
ΑΠ 276 / 2014 (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Διαθήκη, Κληρονομία .
Περίληψη:
Ερμηνεία διαθήκης κατά ΑΚ 173, 1781. Αναζητείται μόνο η αληθής βούληση του διαθέτη. Μη εφαρμογή κριτηρίων ΑΚ 200. Πότε συγχωρείται προσφυγή στην ερμηνεία της διαθήκης. Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου για την ανάγκη προσφυγής στην ερμηνεία, καθώς και για τα εξ αυτής συμπεράσματα για την αληθή βούληση του διαθέτη. Απαράδεκτος σχετικός λόγος αναιρέσεως (ΚΠολΔ 561§1). Λόγοι αναιρέσεως κατ’ άρθρον 559 αρ.19 ΚΠολΔ αβάσιμος, αρ.8 και 20 απαράδεκτοι [Επικυρώνει ΕΑ 4595/12]....
Διαθήκη, Κληρονομία .
Περίληψη:
Ερμηνεία διαθήκης κατά ΑΚ 173, 1781. Αναζητείται μόνο η αληθής βούληση του διαθέτη. Μη εφαρμογή κριτηρίων ΑΚ 200. Πότε συγχωρείται προσφυγή στην ερμηνεία της διαθήκης. Ανέλεγκτη η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου για την ανάγκη προσφυγής στην ερμηνεία, καθώς και για τα εξ αυτής συμπεράσματα για την αληθή βούληση του διαθέτη. Απαράδεκτος σχετικός λόγος αναιρέσεως (ΚΠολΔ 561§1). Λόγοι αναιρέσεως κατ’ άρθρον 559 αρ.19 ΚΠολΔ αβάσιμος, αρ.8 και 20 απαράδεκτοι [Επικυρώνει ΕΑ 4595/12]....
Αριθμός 276/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Σ. συζ. Γ. Μ., το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της .....
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26/2/2008 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 8495/2008 μη οριστική, 5591/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4595/2012 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο με την από 20/11/2012 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 30/9/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Aπό τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ προκύπτει ότι κατά την ερμηνεία της διαθήκης αναζητείται μόνο η αληθής βούληση του διαθέτη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις, και δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 του ΑΚ. Σκοπείται δηλαδή η ανεύρεση της υποκειμενικής θέσης (βούληση) του διαθέτη, χωρίς να ερευνάται η αντικειμενική έννοια από την οποία θα αντιλαμβάνονταν τη βούλησή του οι τρίτοι, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη. Προσφυγή στην ερμηνεία της διαθήκης συγχωρείται μόνον εάν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει, έστω και εμμέσως, κενό ή ασάφεια στο περιεχόμενο της διαθήκης, τόσο δε η κρίση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δήλωση του διαθέτη, όσο και η μετά τη διαπίστωση αυτή κρίση για την αληθή βούληση του διαθέτη, ως κρίσεις που ανάγονται στην εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ (225/2009, 103/2010). Εξάλλου, ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης εξαιτίας ανεπαρκών ή (και) αντιφατικών αιτιολογιών δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο διαλαμβάνει στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των οικείων διατάξεων του ουσιαστικού δικαίου, λόγος δε αναιρέσεως με τον οποίο πλήττεται μη πραγματική παραδοχή του δικαστηρίου είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
ΙΙ. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Στις 20-6-2007 απεβίωσε στο Μαρούσι Αττικής, σε ηλικία 85 ετών, η Α. χα Ν. Ε., κάτοικος όσο ζούσε …(...). Η θανούσα κατέλειπε την από 29-11-2006 ιδιόγραφη διαθήκη, που δημοσιεύτηκε νόμιμα (...). Στην διαθήκη αυτή η διαθέτης, όρισε, μεταξύ των άλλων, κατά λέξη και τα εξής, που ενδιαφέρουν στην κρινόμενη υπόθεση: "Οποιαδήποτε αποζημίωσις μου δοθή από την απαλλοτρίωση του υπολοίπου κτήματος μου, να περιέλθει εις την Σ. σύζυγο Γ. Μ., το γένος Κ. και Μ. Σ., με τον όρο να το διαθέσει σε φιλανθρωπικούς σκοπούς κατά την κρίσιν της και ένα σοβαρό χρηματικό ποσό εις το Γηροκομείο Πάρου.". Στο κείμενο της παραπάνω διάταξης της εν λόγω διαθήκης, οι λέξεις "το" και "σκοπούς" δεν γράφηκαν με το χέρι της διαθέτιδας, αλλά γράφηκαν, μετά τη σύνταξη της διαθήκης αυτής, από τρίτο άγνωστο πρόσωπο, εν αγνοία της διαθέτιδας, όπως τούτο αποδεικνύεται από την αντιπαραβολή των επίμαχων, ως άνω, δύο λέξεων με το, αναμφισβήτητης γνησιότητας, υπόλοιπο κείμενο της ένδικης διαθήκης. Με την πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου συμπορεύεται η δικαστική πραγματογνώμονας, ειδική δικαστική γραφολόγος - γραφοψυχολόγος, Β. Σ., στη σχετική έκθεση της, σύμφωνα με το πόρισμα της οποίας "Η υπό έλεγχο γραφή, προσθήκη των δύο λέξεων "το" και "σκοπούς" δεν έχει ομοιότητα στα δομικά στοιχεία, στα γνωρίσματα του γραφικού εθισμού και στην γραφική ικανότητα, με τη γνήσια γραφή της Α. Ε., αλλά έχει γραφεί από άγνωστο πρόσωπο με τη φυσική γραφή του. Δεν έχει γραφολογική σύνδεση με τα γράμματα της γνήσιας γραφής της Α. Ε. και οι λέξεις "το" και "σκοπούς" έχουν προστεθεί μεταγενέστερα, με διαφορετικό γραφικό μέσον από άλλο άγνωστο πρόσωπο". Στο ίδιο, επίσης, συμπέρασμα, ότι, δηλαδή, η προσθήκη των επίμαχων λέξεων δεν έγινε με το χέρι της διαθέτιδας, καταλήγει στη σχετική γνωμοδότηση του και ο δικαστικός γραφολόγος Π. Κ..
Συνεπώς, οι προσθήκες αυτές (λέξεις), που έγιναν εν αγνοία της διαθέτιδας, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην πιο πάνω νομική σκέψη, δεν λαμβάνονται υπόψη και δεν επηρεάζουν το κύρος της διαθήκης. Μετά την απάλειψη, όμως, των επίμαχων λέξεων "το" και "σκοπούς", η προαναφερόμενη διάταξη της ένδικης διαθήκης, που αφορά στο κληρονομιαίο ποσό αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση του κειμένου στην Πάρο ακινήτου της διαθέτιδας Α. Ε. και ανέρχεται στο ποσό των 635.531,40 ευρώ, δεν είναι σαφής, όσον αφορά το τιμώμενο με τη διάταξη αυτή πρόσωπο, με συνέπεια να ανακύψει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων, αναφορικά με την αληθινή βούληση της διαθέτιδας. Έτσι, καθένας απ' αυτούς (διαδίκους) διατείνεται ότι είναι τετιμημένος με τη διαθήκη αυτή στο προαναφερόμενο κληρονομιαίο ποσό αποζημίωσης. Πιο συγκεκριμένα, η ενάγουσα Σ. Μ. ισχυρίζεται ότι η βούληση της διαθέτιδας ήταν να εγκαταστήσει ως κληρονόμο στο ένδικο κληρονομιαίο χρηματικό ποσό αποζημίωσης την ίδια, με το βάρος να διαθέσει από αυτό ένα σοβαρό χρηματικό ποσό για φιλανθρωπικούς σκοπούς, όπως στο Γηροκομείο Πάρου, ενώ το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίζεται ότι η βούληση της διαθέτιδας ήταν να περιέλθει στην ενάγουσα το κληρονομιαίο χρηματικό ποσό της αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση του κτήματος της και αυτή να το διαθέσει (ολόκληρο) σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, κατά την κρίση της, και από αυτό ένα σοβαρό χρηματικό ποσό να διαθέσει στο Γηροκομείο Πάρου. Ενόψει, συνεπώς, της ασάφειας της διαθήκης αυτής, ως προς την παραπάνω διάταξη τελευταίας βουλήσεως της διαθέτιδας Α. Ε., κρίνεται αναγκαίο να ερμηνευθεί η διάταξη αυτή και να αναζητηθεί η πραγματική βούληση της με προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ, που ορίζουν, το μεν πρώτο (άρθρο 173 ΑΚ), "κατά την ερμηνεία της δηλώσεως βουλήσεως αναζητείται η αληθινή βούληση χωρίς προσήλωση στις λέξεις", το δε δεύτερο (άρθρο 1781 ΑΚ), "η διάταξη της διαθήκης υπέρ προσώπου τόσο αόριστου, ώστε ο προσδιορισμός αυτού να αποβαίνει ανέφικτος, είναι άκυρη". Περαιτέρω, από το περιεχόμενο της επίμαχης διάταξης της προαναφερόμενης ιδιόγραφης διαθήκης, στην οποία, όπως προεκτέθηκε, η διαθέτης ορίζει κατά λέξη: "ότι οποιαδήποτε αποζημίωσις μου δοθή από την αποζημίωσι του υπολοίπου κτήματος μου, να περιέλθη εις την Σ. σύζυγο Γ. Μ., το γένος Κ. και Μ. Σ., με τον όρο να διάθεση σε φιλανθρωπικούς κατά την κρίσιν της και ένα σοβαρό χρηματικό ποσό εις το Γηροκομείο Πάρου", συνάγεται ότι αυτή (διαθέτης) θέλησε να εγκαταστήσει κληρονόμο της, στο κληρονομιαίο χρηματικό ποσό της αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση του ακινήτου της, την ενάγουσα, "βαφτιστήρα" της, με το βάρος να διαθέσει από αυτό ένα σοβαρό χρηματικό για φιλανθρωπικούς σκοπούς, όπως στο Γηροκομείο Πάρου, και δεν ήταν η πραγματική βούληση της να περιέλθει στην ενάγουσα ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης και αυτή, κατά την κρίση της, να το διαθέσει (ολόκληρο) σε φιλανθρωπικούς σκοπούς και από αυτό να διαθέσει ένα σοβαρό χρηματικό ποσό στο Γηροκομείο Πάρου, όπως αβάσιμα διατείνεται το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Τούτο, διότι, στην τελευταία αυτή περίπτωση η θανούσα θα διέθετε, όπου επιθυμούσε, απευθείας το επίμαχο χρηματικό ποσό με τη διαθήκη της, χωρίς την παρεμβολή της ενάγουσα, καθόσον αυτή (διαθέτης), όσο ζούσε, ενόψει του ότι δεν είχε αποκτήσει τέκνα από το γάμο της με το προαποβιώσαντα σύζυγο της Ν. Ε., είχε σοβαρή ενασχόληση με φιλανθρωπικό έργο και, συνεπώς, γνώριζε καλύτερα από την ενάγουσα την ύπαρξη φιλανθρωπικών - κοινωφελών ιδρυμάτων, καθώς και τις ανάγκες τους. Εξάλλου, τη βούληση της να εγκαταστήσει την ενάγουσα κληρονόμο της στο κληρονομιαίο χρηματικό ποσό της αποζημίωσης είχε επανειλημμένα εκφράσει όσο ζούσε, όπως κατηγορηματικά και με σαφήνεια κατέθεσε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο Γ. Μ., σύζυγος της, ο οποίος είχε άμεση γνώση των όσων κατέθεσε. Άλλωστε, η θανούσα τη θέληση της τα χρήματα από την απαλλοτρίωση να περιέλθουν στην ενάγουσα, ως κληρονόμος, είχε με σαφήνεια δηλώσει σε προηγούμενη ιδιόγραφη διαθήκη της, που δεν έχει δημοσιευθεί, στην οποία κατά λέξη αναφέρει "Οποιαδήποτε αποζημίωσι μου δοθή από την απαλλοτρίωση του υπόλοιπου κτήματος μου να περιέλθει στην Σ. σύζυγο Γ. Μ., το γένος Κ. Σ., με τον όρο να διαθέσει για φιλανθρωπικούς σκοπούς κατά την κρίσι της ένα σοβαρό χρηματικό ποσό, όπως στο Γηροκομείο Πάρου". Σημειωτέον, ότι η ενάγουσα προσκομίζει με επίκληση φωτοτυπικό αντίγραφο της διαθήκης αυτής, τη γνησιότητα της οποίας, γραφής και υπογραφής της διαθέτιδας, δεν αμφισβήτησε το εναγόμενο.
Συνεπώς, με βάση όσα προεκτέθηκαν, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα, ύστερα από ερμηνεία της επίμαχης διάταξης της, από 29.11.2006, ιδιόγραφης διαθήκης της διαθέτιδας Α. Ε., είναι κληρονόμος στο επίδικο κληρονομιαίο ποσό της αποζημίωσης από την απαλλοτρίωση του ακινήτου της θανούσας με το προαναφερόμενος βάρος". Και βάσει των παραδοχών αυτών το Εφετείο, με επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης, που είχε δεχθεί τα ίδια και την ένδικη αναγνωριστική αγωγή της αναιρεσίβλητης, αναγνώρισε ότι οι προρρηθείσες λέξεις "το" και "σκοπούς", ως περιεχόμενο της επίδικης διαθήκης (ιδιόγραφης), ήταν πλαστές, δεν είχαν δηλαδή τεθεί δια χειρός της διαθέτιδας και δεν λαμβάνονται υπόψη, και ότι, επομένως, μετά και την προηγηθείσα ερμηνεία τςη διαθήκης, η αναιρεσίβλητη-ενάγουσα είναι κληρονόμος της διαθέτιδας Α. Ε. στο επίδικο κληρονομιαίο ποσό της αποζημίωσης (€635.531,40) από την απαλλοτρίωση του ακινήτου της τελευταίας, με τον όρο (βάρος) να διαθέσει από αυτό ένα σοβαρό κατά την κρίση της μέρος για φιλανθρωπικούς σκοπούς, όπως στη γηροκομείο Πάρου.
ΙΙΙ. Με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου και υπό την επίκληση του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο με τις προαναφερθείσες παραδοχές του ως προς την αληθή βούληση της διαθέτιδας που προέκυψε κατά τις παραδοχές αυτές, από την ερμηνεία της επίδικης διαθήκης παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ, μη λαμβάνοντας υπόψη (το Εφετείο) και τις αναφερόμενες στο αναιρετήριο και κατωτέρω, υπό V, περικοπές της διαθήκης και από τις οποίες προκύπτει κατά το αναιρεσείον, ότι η διαθέτιδα δεν εγκατέστησε κληρονόμο την αναιρεσίβλητη, αλλά όρισε να περιέλθει ολόκληρο το επίδικο ποσό της αποζημίωσης σε φιλανθρωπικούς σκοπούς. Ενόψει του περιεχομένου αυτού του εξεταζόμενου τούτου λόγου αναιρέσεως είναι προφανές ότι πλήττεται με αυτόν η ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου για την αληθή βούληση της διαθέτιδας που προέκυψε μετά τη διαπίστωση σχετικής ασάφειας στη διαθήκη από την ερμηνεία στην οποία προσέφυγε το Εφετείο, κρίση όμως η οποία σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη (ανωτ. Υπό Ι) δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ. Επομένως ο πρώτος αυτός λόγος του αναιρετηρίου είναι απαράδεκτος. Περαιτέρω, με τις προπαρατεθείσες (ανωτ. υπό
ΙΙ) παραδοχές το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες οι οποίες στηρίζουν το αποδεικτικό του πόρισμα ως προς το ανωτέρω ουσιώδες ζήτημα της ιδιότητας της αναιρεσίβλητης ως κληρονόμου της διαθέτιδος και επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ως άνω εφαρμοστέων εν προκειμένω ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 173 και 1781 του ΑΚ, τις οποίες το Εφετείο δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, είναι δε αβάσιμα τα αντίθετα που υποστηρίζει το αναιρεσείον με τον τέταρτο, από τους αρ.1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο της αιτήσεώς του. Με τον τρίτο και υπό την επίκληση του αρ.1 του ίδιου άρθρου 559 του ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου υποστηρίζεται ότι το Εφετείο με τις ίδιες ως άνω παραδοχές του, παραβίασε τη διάταξη του άρθρου 41 του ν.2039/1939, κατά την οποία "Τα χάριν φιλανθρωπικών σκοπών καταλειπόμενα υπέρ αδήλων ή αορίστου προσώπων, εάν η εκτέλεσις εις ουδένα έχει ανατεθεί δια της ουσιαστικής πράξεως, θεωρούνται ως καταλειφθέντα υπέρ του Δημοσίου". Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού κατά τις παραδοχές του Εφετείου δεν πρόκειται ενταύθα για καταλειπόμενα με την ένδικη διαθήκη χάριν φιλανθρωπικών σκοπών υπέρ "αδήλων ή αορίστων προσώπων", όπως απολαμβάνει το αναιρεσείον, αλλά για την πλαστότητα των ειρημένων σημείων της επίδικης διαθήκης και την ιδιότητα της αναιρεσίβλητης ως κληρονόμου εφ'ολοκλήρου του κληρονομιαίου ποσού, με το προαναφερθέν βάρος.
ΙV. Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια της διάταξης αυτής θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και στηρίζουν επομένως το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης (ΟλομΑΠ 3/1997), καθώς και ο λόγος εφέσεως (ΟλομΑΠ 11/1996), όχι δε οι ισχυρισμοί που αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση των προηγουμένων ή επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε οι αόριστοι, απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά τον νόμο ισχυρισμοί. Αντιθέτως, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός της αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό, όπως και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει κατ' ουσίαν, εκ των πραγμάτων, προβληθέντα ισχυρισμό, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκροτούν (ΑΠ 1363/2008).
Εν προκειμένω, με τον δεύτερο και υπό την επίκληση της ανωτέρω διάταξης λόγο του αναιρετηρίου προσάπτεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ως εναγομένου-εκκαλούντος, ότι κατά την αληθή βούληση της διαθέτιδος, η αναιρεσίβλητη εγκαταστάθηκε με την επίδικη διαθέτιδα και όχι ως κληρονόμος αλλ'ως κληροδόχος στο ειρημένο ποσό της αποζημίωσης, με την επιβάρυνση (τρόπος, ΑΚ 1715) της περαιτέρω διάθεσής της σε κοινωφελείς σκοπούς. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι, σύμφωνα με την προηγηθείσα μείζονα σκέψη, απαράδεκτος, στρεφόμενος κατά αρνητικού της αγωγής ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, και άρα μη ουσιώδους, κατά την προαναφερθείσα έννοια, εν πάση δε περιπτώσει, αβάσιμος, αφού το Εφετείο απέρριψε κατ'ουσίαν, εκ των πραγμάτων, τον ισχυρισμό αυτόν του αναιρεσείοντος, δεχόμενο ως αποδειχθέντα γεγονότα αντίθετα προς εκείνα που τον συγκροτούν, και ειδικότερα ότι η αναιρεσίβλητη εγκαταστάθηκε ως κληρονόμος με την επίδικη διαθήκη, κατά τα προεκτεθέντα.
V. Ο κατά το άρθρο 559 αρ.20 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για παραμόρφωση του περιεχομένου εγγράφου δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο προβαίνει στην ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως που αποτυπώνεται στο έγγραφο, το οποίο (το δικαστήριο) σωστά ανέγνωσε, αφού στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ουσιαστική εκτίμηση πραγμάτων, η οποία δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, κατά το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ.
Εν προκειμένω, με τον πέμπτο, από τον αρ.20 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης (ανωτ. υπό
ΙΙ), με το να μην αναγνώσει τις περικοπές της διαθήκης κατά τις οποίες η διαθέτιδα α) "διαθέτει ένα ακίνητο, ήτοι ένα κτήμα ευρισκόμενο στην …, στην περιοχή ..., στο οποίο εγκαθιστά κληρονόμους το δημόσιο και τα αναφερόμενα λοιπά πρόσωπα" και Β) "ανακαλεί και ακυρώνει κάθε προηγούμενη διαθήκη της και όλο της το περιεχόμενο? σε περίπτωση που ανεγερθεί φιλανθρωπικό ίδρυμα ή νοσοκομείο, παρακαλεί να δοθεί το όνομα του πατέρα της σ'αυτό" και να καταλήξει έτσι (το Εφετείο) σε εσφαλμένο πόρισμα ως προς την ιδιότητα της αναιρεσίβλητης ως κληρονόμου. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης, είναι αβάσιμος αφού από την προαναφερθείσα αναφορά (ανωτ. υπό
ΙΙ) του Εφετείου ότι στην επίδικη διαθήκη η διαθέτιδα "όρισε, μεταξύ των άλλων, κατά λέξη, και τα εξής, που ενδιαφέρουν στην κρινόμενη υπόθεση" προκύπτει σαφώς ότι το Εφετείο ανέγνωσε ολόκληρο το κείμενο της διαθήκης προκειμένου να προβεί στην ερμηνεία της, κρίνοντας επουσιώδεις (αδιάφορες) τις φερόμενες ως παραλειφθείσες ως άνω περικοπές, κατά τα λοιπά δε ο ίδιος αυτός λόγος αναιρέσεως, ως στρεφόμενος κατά της ουσιαστικής κρίσης του δικαστηρίου ως προς την αληθή βούληση της διαθέτιδας που προέκυψε από την ερμηνεία της επίδικης διαθήκης, είναι απαράδεκτος, σ σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 του ΚΠολΔ που προαναφέρθηκε.
VI. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει ν'απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, και να καταδικαστεί το αναιρεσείον στην αναφερόμενη στο διατακτικό δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρ. 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ, 22 ν.3693/57).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-11-2012 αίτηση του Ελληνικού δημοσίου για αναίρεση της υπ'αριθμ. 4595/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Δεκεμβρίου 2013.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Φεβρουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου