιοπραξία πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται σε αντίθεση προς τα χρηστά ήθη (Βλ. Βαθρακοκοιλης αρθ. 179 ΑΚ σελ 758).
Ο ανακόπτων ήμουν έμπορος…, απόφοιτος … και ως εκ τούτου στερούμαι των ειδικών γνώσεων της νομικής επιστήμης, ομοίως δε και της επιστήμης των οικονομικών. Κατά τη σύναψη της σύμβασης αν και η καθ ης γνώριζε την ύπαρξη και το περιεχόμενο της ΑΠ 1219/01 και άρα την ακυρότητα των ΓΟΣ που επέβαλε, παρ όλα αυτά κατά την πάγια πρακτική των τραπεζών («ή υπογράφεις τη σύμβαση ως έχει ή δεν σου δίνω δάνειο») επέβαλε τους άκυρους ΓΟΣ, εκμεταλλευόμενη προς τούτο την απειρία περί τα νομικά και οικονομικά, με αποτέλεσμα να συναφθεί η -με φανερή δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής- επίδικη σύμβαση και να υποστούμε υπέρμετρη σε σχέση με την παροχή περιουσιακή βλάβη.
Το γεγονός ότι απευθύνθηκα στην καθ ης για τη σύναψη της σύμβασης δεν επηρεάζει, αφού είναι ανεξάρτητο από το ποιος είχε την πρωτοβουλία κατάρτισης της σύμβασης (βλ. Βαθρακοκοίλης αρθ. 179 ΑΚ σελ 759).
Επομένως πληρούνται στην ένδικη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ΑΚ 179 ήτοι η συνδρομή αθροι¬στικά των τριών στοιχείων α) της φανερής δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του άλλου συμβαλλο¬μένου και γ) της εκμετάλλευσης της ανάγκης κουφότητας ή απειρίας του άλ¬λου ΑΠ 1356/98 Δνη 40/303, ΑΠ 52/96 Δνη 37/1327, ΑΠ 1177/94 ΕΕΝ 1995/688, ΑΠ 1435/95 ΕΕΝ 1997/260, ΑΠ 307/93 Δνη 35/1295, ΝοΒ 42/982, ΑΠ 1094/93 Δνη 35/1298, ΑΠ 733/93 Δνη 36/106, ΑΠ 582/93 Δνη 35/1100, ΑΠ 982/92 ΝοΒ 41/874, ΑΠ 1750/91 Δνη 34/592, ΑΠ 566/89 Δνη 32/96, ΑΠ 958/88 Δνη 30/1345, ΑΠ 1140/87 ΝοΒ 36/1603, ΑΠ 288/87 Δνη 29/365, ΑΠ 763/86 ΝοΒ 35/741, ΑΠ 992/86 ΝοΒ 35/1226 ΑΠ 416/75 ΝοΒ 23/1173, ΑΠ 912/75 ΝοΒ 24/254, ΑΠ 36/75 ΝοΒ 23/872, ΑΠ 432/71 ΝοΒ 19/1127, ΑΠ 559/68 ΝοΒ 17/165, ΑΠ 570/67 ΝοΒ 16/170, ΑΠ 29/68 ΝοΒ 16/395, ΑΠ 280/68 ΝοΒ 16/815, ΑΠ 710/64 ΝοΒ 13/485, ΑΠ 768/64 ΝοΒ 13/619, ΑΠ 7/67, 62/67, 235/67 ΝοΒ 15/636, 742, 990, ΑΠ 685/63).
Ι. ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ (ΑΚ 281)
Σύμφωνα με τα ανωτέρω η ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος με την έκδοση Δ/γης Πληρωμής, δεν μπορεί εν προκειμένω να προβληθεί, λόγω της ύπαρξης του δεδικασμένου της ΑΠ 1219/2001. Αναφέρομαι βεβαίως στο «δικαίωμα» κατά το μέρος της απαίτησης που αφορά στο υπερβάλλον του νόμιμου. Για αυτό το (πέραν του νομίμου) δικαίωμα, η ΑΚ 281 δεν θα είχε εφαρμογή, διότι η προβολή της προϋποθέτει την ύπαρξη δικαιώματος γεγονός που στην ένδικη περίπτωση δεν υφίσταται, αφού – κατά την ουσιαστική θεωρία- έχει επέλθει η από το δεδικασμένο απόσβεση του δικαιώματος που η καθ’ ης λαθεμένα θεώρησε ως υπαρκτό, ενώ κατά τη θεωρία του αμάχητου τεκμηρίου πρόκειται για ανύπαρκτο δικαίωμα (το δεδικασμένο δεν δημιουργεί για την καθ ης το δικαίωμα εκ νέου).
Άρα ΑΝ η καθ ης εξακολουθεί να έχει νόμιμη εναντίον μου απαίτηση, αυτή θα πρέπει να διαμορφωθεί, όταν, από το ενσωματωμένο στη Δ/γη πληρωμής ποσό, αφαιρεθεί όποιο κονδύλιο προέρχεται από άκυρο ΓΟΣ.
Όμως, η ΣΥΝΟΛΙΚΗ άσκηση του «δικαιώματος» της καθ’ ης δηλαδή η άσκηση του καθ όσον αφορά τόσο το νόμιμο όσο και το παράνομο μέρος, που επιδιώκεται με την έκδοση Δ/γης πληρωμής ΚΑΙ ΟΧΙ α) με έκδοση Δ/γης πληρωμής χωρίς όμως τα κονδύλια που προκύπτουν τους από ΓΟΣ που με δύναμη δεδικασμένου έχουν κριθεί άκυροι ή β) με την άσκηση τακτικής αγωγής, συνάγεται ότι ασκείται άκρως καταχρηστικώς (κατ’ αρθ. ΑΚ 281), αφού η έκδοση Δ/γης συνιστά επαχθέστατη για εμένα συνέπεια, διότι τα στοιχεία της ταυτότητάς μου, θα εισαχθούν (για αυτή την οφειλή μου) στη βάση δεδομένων Σ.Ο.Σ (Σύστημα Οικονομικής Συμπεριφοράς) που τηρεί το Ν.Π με την επωνυμία «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ» με τις γνωστές συνέπειες.
Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος πρέπει να προκύπτει είτε από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, είτε από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η με την άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε ή η με αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών, όχι δε κατ` ανάγκη και αφόρητων, συνεπειών, θα πρέπει, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να μην είναι ανεκτή, ώστε, μετά και από αντιστάθμισή τους προς το συμφέρον που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί, να κρίνεται επιβεβλημένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος.
Εξάλλου, η ύπαρξη των άκυρων ΓΟΣ δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης, αλλά μόνον του μέρους στο οποίο επιδρούν, πλην όμως, εν προκειμένω συνάγεται ότι η σύναψη της σύμβασης δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος, οπότε η ακυρότητα μέρους επιφέρει την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης. Περαιτέρω η καθ’ ης δεσμεύεται από το δεδικασμένο, λόγος για τον οποίο ακυρώνεται η Δ/γη Πληρωμής (στο σύνολό της), χωρίς δηλαδή την κατ' ουσία έρευνα των κονδυλίων αυτής, αφού προσδίδει στην ακυρωτική απόφαση όχι ουσιαστικό περιεχόμενο αλλά τυπικό, δηλαδή πρόκειται για απόφαση που δέχεται την ανακοπή για τυπικούς λόγους (ύπαρξη δεδικασμένου).
Συμπερασματικά, η επαχθής συνέπεια της εισαγωγής του οφειλέτη στη βάση δεδομένων της Τειρεσίας ΑΕ ως συνέπεια της άσκησης καταχρηστικως του ΣΥΝΟΛΙΚΟΥ δικαιώματος της καθ’ ης από άκυρη εν μέρει σύμβαση με έκδοση Δ/γης Πληρωμής δεν επέρχεται : α) αν η απόφαση επί της ανακοπής ακυρώσει στο σύνολό της τη Δ/γη Πληρωμής που εκδίδεται μετά από αίτηση που ενσωματώνει ΣΥΝΟΛΙΚΑ τόσο το νόμιμο όσο και το μη νόμιμο της απαίτησης ή β) αν ο δανειστής επιδίωκε μεν την έκδοση Δγης Πληρωμής από σύμβαση που -έχει από το Ακυρωτικό κριθεί ότι- εμπεριέχει άκυρους ΓΟΣ αλλά στην αίτηση προς έκδοση Δ/γης δεν περιλάμβανε ότι έχει κριθεί ως άκυρο, η γ) επιδιώξει δικαστικά την είσπραξη της απαίτησης δια της άσκησης τακτικής αγωγής περιλαμβάνοντας σε αυτή όποιο κονδύλιο η καθ’ ης θεωρεί νομιζόμενο δικαίωμα.
Στην περίπτωση δηλαδή της άσκησης αγωγής, με την εκδοθησόμενη απόφαση θα μειωθεί η αρχική απαίτηση καθ’ ο μέρος αφορά τα ποσά που προκύπτουν από άκυρους ΓΟΣ, δίχως όμως να επέρχεται για τον οφειλέτη η επαχθέστατη συνέπεια της εισαγωγής των στοιχείων του στο Σ.Ο.Σ της Τειρεσίας ΑΕ .
Τέλος, συμπληρωματικά με τα ανωτέρω, η προηγούμενη γνώση του αιτούντος την έκδοση Δ/γης Πληρωμής περί της υπάρξεως δεδικασμένου καθώς και η γνώση των όρων αυτού και η παρά ταύτα ταυτόχρονη απεύθυνση αιτήματος προς το δικαστή για έκδοση Δ/γης Πληρωμής δίχως όμως με την αίτηση να περιορίζει την απαίτηση σύμφωνα με τους όρους του δεδικασμένου αλλά αντίθετα να ενσωματώνει κονδύλια που προκύπτουν από ΓΟΣ για το άκυρο των οποίων υπάρχει δεδικασμένο, συνιστά την κατ αρθ. 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
ΙΑ. ΑΚ288 ΚΑΙ ΑΚ388
Δυνάμει των ανωτέρω διατάξεων, το εν λόγω περιστατικό πρέπει να είναι αντικειμενικά, με βάση την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ουσιώδες, ενόψει του είδους, του περιεχομένου και του σκοπού της σύμβασης (αντικειμενικό κριτήριο).
Τα θεμελιώδη περιστατικά μπορεί να είναι γενικά, δηλαδή να αφορούν κάθε όμοια σύμβαση (π.χ. νομοθετική και νομισματική σταθερότητα - ΑΠ 598/1992, ΑΠ 678/1996 - ο τιμάριθμος, η ειρήνη, οι συνήθεις καιρικές συνθήκες, οι συνθήκες της αγοράς). Η μεταβολή των συνθηκών εκδηλώνεται στην πράξη υπό δυο κυρίως μορφές: Είτε α) ως αύξηση των προϋπολογισθέντων εξόδων παραγωγής ή προμήθειας ή εκτέλεσης της παροχής για τον οφειλέτη (π.χ. λόγω αύξησης της αξίας των πρώτων υλών για την κατασκευή του πωλούμενου πράγματος), είτε β) ως μείωση της πραγματικής αξίας της προσδοκώμενης από τον δανειστή προσόδου, δηλαδή συνήθως της χρηματικής αντιπαροχής (π.χ. λόγω υποτίμησης του νομίσματος).
Σύμφωνα με την ΑΚ 388, η μεταβολή των συνθηκών πρέπει να έλαβε χώρα μετά την κατάρτιση της σύμβασης. Σύμφωνα με την ΑΚ 388, η μεταγενέστερη μεταβολή των συνθηκών πρέπει να οφείλεται σε «λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν».
Έκτακτοι νέοι λόγοι που δεν επέρχονται κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, αλλά προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και λοιπά (ΑΠ 1171/2004, ΑΠ 678/1097, ΑΠ 1138/1990) και ενδεικτικά αναφερόμενες περιστάσεις είναι πόλεμοι, επαναστάσεις, θεομηνίες, επιδημίες, η υποτίμηση του νομίσματος που ξεπερνά τις συνηθισμένες νομισματικές διακυμάνσεις, αιφνίδια αύξηση του τιμαρίθμου, απαγόρευση εξαγωγών κ.λπ. Το έκτακτο κρίνεται αντικειμενικά.
Τα γεγονότα αυτά πρέπει να είναι, επιπλέον, απρόβλεπτα για τους συμβαλλόμενους κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, σύμφωνα με τους κανόνες της συνήθους επιμέλειας, δηλαδή, δεν απαιτείται τα γεγονότα να χαρακτηριστούν ως ανωτέρα βία.
Η επέμβαση του δικαστή στη σύμβαση κατά το ΑΚ 388 προϋποθέτει ότι η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών προκάλεσε αιτιωδώς την υπέρμετρη επάχθεια της παροχής του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής. Αν η εκπλήρωση της παροχής από τον οφειλέτη καθίσταται δυσβάστακτη για αυτόν, σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη σύμφωνα με τις σύστοιχης αρχές της καλής πίστης και της επιείκειας, επιβάλλεται η αναπροσαρμογή ή λύση της σύμβασης (ΜΠρωτΚαβ 20/2001).
Δεν απαιτείται για την εφαρμογή της διάταξης η πρόκληση με βεβαιότητα οικονομικής καταστροφής του οφειλέτη σε περίπτωση εκπλήρωσης της παροχής, ούτε όμως αρκεί η απλή ζημία ή αντιμετώπιση δυσχερειών για την εκ μέρους του τήρηση της σύμβασης. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων γεννά, κατά την ΑΚ 388, διαπλαστικό δικαίωμα του θιγόμενου από την απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών οφειλέτη να ζητήσει από το δικαστήριό την αναπροσαρμογή ή τη λύση της σύμβασης.
Σύμφωνα με τη διάταξη, η αναπροσαρμογή ή λύση της σύμβασης προϋποθέτει την έκδοση διαπλαστικής δικαστικής απόφασης. Ο οφειλέτης μπορεί να ασκήσει το διαπλαστικό του δικαίωμα, είτε με διαπλαστική αγωγή ή ανταγωγή είτε κατ' ένσταση, δηλαδή με αυτοτελή αμυντικό ισχυρισμό κατά της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση της υποχρέωσης του από τη σύμβαση η καταδίκη του στην οφειλόμενη συμβατική παροχή.
Εν προκειμένω, ολόκληρος ο οικονομικός προγραμματισμός μου είχε δομηθεί με βάση τα οικονομικά δεδομένα προ της επελεύσεως της οικονομικής κρίσεως, περί της οποίας για πρώτη φορά έγινε από επίσημα χείλη λόγος το έτος 2009 (ομιλία του τότε Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή στην εκδήλωση της έναρξης της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης). Μάλιστα, κατά τη φυσική και συνήθη εξέλιξη των πραγμάτων υπολόγιζα βάσιμα, σε διαρκώς βελτιούμενα και αυξανόμενα εισοδήματα, αφού αυτό συνέβαινε μέχρι τότε. Με τα δεδομένα αυτά, υπολόγιζα ότι θα μπορούσα να συνεχίσω να εξυπηρετώ τις υποχρεώσεις μου, έναντι των αντιδίκων, δίχως ποτέ να καταστώ υπερήμερος ή και να περιέλθω σε αδυναμία καταβολής των οφειλομένων.
Οι πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν προ της επελεύσεως της οικονομικής κρίσης, αποτελούν κατά την έννοια του νόμου, περιστατικά, στα οποία, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη των δανειακών συμβάσεων.
Ωστόσο από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, το Μάιο του 2010, το οποίο κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων με το Ν. 3845/2010, [ο οποίος ήδη κρίθηκε αντισυνταγματικός από τα Δικαστήρια της ουσίας δυνάμει της υπ’ αριθμ 599/2012 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, στο πλαίσιο διενέργειας διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας του ανωτέρω Νόμου] ολόκληρος ο οικονομικός μου προγραμματισμός ανατράπηκε, με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατο να καλύπτω τις απαιτήσεις των πιστωτών μου.
Το οικονομικό περιβάλλον μεταβλήθηκε εκ των υστέρων, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν από εμένα και από τη μεταβολή αυτή η παροχή μου, υπό την ιδιότητά μου ως δανειολήπτη-καταναλωτή, ενόψει και της εξεταζόμενης αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής και δίχως την παραμικρή δική μου υπαιτιότητα.
Όλα τα παραπάνω, δεν αποτελούν αυθαίρετα συμπεράσματα εμού, της αιτούσης, αλλά αποδεικνύονται σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης από την από Ιουνίου 2012 έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (δηλαδή, από δημίσιο έγγραφο!), με τον τίτλο «EU Employment and Social Situation, Quarterly Review, June 2012», σύμφωνα με τα στοιχεία της οποίας, το 68% του πληθυσμού της χώρας ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, δηλαδή με εισόδημα κάτω από το 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος, ενώ την ίδια ώρα διαθέτει πάνω από το 40% του πενιχρού αυτού εισοδήματος για το ενοίκιο ή την αποπληρωμή στεγαστικού δανείου.
Ο αριθμός των αστέγων αυξάνεται δραματικά, η ανεργία είναι στα ύψη και δεν αναμένεται να μειωθεί, ενώ πολύ μεγάλο ποσοστό νέων είναι έτοιμο να εγκαταλείψει τη χώρα.
Οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 400.000 το πρώτο τρίμηνο του 2012 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2011. Το 64% των Ελλήνων ηλικίας 15-35 ετών (27% για περιορισμένο χρονικό διάστημα και 37% μακροπρόθεσμα) δηλώνουν έτοιμοι να εγκατασταθούν και να εργαστούν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Οι άστεγοι αυξήθηκαν κατά 25% σε σχέση με το 2009 και ανέρχονται σε τουλάχιστον 20.000 πολίτες.
Μάλιστα, στην Έκθεση υπογραμμίζεται ότι λόγω της κρίσης έχει αυξηθεί ο αριθμός των αστέγων με υψηλή μόρφωση που είχαν ικανοποιητικό βιωτικό επίπεδο, χωρίς ψυχολογικά προβλήματα ή προβλήματα εξάρτησης, οι οποίοι, πλέον, «δεν τα βγάζουν πέρα», έχοντας χάσει τη δουλειά τους.
Στα ίδια συμπεράσματα καταλήγει έρευνα του Χρηματιστηριακού αναλυτή, Διευθυντή της GSTA Ltd, WTAEC Ltd, Πάνου Παναγιώτου, σύμφωνα με την οποία, η Ελλάδα βιώνει την τρίτη μεγαλύτερη οικονομική ύφεση της σύγχρονης ιστορίας της ανθρωπότητας, έχοντας ξεπεράσει αυτή των ΗΠΑ, μετά το κραχ του 1929.
Όπως επισημαίνει ο ερευνητής, πηγαίνοντας πίσω, μέχρι το 1700μΧ, μόνο σε δυο άλλες περιπτώσεις έχουν υπάρξει μακροβιότερες υφέσεις: Από το 1980 έως το 1997 στη Λιβερία, μια χώρα της Δυτικής Αφρικής και από το 1989 μέχρι το 1997 στο Τατζικιστάν, μια χώρα στα σύνορα με το Αφγανιστάν (στοιχεία BBC UK).
Αμέσως μετά ακολουθεί η ύφεση της Ελλάδας, η οποία κατά το χρόνο συντάξεως και καταθέσεως της παρούσας, αναμένεται να συνεχιστεί τουλάχιστον για ένα χρόνο και πιθανόν για δυο ή και περισσότερα.
Δεν είναι, όμως, μόνο η διάρκεια της ελληνικής ύφεσης που αποτελεί ιστορικό ρεκόρ αλλά και το κόστος της που είναι ασύλληπτο.
Πέρα από το γεγονός του αποκλεισμού της χώρας από τις αγορές, της αναδιάρθρωσης του χρέους της (μέσω του PSI) και της ανάγκης για πολυετή άντληση δανείων από την Τρόικα (δηλ την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ) με παραχώρηση εθνικής κυριαρχίας (ενδεικτικά αναφέρεται το γεγονός, ότι το δίκαιο που διέπει τις δανειακές συμβάσεις αλλά και το πρόγραμμα της αναδιάρθρωσης του Ελληνικού χρέους –PSI- συμφωνήθηκε να είναι το Αγγλικό, με αποτέλεσμα η Ελληνική Πολιτεία να αποξενωθεί από τις προστατευτικές διατάξεις του Εθνικού Δικαίου, να παραιτηθεί αμετάκλητα και άνευ όρων και εν τέλει να απολέσει κάθε ασυλία της, ως υπαγόμενη στο State Immunity Act -1978- συμφωνώντας και σε παρέκταση της αρμοδιότητας των Δικαστηρίων του μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου), η χώρα έχει υποστεί μέχρι στιγμής αθροιστική μείωση του ΑΕΠ της κατά 20%.
Μόνο από τη μείωση αυτή του ΑΕΠ, τη μείωση της τιμής βασικών περιουσιακών στοιχείων (ακινήτων, αυτοκινήτων, μετοχών) και των τραπεζικών καταθέσεων, το κόστος ξεπερνά κατά πολύ το μισό τρισεκατομμύριο ευρώ.
Το ποσό αυτό είναι μεγαλύτερο κατά 200% του Ελληνικού ΑΕΠ. Το οικονομικό κόστος του σεισμού και του τσουνάμι που ακολούθησε στην Ιαπωνία το 2011 ήταν της τάξης του 4% του ΑΕΠ της χώρας εκείνης…
Επιπλέον, η Ελλάδα έχει βρεθεί στην 4η, πλέον, χειρότερη θέση στον κόσμο στην ανεργία. Χάνονται θέσεις εργασίας με τον ταχύτερο ρυθμό διεθνώς. Η χώρα έχει υποστεί την δεύτερη μεγαλύτερη πτώση μεταξύ των αναπτυγμένων κρατών στην αγορά κατοικίας, τη μεγαλύτερη μείωση μισθών και συντάξεων διεθνώς, καταγράφει το μεγαλύτερο ρυθμό στο κλείσιμο επιχειρήσεων, τη μεγαλύτερη αύξηση στους δείκτες κοινωνικού και οικονομικού πόνου στα αναπτυγμένα κράτη, τη μεγαλύτερη αύξηση στο δείκτη απαισιοδοξίας, τη μεγαλύτερη αθροιστική πτώση στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων ως ποσοστό του ΑΕΠ, τη μεγαλύτερη αύξηση σε έμμεσους φόρους.
Η περιουσία του Έλληνα έχει υποστεί συντριπτικό πλήγμα. Η αγοραστική του δύναμη έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 50%. Ένας μισθωτός χρειαζόταν κατά μέσο όρο το 30% ενός μισθού για να αγοράσει 1000 λίτρα πετρέλαιο τη δεκαετία του 2000. Από την αυγή της νέας δεκαετίας μέχρι σήμερα απαιτείται πάνω από το 100% ενός μισθού για την αγορά 1000 λίτρων πετρελαίου θέρμανσης.
Από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου, το Μάιο του 2010, το οποίο κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων με το Ν. 3845/2010, μέχρι σήμερα, οι άνεργοι έχουν αυξηθεί κατά περίπου 700.000, με κίνδυνο ο αριθμός της αύξησης να φτάσει στο 1 εκατομμύριο ανθρώπους, μέχρι το 2013, ανεβάζοντας το σύνολο των ανέργων στο 1,6 εκατομμύρια πολίτες.
Οι οικονομικές συνέπειες της εκτόξευσης της ανεργίας είναι τεράστιες. Η ανάγκη καταβολής επιδομάτων ανεργίας, η μείωση της αγοραστικής δύναμης τόσο για τον άνεργο όσο και για την οικογένειά του, η μείωση στα έσοδα του κράτους από φόρους και εισφορές, η απογείωση των ιδιωτικών πτωχεύσεων, η αδυναμία αποπληρωμής δανείων, κάλυψης ασφαλιστικών εισφορών, πληρωμής τελών και φόρων, είναι μερικές μόνο από αυτές τις συνέπειες.
Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί το κοινωνικό κόστος από την ανεργία. Μελέτες αποδεικνύουν πως κάποια από τα προβλήματα που συνδέονται με την ανεργία είναι η αύξηση ασθενειών εξαιτίας αδυναμίας κάλυψης ιατρικών αναγκών, διατάραξη της ψυχικής υγείας των ανέργων, αύξηση περιστατικών ενδοοικογενειακής έντασης και βίας, ενίσχυση της κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, αύξηση της εγκληματικότητας, υποβάθμιση επιπέδου ζωής, υποβάθμιση επιπέδου μόρφωσης, ανασφάλεια, απαισιοδοξία κλπ.
Ιατρικές μελέτες συνδέουν την κρίση με την μείωση των γεννήσεων και του μέσου όρου ζωής, την αύξηση των θανάτων, των αυτοκτονιών και των λοιμώξεων.
Όπως επί λέξει γράφει ο αναλυτής, «Αν τα δυο πρώτα χρόνια του δεύτερου Μνημονίου προκαλέσουν αντίστοιχη βλάβη με αυτήν των δυο πρώτων ετών του πρώτου Μνημονίου, τότε το καλοκαίρι του 2014 η Ελλάδα θα μετρά 2,4 εκατομμύρια ανέργους και το κόστος από την απομείωση των περιουσιακών στοιχείων θα έχει ξεπεράσει το 1 τρισεκατομμύριο ευρώ.
Σε μια τέτοια περίπτωση θα μιλάμε για οικονομική γενοκτονία των Ελλήνων.»
Τα γεγονότα αυτά διαπιστώνει ως βάσιμα, πλήρως αποδεδειγμένα και αληθή και η Πρόεδρος του Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου, η οποία στην υπ’ αριθμ 19/2013 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Κορίνθου, διαπιστώνει ότι «…μετά την ψήφιση και θέση σε εφαρμογή της λεγόμενης «μνημονιακής νομοθεσίας» (βλ. ν. 3845/2010-1ο Μνημόνιο και 47 εφαρμοστικά αυτού νομοθετήματα, ν. 4046/2012-2ο Μνημόνιο και 58 εφαρμοστικά αυτού νομοθετήματα, ν. 4093/2012-3ο Μνημόνιο και 20 εφαρμοστικά αυτού νομοθετήματα), τα ειδικά μισθολόγια -τα οποία απαρτίζουν το 1/3 της δαπάνης για μισθούς του δημοσίου, κατά τα αναγραφόμενα στο Παράρτημα V-1 του ν. 4046/2012- μειώθηκαν σε ποσοστά έως και 35% (ν. 4093/2012), με αντίστοιχες μειώσεις και στους συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων από 14-2-2012 (σχετική η 6/28-2-2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του ν. 4046/2012), οι νέοι μισθοί στο δημόσιο έχουν διαμορφωθεί σε 780 € μικτά μηνιαίως (για το νεοδιοριζόμενο ΥΕ) (βλ. ν. 4024/2011), στον ιδιωτικό τομέα έχουν διαμορφωθεί σε 417 € καθαρά για τον εργαζόμενο έως 25 ετών (μικτά 510,95 €), σε 586 € μικτά για τον εργαζόμενο άνω των 25 ετών, το ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη ανέρχεται σε 22,8 € μικτά για τον εργαζόμενο έως 25 ετών, σε 26,18 € (έναντι του 33,5 € που ίσχυε έως τότε) για τον εργαζόμενο άνω των 25 ετών και η κατώτατη σύνταξη ανέρχεται σε 487 €. Παράλληλα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα (σε μονάδες αγοραστικής δύναμης) το 2009 ανήλθε σε 94, το 2012 σε 75,2 και το 2013 σε 71,9 (Πηγή Ευρωπαϊκή Επιτροπή), σύμφωνα δε με την από 2-11-2012 μελέτη της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΛΣΤΑΤ) σχετικά με τις Συνθήκες Διαβίωσης στην Ελλάδα, το 27,7% των Ελλήνων βρίσκεται κάτω από τα όρια της φτώχειας, ενώ η Ελλάδα είναι η δεύτερη σε φτώχεια χώρα της Ευρώπης και το ποσοστό της ανεργίας της έχει διαμορφωθεί σταθερά άνω του 26% (βλ. σχετική έκθεση περί της ανεργίας στην Ελλάδα της ΕΛΣΤΑΤ). Τέλος, η διεύρυνση και επιβάρυνση της φορολογικής βάσης, προκειμένου να καταστεί βιώσιμο και διαχειρίσιμο το δημόσιο χρέος, με σειρά νομοθετημάτων (ενδεικτικώς, άρθρο 4 του ν. 3845/2010 για αύξηση του ΦΠΑ από 19% σε 23%, από 9% σε 11%, αύξηση 15% της βενζίνης, επιβολή του ειδικού τέλους του ν. 4091/2011, επαναφορά τεκμηρίων διαβίωσης στα αυτοκίνητα και τα ακίνητα, άρθρο πρώτο παρ. Ε-2-7 του ν. 4093/2012 για αύξηση του φόρου κατανάλωσης βιομηχανοποιημένων καπνών κατά 10%, άρθρο 38 του ν. 3986/2011 για επιβολή της εισφοράς αλληλεγγύης) έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της φοροδοτικής ικανότητας του πληθυσμού (σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατά το 2011 τα συνολικά φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα, έφθασαν στο 31% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, ενώ το 2013 θα ανέλθουν στο 36,4% του ΑΕΠ), ενώ από πρόσφατα στοιχεία του ΔΝΤ το δημόσιο χρέος δεν θα είναι βιώσιμο και διαχειρίσιμο ούτε και το έτος 2020 (που θα ανέλθει στο 129,36% του ΑΕΠ, βλ. πίνακα Εκτίμηση εξέλιξης του δημόσιου χρέους 2008-2035, πηγή OECD, Economic Survey of Greece 2011)…»
Η, συνεπεία των ανωτέρω, δραστική συρρίκνωση των μηνιαίων εισοδημάτων μου, σε συνδυασμό με τα αναφερθέντα αντικειμενικά γεγονότα, καθώς επίσης και σε συνδυασμό με το διαρκώς αυξανόμενο ύψος των απαιτήσεων της αντιδίκου ενόψει της ανεπίτρεπτης εκμετάλλευσης των περί αλληλόχρεου λογαριασμού διατάξεων, με σκοπό τον πορισμό ανεπίτρεπτων ωφελημάτων, ενόψει της αδιάλειπτης τοκοφορίας των απαιτήσεών της αλλά και της διαρκούς κεφαλαιοποίησης και λογιστικοποίησης των παραγόμενων τόκων ακόμα και επί δημοσιονομικών εισφορών (!!!), σε συνδυασμό με το διαρκώς αυξανόμενο κόστος ζωής, τη διαρκώς αυξανόμενη (αν και αντισυνταγματική) φορολογία αλλά και από την άλλη πλευρά, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης καλύψεως των στοιχειωδών αναγκών της διαβίωσής μας, εντός των ορίων που θέτει το Σύνταγμα, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ν. 53/1979) και το Διεθνές Σύμφωνο των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (19-12-1966, που κυρώθηκε με τον Ν. 1532/1985, ΦΕΚ Α 45), ως μέσων συνετών ανθρώπων, μετέτρεψε τις μέχρι τότε κανονικά εξυπηρετούμενες απαιτήσεις σε επαχθή οικονομικά βάρη τα οποία, πλέον αντικειμενικά και ανυπαιτίως αδυνατώ να εξυπηρετήσω από λόγους τους οποίους, ούτε μπορούσα να προβλέψω, ούτε να αποτρέψω.
Ως εκ τούτου δικαιούμαι και ήδη ζητώ από το Δικαστήριο να αναγάγει τις υποχρεώσεις μου στο νόμιμο μέτρο, που αρμόζει αφαιρουμένων όλων των παρανόμων χρεώσεων από παράνομους άλλως άκυρους ως καταχρηστικούς ΓΟΣ, καθώς και εκ των συνθηκών, συνυπολογίζοντας τις συνολικές μέχρι τούδε καταβολές μου και να αποφασίσει τη μείωση των όλων των πιστώσεων, εξ αυτής της αιτίας, τουλάχιστον κατά το μέρος της αντίστοιχης μειώσεως του ελληνικού ΑΕΠ, όπως αυτό αναφέρεται ανωτέρω, ήτοι κατά τουλάχιστον 20% και με την επιφύλαξη περαιτέρω μειώσεως, τόσο του ΑΕΠ, όσο και των εισοδημάτων μου, άλλως, να αποφασίσει τη λύση όλων των συμβάσεων κατά το μέρος που επιδιώκεται η ικανοποίηση αισχροκερδών απαιτήσεων, άλλως να αναγνωριστεί ότι εκτελέστηκαν σε βάρος μας παρανόμως συμβατικοί όροι ευθέως παράνομοι, άλλως άκυροι ως καταχρηστικοί, επερχομένης, κατ’ αυτό τον τρόπο, απόσβεσης των υποχρεώσεων παροχής που πηγάζουν από τις προσβαλλόμενες συμβάσεις, κατά το υπερβάλλον μέρος, άλλως κατά το παράνομο μέρος, άλλως κατά το άκυρο ως καταχρηστικό μέρος των εξεταζομένων συμβάσεων, για όσους λόγους ήδη αναφέρθηκαν και για όσους θα προστεθούν με ειδικό δικόγραφο αλλά και στη συζήτηση της παρούσας.
ΙΒ. ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΤΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΜΟΥ
Αναφορικά με το ορισμένο των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ακόμα και στην αδόκητη περίπτωση κατά την οποία ήθελε θεωρηθεί ότι, έπρεπε να αναφερθούν ειδικότερα προσβαλλόμενα κονδύλια, επισημαίνεται ότι δεν απαιτείται καμία τέτοια ειδικότερη αναφορά, ιδίως των επιμέρους κονδυλίων, καθόσον, εν προκειμένω, τα επιμέρους κονδύλια ήδη με την έκδοση της ανακοπτομένης έχασαν την αυτοτέλειά τους και συνεπώς, ως εντασσόμενα στο συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο, μας χορηγούν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουμε ολόκληρο το αμφισβητούμενο ποσό της διαταγής πληρωμής.
Αλλά και σε αντίθετη περίπτωση, πάλι δεν απαιτείται η ειδικότερη αναφορά κονδυλίων των δανειακών λογαριασμών, διότι σε αυτή την περίπτωση θα επρόκειτο για ανατροπή της αρχής της ισότητας των όπλων στην πολιτική δίκη, καθόσον η αντίδικος μπόρεσε και επικαλέστηκε το σύνολο της απαίτησης, δίχως να προτείνει τα επιμέρους κονδύλια και εν τέλει, πέτυχε την έκδοση της ανακοπτομένης, κρινομένου του σχετικού ισχυρισμού της ως ορισμένου, ενώ εγώ, προτείνοντας τον ίδιο ισχυρισμό αντιστρόφως, υπόκειμαι τον κίνδυνο να κριθεί αυτός ως αόριστος, αν και προτείνω τον ίδιο ισχυρισμό με αντίστροφο πρόσημο!
Ώστε, είναι απολύτως ορισμένος ο σχετικός προβαλλόμενος λόγος, εφόσον κρίθηκε ως ορισμένη και η αίτηση της αντιδίκου, η οποία δεν ανέφερε επιμέρους κονδύλια και επ’ αυτής εξεδόθη η ανακοπτομένη, η οποία, ομοίως, δεν αναφέρει τα επιμέρους κονδύλια.
Εξάλλου, εάν ο ισχυρισμός μου ήθελε θεωρηθεί ως αόριστος, τότε εξίσου αόριστη είναι και η ανακοπτομένη, κατά το μέρος που δεν αφενός δεν προβαίνει σε αυτεπάγγελτο έλεγχο της νομιμότητας των ΓΟΣ, ή έστω, δεν αναφέρει τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου, και περαιτέρω δεν αναφέρει επιμέρους κονδύλια, ενώ στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι συντρέχει και περίπτωση αρνήσεως του δικαιώματός μου περί της ανταποδείξεως και επηρεάζεται συνολικώς η αποδεικτικότητα με έγγραφα, ενόψει ακριβώς ελλείψεως των εν λόγω κονδυλίων στην ανακοπτομένη.
Εν τέλει, καθίσταται προφανές από την επίδικη δανειακή σύμβαση και από όλες τις μεταγενέστερες πράξεις, που αποδεικνύονται σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, ότι πλήττεται συνολικώς το φερόμενο ως απαιτητό κεφάλαιο από την έναρξη της λειτουργίας της ενδίκου συμβάσεως μέχρι και σήμερα, απομένει δε στο Δικαστήριο της ουσίας ο απλός μαθηματικός υπολογισμός, γεγονός που κατά πάγια νομολογία, καθιστά την υπό κρίση ανακοπή μας απολύτως ορισμένη.
Αλλά ακόμα και στην αδόκητη εκείνη περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας δε θα εδύνατο να προβεί στον απλό αυτό μαθηματικό υπολογισμό, τότε θα ήταν προφανές, ότι, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, ούτε κι εγώ θα μπορούσα να προβώ, κατά τρόπο αναλυτικό, στους ακριβείς υπολογισμούς προς διακρίβωση του τρόπου που οι ανωτέρω χρεώσεις επενέργησαν στο πληττόμενο με την παρούσα συνολικό ύψος της αμφισβητούμενης οφειλής (καθόσον σε μια τέτοια περίπτωση θα υποχρεωνόμουν με απόφαση δικαστηρίου στα αδύνατα…), τούτο δε ενδεχομένως, διότι, στην περίπτωση αυτή πιθανόν να απαιτούνταν, λόγω του πλήθους των κονδυλίων και του πολύπλοκου των αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές γνώσεις της επιστήμης, λόγος για τον οποίο η συνήθης πρακτική των δικαστηρίων είναι να διατάσουν (κατ’ άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ) τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προς διακρίβωση του ακριβούς ύψους της οφειλής (σύμφωνα πάντοτε με το διατακτικό της απόφασης).
Συνεπώς, σε καμία περίπτωση δεν δύναται να υπάρξει αοριστία του δικογράφου και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός, όντας απολύτως ορισμένος και βάσιμος προτείνεται ενώπιον του αξιοτίμου Δικαστηρίου Σας προκειμένου για την ακύρωση και την εξαφάνιση της ανακοπτομένης.
Επειδή η ανακοπτόμενη παραβιάζει πλειάδα διατάξεων, όπως αναφέρονται παραδειγματικά
α) αρ 12 παρ 2 του Νόμου 2601/1998
β) αρ 2 παρ 6 & 7 εδ λ του Νόμου 2251/1994
γ) ΥΑ Ζ1-798 (ΦΕΚ Β 1353/11-7-2008)
δ) ΥΑ Φ1-983/1991 (ΦΕΚ Β 172/21-3-1991)
ε) Οδηγία 48/2008/ΕΚ (άρ 21 παρ 3) η οποία αντικατέστησε την 87/102/ΕΟΚ
στ) Οδηγία 93/13/ΕΟΚ
Επειδή επικαλούμαι την πάγια δικαστηριακή νομολογία, η οποία έχει κρίνει επί των ανωτέρω ζητημάτων, τα οποία θέτω σε γνώση Σας και προκειμένου να υπαχθούν στη δικαστική βάσανο και τα οποία έχουν νομολογηθεί επί αγωγών που ήγειραν ενώσεις καταναλωτών.
Επειδή δικαιούμαι και ήδη ζητώ την επέκταση της ισχύος του δεδικασμένου των αποφάσεων αυτών, το οποίο αναπτύσσει ισχύ έναντι πάντων, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.2251/1994 σε συνδυασμό με την Ζ1-798/2008 ΥΑ (ΦΕΚ Β/1353/11-7-2008), όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει στο παρόν, την ΣτΕ 1210/2010, με την οποία κρίθηκε νόμιμη η ανωτέρω Υπουργική Απόφαση, καθώς και το σύνολο των Κοινοτικών Οδηγιών, των Νόμων και των Υπουργικών Αποφάσεων που έχουν ταχθεί για την προστασία των καταναλωτών.
Επειδή επικαλούμαι τις αποφάσεις αυτές και όλως ενδεικτικώς αναφέρω τις κάτωθι:
α) ΟλΑΠ 8/1998
β) ΟλΑΠ 9/1998
γ) ΕφΠατρ 143/2008
δ) ΟλΣτΕ 1210/2010
ε) ΟλΑΠ 1219/2001
στ) ΕφΑθ 5101/2011
ζ) ΑΠ 430/2005
η) ΕφΑθ 5253/2003
θ) ΠολΠρΑθ 961/2007
ι) ΜονΠρωτΚορ (ασφ) 989/2012
ια) ΜονΠρωτΚορ (ασφ) 175/2013
Επειδή με βάση όλα παραπάνω δέον όπως η προσβαλλόμενη με την παρούσα Διαταγή Πληρωμής ακυρωθεί άλλως εξαφανισθεί.
Επειδή η παρούσα Ανακοπή μου ασκείται νόμιμα και εμπρόθεσμα .
Επειδή είναι βάσιμοι όλοι οι ισχυρισμοί της παρούσης λόγος για τον οποίο η Διαταγή Πληρωμής είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού όλοι οι ισχυρισμοί και οι ενστάσεις προσβάλουν το κύρος αυτής στο σύνολό της.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και τα κατά τη συζήτηση προστεθησόμενα και με την ρητή επιφύλαξη όλων των νομίμων δικαιωμάτων μου
ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η παρούσα υπό κρίση Ανακοπή καθ όλο αυτής το αιτητικό.
Να ακυρωθεί και να εξαφανισθεί η υπ’ αριθ. …/… Διαταγή Πληρωμής του ………οδικείου … και η από …-…-… επιταγή προς πληρωμή της Διαταγής αυτής.
Να καταδικασθεί η καθ’ ης στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη και την αμοιβή του πληρεξουσίου μου δικηγόρου.
Κόρινθος, …-…-2013
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου