Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

ΣτΕ 1535/2014 (Ε΄ Μονομελές) [Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης]

 
ΣτΕ 1535/2014 (Ε΄ Μονομελές)
[Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης]
Πρόεδρος: Π. Καρλή..

Δικηγόροι: Γ. Γκεσούλης, Β. Καραγεώργος
       Με βάση τις αρχές της δίκαιης δίκης πρέπει να μην απορρίπτονται αιτήσεις ασκηθείσες από περισσότερους αιτούντες, για τις οποίες έχει καταβληθεί μόνο ένα παράβολο 200 ευρώ, αν αυτές έχουν κατατεθεί πριν τη δημοσίευση της πρώτης αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας 3017/2013 (2-9-2013), με την οποία ερμηνεύθηκε η  ανωτέρω διάταξη, και για έναν εύλογο χρόνο μετά το εν λόγω χρονικό σημείο.

       Η εκτέλεση της αποφάσεως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας, όμως η απόφαση, ως απορριπτική, δεν έθετε ζήτημα εκτελέσεως, ούτε απαιτούσε τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων ώστε να διασφαλισθεί η εκτέλεσή της ως προς τον αιτούντα. Οι αιτούντες, δεν υπέστησαν, ούτε άλλωστε επικαλούνται, οποιαδήποτε βλάβη από την πάροδο περίπου μήνα που μεσολάβησε μεταξύ της δημοσιεύσεως της αποφάσεως και της καθαρογραφής αυτής και της θέσεως της υποθέσεως στο αρχείο.

       Η εκ μέρους των αιτούντων κατάθεση δικογράφου προσθέτων λόγων, δεν μπορεί να τους καταλογισθεί ως στοιχείο που συνέβαλε στην επιβράδυνση της διαδικασίας.

       Το χρονικό διάστημα που διήρκησε η εκδίκασή της (10 έτη, 2 μήνες και 25 ημέρες), δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης ούτε της «λογικής προθεσμίας. Στους αιτούντες προκλήθηκε ηθική βλάβη (λόγω ταλαιπωρίας, αβεβαιότητας και αγωνίας για την έκβαση της υποθέσεώς της), για την αποκατάσταση της οποίας – με δίκαιη ικανοποίηση – δεν αρκεί η απλή διαπίστωση της παραβιάσεως του δικαιώματος τους σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, αλλά πρέπει να επιδικασθεί υπέρ αυτών εύλογο χρηματικό ποσό.



Βασικές σκέψεις



2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται να επιδικασθεί σε καθένα  από τους αιτούντες το ποσό των 22.500 ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης που άρχισε την 9.1.2003 με την κατάθεση της από 18.12.2002 αιτήσεως των ιδίων κατά της υπ΄ αριθμ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/1110/7084/2.4.1996 αποφάσεως του Υπουργού Πολιτι­σμού (Β΄ 264/23-4-1996), με την οποία χαρακτηρίσθηκε ιστορικό διατηρη­τέο μνημείο και ιστορικός τόπος ο θερινός κινηματογράφος ΝΑΤΑΛΙ στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου 3 στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος στεγάζεται, κατά κύριο λόγο, επί ακινήτου, συνιδιοκτησίας των αιτούντων, και περατώθηκε με τη δημοσίευση της υπ΄ αριθμ. 1333/2013 απορριπτικής αποφάσεως του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

4. Επειδή, με τις διατάξεις των άρθρων 53 έως 58 του ν. 4055/2012 (Α’ 51) θεσμοθετήθηκε, ως νέο ένδικο βοήθημα, η αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης, η οποία ασκείται ανά βαθμό δικαιοδοσίας και από κάθε διάδικο και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομικών, για την άσκηση δε αυτής προβλέφθηκε η καταβολή παραβόλου ύψους 200 ευρώ. Αντικείμενο της αιτήσεως είναι η δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων με την επιδίκαση ευλόγου χρηματικού ποσού για την αποκατάσταση της ηθικής, κατά κύριο λόγο, βλάβης που υπέστησαν, λόγω της προσβολής του δικαιώματος σε ταχεία απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω, με τις ανωτέρω διατάξεις ρυθμίζονται ζητήματα σχετικά με τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία εκτιμάται η εύλογη χρονική διάρκεια της διοικητικής δίκης. Τα κριτήρια αυτά, τα οποία, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ν. 4055/2012, είναι αντίστοιχα με εκείνα που έχει διαπλάσει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.), απαριθμούνται στο άρθρο 57 παρ. 1 του εν λόγω νόμου και αφορούν, ειδικότερα, στη συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης για την οποία πρόκειται, στην πολυπλοκότητα της υποθέσεως, τόσο από δικονομική όσο και από ουσιαστική άποψη, στη στάση των αρμοδίων κρατικών αρχών και στο διακύβευμα, δηλαδή τη σημασία, της υποθέσεως για τον συγκεκριμένο αιτούντα. Τέλος, όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 57 του ν. 4055/2012, η κρίση του αρμοδίου δικαστηρίου που επιλαμβάνεται αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης περιλαμβάνει τρία (3) στάδια. Στο πρώτο στάδιο, το δικαστήριο αποφαίνεται αν συντρέχει παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης με βάση τα κριτήρια της παρ. 1 του άρθρου 57 του ανωτέρω νόμου. Εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση παραβίαση του ως άνω δικαιώματος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης αποτελεί ισχυρό – πλην μαχητό – τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αθανασίου και λοιποί κατά Ελλάδος της 21.10.2010 σκ. 56, Apicella κατά Ιταλίας της 29.3.2006 σκ. 93, Scordino κατά Ιταλίας της 29.3.2006 σκ. 204), αποφαίνεται, σε δεύτερο στάδιο, αν θα πρέπει να καταβληθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος ή αν, αντιθέτως, μόνη η διαπίστωση της παραβιάσεως του ως άνω δικαιώματος μπορεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά την αιτιολογημένη σχετική κρίση του δικαστηρίου, να θεωρηθεί επαρκής ικανοποίηση (βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Αναστασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 43, Φεργαδιώτη – Ριζάκη κατά Ελλάδος της 18.4.2013 σκ. 27, Ανδριανέσης κατά Ελλάδος της 10.2.2005 σκ. 34, Αθανασιάδης και λοιποί κατά Ελλάδος της 28.4.2005 σκ. 27, Αγαθός και λοιποί κατά Ελλάδος της 23.9.2004 σκ. 35 και Θεοδωρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος της 15.7.2004 σκ. 35). Εάν, κατά το δεύτερο στάδιο, το αρμόδιο δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματικό ποσό για τη δίκαιη ικανοποίηση του αιτούντος, προβαίνει, στο τρίτο και τελευταίο στάδιο, αφενός, στον καθορισμό του ύψους του εν λόγω ποσού, λαμβάνοντας, ιδίως, υπόψη την χρονική περίοδο που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο για την εκδίκαση της υποθέσεως, καθώς και την ενδεχόμενη ικανοποίηση του αιτούντος από άλλα μέτρα προβλεπόμενα στην κείμενη νομοθεσία, και, αφετέρου, στην επιβολή, σε βάρος του Δημοσίου των εξόδων του αιτούντος, κατά τα προβλεπόμενα, ειδικότερα, στις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του προαναφερόμενου άρθρου 57 του Ν. 4055/2012. (βλ. ΣτΕ Γ΄ Μονομελές 4467/2012, Δ΄ Μονομελές 1/2013, 1856/2013, πρβλ. και την από 1.10.2013 επί του παραδεκτού απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α., Τεχνική Ολυμπιακή ΑΕ κατά Ελλάδος (αριθ. προσφυγής 40547/10).

5. Επειδή, για την άσκηση της αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας της δίκης προβλέπεται, από την διάταξη του άρθρου 55 του ν. 4055/2012, η καταβολή παραβόλου ύψους 200 ευρώ. Αν, όμως, οι αιτούντες είναι περισσότεροι του ενός και ζητούν ο καθένας αυτοτελώς την καταβολή ενός συγκεκριμένου ποσού, τότε, από την ως άνω διάταξη, ερμηνευόμενη υπό το φως του άρθρου 277 παρ. 8  του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), συνάγεται ότι καθένας από αυτούς πρέπει να καταβάλλει  ολόκληρο το προβλεπόμενο παράβολο των 200 ευρώ, το ύψος του οποίου, άλλωστε δεν καθιστά υπερμέτρως δυσχερή την άσκηση της αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση (πρβλ. και ΕΔΔΑ απόφαση επί του παραδεκτού Τεχνική Ολυμπιακή ΑΕ κατά Ελλάδος, αριθ. προσφυγής 40547/10). Επομένως, αιτήσεις που δεν συνοδεύονται από το κατά τα ανωτέρω εμπροθέσμως καταβληθέν παράβολο, πρέπει να απορρίπτονται για το λόγο αυτό. Δεδομένου όμως ότι το σχετικό ζήτημα δεν ρυθμίζεται σαφώς με τη ανωτέρω διάταξη του ν. 4055/2012, πρέπει, με βάση τις αρχές της δίκαιης δίκης, να μην απορρίπτονται αιτήσεις ασκηθείσες από περισσότερους του ενός αιτούντος, για τις οποίες έχει καταβληθεί μόνο ένα παράβολο 200 ευρώ, αν αυτές έχουν κατατεθεί πριν τη δημοσίευση της πρώτης αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας 3017/2013 (2-9-2013), με την οποία ερμηνεύθηκε η  ανωτέρω διάταξη, και για έναν εύλογο χρόνο μετά το εν λόγω χρονικό σημείο (βλ.και  ΣτΕ 3151-2/2013, 100/2014). Συνεπώς, η  υπό κρίση αίτηση, που κατατέθηκε την 1-10-2013,  οπότε και καταβλήθηκε ένα παράβολο 200 ευρώ, ασκείται, από την άποψη αυτή, παραδεκτώς και πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσίαν. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, οι ισχυρισμοί των αιτούντων με τους οποίους αυτοί βάλλουν κατά της υποχρεώσεως καταβολής, αντιστοίχου προς τον αριθμό τους, παραβόλων, προβάλλονται αλυσιτελώς. Ομοίως, αλυσιτελώς  οι αιτούντες ζητούν την αναβολή εκδικάσεως της υποθέσεως τους, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 139 Α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999), στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 277 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα.

6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την από 18.12.2002 αίτηση ακυρώσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης στις 9.1.2003, και διαβιβάσθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας στις 13.1.2003 (Ε΄ 241/2003) οι αιτούντες είχαν ζητήσει την ακύρωση της υπ΄αριθμ. ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/1110/7084/2.4.1996 αποφάσεως του Υπουργού Πολιτισμού (Β΄ 264), με την οποία χαρακτηρίσθηκε ιστορικό διατηρητέο μνημείο και ιστορικός τόπος ο θερινός κινηματογράφος ΝΑΤΑΛΙ στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου 3 στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος στεγάζεται και επί ακινήτου, συνιδιοκτησίας των αιτούντων. Η υπόθεση εισήχθη, λόγω αρμοδιότητας, στο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας και η εκδίκασή της προσδιορίσθηκε αρχικά για την δικάσιμο της 25.2.2004, οπότε και ανεβλήθη αυτεπαγγέλτως διαδοχικά για τις δικασίμους της 24.11.2004, 28.9.2005, 31.5.2006, 8.11.2006, 7.3.2007, 30.5.2007, 16.1.2008, 7.5.2008, 3.12.2008, 6.5.2009. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο, η υπόθεση είχε δηλωθεί προς συζήτηση, πλην, όπως προκύπτει από το από 30.4.2009 έγγραφο, που ετέθη υπόψη του εισηγητή δικαστή της υποθέσεως εκ μέρους της πληρεξουσίας δικηγόρου των αιτούντων, αυτοί ζήτησαν την αναβολή της συζητήσεως διότι η υπόθεση ήταν ενδεχόμενο να επιλυθεί διοικητικώς. Κατόπιν τούτου, η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 9.12.2009 και, ακολούθως, για τη δικάσιμο της 2.6.2010. Την τελευταία αυτή δικάσιμο η υπόθεση αναβλήθηκε λόγω αποχής των δικηγόρων για τη δικάσιμο της 6.10.2010 ενώ ορίσθηκε νέος εισηγητής δικαστής. Η εκδίκαση της υποθέσεως αναβλήθηκε, περαιτέρω, αυτεπαγγέλτως για τις δικασίμους της 12.1.2011 και της 9.3.2011, οπότε και συζητήθηκε. Η διάσκεψη της υποθέσεως έλαβε χώρα την 22.3.2011 και την 3.4.2013 δημοσιεύθηκε η υπ΄ αριθμ. 1333/2013 απόφαση του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ακυρώσεως. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα ηλεκτρονικά βιβλία του Δικαστηρίου, την 11.2.2004 παρελήφθη ο φάκελος της Διοικήσεως (ΕΠ994/2004), ενώ την 5.11.2004 οι ήδη αιτούντες κατέθεσαν δικόγραφο προσθέτων λόγων (Ε΄ 8596/2004). Επίσης οι αιτούντες κατέθεσαν υπόμνημα μετά τη συζήτηση της υποθέσεως (ΥΠ1207/18.3.2011). Η διαδικασία καθαρογραφής, θεώρησης και υπογραφής της εν λόγω αποφάσεως ολοκληρώθηκε την 30.4.2013, οπότε ήταν δυνατή η χορήγηση επικυρωμένου αντιγράφου.

7. Επειδή η περίοδος που πρέπει, κατ΄ αρχήν, να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης στην υπό κρίση περίπτωση άρχισε την 9.1.2003 με την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως και έληξε την 3.4.2013 με τη δημοσίευση της σχετικής αποφάσεως. Συνεπώς, η διαδικασία διήρκεσε συνολικά δέκα (10) έτη, δύο (2) μήνες και είκοσι πέντε (25) ημέρες, για ένα (1) βαθμό δικαιοδοσίας.

8. Επειδή, σε σχέση με τον χρόνο που απαιτήθηκε για την εκδίκαση τη υποθέσεως οι αιτούντες υπολογίζουν ότι έληξε όχι με την δημοσίευση αλλά με την καθαρογραφή και θεώρηση της υπ΄ αριθμ. 1333/2013 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις 30.4.2013. Ο  υπολογισμός αυτός δεν είναι βάσιμος διότι, ναι μεν η εκτέλεση της αποφάσεως αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α., της 12.4.2001, Μεσοχωρίτης κατά Ελλάδος, της 29.9.1996, Zappia κατά Ιταλίας κ.ά., αλλά και ΣτΕ 1856/2013), πλην, εν προκειμένω, η ανωτέρω απόφαση, ως απορριπτική, δεν έθετε ζήτημα εκτελέσεως, ούτε απαιτούσε τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων ώστε να διασφαλισθεί η εκτέλεσή της ως προς τον αιτούντα (βλ. ΣτΕ 4467/2012, 2975/2013, βλ. και απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. επί του παραδεκτού Τεχνική Ολυμπιακή ΑΕ, σκ. 48). Ως εκ τούτου, οι αιτούντες, οι οποίοι άλλωστε, με την δημοσίευση της επίμαχης αποφάσεως την 3.4.2013, έλαβαν πλήρη γνώση του περιεχομένου της, δεν υπέστησαν, ούτε άλλωστε επικαλούνται, οποιαδήποτε βλάβη από την πάροδο περίπου μήνα που μεσολάβησε μεταξύ, αφενός, της δημοσιεύσεως της αποφάσεως και, αφετέρου, της καθαρογραφής αυτής και της θέσεως της υποθέσεως στο αρχείο. Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο, με το από 29-1-2014 υπόμνημά του, ισχυρίζεται ότι από την μνημονευόμενη ανωτέρω χρονική περίοδο θα πρέπει να αφαιρεθούν τα χρονικά διαστήματα που οφείλονται: α) στην αναβολή της υποθέσεως λόγω της αποχής των δικηγόρων (από 2-6-2010 μέχρι 6-10-2010), β) στην κατάθεση στις 2-11-2004 δικογράφου προσθέτων λόγων (από 25-2-2004, ημερομηνία αρχικής δικασίμου, μέχρι 28-9-2005 ημερομηνία της μετ’ αναβολή δικασίμου, κατά την οποία τα ζητήματα που είχαν τεθεί με το αρχικό δικόγραφο και το δικόγραφο προσθέτων λόγων θα ήταν ώριμα προς συζήτηση). Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι διότι η εκ μέρους των αιτούντων κατάθεση δικογράφου προσθέτων λόγων, σύμφωνα με την δυνατότητα που παρέχει η διάταξη του άρθρου 25 παρ.1 του π.δ. 18/1989 (Α΄8), δεν μπορεί να τους καταλογισθεί ως στοιχείο που συνέβαλε στην επιβράδυνση της διαδικασίας (πρβλ. ΣτΕ 4467/2012, 414/2014, απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 21-2-2008, Ανώνυμος Τουριστική Εταιρία Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδος), ενώ η αναβολή, που δόθηκε λόγω της αποχής των δικηγόρων ήταν μικρής διάρκειας σε σχέση με το συνολικό χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως και ο μη υπολογισμός του χρονικού διαστήματος της αναβολής δεν επηρεάζει πραγματικά το ύψος της αποζημιώσεως που ήθελε τυχόν επιδικασθεί (βλ. ΣτΕ 3217/2013).

9. Επειδή, οι αιτούντες προβάλλουν ότι ο ανωτέρω χρόνος, που απαιτήθηκε για την εκδίκαση της υποθέσεως, υπερέβη την εύλογη διάρκεια της δίκης, χωρίς υπαιτιότητά τους, καθώς δεν ζήτησαν σε καμία δικάσιμο την αναβολή συζητήσεως της υποθέσεως. Περαιτέρω, θεωρούν ότι η επίμαχη υπόθεση δεν παρουσίαζε κάποια ιδιαιτερότητα ή αποδεικτική δυσκολία, καθώς α) οι λόγοι ακυρώσεως απερρίφθησαν με παραπομπή σε πάγια νομολογία, χωρίς να απαιτηθεί παραπομπή σε μείζονα σύνθεση, β) δεν υπήρχε αμφισβήτηση περί το πραγματικό, γ) δεν αντιμετωπίσθηκε κανένα δικονομικό ζήτημα. Ως προς το διακύβευμα της υποθέσεως ισχυρίζονται, ότι, ναι μεν η διαφορά δεν ήταν εργατική ή συνδεόμενη με την άμεση διαβίωσή τους, πλην αφορούσε την εις το διηνεκές δέσμευση της μεγάλης αξίας ιδιοκτησίας τους, ευρισκομένης σε κεντρικότατο παραλιακό σημείο της πόλεως της Θεσσαλονίκης. Προβάλλουν δε ότι η ως άνω καθυστέρηση προκάλεσε σ’ αυτούς σημαντική ηθική βλάβη, καθώς, για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ετών, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν την τύχη του οικοπέδου και την τελική ρύθμιση των χρήσεών του. Το Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι το αντικείμενο της ακυρωτικής δίκης, αν και επηρεάζει την περιουσιακή κατάσταση των αιτούντων, δεν συνιστά αστικής ή ποινικής φύσεως υπόθεση.

10. Επειδή, από τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά και τα λοιπά στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως, δεν προκύπτει ότι, κατ’ αρχήν, οι αιτούντες συνέβαλαν με τη συμπεριφορά τους στην καθυστέρηση εκδικάσεως της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η  υπ΄ αριθμ. 1333/2013 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Μόνον μία φορά, κατά την δικάσιμο της 6-5-2009, κατά την οποία η υπόθεση είχε δηλωθεί προς συζήτηση, οι αιτούντες ζήτησαν την αναβολή της, κατόπιν αιτήματος της πληρεξουσίας δικηγόρου τους με αιτιολογία την διοικητική επίλυση της διαφοράς, η δε υπόθεση αναβλήθηκε, τελικώς, για την  δικάσιμο της 9-12-2009. Οι αρμόδιες διοικητικές αρχές ούτε παρακώλυσαν ουσιωδώς ούτε διευκόλυναν με κάποιο τρόπο την πρόοδο της δίκης (παραλαβή διοικητικού φακέλου από το Δικαστήριο στις 11.2.2004). Περαιτέρω, σχετικά με την πολυπλοκότητα των κριθέντων ζητημάτων, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τέθηκε, κατ΄ αρχάς, το δικονομικό ζήτημα της εμπρόθεσμης ή μη ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, λόγω της παρόδου μακρού χρόνου από την δημοσίευση της προσβληθείσης πράξεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (23-4-1996) μέχρι την κατάθεση της αιτήσεως ακυρώσεως (9-1-2003), παρόλο που η κρίση  του Δικαστηρίου για το ζήτημα αυτό διατυπώθηκε στην απόφαση λιτά. Εξάλλου, πράγματι, τα τιθέμενα νομικά ζητήματα της υποθέσεως αντιμετωπίστηκαν με παραπομπή σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου, το πραγματικό, ωστόσο, της υποθέσεως, στο οποίο συνεκτιμήθηκαν από το Δικαστήριο και δεδομένα μεταγενέστερα της προσβληθείσης πράξεως στα πλαίσια του ελέγχου της αιτιολογίας της, παρουσίαζε ιδιαιτερότητες. Τέλος, η υπόθεση, η οποία είχε ως αντικείμενο το χαρακτηρισμό ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου και ιστορικού τόπου ακινήτου, συνιδιοκτησίας των αιτούντων συνιστά αστικής φύσεως υπόθεση, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. αποφάσεις  ΕΔΔΑ της 12.7.2011 Φιξ κατά Ελλάδας και ΕΔΔΑ της 21.2.2008 Ανώνυμος Τουριστική Εταιρία Ξενοδοχεία Κρήτης κατά Ελλάδας). Και ναι μεν το κριθέν ζήτημα είχε ενδεχομένως αντίκτυπο στην ενάσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτούντων επί της επίμαχης εκτάσεως, της οποίας ήταν συνιδιοκτήτες κατά ποσοστά 6,696%, 6,696%, 28,571%, 4,464%, 17,857%, 4,464%, 6,696% και 6,696%, αντίστοιχα (όπως τα ποσοστά αυτά μνημονεύονται στο δικόγραφο της αιτήσεως για δίκαιη ικανοποίηση), ωστόσο, όπως συνομολογούν και οι ίδιοι, η εν λόγω υπόθεση δεν συνδεόταν με τον βιοπορισμό και τη διαβίωσή τους (πρβλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 15.2.2008 Κακαμούκας κ.λπ. κατά Ελλάδας). Συνεπώς, το διακύβευμα της υποθέσεως δεν ήταν μείζονος σπουδαιότητας για τους αιτούντες (πρβλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 3.9.2013 Roduit κατά Ελβετίας).

11. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω το Δικαστήριο, εκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως με βάση τα κριτήρια του άρθρου 57 παρ. 1 του ν. 4055/2012 καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το χρονικό διάστημα που διήρκησε η εκδίκαση της εν λόγω υποθέσεως (10 έτη, 2 μήνες και 25 ημέρες) και με την αφαίρεση του διαστήματος των επτά (7)  μηνών και τριών (3) ημερών που διήρκεσε η αναβολή της υποθέσεως κατόπιν υποβληθέντος αιτήματος των αιτούντων, δηλαδή, συνολικά εννιά (9) έτη, επτά (7) μήνες και είκοσι μία (21) ημέρες, δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της «εύλογης διάρκειας» της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 57 του ν. 4055/2012 ούτε άλλωστε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας»,  κατά την έννοια του άρθρου 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ. Η καθυστέρηση αυτή  ήταν ικανή να προκαλέσει και πράγματι προκάλεσε στους αιτούντες ηθική βλάβη (λόγω ταλαιπωρίας, αβεβαιότητας και αγωνίας για την έκβαση της υποθέσεώς της), για την αποκατάσταση της οποίας – με δίκαιη ικανοποίηση – δεν αρκεί η απλή διαπίστωση της παραβιάσεως του δικαιώματος τους σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, αλλά πρέπει να επιδικασθεί υπέρ αυτών εύλογο χρηματικό ποσό.

12. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση οι αιτούντες ζητούν να υποχρεωθεί το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σε καθένα από αυτούς το ποσό των 22.500 ευρώ ως δίκαιη ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν λόγω της προαναφερόμενης παραβίασης του δικαιώματός τους σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Ισχυρίζονται δε ότι κατά τον υπολογισμό της αποζημιώσεως το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη  ότι η άσκηση κοινής αγωγής γεννά στους διαδίκους την προσδοκία να επιδείξει το Κράτος ταχύτητα στον χειρισμό της υπόθεσής τους. Απεναντίας το Ελληνικό Δημόσιο υποστηρίζει ότι αν κριθεί ότι πρέπει να επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση το ύψος της δεν πρέπει να υπερβαίνει για κάθε αιτούντα το ποσό των 200 ευρώ.

13. Επειδή η θέσπιση με το ν. 4055/2012 ειδικού ενδίκου βοηθήματος για την δίκαιη ικανοποίηση των διαδίκων λόγω υπερβάσεως της εύλογης διάρκειας διοικητικής δίκης δικαιολογεί την επιδίκαση, με την παρούσα απόφαση, χρηματικού ποσού μειωμένου σε σχέση με εκείνο που θα επιδίκαζε το Ε.Δ.Δ.Α., εάν η υπόθεση είχε αχθεί ενώπιόν του, εφ’ όσον το ποσό που θα επιδικασθεί δεν θα είναι πολύ κατώτερο ενός ευλόγου ορίου («unreasonable»), θα στοιχεί προς την νομική παράδοση και το βιοτικό επίπεδο («standard of living») της Χώρας και η απόφαση θα εκδοθεί ταχέως, θα είναι αιτιολογημένη και θα εκτελεσθεί αμέσως (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. της 10ης.10.2004, «Dubjakova κατά Σλοβακίας», της 26ης.3.2006, «Scordino κατά Ιταλίας»). Συνεπώς, συνεκτιμάται, ως μειωτικός παράγων, η προκύπτουσα από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής πτώση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα κατά τα τελευταία έτη, η οποία συνδέεται με τον σοβαρότατο κλονισμό της δημοσιονομικής ισορροπίας του ελληνικού Κράτους λόγω εκτοξεύσεως, σε πρωτοφανή επίπεδα του δημοσίου ελλείμματος και του δημοσίου χρέους και αντικατοπτρίζεται στην οικονομική ύφεση και μείωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι αιτούντες επιδίωκαν όλοι, με κοινούς εκπροσώπους, τον ίδιο σκοπό, δηλαδή την εξέταση από το Συμβούλιο της Επικρατείας της νομιμότητας της αυτής διοικητικής πράξεως, περί χαρακτηρισμού ακινήτου ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου και ιστορικού τόπου, και επομένως, αντιθέτως προς όσα οι ίδιοι αβασίμως υποστηρίζουν, στην ακυρωτική διαδικασία ο αριθμός των διαδίκων ουδόλως μπορεί να επηρεάσει την έκβαση της διαδικασίας, ενώ ο κοινός σκοπός της  εν λόγω διαδικασίας ήταν από τη φύση του ικανός να μετριάσει την ταλαιπωρία και την αβεβαιότητα εξαιτίας της καθυστέρησης (βλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 15.2.2008 Κακαμούκας κ.λπ. κατά Ελλάδος). Το διακύβευμα, επίσης, για καθένα από τους αιτούντες είναι συνάρτηση και του ποσοστού συνιδιοκτησίας του επί του επιμάχου ακινήτου. Με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστάσεων της υποθέσεως κρίνει ότι, κατά μερική παραδοχή της υπό κρίση αιτήσεως, πρέπει να επιδικασθεί για ηθική βλάβη στους πρώτη, δεύτερο, έβδομη και όγδοη από τους αιτούντες το ποσό των χιλίων επτακοσίων (1700) ευρώ στον καθένα, στην τρίτη αιτούσα το ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2300) ευρώ, στις τέταρτη και έκτη  το ποσό των χιλίων τριακοσίων (1300) στην καθεμία και στον πέμπτο από τους αιτούντες το ποσό των δύο χιλιάδων (2000) ευρώ. Ακολούθως, δε να αποδοθεί το κατατεθέν παράβολο και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων

Δεν υπάρχουν σχόλια: