
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΑΠΟΦΑΣΗ 593/2015 (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ - Β2) - .
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει, ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως ...
Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει, ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως ...
Απόφαση 593 / 2015 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 593/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Δημήτριο Κόμη, Απόστολο Παπαγεωργίου και Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 14η Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Σ. Γ. του Μ. έως και 91. Δ. Α. του Κ. κατοίκου .... Άπαντες οι αναιρεσείοντες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο ... και δεν κατέθεσαν προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών και τον Υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης, νομίμως εκπροσωπουμένων και κατοικοεδρευόντων στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από Εμμανουήλ Μουστάκη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-10-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 690/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 7000/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28-2-2014 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Κόμης διάβασε την από 7-10-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως.
Η πληρεξουσία των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις", η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 91 εδάφιο α' του ίδιου νόμου, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του νόμου αυτού (2362/1995), η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων σαφώς προκύπτει, ότι με την πρώτη από αυτές ρυθμίζεται ειδικώς το θέμα του χρόνου της παραγραφής των αξιώσεων των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζονται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και ορίζεται ως χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής η γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως. Η διάταξη αυτή είναι ειδική σε σχέση με τη διάταξη του άρθρου 91 εδάφιο α' του ανωτέρω νόμου, με την οποία ρυθμίζεται γενικώς το θέμα της ενάρξεως του χρόνου παραγραφής οποιασδήποτε αξιώσεως κατά του Δημοσίου, από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από τη ρητή επιφύλαξη ως προς την ισχύ άλλων ειδικών διατάξεων, που διατυπώνεται στο άρθρο 91 εδάφ. α', και, επομένως, κατισχύει αυτής (ΑΕΔ 32/2008, Ολ.ΑΠ 29/2006). Η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, για τις προαναφερθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, ειδική βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από τον χρόνο παραγραφής που ισχύει, κατ' άρθρο 250 αριθμ. 6 και 17 του ΑΚ, για τις παρόμοιες αξιώσεις των υπαλλήλων και εργατών των ιδιωτικών επιχειρήσεων, καθώς και από τον οριζόμενο στο άρθρο 937 του ΑΚ χρόνο παραγραφής των αξιώσεων από αδικοπραξία (πενταετία), έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος - η συνδρομή του οποίου δικαιολογεί την εισαγωγή εξαιρέσεων και διακρίσεων (Ολ.ΑΠ 3/2006) - και συγκεκριμένα, από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως των σχετικών αξιώσεων και των αντίστοιχων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής καταστάσεως αυτού, στην οποία συμβάλλουν οι πολίτες με την καταβολή φόρων, τελών και λοιπών επιβαρύνσεων (Ολ. 38/2005) και, συνεπώς, η διάταξη αυτή του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας (πρβλ. ΑΕΔ 9/2009 ως προς την ερμηνεία της παρομοίου περιεχομένου διατάξεως του άρθρου 48 παρ. 3 του ΝΔ 496/1974, που αφορά τον χρόνο παραγραφής - επίσης διετούς - των κατά του Ν.Π.Δ.Δ. αξιώσεων των υπαλλήλων τούτου), ούτε αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής αυτής Συμβάσεως, που κυρώθηκαν με το ΝΔ 53/1974 και έχουν υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), καθόσον οι διατάξεις αυτές δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε Κράτους να θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση των αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισμένου χρόνου, για την διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος (Ολ.ΑΠ 31/2007). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 93 περ. α' του αυτού ως άνω Ν. 2362/1995, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται και με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. Κατά δε το άρθρο 94 εδάφ. δ' (τελευταίο) του ίδιου Ν. 2362/1995, η παραγραφή των κατά του Δημοσίου αξιώσεων των υπαλλήλων του λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 2362/1995, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 261 του ΑΚ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013 - ΦΕΚ Α' 74/20-3-2013), 106 και 262 του ΚΠολΔ, συνάγεται σαφώς, ότι η παραγραφή αξιώσεως κατά του Δημοσίου λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής, που συντελείται με έναν από τους αναφερόμενους στο άνω άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 τρόπους, μεταξύ των οποίων και η υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο, συνιστά αντένσταση, την οποία πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή, και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο. H αυτεπάγγελτη, κατ' άρθρο 94 εδάφ. δ' του Ν. 2362/1995, λήψη υπόψη από το δικαστήριο της παραγραφής των κατά του Δημοσίου αξιώσεων, ρύθμιση (αυτεπαγγέλτου λήψεως) η οποία δεν ισχύει για τη διακοπή της παραγραφής, δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας, ούτε στις διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και 110 παρ. 1 του ΚΠολΔ, (και) για το λόγο ότι η διασφαλιζόμενη με τις διατάξεις αυτές δικαστική προστασία δεν έχει σχέση με την αυτεπάγγελτη εξέταση και λήψη υπόψη της παραγραφής από τα δικαστήρια, αφού η αυτεπάγγελτη αυτή ενέργεια του δικαστηρίου δεν στερεί τους αντιδίκους του Δημοσίου από τη δυνατότητα να προβάλλουν (ακόμη και καθ' υποφοράν, ενόψει του εκ του νόμου γνωστού σ' αυτούς αυτεπαγγέλτου της λήψεως υπόψη της παραγραφής) όλες τις αντενστάσεις που τους παρέχει το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο για την απόκρουση της παραγραφής (Ολ.ΑΠ 11/2003, ΑΠ 766/2010, ΑΠ 1270/2003). Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με βάση τα πραγματικά γεγονότα και τους ισχυρισμούς που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου από τους διαδίκους και γι' αυτό, αν δεν συντρέχει μία από τις αναφερόμενες στην εν λόγω διάταξη ως άνω εξαιρετικές περιπτώσεις, ο λόγος αναιρέσεως είναι παραδεκτός μόνον εφόσον στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος προτάθηκε παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο που έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (Ολ.ΑΠ 43/1990), ακόμη και αν ο ισχυρισμός έπρεπε να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (Ολ.ΑΠ 1/1987, ΑΠ 1521/2010). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 19 του Ν. 2915/2001, τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά, οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο και όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά. Έτι περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, τα συντασσόμενα από τον γραμματέα πρακτικά συνεδριάσεως πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ' αυτές, επίσης πρέπει να περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων κ.λπ. Από την πρώτη από τις παραπάνω διατάξεις, δηλαδή εκείνη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται σαφώς, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρηθούν στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται, δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν έχουν κατατεθεί προτάσεις, στις οποίες περιέχονται οι εν λόγω ισχυρισμοί, προφορική πρόταση των ισχυρισμών αυτών, που "ως γενόμενο κατά την συζήτηση" σημειώνεται στα πρακτικά. Από την δεύτερη δε των ως άνω διατάξεων, εκείνη δηλαδή του άρθρου 256 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, η κατά την πρώτη διάταξη (του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ) σημείωση της προφορικής προτάσεως του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί προτάσεων και δηλώσεων τμήμα των πρακτικών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών (ισχυρισμών), είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων έγγραφων προτάσεων (Ολ.ΑΠ 2/2005). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 και του άρθρου 560 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που συνεκδίκασε ως Εφετείο την από 1-3-2012 έφεση των ήδη αναιρεσειόντων (και άλλων εκκαλούντων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη) και την από 21-5-2012 έφεση του ήδη αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ' αριθμ. 690/2010 αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, ότι οι ενάγοντες, ήδη αναιρεσείοντες, οι οποίοι υπηρέτησαν ως δασικοί υπάλληλοι (δασοπόνοι), με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, στις αναφερόμενες στην αγωγή Δασικές Υπηρεσίες, εντός του χρονικού διαστήματος από 1-4-2006 έως 31-3-2008, αμειβόμενοι σύμφωνα με το ισχύον ενιαίο μισθολόγιο του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης (Ν. 3205/2003 από 1-1-2004), εδικαιούντο, κατ' εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρα 4 παρ. 1 και 2 και 22 παρ. 1 εδάφ. β' του Συντάγματος), την Ειδική Μηνιαία Παροχή των Υπαλλήλων των Περιφερειών, που προβλεπόταν από την υπ' αριθμ. 2/41289/0022/25-7-2002 Κ.Υ.Α. (ΦΕΚ 1278 τ. Β'/1-10-2002) και διατηρήθηκε με το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν. 3205/2003, μετονομασθείσα από 1-1-2004 σε Προσωπική Διαφορά, εκ ποσού 249,45 ευρώ, την οποία (παροχή) κατέβαλε το εναγόμενο, ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, στους συναδέλφους των αναιρεσειόντων δασικούς υπαλλήλους (δασοπόνους), οι οποίοι παρείχαν τις ίδιες υπηρεσίες με εκείνους (αναιρεσείοντες), με τα ίδια προσόντα και υπό τις αυτές συνθήκες εργασίας, διαφέροντες μόνον ως προς το ότι συνδέονταν με το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ενώ οι αναιρεσείοντες με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Έκρινε, όμως, στη συνέχεια, το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, όπως επίσης προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι οι επίδικες αξιώσεις των αναιρεσειόντων, γεννηθείσες εντός του χρονικού διαστήματος από 1-4-2006 έως 31-3-2008, είχαν υποκύψει στην, αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενη υπόψη, διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, καθόσον από το χρονικό σημείο ενάρξεως της παραγραφής αυτής, ήτοι από τη γένεση της κάθε αντίστοιχης αξιώσεως έως την 1-4-2010 είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της διετούς παραγραφής, χωρίς να προταθεί - όπως δέχεται ακόμη το δικαστήριο της ουσίας - παραδεκτώς και νομίμως από τους ήδη αναιρεσείοντες (ενάγοντες - εκκαλούντες) διακοπτικό της παραγραφής των επίδικων αξιώσεών τους γεγονός, με αντένσταση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Αθηνών), άλλως ενώπιον αυτού (του Μονομελούς Πρωτοδικείου που δίκασε ως Εφετείο). Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση (υπ' αριθμ. 690/2010 του Ειρηνοδικείου Αθηνών), που είχε δεχθεί ως βάσιμη εν μέρει την ένδικη από 24-10-2008 αγωγή, διώκουσα την επιδίκαση (και) στους αναιρεσείοντες της εν λόγω ειδικής παροχής, και ακολούθως απέρριψε την αγωγή ως αβάσιμη κατ' ουσίαν (παραγεγραμμένη). Περαιτέρω, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση των μετ' επικλήσεως προσκομιζομένων διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει, ότι το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών), προέβαλε την κατ' άρθρο 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 ένσταση διετούς παραγραφής των επίδικων αξιώσεων των αναιρεσειόντων, η οποία (ένσταση), όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (Ειρηνοδικείου Αθηνών), καταχωρήθηκε στα πρακτικά αυτά, προέβαλε δε την ένσταση αυτή το αναιρεσίβλητο και με τις πρωτόδικες προτάσεις του που κατατέθηκαν στο ακροατήριο και την επανέφερε με λόγο εφέσεως στην κατ' έφεση δίκη. Αντιθέτως, οι αναιρεσείοντες, κατά την εν λόγω συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, δεν προέβαλαν, με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου τους, την αντένσταση διακοπής της παραγραφής των επίδικων αξιώσεών τους, αφού τέτοια δήλωση δεν έχει καταχωρηθεί στα ως άνω υπ' αριθμ. 690/5-2-2010 πρακτικά συνεδριάσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Εξάλλου δε, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρωτόδικων προτάσεων των αναιρεσειόντων και της προσθήκης σ' αυτές, του δικογράφου της από 1-3-2012 εφέσεώς τους και των προτάσεών τους ενώπιον του ως Εφετείο δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου, δεν προβλήθηκε από τους αναιρεσείοντες ισχυρισμός (αντένσταση) περί διακοπής της παραγραφής, προς απόκρουση της παραδεκτώς προβληθείσας από το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο ενστάσεως περί παραγραφής των αγωγικών αξιώσεών τους, την απόρριψη της οποίας ενστάσεως ζήτησαν οι αναιρεσείοντες, όπως προκύπτει από τα παραπάνω διαδικαστικά έγγραφα, μόνο για το λόγο ότι η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 είναι ανίσχυρη ως αντίθετη προς τον υπερνομοθετικής ισχύος κανόνα του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και κατά συνέπεια έπρεπε να θεωρηθεί ότι η παραγραφή είναι πενταετής κατ' εφαρμογή της διατάξεως της παρ. 1 του άρθρου 90 του Ν. 2362/1995. Και ναι μεν, όπως από τα δικόγραφα αυτά προκύπτει, οι αναιρεσείοντες απλώς ανέφεραν, τόσο ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου όσο και κατ' έφεση, ότι κατά του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου κατέθεσαν, στις 11-12-2008, την από 24-10-2008 ένδικη αγωγή τους, αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε στο αναιρεσίβλητο στις 12-12-2008, όπως τούτο προκύπτει από την υπ' αριθμ. 60Β/12-12-2008 έκθεση επιδόσεως του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή Γεωργίου Στάμου, την οποία είχαν επικαλεσθεί και προσκομίσει, πλην όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως Εφετείο, ελλείψει αιτήματος (βλ. άρθρο 262 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), δεν μπορούσε να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως το παραπάνω διακοπτικό της παραγραφής των επίδικων αξιώσεων των αναιρεσειόντων γεγονός, που ούτε και ίδιοι, άλλωστε, διατείνονται ότι πρότειναν παραδεκτώς και νομίμως με αντένσταση. Επομένως, μετά ταύτα, το δικαστήριο της ουσίας, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε ότι, στην προκείμενη περίπτωση, δεν είχε προταθεί παραδεκτώς από τους αναιρεσείοντες ισχυρισμός (αντένσταση) περί διακοπής της παραγραφής των αγωγικών αξιώσεών τους, που αφορούσαν το χρονικό διάστημα από 1-4-2006 έως 31-3-2008, για τις οποίες, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, συμπληρώθηκε ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 χρόνος της διετούς παραγραφής και έτσι απέρριψε την ένδικη αγωγή, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 261 (Άσκηση αγωγής) του ΑΚ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 Ν. 4139/2013) και 93 περ. α' (Διακοπή παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο) του Ν. 2362/1995 και, συνεπώς, ο από το άρθρο 560 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ μοναδικός λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως, με το οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβιάσεως των διατάξεων αυτών, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι, στα περιοριζόμενα, κατά το μέτρο του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό προσδιορίζονται.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-2-2014 αίτηση των αναιρεσειόντων για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7000/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Μαρτίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου