846/2013 ΑΠ ( 610024).Ανικανότητα για σύνταξη διαθήκης. Κρίσιμος χρόνος αυτής. Έλλειψη συνείδησης των πραττομένων. Έννοια. ..
Στέρηση της χρήσης του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας. Προϋποθέσεις. Πλέον μετά τη τροποποίηση που επέφερε με το άρθρο 30 ο ν. 2447/1996, για τη διαπίστωση αυτής απαιτείται απλά ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Περιπτώσεις ψυχικής διαταραχής. Πολιτική δικονομία. Αναγνωριστική αγωγή της ακυρότητας ιδιόγραφης διαθήκης λόγω της διαταραγμένης βούλησης της διαθέτιδος κατά το χρόνο συντάξεως αυτής που είχε διαμορφωθεί υπό την επήρεια θρησκευτικών οργανώσεων και είχε περιορίσει την ικανότητά της για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας. Ένδικα μέσα. Αναίρεση. Λόγοι. Η ευθέως και εκ πλαγίου παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κατ’ αρ. 559 αριθμ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Σφάλμα του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου το οποίο αρκέστηκε σε όσα η διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 4 ΑΚ απαιτεί μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 30 του Ν. 2447/19996, που όμως δεν ήταν εφαρμοστέα, στη συνταχθείσα πριν από την τροποποίηση αυτή ένδικη διαθήκη. Το δικαστήριο αναιρεί την υπ` αριθμ. 1935/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.Αριθμός 846/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει τις εξής υποθέσεις μεταξύ:
Α) Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ως ασκούντος την εποπτεία επί των κοινωφελών σκοπών και ιδρυμάτων εν γένει καταλειπομένων περιουσιών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Xρήστο Μιτκίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) Κ. Κ. του Χ., κατοίκου .., 2) Β. Κ. του Χ., κατοίκου ..., 3) Θ. Κ. του Χ., κατοίκου ..., 4) Α. Κ. του Σ., συζ. Κ. Μ., κατοίκου ... και 5)Α. Κ. του Σ., συζ. Ν. Κ., κατοίκου ..., οι 4η και 5η ως κληρονόμοι της Μ. ή Μ. χήρας Σ. Κ., το γένος Χ. Κ.. Οι 2ος, 4η και 5η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Τσιρόπουλο. Ο 1ος και ο 3ος απεβίωσαν, όπως αναφέρεται στην από 21/3/2012 κλήση και κληρονομήθηκαν από τους: 1) Α. χήρα Κ. Κ., κάτοικο ..., 2) Χ. Κ. του Β., κάτοικο ..., 3) Α. Κ. του Σ., συζ. Ν. Κ., κάτοικο ..., και 1) Β., χήρα Θ. Κ., κάτοικο ..., 2) Χ. Κ. του Θ., κάτοικο ..., 3) Α. Κ. του Θ., κάτοικο ..., 4) Γ. Κ. του Θ., κάτοικο ..., αντίστοιχα, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Κοινοποιούμενης της αίτησης αναίρεσης στο ιδρυμα με την επωνυμία "..........." με έδρα την ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Χαραλαμπίδη, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Β) Του αναιρεσείοντος - καλούντος: Ιδρύματος με την επωνυμία ".............." με έδρα την ..., νόμιμα εκπροσωπούμενου, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Χαραλαμπίδη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων - καθών η κλήση: 1) Κ. Κ. του Χ., κατοίκου .., 2) Β. Κ. του Χ., κατοίκου ..., 3) Θ. Κ. του Χ., κατοίκου ..., 4) Α. Κ. του Σ., συζ. Κ. Μ., κατοίκου ... και 5) Α. Κ. του Σ., συζ. Ν. Κ., κατοίκου ..., οι 4η και 5η ως κληρονόμοι της Μ. ή Μ. χήρας Σ. Κ., το γένος Χ. Κ.. Οι 2ος, 4η και 5η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Δημήτριο Τσιρόπουλο. Ο 1ος και ο 3ος απεβίωσαν, όπως αναφέρεται στην από 21/3/2012 κλήση και κληρονομήθηκαν από τους: 1) Α. χήρας Κ. Κ., κάτοικο ..., 2) Χ. Κ. του Β., κάτοικο ..., 3) Α. Κ. του Σ., συζ. Ν. Κ., κάτοικο ..., και 1) Β. χήρα Θ. Κ., κάτοικο ..., 2) Χ. Κ. του Θ., κάτοικο ..., 3) Α. Κ. του Θ., κάτοικο ..., 4) Γ. Κ. του Θ. αντίστοιχα, οι οποίοι συνεχίζουν τη βιαίως διακοπείσα δίκη και εκπροσωπούνται από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο.
Κοινοποιούμενης της αίτησης αναίρεσης στο Ελληνικό Δημόσιο, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ως ασκούντος την εποπτεία επί των κοινωφελών σκοπών και ιδρυμάτων εν γένει καταλειπομένων περιουσιών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του Xρήστο Μιτκίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, χωρίς να καταθέσει προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25/10/1989 αγωγή των αρχικών διαδίκων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 620/1990, 4922/2002 μη οριστικές, 2757/2004 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 1935/2007 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν: α)το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 22/3/2010 αίτησή του και β)το αναιρεσείον ............ με την από 23/3/2010 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση των αιτήσεων αυτών, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε τις από 11/3/2013 εκθέσεις της, με τις οποίες εισηγήθηκε την αποδοχή των δύο πρώτων λόγων των αναιρέσεων και την απόρριψη του τρίτου.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος της από 22/3/2010 αιτήσεως ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, οι από 22.3.2010 και 23.3.2010 και με αριθμό πράξεως καταθέσεως 302/23.3.2010 και 308/24.3.2010, αντίστοιχα, αιτήσεις αναιρέσεως κατά της υπ` αριθμ. 1935/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικασθούν, σύμφωνα με το άρθρο 246 ΚΠολΔικ, το οποίο, κατά το άρθρο 573 παρ.1 του ίδιου Κώδικα εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 495/2013), καθόσον στρέφονται κατά της ίδιας αποφάσεως και αφορούν τους ίδιους διαδίκους, με την δε συνεκδίκασή τους διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων.
Επειδή, κατά το άρθρο 1718 του ΑΚ, διαθήκη για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, κατά δε το άρθρο 1719 παρ.4 του ίδιου κώδικα, όπως αυτό ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 30 του ν. 2447/1996 και εφαρμόζεται ως προς τις διαθήκες που έγιναν υπό το κράτος της ισχύος του, δηλαδή πριν από την 30.12.1996 (άρθρο τρίτο ν. 2447/1996), ανίκανοι να συντάσσουν διαθήκη είναι όσοι κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης δεν έχουν συνείδηση των πράξεών τους ή δεν έχουν τη χρήση του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, έλλειψη της συνείδησης των πραττομένων υπάρχει, όταν ο διαθέτης από θόλωση της διάνοιάς του εξαιτίας κάποιου νοσηρού ή όχι γεγονότος (μέθη, ύπνωση) που συνέβη κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης σε βαθμό συγχύσεως, αδύνατο να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της πράξεως που επιχειρεί, δηλαδή βρίσκεται σε αδυναμία να διαγνώσει ότι συντάσσει διαθήκη ή μπορεί μεν να διαγνώσει ότι συντάσσει διαθήκη, αδυνατεί όμως να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο των επί μέρους διατάξεων της διαθήκης, χωρίς να απαιτείται γενική και πλήρη έλλειψη της συνειδήσεως, αρκούσας προς τούτο της σε μεγάλο βαθμό συγχύσεως αυτής (ΑΠ 496/2009, ΑΠ 1596/2008, ΑΠ 984/2008). Στέρηση δε της χρήσεως του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας υπάρχει όταν ο διαθέτης εξαιτίας πνευματικής ασθένειας, δηλαδή διανοητικής ή ψυχικής διαταραχής οφειλομένης σε ασθένεια, δεν μπορεί -αδυνατεί- να προσδιορίσει ελεύθερα τη βούλησή του, δηλαδή να διαθέσει την περιουσία του μετά το θάνατό του με λογικούς υπολογισμούς. Δηλαδή ο διαθέτης μπορούσε μεν να έχει επαρκή αντίληψη για το τι έπραττε συντάσσοντας τη διαθήκη, αλλά εξαιτίας ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής δεν ήταν η βούλησή του ελεύθερη στο βαθμό που είναι του ομαλά ψυχικά ανθρώπου, ήτοι αυτός δεν μπορούσε, βρισκόταν σε αδυναμία, -αδυνατούσε- να προσδιορίσει με λογικούς υπολογισμούς ελεύθερα τη βούλησή του και να αντισταθεί έτσι σε υποβολή προερχόμενη από άλλους. Μετά την τροποποίησή της με τον παραπάνω νόμο (άρθρο 30 Ν. 2447/1996) η διάταξη αυτή απαιτεί απλά ψυχική ή διανοητική διαταραχή περιορίζουσα αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη. Η κατά την προϊσχύσασα διάταξη στέρηση της χρήσεως του λογικού λόγω πνευματικής ασθένειας αποτελεί νομικό όρο που δεν χρησιμοποιείται στην ιατρική δηλαδή, όρο, ο οποίος με δυσχέρεια μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια, αφού ως πνευματική ασθένεια δεν νοείται μόνο η πάθηση της νόησης του πνεύματος, αλλά γενικά κάθε ψυχική διαταραχή. Ως ψυχική διαταραχή που κατά την προϊσχύσασα διάταξη, καθιστούσε αδύνατη και κατά την ισχύουσα περιορίζει αποφασιστικά τη λειτουργία της βούλησης του διαθέτη νοείται ειδικότερα κάθε διαταραχή που αναιρεί ή μειώνει αντίστοιχα την ικανότητα για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, όταν δηλαδή, εξαιτίας της διαταραχής αυτής αποκλείεται ή περιορίζεται αποφασιστικά αντίστοιχα, κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς καθόσον ο τελευταίος κυριαρχείται από παραστάσεις, αισθήματα, ορμές ή επιρροές τρίτων. Οι ασθένειες που μπορούν να προκαλέσουν την πιο πάνω διαταραχή είναι οι ίδιες τόσο κατά την προϊσχύσασα όσο και κατά την υπό ισχύ διάταξη, είναι δε οι γνήσιες ψυχώσεις όπως λ.χ. η μανιοκατάθλιψη, η σχιζοφρένεια, οι παράνοιες, αλλά και οι οργανικοψυχικές παθήσεις, όπως λ.χ. η γεροντική άνοια, όταν απ` αυτή προκαλείται μόνιμη διαταραχή της λειτουργίας του νου, σε βαθμό που αποκλείει την ύπαρξη λογικής κρίσης, η ολιγοφρένεια κ.ά. Η διακρίβωση πότε στη συγκεκριμένη περίπτωση αποκλείεται ο ελεύθερος προσδιορισμός της βούλησης του διαθέτη με λογικούς υπολογισμούς, είναι έργο ιδιαίτερα λεπτό και δυσχερές, ενόψει και του ότι μια εξελικτική οργανική ασθένεια του εγκεφάλου καθιστά, κατά την εξέλιξή της, ανίκανο τον πάσχοντα για σύνταξη διαθήκης. Παρέπεται ότι δεν αποκλείεται κατά νόμο η συνύπαρξη στο πρόσωπο του διαθέτη και των δύο περιπτώσεων ανικανότητας, που προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 1719 αρ.3 ΑΚ (ΑΠ 1073/2012, ΑΠ 1198/2012, ΑΠ 1420/2010). Η ανικανότητα κρίνεται κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, ενώ η μεταγενέστερη επέλευσή της ή η ύπαρξή της σε προγενέστερο χρόνο δεν ασκεί έννομη επιρροή, αν όμως πρόκειται για πάθηση μη ιάσιμη ή για βαριά ψυχική ή διανοητική διαταραχή του διαθέτη, τότε δεν είναι αναγκαία η απόδειξή της κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης, αφού τεκμαίρεται αυτή, λόγω της διάρκειάς της (ΑΠ 1420/2010, ΑΠ 1110/2008). Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου έννοια διαφορετική από την αληθινή.
Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του, ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 7/2006, ΑΠ 486/2013, ΑΠ 568/2013). Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης, ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Εξάλλου το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 179/2013, 495/2013, 567/2013, 568/2013). Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση (άρθρ. 561 παρ.2 ΚΠολΔικ) της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Εφετείο από τη συνεκτίμηση των νομίμως προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων δέχθηκε, κατ` ανέλεγκτη κρίση, σε σχέση με την κύρια βάση της ένδικης αγωγής των τριών πρώτων από τους αρχικούς αναιρεσίβλητους (στη θέση του πρώτου και τρίτου από τους οποίους λόγω θανάτου τους έχουν υπεισέλθει οι συνεχίζοντες τη δίκη κληρονόμοι τους) και της δικαιοπαρόχου των τέταρτης και πέμπτης, στη θέση της οποίας αυτές υπεισήλθαν, περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της από 20.6.1988 ιδιόγραφης διαθήκης της αποβιώσασας Α. θυγ. Χ. Κ., που στηριζόταν στην κατά το άνω άρθρο 1719 παρ.4 ΑΚ ανικανότητα της διαθέτιδος προς σύνταξή της τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Η διαθέτιδα Α. θυγ. Χ. Κ., γεννήθηκε το 1926, είχε γραμματικές γνώσεις γ` τάξης δημοτικού σχολείου, δεν εργαζόταν, παντρεύτηκε το έτος 1963 και αμέσως διαζεύκτηκε, δεν είχε τέκνα, είχε πλησιέστερους συγγενείς τα αδέρφια της και τώρα ενάγοντες, διέμενε με τον πρώτο ενάγοντα αδελφό της μέχρι το έτος 1970 και έκτοτε διέμενε, μέχρι το θάνατο της την 3/12/1988, μόνη της σε ιδιόκτητο διαμέρισμα στο δεύτερο όροφο υπό στοιχεία Β-2 πολυκατοικίας που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... αριθμ. .. και ... στο Δήμο ..., επιφάνειας 73,50 μ2 αποτελούμενο από τρία κύρια δωμάτια και λοιπούς βοηθητικούς χώρους. Η διαθέτιδα με την από 20/6/1988 ιδιόγραφη διαθήκη της, που είχε δοθεί προς φύλαξη στη συμβολαιογράφο Αθηνών ....................... , και δημοσιεύθηκε με το υπ` αριθμ. 65/1989 Πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, καταχωρήθηκε στον τόμο 1282 και αριθμό 65, κατά τη συνεδρίαση της 13/1/1989, κατέλιπε το ανωτέρω διαμέρισμα στο εναγόμενο που ιδρύθηκε με την υπ` αριθμ. .../15- 4-1987 Πράξη σύστασης ιδρύματος και εγκρίθηκε με το από 8/6/1989 Π. Δ/γμα με το οποίο εγκρίθηκε η σύσταση και κυρώθηκε ο οργανισμός του εναγομένου κοινωφελούς ιδρύματος (ΦΕΚ 457/12-6-1989). Το πλήρες περιεχόμενο της ανωτέρω διαθήκης έχει ως εξής: "Εγώ η Α. Κ. του Χ. και Α., που γεννήθηκα στο ... το έτος 1926 με πλήρη συναίσθηση των πράξεών μου, θέλω μετά το θάνατό μου το διαμέρισμά μου στου ... που απέκτησα με το .../70 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ....................... ........ να περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα στο .......................................................................................... που συστήθηκε με το υπ` αριθμ. .../15-4-1987 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ................. .
Δια τον εξής σκοπό: να κτισθεί Ι. Ναός στο όνομα της ................................. στη μνήμη των προσφιλών μου κεκοιμημένων και φωτισμό των ζώντων και να διαδοθεί ο λόγος του Ευαγγελίου στα πέρατα του κόσμου. Αθήνα 20 Ιουνίου 1988. Η διαθέτις Α. Χ. Κ.". Η σύνταξη της ιδιόγραφης διαθήκης την 20/6/1988 και ο θάνατος της κληρονομουμένης την 3/12/1988 έγιναν όταν αυτή ήταν ηλικίας 62 ετών. Ο θάνατός της επήλθε κατά τη διάρκεια εξέτασης καρδιολογικής φύσεως, ενόψει του ότι αυτή έπασχε από καρδιολογικό νόσημα. Η διαθέτις μετά το διαζύγιό της αφοσιώθηκε πλήρως στην εκκλησία και τη δράση της, είχε συναναστροφές με πολλούς θρησκευτικούς κύκλους, ήταν συνδρομήτρια πολλών εκκλησιαστικών περιοδικών, ενίσχυε οικονομικά τις εκκλησιαστικές οργανώσεις, διατηρούσε αλληλογραφία με πρόσωπα της εκκλησίας (επίσκοπο - μοναχό) που τη συμβούλευαν και έγραφε συχνά στίχους και προσευχές. Η διαθέτις έχουσα γραμματικές γνώσεις τρίτης δημοτικού σχολείου, μη διαθέτουσα κοινωνική εμπειρία ως ασχολούμενη με τα οικιακά, επηρεάστηκε από τις συναναστροφές της με τους θρησκευτικούς κύκλους που της επέβαλαν την άποψη ότι για να κερδίσεις τη μετά θάνατο ζωή πρέπει να είσαι τίμιος, καλός, σωστός, να βοηθάς τον πλησίον σου αλλά και ό,τι έχεις και δεν έχεις να τα δώσεις στην οργάνωση, και μεταβλήθηκε σε θρησκόληπτο άτομο (διακατείχετο από υπέρμετρο θρησκευτικό ζήλο, υπερβολική αφοσίωση στη θρησκεία), προσπαθούσε να διαδώσει τις θρησκευτικές απόψεις της σε τρίτους (όπως στο μάρτυρα των εναγόντων Χ. Ν. και στη μητέρα του), χρησιμοποιούσε το σπίτι της για ομιλίες των μελών των οργανώσεων. Σαφείς περί των ανωτέρω είναι οι καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων ιδίως του Χ. Ν., ο οποίος είναι τρίτος, φίλος και οικογενειακός ιατρός των εναγόντων και της θανούσας αδελφής των, ο οποίος γνωρίζοντας από νεαρή ηλικία τη θανούσα καταθέτει ότι η θανούσα του ανέφερε για συναναστροφές της με θρησκευτικούς κύκλους και προσπαθούσε να τον επηρεάσει και έχει τη γνώμη ότι για να συντάξει τη διαθήκη επηρεάστηκε από τους κύκλους με τους οποίους συναναστρέφετο οι οποίοι την είχαν μεταβάλει σε θρησκόληπτο άτομο. Εξάλλου η θανούσα έβλεπε τα πάντα με θρησκευτικό πρίσμα, αδιαφορώντας πλήρως για τους πλησιέστερους συγγενείς της αλλά και για την ίδια προσωπικά. Ενδεικτικό των παραπάνω αποτελεί το γεγονός ότι επέμενε με φορτικότητα να προβεί σε δωρεά εν ζωή του ανωτέρω ακινήτου προς το εναγόμενο, του μοναδικού δηλαδή περιουσιακού της στοιχείου στο οποίο και διέμενε, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες της πράξης της αυτής, ότι δηλαδή στην ηλικία των 62 ετών αντιμετωπίζουσα καρδιολογικής φύσεως προβλήματα υγείας θα έμενε χωρίς κατοικία και χωρίς ένα περιουσιακό στοιχείο το οποίο θα της ήταν αναγκαίο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της υγείας της. Κατά το χρόνο σύνταξης της διαθήκης της η θανούσα τελούσα υπό το προαναφερόμενο καθεστώς συναισθηματικής φόρτισης, διακατεχόμενη από υπέρμετρο θρησκευτικό ζήλο, προέβη στην σύνταξη της ιδιόγραφης διαθήκης της υπό το προαναφερθέν περιεχόμενο το οποίο της υποβλήθηκε καθόσον οι όροι και η φρασεολογία που χρησιμοποιεί δεν ανταποκρίνονται στις γραμματικές της γνώσεις αλλά προσήκουν σε άτομο ανωτάτου επιπέδου γνώσεων. Η ούτως εκφρασθείσα βούληση της θανούσας δεν είναι προϊόν ελεύθερης βούλησής της, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και συνεπώς η διαθήκη της είναι άκυρη σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις.
Ακολούθως το Εφετείο, αφού δέχθηκε την απόφαση, κατά το οικείο της κεφάλαιο, εξαφάνισε την εκκαλουμένη και αφού αναδίκασε την αγωγή κατά την κύρια βάση της, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε την ακυρότητα της από 20.6.1988 ιδιόγραφης διαθήκης.
Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο παραβίασε ευθέως και εκ πλαγίου τη διάταξη του άρθρου 1719 αρ. 4 ΑΚ, όπως τούτο ίσχυε κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης, αφού αρκέστηκε σε λιγότερα από όσα η διάταξη αυτή απαιτεί, καθόσον τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού της διατάξεως αυτής, όπως τούτο (πραγματικό) αναλύθηκε στη νομική σκέψη, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε. Ειδικότερα η απόφαση αρκέστηκε σε διαταραγμένη βούληση της διαθέτιδος κατά το χρόνο συντάξεως της διαθήκης που είχε διαμορφωθεί υπό την επήρεια θρησκευτικών οργανώσεων και είχε περιορίσει την ικανότητά της για αντικειμενικό έλεγχο της πραγματικότητας, δηλαδή αρκέστηκε σε όσα η διάταξη αυτή απαιτεί μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 30 του Ν. 2447/19996, που όμως δεν ήταν εφαρμοστέα, στη συνταχθείσα πριν από την τροποποίηση αυτή ένδικη διαθήκη. Η ισχύουσα κατά τον ένδικο χρόνο διάταξη απαιτούσε να κριθεί αν ο επικαλούμενος θρησκευτικός ζήλος και η από αυτόν συναισθηματική φόρτιση ήταν νοσηρές καταστάσεις που θόλωσαν τη διάνοια της διαθέτιδος και της προκάλεσαν σύγχυση, σε βαθμό που αυτή να περιέλθει σε αδυναμία να διαγνώσει την ουσία και το περιεχόμενο της διαθήκης που συνέτασσε ή ότι οι καταστάσεις αυτές, ήτοι ο θρησκευτικός ζήλος και η από αυτόν συναισθηματική φόρτιση, την κατέστησαν πνευματικά ασθενή, ήτοι της προκάλεσα διανοητική ή ψυχική διαταραχή και την περιήγαγαν σε αδυναμία να αντισταθεί σε υποβολή προερχομένη από άλλους και να προσδιορίσει, κατά τον χρόνο συντάξεως της διαθήκης, ελεύθερα τη βούλησή της.
Ενόψει τούτων, πρέπει να γίνουν δεκτοί οι εκ των διατάξεων των αριθμών 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ ταυτόσημοι δύο πρώτοι λόγοι των αναιρέσεων και να αναιρεθεί η απόφαση, στη δε συνέχεια να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από δικαστές άλλους πλην εκείνους που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Οι αναιρεσίβλητοι, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔικ), η οποία δαπάνη όσο αφορά την πρώτη αναίρεση (του Ελληνικού Δημοσίου) θα καταλογισθεί μειωμένη, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αρ. 18 του ΕισΝΚΠολΔικ και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ` αριθμ. 13443/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν. 1738/1987 (ΑΠ 481/2013), ενώ όσο αφορά το αναιρεσείον της δεύτερης αναίρεσης του οποίου η νομική συμπαράσταση δεν έγινε από το Ν.Σ.Κ. θα καταλογισθούν κατά της γενικές διατάξεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 22.3.2010 και 23.3.2010 αιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου και Ιδρύματος με την επωνυμία "...................." για αναίρεση της υπ` αριθμ. 1935/2007 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Αναιρεί την υπ` αριθμό 1935/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Εφετείο Αθηνών, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, πλην εκείνων που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία καθορίζει για το αναιρεσείον της πρώτης αναιρέσεως (Ελληνικό Δημόσιο) σε τριακόσια (300) ευρώ και για το αναιρεσείον της δεύτερης αναιρέσεως ("................") σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 16 Απριλίου 2013.
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου