Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Δημόσια κτήματα. Δάση και δασικές εκτάσεις.Αριθμός..

Αριθμός 1524/2012- Έννοια. Επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη επί δημοσίων κτημάτων με έκτακτη χρησικτησίαΔημόσια κτήματα...
Δάση και δασικές εκτάσεις...
Έννοια. Επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη επί δημοσίων κτημάτων με έκτακτη χρησικτησία,εφόσον, είχε συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος αυτής μέχρι και την 11-9-1915. Οι μετέπειτα απαγορευτικές διατάξεις με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα έστω και αν δεν ασκεί πράξεις νομής θεωρείται το Δημόσιο, δεν ασκούν καμία έννομη επιρροή επί δημοσίων κτημάτων που αποκτήθηκαν μέχρι και την 11-9- 1915. Νόμιμη η κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία επί δημοσίου κτήματος από την απώτερη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης, κατόπιν της αδιάκοπης σειράς των μεταβιβάσεων αυτού προς την αναιρεσίβλητη. Μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου. Προϋποθέσεις. Πολιτική δικονομία. Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας ακινήτου. Στοιχεία του ορισμένου της. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Ένδικα μέσα. Λόγοι αναίρεσης. Η παραμόρφωση του περιεχόμενου εγγράφου δεν περιλαμβάνει την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται αναιρετικά. Η παραβίαση των ορισμών του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων υφίσταται όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία. Αποδεικτική ισχύς των δημοσίων εγγράφων. Το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση για την αναίρεση κατά της υπ’ αριθμ. 9207/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Αριθμός 1524/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Γ` Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη, Χαράλαμπο Αθανασίου και Νικόλαο Μπιχάκη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Κων/να Χριστοπούλου, Πάρεδρο Ν.Σ.Κ., με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της αναιρεσίβλητης: Α. Φ. του Γ. και Α., κατοίκου ......., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κων/νο Τάντση.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 16-12-2002 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5034/2004 του ίδιου Δικαστηρίου και 9207/2006 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 8-10-2009 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μαζαράκης ανέγνωσε την από 15-2-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, για το παραδεκτό της από 8-10-2009 αίτησης αναίρεσης του Ελληνικού Δημοσίου κατά της 9207/2006 απόφασης του Εφετείου Αθηνών έχει κατατεθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα αντίγραφο της 1780/15-12-2009 σύμφωνης γνώμης του αρμόδιου τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (άρθρο 12 παρ. παρ. 1,2 του ν. 2298/1995, όπως αντικαταστάθηκε με τα άρθρα 28 παρ. 3 του ν. 2579/1998 και 42 του ν. 2721/1999 και καταργήθηκε μεν με το άρθρο 13 παρ. 9 του ν. 3790/2009, έχει όμως εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση λόγω του χρόνου άσκησης της αίτησης αναίρεσης).

Επειδή, επί δημοσίων κτημάτων όπως είναι και τα δάση τα οποία είναι εθνικά (εκτός των διαλαμβανομένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1-12-1836 Β.Δ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 του εν λόγω Β.Δ/τος), ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή κατ` άρθρο 51 Εισ.Ν.ΑΚ, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του ΑΚ χρόνο, διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50. 4), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη, ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέως, ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ` ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 Παν. (5-8), 27 Πανδ.(18-1), 10,18 και 48 πανδ (41.3), 3 Πανδ. (41-10) και 109 Πανδ. (50.16), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσεως ως ενδιάθετης καταστάσεως συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς, από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ. και τις διατάξεις των ν. 18.24 παρ. 1 Πανδ. (41-3) παρ. 9 Εισ (2- 9), ν.2 κωδ (7-30) Βασ. (50-10). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με τον μεταγενέστερο από 21 Ιουνίου 1837 νόμο "περί διακρίσεως κτημάτων" στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι "ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμεναι διατάξεις", επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του ν. της 21.6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων" συνάγεται, ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 Κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50. 4) είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΞΗ /1912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου" που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926 και αφετέρου του άρθρου 21 του ν.δ/τος της 22.4/16-5-1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π", που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του αν. ν. 1539/1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων" που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 Εισ. Ν. αυτού, με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάνω σ` αυτά (Ολ.ΑΠ 75/1987). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του β. δ/τος 12-12-1833 που έχει ισχύ νόμου, "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834" όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά την συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Η έννοια αυτή προκύπτει και από: α) το άρθρο 1 παρ. 2 ν. ΚΘ` 31.1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λειβαδίων άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, καθώς και β) από το άρθρο 3 ν. ΨΗΖ`/1880, κατά το οποίο, οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λειβάδια, διατηρούν απέναντι των ιδιωτών την νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Περαιτέρω, από τις προαναφερόμενες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητος ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, 18, 21 του ν. της 21.6/3-7-1837, 21 του ν.δ. της 22.4/16-5-1926, 60 ν. ΣΟΖ`/1855 και 12 παρ. 1 ν. ΔΝΖ/1912 προκύπτει ότι είναι δυνατή η απόκτηση κυριότητος επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη και υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και τη 11ης Σεπτεμβρίου 1915. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17 (29) Νοεμβρίου/1 Δεκεμβρίου 1836 β.δ. "περί ιδιωτικών δασών", που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ότι ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο δε αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στην Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία, του ενός έτους από τη δημοσίευσή του (νόμου, ΦΕΚ 69/1.12.1836), προς εξέταση της νομιμοποίησής τους ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών. Ούτε όμως από το πιο πάνω β. δ/μα, ούτε από άλλη διάταξη απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημόσιων δασών και γενικότερα επί των δημόσιων κτημάτων, ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά αντίθετα αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν. 18, Πανδ. (41.3), ν. 2, Κωδ. (7. 30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2.6/3.7.1837 νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων", και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας και επί πραγμάτων της πιο πάνω κατηγορίας, εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11-9-1915, αφού έκτοτε, ενόψει του ν. ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων β. δ/των, όπως και του ν. δ/τος της 22.4/16.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ", που προπαρατέθηκε, αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακίνητων πραγμάτων. Εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα που αποκτήθηκε με αυτή οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 "περί δασικού κώδικος", με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17/29-11-1936 δ/τος "περί ιδιωτικών δασών" και του άρθρου 1 του νόμου ΑΧΝ/1888 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", όπως είχε τροποποιηθεί με το ν. ΒΠΛΖ`/1903 και το εκτελεστικό διάταγμα της 11.2/24.3.1889, "περί εκτελέσεως του περί διακρίσεως και οριοθεσίας δασών ν. ΑΧΝ", η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο νόμο 3077/1924 "περί δασικού κώδικα", και που βασικά δεν απομακρύνεται από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ.1-3 του νόμου 998/1979, προκύπτει, ότι δασική έκταση νοείται εκείνη που καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, επίσης, ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτής οποιασδήποτε φύσης ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και, γενικά, ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση, ασκεπή ή βραχώδη. Ειδικότερα, κατά μεν τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 998 της 28/29-12-1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλοεπιδράσεως οργανικήν ενότητα, και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των ως άνω φυτών εξαγόμενα ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος", ενώ, κατά τη διάταξη της παρ.3 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, ως δασική έκταση νοείται, "πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχράς, υψηλής ή θαμνώδους, ξυλώδους βλαστήσεως οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρετήση μίαν ή περισσοτέρας των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 4 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977) "... Κατά τας νομικάς αυτών σχέσεις η Εκκλησία της Ελλάδος, ... αι Μοναί κ.λπ. είναι νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου ...". Κατά το άρθρο 39 παρ. 3 του αυτού Ν. 590/1977, έκδοση προεδρικού διατάγματος απαιτείται μόνον για την ίδρυση νέων και τη διάλυση ή συγχώνευση υφισταμένων Μονών της Εκκλησίας της Ελλάδος και ως εκ τούτου η νόμιμη υπόσταση προϋφιστάμενων Μονών δεν εξαρτάται από την έκδοση διατάγματος που να τις αναγνωρίζει. Πριν από την Εισαγωγή του ΑΚ είχαν εφαρμογή τα οριζόμενα από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο που τέθηκε σε ισχύ με το Β.Δ. της 23.2.1835 για τον Πολιτικό Νόμο των Ελλήνων. Το εν λόγω δίκαιο δεχόταν μόνο την ύπαρξη ενώσεως φυσικών προσώπων ή συνόλων περιουσίας (ιδρύματα) και την νομική αυτοτέλειά τους ως προς τα περιουσιακά δικαιώματα. Για δε την αναγνώρισή τους απαιτείτο πολιτειακή τυπική πράξη (άδεια της διοικήσεως). Στις Μονές ειδικά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο αναγνώριζε, ήδη με την Ιουστινιάνεια Νομοθεσία (Κ. (1-2) 1Β (ε.1), 1Κ (1-2).26), μία ιδιαίτερη αυθύπαρκτη προσωπικότητα, η οποία δεν ήταν ούτε ένωση προσώπων, ούτε ακριβώς ίδρυμα. Για την ίδρυση και αναγνώριση, όμως, των Μονών δεν απαιτείτο η προηγούμενη (με τυπική πράξη) χορήγηση άδειας της πολιτείας. Τούτο διότι το όλο θέμα ρύθμιζαν οι ιεροί κανόνες, που με σχετικές Νεαρές του Ιουστινιανού, αλλά και μεταγενέστερους νόμους, αποτελούσαν κρατικό δίκαιο, οι οποίοι όριζαν ότι για την ίδρυση των Μονών απαιτούνταν άδεια του οικείου επισκόπου, αναπομπή από αυτόν ευχής πριν την έναρξη των οικοδομικών εργασιών, στη δε συνέχεια "πήξιμο" από τον ίδιο σταυρού στα θεμέλια της Μονής. Συγχρόνως συντασσόταν γραπτώς το καλούμενο "μοναστηριακό τυπικό" που περιείχε τους κανόνες διαβίωσης των μοναχών και διοίκησης της Μονής. Μετά και τη σύνταξη της κτητορικής πράξης (τυπικού) η Μονή και όταν δεν αποκτούσε από την αρχή περιουσία, αποκτούσε, εν τούτοις, νομική προσωπικότητα, με τη σημερινή έννοια του όρου, δεδομένου ότι είχαν τηρηθεί όλες οι προβλεπόμενες από το τότε ισχύον δίκαιο προϋποθέσεις ίδρυσής της. Κατόπιν, ήταν δυνατόν η Μονή να καταστεί κυρία, σύμφωνα με τους όρους του ισχύοντος δικαίου για τη χρησικτησία, των ακινήτων στα οποία ενεργούσε με τους μοναχούς τις διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Κατά δε το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία σύμφωνα με το νόμο είναι αναγκαία για την κρίση στη συγκεκριμένη περίπτωση, ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόσθηκε ή ότι δε συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις. Ως ζητήματα, τέλος, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, που τείνουν δηλαδή στη θεμελίωση ή κατάλυση του δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.ΑΠ 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε, τα ακόλουθα: "Δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου .../1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Αντιγόνης Γκέκα, η Α. χα Γ. Π. μεταβίβασε λόγω πωλήσεως προς την εφεσίβλητη Α. Φ., κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το ανήκον σ` αυτή 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση "Μάτι" Αγίου Ανδρέα Αττικής της περιφέρειας του Δήμου Νέας Μάκρης Αττικής, τέως Δήμου Μαραθώνος, συνολικής εκτάσεως 4000 τ.μ. και κατά νεότερη καταμέτρηση 3310,72 τ.μ., όπως εμφαίνεται 1) με τους αριθμούς ένα άλφα (1α) και ένα βήτα (1β) του 14ου οικοδομικού τετραγώνου στο από 1-6-1955 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Δ. Ε., που είναι προσαρτημένο στο υπ` αριθμ. ...../1958 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Σεμίραμις Σκαραντάβου - Παπαδοπούλου και σύμφωνα με αυτό συνορεύει ανατολικώς με το 3β αγροτεμάχιο του ιδίου Ο.Τ., δυτικώς με εδαφική Ζώνη, αφεθείσα από τα μέλη του οικοδομικού συνεταιρισμού ".............." για λόγους ασφάλειας από πυρκαγιά, για προσπέλαση και τοποθέτηση σωλήνων και δικτύου υδρεύσεως και πέραν αυτής με τα υπ` αριθμ. 6α και 6β αγροτεμάχια του 13ου Ο.Τ., βορείως με το υπ` αριθμ. 2α αγροτεμάχιο του ιδίου Ο.Τ. και νοτίως με εδαφική ζώνη, αφεθείσα από τους ίδιους συνεταίρους για τους αυτούς ως άνω λόγους και 2) στο από Οκτωβρίου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Ζ. Κ. που έχει προσαρτηθεί στο προαναφερόμενο .../1997 συμβόλαιο με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και σύμφωνα με αυτό συνορεύει βορείως με ιδιοκτησία Π. Δ. - Ε., νοτίως με την οδό ..., ανατολικώς με ιδιοκτησία Κ. Π. και δυτικώς με την οδό ... . Στη δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης Α. Π. το πωλούμενο ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω αγροτεμαχίου είχε περιέλθει κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου με αγορά από την Α. Π., δυνάμει του νομίμως μεταγραμμένου .../1959 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Σεμίραμις Σκαραντάβου - Παπαδοπούλου και κατά το υπόλοιπο ποσοστό του 1/4 εξ αδιαιρέτου, ως μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου του αποβιώσαντος στις 10-4-1995 συζύγου της Γ. Π., του οποίου την κληρονομιά αποδέχθηκε με την .../1996 πράξη αποδοχής της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαργαρίτας Μαρινοπούλου - Χριστάκη, που έχει νομίμως μεταγραφεί. Στους ανωτέρω δικαιοπαρόχους της εφεσίβλητης το επίδικο ακίνητο είχε περιέλθει, στον μεν πρώτο Γ. Π. το 1/4 εξ αδιαιρέτου αυτού εκ κληρονομιάς της αποβιώσασας στις 6-9-1983 αδελφής του Α. Π., την οποία αποδέχθηκε για λογαριασμό του η πωλήτρια σύζυγός του με την .../1996 δήλωση αποδοχής της άνω συμβολαιογράφου Μαργαρίτας Μαρινοπούλου-Χριστάκη, που έχει μεταγραφεί νομίμως, στη δε Α. Π. το 1/2 εξ αδιαιρέτου με το .../1959 συμβόλαιο της προαναφερόμενης συμβολαιογράφου Σεμίραμις Σκαραντάβου - Παπαδοπούλου, που έχει νομίμως μεταγραφεί, λόγω πωλήσεως προς αυτήν από τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό "..................", του οποίου ήσαν μέλη η τρίτη μη διάδικος Α. Κ. και η Α. Π. και κατά τη γενόμενη από τον τελευταίο κλήρωση έλαχαν σε καθεμία εξ αυτών τα υπ` αριθμ. 1α και 1β αγροτεμάχια, αντιστοίχως. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι, στον απώτερο δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης πωλητή ως άνω Οικοδομικό Συνεταιρισμό, το προαναφερόμενο αγροτεμάχιο περιήλθε σε μεγαλύτερη έκταση 327,00 τετρ. μέτρων δυνάμει του .../30-4-1955 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγέλου Πλουτάρχου Σπυροπούλου, το οποίο έχει μεταγραφεί νομίμως στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Μαραθώνας (τόμος ... και με αριθμ. 123), λόγω αγοράς, από τον Οργανισμό Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.), ο οποίος ενεργούσε ως διαχειριστής της ρευστοποιητέας περιουσίας της Ιεράς Μονής Πεντέλης. Για τη μεταβίβαση αυτή της μείζονος εκτάσεως από την Ιερά Μονή Πεντέλης προς τον Οικοδομικό Συνεταιρισμό προηγήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και ειδικότερα: α) με την υπ` αριθμ. πρωτ. 145450/12-8-1952 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας άρθηκαν οι απαγορεύσεις του Ν. 2148/1952 και επετράπη στην Ιερά Μονή Πεντέλης η πώληση της εκτάσεως στον Συνεταιρισμό, β) με την υπ` αριθμ. πρωτ. 14090/23-1-1953 απόφαση του Υπουργείου Γεωργίας εγκρίθηκε η πώληση της εκτάσεως στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό για το σκοπό εγκαταστάσεως παιδικών κατασκηνώσεων, γ) με την υπ` αριθμ. πρωτ. 14090/23-1-1953 απόφαση επετράπη και πάλι η πώληση της εκτάσεως και επιπλέον η κατάτμησή της σε οικόπεδα για την επ` αυτών ανέγερση οικοδομών με την έγκριση της Υπηρεσίας Οικισμού και δ) με την υπ` αριθμ. πρωτ. 2532/52/11- 4-1955 βεβαίωση του Υπουργείου Γεωργίας βεβαιώθηκε η καταβολή του δικαιώματος υπέρ του Ειδικού Ταμείου Εποικισμού, που καθορίσθηκε με την 102551/28-11-1949 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας της εκτάσεως. Η εν λόγω έκταση βρίσκεται στη θέση "ΜΑΤΙ" Αγίου Ανδρέα Αττικής, εμφαίνεται με κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία ΑΒΓΔΕΖΗΟΙΚΔΠΡΑ στο από 11- 4-1955 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Π. Σ., που είναι προσαρτημένο στο προαναφερόμενο .../30-4-1955 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ευαγγέλου Πλουτάρχου Σπυροπούλου και συνορεύει ανατολικώς με ακτή θάλασσας Ευβοϊκού Κόλπου, δυτικώς με οδό Αθηνών-Μαραθώνα, βορείως με ιδιοκτησία Ο.Δ.Ε.Π. και επίσης με ιδιοκτησία πρώην Ο.Δ.Ε.Π. και ήδη ΝΑΤ. Η άνω πωληθείσα στον Συνεταιρισμό έκταση αποτελεί τμήμα ενός πολύ μεγάλου κτήματος της Ιεράς Μονής Πεντέλης ονομαζόμενου "..................................", εκτάσεως χιλιάδων στρεμμάτων, το οποίο περιλάμβανε κυρίως δάση και δασότοπους, αλλά και βοσκήσιμες και καλλιεργήσιμες γαίες, συνορευόμενο ανατολικώς από τη Ραφήνα μέχρι το χωριό Νέα Μάκρη στη θέση Πλαίσια ή Πλέστι με θάλασσα, βορείως με κορυφογραμμή του Πεντελικού όρους, νοτίως με τις θέσεις "Γαργητός", "Κάντζα", "Χαρβάτι", "Ντράφι", και "Πικέρμι" και με την οδό .... μέχρι . και δυτικώς με τα όρια της Μονής Πετράκη στις τοποθεσίες Κοκκιναράς και Παλαιός .. και με το δρόμο από το Μαρούσι προς Μεσόγεια, συμπεριλαμβανομένων των θέσεων Πηγή Μελισσιών, Μελίσσια, Αγία Μαρίνα και Βριλήσσια. Η Ιερά Μονή Πεντέλης απέκτησε το μείζων αυτό κτήμα κατά το έτος 1600 περίπου από έναν Οθωμανό από την Κάρυστο, ονομαζόμενο Κ., με τίτλους αγοροπωλησίας, οι οποίοι, όμως, καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επαναστάσεως και εξουσίαζε τούτο έκτοτε συνεχώς μέχρι την 11- 9-1915 αλλά και πέραν αυτής, με διάνοια κυρίου, ασκώντας τις προσιδιάζουσες στο χαρακτήρα και την μορφολογία του διακατοχικές πράξεις, χωρίς οποιαδήποτε ενόχληση ή επιφύλαξη του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα δε με τα αρμόδια όργανά της επέβλεπε και προστάτευε τούτο από επεμβάσεις τρίτων με την πρόσληψη φυλάκων για τη φύλαξή του, δημοπρατούσε την υλοτομία των δένδρων του, συνέλεγε τη ρητίνη από τα πεύκα ή εκμίσθωνε το δικαίωμα ρητινοσυλλογής σε τρίτους, ενώ εκμεταλλευόταν τις βοσκήσιμες και καλλιεργούμενες εκτάσεις του εκμισθώνοντας αυτές σε βοσκούς και καλλιεργητές αντίστοιχα, έχοντας, πάντοτε την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο και νεμόμενη ως κυρία το εν λόγω ακίνητο, δεν προσέβαλε το δικαίωμα κυριότητας άλλου επί τούτου, ακόμη και του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο ουδέποτε κατέβαλε τη νομή του ούτε άσκησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη σε αυτό (ολόκληρο ή μέρος του). Συγκεκριμένα 1) με τα .../1867, .../1867, .../1869, .../1870 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Αργυρίου Πέππα, τα .../1871, 18852/1873, 21461/1874 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Γ. Αντωνιάδη, το .../1876 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Ηλία Γλυκοφρύδη, το ....../1918 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρου Ζαχαρόπουλου και τα .../1924 και .../1929 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Αθηνών Πέτρου Καββαδία, η Μονή Πεντέλης εκμίσθωσε σε τρίτους τη ρητινοσυλλογή από τα πεύκα, τη χορτονομή, το δικαίωμα βοσκής των λειβαδιών και της παραγωγής καυσοξύλων από το κτήμα "......................." και πώλησε τα καυσόξυλα, 2) με το .../26- 11-1886 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Βουζίκη, μετά από πλειοδοτική δημοπρασία, η Μονή Πεντέλης εκμίσθωσε στον Ν. Β. τα κτήματα ".........." και "...............", 3) με το .../1884 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Καλλιοντζή, η Μονή Πεντέλης εκμίσθωσε στο Μ. Σ. τα κτήματα "..................................." για ρητινοσυλλογή, 4) με το .../1900 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Μπουρνιά, η Μονή Πεντέλης εκμίσθωσε με δημοπρασία στο Μ. Σ. τα κτήματα "..................................................................", 5) με το .../1909 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αντωνίου Μπουρνιά η αυτή Μονή εκμίσθωσε στους Κ. Σ., Β. Π. και Ν. Κ. ακίνητο με την ονομασία "..................", 6) με το .../1920 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Αλεξάνδρου Ζαχαροπούλου η ίδια Μονή εκμίσθωσε στο Συνεταιρισμό Γεωργοκτηνοτρόφων Πεντέλης "........" το κτήμα με την ονομασία ".................", 7) με το .../20- 2- 1929 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Πέτρου Καββαδία η Μονή Πεντέλης εκμίσθωσε για μια πενταετία τη ρητινοσυλλογή του ίδιου κτήματος και β) με το .../1932 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Καφαρόπουλου εκμισθώθηκε το δικαίωμα αποθάμνωσης για παραγωγή ξυλανθράκων. Τις πράξεις δε αυτές τα αρμόδια όργανα της Ιεράς Μονής Πεντέλης ενεργούσαν για λογαριασμό της με διάνοια κυρίας, έχοντας τη θέληση να εξουσιάζει και εκμεταλλεύεται ολόκληρο το ανωτέρω μείζον ακίνητο ως ιδιοκτήτρια. Εξάλλου, λόγω της προαναφερόμενης καταστροφής των τίτλων αγοράς του μείζονος ως άνω ακινήτου από τη Μονή Πεντέλης, με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως συντάχθηκαν τα έτη 1836 και 1837 ως "μαρτυρικά" έγγραφα οι δύο Κώδικες που σώζονται μέχρι σήμερα, ο ένας εκ των οποίων θεωρήθηκε τον Φεβρουάριο του 1836 από τον Επαρχιακό Διευθυντή Αττικής, που έχουν αξία ως αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις εκτάσεις που ενέμετο η Μονή (στις οποίες περιλαμβάνεται και το ανωτέρω μείζον ακίνητο), διότι έχουν συνταχθεί από δημόσια Υπηρεσία (Επιτροπή του Β.Δ/τος της 1-12-1834) και με βάση τις μαρτυρίες των κατοίκων πλησίον αυτών χωρίων. Ενόψει των εκτεθέντων η δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης Ιερά Μονή Πεντέλης κατέστη κυρία του ως άνω μείζονος κτήματος, στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο αγροτεμάχιο, με χρησικτησία (έκτακτη κατά το προγενέστερο δίκαιο) και ήδη την 11-9-1915 ανήκε στην κυριότητά της, ως νεμόμενη μέχρι τότε αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου και καλή πίστη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας. Με τα δεδομένα αυτά, το γεγονός ότι η Ιερά Μονή Πεντέλης δεν τήρησε την προβλεπόμενη στο άρθρο 3 του β.δ/τος της 17/29-11-1836 διαδικασία υποβολής των νομίμων τίτλων ιδιοκτησίας της στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση, εντός της οριζόμενης ετήσιας προθεσμίας από τη δημοσίευσή του (ΦΕΚ 69/4-12-1836), δεν έχει έννομη επιρροή στην προκείμενη περίπτωση, αφού μετά την παράλειψή της αυτή, που είχε σαν συνέπεια τα δασικά τμήματα του εν λόγω μείζονος κτήματος να θεωρούνται ως αδιαφιλονίκητα εθνικά, παραμένοντας στην κατοχή της, εξακολούθησε να νέμεται αυτά με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι την 11-9-1915, οπότε κατά τα εκτεθέντα, απέκτησε την επί τούτων κυριότητα, όπως στην υπόλοιπη μείζονα έκταση του συγκεκριμένου κτήματος, δεδομένου ότι η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία ήταν επιτρεπτή υπό τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη της παρούσας προϋποθέσεις, που αποδείχθηκαν. Κατά συνέπεια δεν έχουν πλέον εφαρμογή για το επίδικο ακίνητο οι διατάξεις των κατά καιρούς ισχυσάντων και πάντως μετά την 11-9-1915 δασικών κωδίκων, σύμφωνα με τις οποίες το Δημόσιο θεωρείται νομέας στα δημόσια γενικά δάση, έστω και αν δεν έχει ενεργήσει πράξεις νομής και ότι δεν μπορεί να ασκηθεί νομή με εκχέρσωση, υλοτομία, σπορά ή άλλη πράξη. Αλλωστε τις ως άνω διακατοχικές πράξεις εξακολούθησε να ασκεί συνεχώς η Ιερά Μονή Πεντέλης με την πεποίθηση ότι ήταν κυρία μέχρι την 30-4-1955, που μεταβίβασε στον δικαιοπάροχο της εφεσίβλητης Οικοδομικό Συνεταιρισμό "............." την προαναφερόμενη έκταση των 327.200 τ.μ. του ως άνω μείζονος κτήματος, στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί μέχρι τότε η ήδη διαμορφωθείσα πραγματική κατάσταση από το εκκαλούν και ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ουδεμία διακατοχική πράξη έχει ασκήσει επί της εκτάσεως αυτής, αλλά αντίθετα, θεωρώντας αυτή ως ιδιωτική, αντιμετώπιζε και αναγνώριζε ρητώς ή σιωπηρώς την Ιερά Μονή Πεντέλης ως ιδιοκτήτρια, εγκρίνοντας μάλιστα την κατάτμηση και μεταβίβασή της στον άνω Συνεταιρισμό με την έκδοση των προαναφερομένων αποφάσεων, ενώ στη συνέχεια, μετά την πραγματοποιούμενη διανομή της από τον τελευταίο στα μέλη του, οι αρμόδιες πολεοδομικές υπηρεσίες χορήγησαν τις οικοδομικές άδειες για την ανέγερση των υπαρχόντων στην ανωτέρω έκταση, κτισμάτων. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω οι ισχυρισμοί του εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος, ότι κατέλαβε και δήμευσε τα ακίνητα της μείζονος εκτάσεως κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας ως ανήκοντα στο Τούρκικο Δημόσιο ή σε Οθωμανούς ή εγκαταλείφθηκαν από αυτούς, δυνάμει της από 6-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και την από 3-2, 4/16-6, 19-6/1-7-1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου, άλλως ότι περιήλθαν στην κυριότητά του ως δασικά τμήματα κατά τις διατάξεις του β.δ/τος της 17/29- 11-1936, άλλως ως λειβάδια ή βοσκότοποι κατά το άρθρο 1 του β.δ/τος της 3/15-12-1833, άλλως με τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία ως νεμόμενο αυτά από τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους συνεχώς και αδιαλείπτως μέχρι σήμερα, άλλως ως αδέσποτα κατά τις διατάξεις του από 10-7-1837 Νόμου "περί διακρίσεως κτημάτων" είναι απορριπτέοι ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Συνακόλουθα η Ιερά Μονή Πεντέλης ως αποκλειστική κυρία της μεγαλύτερης εκτάσεως των 327.200 τ.μ., στην οποία περιλαμβάνεται και το επίδικο αγροτεμάχιο, νομοτύπως μεταβίβασε αυτό στον Οικοδομικό Συνεταιρισμό ".................", ο οποίος γενόμενος κύριος τούτου, νομίμως το μεταβίβασε στους δικαιοπαρόχους της εφεσίβλητης, από τους οποίους νομίμως αυτή απέκτησε επί του επίδικου ακινήτου πλήρες δικαίωμα κυριότητας. Το εν λόγω δικαίωμά της ουδέποτε καταλύθηκε λόγω θεμελιώσεως μεταγενεστέρως δικαιώματος κυριότητας του Δημοσίου με πρωτότυπο τρόπο, αφού όλοι οι διάδοχοι της Ιεράς Μονής Πεντέλης κατείχαν την ευρύτερη έκταση με διάνοια κυρίου προβαίνοντας καλόπιστα στην εκμετάλλευση και αξιοποίησή της ακωλύτως με τη συνεχή εκτέλεση επ` αυτής διακατοχικών πράξεων, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό της, όπως εκπόνηση ρυμοτομικού σχεδίου στην περιοχή, κατασκευή εγκαταστάσεων (γραφείων, αντλιοστασίου, δεξαμενής ύδατος κ.ά.), κατάτμηση αυτής και διανομή της από τον Συνεταιρισμό στα μέλη του, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης". Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές το Εφετείο έκρινε, ότι η απώτερη δικαιοπάροχος της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης Ιερά Μονή Πεντέλης κατέστη κυρία του αναφερομένου μείζονος ακινήτου, στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο αγροτεμάχιο, με έκτακτη χρησικτησία και ήδη στις 11-9-1915 τούτο ανήκε στη κυριότητά της, παρέμεινε δε κυρία μέχρι τις 30-4-1955, που μεταβίβασε τούτο στον δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Οικοδομικό Συνεταιρισμό, ο οποίος νομίμως το μεταβίβασε στους άμεους δικαιοπαρόχους της αναιρεσίβλητης, από τους οποίους η τελευταία απέκτησε επί του επιδίκου πλήρες δικαίωμα κυριότητας. Κατόπιν τούτου, αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, ότι αυτό κατέλαβε και δήμευσε τα ακίνητα της μείζονος εκτάσεως κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας ως ανήκοντα στο Τουρκικό Δημόσιο ή σε Οθωμανούς ή εγκατελείφθηκαν από αυτούς, άλλως ότι περιήλθαν στη κυριότητά του ως δασικά τμήματα, άλλως ως λειβάδια ή βοσκότοποι, άλλως με τακτική, άλλως έκτακτη χρησικτησία, δέχτηκε την αγωγή και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, που έχει κρίνει όμοια. Με αυτά, που δέχτηκε, και έτσι, που έκρινε, το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.20 παρ. 12 πανδ. (5.8), ν. 27 Πανδ. 18.1.10.17 και ν.48 πανδ. (41,3), 3 πανδ. (41.10) και 109 πανδ. (50.16) ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. κωδ. (7.31) Βασ. 50 (10.4), ν. 12 Πανδ. (2.53) ν.8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Βασ. (50. 14), ν. 27 Πανδ. (18.1) ν. 15 παρ. 3, ν. 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), ν. 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10), ν. 2 παρ. 2 Πανδ. (41.4), ν.6 Πανδ. (44.3) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23-3), άρθρων 5 και 6 του Πρωτοκόλλου της 3-2-1830 "περί της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος" και τα μεταγενέστερα 4/16-6-1830 και 1/19-7-1830, της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως περί οριστικού διακανονισμού των ορίων του πρώτου Ελληνικού Κράτους, την από 28-3-1835 Ελληνοτουρκική Σύμβαση, άρθρου 1 ν. 3/15-12-1833 (περί βοσκοτόπων), του Β.Δ. 17/29-11-1836 (περί ιδιωτικών δασών), των Β.Δ. 26/4/8-5-1838 από 26-6/8-7-1836 και 2/14- 10-1836, της 21.6/3-7-1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων", του Ν.ΔΞΗ/1912, των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου", που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του Ν.Δ. της 22.4/15-6-1926 "Περί Διοικητικής αποβολής από κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης", και των άρθρων 3 του Ν. 998/1979, 1 του Ν.Δ. 86/1969 και 57 του Ν. 3077/1924, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού διέλαβε σ` αυτή πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες, που επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς το ουσιώδες ζήτημα της κυριότητας του επιδίκου, μαζί με μεγαλύτερη έκταση, από την απώτερη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Ιερά Μονή Πεντέλης. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχτηκε σαφώς, ότι η άνω Ιερά Μονή απέκτησε την αναφερόμενη μεγαλύτερη έκταση το έτος 1600 από έναν Οθωμανό με τίτλους ιδιοκτησίας και κατέστη κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία και, έτσι, ήδη στις 11-9-1915 ανήκε τούτο στη κυριότητά της, ως νεμόμενη αυτό μέχρι τότε συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου και καλή πίστη για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της τριακονταετίας, ότι τις αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις εξακολούθησε να ασκεί συνεχώς μέχρι τις 30-4-1955, οπότε ο Οικοπεδικός Συνεταιρισμός "................." αγόρασε την αναφερόμενη μεγαλύτερη έκταση από τον Οργανισμό Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.), που ενεργούσε ως διαχειριστής της ρευστοποιητέας περιουσίας της Ιεράς Μονής Πεντέλης, ότι για τη μεταβίβαση αυτή τηρήθηκαν οι νόμιμες διατυπώσεις και ότι το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο ουδεμία διακατοχική πράξη έχει ασκήσει επί της εκτάσεως αυτής, αλλά αντίθετα αντιμετώπιζε και αναγνώριζε την Ιερά Μονή ως ιδιοκτήτρια. Επομένως, οι συναφείς λόγοι αναίρεσης δεύτερος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, τέταρτος και με στοιχεία Ζ.β., κατά το πρώτο μέρος του, από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, και πέμπτος και έκτος, και κατά τα δύο μέρη του, από τον αριθμό 19 του ίδιου άρθρου, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Επειδή, κατά τα άρθρα 1033, 369 και 1192 ΑΚ, για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ` αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι μεταξύ των προϋποθέσεων που απαιτούνται για την απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με σύμβαση είναι, ότι ο μεταβιβάσας ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε. Συνακόλουθα, επί αναγνωριστικής αγωγής, που έχει ως βάση τον παράγωγο αυτόν τρόπο κτήσης της κυριότητας, πρέπει το επίδικο ακίνητο να ταυτίζεται με το ακίνητο που περιγράφεται στον επικαλούμενο μεταβιβαστικό τίτλο. Περαιτέρω, από το άρθρο 1094 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες διατάξεις, καθώς και εκείνες του άρθρου 216 παρ.1 α` ΚΠολΔ, προκύπτει ότι για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, και ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχός του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από τον δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχός του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσεως της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μία συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε ως την εισαγωγή του ΑΚ στις 23-2- 1946, ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μία συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής σ` αυτή την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στα ως ανωτέρω δικόγραφά του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο. Τέλος, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ( άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ), συντρέχει δε αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 8 ή 14 του ΚΠολΔ.

Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14, όπως εκτιμάται, (και όχι από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, που αναγράφεται στο αναιρετήριο), ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν απέρριψε ως αόριστη την ένδικη αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης, αφού δεν αναφέρονται σ` αυτή καθόλου πράξεις νομής επί της επιδίκου εκτάσεως, αλλά μόνο πράξεις νομής από την απώτερη δικαιοπάροχο της αναιρεσίβλητης Ιερά Μονή Πεντέλης επί του ακινήτου. Από την επισκόπηση, όμως, της αγωγής, προκύπτει, ότι οι αναφερόμενες πράξεις νομής αφορούν και το επίδικο ακίνητο, το οποίο περιλαμβάνεται στην αναφερόμενη μείζονα έκταση. Επομένως, το Εφετείο δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ και συνακόλουθα ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος.

Επειδή, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα κατά την έννοια της διάταξης αυτής νοούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό (βάση αγωγής, ανταγωγής) είτε ως αμυντικό (ένσταση, αντένσταση) μέσο, αλλά όχι και οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής, ένστασης ή αντένστασης, ή επιχειρήματα, νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Δεν θεμελιώνεται, όμως, ο λόγος αυτός αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, έστω και αν η απόρριψή του δεν είναι ρητή, αλλά συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασης (Ολ.ΑΠ 11/1996).

Στην προκείμενη περίπτωση, το αναιρεσείον με τον πρώτο λόγο αναίρεσης προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από το άρθρο 559 αριθ. 8 περ. β` ΚΠολΔ πλημμέλεια, ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τον ουσιώδη ισχυρισμό του, ότι τόσο η επίδικη έκταση, όσο και η ευρύτερη αυτής περιοχή είχε ανέκαθεν δασικό χαρακτήρα. Από την προσβαλλόμενη απόφαση όμως προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τον ως άνω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και τον απέρριψε. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι αβάσιμος. Επειδή, ο από το άρθρο 559 αριθ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου συνίσταται στο διαγνωστικό λάθος της αποδόσεως από το δικαστήριο σε αποδεικτικό, με την έννοια των άρθρων 339 και 432 ΚΠολΔ, έγγραφο, περιεχομένου καταδήλως διαφορετικού από το αληθινό, εξαιτίας του οποίου καταλήγει σε πόρισμα επιζήμιο για τον αναιρεσείοντα. Δεν περιλαμβάνει όμως και την περίπτωση που το δικαστήριο, από την εκτίμηση και αξιολόγηση του αληθινού περιεχομένου του εγγράφου, έστω και εσφαλμένως, καταλήγει σε συμπέρασμα αντίθετο από εκείνο που θεωρεί ως ορθό ο αναιρεσείων, γιατί τότε πρόκειται για αιτίαση σχετική με την εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν ελέγχεται από τον Αρειο Πάγο (Ολ.ΑΠ 1/1999). Εξάλλου, για να θεμελιωθεί ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης θα πρέπει το Δικαστήριο της ουσίας να έχει στηρίξει το αποδεικτικό του πόρισμα αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στο έγγραφο, το περιεχόμενο του οποίου φέρεται ότι παραμορφώθηκε, όχι δε όταν το έχει απλώς συνεκτιμήσει μαζί με άλλα αποδεικτικά μέσα, χωρίς να εξαίρει το έγγραφο αναφορικά με το πόρισμα στο οποίο κατέληξε για την ύπαρξη ή μη αποδεικτικού γεγονότος (ΑΠ 2/2009).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον με στοιχεία Ζ.α., κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από την ως άνω διάταξη πλημμέλεια της παραμόρφωσης του περιεχομένου των προσκομισθέντων εγγράφων, ήτοι των δύο Κωδίκων, που συντάχθηκαν με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως τα έτη 1836 και 1837. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η παραδοχή του Εφετείου, ότι "λόγω της καταστροφής των τίτλων αγοράς του μείζονος ακινήτου από τη Μονή Πεντέλης, με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως συντάχθηκαν τα έτη 1836 και 1837 ως "μαρτυρικά" έγγραφα οι δύο Κώδικες που σώζονται μέχρι σήμερα, ο ένας εκ των οποίων θεωρήθηκε τον Φεβρουάριο του 1836 από τον Επαρχιακό Διευθυντή Αττικής, που έχουν αξία ως αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τις εκτάσεις που ενέμετο η Μονή, στις οποίες περιλαμβάνεται και το μείζον ακίνητο, διότι έχουν συνταχθεί από δημόσια Υπηρεσία (Επιτροπή του Β.Δ/τος της 1-12- 1834) και με βάση τις μαρτυρίες των κατοίκων πλησίον αυτών χωρίων και ενόψει αυτών η δικαιοπάροχος της εφεσίβλητης-αναιρεσίβλητης Ιερά Μονή Πεντέλης κατέστη κυρία του μείζονος κτήματος, στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο αγροτεμάχιο", δεν οφείλεται σε διαγνωστικό λάθος, αλλά αποτελεί εκτίμηση του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων μαζί με τα υπόλοιπα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, η οποία, όμως, κατά τα προεκτιθέμενα, δεν ιδρύει τον παρόντα λόγο αναιρέσεως. Επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 12 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης δημιουργείται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερη ή μικρότερη αποδεικτική δύναμη από εκείνη που δεσμευτικά γι` αυτό (δικαστήριο) καθορίζει ο νόμος, όχι όμως και όταν το δικαστήριο της ουσίας, εκτιμώντας ελεύθερα, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο (άρθρο 340 ΚΠολΔ), αποδίδει σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα, τα οποία κατά νόμο έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με άλλα, μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τα τελευταία. Εξάλλου, τα δημόσια έγγραφα, δηλαδή τα έγγραφα, που έχουν συνταχθεί κατά τους νόμιμους τύπους από δημόσιο υπάλληλο μέσα στα όρια της υλικής και τοπικής αρμοδιότητάς του, αποτελούν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 438 ΚΠολΔ, πλήρη απόδειξη για όλους ως προς όσα βεβαιώνονται σ` αυτό ότι έγιναν από το πρόσωπο που συνέταξε τα έγγραφα ή ότι έγιναν ενώπιόν του.

Στην προκείμενη περίπτωση, με τους με στοιχεία Ζ.α., κατά το δεύτερο μέρος του, και Ζ.β., κατά το δεύτερο μέρος του, λόγους της αναίρεσης, από τον αριθ. 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο προσέδωσε αποδεικτική δύναμη δημοσίων εγγράφων στους προαναφερθέντες δύο Κώδικες, που συντάχθηκαν με διαταγή της Ελληνικής Κυβερνήσεως τα έτη 1836 και 1837. Από το περιεχόμενο, όμως, της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει, ότι το Εφετείο προέβη σε ελεύθερη εκτίμηση του περιεχομένου των εν λόγω εγγράφων, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του (άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ). Επομένως, οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 8-10-2009 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της 9207/2006 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Καταδικάζει το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου 2012.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 23 Οκτωβρίου 2012.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: