Ρύθμιση συνολικών οφειλών από κάθε είδους συμβάσεις δανείων η πιστώσεων με τις Τράπεζες. Τύπος: ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ. Έτος: 2014. Νούμερο: 896
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα..
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα..
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Χ. Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Κωστή και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ζήση Κωνσταντίνου με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Αχουζαρίδη - Γαλάνη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-1-2004 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 25876/2004 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 2844/2009 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 17-12-2012 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεράσιμος Φουρλάνος διάβασε την από 11-11-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος, ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Εισάγεται αναίρεση κατά απόφασης δευτεροβαθμίου δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ανακοπή κατά εκτελέσεως, την οποία είχε ασκήσει ο εδώ αναιρεσείων. Σημειώνεται, πως οι λοιποί διάδικοι (ανακόπτοντες) στην σχετική δίκη, κλητεύτηκαν να παραστούν στο παρόν δικαστήριο (βλ.671β/12.2.2013, 669β/12.2.2013 και 620β/12.2.2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή Κιλκίς Θ. Σ.).
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Περαιτέρω, οι διατάξεις των άρθρων 30 του Ν.2789/2000 "Προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς την οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου" και του άρθρου 42 Ν.2912/2001, το οποίο τροποποίησε τις παρ.1 και 2α του πιο πάνω άρθρου 30 Ν.2789/2000 και ισχύουν από 9-5-2001, ρύθμισαν τις συνολικές οφειλές από κάθε είδους συμβάσεις δανείων η πιστώσεων, οι οποίες έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και έχουν καταγγελθεί ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά η γενικώς, αν η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω η εν μέρει ληξιπρόθεσμη η απαιτητή. Οι διατάξεις αυτές διαλαμβάνουν λεπτομερείς ρυθμίσεις για τον τρόπο εξόφλησης και το ύψος της οφειλής από τα παραπάνω δάνεια. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει της, υπ. αριθμ. 463 /11-5-1988 συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό και των ... πράξεων μεταβολής ύψους πιστώσεως ... η καθ' ης η ανακοπή ... χορήγησε στον πρώτο ανακόπτοντα Χ. Χ. του Α. πίστωση μέχρι του ποσού των 200.000.000 δραχμών, την ολοκληρωτική εξόφληση του χρεωστικού καταλοίπου της οποίας εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτρια η δεύτερη ανακόπτουσα Μ. συζ. Χ. Χ.. Στα πλαίσια λειτουργίας των ως άνω συμβάσεων πιστώσεως τηρήθηκαν από την καθ' ης Τράπεζα οι υπ.αριθμ. ..., ... και ... λογαριασμοί. Στις 31-12-1999 η καθ' ης Τράπεζα έκλεισε τους λογαριασμούς αυτούς, οι οποίοι εμφάνιζαν τότε χρεωστικά υπόλοιπα σε βάρος του πιστούχου ανερχόμενα στα ποσά των 84347609, 1550192 και 1589426 δραχμών αντίστοιχα και συνολικά στο ποσό των 87487227 δραχμών. Ακολούθως, κατόπιν της από 12-4-2000 αιτήσεως της καθ' ης, εκδόθηκε η υπ.αριθμ. 24/2000 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας, με την οποία υποχρεώθηκαν οι δύο πρώτοι των ανακοπτόντων να καταβάλουν σ' αυτήν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 87487227 ευρώ, πλέον τόκων. Η καθ'ης στις 21-6-2000 επέδωσε στην δεύτερη ανακόπτουσα ακριβές αντίγραφο από πρώτο απόγραφο εκτελεστό της ως άνω διαταγής πληρωμής με την κάτω απ' αυτό επιταγή για πληρωμή, με την οποία επιτασσόταν να της καταβάλει....συνολικά το ποσό των 90538232 δραχμών.... Στη συνέχεια η καθ' ης Τράπεζα με την υπ. αριθμ. 1698 /23-11-2000 έκθεση.... προέβη στην αναγκαστική κατάσχεση... ακινήτων... Στα ακίνητα αυτά η καθ' ης Τράπεζα είχε εγγράψει, προς εξασφάλιση της ως άνω απαιτήσεως της, στις 29-7-1993 προσημείωση υποθήκης....Ο πρώτος ανακόπτων με το υπ. αριθμ. ... συμβόλαιο.... που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε τα ως άνω ακίνητά του, λόγω γονικής παροχής, κατά ψιλή κυριότητα στην τρίτη και τέταρτη των ανακοπτόντων και λόγω δωρεάς, κατ' επικαρπία στην δεύτερη ανακόπτουσα, ενώ η τελευταία με το υπ. αριθμ. 1011/2-7-1997 σύμβολαιο...που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, κατά ψιλή κυριότητα και κατ' ισομοιρίαν, στην τρίτη και τέταρτη των ανακοπτόντων το ανήκον σ' αυτήν 1 /2 εξ αδιαιρέτου του τετάρτου των πιο πάνω ακινήτων, τη δε επικαρπία αυτού την παρακράτησε για τον εαυτό της.
Μετά τις μεταβιβάσεις αυτές και συγκεκριμένα στις 25-9-2000 οι προσημειώσεις υποθηκών που ήταν γραμμένες στα ως άνω ακίνητα τράπηκαν σε υποθήκες. Ο πλειστηριασμός των ανωτέρω ακινήτων, μετά από αναβολές, ορίσθηκε, με την προσβαλλόμενη υπ' .αριθμ.1930/9-12-2003 Γ' επαναληπτική περίληψη της ως άνω κατασχετήριας εκθέσεως, για τις 21-1-2004. Στο μεταξύ, μετά την αντικατάσταση του άρθρου 30 του Ν. 2879/2000 με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001, ο πιστούχος Χ. Χ., με την από 29-8-2001.έγγραφη αίτηση του, ζήτησε από την καθ'ης να του γνωστοποιήσει το ύψος της οφειλής του με βάση την ρύθμιση που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Η καθ' ης, με την υπ' αριθμ. πρωτ.357/7-9-2001 επιστολή της, γνωστοποίησε στον ανωτέρω πιστούχο, ότι η συνολική οφειλή του προς αυτή από την υπ'. αριθμ. 463/11-6-1988 σύμβαση πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό ανερχόταν στις 9-5-2001 (ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του άρθρου 42 του Ν. 2789/2000) στο ποσό των 65080927 δραχμών ή 190993, 18 ευρώ., ενώ σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ.1 και 2 εδ. α' του Ν.2789/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001, η οφειλή του διαμορφωνόταν στο συνολικό ποσό των 189802419 δραχμών ή 557013,70 ευρώ καθόσον το χρεωστικό υπόλοιπο στις 30-9-1998 (ένα έτος μετά την τελευταία εκταμίευση) ανερχόταν στο ποσό των 102668849 ευρώ ή 301302,56 ευρώ, η προσαύξηση με συμβατικούς τόκους στο ποσό των 30.976.701 δραχμών και το διπλάσιο αυτών στο ποσό των 267.291.100 δραχμών ή 784.419,94 ευρώ, οι δε καταβολές που έγιναν από 1-10-1998 έως 9-5-2001 ανέρχονταν στο ποσό των 85.233.461 δραχμών ή 250.134,88 ευρώ, ενώ τα έξοδα στο ποσό των 7.744.780 δραχμών ή 22.728,62 ευρώ...Όμως λόγω του ότι η πραγματική οφειλή του πιστούχου στις 9-5-2001 ήταν μικρότερη από το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 42 του Ν. 2912/2001 ανώτατο όριο, δεν υπαγόταν στη ρύθμιση της διατάξεως αυτής. Οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται με τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, ότι η συνολική οφειλή του πιστούχου κατά το χρόνο ενάρξεως ισχύος του άρθρου 42 του Ν. 2912/2001 (9-5-2001) ανερχόταν με βάση τη διάταξη αυτή στο ποσό των 6.771.572 δραχμών ή 19.872,60 ευρώ, καθόσον το ποσό που κατέβαλε ο πιστούχος από 1-10-1998 έως 9-5-2001 ανερχόταν σε 260.519.528 δραχμές ή 764.547,40 ευρώ και όχι σε 85.233.461 δραχμές ή 250.134,88ευρώ, δεδομένου ότι στις 3-11-1999 κατέβαλε 86.939.307 δραχμές και στις 9-11-1999 άλλες 86.939.307 δραχμές, ενώ στην οφειλή δεν καταλογίζονται καθόλου έξοδα, έκτοτε δε και μέχρι σήμερα κατέβαλε τμηματικά το συνολικό ποσό των 40.815.614 δραχμών ή 119.781,70 ευρώ και συνεπώς όχι μόνο εξόφλησε ολοσχερώς την οφειλή του, αλλά κατέβαλε επί πλέον, δηλαδή αχρεωστήτως, και ποσό 34.044.042 δραχμών ή 99.909,15 ευρώ (40.815.614 δραχ. - 6.771.572 δραχ). Όμως ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος αποτελεί ένσταση ολικής αποσβέσεως της χρηματικής απαιτήσεως για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση με καταβολή (αρθρ. 416 AK) είναι κατ' ουσίαν αβάσιμος. Ειδικότερα αποδείχθηκε, ότι το ποσό των 86939307 δραχμών, με το οποίο πιστώθηκε ο υπ' αριθμ. ... λογαριασμός στις 3-11-1999 δεν καταβλήθηκε από τον πιστούχο ή άλλο τρίτο πρόσωπο για λογαριασμό του, αλλά μεταφέρθηκε την ίδια ημέρα (3-11-1999) από την καθ' ης Τράπεζα, η οποία είχε το δικαίωμα προς τούτο βάσει του έκτου όρου της υπ. αριθμ. 463/1988 συμβάσεως πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό, στον υπ' αριθμ. 30401 λογαριασμό, στον οποίο και χρεώθηκε τούτο, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητούν οι ανακόπτοντες. Ακολούθως στις 19-11-1999 το ίδιο ποσό μεταφέρθηκε από τον υπ.αριθμ. 30401 λογαριασμό, αφού πιστώθηκε σ' αυτόν, στον υπ. αριθμ. 30101 λογαριασμό, στον οποίο χρεώθηκε τούτο, γεγονός το οποίο επίσης δεν αμφισβητούν οι ανακόπτοντες. Τα ανωτέρω προκύπτουν από τα αποσπάσματα των βιβλίων της καθ' ης Τράπεζας που εμφανίζουν την κίνηση των υπ. αριθμ. 30101, ... και 30401 λογαριασμών και τα α) υπ. αριθμ. ... και ... γραμμάτια εισπράξεως και β) από 3-11-1999 και 19-11-1999 εντάλματα πληρωμής, τα οποία εκδόθηκαν από την καθ' ης και φέρουν μόνο τις υπογραφές των αρμοδίων υπαλλήλων της, όχι δε και του πιστούχου ή κάποιου αντιπροσώπου του.
Άλλωστε το αβάσιμο του ισχυρισμού των ανακοπτόντων περί πραγματικής καταβολής των ως άνω δυο ποσών συνάγεται και από το γεγονός, ότι ενώ οι καταβολές αυτές, κατά τους ισχυρισμούς αυτών (ανακοπτόντων), έλαβαν χώρα πριν από το οριστικό κλείσιμο των προαναφερομένων τριών λογαριασμών (31-12-1999), εντούτοις οι δύο πρώτοι απ' αυτούς δεν άσκησαν κατά της υπ' αριθμ. 24/2000 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας ανακοπή, αλλά μετά πάροδο τεσσάρων (4) περίπου ετών και αφού η διενέργεια του πλειστηριασμού αναβλήθηκε τρεις (3) φορές, οι καθ' ων η εκτέλεση και ο πιστούχος άσκησαν την ένδικη ανακοπή με πρόδηλο σκοπό να επιβραδύνουν την αναγκαστική εκτέλεση, αφού πέτυχαν και την αναστολή αυτής με την έκδοση της υπ' αριθμ. 1264/2004 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αλλά και από το γεγονός ότι οι ανακόπτοντες δεν επικαλούνται προς απόδειξη αυτού γραμμάτια εισπράξεως των ανωτέρω ποσών από την καθ'ης, παρά μόνο τα αποσπάσματα των βιβλίων της καθ'ης που εμφανίζουν την κίνηση των πιο πάνω λογαριασμών, από τα οποία προκύπτει, όπως προαναφέρθηκε, ότι οι εγγραφές που αφορούν το ποσό των 86.939.307 δραχμών, δηλαδή η πίστωση αυτού στον ένα λογαριασμό και η χρέωση του στον άλλο λογαριασμό, ήταν λογιστικές. Ενόψει αυτών η οφειλή του πρώτου ανακόπτοντος (πιστούχου) προς την καθ'ής ανερχόταν στις 9-5-2001 στο ποσό των 65.080.927 δραχμών ή 190.993,18 ευρώ. Έναντι του ποσού αυτού πλέον νομίμων τόκων, ο πρώτος ανακόπτων κατέβαλε κατά το χρονικό διάστημα από 7-6-2001 έως 22-9-2003 τμηματικά το συνολικό ποσό των 90150,31 ευρώ (βλ...αντίγραφα γραμματίων εισπράξεως της καθ' ης) και συνεπώς δεν επήλθε ολοσχερής εξόφληση της οφειλής του, αλλά απέμεινε υπόλοιπο αυτής, για την είσπραξη του οποίου εγκύρως επισπεύδεται η προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση. Επομένως η εκκαλούμενη απόφαση, που έκρινε, ότι η απαίτηση της καθ' ης Τράπεζας κατά του πρώτου ανακόπτοντος, που προερχόταν από τις ως άνω συμβάσεις πιστώσεως με ανοιχτό λογαριασμό, εξοφλήθηκε ολοσχερώς και ακολούθως, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της ανακοπής ως βασίμου, ακύρωσε τις προσβαλλόμενες με αυτή πράξεις αναγκαστικές εκτελέσεως, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, γι'αυτό....πρέπει ν'απορριφθεί ο πρώτος λόγος της ανακοπής, ως αβάσιμος. Μετά ....να προχωρήσει στην έρευνα του δεύτερου λόγου της ανακοπής....(με τον οποίο) ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες, ότι η προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση είναι άκυρη, καθόσον, μετά την υπαγωγή της απαιτήσεως της καθ'ης κατά του πρώτου ανακόπτοντος για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση στη ρύθμιση του άρθρου 30 του Ν.2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του Ν.2912/2001, θα έπρεπε να τους κοινοποιηθεί από την καθ'ης νέα επιταγή για πληρωμή με το ακριβές ύψος αυτής μετά τον επανακαθορισμό της, το οποίο, άλλωστε, δεν προκύπτει, ούτε από την προσβαλλόμενη περίληψη κατασχετήριας εκθέσεως, αλλά ούτε από κάποιο άλλο διαδικαστικό έγγραφο της αναγκαστικής εκτελέσεως, ώστε αυτή (απαίτηση) να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη...Όμως και ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αβάσιμος....καθ'οσον ....η οφειλή του πρώτου ανακόπτοντος προς την καθ'ης από τις πιο πάνω συμβάσεις πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό δεν υπάγεται στη ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 30 παρ.1 και 2 εδ. α' του Ν.2789/2000, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001, αφού ήταν μικρότερη του προβλεπομένου από τις διατάξεις αυτές ανωτάτου ορίου της απαιτήσεως που προέρχεται από συμβάσεις με αλληλόχρεο λογαριασμό, ώστε να απαιτείται ο επανακαθορισμός της από την καθ' ης και η κοινοποίηση απ' αυτήν στους δεύτερη, τρίτη και τέταρτη των ανακοπτόντων νέας επιταγής για πληρωμή και συνεπώς εγκύρως επισπεύδεται η προσβαλλόμενη αναγκαστική εκτέλεση με βάση την επιταγή για πληρωμή που κοινοποιήθηκε στις 21-6-2000 στη δεύτερη ανακόπτουσα και στις 18-10-2000 στην τρίτη των ανακοπτόντων μαζί με ακριβές αντίγραφο από πρώτο απόγραφο εκτελεστό της υπ' αριθμ. 24/2000 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Φλώρινας...." Ήδη ο αναιρεσείων (εκ των ανακοπτόντων) προβάλλει, όπως το δικόγραφο της αναίρεσης εκτιμάται: α) Ότι η αξίωση της αναιρεσίβλητης Τράπεζας, ως προς αυτόν, έχει πλήρως εξοφληθεί. Συναφώς παραθέτει κατάλογο καταβολών των ετών 1998, 1999, 2000, 2001 έως και το έτος 2003, διαλαμβάνει υπολογισμούς, προβαίνει σε αθροίσεις και αμφισβητεί τις ουσιαστικές παραδοχές του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Όμως, κατ' αρχήν, αυτά κείνται πέραν του πεδίου της έρευνας του παρόντος δικαστηρίου (αρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ), β)Ότι κακώς το Εφετείο, δεν δέχτηκε εξόφληση, καθώς έπρεπε να λάβει υπ'όψιν "όλες τις καταβολές", σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ.2 του Ν.2789/2000 (όπως ίσχυε), δηλαδή ακόμη και τις "λογιστικές" καταβολές, και όχι μόνο τις πραγματικές καταβολές, γιατί τούτο είναι "προς το σκοπό και τη λειτουργία της εν λόγω εξαιρετικής ρύθμισης...". Τούτο, όμως, είναι νομικώς αβάσιμο, αφού, προφανώς, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, οι οφειλέτες δεν είναι νοητό, ότι πρέπει να πιστώνονται με "λογιστικές", δηλαδή με μη πραγματικές καταβολές από τους δανειστές τους. Κατά ταύτα, ουδόλως έσφαλε, ως προς την ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων το Εφετείο, και ο πρώτος, από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, είναι αβάσιμος.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 559 αρ.11 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν, πλην άλλων, το δικαστήριο έλαβε υπ'όψιν αποδεικτικά μέσα τα οποία ο νόμος δεν επιτρέπει. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 933 παρ.4 ΚΠολΔ οι ισχυρισμοί, που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως, αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Και τούτο προς αποφυγή της παρέλκυσης της διαδικασίας της εκτέλεσης και περιορισμό των περί την εκτέλεση δικών. Άμεση (παραχρήμα) απόδειξη, δεν σημαίνει απλά προαπόδειξη, αλλ' απόδειξη των ισχυρισμών που επιφέρουν την απόσβεση της απαίτησης μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία. Η απαγόρευση περιλαμβάνει, εκτός των ισχυρισμών που στηρίζονται στους αποσβεστικούς λόγους των ενοχών του άρθρου 416 ΑΚ, αλλά και εκείνες τις ενστάσεις, που υπάγονται, κατά το ουσιαστικό δίκαιο, στις παρακωλυτικές της άσκησης του δικαιώματος (Ολ.ΑΠ 49/2005, ΑΠ 1051/2010, ΑΠ 1856/2008). Ήδη, ο αναιρεσείων, προβάλλει, πως παρ' όλο ότι επισημάνθηκε από αυτόν με τις προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου, πως δεν έπρεπε να ληφθεί, συναφώς, υπ' όψιν η κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρος το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την έλαβε υπόψιν. Όμως: α)τον μάρτυρα, δεν πρότεινε ο αναιρεσείων ή οι λοιποί ανακόπτοντες (οφειλέτες) προς απόδειξη της απόσβεσης του δανείου, αλλά η αναιρεσίβλητη Τράπεζα β)ο ανακόπτων, προβάλλει πως δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψιν, όσα κατέθεσε ο πιο πάνω μάρτυς, δοθέντος ότι, η μαρτυρική κατάθεση αποκλείεται αναλογικά και για τις "αντενστάσεις που βάλλουν κατά των ενστάσεων αυτών" (απόσβεσης). Όμως, ούτε ο αναιρεσείων εκθέτει, ούτε από την προσβαλλόμενη απόφαση γίνεται μνεία προβολής αντένστασης από μέρους της αναιρεσίβλητης κατά του ισχυρισμού της εξόφλησης. Αντίθετα, πρόκειται για προβολή απλής άρνησης και, κυρίως, για τρόπο υπολογισμού, όπως παραπάνω, των σχετικών καταβολών, γ) σε κάθε περίπτωση, πρέπει να επιδρά, η λήψη υπόψη, του συγκεκριμένου αποδεικτικού μέσου στο διατακτικό της απόφασης (Ολ.ΑΠ 911/2002), ενώ εδώ, καίτοι γίνεται αναφορά στην πιο πάνω κατάθεση, από την επισκόπηση της απόφασης, ουδόλως εξηγείται, πως αυτή επέδρασε στο διατακτικό της απόφασης, γιατί, πλην της γενικής αναφοράς, όπως άλλωστε και στο αναιρετήριο αναφέρεται, δεν υπάρχει συγκεκριμένη μνεία στην κατάθεση αυτή. Άρα και ο δεύτερος λόγος της αναίρεσης, που προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, την από το άρθρο 559 αρ.11 ΚΠολΔ πλημμέλεια, είναι αβάσιμος. Ακόμη, προβάλλεται, στα πλαίσια του αμέσως προηγούμενου αναιρετικού λόγου, πως κακώς λήφθηκαν υπ'όψιν από το Εφετείο έγγραφα που υπογράφονται, μονομερώς, από την αναιρεσίβλητη, αποτελούν δικαστικά τεκμήρια και δεν έπρεπε να ληφθούν υπ' όψιν, κατ' άρθρο 933 παρ.4 ΚΠολΔ και 395 ΚΠολΔ. Και βέβαια, κατ' άρθρο 395 ΚΠολΔ, όταν η απόδειξη με μάρτυρες αποκλείεται, δεν επιτρέπεται, ούτε η απόδειξη με δικαστικά τεκμήρια (ΑΠ 495/2002). Στην υπό κρίση περίπτωση στην βαλλόμενη απόφαση, γίνεται λόγος για "αποσπάσματα βιβλίων της ήδη αναιρεσίβλητης" και από "...τα....γραμμάτια είσπραξης και....εντάλματα πληρωμής, τα οποία εκδόθηκαν από την καθής και φέρουν μόνο τις υπογραφές των αρμοδίων υπαλλήλων της, όχι δε και του πιστούχου η κάποιου αντιπροσώπου του...". Τούτο δε ο αναιρεσείων εκτιμά, ως δικαστικό τεκμήριο, το οποίο κακώς ελήφθη υπ'όψιν. Όμως: α)τα αυτά ισχύουν και εδώ, με τα αναφερθέντα, αμέσως προηγουμένως για την ως άνω μαρτυρική κατάθεση β)το Εφετείο, σε κάθε περίπτωση, δεν περιορίζεται στα συγκεκριμένα έγγραφα, αλλά κάνει λόγο σε μη αμφισβήτηση ορισμένων λογαριασμών από τους ανακόπτοντες και επιπρόσθετα αναφέρεται και σε άλλους συλλογισμούς που αιτιολογούν την κρίση του, πάντα ταύτα δε, δεν προσβάλλονται με την αναίρεση γ)άλλωστε, δεν αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο αναιρεσείων (έστω και με την προσθήκη- αντίκρουση των προτάσεων του, εφ' όσον πρόκειται για νέα έγγραφα), πρότεινε τον ήδη προβαλλόμενο ως άνω ισχυρισμό του. Άρα και ο τέταρτος λόγος αναίρεσης, που υποστηρίζει την από το άρθρο 559 αρ.11 ΚΠολΔ πλημμέλεια είναι αβάσιμος.
V. Κατά το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση ή απαράδεκτο. Ήδη ο αναιρεσείων εκθέτει, πως, παρά το νόμο, το Εφετείο έλαβε υπ' όψιν έγγραφα, που για πρώτη φορά, η αναιρεσίβλητη προσκόμισε σ' αυτό. Όμως : α) η επικαλούμενη από τον αναιρεσείοντα παραβίαση του άρθρου 527 ΚΠολΔ, υπό τις εκεί μνημονευόμενες προϋποθέσεις αναφέρεται στην προβολή νέων πραγματικών ισχυρισμών στο Εφετείο, και όχι εγγράφων (βλ. για την έννοια των ισχυρισμών (ΑΠ 1554/2010, ΑΠ 1641/2009). Η παραβίαση της, επίσης μνημονευόμενης διάταξης του άρθρου 529 ΚΠολΔ δεν μπορεί να θεμελιωθεί, εφ' όσον : α) κατ' αυτήν, στην κατ' έφεση δίκη, επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, όπως εγγράφων (ΑΠ 1462/2003, ΑΠ 154/1992), β)το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί όμως να τα αποκρούσει ως απαράδεκτα, αν, κατά την κρίση του, ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαρεία αμέλεια. (ΑΠ 1549/2008, ΑΠ 10/2007). Αν όμως, το Εφετείο, λάβει υπ' όψιν του και δεν αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα, που προσάγονται πρώτη φορά σ' αυτό, ως απαράδεκτα, σημαίνει, πως δεν συνέτρεχε λόγος απαραδέκτου αυτών (ΑΠ 1212/2007). Ουδόλως δε απαιτείται να διαλάβει στην απόφαση ειδική αιτιολογία, ότι η μη προσκομιδή αυτών από το διάδικο στην πρωτόδικη δίκη, δεν οφείλεται σε πρόθεση στρεψοδικίας ή σε βαρεία αμέλειά του (ΑΠ 1590/2010, ΑΠ 2355/2009). Η δε σχετική κρίση του Εφετείου είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (ΑΠ 1549/2008). Άρα, εφ' όσον η προσβαλλόμενη απόφαση έλαβε υπόψη τα από 3-11-99, 19-11-1999, ... και ... γραμμάτια είσπραξης που, το πρώτον, προσκομίστηκαν στο Εφετείο, χωρίς να τα απορρίψει ως απαράδεκτα, ουδόλως υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αρ.14 ΚΠολΔ πλημμέλεια και ο σχετικός τρίτος λόγος αναίρεσης προβάλλεται αβασίμως. Εδώ, σημειώνονται και τα ακόλουθα: α)ο αναιρεσείων στον ίδιο λόγο αναίρεσης ποιείται αναφορά σε ισχυρισμό που, για πρώτη φορά, παρά τους ορισμούς, του άρθρου 527 ΚΠολΔ προβλήθηκε στο Εφετείο β) όμως, ουδόλως συγκεκριμενοποιεί τον ισχυρισμό, που, για πρώτη φορά, προβλήθηκε, β)αν ως τοιούτος νοείται, γενικώς, η άρνηση της αναιρεσίβλητης, στους λόγους ανακοπής, τούτο δεν πληροί τους όρους της παραπάνω διάταξης, γιατί, ως νέοι ισχυρισμοί νοούνται εκείνοι, που τείνουν στη θεμελίωση ή κατάλυση του ουσιαστικού δικαιώματος και στοιχειοθετούν τη βάση ένστασης, αντένστασης η άλλης παρόμοιας αυτοτελούς αίτησης παροχής έννομης προστασίας και όχι οι αρνητικοί ισχυρισμοί (ΑΠ 1554/2010, ΑΠ 1641/2009, ΑΠ 1306/2009). Άρα και εκ του λόγου τούτου, ο σχετικός λόγος της αναίρεσης είναι απαράδεκτος. Για τον λόγο αυτό, πρέπει ν'απορριφθεί ως αβάσιμος και ο επικουρικά προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.8 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό του, ο τρίτος λόγος αναίρεσης.
VI. Κατά το άρθρο 559 αρ.12 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου, σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ειδικά η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεων με ανοιχτό (αλληλόχρεο λογαριασμό), ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια Τράπεζα που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, είναι έγκυρη, ως δικονομική σύμβαση (ΑΠ 2206/2009, ΑΠ 722/2000) . Και ναι μεν ο ίδιος ο αναιρεσείων δέχεται, πως επιτρέπεται συναφώς ανταπόδειξη, όμως προβάλλει ότι "...τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσκόμισε η αναιρεσίβλητη δεν είχαν την ίδια (πλήρη) αποδεικτική δύναμη αυτών των αποσπασμάτων..". Όμως: α) δεν επεξηγείται, γιατί δεν είχαν την ίδια αποδεικτική δύναμη τα "εντάλματα πληρωμής και αποδείξεις είσπραξης", που εξέδωσε η αναιρεσίβλητη, β) αν, νοείται, ότι τούτο συμβαίνει, γιατί αυτές εκδόθηκαν "μονομερώς", τότε πρόκειται για εκτίμηση των αποδείξεων, που, απαράδεκτα ήδη (αρθρ.561 παρ.1 ΚΠολΔ) προβάλλονται. Άλλωστε, όλα τα αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελευθέρως από το δικαστήριο (ΑΠ 109/2008). Εξάλλου, ο πιο πάνω λόγος δεν ιδρύεται, όταν το δικαστήριο απλώς αποδίδει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα σε κάποιο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1311/2010, ΑΠ 1403/2009).
Συνεπώς, και ο τέταρτος από το άρθρο 559 αρ.12 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος. Μετά ταύτα, πρέπει ν'απορριφθεί, στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση, και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, η οποία κατέθεσε προτάσεις, σε βάρος του αναιρεσείοντος, λόγω της ήττας του (αρθρ.176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 17-12-2012 αίτηση του Χ. Α.Χ. προς αναίρεση της 2844/2009 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης,
Επιβάλλει τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, από δύο χιλιάδες επτακόσια (2700) ευρώ σε βάρος του αναιρεσείοντος.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 16η Ιανουαρίου 2014.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 29η Απριλίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου