Δημόσια κτήματα. 822/2013 ΑΠ ( 610020).Δωδεκάνησα. Προϊσχύοντα δίκαια. Εφαρμογή οθωμανικού δικαίου για τη κτήση κυριότητας επί ακινήτου πριν από..
τηνισχύ του αστικού κώδικα. Έννοια δημόσιων γαιών. Η μεταβίβαση αυτών από το Οθωμανικό δημόσιο σε ιδιώτες. Το δικαίωμα διηνέκους εξουσιάσεως («τεσσαρούφ»), επί της παραχωρηθείσας δημόσιας εκτάσεως. Η απόκτηση του δικαιώματος αυτού με τη δεκαετή εξουσίαση του δημόσιου κτήματος. Η κατά τον τρόπο αυτό κτήση κυριότητας επί δημόσιας γης ισχύει και κατά του Δημοσίου, εφόσον αυτή έχει συμπληρωθεί πριν από την ισχύ στη Δωδεκάνησο του α.ν. 1539/1938, ήτοι μέχρι την 10-1-1949, ενώ μετά την χρονολογία αυτή απαγορεύεται η παραγραφή οποιουδήποτε δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτου. Δημόσιες γαίες, όπως και το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί αυτών (τεσσαρούφ) μέχρι την ισχύ του ν. 2100/1952, δεν υφίστατο στα Δωδεκάνησα πλην της Ρόδου και της Κω. Η παραπομπή στις αρχές της ιταλικής νομοθεσίας. Πρόκειται για συμπληρωματικό κείμενο της παραπέμπουσας διάταξης. Δασική έκταση. Έννοια. Πολιτική δικονομία. Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Στοιχεία για το ορισμένο αυτής. Νομική και ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής. Έννοια. Στοιχειοθέτηση των κατά περίπτωση αναιρετικών λόγων. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθμ. 62/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Αριθμός 822/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη, Χαράλαμπο Αθανασίου και Νικόλαο Μπιχάκης, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ..... .. ... .. ... ... ... , νόμιμα εκπροσωπούμενου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Αποστολά.
Των αναιρεσίβλητων: 1. Ζ. συζ. Ε. Δ., το γένος Η. Λ. και 2. Ε. Δ. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παπασπύρου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε, α) με την από 14-10-2004 αγωγή της Ζ. Δ., β) την από 15-7-2002 αγωγή της Ε. Δ., γ) τις από 17-12-2004 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 11/2005 και 12/2005 αντίστοιχα προσεπικλήσεις του Ιερού Ναού .......... ............ ..... και δ) τις από 8-9-2005 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 979/2005 και 980/2005 αντίστοιχα κύριες παρεμβάσεις του Ελληνικού Δημοσίου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάσθηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 143/2006 (που διορθώθηκε με την υπ` αριθμ. 284/2006) του ίδιου Δικαστηρίου και 62/2009 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24-8-2009 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Δημάδης ανέγνωσε την από 29-3-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή, κατά τα άρθρα 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 Κ.Πολ.Δ., για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, την σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια να αμυνθεί και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του κατά νόμο βάσιμου αυτής. Ειδικότερα, επί διεκδικητικής ακινήτου αγωγής, ερειδομένης επί παραγώγου τρόπου κτήσεως της κυριότητος πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της τα γενεσιουργά της κυριότητος του ενάγοντος επί των διεκδικουμένων πραγμάτων περιστατικά, αλλά και ακριβής αυτών περιγραφή σε βαθμό που επαρκώς να προσδιορίζεται η ταυτότητα των και να μην υφίσταται αμφιβολία περί αυτής. Εξάλλου, η μεν νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνος ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο της ουσίας για την κρίση του ως προς την νομική βασιμότητα της αγωγής είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, είτε αρκέσθηκε σε ολιγότερα, ενώ αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για την θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 8 ή 14 του ΚΠολΔ.
Σε κάθε, όμως, περίπτωση για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως γιατί το Εφετείο εσφαλμένως εδέχθη την αγωγή ως νόμιμη, ενώ ήταν μη νόμιμη ή γιατί εσφαλμένως δεν την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω ποσοτικής αοριστίας πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθμ. 4 566 παρ.1 και 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να αναφέρονται στο έγγραφο της αναιρέσεως τα περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική της βάση (ΑΠ 105/2000). Η δε αοριστία του δικογράφου της αναιρέσεως, δεν μπορεί να συμπληρωθεί διά της παραπομπής σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (Ολ.ΑΠ 32/1996). Επιπροσθέτως, για να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως λόγω νομικής ή ποσοτικής αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, πρέπει να έχουν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι, κατ` εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορούν την δημοσία τάξη. Επομένως, για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται είχε νομίμως προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 15/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση με τους τρίτο και τέταρτο λόγους αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση από τους αριθμούς 1 και 14, αντιστοίχως, του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο εσφαλμένως δεν απέρριψε τις αγωγές των αναιρεσιβλήτων ως μη νόμιμες, καθώς και ως απαράδεκτες λόγω ποσοτικής αοριστίας. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως, στους οποίους δεν αναφέρεται το περιεχόμενο των ενδίκων αγωγών που εκρίθησαν από το Εφετείο ως νόμιμες και ορισμένες, είναι απαράδεκτοι λόγω αοριστίας. Παρεκτός του ότι η αιτίαση ότι παρά το νόμο το Εφετείο δεν απέρριψε τις ένδικες αγωγές των αναιρεσιβλήτων ως απαράδεκτες λόγω ποσοτικής αοριστίας, είναι και αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από τα δικόγραφα αυτών, διαλαμβάνονται σε αυτές με πληρότητα όλα τα γενεσιουργά της κυριότητος των εναγουσών επί των επιδίκων εκτάσεων κατά τρόπο παράγωγο περιστατικά, ήτοι με τα σε αυτές αναφερόμενα συμβόλαια γονικής παροχής και δωρεάς για την πρώτη και την δεύτερη ενάγουσα, αντιστοίχως, νομίμως μεταγραφέντα, από πρόσωπο πρωτοτύπως αποκτήσαν την κυριότητα διά της υπέρ την τριακονταετία νομής επ` αυτών, τόσο κατά τις διατάξεις της στην περιοχή της Δωδεκανήσου ισχυούσης νομοθεσίας μέχρι της Εισαγωγής του Αστικού Κωδικός, όσον και κατά τις διατάξεις του τελευταίου. Ειδικώς δε, όσον αφορά στην προβαλλόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δια του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, αυτή απαραδέκτως προβάλλεται και για τον πρόσθετο λόγο, ότι για πρώτη φορά στον Αρειο Πάγο, γίνεται επίκληση της μη νομιμότητος της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, όπως τούτο προκύπτει από το αναιρετήριο και από την παραδεκτώς γενομένη από τον Αρειο Πάγο κατ` άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως του αναίρεσε ιόντος ως εναγομένου.
II. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" δε κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής κυρίας παρεμβάσεως, ενστάσεως ή αντενστάσεως (Ολ.ΑΠ. 3/1997).
Συνεπώς δεν είναι πράγματα με την πιο πάνω έννοια, η άρνηση της αγωγής και τα πάσης φύσεως πραγματικά επιχειρήματα που αντλούν οι διάδικοι από την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, καθώς και η επίκληση των κανόνων δικαίου και τα νομικά επιχειρήματα. Ως "πράγματα" κατά την ανωτέρω έννοια είναι και οι λόγοι εφέσεως, εφ` όσον σε αυτούς περιέχονται αυτοτελείς ισχυρισμοί ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό, τον οποίο απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Περαιτέρω, η επιλογή του εκάστοτε εφαρμοστέου ουσιαστικού κανόνος δικαίου στα πλαίσια του υπαγωγικού συλλογισμού, είναι έργο του δικαστηρίου της ουσίας, δυναμένου να υπαγάγει τα διά της αγωγής, ανταγωγής ή κυρίας παρεμβάσεως επικαλούμενα περιστατικά, οριοθετούντα και το αντικείμενο της δίκης, στον προσήκοντα κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, δεν υπάρχει ανεπίτρεπτη από το δικαστήριο της ουσίας μεταβολή της ιστορικής βάσεως της αγωγής, και επομένως δεν ιδρύεται ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος στην περίπτωση κατά την οποία προσδίδεται ο προσήκον νομικός χαρακτηρισμός στα υπό του διαδίκου επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά.
Στην προκειμένη περίπτωση με τους πέμπτο και τον έκτο, κατά το δεύτερο μέρος, λόγους αναιρέσεως προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια από τους αριθμούς 8α και 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ., πράγματι όμως από τον αριθμό 8α, διότι το Εφετείο: 1. έλαβε υπόψη περιστατικά μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής των εναγουσών αναιρεσιβλήτων και ειδικότερα α) εκείνα του πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως της κυριότητος επί των επιδίκων, ήτοι της εκτάκτου χρησικτησίας, από την άμεσο αυτών δικαιοπαρόχου Σ. Λ., η οποία με τα υπ` αριθμ. .../1984 και .../1984 συμβόλαια δωρεάς και γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Καρπάθου ..... .. ..... μετεβίβασε σ` αυτές την κυριότητα επί των επιδίκων ακινήτων, β)εκείνα που θεμελιώνουν το κατά το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως. `Όπως, όμως, προκύπτει από το παραδεκτώς επισκοπούμενο από τον Αρειο Πάγο δικόγραφο της αγωγής των αναιρεσειβλήτων, γίνεται επίκληση της νομής εκτάκτου χρησικτησίας επί των επιδίκων από την ανωτέρω άμεση αυτών δικαιοπάροχο, αφού αυτή, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή κατ` εκτίμηση του δικογράφου της , νεμόταν τα επίδικα, διά της ασκήσεως επ` αυτών όλων των προσηκουσών στη φύση τους διακατοχικών πράξεων, ήδη από του έτους 1913 μέχρι την προς τις αναιρεσίβλητες μεταβίβαση της κυριότητος, το έτος 1984. Επίσης, μνημονεύεται στην ίδια αγωγή και η επί συνεχή δεκαετία, αρχομένη από του έτους 1913 εξουσίαση από την ίδια δικαιοπάροχο των επιδίκων, ως καλλιεργησίμων και όχι ως δασικών εκτάσεων, διά της καλλιέργειας των, συνιστώσα και αυτή (εξουσίαση) κατά την επάλληλη αιτιολογία της αποφάσεως, λόγο κτήσεως της κυριότητος από την ίδια δικαιοπάροχο με πρωτότυπο τρόπο. Δεν ήταν δε απαραίτητο να αναφέρεται στην αγωγή ούτε ο προσήκον νομικός χαρακτηρισμός της εξουσιάσεως αυτή ούτε και η ανωτέρω διάταξη του Οθωμανικού δικαίου. Επομένως, οι αμέσως ανωτέρω αιτιάσεις είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Περαιτέρω, η διά του ιδίου (πέμπτου) λόγου αναιρέσεως αποδιδομένη στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 8α του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τον, μη διαλαμβανόμενο στην ίδια αγωγή, ισχυρισμό περί της νομής τακτικής χρησικτησίας από τις αναιρεσίβλητες μετά το έτος 1984, αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι η παραδοχή του Εφετείου ότι οι αναιρεσίβλητες απέκτησαν την κυριότητα επί των επιδίκων κατά τρόπο παράγωγο από πρόσωπο πρωτοτύπως αποκτήσαν την επ` αυτών κυριότητα, επαρκώς στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου μάλιστα και του γεγονότος ότι το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με την έρευνα κάποιου καταλυτικού της κυριότητος ισχυρισμού μετά το έτος 1984 και μέχρι την άσκηση της αγωγής, όλως δε πλεοναστικώς μνημονεύεται στην απόφαση και τακτική χρησικτησία ως τρόπος κτήσεως της κυριότητος. Η στον έκτο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος, λόγο διαλαμβανομένη αιτίαση από τον αριθμό 8β του ιδίου άρθρου διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό ότι από του έτους 1955 και μετά η άμεση δικαιοπάροχος των εναγουσών δεν ήταν νομέας των επιδίκων είναι απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση των ενδίκων αγωγών, σε κάθε δε περίπτωση είναι και αβάσιμη, διότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι η δικαιοπάροχος των εναγουσών μέχρι την προς αυτές μεταβίβαση των επιδίκων ήταν νομέας αυτών εκ του πράγματος τον έλαβε υπόψη και τον απέρριψε.
III. Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού, που κυρώθηκε με το υπ` αριθ. 132/29 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη στη Δωδεκάνησο και διατηρήθηκε σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 2 του από 30.12.47 ισχύοντος νόμου 510/47, διατηρείται κατ` αρχήν η διάκριση των γαιών σε κατηγορίες. α) δημοσίων γαιών (εραζί-εμιριέ, μιρί κλπ.), β)ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ) και γ) βακουφίων, όπως είχε κατά το προϊσχύσαν την Δωδεκάνησο Οθωμανικό Δίκαιο. Ως δημόσια κτήματα (γαίαι) της κατηγορίας "εραζί-εμιριέ" θεωρούνται οι γαίες που είχαν παραχωρηθεί κάποτε σε ιδιώτες με παραχωρητήρια (ταπία) μόνο για την ωφέλιμη κυριότητα "τεσσαρούφ" καθώς και εκείνες οι οποίες λόγω ελλείψεως τίτλου, θέλουν αναγνωρισθεί και ταξινομηθεί από τα όργανα του Κτηματολογίου κατά την ενέργεια της βεβαιώσεως, στην ανωτέρω κατηγορία, οπότε η καταγραφή αυτή, μετά την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 37 και 39, καθίσταται αμετάκλητη (άρθ. 61 εδ. β`). Κατά δε το άρθρο 63 παρ. 5 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού δεν συγχωρείται εις βάρος των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων η παραγραφή της πλήρους ή ψιλής κυριότητας ως προς τις γαίες "μιρί ή εραζί-εμιριέ". Από το τελευταίο αυτό άρθρο συνδυαζόμενο και προς το άρθ. 4 εδάφ. στ με το οποίο, προβλέπεται η από της ισχύος του Κανονισμού παραχώρηση της ωφέλιμης κυριότητας των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων μόνο με πράξη του Κυβερνήτη, σαφώς συνάγεται ότι επιτρέπεται πλέον μόνο η παραγραφή (κτητική) του δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) των δημοσίων κτημάτων και μάλιστα οπωσδήποτε αυτών που έχουν παραχωρηθεί, ενώ αντιθέτως δεν συγχωρείται η παραγραφή του δικαιώματος ψιλής κυριότητας των ίδιων κτημάτων. Με το άρθρο όμως 65 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού ορίσθηκε ότι τα δημόσια κτήματα οποτεδήποτε και αν αναγνωρίσθηκαν ως τέτοια, ακόμη και αν η παραχώρηση τους σε ιδιώτες έγινε μετά την ιταλική κατάληψη των νήσων του Αιγαίου (1912), εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου, που ίσχυε κατά τον χρόνο της κατάληψης, εφόσον συμβιβάζονται προς τις παρούσες κτηματολογικές διατάξεις. Επομένως, ισχύει για τα ανωτέρω κτήματα και το άρθρο 78 του από 7 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού νόμου περί γαιών, με το οποίο αναγνωρίζεται δικαίωμα ανάλογο προς την χρησικτησία, κατ` εξαίρεση των διατάξεων του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν τον θεσμό της χρησικτησίας, ως κτητική παραγραφή, και μάλιστα με περιεχόμενο όμοιο μ` εκείνο που αποκτάται με έκδοση τίτλου και παραχώρηση από το Δημόσιο (τεσσαρούφ), αφού η ανωτέρω διάταξη ορίζει ότι εκείνος ο οποίος έχει εξουσιάσει και καλλιεργήσει για 10 συνεχή έτη, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, δημόσιες γαίες (εραζί-εμιριέ) όχι όμως βακουφικές, αποκτά επ` αυτών δικαίωμα διηνεκούς εγκαταστάσεως, νομιμοποιούμενος στην δημιουργηθείσα και υφιστάμενη πραγματική κατάσταση (δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητας). Ετσι και μετά την ισχύ του Κτηματολογικού Κανονισμού στην Δωδεκάνησο είναι κατά νόμο δυνατή η απόκτηση δικαιώματος "τεσσαρούφ" επί δημοσίου κτήματος όχι μόνο με παραχώρηση από το Κράτος (τον Κυβερνήτη) αλλά και με δεκαετή εξουσίασή του, και μάλιστα χωρίς να είναι απαραίτητο, στη δεύτερη περίπτωση, να έχει αυτό παραχωρηθεί προηγουμένως σε ιδιώτη και να έχει καταγραφεί η σχετική πράξη στο κτηματολόγιο. Η δεκαετής όμως εξουσίαση, μετατραπείσα σε πλήρες δικαίωμα κυριότητος με βάση την ρητή διάταξη του άρθρου 9 ν. 2100/1952, έπρεπε να είχε συμπληρωθεί μέχρι την 10/1/1949, ημερομηνία ενάρξεως εφαρμογής του α.ν. 1539/1938 και για την περιοχή της Δωδεκανήσου, σύμφωνα με το Β.Δ/γμα της 31.12.48/10.1.49, διότι έκτοτε τα δημόσια κτήματα ήσαν ανεπίδεκτα νομής χρησικτησίας. Το δικαίωμα δε αυτό διηνεκούς εξουσιάσεως μετατράπηκε σε πλήρες δικαίωμα κυριότητος με βάση την ρητή διάταξη του άρθρου 9 του ν.2100/1952. Εξ` άλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α` του ν. 510/1947, που ισχύει κατά το άρθρο 14 αυτού από τη δημοσίευση του στην ΕτΚ (30.12.1947), εισάγονται στη Δωδεκάνησο ο Αστικός Κωδικός, ο Εισαγωγικός Νόμος του ΑΚ και το ν.δ. 7/10.5.1945 "περί αποκαταστάσεως του Αστικού Κωδικός και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου", κατά δε το άρθρο 8 του παραπάνω ν. 510/1947, οι διατάξεις περί Κτηματολογίου, που ίσχυαν ήδη στη Δωδεκάνησο, διατηρούνται σε ισχύ, επομένως και η του άρθρου 63 του υπ` αριθ. 132/1.9.1929 δ/τος του Ιταλού Κυβερνήτη, το οποίο ορίζει ότι "κατά των εγγραφών του Κτηματικού Βιβλίου, των αφορωσών ακίνητα, ελευθέρας ιδιοκτησίας (μουλκ), συγχωρείται η παραγραφή, κατά τας αρχάς της ιταλικής νομοθεσίας, μετά δεκαπενταετίαν από τη επισυμβάσης εγγραφής", προς δε και ότι "ο νομεύς, όστις εχρησιδέσποσε, δύναται να επιτυχή την εγγραφήν του δικαιώματος είτε δια δικαστικής αποφάσεως, αναγνωριζούσης έναντι του εγγεγραμμένου τιτλούχου ή των κληρονόμων του ή, εν ελλείψει τούτων, του Διευθυντού του Κτηματολογικού Γραφείου ότι η παραγραφή συνεπληρώθη". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παραπομπή στις αρχές της ιταλικής νομοθεσίας είναι γνήσια παραπομπή, δηλ. γίνεται με την έννοια ότι αυτές αποτελούν συμπληρωματικό κείμενο της παραπέμπουσας διάταξης, όπως ισχύουν κάθε φορά. Περαιτέρω ενόψει των παραπάνω διατάξεων για εισαγωγή της ελληνικής νομοθεσίας και του άρθρου 3 του ΕισΝΑΚ η πιο πάνω παραπομπή νοείται ότι γίνεται από την παραπάνω εισαγωγή του και εφεξής στις οικείες διατάξεις του ελληνικού ΑΚ. Από όλες αυτές τις διατάξεις συνάγονται, εκτός των άλλων, και τα εξής: α) ότι καθιερώνεται η έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με δεκαπενταετή νομή και β) ότι η καθιερούμενη κατά τ` άνω κτητική παραγραφή ισχύει ως προς το χρόνο αυτής και μετά την εισαγωγή της ελληνικής νομοθεσίας στη Δωδεκάνησο, ως προς τα λοιπά όμως στοιχεία, δηλ. τις προϋποθέσεις έναρξης, διαδρομής και συμπλήρωσης αυτής, εφαρμόζονται οι διατάξεις στις οποίες γίνεται παραπομπή. Επομένως ισχύουν: 1) από την παραπάνω με το υπ` αριθ. 132/1.9.1929 δ/γμα του Ιταλού Κυβερνήτη θέσπιση του Κτηματολογίου στη Δωδεκάνησο, οι περί νομής διατάξεις του ιταλικού Αστικού Κώδικα του 1865, που ίσχυε τότε, δηλ. οι διατάξεις των άρθρων 686 και 2106 αυτού, κατά τις οποίες η νομή είναι νόμιμη, όταν είναι συνεχής, αδιάκοπη, ειρηνική, δημόσια, όχι αμφίβολη και ασκείται με διάνοια να έχει κάποιος το πράγμα σαν δικό του, 2) από την εισαγωγή στη Δωδεκάνησο, με το υπ` αριθ. 170/1942 δ/γμα του Ιταλού Κυβερνήτη, του ιταλικού Αστικού Κώδικα του 1942 οι διατάξεις των άρθρων 1140 και 1158 του Κώδικα αυτού, κατά τις οποίες η κυριότητα αποκτάται και με την επί ορισμένα έτη συνεχιζόμενη νομή, δηλ. εξουσία πάνω στο πράγμα, η οποία εκδηλώνεται σε δραστηριότητα, που ανταποκρίνεται στην ενάσκηση της κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος και 3) από την εισαγωγή της ελληνικής νομοθεσίας στη Δωδεκάνησο (30.12.1947) οι διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα, που διαλαμβάνουν για τη νομή που οδηγεί στην έκτακτη χρησικτησία, δηλ. οι διατάξεις των άρθρων 974, 976 - 979 και 1045 ΑΚ, κατά τις οποίες αυτός που αποκτά τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) με διάνοια κυρίου και ασκεί αυτήν για ορισμένο χρόνο χρησιδεσπόζει επ` αυτού και αποκτά την κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία. Και κατά τις διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 και 1198 ΑΚ για την απόκτηση κυριότητος επί ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος ότι για κάποια νόμιμη αιτία μεταβιβάζεται η κυριότητα, υποκείμενη στον έγγραφο συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, που πρέπει να μεταγραφεί στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Τέλος, δάσος, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΛΧΝ`/1888 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο ν. 3077/1924 "περί δασικού κωδικός" και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του ν. 998/1979. Ειδικότερα κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 998/1979 "ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα, ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, ή να εξυπηρέτηση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος" (άρθρο 3 παρ. 1) και ως "δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχρός, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρέτηση μίαν ή περισσότερος των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών" (άρθρο 3 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασο-βιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης είναι αραιά. Κρίσιμη επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ1 αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος (ΑΕΔ 27/1999). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση. ΙΥ. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο , ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καίτοι ήταν εφαρμοστέος στην συγκεκριμένη περίπτωση βάσει των παραδοχών του, ή εφήρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που, με βάση τις ίδιες παραδοχές, δεν έπρεπε να εφαρμόσει. Και κατά την έννοια του εδαφίου 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 12-13/95). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση, ή στάθμιση, ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την εφαρμογή της εφαρμοσθείσης στην συγκεκριμένη περίπτωση ουσιαστικής διατάξεως, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο εδέχθη, ανελέγκτως, μετ` εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ` αριθμ. .../12.6.1984 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Καρπάθου ...... , νόμιμα μεταγεγραμμένο στον τόμο ΙΕ και αριθμό .. .... ..... στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καρπάθου, η Σ. σύζυγος Η. Λ. το γένος Ν. Χ. μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής κατά πλήρη κυριότητα στην θυγατέρα της ενάγουσα Ζ. Λ.-Δ. ένα αγροτικό ακίνητο έκτασης κατά νεότερη εμβαδομέτρηση 10.340 τ.μ., κείμενο στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Καρπάθου, το οποίο κατά τον άνω τίτλο εντοπίζεται "κάτωθεν του δρόμου και προς την θάλασσαν, έως Ε. Χ. και μεγάλον βράχον (........ .....)". Επίσης, με το υπ` αριθμ. .../12.6.1984 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένο στον τόμο ΙΕ και αριθμό ... στα ίδια βιβλία μεταγραφών, η Ε. Λ. το γένος Ν. Χ. μεταβίβασε λόγω δωρεάς κατά πλήρη κυριότητα στην εγγονή της ενάγουσα Ε. Δ. (θυγατέρα της Ζ. Λ.-Δ.) ένα αγροτικό ακίνητο έκτασης κατά νεότερη εμβαδομέτρηση 7.055 τ.μ., κείμενο στην ίδια θέση του Δήμου Καρπάθου, το οποίο κατά τον άνω τίτλο εντοπίζεται "άνωθεν του δρόμου, περιέχον ένα ελαιόδενδρο και στάβλον ερειπωμένον και άλωναν πλησίον Φ. Μ., Μ. Β. και Α. Ε.". Στην τελευταία, άμεση δικαιοπάροχο των εναγουσών (Ε. σύζυγο Η. Λ. το γένος Ν. Χ.) τα παραπάνω ακίνητα, που αποτελούσαν αρχικά ένα, ενιαίο αγρό, είχαν μεταβιβαστεί το έτος 1913 λόγω άτυπης προίκας, με το υπ` αριθμ. .../27.11.1913 προικοσύμφωνο, από τη μητέρα της Ζ. συζ. Ν. Χ. το γένος Ε. Μ., στην οποία είχε μεταβιβαστεί επίσης λόγω άτυπης προίκας οπό τον πατέρα της με το από 24.7.1837 προικοσύμφωνο συνταχθέντος προς τούτο του με επίκληση προσκομιζομένου σε φωτοαντίγραφα υπό ίδια ημεροχρονολογία (24.7.1837) ιδιωτικού εγγράφου. Η τελευταία (Ζ. συζ. Ν. Χ.) από την ανωτέρω ημεροχρονολογία 24.7.1837 νεμήθηκε το παραπάνω ενιαίο ακίνητο με διάνοια κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως, ασκώντας επ` αυτού τις στη φύση του και τον προορισμό του ως καλλιεργήσιμου αγρού διακατοχικές πράξεις νομής. Συγκεκριμένα, η Ζ. Χ. το καλλιεργούσε η ίδια και για λογαριασμό της τα μέλη της οικογένειας της, όπως τα αδέλφια της αλλά και τρίτα πρόσωπα για λογαριασμό της, όπως ο, Π. Μ., με σιτάρι και κριθάρι, δίδοντας παράλληλα την άδεια σε κτηνοτρόφους της περιοχής να βοσκούν τα ζώα τους σε αυτό, όπως στο μάρτυρα απόδειξης και εν γένει το συντηρούσε και γενικά το επέβλεπε και το φρόντιζε με διάνοια αποκλειστικής κυρίας αυτού, μέχρι το έτος 1913 που μεταβίβασε λόγω άτυπης προίκας στη θυγατέρα της Σ. Λ.. Η τελευταία έκτοτε τις ίδιες παραπάνω διακατοχικές πράξεις νομής, της άμεσης δικαιοπαρόχου μητέρας της, συνέχισε με διάνοια κυρίας μέχρι την 12.6.1984 που το μεταβίβασε κατά τα επιμέρους δυο διαιρετά τμήματα λόγω γονικής παροχής και δωρεάς στις ενάγουσες, Ζ. και Ε. Δ., θυγατέρα και εγγονή αυτής αντίστοιχα, δυνάμει των προμνημονευόμενων συμβολαίων. Μάλιστα, επειδή η Εκκλησιαστική επιτροπή προέβη αυθαίρετα και χωρίς δικαίωμα σε διαμόρφωση κατά το έτος 1969 εντός των ακινήτων των εναγουσών (ενιαίου τότε ακινήτου) μιας πλατείας για στάθμευση των αυτοκινήτων προσκυνητών εντός του ακινήτου παρακειμένου παρεκκλησίου της Παναγίας της Λαρνικιώτισσας, καθώς και σε κατασκευή οικίσκων για τοποθέτηση ηλεκτρογεννητριών ηλεκτροδότησης του παρεκκλησίου, -για τους οποίους παρά το γεγονός ότι η κατασκευή και τοποθέτηση έγινε μετά από προηγηθείσα προς την Σ. Λ. (άμεση δικαιοπάροχο εναγουσών) διαβεβαίωση των μελών της Εκκλησιαστικής Επιτροπής για τον προσωρινό τους χαρακτήρα, παρά ταύτα της εζήτησαν να καταβάλει ετήσιο μίσθωμα 500 δραχμών για το χώρο που τοποθετήθηκαν οι οικίσκοι-η Σ. Λ. άσκησε την από 26.9.1994 διεκδικητική αγωγή (από την οποία παραιτήθηκε στη συνέχεια). Παράλληλα απέστειλε και την από 17.6.2002 επιστολή διαμαρτυρίας προς τον ............................. ........ ...... , όπου υπάγεται εκκλησιαστικά η Δωδεκάνησος, για τις ως άνω παράνομες και χωρίς δικαίωμα διαταρακτικές πράξεις της νομής της από την Εκκλησιαστική επιτροπή και εντεύθεν της υπ` αυτής προσβολής της κυριότητας της στο ανωτέρω ακίνητο της. Επιπλέον με την από 6.3.2002 αίτησή της προς το τμήμα Υποδομών και Τεχνικών Εργων Καρπάθου ζητούσε τη διακοπή των εργασιών περίφραξης στο ακίνητο της από μπετόν και τσιμεντόλιθους, υποβάλλοντας ταυτόχρονα στο Α.Τ. Καρπάθου τις από 9.3.2002 και 28.6.2002 μηνύσεις σε βάρος των ενεργούντων τις εργασίες αυτές. Ενόψει των ανωτέρω προέκυψε ότι το ανωτέρω ακίνητο ουδέποτε ξέφυγε από τη συνεχή επίβλεψη και επιτήρηση των ανωτέρω δικαιοπαρόχων των εναγουσών που ελάμβαναν πάντοτε τα κατάλληλα μέτρα έναντι των τρίτων για την προστασία της διάνοια κυρίου νομής επί του ακινήτου τους, το οποίο πάντοτε μνημονευόταν στους τίτλους των γύρωθεν αυτού ιδιωτικών ακινήτων ως όμορη ιδιοκτησία. Οι ενάγουσες από την 12.6.1984 που απέκτησαν τα ακίνητα τους συνέχισαν να νέμονται με διάνοια κυρίου, η καθεμία το επιμέρους τμήμα που απέκτησε κατά κυριότητα κα δη το επέβλεπαν και γενικά το φρόντιζαν και το επιτηρούσαν και έτσι κατέστη η καθεμία κυρία του με τον παραπάνω παράγωγο τρόπο αφετέρου δε και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι έκτακτη χρησικτησία προσμετρώντας στο χρόνο νομής και το χρόνο νομής της άμεσης δικαιοπαρόχου τους Σ. Λ.. Η τελευταία κατά την 12.6.1984 που μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής και δωρεάς αντίστοιχα τα ακίνητα στις ενάγουσες, είχε καταστεί η ίδια κυρία των μεταβιβαζομένων ακινήτων, αφού τα νεμήθηκε με διάνοια κυρίου κατά τα προαναφερθέντα από το 1913 μέχρι και την 12.6.1984 ήτοι επί χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας (βλ. ΑΚ 1045). Είναι βέβαια γεγονός ότι μέσα στα ακίνητα αναπτύχθηκαν πεύκα, σχίνα και φρύγανα αυτό μόνο όμως το γεγονός δεν μπορεί, κατά την διάταξη του άρθρου 3 του ν. 998/1979, να χαρακτηρίσει τα εν λόγω ακίνητα ως δασική έκταση, όταν μάλιστα τα όμορα ακίνητα της όλης εδαφικής έκτασης που έχουν στην κυριότητά τους οι ενάγουσες είναι καλλιεργήσιμοι αγροί. Μετά ταύτα δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα της καταλυτικής, της αγωγής ένστασης του κυρίως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου εκ του οποίου αντλεί το δικαίωμα παραχώρησης ο εναγόμενος Ιερός Ναός, περί ιδίας κυριότητας ως δημόσιας δασικής έκτασης και επομένως παρανόμως και χωρίς δικαίωμα ο εναγόμενος προέβη σε εκχέρσωση εδαφικών τμημάτων, ήτοι, α) τμήματος του άνω ακινήτου της ενάγουσας Ζ. Δ. έκτασης 4.060 τ.μ. που συνορεύει βορειοδυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου, βορειοανατολικά με βράχο, ανατολικά με υπόλοιπο ακίνητο ενάγουσας και νοτιοδυτικά με αγροτική οδό πλάτους 5 μέτρων προς Πηγάδια και β) τμήματος του άνω ακινήτου της ενάγουσας Ε. Δ. έκτασης 4.150 τ.μ. που συνορεύει βορειοδυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου, βορειοανατολικά με αγροτική οδό πλάτους 5 μέτρων προς Πηγάδια, νοτιοανατολικά με υπόλοιπο ακίνητο ενάγουσας και δυτικά με αγροτικό δρόμο. Τούτο δε καθόσον γαίες φύσης "εραζί-εμιριέ ή ερζί-μιρί", δηλαδή δημόσιες γαίες, όπως και το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών (τεσσαρούφ) από της εποχής του τούρκου κατακτητή Σουλτάνου Σουλεϊμάν (1522 μ.χ.) μέχρι την ισχύ του ν. 2100/1952 (26.4.1952) δεν υπήρξαν ποτέ στα Δωδεκάνησα εκτός της Ρόδου και της Κω, που ο τούρκος κατακτητής τις είχε κυριεύσει με τη "σπάθη και το δόρυ". Στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως είναι η Κάρπαθος που δεν ήταν "δορυάλωτα" δηλαδή δεν είχαν κατακτηθεί με τα όπλα, ο τούρκος κατακτητής Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, όχι μόνο δεν δήμευσε γη, αλλά παραχώρησε δικαιώματα, με αποτέλεσμα όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών να ανήκουν στους ιδιοκτήτες τους "γαίες μούλκ" (βλ. Αχίλ. Κωνσταντινίδη "Αρζί-μψί και Ιστορία" Δωδ. Νομ. Επιθ. Τόμος 6ος, σελ. 1 επόμ., Γ. Παντελιδη "Η απόσβεση της ψιλής κυριότητας του Δημοσίου επί των παραχωρημένων δημοσίων γαιών" ό.π. τόμος 5ος σελ. 79 επ. Αλεξ. Καρανικόλα "Τα Συμιακά" τόμος Δ, σελ. 2, Εφ. Δωδ. 188/2005, 103/1999, 220/1997). Αλλωστε και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι τα ως άνω ακίνητα μέρος των οποίων αποτελούν τα επίδικα εδαφικά τμήματα έχουν τα χαρακτηριστικά δημόσιας γαίας (εραζί- εμιριέ), η άμεση δικαιοπάροχος των εναγουσών Σ. Λ., η οποία τα νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και τα καλλιεργούσε συνεχώς και αδιαταράκτως από τη 27.11.1913 μέχρι το έτος 1984 κατά τα προεκτιθέμενα του τα μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής και δωρεάς, στις ενάγουσες αντίστοιχα, δηλαδή τα καλλιεργούσε χρονικό διάστημα πλέον της δεκαετίας πριν τη 10.1.1949 που τέθηκε σε ισχύ στα Δωδεκάνησα ο α.ν. 1539Λ938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", είχε αποκτήσει τη 10.1.1949 δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) έναντι του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το αρθρ. 78 του από 17 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού νόμου περί γαιών. Ακολούθως με το άρθρο 9 του ν. 2100/1952 απέκτησε αυτοδικαίως χωρίς καμία άλλη διατύπωση, την πλήρη κυριότητα επ` αυτών (ακινήτων στην έκταση των οποίων συμπεριλαμβάνονται το επίδικα τμήματα) και αποσβέστηκε το δικαίωμα φίλης κυριότητας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απέκτησε όλη την ακίνητη περιουσία του Ιταλικού Κρότους στη Δωδεκάνησο με το αρθρ. 1 του παραρτήματος XIV της από 20.2.1947 συνθήκης των Παρισίων μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το ν.δ. 423/1947".
Ακολούθως, το Εφετείο, κατ` επικύρωση της πρωτοδίκου αποφάσεως, έκρινε ότι οι ενάγουσες κατέστησαν κυρίες των επιδίκων ακινήτων, κατά παράγωγο τρόπο, ήτοι διά της προς αυτούς μεταβιβάσεως της κυριότητος από την άμεση δικαιοπάροχο τους Σ. Λ. με τα στην απόφαση αναφερόμενα συμβολαιογραφικά έγγραφα, νομίμως μεταγραφέντα, λόγω γονικής παροχής και δωρεάς (προς την πρώτη και την δεύτερη ενάγουσα αντίστοιχα), η οποία άμεση δικαιοπάροχος απέκτησε την επ` αυτών κυριότητα διά της συνεχούς νομής, ως καλλιεργησίμων εκτάσεων από του έτους 1913 μέχρι της γενομένης μεταβιβάσεως. Με αυτά που εδέχθη το Εφετείο και έτσι, όπως έκρινε, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφαση του νομίμου βάσεως, αφού εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τα, κατά νόμο, γενεσιουργά των επιδίκων δικαιωμάτων κυριότητος των εναγουσών περιστατικά, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας των άνω ουσιαστικών διατάξεων, τις οποίες το Εφετείο ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, ούτε και κάποια άλλη ουσιαστική διάταξη.
Ειδικότερα, εδέχθη ότι η άμεση δικαιοπάροχος των εναγουσών Σ. Λ. βρισκόταν συνεχώς στη νομή και κατοχή των επιδίκων, που ήσαν, κατά τις σχετικές παραδοχές, καλλιεργήσιμοι αγροί και όχι δημόσια δασική έκταση, ήδη από του έτους 1913 μέχρι της προς τις εναγόμενες μεταβιβάσεως της κυριότητος με τα προαναφερόμενα συμβόλαια. Ειδικότερα δε δεν υπάρχει ανεπάρκεια στην αιτιολογία ως προς την αποφατική περί της ιδιότητος των επιδίκων ως δασικών εκτάσεων δικανική κρίση, αφού το Εφετείο εδέχθη ότι τα επίδικα ήδη από του έτους 1913 ήσαν καλλιεργήσιμοι αγροί, από δε το σύνολο των παραδοχών, μεταξύ των οποίων και εκείνη κατά την οποία τα επίδικα γειτνιάζουν με ιδιωτικές εκτάσεις, προκύπτει ότι αυτά δεν ευρίσκονται σε περιοχή που έχει ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα το δασικό οικοσύστημα, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της εννοίας του δάσους και της δασικής εκτάσεως. Επομένως οι περί του αντιθέτου από τους αριθμούς 1 και 19 αιτιάσεις που προβάλλονται με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος, δεύτερο και έβδομο λόγο αναιρέσεως, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Η με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως , κατά το πρώτο μέρος προβαλλόμενη αιτίαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στην παραβίαση των περί συστάσεως προικός των διατάξεων του προϊσχύσαντος β.ρ.δ., αλυσιτελώς προβάλλεται και ως τοιαύτη είναι απορριπτέα, γιατί η παραδοχή του Εφετείου ότι η άμεση δικαιοπάροχος των εναγουσών έγινε κυρία των επιδίκων με χρησικτησία επαρκώς στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Υ. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, έως 341 και 346 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας είναι υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, τα οποία είναι χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση (με τεκμήρια) απόδειξη γεγονότων, που συγκροτούν ισχυρισμό λυσιτελή, δηλαδή που επιδρούν στο διατακτικό, παραδεκτό και νόμω βάσιμο ή ισχυρισμό περί αρχής εγγράφου αποδείξεως (Ολ.ΑΠ 13/1982). Και έχει μεν την υποχρέωση, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις και εκείνες του άρθρου 93§3 του Συντάγματος, να αιτιολογήσει την απόφαση του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία και αξιολόγηση εκάστου αποδεικτικού μέσου, αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι προς σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως προσεκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι. Πάντως, η γενική αναφορά της λήψεως υπόψη όλων των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν με επίκληση, δεν αποκλείει την ίδρυση του λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 11γ του ΚΠολΔ για κάποιο αποδεικτικό μέσο που έχει ουσιώδη σημασία για την έκβαση της δίκης, όταν από το περιεχόμενο της αποφάσεως δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδη έγγραφα που οι αναιρεσείουσες νομίμως προσεκόμισαν και επικαλέσθηκαν με τις προτάσεις των στο Εφετείο μέχρι του πέρατος της συζητήσεως, μετά την οποία εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, η λήψη των οποίων θα επηρέαζε το διατακτικό της αποφάσεως υπέρ των απόψεων των, και ειδικότερα το από 7/5/1955 προικοσύμφωνο της αμέσου δικαιοπαρόχου των εναγουσών προς την εγγονή της δεύτερη εξ` αυτών. Από την στην προσβαλλομένη, όμως, απόφαση ενυπάρχουσα διαβεβαίωση, ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα νομίμως μετ` επικλήσεως από τους διαδίκους προσκομισθέντα έγγραφα, προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι το Εφετείο προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, συνεξετίμησε και το προαναφερόμενο έγγραφο. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 559 αριθμ. 11γ ΚΠολΔ άνω λόγος αναιρέσεως (έκτος, κατά το πρώτο μέρος), είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΛΟΓΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24/8/2009 αίτηση του ................. .......... ..... κατά της Ζ. Δ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ` αριθμ. 62/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
τηνισχύ του αστικού κώδικα. Έννοια δημόσιων γαιών. Η μεταβίβαση αυτών από το Οθωμανικό δημόσιο σε ιδιώτες. Το δικαίωμα διηνέκους εξουσιάσεως («τεσσαρούφ»), επί της παραχωρηθείσας δημόσιας εκτάσεως. Η απόκτηση του δικαιώματος αυτού με τη δεκαετή εξουσίαση του δημόσιου κτήματος. Η κατά τον τρόπο αυτό κτήση κυριότητας επί δημόσιας γης ισχύει και κατά του Δημοσίου, εφόσον αυτή έχει συμπληρωθεί πριν από την ισχύ στη Δωδεκάνησο του α.ν. 1539/1938, ήτοι μέχρι την 10-1-1949, ενώ μετά την χρονολογία αυτή απαγορεύεται η παραγραφή οποιουδήποτε δικαιώματος του Δημοσίου επί ακινήτου. Δημόσιες γαίες, όπως και το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί αυτών (τεσσαρούφ) μέχρι την ισχύ του ν. 2100/1952, δεν υφίστατο στα Δωδεκάνησα πλην της Ρόδου και της Κω. Η παραπομπή στις αρχές της ιταλικής νομοθεσίας. Πρόκειται για συμπληρωματικό κείμενο της παραπέμπουσας διάταξης. Δασική έκταση. Έννοια. Πολιτική δικονομία. Διεκδικητική αγωγή ακινήτου. Στοιχεία για το ορισμένο αυτής. Νομική και ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής. Έννοια. Στοιχειοθέτηση των κατά περίπτωση αναιρετικών λόγων. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ` αριθμ. 62/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Αριθμός 822/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Δημάδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, Δημήτριο Μαζαράκη, Χαράλαμπο Αθανασίου και Νικόλαο Μπιχάκης, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Απριλίου 2012, με την παρουσία και της γραμματέως Φωτεινής Σαμέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: ..... .. ... .. ... ... ... , νόμιμα εκπροσωπούμενου, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παντελή Αποστολά.
Των αναιρεσίβλητων: 1. Ζ. συζ. Ε. Δ., το γένος Η. Λ. και 2. Ε. Δ. του Ε., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Παπασπύρου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε, α) με την από 14-10-2004 αγωγή της Ζ. Δ., β) την από 15-7-2002 αγωγή της Ε. Δ., γ) τις από 17-12-2004 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 11/2005 και 12/2005 αντίστοιχα προσεπικλήσεις του Ιερού Ναού .......... ............ ..... και δ) τις από 8-9-2005 και με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 979/2005 και 980/2005 αντίστοιχα κύριες παρεμβάσεις του Ελληνικού Δημοσίου, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου και συνεκδικάσθηκαν.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 143/2006 (που διορθώθηκε με την υπ` αριθμ. 284/2006) του ίδιου Δικαστηρίου και 62/2009 του Εφετείου Δωδεκανήσου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24-8-2009 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Δημάδης ανέγνωσε την από 29-3-2012 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή, κατά τα άρθρα 111 παρ. 2, 118 παρ. 4 και 216 Κ.Πολ.Δ., για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων, την σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον εναγόμενο η ευχέρεια να αμυνθεί και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του κατά νόμο βάσιμου αυτής. Ειδικότερα, επί διεκδικητικής ακινήτου αγωγής, ερειδομένης επί παραγώγου τρόπου κτήσεως της κυριότητος πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο της τα γενεσιουργά της κυριότητος του ενάγοντος επί των διεκδικουμένων πραγμάτων περιστατικά, αλλά και ακριβής αυτών περιγραφή σε βαθμό που επαρκώς να προσδιορίζεται η ταυτότητα των και να μην υφίσταται αμφιβολία περί αυτής. Εξάλλου, η μεν νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνος ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο της ουσίας για την κρίση του ως προς την νομική βασιμότητα της αγωγής είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, είτε αρκέσθηκε σε ολιγότερα, ενώ αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν αναφέρονται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για την θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος, ελέγχεται ως παραβίαση από το άρθρο 559 8 ή 14 του ΚΠολΔ.
Σε κάθε, όμως, περίπτωση για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο λόγος αναιρέσεως γιατί το Εφετείο εσφαλμένως εδέχθη την αγωγή ως νόμιμη, ενώ ήταν μη νόμιμη ή γιατί εσφαλμένως δεν την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω ποσοτικής αοριστίας πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθμ. 4 566 παρ.1 και 577 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να αναφέρονται στο έγγραφο της αναιρέσεως τα περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική της βάση (ΑΠ 105/2000). Η δε αοριστία του δικογράφου της αναιρέσεως, δεν μπορεί να συμπληρωθεί διά της παραπομπής σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (Ολ.ΑΠ 32/1996). Επιπροσθέτως, για να δημιουργηθεί λόγος αναιρέσεως λόγω νομικής ή ποσοτικής αοριστίας του δικογράφου της αγωγής, πρέπει να έχουν προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός δεν είναι από εκείνους, οι οποίοι, κατ` εξαίρεση, λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορούν την δημοσία τάξη. Επομένως, για να είναι ορισμένος και άρα παραδεκτός ο σχετικός λόγος αναιρέσεως, πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται είχε νομίμως προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας (ΟλΑΠ 15/2002).
Στην προκειμένη περίπτωση με τους τρίτο και τέταρτο λόγους αναιρέσεως προβάλλεται η αιτίαση από τους αριθμούς 1 και 14, αντιστοίχως, του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο εσφαλμένως δεν απέρριψε τις αγωγές των αναιρεσιβλήτων ως μη νόμιμες, καθώς και ως απαράδεκτες λόγω ποσοτικής αοριστίας. Οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως, στους οποίους δεν αναφέρεται το περιεχόμενο των ενδίκων αγωγών που εκρίθησαν από το Εφετείο ως νόμιμες και ορισμένες, είναι απαράδεκτοι λόγω αοριστίας. Παρεκτός του ότι η αιτίαση ότι παρά το νόμο το Εφετείο δεν απέρριψε τις ένδικες αγωγές των αναιρεσιβλήτων ως απαράδεκτες λόγω ποσοτικής αοριστίας, είναι και αβάσιμος, διότι όπως προκύπτει από τα δικόγραφα αυτών, διαλαμβάνονται σε αυτές με πληρότητα όλα τα γενεσιουργά της κυριότητος των εναγουσών επί των επιδίκων εκτάσεων κατά τρόπο παράγωγο περιστατικά, ήτοι με τα σε αυτές αναφερόμενα συμβόλαια γονικής παροχής και δωρεάς για την πρώτη και την δεύτερη ενάγουσα, αντιστοίχως, νομίμως μεταγραφέντα, από πρόσωπο πρωτοτύπως αποκτήσαν την κυριότητα διά της υπέρ την τριακονταετία νομής επ` αυτών, τόσο κατά τις διατάξεις της στην περιοχή της Δωδεκανήσου ισχυούσης νομοθεσίας μέχρι της Εισαγωγής του Αστικού Κωδικός, όσον και κατά τις διατάξεις του τελευταίου. Ειδικώς δε, όσον αφορά στην προβαλλόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δια του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, αυτή απαραδέκτως προβάλλεται και για τον πρόσθετο λόγο, ότι για πρώτη φορά στον Αρειο Πάγο, γίνεται επίκληση της μη νομιμότητος της αγωγής των αναιρεσιβλήτων, όπως τούτο προκύπτει από το αναιρετήριο και από την παραδεκτώς γενομένη από τον Αρειο Πάγο κατ` άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως του αναίρεσε ιόντος ως εναγομένου.
II. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη του πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" δε κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής κυρίας παρεμβάσεως, ενστάσεως ή αντενστάσεως (Ολ.ΑΠ. 3/1997).
Συνεπώς δεν είναι πράγματα με την πιο πάνω έννοια, η άρνηση της αγωγής και τα πάσης φύσεως πραγματικά επιχειρήματα που αντλούν οι διάδικοι από την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, καθώς και η επίκληση των κανόνων δικαίου και τα νομικά επιχειρήματα. Ως "πράγματα" κατά την ανωτέρω έννοια είναι και οι λόγοι εφέσεως, εφ` όσον σε αυτούς περιέχονται αυτοτελείς ισχυρισμοί ασκούντες ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό, τον οποίο απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό. Περαιτέρω, η επιλογή του εκάστοτε εφαρμοστέου ουσιαστικού κανόνος δικαίου στα πλαίσια του υπαγωγικού συλλογισμού, είναι έργο του δικαστηρίου της ουσίας, δυναμένου να υπαγάγει τα διά της αγωγής, ανταγωγής ή κυρίας παρεμβάσεως επικαλούμενα περιστατικά, οριοθετούντα και το αντικείμενο της δίκης, στον προσήκοντα κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, δεν υπάρχει ανεπίτρεπτη από το δικαστήριο της ουσίας μεταβολή της ιστορικής βάσεως της αγωγής, και επομένως δεν ιδρύεται ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος στην περίπτωση κατά την οποία προσδίδεται ο προσήκον νομικός χαρακτηρισμός στα υπό του διαδίκου επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά.
Στην προκειμένη περίπτωση με τους πέμπτο και τον έκτο, κατά το δεύτερο μέρος, λόγους αναιρέσεως προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια από τους αριθμούς 8α και 9 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ., πράγματι όμως από τον αριθμό 8α, διότι το Εφετείο: 1. έλαβε υπόψη περιστατικά μη διαλαμβανόμενα στην ιστορική βάση της αγωγής των εναγουσών αναιρεσιβλήτων και ειδικότερα α) εκείνα του πρωτοτύπου τρόπου κτήσεως της κυριότητος επί των επιδίκων, ήτοι της εκτάκτου χρησικτησίας, από την άμεσο αυτών δικαιοπαρόχου Σ. Λ., η οποία με τα υπ` αριθμ. .../1984 και .../1984 συμβόλαια δωρεάς και γονικής παροχής του συμβολαιογράφου Καρπάθου ..... .. ..... μετεβίβασε σ` αυτές την κυριότητα επί των επιδίκων ακινήτων, β)εκείνα που θεμελιώνουν το κατά το άρθρο 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών της 7 Ραμαζάν δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως. `Όπως, όμως, προκύπτει από το παραδεκτώς επισκοπούμενο από τον Αρειο Πάγο δικόγραφο της αγωγής των αναιρεσειβλήτων, γίνεται επίκληση της νομής εκτάκτου χρησικτησίας επί των επιδίκων από την ανωτέρω άμεση αυτών δικαιοπάροχο, αφού αυτή, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή κατ` εκτίμηση του δικογράφου της , νεμόταν τα επίδικα, διά της ασκήσεως επ` αυτών όλων των προσηκουσών στη φύση τους διακατοχικών πράξεων, ήδη από του έτους 1913 μέχρι την προς τις αναιρεσίβλητες μεταβίβαση της κυριότητος, το έτος 1984. Επίσης, μνημονεύεται στην ίδια αγωγή και η επί συνεχή δεκαετία, αρχομένη από του έτους 1913 εξουσίαση από την ίδια δικαιοπάροχο των επιδίκων, ως καλλιεργησίμων και όχι ως δασικών εκτάσεων, διά της καλλιέργειας των, συνιστώσα και αυτή (εξουσίαση) κατά την επάλληλη αιτιολογία της αποφάσεως, λόγο κτήσεως της κυριότητος από την ίδια δικαιοπάροχο με πρωτότυπο τρόπο. Δεν ήταν δε απαραίτητο να αναφέρεται στην αγωγή ούτε ο προσήκον νομικός χαρακτηρισμός της εξουσιάσεως αυτή ούτε και η ανωτέρω διάταξη του Οθωμανικού δικαίου. Επομένως, οι αμέσως ανωτέρω αιτιάσεις είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Περαιτέρω, η διά του ιδίου (πέμπτου) λόγου αναιρέσεως αποδιδομένη στην προσβαλλομένη απόφαση πλημμέλεια από τον αριθμό 8α του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, διότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τον, μη διαλαμβανόμενο στην ίδια αγωγή, ισχυρισμό περί της νομής τακτικής χρησικτησίας από τις αναιρεσίβλητες μετά το έτος 1984, αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι η παραδοχή του Εφετείου ότι οι αναιρεσίβλητες απέκτησαν την κυριότητα επί των επιδίκων κατά τρόπο παράγωγο από πρόσωπο πρωτοτύπως αποκτήσαν την επ` αυτών κυριότητα, επαρκώς στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου μάλιστα και του γεγονότος ότι το Εφετείο δεν ασχολήθηκε με την έρευνα κάποιου καταλυτικού της κυριότητος ισχυρισμού μετά το έτος 1984 και μέχρι την άσκηση της αγωγής, όλως δε πλεοναστικώς μνημονεύεται στην απόφαση και τακτική χρησικτησία ως τρόπος κτήσεως της κυριότητος. Η στον έκτο λόγο, κατά το δεύτερο μέρος, λόγο διαλαμβανομένη αιτίαση από τον αριθμό 8β του ιδίου άρθρου διότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό ότι από του έτους 1955 και μετά η άμεση δικαιοπάροχος των εναγουσών δεν ήταν νομέας των επιδίκων είναι απαράδεκτη και απορριπτέα, διότι δεν συνιστά ένσταση, αλλά άρνηση των ενδίκων αγωγών, σε κάθε δε περίπτωση είναι και αβάσιμη, διότι το Εφετείο με το να δεχθεί ότι η δικαιοπάροχος των εναγουσών μέχρι την προς αυτές μεταβίβαση των επιδίκων ήταν νομέας αυτών εκ του πράγματος τον έλαβε υπόψη και τον απέρριψε.
III. Επειδή, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 4 του Κτηματολογικού Κανονισμού, που κυρώθηκε με το υπ` αριθ. 132/29 διάταγμα του Ιταλού Κυβερνήτη στη Δωδεκάνησο και διατηρήθηκε σε ισχύ ως τοπικό δίκαιο και μετά την προσάρτηση της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα, δυνάμει του άρθρου 8 παρ. 2 του από 30.12.47 ισχύοντος νόμου 510/47, διατηρείται κατ` αρχήν η διάκριση των γαιών σε κατηγορίες. α) δημοσίων γαιών (εραζί-εμιριέ, μιρί κλπ.), β)ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ) και γ) βακουφίων, όπως είχε κατά το προϊσχύσαν την Δωδεκάνησο Οθωμανικό Δίκαιο. Ως δημόσια κτήματα (γαίαι) της κατηγορίας "εραζί-εμιριέ" θεωρούνται οι γαίες που είχαν παραχωρηθεί κάποτε σε ιδιώτες με παραχωρητήρια (ταπία) μόνο για την ωφέλιμη κυριότητα "τεσσαρούφ" καθώς και εκείνες οι οποίες λόγω ελλείψεως τίτλου, θέλουν αναγνωρισθεί και ταξινομηθεί από τα όργανα του Κτηματολογίου κατά την ενέργεια της βεβαιώσεως, στην ανωτέρω κατηγορία, οπότε η καταγραφή αυτή, μετά την παρέλευση των προθεσμιών του άρθρου 37 και 39, καθίσταται αμετάκλητη (άρθ. 61 εδ. β`). Κατά δε το άρθρο 63 παρ. 5 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού δεν συγχωρείται εις βάρος των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων η παραγραφή της πλήρους ή ψιλής κυριότητας ως προς τις γαίες "μιρί ή εραζί-εμιριέ". Από το τελευταίο αυτό άρθρο συνδυαζόμενο και προς το άρθ. 4 εδάφ. στ με το οποίο, προβλέπεται η από της ισχύος του Κανονισμού παραχώρηση της ωφέλιμης κυριότητας των δημοσίων περιουσιακών κτημάτων μόνο με πράξη του Κυβερνήτη, σαφώς συνάγεται ότι επιτρέπεται πλέον μόνο η παραγραφή (κτητική) του δικαιώματος ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) των δημοσίων κτημάτων και μάλιστα οπωσδήποτε αυτών που έχουν παραχωρηθεί, ενώ αντιθέτως δεν συγχωρείται η παραγραφή του δικαιώματος ψιλής κυριότητας των ίδιων κτημάτων. Με το άρθρο όμως 65 του ίδιου Κτηματολογικού Κανονισμού ορίσθηκε ότι τα δημόσια κτήματα οποτεδήποτε και αν αναγνωρίσθηκαν ως τέτοια, ακόμη και αν η παραχώρηση τους σε ιδιώτες έγινε μετά την ιταλική κατάληψη των νήσων του Αιγαίου (1912), εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του Οθωμανικού δικαίου, που ίσχυε κατά τον χρόνο της κατάληψης, εφόσον συμβιβάζονται προς τις παρούσες κτηματολογικές διατάξεις. Επομένως, ισχύει για τα ανωτέρω κτήματα και το άρθρο 78 του από 7 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού νόμου περί γαιών, με το οποίο αναγνωρίζεται δικαίωμα ανάλογο προς την χρησικτησία, κατ` εξαίρεση των διατάξεων του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, οι οποίες δεν αναγνωρίζουν τον θεσμό της χρησικτησίας, ως κτητική παραγραφή, και μάλιστα με περιεχόμενο όμοιο μ` εκείνο που αποκτάται με έκδοση τίτλου και παραχώρηση από το Δημόσιο (τεσσαρούφ), αφού η ανωτέρω διάταξη ορίζει ότι εκείνος ο οποίος έχει εξουσιάσει και καλλιεργήσει για 10 συνεχή έτη, χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, δημόσιες γαίες (εραζί-εμιριέ) όχι όμως βακουφικές, αποκτά επ` αυτών δικαίωμα διηνεκούς εγκαταστάσεως, νομιμοποιούμενος στην δημιουργηθείσα και υφιστάμενη πραγματική κατάσταση (δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητας). Ετσι και μετά την ισχύ του Κτηματολογικού Κανονισμού στην Δωδεκάνησο είναι κατά νόμο δυνατή η απόκτηση δικαιώματος "τεσσαρούφ" επί δημοσίου κτήματος όχι μόνο με παραχώρηση από το Κράτος (τον Κυβερνήτη) αλλά και με δεκαετή εξουσίασή του, και μάλιστα χωρίς να είναι απαραίτητο, στη δεύτερη περίπτωση, να έχει αυτό παραχωρηθεί προηγουμένως σε ιδιώτη και να έχει καταγραφεί η σχετική πράξη στο κτηματολόγιο. Η δεκαετής όμως εξουσίαση, μετατραπείσα σε πλήρες δικαίωμα κυριότητος με βάση την ρητή διάταξη του άρθρου 9 ν. 2100/1952, έπρεπε να είχε συμπληρωθεί μέχρι την 10/1/1949, ημερομηνία ενάρξεως εφαρμογής του α.ν. 1539/1938 και για την περιοχή της Δωδεκανήσου, σύμφωνα με το Β.Δ/γμα της 31.12.48/10.1.49, διότι έκτοτε τα δημόσια κτήματα ήσαν ανεπίδεκτα νομής χρησικτησίας. Το δικαίωμα δε αυτό διηνεκούς εξουσιάσεως μετατράπηκε σε πλήρες δικαίωμα κυριότητος με βάση την ρητή διάταξη του άρθρου 9 του ν.2100/1952. Εξ` άλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 στοιχ. α` του ν. 510/1947, που ισχύει κατά το άρθρο 14 αυτού από τη δημοσίευση του στην ΕτΚ (30.12.1947), εισάγονται στη Δωδεκάνησο ο Αστικός Κωδικός, ο Εισαγωγικός Νόμος του ΑΚ και το ν.δ. 7/10.5.1945 "περί αποκαταστάσεως του Αστικού Κωδικός και του Εισαγωγικού αυτού Νόμου", κατά δε το άρθρο 8 του παραπάνω ν. 510/1947, οι διατάξεις περί Κτηματολογίου, που ίσχυαν ήδη στη Δωδεκάνησο, διατηρούνται σε ισχύ, επομένως και η του άρθρου 63 του υπ` αριθ. 132/1.9.1929 δ/τος του Ιταλού Κυβερνήτη, το οποίο ορίζει ότι "κατά των εγγραφών του Κτηματικού Βιβλίου, των αφορωσών ακίνητα, ελευθέρας ιδιοκτησίας (μουλκ), συγχωρείται η παραγραφή, κατά τας αρχάς της ιταλικής νομοθεσίας, μετά δεκαπενταετίαν από τη επισυμβάσης εγγραφής", προς δε και ότι "ο νομεύς, όστις εχρησιδέσποσε, δύναται να επιτυχή την εγγραφήν του δικαιώματος είτε δια δικαστικής αποφάσεως, αναγνωριζούσης έναντι του εγγεγραμμένου τιτλούχου ή των κληρονόμων του ή, εν ελλείψει τούτων, του Διευθυντού του Κτηματολογικού Γραφείου ότι η παραγραφή συνεπληρώθη". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η παραπομπή στις αρχές της ιταλικής νομοθεσίας είναι γνήσια παραπομπή, δηλ. γίνεται με την έννοια ότι αυτές αποτελούν συμπληρωματικό κείμενο της παραπέμπουσας διάταξης, όπως ισχύουν κάθε φορά. Περαιτέρω ενόψει των παραπάνω διατάξεων για εισαγωγή της ελληνικής νομοθεσίας και του άρθρου 3 του ΕισΝΑΚ η πιο πάνω παραπομπή νοείται ότι γίνεται από την παραπάνω εισαγωγή του και εφεξής στις οικείες διατάξεις του ελληνικού ΑΚ. Από όλες αυτές τις διατάξεις συνάγονται, εκτός των άλλων, και τα εξής: α) ότι καθιερώνεται η έκτακτη χρησικτησία (κτητική παραγραφή) με δεκαπενταετή νομή και β) ότι η καθιερούμενη κατά τ` άνω κτητική παραγραφή ισχύει ως προς το χρόνο αυτής και μετά την εισαγωγή της ελληνικής νομοθεσίας στη Δωδεκάνησο, ως προς τα λοιπά όμως στοιχεία, δηλ. τις προϋποθέσεις έναρξης, διαδρομής και συμπλήρωσης αυτής, εφαρμόζονται οι διατάξεις στις οποίες γίνεται παραπομπή. Επομένως ισχύουν: 1) από την παραπάνω με το υπ` αριθ. 132/1.9.1929 δ/γμα του Ιταλού Κυβερνήτη θέσπιση του Κτηματολογίου στη Δωδεκάνησο, οι περί νομής διατάξεις του ιταλικού Αστικού Κώδικα του 1865, που ίσχυε τότε, δηλ. οι διατάξεις των άρθρων 686 και 2106 αυτού, κατά τις οποίες η νομή είναι νόμιμη, όταν είναι συνεχής, αδιάκοπη, ειρηνική, δημόσια, όχι αμφίβολη και ασκείται με διάνοια να έχει κάποιος το πράγμα σαν δικό του, 2) από την εισαγωγή στη Δωδεκάνησο, με το υπ` αριθ. 170/1942 δ/γμα του Ιταλού Κυβερνήτη, του ιταλικού Αστικού Κώδικα του 1942 οι διατάξεις των άρθρων 1140 και 1158 του Κώδικα αυτού, κατά τις οποίες η κυριότητα αποκτάται και με την επί ορισμένα έτη συνεχιζόμενη νομή, δηλ. εξουσία πάνω στο πράγμα, η οποία εκδηλώνεται σε δραστηριότητα, που ανταποκρίνεται στην ενάσκηση της κυριότητας ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος και 3) από την εισαγωγή της ελληνικής νομοθεσίας στη Δωδεκάνησο (30.12.1947) οι διατάξεις του ελληνικού Αστικού Κώδικα, που διαλαμβάνουν για τη νομή που οδηγεί στην έκτακτη χρησικτησία, δηλ. οι διατάξεις των άρθρων 974, 976 - 979 και 1045 ΑΚ, κατά τις οποίες αυτός που αποκτά τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κατοχή) με διάνοια κυρίου και ασκεί αυτήν για ορισμένο χρόνο χρησιδεσπόζει επ` αυτού και αποκτά την κυριότητα με έκτακτη χρησικτησία. Και κατά τις διατάξεις των άρθρων 1033, 1192 και 1198 ΑΚ για την απόκτηση κυριότητος επί ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος ότι για κάποια νόμιμη αιτία μεταβιβάζεται η κυριότητα, υποκείμενη στον έγγραφο συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, που πρέπει να μεταγραφεί στα οικεία βιβλία μεταγραφών. Τέλος, δάσος, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του ν. ΛΧΝ`/1888 "περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών", η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο ν. 3077/1924 "περί δασικού κωδικός" και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του ν. 998/1979. Ειδικότερα κατά την έννοια των διατάξεων του ν. 998/1979 "ως δάσος νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, η οποία καλύπτεται εν όλω ή σποραδικώς υπό αγρίων ξυλωδών φυτών οιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, αποτελούντων ως εκ της μεταξύ των αποστάσεως και αλληλεπιδράσεως οργανικήν ενότητα και η οποία δύναται να προσφέρη προϊόντα εκ των άνω φυτών εξαγόμενα, ή να συμβάλη εις την διατήρησιν της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας, ή να εξυπηρέτηση την διαβίωσιν του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος" (άρθρο 3 παρ. 1) και ως "δασική έκτασις νοείται πάσα έκτασις της επιφανείας του εδάφους, καλυπτόμενη υπό αραιάς ή πενιχρός, υψηλής ή θαμνώδους ξυλώδους βλαστήσεως, οιασδήποτε διαπλάσεως και δυναμένη να εξυπηρέτηση μίαν ή περισσότερος των εν τη προηγουμένη παραγράφω λειτουργιών" (άρθρο 3 παρ. 2). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασο-βιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης είναι αραιά. Κρίσιμη επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ1 αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος (ΑΕΔ 27/1999). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση. ΙΥ. Επειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 1 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο , ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ευθεία παραβίαση κανόνος ουσιαστικού δικαίου υπάρχει όταν το δικαστήριο παρέλειψε να εφαρμόσει κανόνα ουσιαστικού δικαίου, καίτοι ήταν εφαρμοστέος στην συγκεκριμένη περίπτωση βάσει των παραδοχών του, ή εφήρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που, με βάση τις ίδιες παραδοχές, δεν έπρεπε να εφαρμόσει. Και κατά την έννοια του εδαφίου 19 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ. λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν, ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 12-13/95). Ο αναιρετικός αυτός λόγος δεν ιδρύεται, όταν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας περιέχει ελλείψεις στην αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και μάλιστα στην ανάλυση, ή στάθμιση, ή αιτιολόγηση του πορίσματος που προκύπτει από αυτές, εφόσον το αποδεικτικό πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, αλλά όταν οι ελλείψεις αναφέρονται στα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και είναι αναγκαία για την εφαρμογή της εφαρμοσθείσης στην συγκεκριμένη περίπτωση ουσιαστικής διατάξεως, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας της.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο εδέχθη, ανελέγκτως, μετ` εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με το υπ` αριθμ. .../12.6.1984 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Καρπάθου ...... , νόμιμα μεταγεγραμμένο στον τόμο ΙΕ και αριθμό .. .... ..... στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Καρπάθου, η Σ. σύζυγος Η. Λ. το γένος Ν. Χ. μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής κατά πλήρη κυριότητα στην θυγατέρα της ενάγουσα Ζ. Λ.-Δ. ένα αγροτικό ακίνητο έκτασης κατά νεότερη εμβαδομέτρηση 10.340 τ.μ., κείμενο στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Καρπάθου, το οποίο κατά τον άνω τίτλο εντοπίζεται "κάτωθεν του δρόμου και προς την θάλασσαν, έως Ε. Χ. και μεγάλον βράχον (........ .....)". Επίσης, με το υπ` αριθμ. .../12.6.1984 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου συμβολαιογράφου, νόμιμα μεταγεγραμμένο στον τόμο ΙΕ και αριθμό ... στα ίδια βιβλία μεταγραφών, η Ε. Λ. το γένος Ν. Χ. μεταβίβασε λόγω δωρεάς κατά πλήρη κυριότητα στην εγγονή της ενάγουσα Ε. Δ. (θυγατέρα της Ζ. Λ.-Δ.) ένα αγροτικό ακίνητο έκτασης κατά νεότερη εμβαδομέτρηση 7.055 τ.μ., κείμενο στην ίδια θέση του Δήμου Καρπάθου, το οποίο κατά τον άνω τίτλο εντοπίζεται "άνωθεν του δρόμου, περιέχον ένα ελαιόδενδρο και στάβλον ερειπωμένον και άλωναν πλησίον Φ. Μ., Μ. Β. και Α. Ε.". Στην τελευταία, άμεση δικαιοπάροχο των εναγουσών (Ε. σύζυγο Η. Λ. το γένος Ν. Χ.) τα παραπάνω ακίνητα, που αποτελούσαν αρχικά ένα, ενιαίο αγρό, είχαν μεταβιβαστεί το έτος 1913 λόγω άτυπης προίκας, με το υπ` αριθμ. .../27.11.1913 προικοσύμφωνο, από τη μητέρα της Ζ. συζ. Ν. Χ. το γένος Ε. Μ., στην οποία είχε μεταβιβαστεί επίσης λόγω άτυπης προίκας οπό τον πατέρα της με το από 24.7.1837 προικοσύμφωνο συνταχθέντος προς τούτο του με επίκληση προσκομιζομένου σε φωτοαντίγραφα υπό ίδια ημεροχρονολογία (24.7.1837) ιδιωτικού εγγράφου. Η τελευταία (Ζ. συζ. Ν. Χ.) από την ανωτέρω ημεροχρονολογία 24.7.1837 νεμήθηκε το παραπάνω ενιαίο ακίνητο με διάνοια κυρίου, συνεχώς και αδιαλείπτως, ασκώντας επ` αυτού τις στη φύση του και τον προορισμό του ως καλλιεργήσιμου αγρού διακατοχικές πράξεις νομής. Συγκεκριμένα, η Ζ. Χ. το καλλιεργούσε η ίδια και για λογαριασμό της τα μέλη της οικογένειας της, όπως τα αδέλφια της αλλά και τρίτα πρόσωπα για λογαριασμό της, όπως ο, Π. Μ., με σιτάρι και κριθάρι, δίδοντας παράλληλα την άδεια σε κτηνοτρόφους της περιοχής να βοσκούν τα ζώα τους σε αυτό, όπως στο μάρτυρα απόδειξης και εν γένει το συντηρούσε και γενικά το επέβλεπε και το φρόντιζε με διάνοια αποκλειστικής κυρίας αυτού, μέχρι το έτος 1913 που μεταβίβασε λόγω άτυπης προίκας στη θυγατέρα της Σ. Λ.. Η τελευταία έκτοτε τις ίδιες παραπάνω διακατοχικές πράξεις νομής, της άμεσης δικαιοπαρόχου μητέρας της, συνέχισε με διάνοια κυρίας μέχρι την 12.6.1984 που το μεταβίβασε κατά τα επιμέρους δυο διαιρετά τμήματα λόγω γονικής παροχής και δωρεάς στις ενάγουσες, Ζ. και Ε. Δ., θυγατέρα και εγγονή αυτής αντίστοιχα, δυνάμει των προμνημονευόμενων συμβολαίων. Μάλιστα, επειδή η Εκκλησιαστική επιτροπή προέβη αυθαίρετα και χωρίς δικαίωμα σε διαμόρφωση κατά το έτος 1969 εντός των ακινήτων των εναγουσών (ενιαίου τότε ακινήτου) μιας πλατείας για στάθμευση των αυτοκινήτων προσκυνητών εντός του ακινήτου παρακειμένου παρεκκλησίου της Παναγίας της Λαρνικιώτισσας, καθώς και σε κατασκευή οικίσκων για τοποθέτηση ηλεκτρογεννητριών ηλεκτροδότησης του παρεκκλησίου, -για τους οποίους παρά το γεγονός ότι η κατασκευή και τοποθέτηση έγινε μετά από προηγηθείσα προς την Σ. Λ. (άμεση δικαιοπάροχο εναγουσών) διαβεβαίωση των μελών της Εκκλησιαστικής Επιτροπής για τον προσωρινό τους χαρακτήρα, παρά ταύτα της εζήτησαν να καταβάλει ετήσιο μίσθωμα 500 δραχμών για το χώρο που τοποθετήθηκαν οι οικίσκοι-η Σ. Λ. άσκησε την από 26.9.1994 διεκδικητική αγωγή (από την οποία παραιτήθηκε στη συνέχεια). Παράλληλα απέστειλε και την από 17.6.2002 επιστολή διαμαρτυρίας προς τον ............................. ........ ...... , όπου υπάγεται εκκλησιαστικά η Δωδεκάνησος, για τις ως άνω παράνομες και χωρίς δικαίωμα διαταρακτικές πράξεις της νομής της από την Εκκλησιαστική επιτροπή και εντεύθεν της υπ` αυτής προσβολής της κυριότητας της στο ανωτέρω ακίνητο της. Επιπλέον με την από 6.3.2002 αίτησή της προς το τμήμα Υποδομών και Τεχνικών Εργων Καρπάθου ζητούσε τη διακοπή των εργασιών περίφραξης στο ακίνητο της από μπετόν και τσιμεντόλιθους, υποβάλλοντας ταυτόχρονα στο Α.Τ. Καρπάθου τις από 9.3.2002 και 28.6.2002 μηνύσεις σε βάρος των ενεργούντων τις εργασίες αυτές. Ενόψει των ανωτέρω προέκυψε ότι το ανωτέρω ακίνητο ουδέποτε ξέφυγε από τη συνεχή επίβλεψη και επιτήρηση των ανωτέρω δικαιοπαρόχων των εναγουσών που ελάμβαναν πάντοτε τα κατάλληλα μέτρα έναντι των τρίτων για την προστασία της διάνοια κυρίου νομής επί του ακινήτου τους, το οποίο πάντοτε μνημονευόταν στους τίτλους των γύρωθεν αυτού ιδιωτικών ακινήτων ως όμορη ιδιοκτησία. Οι ενάγουσες από την 12.6.1984 που απέκτησαν τα ακίνητα τους συνέχισαν να νέμονται με διάνοια κυρίου, η καθεμία το επιμέρους τμήμα που απέκτησε κατά κυριότητα κα δη το επέβλεπαν και γενικά το φρόντιζαν και το επιτηρούσαν και έτσι κατέστη η καθεμία κυρία του με τον παραπάνω παράγωγο τρόπο αφετέρου δε και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι έκτακτη χρησικτησία προσμετρώντας στο χρόνο νομής και το χρόνο νομής της άμεσης δικαιοπαρόχου τους Σ. Λ.. Η τελευταία κατά την 12.6.1984 που μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής και δωρεάς αντίστοιχα τα ακίνητα στις ενάγουσες, είχε καταστεί η ίδια κυρία των μεταβιβαζομένων ακινήτων, αφού τα νεμήθηκε με διάνοια κυρίου κατά τα προαναφερθέντα από το 1913 μέχρι και την 12.6.1984 ήτοι επί χρονικό διάστημα πλέον της εικοσαετίας (βλ. ΑΚ 1045). Είναι βέβαια γεγονός ότι μέσα στα ακίνητα αναπτύχθηκαν πεύκα, σχίνα και φρύγανα αυτό μόνο όμως το γεγονός δεν μπορεί, κατά την διάταξη του άρθρου 3 του ν. 998/1979, να χαρακτηρίσει τα εν λόγω ακίνητα ως δασική έκταση, όταν μάλιστα τα όμορα ακίνητα της όλης εδαφικής έκτασης που έχουν στην κυριότητά τους οι ενάγουσες είναι καλλιεργήσιμοι αγροί. Μετά ταύτα δεν αποδείχθηκε η βασιμότητα της καταλυτικής, της αγωγής ένστασης του κυρίως παρεμβαίνοντος Ελληνικού Δημοσίου εκ του οποίου αντλεί το δικαίωμα παραχώρησης ο εναγόμενος Ιερός Ναός, περί ιδίας κυριότητας ως δημόσιας δασικής έκτασης και επομένως παρανόμως και χωρίς δικαίωμα ο εναγόμενος προέβη σε εκχέρσωση εδαφικών τμημάτων, ήτοι, α) τμήματος του άνω ακινήτου της ενάγουσας Ζ. Δ. έκτασης 4.060 τ.μ. που συνορεύει βορειοδυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου, βορειοανατολικά με βράχο, ανατολικά με υπόλοιπο ακίνητο ενάγουσας και νοτιοδυτικά με αγροτική οδό πλάτους 5 μέτρων προς Πηγάδια και β) τμήματος του άνω ακινήτου της ενάγουσας Ε. Δ. έκτασης 4.150 τ.μ. που συνορεύει βορειοδυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου, βορειοανατολικά με αγροτική οδό πλάτους 5 μέτρων προς Πηγάδια, νοτιοανατολικά με υπόλοιπο ακίνητο ενάγουσας και δυτικά με αγροτικό δρόμο. Τούτο δε καθόσον γαίες φύσης "εραζί-εμιριέ ή ερζί-μιρί", δηλαδή δημόσιες γαίες, όπως και το δικαίωμα διαρκούς εξουσίασης επί δημοσίων γαιών (τεσσαρούφ) από της εποχής του τούρκου κατακτητή Σουλτάνου Σουλεϊμάν (1522 μ.χ.) μέχρι την ισχύ του ν. 2100/1952 (26.4.1952) δεν υπήρξαν ποτέ στα Δωδεκάνησα εκτός της Ρόδου και της Κω, που ο τούρκος κατακτητής τις είχε κυριεύσει με τη "σπάθη και το δόρυ". Στα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου, όπως είναι η Κάρπαθος που δεν ήταν "δορυάλωτα" δηλαδή δεν είχαν κατακτηθεί με τα όπλα, ο τούρκος κατακτητής Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, όχι μόνο δεν δήμευσε γη, αλλά παραχώρησε δικαιώματα, με αποτέλεσμα όλα ανεξαιρέτως τα κτήματα που κατείχαν, νέμονταν και εξουσίαζαν από τότε οι κάτοικοι των νησιών αυτών να ανήκουν στους ιδιοκτήτες τους "γαίες μούλκ" (βλ. Αχίλ. Κωνσταντινίδη "Αρζί-μψί και Ιστορία" Δωδ. Νομ. Επιθ. Τόμος 6ος, σελ. 1 επόμ., Γ. Παντελιδη "Η απόσβεση της ψιλής κυριότητας του Δημοσίου επί των παραχωρημένων δημοσίων γαιών" ό.π. τόμος 5ος σελ. 79 επ. Αλεξ. Καρανικόλα "Τα Συμιακά" τόμος Δ, σελ. 2, Εφ. Δωδ. 188/2005, 103/1999, 220/1997). Αλλωστε και αν ακόμη ήθελε υποτεθεί ότι τα ως άνω ακίνητα μέρος των οποίων αποτελούν τα επίδικα εδαφικά τμήματα έχουν τα χαρακτηριστικά δημόσιας γαίας (εραζί- εμιριέ), η άμεση δικαιοπάροχος των εναγουσών Σ. Λ., η οποία τα νεμήθηκε με διάνοια κυρίου και τα καλλιεργούσε συνεχώς και αδιαταράκτως από τη 27.11.1913 μέχρι το έτος 1984 κατά τα προεκτιθέμενα του τα μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής και δωρεάς, στις ενάγουσες αντίστοιχα, δηλαδή τα καλλιεργούσε χρονικό διάστημα πλέον της δεκαετίας πριν τη 10.1.1949 που τέθηκε σε ισχύ στα Δωδεκάνησα ο α.ν. 1539Λ938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων", είχε αποκτήσει τη 10.1.1949 δικαίωμα ωφέλιμης κυριότητας (τεσσαρούφ) έναντι του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το αρθρ. 78 του από 17 Ραμαζάν 1274 Οθωμανικού νόμου περί γαιών. Ακολούθως με το άρθρο 9 του ν. 2100/1952 απέκτησε αυτοδικαίως χωρίς καμία άλλη διατύπωση, την πλήρη κυριότητα επ` αυτών (ακινήτων στην έκταση των οποίων συμπεριλαμβάνονται το επίδικα τμήματα) και αποσβέστηκε το δικαίωμα φίλης κυριότητας του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, απέκτησε όλη την ακίνητη περιουσία του Ιταλικού Κρότους στη Δωδεκάνησο με το αρθρ. 1 του παραρτήματος XIV της από 20.2.1947 συνθήκης των Παρισίων μεταξύ των συνασπισμένων συμμαχικών δυνάμεων και της Ιταλίας, που κυρώθηκε με το ν.δ. 423/1947".
Ακολούθως, το Εφετείο, κατ` επικύρωση της πρωτοδίκου αποφάσεως, έκρινε ότι οι ενάγουσες κατέστησαν κυρίες των επιδίκων ακινήτων, κατά παράγωγο τρόπο, ήτοι διά της προς αυτούς μεταβιβάσεως της κυριότητος από την άμεση δικαιοπάροχο τους Σ. Λ. με τα στην απόφαση αναφερόμενα συμβολαιογραφικά έγγραφα, νομίμως μεταγραφέντα, λόγω γονικής παροχής και δωρεάς (προς την πρώτη και την δεύτερη ενάγουσα αντίστοιχα), η οποία άμεση δικαιοπάροχος απέκτησε την επ` αυτών κυριότητα διά της συνεχούς νομής, ως καλλιεργησίμων εκτάσεων από του έτους 1913 μέχρι της γενομένης μεταβιβάσεως. Με αυτά που εδέχθη το Εφετείο και έτσι, όπως έκρινε, δεν στέρησε την προσβαλλομένη απόφαση του νομίμου βάσεως, αφού εκτίθενται σε αυτήν με πληρότητα και σαφήνεια τα, κατά νόμο, γενεσιουργά των επιδίκων δικαιωμάτων κυριότητος των εναγουσών περιστατικά, ώστε να καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής και ερμηνείας των άνω ουσιαστικών διατάξεων, τις οποίες το Εφετείο ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, ούτε και κάποια άλλη ουσιαστική διάταξη.
Ειδικότερα, εδέχθη ότι η άμεση δικαιοπάροχος των εναγουσών Σ. Λ. βρισκόταν συνεχώς στη νομή και κατοχή των επιδίκων, που ήσαν, κατά τις σχετικές παραδοχές, καλλιεργήσιμοι αγροί και όχι δημόσια δασική έκταση, ήδη από του έτους 1913 μέχρι της προς τις εναγόμενες μεταβιβάσεως της κυριότητος με τα προαναφερόμενα συμβόλαια. Ειδικότερα δε δεν υπάρχει ανεπάρκεια στην αιτιολογία ως προς την αποφατική περί της ιδιότητος των επιδίκων ως δασικών εκτάσεων δικανική κρίση, αφού το Εφετείο εδέχθη ότι τα επίδικα ήδη από του έτους 1913 ήσαν καλλιεργήσιμοι αγροί, από δε το σύνολο των παραδοχών, μεταξύ των οποίων και εκείνη κατά την οποία τα επίδικα γειτνιάζουν με ιδιωτικές εκτάσεις, προκύπτει ότι αυτά δεν ευρίσκονται σε περιοχή που έχει ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα το δασικό οικοσύστημα, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της εννοίας του δάσους και της δασικής εκτάσεως. Επομένως οι περί του αντιθέτου από τους αριθμούς 1 και 19 αιτιάσεις που προβάλλονται με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος, δεύτερο και έβδομο λόγο αναιρέσεως, είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Η με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως , κατά το πρώτο μέρος προβαλλόμενη αιτίαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, συνισταμένη στην παραβίαση των περί συστάσεως προικός των διατάξεων του προϊσχύσαντος β.ρ.δ., αλυσιτελώς προβάλλεται και ως τοιαύτη είναι απορριπτέα, γιατί η παραδοχή του Εφετείου ότι η άμεση δικαιοπάροχος των εναγουσών έγινε κυρία των επιδίκων με χρησικτησία επαρκώς στηρίζει το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως.
Υ. Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει ή παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, έως 341 και 346 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας είναι υποχρεωμένο να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, τα οποία είναι χρήσιμα προς άμεση ή έμμεση (με τεκμήρια) απόδειξη γεγονότων, που συγκροτούν ισχυρισμό λυσιτελή, δηλαδή που επιδρούν στο διατακτικό, παραδεκτό και νόμω βάσιμο ή ισχυρισμό περί αρχής εγγράφου αποδείξεως (Ολ.ΑΠ 13/1982). Και έχει μεν την υποχρέωση, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις και εκείνες του άρθρου 93§3 του Συντάγματος, να αιτιολογήσει την απόφαση του, να αναφέρει δηλαδή τους λόγους που το οδήγησαν στον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όχι όμως και να κάνει ειδική μνεία και αξιολόγηση εκάστου αποδεικτικού μέσου, αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως ότι προς σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νομίμως προσεκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι. Πάντως, η γενική αναφορά της λήψεως υπόψη όλων των αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν με επίκληση, δεν αποκλείει την ίδρυση του λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 11γ του ΚΠολΔ για κάποιο αποδεικτικό μέσο που έχει ουσιώδη σημασία για την έκβαση της δίκης, όταν από το περιεχόμενο της αποφάσεως δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι τούτο έχει ληφθεί υπόψη.
Στην προκειμένη περίπτωση με τον έκτο λόγο αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη ουσιώδη έγγραφα που οι αναιρεσείουσες νομίμως προσεκόμισαν και επικαλέσθηκαν με τις προτάσεις των στο Εφετείο μέχρι του πέρατος της συζητήσεως, μετά την οποία εξεδόθη η προσβαλλομένη απόφαση, η λήψη των οποίων θα επηρέαζε το διατακτικό της αποφάσεως υπέρ των απόψεων των, και ειδικότερα το από 7/5/1955 προικοσύμφωνο της αμέσου δικαιοπαρόχου των εναγουσών προς την εγγονή της δεύτερη εξ` αυτών. Από την στην προσβαλλομένη, όμως, απόφαση ενυπάρχουσα διαβεβαίωση, ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα νομίμως μετ` επικλήσεως από τους διαδίκους προσκομισθέντα έγγραφα, προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι το Εφετείο προς συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος, συνεξετίμησε και το προαναφερόμενο έγγραφο. Επομένως, ο περί του αντιθέτου από το άρθρο 559 αριθμ. 11γ ΚΠολΔ άνω λόγος αναιρέσεως (έκτος, κατά το πρώτο μέρος), είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΛΟΓΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24/8/2009 αίτηση του ................. .......... ..... κατά της Ζ. Δ. κ.λ.π. για αναίρεση της υπ` αριθμ. 62/2009 αποφάσεως του Εφετείου Δωδεκανήσου.
Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στην Αθήνα, στις 5 Δεκεμβρίου 2012.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 26 Απριλίου 2013.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου