40/2014 ΑΠ.Κτήση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία. Δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις στο πρόσωπο του αναιρεσείοντα..
για την από μέρους του κτήση της κυριότητας του επιδίκου με τακτική χρησικτησία, καθόσον ο δικαιοπάροχός του πατέρας του κατείχε το επίδικο ως αντιπρόσωπος των αναιρεσίβλητων και των δικαιοπαρόχων τους και όχι στο δικό του όνομα και με διάνοια κυρίου. Πολιτική δικονομία. Άσκηση κύριας παρέμβασης. Ο κυρίως παρεμβαίνων καθίσταται μεν κύριος διάδικος και αντίδικος των αρχικών διαδίκων, δεν δημιουργείται όμως και σχέση απλής ή αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ αυτού και των αρχικών διαδίκων. Ο κυρίως παρεμβαίνων, του οποίου η κυρία παρέμβαση απορρίφθηκε δεν μπορεί να είναι αναιρεσίβλητος στην αναίρεση του κυρίως διαδίκου που ηττήθηκε, αφού ως προς αυτόν δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση, έστω και αν ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους της και ως εκ τούτου η τυχόν ασκηθείσα αναίρεση θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθμ. 33/2009 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.Αριθμός 40/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ` Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ευγενία Προγάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος - καθού η κλήση: Σ. Κ. του Κ., κατοίκου .., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Κατσέλη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσιβλήτων - καλούντων: 1)Δ. Ν. Ο., 2)Ε. Ν. Ο. και 3) Σ. χήρας Ν. Ο., το γένος Ε. Ζ., κατοίκων ... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Βασίλειο Φαλαγκαράκη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2/12/2002 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Κορίνθου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 268/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 33/2009 του Εφετείου Ναυπλίου συνεκδικάζοντας την από 25/10/2005 έφεση των 1ου και 2ου των ήδη αναιρεσιβλήτων και την από 15/10/2007 κύρια παρέμβαση της ήδη 3ης αναιρεσίβλητης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε ο αναιρεσείων με την από 19/9/2009 αίτησή του, για την οποία ορίστηκε, μετ` αναβολή, η δικάσιμος 9/5/2012, οπότε ματαιώθηκε. Η υπόθεση επανέρχεται προς συζήτηση με την από 18/5/2012 κλήση.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη ανέγνωσε την από 2/11/2010 έκθεση του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Νικολάου Μπιχάκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη τους.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 687, 73, 76, 79, 556 και 558 ΚΠολΔικ, προκύπτει ότι με την άσκηση της κύριας παρέμβασης, με την οποία ο παρεμβαίνων αντιποιείται ολόκληρο ή κατά ένα μέρος το αντικείμενο της μεταξύ άλλων εκκρεμούς δίκης, καθίσταται μεν αυτός κύριος διάδικος και αντίδικος των αρχικών διαδίκων, δεν δημιουργείται όμως και σχέση απλής ή αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ αυτού και των αρχικών διαδίκων. Κατά συνέπεια ο κυρίως παρεμβαίνων, του οποίου η κυρία παρέμβαση απορρίφθηκε δεν μπορεί να είναι αναιρεσίβλητος στην αναίρεση του κυρίως διαδίκου που ηττήθηκε, αφού ως προς αυτόν δεν είναι δυνατό να αναιρεθεί η απόφαση, έστω και αν ευδοκιμήσει κάποιος από τους λόγους της και κατά τούτο αυτή (αναίρεση) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Στην προκειμένη περίπτωση η κρινόμενη αναίρεση, κατά το μέτρο που στρέφεται κατά της τρίτης αναιρεσίβλητης, της οποίας η ενώπιον του Εφετείου ασκηθείσα κυρία παρέμβαση, καθ` όλων των διαδίκων, με την οποία αυτή αντιποιείτο ποσοστό εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου απορρίφθηκε, είναι κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη απαράδεκτη, ως παθητικά ανομιμοποίητη, αφού, ως προς αυτήν, δεν είναι δυνατόν να αναιρεθεί η απόφαση και αν ακόμη ευδοκιμήσει κάποιος από τόσα λόγους της αναίρεσης.
Επειδη κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔικ., εκτός των αναφερομένων σ`αυτή περιπτώσεων, είναι απαράδεκτος ο λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας. Εξ άλλου, το δικόγραφο της έφεσης, στο οποίο δεν περιλαμβάνεται τουλάχιστον ένας σαφής και ορισμένος λόγος εφέσεως απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτος, πλην όμως η αοριστία αυτή, ενόψει του ότι δεν αφορά τη δημόσια τάξη, αφού συνιστά έλλειψη αυτοτελούς διαδικαστικής προϋπόθεσης και όχι προδικασίας, πρέπει, κατά την παραπάνω διάταξη του άρθρου 562 ΚΠολΔικ., για το παραδεκτό της προβολής του, να προταθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να γίνεται μνεία περί τούτου στο αναιρετήριο. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως και κατ`εκτίμηση του περιεχομένου του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ αιτίαση, ότι παρά το νόμο ήτοι του άρθρου 520 παρ.1 ΚΠολΔικ, δεν κήρυξε άκυρο το δικόγραφο της εφέσεως, λόγω της αοριστίας του, χωρίς όμως να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός αυτός προτάθηκε στο εκδόν την απόφαση Εφετείο. Ενόψει τούτων ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, ανεξάρτητα από το ότι από την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως (άρθρ. 561 παρ. 2 ΚΠολΔικ) προκύπτει, ότι ο μοναδικός λόγος της εφέσεως, με τον οποίο εζητείτο η εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως λόγω κακής εκτιμήσεως των αποδείξεων ήταν ορισμένος, αφού κατά τρόπος σαφή έπληττε την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδείξεων, ενώ δεν χρειαζόταν (ενόψει του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και της εξ αρχής επανεκτίμηση της υπόθεσης), η εξειδίκευση των περί την εκτίμηση ατή σφαλμάτων (ΑΠ 824/2007), πολύ περισσότερο που στην προκειμένη περίπτωση, επρόκειτο περί εφέσεως κατά ερήμην, εκδοθείσας αποφάσεως, που κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔικ, οδηγούσε σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη ευδοκίμηση κάποιου λόγου της εφέσεως.
Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1042 και 1044 ΑΚ συνάγεται ότι για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής, ήτοι φυσική εξουσίαση του προγράμματος με διάνοια κυρίου, καλή πίστη που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, νόμιμος τίτλος του να υποβληθεί σε μεταγραφή (άρθρ. 1192 περ. α και 1198 ΑΚ), πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Ειδικότερα ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαρειά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα, βαρυνόμενος με το σχετικό βάρος αποδείξεις. Περαιτέρω κατά το άρθρο 980 ΑΚ η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου, όποιος δε άρχισε να κατέχει στο όνομα άλλου, τεκμαίρεται, όσο διατηρεί την κατοχή, ότι κατέχει στο όνομα άλλου. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔικ προκύπτει ότι λόγος αναιρέσεως για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόσθηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόσθηκε ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου, έννοια διαφορετική από την αληθινή, ενώ κατά την έννοια του αριθμού 19 του ίδιου άρθρου ανεπαρκής ή αντιφατική αιτιολογία, που έχει ως συνέπεια την αναίρεση, για έλλειψη νομίμου βάσεως, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της αποφάσεως δεν προκύπτουν κατά τρόπο σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για τη θεμελίωση του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, όχι όμως και όταν υπάρχουν ελλείψεις αναφερόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, εφόσον τούτο (πόρισμα) εκτίθεται σαφώς. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔικ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ`αυτό προσκομισθέντων και επικληθέντων αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε κατ`ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Το επίδικο ακίνητο, έκτασης περίπου 3.500 τ.μ., βρίσκεται στο Δημοτικό … του Δήμου …, στη θέση "..." ή "..." και συνορεύει βόρεια με Π.Ε.Ο. Κορίνθου-Πατρών, νότια με ιδιοκτησίες Ν. Σ. Κ. και Α. Τ., ανατολικά με ιδιοκτησίες Σ. Ξ. και Α. Τ. και δυτικά με ιδιοκτησίες Δ. Π. και Ι. Χ. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι αυτός κατέστη κύριος του ως άνω ακινήτου από κληρονομιά του πατέρα του, Κ. Κ., που απεβίωσε στις 10-10-1990, δυνάμει της από 22-12-1988 ιδιόγραφης διαθήκης του, που δημοσιεύτηκε με το υπ` αριθμ. 278/1990 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου και ότι την πατρική κληρονομιά του αποδέχθηκε με την υπ` αριθμ. .../21- 2-1991 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κορίνθου, ....... συζ. ......... , νομίμως μεταγραφείσας στον τόμο 240 και με αριθμό 282 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Συκιώνος. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι στον δικαιοπάροχο πατέρα του το ακίνητο περιήλθε το έτος 1946, μετά από προφορική παραχώρηση από το νονό του και κύριο του ακινήτου, Ε. Κ.-Ο., τόσο δε ο ίδιος (ενάγων) όσο και ο δικαιοπάροχος πατέρας του άσκησαν επ` αυτού τις προσιδιάζουσες στη φύση του πράξεις νομής (καλλιέργεια, οριοθέτηση, επίβλεψη), με διάνοια κυρίου και καλή πίστη από το έτος 1946 μέχρι τη συζήτηση της ασκηθείσας αγωγής (24-9- 2003). Πλην όμως, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων και ο δικαιοπάροχος πατέρας του άσκησαν στο επίδικο νομή με διάνοια κυρίου, αλλά μόνο ως αντιπρόσωποι των εκάστοτε αληθινών κυρίων και νομέων του ακινήτου. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο Ε. (Μ.) Ν. Κ.-Ο., παππούς των εναγομένων, κατέστη σε ποσοστό 4/20 εξ αδιαιρέτου συγκύριος μείζονος έκτασης, συνολικής επιφάνειας 9 στρεμμάτων, στην οποία περιλαμβανόταν και το επίδικο ακίνητο. Το παραπάνω ποσοστό το απέκτησε ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος το έτος 1913 δικού του πατέρα και προπάππου των εναγομένων, Ν. Κ.-Ο., στην κληρονομιά του οποίου υπεισήλθε και αναμείχθηκε κατά το κληρονομικό του ποσοστό, διενεργώντας έκτοτε κατά το ποσοστό αυτό όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις νομής. Συγκύριες στο ίδιο ακίνητο, κατά τα 4/20 εξ αδιαιρέτου η καθεμία, κατέστησαν από την ίδια αιτία και οι αδελφές του Ε. Κ.-Ο., Κ., Α., Μ. και Ε. θυγ. Ν. Κ.-Ο.. Από το έτος 1946, οι ως άνω συγκύριοι του ακινήτου είχαν ορίσει άτυπα τον πατέρα του ενάγοντος, Κ. Κ. (αναδεξιμιό, κατά τα προεκτεθέντα, του Ε. Κ.-Ο.) ως αντιπρόσωπο τους στη νομή του ως άνω ακινήτου για την εποπτεία και προστασία του από την επιβουλή τρίτων, με τη συμφωνία αυτός να το καλλιεργεί και να κρατά τους καρπούς, στέλνοντας και σ` αυτούς, εφόσον μπορούσε και χωρίς νομική υποχρέωση του, μέρος των συλλεγέντων καρπών ή κάποιο χρηματικό ποσό. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι και τον θάνατο του Κ. Κ. το έτος 1990, χωρίς ποτέ αυτός μέχρι τότε να αποκτήσει ή να αντιποιηθεί τη νομή του επίδικου ακινήτου σε βάρος των πραγματικών δικαιούχων. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και από τις ακόλουθες διαπιστώσεις : α) Ο Ε. Κ.-Ο. δεν είχε καν δικαίωμα να προβεί σε παραχώρηση του επίδικου ακινήτου προς τον Κ. Κ., αφού δεν ήταν κύριος του όλου ακινήτου, αλλά συγκύριος μόνον κατά τα 4/20 εξ αδιαιρέτου αυτού, ενώ συγκύριες κατά το υπόλοιπο ποσοστό ήταν, κατά τα προεκτεθέντα, οι τέσσερις αδελφές του κατ`ισομοιρία. β) Από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους εναγομένους επιστολή με ημερομηνία 24-6-1957 του Κ. Κ., που βρέθηκε στο αρχείο του Ε. Κ.-Ο., προκύπτει ότι ο τελευταίος στέλνει ένα τελάρο βερίκοκα στη "νονά του" (δηλαδή στη σύζυγο του Ε. Κ.-Ο.), την ενημερώνει για συμβάντα σχετικά με την ακίνητη περιουσία και αναφέρεται ακόμη σε χρήματα που δεν μπόρεσε να στείλει, επιβεβαιώνοντας έτσι την προεκτεθείσα άτυπη συμφωνία του με τους τότε συγκυρίους του ακινήτου σχετικά με την καλλιέργεια και την εκμετάλλευση του απ` αυτόν. γ) Σε δίκη που έγινε στις 18-5-1965 ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κορίνθου με κατηγορούμενο τον Κ. Κ. για παράβαση του άρθρου 23 του Α.Ν. 3539/1958, που αφορούσε την κοπή δέντρων στο ακίνητο της οικογένειας Ο., ο τελευταίος απολογούμενος κατέθεσε ότι το κτήμα είναι του Ο., ενώ μάρτυρας υπεράσπισης στη ίδια δίκη κατέθεσε ότι "ο Κ. ήτο εργάτης του Ο." και ότι "το κτήμα είναι της Ο. και το έχει εκ κληρονομιάς", τα ίδια δε δηλώνει και ο ίδιος ο Κ. Κ. εξεταζόμενος ενώπιον του Πταισματοδίκη στις 22-2-1965. δ) 0 Ε. Κ.- Ο. ήταν δικηγόρος Αθηνών και επομένως, αν ήθελε να προβεί σε πράξη παραχώρησης του επίδικου ακινήτου στον Κ. Κ., θα προέβαινε στην πράξη αυτή νομοτύπως, εφόσον μάλιστα δεν του ανήκε ολόκληρο το ακίνητο. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, μετά το θάνατο του Ε. Κ.-Ο., στις 13-6-1963, το επίδικο περιήλθε με κληρονομική εξ αδιαθέτου διαδοχή, κατά το ποσοστό του σ` αυτό (4/20 εξ αδιαιρέτου), στο γιο του και πατέρα των εναγομένων, Ν. Κ.-Ο., κατά τα 3/4 και στη σύζυγο του Όλγα κατά το υπόλοιπο 1/4 εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου τους δυνάμει των νομίμως μεταγεγραμμένων υπ` αριθμ.../1965 και .../1964 πράξεων των Συμβολαιογράφων Σικυώνος ............. και Αθηνών ............. , αντίστοιχα. Έτσι έγιναν συγκύριοι του επίδικου ακινήτου ο μεν Ν. Κ.-Ο. κατά ποσοστό 3/20, η δε μητέρα του Όλγα χήρα Ε. Κ.-Ο. κατά ποσοστό 1/20 εξ αδιαιρέτου. Ακολούθως, με το νομίμως μεταγεγραμμένο .../1964 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών, .............. , ο Ν. Κ.-Ο. απέκτησε αιτία πωλήσεως τα 8/20 εξ αδιαιρέτου του ίδιου ακινήτου από τις θείες του, Μ. χήρα Δ. Φ. και Ε. χήρα Δ. Τ. (αδελφές, κατά τα προεκτεθέντα, του πατέρα του Ε. Κ.-Ο.), ενώ με το νόμιμα επίσης μεταγεγραμμένο υπ` αριθμ. .../1964 συμβόλαιο του αυτού Συμβολαιογράφου ............... αγόρασε από τη μητέρα του, Ο. χήρα Έ. Κ.-Ο. το παραπάνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό της (1/20) στο επίδικο ακίνητο. Έτσι ο Ν. Κ.-Ο. κατέστη κύριος του όλου επιδίκου ακινήτου κατά ποσοστό 12/20 ή 24/40 εξ αδιαιρέτου. Στις 14-4-1988, αποβίωσε χωρίς διαθήκη ο Ν. Κ.-Ο. και το εν λόγω ποσοστό του περιήλθε στους εναγομένους (τέκνα του) αλλά και στη σύζυγο του, Σ. Κ.-Ο., ως εξ αδιαθέτου κληρονόμους του. Ετσι καθένας από τους εναγομένους έγινε συγκύριος του επίδικου ακινήτου κατά ποσοστό 9/40 εξ αδιαιρέτου, η δε μητέρα τους Σ. Κ.-Ο. κατά ποσοστό 6/40 εξ αδιαιρέτου, αφού όλοι τους αποδέχθηκαν την κληρονομιά του δικαιοπαρόχου τους με τη νομίμως μεταγραφείσα υπ` αριθμ. .../1993 πράξη αποδοχής ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κηφισιάς, ................... .
Εξάλλου, με τις υπ` αριθμ. 774/1969 και 632/1971 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ο Ν. Κ.-Ο. είχε υιοθετηθεί από τις θείες του Κ. Α. Κ.-Ο.. Έτσι οι εναγόμενοι ως εγγονοί εξ υιοθεσίας απέκτησαν κατ` ισομοιρία με το θάνατο, στις 3-2-1990, της θείας τους Κ. Κ.-Ο., και ακολούθως με το θάνατο, στις 8-10-1990, της επίσης θείας τους Α. Κ.-Ο., το εξ αδιαιρέτου ποσοστό συγκυριότητας (4/20) καθεμίας στο επίδικο ακίνητο, δηλαδή σε κάθε εναγόμενο περιήλθε κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής ποσοστό 2/20 ή 4/40 εξ αδιαιρέτου από καθεμία από τις ως άνω κληρονομιές. Έτσι κάθε εναγόμενος προσαύξησε το μέχρι τότε ποσοστό συγκυριότητας (9/40) στο επίδικο ακίνητο και κατέστη τελικώς συγκύριος αυτού κατά ποσοστό 17/40 (9/40 + 4/40 + 4/40) εξ αδιαιρέτου, αφού με τις .../1993 νόμιμα μεταγεγραμμένες πράξεις της Συμβολαιογράφου Κηφισιάς, .............. , αποδέχθηκαν και τις κληρονομιές των ως άνω δικαιοπαρόχων τους. Καθ` όλο αυτό το χρονικό διάστημα και δη μέχρι τον θάνατο του το έτος 1990, ο πατέρας του ενάγοντος, Κ. Κ., δεν ασκούσε, όπως προεκτέθηκε, επί του ακινήτου νομή με διάνοια κυρίου, ήτοι κτητική της κυριότητας νομή, αλλά μόνον ως αντιπρόσωπος νομής των εκάστοτε συγκυρίων του επιδίκου, ουδέποτε δε αυτός κατέστησε με οποιοδήποτε τρόπο γνωστό σ` αυτούς ότι αντιποιείται τη νομή τους. Ως εκ τούτου δεν μπορούσε να μεταβιβάσει με κληρονομιά στο γιο του τέτοια νομή που να οδηγεί σε κτήση κυριότητας. Εξάλλου, ούτε και ο τελευταίος (ενάγων), μετά το θάνατο του πατέρα του, προέβη σε ανάλογη γνωστοποίηση αντιποίησης από μέρους του της νομής προς τους συγκυρίους του επιδίκου μέχρι την έγερση της υπό κρίση αγωγής (άρθρα 980, 982 και 983 ΑΚ- ΑΠ 1777/2007 δημ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1468/2006 δημ ΝΟΜΟΣ). Ενισχύεται δε η κρίση αυτή του Δικαστηρίου και από το γεγονός ότι για το βόρειο τμήμα του αρχικά ενιαίου ακινήτου, που διαχωρίστηκε με τη χάραξη της παλαιάς Εθνικής Οδού Κορίνθου-Πατρών σε δύο τμήματα, ήτοι το επίδικο, που βρίσκεται νοτίως της παλαιάς εθνικής οδού, και το υπόλοιπο, που βρίσκεται βορείως της ίδιας οδού, υπήρξε το έτος 1995 αμφισβήτηση του αντίστοιχου δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων και της μητέρας τους από την Κοινότητα Διμηνιού Κορινθίας. Στη δίκη ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου, ο ήδη ενάγων, Σ. Κ., άσκησε κύρια παρέμβαση, με την οποία για πρώτη επίσης φορά, εκδήλωσε πρόθεση διεκδίκησης του τμήματος εκείνου του ενιαίου ακινήτου, επικαλούμενος μάλιστα τα ίδια πραγματικά περιστατικά κτήσης κυριότητας από αυτόν, όπως και για το επίδικο (ήτοι κληρονομιά από τον πατέρα του, στον οποίο είχε αυτό δήθεν παραχωρηθεί άτυπα από τον Ε. Κ.-Ο. το έτος 1946). Ομως, με την 5/1995 απόφαση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου απορρίφθηκε η κύρια παρέμβαση του ήδη ενάγοντος, επειδή κρίθηκε ότι ο πατέρας του ενεργούσε και ως προς το τμήμα εκείνο ως αντιπρόσωπος των αληθινών κυρίων στη νομή, και όχι ως νομέας με διάνοια κυρίου, ουδέποτε δε είχε κάνει γνωστή την πρόθεση του στους εκάστοτε συγκυρίους του ακινήτου για αντιποίηση της νομής. Ακόμη, σαφείς και πειστικές για τα παραπάνω είναι αφενός η ένορκη κατάθεση του γεννηθέντος το 1926 και εξετασθέντος στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου μάρτυρα, Ε. Κ., καθώς και η ένορκη βεβαίωση της Ι. Κ., οι οποίοι έχουν προσωπική γνώση για όσα καταθέτουν.
Αντίθετα δεν αναιρούνται τα παραπάνω από τις ένορκες βεβαιώσεις του Π. Π., ο οποίος αναφέρεται σε ό, τι έχει ακούσει από τρίτους, και του Ν. Κ., ο οποίος, λόγω του στενού συγγενικού του δεσμού με τον ενάγοντα (αδελφός), δεν είναι πειστικός, ούτε και από την ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος στο ακροατήριο μάρτυρα Κ. Χ., ο οποίος έχει ως πηγή γνώσης μόνον τα όσα του έλεγε ο Κ. Κ.. Κατά συνέπεια, αφού ο ενάγων ουδόλως απέδειξε ότι απέκτησε την κυριότητα του επίδικου ακινήτου, είτε με παράγωγο, είτε με πρωτότυπο τρόπο, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή του, ως ουσιαστικά αβάσιμη". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, το οποίο είχε κάνει δεκτή την έφεση των δύο πρώτων αναιρεσιβλήτων-εναγομένων, κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔικ, λόγω της μη παραστάσεώς τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και είχε εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση, στη συνέχεια αφού δίκασε την αγωγή την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις επικαλούμενες και τις προδιαληφθείσες ουσιαστικού, περί τακτικής χρησικτησίας, διατάξεις των άρθρων 1041, 1042 και 1044 ΑΚ, ενόψει του ότι στην απόφασή του, υπάρχει νομική ακολουθία, μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά από αυτή και υπήχθησαν στις εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες σχετικές νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Ειδικότερα, υπό τα ως άνω γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο που αναιρεσείοντος οι νόμιμες προϋποθέσεις για την κτήση της κυριότητας του επιδίκου με τακτική χρησικτησία, καθόσον ο δικαιοπάροχός του πατέρας του κατείχε το επίδικο από το 1946 μέχρι το χρόνο του θανάτου του το 1990 ως αντιπρόσωπος των αναιρεσιβλήτων και των δικαιοπαρόχων τους και όχι στο δικό του όνομα και με διάνοια κυρίου και ότι επομένως δεν είχε αποκτήσει κυριότητα ώστε να μπορεί να την μεταβιβάσει με διαθήκη στον ενάγοντα ο οποίος επίσης παρέλαβε την κατοχή του επιδίκου ως αντιπρόσωπος των εκάστοτε πραγματικών συγκυριών του επιδίκου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι εναγόμενοι- αναιρεσίβλητοι και ουδέποτε μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής αντιποιήθηκε τη νομή αυτή.
Επομένως οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του δεύτερου λόγου της κρινομένης αιτήσεως, από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Περαιτέρω με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση, αφού, όπως προκύπτει από το προαναπτυχθέν περιεχόμενό της, διέλαβε σ`αυτήν πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς το ουσιώδες αίτημα της μη αποκτήσεως της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου από τον αναιρεσείοντα με τον επικαλούμενο πρωτότυπο τρόπο της τακτικής χρησικτησίας, οι οποίες (αιτιολογίες) επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή των επικαλουμένων παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1041, 1042 και 1044 ΑΚ. Ενόψει τούτων οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου από τη διάταξη του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, με τον οποίο ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλομένη απόφαση την αιτίαση της έλλειψης νόμιμης βάσης λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, ως προς τα ουσιώδη ζητήματα της φυσικής εξουσιάσεως και της ύπαρξης καλής πίστης στο πρόσωπό του, είναι αβάσιμος. Εξάλλου η επίκληση στον ίδιο λόγο της διατάξεως του αριθμού 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔικ, χωρίς την παράθεση αντίστοιχα πραγματικού δεν ιδρύει τον επικαλούμενο λόγο. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος δεύτερος λόγος ως προς όλες τις αιτιάσεις του, καθώς και η αναίρεση στο σύνολό της, πρέπει να απορριφθούν. Ο αναιρεσείων ως ηττώμενος διάδικος, πρέπει να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη των εχόντων κοινή δικαστική συμπαράσταση αναιρεσιβλήτων (άρθρ.183 και 176 ΚΠολΔικ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 19-6-2009 αίτηση του Σ. Κ. του Κ., για αναίρεση της υπ`αριθμ. 33/2009 αποφάσεως του Εφετείου Ναυπλίου.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου