2207/2009 ΑΠ ( 511097). (Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ, ΕΦΑΔ 2010/997, ΕΠΟΛΔ 2010/818, ΝΟΒ 2010/1690) Αναγκαστική εκτέλεση ..
για ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως. Καταχρηστική επίσπευση αυτής. Η κατάχρηση συνίσταται στην άκυρη επίδοση της κατασχετήριας έκθεσης, η οποία δεν έλαβε χώρα στον καθού οφειλέτη αλλά στον μισθωτή αυτού. Αξιώσεις του καθού λόγω της ζημίας που υπέστη. Αγωγή αποζημίωσης κατ΄ αρ. 940 παρ. 3 ΚΠολΔ. Συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας. Προϋποθέσεις. Οι αξιώσεις αυτές υφίστανται και επί ακυρώσεως πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως και όχι του συνόλου αυτής. Αυτοτέλεια των εκτελεστικών πράξεων. Η ακύρωση της αναγκαστικής κατάσχεσης δεν συνεπάγεται αυτοδίκαια και την ακύρωση του πλειστηριασμού. Στην περίπτωση αυτή ο καθού δεν έχει νόμιμη αξίωση για την αξία του πλειστηριασθέντος ακινήτου και για αποθετική ζημία (μισθώματα) λόγω ελλείψεως αιτιώδους συνδέσμου. Αγωγή κακοδικίας. Προθεσμία νόμιμης ασκήσεώς της. Εν προκειμένω άσκηση αγωγής κακοδικίας κατά δικαστικού επιμελητή. Κρίση ότι η θέσπιση προθεσμίας για την αγωγή κακοδικίας συνάδει με το άρ. 13 της ΕΣΔΑ. Εφεση. Προϋποθέσεις παραδεκτού και ορισμένου του δικογράφου της εφέσεως. Συνταγματική κατοχύρωση της αρχής της αναλογικότητας. Προϋποθέσεις εφαρμογής της. Δεν εφαρμόζεται αυτή στην αξίωση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 2293/2005 απόφαση ΕφΑθ). (Σημείωμα Σ. Ανδρίτσου, ΕΦΑΔ 2010/1001).Αριθμός 2207/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωάννη Παπανικολάου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή και Γεώργιο Γεωργέλλη, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Χ, κατοίκου ....... , η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παύλο Χατζηγεωργίου
Των αναιρεσιβλήτων:1. Ψ1, 2. Ψ2, 3.Ψ3, κατοίκων .......... , οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αριστείδη Θωμόπουλο και 4. Ψ4, κατοίκου ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2 Νοεμβρίου 2000 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6500/2003 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 2293/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 26 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή της ως και τους από 18 Φεβρουαρίου 2009 προσθέτους λόγους αναίρεσης. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Νικόλαος Λεοντής, ανέγνωσε την από 13 Μαρτίου 2009 έκθεση του κωλυομένου να συμμετέχει στην σύνθεση Αρεοπαγίτη και ήδη προαχθέντα Ιωάννη Τέντε, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως ως και την από 12 Οκτωβρίου 2009 έκθεσή του επί των προσθέτων λόγων με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του με ιδιαίτερο, 47/18-2-2009, δικόγραφο πρόσθετου λόγου της 255/26-2-2008 αιτήσεως για αναίρεση της 2293/24-3-2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων αυτής λόγων , ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την ... έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... προκύπτει ότι με εντολή του νομίμως παρισταμένου ως πληρεξουσίου δικηγόρου της αναιρεσείουσας Παύλου Χατζηγεωργίου, ο οποίος επισπεύδει την κρινόμενη 255/26-2-2008 αίτηση, με τον με ιδιαίτερο, 47/18-2-2009, δικόγραφο πρόσθετο αυτής λόγο, για αναίρεση της 2293/24-3-2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της εν λόγω αιτήσεως, με τις συνημμένες πράξεις καταθέσεως δικογράφου και ορισμού δικασίμου για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο (23-3-2008) νομότυπα και εμπρόθεσμα επιδόθηκε στον τέταρτο των αναιρεσιβλήτων με κλήση προς συζήτηση κατά την εν λόγω δικάσιμο (23-3-2008), κατά την οποία, απολιπομένου αυτού, αναβλήθηκε για τη σημειούμενη στην αρχή της παρούσης δικάσιμο (2-11-2009), με αντίστοιχη εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο, η οποία ισχύει ως κλήτευση αυτού κατά τη νέα, μετ` αναβολή, δικάσιμο (Κ.Πολ.Δ. 575 εδ. 2, 226§4 εδ. β, γ). Κατ` αυτήν όμως, κατά την οποία συζητήθηκε η υπόθεση με εκφώνησή της στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο εν λόγω αναιρεσίβλητος δεν εμφανίσθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε κατέθεσε δήλωση σύμφωνα με τα άρθρα 573§1, 242§2 Κ.Πολ.Δ. Επομένως, επιτρεπτώς το Δικαστήριο προχωρεί στη συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 576§2 Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, με την κρινόμενη 255/26-2-2008 αίτηση αναιρέσεως και τον με ιδιαίτερο, 47/18-2-2009 δικόγραφο πρόσθετο αυτής λόγο, προσβάλλεται η 2293/24-3-2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, κατάληξη, της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, κατ` επιτρεπτή, κατά το άρθρο 561§2 Κ.Πολ.Δ., εκτίμηση των διαδικαστικών εγγράφων.
Ειδικότερα, με την 110942/9340/2-11-2002 αγωγή η δι` αυτής ενάγουσα και ήδη αναιρεσείουσα διετείνετο, κατά την από το δικαστήριο της ουσίας κυριαρχική εκτίμηση του δικογράφου αυτής "ότι οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι (και ήδη αναιρεσίβλητοι) δολίως επεχείρησαν αναγκαστικήν εκτέλεση εις βάρος της διά της επιβολής αναγκαστικής κατασχέσεως επί ακινήτων της. επί τη βάσει της οποίας διενηργήθη την 18.12.1996 πλειστηριασμός προς ικανοποίησιν χρηματικής απαιτήσεως, με εκτελεστόν τίτλον το υπ` αριθμ. ... αγοραπωλητήριον συμβόλαιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρομάχης συζ. Δημητρίου Κασκαρέλη. Ότι κατόπιν ασκήσεως, εκ μέρους της, ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ηκυρώθη εν μέρει (κατά την έκθεσιναναγκαστικής κατασχέσεως) αμετακλήτως η εις βάρος τηςαναγκαστική εκτέλεσις με επισπεύδοντες τους τρεις άνω εναγομένους Ψ1, Ψ2 και Ψ3, οι οποίοι ενήργησαν δολίους και την εζημίωσαν ενώ ο τέταρτος Ψ4 (και ήδη τέταρτος των αναιρεσιβλήτων) είναι ο δικαστικός επιμελητής, ο οποίος κατά την διαδικασίαν της αναγκαστικής εκτελέσεως, ενήργησεν παρανόμως και υπαιτίως (δολίως), εις βάρος της και την εζημίωσεν.
Ειδικώτερον ότι η ενάγουσα ήτο συγκυρία, κατά το 1/2 εξαδιαιρέτου, εξ αγοράς παρά των άνω επισπευδόντων (τριών πρώτων εναγομένων) και αληθών κυρίων, ενός διαμερίσματος πολυκατοικίας κειμένης εις τον ..., επί της οδού ... αριθμός ... και δη του υπ` αριθ. (Δ-2) διαμερίσματος, επιφανείας 104,50 τ.μ., εις τον τέταρτον όροφον, υπέρ την πυλωτήν του κτιρίου Α`, με τον χώρον σταθμεύσεως αυτοκινήτου, υπό στοιχεία (Σ-10), εις την πυλωτήν του κτιρίου Α` και την αποθήκην, υπό στοιχεία (Υ-4). εις το υπόγειον με τίτλον κτήσεως το υπ` αριθμ. ... συμβόλαιον αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ανδρομάχης συζ. Δημητρίου Κασκαρέλη, νομίμως έκτοτε μεταγραφέν. Ότι οι ανωτέρω πωληταί, ισχυριζόμενοι ότι διατηρούν ληξιπρόθεσμον απαίτησιν κατά της εναγούσης δια το τίμημα πωλήσεως του διαμερίσματος, εις εκτέλεσιν πρώτου εκτελεστού απογράφου του άνω συμβολαίου με εντολήν προς τον άνω δικαστικόν επιμελητήν, επέσπευσαν αναγκαστικήν εκτέλεσιν εις βάρος της. Ότι το άνω αντικείμενον της εκτελέσεως (ιδανικόν μερίδιον εις το άνω διαμέρισμα, με τον χώρον σταθμεύσεως αυτοκινήτου και την αποθήκην) κατεσχέθη, δια της υπ` αριθμ. ... εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως του άνω δικαστικού επιμελητού και, εν τέλει, εξεπλειστηριάσθη δημοσία αναγκαστικώς, την 18.12.1996, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Αννας Κων. Παντελού, ως υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού, συνταγείσης της υπ` αριθμ. ... εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού αυτής, εξεδόθη περίληψις αυτής υπέρ του υπερθεματιστού, η οποία και μετεγράφη νομίμως εις τα οικεία βιβλία μεταγραφών. Ότι ο άνω δικαστικός επιμελητής, δολίως και από κοινού δόλου μετά των λοιπών ενεργών, την 7.11.1995. επέδωσε περίληψιν της υπ` αριθμ. .. εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως δια την ενάγουσαν, ως οφειλέτιδα - καθ` ης η εκτέλεσις, η οποία ήτο απούσα κατά την κατάσχεσιν, εις την εξαδέλφην της ..., ως δήθεν σύνοικον αυτής εις την διεύθυνσιν επί της οδού ... αριθμός ..., εις ... εις το υπό στοιχεία (Δ-2) διαμέρισμα του τετάρτου, υπέρ την πυλωτήν, ορόφου της εκεί κειμένης πολυορόφου οικοδομής συνταγείσης της υπ` αριθμ. ... εκθέσεως επιδόσεως. Ότι η επίδοσις αυτή ήτο άκυρος, διότι η ενάγουσα την 7.11.1995 δεν είχεν νυκτερινόν ή ημερήσιον κατάλυμα, έστω και προσωρινόν, εις την άνω κατοικίαν και η άνω εξαδέλφη της ... ήτο, τότε, μισθώτρια του διαμερίσματος, άπαντες δε οι εναγόμενοι εγνώριζον ότι η ενάγουσα, κατά τον κρίσιμον χρόνον (7.11.1995) δεν είχεν εκεί κατοικίαν, ο δε τέταρτος εναγόμενος παρέπεισεν την μισθώτριαν ... ότι επρόκειτο δια μίαν "τυπικήν επίδοσιν", ώστε να δεχθή να παραλαβή ως δήθεν σύνοικος το προς επίδοσιν αυτό έγγραφον. Ότι η ενάγουσα ήσκησεν κατά της ακυρωθείσης πράξεως εκτελέσεως την από 22ας Φεβρουαρίου 1996 υπ` αριθ. 1851/1996 κατ` αρθρ. 933 ΚΠολΔ ακυρωτικήν ανακοπήν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αίτημα την ακύρωσιν της υπ` αριθμ. ... εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως δι" ακυρότητα της επιδόσεως της, αυτή (έκθεσις αναγκαστικής κατασχέσεως) ηκυρώθη δια της υπ` αριθμ. 5324/1999 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητος.
Ότι από την άνω δολίαν συμπεριφοράν των εναγομένων εζημιώθη, κατά τα ποσά των: α) 33.750.000 δραχμών, όση η πραγματική αξία του αντικειμένου της εκτελέσεως, το οποίον εξεπλειστηριάσθη (36.750.000 δρχ.) απομειωμένον κατά το ποσόν, το οποίον θα της επιστραφή (3.000.000 δραχμές) από το επιτευχθέν εκπλειστηρίασμα", (θετική ζημία), β) 2.934.000 δραχμών, "όσα τα απωλεσθέντα μισθώματα από την εκμίσθωση σε τρίτους του αντικειμένου της εκτελέσεως, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 μέχρι 31.10.2000" (αποθετική ζημία), και υπέστη ηθικήν βλάβην της οποίας η εύλογος χρηματική ικανοποίησις ανέρχεται στο ποσό των 20.000.000 δραχμών", με προκύπτον εντεύθεν συνολικό ποσό 56.434.000 δρχ, την εις ολόκληρο καταψήφιση του οποίου και εδίωκε κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. Επί της εν λόγω αγωγής εκδόθηκε, κατά μερική παραδοχή της κατά την αξίωσή της χρηματικής ικανοποιήσεως, η 6500/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και σε δεύτερο βαθμό, κατ` αποδοχή των 10286/21-11-2003 (αναιρεσείουσα), 1178/16-2-2004 (τρείς πρώτοι των αναιρεσιβλήτων) και 1180/16-2-2004 (τέταρτος τούτων) εφέσεων των διαδίκων, εξαφάνιση της προσβαλλόμενης δι` αυτών πρωτοβάθμιας αποφάσεως και εξέταση κατ` ουσίαν της υποθέσεως, η 2293/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία αξιολογήθηκε ως μη νόμιμη κατά την απεύθυνσή της κατά των τριών πρώτων των εναγομένων, ελλείψει αιτιώδους συνδέσμου, κατά τις αιτιολογίες της, μεταξύ της αμετακλήτως ακυρωθείσης αναγκαστικής κατασχέσεως και της επελθούσης ζημίας από τον μη προσβληθέντα αναγκαστικό πλειστηριασμό, δεχόμενη παράλληλα ότι δεν προσδιορίζεται κατά τρόπο ορισμένο η ζημία της από την ακύρως διενεργηθείσα αναγκαστική κατάσχεση, προϋπόθεση για την από την αιτία αυτή αξίωσή της χρηματικής ικανοποιήσεως κατά δε την κατεύθυνσή της κατά του τετάρτου των εναγομένων, ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι, φέρουσα κατά τούτο τον χαρακτήρα αγωγής κακοδικίας, (ΕισΝ ΚΠολ.Δ. 73§1), υπέπεσε η φερόμενη δι` αυτής προς διάγνωση αξίωση στην προβλεπόμενη από την διάταξη του άρθρου 73§5 ΕισΝ Κ.Πολ.Δ., εξάμηνη αποσβεστική παραγραφή. Κατά της τελευταίας αυτής αποφάσεως εναντιώνεται η ηττηθείσα εκκαλούσα-ενάγουσα με την ένδικη αίτηση, με διατυπούμενους δι` αυτής λόγους αναιρέσεως που πλήττουν τα κεφάλαια της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που συνδέουν τις αξιώσεις της με την απώλεια της κυριότητας του διαμερίσματός της με τον διενεργηθέντα πλειστηριασμό αυτού, έννοια με την οποία και ερευνώνται στη συνέχεια.
Ειδικότερα: (i) Κύριο δικόγραφο. Ι. Κατά την έννοια του άρθρου 559§1 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Α` Ολ.ΑΠ 7/2006). Η παράβαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ελέγχεται αν αφορούν ερμηνεία ή εφαρμογή κανόνων δικαίου, με την εξειδίκευση αόριστων νομικών εννοιών ή την υπαγωγή πραγματικών περιστατικών εις αυτούς. Με την έννοια αυτή ελέγχεται η κρίση περί του ζητήματος αν τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση περιστατικά μπορούν να θεωρηθούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας γενικώς ως πρόσφορη αιτία του ζημιογόνου αποτελέσματος, όχι όμως και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η πράξη ή η παράλειψη προκάλεσε το αποτέλεσμα αυτό. Η παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου ως λόγος αναιρέσεως από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., και κατά την προδιαληφθείσα αυτού έννοια, είναι δυνατό να έχει ως περιεχόμενο, πλην άλλων, την αιτίαση ότι η αγωγή, επί της οποίας έκρινε σε δεύτερο βαθμό το δικαστήριο, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ θα έπρεπε να γίνει το αντίθετο σύμφωνα με το συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Στο ουσιαστικό δίκαιο ανήκει και το άρθρο 940 Κ.Πολ.Δ., το οποίο καθορίζει ειδικές προϋποθέσεις χορηγήσεως δικαιώματος αποζημιώσεως, με θεμελίωση με τον τρόπο αυτό στα θέματα που καταλαμβάνει μιας ιδιαίτερης μορφής αδικοπραξίας. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 940§3 Κ.Πολ.Δ., αν κατόπιν ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ, ακυρωθεί αμετακλήτως η αναγκαστική εκτέλεση που έγινε με βάση δικαστική απόφαση ή άλλο εκτελεστό τίτλο, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον επισπεύσαντα την εκτέλεση αποζημίωση για τις ζημίες που προξενήθηκαν από την εκτέλεση, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 και 919 ΑΚ. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι και η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αφενός του λόγου της ευθύνης, ήτοι της άκυρης εκτελέσεως που υπαιτίως εχώρησε, και αφετέρου της ζημίας. Η διάταξη του άρθρου 940 παρ. 3 ΚΠολΔ εφαρμόζεται στην περίπτωση αμετάκλητης ακυρώσεως όχι μόνον του συνόλου της πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας, αλλά και επί μέρους πράξεων, όπως της κατασχέσεως περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, οπότε μπορεί να ζητηθεί η αποκατάσταση των ζημιών που συνδέονται αιτιωδώς με τις πράξεις αυτές. Έτσι, αν ακυρωθεί μία μόνο πράξη της αναγκαστικής εκτελέσεως, η αποζημίωση περιορίζεται στη ζημία που τελεί σε αιτιώδη συνάφεια μόνο με την πράξη αυτή (Ολ ΑΠ 49/2005). Ειδικότερα στην περίπτωση που αμετακλήτως ακυρώθηκε η αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου πράγματος του οφειλέτη, επιβληθείσα με βάση συμβολαιογραφικό έγγραφο, για τον λόγο ότι ακύρως επιδόθηκε η έκθεση αναγκαστικής κατασχέσεως, ως δολίως παραδοθείσα σε πρόσωπο που θεωρήθηκε σύνοικος του οφειλέτη σε κατοικία στην οποία αυτός δεν είχε νυκτερινό ή ημερήσιο κατάλυμα έστω και προσωρινό, αν εν τω μεταξύ εχώρησε αναγκαστικός πλειστηριασμός, που δεν προσβλήθηκε με ανακοπή, ο οφειλέτης δεν δικαιούται να ζητήσει ως αποζημίωση την πραγματική αξία του αντικειμένου της εκτελέσεως το οποίο εκπλειστηριάσθηκε, καθώς και απωλεσθέντα μισθώματα, ελλείψει αιτιώδους συνδέσμου. Η απώλεια του πράγματος αυτού δεν μπορεί να αποδοθεί αμέσως στην κατά τα άνω ακυρότητα, έτσι ώστε να υπάρχει αυτονόητη αιτιώδης σχέση εκ της αμεσότητας της ζημίας, αφού, κατά το σύστημα του ΚΠολΔ, οι διαδοχικές πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως έχουν αυτοτέλεια έναντι αλλήλων, με την έννοια ότι η ακύρωση μιας εξ αυτών δεν επάγεται την αυτόματη ακύρωση των επομένων, παρά μόνο δίδει ανακοπή προς ακύρωση και αυτών. Επομένως, η απώλεια πράγματος δια της εκπλειστηριάσεώς του δεν μπορεί να αποδοθεί αμέσως σε ακυρότητα ενδιάμεσης πράξεως αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως είναι η κατάσχεση ακινήτου. Ο αιτιώδης σύνδεσμος διακόπτεται με τον επακολουθήσαντα, χωρίς να προσβληθεί, αναγκαστικό πλειστηριασμό. Από το ίδιο άρθρο 940 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται παράλληλα ότι η ευθύνη εκείνου που επέσπευσε την εκτέλεση προς αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση εκείνου κατά του οποίου έγινε η ακυρωθείσα αμετακλήτως εκτέλεση για τις ζημίες, περιουσιακές ή μη, που προξενήθηκαν από την εκτέλεση, συνιστώντας ευθύνη από αδικοπραξία ιδιαίτερης μορφής, ρυθμίζεται ειδικά ή αποκλειστικά από αυτό το άρθρο ή και από άλλες διατάξεις, μόνο όμως στο μέτρο που οι τελευταίες προβλέπονται από το άρθρο αυτό. Παρέπεται ότι δεν μπορεί κατά νόμο να θεμελιωθεί η εν λόγω ευθύνη αποκλειστικά στις λοιπές διατάξεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι γενικές περί ευθύνης από αδικοπραξία διατάξεις των άρθρων 914 και 932 ΑΚ. Από τη φύση και τη τελεολογία των σχετικών ρυθμίσεων προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη με βάση την διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, θα μπορούσε να σταθμισθεί μόνον υπό τους όρους του άρθρου 940 §3 Κ.Πολ.Δ. Η διάταξη του άρθρου 940 §3 Κ.Πολ.Δ., αξιώνει υπαιτιότητα, έστω και από αμέλεια, ως προς το κύρος ή την ακυρότητα της εκτελεστικής διαδικασίας ή του εκτελεστού τίτλου, υπό την προϋπόθεση της αμετάκλητης ακυρώσεώς της, προς την οποία συνδέεται και εκείνη της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ αυτής και της επελθούσης ζημίας. Η άποψη αυτή περί εφαρμογής των γενικών περί αδικοπραξιών διατάξεων στα πλαίσια και υπό τους όρους του άρθρου 940 Κ.Πολ.Δ., επιβεβαιώνεται και από τις λοιπές διατάξεις αυτού, οι οποίες αξιώνουν δόλο ή βαρεία αμέλεια ως προς την ύπαρξη του ουσιαστικού δικαιώματος, προς ικανοποίηση του οποίου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, σε περίπτωση εξαφανίσεως ή μεταρρυθμίσεως αποφάσεως κηρυχθείσης προσωρινής εκτελεστής (§1) και δόλο σε περίπτωση τελεσίδικης αποφάσεως, που εξαφανίσθηκε κατά παραδοχή ασκηθέντος κατ` αυτής ένδικου μέσου (§2). Επομένως ορθώς αξιολογήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση η αγωγή ως μη νόμιμη και απορρίφθηκε κατά την κατεύθυνσή της κατά των τριών πρώτων κατά σειρά εναγομένων και κατά συνέπεια ο πρώτος κατά σειρά λόγος, με τον οποίο, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ..Δ., προσάπτεται εσφαλμένη εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων και παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας αναφορικά με την κρίση της περί ελλείψεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της αμετακλήτως ακυρωθείσης αναγκαστικής κατασχέσεως και των αξιώσεων αποζημιώσεως της αναιρεσείουσας, περιουσιακών και μη, που συνδέονται με την απώλεια της κυριότητας του διαμερίσματός της κατά τον επακολουθήσαντα, πλην μη προσβληθέντα, αναγκαστικό αυτού πλειστηριασμό, ελέγχεται ως αβάσιμος.
ΙΙ. Με την διάταξη του άρθρου 73§5 ΕισΝ Κ.Πολ.Δ., προβλέπεται εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, εντός της οποίας πρέπει να ασκηθεί η αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου, συμβολαιογράφου, διαιτητή, δικαστικού γραμματέα και δικαστικού επιμελητή, η έναρξη της οποίας πρέπει να τοποθετηθεί στο χρόνο γνώσεως εκ μέρους του ενάγοντος της ζημιογόνου συμπεριφοράς των ως άνω λειτουργών (Ολ.ΑΠ 20/2000). Εξάλλου, με το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ καθιερώνεται το δικαίωμα της αποτελεσματικής προσφυγής του ατόμου, τα δικαιώματα του οποίου παραβιάσθηκαν, ενώπιον εθνικών δικαστηρίων ή αναλόγων αρχών εξοπλισμένων με δικαιοδοτική εξουσία. Η διάταξη όμως αυτή δεν εμποδίζει τον εθνικό νομοθέτη να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς για την άσκηση αγωγής με την οποία ζητείται δικαστική προστασία. Τέτοιος περιορισμός είναι η υποχρέωση για την άσκηση της πιο πάνω αγωγής κακοδικίας μέσα σε σύντομη αποσβεστική προθεσμία, δικαιολογούμενη από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα λόγους κοινωνικού και δημοσίου συμφέροντος, ενόψει της ιδιότητας των ως άνω δημοσίων λειτουργών, προκειμένου αυτοί να ενεργούν ανεπηρέαστοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (βλ. και Ολ.ΑΠ 20/2000). Όπως προαναφέρθηκε η αγωγή της αναιρεσείουσας αξιολογήθηκε (και ορθώς) ως αγωγή κακοδικίας κατά την απεύθυνσή της κατά του τετάρτου των αναιρεσιβλήτων και απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω παρελεύσεως της οριζομένης στην διάταξη του άρθρου 73§5 ΕισΝ Κ.Πολ.Δ., εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, νομοθετική ρύθμιση η οποία, σε συνέπεια με τις αμέσως παραπάνω σημειούμενες νομικές παραδοχές, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 13 της ΕΣΔΑ και δεν αναιρεί το καθιερούμενο δι` αυτού δικαίωμα της αποτελεσματικής προσφυγής του ατόμου ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, όπως αντιθέτως υποστηρίζεται με την προβαλλόμενη με τον δεύτερο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως του εν λόγω άρθρου της ΕΣΔΑ. Η αιτιολογία αυτή της αποφάσεως είναι εσφαλμένη, δοθέντος ότι και κατά τούτο η αγωγή είναι ομοίως μη νόμιμη λόγω ελλείψεως αιτιώδους συνάφειας κατά την προδιαληφθείσα έννοια, η δε παραγραφή και αποσβεστική προθεσμία, οι οποίες προϋποθέτουν νόμιμες και γεγεννημένες κατά νόμο αξιώσεις (ΑΚ 247, 279), εξετάζονται μετά την θετική αξιολόγησή τους από νομική άποψη. Το ορθό κατά τούτο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, χωρίς νομική δυνατότητα αντικαταστάσεως της εσφαλμένης αιτιολογίας, εφόσον δεν δημιουργεί δυσμενές σε βάρος της αναιρεσείουσας δεδικασμένο, δικαιολογεί προεχόντως την αρνητική αξιολόγηση, ως αβασίμου, του λόγου αυτού αναιρέσεως. Όμοια αρνητικά αξιολογείται ως απαράδεκτη η προβαλλόμενη με τον επόμενο και τρίτο κατά σειρά λόγο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., η οποία προϋποθέτει ότι το δικαστήριο εισήλθε στην ουσία της υποθέσεως και διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα και με την έννοια αυτή δεν στοιχειοθετείται όταν απορρίπτεται η αγωγή ως απαράδεκτη, αόριστη, μη νόμιμη ή για άλλο τυπικό λόγο.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 520§1 Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της εφέσεως πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται από τα άρθρο 118 έως 120, και τους λόγους της εφέσεως, ήτοι τις πλημμέλειες της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Σε περίπτωση δε ελλείψεως λόγου εφέσεως σαφούς και ορισμένου η έφεση απορρίπτεται στο σύνολό της ως απαράδεκτη αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω οι πλημμέλειες της αποφάσεως συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Στα τελευταία ανάγεται και η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία προσδιορίζεται επαρκώς από τη μνεία ότι από αυτή οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των περί την εκτίμηση των αποδείξεων σφαλμάτων. Στην περίπτωση αυτή, με βάση το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως (Κ.Πολ.Δ. 522) το Εφετείο επανεκτιμά από την αρχή της ουσία της υποθέσεως να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (Κ.Πολ.Δ. 534), με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση, χωρίς να περιορίζεται ως προς αυτή, στα προβαλλόμενα μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος. Επομένως ο τέταρτος κατά σειρά λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο, με αναφορά στο άρθρο 559 αρ. 14 Κ.Πολ.Δ., αποδίδεται στην προσβαλλόμενη δι` αυτής απόφαση ότι παρά το νόμο παρέλειψε να απορρίψει την έφεση του τετάρτου των αναιρεσιβλήτων ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας του μοναδικού αυτής λόγου, συνισταμένου, κατά την διατύπωσή του, στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπεία της οποίας εσφαλμένως οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε μερική παραδοχή της κατ` αυτού απευθυνομένης αγωγής, ενώ η ορθή αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού δικαιολογούσε την κατ` ουσίαν απόρριψή της, ελέγχεται ως αβάσιμος.
(ii) Πρόσθετο δικόγραφο
Με το άρθρο 25 §1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος, όπως αυτό ισχύει μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του έτους 2001, τίθεται ο κανόνας ότι οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν να επιβληθούν στα ατομικά δικαιώματα "πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας". Κατά την αρχή αυτή, η οποία ως γενική αρχή του δικαίου ίσχυε και προ της ρητής αποτυπώσεώς της στο Σύνταγμα κατά την προαναφερθείσα αναθεώρηση του, οι νομίμως επιβαλλόμενοι περιορισμοί των ατομικών δικαιωμάτων πρέπει να πληρούν τα ακόλουθα τρία κριτήρια, πρέπει δηλαδή να είναι α) κατάλληλοι, ήτοι πρόσφοροι για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού, β) αναγκαίοι, ήτοι να συνιστούν μέτρο το οποίο, σε σχέση με άλλα δυνάμενα να ληφθούν μέτρα, επάγεται τον ελάχιστο δυνατό περιορισμό για τον ιδιώτη ή το κοινό, και τέλος γ) εν στενή έννοια αναλογικοί, να τελούν δηλαδή σε εύλογη σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό, ώστε η αναμενόμενη ωφέλεια να μην υπολείπεται της βλάβης που προκαλούν (Ολ.ΑΠ 43/2005). Η αρχή της αναλογικότητας, ως κανόνας δικαίου που θέτει όρια στον περιοριστικό του ατομικού δικαιώματος νόμο, απευθύνεται κατ` αρχήν στο νομοθέτη. Στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, επίκληση της αρχής της αναλογικότητας μπορεί να γίνει αν ο κοινός νομοθέτης είτε έχει παραβιάσει την αρχή αυτή, θεσπίζοντας με νόμο υπέρμετρους περιορισμούς ατομικών δικαιωμάτων, οπότε ο δικαστής μπορεί, ελέγχοντας τη συνταγματικότητα του νόμου, να μην εφαρμόσει αυτόν (άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος), είτε έχει παραλείψει να ασκήσει τις συνταγματικές του υποχρεώσεις καταλείποντας κενό, οπότε η αρχή της αναλογικότητας καλείται επικουρικώς σε εφαρμογή (Ολ.ΑΠ 6/2009). Στο πεδίο των αδικοπρακτικών σχέσεων (ΑΚ 914 επ) και ειδικότερα στο θέμα της αιτιώδους συνάφειας, η οποία υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων το επιζήμιο αποτέλεσμα, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή δέχθηκε κυριαρχικώς ως αποδειχθέντα, επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη ή μη αιτία της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Και τούτο για τον λόγο ότι είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας, η παραβίαση των οποίων ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. Κατά την διατύπωση όμως της σχετικής νομικής κρίσεώς του δεν καταλείπονται περιθώρια εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας. Επομένως η προβαλλόμενη με το πρόσθετο δικόγραφο αναιρετική αιτίαση από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ., με την έννοια της ευθείας παραβιάσεως της διατάξεως του άρθρου 25§1 εδ. τέταρτο του Συντάγματος και της καθιερούμενης δι` αυτής αρχής της αναλογικότητας κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 940§3 Κ.Πολ.Δ., 914, 919, 297, 298, 330 ΑΚ, με την απόρριψη από το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του των δια της αγωγής της ήδη αναιρεσείουσας φερομένων προς διάγνωση αξιώσεών της θετικής και αποθετικής ζημίας, ως μη νομίμων, ελλείψει αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτών και του θεμελιωτικού τους γεγονότος της αμετάκλητης ακυρώσεως της αναγκαστικής κατασχέσεως του ακινήτου της αναιρεσείουσας, που επέσπευσαν οι τρεις πρώτοι των αναιρεσιβλήτων και για την οποία συντάχθηκε η ... έκθεση του τέταρτου τούτων, δικαστικού επιμελητή, ελέγχεται ως αβάσιμη. Οι λοιποί κανόνες ουσιαστικού δικαίου, με την εφαρμογή των οποίων συνδέεται η παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, αυτοτελώς προσβάλλονται με το κύριο δικόγραφο της αναιρέσεως, σε κάθε δε περίπτωση ορθή αξιολογείται η παραδοχή του δικαστηρίου της ουσίας για έλλειψη αιτιώδους συνάφειας με βάση τα ιστορούμενα στο δικόγραφο της αγωγής και η απόρριψη ως μη νομίμων των φερομένων δι` αυτής προς διάγνωση αξιώσεων της ήδη αναιρεσείουσας θετικής και αποθετικής ζημίας ως μη νομίμων, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, το θεμελιωτικό αυτών γεγονός της απώλειας της κυριότητας του διαμερίσματός της οφείλεται στον επακολουθήσαντα, πλην μη προσβληθέντα και εντεύθεν εγκύρως διενεργηθέντα, δημόσιο αναγκαστικό αυτού πλειστηριασμό. Συνακόλουθα αυτών πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως, με παράλληλη καταδίκη της αναιρεσείουσας στα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων αναιρεσιβλήτων, που κατέθεσαν προτάσεις, τα οποία ορίζει στο ποσό των 1.800,00 Ευρώ (Κ.Πολ.Δ. 183).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την 255/26-2-2008 αίτηση, με τον με ιδιαίτερο, 47/18-2-2009, δικόγραφο πρόσθετο αυτής λόγο, για αναίρεση της 2293/24-3-2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Και,
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των τριών (3) πρώτων κατά σειρά αναιρεσιβλήτων, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1800,00) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Νοεμβρίου 2009. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 25 Νοεμβρίου 2009. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου