447/2014 ΑΠ ( 625120).Αναψηλάφηση. Το νέο έγγραφο, που βρήκε ή έλαβε στην κατοχή του ο ζητών την αναψηλάφηση, προκειμένου να στηρίξει την..
σχετική αίτηση, πρέπει να υπήρχε κατά το χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, να είναι κρίσιμο, με την έννοια ότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει απόδειξη ή ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του ζητούντος την αναψηλάφηση, αν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου και η μη έγκαιρη προσκομιδή του να οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε παρακράτηση του από τον αντίδικο του αιτούντος ή τρίτο σε συνεννόηση με τον τελευταίο. Έννοια «ανώτερης βίας». Εκκρεμοδικία. Η άσκηση αναψηλάφησης ή αναίρεσης δεν αναβιώνει την εκκρεμοδικία. Η αναβίωση της εκκρεμοδικίας επέρχεται μετά τη παραδοχή των έκτακτων αυτών ενδίκων μέσων και την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατάρτιση σύμβασης χρονομεριστικής σύμβασης επί μίας αυτόματης μηχανής παραγωγής μονωτικών πλακών συνδεδεμένης με μια μηχανή αποχωρισμού - σώρευσης των παραχθέντων αντικειμένων. Ασφάλιση της μηχανής αυτής από την εκμισθώτρια εταιρεία με έξοδα του ενάγοντος μισθωτή στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, μεταξύ άλλων, και κατά του κινδύνου πυρός. Επέλευση ασφαλιστικής περίπτωσης. Καταβολή τμήματος του ασφαλίσματος από την ασφαλιστική εταιρεία, καθώς και «της αξίας απώλειας» που προβλεπόταν στην σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης από τον ενάγοντα μισθωτή. Ασφαλισμένος, λήπτης της ασφάλισης και δικαιούχος του ασφαλίσματος της ασφαλιστικής συμβάσεως ήταν η εκμισθώτρια εταιρεία. Απορριπτέος ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι η καταβολή από αυτόν, της «αξίας απώλειας» στην εκμισθώτρια εταιρεία συνιστούσε εκχώρηση των αξιώσεων της από την επίδικη ασφαλιστική σύμβαση από τον ίδιο. Ουσιαστικά αβάσιμη, η αίτηση αναψηλάφισης του αιτούντος - αvαιρεσείovτoς, καθώς η μη έγκαιρη προσκομιδή των επίδικων εγγράφων δεν οφειλόταν σε ανωτέρα βία. Επίδειξη εγγράφου. Διάκριση περιπτώσεων. Εφαρμοστέες διατάξεις. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθ. 1751/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.Αριθμός 447/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Ιωάννη Χαμηλοθώρη Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 4 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Γ. Τ. του Ι., κατοίκου ... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Σταυρούλα Πούλιου, με δήλωση κατ` άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
Της αναιρεσιβλήτου: της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ".......................", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "......................... ..........", όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία "....... ...............", με έδρα το …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Απόστολο Μπουρνέλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8 Μαρτίου 2000 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών ως και την από 27 Μαρτίου 2000 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε παρέμβαση των α) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "....... ......." και β) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "................ ..........", που κατατέθηκε στο ίδιο Δικαστήριο και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 528/2003 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 3827/2006 του Εφετείου Αθηνών. Ο ήδη αναιρεσείων κατέθεσε στο Εφετείο Αθηνών την από 10 Απριλίου 2009 αίτηση αναψηλάφησης επί της οποίας εκδόθηκε η 1751/2012 απόφασή του. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12 Δεκεμβρίου 2012 αίτησή του και τους από 31 Μαΐου 2013 πρόσθετους αυτής λόγους αναίρεσης.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Γεωργέλλης, ανέγνωσε την από 25 Οκτωβρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων ως και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους του στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 544 αριθ. 7 του Κ.Πολ.Δ., αναψηλάφηση επιτρέπεται αν ο διάδικος που ζητεί την αναψηλάφηση βρήκε ή πήρε στην κατοχή του μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης νέα κρίσιμα έγγραφα, τα οποία δεν μπορούσε να προσκομίσει εγκαίρως από ανώτερη βία ή γιατί τα κατακράτησε ο αντίδικος του ή τρίτος που είχε συνεννοηθεί με τον αντίδικο του και των οποίων την ύπαρξη αγνοούσε, όπως αγνοούσε και την κατοχή τους από τον αντίδικο ή τον τρίτο κατά τη διάρκεια της δίκης. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το νέο έγγραφο, που βρήκε ή έλαβε στην κατοχή του ζητών την αναψηλάφηση, για να μπορεί να στηρίξει την αίτηση, πρέπει: α) να υπήρχε κατά το χρόνο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, β)γα είναι κρίσιμο, με την έννοια ότι από το έγγραφο αυτό προκύπτει απόδειξη η ανταπόδειξη ουσιώδους πραγματικού ισχυρισμού που είχε προβληθεί στη διεξαχθείσα δίκη, ώστε να καθίσταται εμφανές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη και θα μπορούσε να εκδοθεί διαφορετική απόφαση υπέρ του ζητούντος την αναψηλάφηση αν το έγγραφο είχε τεθεί υπόψη του δικαστηρίου και γ) η μη έγκαιρη προσκομιδή του να οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε παρακράτηση του από τον αντίδικο του αιτούντος ή τρίτο σε συνεννόηση με τον τελευταίο. Εξάλλου, ως ανώτερη βία, από την οποία ήταν αδύνατη η έγκαιρη προσκομιδή των νέων κρίσιμων εγγράφων, συνιστά, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, κάθε γεγονός τυχερό και απρόβλεπτο το οποίο υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες δεν μπορούσε να αποτραπεί ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Εξετέρου κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία (Ολ. ΑΠ 1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες.
Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες (Ολ. ΑΠ 861/1984). Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς, και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξαιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 561 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμηση τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο . Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχτηκε τα εξής: " Ο ενάγων άσκησε κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "................. ................." και κατά της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία "................." (πρώην επωνυμία ".............."), στην θέση της οποία έχει υπεισέλθει η εναγομένη ως καθολική διάδοχος αυτής, την από 8/3/2000 και με αριθμό κατάθεσης 30436/2508/2000 αγωγή του προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, στην οποίο εξέθετε ότι με την υπ` αριθμ. 700-7464/11-10- 1993 σύμβαση χρονομεριστικής σύμβασης που συνήφθη μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία "..............................." μίσθωσε από την τελευταία μια αυτόματη μηχανής παραγωγής μονωτικών πλακών της εταιρείας ......... τύπου BHW-o 134/60/1, η οποία ήταν συνδεδεμένη με μια μηχανή αποχωρισμού - σώρευσης των παραχθέντων αντικειμένων αξίας 23.364.948 δραχμών. Την μηχανή αυτή η ανωτέρω εκμισθώτρια εταιρεία ασφάλισε με έξοδα του ενάγοντος στην εναγομένη εταιρεία με την από 27/12/1995 σύμβαση ασφάλισης, μεταξύ άλλων, και κατά του κινδύνου πυρός για ποσό 18.900.000 δραχμών και για το χρονικό διάστημα από 31/1/1996 έως 31/1/1997. Στις 9/9/1996 εξερράγη πυρκαγιά στην βιοτεχνία του ενάγοντος με αποτέλεσμα να καταστραφεί ολοσχερώς η ανωτέρω μηχανή.
Κατόπιν τούτου η ανωτέρω ασφαλιστική εταιρεία αναγνωρίζοντας την οφειλή- της από την ασφαλιστική σύμβαση κατέβαλε μέρος του ασφαλίσματος, ύφους 4.000.000 δραχμών στην εναγομένη εταιρεία. Μετά την καταστροφή του μηχανήματος ο ενάγων κατέβαλε στην εκμισθώτρια "την αξία απώλειας" που προβλεπόταν στην σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, ύφους 13.436.672 δραχμών. Όπως δέχτηκαν οι αποφάσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καθώς επίσης και η προσβαλλόμενη με την ένδικη αναψηλάφηση απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ασφαλισμένος, λήπτης ης ασφάλισης και δικαιούχος του ασφαλίσματος της ασφαλιστικής συμβάσεως είναι η εκμισθώτρια εταιρεία με την επωνυμία "... ..... ...", σύμφωνα με το άρθρο 193 του ΕμπΝ και όπως ρητά συμφωνήθηκε με το άρθρο 11 παρ. 5 της συμβάσεως χρηματοδοτικής μίσθωσης. Ο ενάγων ισχυρίσθηκε κατά τη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου και δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ότι το γεγονός της καταβολής από αυτόν, στις 9/7/1998 του συνόλου των οφειλομένων από αυτόν μισθωμάτων ("αξία απώλειας") στην εκμισθώτρια εταιρεία συνιστούσε εκχώρηση των αξιώσεων της από την ανωτέρω ασφαλιστική σύμβαση από τον ίδιο. Τούτο, όμως, κρίθηκε ότι σε καμία περίπτωση δεv συνιστούσε εκχώρηση αξίωσης, όπως δέχθηκαν οι ανωτέρω αποφάσεις, όσο και η εισήγηση του Εισηγητή Αεροπαγίτη Αντωνίου Ζευγώλη στη σχετική δίκη κατόπιν της ασκηθείσας αιτήσεως αναιρέσεως κατά της προσβαλλομένης με αναψηλάφηση αποφάσεως. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι μετά την καταβολή της "αξίας απώλειας" η εκμισθώτρια εταιρεία, κατόπιν συνεχών οχλήσεων από τον ενάγοντα υπέγραψε, δια των νομίμων εκπροσώπων της στο υποκατάστημα Βορείου Ελλάδος των Ι. Μ. και Ν. Κ. Π., δυο έγγραφα, τα οποία απέστειλε μετά την έκδοση τους στην εναγομένη εταιρεία και η οποία τα κατέχει έως σήμερα. Το πρώτο έγγραφο είναι μια εξουσιοδότηση που εκδόθηκε στις 7/10/1998 στη Θεσσαλονίκη, η οποία απευθύνεται στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, με την οποία εξουσιοδοτείται ο ενάγων να εισπράξει από την ως άνω ασφαλιστική εταιρεία οποιοδήποτε ποσό αποζημίωσης της αναγνωρισθεί για τον εξοπλισμό που είχε εκμισθώσει στον ενάγοντα με την προαναφερόμενη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης. Το δεύτερο, έγγραφο, που εκδόθηκε στις 25/11/1998, στη Θεσσαλονίκη, απευθύνεται στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, υπογράφεται από τους ίδιους ανωτέρω νομίμους εκπροσώπους της εκμισθώτριας εταιρείας και δηλώνεται σ` αυτό ότι η εκμισθώτρια εταιρεία δεν έχει καμία απαίτηση κατά της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας για τον εξοπλισμό που είχε εκμισθώσει στον ενάγοντα με την προαναφερόμενη σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης, ο οποίος εξοπλισμός καταστράφηκε κατά την πυρκαγιά της 9/9/1996 και ότι δικαιούχος του υπολοίπου ασφαλίσματος, μετ` αφαίρεση του ποσού των 4.000.000 δραχμών που καταβλήθηκε στις 24/6/1996, καθίσταται ο ενάγων Γ. Τ. Ο αιτών - ενάγων γνώριζε από την αρχή της αντιδικίας του με την εναγομένη την ύπαρξη των δυο ανωτέρω εγγράφων τα οποία βρισκόντουσαν στα χέρια της τελευταίας. Επομένως, η μη έγκαιρη προσκομιδή τους δεν οφείλεται σε ανωτέρα βία, με την έννοια ότι το αναφερόμενο στην αίτηση αναψηλάφησης γεγονός της αδυναμίας έγκαιρης προσκομιδής τους στο Δικαστήριο δεν είναι γεγονός τυχερό και απρόβλεπτο που δεν θα μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως, όπως είναι η ανυπαίτια αδυναμία έγκαιρης προσκομιδής τους λόγω κατακράτησης αυτών από την αντίδικο όσο διαρκούσε η δίκη. Το γεγονός της γνώσης ύπαρξης των εγγράφων αυτών από τον αιτούντα - ενάγοντα αποδεικνύεται από την κατάθεση του μάρτυρά του Ι. Λ., ο όποιος κατέθεσε ότι τα ανωτέρω έγγραφα συντάχθηκαν με όχληση του ενάγοντα και συνεχή πίεση στους νομίμους εκπροσώπους της εκμισθώτριας εταιρείας, ενώ ο ίδιος κατείχε αντίγραφα αυτών, τα οποία είχαν εξαφανισθεί μέσα στα λοιπά έγγραφα του λογιστηρίου της επιχείρησης. Επομένως, ο ενάγων γνωρίζοντας ότι τα έγγραφα υπήρχαν στην κατοχή της αντιδίκου του μπορούσε να ζητήσει τα έγγραφα αυτά από τον κάτοχο τους με τη διαδικασία επιδείξεως εγγράφων. Κατόπιν όλων αυτών- αποδείχθηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 544 αρ. 7 ΚΠολΔ, αφού τα επικαλούμενα περιστατικά προς θεμελίωση του ισχυρισμού του αιτούντος περί μη προσκομίσεως κρίσιμων εγγράφων λόγω ανώτερης βίας, δεν αποδείχθηκαν και ο αιτών, καταβάλλοντας ακόμη, και την επιμέλεια και προσοχή του μέσου επιμελή και συνετού ανθρώπου, θα μπορούσε να προσκομίσει τα ανωτέρω έγγραφα κατά την πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο δίκη. Επομένως, η ένδικη αίτηση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη." Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, την αίτηση αναψηλάφισης του αιτούντος και ήδη αvαιρεσείovτoς κατά της υπ` αριθ. 3827/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης καθόσον διέλαβε σ` αυτή σαφείς πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου. Ειδικότερα με τα δεκτά γενόμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά τα οποία και ορθώς υπήγαγε στο νόμο και σύμφωνα με τα οποία ο αιτών γνώριζε από την αρχή της αντιδικίας του με την εναγομένη την ύπαρξη των ανωτέρω εγγράφων τα οποία βρίσκονταν στα χέρια της τελευταίας και ο ίδιος κατείχε αντίγραφα αυτών και ότι αυτός μπορούσε καταβάλλοντος ακόμη και την επιμέλεια και προσοχή του μέσου επιμελή και συνετού ανθρώπου να ζητήσει τα έγγραφα αυτά από τον κάτοχο τους με τη διαδικασία επίδειξης εγγράφων ενόψει του ότι τα κατεχόμενα αντίγραφα από τον ίδιο είχαν εξαφανισθεί μέσα στα λοιπά έγγραφα του λογιστηρίου της επιχείρησης του, δεν συνέτρεχε στη προκειμένη περίπτωση αδυναμία προσκομίσεως στο Δικαστήριο των ανωτέρω εγγράφων από ανώτερη βία και αποκρούεται η παραδοχή της αναψηλάφισης για τον προβληθέντα σχετικό λόγο.
Συνεπώς ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ. με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα είναι αβάσιμος. Κατά τα λοιπά ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος διότι οι δ` αυτού προβαλλόμενες αιτιάσεις ανάγονται στην ουσιαστική εκτίμησης των πραγμάτων που δεν ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο. (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.
Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 Κ.ΠολΔ, κατά την οποία επιτρέπεται αναίρεση, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, προκύπτει, ότι ο προβλεπόμενος με αυτή αναιρετικός λόγος αναφέρεται μόνο στις δικονομικές ακυρότητες, εκείνες δηλαδή που ανάγονται στη διαδικασία και είναι συνέπεια εφαρμογής δικονομικών διατάξεων, όχι δε σε ακυρότητες του ουσιαστικού δικαίου, η παράβαση των οποίων ελέγχεται αναιρετικά με τον από το άρθρο, 559 αριθ. 1 προβλεπόμενο λόγο (Ολ.Α.Π.1/1999 Α.Π.209/2009). Στη προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την απόφαση η αναψηλάφιση για λόγο του άρθρου 544 αρ. 7 Κ.Πολ.Δ. απορρίφθηκε κατά ορθή νοηματική απόδοση του περιεχομένου της ως ουσιαστικά αβάσιμη και όχι ως απαράδεκτη για δικονομικό λόγο.
Συνεπώς ο πρώτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. υπό την αιτίαση ότι το Εφετείο παρά το νόμο απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση αναψηλάφισης είναι απαράδεκτος.
Κατά την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως και όταν το δικαστήριο έλαβε υπ όψη του πράγματα, που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι θεμελιώνουν, καταλύουν ή παρακωλύουν το δικαίωμα, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση. Για το ορισμένο, όμως, του λόγου αυτού, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ποια ήσαν "τα πράγματα" αυτά και ποια επίδραση άσκησαν στην έκβαση της δίκης( Α.Π.806/2009). Κατ` ακολουθών ο τρίτος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. υπό την αιτίαση ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν από την αντίδικο είναι προεχόντως αόριστος διότι δεν προσδιορίζονται τα πράγματα που φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψη χωρίς να έχουν προταθεί, αυτά δε ανεξάρτητα του ότι ο ίδιος λόγος είναι και αβάσιμος διότι όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης η αναψηλάφηση απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη διότι ο αιτών δεν απέδειξε τη συνδρομή ανωτέρας βίας και όχι διότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στη δίκη χωρίς να τα έχει προτείνει η καθής η αναψηλάφιση.
Η επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 450-452 ΚΠολΔ, ενώ αν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 902- 903 AK. Εξάλλου η άσκηση αναψηλαφίσεως ή αναιρέσεως δεν αναβιώνει την εκκρεμοδικία. Η αναβίωση της εκκρεμοδικίας επέρχεται μετά τη παραδοχή των έκτακτων τούτων ενδίκων μέσων και την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο απέρριψε την δια των προσθέτων λόγων αναψηλάφισης, υποβληθείσα αίτηση επίδειξης των ανωτέρω εγγράφων ως απαράδεκτη ενόψει του ότι απορρίφθηκε η αίτηση αναψηλάφισης και δεν επήλθε αναβίωση της εκκρεμοδικίας. Ετσι που έκρινε το Εφετείο δεν κήρυξε παρά το νομό απαράδεκτο γι` αυτό και ο τέταρτος λόγος της αναίρεσης κατ` εκτίμηση από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. με τον οποίο υποστηρίζονται τα` αντίθετα είναι αβάσιμος. Αβάσιμος επίσης είναι και ο μοναδικός πρόσθετος λόγος της αναίρεσης από τον αριθ. 9 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. υπό την αιτίαση ότι το Εφετείο άφησε αδίκαστη την ανωτέρω αίτηση για επίδειξη των ως άνω εγγράφων διότι όπως προεκτέθηκε το Εφετείο απέρριψε την αίτηση αυτή ως απαράδεκτη. Τέλος απαράδεκτο είναι το σχετικό για επίδειξη των ανωτέρω εγγράφων αίτημα που προβάλλεται με την αναίρεση καθόσον ούτε με την προκειμένη αναίρεση αναβίωσε η εκκρεμοδικία.
Κατ` ακολουθίαν πρέπει ν` απορριφθεί η αναίρεση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου (άρθρα 183, 176 Κ.Πολ.Δ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12-12-2012 αίτηση του Ι. Τ. για αναίρεση της υπ` αριθ. 1751/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσιβλήτου τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 18 Νοεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 27 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου