(Α` ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ (ΕΚΤΟΣ ΡΟΔΟΥ ΚΑΙ ΚΩ). Διακρίσεις των ακινήτων ιδιωτικά..
και...
δημόσια ακίνητα. Βακουφικά ακίνητα (διακρίσεις, χρησικτησία) προϊσχύσαντα δίκαια. Χρησικτησία. Διενέξεις..
μεταξύ ιδωτών. Εμπράγματες αξιώσεις του δημοσίου στα νησιά της μη δορυαλωτής Δωδεκανήσου. Χρησικτησία κατά δημοσίου. Προνομιακή μεταχείριση δημοσίου. Τεκμήρια κυριότητος. Διαδικαστικά προνόμια για δάση. Δασικές εκτάσεις και δημόσιες χορτολιβαδικές εκτάσεις. Εξαιρέσεις. Διένεξη του Δημοσίου με ιδιώτες. Διένεξη και για βραχώδεις εκτάσεις. Γενική επισκόπηση της νομολογίας για τα θέματα αυτά και στη λοιπή ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα και ειδικά στις Κυκλάδες, ως συγκριτική βάση για τη θέση που υποστηρίζουμε. Μελέτη του Παντελή Δ.Αποστολά, Δικηγόρου Ρόδου, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ σε πλήρες κείμενο.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:
Ι.- Η μακρόχρονη Ξένη Κυριαρχία στη Δωδεκάνησο (Οθωμανική Κυριαρχία, Ιταλική Στρατιωτική Κατοχή και Κυριαρχία, περίοδος Γερμανικής Κατοχής, Βρετανικής Κατοχής), επέβαλε (ή διατήρησε) την ισχύ διαφόρων δικαίων μέχρι και την απελευθέρωσή της και την προσάρτησή της στη Μητέρα Ελλάδα, αλλά ακόμα και μετά την απελευθέρωσή της και την προσάρτησή της διατηρήθηκε, πέραν των άλλων, ως τοπικό δίκαιο ο Κτηματολογικός Κανονισμός (132/1929 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη), με αποτέλεσμα πολλές φορές να καθίσταται δυσχερής η ερμηνευτική προσέγγιση του ισχύοντος για κάθε περίπτωση δικαίου, ένα πρόβλημα δε που πρακτικά αρχίζει να εμφανίζεται στις σχέσεις μεταξύ πολιτών και δημοσίου είναι η παρά του δημοσίου έγερση ιδιοκτησιακών αξιώσεων σε ακίνητα κείμενα στη «λοιπή Δωδεκάνησησο» (δηλαδή αυτή, πλην Ρόδου, Κω, Λακκί και Ξηρόκαμπου Λέρου, όπου έχει εφαρμογή πλήρως ο Κτηματολογικός Κανονισμός και η καταγραφή και απεικόνιση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων στα ακίνητα δεν δημιουργεί γενικά καμία μορφής διένεξη ως προς τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα).
Πολύ συνοπτικά, το Δημόσιο, με βάση το προϊσχύσαν Οθωμανικό δίκαιο, ισχυρίζεται, ότι κάθε αγροτική έκταση στη «λοιπή Δωδεκάνησο» θεωρείται δημόσια..
γαία (εραζί εμιριέ), που ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο (του οποίου την ιδιοκτησία απέκτησε το Ιταλικό Κράτος με τη Συνθήκη Ειρήνης των Συμμάχων Δυνάμεων και Τουρκίας, που επικυρώθηκε με το υπ’ αριθ. 1354 της 11-9- 1926 Βασιλικό Διάταγμα), αλλά ότι στη συνέχεια την απέκτησε το Ελληνικό Δημόσιο κατά διαδοχή από το Ιταλικό Δημόσιο με το άρθρο 1 του παραρτήματος ΧΙV της από 10-2-1947 συνθήκης ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947), ότι σε περίπτωση που δεν καλλιεργήθηκε από «σφετεριστή» επί δεκαετία (πριν την ισχύ του Α.Ν. 1539/1938) για να αποκτηθεί δικαίωμα «τεσσαρούφ», το οποίο να μετατράπηκε σε μουλκ σύμφωνα με το ν. 2100/1952, εξακολουθεί να είναι δημόσια γαία, ότι ειδικά κάθε εμφανιζόμενη ακαλλιέργητη χορτολιβαδική έκταση (κυρίως πλαγιές λόφων-βουνών) τη θεωρεί ακόμα ως δημόσια γαία, μια και δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι καλλιεργήθηκε από «σφετεριστή» επί δεκαετία, κατά τα ανωτέρω, για να αποκτηθεί δικαίωμα «τεσσαρούφ», το οποίο στη συνέχεια να μετατράπηκε σε μουλκ σύμφωνα με το ν. 2100/1952, ότι κάθε βοσκότοπος, λειμώνας (λιβάδι, τσαϊρι), κάθε δάσος (πλην αυτών που αξιώνει να υπάρχει ταπίο), κάθε έκταση βραχώδης εκτός σχεδίου ανήκουν στις δημόσιες γαίες στις οποίες ειδικά δεν επιτρέπεται η κτητική παραγραφή για τη κτήση με χρησικτησία δικαιώματος τεσσαρούφ.
Η νομολογία των δικαστηρίων, επί χρόνια ακολουθούσε την παραπάνω «λογική» και ερμηνευτική εκδοχή του Δημοσίου, όμως, μετά κυρίως το 1998, έχει γίνει μια τεράστια στροφή στην προσέγγιση του θέματος, αφού θεωρεί ότι ακίνητα νομικής φύσεως εραζί εμιριέ δεν υπάρχουν στη «λοιπή Δωδεκάνησο», με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όμως ακόμα και τώρα, με επάλληλη αιτιολογία (πολύ ορθά), πολλές δικαστικές αποφάσεις, για να στηρίξουν το δικαίωμα του ιδιώτη στη διένεξή του με το Δημόσιο, δεν αρκούνται στην κρίση ότι δεν υπάρχουν στη “λοιπή Δωδεκάνησο” ακίνητα νομικής φύσεως αρζί μιρί (εραζί εμιριέ) και ότι δεν μπορεί το Δημόσιο να αξιώνει δικαίωμα κυριότητος, αν δεν προκύπτει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ότι απέκτησε το ακίνητο με κάποιο άλλο νόμιμο τρόπο (αγορά, ανταλλαγή, δωρεά κλπ), αλλά, οσάκις συντρέχουν οι προϋποθέσεις 10ετούς κτητικής παραγραφής για τη κτήση δικαιώματος τεσσαρούφ σε βάρος του Δημοσίου (επί καλλιεργήσιμων αγρών) και στη συνέχεια μετατροπής του σε μουλκ, αποφαίνονται για το κτηθέν δικαίωμα του ιδιώτη με βάση την αφετηρία της νομικής φύσης του ακινήτου ως εραζί εμιριέ.
Επειδή έχει αξία η αναφορά και στο προϊσχύσαν νομικό καθεστώς στη λοιπή Ελλάδα, ειδικά σε μη δορυάλωτες περιοχές της (όπως οι Κυκλάδες, για τις οποίες μάλιστα η τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου καλείται να λύσει κρίσιμα θέματα, μετά την παραπομπή σ’ αυτήν συγκεκριμένων λόγων αναίρεσης με την υπ’ αριθ. 454/2011 απόφαση), ιδίως για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών και το «καθεστώς» των αδεσπότων, οι δε νομικές σκέψεις που αναφέρονται στις διαφορές του Δημοσίου με τους ιδιώτες, ως προς τις εμπράγματες αξιώσεις του, στηρίζουν όπου πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας της Δωδεκανήσου (όπου δεν ίσχυσε το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, όπως στη λοιπή Ελλάδα, δίκαιο που έδωσε λύσεις με την επιτρεπόμενη και σε βάρος του δημοσίου και για δάση ακόμα έκτακτη χρησικτησία μέχρι το 1915, όπου το θέμα των αδεσπότων αντιμετωπίζεται διαφορετικά, από ό,τι στη Δωδεκάνησο, όπου το οθωμανικό και το Ιταλικό δίκαιο θέτουν σε διαφορετική βάση την προσέγγιση για λύση αυτών των θεμάτων), τη λογική και την ερμηνευτική εκδοχή της υποστηριζόμενης θέσης μας ως προς αυτού του είδους τις αξιώσεις του Δημοσίου στη «λοιπή Δωδεκάνησο», γίνεται και μια κατά το δυνατόν συνοπτική αναφορά και σ’ αυτό.
Επίσης γίνεται ειδική αναφορά, οσάκις έχομε διένεξη ιδιώτη και Δημοσίου για κάθε είδους ακίνητο και κυρίως για ακίνητο νομικής φύσεως μουλκ, πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται η περίπτωση αμφισβήτησης εκ μέρους του Δημοσίου του τίτλου κτήσεως του ιδιώτη, της προβολής ισχυρισμού περί ελλείψεως κυριότητος του άμεσου δικαιοπαρόχου του, αλλά και των απώτερων δικαιοπαρόχων του, εν όψει μάλιστα του μη αναγνωριζόμενου για τα μούλκια θεσμού της χρησικτησίας από το Οθωμανικό δίκαιο, αλλά και της αδυναμίας συμπληρώσεως του προβλεπόμενου με τους Ιταλικούς Αστικούς Κώδικες χρόνου της κτητικής παραγραφής για τη κτήση με έκτακτη χρησικτησία, από 1-1-1932 και εντεύθεν, μέχρι του χρόνου ισχύος στη Δωδεκάνησο του Α.Ν. 1539/1938, περί απαραγράπτου των επί των ακινήτων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, που εισήχθη με το Β.Δ 31-12-1948/ 10-1-1949 (ΦΕΚ 6/1949). Γίνεται επίσης ειδική αναφορά στην περίπτωση που το ακίνητο είναι δάσος ή δασική έκταση και μολονότι μουλκ, ενόψει του «άστοχου», όπως εκτίθεται στη συνέχεια, για τη λοιπή Δωδεκάνησο, διαδικαστικού προνομίου του δημοσίου με το άρθρο 62 του ν. 998/1979, οδηγούμαστε σε αδιέξοδα.
Γίνεται τέλος αναφορά, ενόψει της θέσης πλέον της νομολογίας περί ακινήτων μουλκ στη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, στα λάθη που έκαμε ο νομοθέτης και η Διοίκηση σε σχέση με τη «λοιπή Δωδεκάνησο», τόσο με το νόμο 2100/1952, ο οποίος φαίνεται να θεωρεί ως δεδομένη την ύπαρξη γαιών φύσης «εραζί-εμιριέ», δηλαδή δημόσιων γαιών, στη «λοιπή Δωδεκάνησο», όσο και με το άρθρο 62 του Ν. 998/1979, διάταξη που εμφανίζεται πλέον παράλογη για τη «λοιπή Δωδεκάνησο», με την οποία εισάγεται διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου, το οποίο συνίσταται στην απαλλαγή αυτού από το βάρος απόδειξης της ιδίας του κυριότητας επί των δασών, δασικών εκτάσεων και δημοσίων χορτολιβαδικών εκτάσεων και μετατίθεται το βάρος απόδειξης στον επικαλούμενο υπέρ αυτού δικαίωμα κυριότητας, παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, στην εξαίρεση που ισχύει για τις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των νομών Λέσβου, Σάμου και Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων, να υπαχθεί και η «λοιπή Δωδεκάνησος».
Ακόμα γίνεται αναφορά στο λάθος που έγινε στις περιοχές της Λέρου (Λακκί και Ξηρόκαμπου) όπου ισχύει πλήρως ο κτηματολογικός κανονισμός (αφού συστήθηκε Κτηματολογικό Γραφείο που είναι προϋπόθεση της εφαρμογής και λειτουργίας του κτηματολογικού κανονισμού), δεδομένου ότι επί Ιταλικής Κυριαρχίας, κατά τον χρόνο καταγραφής των ακινήτων, ακολουθήθηκε η ίδια λογική με τα «δορυάλωτα» νησιά Ρόδου και Κω, όπου εκεί υπήρχαν γαίες εραζί εμιριέ, ενώ στη Λέρο δεν υπήρχαν και παρά ταύτα καταγράφησαν οι γαίες ως νομικής φύσεως εραζί εμιριέ (αρζί μιρί). Αυτό δηλαδή που ο Οθωμανός κατακτητής ιστορικά αποδεδειγμένα δεν έκανε στην μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, παρέχοντας προνόμια και αφήνοντας ανέγγιχτη την ιδιοκτησία των κατοίκων των νησιών αυτών, την «δημοσιοποίησε» ο Ιταλός κατακτητής.
ΙΙ.- Η Δωδεκάνησος αποτελούσε επαρχία της Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου μέχρι το 1309, οπότε καταλήφθηκε από τους ιππότες του Αγίου Ιωάννου (Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν από τον 8ο αιώνα μ.Χ. «θέμα Δωδεκανήσου» 12 νησιά των Κυκλάδων γύρο από τη Δήλο, οι δε Φράγκοι ίδρυσαν τον 13ο αιώνα το «δουκάτο της Δωδεκανήσου» πάλι μέσα στις Κυκλάδες και με πρωτέυουσα τη Νάξο). Στη συνέχεια, η Δωδεκάνησος, από το 1522 τελούσε μέχρι το 1912 υπό την Οθωμανική Κυριαρχία. Υποστηρίζεται ότι η Πάτμος ήδη από το 1453 είχε δηλώσει υποτέλεια στον Σουλτάνο, απολαμβάνοντας προνομίων. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, οι Νότιες Σποράδες, όπως αποκαλούνταν τότε τα Δωδεκάνησα μαζί με άλλα νησιά, παρέμειναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με αντάλλαγμα την παραχώρηση στην Ελλάδα της Εύβοιας. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μέχρι τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα, το σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου ονομαζόταν όπως προαναφέρθηκε Νότιες Σποράδες. Ο όρος Δωδεκάνησος καθιερώθηκε το 1908 (κατά τον εκπαιδευτικό και συγγραφέα Μιχάλη Σκανδαλίδη που ασχολήθηκε με το θέμα σε επιστημονική ημερίδα το 1997) όταν οι νησιώτες παριήλθαν σε απεγνωσμένο αγώνα προς την κυβέρνηση των Νεοτούρκων, που αποπειράθηκε να καταργήσει τα προνόμια που απολάμβαναν από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Το όνομα βέβαια Δωδεκάνησα από το 1908 έως το 1912 αναφερόταν στα νησιά Ικαρία, Αστυπάλαια, Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Νίσυρο, Χάλκη, Τήλο (ή Επισκοπή), Σύμη, Κάρπαθο, Κάσο, Καστελόριζο. Δεν συμπεριλαμβάνονταν η Ρόδος και η Κως, ως νησιά μη προνομιούχα. Το όνομα Δωδεκάνησα έμεινε και όταν η Ικαρία ελευθερώθηκε το 1912, μένοντας εκτός και τα νησιά έμειναν ένδεκα. Στη συνέχεια συμπεριλήφθηκαν η Ρόδος και η Κως, καθώς και οι Λειψοί, όμως συνεχίζουμε να τα λέμε Δωδεκάνησα (βλ. Λογοθέτη Μιλτιάδη «όψεις του πολιτικού και οικονομικού βίου των Δωδεκανησίων κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, Αθήνα, σελ. 94-123, όπου επίσης γίνεται αναφορά για τα εξαιρετικά προνόμια των εν λόγω νησιών, τα οποία είχαν απαλλαγεί από την καταβολή φόρων, εκτός της κατ’ αποκοπή ετήσιας εισφοράς και τα οποία αυτοδιοικούνταν σε βαθμό σχεδόν αυτονομίας, επίσης βλ. Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ - ΝΟΥΑΡΟΥ στο έργο του «ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟ» σελ. 9 και στη σελ. 38 επ. για τα προνόμια των Δωδεκανήσων). Επικράτησε ότι από 5-5-1912 (θεωρώ ότι είναι λίγο αυθαίρετη αυτή η ημερομηνία για όλα τα νησιά, αφορά κυρίως τη Ρόδο που καταλήφθηκε την 4-5-1912, διότι από 28-4-1912 έως και 20-5- 1912 καταλήφθηκαν σταδιακά τα υπόλοιπα νησιά) μέχρι 6-8-1924 τελούσε η Δωδεκάνησος υπό την στρατιωτική Ιταλική κατοχή και εντεύθεν μέχρι την 13-9-1943 υπό την Ιταλική Κυριαρχία, από 13-9-1943 έως 15-9-1945 υπό την Γερμανική Κατοχή και από 15-9-1945 έως την 31-3-1947 υπό την Βρετανική Κατοχή.
Κατά την περίοδο της Ιταλικής στρατιωτικής κατοχής, διατηρήθηκε το επί Οθωμανικής Κυριαρχίας για την περιοχή ισχύσαν δίκαιο, όπως διατηρήθηκε και ο προσωπικός θεσμός των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων, Ισραηλιτών και Μουσουλμάνων (έχει ενδιαφέρον λοιπόν για τη σύσταση των προικών σε ακίνητα των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων η διατήρηση του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, περί του οποίου γίνεται αναφορά παρακάτω).
Κατά την περίοδο της Ιταλικής Κυριαρχίας, διατηρήθηκε επίσης ο προσωπικός θεσμός των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων, Ισραηλιτών και Μουσουλμάνων, όπως διατηρήθηκε η ισχύς του ιδιωτικού Οθωμανικού δικαίου μέχρι 31-12-1931, οπότε στη συνέχεια από 1-1-1932 ίσχυσε η Ιταλική νομοθεσία, ο Ιταλικός Αστικός Κώδικας, ο Εμπορικός Κώδικας και ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Όμως εκδόθηκε κατά την περίοδο αυτή το υπ’ αριθ. 132/1929 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα και με το οποίο επιπρόσθετα διατηρήθηκαν, ως τοπικό δίκαιο, και οι διακρίσεις των ακινήτων, σύμφωνα με την οθωμανική νομοθεσία.
Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, παρέμεινε σε ισχύ το ισχύον επί Ιταλικής Κυριαρχίας δίκαιο, όπως και κατά την περίοδο της Βρετανικής Κατοχής, καθ’ ην έκταση «αι ανάγκαι του πολέμου επιτρέπουσιν» (βλ. περί των ανωτέρω αναλυτικά και για την περίοδο της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 3, 4, 5, 6, 7 σελ. 30-49).
Το Ιταλικό Κράτος απέκτησε, με τη Συνθήκη Ειρήνης των Συμμάχων Δυνάμεων και της Τουρκίας, που επικυρώθηκε με το υπ’ αριθ. 1354 της 11-9-1926 Βασιλικό Διάταγμα, την ιδιοκτησία που είχε στη Δωδεκάνησο το Οθωμανικό Κράτος, στη συνέχεια δε το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε, κατά διαδοχή από το Ιταλικό Δημόσιο, με το άρθρο 1 του παραρτήματος ΧΙV της από 10-2-1947 συνθήκης ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947, όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία στη Δωδεκάνησο του Ιταλικού Κράτους, στην οποία περιλαμβάνεται και αυτή των Οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των εταιρειών και σωματείων, καθώς και αυτή που ανήκε στο φασιστικό κόμμα ή στις βοηθητικές του οργανώσεις (βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 9 σελ. 50-51, παρ. 288 σελ. 572).
IΙΙ.- Με το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο α΄ Ν 510/1947, που ίσχυσε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (30-12-1947) σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτού εισήχθησαν στη Δωδεκάνησο ο Αστικός Κώδικας, ο Εισαγωγικός Νόμος του ΑΚ και το ΝΔ 7/10 Μαΐου 1945 (ενδεικτικά Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 10 επ. σελ. 51 επ., Λιτζερόπουλος στην ΕρμΑΚ Γεν. Εισαγ. Εισ.Ν.ΑΚ αρ. 64, 67, Μιχ. Καλλιμόπουλος ο.π. Εισαγ. άρθρ. 49-71 Εισ.Ν.Α.Κ αρ. 85-91, ΕφΔωδ. 53/1990 Δωδ. Νομολογία τόμος 2 τεύχος 1 σελ.75, ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ, ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.).
Με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος που επήλθε πριν την εισαγωγή αυτού, κρίνεται κατά το δίκαιο το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα (ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1429/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΘΑΣΟΥ 36/2006 ΑΡΜ 2010/1650= ΝΟΜΟΣ), ενώ η προστασία τους διέπεται εφεξής από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα - ΕισΝΑΚ 55 (ΑΠ 1429/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω η ακίνητη ιδιοκτησία στην Δωδεκάνησο ρυθμιζόταν από το Οθωμανικό Δίκαιο, πριν την εισαγωγή του Ιταλ.ΑΚ/1865 στην Δωδεκάνησο, η οποία έλαβε χώρα από 1-1-1932 με το αρ.200/31 Οκτωβρίου 1931 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη (ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).
Με το άρθρο 1 (βλ. και 2-6) του Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» (Κανούν- Ναμέϊ Εραζί) της 7 Ραμαζάν 1274 (έτος 1856 ή 1857 κατά ΟλΑΠ 411/1963 ΝοΒ 12/155, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 62) και το προϊσχύσαν αυτού μουσουλμανικό δίκαιο (ΑΠ 454/2011), Οθωμανικός νόμος που αποτελεί μέρος της μεταρρυθμιστικής Οθωμανικής νομοθεσίας του 19ου αιώνος (μεταξύ του 1839 και 1876), της γνωστής με το όνομα «Τανζιμάτ» [που περιλαμβάνει τη νομοθεσία περί ακινήτων (όπως τον άνω νόμο περί γαιών, τους νόμους περί ταπίων, βακουφίων, το νόμο περί απαλλοτριώσεων, περί δασών, μεταλλείων και λατομίων), διάφορους ειδικούς νόμους περί δασών, μεταλλείων κ.ά., τον Οθωμανικό Αστικό Κώδικα (της 8 Σιλιχιτζέ 1285), τους νόμους περί ανηλίκων, τον Εμπορικό Κώδικα], η οποία μεταρρυθμιστική νομοθεσία αποτελεί συνέχεια του προϊσχύσαντος Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου -Σερί- (που πηγές είχε το Κοράνιο, την παράδοση, τη νομολογία των Ιμάμηδων, την αναλογία δικαίου), ο οποίος Ιερός Νόμος υπέστη πολλές επεξεργασίες υπό τη μορφή σχολίων και κωδικοποιήσεων ως και συλλογών αποφάσεων (η Κωδικοποίηση ονομάσθηκε Μουλτεκά), των παραλλήλως ισχυόντων Κανόνων (Κανούν), που αποτελούν μέρος του Κοσμικού Δικαίου (αλλά αφορά χρονολογικώς παλαιότερο στάδιο) και του συστήματος προνομιακού δικαίου (βλ. για το Ιερό Μουσουλμανικόν Δίκαιο, το Δίκαιο των Εθίμων, την επεξεργασία του Ιερού Δικαίου, το Κοσμικό Δίκαιο, το Εμπράγματο Δίκαιο πριν την μεταρρυθμιστική νομοθεσία (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 13 επ.) τα ακίνητα κτήματα (οι γαίες, που αναφέρονται ως εραζί ή εραζίϊ ή στα Κτηματικά βιβλία των Κτηματολογίων Ρόδου και Κω ως αρζί ) διακρίνονται σε:
Α) ιδιόκτητες γαίες, γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μουλκ ή κατά άλλες αποδόσεις μούλκια, μεμλουκέ, μεμλουκά), όπως οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες κ.λ.π., των οποίων τη κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία),
Β) δημόσιες γαίες (μιριγιέ ή κατά άλλες αποδόσεις μιριγέ, μεριγιέ, εμιριέ), όπως τα καλλιεργήσιμα χωράφια, τα βοσκοτόπια, τα δάση κ.λ.π., των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία),
Γ) σε γαίες αφιερωμένες σε ευαγή σκοπό (μεβκουφέ - βακουφικές), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία),
Δ) σε γαίες προορισμένες για την κοινή και δημόσια χρήση όλων των κατοίκων ενός μόνο χωριού ή κοινότητας (μετρουκέ), οι οποίες είναι δημόσιες ή όπως αναφέρεται σε εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες, όπως οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες κ.λ.π., οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο, κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία) και
Ε) σε νεκρές γαίες (μεβάτ), όπως τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κλπ., οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία), δηλαδή εκείνες οι γαίες που δεν ανήκουν στην κυριότητα ιδιωτών, ούτε είναι δυνατόν εκ της φύσεώς τους να καλλιεργηθούν και δεν κατέχονται, ούτε εξουσιάζονται από κανένα, οι οποίες ωσαύτως είναι δημόσιες, όπως είναι οι πετρώδεις εκτάσεις, τα βράχια κλπ (βλ. για όλα τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 64 επ., ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, Θεοδωρόπουλος «Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον» εκδ. β’ σελ. 182 και 171, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Κατά τον Παύλο Θεοδωρόπουλο "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 80 σελ. 171, ως «μεβάτ», κατά την Οθωμανική Νομοθεσία, νοούνται τα δημόσια εκείνα κτήματα, τα οποία, μη διατελούντα υπό την κυριότητα και ιδιοκτησία ή την νομή ιδιωτών, ούτε προορισμένα από παλιά σε δημόσια ή κοινή χρήση (απάντων ή των κατοίκων μόνο ορισμένου χωρίου), από κανένα δεν κατέχονται και εξουσιάζονται - νεκρά (terre morte) καλούμενα, θεωρούμενα ως ανήκοντα αυτοδικαίως στην Πολιτεία. Ειδικότερα, ρητά ορίζεται στο άρθρο 6 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών ότι, «γαίαι νεκραί λέγονται αι ακατοίκοιτοι γαίαι, αίτινες δεν είναι υπό την κατοχήν ουδενός και μήτε αφέθησαν εις την χρήσιν των κατοίκων. Εισί δε τοσούτον μεμακρυσμέναι των χωρίων και κωμών, ώστε η φωνή μεγαλοφώνου τινός να μη ακούηται από των άκρων των κατοικουμένων τόπων, ήτοι απέχουσαι των κατοικουμένων τόπων εν και ήμισυ μίλλιον ή κατά ημισείας ώρας απόστασιν», στο δε άρθρο 103 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών ορίζεται ότι, «θεωρούνται ως νεκραί γαίαι οι κενοί τόποι, οίον βουνά, δασώδεις και πετρώδεις τόποι, οι μη όντες υπό την κατοχήν ουδενός δια ταπίου, οι μη εξιδιασθέντες ανέκαθεν εις τους κατοίκους κωμοπόλεων και χωρίων και απέχοντες των κωμοπόλεων και χωρίων τοσούτον, όσον να μη ακούηται ανθρώπινος φωνή μεγαλοφώνως από τα άκρα των κατωκημένων τόπων - βλ. Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429, 454). Γενικά είναι οι γαίες (χέρσες, έρημες, ορεινές, δασώδεις κλπ) που η φύση τους δεν υπάγεται σε καμία από τις λοιπές καθορισμένες κατηγορίες γαιών, ωστόσο, μπορούσαν να παραχωρηθούν δωρεάν σε κάποιον που είχε ανάγκη, με άδεια του αρμοδίου υπαλλήλου, κατά τεσσαρούφ (διατηρούντος του Δημοσίου του δικαιώματος της ψιλής κυριότητος) και αν εκχερσώνονταν και γίνονταν χωράφια, υπάγονταν στη συνέχεια στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (άρθρο 103 παρ. 2 του νόμου περί γαιών).
Κατόπιν εισήχθη (κατά τον Α.Ζ. Καλλικλή) η δημόσια ιδιοκτησία στο Οθωμανικό κράτος, υπό την σύγχρονη έννοια, πρώτο δε σχετικό βήμα έγινε με το νόμο περί δασών (άρθρο 1 του νόμου περί δασών της 1 Ιανουαρίου 1285 (έτος 1867), κατά τον οποίο τα δάση διακρίνονται σε δάση ανήκοντα στην ιδιοκτησίαν του δημοσίου, σε δάση ιδιωτικά (κορού) και βακουφικά και σε δάση κοινοτικά- «μπαλταλίκια»- βλ. για τις ανωτέρω κατηγορίες ειδικότερα θέματα Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 90-92), οπότε στις άνω κατηγορίες, κατά τον Α. Z. Καλλικλή, προστίθεται και η κατηγορία (στ) της δημοσίας ιδιοκτησίας του κράτους -domaine l’ Etat- (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 66). Μάλιστα (κατά τον Α.Ζ. Καλλικλή) ο νέος νόμος περί δασών, ρυθμίσας κατ’ ειδικό τρόπο την εν λόγω κατηγορία των ακινήτων, κατήργησε την ιδιότητα πλέον των δασών από την κατηγορία των «μιριγέ», οι δε οδηγίες της 13 Μουχαρέμ 1293 (έτος 1875) καθόρισαν τα της εκδόσεως νέων τίτλων, καθόσον δια του νόμου είχε απαγορευθεί ρητά η κατοχή δασών στο εξής άνευ τίτλου επισήμου του Κτηματολογίου, είτε πρόκειται περί Δημοσίου, είτε περί ιδιωτικού ή βακουφικού δάσους (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 91-92).
Με τον υπό του Οθωμανικού Κράτους εκδοθέντα «κανονισμό περί δασών» [Έτος Εγείρας 1286 (1869)], εξακολουθεί η ανωτέρω διάκριση των δασών κατά το άρθρο 1 (των ιδιωτικών δασών λεγομένων κορού (βλ. Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 502). Στην παράγραφο 2 του ως άνω κανονισμού αναφέρεται ότι για τα ιδιωτικά δάση ως προς τον τρόπο κατοχής και χρήσεως αυτών και άλλων αναφορικών με αυτά περιστάσεων ειδικές διατάξεις του νόμου περί γαιών έχουν ορίσει και ότι αυτός ο κανονισμός αποβλέπει μόνο στα άλλα δάση.
Τέλος, με τον Οθωμανικό νόμο της 7 Μαρτίου 1293 (άρθρ. 34 και 35), τα δάση κηρύχθηκαν κατά τεκμήριο ως δημόσια (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 91, επίσης βλ. ΑΠ 340/1985 ΕλλΔικ 26/862, κατά την οποία, από τις διατάξεις των άρθρων 3,9,19,30,68,71 και 92 του ως άνω νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293 ή 7 Φ/ρίου 1921 «Περί εξελέγξεως τίτλων δασών» προκύπτει ότι για τα δάση υφίσταται τεκμήριο (μαχητό) κυριότητος υπέρ του Τουρκικού Κράτους). Η κτήση δικαιώματος κυριότητος σε ιδιωτικά δάση (τ. κορού) πρέπει να βασίζεται μόνο σε ισχυρό και νόμιμο τίτλο.
Ρητά όμως στο άρθρο 106 του νόμου περί γαιών αναφέρεται (σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 30 του ν. περί γαιών) ότι δεν κατέχονται δια ταπίου τα αυτομάτως βλαστάνοντα δέντρα εις τας ιδιοκτήτους γαίας. Είναι σαφής η διάταξη, από την οποία συνάγεται ότι ταπίο δεν νοείται για τα μούλκια (ανεξαρτήτως του λόγου που χαρακτηρίζονται ως τοιαύτα), έστω και αν είναι δασικά, όπως και ο διαχωρισμός που γίνεται για εκείνα τα δάση που ανήκουν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών και παραχωρήθηκαν με ταπίο και για τα δάση που δημιουργήθηκαν σε ακίνητα νομικής φύσεως μουλκ.
Οι ως άνω εξειδικευμένοι Οθωμανικοί νόμοι που αφορούν τα δάση, εφαρμόζονται και κρίνονται πάντα με τον προγενέστερο νόμο περί γαιών.
Κατά τον Γ.Π.ΝΑΚΟ (Το νομικό καθεστώς των τέως δημοσίων οθωμανικών γαιών 1821-1912, Θεσσαλονίκη 1984 σελ. 73), εκτός από τις γαίες του άρθρου 1 του νόμου περί γαιών, υπάρχουν και άλλα δύο είδη, οι μοναστηριακές (βλ. άρθρο 122 ν. περί γαιών) και οι δημόσιες κρατικές.
Ο κατωτέρω πίνακας καταδεικνύει την κατηγορία της ιδιοκτησίας στο Οθωμανικό Κράτος (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 152):
Α΄. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΕ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΕΝΝΟΙΑ. Αυτή περιλαμβάνει δύο τάξεις: α) Μη παραχωρημένες γαίες στους ιδιώτες και β) Παραχωρημένη γη, «μιριγέ» (περιορισμένη ιδιοκτησία ιδιωτών, φορολογουμένη βαρέως). Όσον αφορά την πρώτη τάξη (α) αυτή περιλαμβάνει τέσσερις υποδιαιρέσεις, ήτοι: 1. Χέρσες γαίες, «μεβάτ». 2. Γαίες που ανήκουν στην κοινοχρησία κοινοτήτων, όπως κοινοτικά δάση (μπαλταλίκια), κοινοτικές βοσκές (μεράδεις) Ανήκαν στην καθ’ έκαστη κοινότητα ως περιορισμένη των ιδιοκτησία («Μετρουκέ», υπό στενή έννοια). 3. Εκτάσεις κοινόχρηστες, αλλά μη ανήκουσες στις κοινότητες, όπως πλατείες, οδοί κ.ά. τις γνωστές υπό το όνομα “domaine public” («Μετρουκέ», υπό ευρεία έννοια). 4. Ιδιωτική κτήση του Δημοσίου, υπό την ιδία του διαχείριση, όπως δάση, βοσκές Δημοσίου κ.ά. τη γνωστή πλέον ως “domaine prive de l’ Etat”, (δημόσια ιδιοκτησία υπό στενή έννοια). Όσον αφορά την δεύτερη τάξη (β) αυτή περιλαμβάνει δύο υποδιαιρέσεις, ήτοι: 1. Παραχωρημένη σε ιδιώτες ή σε νομικά πρόσωπα, πλην των βακουφίων. 2. Παραχωρημένη στα βακούφια (βακούφια μη αληθή, μη γνήσια).
Β΄. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΘΑΡΑ. Αυτή περιλαμβάνει δύο τάξεις: α) Ιδιοκτησία ιδιωτών ή νομικών ποσώπων, πλην βακουφίων και β) Ιδιοκτησία βακουφίων (αληθή βακούφια, γνήσια).
Κατά το άρθρο 2 του ως άνω Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» αι καθαράς κυριότητος (ιδιόκτητοι γαίαι) είναι τεσσάρων ειδών:
1). Τα εν τοις χωρίοις και κώμαις (Κασαπάτ) κείμενα οικόπεδα καθώς και αι εις τον περίβολόν των ευρισκόμεναι γαίαι, αίτινες δεν δύνανται να μη ώσι περιπλέον του ημίσεως στρέμματος και θεωρούνται ως συμπλήρωμα της κατοικίας.
2). Αι γαίαι, αι αποσπασθείσαι από δημοσίας γαίας και τη αδεία του ιερού νόμου υπαχθείσαι εις την αληθή ιδιοκτησίαν τινός, ίνα κατέχωνται κατά τους διαφόρους τρόπους της κυριότητος. Ο Σουλτάνος, η Πολιτεία των Οθωμανών, με την παντοδυναμία του, αποσπά εδάφη εκ της «δημοσία γης» και τα καθιστά καθαρά ιδιοκτησία, «μουλκ», δια ιδίου εγγράφου, «μουλκναμεϊ χουμαγιουν» (βλ. άρθρο 12;1 ν. περί γαιών και Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 117).
3). Αι δεκατιζόμεναι γαίαι (ουσσριγέ, δηλαδή terres decimales) και
4). Αι φορολογούμεναι γαίαι (χαραζδζιέ, δηλαδή terres tributaires). Δεκατιζόμεναι γαίαι είναι αι εν καιρώ της κατακτήσεως εις τους πορθητάς ως λάφυρα διανεμηθείσαι γαίαι.
Φορολογούμεναι γαίαι είναι αι γαίαι αι οποίαι είχαν μείνει στην κατοχή των κατοίκων μη Μουσουλμάνων (περί όλων των ανωτέρω βλ. Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429-430).
Όταν ο κύριος των δεκατιζόμενων και φορολογούμενων γαιών αποθάνει άκληρος οι γαίες αυτές αποκτώνται από το δημόσιο και καθίστανται δημόσιες («εμιριγέ», άρθρο 2 παρ. 2 του νόμου περί γαιών).
Αντιθέτως οι αγροτικές εκτάσεις, όπως προαναφέρθηκε (προφανώς και αγροτικές εκτάσεις υπάρχουν ως μούλκια κατά τους όρους των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών), ανήκουν, κατά το Οθωμανικό δίκαιο, στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (εραζί εμιριέ ή μιριγιέ), δηλαδή, στην κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ - βλ. και άρθρα 4, 9, 12, 34 και 49 του ίδιου νόμου (είναι γνωστό ότι το Οθωμανικό Κράτος εθεωρείτο αποκλειστικός κύριος όλου του εδάφους των χωρών των κατακτηθεισών δια των όπλων - βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 259).
Κατά το άρθρο 3 του νόμου περί γαιών Δημόσιαι γαίαι είναι «τα χωράφια, λειμώνες, χειμάδια, θέρετρα (θεριναί βοσκαί), δάση και παραπλήσια (παρόμοιοι τόποι), των οποίων η ιδιοκτησία ανήκει εις το δημόσιο» (βλ. Και άρθρα 4, 9, 12, 34 και 49 του ίδιου νόμου, επίσης Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Ως λειμώνες εθεωρούντο κατά το άρθρο 10 του άνω νόμου τα λιβάδια, των οποίων το χόρτο εθερίζετο και αποταμιεύετο και η δεκάτη επληρώνετο στο δημόσιο, ενώ χειμάδια και θέρετρα ήσαν (άρθρα 24, 105) οι χειμερινοί και θερινοί βοσκότοποι (ΑΠ 369/1964 ΝοΒ 12/920, ΑΠ 236/1967 ΝοΒ 15/982, ΑΠ 499/1966 ΝοΒ 15/340, Ν.Σ.Κ. 725/1968, Δωρή τα δημόσια κτήματα τόμος Α΄ σελ. 408). Κατά το άρθρο 10 οι λειμώνες δύνανται να αρροτριωθούν και καλλιεργηθούν με άδεια του ειδικού υπαλλήλου.
Συγκεκριμένα στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (εραζί εμιριέ ή μιριγιέ), κατά το άρθρο 3 του νόμου περί γαιών, περιλαμβάνονται οι καλλιεργήσιμοι αγροί, οι χειμερινές και θερινές βοσκές (τόποι που παράγουν χόρτο για βόσκηση ζώων = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ), οι λειμώνες (λειβάδια, τσαϊρια), τα δάση, οι εκτάσεις που υπάρχουν δέντρα τα οποία δεν φυτεύει κανένας = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ - κ.λ.π. όχι όμως τα οικόπεδα έστω και αν καλλιεργούνται με κηπευτικά και οπορωφόρα δέντρα, τα οποία εξ αντιδιαστολής έχουν τον χαρακτήρα «μουλκ» (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος πρώτος σελ. 561, Καλλικλής ε.α. σελ. 65, ΑΠ 748/1978 ΝοΒ 27,554, ειδικά για αγρούς ΑΠ 620/1976 ΝοΒ 25,10, ΑΠ 563/1979 ΝοΒ 27/1600, ΑΠ 748/1975 ΝοΒ 27/554, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, , ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).
Οι ως άνω δημόσιες εκτάσεις μπορούσαν να παραχωρηθούν από το οθωμανικό δημόσιο σε ιδιώτες (βλ. παρακάτω νομολογία και βιβλιογραφία - και βέβαια και τα δάση = ΕΦΑΘ 2516/2008 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, βλ. και άρθρα 19 και 30 του νόμου περί γαιών) με την καταβολή δικαιώματος (ταπού) και ετήσιας δόσεως, οπότε εκδιδόταν (από υπάλληλο του Οθωμανικού Δημοσίου βλ. ΕΦΑΘ 2516/2008 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Κων. Παπαδόπουλο, «Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου», Αθήνα 1989, τ. Α΄, σελ.529 και Γ. Καριψιάδη ο.π., σελ. 94) σχετικός τίτλος (ταπί, ταπίο). Με την έκδοση όμως του τίτλου αυτού (που έφερε το μονόγραμμα -ταγκρού- του Σουλτάνου = ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) και την παραχώρηση, οι ιδιώτες δεν αποκτούσαν πλήρες δικαίωμα κυριότητας επί της παραχωρηθείσας δημοσίας εκτάσεως, αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως ή μόνιμης εγκατάστασης ή «ωφέλιμης κυριότητας» ή οιονεί επικαρπίας = ΕΦΑΘ 2516/2008 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ (τεσσαρούφ, που ισοδυναμεί με διηνεκή μίσθωση, αφού αντικείμενό του είναι η αναφερόμενη στον τίτλο χρήση του εδάφους = ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ), το δε δικαίωμα ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) διατηρούσε το Οθωμανικό Δημόσιο.
Για εκείνες τις δημόσιες γαίες που ανήκαν στο Οθωμανικό Κράτος, όπως τα αγροτικά ακίνητα (τα δάση κλπ), περεδέχετο το Οθωμανικό Κράτος την κυριότητα μουλκ (όπως παρεδέχετο για άλλους λόγους ως μουλκ τις ως άνω δεκατιζόμενες και φορολογούμενες γαίες), μόνο δυνάμει τίτλου και κυριαρχικής παραχωρήσεως -και κατά τούτο ευεργετούντο κατά προτίμηση οι Μουσουλμάνοι (Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 259).
Εξαίρεση του κανόνα ότι μόνο με ταπίο (ταπί) αποκτάται το δικαίωμα εξουσίασης για ορισμένη χρήση των δημοσίων γαιών καθιερώνει το άρθρο 78 του παραπάνω νόμου περί γαιών (ο εν λόγω τρόπος κτήσεως δικαιώματος εξουσίασης, διαφέρει από αυτόν που αποκτάται με ταπίο και είναι σαφές ότι κάθε ένας από τους τρόπους αυτούς δεν στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία σε ασκούμενη αγωγή = ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Ανεξαρτήτως λοιπόν της πιο πάνω παραχωρήσεως, ειδικά επί καλλιεργήσιμων αγρών, δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μπορούσε να αποκτήσει και ο σφετεριστής, ο οποίος καταλάμβανε, εξουσίαζε και καλλιεργούσε δημόσιες γαίες επί δεκαετία χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ως άνω νόμου περί γαιών, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 των οδηγιών περί εγγράφων ταπίων της 7 Σαμπάν 1256, χωρίς δηλαδή να απαιτείται και η έκδοση τίτλου (ταπίου) στο όνομα του σφετεριστή, η έκδοση του οποίου άλλωστε ήταν αποδεικτικής ισχύος και όχι συστατικό στοιχείο του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΑΠ 748/1978 ΝοΒ 27,554, ΑΠ 563/1979 ΝοΒ 27, 1600, σχετ. ΑΠ 661/1973 ΝοΒ 22,56, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Οι εν λόγω γαίες που ο σφετεριστής με την 10ετή εξουσίαση και καλλιέργεια απέκτησε δικαίωμα τεσσαρούφ (είτε κατέχει έγκυρο τίτλο είτε δεν κατέχει), δεν θεωρούνται σχολάζουσες, αλλά πρέπει να δοθεί στον σφετεριστή δωρεάν εκ νέου ταπίο (ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1648/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Από το σαφές περιεχόμενο της παραπάνω διάταξης, την ερμηνευτική εγκύκλιο του Τουρκικού Υπουργείου Δικαιοσύνης της 28 Σεφέρ 1304, του άρθρου 13 του νόμου "περί εγγράφων ταπίων" της 8 Δζεμαγήλ (Δζεμαζιούλ, Τζεμαζί ούλ) Αχίρ 1275 (ήδη έτος 1857), του άρθρου 2 των διασαφητικών διατάξεων περί ταπίων της 15 Σαμπάν 1276 και των οδηγιών της 23 Μουχαρέμ 1293 ή 7.2.1921 "περί εξελέγξεως τίτλων δασών", αλλά και το σύνολο των διατάξεων του νόμου περί γαιών (ειδικότερα των άρθρων 8, 9, 24, 30, 61, 71 και 78), προκύπτει, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης είναι όχι μόνο η συνεχής επί δέκα (10) έτη κατοχή (εξουσίαση), αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια του κτήματος. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργήσιμων γαιών, ενώ οι υπόλοιπες μη καλλιεργούμενες εκτάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται τα δάση (και οι δασικές εκτάσεις) και οι μη αφιερωμένες στην κοινή χρήση βοσκήσιμες εκτάσεις, που ονομάζονταν εμλάκι μιριγέ ή εμλάκι χουμουγιούν, εξουσιάζονται μόνο με έκδοση τίτλου - ταπίου - (ΑΠ 1429/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Ολ. ΑΠ 411/1963 και ΑΠ 409/1963, βλ. και αντίθετη άποψη Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 69 σελ. 158, κατά την οποία η κατά τη διάταξη του άρθρου 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών καλλιέργεια αναφέρεται ως η μάλλον συνήθης έκφανση της εξουσιάσεως και κατά συνέπεια προκειμένου περί δάσους ή χειμερινής ή θερινής βοσκής, η εξουσίαση αυτών δύναται να εκδηλωθεί δια πράξεων χρήσεως και καρπώσεως σύμφωνα προς τον προορισμό τους, όπως αυτό συνάγεται και εκ των άρθρων 24 και 30 του ίδιου νόμου. Η άποψη πάντως Θεοδωρόπουλου, που δεν έχει επικρατήσει, είναι μια άποψη κοντά στην πρακτική που ακολουθήθηκε κατά την εφαρμογή του Κτηματολογικού Κανονισμού και την καταγραφή των δικαιωμάτων στα ακίνητα της περιφέρειας Ρόδου και Κω, δεδομένου ότι, παρά την έλλειψη συνήθως ταπίου, για τις δημόσιες γαίες, με μόνες τις ένορκες βεβαιώσεις ως δευτερεύουσα απόδειξη, που αποδείκνυε την εξουσίαση στο ακίνητο και επομένως τη κτήση τεσσαρούφ, καταγράφηκαν ως αρζί μιρί ακίνητα με παραχωρημένο δικαίωμα τεσσαρούφ σε ιδιώτες, τόσο σε δάση - κάτι που φαίνεται και από τα κτηματολογικά σχεδιαγράμματα σε συνδυασμό με τον κτηματολογικό φάκελο του ακινήτου -, όσο και σε βοσκότοπους, σε βραχώδεις εκτασεις κλπ, παρά το γεγονός ότι κτήση τεσσαρούφ χωρίς ταπίο αλλά με χρησικτησία είναι αδύνατη κατά την προαναφερόμενη κρατούσα νομολογία, βλ. επίσης και ΑΠ 1465/1998 A΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία η καλλιέργεια, κατά την διάταξη του άρθρου 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών , αναφέρεται ως ο μάλλον συνήθης τρόπος και εκδήλωση εξουσιάσεως και, επομένως, προκειμένου περί δάσους ή χειμερινής ή θερινής βοσκής, η εξουσίαση αυτών μπορεί να εκδηλωθεί με πράξεις χρήσεως και καρπώσεως σύμφωνες με τον προορισμό τους, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 19, 20, 24 και 30 του αυτού περί γαιών νόμου, έτσι, ώστε τα έχοντα αρχικά τη μορφή δάσους, με την πάροδο του χρόνου να μετατραπούν εν μέρει ή εν όλω σε εκτάσεις καλλιεργήσιμες ή βοσκήσιμες και με αυτή τη μορφή να ασκείται η εξουσίαση).
Προϋπόθεση λοιπόν για την κτήση του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από τον σφετεριστή, είναι όχι μόνο η χωρίς δικαστική αμφισβήτηση κατοχή του αγρού επί μία δεκαετία, αλλά και η καλλιέργεια αυτού (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλος ο.π σελ. 156, Ε.Δωρής, τα δημόσια κτήματα, εκδ. 1980, τόμος Α’ σελ. 409, Κ.Παπαδόπουλος ο.π σελ. 561, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Επομένως, δεν είναι δυνατή η από τον σφετεριστή, κατά τον ανωτέρω τρόπο απόκτηση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί δασών (όπως και για τα λειβάδια = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ), αφού μάλιστα από τις διατάξεις των άρθρων 3,9,19,30,68,71 και 92 του ως άνω νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293 ή 7 Φ/ρίου 1921 «Περί εξελέγξεως τίτλων δασών» (από τις οποίες διατάξεις προκύπτει ότι για τα δάση υφίσταται τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Τουρκικού Κράτους- ΑΠ 340/1985 ΕλλΔικ 26/862), προκύπτει ότι δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί δασών, σε αντιδιαστολή προς το δικαίωμα εξουσιάσεως επί καλλιεργησίμων αγρών, μπορούσε να αποκτηθεί μόνο δια ταπίου (ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 446/1992, ΑΠ 840/2010, ΑΠ 266/2010, βλ. επίσης ΑΠ, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Δωρής, τα δημόσια κτήματα, ο.π. σελ 409, Ολ. ΑΠ 409/1963 ΝοΒ 12.97, ΟλΑΠ 411/1963 ΝοΒ 12/155, ΑΠ 1053/1982 ΝοΒ 31/1163, ΑΠ 418/1971 ΝοΒ 19/117, ΑΠ 369/1971, ΝοΒ 19.994, ΑΠ 670/1964, ΝοΒ 13.385, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε πλούσια νομολογία, ΕΙΡΘΑΣΟΥ 36/2006 ΑΡΜ 2010/1650 = ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε νομολογία, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ), ούτε επί βοσκών θερινών ή χειμερινών (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Δωρής, τα δημόσια κτήματα , σελ. 408, Ολ.ΑΠ 409/1963, ΝοΒ 12.97, ΑΠ 499/1966, ΝοΒ 15.340, ΑΠ 369/1971, ΝοΒ 19.994, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ.).
Το δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μπορούσε να μεταβιβαστεί εν ζωή ή αιτία θανάτου, κατόπιν αδείας της αρχής και υπό τον όρο καταβολής χρηματικού τέλους (ταπού) (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλος, ο.π. σελ. 157, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία). Μετά το θάνατο του εξουσιαστή (άρθρο 54 νόμου περί γαιών) οι συγγενείς του δεν κληρονομούν σύμφωνα με τους κανόνες του κληρονομικού δικαίου τη δημόσια γη, αλλά έχουν δικαίωμα μόνο μεταβιβάσεως (χακή ντικάλ) ή εγκαταστάσεως, που απονεμήθηκε από το νόμο, δηλαδή να εγκατασταθούν και αυτοί στη γη, την οποία κατείχε ο θανών και μεταβιβάστηκε σε αυτούς (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παπαδόπουλος, ο.π. σελ. 560, Καλλικλής ο.π. σελ 68, Ε.Λαρ. 233/1992, Αρμ. 1994.548, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, βλ. και σημαντική ΑΠ 1429/2010 ΝΟΜΟΣ, για το κληρονομικό δικαίωμα του θανόντος εξουσιαστή με ταπίο, για τους επί 10ετία εξουσιαστές κληρονόμους του ακινήτου υπό τους όρους του άρθρου 78 του νόμου περί γαιών, που έχουν πλέον δικαίωμα παραχωρήσεως από το Δημόσιο κατά προτίμηση για το εξουσιαζόμενο εδαφικό τμήμα, η οποία παραχώρηση είναι αυτοτελής, το δε με βάση αυτή αποκτώμενο δικαίωμα τεσσαρούφ είναι νέο και δεν αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου, βλ. επίσης και για την υπεισέλευση στην κληρονομία θανόντος χριστιανού υπηκόου του Οθωμανικού Κράτους στις νέες Χώρες). Ως προς τους Χριστιανούς της Δωδεκανήσου η κληρονομική διαδοχή ρυθμιζόταν από τις διατάξεις του ισχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου [βλ. Ν. 12 Πανδ. (28.7), 14 παρ. 8 (11.7), 6 Πανδ. (29.2), 12 Πανδ. (38.16), 3.616 (2.19), Θεμ. Φ. 3 (3.19)]. Η τυχόν όμως εγκατάλειψη της καλλιέργειας της δημόσιας γης επί τριετία χωρίς να υπάρχει δικαιολογημένο κώλυμα για την καλλιέργεια, είχε ως αποτέλεσμα την έκπτωση του δικαιούχου από το δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), σύμφωνα με τα άρθρα 68,69 έως 71 και 75 του ως άνω οθωμανικού νόμου περί γαιών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη επαναφορά του πιο πάνω δικαιώματος στο οθωμανικό δημόσιο, το οποίο χωρίς καμία περαιτέρω διατύπωση, μπορούσε ελευθέρως να παραχωρήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως σε τρίτο εκδίδοντας και τον σχετικό τίτλο (ταπίο), προτιμώμενου όμως του πρώην εξουσιαστή (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παπαδόπουλος, ο.π. σελ. 562, ΑΠ. 1203/1975, ΝοΒ 24.515, ΑΠ 55/1973, ΝοΒ 21.1445, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ.).
Αντιθέτως, από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 1248 του οθωμανικού Α.Κ, όπου αναφέρονται οι διάφοροι τρόποι κτήσεως της κυριότητας, στους οποίους όμως δεν περιλαμβάνεται η χρησικτησία και εκείνης του άρθρου 1660 του Οθωμανικού Α.Κ, που προβλέπει την δεκαπενταετή αποσβεστική παραγραφή των αγωγών υπέρ του κατόχου, χωρίς συγχρόνως να αναγνωρίζει την κτητική παραγραφή (χρησικτησία), προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η κτήση πλήρους κυριότητας με χρησικτησία υπό το κράτος του οθωμανικού δικαίου και μάλιστα τόσο επί των ακινήτων ελευθέρας κυριότητας (μουλκ), όσο και επί των δημοσίων γαιών (εραζί-εμιριέ), όπως αυτές οι δημόσιες γαίες στο άρθρο 3 του άνω νόμου περί γαιών προσδιορίζονται, κατά τα ανωτέρω (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Θεοδωρόπουλος ο.π. σελ 191-192, ΑΠ. 1053/1982 Ελ.Δ/νη 24,210=ΝοΒ 31/1163, ΑΠ 147/1962, ΝοΒ 10,717, ΑΠ. 162/1974, ΝοΒ 22,1049, ΑΠ. 492/1956, ΝοΒ 5.122, ΑΠ 416/1963 ΕΕΝ 30/875, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος πρώτος σελ. 562, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΕφΔωδ 238/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/278, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΜΠΡΜΥΤΙΛ 219/1999 ΑΡΧΝ/2001/64 με αναφορά σε Α.Π. 416/1963 Ε.Ε.Ν. 30.875, Α.Π. 147/1962 Νο.Β, 10.717, Α.Π. 289/1959 Ε.Ε.Ν. 17.544, Α.Π. 492/1956 Νο.Β. 5.122, Εφ.Θρ. 93/ 1959 Αρμ, 14.176, Π.Πρ.Χαλκ. 37/1973 Αρχ.Ν. 4.48, Εφ.Ιωαν, 113/1955 Νο.Β. 4.94, Καραγιάννη, Νο.Β. 26, σελ. 1135 ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΑΠ 77/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.), με την επιφύλαξη των προαναφερθέντων για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από τον σφετεριστή που καλλιεργούσε δημόσια γη επί δεκαετία κατά το άρθρο 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών.
Οι ως άνω διακρίσεις των ακινήτων, σύμφωνα με την οθωμανική νομοθεσία, διατηρήθηκαν σε ισχύ, ως τοπικό δίκαιο, με τις διατάξεις των άρθρων 1,2 και 4 του κτηματολογικού κανονισμού (132/1929 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη), ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα με το άρθρο 8 παρ.2 του Ν. 510/1947 (Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 10 επ. σελ. 51 επ., Λιτζερόπουλος στην ΕρμΑΚ Γεν. Εισαγ. Εισ.Ν.ΑΚ αρ. 64, 67, Μιχ. Καλλιμόπουλος ο.π. Εισαγ. άρθρ. 49-71 Εισ.Ν.Α.Κ αρ. 85-91, ΕφΔωδ. 53/1990 Δωδ. Νομολογία τόμος 2 τεύχος 1 σελ.75, ΑΠ 477/1963, ΑΠ 593/1965, ΑΠ 599/1968, ΑΠ 748/1971, ΑΠ 458/1972, ΑΠ 150/1974, ΑΠ 162/1974, ΟλΑΠ 569/1975, ΑΠ 771/1975 ποιν εν Συμβουλίω, ΑΠ 765/1976. ΑΠ 1105/1976, ΑΠ 542/1977, ΑΠ 456/1978, ΑΠ 125/1979, ΑΠ 859/1979, ΟλΑΠ 188/1980 ΝοΒ 28/1477= ΕΕΝ 1980/485, ΑΠ 565/1980, ΑΠ 16/1981, ΑΠ 600/1981, ΑΠ 899/1981, ΑΠ 1398/1981, ΑΠ 1475/1981, ΑΠ 241/1982, ΑΠ 1004/1982, ΑΠ 1242/1982, ΑΠ 940/1983, ΑΠ 973/1983, ΑΠ 1775/1983, ΑΠ 1491/1984, ΑΠ 163/1985, ΟλΑΠ 1270/1985, ΑΠ 1689/1985, ΑΠ 517/1988, ΑΠ 1141/1988 ΕΕΝ 1989/548, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1727/1999 ΕΕΝ 2001/361, ΑΠ 1602/1991, ΑΠ 985/1992, ΑΠ 154/1995, ΑΠ 1235/1966, βλ. και Παντελή Αποστολά ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 4 τεύχος 1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 400/2005 Δωδ.Νομολ. 2007/367, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, ΑΠ 1395/1996 ΕλλΔικ 1996/1144 = ΕΕΝ 1998/334, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1-8 του κυρωθέντος δια του υπ` αριθ. 132 της 1-9-1929 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη Δωδεκανήσου Κτηματολογικού Κανονισμού -δεν κρίνεται σκόπιμη η αναγραφή όλων των εν λόγω διατάξεων -(να σημειωθεί ότι, όπως επίσης γίνεται δεκτό, η διάκριση κατά τον κτηματολογικό κανονισμό των δημοσίων γαιών σε μιρί, εραζί-εμιριέ, μετρουκέ και μεβάτ ανταποκρίνεται προς την υφισταμένη κατά την κατάληψη της Δωδεκανήσου υπό της Ιταλίας διάκριση των γαιών βάσει της κρατούσας τότε Οθωμανικής κτηματολογικής νομοθεσίας, η οποία διατηρήθηκε κατά το σημείο τούτο, εναρμονισθείσα με κατάλληλη επεξεργασία -βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 62 σελ. 143, σελ. 254, στο δε άρθρο 6 του Κτηματολογικού Κανονισμού που αφορά τα ακίνητα ελεύθερης κυριότητος και ισχύει, όπως επίσης γίνεται δεκτό, για όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως προκύπτει από την Εισηγητική Έκθεση του Κτηματολογικού Κανονισμού -βλ. σε Θεοδωρόπουλο σελ. 258- έχει γίνει εναρμόνιση με κατάλληλη επεξεργασία του οθωμανικού νόμου περί γαιών ως προς το τι πλέον περιλαμβάνεται στα ακίνητα ελεύθερης κυριότητος -μουλκ-, όπως έγινε και με τις δημόσιες γαίες), διατάξεις που είναι ουσιαστικού δικαίου, που αφορούν την βάσει της νομικής των φύσεως διάκριση των ακινήτων, ως και το περιεχόμενο των επί τούτων δικαιωμάτων και των οποίων η εφαρμογή δεν έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την λειτουργία των Κτηματολογικών Γραφείων, έχουν ισχύ, όπως γίνεται δεκτό, εφ` όλων των νήσων της Δωδεκανήσου (βλ. Παύλου Βασ. Θεοδωρόπουλου ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ παρ. 26α σελ. 71 όπου και βιβλιογραφία, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ. 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ), διατηρείται κατ` αρχήν η διάκριση των ακινήτων σε κατηγορίες α)·δημοσίων γαιών (μιρί, εραζί- εμιριέ, μετρουκέ, μεβάτ), β)·ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ) και γ) βακουφικών, όπως είχε κατά το προϊσχύσαν στη Δωδεκάνησο Οθωμανικό δίκαιο (ενδεικτ. ΕφΔωδ 68/1990 Δωδ.Νομ. τόμος 2 τεύχος 1 σελ. 79, ΑΠ 600/1981 ΝοΒ 1982/222, ΑΠ 940/1983, ΠολΠρωτΡόδου 245/97, ΕιρΡόδου 289/1996, ΠολΠρωτΡόδου 102/1998, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 62 σελ. 141-142, βλ. ειδικότερα για την ανωτέρω διάκριση και Ε. Μπαλογιάννη, παρατηρήσεις υπό τις ΑΠ 1238, 1239/1996 Δ28/498 όπου και περαιτέρω ποραπομπές και ΕφΘεσ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΕπιθΝομολ 1991Α/11.46 και ΑΠ 331/19 ΕλλΔικ 1998/544, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 77 σελ.166-168, σχετικές επίσης για τα βακουφικά ακίνητα και τις διακρίσεις τους ΑΠ 447/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547 = ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1334/1995 ΕΕΝ 1997/242 = ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡ ΡΟΔ 794/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/66 = ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 112/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/65 = ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41 = ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ. = ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔ 166/2009 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Στην αραβική γλώσσα η λέξη waqf (τουρκικά: vak?f, ελληνική απόδοση: βακούφι) σημαίνει σταματώ, συγκρατώ, εμποδίζω, ακινητοποιώ.
Βακούφιον κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο («Σερή»), είναι περιουσιακό στοιχείο το οποίο αφιερώνεται προς εκπλήρωση διηνεκούς ευαγούς σκοπού, έτσι ώστε αυτό να θεωρείται ως θείον πράγμα, του οποίου η ωφέλεια ανήκει στους ανθρώπους (ΑΠ 447/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1334/1995 ΕΕΝ 1997/242= ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 794/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/66= ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 112/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/65= ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡ ΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41= ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ., ΠΠΡ ΡΟΔ 166/2009 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 76 σελ. 166. ΕφΔωδ. 266/2005 αδημοσίευτη, όπου με τον όρο «Βακούφ-Βακούφια- βακφ» νοούνται κατά το Οθωμανικό δίκαιο τα αφιερώματα, δηλαδή τα κτήματα που αφιερώθηκαν για κάποιο αγαθοεργό, κοινωφελή ή ιερό εν γένει σκοπό, ποικίλουν δε ανάλογα με τον ειδικότερο σκοπό για τον οποίο έχει διατεθεί η περιουσία με την πράξη αφιέρωσης).
Το βακούφι δε συμπεριλαμβάνει αποκλειστικά ακίνητα πράγματα, αλλά ενίοτε αφορά και κινητά (βιβλία, σοδειές, εμπορεύματα κ.λπ.).
Το βακούφι αποτελεί τον κατεξοχήν μηχανισμό για την επίτευξη της ελεημοσύνης (sadaka), έναν από τους κύριους άξονες του Ισλάμ. Από νομική άποψη, πρόκειται για μια από τις πιο πολύπλοκες κατασκευές του μουσουλμανικού δικαίου, η οποία, αν και διατήρησε όλα τα βασικά εννοιολογικά συστατικά του θεσμού, εξελίχθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια των αιώνων.
Πρόκειται για ένα θεσμό στενά συνδεδεμένο με τη φιλοσοφία και τους προσανατολισμούς της ισλαμικής θρησκείας, όμως το βακούφι υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε από τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τα βακούφια διακρίνονταν (βλ. παρακάτω διακρίσεις) και σε σουλτανικά και ιδιωτικά, ανάλογα με την ιδιότητα του δωρητή τους.Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας τα βακούφια χαρακτηρίστηκαν με τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) ως ανταλλάξιμα και συγκροτήθηκε για τη διάθεσή τους ειδική υπηρεσία στην Εθνική Τράπεζα.
Το φαινόμενο των Βακουφίων παρατηρήθηκε και είχε μεγάλη έξαρση κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στη χώρα μας.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι ιδρυτές των Βακουφίων επέβλεπαν κυρίως στο να αποφύγουν τη δήμευση, την αρπαγή ή κατάσχεση της περιουσίας τους.
Βακούφια μπορούσαν να συσταθούν και υπέρ των χριστιανικών μοναστηρίων και εκκλησιών με στόχο πάντα την προστασία των αφιερωμάτων από τις αρπακτικές διαθέσεις των Οθωμανών.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 1091/1980 «περί διοικήσεως και διαχειρίσεως των Βακουφίων της Μουσουλμανικής Μειονότητος εις την Δυτικήν Θράκην και των περιουσιών αυτών»:
«Βακούφιον είναι το αφιέρωμα συνιστάμενον εξ ακινήτου ή κινητού περιουσιακού στοιχείου, ή προσόδου υπέρ ευσεβούς, αγαθοεργού, κοινωφελούς εν γένει σκοπού ή υπέρ φιλανθρωπικού, θρησκευτικού, ευαγούς ιδρύματος, είτε υπάρχοντος είτε δια της ελευθεριότητος ταύτης ιδρυομένου» (ΕΦΔΩΔ 266/2005).
Κατά το άρθρο 3 του άνω νόμου «Βακουφικήν περιουσίαν αποτελεί αυτό τούτο το βακούφιον ως και παν έτερον περιουσιακόν στοιχείον, κινητόν ή ακίνητον, αφιερωμένον εις την λειουργίαν του Βακουφίου, είτε υπό την έννοιαν του σκοπού είτε υπό την έννοιαν του ιδρύματος, ως εις το άρθρον 2 ορίζεται».
Τέλος κατά την διάταξη του άρθρου 4 του ως άνω νόμου «Έκαστον βακούφιον, υπό την έννοιαν των άρθρων 2 και 3 αποτελεί, από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, χωριστόν μειονοτικόν νομικόν πρόσωπον Ιδιωτικού Δικαίου, λογιζόμενον ως κοινωφελές ίδρυμα και λειτουργούν προς εξυπηρέτησιν του σκοπού δια τον οποίον συνεστήθη, διέπεται δε υπό των διατάξεων του παρόντος νόμου, εφαρμοζομένων και των διατάξεων του άρθρου 46 του νόμου 542/1977 «περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων».
Ήδη κατά το άρθρο 2 του Ν. 3647/2008 Βακούφιο είναι αφιέρωμα κατά τον Ιερό Ισλαμικό Νόμο, που περιλαμβάνει ακίνητα ή και κινητά περιουσιακά στοιχεία ή πρόσοδο υπέρ ευσεβούς, αγαθοεργού, κοινωφελούς γενικά σκοπού ή υπέρ φιλανθρωπικού, θρησκευτικού, ευαγούς ιδρύματος, που είτε υπάρχει είτε ιδρύεται για μη κερδοσκοπικό σκοπό.
Κατά το άρθρο 3 του άνω νόμου Βακουφική περιουσία αποτελεί αυτό το ίδιο το Βακούφιο, καθώς και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, αφιερωμένο στη λειτουργία του Βακουφίου, είτε υπό την έννοιαν του σκοπού είτε υπό την έννοιαν του ιδρύματος, όπως ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο.
Τέλος, κατά το άρθρο 4 του άνω νόμου Τα υπάρχοντα Βακούφια που περιλαμβάνουν ακίνητη περιουσία αποτελούν, από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, χωριστά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και λογίζονται ως κοινωφελή ιδρύματα που λειτουργούν προς εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίον έχουν συσταθεί.
Αφιέρωση (βακφ) είναι η πράξη, με την οποία κάποιο κτήμα γίνεται βακούφιο. Δια της συστατικής πράξεως- της αφιερώσεως (βακφ)- ορίζετο «μουτεβελής»- δηλαδή Έφορος που είχε θέση ανάλογη με τον εκτελεστή του Α.Ν. 2039/1939 που ισχύει στην Ελλάδα για τις περιουσίες που έχουν διατεθεί για κοινωφελή σκοπό Έφορος.
Αφιερωτήριο (Βακφηγιέ) είναι το έγγραφο στο οποίο περιέχεται η κατάθεση του αφιερωτή για την αφιέρωση και η δικαστική επικύρωση της αφιερώσεως. Οι διατάξεις του άρθρου 35 του περί καθηκόντων και πράξεων των Διευθυντών των βακουφίων νόμου της 19 Δζαμαζήλ Αχήρ του 1280 (1862), δια των οποίων καθιερούται η σύνταξη αφιερωτηρίου εγγράφου, υπό τις εν αυτώ διατυπώσεις (ως συστατικός τύπος), αφορούν μόνο τα νέα υπό το κράτος αυτού συνιστώμενα βακούφια, όχι δε και τα προ αυτού, τα οποία διέπονται υπό των κατά το χρόνο της συτάσεως των ισχυόντων νόμων. Κατά δε τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1688 εδ. 3 και 838 Οθωμανικού Αστικού Κώδικος και άρθρ. 12 του ρηθέντος της 19 Δζαμαζήλ Αχήρ του 1280 νόμου, για την προτέρα βακουφοποίηση αρκεί η περί τούτου δήλωση του αφιερωτή, εκδηλουμένη σαφώς ενώπιον δύο μαρτύρων, των δια του άρθρου 1739 του αυτού Κώδικος θεσπισθεισών διατυπώσεων επιβληθεισών για την μη τυχόν ανάκληση της αφιερώσεως. Το βακούφιο μπορεί να γίνει και με διαθήκη (βλ. και Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 76 σελ. 166-167, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε νομολογία και βιβλιογραφία, ΑΠ 569/1953 ΝοΒ 2/121, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63).
Θεμελιώδες λοιπόν στοιχείο της πράξης αφιέρωσης είναι η ιδρυτική πράξη (vakfiye) στην οποία εκφράζεται η βούληση του ιδρυτή· και αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί. Στο έγγραφο αυτό προσδιορίζεται ο σκοπός σύστασης του βακουφίου, ο οποίος δεσμεύει οριστικά τον ιδρυτή και τους κληρονόμους του. Η ανελαστικότητα που του προσδίδει ο όρος αυτός είναι ωστόσο φαινομενική: Στην πράξη, το βακούφι αποδείχτηκε προσαρμοστικό κι ευέλικτο. Οι περιπτώσεις βακουφικών ακινήτων των οποίων μεταβλήθηκε το νομικό καθεστώς είναι πολυάριθμες κατά την Οθωμανική περίοδο. Μάλιστα, το 19ο αιώνα, το αυτοκρατορικό υπουργείο Βακουφίων δε δίστασε να εκποιήσει πλείστα βακουφικά ακίνητα που κρίνονταν οικονομικά ασύμφορα και των οποίων η νομική υπόσταση δεν ήταν -θεωρητικά- δυνατό να αλλάξει.
Σαν περιουσιακά σύνολα τα βακούφια έχουν περιορισμένη, ιδιορρύθμου φύσεως, προσωπικότητα, γι’ αυτό και με την αφιερωτική πράξη και ανάλογα με την κατηγορία του κτήματος βακούφ καθορίζονται και ο τρόπος διαχείρισής του από τον «Μουτεβελή» δηλαδή Έφορο που είχε θέση ανάλογη με τον εκτελεστή του Α.Ν. 2039/1939 που ισχύει στην Ελλάδα για τις περιουσίες που έχουν διατεθεί για κοινωφελή σκοπό (ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 76 σελ. 166-167, Ελευθεριάδη σελ. 30, 7-92, 41,82, 83, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη).
Ως προς τα βακούφια στη Δωδεκάνησο: Η Ιταλία με τη συνθήκη της Λωζάνης του 1923 θεώρησε ότι τα βακούφια (ευαγή καταστήματα ή προσοδοφόρα) διέπονται από το Μουσουλμανικό δίκαιο. Εκτός όμως αυτού επέτρεψε να συσταθούν και στο μέλλον βακούφια με το άρθρο 7 παρ.7 του Κτηματολογικού Κανονισμού (ΑΠ 447/2005 στη ΝΟΜΟΣ). Με την άνω διάταξη ορίζεται ότι «Μόνον τα ακίνητα ελευθέρας κυριότητος (μουλκ) δύνανται εγκύρως εις το μέλλον να συσταθώσιν εις βακούφια (εβκάφ)».
Λόγω της ποικιλόμορφης διαχείρισης των βακουφίων και για την καθιέρωση ενιαίας οπωσδήποτε διαχείρισης και εποπτείας εκδόθηκε από τον Ιταλό Κυβερνήτη Δωδεκανήσου το Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα (ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 79 σελ. 170 και 288, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος Α σελ. 566, Μον.Πρωτδ.Ρόδου 214/1973, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη). Με το διάταγμα αυτό η διαχείριση των περιουσιών βακούφ Ρόδου και Κω (του είδους «Μασμπουτά» και εκείνων των Σχολείων και όχι των «Ιδιωτικών» (οικογενείας ή απογόνων- βλ. άρθρα 1 και 2 στο ως άνω Κυβ. Δ/γμα), ανατέθηκε σε ειδικό συμβούλιο Μουσουλμάνων (για κάθε περιοχή), απαρτιζόμενο από πέντε μέλη που δεν χρειάζεται να έχουν κάποια επίσημη ιδιότητα και ειδικότερα από ένα πρόεδρο, τρεις συμβούλους και ένα σύμβουλο διαχειριστή (άρθρο 4 Κυβερν. Δ/τος, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίετη). Το ειδικό αυτό συμβούλιο διαχείρισης (Οργανισμός Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ), στο οποίο ανατέθηκε με το Δ/γμα αυτό η διοίκηση και διαχείριση των βακουφικών περιουσιών, δηλαδή περιουσιών που έχουν αφιερωθεί υπέρ κοινωφελούς σκοπού, δεν έχει το χαρακτήρα ΝΠΔΔ, ούτε άλλωστε χαρακτηρίστηκε έτσι με το άνω Δ/γμα, ή μεταγενέστερα, αλλά φέρει το χαρακτήρα κοινωφελούς ιδρύματος, δηλαδή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (όπως και στα βακούφια Δυτικής Θράκης βάσει του άρθρου 4 του ν. 1091/1980), η άσκηση δε εποπτείας και ελέγχου των πράξεών του δεν αρκεί για να προσδώσει σ’ αυτό την ιδιότητα ΝΠΔΔ (ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη).
Από τις διατάξεις του ως άνω Διατάγματος και δη των άρθρων 1, 13 παρ. 2 και 14 παρ. 1, σαφώς συνάγεται ότι το δια του άρθρου 1 του άνω Δ/τος συσταθείς Οργανισμός Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ, για τη διαχείριση της περιουσίας βακούφ των σχολείων και του είδους Μουζμανατά ή Μασμπουτά, σε σχέση προς τις περιουσίες των ιδιωτικών βακούφ, ανέλαβε απλώς την υποχρέωση α) όπως στους υποβαλλόμενους σ’ αυτόν απολογισμούς των βακούφ τούτων βεβαιώνει αν τυγχάνουν κανονικής διαχειρίσεως και αν οι πρόσοδοι αυτών χρησιμοποιούνται υπό των διορισμένων μουτεβελήδων σύμφωνα προς τις διατάξεις των αφιερωτών και β) όπως συντάξουν κατάσταση των ακινήτων περιουσιών, αστικών και αγροτικών των ιδιωτικών βακούφ, οι δε μουτεβελλί των βακούφ αυτών υποχρεώθηκαν να παράσχουν στον Οργανισμό οιανδήποτε χρήσιμη πληροφορία για τη σύνταξη των άνω απογραφικών καταστάσεων, διατηρηθείσης, κατά τα λοιπά της κατά το Οθωμανικό Δίκαιο εξουσίας διοικήσεως και διαχειρίσεως αυτών (βλ. και Μον.Πρωτδ.Ρόδου 214/1973).
Στα ανήκοντα λοιπόν στην κατηγορία μουστεσνά ή εξαιρετικά, ήτοι στα διοικούμενα και διαχειριζόμενα ανεξελέγκτως υπό των διορισμένων υπό του ιδίου του αφιερωτή μουτεβελή, τον οποίο διαδέχονται στη διοίκηση και διαχείριση οι απόγονοι αυτού, δεν έχει κανένα δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου το Υπουργείο Βακουφίων και προκειμένου για τη Ρόδο και Κω, κατά τα ανωτέρω, ο Οργανισμός Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ (ΕΦΔΩΔ 266/2005).
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΒΑΚΟΥΦΙΩΝ:
Τα βακουφικά κτήματα εν γένει από άποψη διοικήσεως και διαχειρίσεως διακρίνονται κατά την Οθωμανική νομοθεσία σε τρεις κατηγορίες
α) τα μαζμαντά ή μασμπουτά, τα απ’ ευθείας και αμέσως υπό των υπαλλήλων του Υπουργείου των Βακουφίων διοικούμενα και διαχειριζόμενα (και ήδη για Ρόδο και Κω, κατά τα κατωτέρω, από τον Οργανισμό Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ = Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα),
β) τα μουλχακά, τα αμέσως υπό των μουτεβελί (εφόρων, επιτρόπων διαχειριστών) διοικούμενα και διαχειριζόμενα, εφ’ ων όμως δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου ασκεί το Υπουργείο βακουφίων (και ήδη για Ρόδο και Κω, κατά τα κατωτέρω, από τον Οργανισμό Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ = Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα) και
γ) τα μουστεσνά ή εξαιρετικά, ήτοι τα διοικούμενα και διαχειριζόμενα ανεξελέγκτως υπό των διορισμένων υπό του ιδίου του αφιερωτή μουτεβελή, τον οποίο διαδέχονται στη διοίκηση και διαχείριση οι απόγονοι αυτού και επί των οποίων κανένα δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου έχει το Υπουργείο (Μον.Πρωτδ.Ρόδου 214/1973, Ελευθεριάδη σε ΘΛΒ σελ. 112, Νικολαϊδη Οθωμανικοί Κώδικες, τόμος β σελ. 1267 ζήτημα 33, 34 και 35, Εφ.Κρ. Θ.ΚΣ 359, , ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη).
Σε περίπτωση που τα βακούφια είναι ακίνητα, διακρίνονται, αναλόγως των παρεχομένων δυνατοτήτων, σε ευαγή καταστήματα ή κατασκευάσματα [(«μουεσεσάτι χαηριγιέ») ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ] και σε προσοδοφόρα [(«μουστεγάλ», πληθ. «μουστεγαλάτ») ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ].
Τα βακούφ της πρώτης κατηγορίας υπηρετούν άμεσα το σκοπό που όρισε ο αφιερωτής («βακήφ»), χωρίς να αποφέρουν κάποια πρόσοδο, όπως λ.χ. τα τεμένη, ιεροδιδασκαλεία, νεκροταφεία, νοσοκομεία, γέφυρες κλπ. ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547 = ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ].
Ενώ τα βακούφ της δεύτερης κατηγορίας, τα προσοδοφόρα, λ.χ. οι οικίες, καταστήματα, οικόπεδα, αγροί κλπ. συμβάλλουν μόνον εμμέσως στην εκπλήρωση του σκοπού που έταξε ο αφιερωτής με τα εισοδήματα, τα οποία επιτυγχάνονται με τη μίσθωση ή παραχώρηση αυτών σε ιδιώτες, αντί «τελέσματος» ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547 = ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ].
Τα προσοδοφόρα βακούφια είναι «εστεγασμένα ή ένστεγα» (π.χ. διάφορες οικοδομές και οικόπεδα που είναι προορισμένα για την ανέγερση οικοδομών) και «μη εστεγασμένα ή άστεγα» (π.χ. κήποι, αμπέλια, χωράφια= ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ).
Σύμφωνα με το νόμο (17 Μουχαρρέμ 1284) «περί μεταβιβάσεως ακινήτων βακουφικών κτημάτων μουσσακκαφάτ και μουστεγηλλάτ (ήτοι αστικών και αγροτικών), μουσσακκαφάτ = αστικά κτίρια, λέγονται εκείνα, τα οποία είναι αφιερωμένα «εις ανάθημά τι» και έχουν κυρίως το σχήμα εντελούς οικοδομής, δηλαδή καλυμμένης με όροφο, όπως οικίες, λουτρώνες, εργαστήρια, πανδοχεία, σχολαί και τα παραπλήσια, ενώ μουστεγηλλάτ = αγροτικά κτήματα, λέγονται οι κτήσεις οι μη έχουσες σχ΄ξμα οικοδομής, παράγουν δε καρπούς, όπως άμπελοι, αγροί, κήποι και πάντα τα στερούμενα ορόφου (βλ. για τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 675).
Τα προσοδοφόρα βακούφια, αναλόγως του χαρακτήρα της παραχώρησης προς τρίτους, διακρίνονται σε τρία είδη:
α) τα καλούμενα μονοτελή (ιδζαρέϊ βαχιδελή εβκάφ), επί των οποίων ο ιδιώτης έναντι καταβολής μισθώματος αποκτά για ορισμένο χρόνο (λ.χ. μήνα ή έτος) μόνο το ενοχικό δικαίωμα χρήσεως ή και καρπώσεως, το οποίο δεν είναι μεταβιβαστό ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63].
β) τα λεγόμενα διτελή (ιδζαρετεϊνλή), επί των οποίων, έναντι καταβολής διπλού τελέσματος- μισθώματος (ιδζαρετέϊν), ήτοι ορισμένου ποσού κατά την παραχώρηση και ορισμένου ετησίως ή κατά άλλες χρονικές περιόδους, παραχωρείται στον ιδιώτη δικαίωμα χρήσεως και καρπώσεως διηνεκές με εμπράγματο χαρακτήρα, το οποίο συνήθως χαρακτηρίζεται ως ωφέλιμη κυριότητα (dominium utile), μεταβιβαστό δε και δεκτικό υποθήκης (με άδεια του εφόρου), αλλά και κληρονομητό ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63] και διανεμητέο (Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 95 σελ. 185, παρ. 77 σελ. 168 με αναφορά σε Καλλικλή και Ελευθεριάδη, βλ. και ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ κατά την οποία είναι επιτρεπτή η διανομή όταν αποδεικνύεται πράγματι επωφελής για το αφιέρωμα και συναινεί και ο αρμόδιος Έφορος) και
γ) τα ονομαζόμενα «μουκαταλή», ήτοι εκείνα, κατά τα οποία με την παραχώρηση παρέχεται στον τρίτο έναντι καταβολής ετήσιου τελέσματος (μουκατά) η εξουσία ανεγέρσεως και διατηρήσεως οικοδομής ή φυτεύσεως δένδρων και κλημάτων επί του εδάφους του βακουφικού κτήματος, επί τούτων δε εκείνος, προς τον οποίο γίνεται η παραχώρηση, αποκτά χωριστή κυριότητα, μεταβιβαστή και κληρονομητή, χωρίς όμως κυριότητα επί του εδάφους, το οποίο ανήκει στο αφιέρωμα και απλώς εξουσιάζεται από τον έχοντα την κυριότητα επί της οικοδομής, των δένδρων ή των κλημάτων ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63]. Τα βακούφια διακρίνονται σε μετακλητά και αμετάκλητα, ενώ σχολάζοντα είναι εκείνα, ως προς τα οποία έπαυσε να υπάρχει ο σκοπός που είχε ταχθεί από τον αφιερωτή (ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63).
Περαιτέρω και ενόψει του ότι στη νομική έννοια της αφιερώσεως περιλαμβάνεται η υπέρ ευαγούς σκοπού από κάποιον ιδιοκτήτη γενομένη αποξένωση και απαλλοτρίωση της κυριότητας πράγματος, ανακύπτει ως θεμελιώδης η διάκριση των βακουφιών εις γνήσια, επί των οποίων εφαρμόζονται οι περί βακουφίων διατάξεις, και εις μη γνήσια (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Και γνήσια μεν βακούφια είναι εκείνα των οποίων ο αφιερωτής είχε πλήρη κυριότητα επί του κτήματος κατά τη σύσταση του αφιερώματος, καθώς και εκείνα που προέρχονται από δημόσιες γαίες (εραζί μιριγέ ή εμιριέ) με αφιέρωση (υπό διάφορες μορφές) υπέρ ευαγούς σκοπού από αυτόν τον Σουλτάνο, ο οποίος όμως παραιτείται και αυτής της ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) υπέρ του βακουφίου (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 65, 67).
Μη γνήσια δε βακούφια (εραζίι μεβκουφέ), περί των οποίων προβλέπει το αρθρ. 4 του περί γαιών νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 (1856), είναι τμήματα δημόσιας γης (εραζίι μιριγέ), των οποίων οι πρόσοδοι, ιδία δε η δεκάτη και άλλα τέλη, αφιερώθηκαν από τον Σουλτάνο ή από άλλον με αυτοκρατορική άδεια υπέρ ευαγούς σκοπού, χωρίς να αποβάλουν την ιδιότητα της δημόσιας γης (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Ρητά στο άρθρο 4 του νόμου περί γαιών αναφέρεται (βλ. για τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 431): «Αι αφιερωμέναι γαίαι εισί δύο ειδών: Α) …….Β) Αι γαίαι αι αποσπασθείσαι από γαίας δημοσίας και αφιερωθείσαι παρά των Σουλτάνων ή δι’ αδείας Σουλτανικής παρ’ άλλων ατόμων. Η αφιέρωσις των τοιούτων γαιών συνίσταται εις το ότι τα δημόσια τέλη, οιόν δέκατα και άλλοι φόροι του αποσπασθέντος τούτου μέρους των δημοσίων γαιών, καθιερώθησαν παρά της Κυβερνήσεως εις σκοπόν τινα (ήτοι εις κοινωφελές τι κατάστημα, ως τζαμίαον, εκπαιδευτήριον κλπ). Αι τοιούτου είδους αφιερωμέναι γαίαι δεν είναι αληθή Βακούφια. Αι πλείσται των εν τη Οθωμανική επικρατεία αφιερωμένων γαιών ανήκουσιν εις την κατηγορίαν ταύτην. Η ιδιοκτησία των ούτως εις σκοπόν τινα καθιερωθεισών βακουφικών γαιών ανήκει ως η των καθαρώς δημοσίων γαιών εις το δημόσιον». … Αι διατάξεις, αι αφορώσαι τας δημοσίας γαίας, εφαρμόζονται και εις τας τοιαύτας αφιερωμένας γαίας». Όμως παρακάτω στο εν λόγω άρθρο 4 του νόμου περί γαιών, γίνεται αναφορά και σε άλλο είδος των αφιερωμένων γαιών της κατηγορίας των μη αληθών Βακουφίων και δη (βλ. για τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 432): «Αλλ’ υπάρχει και εν άλλο είδος των τοιούτων αφιερωμένων γαιών, ήτοι η ψιλή ιδιοκτησία καθώς και τα δέκατα και οι φόροι αυτών ανήκουσιν εις το δημόσιον, και μόνο τα κατοχικά δικαιώματα καθιερώθησαν εις σκοπόν τινα».
Κατά Α. Ζ. Καλλικλή, το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 67, υπάρχουν τρία είδη αφιερωμένων γαιών και δη:
α) το βακούφιον είναι «νομεύς» (δηλαδή έχει το τεσσαρούφ-ωφέλιμη κυριότητα), διαχειρίζεται δε είτε δια της ιδίας του διοικήσεως, είτε δια καλλιεργείας υπό κολλήγων εμμέσως, πάντοτε όμως δίδει την δεκάτην και λοιπάς εισφοράς εις το Κράτος (ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα με τις παραχωρημένες σε ιδιώτες κατά ωφέλιμη κυριότητα δημόσιες γαίες, που το δημόσιο έχει την ψιλή κυριότητα και ο τρίτος το τεσσαρούφ, την ωφέλιμη κυριότητα)
β) το βακούφιον έχει τη «νομή» (δηλαδή έχει το τεσσαρούφ-ωφέλιμη κυριότητα), όπως στην προηγούμενη περίπτωση, δηλαδή διαχειρίζεται είτε δια της ιδίας του διοικήσεως, είτε δια καλλιεργείας υπό κολλήγων εμμέσως, πλην απολαμβάνει αυτό και όλες τις εισφορές
γ) το βακούφιον απολαμβάνει μόνο όλες τις εισφορές των ακινήτων, τα οποία «νέμεται» (δηλαδή έχει το τεσσαρούφ-ωφέλιμη κυριότητα) τρίτος, εισπράττει δε κατά παραχώρηση του κράτους τις εισφορές.
Στο άρθρο 7 του Κτηματολογικού Κανονισμού (του κυρωθέντος δια του υπ` αριθ. 132 της 1-9- 1929 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη Δωδεκανήσου), γίνεται ειδική αναφορά στη διάκριση των βακουφικών κτημάτων (εβκάφ) σε δημόσια και ιδιωτικά, σε κυρίως τοιαύτα (γνήσια βακουφικά - εβκάφ) και μη κυρίως (ψιλώ ονόματι).
Πέραν της καθοριζόμενης έννοιας με την άνω διάταξη των δημοσίων βακουφίων, που ορίζονται ως εκείνα των οποίων η χρήση ή οι πρόσοδοι προορίζονται για άμεσο σκοπό θρησκευτικό ή φιλανθρωπικό και εκείνα των οποίων η ωφέλιμος κυριότης ανήκει σε ιδιώτες δυνάμει τίτλου διηνεκούς παραχωρήσεως έναντι καταβολής κανόνος υπέρ του καθορισθέντος νομικού προσώπου [στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα τεμένη, οι μονές (τεκκέ), τα μαυσωλεία (τουρμπέ) και τα μουσουλμανικά νεκροταφεία, εφόσον είναι εν ενεργεία (χρήσει), εκτός αν διάφορος νομικός χαρακτήρας (φύση) προκύπτει από τίτλους ή τρόπους κτήσεως νομής] και των ιδιωτικών - των οικογενείας ή απογόνων, που ορίζονται ως τα βακούφια των οποίων οι πρόσοδοι προορίζονται για θρησκευτικό ή φιλανθρωπικό σκοπό, αν ήθελε εκλείψει το δικαίωμα της ενδιαμέσου καρπώσεως υπέρ προσδιορισθέντων προσώπων, συμφώνως προς τη θέληση του συστήσαντος (δηλαδή τα βακούφια αυτά τα νέμονται οι απόγονοι του αφιερωτή, η κυριότητα όμως και αυτών των βακουφίων δεν ανήκει σ’ αυτούς, αλλά στο θεό, δηλαδή, μετά την απόσβεση της γενιάς του αφιερωτή, θα λάβει κάποιο ευαγές ή ιερό κατάστημα, υπέρ του οποίου τα αφιέρωσε έμμεσα ο αφιερωτής και οι απόγονοί του έχουν δικαίωμα μόνο να νέμονται -βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1989, σελ. 564 αρ. 9), ενδιαφέρον παρουσιάζει η καθοριζόμενη έννοια των κυρίως (γνησίων) βακουφίων και των μη κυρίως (ψιλώ ονόματι).
Είναι γνήσια βακούφια εκείνα τα οποία ήσαν αρχικώς κτήματα κυριότητος «μουλκ» και κατέστησαν βακούφια κατ’ ακολουθίαν της εκπληρώσεως των υπό του θρησκευτικού μουσουλμανικού νόμου διαγραφομένων διατυπώσεων.
Και ψιλώ ονόματι βακούφια είναι εκείνα τα κτήματα τα οποία άλλοτε ήσαν κτήματα δημόσια και μετετράπησαν εις βακούφια μεταγενεστέρως υπό των Σουλτάνων ή υπό οιουδήποτε άλλου κατά βασιλικήν εξουσιοδότησιν, κατ’ ακολουθίαν προς ένα ειδικόν προορισμόν απονεμηθέντα επιβοηθητικώς εις αυτά.
Στην τελευταία δε παράγραφο του άρθρου 7 του Κ.Κ. ορίζεται ότι «Μόνον τα ακίνητα ελευθέρας κυριότητος (μουλκ) δύνανται εγκύρως εις το μέλλον να συσταθώσιν εις βακούφια (εβκάφ)».
Φαίνεται λοιπόν σε σχέση με την έννοια των γνησίων βακουφίων να παραλείπεται κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό το γεγονός ότι γνήσια βακούφια είναι και εκείνα που προέρχονται από δημόσιες γαίες (εραζί μιριγέ ή εμιριέ) με αφιέρωση (υπό διάφορες μορφές) υπέρ ευαγούς σκοπού από αυτόν τον Σουλτάνο, ο οποίος όμως παραιτείται και αυτής της ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) υπέρ του βακουφίου.
Όμως τα βακούφια («evcaf») ρυθμίζονται υπό των κανόνων του άρθρου 7 του Κ.Κ., ο οποίος δεν τα ορίζει, διότι επαφίεται στον ορισμό του σιαραϊτικού δικαίου, αλλά μόνο απαριθμεί τις κυριότερες υποδιαιρέσεις των βακουφίων. Ως προς τα βακούφια, υπό την καθοριζόμενην από τον Κτηματολογικό Κανονισμό έννοια των αναφερομένων γνησίων και μη γνησίων βακουφίων, δεν μεταβάλλεται η γενική και αδιάσπαστη έννοια αυτών, όπως αυτή προσδιορίζεται από το μέχρι τότε δίκαιο και κυρίως όπως ιστορικά και αποδεδειγμένα έχει εξελιχθεί και εδραιωθεί στην πράξη. Είναι δε γεγονός αναμφισβήτητο ότι Σουλτάνοι έχουν προχωρήσει σε αφιερώσεις από δημόσιες γαίες, υπό διάφορες μορφές, υπέρ ευαγούς σκοπού, οι οποίοι όμως παραιτούνται και αυτής της ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) υπέρ του βακουφίου.
Ιστορικά είναι γνωστό ότι και στη Ρόδο ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, που την κατέκτησε το 1522 δια των όπλων [ο οποίος έδωσε στους θεληματικά προσκυνημένους άλλους νησιώτες, με εξαίρεση τους Ρόδιους και Κώες, το Φιρμάνι της αυτονομίας, φιρμάνι που το πρωτότυπο δεν υπάρχει πουθενά και είναι αμφίβολο αν κάποτε υπήρξε (φυλάγονται μόνο στη Σύμη και στην Κάλυμνο αρκετά φιρμάνια μεταγενέστερων σουλτάνων -1646-1838- που βεβαιώνουν πως οι υπάρχουσες παραχωρήσεις και φορολογικές ατέλειες, καθώς και το ιδιαίτερο δικαστικό και διοικητικό σύστημα στα Δωδεκάνησα έχουν την καταγωγή τους πιο πίσω, ακόμα και στους Βυζαντινούς χρόνους], έχει συστήσει πάρα πολλά βακούφια, είτε παραιτούμενος από κάθε δικαίωμα κυριότητος υπέρ του βακουφίου [το μεγάλο τζαμί (τέμενος) στην Παλιά Πόλη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός από τα γνήσια ευαγή (Σουλτανικά) βακούφια, του οποίου την πλήρη κυριότητα κατά τις κτηματολογικές εγγραφές έχει το βακούφιο, που δεν είναι προσοδοφόρο, όπως και πολλά άλλα ακίνητα, προσοδοφόρα όμως καταστήματα (μονοτελή), με εγγεγραμμένο τιτλούχο κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητος το Βακούφιο], είτε παραιτούμενος του δικαιώματος της ψιλής κυριότητος υπέρ του βακουφίου, με παραχώρηση δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητος σε ιδιώτες (διτελή), έναντι καταβολής διπλού τελέσματος-μισθώματος (ιδζαρετέϊν), ήτοι ορισμένου ποσού κατά την παραχώρηση και ορισμένου συνήθως ετησίως, προκειμένου, ως προσοδοφόρα, να συμβάλλουν εμμέσως στην εκπλήρωση του σκοπού που έταξε ο αφιερωτής (συνήθως και από αυτά και από άλλα έσοδα - εισπραττόμενους φόρους - γειτονικών νησιών, χρηματοδοτούντα τα ευαγή ιδρύματα (τα τεμένη κλπ).
Στην Τουρκία (και μόνο) υπάρχουν και τα «κατειλημμένα» Βακούφια. Ένα βακούφι κηρύσσεται «κατειλημμένο» όταν εκλείψουν τα μέλη (φυσικά πρόσωπα) της διαχειριστικής επιτροπής και δεν είναι δυνατή η νόμιμη αντικατάστασή τους, καθώς και όταν δεν εκπληρώνονται οι όροι για την επίτευξη του σκοπού του ιδρύματος. Από τη στιγμή που το «κατειλημμένο» βακούφι υπάγεται στον ολοκληρωτικό και αποκλειστικό έλεγχο της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων, ο κίνδυνος δήμευσης της περιουσίας του (κάτι που έγινε ήδη με πολλά κυρίως χριστιανικά βακούφια) αυξάνει σημαντικά.
ΕΚΠΟΙΗΣΗ - ΕΞΑΓΟΡΑ ΒΑΚΟΥΦΙΩΝ- ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ:
Στο ως άνω Κυβερνητικό Διάταγμα (12/1929) δεν αναφέρεται τίποτα για εκποίηση των βακουφίων. Στη συνθήκη (της Ιταλίας) Ειρήνης των Παρισίων 10.2.1947 (κυρωτ. Ν.Δ. 423/1947), με την οποία προσαρτήθηκε η Δωδεκάνησος στην Ελλάδα, δεν τέθηκε ορισμός ειδικά για τα βακούφια. γενικά μόνο στην παρ. 9 του 14ου Παραρτήματος της συνθήκης αυτής ορίσθηκε ότι «αι περιουσίαι, δικαιώματα και συμφέροντα των Δωδεκανησίων, θα είναι σεβαστά εν ώ μέτρω και τα των υπηκόων του διαδόχου κράτους, υπό τον όρο ότι εκτήθησαν νομίμως» (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος Α σελ. 566-567).
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με τη γνωμοδότησή του 386/29.9.1949 προς το Υπουργείο Εξωτερικών και ο Διευθυντής της Ειδικής Υπηρεσίας του ίδιου Υπουργείου με τη γνωμοδότησή του 24864/22.7.1940 γνωμοδότησαν ότι με τον πιο πάνω όρο της συνθήκης η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να σεβασθεί τα υπάρχοντα βακούφια στη Δωδεκάνησο, όχι όμως να διατηρήσει σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο, από τον οποίο μέχρι τότε διέπονταν αυτά, ότι ο νόμος αυτός είναι σεβαστός μόνο για την κρίση της έγκυρης σύστασής τους. Τα βακούφια, που συστήθηκαν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 510/1947, έχουν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του Α.Κ. και του ΕισΝΑΚ (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος Α σελ. 566-56, αντίθετα οι Σόντης-Παπαδόπουλος για τα υπάρχοντα βακούφια έχουν την άποψη ότι ισχύει ο ιερός νόμος και ότι είναι αναπαλλοτρίωτα, κάτι που στην πράξη δεν ισχύει).
Μετά λοιπόν την εισαγωγή του Α.Κ. και του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ στη Δωδεκάνησο δεν είναι δυνατή πλέον η σύσταση νέων βακουφιών (ΜΗ ΓΝΗΣΙΩΝ). Ο μουσουλμάνος κυρίως που προτίθεται, να αφιερώσει περιουσία για ευαγή σκοπό, μπορεί να προβεί σε ανάλογη δικαιοπραξία με τη μορφή της σύστασης ιδρύματος, της δωρεάς προς ίδρυμα, του τρόπου σε διάταξη τελευταίας βούλησης ή της δωρεάς υπό όρο, πάντοτε όμως σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού Α.Κ., δηλαδή πλέον δεν δημιουργούνται βακούφια κατά την παραδοσιακή ισλαμική έννοια ει μη μόνον αστικοί οργανισμοί όπως τους προβλέπει το δίκαιο.
Τα βακούφια είναι αφιερώματα, τα οποία από άποψη ουσίας δεν διαφέρουν από τους προστατευόμενους από το άρθρο 109 του Συντάγματος όρους διαθήκης ή δωρεάς υπέρ δημοσίου ή κοινωφελούς σκοπού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται η εξαγορά κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Εισαγωγικό Νόμο του Αστικού Κώδικα (άρθρα 60-63). Ο θεσμός της εξαγοράς αποτελεί μορφή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, σύμφωνης προς το άρθρο 17 του Συντάγματος (Πολ.ΠρωτΡόδου 102/1998, 140/1997, 162/1996, 246/1996 αδημ., ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 164/2002 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 79α σελ. 170). Συνεπώς είναι δυνατή η εξαγορά της κυριότητος του βακουφικού ακινήτου ή της κυριότητος επί του εδάφους του ακινήτου τούτου από τον έχοντα εμπράγματο δικαίωμα (Πολ.ΠρωτΡόδου 102/1998, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 164/2002 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡ ΡΟΔΟΥ 1498/1999).
Ακόμη είναι δυνατή και η χωρίς προσφυγή στην κατά τα άρθρα 61-68 ΕισΝ.Α.Κ. διαδικασία μεταβίβαση της κυριότητος στο δικαιούχο από το οικείο Μουσουλμανικό συμβούλιο, με σύμβαση περιβεβλημένη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβαλλόμενη σε μεταγραφή (Πολ.ΠρωτΡόδου 102/1998, βλ. Ι. Σόντη Το νομικό καθεστώς των βακουφίων εν Δωδεκανήσω, ανάτυπο, Θεσσαλονίκη 1968 σελ. 18 σημ. 27, σελ. 19 και ιδίως σελ. 23 και σημ. 38, την ίδια μελέτη δημοσιευθείσα στο βιβλίο του Ι. Σόντη συμβολαί εις την θεωρίαν του Εμπρ. Δικαίου 1986 σελ. 103 επ., ΕφΔωδ 164/2002 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ). Παρά δηλαδή το ότι το διηνεκές και το αναπαλλοτρίωτο του βακουφίου αποτελούν θεμελιώδη κανόνα του Μουσουλμανικού δικαίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται, μετά από παροχή σχετικής άδειας και υπό τις προβλεπόμενες διατυπώσεις, η απαλλοτρίωση της κυριότητας, όπως όταν το αφιερωθέν κτήμα δεν αποφέρει πρόσοδο για τον ευαγή σκοπό ή η πρόσοδος δεν καλύπτει το σκοπό ή όταν το αφιερωθέν κτήμα απέβη άχρηστο για τον ταχθέντα από τον αφιερωτή σκοπό, οπότε το απαλλοτριούμενο περιέρχεται κατά πλήρη κυριότητα σ’ εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36 με αναφορά σε Π. Θεοδωρόπουλου, Το ισχύον εν Δωδεκάνησα" δίκαιο, Β` έκδοση 1981, σελ. 1665 επ., Ι. Σόντη, Το νομικό καθεστώς των βακουφιών εν Δωδεκανήσω, ανάτυπο 1996, και Γ. Νικολαίδη, Περί βακουφιών και διαθέσεως βακουφ. Κτημάτων, ΕΕΝ 1948.249).
Οι διατάξεις περί βακουφίων, εφαρμόζονται μόνο προκειμένου περί «γνησίων βακουφίων» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Ενώ επί των «μη γνήσιων» βακουφίων (εραζϊϊ μεβκουφέ), περί των οποίων προβλέπει το αρθρ. 4 του περί γαιών νόμου της 7 Ραμαζάν 1274, (1856), δεν εφαρμόζονται οι ανωτέρω περιορισμοί, διότι οι αφιερωμένες γαίες αυτού του είδους, οι οποίες καθόλα τα άλλα σε τίποτε δεν διαφέρουν των λοιπών δημοσίων γαιών και υπάγονται στον μνημονευθέντα περί γαιών νόμο και όχι στις περί βακουφίων διατάξεις του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, ανήκουν και μετά την αφιέρωση κατά ψιλήν κυριότητα (ρεκαμπέ) στην πολιτεία (είτε κατά πλήρη κυριότητα κατά το προαναφερθέν άρθρο 4 του νόμου περί γαιών, στην πρώτη περίπτωση των μη αληθών αφιερωμένων γαιών) και φέρουν την ονομασία «ταχσησατ» η οποία υποδηλώνει ότι όχι η γη καθαυτήν αποτελεί βακούφιον ήτοι αφιέρωμα, αλλά ότι μόνες οι ανήκουσες στην πολιτεία πρόσοδοι από τη γη έχουν ειδικώς αφιερωθεί υπέρ ευαγούς σκοπού (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Η Ιταλία, με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 ανέλαβε την υποχρέωση σεβασμού των συνεστημένων βακουφίων της Μουσουλμανικής μειονότητας Δωδεκανήσου και με το άρθρο 7 παρ. 7 του προαναφερόμενου Κτηματολογικού Κανονισμού επέτρεψε και τη σύσταση και νέων βακούφ. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 4, 26 ως 29, 37 ως 39, 46, 61 παρ. 1, 63 παρ. τελευταία, 68 και 72 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού, συνάγεται ότι: α) Κατά την αναφερόμενη σ` αυτόν διαδικασία διακριβώνεται η ύπαρξη και η φύση των δικαιωμάτων επί ακινήτων που προϋπήρχαν της ιταλικής κατοχής (5.5.1912), κρίνονται δε αυτές κατά τους τότε ισχύoντες νόμους, εναρμονιζόμενους προς τα μετέπειτα ισχύοντα, οπότε επί συνύπαρξης τίτλων που φέρουν τον ίδιο χαρακτηρισμό της νομικής φύσης του εμπράγματου δικαιώματος, ή επί ελλείψεως οποιουδήποτε τίτλου ο χαρακτηρισμός γίνεται από τα κτηματολογικά όργανα, η δε εν λόγω εγγραφή, όταν οριστικοποιηθεί, δεν υπόκειται σε μεταρρύθμιση (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983,). β) Επί βακουφικών ακινήτων πρέπει να αναφέρονται στην εγγραφή στο Κτηματολόγιο, κατά το δυνατό, εκτός των άλλων, ο συστατικός τίτλος (ο συνιστών το βακούφιον τίτλος), εφόσον υπάρχει (που συνήθως δεν υπάρχει), το πρόσωπο που συνιστά το βακούφ, ο σκοπηθείς προορισμός που ορίσθηκε από τον συστήσαντα και ο πράγματι υπάρχων, ο «μετεβελής» (έφορος), το ποσό του ετήσιου τέλους και τα τυχόν καθυστερούμενα (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). γ) Μόλις η εν λόγω εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο καταστεί απρόσβλητη, δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη κατά του περιεχομένου της (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, βλ. για την αμετάκλητη εγγραφή και τις έννομες συνέπειες ΕΦΔΩΔ 292/1982 ΔΩΔ/ΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ τόμος 3 Τεύχος 1 σελ. 49 επ. όπου αναφορά και στις ΑΠ 458/1972 ΝοΒ 20/1280, ΑΠ 593/1965 ΝοΒ 14/530, ΕΦΔΩΔ 46/1973, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 38 σελ. 95 επ., ενώ κάθε μεταγενέστερη εγγραφή στο κτηματικό βιβλίο αποτελεί μαχητό τεκμήριο περί του ότι το εις τούτο αναγραφόμενο δικαίωμα ανήκει σε εκείνο επ’ ονόματι του οποίου έγινε η εγγραφή = ΟλΑΠ 569/1975 ΝοΒ 23/1081= ΕΕΝ 1976/130 = ΕλλΔικ 17/344, ΑΠ 748/74 ΝοΒ 20/599, ΑΠ 859/79 ΝοΒ 28/254, ΕΦΔΩΔ 292/1982 ΔΩΔ/ΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ τόμος 3 Τεύχος 1 σελ. 49 επ. όπου και άλλη νομολογία, ΑΠ 1775/1983 Δωδ, Νομ. Επιθεώρηση 5-1/12 όπου και ΟλΑΠ 569/1975, ΟλΑΠ 1270/1985 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ σελ. 125 και πλείστες όσες άλλες στη σελ. 260-263, ΑΠ 1066/1995 ΕλλΔικ 1996/1610, ΑΠ 1467/1996 ΕλλΔικ 38/594, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1727/1999 ΕΕΝ 2001/361, ΕφΔωδ 328/2002 Δωδ.Νομ. 2003/653, ΠΠρωτΡόδου 6/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/61, ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 176/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/380, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, ΠΠρΡόδου 152/2005 Δωδ.Νομολ. 2006/97 ΕφΔωδ 26/2006 Δωδ.Νομολ. 2006/643, ΕφΔωδ 224/2006 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 333/2006 Δωδ.Νομολ. 2008/113, ΕφΔωδ 217/2007 αδημοσίευτη, ΠΠρΡΟΔΟΥ 22/2008 Δωδ. Νομολογία τόμος 13 τεύχος 3 σελ. 983). δ) ότι μόνο επί των κατά τα ανωτέρω «μη γνήσιων» βακουφικών ακινήτων είναι δυνατή η υπό του οθωμανικού δικαίου (άρθρο 78 εδ. α΄ του νόμου «περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274) κτητική παραγραφή της ωφέλιμης κυριότητας μετά από δεκαετή κατοχή και καλλιέργεια. (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 600/1981, ΑΠ 940/1983, Νοβ 1982/222, ΑΠ 915/1973 ΝοΒ 1974/479, ΑΠ 150/1974 ΝοΒ 1974/1043, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 169 όπου και νομολογία, ΕιρΡόδου 788/90 Επιθ. Νομολογίας 1992Α/387.5 = ΑρχΝ 43/41, ΕφΔωδ. 68/1990 Δωδ.Νομ. τόμος 2 τεύχος 1 σελ. 79, ΕφΚρ 430/1903 Θέμ. ΙΕ/204, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 566-567, ΕφΑθ 35/1931 Δ/κή ΓΗ/228, Γ. Παντελίδη σε Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τεύχος 2 σελ. 104, ΠολΠρωτΡόδου 102/1998, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ = ΝΟΜΟΣ., ΠΠΡΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
ε) Μόνο από την αρχική (θεμελιώδη) εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο (και από τα δεδομένα αυτής) θα κριθεί το είδος του ακινήτου και περαιτέρω, αν αυτό χαρακτηρίζεται ως βακούφ, από την εν λόγω εγγραφή ομοίως θα κριθεί, και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ως «μη γνησίου» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983), επί του οποίου είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με δεκαετή κτητική παραγραφή δεδομένου ότι επί «γνησίου» βακούφ δεν προβλέπεται η δεκαετής παραγραφή, αλλά μόνο η από το άρθρο 1661 του οθωμανικού αστικού κώδικα αναγνωριζόμενη παραγραφή του εφόρου του βακουφικού ιδρύματος μετά από παρέλευση τριάντα έξι ετών (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983, ΠΠΡόδου 192/2006 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 11 τεύχος 2 σελ.372 επ. με αναφορά σε νομολογία = ΝΟΜΟΣ, ΕιρΡόδου 452/2003 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 8 τεύχος 3 σελ. 605 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 112/2000 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 7 τεύχος 1 σελ. 65 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΠΠΡόδου 234/2007 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 13 τεύχος 1 σελ. 120 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Ο χαρακτηρισμός του βακουφικού κτήματος ως «διτελούς», δεν προσδιορίζει κατά κανένα τρόπο και τη φύση αυτού ως «μη γνησίου» (αλλά και ως «γνησίου»), καθόσον τα διτελή βακουφικά ακίνητα μπορούν να προέρχονται από αφιέρωση γης είτε δημόσιας είτε ελεύθερης ιδιοκτησίας (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 452/2003 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 8 τεύχος 3 σελ. 605 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 112/2000 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 7 τεύχος 1 σελ. 65 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 326/2003 ΔωδΝομ 2004/603, ΕφΔωδ 164/2002 ΔωδΝομ 2003/303, ΠΠΡόδου 234/2007 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 13 τεύχος 1 σελ. 120 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕΙΡ ΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41= ΝΟΜΟΣ, βλ. Ι.Σόντη, το νομικό καθεστώς των βακουφίων εν Δ/σω, απαλλοτρίωσις και εξαγορά κατά τον εισαγωγικόν νόμον -σ΄ 60-63- ΑΚ, -ανάτυπον, 1968 σελ. 1 και επ., βλ. και Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 77 σελ. 168, όπου ειδική κατηγορία των γνησίων βακουφίων είναι τα διτελή τοιαύτα, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983). Γι’ αυτό, για την πληρότητα και το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση της συμπλήρωσης υπέρ κάποιου του νόμιμου χρόνου νομής για την κτήση της ωφέλιμης κυριότητας σε βακουφικό ακίνητο, πρέπει να καθορίζεται και να γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής η νομική φύση του ακινήτου, δηλαδή αν είναι γνήσιο βακουφικό ή μη γνήσιο, καθόσον η προέλευση του και μόνο αποτελεί κριτήριο για την δυνατότητα της κτητικής παραγραφής της ωφέλιμης κυριότητας από τον σφετεριστή του (ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 452/2003 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 8 τεύχος 3 σελ. 605 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 112/2000 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 7 τεύχος 1 σελ. 65 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 326/2003 ΔωδΝομ 2004/603, ΕφΔωδ 164/2002 ΔωδΝομ 2003/303, ΠΠΡόδου 234/2007 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 13 τεύχος 1 σελ. 120 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕΙΡ ΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41= ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΟΔ 166/2009 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Οι εν λόγω διατάξεις, σχετικά με τα βακουφικά ακίνητα, δεν μεταβλήθηκαν με τη Συνθήκη των Παρισίων της 10.2.1947, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947, κατά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, αφού με την παρ. 19 του 14ου Παραρτήματος της Συνθήκης ορίσθηκε ότι «θα είναι σεβαστά εν ώ μέτρω και τα των υπηκόων του διαδόχου Κράτους, υπό τον όρον ότι εκτήθησαν νομίμως» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Όπως προαναφέρθηκε, μόνο από την αρχική (θεμελιώδη) εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο (και από τα δεδομένα αυτής) θα κριθεί το είδος του ακινήτου και περαιτέρω, αν αυτό χαρακτηρίζεται ως βακούφ, από την εν λόγω εγγραφή ομοίως θα κριθεί, και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ως «μη γνησίου» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983).
Με τον ίδιο τρόπο, για τα λοιπά ακίνητα του Δημοσίου, είτε εγγράφεται το ακίνητο κατά τη θεμελιώδη εγγραφή ως «demaniale», είτε ως αρζί μιρί, από την θεμελιώδη εγγραφή προκύπτει και αποδεικνύεται το δικαίωμα του δημοσίου και αν αυτό το δικαίωμα είναι η πλήρης κυριότητα ή η ψιλή κυριότητα.
Δεν είναι δυνατόν η θεμελιώδης εγγραφή να μη αποδεικνύει το δικαίωμα του δημοσίου. Είναι αλήθεια ότι σε σχέση με τη Ρόδο και Κω, ως ακίνητα εραζί εμιριέ (αρζί μιρί) θεωρούνται (καταγράφηκαν και ταξινομήθηκαν με αυτή τη νομική φύση) κυρίως οι δημόσιες γαίες οι παραχωρηθείσες («εκχωρηθείσες») ποτέ υπό του Οθωμανικού Κράτους μόνο κατά την ωφέλιμη κυριότητα (per la sola proprieta utile) προς ιδιώτες και κατεχόμενες υπ’ αυτών δια τίτλων «ταπού- σενεντί» αναγνωρισθέντων ως εγκύρων (άρθρο 4 εδ. δ του Κτημ. Κανονισμού).
Επίσης στα ακίνητα εραζί εμιριέ (αρζί μιρί), που ανήκουν στην έννοια των beni patrimoniali, περιλαμβάνονται και οι γαίες που ελλείψει τέτοιου τίτλου (δηλαδή τίτλων «ταπού- σενεντί» αναγνωρισθέντων ως εγκύρων), θα αναγνωρισθούν και ταξινομηθούν υπό των αρμοδίων κτηματολογικών οργάνων κατά την ενέργειαν της βεβαιώσεως εις την άνω κατηγορία των εραζί εμιριέ (άρθρο 4 εδ. ε του Κτημ. Κανονισμού).
Τέλος, ως εραζι εμιριέ θεωρούνται και τα παραχωρηθέντα υπό της Κυβερνήσεως της Κτήσεως σε ιδιώτες ακίνητα κατά την ωφέλιμη κυριότητα, δοθέντος ότι επιφυλάχθηκε στην άνω Κυβέρνηση (άρθρο 4 εδ. στ του Κτημ. Κανονισμού) το δικαίωμα της παραχωρήσεως δημοσίων γαιών ιδιωτικής χρήσεως (beni patrimoniali) προς ιδιώτες (κατά την ωφέλιμη κυριότητα).
Άλλες δημόσιες γαίες, που δεν καταχωρήθηκαν στα κτηματικά βιβλία ως νομικής φύσεως αρζί μιρί, καταχωρήθηκαν ως νομικής φύσεως με την λέξη «demaniale» [Κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό, όπως προααφέρθηκε, τα ακίνητα της Κτήσεως (beni immobili) διακρίνονται εις: Δημόσια -demaniali- (Μιρί, εραζί εμιριέ, μετρουκέ, μεβάτ), Ελευθέρας κυριότητος (μούλκ), Εβκάφ (βακουφικά)], όπως έγιναν και άλλες καταχωρίσεις στο όνομα του δημοσίου που δεν ενδιαφέρει επί του παρόντος (η αναγραφόμενη νομική φύση ενός ακινήτου στον κτηματολογικό τόμο στα Κτηματολόγια Ρόδου και Κω ως «demaniale», δεν σημαίνει ότι το ακίνητο αυτό δεν ανήκει στην κατηγορία των «μιριγιέ» του Οθωμανικού νόμου περί γαιών, ότι δεν πρόκειται για δημόσια γαία και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 78 του άνω νόμου, εάν πρόκειται για αγροτική έκταση, ότι δεν είναι δυνατή η κατά του δημοσίου, μέχρι την 10-1-1949, κτήση από τον σφετεριστή μετά 10ετή εξουσίαση και καλλιέργεια, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, δικαιώματος «τεσσαρούφ» = ΑΠ 154/1995 ΕλλΔικ 1998/577, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., βλ. και ΕφΔωδ 124/2000 Δ.Ν. τόμος 5 τεύχος 2 σελ. 226).
Στο Κτηματολόγιο λοιπόν των νησιών Ρόδου και Κω, οσάκις εγγράφεται μια δημόσια γαία ως νομικής φύσεως «αρζί μιρί» [δίπλα στη στήλη του κτηματολογικού φύλλου του κτηματολογικού τόμου με την ένδειξη Natura del diritto (ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ], δίπλα στη στήλη του κτηματολογικού φύλλου του κτηματολογικού τόμου με την ένδειξη (ΤΙΤΛΟΥΧΟΙ ΚΑΙ ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΥΤΩΝ -ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΝΑ ΕΙΔΙΚΕΥΘΕΙ ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΙΟΥΧΟΙ Η ΔΙΚΑΙΟΛΗΠΤΕΣ ΒΑΚΟΥΦΙΟΥ).
α) είτε αναγράφεται (αποδίδεται σε μετάφραση) «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ή «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ») και τίποτα άλλο, οσάκις πρόκειται για δημόσια γαία που δεν είναι ή δεν αποδείχθηκε ότι είναι παραχωρημένη σε ιδιώτη, ανάλογα δε με το αν η δημόσια γαία είναι παραχωρημένη σε ιδιώτη με βάση τίτλο αναγνωρισθέντα και ισχυρό, ή χωρίς τέτοιο τίτλο, αλλά καταγράφηκε το δικαίωμα της ωφέλιμης κυριότητος με βάση άλλου είδους αποδείξεις από αυτές που προβλέπει ο Κ.Κ. (άρθρα 22,23,24),
β) είτε αναγράφεται «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ή «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ» ή «PATRIMONIO DELL POSSEDIMENTO») και αμέσως παρακάτω αναγράφεται η λέξη «Concessionari» («παραχωρησιούχος») και το όνομα (ή τα ονόματα και τα ποσοστά τους) εκείνου που του παραχωρήθηκε το δικαίωμα της μη αναγραφόμενης επί λέξει αλλά αυτονόητα νοούμενης (αφού πρόκειται για αρζί μιρί) ωφέλιμης κυριότητος και αν επίσης έγινε υποπαραχώρηση σε τρίτο εμφυτευτικού δικαιώματος, αναγράφεται επίσης και η υποπαραχώρηση του εμφυτευτικού δικαιώματος και το όνομα του τρίτου - συμβαίνει συνήθως στα εκκλησιαστικά ακίνητα. Και
γ) αναγράφεται το όνομα (ή τα ονόματα και τα ποσοστά τους) εκείνου που έχει το δικαίωμα της μη αναγραφόμενης επί λέξει αλλά αυτονόητα νοούμενης (αφού πρόκειται για αρζί μιρί) ωφέλιμης κυριότητος και αν επίσης έγινε υποπαραχώρηση σε τρίτο εμφυτευτικού δικαιώματος, αναγράφεται επίσης και η υποπαραχώρηση του εμφυτευτικού δικαιώματος και το όνομα του τρίτου - συμβαίνει συνήθως στα εκκλησιαστικά ακίνητα.
Με τον ανωτέρω τρόπο δεν υπήρξε ποτέ ούτε προέκυπτε από τον κτηματολογικό τόμο αμφισβήτηση για το αν το δημόσιο είχε ή δεν είχε δικαίωμα στα ακίνητα Ρόδου και Κω (που περιλαμβάνει και τις περιοχές Ξηρόκαμπου και Λακκί Λέρου, όπου όμως ως μη δορυάλωτη περιοχή η Λέρος από τους Οθωμανούς δεν είχε γαίες εραζί εμιριέ για να καταγραφούν όλες ως τέτοιες).
Με τον ίδιο παραπάνω τρόπο, αν επρόκειτο για μη γνήσιο βακουφικό ακίνητο, η θεμελιώδης εγγραφή θα απεδείκνυε το δικαίωμα του δημοσίου.
Δεν ενδιαφέρει ούτε είναι του παρόντος να περιγραφεί, ως προς γνήσια βακουφικά ακίνητα, όπου η αναγραφή της ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ γίνεται κανονικά (βακούφ, ή διτελές βαφούφ ή διτελές βακούφ μεθ’ απλής επαγωγής, ή μουλκ κατά την οικοδομή και διτελές βακούφ κατά το γήπεδο), τι αναγράφεται δίπλα στην ένδειξη ΤΙΤΛΟΥΧΟΙ ΚΛΠ και ποια προβλήματα προκάλεσαν οι ατέλειες των εγγραφών ως προς ορισμένα από τα 40 περίπου βακουφικά ακίνητα οικογένειας ή απογόνων, δηλαδή αυτά των Φετχή Πασσά (κυρίως αυτά) και Μελέκ Πασσά, προβλήματα ευτυχώς που λύθηκαν μετά δικαστικούς αγώνες με βάση τους υπάρχοντες συστατικούς τίτλους (τα εφιερωτήρια).
Σε κάθε περίπτωση όμως που υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία και μη παραδοχή της υποστηριζόμενης άποψης ότι, οσάκις έχομε μη γνήσιο βακουφικό ακίνητο, θα έπρεπε, από τον ίδιο τον τίτλο και την θεμελιώδη εγγραφή του, να προκύπτει το δικαίωμα του δημοσίου, τότε, από τον όλο κτηματολογικό φάκελλο ενός γνησίου βακουφικού ακινήτου και τα υπάρχοντα σε αυτόν έγγραφα, ακόμα και αν δεν υπάρχει ο συνιστών το βακούφιο τίτλος (αν υπάρχει το πρόβλημα λύεται), που συνήθως αναγράφεται ότι δεν υπάρχει, αλλά ότι προκύπτει από αναφερόμενους Οθωμανικούς τίτλους, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν την προέλευση του ακινήτου από μουλκ.
Αν υπάρχει λοιπόν το αφιερωτήριο είναι η καλύτερη απόδειξη, αν όμως δεν υπάρχει, συνήθως στο απογραφικό βιβλιάριο, είτε αναγράφεται στην ένδειξη «provenienza” (προέλευση) η λέξη μουλκ ή η αντίστοιχη ιταλική λέξη PRIVATA (ΙΔΙΩΤΙΚΗ) είτε αναγράφεται στη φύση της ιδιοκτησίας αν είναι ιδιωτική ή όχι. Αν γράφει ΙΔΙΩΤΙΚΗ (PRIVATA) τότε είναι σαφές ότι δεν μπορεί να ανήκει η ψιλή κυριότητα στο δημόσιο, η οποία ανήκει στο βακούφ και η ωφέλιμη στους αναγραφόμενους δικαιούχους «ιδιώτες).
Προκύπτει πράγματι από έγγραφα που βρίσκονται στον κτηματολογικό φάκελλο του ακινήτου, όπου αναγράφεται η Φύση- Χαρακτηρισμός ή το Είδος της Ιδιοκτησίας του Ακινήτου (Natura della Proprieta), η αναγραφή του ακινήτου ως ιδιωτικό (Privata). Όπως προκύπτει το ίδιο από άλλα έγγραφα με την ένδειξη Specie della Proprieta (φύση της ιδιοκτησίας), η αναγραφή της λέξης Privata (ιδιωτική), όπου βέβαια σημειώνεται στο έγγραφο τι ακριβώς περιλαμβάνει η φύση της ιδιοκτησίας. Αναγράφεται λοιπόν Mulche (privata), miri (demaniale), metruche (uso pubblico), δηλαδή μουλκ (ιδιωτική), μιρί (δημοσία), μετρουκέ (δημοσίας χρήσεως), μεβκουφέ (αφιερωμένη). Σε άλλα έντυπα δεν αναφέρονται τα metruche (uso pubblico).
Ακριβώς μια τέτοια αντίστοιχη σελίδα από το απογραφικό βιβλιάριο, όπου η φύση της ιδιοκτησίας αναφέρεται και εκεί ως ιδιωτική (privata), είχε προσαχθεί σε δίκη (όπου και η απόφαση του Αρείου Πάγου με αριθμό 940/1983), που αφορούσε παρόμοιο ακίνητο (νομικής φύσεως «βακούφ διτελές μεθ’ απλής επαγωγής»), για να αποδειχθεί το είδος του βακουφικού ακινήτου, αν ήταν γνήσιο ή μη γνήσιο και τελικά αποφάνθηκε το δικαστήριο ότι ήταν γνήσιο.
Εξάλλου (μετά από 41 τουλάχιστον χρόνια έρευνας στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου), δεν βρέθηκαν βακουφικά μη γνήσια ακίνητα. Μέσα στη πόλη της Ρόδου και ειδικά στην παλιά πόλη (αλλά και εκτός πόλεως), τα βακουφικά ακίνητα της εν λόγω κατηγορίας (νομικής φύσεως«βακούφ διτελούς»), δεν ήσαν ποτέ μη γνήσια, δεν ανήκαν ποτέ κατά ψιλή κυριότητα στο δημόσιο (ίσως στη λογική αυτή και από το «γίγνεσθαι» στο Κτηματολόγιο Ρόδου, ότι δηλαδή δεν υπήρξαν ποτέ στη Ρόδο και Κω τα διτελή βακούφια μη γνήσια, άρα, αυτονόητα, ο εγγεγραμμένος τιτλούχος τρίτος είχε την ωφέλιμη κυριότητα και το βακούφ την ψιλή κυριότητα, να στηρίζεται και η άποψη Π. Θεοδωρόπουλου ότι κατηγορία των γνησίων βακουφικών ακινήτων είναι τα διτελή βακούφια - βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 77 σελ. 168. Εξάλλου η λανθασμένη εικόνα των νομικών πραγμάτων κάποιας εποχής, δικαιολογεί λάθη της Διοίκησης, μια λανθασμένη τέτοια εικόνα οδήγησε τη διοίκηση στο τεράστιο λάθος της καταγραφής στις περιοχές Ξηρόκαμπο και Λακκί της μη δορυάλωτης Λέρου, των ακινήτων μουλκ (αγροτικών εκτάσεων κλπ), ωςαρζί μιρί, κατά τον ίδιο τρόπο που καταγράφηκαν στα δορυάλωτα νησιά της Ρόδου και Κω.). Αν ανήκε στο δημόσιο η ψιλή κυριότητα, ούτε ψιλή κυριότητα θα είχε το βακούφ, ούτε βέβαια και την διαχείριση ο Οργανισμός (σύμφωνα με το Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα), πέραν των διεκδικήσεων που θα είχαμε από το Δημόσιο (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΜΑΛΙΣΤΑ ΠΟΥ Η ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΘΑ ΗΤΑΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ), που ποτέ δεν υπήρξαν. Όλες οι εξαγορές της ψιλής κυριότητος των βακούφ αυτής της κατηγορίας της πόλεως Ρόδου που έγιναν, έγιναν γιατί ακριβώς επρόκειτο για γνήσια βακούφια (χωρίς να σημαίνει ότι η γενόμενη εξαγορά με δικαστική απόφαση απετέλεσε και το αμάχητο επιχείρημα ότι εξ αυτού του λόγου ήσαν γνήσια, ούτε επίσης ορισμένες και μεταγραφείσες στα κτηματικά βιβλία λανθασμένες δικαστικές αποφάσεις, που δέχθηκαν κτητική παραγραφή για κτήση τεσσαρούφ- ωφέλιμη κυριότητα σε γνήσια βακουφικά ακίνητα, τα κατέστησαν μη γνήσια, αφού, πέραν των άλλων, η ψιλή κυριότητα, σε κάθε περίπτωση, παρέμεινε υπέρ του βακουφίου και όχι υπέρ του δημοσίου. Πάρα πολλά καταστήματα της παλιάς πόλης είναι αντίστοιχης νομικής φύσης και αν όχι σε όλα, στα περισσότερα έγινε εξαγορά της ψιλής κυριότητος. Ακίνητα «οικογενείας ή απογόνων» εντός της πόλεως Ρόδου και δη καταστήματα και άλλα έχομε (Φετχή Πασσά, εκτός δε πόλεως αγρούς και αγροικία του Μελέκ Πασσά). Βακουφικά ακίνητα με πλήρη κυριότητα του Βακούφ στη Ρόδο ή στη Σάλακο έχομε, ακίνητα όπως προαναφέρθηκε, με ψιλή κυριότητα του βακούφ και τεσσαρούφ «ιδιωτών» έχομε στην πόλη της Ρόδου αλλά και στη Σάλακο, ακίνητα της προαναφερθείσης κατηγορίας «μουκαταλή» έχομε και μάλιστα των περισσότερων έγινε η εξαγορά της ψιλής κυριότητος, ακίνητα όμως στην Ρόδο βακουφικά διτελή που να έχει κατά τη θεμελιώδη εγγραφή τη ψιλή κυριότητα το δημόσιο και την ωφέλιμη κυριότητα (το τεσσαρούφ) οι ιδιώτες δεν έχουν διαπιστωθεί ποτέ (και ειδικά στην πόλη της Ρόδου).
Σε ένα και μοναδικό μόνο ακίνητο στη Σάλακο Ρόδου όπου καταγράφεται δίπλα στη νομική φύση του δικαιώματος η λέξη αρζί μιρί (και όχι βακούφ), φέρεται να είναι εγγεγραμμένος τιτλούχος κατά δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητος το Βακούφ Σαλάκου (άρα, αυτονόητα, ανήκον κατά ψιλή κυριότητα στο Δημόσιο), χωρίς καμία άλλη ένδειξη, χωρίς να αναγράφεται στα βάρη ο,τιδήποτε. Αυτός ο τρόπος της εγγραφής, αυτή η εγγραφή, είτε καταδεικνύει την ύπαρξη και μη γνησίων βακουφικών ακινήτων στη Ρόδο (αν θεωρηθεί, χωρίς την εγγραφή της νομικής φύσης του ως βακούφ, κατά ένα τρόπο, μη γνήσιο βακουφικό ακίνητο- βλ. ανωτέρω διακρίσεις των αφιερωμένων γαιών κατά Καλλικλή), που θεωρητικά δεν αποκλείεται, αλλά που, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω εγγραφή, αποδεικνύει ότι ποτέ δεν θα παρέμενε απροστάτευτο υπαρκτό δικαίωμα του δημοσίου, με παράλειψη αναγραφής του δικαιώματός του με οποιοδήποτε τρόπο στον κτηματολογικό τόμο του ακινήτου, είτε ιστορικά και νομικά εξηγείται η εν λόγω εγγραφή με τον τρόπο που έγινε, από το γεγονός ότι το υπάρχον - συνεστημένο ήδη στη Σάλακο βακούφιο (προερχόμενο από αφιέρωση ακινήτων πλήρους κυριότητος- μουλκ), προφανώς το «εξουσίαζε» κατά το οθωμανικό δίκαιο, ως δημόσια γαία, αποδεικνύοντας δε αυτό το δικαίωμα εξουσίασης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νόμου, καταγράφηκε στο όνομά του.
Κατά το άρθρο 1 του Κτηματολογικού Κανονισμού: Τα ακίνητα της Κτήσεως (beni immobili) διακρίνονται εις: Δημόσια -demaniali- [Μιρί, εραζί εμιριέ (αναγραφόμενα στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου και Κω ως αρζί μιρί), μετρουκέ, μεβάτ), Ελευθέρας κυριότητος (μούλκ), Εβκάφ (βακουφικά, αναγραφόμενα στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου και Κω ως vacuf).
Κατά το άρθρο 2 Τα δημόσια κτήματα ανήκουν στην Κυβέρνηση της Κτήσεως και υποδιαιρούνται εις κτήματα κοινής (δημοσίας) χρήσεως (beni del Demanio Publico) και εις κτήματα περιουσιακά -beni patrimoniali - (τη ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου)
Κατά το άρθρο 3 του Κ.Κ. Αποτελούν μέρος των κτημάτων κοινής χρήσεως
Α) Ο αιγιαλός μέχρι του ορίου του μεγίστου συνήθους χειμερίου κύματος επί πλέον δε, έξω των αστικών κέντρων, μία ζώνη εκ 12 μέτρων από του τοιούτου ορίου, αι δε θαλάσσιαι παραλίαι μέχρι του ορίου πάσης άλλης ιδιοκτησίας δημοσίας ή ιδιωτικής.
Β) Οι όρμοι, οι κόλποι, οι λιμένες, οι μυχοί κλπ και τα παρακολουθήματα αυτών.
Γ) Οι φάροι και οι φανοί - διατηρουμένου του εν ισχύει καθεστώτος παραχωρήσεως - τα αγκυροβόλια και γενικώς όλα τα έργα τα προορισόμενα για το φωτισμό των ακτών και για την εις αυτές αγκυροβολία ως και τα παρακολουθήματα αυτών.
Δ), Ε), ΣΤ), Ζ), Η), Θ), Ι) Αι οδοί, αι πλατείαι, αι κρήμναι, οι δημόσιοι κήποι, αι αγοραί κλπ. άτινα κείνται εις το εσωτερικόν των Δήμων, Κοινοτήτων, ή περιλαμβάνονται εντός του σχεδίου ρυμοτομίας αυτών, ΙΑ), ΙΒ) Τα άλλα ακίνητα, τα οποία οι νόμοι προσδιορίζουν ως (κτήματα) κοινής χρήσεως.
Κατά το άρθρο 4 του Κ.Κ. Δημόσια κτήματα περιουσιακά (ιδιόκτητα) της Κτήσεως είναι: α) Αι αμμοπαραλίαι (αλίπεδα) κλπ. [σημείωση: Ο Ιταλικός όρος «arelini” στο άρθρο 4 του Κτημ. Καν., που αποδίδεται στην ελληνική γλώσσα από τον Π. Θεοδωρόπουλο ως «αμμοπαραλίαι ή αλίπεδα, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση (ενώ από τον Αχιλλέα Κωνσταντινίδη μόνο ως αλίπεδα), προκαλεί πράγματι ένα προβληματισμό ως προς το τι εννοείται, φαίνεται ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της κοινόχρηστης θαλάσσιας παραλίας του άρθρου 3, η οποία, όπως κι ο αιγιαλός, δεν λαμβάνουν αριθμό κτηματολογικής μερίδος και εκείνων των τμημάτων γης που ορίζονται ως «arelini” στο άρθρο 4 και ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του δημοσίου, φαίνεται επίσης ότι η έννοια του όρου «arelini”, ερμηνευόμενος σε σχέση με τον αντίστοιχο όρο του άρθρου 157 του Ιταλικού Κώδικα Εμπορικής Ναυτιλίας (κατά τη «γεωγραφική» και νομική του έννοια) έχει έννοια διαφορετική από αυτό που εννοούμε γενικώς ως αμμοπαραλία και ως αλίπεδα, έχει δε ενδιαφέρον μια ανάλυση των όρων αυτών (και κυρίως σε ποια συγκεκριμένα εδάφη της Δωδεκανήσου μπορούν να έχουν εφαρμογή και αν έπρεπε ή έχουν καταχωρηθεί τα τμήματα αυτά στα κτηματικά βιβλία της Ρόδου και περιφερείας Κω με κτηματολογική μερίδα), σε σχέση με την ερμηνεία των εννοιών του αιγιαλού και της παραλίας κατά τις διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού αλλά και των διατάξεων της ελληνικής αστικής νομοθεσίας].
β) Αι αλυκαί, τα λατομεία, τα μεταλεία, τα άλση και τα δάση, άτινα δεν προκύπτουσιν (να ώσιν) ιδιωτών, βάσει τίτλων νομίμων και εγκύρων.
γ) Οιαδήποτε άλλη ακίνητος περιουσία της Κυβερνήσεως μη υπαχθείσα εις την κατηγορίαν των δημοσίων κτημάτων κοινής χρήσεως και μη εγγεγραμμένη εις ετέραν κτηματικήν κατηγορίαν.
δ) Αι γαίαι αι ποτέ υπό του Οθωμανικού Κράτους εκχωρηθείσαι εις ιδιώτας δια μόνην την ωφέλιμην κυριότητα (εραζί-εμιριέ) και κατεχόμεναι υπ’ αυτών δια τίτλων «ταπού-σενεντί» αναγνωρισθέντων ως εγκύρων.
στ) Αι γαίαι, αίτινες εις οιονδήποτε χρόνον θέλουσι παραχωρηθή υπό της Κυβερνήσεως τη Κτήσεως εις ιδιώτας διά μόνην την ωφέλιμον κυριότητα. Τα κτήματα, περί ων τα στοιχεία δ΄, β΄ και στ΄ οσάκις εκπίπτει το δικαίωμα της παραχωρήσεως περιέρχονται εις την πλήρη διάθεσιν του Δημοσίου, δι ήν χρήσιν θέλει τα προορίση η Κυβέρνησις της Κτήσεως.
Περί των «Μιρί» δεν δίνεται άμεσος ορισμός από τον κτηματολογικό κανονισμό, όπου στο άρθρο 1 μνημονεύεται ως ειδικότερη κατηγορία των δημοσίων κτημάτων, μη υπαγόμενη (και μη συμπίπτουσα) σε κάποια από τις άλλες κατηγορίες (δηλαδή των εραζί- εμιριέ, μετρουκέ, μεβάτ- βλ. περί αυτών και της εννοίας των Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 66 σελ. 153, παρ. 80 και 81 σελ. 171, 254).
Υπό την έννοια αυτή τα «μιρί» (κατά τον Π. Θεοδωρόπουλο) πρέπει να νοηθούν ως μη συμπίπτοντα εντελώς προς τα κατά την Οθωμανική νομοθεσία «μιριγιέ», υπό την οία κατηγορία κατά την εν λόγω νομοθεσία νοούνται κτήματα των οποίων η κυριότης ανήκει εις την Πολιτεία (Μπεϊτ ουλ Μαλ) εκπροσωπουμένην στο «σεπτό πρόσωπο της Α.Α.Μ.» του Σουλτάνου (Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 66 σελ. 153, Ελευθεριάδη σελ. 24).
Ως «μετρουκέ», όπως προαναφέρθηκε, κατά την Οθωμανική Νομοθεσία, νοούνται τα δημόσια κτήματα, τόσο τα προορισμένα στην κοινή και δημοσία χρήση όλων, όσο και τα προορισμένα στην κοινή χρήση των κατοίκων ορισμένου μόνο χωρίου ή Κοινότητος (βλ. και Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 80 σελ. 171).
Η αρχαία κατηγορία των γαιών «μετρουκέ» λεγομένων «μαχμιέ» περιλαμβάνουσα τας οδούς, πλατείας κλπ απορροφάται από τα δημόσια κοινής χρήσεως κτήματα (άρθρο 3 Κ.Κ.) και η άλλη κατηγορία των «μετρουκέ» των λεγομένων «μουραφαγκέ» περιλαμβάνουσα τας νομάς (βοσκοτότους), τα κοινόχρηστα δάση κλπ απορροφάται από τα νυν περιουσιακά (ιδιόκτητα) κτήματα του Δημοσίου (άρθρο 4 Κ.Κ. Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" σελ. 257-258, παρ. 80 σελ. 171). Παρά ταύτα είναι δυνατόν κάποια γαία να καταγραφεί ως δημοσία κοινόχρηστη και για την οποία διατυπούται η διάταξη του άρθρου 5 του Κ.Κ., η οποία ορίζει ότι καταγράφεται προς όφελος του Δημοσίου, μετά της καταχωρίσεως της εν κοινοκτημοσύνη χρήσεως και απολαύσεως, η οποία ενασκείται επί τούτου και θα παραμείνει αμετάβλητη, εφόσον η Κυβέρνηση δεν θα προορίσει για λόγους αναγνωρισθείσης καθολικής ωφελείας το ακίνητο για άλλη χρήση (άρθρο 5 Κ.Κ. Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" σελ. 258).
Ως προς τις γαίες «μεβάτ» έχει γίνει ήδη αναφορά ποιες είναι και νοούνται.
Οι νεκρές γαίες “Mevat» απορροφώνται από τα κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό περιουσιακά (ιδιόκτητα) κτήματα του Δημοσίου (Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" σελ. 257-258, παρ. 62 σελ. 143).
Ειδικά με το άρθρο 6 του Κτηματολογικού Κανονισμού καθορίζονται ποία είναι τα κτήματα ελεύθερης κυριότητος (μουλκ).
Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 6 Κτημ.Καν.(που ισχύει όπως προαναφέρθηκε για όλη τη Δωδεκάνησο) «Είναι κτήματα ελευθέρας κυριότητος (μουλκ) εκείνα, εφ ων οι ιδιώται και τα νομικά πρόσωπα ανεγνωρισμένα ή ως τοιαύτα θεωρούμενα, έχουσιν εν αυτοίς την κάρπωσιν και ελευθέραν διάθεσιν εντός των ορίων των καθοριζομένων υπό των ισχυόντων νόμων».Ειδικότερα ως προς αυτά σημειούμε ότι: Ακίνητα της απολύτου ελευθέρας κυριότητος είναι όλα τα αστικά ακίνητα, όλες οι κατασκευές, οι αμέσως παρακείμενοι χώροι των αστικών ακινήτων, οι οικοδομικές επιφάνειες, τα καρποφόρα δέντρα, γεννηθέντα και αυξηθέντα δια της φιλοπονίας του ανθρώπου, όλες οι παραχωρηθείσες δια κανονικού τίτλου γαίες (βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 62 σελ. 144 και Εισηγητική Έκθεση Κτηματολογικού Κανονισμού στη σελ. 258 στου Π. Θεοδωρόπουλου).
Επί των ακινήτων μουλκ το Οθωμανικό Κράτος την κυριότητα την παρεδέχετο εις όφελος των υπηκόων του (Μουσουλμάνων και μη) μόνο επί των αστικών ακινήτων και των καρποφόρων δέντρων (βλ. Παύλου Θεοδωρόπουλου Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον παρ. 91 σελ. 182). Οι ιδιόκτητες γαίες είναι αυτές στις οποίες έχουν πλήρες και απόλυτο δικαίωμα κυριότητος αυτοί που τις εξουσιάζουν (ΕφΔωδ 164/1996 αδημ., ΑΠ 454/2011).
Για τα αγροτικά ακίνητα περεδέχετο το Οθωμανικό Κράτος μόνο την κυριότητα μουλκ δυνάμει τίτλου και κυριαρχικής παραχωρήσεως (βλ. άρθρο 121 ν. περί γαιών - και κατά τούτο ευεργετούντο κατά προτίμηση οι Μουσουλμάνοι) ή την κυριότητα μιρί με τη μορφή της παραχωρήσεως στους υπηκόους (Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 259).
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού (βλ. και αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 106 του νόμου περί γαιών για «αυτομάτως βλαστάνοντα δένδρα» στις ιδιόκτητες γαίες), τα κτήματα «μουλκ» και αν είναι ακαλλιέργητα, άγονα ή αποτελούνται εκ δασών, αλσών, νομών (βοσκότοπων) κλπ παραμένουν στην ελεύθερη κυριότητα των ιδιωτών και υπόκεινται στη δημοσιοποίηση μόνο αν περιλαμβάνουν περιοχές κοινής χρήσεως (αιγιαλό, όρμο, φάρο, οδούς, δρόμους, πλατείες κλπ) που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Κτημ. Καν. (Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" σελ. 256, παρ. 63 σελ. 144). Επίσης είναι ανεπίτρεπτος ο μετασχηματισμός των μιρί εις μουλκ, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Κτημ. Καν. αν ελλείπει η η ειδική παραχώρηση ή άδεια της Κυβερνήσεως.
Κατά το Οθωμανικό δίκαιο (άρθρα 167, 175, 181 και 185 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα) οι μεταβιβάσεις μουλκίων δεν υπέκειντο σε διατυπώσεις (ΑΠ 454/2011) και συνεπώς επετρέπετο και η απόδειξή των ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ (μαρτύρων= ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ) και δι` ιδιωτικών εγγράφων, τα οποία αποτελούσαν νόμιμο τίτλο μεταβιβάσεως, καθ` όσον τα μουλκ εξομοιούντο προς κινητά και ουδεμία μεταγραφή της μεταβιβαστικής συμβάσεως απαιτείτο στα οικεία βιβλία μεταγραφών (ΑΠ 1135/1975 ΝοΒ 24/420, Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 63 σελ. 144, παρ. 98 σελ. 187, ΑΠ 466/1957 ΕΕΝ 25/42, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 559-560, ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 76 = απόδειξη και δια μαρτύρων, όρκου και ιδιωτικών εγγράφων), ούτε απαιτείται η παράδοση του πωληθέντος ("ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 98 σελ. 187) σε αντίθεση με τα βακούφια και τις δημόσιες γαίες που επεβάλλετο η μεταγραφή των μεταβιβάσεων (ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ, Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 63 σελ. 144). Οι νομοθετικές μεταβολές που επέφερε ο νόμος 28/ρετζέπ του έτους 1291 δεν μετέβαλαν και τον τρόπο μεταβίβασης των μουλκίων, ο οποίος ρυθμιζόταν από το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο (= ενδεικτικά ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ με αναφορά στην ΑΠ 1135/1975 ΝοΒ 24.419, Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 63 σελ. 144, σελ. 190, ΕΙΡΘΑΣΟΥ 36/2006 ΑΡΜ 2010/1650= ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε νομολογία, ΑΠ 466/1957 ΝοΒ σ. 115, ΑΠ 200/1934 Θέμις ΜΕ` 565, ΕφΘεσ 153/1927 θέμις ΛΗ` 695, Αναστάσιο Καπόλα, αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ειδικό για τις μεταβιβάσεις ακινήτων στη Θάσο, στο περιοδικό Θασιακά, τ. 12 (2001- 2003) 239-245).
Κατά άλλη άποψη, που δεν επικράτησε, τα ακίνητα αυτά (τα μούλκια) πριν από την έκδοση του νόμου της 28ης Ρετζέπ 1291 (καθ’ ημάς 1875) διέπονταν από το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο (Σεριάτ), κατά το οποίο τα ακίνητα εξομοιούντο ως προς τις διατυπώσεις μεταβιβάσεως τους προς τα κινητά και δεν απαιτείτο γι’ αυτά η έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας, ούτε ήταν αναγκαία η επίκληση τίτλου για την κτήση της επ’ αυτών κυριότητος, ενώ μετά το έτος 1875 ήταν αναγκαία η έκδοση τίτλου (μουλκσενεντί), που στην πράξη επικράτησε να αποκαλείται «ταπί», δηλαδή μετά την έκδοση του νόμου της 28ης Ρετζέπ 1291, που ήταν μεταγενέστερος του οθωμανικού νόμου περί γαιών και στο άρθρο 1 αυτού ορίστηκε ότι «δοθήσονται νέοι έντυποι τίτλοι έχοντες άνωθεν τους τουγράν δι’ όλα εν γένει τα καθαράς ιδιοκτησίας κτήματα, τα κείμενα εν ταις πόλεσιν, τοις χωρίοις και εις τους νακιέδες απαγορεύεται δε του λοιπού η εξουσία τοιούτων κτημάτων άνευ τίτλων», μεταξύ άλλων διαφοροποιήθηκε και ο τρόπος εξουσιάσεως και μεταβιβάσεως των μουλκίων, καθόσον δεν θα ίσχυε εφεξής ούτε γι’ αυτά το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο και υπέκειτο πλέον σε διατυπώσεις. Σχετικό μάλιστα και σε απόλυτη συνέπεια με τη ρύθμιση αυτή είναι και το σουλτανικό διάταγμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1318 (καθ’ ημάς 1902), που όρισε ότι «δεν ακούονται αγωγαί περί αγοραπωλησιών ακινήτων ουχί δι’ εγγραφών εν τω κτηματολογίω», καθώς και ο εκδοθείς στη συνέχεια νόμος της 30ής Μαρτίου 1327 (καθ` ημάς 1907), βάσει του οποίου καθορίστηκε ότι «πάσα μετάθεσις ή αλλοίωσις δικαιώματος επί ακινήτων μόνον δι’ επισήμου εγγράφου δέον να αποδεικνύεται», ενώ με το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου παρεσχέθη διετής προθεσμία για την απόκτηση τίτλων και συνεπώς, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του οθωμανικού δικαίου (που ήταν σε ισχύ κατά το προ του 1932 χρονικό διάστημα στη «λοιπή Δωδεκάνησο») και υπό το καθεστώς των οποίων θα κριθεί η κτήση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων πριν από την εισαγωγή στις περιοχές αυτές της ελληνικής επικράτειας για το προ του έτους 1875 χρονικό διάστημα, για την κτήση κυριότητας επί μουλκίων απαιτείτο μόνον η επίκληση και η απόδειξη ενός εκ των τρόπων μεταβιβάσεως των προβλεπόμενων υπό του άρθρου 1248 οθωμανικού ΑΚ και ειδικότερα: α) διά μεταβιβάσεως της κυριότητος από κυρίου εις έτερον καθώς και η πώληση και η δωρεά, β) διά διαθέσεως εις έτερον (π.χ. κληρονομιά) και γ) διά καταλήψεως κοινού πράγματος μη έχοντος κύριο (αδέσποτο), αντιθέτως για το μετά το έτος 1875 χρονικό διάστημα απαιτείτο, αφενός μεν η επίκληση ενός εκ των ως άνω τρόπων, αφετέρου δε η επίκληση τίτλου του τουρκικού κτηματολογίου (ΜΠΡ ΚΑΒ 1708/2006 ΑΡΜ 2010/1656 με αναφορά σε ΜονΠρΚαβ 628/1996 αδημ.).
Όπως αμέσως παραπάνω αναφέρθηκε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1248 (εδ. α΄, β΄) και 1267 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικος καθορίζεται ως τρόπος κτήσεως κυριότητος α) η δια συμβάσεως εν ζωή σύμβαση β) η διαδοχή ετέρου στην κληρονομία και γ) η κατάληψη πράγματος αδεσπότου ("ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 98 σελ. 186).
Αλλά και μετά την έναρξη ισχύος στη Δωδεκάνησο των Ιταλικών Αστικών Κωδίκων, ανεξάρτητα αν με βάση τις διατάξεις τους θα έπρεπε κάθε μεταβιβαστική κυριότητος σύμβαση με ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο να υποβάλλεται σε μεταγραφή (εκτός της περιπτώσεως αποκτήσεως του εγγράφου βεβαίας χρονολογίας πριν την έναρξη ισχύος των εν λόγω κωδίκων -άρθρο 32 παρ. 1 του ΙτΑΚ 1865 και 225 του ΙτΑΚ 1942 βλ. Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 84 σελ. 174), επειδή στη «λοιπή Δωδεκάνησο» (Σύμη, Κάρπαθο, Χάλκη, Καστελλόριζο κλπ) τελικά δεν ετηρούντο βιβλία μεταγραφών προ της εισαγωγής της Ελληνικής Αστικής Νομοθεσίας, διότι στα νησιά αυτά δεν είχε επεκταθεί το κτηματολόγιο, λόγω μη συστάσεως κτηματολογικής επιτροπής και κτηματολογικού γραφείου (άρθρ. 3 του υπ’ αριθ. 139/1929 Δ/τος του Ιταλού Κυβερνήτη, άρθρ. 11 Κτηματολ. Κανονισμού), δεν απαιτείτο για τη κτήση της κυριότητος η μεταγραφή της μεταβιβαστικής συμβάσεως, όπως και επί προϋσχύσαντος Οθωμανικού δικαίου (ενδεικτικά ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ.).
Ειδικά για τη σύσταση προικός στη Δωδεκάνησο και τα εξ’ αυτής αποτελέσματα, θα πρέπει να γίνει ειδική μνεία, διότι:
Κατά τις διατάξεις αφενός των ν. 11, 30 Κωδ. (5, 12), 9 Κωδ. (3.32), 63 Πανδ. (25.1) 24 Πανδ. (25.2), Πανδ. 13 (23.5) και αφετέρου των ν. 15 Κωδ. 5. 12 και 6 Κωδ. (5.11) και Αρμ. Δ 69 και 14 του του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ στη Δωδεκάνησο, για τη ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων, ως προσωπικό δίκαιο, με το υπ’ αριθ. 1854/1925 β.δ. και τα υπ’ αριθ. 14/1930, 200/1931 και 324/1938 διατάγματα του Ιταλού Κυβερνήτη, είχαν δε εφαρμογή ως προς τις προίκες που συστήθηκαν μέχρι 30-12-1947, κατά το άρθρο 78 του ΕισΝΑΚ, εφαρμοζόμενο στη Δωδεκάνησο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α του ειρημένου ν. 510/1947, «η προίκα συνιστάται εγκύρως όχι μόνο εγγράφως [ν. 11, 30 Κωδ. (5, 12), 9 Κωδ. (3.32), 63 Πανδ. (25.1) 24 Πανδ. (25.2), Πανδ. 13 (23.5)], αλλά και αγράφως» [ν. 15 Κωδ. 5. 12 και 6 Κωδ. (5.11) και Αρμ. Δ 69 και 14 ](ΑΠ 1911/1988 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου- Κω σελ. 145, ΕφΔωδ 100/1984 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 6/1 σελ. 33 με αναφορά ως προς την εγκυρότητα της άτυπης προίκας στις ΑΠ 166/1983, ΑΠ 953/1959, Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 89 σελ. 179-180). Ο άνδρας γίνεται κύριος των αδιατιμήτων προικώων ακινήτων (βλ. και ΑΠ 859/1979 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω σελ. 50, ΕφΔωδ 100/1984 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 6/1 σελ. 33 όπου αναφέρεται ότι είναι άκυρη η απαλλοτρίωση συνεστώτος του γάμου του προικώου ακινήτου η από τον προικολήπτη μεταβίβασή του ακόμα και από τη γυναίκα), χωρίς να είναι αναγκαία η καταχώριση σε ορισμένα βιβλία (ΑΠ 1081/1996 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω σελ. 211).
Βεβαίως, για τα ακίνητα τα κείμενα στη Ρόδο, Κω, Λακκί και Ξηρόκαμπου Λέρου, η προίκα που συνιστάται υπέρ της γυναικός προς τον άνδρα και ο οποίος γίνεται κύριος των προικώων ακινήτων, προϋποθέτει την κατά τα άρθρα 53 και 54 του Κτηματολογικού Κανονισμού καταχώριση της περί προικός συμβάσεως στα οικεία κτηματολογικά βιβλία (ΑΠ 859/1979 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω σελ. 50 βλ. και ΕφΔωδ 230/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 4/1 σελ. 54, για την καταχώριση της συμβάσεως προικός στα κτηματικά βιβλία, ακόμα και αυτής που συστήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, που η γνησιότητης των υπογραφών έδει να βεβαιωθεί σύμφωνα με τον εν άρθρ. 53 παρ. 2 τρόπο, επίσης ΕφΔωδ 100/1984 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 6/1 σελ. 33, Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 89 σελ. 180).
Οσάκις λοιπόν δίδεται περιουσιακό αντικείμενο στον άνδρα υπέρ της γυναικός, λόγω προικός, τότε συνιστάται προίκα και αν είναι αδιατίμητος την κυριότητα την αποκτά ο άνδρας (κατά τα ανωτέρω), ενώ δεν συνιστάται προίκα, όταν δίδεται περιουσιακό αντικείμενο στην γυναίκα για να της χρησιμεύσει ως προίκα και την κυριότητα δεν την αποκτά ο άνδρας, αλλά η γυναίκα- βλ. ΕφΔωδ 80/1982 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ τόμος 3 τεύχος 1 σελ. 44ΕφΑθ 495/1981).
Κατά τις ΑΠ 970/2007 και 971/2007 (Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 183/1992, ΑΠ 1536/1987), κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυαν μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (ν. 30 Κ (512) Βασ. 117 (19,2) ν.μον. παρ. 13 Κ (5,13) ν. 13 παρ. 3 Π (23,5) Νεαρ. Λέοντος 20 υπ΄ 22 και Νεαρ. Ιουστιν. 91 κεφ. Α) και οι οποίες κατά το άρθρο 78 Εισ.Ν.ΑΚ. εφαρμόζονται σε προίκες που είχαν συσταθεί προ της ισχύος του ΑΚ, κύριος προικώου αδιατίμητου ακινήτου κατά τη διάρκεια του γάμου είναι ο προικολήπτης σύζυγος, μετά δε το θάνατο αυτού η κυριότητα περιέρχεται αυτοδικαίως στην επιζώσα σύζυγο, χάριν της οποίας η προίκα είχε συσταθεί. Αν ο προικοδότης δεν είναι κύριος ή το προικοσυμβόλαιο έχει κάποιο άλλο εσωτερικό ελάττωμα που αποκλείει την κτήση της κυριότητας, ο προικοδότης δεν καθίσταται κύριος. Επίσης σε περίπτωση θανάτου της υπέρ ης η προίκα συζύγου, το αδιατίμητο ακίνητο από τον θάνατό της αποβάλλει την προικώα ιδιότητά του και εξερχόμενο της κυριότητος του συζύγου προικολήπτη, περιέρχεται στους κληρονόμους της συζύγου ως κληρονομιαίας αυτής περιουσίας (ΑΠ 970/2007 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 183/1992, ΑΠ 1536/1987).
Στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο διακρίνομε δύο είδη διατιμήσεως της προικός, την διατίμηση «ένεκα πωλήσεως» (venditionis causa) και την «ένεκα διατιμήσεως» (taxationis causa).
Διατίμηση ένεκα πωλήσεως υπήρχε, οσάκις ο άνδρας κατά τη λύση του γάμου υπεχρεούτο να επιστρέψει όχι αυτούσια τα προικώα (των οποίων αποκτούσε την κυριότητα), αλλά την αληθή αξία που αναγραφόταν στο προικοσυμβόλαιο, ήτοι την διατίμηση (aestimatio). Στην διατιμημένη «ένεκα πωλήσεως» προίκα, επήρχετο μεταβολή του αντικειμένου της προικός, της οποίας εθεωρούντο όχι τα δοθέντα στον άνδρα πράγματα, αλλά η αναγραφόμενη στο προικοσύμφωνο αξία τους (σαν να είχε μεσολαβήσει πώληση αυτών στον άνδρα και συμφωνία να κρατήσει το τίμημα ως προικώο).
Διατίμηση δε ένεκα διατιμήσεως υπήρχε, οσάκις η αποτίμηση των προικώων (των οποίων ο άνδρας αποκτούσε την κυριότητα) δεν έγινε επί σκοπώ μεταβολής του αντικειμένου της προικός, αλλά για άλλους σκοπούς και δη για να καθοριστεί εκ των προτέρων το ποσό που υποχρεούτο να επιστρέχει ο άνδρας σε περίπτωση καταστροφής των προικώων πραγμάτων από πταίσμα του. Άλλο είδος διατιμήσεως ήταν η από τον συμβολαιογράφο προς επιβολή του τέλους χαρτοσήμου, αλλά αυτή εστερείτο σημασίας από απόψεως αστικού δικαίου.
Κατά την κρατούσα ορολογία, με τον όρο «διατετιμημένη προίκα» καλείται συνήθως η διατετιμημένη «ένεκα πωλήσεως», κάθε άλλη δε προίκα (ήτοι η διατετιμημένη ένεκα διατιμήσεως ή προς επιβολή χαρτοσήμου) καλείται αδιατίμητη (βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ - ΝΟΥΑΡΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ ΕΚΔΟΣΗ 1968 σελ. 134,135, βλ. επίσης ΑΝ. ΤΟΥΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ σελ. 143, 180, 181, 186 για την διατετιμημένη προίκα κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, τις συνέπειες, για την ερμηνεία της θέλησης των συμβαλλομένων περί του αν πρόκειται για διατετιμημένη ή αδιατίμητη προίκα, για την απαγόρευση της εκποιήσεως των αδιατίμητων προικώων ακινήτων, που εκλαμβάνεται υπό την ευρύτερη έννοια, επιτρεπομένης της δια διαθήκης διαθέσεως ή δια δωρεάς αιτία θανάτου, εφόσον δεν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα μεριδούχου, για το επιτρεπτό διαθέσεως των διατετιμημένων προικώων ακινήτων).
Ο θεσμός της χρησικτησίας (δεν ενδιαφέρει ούτε γίνεται ειδική και εκτενής αναφορά ως προς την χρησικτησία με βάση τα άρθρα 63 και 68 του Κτηματολογικού Κανονισμού, για τα ακίνητα Ρόδου, Κω και των περιοχών της Λέρου α) Λακκί = ΑΠ 1081/1996 και β) Ξηροκάμπου = ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, που περιλαμβάνονται στο Κτηματολόγιο Κω) εισήχθη το πρώτον στη «λοιπή Δωδεκάνησο» μετά την εισαγωγή σε αυτή του Ιταλικού ΑΚ/1865 με το 200/31.10.1931 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, από 1.1.1932. Αναγνωρίζεται λοιπόν ο θεσμός της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις του των άρθρων 685, 686, 693, 710, 2105, 2106, 2135 και 2137(ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ. για έκτακτη χρησικτησία, ΕφΔωδ 80/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 1 σελ. 42 επ. για έκτακτη χρησικτησία ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ). Για την τακτική χρησικτησία μετά δεκαετή νομή εφόσον υπάρχει καλή πίστη και νόμιμος τίτλος -άρθρο 2137- Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 135 σελ. 213 και 214, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.). Για την τακτική χρησικτησία η κληρονομική διαδοχή δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο (όπως και με τον ΙτΑΚ 1942) για τη θεμελίωση της κτήσεως αυτής (Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 135 σελ. 214). Για την έκτακτη χρησικτησία, από το συνδυασμό των διατάξεων 685, 686, 2105, 2106, και 2135 του Ιταλικού ΑΚ/1865, προκύπτει ότι ο έχων στη συνεχή, όχι διακεκομμένη δημόσια, ειρηνική, αναμφίβολη νομή αυτού ακινήτου με διάνοια κυρίου, αποκτά επ’ αυτού εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας μετά την πάροδο τριάντα ετών (κτητική παραγραφή, βλ. ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω κτητική παραγραφή τυγχάνει εφαρμογής και επί ακινήτων ανηκόντων στην ιδιωτική περιουσία του κράτους κατά το άρθρο 2114 του Ιταλικού ΑΚ/1865, διάταξη η οποία είναι αντίθετη προς τη ρύθμιση του άρθρου 63 εδ ε’ του Κτηματολογικού Κανονισμού, κατά την οποία δεν επιτρέπεται η σε βάρος των δημοσίων περιουσιακών (ιδιοκτήτων) κτημάτων παραγραφή της πλήρους ή της ψιλής κυριότητας ως προς τις γαίες «μιρί» ή «εραζί-εμιριέ» (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω διάταξη του κτηματολογικού κανονισμού όμως, ως εκ της θέσεώς της στο άρθρο 63 αυτού, που προβλέπει την δεκαπενταετή κτητική παραγραφή «από της γενόμενης καταγραφής», δεν τυγχάνει εφαρμογής στη «λοιπή Δωδεκάνησο» (Κάρπαθο, Σύμη, Χάλκη, Πάτμο κλπ), όπως και οι λοιπές διατάξεις του κτηματολογικού κανονισμού πλην των άρθρων 1-8 αυτού, αφού ουδέποτε έλαβε χώρα κατάρτιση κτηματολογίου και συνεπώς καταγραφή των ακινήτων σε αυτό και ίδρυση κτηματολογικών γραφείων στη νήσο αυτή (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).
Στη συνέχεια ως προς το ζήτημα της χρησικτησίας μετά την εφαρμογή του Ιταλικού ΑΚ/1942 από 21.4.1942 με το 170/1942 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, ο οποίος αναγνωρίζει το θεσμό της τακτικής χρησικτησίας (άρθρο 1159 Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 135 σελ. 214, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.) ως προς την έκτακτη χρησικτησία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 1140 και 1158 του Ιταλικού ΑΚ/1942, από τις οποίες προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας επί πράγματος μετά την πάροδο εικοσαετίας στην φυσική εξουσία του πράγματος από το νομέα αυτού, οποίος ασκεί επί του πράγματος με διάνοια κυρίου, δραστηριότητες που ανταποκρίνονται προς την ενάσκηση της επ’ αυτού κυριότητας (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 192, Κ. Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος 1ος σελ. 562, ΑΠ 147/1962 ΝοΒ 10/717, ΑΠ 492/1956 ΝοΒ 5/122, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ. κατά την οποία τα 20 έτη νομής υπολογίζονται από 28-10-1941, αφ’ ης το περί κυριότητος κεφάλαιο του Ιταλικού Α.Κ. του έτους 1942 άρχισε να ισχύει δυνάμει του υπ’ αριθ. 308/1941 διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη, ΕφΔωδ 80/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 1 σελ. 42 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία).
Τέλος, μετά την έναρξη της ισχύος του Ελληνικού ΑΚ στη Δωδεκάνησο από 30.12.1947 (άρθρο 2 παρ.1 στοιχ. Α’ Ν. 510/1947), εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1045 και 974 ΑΚ, από τις οποίες προκύπτει ότι αυτός που έχει τη φυσική εξουσία επί του πράγματος με διανοία κυρίου (νομή) και ασκήσει αυτή για χρονικό διάστημα είκοσι ετών, καθίσταται κύριος αυτού με έκτατη χρησικτησία (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Θεοδωρόπουλος, σελ. 214, ΑΠ. 899/1981, ΝοΒ 30,449, ΑΠ 1491/1984 ΝοΒ 33, 1009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1966/1988 ΝοΒ 37.1042, ΑΠ 1491/1984 ΝοΒ 33.1009, ΑΠ 899/1981 ΝοΒ 30.499, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Εν όψει όμως του ότι το οθωμανικό δίκαιο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αναγνωρίζει το θεσμό της χρησικτησίας, χρόνος νομής που διανύθηκε, όταν ίσχυε το οθωμανικό δίκαιο, ήτοι πριν την 1-1-1932, δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας στη Δωδεκάνησο (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 192, Κ. Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος 1ος σελ. 562, ΑΠ 147/1962 ΝοΒ 10/717, ΑΠ 492/1956 ΝοΒ 5/122, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡ MOYZAK 32/2009 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1741/2002 Δνη 44 1587, ΑΠ 416/1963 ΑρχΝ ΙΔ. 650, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου 1989, παρ. 244. 5, σελ. 562 - άρθρα 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα και το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 64 και 64 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αν ο χρόνος χρησικτησίας του Αστικού Κώδικα είναι συντομότερος από το χρόνο του έως τώρα δικαίου, από την εισαγωγή του Κώδικα υπολογίζεται ο συντομότερος και αρχίζει από την εισαγωγή του. Σε περίπτωση όμως που ο χρόνος χρησικτησίας του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο χρόνο του Κώδικα, η χρησικτησία συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος του έως τώρα δικαίου (βλ. και ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, όπως γίνεται δεκτό, αν κάποιος στη λοιπή Δωδεκάνησο καταλάβει και καλλιεργήσει δημόσια γη οποτεδήποτε πριν από την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατή απ’ αυτόν η κτήση πλήρους κυριότητας του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ιταλικού ΑΚ/1865, του Ιταλικού ΑΚ/1942 και του Ελληνικού ΑΚ, διότι από την 1-1-1932, οπότε αρχίζει να τρέχει ο χρόνος χρησικτησίας, μέχρι της 10-1-1949, που εισάγεται το πρώτον στη Δωδεκάνησο με το από 3-12-1948/10-1-1949 Δ. Διάταγμα, ο ΑΝ 1539/1938, ο οποίος απαγορεύει την παραγραφή κάθε δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 και 2 αυτού, δεν συμπληρώνεται σύμφωνα και με τις περί τούτου διατάξεις των άρθρων 64 και 65 του ΕισΝΑΚ, ο αναγκαίος χρόνος στη νομή του πράγματος (ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Βεβαίως η κτήση κυριότητας κατά του Δημοσίου με χρησικτησία για τα ακίνητα Ρόδου, Κω Λακκί και Ξηρόκαμπου Λέρου, ρυθμίζονται από τον ισχύοντα Κτηματολογικό Κανονισμό.
Είναι όμως δυνατή (στη λοιπή Δωδεκάνησο), όπως γίνεται δεκτό, με βάση το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» της 7 Ραμαζάν 1274, άρθρο που αφορά κτητική παραγραφή και έχει εφαρμογή μόνο για τις δημόσιες γαίες, στη βάση της λογικής ότι οι δημόσιες γαίες (εραζί εμιριέ) είναι το δεδομένο και σύνηθες (και όχι το εξαιρετικό) στη «λοιπή Δωδεκάνησο» κατά τις διακρίσεις του Οθωμανικού δικαίου (ενώ για τη χρησικτησία μουλκίων στη «λοιπή Δωδεκάνησο» εφαρμόζονται οι διατάξεις των Ιταλικών Αστικών Κωδίκων, μια και, όσον αφορά τις διατάξεις του Ιταλικού ΑΚ/1865, στο άρθρο 1 παρ. 1 του 200/31.10.1931 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη, με το οποίο εισήχθη ο ανωτέρω Κώδικας, ορίζεται ότι οι διατάξεις τούτου επεκτείνονται, εφόσον συμβιβάζονται με την τοπικήν έννομον τάξιν και δεν έχουσι καταργηθεί υπό Κυβερνητικών Διαταγμάτων ρυθμιζόντων την αυτήν ύλην, όσον αφορά δε τις διατάξεις του Ιταλικού ΑΚ/1942, στο μόνο άρθρο του 170/1942 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη, με το οποίο εισήχθη ο ανωτέρω Κώδικας, ορίζεται ότι η επέκτασις του ως άνω Κώδικος γίνεται «εφόσον το κείμενον αυτού είναι εφαρμοστόν»), στο οποίο άρθρο δεν αναγράφεται αν αφορά παραχωρημένες γαίες, όπως το άρθρο 68 του Κτηματολογικού Κανονισμού, η απ’ αυτόν κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), εφόσον αυτός συμπλήρωσε δεκαετία στην καλλιέργεια της δημόσιας γης μέχρι την 10-1-1949, αφού μετά την ως άνω ημερομηνία τυγχάνει ωσαύτως εφαρμογής το άρθρο 4 παρ. 2 του ΑΝ 1539/1938 και αποκλείεται η συμπλήρωση της τυχόν μη εισέτι συμπληρωθείσης δεκαετίας στην καλλιέργεια του ακινήτου για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΑΠ 1602/1991 Ελλ.Δ/νη 34.329, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Η κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) είναι δυνατή, όπως επίσης γίνεται δεκτό, και μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογικού Κανονισμού και μάλιστα όχι μόνο στις ήδη παραχωρηθείσες σε ιδιώτες δημόσιες εκτάσεις κατά τη σύνταξη του Κτηματολογίου, αλλά και στις μη παραχωρηθείσες δημόσιες εκτάσεις (ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ), όπως είναι όλες οι εκτάσεις στη Δωδεκάνησο όπου δεν έλαβε χώρα κατάρτιση κτηματολογίου, όπως η Σύμη, η Κάρπαθος κλπ, αφού δεν υπήρχε λόγος να μη συνεχισθεί το ίδιο καθεστώς όπως και προηγουμένως και τούτο διότι το δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) των ιδιωτών επί δημοσίων γαιών στη νήσο Σύμη (την Κάρπαθο, Χάλκη κλπ.) θα καταγράφονταν επ’ονόματι αυτών, με την προσαγωγή των τίτλων αυτών (ταπίων) ή με την αναγνώριση του ως άνω δικαιώματος κατά τις εργασίες ταξινομήσεως των ακινήτων από τα συντάσσοντα το κτηματολόγιο όργανα σύμφωνα με το άρθρο 4 εδ. δ’ και ε’ του Κτηματολογικού Κανονισμού κατά την κατάρτιση του Κτηματολογίου και στην Χάλκη, Καστελλόριζο κλπ, η οποία δεν έγινε τελικά, με παραχώρηση δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) σε ιδιώτες επί δημοσίων γαιών από τον Κυβερνήτη, που μπορούσε να γίνει οποτεδήποτε (άρθρο 4 εδ. στ’ του Κτηματολογικού Κανονισμού, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΑΠ 1602/1991 Ελλ. Δ/νη 34.329, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Φαίνεται από τα παραπάνω να ακολουθείται η λογική, κατά την άποψή μας εσφαλμένα, ότι οι δημόσιες γαίες (εραζί εμιριέ - αρζί μιρί) είναι το δεδομένο και σύνηθες στη «λοιπή Δωδεκάνησο» κατά τις διακρίσεις του Οθωμανικού δικαίου.
Τέλος, με το άρθρο 9 του Ν. 2100/1952 «Περί συστάσεως Οργανισμού ακινήτου περιουσίας του Δημοσίου εν Δωδεκανήσω και ρυθμίσεως κτηματικών τινών υποθέσεων της αυτής περιφερείας», ορίσθηκε ότι «1. Το δικαίωμα κυριότητας του Δημοσίου επί κτημάτων εν Δωδεκανήσω, υπαγομένων εις την κατηγορίαν των Δημοσίων Γαιών (εραζί-εμιριέ) αποσβέννυται, οι δε έχοντες δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί τοιούτων κτημάτων αποκτώσι την πλήρη κυριότητα επ’αυτών, αυτοδικαίως δυνάμει του παρόντος και άνευ άλλης τινός διατυπώσεως. Ειδικώς δια τα κτήματα των περιφερειών των κτηματολογίων Ρόδου και Κω, το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα κυριότητας περιέρχεται εις τα πρόσωπα, επ’ονόματι των οποίων φέρονται εγγεγραμμένα τα κτήματα εν τοις κτηματολογίοις, ως και εις τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους αυτών κατά περίπτωση. 2. Αι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουσιν εφαρμογή μόνο ως προς τους προ της ενάρξεως της καταρτίσεως των κτηματολογίων Ρόδου και Κω έχοντας δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) και διατηρούντας εξακολουθητικώς τούτο μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου ή τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους των». Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, όπως γίνεται δεκτό, οι καλλιεργούντες δημοσίας γαίας (αγρούς) στη λοιπή Δωδεκάνησου (Σύμη, Κάρπαθο, Χάλκη κλπ), στη βάση της λογικής ότι υπάρχουν, για μία δεκαετία πριν από την έναρξη εφαρμογής του ΑΝ 1539/1938, ήτοι πριν την 10-1-1949, έχουν καταστεί κύριοι των ακινήτων αυτών, διότι το κτηθέν από αυτούς με βάση το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) έχει τραπεί σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας αυτών και μάλιστα για τα εκτός Ρόδου και Κω ακίνητα, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, δηλαδή, χωρίς εγγραφή στο Κτηματολόγιο, όπως την Σύμη (Κάρπαθο κλπ) όπου δεν έχει καταρτιστεί κτηματολόγιο, σε αντίθετη με τα ακίνητα που κείνται στη Ρόδο και στην Κω, όπου έχει καταρτισθεί κτηματολόγιο και απαιτείται η διατύπωση της εγγραφής τούτων, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν.2100/1952, μετά την απόσβεση του δικαιώματος της ψιλής κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο απέκτησε όλη την ακίνητη περιουσία του Ιταλικού Κράτους στη Δωδεκάνησο με το άρθρο 1 του παραρτήματος ΧΙV της από 10-2-1947 συνθήκης ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947 (βλ. Εφ.Δωδ. 13/2007 ΝΟΜΟΣ, 270/2005 ΝΟΜΟΣ, 319/2005 ΝΟΜΟΣ 188/2005, 355/2002, 103/1999, 220/1997 και 164/1996, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).
Από της εισαγωγής του ΑΚ στη Δωδεκάνησο εφαρμόζονται ως προς τις προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας (πλην του χρόνου για τα ακίνητα Ρόδου, Κω και των περιοχών της Λέρου Λακκί και Ξηροκάμπου) οι περί εκτάκτου χρησικτησίας διατάξεις του ΑΚ (ΟλΑΠ 188/1980 ΔΝΕ Τεύχ. 2 σελ. 115 = ΝοΒ 28/1477= ΕΕΝ 1980/485, βλ. και για όλα τα ανωτέρω Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΑΠ 1277/1988 ΕλλΔικ 1999/807, ΑΠ 1166/88 ΕλλΔικ 31/82, ΑΠ 1141/88 ΕλλΔικ 32/329, ΑΠ 1256/89 ΕλλΔικ 32/796, ΕιρΡόδου 1196/1991 ΑρχΝ 44/70, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 400/2005 Δωδ.Νομολ. 2007/367, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ υπό το άρθρο 1045 αρ. 26 σελ. 503, αρ. 63 σελ. 524, 525, ΕφΔωδ 328/2002 Δωδ.Νομ. 2003/653, ΑΠ 1727/1999 ΕΕΝ 2001/361, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1395/1996 ΕλλΔικ 1996/1144= ΕΕΝ 1998/334, ΑΠ 1066/1995 ΕλλΔικ 1996/1610), μεταξύ των οποίων εκείνη του άρθρου 974 ΑΚ, που καθορίζεται η έννοια της νομής, εκείνη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνη του άρθρου 1051 ΑΚ (κατά την οποία εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή, μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου) σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1711 εδ. β, 1820, 1821 και 1846 (ΑΠ 1423/1998 ΕλλΔικ 1999/806, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 292/2003 Δωδ.Νομολ. 2005/379, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 400/2005 Δωδ.Νομολ. 2007/367, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ υπό το άρθρο 1045 αρ. 26 σελ. 503, ΕφΔωδ 328/2002 Δωδ.Νομ. 2003/653, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1395/1996 ΕλλΔικ 1996/1144= ΕΕΝ 1998/334, ΑΠ 1141/1988 ΕΕΝ 1989/548).
Στην ειδική διαδοχή, για να συνυπολογίσει ο χρησιδεσπόζων στη νομή του και τη νομή του δικαιοπαρόχου του, προκειμένου να συμπληρωθεί η 20ετία (ΑΚ) ή η δεκαπενταετία της προβλεπόμενης από το άρθρου 63 του κτημ. κανονισμού έκτακτης χρησικτησίας (1051 ΑΚ), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο δικαίωμα της κυριότητας πάνω στο πράγμα αλλά απλώς διαδοχή στη νομή (Ολομ.ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ολομ.ΑΠ 1594/1979 ΝοΒ 28/1121, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κ. Παπαδόπουλου ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ έκδοση 1989 τόμος Α σελ. 85,86, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 540-541 επ. όπου πλούσια νομολογία). Αυτή επέρχεται κατ’ άρθρο 976 Α.Κ. με άτυπη και αφηρημένη ή αναιτιώδη (ακόμη και αν πρόκειται για νομή πάνω σε ακίνητο) σύμβαση, η οποία έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που είχε αυτός που μεταβιβάζει και παραδίδει το πράγμα (Ολομ.ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κ. Παπαδόπουλου ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ έκδοση 1989 τόμος Α σελ. 86, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 538 επ. όπου πλούσια νομολογία). Αν πρόκειται για κληρονόμο, αυτός αποκτά τη νομή του κληρονομουμένου από του χρόνου της επαγωγής της κληρονομίας και αν ακόμα δεν απέκτησε φυσική εξουσία πάνω στα κληρονομιαία πράγματα (ΑΠ 297/79 ΕΕΝ 46, 288 και Πολ. Πρωτ. Ρόδου 12/1993, ΑΠ 621/72 ΝοΒ 21, 72, ΑΠ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ - ΜΙΧ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ υπό το άρθρο 983 ΑΚ, σελ. 256, ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗ Αναλυτική ερμηνεία ΑΚ υπ`άρθρο 983 σελ.1390, Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 541 αρ. 38 επ. όπου πλούσια νομολογία ). Στην κληρονομική διαδοχή δεν απαιτείται για τη κτήση της νομής ή αποδοχή της κληρονομιάς με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή ή έκδοση κληρονομητηρίου και μεταγραφή του (Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 543 αρ. 14 όπου πλούσια νομολογία και σελ. 541 αρ. 9). Ο νομέας δε δικαιούται να συνυπολογίσει το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του για να επικαλεστεί χρησικτησία εναντίον του ή των κληρονόμων του πριν από τη μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας (Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 543 αρ. 14 όπου νομολογία). Η πλασματική όμως νομή του κληρονόμου προϋποθέτει ότι ο κληρονομούμενος είχε την νομή κατά το χρόνο του θανάτου του (ΕΘ 756/85 Αρμ 40, 677, ΑΠ 1717/1990 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 1991 σελ. 301 ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗ Αναλυτική ερμηνεία ΑΚ υπ`άρθρο 983 σελ.1390). Συνεπώς (όπου ισχύει ο κτηματολογικός κανονισμός) αν αυτή η νομή ήταν κτητική, προσπορίσασα κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία στον μεταβιβάσαντα, η ίδια μεταβιβάζεται και στον αποκτώντα με τα ίδια κτητικά προσόντα ο οποίος στην περίπτωση αυτή δεν προσμετρά αλλά συνεχίζει την ήδη κτητική νομή του δικαιοπαρόχου του, χωρίς να απαιτείται η σχετική συμφωνία να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφεί (ΑΠ 1525/2006 ΧΡΙΔ 2007/436= ΝΟΜΟΣ).
Για τα ακίνητα λοιπόν της Δωδεκανήσου (και δη της Ρόδου, Κω και των περιοχών της Λέρου Λακκί και Ξηροκάμπου), όπου ισχύει ειδικά ο κτηματολογικός κανονισμός ως προς το θέμα κτήσεως κυριότητος με χρησικτησία, ο ειδικός διάδοχος στη νομή (όπως βεβαίως και ο καθολικός διάδοχος), που δεν έχει συμπληρώσει ιδία 15ετή νομή (αν ο δικαιοπάροχός του δεν είχε συμπληρώσει δεκαπενταετή νομή) δικαιούται να προσμετρήσει στο χρόνο της νομής του τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του και έτσι να συμπληρώσει την απαιτούμενη δεκαπενταετία (Ολομ.ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ολομ.ΑΠ 1594/1979 ΝοΒ 28/1121, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ).
Δεν μπορεί όμως να επικαλεστεί τον συνυπολογισμό αυτό, προκειμένου να αντιτάξει κυριότητα εναντίον του ίδιου δικαιοπαρόχου του ή εναντίον εκείνου, στον οποίο ο δικαιοπάροχος μεταβίβασε την κυριότητα με σύμβαση, νόμιμα μεταγεγραμμένη (Ολομ. ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 539 αρ. 3 όπου νομολογία, ΑΠ 114/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Όπου βέβαια δεν ισχύει ο κτηματολογικός κανονισμός ως προς την χρησικτησία, επειδή, αφ’ ης συμπληρωθεί η κτητική παραγραφή, όπως προαναφέρθηκε, αποκτάται η κυριότητα και χωρίς μεταγραφή αποφάσεως (ΑΚ 1045, 1121 βλ. Κ. Παπαδόπουλου ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ έκδοση 1989 σελ. 97), ο μεν δικαιοπάροχος που του μεταβίβασε τη νομή με την συμπλήρωση εικοσαετούς νομής γίνεται κύριος και δεν τίθεται θέμα προσμέτρησης, ο δε ειδικός του διάδοχος, αν δεν συμπληρώνει ιδίαν εικοσαετή νομή, τότε μόνο μπορεί να προσμετρήσει στο χρόνο της νομής του τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του και έτσι να συμπληρώσει την απαιτούμενη 20ετία, όταν ο δικαιοπάροχός του δεν είχε συμπληρωμένη 20ετή νομή με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 539 αρ. 2 όπου νομολογία, ΕΙΡΚΑΡΔ 183/2007 ΑΡΧΝ 2008/676 με αναφορά σε ΕφΝαυπλ 555/1995 ΕλλΔνη 1996 σελ. 371, ΠΠρΡεθ 51/2003 αδημοσίευτη, ΜΠρΡεθ 62/2003 de lege 2005.1051, ΕιρΚυπ 47/1999 ΑρχΝ 2000. 133, Μελέτη του Κυριάκου Γεωργίου "Διαχείριση ενίων ισχυρισμών των διαδίκων της διεκδικητικής αγωγής από απόψεως ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου" στην ΕλλΔνη 2003, σελ. 1211-1224). Δηλαδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1051 του ΑΚ, για να συνυπολογίσει ο δικαιοδόχος στη νομή του αυτή του δικαιοπαρόχου του, προϋποτίθεται ότι ο τελευταίος (=ο προκάτοχος) χρησιδέσποζε στο πράγμα για χρονικό διάστημα μικρότερο της εικοσαετίας ή δεκαετίας, ήτοι χωρίς ποτέ να γίνει κύριος του πράγματος, οπότε στη θέση του θα χρησιδεσπόσει ο ειδικός ή καθολικός του διάδοχος, προκειμένου να συμπληρωθεί στο πρόσωπό του ο υπόλοιπος χρόνος της χρησικτησίας και να γίνει αυτός κύριος πρωτοτύπως.
Όπως όμως ήδη δέχεται η νομολογία των δικαστηρίων μας, γαίες φύσης «εραζί-εμιριέ ή αρζί-μιρί», δηλαδή δημόσιες γαίες, όπως και το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών (τεσσαρούφ), από της εποχής του Τούρκου κατακτητή Σουλτάνου Σουλεΐμάν (1522 μ.χ.) μέχρι την ισχύ του ν. 2100/1952 (26.4.1952) δεν υπήρξαν ποτέ στα Δωδεκάνησα (τα οποία ελέγοντο πριν το 1912 Νότιες Σποράδες) εκτός της Ρόδου και της Κω, που ο τούρκος κατακτητής τις είχε κυριεύσει με τη «σπάθη και το δόρυ». Στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου (όπως είναι η Σύμη η Κάρπαθος, η Πάτμος, Χάλκη κλπ), που δεν ήταν «δορυάλωτα», δηλαδή δεν είχαν κατακτηθεί με τα όπλα, ο τούρκος κατακτητής Σουλεΐμάν ο Μεγαλοπρεπής, όχι μόνο δεν δήμευσε γη, αλλά παραχώρησε δικαιώματα, με αποτέλεσμα όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών να ανήκουν στους ιδιοκτήτες τους (στις ιδιοκτησίες τους) ως «γαίες μούλκ» (βλ. Αχιλ. Κωνσταντινίδη «Αρζί-μιρί και Ιστορία» Δωδ.Νομ. Επιθ. Τόμος 6ος, σελ. 1 επόμ., Γ. Παντελιδη «Η απόσβεση της ψιλής κυριότητας του Δημοσίου επί των παραχωρημένων δημοσίων γαιών» Δωδ.Νομ. Επιθ. τόμος 5ος σελ. 79 επ. Αλεξ. Καρανικόλα «Τα Συμιακά» τόμος Δ, σελ. 2 ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, Εφ.Δωδ. 188/2005, ΕφΔωδ 103/1999, ΕφΔωδ 220/1997, Εφ.Δωδ. 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, βλ. επίσης ΜΠΡ ΜΥΤΙΛ 219/1999 ΑΡΧΝ/2001/64 = ΝΟΜΟΣ, για τα Δωδεκάνησα πλην Ρόδου (Κω;) Γιάννη Παπαγιάννη επ. Νομικό Σύμβουλο του Κράτους ΔΑΣΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ σελ. 100, για τη νήσο Λέσβο όπου οι γαίες ήσαν ιδιόκτητες φορολογούμενες, μια και η νήσος δεν ήταν «δορυάλωτος», αλλά και για τις Κυκλάδες Γνωμοδότηση Λάμπρου Ι. Κιτσαρά ΧριΔ Γ/2003 σελ. 747 επ., Γιάννη Παπαγιάννη επ. Νομικό Σύμβουλο του Κράτους ΔΑΣΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ σελ. 278, Π. Κασίμη, Εθνικαί Γαίαι εν Κιτσικ. Πανδέκτης Α.Δ. τόμ. Α σελ. 703, Αγ. Σταυρόπουλου τόμ. Γ, σελ. 2436, ΓνωμΝΣΚ 293/1952, ΑΠ 404/1958 ΝοΒ 6/1122, για τις Σποράδες και Κυκλάδες ΜΠΡ ΒΟΛ 313/2009 ΑΡΜ 2009/1513 = ΝΟΜΟΣ, για Κυκλάδες και ειδικά την Σαντορίνη ΠΠΡ ΝΑΞ 62/2004 ΧΡΙΔ 2005/825 = ΝΟΜΟΣ, για τις Κυκλάδες και ειδικά τη Σύρο ΕΦΑΙΓ 195/2003 ΑΡΧΝ 2004/337 = ΝΟΜΟΣ, για τη Σάμο Γιάννη Παπαγιάννη επ. Νομικό Σύμβουλο του Κράτους ΔΑΣΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ σελ. 100).
Οι παραπάνω τόσο σημαντικές παραδοχές του Εφετείου Δωδεκανήσου, για ένα τόσο κρίσιμο θέμα, που αφορά την ιδιοκτησία των κατοίκων της «μη δορυάλωτης» Δωδεκανήσου, που αποκατέστησε τα «πράγματα» μετά από πολύ καιρό, συμπορευόμενες ιστορικά με την αλήθεια, αφού ο Οθωμανός κατακτητής άφησε ανέγγιχτη αυτή την ιδιοκτησία, θα πρέπει να επιβεβαιωθούν και από τον Άρειο Πάγο, στον οποίο ήδη πολύ καθυστερημένα φέρονται κάποιες υποθέσεις με σχετικό αντικείμενο, ο οποίος και θα πρέπει να επιλύσει πολλά και σημαντικά επιπρόσθετα θέματα, κάτι που δεν έγινε με την υπ’ αρθ. 1817/2011 απόφασή του.
Αυτή η λογική για το ιδιοκτησιακό καθεστώς ακολουθείται και για άλλες μη δορυάλωτες από τους Οθωμανούς περιοχές της Ελλάδος, όπως οι Κυκλάδες κλπ. [βλ. για τις Κυκλάδες ΑΠ 1810/2009 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ = Δ/ΝΗ 2011/90, κατά την οποία οι διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3- 22/1.2. 1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος», τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16.6.1830 και 1/7 (19-8) 1830, της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, δια των οποίων περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, δικαιώματι πολέμου, οι αναφερόμενες σε αυτά γαίες, δεν εφαρμόζονται επί των κειμένων στα νησιά των Κυκλάδων γαιών, διότι είναι πασίγνωστο ότι κατά της εποχή της τουρκοκρατίας, οι Κυκλάδες απετελούντο στο σύνολο τους από ιδιωτικές γαίες καθαρός ιδιοκτησίας. Και τούτο διότι τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματι πολέμου αλλά ειρηνικά κατόπιν συνθηκών συναφθεισών μεταξύ των μέχρι τότε Γενουατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίσθηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ως ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» κατηγορία των καθαρός ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και δη κατά πλήρη κυριότητα, υπό τον όρο όμως καταβολής εγγείου φόρου. Κατά συνέπεια, τα ακίνητα των νήσων αυτών μη εξουσιαζόμενα πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο ουδέ κατεχόμενα από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχήν του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 7.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης (ΑΠ 200/1934, ΑΠ 466/1957), για τις οποίες μάλιστα Κυκλάδες, η τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου καλείται να λύσει κρίσιμα θέματα, μετά την παραπομπή σ’ αυτήν συγκεκριμένων λόγων αναίρεσης με την υπ’ αριθ. 454/2011 απόφαση,
ΙV.- ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ αυτής της μελέτης, αφού γίνει μια συνοπτική γενική επισκόπηση της νομολογίας και βιβλιογραφίας για τα εν λόγω θέματα και στη λοιπή ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα - δορυάλωτη και μη (κάτι που θα βοηθήσει στην προσέγγιση του ζητήματος), θα τεθούν ερωτήματα που χρήζουν απαντήσεως και θα διατυπωθούν οι απόψεις μας, ειδικά για θέματα που εμφανίζονται στην «πρακτική» μιας αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών και κυρίως μεταξύ ιδιωτών και δημοσίου σε σχέση με ακίνητα που κείνται στη «λοιπή Δωδεκάνησο», αφού οι διατάξεις του πρωτοκόλλου της 3-22/1-2-1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16-6-1830 και 1/7/19-8-1830, της από 3-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, του νόμου της 21-6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων" (ο οποίος όριζε στο άρθρο 16 ότι «όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, η τα εγκαταλελειμένα υπό των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το δημόσιο»), με τις οποίες στο Ελληνικό Δημόσιο περιήλθαν, ως εθνική γη (δικαιώματι πολέμου), συγκεκριμένες γαίες και θεσπίστηκε "αμάχητο τεκμήριο κυριότητας" υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, οι διατάξεις του αρθρ. 1 του β.δ. της 3/15 Δεκεμβρίου 1833 "περί ορισμού του φόρου βοσκής και του διά τα Εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834 για χορτολιβαδικές εκτάσεις, με τις οποίες θεσπίστηκε ανάλογο αμάχητο τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Δημοσίου, ούτε το άρθρο 2 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938 σε σχέση με τα αδέσποτα, οι διατάξεις του από 17 Νοεμβρίου 1836 β.δ/τος περί ιδιωτικών δασών, άλλες Συνθήκες, οι διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του Α.Κ. χρόνο, οι διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου με τις οποίες το ακίνητο γινόταν αδέσποτο και αυτές που αποκτούσε κυριότητα ο καταλαμβάνων αδέσποτο, αυτές που απαγόρευαν την τακτική χρησικτησία κατά του Δημοσίου, αυτές που ίσχυσαν για τη λοιπή Ελλάδα και καθόριζαν την έννοια του δάσους και όχι για τα δάση στα λοιπά Δωδεκάνησα για το χρόνο πριν την εισαγωγή της αστικής κλπ νομοθεσίας σ’ αυτά και καθόριζαν τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Δημοσίου στα δάση, στα οποία μάλιστα λοιπά Δωδεκάνησα η έννοια του δάσους κατά το διάστημα πριν την απελευθέρωση και με βάση το προϊσχύσαν δίκαιο αποτελεί μέγα πρόβλημα για τα δικαστήρια όταν είναι ζητούμενο αυτό το γεγονός και η κρίση περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας τους, όταν συνεπάγεται έννομες συνέπειες κατά περίπτωση, μπορεί να οδηγήσει σε πλημμελή απόφαση), δεν είναι δυνατόν να ίσχυαν για τη «λοιπή Δωδεκάνησο», που τελούσε, όπως προαναφέρθηκε, μέχρι το 1912 υπό την Οθωμανική Κυριαρχία, στη συνέχεια από 5-5-1912 μέχρι 6-8-1924 υπό την στρατιωτική Ιταλική κατοχή και εντεύθεν μέχρι την 13-9-1943 υπό την Ιταλική Κυριαρχία, από 13-9-1943 έως 15-9-1945 υπό την Γερμανική Κατοχή και από 15-9-1945 έως την 31-3-1947 υπό την Βρετανική Κατοχή;
Βασικά ερωτήματα θα είναι: 1] Η νομική φύση του ακινήτου αποτελεί την αφετηρία για να καταλήξομε, μέσα από ένα πλέγμα κανόνων δικαίου, που ίσχυσαν πριν την απελευθέρωση, στο επικαλούμενο από τον διάδικο δικαίωμα. Μάλιστα κατά το άρθρο 20 του Κτηματολογικού Κανονισμού η νομική φύση των ακινήτων καθορίζεται υπό των κτηματολογικών Οργάνων εν περιπτώσει ελλείψεως οιουδήποτε τίτλου ή συνυπάρξεως τίτλων με διάφορον χαρακτηρισμόν, αλλά δεν επιτρέπεται να αναφέρεται στο έθιμο. Πόσο τελικά σημαντικός είναι ο προσδιορισμός (και πως φθάνομε σ’ αυτόν) της νομικής φύσης ενός ακινήτου, του κείμενου στη «λοιπή Δωδεκάνησο», σύμφωνα με το Οθωμανικό δίκαιο, για να μπορέσει στη συνέχεια το δικαστήριο, σε αναφυόμενη διαφορά, είτε μεταξύ ιδιωτών είτε μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου, να αποφανθεί ως προς το επικαλούμενο από το διάδικο δικαίωμα επί του ακινήτου; Άλλη αφετηρία δεν έχομε αν ένα ακίνητο στη «λοιπή Δωδεκάνησο» ήταν και είναι νομικής φύσεως μουλκ (υπό την έννοια ότι είναι γενικά ιδιόκτητο), έστω και αν αμφισβητείται, κατά τρόπο μη χρήζοντα απόδειξης, ως πασίδηλο γεγονός (ΚΠολΔ 336), κάτι που συμβαίνει αν όλα ανεξαιρέτως τα ακίνητα ήσαν μουλκ κατά το χρόνο της ειρηνικής υποταγής στο Σουλτάνο και τελείως διαφορετική βάση δεν έχομε στην περίπτωση που η νομική φύση του ακινήτου ως μουλκ είναι το ζητούμενο, ως μη πασίδηλο γεγονός;
2] Στη μη «δορυάλωτη» «λοιπή Δωδεκάνησο» το «μη δορυάλωτο» αντιμετωπίζεται κατ’ αρχάς ως πασίδηλο γεγονός ή ως γεγονός χρήζον αποδείξεως;
3] Είναι πασίδηλον ότι όλα τα νησιά της «λοιπής Δωδεκανήσου» αποτελούντο στο σύνολο τους από γαίες καθαρής ιδιοκτησίας; Διατηρήθηκε αυτός ο χαρακτήρας της ιδιοκτησίας και μετά το χρόνο της ειρηνικής υπαγωγής τους στον Σουλτάνο; Ποιο δίκαιο εφαρμοζόταν για τα ακίνητα αυτά; Σε ποια ακίνητα απέκτησε (αν απέκτησε) κυριότητα το Οθωμανικό κράτος και στη συνέχεια το Ιταλικό Κράτος και τέλος ποια ιδιοκτησία απέκτησε το Ελληνικό Δημόσιο κατά διαδοχή του Ιταλικού Κράτους;
4] Ποια η συνέπεια της παραδοχής της άποψης, ότι όλα τα ακίνητα στη «λοιπή Δωδεκάνησο» ήταν ανέκαθεν μουλκ, ότι είναι πασίδηλο αυτό το γεγονός και που οδηγεί «πρακτικά» αυτή η παραδοχή σε σχέση με τα επικαλούμενα από τους διαδίκους δικαιώματα; Αναιρείται η άποψη αυτή, είτε από τις ατέλειες του Κτηματολογικού Κανονισμού, που αφορά μεν όλη τη Δωδεκάνησο, μια και θα έπρεπε να λάβει υπόψη του και αυτή την σημαντική παράμετρο, είτε από την αστοχία (αβλεψία ή άγνοια) του Έλληνα νομοθέτη, μια και στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 9 ν. 2100/1952 φαίνεται να θεωρεί υπάρχουσες και εκτός Ρόδου και Κω δημόσιες γαίες, που όμως δεν υπήρξαν ιστορικά όπως υποστηρίζεται, είτε από την άγνοια και το τραγικό λάθος να γίνει η καταγραφή των ακινήτων στο μη δορυάλωτο νησί της Λέρου και δη στις περιοχές Λακκί και Ξηρόκαμπο με τον ίδιο τρόπο που έγινε στα δορυάλωτα νησιά της Ρόδου και Κω, στις οποίες μη δορυάλωτες περιοχές της Λέρου, μολονότι δεν υπήρχαν γαίες εραζί εμιριέ, καταγράφηκαν χιλιάδες ακίνητα ως «αρζί μιρί» επ’ ονόματι της Ιταλικής Κυβέρνησης των Νήσων του Αιγαίου, με εγγεγραμμένους τιτλούχους «ιδιώτες» κατά παραχωρημένο δικαίωμα «τεσσαρούφ»;
Αναιρείται επίσης από την αστοχία (αβλεψία ή άγνοια του Έλληνα νομοθέτη περί μη υπάρξεως γαιών της κατηγορίας εραζί εμιριέ στη μη «δορυάλωτη» «λοιπή Δωδεκάνησο») καθιέρωσης της διάταξης του άρθρου 62 του ν. 998/1979, με την οποία εισάγεται διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου (με τεράστιες συνέπειες, λόγω του ειδικού προϊσχύσαντος στη λοιπή Δωδεκάνησο καθεστώτος) «επί των πάσης φύσεως αμφισβητήσεων, ή διενέξεων ή δικών μεταξύ του Δημοσίου, είτε ως ενάγοντος είτε ως εναγομένου είτε ως αιτούντος είτε ως καθού ή αίτησις, και φυσικού ή νομικού προσώπου όπερ επικαλείται ή αξιοί οιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματον ή μη, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων ή των εις το άρθρον 74 του άνω νόμου αναφερομένων εδαφών (δηλαδή των δημοσίων χορτολιβαδικών) και κατά την οποία διάταξη το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του, παρά το γεγονός ότι, όπως συνέβη και με την άλλη νησιωτική Ελλάδα (στην οποία δεν υπήρξαν δημόσιες γαίες και επομένως και δημόσια δάση) και οδήγησε τον Έλληνα νομοθέτη στο να εξαιρεθούν από το διαδικαστικό αυτό προνόμιο του Δημοσίου «οι περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των νομών Λέσβου, Σάμου και Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων», τελικά δεν εξαιρέθηκε από το εν λόγω διαδικαστικό προνόμο και η «λοιπή Δωδεκάνησος»;
Αναιρείται επίσης από την ύπαρξη ενδεχομένως κάποιου ταπίου με βάση το οποίο παραχωρήθηκε δικαίωμα τεσσαρούφ σε «ιδιώτη»;
5] Μήπως δεν ήσαν όλα τα ακίνητα στη «λοιπή Δωδεκάνησο» μουλκ, μήπως δεν είναι πασίδηλο αυτό το γεγονός, αλλά υπήρξαν και άλλα ακίνητα, που δεν ανήκαν στους ιδιώτες (και κυρίως ανέκαθεν, πριν και κατά την ειρηνική υπαγωγή των νησιών στον Σουλτάνο) και ότι είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται κατ’ αρχάς η «κατοχή», «νομή», «εξουσίαση» των ιδιοκτητών ιδιωτών σ’ αυτά (πριν την ειρηνική υπαγωγή των νησιών στον Σουλτάνο), κάτι απίθανο, για να καταλήξομε (όταν μάλιστα δεν πρόκειται για αστικά ακίνητα και δη από αυτά που συγκαταλέγονται στην κατηγορία των μουλκ τα περιλαμβανόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών που ο ποσδιορισμός της νομικής φύσης τους προκαθορίζεται από το νόμο) στη νομική φύση των ακινήτων ως μουλκ (εφόσον αυτό αμφισβητείται κυρίως από το Δημόσιο) και στη συνέχεια στην επ’ αυτών κυριότητα με συγκεκριμένο νόμιμο τρόπο;
Γιατί να αποκλείεται η ύπαρξη αδέσποτων ακινήτων, που απέκτησαν την ιδιότητα αυτή κατά κάποιο νόμιμο τρόπο; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις που ένα ακίνητο αποκτά την ιδιότητα του αδεσπότου στη «λοιπή Δωδεκάνησο», κατά το χρόνο ισχύος του Οθωμανικού και Ιταλικού δικαίου; Γιατί να αποκλείεται εξ αρχής η ύπαρξη ακινήτων της κατηγορίας μετρουκέ ή μεβάτ; Γιατί να αποκλείεται η αγορά από το Οθωμανικό ή Ιταλικό Δημόσιο ενός ακινήτου από ιδιώτη, η δωρεά προς το Οθωμανικό ή Ιταλικό Δημόσιο, η κτήση με ανταλλαγή, με δήμευση, η κτήση με κληρονομία; Στα «υπόλοιπα» κτήματα, τα μη καθαράς κυριότητος, δεν υπάγονται τα κοινής χρήσεως πράγματα που αποτελούν δημόσια κτήματα και ανήκουν στην Κυβέρνηση της Κτήσεως κατά το άρθρο 3 του Κτηματολογικού Κανονισμού (που ισχύει και για τη «λοιπή Δωδεκάνησο»), όπως και τα κτήματα των περιπτώσεων α, β και γ του άρθρου 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού, τα οποία δημοσιοποιούνται, ακόμα και αν ανήκουν στην κυριότητα ιδιωτών ή κατέχονται από ιδιώτες, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κτηματολογικού κανονισμού; Το δημόσιο δεν κληρονομούσε τους θανόντες άκληρους ιδιοκτήτες των φορολογούμενων γαιών, ήτοι εκείνων που ανήκαν στις ιδιωτικές γαίες και αυτές δεν καθίσταντο πλέον δημόσιες; Στο άρθρο 4 εδ, α΄ του Κτηματολογικού Κανονισμού δεν αναφέρεται ότι είναι δημόσια κτήματα τα περιελθόντα στο Κράτος εκ κληρονομικής διαδοχής;
Και αν υπήρχαν τέτοια κτήματα και, είτε υπήρχαν ανέκαθεν, προ της ειρηνικής υποταγής της «λοιπής Δωδεκανήσου» στον Σουλτάνο, είτε αποκτήθηκαν στη συνέχεια από το Οθωμανικό Δημόσιο με κάποιο νόμιμο για κάθε χρονική περίοδο τρόπο, σύμφωνα με την Οθωμανική νομοθεσία, αυτά τα υπόλοιπα κτήματα, σε ποια κατηγορία υπάγονται από αυτές που προαναφέρθηκαν;
Εκτάσεις, όπως αγροτικές, όμως καθαράς κυριότητος- ιδιόκτητες (μουλκ), που για κάποιο λόγο περιήλθαν στο δημόσιο, μπορούσαν να παραχωρηθούν στη συνέχεια με ταπίο ως δημόσιες πλέον γαίες;
Πώς αποδεικνύεται «πρακτικά» η ύπαρξή τους; Υπάρχει για τα κτήματα αυτά ή δεν υπάρχει τεκμήριο κυριότητος του Δημοσίου;
6] Με ποιο τρόπο αλήθεια θα αποδειχθεί, με ποια «πρακτική», η νομική φύση του ακινήτου ως μουλκ (ότι δηλαδή ήταν ιδιόκτητο) κατά το χρόνο της ειρηνικής υπαγωγής των νησιών στον Σουλτάνο; Είναι εύκολη η απόδειξη, σε τόσο μακρινή χρονική περίοδο, της «εξουσίασης», της «κατοχής», της «νομής» από τον ιδιώτη για να χαρακτηριστεί το ακίνητο ως μουλκ; Και αν αυτό είναι αδύνατο πρακτικά, μπορεί με την επίκληση της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητος κατά το δίκαιο που την αναγνωρίζει ως θεσμό (και για όσα χρόνια καλύπτει αυτή), την οποία αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα δεν είχε αναγάγει σε γενικό τίτλο κτήσης κυριότητος (με εξαίρεση σε ορισμένα θέματα) και το ΒΡΔ και το Οθωμανικό δίκαιο (το Ιταλικό δεν την αναγνώριζε γι’ αυτό θα πρέπει, κατά την άποψή μας, τα 80 έτη να είναι συμπληρωμένα μέχρι την 1-1-1932, ήτοι μέχρι το χρόνο ενάρξεως ισχύος του Ιταλ.ΑΚ/1865) να αποδείξομε την «εξουσίαση» του ιδιώτη στο ακίνητο και αν αυτό το γεγονός της εξουσίασης δεν αρκεί στη «νομική λογική» (δηλαδή δεν καλύπτει από μόνο του στο πλαίσιο εφαρμογής του προϊσχύσαντος δικαίου νόμιμο τρόπο κτήσεως κυριότητος) για τον προσδιορισμό του δικαιώματος πλήρους κυριότητος του ιδιώτη και συνακόλουθα της νομικής φύσης του ακινήτου, γιατί να αρκεί η απόδειξη με μάρτυρες (ευκολότερη πράγματι) και με έγγραφα (ιδιωτικά συμφωνητικά του 1870 ή του 1900) της πραγματικής εξουσίασης ή νομής του ιδιώτη στα ακίνητα και της εξουσίας διαθέσεως που είχαν σ’ αυτά για μια περίοδο από το 1870 και μετέπειτα, αν το ακίνητο δεν ήταν αποδεδειγμένα μουλκ πριν από την περίοδο αυτή;
7] Τα δικαστήρια, σε σχέση με ακίνητα της «λοιπής Δωδεκανήσου» με ποιο νόμιμο τρόπο μπορούν να καταλήξουν στην κρίση τους ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στον ιδιώτη και όχι στο Δημόσιο, απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό του Δημοσίου ότι πρόκειται για δημόσια γαία απλώς και μόνο από το γεγονός ότι είναι αγροτικό ακίνητο;
8] Αρκεί να αντιμετωπίζουν τα δικαστήρια το επίδικο ακίνητο από της ειρηνικής υπαγωγής των νησιών στο Σουλτάνο ως μουλκ, χωρίς απόδειξη, με βάση τη σκέψη ότι αυτό ως ακίνητο της μη δορυάλωτης Δωδεκανήσου είναι μουλκ, ερευνώντας μόνο τον τρόπο κτήσεως κυριότητος του ιδιώτη, όπως θα έκανε σε κάθε διαφορά ιδιωτών, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι αποκλείουν την κτήση κυριότητος από το Δημόσιο στη συνέχεια με κάποιο άλλο νόμιμο τρόπο; Ή μήπως τελικά στη «λοιπή μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο» θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η λογική ότι όλα ανεξαιρέτως τα ακίνητα είναι μουλκ, αλλά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να ερευνώνται και αποδεικνύονται (πώς) τα επικαλούμενα δικαιώματα κυριότητας των ιδιωτών, όπως αντίστοιχα πρέπει να αποδεικνύονται τα δικαιώματα (και ο τρόπος απόκτησής τους) που προβάλλει τυχόν το Δημόσιο;
9] Είναι δυνατόν, χωρίς την επίκληση του «πασίδηλου», να δέχονται τα δικαστήρια, με βάση αποδείξεις που προσκομίζονται και που καλύπτουν συνήθως ένα διάστημα μετά ή λίγο πριν το 1900, ότι το επίδικο ακίνητο ανέκαθεν ανήκε στην κατηγορία των ιδιωτικών (μουλκ) και ότι ουδέποτε υπήρξε δημόσια γαία (εραζί- εμιριέ) ανήκουσα στη κυριότητα είτε του Οθωμανικού, είτε του ιταλικού Δημοσίου;
10] Σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών για ακίνητο κείμενο στη «λοιπή Δωδεκάνησο», νομικής φύσεως μουλκ (είτε πρόκειται για αστικό ακίνητο, είτε για αγροτικό, άγονο ή καλλιεργούμενο, είτε πρόκειται για δάση, δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βοσκότοπους, βραχώδεις εκτάσεις κ.λ.π.), πώς αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο, αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται σε βάρος άλλου ιδιώτη πρωτότυπο τρόπο (την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο;
11] Πώς αντιμετωπίζεται η περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος προβάλλει τον ισχυρισμό (ένσταση) ότι το επίδικο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ή εξαιρούμενο αυτής, διότι ανήκει στο Δημόσιο;
12] Πώς αντιμετωπίζεται αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται σε βάρος άλλου ιδιώτη παράγωγο τρόπο (σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο;
13] Αν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την κυριότητα του προκτήτορα του ενάγοντα και των πριν από αυτόν κτητόρων του επί του επιδίκου ακινήτου, ο ενάγων υποχρεωτικά και σε κάθε περίπτωση θα καθορίσει (αν δεν έγινε ήδη καθ’ υποφορά) και τον τρόπο κτήσης από τα πρόσωπα αυτά της κυριότητος του επιδίκου μέχρις εκείνου που απέκτησε το δικαίωμα κατά τρόπο πρωτότυπο;
14] Θεωρητικά, σε μία δίκη του 1950 ή του 1951, πώς θα μπορούσε να στηρίξει ο ενάγων την κυριότητά του ή των δικαιοπαρόχων (για ακίνητο μουλκ) σε έκτακτη χρησικτησία, αφού από το 1932 και εντεύθεν δεν μπορούσε να συμπληρωθεί κτητική παραγραφή μέχρι το 1950 ή 1951; Μένει απροστάτευτος;
15] Αν όμως ο ενάγων απέκτησε κατά κυριότητα με σύμβαση το επίδικο ακίνητο, επικαλούμενος προίκα (προφορική ή έγγραφη) ή άλλου είδους προφορική ή έγγραφη σύμβαση (αγορά, δωρεά) με συμβαλλόμενο τον ίδιο, που έλαβε χώρα προ της 1-1-1932 και επικαλεστεί επίσης ότι ο προκτήτοράς του απέκτησε το ακίνητο με τέτοιες συμβάσεις, καθώς και οι πριν από αυτόν κτήτορες, είτε επικαλεστεί κτήση με σύμβαση νομότυπη μετά την 1-1-1932 επικαλεστεί δε ότι ο προκτήτοράς του απέκτησε το ακίνητο με έγγραφες ή προφορικές συμβάσεις, καθώς και οι πριν από αυτόν κτήτορες, τότε, σ’ αυτή την περίπτωση, η αμφισβήτηση της κυριότητος των άμεσων δικαιοπαρόχων του ενάγοντα, και των απώτερων δικαιοπαρόχων του θα οδηγήσει το δικαστήριο σε απόρριψη της αγωγής (αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας), επειδή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ο χρόνος κτήσης κυριότητος με έκτακτη χρησικτησία ή το δικαστήριο, εφαρμόζοντας το Οθωμανικό δίκαιο (όπως θα γινόταν αν η διαφορά ελάμβανε χώρα το 1900), κατά το οποίο οι μεταβιβάσεις των μουλκίων (που εξομοιώνονταν με κινητά) γίνονταν και έγγραφα και προφορικά, αλλά και η απόδειξη της κυριότητος γινόταν και με μάρτυρες ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου των συμβάσεων, όπως προαναφέρθηκε, θα κρίνει περί της κτήσεως της κυριότητος του ενάγοντα που έλαβε χώρα προ του 1932 κατά το Οθωμανικό δίκαιο ή περί της κτήσεως κυριότητος αυτού με σύμβαση μεταγενέστερα αφού κρίνει περί την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του που την απέκτησε κατά το ίδιο δίκαιο;
16] Το δικαστήριο, επίσης, ακόμα και αν η κτήση με παράγωγο τρόπο του ενάγοντα έλαβε χώρα κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, πολύ μεταγενέστερα (π.χ. το 1980), εις τρόπον ώστε να μπορούσε να συμπληρωθεί η κτητική παραγραφή για τη κτήση κυριότητος επί του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, μπορεί, χωρίς παραδοχές για κτήση με χρησικτησία του ακινήτου, να αρκεστεί μόνο σε παραδοχές για κτήση κυριότητος με σύμβαση, δεχόμενο με απόδειξη (έγγραφα ή και μάρτυρες) και παρά την αμφισβήτηση της κυριότητος και κτήσης κυριότητος στο επίδικο των δικαιοπαρόχων του ενάγοντα, περί της κτήσεως κυριότητος του δικαιοπαρόχου του, την οποία απέκτησε κατά το Οθωμανικό δίκαιο;
17] Γιατί, εφόσον κατά την γενική δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου που συνάγεται από τα άρθρα 20 έως 22 του ΕισΝΚΠολΔ, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται, κατά κανόνα, βάσει του νόμου που ίσχυε κατά το χρόνο δημιουργίας της αποδεικτέας δικαιολογητικής σχέσης και των αποδεικτέων γεγονότων και εφόσον με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, όπως προαναφέρθηκε, ορίζεται ότι η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος που επήλθε πριν την εισαγωγή αυτού, κρίνεται κατά το δίκαιο το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα, να μη μπορεί το δικαστήριο να δεχθεί αποδεδειγμένη την κυριότητα την κτηθείσα κατά την περίοδο ισχύος του Οθωμανικού δικαίου (όπως θα έκανε την εποχή εκείνη το δικαστήριο), χωρίς να χρειαστεί να προστρέξει (αν αυτό είναι αδύνατο) σε κτήση με χρησικτησία.; Γιατί αυτός ο τρόπος απόδειξης να μη είναι η λύση για το τι είναι μουλκ και τι όχι σε μια διένεξη κυρίως μεταξύ ιδιωτών και δημοσίου, αν δεν θεωρούμε ως πασίδηλον ότι όλα τα νησιά της «λοιπής Δωδεκανήσου» αποτελούντο στο σύνολο τους από γαίες καθαρής ιδιοκτησίας;
18] Γιατί να μη ισχύσει αυτό που συνέβη με το Κτηματολογικό Κανονισμό, κατά τον οποίο η καταγραφή των δικαιωμάτων στα ακίνητα (άρα και στα μούλκια) στηριζόταν σε κύριες και δευτερεύουσες αποδείξεις (βλ. άρθρα 21, 22, 23 και 24 του Κτηματολογικού κανονισμού), ελλείψει δε αποδεικτικών εγγράφων που αποτελούν την κύρια απόδειξη του δικαιώματος, ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου μπορούσε να επιτύχει δευτερεύουσα απόδειξη των δικαιωμάτων επί των ακινήτων δι’ ενόρκου βεβαιώσεως ή δι’ άλλης ισοδυνάμου βεβαιώσεως ή ανακρίσεως ή εξετάσεως κλπ; Μήπως οι αναφερόμενες στα ως άνω άρθρα του Κ.Κ. τελεσίδικες αποφάσεις της Δικαστικής Αρχής που έκριναν το δικαίωμα πλήρους κυριότητος ιδιώτη δεν στηρίζονταν σε έγγραφα και μάρτυρες και όχι στη χρησικτησία που δεν αναγνωριζόταν ως θεσμός;
19] Ποιες μπορούσαν να ήσαν οι κύριες ή δευτερεύουσες αποδείξεις που θα βοηθούσαν το δικαστήριο να δεχθεί τη κτήση από κάποιον (χωρίς χρησικτησία μια και δεν επιτρεπόταν) δικαιώματος κυριότητος σε ακίνητο κατά το Οθωμανικό δίκαιο, παρά την αμφισβήτητηση της κυριότητος του δικαιοπαρόχου του αποκτήσαντος;
20] Σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου για ακίνητο κείμενο στη «λοιπή Δωδεκάνησο», νομικής φύσεως μουλκ (είτε πρόκειται για αστικό ακίνητο, είτε για αγροτικό, άγονο ή καλλιεργούμενο, είτε πρόκειται για δάση, δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, για βοσκότοπους κ.λ.π.), τι συμβαίνει, αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται πρωτότυπο τρόπο (την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο;
Στην περίπτωση αυτή, εφόσον πρόκειται για ακίνητο μουλκ, δεν είναι σαφές ότι θα πρέπει να αποδειχθεί από τον «ιδιώτη» ότι οποτεδήποτε μετά την 1-1-1932 (που επιτρέπεται πλέον η κτητική παραγραφή κατά τον Ιταλικό Αστικό Κώδικα του 1865) και εντεύθεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις κτήσεως του ακινήτου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία κατά το εκάστοτε ισχύον δίκαιο; Δεν θα αρκεστεί στην επίκληση και προσκόμιση εκείνων από τους τίτλους κτήσης του ιδίου και των δικαιοπαρόχων του, οι οποίοι καλύπτουν διάστημα είτε δέκα είτε είκοσι ετών αποδεδειγμένης νομής (προ της συζητήσεως της αγωγής), όση δηλαδή απαιτείται για την κτήση κυριότητος με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία;
Αν το εναγόμενο Δημόσιο προβάλει τον ισχυρισμό (όπως θα μπορούσε να προβάλει και ο εναγόμενος ιδιώτης σε αντιδικία μεταξύ ιδιωτών, στερούμενος μόνο του διαδικαστικού προνομίου του Δημοσίου του αρθρου 62 του ν. 998/1979) ότι το επίδικο ακίνητο (αν δεν συγκαταλέγεται κατά ρητή επιταγή του οθωμανικού νόμου ως αστικό ακίνητο κλπ. στην κατηγορία των μουλκ των περιλαμβανομένων στην παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών), είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ή εξαιρούμενο της χρησικτησίας, διότι ανήκει στο Δημόσιο, ως δημόσια γαία, σύμφωνα με το νόμο, ήτοι με βάση το προαναφερθέν Οθωμανικό δίκαιο (άρθρα 1, 3 επ. του Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» της 7 Ραμαζάν 1274) και τις διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού (άρθρα 1,2,3,4,5 και 8), επί της οποίας δημόσιας γαίας δεν αποκτήθηκε δικαίωμα τεσσαρούφ, μετατραπέν σε πλήρες δικαίωμα κυριότητος κατ’ αρθρο 9 του Ν. 2100/1952, το οποίο ακίνητο, ως δημόσια γαία, θεωρήθηκε αρχικά περιελθόν στο Σουλτάνο κατά την κατάκτηση του νησιού, στη συνέχεια δε αποκτήθηκε από το Ιταλικό Δημόσιο, το οποίο τέλος διαδέχθηκε το Ελληνικό Δημόσιο, υπάρχοντος «τεκμηρίου κυριότητος» υπέρ του Δημοσίου, ο εν λόγω ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, που προϋποθέτει κυριότητα του Οθωμανικού Κράτους για τα ακίνητα, τα κείμενα στη μη δορυάλωτη «λοιπή Δωδεκάνησο», κατά την ανωτέρω λογική και αιτία, είναι αβάσιμος, με τη λογική ότι τα ακίνητα στα νησιά της μη δορυάλωτης «λοιπής Δωδεκανήσου», δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στο Σουλτάνο, αλλά όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών ανήκαν στους ιδιοκτήτες τους ως «γαίες μούλκ» και το Ελληνικό Δημόσιο δεν απέκτησε αυτά τα ακίνητα, ως διάδοχο του Ιταλικού Κράτους;
Αν είναι αβάσιμος ο εν λόγω ισχυρισμός ου Δημοσίου, τότε το Δημόσιο (με την επιφύλαξη μόνο ως προς το Δημόσιο και όχι ως προς τον ιδιώτη του άρθρου 62 του ν. 998/1979 μόνο για τα δάση, τις δασικές εκτάσεις και τις δημόσιες χορτολιβαδικές εκτάσεις, θέματα που θα απαντηθούν) μήπως έχει μόνο τη δυνατότητα και το βάρος απόδειξης της μεταγενέστερης σε σχέση προς το χρόνο της απελευθερώσεως, κτήσης κυριότητας με κάποιον άλλον νόμιμο τρόπο, όπως η απαλλοτρίωση, η αγορά, η δωρεά, η κληρονομία, η ανταλλαγή, η χρησικτησία, η κατάληψη εγκαταλελειμμένου κτήματος υπό τους όρους του άρθρου 34 α.ν. 1539/1938, η παραίτηση του κυρίου από την κυριότητα του ακινήτου με συνέπεια να καταστεί αυτό αδέσποτο, είτε υπό την ισχύ του άρθρου 972 του Αστικού Κώδικα, είτε του προϊσχύσαντος δικαίου, είτε του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ με την ΕισΝΑΚ 53;
21] Τι γίνεται στην περίπτωση που αποδείξει το Δημόσιο ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου (πρώην καθαράς ιδιοκτησίας) του κείμενου στη «λοιπή Δωδεκάνησο» με κάποιο νόμιμο τρόπο (π.χ. αγορά, δωρεά, απαλλοτρίωση, κλπ), οπότε καθίσταται δημόσια περιουσία;
Τι μπορεί να προβάλει ο ιδιώτης, ανάλογα βέβαια με το χρόνο κτήσεως από το Δημόσιο του ακινήτου, εν όψει και του Α.Ν. 1539/1938 και του χρόνου εισαγωγής του στη Δωδεκάνησο (10-1- 1949) και της αδυναμίας συμπληρώσεως κτητικής παραγραφής μέχρι την παραπάνω ημερομηνία για τα ακίνητα μουλκ, για τα οποία δεν επιτρεπόταν κατά το Οθωμανικό δίκαιο η κτήση κυριότητος με χρησικτησία, αλλά μόνο μετά την 1-1-1932 με βάση τους προαναφερθέντες Ιταλικούς Αστικούς Κώδικες, αλλά και ανάλογα με την φύση του ακινήτου πλέον (αν είναι αγρός ή αστικό ακίνητο και δη από αυτά που συγκαταλέγονται στην κατηγορία των μουλκ τα περιλαμβανόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών ή ακίνητο από τα επιτρεπόμενα να χρησιδεσποστούν σύμφωνα με το ν. 3127 της 17/19-3-2003, για να ανατραπεί το δικαίωμα κυριότητος του Δημοσίου και κτήσης κυριότητος από αυτόν;
Με την εφαρμογή ποίων πλέον διατάξεων θα οδηγηθεί ο ιδιώτης σε κτήση κυριότητας επί του ακινήτου σε βάρος του Δημοσίου;
Έχει εφαρμογή το άρθρο 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών (χρησικτησία) και υπό τις προϋποθέσεις του (δεκαετής εξουσίαση και καλλιέργεια), αν πρόκειται για αγρό καλλιεργούμενο, μέχρι την 10-1-1949;
Υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατή η κτήση κυριότητος από ιδιώτη με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αν πρόκειται για ακίνητο από αυτά που επιτρέπεται να χρησιδεσποστούν, με βάση τις νεότερες πλέον διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4 του ν. 3127 της 17/19-3-2003;
22] Αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται στην αγωγή του σε βάρος του Δημοσίου παράγωγο τρόπο (σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο, τι συμβαίνει, αν το εναγόμενο Δημόσιο αμφισβητήσει, όπως προαναφέρθηκε, την κυριότητα του προκτήτορα του ενάγοντα και των πριν από αυτόν κτητόρων του επί του επιδίκου ακινήτου;
23] Σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου για ακίνητο κείμενο στη «λοιπή Δωδεκάνησο», χωρίς να θεωρείται δεδομένη η νομική φύση του ως μουλκ, τι ισχύει;
24] Τι ισχύει όμως σε περίπτωση που η αντιδικία ιδιωτών και Δημοσίου αφορά ακίνητο της «λοιπής Δωδεκανήσου» που είναι δάσος, δασική έκταση ή χορτολιβαδική έκταση; Αν πρόκειται για βραχώδη έκταση;
Τα δάση στη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο είναι ακίνητα μουλκ, είναι μουλκ όπως όλα τα άλλα ακίνητα;
Όπως προαναφέρθηκε, το Οθωμανικό Κράτος εθεωρείτο αποκλειστικός κύριος όλου του εδάφους των χωρών των κατακτηθεισών δια των όπλων. Για τα αστικά ακίνητα και τα καρποφόρα δέντρα παρεδέχετο την κυριότητα μουλκ εις όφελος των υπηκόων, είτε ήσαν Μουσουλμάνοι, είτε αλλογενείς, αλλά για τα αγροτικά ακίνητα παρεδέχετο μόνο την κυριότητα μουλκ, δυνάμει τίτλου και κυριαρχικής παραχωρήσεως ή παρεδέχετο την ωφέλιμη κυριότητα (τεσσαρούφ) στην μορφή της παραχωρήσεως στους υπηκόους, υποκειμένην σε έκπτωση για ελλείπουσα καλλιέργεια του ακινήτου επί τρία ή πλέον έτη, αναλόγως των περιπτώσεων.
Η διάταξη του άρθρου 4 εδ. β του Κτηματολογικού Κανονισμού, κατά την οποία είναι δημόσια περιουσιακά κτήματα και «τα άλση και τα δάση» τα οποία δεν είναι ιδιωτικά βάσει τίτλων νόμιμων και έγκυρων, ισχύει (πλην της Ρόδου και Κω) και για τη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, όπου δεν υπάρχουν δημόσιες γαίες, αλλά γαίες μουλκ, κατά τα προαναφερθέντα;
Η διάταξη του άρθρου 69 του Κτηματολογικού Κανονισμού, κατά την οποία «οι φυσικοί βοσκότοποι, τα άλση και τα δάση θεωρούνται ακαλλιέργητα και αν δεν προκύπτουν εκ τίτλου ισχυρού μουλκ (άρθρο 4 β Κτημ. Κανονισμού), ακολουθούν την ίδια τύχη (άρθρο 69 Κτημ. Κανονισμού), πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, αν εκεί υπάρχουν μόνο ιδιοκτησίες μουλκ;
Τι αξία έχουν για τη «λοιπή Δωδεκάνησο» οι ειδικοί δασικοί οθωμανικοί νόμοι που προαναφέρθηκαν, που καθορίζουν την κατηγορία των δασών σε δημόσια δάση, ιδιωτικά (τύπου κορού), βακουφικά και μπαλταλίκια, που για τα ως άνω ιδιωτικά τύπου «κορού» δάση χωρίς ταπίο δεν νοείται πλέον η κατοχή τους από ιδιώτη, για τα οποία δάση εισάγουν ένα τεκμήριο κυριότητος του Οθωμανικού Κράτους και που στερούν από τον κάθε ιδιώτη τη δυνατότητα να προβάλει οποιοδήποτε δικαίωμα σε βάρος του δημοσίου σε σχέση με ακίνητο που ήταν δάσος κατά το χρόνο που ίσχυσαν οι ως άνω νόμοι;
Εφόσον δεχθούμε την άποψη ότι στη «λοιπή Δωδεκάνησο» κατά τους χρόνους πριν την απελευθέρωση, οι εδαφικές εκτάσεις ήταν ιδιωτικές (εφόσον τις κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν οι ιδιώτες) και σε αυτές ίσχυε το καθεστώς πλήρους κυριότητας (μουλκιέτ) και δεν υπαγόντουσαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, το οποίο δεν είχε ιδιαίτερα δικαιώματα επ’ αυτών, ίσχυαν ως προς αυτές τις ιδιοκτησίες, οι περί ταπίων διατάξεις [βλ. νόμο "περί εγγράφων ταπίων" της 8 Δζεμαγήλ (Δζεμαζιούλ, Τζεμαζί ούλ) Αχίρ 1275 (ήδη έτος 1857), όπως και το άρθρο 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού ή δεν ίσχυαν, επειδή μόνο υπό καθεστώς κυριότητας του Οθωμανικού κράτους επί των ακινήτων της κατηγορίας των δημοσίων γαιών (εραζί εμιριέ), στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα δάση, μπορεί να γίνει λόγος για "ταπί";
Συνεπώς, ειδικά για τα δάση, ο προαναφερθείς Οθωμανικός νόμος περί δασών (άρθρο 1 του νόμου περί δασών της 1 Ιανουαρίου 1285 και οι οδηγίες της 13 Μουχαρέμ 1293, που καθόρισαν τα της εκδόσεως νέων τίτλων, καθόσον δια του άνω νόμου είχε απαγορευθεί ρητά η κατοχή δασών στο εξής άνευ τίτλου επισήμου του Κτηματολογίου, είτε πρόκειται περί Δημοσίου, είτε περί ιδιωτικού (τ. κορού) ή βακουφικού δάσους (όπως και το άρθρο 4 εδ. β του κτηματολογικού κανονισμού), έχουν εφαρμογή στη «λοιπή μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο», εν όψει του ότι οι Τουρκικές αρχές, μη έχουσες δικαιώματα στις περιοχές αυτές, δεν υπήρχε λόγος να εκδώσουν τίτλους, μια και οι κάτοικοί τους μπορούσαν να διαθέσουν ελεύθερα τα κτήματα τους και με προφορική συμφωνία και με ιδιωτικά έγγραφα (για τα βακουφικά μόνο με έγγραφα);
Επομένως για όλα τα δάση υφίσταται με βάση τις διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου στη μη «δορυάλωτη» λοιπή Δωδεκάνησο τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Τουρκικού Κράτους;
Τι είδους τελικά δάση υπήρξαν στη «λοιπή Δωδεκάνησο»; Υπήρξαν, κατά τους ειδικούς Οθωμανικούς δασικούς νόμους, μόνο δημόσια δάση, ιδιωτικά (τύπου κορού), βακουφικά και μπαλταλίκια; Ή βασικά υπήρξαν δάση καθαράς ιδιοκτησίας (μουλκ), που δεν έχουν καμία σχέση με τα προαναφερθέντα ιδιωτικά δάση (τύπου κορού), τα οποία, ως ιδιόκτητες γαίες (μουλκ) ανήκαν στους κατέχοντες, νομείς και εξουσιάζοντες αυτά ιδιώτες ιδιοκτήτες τους; Και αν κυρίως υπήρξαν τέτοιου είδους δάση, υπήρξαν άλλα δάση που να ανήκαν στο Δημόσιο, δάση που δεν «εξουσιάζονταν» από ιδιώτες (όπως δασώδεις τόποι της κατηγορίας των νεκρών γαιών- μεβάτ);
Ποια είναι η αξία των διατάξεων του άρθρου 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού και η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 106 του νόμου περί γαιών (για τα «αυτομάτως βλαστάνοντα δένδρα» στις ιδιόκτητες γαίες), κατά τις οποίες τα κτήματα «μουλκ» και αν είναι ακαλλιέργητα, άγονα ή αποτελούνται εκ δασών, αλσών, νομών (βοσκότοπων) κλπ παραμένουν στην ελεύθερη κυριότητα των ιδιωτών και υπόκεινται στη δημοσιοποίηση μόνο αν περιλαμβάνουν περιοχές κοινής χρήσεως (αιγιαλό, όρμο, φάρο, οδούς, δρόμους, πλατείες κλπ) που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Κτηματολογικού Κανονισμού; Από το άρθρο 106 του νόμου περί γαιών (σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 30 του ν. περί γαιών) συνάγεται ότι ταπίο δεν νοείται για τα μούλκια, έστω και αν είναι δασικά; Συνάγεται επίσης και ο διαχωρισμός που γίνεται για εκείνα τα δάση που ανήκουν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών και παραχωρήθηκαν με ταπίο, σε σχέση με εκείνα τα δάση που δημιουργήθηκαν σε ακίνητα νομικής φύσεως μουλκ;
Ποια είναι η έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης κατά τις προϊσχύσασες διατάξεις του οθωμανικού δικαίου, υπάρχουν διατάξεις από τις οποίες συνάγεται η έννοια αυτή και ποια παραβίαση ουσιαστικής διάταξης νόμου μπορεί να αποδοθεί στο δικαστήριο κατά την κρίση του για την ύπαρξη ή μη δάσους ή δασικής έκτασης κατά την χρονική περίοδο ισχύος του οθωμανικού δικαίου; Με ποια απόδειξη θα οδηγηθεί το δικαστήριο στην ύπαρξη δάσους κατά τη χρονική περίοδο του 1867 ή του 1875;
Σε αντίθεση με τη λοιπή Ελλάδα, που ίσχυσε για ένα μεγάλο διάστημα μετά την απελευθέρωση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και υπήρξε η δυνατότητα της κτήσεως κυριότητος με έκτακτη χρησικτησία δασικών ακινήτων, κάτι που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί κατά την ισχύ του οθωμανικού δικαίου (διότι στα δάση, ως δημόσιες γαίες, δεν μπορούσε με κτητική παραγραφή κατά το άρθρο 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών να αποκτηθεί τεσσαρούφ), στη «λοιπή Δωδεκάνησο», με την παραδοχή της νομικής φύσης του δασικού ακινήτου ως μουλκ, ενόψει όμως του διαδικαστικού προνομίου του άρθρο 62 του ν. 998/1979 τι γίνεται; Μπορεί ο ιδιώτης να διεκδικήσει και με ποιο νόμιμο τρόπο δάσος από το δημόσιο;
και...
δημόσια ακίνητα. Βακουφικά ακίνητα (διακρίσεις, χρησικτησία) προϊσχύσαντα δίκαια. Χρησικτησία. Διενέξεις..
μεταξύ ιδωτών. Εμπράγματες αξιώσεις του δημοσίου στα νησιά της μη δορυαλωτής Δωδεκανήσου. Χρησικτησία κατά δημοσίου. Προνομιακή μεταχείριση δημοσίου. Τεκμήρια κυριότητος. Διαδικαστικά προνόμια για δάση. Δασικές εκτάσεις και δημόσιες χορτολιβαδικές εκτάσεις. Εξαιρέσεις. Διένεξη του Δημοσίου με ιδιώτες. Διένεξη και για βραχώδεις εκτάσεις. Γενική επισκόπηση της νομολογίας για τα θέματα αυτά και στη λοιπή ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα και ειδικά στις Κυκλάδες, ως συγκριτική βάση για τη θέση που υποστηρίζουμε. Μελέτη του Παντελή Δ.Αποστολά, Δικηγόρου Ρόδου, δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ σε πλήρες κείμενο.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ:
Ι.- Η μακρόχρονη Ξένη Κυριαρχία στη Δωδεκάνησο (Οθωμανική Κυριαρχία, Ιταλική Στρατιωτική Κατοχή και Κυριαρχία, περίοδος Γερμανικής Κατοχής, Βρετανικής Κατοχής), επέβαλε (ή διατήρησε) την ισχύ διαφόρων δικαίων μέχρι και την απελευθέρωσή της και την προσάρτησή της στη Μητέρα Ελλάδα, αλλά ακόμα και μετά την απελευθέρωσή της και την προσάρτησή της διατηρήθηκε, πέραν των άλλων, ως τοπικό δίκαιο ο Κτηματολογικός Κανονισμός (132/1929 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη), με αποτέλεσμα πολλές φορές να καθίσταται δυσχερής η ερμηνευτική προσέγγιση του ισχύοντος για κάθε περίπτωση δικαίου, ένα πρόβλημα δε που πρακτικά αρχίζει να εμφανίζεται στις σχέσεις μεταξύ πολιτών και δημοσίου είναι η παρά του δημοσίου έγερση ιδιοκτησιακών αξιώσεων σε ακίνητα κείμενα στη «λοιπή Δωδεκάνησησο» (δηλαδή αυτή, πλην Ρόδου, Κω, Λακκί και Ξηρόκαμπου Λέρου, όπου έχει εφαρμογή πλήρως ο Κτηματολογικός Κανονισμός και η καταγραφή και απεικόνιση των εμπραγμάτων δικαιωμάτων στα ακίνητα δεν δημιουργεί γενικά καμία μορφής διένεξη ως προς τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα).
Πολύ συνοπτικά, το Δημόσιο, με βάση το προϊσχύσαν Οθωμανικό δίκαιο, ισχυρίζεται, ότι κάθε αγροτική έκταση στη «λοιπή Δωδεκάνησο» θεωρείται δημόσια..
γαία (εραζί εμιριέ), που ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο (του οποίου την ιδιοκτησία απέκτησε το Ιταλικό Κράτος με τη Συνθήκη Ειρήνης των Συμμάχων Δυνάμεων και Τουρκίας, που επικυρώθηκε με το υπ’ αριθ. 1354 της 11-9- 1926 Βασιλικό Διάταγμα), αλλά ότι στη συνέχεια την απέκτησε το Ελληνικό Δημόσιο κατά διαδοχή από το Ιταλικό Δημόσιο με το άρθρο 1 του παραρτήματος ΧΙV της από 10-2-1947 συνθήκης ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947), ότι σε περίπτωση που δεν καλλιεργήθηκε από «σφετεριστή» επί δεκαετία (πριν την ισχύ του Α.Ν. 1539/1938) για να αποκτηθεί δικαίωμα «τεσσαρούφ», το οποίο να μετατράπηκε σε μουλκ σύμφωνα με το ν. 2100/1952, εξακολουθεί να είναι δημόσια γαία, ότι ειδικά κάθε εμφανιζόμενη ακαλλιέργητη χορτολιβαδική έκταση (κυρίως πλαγιές λόφων-βουνών) τη θεωρεί ακόμα ως δημόσια γαία, μια και δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι καλλιεργήθηκε από «σφετεριστή» επί δεκαετία, κατά τα ανωτέρω, για να αποκτηθεί δικαίωμα «τεσσαρούφ», το οποίο στη συνέχεια να μετατράπηκε σε μουλκ σύμφωνα με το ν. 2100/1952, ότι κάθε βοσκότοπος, λειμώνας (λιβάδι, τσαϊρι), κάθε δάσος (πλην αυτών που αξιώνει να υπάρχει ταπίο), κάθε έκταση βραχώδης εκτός σχεδίου ανήκουν στις δημόσιες γαίες στις οποίες ειδικά δεν επιτρέπεται η κτητική παραγραφή για τη κτήση με χρησικτησία δικαιώματος τεσσαρούφ.
Η νομολογία των δικαστηρίων, επί χρόνια ακολουθούσε την παραπάνω «λογική» και ερμηνευτική εκδοχή του Δημοσίου, όμως, μετά κυρίως το 1998, έχει γίνει μια τεράστια στροφή στην προσέγγιση του θέματος, αφού θεωρεί ότι ακίνητα νομικής φύσεως εραζί εμιριέ δεν υπάρχουν στη «λοιπή Δωδεκάνησο», με ό,τι αυτό συνεπάγεται, όμως ακόμα και τώρα, με επάλληλη αιτιολογία (πολύ ορθά), πολλές δικαστικές αποφάσεις, για να στηρίξουν το δικαίωμα του ιδιώτη στη διένεξή του με το Δημόσιο, δεν αρκούνται στην κρίση ότι δεν υπάρχουν στη “λοιπή Δωδεκάνησο” ακίνητα νομικής φύσεως αρζί μιρί (εραζί εμιριέ) και ότι δεν μπορεί το Δημόσιο να αξιώνει δικαίωμα κυριότητος, αν δεν προκύπτει στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ότι απέκτησε το ακίνητο με κάποιο άλλο νόμιμο τρόπο (αγορά, ανταλλαγή, δωρεά κλπ), αλλά, οσάκις συντρέχουν οι προϋποθέσεις 10ετούς κτητικής παραγραφής για τη κτήση δικαιώματος τεσσαρούφ σε βάρος του Δημοσίου (επί καλλιεργήσιμων αγρών) και στη συνέχεια μετατροπής του σε μουλκ, αποφαίνονται για το κτηθέν δικαίωμα του ιδιώτη με βάση την αφετηρία της νομικής φύσης του ακινήτου ως εραζί εμιριέ.
Επειδή έχει αξία η αναφορά και στο προϊσχύσαν νομικό καθεστώς στη λοιπή Ελλάδα, ειδικά σε μη δορυάλωτες περιοχές της (όπως οι Κυκλάδες, για τις οποίες μάλιστα η τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου καλείται να λύσει κρίσιμα θέματα, μετά την παραπομπή σ’ αυτήν συγκεκριμένων λόγων αναίρεσης με την υπ’ αριθ. 454/2011 απόφαση), ιδίως για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών και το «καθεστώς» των αδεσπότων, οι δε νομικές σκέψεις που αναφέρονται στις διαφορές του Δημοσίου με τους ιδιώτες, ως προς τις εμπράγματες αξιώσεις του, στηρίζουν όπου πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας της Δωδεκανήσου (όπου δεν ίσχυσε το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, όπως στη λοιπή Ελλάδα, δίκαιο που έδωσε λύσεις με την επιτρεπόμενη και σε βάρος του δημοσίου και για δάση ακόμα έκτακτη χρησικτησία μέχρι το 1915, όπου το θέμα των αδεσπότων αντιμετωπίζεται διαφορετικά, από ό,τι στη Δωδεκάνησο, όπου το οθωμανικό και το Ιταλικό δίκαιο θέτουν σε διαφορετική βάση την προσέγγιση για λύση αυτών των θεμάτων), τη λογική και την ερμηνευτική εκδοχή της υποστηριζόμενης θέσης μας ως προς αυτού του είδους τις αξιώσεις του Δημοσίου στη «λοιπή Δωδεκάνησο», γίνεται και μια κατά το δυνατόν συνοπτική αναφορά και σ’ αυτό.
Επίσης γίνεται ειδική αναφορά, οσάκις έχομε διένεξη ιδιώτη και Δημοσίου για κάθε είδους ακίνητο και κυρίως για ακίνητο νομικής φύσεως μουλκ, πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται η περίπτωση αμφισβήτησης εκ μέρους του Δημοσίου του τίτλου κτήσεως του ιδιώτη, της προβολής ισχυρισμού περί ελλείψεως κυριότητος του άμεσου δικαιοπαρόχου του, αλλά και των απώτερων δικαιοπαρόχων του, εν όψει μάλιστα του μη αναγνωριζόμενου για τα μούλκια θεσμού της χρησικτησίας από το Οθωμανικό δίκαιο, αλλά και της αδυναμίας συμπληρώσεως του προβλεπόμενου με τους Ιταλικούς Αστικούς Κώδικες χρόνου της κτητικής παραγραφής για τη κτήση με έκτακτη χρησικτησία, από 1-1-1932 και εντεύθεν, μέχρι του χρόνου ισχύος στη Δωδεκάνησο του Α.Ν. 1539/1938, περί απαραγράπτου των επί των ακινήτων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, που εισήχθη με το Β.Δ 31-12-1948/ 10-1-1949 (ΦΕΚ 6/1949). Γίνεται επίσης ειδική αναφορά στην περίπτωση που το ακίνητο είναι δάσος ή δασική έκταση και μολονότι μουλκ, ενόψει του «άστοχου», όπως εκτίθεται στη συνέχεια, για τη λοιπή Δωδεκάνησο, διαδικαστικού προνομίου του δημοσίου με το άρθρο 62 του ν. 998/1979, οδηγούμαστε σε αδιέξοδα.
Γίνεται τέλος αναφορά, ενόψει της θέσης πλέον της νομολογίας περί ακινήτων μουλκ στη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, στα λάθη που έκαμε ο νομοθέτης και η Διοίκηση σε σχέση με τη «λοιπή Δωδεκάνησο», τόσο με το νόμο 2100/1952, ο οποίος φαίνεται να θεωρεί ως δεδομένη την ύπαρξη γαιών φύσης «εραζί-εμιριέ», δηλαδή δημόσιων γαιών, στη «λοιπή Δωδεκάνησο», όσο και με το άρθρο 62 του Ν. 998/1979, διάταξη που εμφανίζεται πλέον παράλογη για τη «λοιπή Δωδεκάνησο», με την οποία εισάγεται διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου, το οποίο συνίσταται στην απαλλαγή αυτού από το βάρος απόδειξης της ιδίας του κυριότητας επί των δασών, δασικών εκτάσεων και δημοσίων χορτολιβαδικών εκτάσεων και μετατίθεται το βάρος απόδειξης στον επικαλούμενο υπέρ αυτού δικαίωμα κυριότητας, παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, στην εξαίρεση που ισχύει για τις περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των νομών Λέσβου, Σάμου και Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων, να υπαχθεί και η «λοιπή Δωδεκάνησος».
Ακόμα γίνεται αναφορά στο λάθος που έγινε στις περιοχές της Λέρου (Λακκί και Ξηρόκαμπου) όπου ισχύει πλήρως ο κτηματολογικός κανονισμός (αφού συστήθηκε Κτηματολογικό Γραφείο που είναι προϋπόθεση της εφαρμογής και λειτουργίας του κτηματολογικού κανονισμού), δεδομένου ότι επί Ιταλικής Κυριαρχίας, κατά τον χρόνο καταγραφής των ακινήτων, ακολουθήθηκε η ίδια λογική με τα «δορυάλωτα» νησιά Ρόδου και Κω, όπου εκεί υπήρχαν γαίες εραζί εμιριέ, ενώ στη Λέρο δεν υπήρχαν και παρά ταύτα καταγράφησαν οι γαίες ως νομικής φύσεως εραζί εμιριέ (αρζί μιρί). Αυτό δηλαδή που ο Οθωμανός κατακτητής ιστορικά αποδεδειγμένα δεν έκανε στην μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, παρέχοντας προνόμια και αφήνοντας ανέγγιχτη την ιδιοκτησία των κατοίκων των νησιών αυτών, την «δημοσιοποίησε» ο Ιταλός κατακτητής.
ΙΙ.- Η Δωδεκάνησος αποτελούσε επαρχία της Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου μέχρι το 1309, οπότε καταλήφθηκε από τους ιππότες του Αγίου Ιωάννου (Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν από τον 8ο αιώνα μ.Χ. «θέμα Δωδεκανήσου» 12 νησιά των Κυκλάδων γύρο από τη Δήλο, οι δε Φράγκοι ίδρυσαν τον 13ο αιώνα το «δουκάτο της Δωδεκανήσου» πάλι μέσα στις Κυκλάδες και με πρωτέυουσα τη Νάξο). Στη συνέχεια, η Δωδεκάνησος, από το 1522 τελούσε μέχρι το 1912 υπό την Οθωμανική Κυριαρχία. Υποστηρίζεται ότι η Πάτμος ήδη από το 1453 είχε δηλώσει υποτέλεια στον Σουλτάνο, απολαμβάνοντας προνομίων. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830, οι Νότιες Σποράδες, όπως αποκαλούνταν τότε τα Δωδεκάνησα μαζί με άλλα νησιά, παρέμειναν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με αντάλλαγμα την παραχώρηση στην Ελλάδα της Εύβοιας. Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μέχρι τα πρώτα χρόνια του περασμένου αιώνα, το σύμπλεγμα της Δωδεκανήσου ονομαζόταν όπως προαναφέρθηκε Νότιες Σποράδες. Ο όρος Δωδεκάνησος καθιερώθηκε το 1908 (κατά τον εκπαιδευτικό και συγγραφέα Μιχάλη Σκανδαλίδη που ασχολήθηκε με το θέμα σε επιστημονική ημερίδα το 1997) όταν οι νησιώτες παριήλθαν σε απεγνωσμένο αγώνα προς την κυβέρνηση των Νεοτούρκων, που αποπειράθηκε να καταργήσει τα προνόμια που απολάμβαναν από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή. Το όνομα βέβαια Δωδεκάνησα από το 1908 έως το 1912 αναφερόταν στα νησιά Ικαρία, Αστυπάλαια, Πάτμο, Λέρο, Κάλυμνο, Νίσυρο, Χάλκη, Τήλο (ή Επισκοπή), Σύμη, Κάρπαθο, Κάσο, Καστελόριζο. Δεν συμπεριλαμβάνονταν η Ρόδος και η Κως, ως νησιά μη προνομιούχα. Το όνομα Δωδεκάνησα έμεινε και όταν η Ικαρία ελευθερώθηκε το 1912, μένοντας εκτός και τα νησιά έμειναν ένδεκα. Στη συνέχεια συμπεριλήφθηκαν η Ρόδος και η Κως, καθώς και οι Λειψοί, όμως συνεχίζουμε να τα λέμε Δωδεκάνησα (βλ. Λογοθέτη Μιλτιάδη «όψεις του πολιτικού και οικονομικού βίου των Δωδεκανησίων κατά τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, Αθήνα, σελ. 94-123, όπου επίσης γίνεται αναφορά για τα εξαιρετικά προνόμια των εν λόγω νησιών, τα οποία είχαν απαλλαγεί από την καταβολή φόρων, εκτός της κατ’ αποκοπή ετήσιας εισφοράς και τα οποία αυτοδιοικούνταν σε βαθμό σχεδόν αυτονομίας, επίσης βλ. Μ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ - ΝΟΥΑΡΟΥ στο έργο του «ΓΙΑ ΝΑ ΓΝΩΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟ» σελ. 9 και στη σελ. 38 επ. για τα προνόμια των Δωδεκανήσων). Επικράτησε ότι από 5-5-1912 (θεωρώ ότι είναι λίγο αυθαίρετη αυτή η ημερομηνία για όλα τα νησιά, αφορά κυρίως τη Ρόδο που καταλήφθηκε την 4-5-1912, διότι από 28-4-1912 έως και 20-5- 1912 καταλήφθηκαν σταδιακά τα υπόλοιπα νησιά) μέχρι 6-8-1924 τελούσε η Δωδεκάνησος υπό την στρατιωτική Ιταλική κατοχή και εντεύθεν μέχρι την 13-9-1943 υπό την Ιταλική Κυριαρχία, από 13-9-1943 έως 15-9-1945 υπό την Γερμανική Κατοχή και από 15-9-1945 έως την 31-3-1947 υπό την Βρετανική Κατοχή.
Κατά την περίοδο της Ιταλικής στρατιωτικής κατοχής, διατηρήθηκε το επί Οθωμανικής Κυριαρχίας για την περιοχή ισχύσαν δίκαιο, όπως διατηρήθηκε και ο προσωπικός θεσμός των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων, Ισραηλιτών και Μουσουλμάνων (έχει ενδιαφέρον λοιπόν για τη σύσταση των προικών σε ακίνητα των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων η διατήρηση του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, περί του οποίου γίνεται αναφορά παρακάτω).
Κατά την περίοδο της Ιταλικής Κυριαρχίας, διατηρήθηκε επίσης ο προσωπικός θεσμός των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων, Ισραηλιτών και Μουσουλμάνων, όπως διατηρήθηκε η ισχύς του ιδιωτικού Οθωμανικού δικαίου μέχρι 31-12-1931, οπότε στη συνέχεια από 1-1-1932 ίσχυσε η Ιταλική νομοθεσία, ο Ιταλικός Αστικός Κώδικας, ο Εμπορικός Κώδικας και ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας. Όμως εκδόθηκε κατά την περίοδο αυτή το υπ’ αριθ. 132/1929 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα και με το οποίο επιπρόσθετα διατηρήθηκαν, ως τοπικό δίκαιο, και οι διακρίσεις των ακινήτων, σύμφωνα με την οθωμανική νομοθεσία.
Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, παρέμεινε σε ισχύ το ισχύον επί Ιταλικής Κυριαρχίας δίκαιο, όπως και κατά την περίοδο της Βρετανικής Κατοχής, καθ’ ην έκταση «αι ανάγκαι του πολέμου επιτρέπουσιν» (βλ. περί των ανωτέρω αναλυτικά και για την περίοδο της Ελληνικής Στρατιωτικής Διοικήσεως Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 3, 4, 5, 6, 7 σελ. 30-49).
Το Ιταλικό Κράτος απέκτησε, με τη Συνθήκη Ειρήνης των Συμμάχων Δυνάμεων και της Τουρκίας, που επικυρώθηκε με το υπ’ αριθ. 1354 της 11-9-1926 Βασιλικό Διάταγμα, την ιδιοκτησία που είχε στη Δωδεκάνησο το Οθωμανικό Κράτος, στη συνέχεια δε το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε, κατά διαδοχή από το Ιταλικό Δημόσιο, με το άρθρο 1 του παραρτήματος ΧΙV της από 10-2-1947 συνθήκης ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947, όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία στη Δωδεκάνησο του Ιταλικού Κράτους, στην οποία περιλαμβάνεται και αυτή των Οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και των εταιρειών και σωματείων, καθώς και αυτή που ανήκε στο φασιστικό κόμμα ή στις βοηθητικές του οργανώσεις (βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 9 σελ. 50-51, παρ. 288 σελ. 572).
IΙΙ.- Με το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχείο α΄ Ν 510/1947, που ίσχυσε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (30-12-1947) σύμφωνα με το άρθρο 14 αυτού εισήχθησαν στη Δωδεκάνησο ο Αστικός Κώδικας, ο Εισαγωγικός Νόμος του ΑΚ και το ΝΔ 7/10 Μαΐου 1945 (ενδεικτικά Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 10 επ. σελ. 51 επ., Λιτζερόπουλος στην ΕρμΑΚ Γεν. Εισαγ. Εισ.Ν.ΑΚ αρ. 64, 67, Μιχ. Καλλιμόπουλος ο.π. Εισαγ. άρθρ. 49-71 Εισ.Ν.Α.Κ αρ. 85-91, ΕφΔωδ. 53/1990 Δωδ. Νομολογία τόμος 2 τεύχος 1 σελ.75, ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ, ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.).
Με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, ορίζεται ότι η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος που επήλθε πριν την εισαγωγή αυτού, κρίνεται κατά το δίκαιο το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα (ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1429/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΘΑΣΟΥ 36/2006 ΑΡΜ 2010/1650= ΝΟΜΟΣ), ενώ η προστασία τους διέπεται εφεξής από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα - ΕισΝΑΚ 55 (ΑΠ 1429/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω η ακίνητη ιδιοκτησία στην Δωδεκάνησο ρυθμιζόταν από το Οθωμανικό Δίκαιο, πριν την εισαγωγή του Ιταλ.ΑΚ/1865 στην Δωδεκάνησο, η οποία έλαβε χώρα από 1-1-1932 με το αρ.200/31 Οκτωβρίου 1931 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη (ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).
Με το άρθρο 1 (βλ. και 2-6) του Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» (Κανούν- Ναμέϊ Εραζί) της 7 Ραμαζάν 1274 (έτος 1856 ή 1857 κατά ΟλΑΠ 411/1963 ΝοΒ 12/155, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 62) και το προϊσχύσαν αυτού μουσουλμανικό δίκαιο (ΑΠ 454/2011), Οθωμανικός νόμος που αποτελεί μέρος της μεταρρυθμιστικής Οθωμανικής νομοθεσίας του 19ου αιώνος (μεταξύ του 1839 και 1876), της γνωστής με το όνομα «Τανζιμάτ» [που περιλαμβάνει τη νομοθεσία περί ακινήτων (όπως τον άνω νόμο περί γαιών, τους νόμους περί ταπίων, βακουφίων, το νόμο περί απαλλοτριώσεων, περί δασών, μεταλλείων και λατομίων), διάφορους ειδικούς νόμους περί δασών, μεταλλείων κ.ά., τον Οθωμανικό Αστικό Κώδικα (της 8 Σιλιχιτζέ 1285), τους νόμους περί ανηλίκων, τον Εμπορικό Κώδικα], η οποία μεταρρυθμιστική νομοθεσία αποτελεί συνέχεια του προϊσχύσαντος Ιερού Μουσουλμανικού Δικαίου -Σερί- (που πηγές είχε το Κοράνιο, την παράδοση, τη νομολογία των Ιμάμηδων, την αναλογία δικαίου), ο οποίος Ιερός Νόμος υπέστη πολλές επεξεργασίες υπό τη μορφή σχολίων και κωδικοποιήσεων ως και συλλογών αποφάσεων (η Κωδικοποίηση ονομάσθηκε Μουλτεκά), των παραλλήλως ισχυόντων Κανόνων (Κανούν), που αποτελούν μέρος του Κοσμικού Δικαίου (αλλά αφορά χρονολογικώς παλαιότερο στάδιο) και του συστήματος προνομιακού δικαίου (βλ. για το Ιερό Μουσουλμανικόν Δίκαιο, το Δίκαιο των Εθίμων, την επεξεργασία του Ιερού Δικαίου, το Κοσμικό Δίκαιο, το Εμπράγματο Δίκαιο πριν την μεταρρυθμιστική νομοθεσία (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 13 επ.) τα ακίνητα κτήματα (οι γαίες, που αναφέρονται ως εραζί ή εραζίϊ ή στα Κτηματικά βιβλία των Κτηματολογίων Ρόδου και Κω ως αρζί ) διακρίνονται σε:
Α) ιδιόκτητες γαίες, γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (μουλκ ή κατά άλλες αποδόσεις μούλκια, μεμλουκέ, μεμλουκά), όπως οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες κ.λ.π., των οποίων τη κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία),
Β) δημόσιες γαίες (μιριγιέ ή κατά άλλες αποδόσεις μιριγέ, μεριγιέ, εμιριέ), όπως τα καλλιεργήσιμα χωράφια, τα βοσκοτόπια, τα δάση κ.λ.π., των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία),
Γ) σε γαίες αφιερωμένες σε ευαγή σκοπό (μεβκουφέ - βακουφικές), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία),
Δ) σε γαίες προορισμένες για την κοινή και δημόσια χρήση όλων των κατοίκων ενός μόνο χωριού ή κοινότητας (μετρουκέ), οι οποίες είναι δημόσιες ή όπως αναφέρεται σε εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες, όπως οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες κ.λ.π., οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο, κατά τα κατωτέρω αναλυτικά εκτιθέμενα (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία) και
Ε) σε νεκρές γαίες (μεβάτ), όπως τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση κλπ., οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο (βλ. ΑΠ 454/2011 και κατωτέρω νομολογία και βιβλιογραφία), δηλαδή εκείνες οι γαίες που δεν ανήκουν στην κυριότητα ιδιωτών, ούτε είναι δυνατόν εκ της φύσεώς τους να καλλιεργηθούν και δεν κατέχονται, ούτε εξουσιάζονται από κανένα, οι οποίες ωσαύτως είναι δημόσιες, όπως είναι οι πετρώδεις εκτάσεις, τα βράχια κλπ (βλ. για όλα τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 64 επ., ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, Θεοδωρόπουλος «Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον» εκδ. β’ σελ. 182 και 171, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Κατά τον Παύλο Θεοδωρόπουλο "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 80 σελ. 171, ως «μεβάτ», κατά την Οθωμανική Νομοθεσία, νοούνται τα δημόσια εκείνα κτήματα, τα οποία, μη διατελούντα υπό την κυριότητα και ιδιοκτησία ή την νομή ιδιωτών, ούτε προορισμένα από παλιά σε δημόσια ή κοινή χρήση (απάντων ή των κατοίκων μόνο ορισμένου χωρίου), από κανένα δεν κατέχονται και εξουσιάζονται - νεκρά (terre morte) καλούμενα, θεωρούμενα ως ανήκοντα αυτοδικαίως στην Πολιτεία. Ειδικότερα, ρητά ορίζεται στο άρθρο 6 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών ότι, «γαίαι νεκραί λέγονται αι ακατοίκοιτοι γαίαι, αίτινες δεν είναι υπό την κατοχήν ουδενός και μήτε αφέθησαν εις την χρήσιν των κατοίκων. Εισί δε τοσούτον μεμακρυσμέναι των χωρίων και κωμών, ώστε η φωνή μεγαλοφώνου τινός να μη ακούηται από των άκρων των κατοικουμένων τόπων, ήτοι απέχουσαι των κατοικουμένων τόπων εν και ήμισυ μίλλιον ή κατά ημισείας ώρας απόστασιν», στο δε άρθρο 103 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών ορίζεται ότι, «θεωρούνται ως νεκραί γαίαι οι κενοί τόποι, οίον βουνά, δασώδεις και πετρώδεις τόποι, οι μη όντες υπό την κατοχήν ουδενός δια ταπίου, οι μη εξιδιασθέντες ανέκαθεν εις τους κατοίκους κωμοπόλεων και χωρίων και απέχοντες των κωμοπόλεων και χωρίων τοσούτον, όσον να μη ακούηται ανθρώπινος φωνή μεγαλοφώνως από τα άκρα των κατωκημένων τόπων - βλ. Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429, 454). Γενικά είναι οι γαίες (χέρσες, έρημες, ορεινές, δασώδεις κλπ) που η φύση τους δεν υπάγεται σε καμία από τις λοιπές καθορισμένες κατηγορίες γαιών, ωστόσο, μπορούσαν να παραχωρηθούν δωρεάν σε κάποιον που είχε ανάγκη, με άδεια του αρμοδίου υπαλλήλου, κατά τεσσαρούφ (διατηρούντος του Δημοσίου του δικαιώματος της ψιλής κυριότητος) και αν εκχερσώνονταν και γίνονταν χωράφια, υπάγονταν στη συνέχεια στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (άρθρο 103 παρ. 2 του νόμου περί γαιών).
Κατόπιν εισήχθη (κατά τον Α.Ζ. Καλλικλή) η δημόσια ιδιοκτησία στο Οθωμανικό κράτος, υπό την σύγχρονη έννοια, πρώτο δε σχετικό βήμα έγινε με το νόμο περί δασών (άρθρο 1 του νόμου περί δασών της 1 Ιανουαρίου 1285 (έτος 1867), κατά τον οποίο τα δάση διακρίνονται σε δάση ανήκοντα στην ιδιοκτησίαν του δημοσίου, σε δάση ιδιωτικά (κορού) και βακουφικά και σε δάση κοινοτικά- «μπαλταλίκια»- βλ. για τις ανωτέρω κατηγορίες ειδικότερα θέματα Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 90-92), οπότε στις άνω κατηγορίες, κατά τον Α. Z. Καλλικλή, προστίθεται και η κατηγορία (στ) της δημοσίας ιδιοκτησίας του κράτους -domaine l’ Etat- (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 66). Μάλιστα (κατά τον Α.Ζ. Καλλικλή) ο νέος νόμος περί δασών, ρυθμίσας κατ’ ειδικό τρόπο την εν λόγω κατηγορία των ακινήτων, κατήργησε την ιδιότητα πλέον των δασών από την κατηγορία των «μιριγέ», οι δε οδηγίες της 13 Μουχαρέμ 1293 (έτος 1875) καθόρισαν τα της εκδόσεως νέων τίτλων, καθόσον δια του νόμου είχε απαγορευθεί ρητά η κατοχή δασών στο εξής άνευ τίτλου επισήμου του Κτηματολογίου, είτε πρόκειται περί Δημοσίου, είτε περί ιδιωτικού ή βακουφικού δάσους (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 91-92).
Με τον υπό του Οθωμανικού Κράτους εκδοθέντα «κανονισμό περί δασών» [Έτος Εγείρας 1286 (1869)], εξακολουθεί η ανωτέρω διάκριση των δασών κατά το άρθρο 1 (των ιδιωτικών δασών λεγομένων κορού (βλ. Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 502). Στην παράγραφο 2 του ως άνω κανονισμού αναφέρεται ότι για τα ιδιωτικά δάση ως προς τον τρόπο κατοχής και χρήσεως αυτών και άλλων αναφορικών με αυτά περιστάσεων ειδικές διατάξεις του νόμου περί γαιών έχουν ορίσει και ότι αυτός ο κανονισμός αποβλέπει μόνο στα άλλα δάση.
Τέλος, με τον Οθωμανικό νόμο της 7 Μαρτίου 1293 (άρθρ. 34 και 35), τα δάση κηρύχθηκαν κατά τεκμήριο ως δημόσια (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 91, επίσης βλ. ΑΠ 340/1985 ΕλλΔικ 26/862, κατά την οποία, από τις διατάξεις των άρθρων 3,9,19,30,68,71 και 92 του ως άνω νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293 ή 7 Φ/ρίου 1921 «Περί εξελέγξεως τίτλων δασών» προκύπτει ότι για τα δάση υφίσταται τεκμήριο (μαχητό) κυριότητος υπέρ του Τουρκικού Κράτους). Η κτήση δικαιώματος κυριότητος σε ιδιωτικά δάση (τ. κορού) πρέπει να βασίζεται μόνο σε ισχυρό και νόμιμο τίτλο.
Ρητά όμως στο άρθρο 106 του νόμου περί γαιών αναφέρεται (σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 30 του ν. περί γαιών) ότι δεν κατέχονται δια ταπίου τα αυτομάτως βλαστάνοντα δέντρα εις τας ιδιοκτήτους γαίας. Είναι σαφής η διάταξη, από την οποία συνάγεται ότι ταπίο δεν νοείται για τα μούλκια (ανεξαρτήτως του λόγου που χαρακτηρίζονται ως τοιαύτα), έστω και αν είναι δασικά, όπως και ο διαχωρισμός που γίνεται για εκείνα τα δάση που ανήκουν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών και παραχωρήθηκαν με ταπίο και για τα δάση που δημιουργήθηκαν σε ακίνητα νομικής φύσεως μουλκ.
Οι ως άνω εξειδικευμένοι Οθωμανικοί νόμοι που αφορούν τα δάση, εφαρμόζονται και κρίνονται πάντα με τον προγενέστερο νόμο περί γαιών.
Κατά τον Γ.Π.ΝΑΚΟ (Το νομικό καθεστώς των τέως δημοσίων οθωμανικών γαιών 1821-1912, Θεσσαλονίκη 1984 σελ. 73), εκτός από τις γαίες του άρθρου 1 του νόμου περί γαιών, υπάρχουν και άλλα δύο είδη, οι μοναστηριακές (βλ. άρθρο 122 ν. περί γαιών) και οι δημόσιες κρατικές.
Ο κατωτέρω πίνακας καταδεικνύει την κατηγορία της ιδιοκτησίας στο Οθωμανικό Κράτος (Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 152):
Α΄. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΣΕ ΕΥΡΥΤΕΡΗ ΕΝΝΟΙΑ. Αυτή περιλαμβάνει δύο τάξεις: α) Μη παραχωρημένες γαίες στους ιδιώτες και β) Παραχωρημένη γη, «μιριγέ» (περιορισμένη ιδιοκτησία ιδιωτών, φορολογουμένη βαρέως). Όσον αφορά την πρώτη τάξη (α) αυτή περιλαμβάνει τέσσερις υποδιαιρέσεις, ήτοι: 1. Χέρσες γαίες, «μεβάτ». 2. Γαίες που ανήκουν στην κοινοχρησία κοινοτήτων, όπως κοινοτικά δάση (μπαλταλίκια), κοινοτικές βοσκές (μεράδεις) Ανήκαν στην καθ’ έκαστη κοινότητα ως περιορισμένη των ιδιοκτησία («Μετρουκέ», υπό στενή έννοια). 3. Εκτάσεις κοινόχρηστες, αλλά μη ανήκουσες στις κοινότητες, όπως πλατείες, οδοί κ.ά. τις γνωστές υπό το όνομα “domaine public” («Μετρουκέ», υπό ευρεία έννοια). 4. Ιδιωτική κτήση του Δημοσίου, υπό την ιδία του διαχείριση, όπως δάση, βοσκές Δημοσίου κ.ά. τη γνωστή πλέον ως “domaine prive de l’ Etat”, (δημόσια ιδιοκτησία υπό στενή έννοια). Όσον αφορά την δεύτερη τάξη (β) αυτή περιλαμβάνει δύο υποδιαιρέσεις, ήτοι: 1. Παραχωρημένη σε ιδιώτες ή σε νομικά πρόσωπα, πλην των βακουφίων. 2. Παραχωρημένη στα βακούφια (βακούφια μη αληθή, μη γνήσια).
Β΄. ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΠΛΗΡΗΣ ΚΑΘΑΡΑ. Αυτή περιλαμβάνει δύο τάξεις: α) Ιδιοκτησία ιδιωτών ή νομικών ποσώπων, πλην βακουφίων και β) Ιδιοκτησία βακουφίων (αληθή βακούφια, γνήσια).
Κατά το άρθρο 2 του ως άνω Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» αι καθαράς κυριότητος (ιδιόκτητοι γαίαι) είναι τεσσάρων ειδών:
1). Τα εν τοις χωρίοις και κώμαις (Κασαπάτ) κείμενα οικόπεδα καθώς και αι εις τον περίβολόν των ευρισκόμεναι γαίαι, αίτινες δεν δύνανται να μη ώσι περιπλέον του ημίσεως στρέμματος και θεωρούνται ως συμπλήρωμα της κατοικίας.
2). Αι γαίαι, αι αποσπασθείσαι από δημοσίας γαίας και τη αδεία του ιερού νόμου υπαχθείσαι εις την αληθή ιδιοκτησίαν τινός, ίνα κατέχωνται κατά τους διαφόρους τρόπους της κυριότητος. Ο Σουλτάνος, η Πολιτεία των Οθωμανών, με την παντοδυναμία του, αποσπά εδάφη εκ της «δημοσία γης» και τα καθιστά καθαρά ιδιοκτησία, «μουλκ», δια ιδίου εγγράφου, «μουλκναμεϊ χουμαγιουν» (βλ. άρθρο 12;1 ν. περί γαιών και Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 117).
3). Αι δεκατιζόμεναι γαίαι (ουσσριγέ, δηλαδή terres decimales) και
4). Αι φορολογούμεναι γαίαι (χαραζδζιέ, δηλαδή terres tributaires). Δεκατιζόμεναι γαίαι είναι αι εν καιρώ της κατακτήσεως εις τους πορθητάς ως λάφυρα διανεμηθείσαι γαίαι.
Φορολογούμεναι γαίαι είναι αι γαίαι αι οποίαι είχαν μείνει στην κατοχή των κατοίκων μη Μουσουλμάνων (περί όλων των ανωτέρω βλ. Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429-430).
Όταν ο κύριος των δεκατιζόμενων και φορολογούμενων γαιών αποθάνει άκληρος οι γαίες αυτές αποκτώνται από το δημόσιο και καθίστανται δημόσιες («εμιριγέ», άρθρο 2 παρ. 2 του νόμου περί γαιών).
Αντιθέτως οι αγροτικές εκτάσεις, όπως προαναφέρθηκε (προφανώς και αγροτικές εκτάσεις υπάρχουν ως μούλκια κατά τους όρους των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών), ανήκουν, κατά το Οθωμανικό δίκαιο, στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (εραζί εμιριέ ή μιριγιέ), δηλαδή, στην κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ - βλ. και άρθρα 4, 9, 12, 34 και 49 του ίδιου νόμου (είναι γνωστό ότι το Οθωμανικό Κράτος εθεωρείτο αποκλειστικός κύριος όλου του εδάφους των χωρών των κατακτηθεισών δια των όπλων - βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 259).
Κατά το άρθρο 3 του νόμου περί γαιών Δημόσιαι γαίαι είναι «τα χωράφια, λειμώνες, χειμάδια, θέρετρα (θεριναί βοσκαί), δάση και παραπλήσια (παρόμοιοι τόποι), των οποίων η ιδιοκτησία ανήκει εις το δημόσιο» (βλ. Και άρθρα 4, 9, 12, 34 και 49 του ίδιου νόμου, επίσης Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 429, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Ως λειμώνες εθεωρούντο κατά το άρθρο 10 του άνω νόμου τα λιβάδια, των οποίων το χόρτο εθερίζετο και αποταμιεύετο και η δεκάτη επληρώνετο στο δημόσιο, ενώ χειμάδια και θέρετρα ήσαν (άρθρα 24, 105) οι χειμερινοί και θερινοί βοσκότοποι (ΑΠ 369/1964 ΝοΒ 12/920, ΑΠ 236/1967 ΝοΒ 15/982, ΑΠ 499/1966 ΝοΒ 15/340, Ν.Σ.Κ. 725/1968, Δωρή τα δημόσια κτήματα τόμος Α΄ σελ. 408). Κατά το άρθρο 10 οι λειμώνες δύνανται να αρροτριωθούν και καλλιεργηθούν με άδεια του ειδικού υπαλλήλου.
Συγκεκριμένα στην κατηγορία των δημοσίων γαιών (εραζί εμιριέ ή μιριγιέ), κατά το άρθρο 3 του νόμου περί γαιών, περιλαμβάνονται οι καλλιεργήσιμοι αγροί, οι χειμερινές και θερινές βοσκές (τόποι που παράγουν χόρτο για βόσκηση ζώων = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ), οι λειμώνες (λειβάδια, τσαϊρια), τα δάση, οι εκτάσεις που υπάρχουν δέντρα τα οποία δεν φυτεύει κανένας = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ - κ.λ.π. όχι όμως τα οικόπεδα έστω και αν καλλιεργούνται με κηπευτικά και οπορωφόρα δέντρα, τα οποία εξ αντιδιαστολής έχουν τον χαρακτήρα «μουλκ» (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος πρώτος σελ. 561, Καλλικλής ε.α. σελ. 65, ΑΠ 748/1978 ΝοΒ 27,554, ειδικά για αγρούς ΑΠ 620/1976 ΝοΒ 25,10, ΑΠ 563/1979 ΝοΒ 27/1600, ΑΠ 748/1975 ΝοΒ 27/554, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, , ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).
Οι ως άνω δημόσιες εκτάσεις μπορούσαν να παραχωρηθούν από το οθωμανικό δημόσιο σε ιδιώτες (βλ. παρακάτω νομολογία και βιβλιογραφία - και βέβαια και τα δάση = ΕΦΑΘ 2516/2008 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, βλ. και άρθρα 19 και 30 του νόμου περί γαιών) με την καταβολή δικαιώματος (ταπού) και ετήσιας δόσεως, οπότε εκδιδόταν (από υπάλληλο του Οθωμανικού Δημοσίου βλ. ΕΦΑΘ 2516/2008 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Κων. Παπαδόπουλο, «Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου», Αθήνα 1989, τ. Α΄, σελ.529 και Γ. Καριψιάδη ο.π., σελ. 94) σχετικός τίτλος (ταπί, ταπίο). Με την έκδοση όμως του τίτλου αυτού (που έφερε το μονόγραμμα -ταγκρού- του Σουλτάνου = ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) και την παραχώρηση, οι ιδιώτες δεν αποκτούσαν πλήρες δικαίωμα κυριότητας επί της παραχωρηθείσας δημοσίας εκτάσεως, αλλά ιδιόρρυθμο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως ή μόνιμης εγκατάστασης ή «ωφέλιμης κυριότητας» ή οιονεί επικαρπίας = ΕΦΑΘ 2516/2008 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ (τεσσαρούφ, που ισοδυναμεί με διηνεκή μίσθωση, αφού αντικείμενό του είναι η αναφερόμενη στον τίτλο χρήση του εδάφους = ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ), το δε δικαίωμα ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) διατηρούσε το Οθωμανικό Δημόσιο.
Για εκείνες τις δημόσιες γαίες που ανήκαν στο Οθωμανικό Κράτος, όπως τα αγροτικά ακίνητα (τα δάση κλπ), περεδέχετο το Οθωμανικό Κράτος την κυριότητα μουλκ (όπως παρεδέχετο για άλλους λόγους ως μουλκ τις ως άνω δεκατιζόμενες και φορολογούμενες γαίες), μόνο δυνάμει τίτλου και κυριαρχικής παραχωρήσεως -και κατά τούτο ευεργετούντο κατά προτίμηση οι Μουσουλμάνοι (Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 259).
Εξαίρεση του κανόνα ότι μόνο με ταπίο (ταπί) αποκτάται το δικαίωμα εξουσίασης για ορισμένη χρήση των δημοσίων γαιών καθιερώνει το άρθρο 78 του παραπάνω νόμου περί γαιών (ο εν λόγω τρόπος κτήσεως δικαιώματος εξουσίασης, διαφέρει από αυτόν που αποκτάται με ταπίο και είναι σαφές ότι κάθε ένας από τους τρόπους αυτούς δεν στηρίζεται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία σε ασκούμενη αγωγή = ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Ανεξαρτήτως λοιπόν της πιο πάνω παραχωρήσεως, ειδικά επί καλλιεργήσιμων αγρών, δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μπορούσε να αποκτήσει και ο σφετεριστής, ο οποίος καταλάμβανε, εξουσίαζε και καλλιεργούσε δημόσιες γαίες επί δεκαετία χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 78 του ως άνω νόμου περί γαιών, σε συνδυασμό προς το άρθρο 8 των οδηγιών περί εγγράφων ταπίων της 7 Σαμπάν 1256, χωρίς δηλαδή να απαιτείται και η έκδοση τίτλου (ταπίου) στο όνομα του σφετεριστή, η έκδοση του οποίου άλλωστε ήταν αποδεικτικής ισχύος και όχι συστατικό στοιχείο του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΑΠ 748/1978 ΝοΒ 27,554, ΑΠ 563/1979 ΝοΒ 27, 1600, σχετ. ΑΠ 661/1973 ΝοΒ 22,56, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 30/2009, ΕφΔωδ 62/2009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Οι εν λόγω γαίες που ο σφετεριστής με την 10ετή εξουσίαση και καλλιέργεια απέκτησε δικαίωμα τεσσαρούφ (είτε κατέχει έγκυρο τίτλο είτε δεν κατέχει), δεν θεωρούνται σχολάζουσες, αλλά πρέπει να δοθεί στον σφετεριστή δωρεάν εκ νέου ταπίο (ΑΠ 1429/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1648/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/1998 A ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Από το σαφές περιεχόμενο της παραπάνω διάταξης, την ερμηνευτική εγκύκλιο του Τουρκικού Υπουργείου Δικαιοσύνης της 28 Σεφέρ 1304, του άρθρου 13 του νόμου "περί εγγράφων ταπίων" της 8 Δζεμαγήλ (Δζεμαζιούλ, Τζεμαζί ούλ) Αχίρ 1275 (ήδη έτος 1857), του άρθρου 2 των διασαφητικών διατάξεων περί ταπίων της 15 Σαμπάν 1276 και των οδηγιών της 23 Μουχαρέμ 1293 ή 7.2.1921 "περί εξελέγξεως τίτλων δασών", αλλά και το σύνολο των διατάξεων του νόμου περί γαιών (ειδικότερα των άρθρων 8, 9, 24, 30, 61, 71 και 78), προκύπτει, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος αυτού της μόνιμης εγκατάστασης είναι όχι μόνο η συνεχής επί δέκα (10) έτη κατοχή (εξουσίαση), αλλά και η ταυτόχρονη καλλιέργεια του κτήματος. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργήσιμων γαιών, ενώ οι υπόλοιπες μη καλλιεργούμενες εκτάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται τα δάση (και οι δασικές εκτάσεις) και οι μη αφιερωμένες στην κοινή χρήση βοσκήσιμες εκτάσεις, που ονομάζονταν εμλάκι μιριγέ ή εμλάκι χουμουγιούν, εξουσιάζονται μόνο με έκδοση τίτλου - ταπίου - (ΑΠ 1429/2010 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Ολ. ΑΠ 411/1963 και ΑΠ 409/1963, βλ. και αντίθετη άποψη Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 69 σελ. 158, κατά την οποία η κατά τη διάταξη του άρθρου 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών καλλιέργεια αναφέρεται ως η μάλλον συνήθης έκφανση της εξουσιάσεως και κατά συνέπεια προκειμένου περί δάσους ή χειμερινής ή θερινής βοσκής, η εξουσίαση αυτών δύναται να εκδηλωθεί δια πράξεων χρήσεως και καρπώσεως σύμφωνα προς τον προορισμό τους, όπως αυτό συνάγεται και εκ των άρθρων 24 και 30 του ίδιου νόμου. Η άποψη πάντως Θεοδωρόπουλου, που δεν έχει επικρατήσει, είναι μια άποψη κοντά στην πρακτική που ακολουθήθηκε κατά την εφαρμογή του Κτηματολογικού Κανονισμού και την καταγραφή των δικαιωμάτων στα ακίνητα της περιφέρειας Ρόδου και Κω, δεδομένου ότι, παρά την έλλειψη συνήθως ταπίου, για τις δημόσιες γαίες, με μόνες τις ένορκες βεβαιώσεις ως δευτερεύουσα απόδειξη, που αποδείκνυε την εξουσίαση στο ακίνητο και επομένως τη κτήση τεσσαρούφ, καταγράφηκαν ως αρζί μιρί ακίνητα με παραχωρημένο δικαίωμα τεσσαρούφ σε ιδιώτες, τόσο σε δάση - κάτι που φαίνεται και από τα κτηματολογικά σχεδιαγράμματα σε συνδυασμό με τον κτηματολογικό φάκελο του ακινήτου -, όσο και σε βοσκότοπους, σε βραχώδεις εκτασεις κλπ, παρά το γεγονός ότι κτήση τεσσαρούφ χωρίς ταπίο αλλά με χρησικτησία είναι αδύνατη κατά την προαναφερόμενη κρατούσα νομολογία, βλ. επίσης και ΑΠ 1465/1998 A΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, κατά την οποία η καλλιέργεια, κατά την διάταξη του άρθρου 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών , αναφέρεται ως ο μάλλον συνήθης τρόπος και εκδήλωση εξουσιάσεως και, επομένως, προκειμένου περί δάσους ή χειμερινής ή θερινής βοσκής, η εξουσίαση αυτών μπορεί να εκδηλωθεί με πράξεις χρήσεως και καρπώσεως σύμφωνες με τον προορισμό τους, όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 19, 20, 24 και 30 του αυτού περί γαιών νόμου, έτσι, ώστε τα έχοντα αρχικά τη μορφή δάσους, με την πάροδο του χρόνου να μετατραπούν εν μέρει ή εν όλω σε εκτάσεις καλλιεργήσιμες ή βοσκήσιμες και με αυτή τη μορφή να ασκείται η εξουσίαση).
Προϋπόθεση λοιπόν για την κτήση του ως άνω δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από τον σφετεριστή, είναι όχι μόνο η χωρίς δικαστική αμφισβήτηση κατοχή του αγρού επί μία δεκαετία, αλλά και η καλλιέργεια αυτού (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλος ο.π σελ. 156, Ε.Δωρής, τα δημόσια κτήματα, εκδ. 1980, τόμος Α’ σελ. 409, Κ.Παπαδόπουλος ο.π σελ. 561, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1340/2010 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Επομένως, δεν είναι δυνατή η από τον σφετεριστή, κατά τον ανωτέρω τρόπο απόκτηση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί δασών (όπως και για τα λειβάδια = ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ), αφού μάλιστα από τις διατάξεις των άρθρων 3,9,19,30,68,71 και 92 του ως άνω νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 2 και 3 των οδηγιών της 13 Μουχαρέμ 1293 ή 7 Φ/ρίου 1921 «Περί εξελέγξεως τίτλων δασών» (από τις οποίες διατάξεις προκύπτει ότι για τα δάση υφίσταται τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Τουρκικού Κράτους- ΑΠ 340/1985 ΕλλΔικ 26/862), προκύπτει ότι δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί δασών, σε αντιδιαστολή προς το δικαίωμα εξουσιάσεως επί καλλιεργησίμων αγρών, μπορούσε να αποκτηθεί μόνο δια ταπίου (ΑΠ 1392/2010 στη ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 446/1992, ΑΠ 840/2010, ΑΠ 266/2010, βλ. επίσης ΑΠ, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Δωρής, τα δημόσια κτήματα, ο.π. σελ 409, Ολ. ΑΠ 409/1963 ΝοΒ 12.97, ΟλΑΠ 411/1963 ΝοΒ 12/155, ΑΠ 1053/1982 ΝοΒ 31/1163, ΑΠ 418/1971 ΝοΒ 19/117, ΑΠ 369/1971, ΝοΒ 19.994, ΑΠ 670/1964, ΝοΒ 13.385, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε πλούσια νομολογία, ΕΙΡΘΑΣΟΥ 36/2006 ΑΡΜ 2010/1650 = ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε νομολογία, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ), ούτε επί βοσκών θερινών ή χειμερινών (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Δωρής, τα δημόσια κτήματα , σελ. 408, Ολ.ΑΠ 409/1963, ΝοΒ 12.97, ΑΠ 499/1966, ΝοΒ 15.340, ΑΠ 369/1971, ΝοΒ 19.994, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ.).
Το δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μπορούσε να μεταβιβαστεί εν ζωή ή αιτία θανάτου, κατόπιν αδείας της αρχής και υπό τον όρο καταβολής χρηματικού τέλους (ταπού) (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλος, ο.π. σελ. 157, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία). Μετά το θάνατο του εξουσιαστή (άρθρο 54 νόμου περί γαιών) οι συγγενείς του δεν κληρονομούν σύμφωνα με τους κανόνες του κληρονομικού δικαίου τη δημόσια γη, αλλά έχουν δικαίωμα μόνο μεταβιβάσεως (χακή ντικάλ) ή εγκαταστάσεως, που απονεμήθηκε από το νόμο, δηλαδή να εγκατασταθούν και αυτοί στη γη, την οποία κατείχε ο θανών και μεταβιβάστηκε σε αυτούς (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παπαδόπουλος, ο.π. σελ. 560, Καλλικλής ο.π. σελ 68, Ε.Λαρ. 233/1992, Αρμ. 1994.548, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, βλ. και σημαντική ΑΠ 1429/2010 ΝΟΜΟΣ, για το κληρονομικό δικαίωμα του θανόντος εξουσιαστή με ταπίο, για τους επί 10ετία εξουσιαστές κληρονόμους του ακινήτου υπό τους όρους του άρθρου 78 του νόμου περί γαιών, που έχουν πλέον δικαίωμα παραχωρήσεως από το Δημόσιο κατά προτίμηση για το εξουσιαζόμενο εδαφικό τμήμα, η οποία παραχώρηση είναι αυτοτελής, το δε με βάση αυτή αποκτώμενο δικαίωμα τεσσαρούφ είναι νέο και δεν αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου, βλ. επίσης και για την υπεισέλευση στην κληρονομία θανόντος χριστιανού υπηκόου του Οθωμανικού Κράτους στις νέες Χώρες). Ως προς τους Χριστιανούς της Δωδεκανήσου η κληρονομική διαδοχή ρυθμιζόταν από τις διατάξεις του ισχύοντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου [βλ. Ν. 12 Πανδ. (28.7), 14 παρ. 8 (11.7), 6 Πανδ. (29.2), 12 Πανδ. (38.16), 3.616 (2.19), Θεμ. Φ. 3 (3.19)]. Η τυχόν όμως εγκατάλειψη της καλλιέργειας της δημόσιας γης επί τριετία χωρίς να υπάρχει δικαιολογημένο κώλυμα για την καλλιέργεια, είχε ως αποτέλεσμα την έκπτωση του δικαιούχου από το δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), σύμφωνα με τα άρθρα 68,69 έως 71 και 75 του ως άνω οθωμανικού νόμου περί γαιών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη επαναφορά του πιο πάνω δικαιώματος στο οθωμανικό δημόσιο, το οποίο χωρίς καμία περαιτέρω διατύπωση, μπορούσε ελευθέρως να παραχωρήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως σε τρίτο εκδίδοντας και τον σχετικό τίτλο (ταπίο), προτιμώμενου όμως του πρώην εξουσιαστή (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παπαδόπουλος, ο.π. σελ. 562, ΑΠ. 1203/1975, ΝοΒ 24.515, ΑΠ 55/1973, ΝοΒ 21.1445, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ.).
Αντιθέτως, από το συνδυασμό της διατάξεως του άρθρου 1248 του οθωμανικού Α.Κ, όπου αναφέρονται οι διάφοροι τρόποι κτήσεως της κυριότητας, στους οποίους όμως δεν περιλαμβάνεται η χρησικτησία και εκείνης του άρθρου 1660 του Οθωμανικού Α.Κ, που προβλέπει την δεκαπενταετή αποσβεστική παραγραφή των αγωγών υπέρ του κατόχου, χωρίς συγχρόνως να αναγνωρίζει την κτητική παραγραφή (χρησικτησία), προκύπτει ότι δεν είναι δυνατή η κτήση πλήρους κυριότητας με χρησικτησία υπό το κράτος του οθωμανικού δικαίου και μάλιστα τόσο επί των ακινήτων ελευθέρας κυριότητας (μουλκ), όσο και επί των δημοσίων γαιών (εραζί-εμιριέ), όπως αυτές οι δημόσιες γαίες στο άρθρο 3 του άνω νόμου περί γαιών προσδιορίζονται, κατά τα ανωτέρω (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Θεοδωρόπουλος ο.π. σελ 191-192, ΑΠ. 1053/1982 Ελ.Δ/νη 24,210=ΝοΒ 31/1163, ΑΠ 147/1962, ΝοΒ 10,717, ΑΠ. 162/1974, ΝοΒ 22,1049, ΑΠ. 492/1956, ΝοΒ 5.122, ΑΠ 416/1963 ΕΕΝ 30/875, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος πρώτος σελ. 562, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΕφΔωδ 238/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/278, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΜΠΡΜΥΤΙΛ 219/1999 ΑΡΧΝ/2001/64 με αναφορά σε Α.Π. 416/1963 Ε.Ε.Ν. 30.875, Α.Π. 147/1962 Νο.Β, 10.717, Α.Π. 289/1959 Ε.Ε.Ν. 17.544, Α.Π. 492/1956 Νο.Β. 5.122, Εφ.Θρ. 93/ 1959 Αρμ, 14.176, Π.Πρ.Χαλκ. 37/1973 Αρχ.Ν. 4.48, Εφ.Ιωαν, 113/1955 Νο.Β. 4.94, Καραγιάννη, Νο.Β. 26, σελ. 1135 ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΑΠ 77/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 217/2009 στη ΝΟΜΟΣ, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.), με την επιφύλαξη των προαναφερθέντων για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) από τον σφετεριστή που καλλιεργούσε δημόσια γη επί δεκαετία κατά το άρθρο 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών.
Οι ως άνω διακρίσεις των ακινήτων, σύμφωνα με την οθωμανική νομοθεσία, διατηρήθηκαν σε ισχύ, ως τοπικό δίκαιο, με τις διατάξεις των άρθρων 1,2 και 4 του κτηματολογικού κανονισμού (132/1929 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη), ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα με το άρθρο 8 παρ.2 του Ν. 510/1947 (Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 10 επ. σελ. 51 επ., Λιτζερόπουλος στην ΕρμΑΚ Γεν. Εισαγ. Εισ.Ν.ΑΚ αρ. 64, 67, Μιχ. Καλλιμόπουλος ο.π. Εισαγ. άρθρ. 49-71 Εισ.Ν.Α.Κ αρ. 85-91, ΕφΔωδ. 53/1990 Δωδ. Νομολογία τόμος 2 τεύχος 1 σελ.75, ΑΠ 477/1963, ΑΠ 593/1965, ΑΠ 599/1968, ΑΠ 748/1971, ΑΠ 458/1972, ΑΠ 150/1974, ΑΠ 162/1974, ΟλΑΠ 569/1975, ΑΠ 771/1975 ποιν εν Συμβουλίω, ΑΠ 765/1976. ΑΠ 1105/1976, ΑΠ 542/1977, ΑΠ 456/1978, ΑΠ 125/1979, ΑΠ 859/1979, ΟλΑΠ 188/1980 ΝοΒ 28/1477= ΕΕΝ 1980/485, ΑΠ 565/1980, ΑΠ 16/1981, ΑΠ 600/1981, ΑΠ 899/1981, ΑΠ 1398/1981, ΑΠ 1475/1981, ΑΠ 241/1982, ΑΠ 1004/1982, ΑΠ 1242/1982, ΑΠ 940/1983, ΑΠ 973/1983, ΑΠ 1775/1983, ΑΠ 1491/1984, ΑΠ 163/1985, ΟλΑΠ 1270/1985, ΑΠ 1689/1985, ΑΠ 517/1988, ΑΠ 1141/1988 ΕΕΝ 1989/548, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1727/1999 ΕΕΝ 2001/361, ΑΠ 1602/1991, ΑΠ 985/1992, ΑΠ 154/1995, ΑΠ 1235/1966, βλ. και Παντελή Αποστολά ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 4 τεύχος 1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 400/2005 Δωδ.Νομολ. 2007/367, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, ΑΠ 1395/1996 ΕλλΔικ 1996/1144 = ΕΕΝ 1998/334, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, όπως γίνεται δεκτό, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1-8 του κυρωθέντος δια του υπ` αριθ. 132 της 1-9-1929 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη Δωδεκανήσου Κτηματολογικού Κανονισμού -δεν κρίνεται σκόπιμη η αναγραφή όλων των εν λόγω διατάξεων -(να σημειωθεί ότι, όπως επίσης γίνεται δεκτό, η διάκριση κατά τον κτηματολογικό κανονισμό των δημοσίων γαιών σε μιρί, εραζί-εμιριέ, μετρουκέ και μεβάτ ανταποκρίνεται προς την υφισταμένη κατά την κατάληψη της Δωδεκανήσου υπό της Ιταλίας διάκριση των γαιών βάσει της κρατούσας τότε Οθωμανικής κτηματολογικής νομοθεσίας, η οποία διατηρήθηκε κατά το σημείο τούτο, εναρμονισθείσα με κατάλληλη επεξεργασία -βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 62 σελ. 143, σελ. 254, στο δε άρθρο 6 του Κτηματολογικού Κανονισμού που αφορά τα ακίνητα ελεύθερης κυριότητος και ισχύει, όπως επίσης γίνεται δεκτό, για όλα τα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως προκύπτει από την Εισηγητική Έκθεση του Κτηματολογικού Κανονισμού -βλ. σε Θεοδωρόπουλο σελ. 258- έχει γίνει εναρμόνιση με κατάλληλη επεξεργασία του οθωμανικού νόμου περί γαιών ως προς το τι πλέον περιλαμβάνεται στα ακίνητα ελεύθερης κυριότητος -μουλκ-, όπως έγινε και με τις δημόσιες γαίες), διατάξεις που είναι ουσιαστικού δικαίου, που αφορούν την βάσει της νομικής των φύσεως διάκριση των ακινήτων, ως και το περιεχόμενο των επί τούτων δικαιωμάτων και των οποίων η εφαρμογή δεν έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την λειτουργία των Κτηματολογικών Γραφείων, έχουν ισχύ, όπως γίνεται δεκτό, εφ` όλων των νήσων της Δωδεκανήσου (βλ. Παύλου Βασ. Θεοδωρόπουλου ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ παρ. 26α σελ. 71 όπου και βιβλιογραφία, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ. 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρωτΡόδου 239/1995, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ), διατηρείται κατ` αρχήν η διάκριση των ακινήτων σε κατηγορίες α)·δημοσίων γαιών (μιρί, εραζί- εμιριέ, μετρουκέ, μεβάτ), β)·ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ) και γ) βακουφικών, όπως είχε κατά το προϊσχύσαν στη Δωδεκάνησο Οθωμανικό δίκαιο (ενδεικτ. ΕφΔωδ 68/1990 Δωδ.Νομ. τόμος 2 τεύχος 1 σελ. 79, ΑΠ 600/1981 ΝοΒ 1982/222, ΑΠ 940/1983, ΠολΠρωτΡόδου 245/97, ΕιρΡόδου 289/1996, ΠολΠρωτΡόδου 102/1998, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 62 σελ. 141-142, βλ. ειδικότερα για την ανωτέρω διάκριση και Ε. Μπαλογιάννη, παρατηρήσεις υπό τις ΑΠ 1238, 1239/1996 Δ28/498 όπου και περαιτέρω ποραπομπές και ΕφΘεσ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΕπιθΝομολ 1991Α/11.46 και ΑΠ 331/19 ΕλλΔικ 1998/544, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 77 σελ.166-168, σχετικές επίσης για τα βακουφικά ακίνητα και τις διακρίσεις τους ΑΠ 447/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547 = ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1334/1995 ΕΕΝ 1997/242 = ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡ ΡΟΔ 794/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/66 = ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 112/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/65 = ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41 = ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ. = ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔ 166/2009 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Στην αραβική γλώσσα η λέξη waqf (τουρκικά: vak?f, ελληνική απόδοση: βακούφι) σημαίνει σταματώ, συγκρατώ, εμποδίζω, ακινητοποιώ.
Βακούφιον κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο («Σερή»), είναι περιουσιακό στοιχείο το οποίο αφιερώνεται προς εκπλήρωση διηνεκούς ευαγούς σκοπού, έτσι ώστε αυτό να θεωρείται ως θείον πράγμα, του οποίου η ωφέλεια ανήκει στους ανθρώπους (ΑΠ 447/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1334/1995 ΕΕΝ 1997/242= ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 794/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/66= ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡΡΟΔ 112/2000 ΔΩΔΝΟΜ 2003/65= ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡ ΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41= ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ., ΠΠΡ ΡΟΔ 166/2009 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, βλ. και ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 76 σελ. 166. ΕφΔωδ. 266/2005 αδημοσίευτη, όπου με τον όρο «Βακούφ-Βακούφια- βακφ» νοούνται κατά το Οθωμανικό δίκαιο τα αφιερώματα, δηλαδή τα κτήματα που αφιερώθηκαν για κάποιο αγαθοεργό, κοινωφελή ή ιερό εν γένει σκοπό, ποικίλουν δε ανάλογα με τον ειδικότερο σκοπό για τον οποίο έχει διατεθεί η περιουσία με την πράξη αφιέρωσης).
Το βακούφι δε συμπεριλαμβάνει αποκλειστικά ακίνητα πράγματα, αλλά ενίοτε αφορά και κινητά (βιβλία, σοδειές, εμπορεύματα κ.λπ.).
Το βακούφι αποτελεί τον κατεξοχήν μηχανισμό για την επίτευξη της ελεημοσύνης (sadaka), έναν από τους κύριους άξονες του Ισλάμ. Από νομική άποψη, πρόκειται για μια από τις πιο πολύπλοκες κατασκευές του μουσουλμανικού δικαίου, η οποία, αν και διατήρησε όλα τα βασικά εννοιολογικά συστατικά του θεσμού, εξελίχθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια των αιώνων.
Πρόκειται για ένα θεσμό στενά συνδεδεμένο με τη φιλοσοφία και τους προσανατολισμούς της ισλαμικής θρησκείας, όμως το βακούφι υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε από τους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Τα βακούφια διακρίνονταν (βλ. παρακάτω διακρίσεις) και σε σουλτανικά και ιδιωτικά, ανάλογα με την ιδιότητα του δωρητή τους.Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας τα βακούφια χαρακτηρίστηκαν με τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) ως ανταλλάξιμα και συγκροτήθηκε για τη διάθεσή τους ειδική υπηρεσία στην Εθνική Τράπεζα.
Το φαινόμενο των Βακουφίων παρατηρήθηκε και είχε μεγάλη έξαρση κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας στη χώρα μας.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, οι ιδρυτές των Βακουφίων επέβλεπαν κυρίως στο να αποφύγουν τη δήμευση, την αρπαγή ή κατάσχεση της περιουσίας τους.
Βακούφια μπορούσαν να συσταθούν και υπέρ των χριστιανικών μοναστηρίων και εκκλησιών με στόχο πάντα την προστασία των αφιερωμάτων από τις αρπακτικές διαθέσεις των Οθωμανών.
Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 1091/1980 «περί διοικήσεως και διαχειρίσεως των Βακουφίων της Μουσουλμανικής Μειονότητος εις την Δυτικήν Θράκην και των περιουσιών αυτών»:
«Βακούφιον είναι το αφιέρωμα συνιστάμενον εξ ακινήτου ή κινητού περιουσιακού στοιχείου, ή προσόδου υπέρ ευσεβούς, αγαθοεργού, κοινωφελούς εν γένει σκοπού ή υπέρ φιλανθρωπικού, θρησκευτικού, ευαγούς ιδρύματος, είτε υπάρχοντος είτε δια της ελευθεριότητος ταύτης ιδρυομένου» (ΕΦΔΩΔ 266/2005).
Κατά το άρθρο 3 του άνω νόμου «Βακουφικήν περιουσίαν αποτελεί αυτό τούτο το βακούφιον ως και παν έτερον περιουσιακόν στοιχείον, κινητόν ή ακίνητον, αφιερωμένον εις την λειουργίαν του Βακουφίου, είτε υπό την έννοιαν του σκοπού είτε υπό την έννοιαν του ιδρύματος, ως εις το άρθρον 2 ορίζεται».
Τέλος κατά την διάταξη του άρθρου 4 του ως άνω νόμου «Έκαστον βακούφιον, υπό την έννοιαν των άρθρων 2 και 3 αποτελεί, από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, χωριστόν μειονοτικόν νομικόν πρόσωπον Ιδιωτικού Δικαίου, λογιζόμενον ως κοινωφελές ίδρυμα και λειτουργούν προς εξυπηρέτησιν του σκοπού δια τον οποίον συνεστήθη, διέπεται δε υπό των διατάξεων του παρόντος νόμου, εφαρμοζομένων και των διατάξεων του άρθρου 46 του νόμου 542/1977 «περί τροποποιήσεως, αντικαταστάσεως και συμπληρώσεως φορολογικών και άλλων τινών διατάξεων».
Ήδη κατά το άρθρο 2 του Ν. 3647/2008 Βακούφιο είναι αφιέρωμα κατά τον Ιερό Ισλαμικό Νόμο, που περιλαμβάνει ακίνητα ή και κινητά περιουσιακά στοιχεία ή πρόσοδο υπέρ ευσεβούς, αγαθοεργού, κοινωφελούς γενικά σκοπού ή υπέρ φιλανθρωπικού, θρησκευτικού, ευαγούς ιδρύματος, που είτε υπάρχει είτε ιδρύεται για μη κερδοσκοπικό σκοπό.
Κατά το άρθρο 3 του άνω νόμου Βακουφική περιουσία αποτελεί αυτό το ίδιο το Βακούφιο, καθώς και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο, κινητό ή ακίνητο, αφιερωμένο στη λειτουργία του Βακουφίου, είτε υπό την έννοιαν του σκοπού είτε υπό την έννοιαν του ιδρύματος, όπως ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο.
Τέλος, κατά το άρθρο 4 του άνω νόμου Τα υπάρχοντα Βακούφια που περιλαμβάνουν ακίνητη περιουσία αποτελούν, από της ενάρξεως ισχύος του παρόντος νόμου, χωριστά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και λογίζονται ως κοινωφελή ιδρύματα που λειτουργούν προς εξυπηρέτηση του σκοπού για τον οποίον έχουν συσταθεί.
Αφιέρωση (βακφ) είναι η πράξη, με την οποία κάποιο κτήμα γίνεται βακούφιο. Δια της συστατικής πράξεως- της αφιερώσεως (βακφ)- ορίζετο «μουτεβελής»- δηλαδή Έφορος που είχε θέση ανάλογη με τον εκτελεστή του Α.Ν. 2039/1939 που ισχύει στην Ελλάδα για τις περιουσίες που έχουν διατεθεί για κοινωφελή σκοπό Έφορος.
Αφιερωτήριο (Βακφηγιέ) είναι το έγγραφο στο οποίο περιέχεται η κατάθεση του αφιερωτή για την αφιέρωση και η δικαστική επικύρωση της αφιερώσεως. Οι διατάξεις του άρθρου 35 του περί καθηκόντων και πράξεων των Διευθυντών των βακουφίων νόμου της 19 Δζαμαζήλ Αχήρ του 1280 (1862), δια των οποίων καθιερούται η σύνταξη αφιερωτηρίου εγγράφου, υπό τις εν αυτώ διατυπώσεις (ως συστατικός τύπος), αφορούν μόνο τα νέα υπό το κράτος αυτού συνιστώμενα βακούφια, όχι δε και τα προ αυτού, τα οποία διέπονται υπό των κατά το χρόνο της συτάσεως των ισχυόντων νόμων. Κατά δε τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1688 εδ. 3 και 838 Οθωμανικού Αστικού Κώδικος και άρθρ. 12 του ρηθέντος της 19 Δζαμαζήλ Αχήρ του 1280 νόμου, για την προτέρα βακουφοποίηση αρκεί η περί τούτου δήλωση του αφιερωτή, εκδηλουμένη σαφώς ενώπιον δύο μαρτύρων, των δια του άρθρου 1739 του αυτού Κώδικος θεσπισθεισών διατυπώσεων επιβληθεισών για την μη τυχόν ανάκληση της αφιερώσεως. Το βακούφιο μπορεί να γίνει και με διαθήκη (βλ. και Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 76 σελ. 166-167, ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε νομολογία και βιβλιογραφία, ΑΠ 569/1953 ΝοΒ 2/121, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63).
Θεμελιώδες λοιπόν στοιχείο της πράξης αφιέρωσης είναι η ιδρυτική πράξη (vakfiye) στην οποία εκφράζεται η βούληση του ιδρυτή· και αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί. Στο έγγραφο αυτό προσδιορίζεται ο σκοπός σύστασης του βακουφίου, ο οποίος δεσμεύει οριστικά τον ιδρυτή και τους κληρονόμους του. Η ανελαστικότητα που του προσδίδει ο όρος αυτός είναι ωστόσο φαινομενική: Στην πράξη, το βακούφι αποδείχτηκε προσαρμοστικό κι ευέλικτο. Οι περιπτώσεις βακουφικών ακινήτων των οποίων μεταβλήθηκε το νομικό καθεστώς είναι πολυάριθμες κατά την Οθωμανική περίοδο. Μάλιστα, το 19ο αιώνα, το αυτοκρατορικό υπουργείο Βακουφίων δε δίστασε να εκποιήσει πλείστα βακουφικά ακίνητα που κρίνονταν οικονομικά ασύμφορα και των οποίων η νομική υπόσταση δεν ήταν -θεωρητικά- δυνατό να αλλάξει.
Σαν περιουσιακά σύνολα τα βακούφια έχουν περιορισμένη, ιδιορρύθμου φύσεως, προσωπικότητα, γι’ αυτό και με την αφιερωτική πράξη και ανάλογα με την κατηγορία του κτήματος βακούφ καθορίζονται και ο τρόπος διαχείρισής του από τον «Μουτεβελή» δηλαδή Έφορο που είχε θέση ανάλογη με τον εκτελεστή του Α.Ν. 2039/1939 που ισχύει στην Ελλάδα για τις περιουσίες που έχουν διατεθεί για κοινωφελή σκοπό (ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 76 σελ. 166-167, Ελευθεριάδη σελ. 30, 7-92, 41,82, 83, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη).
Ως προς τα βακούφια στη Δωδεκάνησο: Η Ιταλία με τη συνθήκη της Λωζάνης του 1923 θεώρησε ότι τα βακούφια (ευαγή καταστήματα ή προσοδοφόρα) διέπονται από το Μουσουλμανικό δίκαιο. Εκτός όμως αυτού επέτρεψε να συσταθούν και στο μέλλον βακούφια με το άρθρο 7 παρ.7 του Κτηματολογικού Κανονισμού (ΑΠ 447/2005 στη ΝΟΜΟΣ). Με την άνω διάταξη ορίζεται ότι «Μόνον τα ακίνητα ελευθέρας κυριότητος (μουλκ) δύνανται εγκύρως εις το μέλλον να συσταθώσιν εις βακούφια (εβκάφ)».
Λόγω της ποικιλόμορφης διαχείρισης των βακουφίων και για την καθιέρωση ενιαίας οπωσδήποτε διαχείρισης και εποπτείας εκδόθηκε από τον Ιταλό Κυβερνήτη Δωδεκανήσου το Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα (ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 79 σελ. 170 και 288, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος Α σελ. 566, Μον.Πρωτδ.Ρόδου 214/1973, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη). Με το διάταγμα αυτό η διαχείριση των περιουσιών βακούφ Ρόδου και Κω (του είδους «Μασμπουτά» και εκείνων των Σχολείων και όχι των «Ιδιωτικών» (οικογενείας ή απογόνων- βλ. άρθρα 1 και 2 στο ως άνω Κυβ. Δ/γμα), ανατέθηκε σε ειδικό συμβούλιο Μουσουλμάνων (για κάθε περιοχή), απαρτιζόμενο από πέντε μέλη που δεν χρειάζεται να έχουν κάποια επίσημη ιδιότητα και ειδικότερα από ένα πρόεδρο, τρεις συμβούλους και ένα σύμβουλο διαχειριστή (άρθρο 4 Κυβερν. Δ/τος, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίετη). Το ειδικό αυτό συμβούλιο διαχείρισης (Οργανισμός Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ), στο οποίο ανατέθηκε με το Δ/γμα αυτό η διοίκηση και διαχείριση των βακουφικών περιουσιών, δηλαδή περιουσιών που έχουν αφιερωθεί υπέρ κοινωφελούς σκοπού, δεν έχει το χαρακτήρα ΝΠΔΔ, ούτε άλλωστε χαρακτηρίστηκε έτσι με το άνω Δ/γμα, ή μεταγενέστερα, αλλά φέρει το χαρακτήρα κοινωφελούς ιδρύματος, δηλαδή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου (όπως και στα βακούφια Δυτικής Θράκης βάσει του άρθρου 4 του ν. 1091/1980), η άσκηση δε εποπτείας και ελέγχου των πράξεών του δεν αρκεί για να προσδώσει σ’ αυτό την ιδιότητα ΝΠΔΔ (ΑΠ 1213/1991 ΕΕΝ 1993/41= ΝΟΜΟΣ, ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη).
Από τις διατάξεις του ως άνω Διατάγματος και δη των άρθρων 1, 13 παρ. 2 και 14 παρ. 1, σαφώς συνάγεται ότι το δια του άρθρου 1 του άνω Δ/τος συσταθείς Οργανισμός Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ, για τη διαχείριση της περιουσίας βακούφ των σχολείων και του είδους Μουζμανατά ή Μασμπουτά, σε σχέση προς τις περιουσίες των ιδιωτικών βακούφ, ανέλαβε απλώς την υποχρέωση α) όπως στους υποβαλλόμενους σ’ αυτόν απολογισμούς των βακούφ τούτων βεβαιώνει αν τυγχάνουν κανονικής διαχειρίσεως και αν οι πρόσοδοι αυτών χρησιμοποιούνται υπό των διορισμένων μουτεβελήδων σύμφωνα προς τις διατάξεις των αφιερωτών και β) όπως συντάξουν κατάσταση των ακινήτων περιουσιών, αστικών και αγροτικών των ιδιωτικών βακούφ, οι δε μουτεβελλί των βακούφ αυτών υποχρεώθηκαν να παράσχουν στον Οργανισμό οιανδήποτε χρήσιμη πληροφορία για τη σύνταξη των άνω απογραφικών καταστάσεων, διατηρηθείσης, κατά τα λοιπά της κατά το Οθωμανικό Δίκαιο εξουσίας διοικήσεως και διαχειρίσεως αυτών (βλ. και Μον.Πρωτδ.Ρόδου 214/1973).
Στα ανήκοντα λοιπόν στην κατηγορία μουστεσνά ή εξαιρετικά, ήτοι στα διοικούμενα και διαχειριζόμενα ανεξελέγκτως υπό των διορισμένων υπό του ιδίου του αφιερωτή μουτεβελή, τον οποίο διαδέχονται στη διοίκηση και διαχείριση οι απόγονοι αυτού, δεν έχει κανένα δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου το Υπουργείο Βακουφίων και προκειμένου για τη Ρόδο και Κω, κατά τα ανωτέρω, ο Οργανισμός Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ (ΕΦΔΩΔ 266/2005).
ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΒΑΚΟΥΦΙΩΝ:
Τα βακουφικά κτήματα εν γένει από άποψη διοικήσεως και διαχειρίσεως διακρίνονται κατά την Οθωμανική νομοθεσία σε τρεις κατηγορίες
α) τα μαζμαντά ή μασμπουτά, τα απ’ ευθείας και αμέσως υπό των υπαλλήλων του Υπουργείου των Βακουφίων διοικούμενα και διαχειριζόμενα (και ήδη για Ρόδο και Κω, κατά τα κατωτέρω, από τον Οργανισμό Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ = Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα),
β) τα μουλχακά, τα αμέσως υπό των μουτεβελί (εφόρων, επιτρόπων διαχειριστών) διοικούμενα και διαχειριζόμενα, εφ’ ων όμως δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου ασκεί το Υπουργείο βακουφίων (και ήδη για Ρόδο και Κω, κατά τα κατωτέρω, από τον Οργανισμό Διαχειρίσεως Κτημάτων Βακούφ = Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα) και
γ) τα μουστεσνά ή εξαιρετικά, ήτοι τα διοικούμενα και διαχειριζόμενα ανεξελέγκτως υπό των διορισμένων υπό του ιδίου του αφιερωτή μουτεβελή, τον οποίο διαδέχονται στη διοίκηση και διαχείριση οι απόγονοι αυτού και επί των οποίων κανένα δικαίωμα εποπτείας και ελέγχου έχει το Υπουργείο (Μον.Πρωτδ.Ρόδου 214/1973, Ελευθεριάδη σε ΘΛΒ σελ. 112, Νικολαϊδη Οθωμανικοί Κώδικες, τόμος β σελ. 1267 ζήτημα 33, 34 και 35, Εφ.Κρ. Θ.ΚΣ 359, , ΕΦΔΩΔ 266/2005 αδημοσίευτη).
Σε περίπτωση που τα βακούφια είναι ακίνητα, διακρίνονται, αναλόγως των παρεχομένων δυνατοτήτων, σε ευαγή καταστήματα ή κατασκευάσματα [(«μουεσεσάτι χαηριγιέ») ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ] και σε προσοδοφόρα [(«μουστεγάλ», πληθ. «μουστεγαλάτ») ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ].
Τα βακούφ της πρώτης κατηγορίας υπηρετούν άμεσα το σκοπό που όρισε ο αφιερωτής («βακήφ»), χωρίς να αποφέρουν κάποια πρόσοδο, όπως λ.χ. τα τεμένη, ιεροδιδασκαλεία, νεκροταφεία, νοσοκομεία, γέφυρες κλπ. ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547 = ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ].
Ενώ τα βακούφ της δεύτερης κατηγορίας, τα προσοδοφόρα, λ.χ. οι οικίες, καταστήματα, οικόπεδα, αγροί κλπ. συμβάλλουν μόνον εμμέσως στην εκπλήρωση του σκοπού που έταξε ο αφιερωτής με τα εισοδήματα, τα οποία επιτυγχάνονται με τη μίσθωση ή παραχώρηση αυτών σε ιδιώτες, αντί «τελέσματος» ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547 = ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369 = ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ].
Τα προσοδοφόρα βακούφια είναι «εστεγασμένα ή ένστεγα» (π.χ. διάφορες οικοδομές και οικόπεδα που είναι προορισμένα για την ανέγερση οικοδομών) και «μη εστεγασμένα ή άστεγα» (π.χ. κήποι, αμπέλια, χωράφια= ΕΦΘΕΣΣΑΛ 833/1991 ΕλλΔικ 1991/1315 = ΝΟΜΟΣ).
Σύμφωνα με το νόμο (17 Μουχαρρέμ 1284) «περί μεταβιβάσεως ακινήτων βακουφικών κτημάτων μουσσακκαφάτ και μουστεγηλλάτ (ήτοι αστικών και αγροτικών), μουσσακκαφάτ = αστικά κτίρια, λέγονται εκείνα, τα οποία είναι αφιερωμένα «εις ανάθημά τι» και έχουν κυρίως το σχήμα εντελούς οικοδομής, δηλαδή καλυμμένης με όροφο, όπως οικίες, λουτρώνες, εργαστήρια, πανδοχεία, σχολαί και τα παραπλήσια, ενώ μουστεγηλλάτ = αγροτικά κτήματα, λέγονται οι κτήσεις οι μη έχουσες σχ΄ξμα οικοδομής, παράγουν δε καρπούς, όπως άμπελοι, αγροί, κήποι και πάντα τα στερούμενα ορόφου (βλ. για τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 675).
Τα προσοδοφόρα βακούφια, αναλόγως του χαρακτήρα της παραχώρησης προς τρίτους, διακρίνονται σε τρία είδη:
α) τα καλούμενα μονοτελή (ιδζαρέϊ βαχιδελή εβκάφ), επί των οποίων ο ιδιώτης έναντι καταβολής μισθώματος αποκτά για ορισμένο χρόνο (λ.χ. μήνα ή έτος) μόνο το ενοχικό δικαίωμα χρήσεως ή και καρπώσεως, το οποίο δεν είναι μεταβιβαστό ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63].
β) τα λεγόμενα διτελή (ιδζαρετεϊνλή), επί των οποίων, έναντι καταβολής διπλού τελέσματος- μισθώματος (ιδζαρετέϊν), ήτοι ορισμένου ποσού κατά την παραχώρηση και ορισμένου ετησίως ή κατά άλλες χρονικές περιόδους, παραχωρείται στον ιδιώτη δικαίωμα χρήσεως και καρπώσεως διηνεκές με εμπράγματο χαρακτήρα, το οποίο συνήθως χαρακτηρίζεται ως ωφέλιμη κυριότητα (dominium utile), μεταβιβαστό δε και δεκτικό υποθήκης (με άδεια του εφόρου), αλλά και κληρονομητό ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63] και διανεμητέο (Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 95 σελ. 185, παρ. 77 σελ. 168 με αναφορά σε Καλλικλή και Ελευθεριάδη, βλ. και ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ κατά την οποία είναι επιτρεπτή η διανομή όταν αποδεικνύεται πράγματι επωφελής για το αφιέρωμα και συναινεί και ο αρμόδιος Έφορος) και
γ) τα ονομαζόμενα «μουκαταλή», ήτοι εκείνα, κατά τα οποία με την παραχώρηση παρέχεται στον τρίτο έναντι καταβολής ετήσιου τελέσματος (μουκατά) η εξουσία ανεγέρσεως και διατηρήσεως οικοδομής ή φυτεύσεως δένδρων και κλημάτων επί του εδάφους του βακουφικού κτήματος, επί τούτων δε εκείνος, προς τον οποίο γίνεται η παραχώρηση, αποκτά χωριστή κυριότητα, μεταβιβαστή και κληρονομητή, χωρίς όμως κυριότητα επί του εδάφους, το οποίο ανήκει στο αφιέρωμα και απλώς εξουσιάζεται από τον έχοντα την κυριότητα επί της οικοδομής, των δένδρων ή των κλημάτων ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63]. Τα βακούφια διακρίνονται σε μετακλητά και αμετάκλητα, ενώ σχολάζοντα είναι εκείνα, ως προς τα οποία έπαυσε να υπάρχει ο σκοπός που είχε ταχθεί από τον αφιερωτή (ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63).
Περαιτέρω και ενόψει του ότι στη νομική έννοια της αφιερώσεως περιλαμβάνεται η υπέρ ευαγούς σκοπού από κάποιον ιδιοκτήτη γενομένη αποξένωση και απαλλοτρίωση της κυριότητας πράγματος, ανακύπτει ως θεμελιώδης η διάκριση των βακουφιών εις γνήσια, επί των οποίων εφαρμόζονται οι περί βακουφίων διατάξεις, και εις μη γνήσια (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Και γνήσια μεν βακούφια είναι εκείνα των οποίων ο αφιερωτής είχε πλήρη κυριότητα επί του κτήματος κατά τη σύσταση του αφιερώματος, καθώς και εκείνα που προέρχονται από δημόσιες γαίες (εραζί μιριγέ ή εμιριέ) με αφιέρωση (υπό διάφορες μορφές) υπέρ ευαγούς σκοπού από αυτόν τον Σουλτάνο, ο οποίος όμως παραιτείται και αυτής της ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) υπέρ του βακουφίου (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 65, 67).
Μη γνήσια δε βακούφια (εραζίι μεβκουφέ), περί των οποίων προβλέπει το αρθρ. 4 του περί γαιών νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 (1856), είναι τμήματα δημόσιας γης (εραζίι μιριγέ), των οποίων οι πρόσοδοι, ιδία δε η δεκάτη και άλλα τέλη, αφιερώθηκαν από τον Σουλτάνο ή από άλλον με αυτοκρατορική άδεια υπέρ ευαγούς σκοπού, χωρίς να αποβάλουν την ιδιότητα της δημόσιας γης (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273 = ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607 = ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). Ρητά στο άρθρο 4 του νόμου περί γαιών αναφέρεται (βλ. για τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 431): «Αι αφιερωμέναι γαίαι εισί δύο ειδών: Α) …….Β) Αι γαίαι αι αποσπασθείσαι από γαίας δημοσίας και αφιερωθείσαι παρά των Σουλτάνων ή δι’ αδείας Σουλτανικής παρ’ άλλων ατόμων. Η αφιέρωσις των τοιούτων γαιών συνίσταται εις το ότι τα δημόσια τέλη, οιόν δέκατα και άλλοι φόροι του αποσπασθέντος τούτου μέρους των δημοσίων γαιών, καθιερώθησαν παρά της Κυβερνήσεως εις σκοπόν τινα (ήτοι εις κοινωφελές τι κατάστημα, ως τζαμίαον, εκπαιδευτήριον κλπ). Αι τοιούτου είδους αφιερωμέναι γαίαι δεν είναι αληθή Βακούφια. Αι πλείσται των εν τη Οθωμανική επικρατεία αφιερωμένων γαιών ανήκουσιν εις την κατηγορίαν ταύτην. Η ιδιοκτησία των ούτως εις σκοπόν τινα καθιερωθεισών βακουφικών γαιών ανήκει ως η των καθαρώς δημοσίων γαιών εις το δημόσιον». … Αι διατάξεις, αι αφορώσαι τας δημοσίας γαίας, εφαρμόζονται και εις τας τοιαύτας αφιερωμένας γαίας». Όμως παρακάτω στο εν λόγω άρθρο 4 του νόμου περί γαιών, γίνεται αναφορά και σε άλλο είδος των αφιερωμένων γαιών της κατηγορίας των μη αληθών Βακουφίων και δη (βλ. για τα ανωτέρω Δημητρίου Νικολαϊδου ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΙ ΚΩΔΙΚΕΣ έκδοση 1869, σελ. 432): «Αλλ’ υπάρχει και εν άλλο είδος των τοιούτων αφιερωμένων γαιών, ήτοι η ψιλή ιδιοκτησία καθώς και τα δέκατα και οι φόροι αυτών ανήκουσιν εις το δημόσιον, και μόνο τα κατοχικά δικαιώματα καθιερώθησαν εις σκοπόν τινα».
Κατά Α. Ζ. Καλλικλή, το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι εκδ. 1931 σελ. 67, υπάρχουν τρία είδη αφιερωμένων γαιών και δη:
α) το βακούφιον είναι «νομεύς» (δηλαδή έχει το τεσσαρούφ-ωφέλιμη κυριότητα), διαχειρίζεται δε είτε δια της ιδίας του διοικήσεως, είτε δια καλλιεργείας υπό κολλήγων εμμέσως, πάντοτε όμως δίδει την δεκάτην και λοιπάς εισφοράς εις το Κράτος (ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα με τις παραχωρημένες σε ιδιώτες κατά ωφέλιμη κυριότητα δημόσιες γαίες, που το δημόσιο έχει την ψιλή κυριότητα και ο τρίτος το τεσσαρούφ, την ωφέλιμη κυριότητα)
β) το βακούφιον έχει τη «νομή» (δηλαδή έχει το τεσσαρούφ-ωφέλιμη κυριότητα), όπως στην προηγούμενη περίπτωση, δηλαδή διαχειρίζεται είτε δια της ιδίας του διοικήσεως, είτε δια καλλιεργείας υπό κολλήγων εμμέσως, πλην απολαμβάνει αυτό και όλες τις εισφορές
γ) το βακούφιον απολαμβάνει μόνο όλες τις εισφορές των ακινήτων, τα οποία «νέμεται» (δηλαδή έχει το τεσσαρούφ-ωφέλιμη κυριότητα) τρίτος, εισπράττει δε κατά παραχώρηση του κράτους τις εισφορές.
Στο άρθρο 7 του Κτηματολογικού Κανονισμού (του κυρωθέντος δια του υπ` αριθ. 132 της 1-9- 1929 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη Δωδεκανήσου), γίνεται ειδική αναφορά στη διάκριση των βακουφικών κτημάτων (εβκάφ) σε δημόσια και ιδιωτικά, σε κυρίως τοιαύτα (γνήσια βακουφικά - εβκάφ) και μη κυρίως (ψιλώ ονόματι).
Πέραν της καθοριζόμενης έννοιας με την άνω διάταξη των δημοσίων βακουφίων, που ορίζονται ως εκείνα των οποίων η χρήση ή οι πρόσοδοι προορίζονται για άμεσο σκοπό θρησκευτικό ή φιλανθρωπικό και εκείνα των οποίων η ωφέλιμος κυριότης ανήκει σε ιδιώτες δυνάμει τίτλου διηνεκούς παραχωρήσεως έναντι καταβολής κανόνος υπέρ του καθορισθέντος νομικού προσώπου [στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα τεμένη, οι μονές (τεκκέ), τα μαυσωλεία (τουρμπέ) και τα μουσουλμανικά νεκροταφεία, εφόσον είναι εν ενεργεία (χρήσει), εκτός αν διάφορος νομικός χαρακτήρας (φύση) προκύπτει από τίτλους ή τρόπους κτήσεως νομής] και των ιδιωτικών - των οικογενείας ή απογόνων, που ορίζονται ως τα βακούφια των οποίων οι πρόσοδοι προορίζονται για θρησκευτικό ή φιλανθρωπικό σκοπό, αν ήθελε εκλείψει το δικαίωμα της ενδιαμέσου καρπώσεως υπέρ προσδιορισθέντων προσώπων, συμφώνως προς τη θέληση του συστήσαντος (δηλαδή τα βακούφια αυτά τα νέμονται οι απόγονοι του αφιερωτή, η κυριότητα όμως και αυτών των βακουφίων δεν ανήκει σ’ αυτούς, αλλά στο θεό, δηλαδή, μετά την απόσβεση της γενιάς του αφιερωτή, θα λάβει κάποιο ευαγές ή ιερό κατάστημα, υπέρ του οποίου τα αφιέρωσε έμμεσα ο αφιερωτής και οι απόγονοί του έχουν δικαίωμα μόνο να νέμονται -βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 1989, σελ. 564 αρ. 9), ενδιαφέρον παρουσιάζει η καθοριζόμενη έννοια των κυρίως (γνησίων) βακουφίων και των μη κυρίως (ψιλώ ονόματι).
Είναι γνήσια βακούφια εκείνα τα οποία ήσαν αρχικώς κτήματα κυριότητος «μουλκ» και κατέστησαν βακούφια κατ’ ακολουθίαν της εκπληρώσεως των υπό του θρησκευτικού μουσουλμανικού νόμου διαγραφομένων διατυπώσεων.
Και ψιλώ ονόματι βακούφια είναι εκείνα τα κτήματα τα οποία άλλοτε ήσαν κτήματα δημόσια και μετετράπησαν εις βακούφια μεταγενεστέρως υπό των Σουλτάνων ή υπό οιουδήποτε άλλου κατά βασιλικήν εξουσιοδότησιν, κατ’ ακολουθίαν προς ένα ειδικόν προορισμόν απονεμηθέντα επιβοηθητικώς εις αυτά.
Στην τελευταία δε παράγραφο του άρθρου 7 του Κ.Κ. ορίζεται ότι «Μόνον τα ακίνητα ελευθέρας κυριότητος (μουλκ) δύνανται εγκύρως εις το μέλλον να συσταθώσιν εις βακούφια (εβκάφ)».
Φαίνεται λοιπόν σε σχέση με την έννοια των γνησίων βακουφίων να παραλείπεται κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό το γεγονός ότι γνήσια βακούφια είναι και εκείνα που προέρχονται από δημόσιες γαίες (εραζί μιριγέ ή εμιριέ) με αφιέρωση (υπό διάφορες μορφές) υπέρ ευαγούς σκοπού από αυτόν τον Σουλτάνο, ο οποίος όμως παραιτείται και αυτής της ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) υπέρ του βακουφίου.
Όμως τα βακούφια («evcaf») ρυθμίζονται υπό των κανόνων του άρθρου 7 του Κ.Κ., ο οποίος δεν τα ορίζει, διότι επαφίεται στον ορισμό του σιαραϊτικού δικαίου, αλλά μόνο απαριθμεί τις κυριότερες υποδιαιρέσεις των βακουφίων. Ως προς τα βακούφια, υπό την καθοριζόμενην από τον Κτηματολογικό Κανονισμό έννοια των αναφερομένων γνησίων και μη γνησίων βακουφίων, δεν μεταβάλλεται η γενική και αδιάσπαστη έννοια αυτών, όπως αυτή προσδιορίζεται από το μέχρι τότε δίκαιο και κυρίως όπως ιστορικά και αποδεδειγμένα έχει εξελιχθεί και εδραιωθεί στην πράξη. Είναι δε γεγονός αναμφισβήτητο ότι Σουλτάνοι έχουν προχωρήσει σε αφιερώσεις από δημόσιες γαίες, υπό διάφορες μορφές, υπέρ ευαγούς σκοπού, οι οποίοι όμως παραιτούνται και αυτής της ψιλής κυριότητας (ρεκαμπέ) υπέρ του βακουφίου.
Ιστορικά είναι γνωστό ότι και στη Ρόδο ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, που την κατέκτησε το 1522 δια των όπλων [ο οποίος έδωσε στους θεληματικά προσκυνημένους άλλους νησιώτες, με εξαίρεση τους Ρόδιους και Κώες, το Φιρμάνι της αυτονομίας, φιρμάνι που το πρωτότυπο δεν υπάρχει πουθενά και είναι αμφίβολο αν κάποτε υπήρξε (φυλάγονται μόνο στη Σύμη και στην Κάλυμνο αρκετά φιρμάνια μεταγενέστερων σουλτάνων -1646-1838- που βεβαιώνουν πως οι υπάρχουσες παραχωρήσεις και φορολογικές ατέλειες, καθώς και το ιδιαίτερο δικαστικό και διοικητικό σύστημα στα Δωδεκάνησα έχουν την καταγωγή τους πιο πίσω, ακόμα και στους Βυζαντινούς χρόνους], έχει συστήσει πάρα πολλά βακούφια, είτε παραιτούμενος από κάθε δικαίωμα κυριότητος υπέρ του βακουφίου [το μεγάλο τζαμί (τέμενος) στην Παλιά Πόλη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός από τα γνήσια ευαγή (Σουλτανικά) βακούφια, του οποίου την πλήρη κυριότητα κατά τις κτηματολογικές εγγραφές έχει το βακούφιο, που δεν είναι προσοδοφόρο, όπως και πολλά άλλα ακίνητα, προσοδοφόρα όμως καταστήματα (μονοτελή), με εγγεγραμμένο τιτλούχο κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητος το Βακούφιο], είτε παραιτούμενος του δικαιώματος της ψιλής κυριότητος υπέρ του βακουφίου, με παραχώρηση δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητος σε ιδιώτες (διτελή), έναντι καταβολής διπλού τελέσματος-μισθώματος (ιδζαρετέϊν), ήτοι ορισμένου ποσού κατά την παραχώρηση και ορισμένου συνήθως ετησίως, προκειμένου, ως προσοδοφόρα, να συμβάλλουν εμμέσως στην εκπλήρωση του σκοπού που έταξε ο αφιερωτής (συνήθως και από αυτά και από άλλα έσοδα - εισπραττόμενους φόρους - γειτονικών νησιών, χρηματοδοτούντα τα ευαγή ιδρύματα (τα τεμένη κλπ).
Στην Τουρκία (και μόνο) υπάρχουν και τα «κατειλημμένα» Βακούφια. Ένα βακούφι κηρύσσεται «κατειλημμένο» όταν εκλείψουν τα μέλη (φυσικά πρόσωπα) της διαχειριστικής επιτροπής και δεν είναι δυνατή η νόμιμη αντικατάστασή τους, καθώς και όταν δεν εκπληρώνονται οι όροι για την επίτευξη του σκοπού του ιδρύματος. Από τη στιγμή που το «κατειλημμένο» βακούφι υπάγεται στον ολοκληρωτικό και αποκλειστικό έλεγχο της Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων, ο κίνδυνος δήμευσης της περιουσίας του (κάτι που έγινε ήδη με πολλά κυρίως χριστιανικά βακούφια) αυξάνει σημαντικά.
ΕΚΠΟΙΗΣΗ - ΕΞΑΓΟΡΑ ΒΑΚΟΥΦΙΩΝ- ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ:
Στο ως άνω Κυβερνητικό Διάταγμα (12/1929) δεν αναφέρεται τίποτα για εκποίηση των βακουφίων. Στη συνθήκη (της Ιταλίας) Ειρήνης των Παρισίων 10.2.1947 (κυρωτ. Ν.Δ. 423/1947), με την οποία προσαρτήθηκε η Δωδεκάνησος στην Ελλάδα, δεν τέθηκε ορισμός ειδικά για τα βακούφια. γενικά μόνο στην παρ. 9 του 14ου Παραρτήματος της συνθήκης αυτής ορίσθηκε ότι «αι περιουσίαι, δικαιώματα και συμφέροντα των Δωδεκανησίων, θα είναι σεβαστά εν ώ μέτρω και τα των υπηκόων του διαδόχου κράτους, υπό τον όρο ότι εκτήθησαν νομίμως» (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος Α σελ. 566-567).
Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους με τη γνωμοδότησή του 386/29.9.1949 προς το Υπουργείο Εξωτερικών και ο Διευθυντής της Ειδικής Υπηρεσίας του ίδιου Υπουργείου με τη γνωμοδότησή του 24864/22.7.1940 γνωμοδότησαν ότι με τον πιο πάνω όρο της συνθήκης η Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση να σεβασθεί τα υπάρχοντα βακούφια στη Δωδεκάνησο, όχι όμως να διατηρήσει σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο τον ιερό Μουσουλμανικό νόμο, από τον οποίο μέχρι τότε διέπονταν αυτά, ότι ο νόμος αυτός είναι σεβαστός μόνο για την κρίση της έγκυρης σύστασής τους. Τα βακούφια, που συστήθηκαν από την έναρξη της ισχύος του Ν. 510/1947, έχουν υπαχθεί στις ρυθμίσεις του Α.Κ. και του ΕισΝΑΚ (Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος Α σελ. 566-56, αντίθετα οι Σόντης-Παπαδόπουλος για τα υπάρχοντα βακούφια έχουν την άποψη ότι ισχύει ο ιερός νόμος και ότι είναι αναπαλλοτρίωτα, κάτι που στην πράξη δεν ισχύει).
Μετά λοιπόν την εισαγωγή του Α.Κ. και του Εισαγωγικού Νόμου του ΑΚ στη Δωδεκάνησο δεν είναι δυνατή πλέον η σύσταση νέων βακουφιών (ΜΗ ΓΝΗΣΙΩΝ). Ο μουσουλμάνος κυρίως που προτίθεται, να αφιερώσει περιουσία για ευαγή σκοπό, μπορεί να προβεί σε ανάλογη δικαιοπραξία με τη μορφή της σύστασης ιδρύματος, της δωρεάς προς ίδρυμα, του τρόπου σε διάταξη τελευταίας βούλησης ή της δωρεάς υπό όρο, πάντοτε όμως σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού Α.Κ., δηλαδή πλέον δεν δημιουργούνται βακούφια κατά την παραδοσιακή ισλαμική έννοια ει μη μόνον αστικοί οργανισμοί όπως τους προβλέπει το δίκαιο.
Τα βακούφια είναι αφιερώματα, τα οποία από άποψη ουσίας δεν διαφέρουν από τους προστατευόμενους από το άρθρο 109 του Συντάγματος όρους διαθήκης ή δωρεάς υπέρ δημοσίου ή κοινωφελούς σκοπού, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αποκλείεται η εξαγορά κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Εισαγωγικό Νόμο του Αστικού Κώδικα (άρθρα 60-63). Ο θεσμός της εξαγοράς αποτελεί μορφή αναγκαστικής απαλλοτρίωσης, σύμφωνης προς το άρθρο 17 του Συντάγματος (Πολ.ΠρωτΡόδου 102/1998, 140/1997, 162/1996, 246/1996 αδημ., ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 164/2002 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 79α σελ. 170). Συνεπώς είναι δυνατή η εξαγορά της κυριότητος του βακουφικού ακινήτου ή της κυριότητος επί του εδάφους του ακινήτου τούτου από τον έχοντα εμπράγματο δικαίωμα (Πολ.ΠρωτΡόδου 102/1998, ΠΠρΡοδ 523/2000 Αρμ 2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 164/2002 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΜΠΡ ΡΟΔΟΥ 1498/1999).
Ακόμη είναι δυνατή και η χωρίς προσφυγή στην κατά τα άρθρα 61-68 ΕισΝ.Α.Κ. διαδικασία μεταβίβαση της κυριότητος στο δικαιούχο από το οικείο Μουσουλμανικό συμβούλιο, με σύμβαση περιβεβλημένη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποβαλλόμενη σε μεταγραφή (Πολ.ΠρωτΡόδου 102/1998, βλ. Ι. Σόντη Το νομικό καθεστώς των βακουφίων εν Δωδεκανήσω, ανάτυπο, Θεσσαλονίκη 1968 σελ. 18 σημ. 27, σελ. 19 και ιδίως σελ. 23 και σημ. 38, την ίδια μελέτη δημοσιευθείσα στο βιβλίο του Ι. Σόντη συμβολαί εις την θεωρίαν του Εμπρ. Δικαίου 1986 σελ. 103 επ., ΕφΔωδ 164/2002 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ). Παρά δηλαδή το ότι το διηνεκές και το αναπαλλοτρίωτο του βακουφίου αποτελούν θεμελιώδη κανόνα του Μουσουλμανικού δικαίου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρέπεται, μετά από παροχή σχετικής άδειας και υπό τις προβλεπόμενες διατυπώσεις, η απαλλοτρίωση της κυριότητας, όπως όταν το αφιερωθέν κτήμα δεν αποφέρει πρόσοδο για τον ευαγή σκοπό ή η πρόσοδος δεν καλύπτει το σκοπό ή όταν το αφιερωθέν κτήμα απέβη άχρηστο για τον ταχθέντα από τον αφιερωτή σκοπό, οπότε το απαλλοτριούμενο περιέρχεται κατά πλήρη κυριότητα σ’ εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η μεταβίβαση (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36 με αναφορά σε Π. Θεοδωρόπουλου, Το ισχύον εν Δωδεκάνησα" δίκαιο, Β` έκδοση 1981, σελ. 1665 επ., Ι. Σόντη, Το νομικό καθεστώς των βακουφιών εν Δωδεκανήσω, ανάτυπο 1996, και Γ. Νικολαίδη, Περί βακουφιών και διαθέσεως βακουφ. Κτημάτων, ΕΕΝ 1948.249).
Οι διατάξεις περί βακουφίων, εφαρμόζονται μόνο προκειμένου περί «γνησίων βακουφίων» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Ενώ επί των «μη γνήσιων» βακουφίων (εραζϊϊ μεβκουφέ), περί των οποίων προβλέπει το αρθρ. 4 του περί γαιών νόμου της 7 Ραμαζάν 1274, (1856), δεν εφαρμόζονται οι ανωτέρω περιορισμοί, διότι οι αφιερωμένες γαίες αυτού του είδους, οι οποίες καθόλα τα άλλα σε τίποτε δεν διαφέρουν των λοιπών δημοσίων γαιών και υπάγονται στον μνημονευθέντα περί γαιών νόμο και όχι στις περί βακουφίων διατάξεις του ιερού μουσουλμανικού δικαίου, ανήκουν και μετά την αφιέρωση κατά ψιλήν κυριότητα (ρεκαμπέ) στην πολιτεία (είτε κατά πλήρη κυριότητα κατά το προαναφερθέν άρθρο 4 του νόμου περί γαιών, στην πρώτη περίπτωση των μη αληθών αφιερωμένων γαιών) και φέρουν την ονομασία «ταχσησατ» η οποία υποδηλώνει ότι όχι η γη καθαυτήν αποτελεί βακούφιον ήτοι αφιέρωμα, αλλά ότι μόνες οι ανήκουσες στην πολιτεία πρόσοδοι από τη γη έχουν ειδικώς αφιερωθεί υπέρ ευαγούς σκοπού (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠολΠρΡοδ 523/2000ΑΡΜ/2002/36= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 331/1995 ΕλλΔικ 1998/547= ΕΕΝ 1996/273= ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2001 ΕΕΝ 2002/607= ΕλλΔικ 2002/1369= ΝΟΜΟΣ = DE LEGE 2005/63, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Η Ιταλία, με τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 ανέλαβε την υποχρέωση σεβασμού των συνεστημένων βακουφίων της Μουσουλμανικής μειονότητας Δωδεκανήσου και με το άρθρο 7 παρ. 7 του προαναφερόμενου Κτηματολογικού Κανονισμού επέτρεψε και τη σύσταση και νέων βακούφ. Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 και 4, 26 ως 29, 37 ως 39, 46, 61 παρ. 1, 63 παρ. τελευταία, 68 και 72 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού, συνάγεται ότι: α) Κατά την αναφερόμενη σ` αυτόν διαδικασία διακριβώνεται η ύπαρξη και η φύση των δικαιωμάτων επί ακινήτων που προϋπήρχαν της ιταλικής κατοχής (5.5.1912), κρίνονται δε αυτές κατά τους τότε ισχύoντες νόμους, εναρμονιζόμενους προς τα μετέπειτα ισχύοντα, οπότε επί συνύπαρξης τίτλων που φέρουν τον ίδιο χαρακτηρισμό της νομικής φύσης του εμπράγματου δικαιώματος, ή επί ελλείψεως οποιουδήποτε τίτλου ο χαρακτηρισμός γίνεται από τα κτηματολογικά όργανα, η δε εν λόγω εγγραφή, όταν οριστικοποιηθεί, δεν υπόκειται σε μεταρρύθμιση (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983,). β) Επί βακουφικών ακινήτων πρέπει να αναφέρονται στην εγγραφή στο Κτηματολόγιο, κατά το δυνατό, εκτός των άλλων, ο συστατικός τίτλος (ο συνιστών το βακούφιον τίτλος), εφόσον υπάρχει (που συνήθως δεν υπάρχει), το πρόσωπο που συνιστά το βακούφ, ο σκοπηθείς προορισμός που ορίσθηκε από τον συστήσαντα και ο πράγματι υπάρχων, ο «μετεβελής» (έφορος), το ποσό του ετήσιου τέλους και τα τυχόν καθυστερούμενα (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ). γ) Μόλις η εν λόγω εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο καταστεί απρόσβλητη, δεν επιτρέπεται ανταπόδειξη κατά του περιεχομένου της (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, βλ. για την αμετάκλητη εγγραφή και τις έννομες συνέπειες ΕΦΔΩΔ 292/1982 ΔΩΔ/ΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ τόμος 3 Τεύχος 1 σελ. 49 επ. όπου αναφορά και στις ΑΠ 458/1972 ΝοΒ 20/1280, ΑΠ 593/1965 ΝοΒ 14/530, ΕΦΔΩΔ 46/1973, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 38 σελ. 95 επ., ενώ κάθε μεταγενέστερη εγγραφή στο κτηματικό βιβλίο αποτελεί μαχητό τεκμήριο περί του ότι το εις τούτο αναγραφόμενο δικαίωμα ανήκει σε εκείνο επ’ ονόματι του οποίου έγινε η εγγραφή = ΟλΑΠ 569/1975 ΝοΒ 23/1081= ΕΕΝ 1976/130 = ΕλλΔικ 17/344, ΑΠ 748/74 ΝοΒ 20/599, ΑΠ 859/79 ΝοΒ 28/254, ΕΦΔΩΔ 292/1982 ΔΩΔ/ΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ τόμος 3 Τεύχος 1 σελ. 49 επ. όπου και άλλη νομολογία, ΑΠ 1775/1983 Δωδ, Νομ. Επιθεώρηση 5-1/12 όπου και ΟλΑΠ 569/1975, ΟλΑΠ 1270/1985 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ σελ. 125 και πλείστες όσες άλλες στη σελ. 260-263, ΑΠ 1066/1995 ΕλλΔικ 1996/1610, ΑΠ 1467/1996 ΕλλΔικ 38/594, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1727/1999 ΕΕΝ 2001/361, ΕφΔωδ 328/2002 Δωδ.Νομ. 2003/653, ΠΠρωτΡόδου 6/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/61, ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 176/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/380, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, ΠΠρΡόδου 152/2005 Δωδ.Νομολ. 2006/97 ΕφΔωδ 26/2006 Δωδ.Νομολ. 2006/643, ΕφΔωδ 224/2006 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 333/2006 Δωδ.Νομολ. 2008/113, ΕφΔωδ 217/2007 αδημοσίευτη, ΠΠρΡΟΔΟΥ 22/2008 Δωδ. Νομολογία τόμος 13 τεύχος 3 σελ. 983). δ) ότι μόνο επί των κατά τα ανωτέρω «μη γνήσιων» βακουφικών ακινήτων είναι δυνατή η υπό του οθωμανικού δικαίου (άρθρο 78 εδ. α΄ του νόμου «περί γαιών της 7 Ραμαζάν 1274) κτητική παραγραφή της ωφέλιμης κυριότητας μετά από δεκαετή κατοχή και καλλιέργεια. (ΑΠ 447/2005 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 600/1981, ΑΠ 940/1983, Νοβ 1982/222, ΑΠ 915/1973 ΝοΒ 1974/479, ΑΠ 150/1974 ΝοΒ 1974/1043, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 169 όπου και νομολογία, ΕιρΡόδου 788/90 Επιθ. Νομολογίας 1992Α/387.5 = ΑρχΝ 43/41, ΕφΔωδ. 68/1990 Δωδ.Νομ. τόμος 2 τεύχος 1 σελ. 79, ΕφΚρ 430/1903 Θέμ. ΙΕ/204, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 566-567, ΕφΑθ 35/1931 Δ/κή ΓΗ/228, Γ. Παντελίδη σε Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τεύχος 2 σελ. 104, ΠολΠρωτΡόδου 102/1998, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ = ΝΟΜΟΣ., ΠΠΡΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
ε) Μόνο από την αρχική (θεμελιώδη) εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο (και από τα δεδομένα αυτής) θα κριθεί το είδος του ακινήτου και περαιτέρω, αν αυτό χαρακτηρίζεται ως βακούφ, από την εν λόγω εγγραφή ομοίως θα κριθεί, και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ως «μη γνησίου» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983), επί του οποίου είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με δεκαετή κτητική παραγραφή δεδομένου ότι επί «γνησίου» βακούφ δεν προβλέπεται η δεκαετής παραγραφή, αλλά μόνο η από το άρθρο 1661 του οθωμανικού αστικού κώδικα αναγνωριζόμενη παραγραφή του εφόρου του βακουφικού ιδρύματος μετά από παρέλευση τριάντα έξι ετών (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983, ΠΠΡόδου 192/2006 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 11 τεύχος 2 σελ.372 επ. με αναφορά σε νομολογία = ΝΟΜΟΣ, ΕιρΡόδου 452/2003 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 8 τεύχος 3 σελ. 605 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 112/2000 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 7 τεύχος 1 σελ. 65 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΠΠΡόδου 234/2007 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 13 τεύχος 1 σελ. 120 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Ο χαρακτηρισμός του βακουφικού κτήματος ως «διτελούς», δεν προσδιορίζει κατά κανένα τρόπο και τη φύση αυτού ως «μη γνησίου» (αλλά και ως «γνησίου»), καθόσον τα διτελή βακουφικά ακίνητα μπορούν να προέρχονται από αφιέρωση γης είτε δημόσιας είτε ελεύθερης ιδιοκτησίας (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 452/2003 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 8 τεύχος 3 σελ. 605 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 112/2000 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 7 τεύχος 1 σελ. 65 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 326/2003 ΔωδΝομ 2004/603, ΕφΔωδ 164/2002 ΔωδΝομ 2003/303, ΠΠΡόδου 234/2007 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 13 τεύχος 1 σελ. 120 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕΙΡ ΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41= ΝΟΜΟΣ, βλ. Ι.Σόντη, το νομικό καθεστώς των βακουφίων εν Δ/σω, απαλλοτρίωσις και εξαγορά κατά τον εισαγωγικόν νόμον -σ΄ 60-63- ΑΚ, -ανάτυπον, 1968 σελ. 1 και επ., βλ. και Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 77 σελ. 168, όπου ειδική κατηγορία των γνησίων βακουφίων είναι τα διτελή τοιαύτα, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983). Γι’ αυτό, για την πληρότητα και το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται η αναγνώριση της συμπλήρωσης υπέρ κάποιου του νόμιμου χρόνου νομής για την κτήση της ωφέλιμης κυριότητας σε βακουφικό ακίνητο, πρέπει να καθορίζεται και να γίνεται επίκληση στο δικόγραφο της αγωγής η νομική φύση του ακινήτου, δηλαδή αν είναι γνήσιο βακουφικό ή μη γνήσιο, καθόσον η προέλευση του και μόνο αποτελεί κριτήριο για την δυνατότητα της κτητικής παραγραφής της ωφέλιμης κυριότητας από τον σφετεριστή του (ΠΠΡΡΟΔΟΥ 192/2006 ΔΝ 11/2.372 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 452/2003 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 8 τεύχος 3 σελ. 605 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕιρΡόδου 112/2000 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 7 τεύχος 1 σελ. 65 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 326/2003 ΔωδΝομ 2004/603, ΕφΔωδ 164/2002 ΔωδΝομ 2003/303, ΠΠΡόδου 234/2007 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ τόμος 13 τεύχος 1 σελ. 120 επ. με αναφορά σε νομολογία, ΕΙΡ ΡΟΔ 788/1990 ΑΡΧΝ 1992/41= ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡ ΡΟΔΟΠ 40/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡΟΔ 166/2009 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Οι εν λόγω διατάξεις, σχετικά με τα βακουφικά ακίνητα, δεν μεταβλήθηκαν με τη Συνθήκη των Παρισίων της 10.2.1947, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947, κατά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, αφού με την παρ. 19 του 14ου Παραρτήματος της Συνθήκης ορίσθηκε ότι «θα είναι σεβαστά εν ώ μέτρω και τα των υπηκόων του διαδόχου Κράτους, υπό τον όρον ότι εκτήθησαν νομίμως» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Όπως προαναφέρθηκε, μόνο από την αρχική (θεμελιώδη) εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο (και από τα δεδομένα αυτής) θα κριθεί το είδος του ακινήτου και περαιτέρω, αν αυτό χαρακτηρίζεται ως βακούφ, από την εν λόγω εγγραφή ομοίως θα κριθεί, και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ως «μη γνησίου» (ΑΠ 447/2005 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 940/1983).
Με τον ίδιο τρόπο, για τα λοιπά ακίνητα του Δημοσίου, είτε εγγράφεται το ακίνητο κατά τη θεμελιώδη εγγραφή ως «demaniale», είτε ως αρζί μιρί, από την θεμελιώδη εγγραφή προκύπτει και αποδεικνύεται το δικαίωμα του δημοσίου και αν αυτό το δικαίωμα είναι η πλήρης κυριότητα ή η ψιλή κυριότητα.
Δεν είναι δυνατόν η θεμελιώδης εγγραφή να μη αποδεικνύει το δικαίωμα του δημοσίου. Είναι αλήθεια ότι σε σχέση με τη Ρόδο και Κω, ως ακίνητα εραζί εμιριέ (αρζί μιρί) θεωρούνται (καταγράφηκαν και ταξινομήθηκαν με αυτή τη νομική φύση) κυρίως οι δημόσιες γαίες οι παραχωρηθείσες («εκχωρηθείσες») ποτέ υπό του Οθωμανικού Κράτους μόνο κατά την ωφέλιμη κυριότητα (per la sola proprieta utile) προς ιδιώτες και κατεχόμενες υπ’ αυτών δια τίτλων «ταπού- σενεντί» αναγνωρισθέντων ως εγκύρων (άρθρο 4 εδ. δ του Κτημ. Κανονισμού).
Επίσης στα ακίνητα εραζί εμιριέ (αρζί μιρί), που ανήκουν στην έννοια των beni patrimoniali, περιλαμβάνονται και οι γαίες που ελλείψει τέτοιου τίτλου (δηλαδή τίτλων «ταπού- σενεντί» αναγνωρισθέντων ως εγκύρων), θα αναγνωρισθούν και ταξινομηθούν υπό των αρμοδίων κτηματολογικών οργάνων κατά την ενέργειαν της βεβαιώσεως εις την άνω κατηγορία των εραζί εμιριέ (άρθρο 4 εδ. ε του Κτημ. Κανονισμού).
Τέλος, ως εραζι εμιριέ θεωρούνται και τα παραχωρηθέντα υπό της Κυβερνήσεως της Κτήσεως σε ιδιώτες ακίνητα κατά την ωφέλιμη κυριότητα, δοθέντος ότι επιφυλάχθηκε στην άνω Κυβέρνηση (άρθρο 4 εδ. στ του Κτημ. Κανονισμού) το δικαίωμα της παραχωρήσεως δημοσίων γαιών ιδιωτικής χρήσεως (beni patrimoniali) προς ιδιώτες (κατά την ωφέλιμη κυριότητα).
Άλλες δημόσιες γαίες, που δεν καταχωρήθηκαν στα κτηματικά βιβλία ως νομικής φύσεως αρζί μιρί, καταχωρήθηκαν ως νομικής φύσεως με την λέξη «demaniale» [Κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό, όπως προααφέρθηκε, τα ακίνητα της Κτήσεως (beni immobili) διακρίνονται εις: Δημόσια -demaniali- (Μιρί, εραζί εμιριέ, μετρουκέ, μεβάτ), Ελευθέρας κυριότητος (μούλκ), Εβκάφ (βακουφικά)], όπως έγιναν και άλλες καταχωρίσεις στο όνομα του δημοσίου που δεν ενδιαφέρει επί του παρόντος (η αναγραφόμενη νομική φύση ενός ακινήτου στον κτηματολογικό τόμο στα Κτηματολόγια Ρόδου και Κω ως «demaniale», δεν σημαίνει ότι το ακίνητο αυτό δεν ανήκει στην κατηγορία των «μιριγιέ» του Οθωμανικού νόμου περί γαιών, ότι δεν πρόκειται για δημόσια γαία και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 78 του άνω νόμου, εάν πρόκειται για αγροτική έκταση, ότι δεν είναι δυνατή η κατά του δημοσίου, μέχρι την 10-1-1949, κτήση από τον σφετεριστή μετά 10ετή εξουσίαση και καλλιέργεια, κατά τα ήδη προαναφερθέντα, δικαιώματος «τεσσαρούφ» = ΑΠ 154/1995 ΕλλΔικ 1998/577, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., βλ. και ΕφΔωδ 124/2000 Δ.Ν. τόμος 5 τεύχος 2 σελ. 226).
Στο Κτηματολόγιο λοιπόν των νησιών Ρόδου και Κω, οσάκις εγγράφεται μια δημόσια γαία ως νομικής φύσεως «αρζί μιρί» [δίπλα στη στήλη του κτηματολογικού φύλλου του κτηματολογικού τόμου με την ένδειξη Natura del diritto (ΝΟΜΙΚΗ ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ], δίπλα στη στήλη του κτηματολογικού φύλλου του κτηματολογικού τόμου με την ένδειξη (ΤΙΤΛΟΥΧΟΙ ΚΑΙ ΠΟΣΟΣΤΑ ΑΥΤΩΝ -ΚΑΙ ΜΕ ΤΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ ΝΑ ΕΙΔΙΚΕΥΘΕΙ ΑΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΙΟΥΧΟΙ Η ΔΙΚΑΙΟΛΗΠΤΕΣ ΒΑΚΟΥΦΙΟΥ).
α) είτε αναγράφεται (αποδίδεται σε μετάφραση) «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ή «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ») και τίποτα άλλο, οσάκις πρόκειται για δημόσια γαία που δεν είναι ή δεν αποδείχθηκε ότι είναι παραχωρημένη σε ιδιώτη, ανάλογα δε με το αν η δημόσια γαία είναι παραχωρημένη σε ιδιώτη με βάση τίτλο αναγνωρισθέντα και ισχυρό, ή χωρίς τέτοιο τίτλο, αλλά καταγράφηκε το δικαίωμα της ωφέλιμης κυριότητος με βάση άλλου είδους αποδείξεις από αυτές που προβλέπει ο Κ.Κ. (άρθρα 22,23,24),
β) είτε αναγράφεται «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΙΤΑΛΙΚΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ» (ή «Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ» ή «PATRIMONIO DELL POSSEDIMENTO») και αμέσως παρακάτω αναγράφεται η λέξη «Concessionari» («παραχωρησιούχος») και το όνομα (ή τα ονόματα και τα ποσοστά τους) εκείνου που του παραχωρήθηκε το δικαίωμα της μη αναγραφόμενης επί λέξει αλλά αυτονόητα νοούμενης (αφού πρόκειται για αρζί μιρί) ωφέλιμης κυριότητος και αν επίσης έγινε υποπαραχώρηση σε τρίτο εμφυτευτικού δικαιώματος, αναγράφεται επίσης και η υποπαραχώρηση του εμφυτευτικού δικαιώματος και το όνομα του τρίτου - συμβαίνει συνήθως στα εκκλησιαστικά ακίνητα. Και
γ) αναγράφεται το όνομα (ή τα ονόματα και τα ποσοστά τους) εκείνου που έχει το δικαίωμα της μη αναγραφόμενης επί λέξει αλλά αυτονόητα νοούμενης (αφού πρόκειται για αρζί μιρί) ωφέλιμης κυριότητος και αν επίσης έγινε υποπαραχώρηση σε τρίτο εμφυτευτικού δικαιώματος, αναγράφεται επίσης και η υποπαραχώρηση του εμφυτευτικού δικαιώματος και το όνομα του τρίτου - συμβαίνει συνήθως στα εκκλησιαστικά ακίνητα.
Με τον ανωτέρω τρόπο δεν υπήρξε ποτέ ούτε προέκυπτε από τον κτηματολογικό τόμο αμφισβήτηση για το αν το δημόσιο είχε ή δεν είχε δικαίωμα στα ακίνητα Ρόδου και Κω (που περιλαμβάνει και τις περιοχές Ξηρόκαμπου και Λακκί Λέρου, όπου όμως ως μη δορυάλωτη περιοχή η Λέρος από τους Οθωμανούς δεν είχε γαίες εραζί εμιριέ για να καταγραφούν όλες ως τέτοιες).
Με τον ίδιο παραπάνω τρόπο, αν επρόκειτο για μη γνήσιο βακουφικό ακίνητο, η θεμελιώδης εγγραφή θα απεδείκνυε το δικαίωμα του δημοσίου.
Δεν ενδιαφέρει ούτε είναι του παρόντος να περιγραφεί, ως προς γνήσια βακουφικά ακίνητα, όπου η αναγραφή της ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΗΣ γίνεται κανονικά (βακούφ, ή διτελές βαφούφ ή διτελές βακούφ μεθ’ απλής επαγωγής, ή μουλκ κατά την οικοδομή και διτελές βακούφ κατά το γήπεδο), τι αναγράφεται δίπλα στην ένδειξη ΤΙΤΛΟΥΧΟΙ ΚΛΠ και ποια προβλήματα προκάλεσαν οι ατέλειες των εγγραφών ως προς ορισμένα από τα 40 περίπου βακουφικά ακίνητα οικογένειας ή απογόνων, δηλαδή αυτά των Φετχή Πασσά (κυρίως αυτά) και Μελέκ Πασσά, προβλήματα ευτυχώς που λύθηκαν μετά δικαστικούς αγώνες με βάση τους υπάρχοντες συστατικούς τίτλους (τα εφιερωτήρια).
Σε κάθε περίπτωση όμως που υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία και μη παραδοχή της υποστηριζόμενης άποψης ότι, οσάκις έχομε μη γνήσιο βακουφικό ακίνητο, θα έπρεπε, από τον ίδιο τον τίτλο και την θεμελιώδη εγγραφή του, να προκύπτει το δικαίωμα του δημοσίου, τότε, από τον όλο κτηματολογικό φάκελλο ενός γνησίου βακουφικού ακινήτου και τα υπάρχοντα σε αυτόν έγγραφα, ακόμα και αν δεν υπάρχει ο συνιστών το βακούφιο τίτλος (αν υπάρχει το πρόβλημα λύεται), που συνήθως αναγράφεται ότι δεν υπάρχει, αλλά ότι προκύπτει από αναφερόμενους Οθωμανικούς τίτλους, υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν την προέλευση του ακινήτου από μουλκ.
Αν υπάρχει λοιπόν το αφιερωτήριο είναι η καλύτερη απόδειξη, αν όμως δεν υπάρχει, συνήθως στο απογραφικό βιβλιάριο, είτε αναγράφεται στην ένδειξη «provenienza” (προέλευση) η λέξη μουλκ ή η αντίστοιχη ιταλική λέξη PRIVATA (ΙΔΙΩΤΙΚΗ) είτε αναγράφεται στη φύση της ιδιοκτησίας αν είναι ιδιωτική ή όχι. Αν γράφει ΙΔΙΩΤΙΚΗ (PRIVATA) τότε είναι σαφές ότι δεν μπορεί να ανήκει η ψιλή κυριότητα στο δημόσιο, η οποία ανήκει στο βακούφ και η ωφέλιμη στους αναγραφόμενους δικαιούχους «ιδιώτες).
Προκύπτει πράγματι από έγγραφα που βρίσκονται στον κτηματολογικό φάκελλο του ακινήτου, όπου αναγράφεται η Φύση- Χαρακτηρισμός ή το Είδος της Ιδιοκτησίας του Ακινήτου (Natura della Proprieta), η αναγραφή του ακινήτου ως ιδιωτικό (Privata). Όπως προκύπτει το ίδιο από άλλα έγγραφα με την ένδειξη Specie della Proprieta (φύση της ιδιοκτησίας), η αναγραφή της λέξης Privata (ιδιωτική), όπου βέβαια σημειώνεται στο έγγραφο τι ακριβώς περιλαμβάνει η φύση της ιδιοκτησίας. Αναγράφεται λοιπόν Mulche (privata), miri (demaniale), metruche (uso pubblico), δηλαδή μουλκ (ιδιωτική), μιρί (δημοσία), μετρουκέ (δημοσίας χρήσεως), μεβκουφέ (αφιερωμένη). Σε άλλα έντυπα δεν αναφέρονται τα metruche (uso pubblico).
Ακριβώς μια τέτοια αντίστοιχη σελίδα από το απογραφικό βιβλιάριο, όπου η φύση της ιδιοκτησίας αναφέρεται και εκεί ως ιδιωτική (privata), είχε προσαχθεί σε δίκη (όπου και η απόφαση του Αρείου Πάγου με αριθμό 940/1983), που αφορούσε παρόμοιο ακίνητο (νομικής φύσεως «βακούφ διτελές μεθ’ απλής επαγωγής»), για να αποδειχθεί το είδος του βακουφικού ακινήτου, αν ήταν γνήσιο ή μη γνήσιο και τελικά αποφάνθηκε το δικαστήριο ότι ήταν γνήσιο.
Εξάλλου (μετά από 41 τουλάχιστον χρόνια έρευνας στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου), δεν βρέθηκαν βακουφικά μη γνήσια ακίνητα. Μέσα στη πόλη της Ρόδου και ειδικά στην παλιά πόλη (αλλά και εκτός πόλεως), τα βακουφικά ακίνητα της εν λόγω κατηγορίας (νομικής φύσεως«βακούφ διτελούς»), δεν ήσαν ποτέ μη γνήσια, δεν ανήκαν ποτέ κατά ψιλή κυριότητα στο δημόσιο (ίσως στη λογική αυτή και από το «γίγνεσθαι» στο Κτηματολόγιο Ρόδου, ότι δηλαδή δεν υπήρξαν ποτέ στη Ρόδο και Κω τα διτελή βακούφια μη γνήσια, άρα, αυτονόητα, ο εγγεγραμμένος τιτλούχος τρίτος είχε την ωφέλιμη κυριότητα και το βακούφ την ψιλή κυριότητα, να στηρίζεται και η άποψη Π. Θεοδωρόπουλου ότι κατηγορία των γνησίων βακουφικών ακινήτων είναι τα διτελή βακούφια - βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 77 σελ. 168. Εξάλλου η λανθασμένη εικόνα των νομικών πραγμάτων κάποιας εποχής, δικαιολογεί λάθη της Διοίκησης, μια λανθασμένη τέτοια εικόνα οδήγησε τη διοίκηση στο τεράστιο λάθος της καταγραφής στις περιοχές Ξηρόκαμπο και Λακκί της μη δορυάλωτης Λέρου, των ακινήτων μουλκ (αγροτικών εκτάσεων κλπ), ωςαρζί μιρί, κατά τον ίδιο τρόπο που καταγράφηκαν στα δορυάλωτα νησιά της Ρόδου και Κω.). Αν ανήκε στο δημόσιο η ψιλή κυριότητα, ούτε ψιλή κυριότητα θα είχε το βακούφ, ούτε βέβαια και την διαχείριση ο Οργανισμός (σύμφωνα με το Κυβερνητικό Διάταγμα 12 της 2 Μαϊου 1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με την 19/1947 προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Δωδεκανήσου και μετά την προσάρτησή της στην Ελλάδα), πέραν των διεκδικήσεων που θα είχαμε από το Δημόσιο (ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΜΑΛΙΣΤΑ ΠΟΥ Η ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΘΑ ΗΤΑΝ ΠΡΟΣΦΑΤΗ), που ποτέ δεν υπήρξαν. Όλες οι εξαγορές της ψιλής κυριότητος των βακούφ αυτής της κατηγορίας της πόλεως Ρόδου που έγιναν, έγιναν γιατί ακριβώς επρόκειτο για γνήσια βακούφια (χωρίς να σημαίνει ότι η γενόμενη εξαγορά με δικαστική απόφαση απετέλεσε και το αμάχητο επιχείρημα ότι εξ αυτού του λόγου ήσαν γνήσια, ούτε επίσης ορισμένες και μεταγραφείσες στα κτηματικά βιβλία λανθασμένες δικαστικές αποφάσεις, που δέχθηκαν κτητική παραγραφή για κτήση τεσσαρούφ- ωφέλιμη κυριότητα σε γνήσια βακουφικά ακίνητα, τα κατέστησαν μη γνήσια, αφού, πέραν των άλλων, η ψιλή κυριότητα, σε κάθε περίπτωση, παρέμεινε υπέρ του βακουφίου και όχι υπέρ του δημοσίου. Πάρα πολλά καταστήματα της παλιάς πόλης είναι αντίστοιχης νομικής φύσης και αν όχι σε όλα, στα περισσότερα έγινε εξαγορά της ψιλής κυριότητος. Ακίνητα «οικογενείας ή απογόνων» εντός της πόλεως Ρόδου και δη καταστήματα και άλλα έχομε (Φετχή Πασσά, εκτός δε πόλεως αγρούς και αγροικία του Μελέκ Πασσά). Βακουφικά ακίνητα με πλήρη κυριότητα του Βακούφ στη Ρόδο ή στη Σάλακο έχομε, ακίνητα όπως προαναφέρθηκε, με ψιλή κυριότητα του βακούφ και τεσσαρούφ «ιδιωτών» έχομε στην πόλη της Ρόδου αλλά και στη Σάλακο, ακίνητα της προαναφερθείσης κατηγορίας «μουκαταλή» έχομε και μάλιστα των περισσότερων έγινε η εξαγορά της ψιλής κυριότητος, ακίνητα όμως στην Ρόδο βακουφικά διτελή που να έχει κατά τη θεμελιώδη εγγραφή τη ψιλή κυριότητα το δημόσιο και την ωφέλιμη κυριότητα (το τεσσαρούφ) οι ιδιώτες δεν έχουν διαπιστωθεί ποτέ (και ειδικά στην πόλη της Ρόδου).
Σε ένα και μοναδικό μόνο ακίνητο στη Σάλακο Ρόδου όπου καταγράφεται δίπλα στη νομική φύση του δικαιώματος η λέξη αρζί μιρί (και όχι βακούφ), φέρεται να είναι εγγεγραμμένος τιτλούχος κατά δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητος το Βακούφ Σαλάκου (άρα, αυτονόητα, ανήκον κατά ψιλή κυριότητα στο Δημόσιο), χωρίς καμία άλλη ένδειξη, χωρίς να αναγράφεται στα βάρη ο,τιδήποτε. Αυτός ο τρόπος της εγγραφής, αυτή η εγγραφή, είτε καταδεικνύει την ύπαρξη και μη γνησίων βακουφικών ακινήτων στη Ρόδο (αν θεωρηθεί, χωρίς την εγγραφή της νομικής φύσης του ως βακούφ, κατά ένα τρόπο, μη γνήσιο βακουφικό ακίνητο- βλ. ανωτέρω διακρίσεις των αφιερωμένων γαιών κατά Καλλικλή), που θεωρητικά δεν αποκλείεται, αλλά που, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω εγγραφή, αποδεικνύει ότι ποτέ δεν θα παρέμενε απροστάτευτο υπαρκτό δικαίωμα του δημοσίου, με παράλειψη αναγραφής του δικαιώματός του με οποιοδήποτε τρόπο στον κτηματολογικό τόμο του ακινήτου, είτε ιστορικά και νομικά εξηγείται η εν λόγω εγγραφή με τον τρόπο που έγινε, από το γεγονός ότι το υπάρχον - συνεστημένο ήδη στη Σάλακο βακούφιο (προερχόμενο από αφιέρωση ακινήτων πλήρους κυριότητος- μουλκ), προφανώς το «εξουσίαζε» κατά το οθωμανικό δίκαιο, ως δημόσια γαία, αποδεικνύοντας δε αυτό το δικαίωμα εξουσίασης σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του νόμου, καταγράφηκε στο όνομά του.
Κατά το άρθρο 1 του Κτηματολογικού Κανονισμού: Τα ακίνητα της Κτήσεως (beni immobili) διακρίνονται εις: Δημόσια -demaniali- [Μιρί, εραζί εμιριέ (αναγραφόμενα στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου και Κω ως αρζί μιρί), μετρουκέ, μεβάτ), Ελευθέρας κυριότητος (μούλκ), Εβκάφ (βακουφικά, αναγραφόμενα στα κτηματικά βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου και Κω ως vacuf).
Κατά το άρθρο 2 Τα δημόσια κτήματα ανήκουν στην Κυβέρνηση της Κτήσεως και υποδιαιρούνται εις κτήματα κοινής (δημοσίας) χρήσεως (beni del Demanio Publico) και εις κτήματα περιουσιακά -beni patrimoniali - (τη ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου)
Κατά το άρθρο 3 του Κ.Κ. Αποτελούν μέρος των κτημάτων κοινής χρήσεως
Α) Ο αιγιαλός μέχρι του ορίου του μεγίστου συνήθους χειμερίου κύματος επί πλέον δε, έξω των αστικών κέντρων, μία ζώνη εκ 12 μέτρων από του τοιούτου ορίου, αι δε θαλάσσιαι παραλίαι μέχρι του ορίου πάσης άλλης ιδιοκτησίας δημοσίας ή ιδιωτικής.
Β) Οι όρμοι, οι κόλποι, οι λιμένες, οι μυχοί κλπ και τα παρακολουθήματα αυτών.
Γ) Οι φάροι και οι φανοί - διατηρουμένου του εν ισχύει καθεστώτος παραχωρήσεως - τα αγκυροβόλια και γενικώς όλα τα έργα τα προορισόμενα για το φωτισμό των ακτών και για την εις αυτές αγκυροβολία ως και τα παρακολουθήματα αυτών.
Δ), Ε), ΣΤ), Ζ), Η), Θ), Ι) Αι οδοί, αι πλατείαι, αι κρήμναι, οι δημόσιοι κήποι, αι αγοραί κλπ. άτινα κείνται εις το εσωτερικόν των Δήμων, Κοινοτήτων, ή περιλαμβάνονται εντός του σχεδίου ρυμοτομίας αυτών, ΙΑ), ΙΒ) Τα άλλα ακίνητα, τα οποία οι νόμοι προσδιορίζουν ως (κτήματα) κοινής χρήσεως.
Κατά το άρθρο 4 του Κ.Κ. Δημόσια κτήματα περιουσιακά (ιδιόκτητα) της Κτήσεως είναι: α) Αι αμμοπαραλίαι (αλίπεδα) κλπ. [σημείωση: Ο Ιταλικός όρος «arelini” στο άρθρο 4 του Κτημ. Καν., που αποδίδεται στην ελληνική γλώσσα από τον Π. Θεοδωρόπουλο ως «αμμοπαραλίαι ή αλίπεδα, χωρίς καμία περαιτέρω εξειδίκευση (ενώ από τον Αχιλλέα Κωνσταντινίδη μόνο ως αλίπεδα), προκαλεί πράγματι ένα προβληματισμό ως προς το τι εννοείται, φαίνεται ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ της κοινόχρηστης θαλάσσιας παραλίας του άρθρου 3, η οποία, όπως κι ο αιγιαλός, δεν λαμβάνουν αριθμό κτηματολογικής μερίδος και εκείνων των τμημάτων γης που ορίζονται ως «arelini” στο άρθρο 4 και ανήκουν στην ιδιωτική περιουσία του δημοσίου, φαίνεται επίσης ότι η έννοια του όρου «arelini”, ερμηνευόμενος σε σχέση με τον αντίστοιχο όρο του άρθρου 157 του Ιταλικού Κώδικα Εμπορικής Ναυτιλίας (κατά τη «γεωγραφική» και νομική του έννοια) έχει έννοια διαφορετική από αυτό που εννοούμε γενικώς ως αμμοπαραλία και ως αλίπεδα, έχει δε ενδιαφέρον μια ανάλυση των όρων αυτών (και κυρίως σε ποια συγκεκριμένα εδάφη της Δωδεκανήσου μπορούν να έχουν εφαρμογή και αν έπρεπε ή έχουν καταχωρηθεί τα τμήματα αυτά στα κτηματικά βιβλία της Ρόδου και περιφερείας Κω με κτηματολογική μερίδα), σε σχέση με την ερμηνεία των εννοιών του αιγιαλού και της παραλίας κατά τις διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού αλλά και των διατάξεων της ελληνικής αστικής νομοθεσίας].
β) Αι αλυκαί, τα λατομεία, τα μεταλεία, τα άλση και τα δάση, άτινα δεν προκύπτουσιν (να ώσιν) ιδιωτών, βάσει τίτλων νομίμων και εγκύρων.
γ) Οιαδήποτε άλλη ακίνητος περιουσία της Κυβερνήσεως μη υπαχθείσα εις την κατηγορίαν των δημοσίων κτημάτων κοινής χρήσεως και μη εγγεγραμμένη εις ετέραν κτηματικήν κατηγορίαν.
δ) Αι γαίαι αι ποτέ υπό του Οθωμανικού Κράτους εκχωρηθείσαι εις ιδιώτας δια μόνην την ωφέλιμην κυριότητα (εραζί-εμιριέ) και κατεχόμεναι υπ’ αυτών δια τίτλων «ταπού-σενεντί» αναγνωρισθέντων ως εγκύρων.
στ) Αι γαίαι, αίτινες εις οιονδήποτε χρόνον θέλουσι παραχωρηθή υπό της Κυβερνήσεως τη Κτήσεως εις ιδιώτας διά μόνην την ωφέλιμον κυριότητα. Τα κτήματα, περί ων τα στοιχεία δ΄, β΄ και στ΄ οσάκις εκπίπτει το δικαίωμα της παραχωρήσεως περιέρχονται εις την πλήρη διάθεσιν του Δημοσίου, δι ήν χρήσιν θέλει τα προορίση η Κυβέρνησις της Κτήσεως.
Περί των «Μιρί» δεν δίνεται άμεσος ορισμός από τον κτηματολογικό κανονισμό, όπου στο άρθρο 1 μνημονεύεται ως ειδικότερη κατηγορία των δημοσίων κτημάτων, μη υπαγόμενη (και μη συμπίπτουσα) σε κάποια από τις άλλες κατηγορίες (δηλαδή των εραζί- εμιριέ, μετρουκέ, μεβάτ- βλ. περί αυτών και της εννοίας των Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 66 σελ. 153, παρ. 80 και 81 σελ. 171, 254).
Υπό την έννοια αυτή τα «μιρί» (κατά τον Π. Θεοδωρόπουλο) πρέπει να νοηθούν ως μη συμπίπτοντα εντελώς προς τα κατά την Οθωμανική νομοθεσία «μιριγιέ», υπό την οία κατηγορία κατά την εν λόγω νομοθεσία νοούνται κτήματα των οποίων η κυριότης ανήκει εις την Πολιτεία (Μπεϊτ ουλ Μαλ) εκπροσωπουμένην στο «σεπτό πρόσωπο της Α.Α.Μ.» του Σουλτάνου (Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 66 σελ. 153, Ελευθεριάδη σελ. 24).
Ως «μετρουκέ», όπως προαναφέρθηκε, κατά την Οθωμανική Νομοθεσία, νοούνται τα δημόσια κτήματα, τόσο τα προορισμένα στην κοινή και δημοσία χρήση όλων, όσο και τα προορισμένα στην κοινή χρήση των κατοίκων ορισμένου μόνο χωρίου ή Κοινότητος (βλ. και Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 80 σελ. 171).
Η αρχαία κατηγορία των γαιών «μετρουκέ» λεγομένων «μαχμιέ» περιλαμβάνουσα τας οδούς, πλατείας κλπ απορροφάται από τα δημόσια κοινής χρήσεως κτήματα (άρθρο 3 Κ.Κ.) και η άλλη κατηγορία των «μετρουκέ» των λεγομένων «μουραφαγκέ» περιλαμβάνουσα τας νομάς (βοσκοτότους), τα κοινόχρηστα δάση κλπ απορροφάται από τα νυν περιουσιακά (ιδιόκτητα) κτήματα του Δημοσίου (άρθρο 4 Κ.Κ. Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" σελ. 257-258, παρ. 80 σελ. 171). Παρά ταύτα είναι δυνατόν κάποια γαία να καταγραφεί ως δημοσία κοινόχρηστη και για την οποία διατυπούται η διάταξη του άρθρου 5 του Κ.Κ., η οποία ορίζει ότι καταγράφεται προς όφελος του Δημοσίου, μετά της καταχωρίσεως της εν κοινοκτημοσύνη χρήσεως και απολαύσεως, η οποία ενασκείται επί τούτου και θα παραμείνει αμετάβλητη, εφόσον η Κυβέρνηση δεν θα προορίσει για λόγους αναγνωρισθείσης καθολικής ωφελείας το ακίνητο για άλλη χρήση (άρθρο 5 Κ.Κ. Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" σελ. 258).
Ως προς τις γαίες «μεβάτ» έχει γίνει ήδη αναφορά ποιες είναι και νοούνται.
Οι νεκρές γαίες “Mevat» απορροφώνται από τα κατά τον Κτηματολογικό Κανονισμό περιουσιακά (ιδιόκτητα) κτήματα του Δημοσίου (Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" σελ. 257-258, παρ. 62 σελ. 143).
Ειδικά με το άρθρο 6 του Κτηματολογικού Κανονισμού καθορίζονται ποία είναι τα κτήματα ελεύθερης κυριότητος (μουλκ).
Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 6 Κτημ.Καν.(που ισχύει όπως προαναφέρθηκε για όλη τη Δωδεκάνησο) «Είναι κτήματα ελευθέρας κυριότητος (μουλκ) εκείνα, εφ ων οι ιδιώται και τα νομικά πρόσωπα ανεγνωρισμένα ή ως τοιαύτα θεωρούμενα, έχουσιν εν αυτοίς την κάρπωσιν και ελευθέραν διάθεσιν εντός των ορίων των καθοριζομένων υπό των ισχυόντων νόμων».Ειδικότερα ως προς αυτά σημειούμε ότι: Ακίνητα της απολύτου ελευθέρας κυριότητος είναι όλα τα αστικά ακίνητα, όλες οι κατασκευές, οι αμέσως παρακείμενοι χώροι των αστικών ακινήτων, οι οικοδομικές επιφάνειες, τα καρποφόρα δέντρα, γεννηθέντα και αυξηθέντα δια της φιλοπονίας του ανθρώπου, όλες οι παραχωρηθείσες δια κανονικού τίτλου γαίες (βλ. Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" παρ. 62 σελ. 144 και Εισηγητική Έκθεση Κτηματολογικού Κανονισμού στη σελ. 258 στου Π. Θεοδωρόπουλου).
Επί των ακινήτων μουλκ το Οθωμανικό Κράτος την κυριότητα την παρεδέχετο εις όφελος των υπηκόων του (Μουσουλμάνων και μη) μόνο επί των αστικών ακινήτων και των καρποφόρων δέντρων (βλ. Παύλου Θεοδωρόπουλου Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον παρ. 91 σελ. 182). Οι ιδιόκτητες γαίες είναι αυτές στις οποίες έχουν πλήρες και απόλυτο δικαίωμα κυριότητος αυτοί που τις εξουσιάζουν (ΕφΔωδ 164/1996 αδημ., ΑΠ 454/2011).
Για τα αγροτικά ακίνητα περεδέχετο το Οθωμανικό Κράτος μόνο την κυριότητα μουλκ δυνάμει τίτλου και κυριαρχικής παραχωρήσεως (βλ. άρθρο 121 ν. περί γαιών - και κατά τούτο ευεργετούντο κατά προτίμηση οι Μουσουλμάνοι) ή την κυριότητα μιρί με τη μορφή της παραχωρήσεως στους υπηκόους (Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 259).
Όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού (βλ. και αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 106 του νόμου περί γαιών για «αυτομάτως βλαστάνοντα δένδρα» στις ιδιόκτητες γαίες), τα κτήματα «μουλκ» και αν είναι ακαλλιέργητα, άγονα ή αποτελούνται εκ δασών, αλσών, νομών (βοσκότοπων) κλπ παραμένουν στην ελεύθερη κυριότητα των ιδιωτών και υπόκεινται στη δημοσιοποίηση μόνο αν περιλαμβάνουν περιοχές κοινής χρήσεως (αιγιαλό, όρμο, φάρο, οδούς, δρόμους, πλατείες κλπ) που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Κτημ. Καν. (Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" σελ. 256, παρ. 63 σελ. 144). Επίσης είναι ανεπίτρεπτος ο μετασχηματισμός των μιρί εις μουλκ, κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Κτημ. Καν. αν ελλείπει η η ειδική παραχώρηση ή άδεια της Κυβερνήσεως.
Κατά το Οθωμανικό δίκαιο (άρθρα 167, 175, 181 και 185 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα) οι μεταβιβάσεις μουλκίων δεν υπέκειντο σε διατυπώσεις (ΑΠ 454/2011) και συνεπώς επετρέπετο και η απόδειξή των ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ (μαρτύρων= ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ) και δι` ιδιωτικών εγγράφων, τα οποία αποτελούσαν νόμιμο τίτλο μεταβιβάσεως, καθ` όσον τα μουλκ εξομοιούντο προς κινητά και ουδεμία μεταγραφή της μεταβιβαστικής συμβάσεως απαιτείτο στα οικεία βιβλία μεταγραφών (ΑΠ 1135/1975 ΝοΒ 24/420, Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 63 σελ. 144, παρ. 98 σελ. 187, ΑΠ 466/1957 ΕΕΝ 25/42, Κ. Παπαδόπουλου Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου σελ. 559-560, ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ, Α. Ζ. Καλλικλής το Οθωμανικόν δίκαιον εν Ελλάδι έκδ. 1931 σελ. 76 = απόδειξη και δια μαρτύρων, όρκου και ιδιωτικών εγγράφων), ούτε απαιτείται η παράδοση του πωληθέντος ("ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 98 σελ. 187) σε αντίθεση με τα βακούφια και τις δημόσιες γαίες που επεβάλλετο η μεταγραφή των μεταβιβάσεων (ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ, Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 63 σελ. 144). Οι νομοθετικές μεταβολές που επέφερε ο νόμος 28/ρετζέπ του έτους 1291 δεν μετέβαλαν και τον τρόπο μεταβίβασης των μουλκίων, ο οποίος ρυθμιζόταν από το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο (= ενδεικτικά ΑΠ 267/2008 στη ΝΟΜΟΣ με αναφορά στην ΑΠ 1135/1975 ΝοΒ 24.419, Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 63 σελ. 144, σελ. 190, ΕΙΡΘΑΣΟΥ 36/2006 ΑΡΜ 2010/1650= ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε νομολογία, ΑΠ 466/1957 ΝοΒ σ. 115, ΑΠ 200/1934 Θέμις ΜΕ` 565, ΕφΘεσ 153/1927 θέμις ΛΗ` 695, Αναστάσιο Καπόλα, αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ειδικό για τις μεταβιβάσεις ακινήτων στη Θάσο, στο περιοδικό Θασιακά, τ. 12 (2001- 2003) 239-245).
Κατά άλλη άποψη, που δεν επικράτησε, τα ακίνητα αυτά (τα μούλκια) πριν από την έκδοση του νόμου της 28ης Ρετζέπ 1291 (καθ’ ημάς 1875) διέπονταν από το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο (Σεριάτ), κατά το οποίο τα ακίνητα εξομοιούντο ως προς τις διατυπώσεις μεταβιβάσεως τους προς τα κινητά και δεν απαιτείτο γι’ αυτά η έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας, ούτε ήταν αναγκαία η επίκληση τίτλου για την κτήση της επ’ αυτών κυριότητος, ενώ μετά το έτος 1875 ήταν αναγκαία η έκδοση τίτλου (μουλκσενεντί), που στην πράξη επικράτησε να αποκαλείται «ταπί», δηλαδή μετά την έκδοση του νόμου της 28ης Ρετζέπ 1291, που ήταν μεταγενέστερος του οθωμανικού νόμου περί γαιών και στο άρθρο 1 αυτού ορίστηκε ότι «δοθήσονται νέοι έντυποι τίτλοι έχοντες άνωθεν τους τουγράν δι’ όλα εν γένει τα καθαράς ιδιοκτησίας κτήματα, τα κείμενα εν ταις πόλεσιν, τοις χωρίοις και εις τους νακιέδες απαγορεύεται δε του λοιπού η εξουσία τοιούτων κτημάτων άνευ τίτλων», μεταξύ άλλων διαφοροποιήθηκε και ο τρόπος εξουσιάσεως και μεταβιβάσεως των μουλκίων, καθόσον δεν θα ίσχυε εφεξής ούτε γι’ αυτά το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο και υπέκειτο πλέον σε διατυπώσεις. Σχετικό μάλιστα και σε απόλυτη συνέπεια με τη ρύθμιση αυτή είναι και το σουλτανικό διάταγμα της 17ης Σεπτεμβρίου 1318 (καθ’ ημάς 1902), που όρισε ότι «δεν ακούονται αγωγαί περί αγοραπωλησιών ακινήτων ουχί δι’ εγγραφών εν τω κτηματολογίω», καθώς και ο εκδοθείς στη συνέχεια νόμος της 30ής Μαρτίου 1327 (καθ` ημάς 1907), βάσει του οποίου καθορίστηκε ότι «πάσα μετάθεσις ή αλλοίωσις δικαιώματος επί ακινήτων μόνον δι’ επισήμου εγγράφου δέον να αποδεικνύεται», ενώ με το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου παρεσχέθη διετής προθεσμία για την απόκτηση τίτλων και συνεπώς, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του οθωμανικού δικαίου (που ήταν σε ισχύ κατά το προ του 1932 χρονικό διάστημα στη «λοιπή Δωδεκάνησο») και υπό το καθεστώς των οποίων θα κριθεί η κτήση εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων πριν από την εισαγωγή στις περιοχές αυτές της ελληνικής επικράτειας για το προ του έτους 1875 χρονικό διάστημα, για την κτήση κυριότητας επί μουλκίων απαιτείτο μόνον η επίκληση και η απόδειξη ενός εκ των τρόπων μεταβιβάσεως των προβλεπόμενων υπό του άρθρου 1248 οθωμανικού ΑΚ και ειδικότερα: α) διά μεταβιβάσεως της κυριότητος από κυρίου εις έτερον καθώς και η πώληση και η δωρεά, β) διά διαθέσεως εις έτερον (π.χ. κληρονομιά) και γ) διά καταλήψεως κοινού πράγματος μη έχοντος κύριο (αδέσποτο), αντιθέτως για το μετά το έτος 1875 χρονικό διάστημα απαιτείτο, αφενός μεν η επίκληση ενός εκ των ως άνω τρόπων, αφετέρου δε η επίκληση τίτλου του τουρκικού κτηματολογίου (ΜΠΡ ΚΑΒ 1708/2006 ΑΡΜ 2010/1656 με αναφορά σε ΜονΠρΚαβ 628/1996 αδημ.).
Όπως αμέσως παραπάνω αναφέρθηκε, κατά τις διατάξεις του άρθρου 1248 (εδ. α΄, β΄) και 1267 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικος καθορίζεται ως τρόπος κτήσεως κυριότητος α) η δια συμβάσεως εν ζωή σύμβαση β) η διαδοχή ετέρου στην κληρονομία και γ) η κατάληψη πράγματος αδεσπότου ("ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 98 σελ. 186).
Αλλά και μετά την έναρξη ισχύος στη Δωδεκάνησο των Ιταλικών Αστικών Κωδίκων, ανεξάρτητα αν με βάση τις διατάξεις τους θα έπρεπε κάθε μεταβιβαστική κυριότητος σύμβαση με ιδιωτικό ή δημόσιο έγγραφο να υποβάλλεται σε μεταγραφή (εκτός της περιπτώσεως αποκτήσεως του εγγράφου βεβαίας χρονολογίας πριν την έναρξη ισχύος των εν λόγω κωδίκων -άρθρο 32 παρ. 1 του ΙτΑΚ 1865 και 225 του ΙτΑΚ 1942 βλ. Παύλου Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 84 σελ. 174), επειδή στη «λοιπή Δωδεκάνησο» (Σύμη, Κάρπαθο, Χάλκη, Καστελλόριζο κλπ) τελικά δεν ετηρούντο βιβλία μεταγραφών προ της εισαγωγής της Ελληνικής Αστικής Νομοθεσίας, διότι στα νησιά αυτά δεν είχε επεκταθεί το κτηματολόγιο, λόγω μη συστάσεως κτηματολογικής επιτροπής και κτηματολογικού γραφείου (άρθρ. 3 του υπ’ αριθ. 139/1929 Δ/τος του Ιταλού Κυβερνήτη, άρθρ. 11 Κτηματολ. Κανονισμού), δεν απαιτείτο για τη κτήση της κυριότητος η μεταγραφή της μεταβιβαστικής συμβάσεως, όπως και επί προϋσχύσαντος Οθωμανικού δικαίου (ενδεικτικά ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ.).
Ειδικά για τη σύσταση προικός στη Δωδεκάνησο και τα εξ’ αυτής αποτελέσματα, θα πρέπει να γίνει ειδική μνεία, διότι:
Κατά τις διατάξεις αφενός των ν. 11, 30 Κωδ. (5, 12), 9 Κωδ. (3.32), 63 Πανδ. (25.1) 24 Πανδ. (25.2), Πανδ. 13 (23.5) και αφετέρου των ν. 15 Κωδ. 5. 12 και 6 Κωδ. (5.11) και Αρμ. Δ 69 και 14 του του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, οι οποίες διατηρήθηκαν σε ισχύ στη Δωδεκάνησο, για τη ρύθμιση των οικογενειακών σχέσεων των Δωδεκανησίων Ορθοδόξων, ως προσωπικό δίκαιο, με το υπ’ αριθ. 1854/1925 β.δ. και τα υπ’ αριθ. 14/1930, 200/1931 και 324/1938 διατάγματα του Ιταλού Κυβερνήτη, είχαν δε εφαρμογή ως προς τις προίκες που συστήθηκαν μέχρι 30-12-1947, κατά το άρθρο 78 του ΕισΝΑΚ, εφαρμοζόμενο στη Δωδεκάνησο, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α του ειρημένου ν. 510/1947, «η προίκα συνιστάται εγκύρως όχι μόνο εγγράφως [ν. 11, 30 Κωδ. (5, 12), 9 Κωδ. (3.32), 63 Πανδ. (25.1) 24 Πανδ. (25.2), Πανδ. 13 (23.5)], αλλά και αγράφως» [ν. 15 Κωδ. 5. 12 και 6 Κωδ. (5.11) και Αρμ. Δ 69 και 14 ](ΑΠ 1911/1988 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου- Κω σελ. 145, ΕφΔωδ 100/1984 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 6/1 σελ. 33 με αναφορά ως προς την εγκυρότητα της άτυπης προίκας στις ΑΠ 166/1983, ΑΠ 953/1959, Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 89 σελ. 179-180). Ο άνδρας γίνεται κύριος των αδιατιμήτων προικώων ακινήτων (βλ. και ΑΠ 859/1979 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω σελ. 50, ΕφΔωδ 100/1984 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 6/1 σελ. 33 όπου αναφέρεται ότι είναι άκυρη η απαλλοτρίωση συνεστώτος του γάμου του προικώου ακινήτου η από τον προικολήπτη μεταβίβασή του ακόμα και από τη γυναίκα), χωρίς να είναι αναγκαία η καταχώριση σε ορισμένα βιβλία (ΑΠ 1081/1996 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω σελ. 211).
Βεβαίως, για τα ακίνητα τα κείμενα στη Ρόδο, Κω, Λακκί και Ξηρόκαμπου Λέρου, η προίκα που συνιστάται υπέρ της γυναικός προς τον άνδρα και ο οποίος γίνεται κύριος των προικώων ακινήτων, προϋποθέτει την κατά τα άρθρα 53 και 54 του Κτηματολογικού Κανονισμού καταχώριση της περί προικός συμβάσεως στα οικεία κτηματολογικά βιβλία (ΑΠ 859/1979 Κτηματολογικός Κανονισμός Ρόδου-Κω σελ. 50 βλ. και ΕφΔωδ 230/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 4/1 σελ. 54, για την καταχώριση της συμβάσεως προικός στα κτηματικά βιβλία, ακόμα και αυτής που συστήθηκε με ιδιωτικό έγγραφο, που η γνησιότητης των υπογραφών έδει να βεβαιωθεί σύμφωνα με τον εν άρθρ. 53 παρ. 2 τρόπο, επίσης ΕφΔωδ 100/1984 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση 6/1 σελ. 33, Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 89 σελ. 180).
Οσάκις λοιπόν δίδεται περιουσιακό αντικείμενο στον άνδρα υπέρ της γυναικός, λόγω προικός, τότε συνιστάται προίκα και αν είναι αδιατίμητος την κυριότητα την αποκτά ο άνδρας (κατά τα ανωτέρω), ενώ δεν συνιστάται προίκα, όταν δίδεται περιουσιακό αντικείμενο στην γυναίκα για να της χρησιμεύσει ως προίκα και την κυριότητα δεν την αποκτά ο άνδρας, αλλά η γυναίκα- βλ. ΕφΔωδ 80/1982 ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ τόμος 3 τεύχος 1 σελ. 44ΕφΑθ 495/1981).
Κατά τις ΑΠ 970/2007 και 971/2007 (Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 183/1992, ΑΠ 1536/1987), κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου που ίσχυαν μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (ν. 30 Κ (512) Βασ. 117 (19,2) ν.μον. παρ. 13 Κ (5,13) ν. 13 παρ. 3 Π (23,5) Νεαρ. Λέοντος 20 υπ΄ 22 και Νεαρ. Ιουστιν. 91 κεφ. Α) και οι οποίες κατά το άρθρο 78 Εισ.Ν.ΑΚ. εφαρμόζονται σε προίκες που είχαν συσταθεί προ της ισχύος του ΑΚ, κύριος προικώου αδιατίμητου ακινήτου κατά τη διάρκεια του γάμου είναι ο προικολήπτης σύζυγος, μετά δε το θάνατο αυτού η κυριότητα περιέρχεται αυτοδικαίως στην επιζώσα σύζυγο, χάριν της οποίας η προίκα είχε συσταθεί. Αν ο προικοδότης δεν είναι κύριος ή το προικοσυμβόλαιο έχει κάποιο άλλο εσωτερικό ελάττωμα που αποκλείει την κτήση της κυριότητας, ο προικοδότης δεν καθίσταται κύριος. Επίσης σε περίπτωση θανάτου της υπέρ ης η προίκα συζύγου, το αδιατίμητο ακίνητο από τον θάνατό της αποβάλλει την προικώα ιδιότητά του και εξερχόμενο της κυριότητος του συζύγου προικολήπτη, περιέρχεται στους κληρονόμους της συζύγου ως κληρονομιαίας αυτής περιουσίας (ΑΠ 970/2007 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ με αναφορά σε ΑΠ 183/1992, ΑΠ 1536/1987).
Στο βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο διακρίνομε δύο είδη διατιμήσεως της προικός, την διατίμηση «ένεκα πωλήσεως» (venditionis causa) και την «ένεκα διατιμήσεως» (taxationis causa).
Διατίμηση ένεκα πωλήσεως υπήρχε, οσάκις ο άνδρας κατά τη λύση του γάμου υπεχρεούτο να επιστρέψει όχι αυτούσια τα προικώα (των οποίων αποκτούσε την κυριότητα), αλλά την αληθή αξία που αναγραφόταν στο προικοσυμβόλαιο, ήτοι την διατίμηση (aestimatio). Στην διατιμημένη «ένεκα πωλήσεως» προίκα, επήρχετο μεταβολή του αντικειμένου της προικός, της οποίας εθεωρούντο όχι τα δοθέντα στον άνδρα πράγματα, αλλά η αναγραφόμενη στο προικοσύμφωνο αξία τους (σαν να είχε μεσολαβήσει πώληση αυτών στον άνδρα και συμφωνία να κρατήσει το τίμημα ως προικώο).
Διατίμηση δε ένεκα διατιμήσεως υπήρχε, οσάκις η αποτίμηση των προικώων (των οποίων ο άνδρας αποκτούσε την κυριότητα) δεν έγινε επί σκοπώ μεταβολής του αντικειμένου της προικός, αλλά για άλλους σκοπούς και δη για να καθοριστεί εκ των προτέρων το ποσό που υποχρεούτο να επιστρέχει ο άνδρας σε περίπτωση καταστροφής των προικώων πραγμάτων από πταίσμα του. Άλλο είδος διατιμήσεως ήταν η από τον συμβολαιογράφο προς επιβολή του τέλους χαρτοσήμου, αλλά αυτή εστερείτο σημασίας από απόψεως αστικού δικαίου.
Κατά την κρατούσα ορολογία, με τον όρο «διατετιμημένη προίκα» καλείται συνήθως η διατετιμημένη «ένεκα πωλήσεως», κάθε άλλη δε προίκα (ήτοι η διατετιμημένη ένεκα διατιμήσεως ή προς επιβολή χαρτοσήμου) καλείται αδιατίμητη (βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ - ΝΟΥΑΡΟΥ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ ΕΚΔΟΣΗ 1968 σελ. 134,135, βλ. επίσης ΑΝ. ΤΟΥΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΝ ΔΙΚΑΙΟΝ σελ. 143, 180, 181, 186 για την διατετιμημένη προίκα κατά το προϊσχύσαν δίκαιο, τις συνέπειες, για την ερμηνεία της θέλησης των συμβαλλομένων περί του αν πρόκειται για διατετιμημένη ή αδιατίμητη προίκα, για την απαγόρευση της εκποιήσεως των αδιατίμητων προικώων ακινήτων, που εκλαμβάνεται υπό την ευρύτερη έννοια, επιτρεπομένης της δια διαθήκης διαθέσεως ή δια δωρεάς αιτία θανάτου, εφόσον δεν προσβάλλεται η νόμιμη μοίρα μεριδούχου, για το επιτρεπτό διαθέσεως των διατετιμημένων προικώων ακινήτων).
Ο θεσμός της χρησικτησίας (δεν ενδιαφέρει ούτε γίνεται ειδική και εκτενής αναφορά ως προς την χρησικτησία με βάση τα άρθρα 63 και 68 του Κτηματολογικού Κανονισμού, για τα ακίνητα Ρόδου, Κω και των περιοχών της Λέρου α) Λακκί = ΑΠ 1081/1996 και β) Ξηροκάμπου = ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, που περιλαμβάνονται στο Κτηματολόγιο Κω) εισήχθη το πρώτον στη «λοιπή Δωδεκάνησο» μετά την εισαγωγή σε αυτή του Ιταλικού ΑΚ/1865 με το 200/31.10.1931 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, από 1.1.1932. Αναγνωρίζεται λοιπόν ο θεσμός της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας σύμφωνα με τις διατάξεις του των άρθρων 685, 686, 693, 710, 2105, 2106, 2135 και 2137(ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ. για έκτακτη χρησικτησία, ΕφΔωδ 80/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 1 σελ. 42 επ. για έκτακτη χρησικτησία ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ). Για την τακτική χρησικτησία μετά δεκαετή νομή εφόσον υπάρχει καλή πίστη και νόμιμος τίτλος -άρθρο 2137- Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 135 σελ. 213 και 214, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.). Για την τακτική χρησικτησία η κληρονομική διαδοχή δεν αποτελεί νόμιμο τίτλο (όπως και με τον ΙτΑΚ 1942) για τη θεμελίωση της κτήσεως αυτής (Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 135 σελ. 214). Για την έκτακτη χρησικτησία, από το συνδυασμό των διατάξεων 685, 686, 2105, 2106, και 2135 του Ιταλικού ΑΚ/1865, προκύπτει ότι ο έχων στη συνεχή, όχι διακεκομμένη δημόσια, ειρηνική, αναμφίβολη νομή αυτού ακινήτου με διάνοια κυρίου, αποκτά επ’ αυτού εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας μετά την πάροδο τριάντα ετών (κτητική παραγραφή, βλ. ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω κτητική παραγραφή τυγχάνει εφαρμογής και επί ακινήτων ανηκόντων στην ιδιωτική περιουσία του κράτους κατά το άρθρο 2114 του Ιταλικού ΑΚ/1865, διάταξη η οποία είναι αντίθετη προς τη ρύθμιση του άρθρου 63 εδ ε’ του Κτηματολογικού Κανονισμού, κατά την οποία δεν επιτρέπεται η σε βάρος των δημοσίων περιουσιακών (ιδιοκτήτων) κτημάτων παραγραφή της πλήρους ή της ψιλής κυριότητας ως προς τις γαίες «μιρί» ή «εραζί-εμιριέ» (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Η ως άνω διάταξη του κτηματολογικού κανονισμού όμως, ως εκ της θέσεώς της στο άρθρο 63 αυτού, που προβλέπει την δεκαπενταετή κτητική παραγραφή «από της γενόμενης καταγραφής», δεν τυγχάνει εφαρμογής στη «λοιπή Δωδεκάνησο» (Κάρπαθο, Σύμη, Χάλκη, Πάτμο κλπ), όπως και οι λοιπές διατάξεις του κτηματολογικού κανονισμού πλην των άρθρων 1-8 αυτού, αφού ουδέποτε έλαβε χώρα κατάρτιση κτηματολογίου και συνεπώς καταγραφή των ακινήτων σε αυτό και ίδρυση κτηματολογικών γραφείων στη νήσο αυτή (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).
Στη συνέχεια ως προς το ζήτημα της χρησικτησίας μετά την εφαρμογή του Ιταλικού ΑΚ/1942 από 21.4.1942 με το 170/1942 Διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη, ο οποίος αναγνωρίζει το θεσμό της τακτικής χρησικτησίας (άρθρο 1159 Π. Θεοδωρόπουλου "ΤΟ ΙΣΧΥΟΝ ΕΝ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΩ ΔΙΚΑΙΟΝ" παρ. 135 σελ. 214, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ.) ως προς την έκτακτη χρησικτησία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις των άρθρων 1140 και 1158 του Ιταλικού ΑΚ/1942, από τις οποίες προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας επί πράγματος μετά την πάροδο εικοσαετίας στην φυσική εξουσία του πράγματος από το νομέα αυτού, οποίος ασκεί επί του πράγματος με διάνοια κυρίου, δραστηριότητες που ανταποκρίνονται προς την ενάσκηση της επ’ αυτού κυριότητας (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 192, Κ. Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος 1ος σελ. 562, ΑΠ 147/1962 ΝοΒ 10/717, ΑΠ 492/1956 ΝοΒ 5/122, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 725/2010 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ. κατά την οποία τα 20 έτη νομής υπολογίζονται από 28-10-1941, αφ’ ης το περί κυριότητος κεφάλαιο του Ιταλικού Α.Κ. του έτους 1942 άρχισε να ισχύει δυνάμει του υπ’ αριθ. 308/1941 διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη, ΕφΔωδ 80/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 1 σελ. 42 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία).
Τέλος, μετά την έναρξη της ισχύος του Ελληνικού ΑΚ στη Δωδεκάνησο από 30.12.1947 (άρθρο 2 παρ.1 στοιχ. Α’ Ν. 510/1947), εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 1045 και 974 ΑΚ, από τις οποίες προκύπτει ότι αυτός που έχει τη φυσική εξουσία επί του πράγματος με διανοία κυρίου (νομή) και ασκήσει αυτή για χρονικό διάστημα είκοσι ετών, καθίσταται κύριος αυτού με έκτατη χρησικτησία (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Θεοδωρόπουλος, σελ. 214, ΑΠ. 899/1981, ΝοΒ 30,449, ΑΠ 1491/1984 ΝοΒ 33, 1009, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1966/1988 ΝοΒ 37.1042, ΑΠ 1491/1984 ΝοΒ 33.1009, ΑΠ 899/1981 ΝοΒ 30.499, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Εν όψει όμως του ότι το οθωμανικό δίκαιο, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αναγνωρίζει το θεσμό της χρησικτησίας, χρόνος νομής που διανύθηκε, όταν ίσχυε το οθωμανικό δίκαιο, ήτοι πριν την 1-1-1932, δεν υπολογίζεται για τη συμπλήρωση του χρόνου χρησικτησίας στη Δωδεκάνησο (ΠολΠρωτΡόδου 239/1995 αδημ., ΕφΔωδ 164/1996, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, Π. Θεοδωρόπουλου "Το ισχύον εν Δωδεκανήσω δίκαιον" σελ. 192, Κ. Παπαδόπουλος Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου τόμος 1ος σελ. 562, ΑΠ 147/1962 ΝοΒ 10/717, ΑΠ 492/1956 ΝοΒ 5/122, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, ΕΙΡ MOYZAK 32/2009 Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1741/2002 Δνη 44 1587, ΑΠ 416/1963 ΑρχΝ ΙΔ. 650, Κ. Παπαδόπουλου, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου 1989, παρ. 244. 5, σελ. 562 - άρθρα 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα και το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών).
Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 64 και 64 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, αν ο χρόνος χρησικτησίας του Αστικού Κώδικα είναι συντομότερος από το χρόνο του έως τώρα δικαίου, από την εισαγωγή του Κώδικα υπολογίζεται ο συντομότερος και αρχίζει από την εισαγωγή του. Σε περίπτωση όμως που ο χρόνος χρησικτησίας του έως τώρα δικαίου συμπληρώνεται νωρίτερα από το συντομότερο χρόνο του Κώδικα, η χρησικτησία συμπληρώνεται μόλις περάσει ο χρόνος του έως τώρα δικαίου (βλ. και ΕφΔωδ 154/1982 Δωδεκανησιακή Νομική Επιθεώρηση τόμος 3 τεύχος 4 σελ. 18 επ).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, όπως γίνεται δεκτό, αν κάποιος στη λοιπή Δωδεκάνησο καταλάβει και καλλιεργήσει δημόσια γη οποτεδήποτε πριν από την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, δεν είναι δυνατή απ’ αυτόν η κτήση πλήρους κυριότητας του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, με βάση τις προαναφερθείσες διατάξεις του Ιταλικού ΑΚ/1865, του Ιταλικού ΑΚ/1942 και του Ελληνικού ΑΚ, διότι από την 1-1-1932, οπότε αρχίζει να τρέχει ο χρόνος χρησικτησίας, μέχρι της 10-1-1949, που εισάγεται το πρώτον στη Δωδεκάνησο με το από 3-12-1948/10-1-1949 Δ. Διάταγμα, ο ΑΝ 1539/1938, ο οποίος απαγορεύει την παραγραφή κάθε δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτων, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.1 και 2 αυτού, δεν συμπληρώνεται σύμφωνα και με τις περί τούτου διατάξεις των άρθρων 64 και 65 του ΕισΝΑΚ, ο αναγκαίος χρόνος στη νομή του πράγματος (ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Βεβαίως η κτήση κυριότητας κατά του Δημοσίου με χρησικτησία για τα ακίνητα Ρόδου, Κω Λακκί και Ξηρόκαμπου Λέρου, ρυθμίζονται από τον ισχύοντα Κτηματολογικό Κανονισμό.
Είναι όμως δυνατή (στη λοιπή Δωδεκάνησο), όπως γίνεται δεκτό, με βάση το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» της 7 Ραμαζάν 1274, άρθρο που αφορά κτητική παραγραφή και έχει εφαρμογή μόνο για τις δημόσιες γαίες, στη βάση της λογικής ότι οι δημόσιες γαίες (εραζί εμιριέ) είναι το δεδομένο και σύνηθες (και όχι το εξαιρετικό) στη «λοιπή Δωδεκάνησο» κατά τις διακρίσεις του Οθωμανικού δικαίου (ενώ για τη χρησικτησία μουλκίων στη «λοιπή Δωδεκάνησο» εφαρμόζονται οι διατάξεις των Ιταλικών Αστικών Κωδίκων, μια και, όσον αφορά τις διατάξεις του Ιταλικού ΑΚ/1865, στο άρθρο 1 παρ. 1 του 200/31.10.1931 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη, με το οποίο εισήχθη ο ανωτέρω Κώδικας, ορίζεται ότι οι διατάξεις τούτου επεκτείνονται, εφόσον συμβιβάζονται με την τοπικήν έννομον τάξιν και δεν έχουσι καταργηθεί υπό Κυβερνητικών Διαταγμάτων ρυθμιζόντων την αυτήν ύλην, όσον αφορά δε τις διατάξεις του Ιταλικού ΑΚ/1942, στο μόνο άρθρο του 170/1942 Διατάγματος του Ιταλού Κυβερνήτη, με το οποίο εισήχθη ο ανωτέρω Κώδικας, ορίζεται ότι η επέκτασις του ως άνω Κώδικος γίνεται «εφόσον το κείμενον αυτού είναι εφαρμοστόν»), στο οποίο άρθρο δεν αναγράφεται αν αφορά παραχωρημένες γαίες, όπως το άρθρο 68 του Κτηματολογικού Κανονισμού, η απ’ αυτόν κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), εφόσον αυτός συμπλήρωσε δεκαετία στην καλλιέργεια της δημόσιας γης μέχρι την 10-1-1949, αφού μετά την ως άνω ημερομηνία τυγχάνει ωσαύτως εφαρμογής το άρθρο 4 παρ. 2 του ΑΝ 1539/1938 και αποκλείεται η συμπλήρωση της τυχόν μη εισέτι συμπληρωθείσης δεκαετίας στην καλλιέργεια του ακινήτου για την κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΑΠ 1602/1991 Ελλ.Δ/νη 34.329, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Η κτήση δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) είναι δυνατή, όπως επίσης γίνεται δεκτό, και μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογικού Κανονισμού και μάλιστα όχι μόνο στις ήδη παραχωρηθείσες σε ιδιώτες δημόσιες εκτάσεις κατά τη σύνταξη του Κτηματολογίου, αλλά και στις μη παραχωρηθείσες δημόσιες εκτάσεις (ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ., ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ), όπως είναι όλες οι εκτάσεις στη Δωδεκάνησο όπου δεν έλαβε χώρα κατάρτιση κτηματολογίου, όπως η Σύμη, η Κάρπαθος κλπ, αφού δεν υπήρχε λόγος να μη συνεχισθεί το ίδιο καθεστώς όπως και προηγουμένως και τούτο διότι το δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) των ιδιωτών επί δημοσίων γαιών στη νήσο Σύμη (την Κάρπαθο, Χάλκη κλπ.) θα καταγράφονταν επ’ονόματι αυτών, με την προσαγωγή των τίτλων αυτών (ταπίων) ή με την αναγνώριση του ως άνω δικαιώματος κατά τις εργασίες ταξινομήσεως των ακινήτων από τα συντάσσοντα το κτηματολόγιο όργανα σύμφωνα με το άρθρο 4 εδ. δ’ και ε’ του Κτηματολογικού Κανονισμού κατά την κατάρτιση του Κτηματολογίου και στην Χάλκη, Καστελλόριζο κλπ, η οποία δεν έγινε τελικά, με παραχώρηση δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) σε ιδιώτες επί δημοσίων γαιών από τον Κυβερνήτη, που μπορούσε να γίνει οποτεδήποτε (άρθρο 4 εδ. στ’ του Κτηματολογικού Κανονισμού, ΕφΔωδ 194/1999 Δωδ.Νομ. 4/2 σελ. 250, ΑΠ 1602/1991 Ελλ. Δ/νη 34.329, ΕφΔωδ 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 188/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 319/2005 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 57/2004 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/1991 ΕλλΔνη 34.329, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ). Φαίνεται από τα παραπάνω να ακολουθείται η λογική, κατά την άποψή μας εσφαλμένα, ότι οι δημόσιες γαίες (εραζί εμιριέ - αρζί μιρί) είναι το δεδομένο και σύνηθες στη «λοιπή Δωδεκάνησο» κατά τις διακρίσεις του Οθωμανικού δικαίου.
Τέλος, με το άρθρο 9 του Ν. 2100/1952 «Περί συστάσεως Οργανισμού ακινήτου περιουσίας του Δημοσίου εν Δωδεκανήσω και ρυθμίσεως κτηματικών τινών υποθέσεων της αυτής περιφερείας», ορίσθηκε ότι «1. Το δικαίωμα κυριότητας του Δημοσίου επί κτημάτων εν Δωδεκανήσω, υπαγομένων εις την κατηγορίαν των Δημοσίων Γαιών (εραζί-εμιριέ) αποσβέννυται, οι δε έχοντες δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) επί τοιούτων κτημάτων αποκτώσι την πλήρη κυριότητα επ’αυτών, αυτοδικαίως δυνάμει του παρόντος και άνευ άλλης τινός διατυπώσεως. Ειδικώς δια τα κτήματα των περιφερειών των κτηματολογίων Ρόδου και Κω, το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα κυριότητας περιέρχεται εις τα πρόσωπα, επ’ονόματι των οποίων φέρονται εγγεγραμμένα τα κτήματα εν τοις κτηματολογίοις, ως και εις τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους αυτών κατά περίπτωση. 2. Αι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουσιν εφαρμογή μόνο ως προς τους προ της ενάρξεως της καταρτίσεως των κτηματολογίων Ρόδου και Κω έχοντας δικαίωμα εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) και διατηρούντας εξακολουθητικώς τούτο μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου ή τους καθολικούς ή ειδικούς διαδόχους των». Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, όπως γίνεται δεκτό, οι καλλιεργούντες δημοσίας γαίας (αγρούς) στη λοιπή Δωδεκάνησου (Σύμη, Κάρπαθο, Χάλκη κλπ), στη βάση της λογικής ότι υπάρχουν, για μία δεκαετία πριν από την έναρξη εφαρμογής του ΑΝ 1539/1938, ήτοι πριν την 10-1-1949, έχουν καταστεί κύριοι των ακινήτων αυτών, διότι το κτηθέν από αυτούς με βάση το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) έχει τραπεί σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας αυτών και μάλιστα για τα εκτός Ρόδου και Κω ακίνητα, χωρίς καμία άλλη διατύπωση, δηλαδή, χωρίς εγγραφή στο Κτηματολόγιο, όπως την Σύμη (Κάρπαθο κλπ) όπου δεν έχει καταρτιστεί κτηματολόγιο, σε αντίθετη με τα ακίνητα που κείνται στη Ρόδο και στην Κω, όπου έχει καταρτισθεί κτηματολόγιο και απαιτείται η διατύπωση της εγγραφής τούτων, σύμφωνα με το άρθρο 9 του Ν.2100/1952, μετά την απόσβεση του δικαιώματος της ψιλής κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο απέκτησε όλη την ακίνητη περιουσία του Ιταλικού Κράτους στη Δωδεκάνησο με το άρθρο 1 του παραρτήματος ΧΙV της από 10-2-1947 συνθήκης ειρήνης των Παρισίων, μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το Ν.Δ. 423/1947 (βλ. Εφ.Δωδ. 13/2007 ΝΟΜΟΣ, 270/2005 ΝΟΜΟΣ, 319/2005 ΝΟΜΟΣ 188/2005, 355/2002, 103/1999, 220/1997 και 164/1996, ΕφΔωδ 355/2002 Δωδεκανησιακή Νομολογία τόμος 7, τεύχος 3 σελ. 656 επ. , ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ).
Από της εισαγωγής του ΑΚ στη Δωδεκάνησο εφαρμόζονται ως προς τις προϋποθέσεις της έκτακτης χρησικτησίας (πλην του χρόνου για τα ακίνητα Ρόδου, Κω και των περιοχών της Λέρου Λακκί και Ξηροκάμπου) οι περί εκτάκτου χρησικτησίας διατάξεις του ΑΚ (ΟλΑΠ 188/1980 ΔΝΕ Τεύχ. 2 σελ. 115 = ΝοΒ 28/1477= ΕΕΝ 1980/485, βλ. και για όλα τα ανωτέρω Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., ΑΠ 1277/1988 ΕλλΔικ 1999/807, ΑΠ 1166/88 ΕλλΔικ 31/82, ΑΠ 1141/88 ΕλλΔικ 32/329, ΑΠ 1256/89 ΕλλΔικ 32/796, ΕιρΡόδου 1196/1991 ΑρχΝ 44/70, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 400/2005 Δωδ.Νομολ. 2007/367, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ υπό το άρθρο 1045 αρ. 26 σελ. 503, αρ. 63 σελ. 524, 525, ΕφΔωδ 328/2002 Δωδ.Νομ. 2003/653, ΑΠ 1727/1999 ΕΕΝ 2001/361, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1395/1996 ΕλλΔικ 1996/1144= ΕΕΝ 1998/334, ΑΠ 1066/1995 ΕλλΔικ 1996/1610), μεταξύ των οποίων εκείνη του άρθρου 974 ΑΚ, που καθορίζεται η έννοια της νομής, εκείνη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνη του άρθρου 1051 ΑΚ (κατά την οποία εκείνος που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή ειδική διαδοχή, μπορεί να συνυπολογίσει το δικό του χρόνο χρησικτησίας στο χρόνο χρησικτησίας του δικαιοπαρόχου) σε συνδ. με τις διατάξεις των άρθρων 1710, 1711 εδ. β, 1820, 1821 και 1846 (ΑΠ 1423/1998 ΕλλΔικ 1999/806, Παντελή Δ. Αποστολά σε Δωδεκανησιακή Νομολογία 4-1 σελ. 23 επ., Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 292/2003 Δωδ.Νομολ. 2005/379, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, ΕφΔωδ 240/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/286, ΕφΔωδ 400/2005 Δωδ.Νομολ. 2007/367, ΕφΔωδ 305/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/110, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ υπό το άρθρο 1045 αρ. 26 σελ. 503, ΕφΔωδ 328/2002 Δωδ.Νομ. 2003/653, ΑΠ 1277/1998 ΕλλΔικ 1999/808= ΕΕΝ 2000/77, ΑΠ 1395/1996 ΕλλΔικ 1996/1144= ΕΕΝ 1998/334, ΑΠ 1141/1988 ΕΕΝ 1989/548).
Στην ειδική διαδοχή, για να συνυπολογίσει ο χρησιδεσπόζων στη νομή του και τη νομή του δικαιοπαρόχου του, προκειμένου να συμπληρωθεί η 20ετία (ΑΚ) ή η δεκαπενταετία της προβλεπόμενης από το άρθρου 63 του κτημ. κανονισμού έκτακτης χρησικτησίας (1051 ΑΚ), δεν απαιτείται ειδική διαδοχή στο δικαίωμα της κυριότητας πάνω στο πράγμα αλλά απλώς διαδοχή στη νομή (Ολομ.ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ολομ.ΑΠ 1594/1979 ΝοΒ 28/1121, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κ. Παπαδόπουλου ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ έκδοση 1989 τόμος Α σελ. 85,86, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 540-541 επ. όπου πλούσια νομολογία). Αυτή επέρχεται κατ’ άρθρο 976 Α.Κ. με άτυπη και αφηρημένη ή αναιτιώδη (ακόμη και αν πρόκειται για νομή πάνω σε ακίνητο) σύμβαση, η οποία έχει την έννοια ότι στον αποκτώντα μεταβιβάζεται η ίδια νομή που είχε αυτός που μεταβιβάζει και παραδίδει το πράγμα (Ολομ.ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, βλ. και Κ. Παπαδόπουλου ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ έκδοση 1989 τόμος Α σελ. 86, Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 538 επ. όπου πλούσια νομολογία). Αν πρόκειται για κληρονόμο, αυτός αποκτά τη νομή του κληρονομουμένου από του χρόνου της επαγωγής της κληρονομίας και αν ακόμα δεν απέκτησε φυσική εξουσία πάνω στα κληρονομιαία πράγματα (ΑΠ 297/79 ΕΕΝ 46, 288 και Πολ. Πρωτ. Ρόδου 12/1993, ΑΠ 621/72 ΝοΒ 21, 72, ΑΠ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ - ΜΙΧ. ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΞ υπό το άρθρο 983 ΑΚ, σελ. 256, ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗ Αναλυτική ερμηνεία ΑΚ υπ`άρθρο 983 σελ.1390, Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 541 αρ. 38 επ. όπου πλούσια νομολογία ). Στην κληρονομική διαδοχή δεν απαιτείται για τη κτήση της νομής ή αποδοχή της κληρονομιάς με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή ή έκδοση κληρονομητηρίου και μεταγραφή του (Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 543 αρ. 14 όπου πλούσια νομολογία και σελ. 541 αρ. 9). Ο νομέας δε δικαιούται να συνυπολογίσει το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του για να επικαλεστεί χρησικτησία εναντίον του ή των κληρονόμων του πριν από τη μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας (Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 543 αρ. 14 όπου νομολογία). Η πλασματική όμως νομή του κληρονόμου προϋποθέτει ότι ο κληρονομούμενος είχε την νομή κατά το χρόνο του θανάτου του (ΕΘ 756/85 Αρμ 40, 677, ΑΠ 1717/1990 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ 1991 σελ. 301 ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗ Αναλυτική ερμηνεία ΑΚ υπ`άρθρο 983 σελ.1390). Συνεπώς (όπου ισχύει ο κτηματολογικός κανονισμός) αν αυτή η νομή ήταν κτητική, προσπορίσασα κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία στον μεταβιβάσαντα, η ίδια μεταβιβάζεται και στον αποκτώντα με τα ίδια κτητικά προσόντα ο οποίος στην περίπτωση αυτή δεν προσμετρά αλλά συνεχίζει την ήδη κτητική νομή του δικαιοπαρόχου του, χωρίς να απαιτείται η σχετική συμφωνία να περιβληθεί τον συμβολαιογραφικό τύπο και να μεταγραφεί (ΑΠ 1525/2006 ΧΡΙΔ 2007/436= ΝΟΜΟΣ).
Για τα ακίνητα λοιπόν της Δωδεκανήσου (και δη της Ρόδου, Κω και των περιοχών της Λέρου Λακκί και Ξηροκάμπου), όπου ισχύει ειδικά ο κτηματολογικός κανονισμός ως προς το θέμα κτήσεως κυριότητος με χρησικτησία, ο ειδικός διάδοχος στη νομή (όπως βεβαίως και ο καθολικός διάδοχος), που δεν έχει συμπληρώσει ιδία 15ετή νομή (αν ο δικαιοπάροχός του δεν είχε συμπληρώσει δεκαπενταετή νομή) δικαιούται να προσμετρήσει στο χρόνο της νομής του τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του και έτσι να συμπληρώσει την απαιτούμενη δεκαπενταετία (Ολομ.ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ολομ.ΑΠ 1594/1979 ΝοΒ 28/1121, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ).
Δεν μπορεί όμως να επικαλεστεί τον συνυπολογισμό αυτό, προκειμένου να αντιτάξει κυριότητα εναντίον του ίδιου δικαιοπαρόχου του ή εναντίον εκείνου, στον οποίο ο δικαιοπάροχος μεταβίβασε την κυριότητα με σύμβαση, νόμιμα μεταγεγραμμένη (Ολομ. ΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28/1120, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 54/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/283, Ειρ.Ρόδου 252/2003 Δωδ.Νομολ. 2004/607, Ειρ.Ρόδου 406/2004 Δωδ.Νομολ. 2005/836, Ειρ.Ρόδου 476/2005 Δωδ.Νομολ. 2005/1107, ΑΠ 1525/2006 δημοσιευμένη στη ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 539 αρ. 3 όπου νομολογία, ΑΠ 114/2011 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ).
Όπου βέβαια δεν ισχύει ο κτηματολογικός κανονισμός ως προς την χρησικτησία, επειδή, αφ’ ης συμπληρωθεί η κτητική παραγραφή, όπως προαναφέρθηκε, αποκτάται η κυριότητα και χωρίς μεταγραφή αποφάσεως (ΑΚ 1045, 1121 βλ. Κ. Παπαδόπουλου ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ έκδοση 1989 σελ. 97), ο μεν δικαιοπάροχος που του μεταβίβασε τη νομή με την συμπλήρωση εικοσαετούς νομής γίνεται κύριος και δεν τίθεται θέμα προσμέτρησης, ο δε ειδικός του διάδοχος, αν δεν συμπληρώνει ιδίαν εικοσαετή νομή, τότε μόνο μπορεί να προσμετρήσει στο χρόνο της νομής του τον χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του και έτσι να συμπληρώσει την απαιτούμενη 20ετία, όταν ο δικαιοπάροχός του δεν είχε συμπληρωμένη 20ετή νομή με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας (Βασίλη Βαθρακοκοίλη ΕΡΝΟΜΑΚ έκδοση 2007 υπό το άρθρο 1051 σελ. 539 αρ. 2 όπου νομολογία, ΕΙΡΚΑΡΔ 183/2007 ΑΡΧΝ 2008/676 με αναφορά σε ΕφΝαυπλ 555/1995 ΕλλΔνη 1996 σελ. 371, ΠΠρΡεθ 51/2003 αδημοσίευτη, ΜΠρΡεθ 62/2003 de lege 2005.1051, ΕιρΚυπ 47/1999 ΑρχΝ 2000. 133, Μελέτη του Κυριάκου Γεωργίου "Διαχείριση ενίων ισχυρισμών των διαδίκων της διεκδικητικής αγωγής από απόψεως ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου" στην ΕλλΔνη 2003, σελ. 1211-1224). Δηλαδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1051 του ΑΚ, για να συνυπολογίσει ο δικαιοδόχος στη νομή του αυτή του δικαιοπαρόχου του, προϋποτίθεται ότι ο τελευταίος (=ο προκάτοχος) χρησιδέσποζε στο πράγμα για χρονικό διάστημα μικρότερο της εικοσαετίας ή δεκαετίας, ήτοι χωρίς ποτέ να γίνει κύριος του πράγματος, οπότε στη θέση του θα χρησιδεσπόσει ο ειδικός ή καθολικός του διάδοχος, προκειμένου να συμπληρωθεί στο πρόσωπό του ο υπόλοιπος χρόνος της χρησικτησίας και να γίνει αυτός κύριος πρωτοτύπως.
Όπως όμως ήδη δέχεται η νομολογία των δικαστηρίων μας, γαίες φύσης «εραζί-εμιριέ ή αρζί-μιρί», δηλαδή δημόσιες γαίες, όπως και το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών (τεσσαρούφ), από της εποχής του Τούρκου κατακτητή Σουλτάνου Σουλεΐμάν (1522 μ.χ.) μέχρι την ισχύ του ν. 2100/1952 (26.4.1952) δεν υπήρξαν ποτέ στα Δωδεκάνησα (τα οποία ελέγοντο πριν το 1912 Νότιες Σποράδες) εκτός της Ρόδου και της Κω, που ο τούρκος κατακτητής τις είχε κυριεύσει με τη «σπάθη και το δόρυ». Στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου (όπως είναι η Σύμη η Κάρπαθος, η Πάτμος, Χάλκη κλπ), που δεν ήταν «δορυάλωτα», δηλαδή δεν είχαν κατακτηθεί με τα όπλα, ο τούρκος κατακτητής Σουλεΐμάν ο Μεγαλοπρεπής, όχι μόνο δεν δήμευσε γη, αλλά παραχώρησε δικαιώματα, με αποτέλεσμα όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών να ανήκουν στους ιδιοκτήτες τους (στις ιδιοκτησίες τους) ως «γαίες μούλκ» (βλ. Αχιλ. Κωνσταντινίδη «Αρζί-μιρί και Ιστορία» Δωδ.Νομ. Επιθ. Τόμος 6ος, σελ. 1 επόμ., Γ. Παντελιδη «Η απόσβεση της ψιλής κυριότητας του Δημοσίου επί των παραχωρημένων δημοσίων γαιών» Δωδ.Νομ. Επιθ. τόμος 5ος σελ. 79 επ. Αλεξ. Καρανικόλα «Τα Συμιακά» τόμος Δ, σελ. 2 ΕφΔωδ 30/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 62/2009 με αναφορά σε νομολογία, ΕφΔωδ 183/2009 στη ΝΟΜΟΣ, Εφ.Δωδ. 188/2005, ΕφΔωδ 103/1999, ΕφΔωδ 220/1997, Εφ.Δωδ. 13/2007 στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 270/2005 στη ΝΟΜΟΣ, βλ. επίσης ΜΠΡ ΜΥΤΙΛ 219/1999 ΑΡΧΝ/2001/64 = ΝΟΜΟΣ, για τα Δωδεκάνησα πλην Ρόδου (Κω;) Γιάννη Παπαγιάννη επ. Νομικό Σύμβουλο του Κράτους ΔΑΣΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ σελ. 100, για τη νήσο Λέσβο όπου οι γαίες ήσαν ιδιόκτητες φορολογούμενες, μια και η νήσος δεν ήταν «δορυάλωτος», αλλά και για τις Κυκλάδες Γνωμοδότηση Λάμπρου Ι. Κιτσαρά ΧριΔ Γ/2003 σελ. 747 επ., Γιάννη Παπαγιάννη επ. Νομικό Σύμβουλο του Κράτους ΔΑΣΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ σελ. 278, Π. Κασίμη, Εθνικαί Γαίαι εν Κιτσικ. Πανδέκτης Α.Δ. τόμ. Α σελ. 703, Αγ. Σταυρόπουλου τόμ. Γ, σελ. 2436, ΓνωμΝΣΚ 293/1952, ΑΠ 404/1958 ΝοΒ 6/1122, για τις Σποράδες και Κυκλάδες ΜΠΡ ΒΟΛ 313/2009 ΑΡΜ 2009/1513 = ΝΟΜΟΣ, για Κυκλάδες και ειδικά την Σαντορίνη ΠΠΡ ΝΑΞ 62/2004 ΧΡΙΔ 2005/825 = ΝΟΜΟΣ, για τις Κυκλάδες και ειδικά τη Σύρο ΕΦΑΙΓ 195/2003 ΑΡΧΝ 2004/337 = ΝΟΜΟΣ, για τη Σάμο Γιάννη Παπαγιάννη επ. Νομικό Σύμβουλο του Κράτους ΔΑΣΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ σελ. 100).
Οι παραπάνω τόσο σημαντικές παραδοχές του Εφετείου Δωδεκανήσου, για ένα τόσο κρίσιμο θέμα, που αφορά την ιδιοκτησία των κατοίκων της «μη δορυάλωτης» Δωδεκανήσου, που αποκατέστησε τα «πράγματα» μετά από πολύ καιρό, συμπορευόμενες ιστορικά με την αλήθεια, αφού ο Οθωμανός κατακτητής άφησε ανέγγιχτη αυτή την ιδιοκτησία, θα πρέπει να επιβεβαιωθούν και από τον Άρειο Πάγο, στον οποίο ήδη πολύ καθυστερημένα φέρονται κάποιες υποθέσεις με σχετικό αντικείμενο, ο οποίος και θα πρέπει να επιλύσει πολλά και σημαντικά επιπρόσθετα θέματα, κάτι που δεν έγινε με την υπ’ αρθ. 1817/2011 απόφασή του.
Αυτή η λογική για το ιδιοκτησιακό καθεστώς ακολουθείται και για άλλες μη δορυάλωτες από τους Οθωμανούς περιοχές της Ελλάδος, όπως οι Κυκλάδες κλπ. [βλ. για τις Κυκλάδες ΑΠ 1810/2009 Α΄ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ = Δ/ΝΗ 2011/90, κατά την οποία οι διατάξεις των πρωτοκόλλων της 3- 22/1.2. 1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος», τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16.6.1830 και 1/7 (19-8) 1830, της από 3.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, δια των οποίων περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, δικαιώματι πολέμου, οι αναφερόμενες σε αυτά γαίες, δεν εφαρμόζονται επί των κειμένων στα νησιά των Κυκλάδων γαιών, διότι είναι πασίγνωστο ότι κατά της εποχή της τουρκοκρατίας, οι Κυκλάδες απετελούντο στο σύνολο τους από ιδιωτικές γαίες καθαρός ιδιοκτησίας. Και τούτο διότι τα νησιά αυτά, υπαχθέντα υπό την Οθωμανική κυριαρχία όχι δικαιώματι πολέμου αλλά ειρηνικά κατόπιν συνθηκών συναφθεισών μεταξύ των μέχρι τότε Γενουατών ή Ενετών κατακτητών τους αφενός και του Σουλτάνου αφετέρου, δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στον Σουλτάνο, αλλά οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίσθηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ως ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» κατηγορία των καθαρός ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και δη κατά πλήρη κυριότητα, υπό τον όρο όμως καταβολής εγγείου φόρου. Κατά συνέπεια, τα ακίνητα των νήσων αυτών μη εξουσιαζόμενα πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο ουδέ κατεχόμενα από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχήν του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 7.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης (ΑΠ 200/1934, ΑΠ 466/1957), για τις οποίες μάλιστα Κυκλάδες, η τακτική ολομέλεια του Αρείου Πάγου καλείται να λύσει κρίσιμα θέματα, μετά την παραπομπή σ’ αυτήν συγκεκριμένων λόγων αναίρεσης με την υπ’ αριθ. 454/2011 απόφαση,
ΙV.- ΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ αυτής της μελέτης, αφού γίνει μια συνοπτική γενική επισκόπηση της νομολογίας και βιβλιογραφίας για τα εν λόγω θέματα και στη λοιπή ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα - δορυάλωτη και μη (κάτι που θα βοηθήσει στην προσέγγιση του ζητήματος), θα τεθούν ερωτήματα που χρήζουν απαντήσεως και θα διατυπωθούν οι απόψεις μας, ειδικά για θέματα που εμφανίζονται στην «πρακτική» μιας αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών και κυρίως μεταξύ ιδιωτών και δημοσίου σε σχέση με ακίνητα που κείνται στη «λοιπή Δωδεκάνησο», αφού οι διατάξεις του πρωτοκόλλου της 3-22/1-2-1830 "περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος" τα ερμηνευτικά του εν λόγω πρωτοκόλλου κείμενα των τριών προστάτιδων δυνάμεων από 4/16-6-1830 και 1/7/19-8-1830, της από 3-7-1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, του νόμου της 21-6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων" (ο οποίος όριζε στο άρθρο 16 ότι «όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, η τα εγκαταλελειμένα υπό των κληρονόμων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμέναι απαιτήσεις, ανήκουν εις το δημόσιο»), με τις οποίες στο Ελληνικό Δημόσιο περιήλθαν, ως εθνική γη (δικαιώματι πολέμου), συγκεκριμένες γαίες και θεσπίστηκε "αμάχητο τεκμήριο κυριότητας" υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, οι διατάξεις του αρθρ. 1 του β.δ. της 3/15 Δεκεμβρίου 1833 "περί ορισμού του φόρου βοσκής και του διά τα Εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834 για χορτολιβαδικές εκτάσεις, με τις οποίες θεσπίστηκε ανάλογο αμάχητο τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Δημοσίου, ούτε το άρθρο 2 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938 σε σχέση με τα αδέσποτα, οι διατάξεις του από 17 Νοεμβρίου 1836 β.δ/τος περί ιδιωτικών δασών, άλλες Συνθήκες, οι διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, με τις οποίες ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του Α.Κ. χρόνο, οι διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου με τις οποίες το ακίνητο γινόταν αδέσποτο και αυτές που αποκτούσε κυριότητα ο καταλαμβάνων αδέσποτο, αυτές που απαγόρευαν την τακτική χρησικτησία κατά του Δημοσίου, αυτές που ίσχυσαν για τη λοιπή Ελλάδα και καθόριζαν την έννοια του δάσους και όχι για τα δάση στα λοιπά Δωδεκάνησα για το χρόνο πριν την εισαγωγή της αστικής κλπ νομοθεσίας σ’ αυτά και καθόριζαν τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Δημοσίου στα δάση, στα οποία μάλιστα λοιπά Δωδεκάνησα η έννοια του δάσους κατά το διάστημα πριν την απελευθέρωση και με βάση το προϊσχύσαν δίκαιο αποτελεί μέγα πρόβλημα για τα δικαστήρια όταν είναι ζητούμενο αυτό το γεγονός και η κρίση περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας τους, όταν συνεπάγεται έννομες συνέπειες κατά περίπτωση, μπορεί να οδηγήσει σε πλημμελή απόφαση), δεν είναι δυνατόν να ίσχυαν για τη «λοιπή Δωδεκάνησο», που τελούσε, όπως προαναφέρθηκε, μέχρι το 1912 υπό την Οθωμανική Κυριαρχία, στη συνέχεια από 5-5-1912 μέχρι 6-8-1924 υπό την στρατιωτική Ιταλική κατοχή και εντεύθεν μέχρι την 13-9-1943 υπό την Ιταλική Κυριαρχία, από 13-9-1943 έως 15-9-1945 υπό την Γερμανική Κατοχή και από 15-9-1945 έως την 31-3-1947 υπό την Βρετανική Κατοχή;
Βασικά ερωτήματα θα είναι: 1] Η νομική φύση του ακινήτου αποτελεί την αφετηρία για να καταλήξομε, μέσα από ένα πλέγμα κανόνων δικαίου, που ίσχυσαν πριν την απελευθέρωση, στο επικαλούμενο από τον διάδικο δικαίωμα. Μάλιστα κατά το άρθρο 20 του Κτηματολογικού Κανονισμού η νομική φύση των ακινήτων καθορίζεται υπό των κτηματολογικών Οργάνων εν περιπτώσει ελλείψεως οιουδήποτε τίτλου ή συνυπάρξεως τίτλων με διάφορον χαρακτηρισμόν, αλλά δεν επιτρέπεται να αναφέρεται στο έθιμο. Πόσο τελικά σημαντικός είναι ο προσδιορισμός (και πως φθάνομε σ’ αυτόν) της νομικής φύσης ενός ακινήτου, του κείμενου στη «λοιπή Δωδεκάνησο», σύμφωνα με το Οθωμανικό δίκαιο, για να μπορέσει στη συνέχεια το δικαστήριο, σε αναφυόμενη διαφορά, είτε μεταξύ ιδιωτών είτε μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου, να αποφανθεί ως προς το επικαλούμενο από το διάδικο δικαίωμα επί του ακινήτου; Άλλη αφετηρία δεν έχομε αν ένα ακίνητο στη «λοιπή Δωδεκάνησο» ήταν και είναι νομικής φύσεως μουλκ (υπό την έννοια ότι είναι γενικά ιδιόκτητο), έστω και αν αμφισβητείται, κατά τρόπο μη χρήζοντα απόδειξης, ως πασίδηλο γεγονός (ΚΠολΔ 336), κάτι που συμβαίνει αν όλα ανεξαιρέτως τα ακίνητα ήσαν μουλκ κατά το χρόνο της ειρηνικής υποταγής στο Σουλτάνο και τελείως διαφορετική βάση δεν έχομε στην περίπτωση που η νομική φύση του ακινήτου ως μουλκ είναι το ζητούμενο, ως μη πασίδηλο γεγονός;
2] Στη μη «δορυάλωτη» «λοιπή Δωδεκάνησο» το «μη δορυάλωτο» αντιμετωπίζεται κατ’ αρχάς ως πασίδηλο γεγονός ή ως γεγονός χρήζον αποδείξεως;
3] Είναι πασίδηλον ότι όλα τα νησιά της «λοιπής Δωδεκανήσου» αποτελούντο στο σύνολο τους από γαίες καθαρής ιδιοκτησίας; Διατηρήθηκε αυτός ο χαρακτήρας της ιδιοκτησίας και μετά το χρόνο της ειρηνικής υπαγωγής τους στον Σουλτάνο; Ποιο δίκαιο εφαρμοζόταν για τα ακίνητα αυτά; Σε ποια ακίνητα απέκτησε (αν απέκτησε) κυριότητα το Οθωμανικό κράτος και στη συνέχεια το Ιταλικό Κράτος και τέλος ποια ιδιοκτησία απέκτησε το Ελληνικό Δημόσιο κατά διαδοχή του Ιταλικού Κράτους;
4] Ποια η συνέπεια της παραδοχής της άποψης, ότι όλα τα ακίνητα στη «λοιπή Δωδεκάνησο» ήταν ανέκαθεν μουλκ, ότι είναι πασίδηλο αυτό το γεγονός και που οδηγεί «πρακτικά» αυτή η παραδοχή σε σχέση με τα επικαλούμενα από τους διαδίκους δικαιώματα; Αναιρείται η άποψη αυτή, είτε από τις ατέλειες του Κτηματολογικού Κανονισμού, που αφορά μεν όλη τη Δωδεκάνησο, μια και θα έπρεπε να λάβει υπόψη του και αυτή την σημαντική παράμετρο, είτε από την αστοχία (αβλεψία ή άγνοια) του Έλληνα νομοθέτη, μια και στο πρώτο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 9 ν. 2100/1952 φαίνεται να θεωρεί υπάρχουσες και εκτός Ρόδου και Κω δημόσιες γαίες, που όμως δεν υπήρξαν ιστορικά όπως υποστηρίζεται, είτε από την άγνοια και το τραγικό λάθος να γίνει η καταγραφή των ακινήτων στο μη δορυάλωτο νησί της Λέρου και δη στις περιοχές Λακκί και Ξηρόκαμπο με τον ίδιο τρόπο που έγινε στα δορυάλωτα νησιά της Ρόδου και Κω, στις οποίες μη δορυάλωτες περιοχές της Λέρου, μολονότι δεν υπήρχαν γαίες εραζί εμιριέ, καταγράφηκαν χιλιάδες ακίνητα ως «αρζί μιρί» επ’ ονόματι της Ιταλικής Κυβέρνησης των Νήσων του Αιγαίου, με εγγεγραμμένους τιτλούχους «ιδιώτες» κατά παραχωρημένο δικαίωμα «τεσσαρούφ»;
Αναιρείται επίσης από την αστοχία (αβλεψία ή άγνοια του Έλληνα νομοθέτη περί μη υπάρξεως γαιών της κατηγορίας εραζί εμιριέ στη μη «δορυάλωτη» «λοιπή Δωδεκάνησο») καθιέρωσης της διάταξης του άρθρου 62 του ν. 998/1979, με την οποία εισάγεται διαδικαστικό προνόμιο υπέρ του Δημοσίου (με τεράστιες συνέπειες, λόγω του ειδικού προϊσχύσαντος στη λοιπή Δωδεκάνησο καθεστώτος) «επί των πάσης φύσεως αμφισβητήσεων, ή διενέξεων ή δικών μεταξύ του Δημοσίου, είτε ως ενάγοντος είτε ως εναγομένου είτε ως αιτούντος είτε ως καθού ή αίτησις, και φυσικού ή νομικού προσώπου όπερ επικαλείται ή αξιοί οιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματον ή μη, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων ή των εις το άρθρον 74 του άνω νόμου αναφερομένων εδαφών (δηλαδή των δημοσίων χορτολιβαδικών) και κατά την οποία διάταξη το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του, παρά το γεγονός ότι, όπως συνέβη και με την άλλη νησιωτική Ελλάδα (στην οποία δεν υπήρξαν δημόσιες γαίες και επομένως και δημόσια δάση) και οδήγησε τον Έλληνα νομοθέτη στο να εξαιρεθούν από το διαδικαστικό αυτό προνόμιο του Δημοσίου «οι περιφέρειες των Πρωτοδικείων των Ιονίων Νήσων, της Κρήτης και των νομών Λέσβου, Σάμου και Χίου και των νήσων Κυθήρων, Αντικυθήρων και Κυκλάδων», τελικά δεν εξαιρέθηκε από το εν λόγω διαδικαστικό προνόμο και η «λοιπή Δωδεκάνησος»;
Αναιρείται επίσης από την ύπαρξη ενδεχομένως κάποιου ταπίου με βάση το οποίο παραχωρήθηκε δικαίωμα τεσσαρούφ σε «ιδιώτη»;
5] Μήπως δεν ήσαν όλα τα ακίνητα στη «λοιπή Δωδεκάνησο» μουλκ, μήπως δεν είναι πασίδηλο αυτό το γεγονός, αλλά υπήρξαν και άλλα ακίνητα, που δεν ανήκαν στους ιδιώτες (και κυρίως ανέκαθεν, πριν και κατά την ειρηνική υπαγωγή των νησιών στον Σουλτάνο) και ότι είναι αναγκαίο να αποδεικνύεται κατ’ αρχάς η «κατοχή», «νομή», «εξουσίαση» των ιδιοκτητών ιδιωτών σ’ αυτά (πριν την ειρηνική υπαγωγή των νησιών στον Σουλτάνο), κάτι απίθανο, για να καταλήξομε (όταν μάλιστα δεν πρόκειται για αστικά ακίνητα και δη από αυτά που συγκαταλέγονται στην κατηγορία των μουλκ τα περιλαμβανόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών που ο ποσδιορισμός της νομικής φύσης τους προκαθορίζεται από το νόμο) στη νομική φύση των ακινήτων ως μουλκ (εφόσον αυτό αμφισβητείται κυρίως από το Δημόσιο) και στη συνέχεια στην επ’ αυτών κυριότητα με συγκεκριμένο νόμιμο τρόπο;
Γιατί να αποκλείεται η ύπαρξη αδέσποτων ακινήτων, που απέκτησαν την ιδιότητα αυτή κατά κάποιο νόμιμο τρόπο; Ποιες είναι οι προϋποθέσεις που ένα ακίνητο αποκτά την ιδιότητα του αδεσπότου στη «λοιπή Δωδεκάνησο», κατά το χρόνο ισχύος του Οθωμανικού και Ιταλικού δικαίου; Γιατί να αποκλείεται εξ αρχής η ύπαρξη ακινήτων της κατηγορίας μετρουκέ ή μεβάτ; Γιατί να αποκλείεται η αγορά από το Οθωμανικό ή Ιταλικό Δημόσιο ενός ακινήτου από ιδιώτη, η δωρεά προς το Οθωμανικό ή Ιταλικό Δημόσιο, η κτήση με ανταλλαγή, με δήμευση, η κτήση με κληρονομία; Στα «υπόλοιπα» κτήματα, τα μη καθαράς κυριότητος, δεν υπάγονται τα κοινής χρήσεως πράγματα που αποτελούν δημόσια κτήματα και ανήκουν στην Κυβέρνηση της Κτήσεως κατά το άρθρο 3 του Κτηματολογικού Κανονισμού (που ισχύει και για τη «λοιπή Δωδεκάνησο»), όπως και τα κτήματα των περιπτώσεων α, β και γ του άρθρου 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού, τα οποία δημοσιοποιούνται, ακόμα και αν ανήκουν στην κυριότητα ιδιωτών ή κατέχονται από ιδιώτες, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κτηματολογικού κανονισμού; Το δημόσιο δεν κληρονομούσε τους θανόντες άκληρους ιδιοκτήτες των φορολογούμενων γαιών, ήτοι εκείνων που ανήκαν στις ιδιωτικές γαίες και αυτές δεν καθίσταντο πλέον δημόσιες; Στο άρθρο 4 εδ, α΄ του Κτηματολογικού Κανονισμού δεν αναφέρεται ότι είναι δημόσια κτήματα τα περιελθόντα στο Κράτος εκ κληρονομικής διαδοχής;
Και αν υπήρχαν τέτοια κτήματα και, είτε υπήρχαν ανέκαθεν, προ της ειρηνικής υποταγής της «λοιπής Δωδεκανήσου» στον Σουλτάνο, είτε αποκτήθηκαν στη συνέχεια από το Οθωμανικό Δημόσιο με κάποιο νόμιμο για κάθε χρονική περίοδο τρόπο, σύμφωνα με την Οθωμανική νομοθεσία, αυτά τα υπόλοιπα κτήματα, σε ποια κατηγορία υπάγονται από αυτές που προαναφέρθηκαν;
Εκτάσεις, όπως αγροτικές, όμως καθαράς κυριότητος- ιδιόκτητες (μουλκ), που για κάποιο λόγο περιήλθαν στο δημόσιο, μπορούσαν να παραχωρηθούν στη συνέχεια με ταπίο ως δημόσιες πλέον γαίες;
Πώς αποδεικνύεται «πρακτικά» η ύπαρξή τους; Υπάρχει για τα κτήματα αυτά ή δεν υπάρχει τεκμήριο κυριότητος του Δημοσίου;
6] Με ποιο τρόπο αλήθεια θα αποδειχθεί, με ποια «πρακτική», η νομική φύση του ακινήτου ως μουλκ (ότι δηλαδή ήταν ιδιόκτητο) κατά το χρόνο της ειρηνικής υπαγωγής των νησιών στον Σουλτάνο; Είναι εύκολη η απόδειξη, σε τόσο μακρινή χρονική περίοδο, της «εξουσίασης», της «κατοχής», της «νομής» από τον ιδιώτη για να χαρακτηριστεί το ακίνητο ως μουλκ; Και αν αυτό είναι αδύνατο πρακτικά, μπορεί με την επίκληση της αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητος κατά το δίκαιο που την αναγνωρίζει ως θεσμό (και για όσα χρόνια καλύπτει αυτή), την οποία αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα δεν είχε αναγάγει σε γενικό τίτλο κτήσης κυριότητος (με εξαίρεση σε ορισμένα θέματα) και το ΒΡΔ και το Οθωμανικό δίκαιο (το Ιταλικό δεν την αναγνώριζε γι’ αυτό θα πρέπει, κατά την άποψή μας, τα 80 έτη να είναι συμπληρωμένα μέχρι την 1-1-1932, ήτοι μέχρι το χρόνο ενάρξεως ισχύος του Ιταλ.ΑΚ/1865) να αποδείξομε την «εξουσίαση» του ιδιώτη στο ακίνητο και αν αυτό το γεγονός της εξουσίασης δεν αρκεί στη «νομική λογική» (δηλαδή δεν καλύπτει από μόνο του στο πλαίσιο εφαρμογής του προϊσχύσαντος δικαίου νόμιμο τρόπο κτήσεως κυριότητος) για τον προσδιορισμό του δικαιώματος πλήρους κυριότητος του ιδιώτη και συνακόλουθα της νομικής φύσης του ακινήτου, γιατί να αρκεί η απόδειξη με μάρτυρες (ευκολότερη πράγματι) και με έγγραφα (ιδιωτικά συμφωνητικά του 1870 ή του 1900) της πραγματικής εξουσίασης ή νομής του ιδιώτη στα ακίνητα και της εξουσίας διαθέσεως που είχαν σ’ αυτά για μια περίοδο από το 1870 και μετέπειτα, αν το ακίνητο δεν ήταν αποδεδειγμένα μουλκ πριν από την περίοδο αυτή;
7] Τα δικαστήρια, σε σχέση με ακίνητα της «λοιπής Δωδεκανήσου» με ποιο νόμιμο τρόπο μπορούν να καταλήξουν στην κρίση τους ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στον ιδιώτη και όχι στο Δημόσιο, απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό του Δημοσίου ότι πρόκειται για δημόσια γαία απλώς και μόνο από το γεγονός ότι είναι αγροτικό ακίνητο;
8] Αρκεί να αντιμετωπίζουν τα δικαστήρια το επίδικο ακίνητο από της ειρηνικής υπαγωγής των νησιών στο Σουλτάνο ως μουλκ, χωρίς απόδειξη, με βάση τη σκέψη ότι αυτό ως ακίνητο της μη δορυάλωτης Δωδεκανήσου είναι μουλκ, ερευνώντας μόνο τον τρόπο κτήσεως κυριότητος του ιδιώτη, όπως θα έκανε σε κάθε διαφορά ιδιωτών, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι αποκλείουν την κτήση κυριότητος από το Δημόσιο στη συνέχεια με κάποιο άλλο νόμιμο τρόπο; Ή μήπως τελικά στη «λοιπή μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο» θα πρέπει να εγκαταλειφθεί η λογική ότι όλα ανεξαιρέτως τα ακίνητα είναι μουλκ, αλλά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να ερευνώνται και αποδεικνύονται (πώς) τα επικαλούμενα δικαιώματα κυριότητας των ιδιωτών, όπως αντίστοιχα πρέπει να αποδεικνύονται τα δικαιώματα (και ο τρόπος απόκτησής τους) που προβάλλει τυχόν το Δημόσιο;
9] Είναι δυνατόν, χωρίς την επίκληση του «πασίδηλου», να δέχονται τα δικαστήρια, με βάση αποδείξεις που προσκομίζονται και που καλύπτουν συνήθως ένα διάστημα μετά ή λίγο πριν το 1900, ότι το επίδικο ακίνητο ανέκαθεν ανήκε στην κατηγορία των ιδιωτικών (μουλκ) και ότι ουδέποτε υπήρξε δημόσια γαία (εραζί- εμιριέ) ανήκουσα στη κυριότητα είτε του Οθωμανικού, είτε του ιταλικού Δημοσίου;
10] Σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών για ακίνητο κείμενο στη «λοιπή Δωδεκάνησο», νομικής φύσεως μουλκ (είτε πρόκειται για αστικό ακίνητο, είτε για αγροτικό, άγονο ή καλλιεργούμενο, είτε πρόκειται για δάση, δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, βοσκότοπους, βραχώδεις εκτάσεις κ.λ.π.), πώς αντιμετωπίζεται από το δικαστήριο, αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται σε βάρος άλλου ιδιώτη πρωτότυπο τρόπο (την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο;
11] Πώς αντιμετωπίζεται η περίπτωση κατά την οποία ο εναγόμενος προβάλλει τον ισχυρισμό (ένσταση) ότι το επίδικο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ή εξαιρούμενο αυτής, διότι ανήκει στο Δημόσιο;
12] Πώς αντιμετωπίζεται αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται σε βάρος άλλου ιδιώτη παράγωγο τρόπο (σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο;
13] Αν ο εναγόμενος αμφισβητήσει την κυριότητα του προκτήτορα του ενάγοντα και των πριν από αυτόν κτητόρων του επί του επιδίκου ακινήτου, ο ενάγων υποχρεωτικά και σε κάθε περίπτωση θα καθορίσει (αν δεν έγινε ήδη καθ’ υποφορά) και τον τρόπο κτήσης από τα πρόσωπα αυτά της κυριότητος του επιδίκου μέχρις εκείνου που απέκτησε το δικαίωμα κατά τρόπο πρωτότυπο;
14] Θεωρητικά, σε μία δίκη του 1950 ή του 1951, πώς θα μπορούσε να στηρίξει ο ενάγων την κυριότητά του ή των δικαιοπαρόχων (για ακίνητο μουλκ) σε έκτακτη χρησικτησία, αφού από το 1932 και εντεύθεν δεν μπορούσε να συμπληρωθεί κτητική παραγραφή μέχρι το 1950 ή 1951; Μένει απροστάτευτος;
15] Αν όμως ο ενάγων απέκτησε κατά κυριότητα με σύμβαση το επίδικο ακίνητο, επικαλούμενος προίκα (προφορική ή έγγραφη) ή άλλου είδους προφορική ή έγγραφη σύμβαση (αγορά, δωρεά) με συμβαλλόμενο τον ίδιο, που έλαβε χώρα προ της 1-1-1932 και επικαλεστεί επίσης ότι ο προκτήτοράς του απέκτησε το ακίνητο με τέτοιες συμβάσεις, καθώς και οι πριν από αυτόν κτήτορες, είτε επικαλεστεί κτήση με σύμβαση νομότυπη μετά την 1-1-1932 επικαλεστεί δε ότι ο προκτήτοράς του απέκτησε το ακίνητο με έγγραφες ή προφορικές συμβάσεις, καθώς και οι πριν από αυτόν κτήτορες, τότε, σ’ αυτή την περίπτωση, η αμφισβήτηση της κυριότητος των άμεσων δικαιοπαρόχων του ενάγοντα, και των απώτερων δικαιοπαρόχων του θα οδηγήσει το δικαστήριο σε απόρριψη της αγωγής (αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της τακτικής χρησικτησίας), επειδή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ο χρόνος κτήσης κυριότητος με έκτακτη χρησικτησία ή το δικαστήριο, εφαρμόζοντας το Οθωμανικό δίκαιο (όπως θα γινόταν αν η διαφορά ελάμβανε χώρα το 1900), κατά το οποίο οι μεταβιβάσεις των μουλκίων (που εξομοιώνονταν με κινητά) γίνονταν και έγγραφα και προφορικά, αλλά και η απόδειξη της κυριότητος γινόταν και με μάρτυρες ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου των συμβάσεων, όπως προαναφέρθηκε, θα κρίνει περί της κτήσεως της κυριότητος του ενάγοντα που έλαβε χώρα προ του 1932 κατά το Οθωμανικό δίκαιο ή περί της κτήσεως κυριότητος αυτού με σύμβαση μεταγενέστερα αφού κρίνει περί την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του που την απέκτησε κατά το ίδιο δίκαιο;
16] Το δικαστήριο, επίσης, ακόμα και αν η κτήση με παράγωγο τρόπο του ενάγοντα έλαβε χώρα κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, πολύ μεταγενέστερα (π.χ. το 1980), εις τρόπον ώστε να μπορούσε να συμπληρωθεί η κτητική παραγραφή για τη κτήση κυριότητος επί του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, μπορεί, χωρίς παραδοχές για κτήση με χρησικτησία του ακινήτου, να αρκεστεί μόνο σε παραδοχές για κτήση κυριότητος με σύμβαση, δεχόμενο με απόδειξη (έγγραφα ή και μάρτυρες) και παρά την αμφισβήτηση της κυριότητος και κτήσης κυριότητος στο επίδικο των δικαιοπαρόχων του ενάγοντα, περί της κτήσεως κυριότητος του δικαιοπαρόχου του, την οποία απέκτησε κατά το Οθωμανικό δίκαιο;
17] Γιατί, εφόσον κατά την γενική δικονομική αρχή του διαχρονικού δικαίου που συνάγεται από τα άρθρα 20 έως 22 του ΕισΝΚΠολΔ, το παραδεκτό των αποδεικτικών μέσων κρίνεται, κατά κανόνα, βάσει του νόμου που ίσχυε κατά το χρόνο δημιουργίας της αποδεικτέας δικαιολογητικής σχέσης και των αποδεικτέων γεγονότων και εφόσον με το άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, όπως προαναφέρθηκε, ορίζεται ότι η απόκτηση κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος που επήλθε πριν την εισαγωγή αυτού, κρίνεται κατά το δίκαιο το οποίο ίσχυε κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα προς κτήση αυτού πραγματικά γεγονότα, να μη μπορεί το δικαστήριο να δεχθεί αποδεδειγμένη την κυριότητα την κτηθείσα κατά την περίοδο ισχύος του Οθωμανικού δικαίου (όπως θα έκανε την εποχή εκείνη το δικαστήριο), χωρίς να χρειαστεί να προστρέξει (αν αυτό είναι αδύνατο) σε κτήση με χρησικτησία.; Γιατί αυτός ο τρόπος απόδειξης να μη είναι η λύση για το τι είναι μουλκ και τι όχι σε μια διένεξη κυρίως μεταξύ ιδιωτών και δημοσίου, αν δεν θεωρούμε ως πασίδηλον ότι όλα τα νησιά της «λοιπής Δωδεκανήσου» αποτελούντο στο σύνολο τους από γαίες καθαρής ιδιοκτησίας;
18] Γιατί να μη ισχύσει αυτό που συνέβη με το Κτηματολογικό Κανονισμό, κατά τον οποίο η καταγραφή των δικαιωμάτων στα ακίνητα (άρα και στα μούλκια) στηριζόταν σε κύριες και δευτερεύουσες αποδείξεις (βλ. άρθρα 21, 22, 23 και 24 του Κτηματολογικού κανονισμού), ελλείψει δε αποδεικτικών εγγράφων που αποτελούν την κύρια απόδειξη του δικαιώματος, ο Προϊστάμενος του Κτηματολογικού Γραφείου μπορούσε να επιτύχει δευτερεύουσα απόδειξη των δικαιωμάτων επί των ακινήτων δι’ ενόρκου βεβαιώσεως ή δι’ άλλης ισοδυνάμου βεβαιώσεως ή ανακρίσεως ή εξετάσεως κλπ; Μήπως οι αναφερόμενες στα ως άνω άρθρα του Κ.Κ. τελεσίδικες αποφάσεις της Δικαστικής Αρχής που έκριναν το δικαίωμα πλήρους κυριότητος ιδιώτη δεν στηρίζονταν σε έγγραφα και μάρτυρες και όχι στη χρησικτησία που δεν αναγνωριζόταν ως θεσμός;
19] Ποιες μπορούσαν να ήσαν οι κύριες ή δευτερεύουσες αποδείξεις που θα βοηθούσαν το δικαστήριο να δεχθεί τη κτήση από κάποιον (χωρίς χρησικτησία μια και δεν επιτρεπόταν) δικαιώματος κυριότητος σε ακίνητο κατά το Οθωμανικό δίκαιο, παρά την αμφισβήτητηση της κυριότητος του δικαιοπαρόχου του αποκτήσαντος;
20] Σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου για ακίνητο κείμενο στη «λοιπή Δωδεκάνησο», νομικής φύσεως μουλκ (είτε πρόκειται για αστικό ακίνητο, είτε για αγροτικό, άγονο ή καλλιεργούμενο, είτε πρόκειται για δάση, δασικές ή χορτολιβαδικές εκτάσεις, για βοσκότοπους κ.λ.π.), τι συμβαίνει, αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται πρωτότυπο τρόπο (την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο;
Στην περίπτωση αυτή, εφόσον πρόκειται για ακίνητο μουλκ, δεν είναι σαφές ότι θα πρέπει να αποδειχθεί από τον «ιδιώτη» ότι οποτεδήποτε μετά την 1-1-1932 (που επιτρέπεται πλέον η κτητική παραγραφή κατά τον Ιταλικό Αστικό Κώδικα του 1865) και εντεύθεν συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις κτήσεως του ακινήτου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία κατά το εκάστοτε ισχύον δίκαιο; Δεν θα αρκεστεί στην επίκληση και προσκόμιση εκείνων από τους τίτλους κτήσης του ιδίου και των δικαιοπαρόχων του, οι οποίοι καλύπτουν διάστημα είτε δέκα είτε είκοσι ετών αποδεδειγμένης νομής (προ της συζητήσεως της αγωγής), όση δηλαδή απαιτείται για την κτήση κυριότητος με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία;
Αν το εναγόμενο Δημόσιο προβάλει τον ισχυρισμό (όπως θα μπορούσε να προβάλει και ο εναγόμενος ιδιώτης σε αντιδικία μεταξύ ιδιωτών, στερούμενος μόνο του διαδικαστικού προνομίου του Δημοσίου του αρθρου 62 του ν. 998/1979) ότι το επίδικο ακίνητο (αν δεν συγκαταλέγεται κατά ρητή επιταγή του οθωμανικού νόμου ως αστικό ακίνητο κλπ. στην κατηγορία των μουλκ των περιλαμβανομένων στην παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών), είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ή εξαιρούμενο της χρησικτησίας, διότι ανήκει στο Δημόσιο, ως δημόσια γαία, σύμφωνα με το νόμο, ήτοι με βάση το προαναφερθέν Οθωμανικό δίκαιο (άρθρα 1, 3 επ. του Οθωμανικού νόμου «περί γαιών» της 7 Ραμαζάν 1274) και τις διατάξεις του Κτηματολογικού Κανονισμού (άρθρα 1,2,3,4,5 και 8), επί της οποίας δημόσιας γαίας δεν αποκτήθηκε δικαίωμα τεσσαρούφ, μετατραπέν σε πλήρες δικαίωμα κυριότητος κατ’ αρθρο 9 του Ν. 2100/1952, το οποίο ακίνητο, ως δημόσια γαία, θεωρήθηκε αρχικά περιελθόν στο Σουλτάνο κατά την κατάκτηση του νησιού, στη συνέχεια δε αποκτήθηκε από το Ιταλικό Δημόσιο, το οποίο τέλος διαδέχθηκε το Ελληνικό Δημόσιο, υπάρχοντος «τεκμηρίου κυριότητος» υπέρ του Δημοσίου, ο εν λόγω ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, που προϋποθέτει κυριότητα του Οθωμανικού Κράτους για τα ακίνητα, τα κείμενα στη μη δορυάλωτη «λοιπή Δωδεκάνησο», κατά την ανωτέρω λογική και αιτία, είναι αβάσιμος, με τη λογική ότι τα ακίνητα στα νησιά της μη δορυάλωτης «λοιπής Δωδεκανήσου», δεν θεωρήθηκαν περιελθόντα στο Σουλτάνο, αλλά όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών ανήκαν στους ιδιοκτήτες τους ως «γαίες μούλκ» και το Ελληνικό Δημόσιο δεν απέκτησε αυτά τα ακίνητα, ως διάδοχο του Ιταλικού Κράτους;
Αν είναι αβάσιμος ο εν λόγω ισχυρισμός ου Δημοσίου, τότε το Δημόσιο (με την επιφύλαξη μόνο ως προς το Δημόσιο και όχι ως προς τον ιδιώτη του άρθρου 62 του ν. 998/1979 μόνο για τα δάση, τις δασικές εκτάσεις και τις δημόσιες χορτολιβαδικές εκτάσεις, θέματα που θα απαντηθούν) μήπως έχει μόνο τη δυνατότητα και το βάρος απόδειξης της μεταγενέστερης σε σχέση προς το χρόνο της απελευθερώσεως, κτήσης κυριότητας με κάποιον άλλον νόμιμο τρόπο, όπως η απαλλοτρίωση, η αγορά, η δωρεά, η κληρονομία, η ανταλλαγή, η χρησικτησία, η κατάληψη εγκαταλελειμμένου κτήματος υπό τους όρους του άρθρου 34 α.ν. 1539/1938, η παραίτηση του κυρίου από την κυριότητα του ακινήτου με συνέπεια να καταστεί αυτό αδέσποτο, είτε υπό την ισχύ του άρθρου 972 του Αστικού Κώδικα, είτε του προϊσχύσαντος δικαίου, είτε του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" ο οποίος διατηρήθηκε σε ισχύ με την ΕισΝΑΚ 53;
21] Τι γίνεται στην περίπτωση που αποδείξει το Δημόσιο ότι απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου (πρώην καθαράς ιδιοκτησίας) του κείμενου στη «λοιπή Δωδεκάνησο» με κάποιο νόμιμο τρόπο (π.χ. αγορά, δωρεά, απαλλοτρίωση, κλπ), οπότε καθίσταται δημόσια περιουσία;
Τι μπορεί να προβάλει ο ιδιώτης, ανάλογα βέβαια με το χρόνο κτήσεως από το Δημόσιο του ακινήτου, εν όψει και του Α.Ν. 1539/1938 και του χρόνου εισαγωγής του στη Δωδεκάνησο (10-1- 1949) και της αδυναμίας συμπληρώσεως κτητικής παραγραφής μέχρι την παραπάνω ημερομηνία για τα ακίνητα μουλκ, για τα οποία δεν επιτρεπόταν κατά το Οθωμανικό δίκαιο η κτήση κυριότητος με χρησικτησία, αλλά μόνο μετά την 1-1-1932 με βάση τους προαναφερθέντες Ιταλικούς Αστικούς Κώδικες, αλλά και ανάλογα με την φύση του ακινήτου πλέον (αν είναι αγρός ή αστικό ακίνητο και δη από αυτά που συγκαταλέγονται στην κατηγορία των μουλκ τα περιλαμβανόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 2 του νόμου περί γαιών ή ακίνητο από τα επιτρεπόμενα να χρησιδεσποστούν σύμφωνα με το ν. 3127 της 17/19-3-2003, για να ανατραπεί το δικαίωμα κυριότητος του Δημοσίου και κτήσης κυριότητος από αυτόν;
Με την εφαρμογή ποίων πλέον διατάξεων θα οδηγηθεί ο ιδιώτης σε κτήση κυριότητας επί του ακινήτου σε βάρος του Δημοσίου;
Έχει εφαρμογή το άρθρο 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών (χρησικτησία) και υπό τις προϋποθέσεις του (δεκαετής εξουσίαση και καλλιέργεια), αν πρόκειται για αγρό καλλιεργούμενο, μέχρι την 10-1-1949;
Υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατή η κτήση κυριότητος από ιδιώτη με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, αν πρόκειται για ακίνητο από αυτά που επιτρέπεται να χρησιδεσποστούν, με βάση τις νεότερες πλέον διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 4 του ν. 3127 της 17/19-3-2003;
22] Αν ο ενάγων ιδιώτης επικαλείται στην αγωγή του σε βάρος του Δημοσίου παράγωγο τρόπο (σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ως τίτλο κτήσεως της κυριότητος στο ακίνητο, τι συμβαίνει, αν το εναγόμενο Δημόσιο αμφισβητήσει, όπως προαναφέρθηκε, την κυριότητα του προκτήτορα του ενάγοντα και των πριν από αυτόν κτητόρων του επί του επιδίκου ακινήτου;
23] Σε περίπτωση αντιδικίας μεταξύ ιδιωτών και Δημοσίου για ακίνητο κείμενο στη «λοιπή Δωδεκάνησο», χωρίς να θεωρείται δεδομένη η νομική φύση του ως μουλκ, τι ισχύει;
24] Τι ισχύει όμως σε περίπτωση που η αντιδικία ιδιωτών και Δημοσίου αφορά ακίνητο της «λοιπής Δωδεκανήσου» που είναι δάσος, δασική έκταση ή χορτολιβαδική έκταση; Αν πρόκειται για βραχώδη έκταση;
Τα δάση στη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο είναι ακίνητα μουλκ, είναι μουλκ όπως όλα τα άλλα ακίνητα;
Όπως προαναφέρθηκε, το Οθωμανικό Κράτος εθεωρείτο αποκλειστικός κύριος όλου του εδάφους των χωρών των κατακτηθεισών δια των όπλων. Για τα αστικά ακίνητα και τα καρποφόρα δέντρα παρεδέχετο την κυριότητα μουλκ εις όφελος των υπηκόων, είτε ήσαν Μουσουλμάνοι, είτε αλλογενείς, αλλά για τα αγροτικά ακίνητα παρεδέχετο μόνο την κυριότητα μουλκ, δυνάμει τίτλου και κυριαρχικής παραχωρήσεως ή παρεδέχετο την ωφέλιμη κυριότητα (τεσσαρούφ) στην μορφή της παραχωρήσεως στους υπηκόους, υποκειμένην σε έκπτωση για ελλείπουσα καλλιέργεια του ακινήτου επί τρία ή πλέον έτη, αναλόγως των περιπτώσεων.
Η διάταξη του άρθρου 4 εδ. β του Κτηματολογικού Κανονισμού, κατά την οποία είναι δημόσια περιουσιακά κτήματα και «τα άλση και τα δάση» τα οποία δεν είναι ιδιωτικά βάσει τίτλων νόμιμων και έγκυρων, ισχύει (πλην της Ρόδου και Κω) και για τη μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, όπου δεν υπάρχουν δημόσιες γαίες, αλλά γαίες μουλκ, κατά τα προαναφερθέντα;
Η διάταξη του άρθρου 69 του Κτηματολογικού Κανονισμού, κατά την οποία «οι φυσικοί βοσκότοποι, τα άλση και τα δάση θεωρούνται ακαλλιέργητα και αν δεν προκύπτουν εκ τίτλου ισχυρού μουλκ (άρθρο 4 β Κτημ. Κανονισμού), ακολουθούν την ίδια τύχη (άρθρο 69 Κτημ. Κανονισμού), πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο, αν εκεί υπάρχουν μόνο ιδιοκτησίες μουλκ;
Τι αξία έχουν για τη «λοιπή Δωδεκάνησο» οι ειδικοί δασικοί οθωμανικοί νόμοι που προαναφέρθηκαν, που καθορίζουν την κατηγορία των δασών σε δημόσια δάση, ιδιωτικά (τύπου κορού), βακουφικά και μπαλταλίκια, που για τα ως άνω ιδιωτικά τύπου «κορού» δάση χωρίς ταπίο δεν νοείται πλέον η κατοχή τους από ιδιώτη, για τα οποία δάση εισάγουν ένα τεκμήριο κυριότητος του Οθωμανικού Κράτους και που στερούν από τον κάθε ιδιώτη τη δυνατότητα να προβάλει οποιοδήποτε δικαίωμα σε βάρος του δημοσίου σε σχέση με ακίνητο που ήταν δάσος κατά το χρόνο που ίσχυσαν οι ως άνω νόμοι;
Εφόσον δεχθούμε την άποψη ότι στη «λοιπή Δωδεκάνησο» κατά τους χρόνους πριν την απελευθέρωση, οι εδαφικές εκτάσεις ήταν ιδιωτικές (εφόσον τις κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν οι ιδιώτες) και σε αυτές ίσχυε το καθεστώς πλήρους κυριότητας (μουλκιέτ) και δεν υπαγόντουσαν στο Οθωμανικό Δημόσιο, το οποίο δεν είχε ιδιαίτερα δικαιώματα επ’ αυτών, ίσχυαν ως προς αυτές τις ιδιοκτησίες, οι περί ταπίων διατάξεις [βλ. νόμο "περί εγγράφων ταπίων" της 8 Δζεμαγήλ (Δζεμαζιούλ, Τζεμαζί ούλ) Αχίρ 1275 (ήδη έτος 1857), όπως και το άρθρο 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού ή δεν ίσχυαν, επειδή μόνο υπό καθεστώς κυριότητας του Οθωμανικού κράτους επί των ακινήτων της κατηγορίας των δημοσίων γαιών (εραζί εμιριέ), στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα δάση, μπορεί να γίνει λόγος για "ταπί";
Συνεπώς, ειδικά για τα δάση, ο προαναφερθείς Οθωμανικός νόμος περί δασών (άρθρο 1 του νόμου περί δασών της 1 Ιανουαρίου 1285 και οι οδηγίες της 13 Μουχαρέμ 1293, που καθόρισαν τα της εκδόσεως νέων τίτλων, καθόσον δια του άνω νόμου είχε απαγορευθεί ρητά η κατοχή δασών στο εξής άνευ τίτλου επισήμου του Κτηματολογίου, είτε πρόκειται περί Δημοσίου, είτε περί ιδιωτικού (τ. κορού) ή βακουφικού δάσους (όπως και το άρθρο 4 εδ. β του κτηματολογικού κανονισμού), έχουν εφαρμογή στη «λοιπή μη δορυάλωτη Δωδεκάνησο», εν όψει του ότι οι Τουρκικές αρχές, μη έχουσες δικαιώματα στις περιοχές αυτές, δεν υπήρχε λόγος να εκδώσουν τίτλους, μια και οι κάτοικοί τους μπορούσαν να διαθέσουν ελεύθερα τα κτήματα τους και με προφορική συμφωνία και με ιδιωτικά έγγραφα (για τα βακουφικά μόνο με έγγραφα);
Επομένως για όλα τα δάση υφίσταται με βάση τις διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου στη μη «δορυάλωτη» λοιπή Δωδεκάνησο τεκμήριο κυριότητος υπέρ του Τουρκικού Κράτους;
Τι είδους τελικά δάση υπήρξαν στη «λοιπή Δωδεκάνησο»; Υπήρξαν, κατά τους ειδικούς Οθωμανικούς δασικούς νόμους, μόνο δημόσια δάση, ιδιωτικά (τύπου κορού), βακουφικά και μπαλταλίκια; Ή βασικά υπήρξαν δάση καθαράς ιδιοκτησίας (μουλκ), που δεν έχουν καμία σχέση με τα προαναφερθέντα ιδιωτικά δάση (τύπου κορού), τα οποία, ως ιδιόκτητες γαίες (μουλκ) ανήκαν στους κατέχοντες, νομείς και εξουσιάζοντες αυτά ιδιώτες ιδιοκτήτες τους; Και αν κυρίως υπήρξαν τέτοιου είδους δάση, υπήρξαν άλλα δάση που να ανήκαν στο Δημόσιο, δάση που δεν «εξουσιάζονταν» από ιδιώτες (όπως δασώδεις τόποι της κατηγορίας των νεκρών γαιών- μεβάτ);
Ποια είναι η αξία των διατάξεων του άρθρου 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού και η αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 106 του νόμου περί γαιών (για τα «αυτομάτως βλαστάνοντα δένδρα» στις ιδιόκτητες γαίες), κατά τις οποίες τα κτήματα «μουλκ» και αν είναι ακαλλιέργητα, άγονα ή αποτελούνται εκ δασών, αλσών, νομών (βοσκότοπων) κλπ παραμένουν στην ελεύθερη κυριότητα των ιδιωτών και υπόκεινται στη δημοσιοποίηση μόνο αν περιλαμβάνουν περιοχές κοινής χρήσεως (αιγιαλό, όρμο, φάρο, οδούς, δρόμους, πλατείες κλπ) που αναφέρονται στο άρθρο 3 του Κτηματολογικού Κανονισμού; Από το άρθρο 106 του νόμου περί γαιών (σε αντίθεση με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 30 του ν. περί γαιών) συνάγεται ότι ταπίο δεν νοείται για τα μούλκια, έστω και αν είναι δασικά; Συνάγεται επίσης και ο διαχωρισμός που γίνεται για εκείνα τα δάση που ανήκουν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών και παραχωρήθηκαν με ταπίο, σε σχέση με εκείνα τα δάση που δημιουργήθηκαν σε ακίνητα νομικής φύσεως μουλκ;
Ποια είναι η έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης κατά τις προϊσχύσασες διατάξεις του οθωμανικού δικαίου, υπάρχουν διατάξεις από τις οποίες συνάγεται η έννοια αυτή και ποια παραβίαση ουσιαστικής διάταξης νόμου μπορεί να αποδοθεί στο δικαστήριο κατά την κρίση του για την ύπαρξη ή μη δάσους ή δασικής έκτασης κατά την χρονική περίοδο ισχύος του οθωμανικού δικαίου; Με ποια απόδειξη θα οδηγηθεί το δικαστήριο στην ύπαρξη δάσους κατά τη χρονική περίοδο του 1867 ή του 1875;
Σε αντίθεση με τη λοιπή Ελλάδα, που ίσχυσε για ένα μεγάλο διάστημα μετά την απελευθέρωση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και υπήρξε η δυνατότητα της κτήσεως κυριότητος με έκτακτη χρησικτησία δασικών ακινήτων, κάτι που δεν ήταν δυνατόν να συμβεί κατά την ισχύ του οθωμανικού δικαίου (διότι στα δάση, ως δημόσιες γαίες, δεν μπορούσε με κτητική παραγραφή κατά το άρθρο 78 του οθωμανικού νόμου περί γαιών να αποκτηθεί τεσσαρούφ), στη «λοιπή Δωδεκάνησο», με την παραδοχή της νομικής φύσης του δασικού ακινήτου ως μουλκ, ενόψει όμως του διαδικαστικού προνομίου του άρθρο 62 του ν. 998/1979 τι γίνεται; Μπορεί ο ιδιώτης να διεκδικήσει και με ποιο νόμιμο τρόπο δάσος από το δημόσιο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου