Θέμα
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής, Δικαιοπραξία , Ένδικο μέσο, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Χρησικτησία.
Αγωγή διεκδικητική, Αοριστία αγωγής, Δικαιοπραξία , Ένδικο μέσο, Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, Χρησικτησία.
Περίληψη:
Νομική και ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αγωγής. Αναιρετικός έλεγχος. Στοιχεία για το οριστικό διεκδικητικής αγωγής ως προς την περιγραφή του....
Νομική και ποσοτική ή ποιοτική αοριστία αγωγής. Αναιρετικός έλεγχος. Στοιχεία για το οριστικό διεκδικητικής αγωγής ως προς την περιγραφή του....
επιδίκου. Αξίωση εναγομένου νομέα για απόδοση δαπανών. Προϋποθέσεις.
Ένσταση επισχέσεως. Στοιχεία για να είναι ορισμένη. Ακυρότητα
δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς, απόλυτη και σχετική. Χρησικτησία.
Εξαίρεση υπέρ προσώπων υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική
συμπαράσταση. Κατάχρηση δικαιώματος, προϋποθέσεις. Αναιρετικοί λόγοι από
τους αρ.1 και 14 αρθρ. 559 Κ.Πολ.Δ. αβάσιμοι. Πότε ιδρύονται οι
αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 19 και 1β΄(διδάγματα της κοινής πείρας)
του ίδιου άρθρου (Επικυρώνει Εφ.Κρ. 322/2009)
Αριθμός 944/2013
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Κ. του Νικολάου, και 2) Ι. Κ. του Ν., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πέτρο Μηλιαράκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσουν προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ο. Σ. χήρας Ν., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., ως νομίμως διορισμένης επιτρόπου του υιού της Α. Σ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ουρανία - Ράνια Μπουρδάκη, χωρίς να καταθέσουν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 18/11/1998 αγωγές της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 425 και 426/2000 του ιδίου Δικαστηρίου, οι οποίες παρέπεμψαν την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων λόγω αρμοδιότητας, 150/2005 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων και 322/2009 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/3/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 21/2/2012 έκθεση την κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 29/3/2010 αίτησης για αναίρεση της 322/2009 απόφασης του Εφετείου Κρήτης.
Η πληρεξουσία της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος για να κρίνει νόμιμη την αγωγή ή αντίθετα αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Η αοριστία όμως του δικογράφου της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο αυτό δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ, αντίστοιχα. Τέλος, η αοριστία της αγωγής εξετάζεται μεν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, για να δημιουργηθεί όμως λόγος αναιρέσεως από τους παραπάνω πρέπει η αοριστία να προτείνεται στο Εφετείο και να αναγράφεται η πρόταση αυτή στον σχετικό λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπον ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 438/201, ΑΠ 365/2000, ΑΠ 1363/1997). Προκειμένου περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής της κυριότητας ακινήτου απαιτείτο για το ορισμένο της, από απόψεως περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς, ο καθορισμός κατά τρόπον σαφή της θέσεως στην οποία βρίσκεται το ακίνητο και οπωσδήποτε των ορίων του, ώστε να μην γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται δε για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται οι πλευρικές διαστάσεις του επιδίκου ακινήτου και να κατονομάζονται όλοι οι γείτονες ιδιοκτήτες . Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επιδίκου αντικειμένου, στο Δικαστήριο δε να τάξει το προσήκον θέμα αποδείξεως (Α.Π. 2002/2006). Αρκεί δε ο ενάγων να εκθέτει στην αγωγή του ότι ο εναγόμενος κατέχει και νέμεται παράνομα το επίδικο ακίνητο, στοιχείο αναγκαίο για το ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζει και τον τρόπο κατάληψης του επιδίκου από τον εναγόμενο. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1057 και 1063 Α.Κ. με εκείνες των άρθρων 1102, 1103 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι όταν πρόκειται για επωφελείς δαπάνες, όπως είναι και εκείνη που συνίσταται στην ανέγερση από τον νομέα σε οικόπεδο άλλου οικοδομής με δικά του υλικά, έχει δικαίωμα ο τελευταίος αφού έχασε την κυριότητα των υλικών αυτών ανεξαρτήτως του αν είναι καλής ή κακής πίστεως να απαιτήσει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, μόνον μέσω του άρθρου 1063 ΑΚ από τον κύριο του οικοπέδου την απόδοση της ωφελείας που απέκτησε από τη μετάθεση προς αυτόν της κυριότητας των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν και ειδικότερα την αξία τους εφόσον με αυτά αυξήθηκε η αξία του οικοπέδου. Επιφυλάσσει όμως το άρθρο 1063 ΑΚ στον νομέα κινητού ή ακινήτου πράγματος το δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για την όλη δαπάνη ανεγέρσεως της οικοδομής στο ξένο ακίνητο όταν πρόκειται για ακίνητο με τους όρους όμως και τις προϋποθέσεις του άρθρου 1103 ΑΚ, ήτοι να πρόκειται για καλόπιστο νομέα, η δαπάνη να είναι επωφελής, δηλαδή να επήλθε από αυτήν αύξηση της αξίας του πράγματος, η αύξηση αυτή να σώζεται κατά το χρόνο της απόδοσης του πράγματος, η δε δαπάνη να έγινε το διάστημα πριν από την επίδοση της διεκδικητικής αγωγής. Εξάλλου ο νομέας του πράγματος, εναγόμενος με διεκδικητική αγωγή, εφόσον έχει αξίωση κατά του κυρίου για απόδοση δαπανών που έκανε στο πράγμα, έχει και δικαίωμα επισχέσεώς του, σύμφωνα με τα άρθρα 325, 326 και 1106 Α.Κ. Δικαιούται, δηλαδή, να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος μέχρι να ικανοποιηθεί για τις δαπάνες που του οφείλονται. Για να είναι όμως ορισμένη η ένσταση επισχέσεως πρέπει να καθορίζει σαφώς και κατά τρόπον ορισμένο, μεταξύ άλλων, το ύψος κάθε μιας δαπάνης χωριστά με ειδική ονοματοδοσία του περιεχομένου (Ολομ.ΑΠ 1220/1975, ΑΠ 674/1980).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου των ένδικων (δύο) διεκδικητικών αγωγών ακινήτων της αναιρεσίβλητης εναντίον καθενός των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων προκύπτει ότι περιέχονται σ' αυτές όλα τα αναγκαία κατά νόμον (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), για την πληρότητά τους, στοιχεία και ειδικότερα υπάρχει συγκεκριμένος προσδιορισμός των επιδίκων τμημάτων ακινήτου (550 και 390 τ.μ.) με πλήρη αναφορά του εμβαδού, των ορίων τους και της ακριβούς θέσης τους στο μεγαλύτερης έκτασης (4788 τ.μ.) ακίνητο, ώστε δεν γεννάται καμμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Επίσης και εν σχέσει με την αναφορά εκ μέρους του ενάγοντος εμφανών πράξεων νομής στα επίδικα ακίνητα, κατ' ορθήν εκτίμηση των δικογράφων, υπολαμβάνονται ως τέτοιες οι εκτιθέμενες στα δικόγραφα των αγωγών ειδικότερα διακατοχικές πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου του Μ. Α. Κ.. Τέλος, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στις αγωγές ο τρόπος που οι εναγόμενοι κατέλαβαν τα επίδικα ακίνητα και ειδικότερα ότι αυτοί οικοδόμησαν οικία σ' αυτά, αφού τούτο δεν αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, αναγκαίο στοιχείο των ένδικων διεκδικητικών αγωγών. Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο, που έκρινε τις ένδικες αγωγές ορισμένες, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον περί αοριστίας των αγωγών αυτών ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, δεν παρέλειψε παρά τον νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, γι' αυτό και η σχετική αιτίαση του τρίτου λόγου της αναίρεσης από τον αριθμό 14 (και όχι από τον αριθμό 1, αφού πρόκειται για ποσοτική αοριστία) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμη. Περαιτέρω, όπως δέχθηκε το Εφετείο, προκύπτει δε και από τα δικόγραφα των από 7-2-2005 προτάσεων των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως το περιεχόμενο τους επιτρεπτώς εκτιμάται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), οι τελευταίοι εκθέτουν αναφορικά με την προβληθείσα από αυτούς ένσταση επισχέσεως των επίδικων ακινήτων για δαπάνες που πραγματοποίησαν σε αυτά από την αγορά τους και εφεξής, συνεπεία των οποίων επήλθε αύξηση της αξίας τους, η οποία σώζεται κατά την άσκηση των αξιώσεών τους, τα ακόλουθα: Α) επί της από 18-11-1998 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 936/20-11-1998 αγωγής ο εναγόμενος Π. Ν. Κ. ισχυρίσθηκε ότι κατέβαλε: α) για την αγορά του επιδίκου ακινήτου κατά το έτος 1986 ως αντίτιμο το ποσό των 200.000 δρχ. ή 586,94 ευρώ, ενώ η σημερινή αγοραία αξία του ανέρχεται στο ποσό των 8.000.000 δρχ. ή 23.477,62 ευρώ (14.545 δρχ. ή 42,69 ευρώ ανά τ.μ. Χ 550 τ.μ.). β) για την ανέγερση ισογείου οικοδομής σ' αυτό 9 έτη πριν από την άσκηση της ως άνω αγωγής, επιφανείας 200 τ.μ., κατέβαλε πλέον των 55.520.000 δρχ. ή 162.934,70 ευρώ από το έτος 1989 και για μία τριετία περίπου, επιμεριζόμενο σε 36.008.000 δρχ. ή 105.672,78 ευρώ ως κόστος αγοράς υλικών και σε 19.512.000 δρχ. ή 57.261,92 ευρώ ως κόστος των εργασιών ανοικοδόμησης, ενώ η σημερινή αξία των δαπανών της οικοδομής αυτής ανέρχεται σε 69.400.000 δρχ. ή 203.668 ευρώ, επιμεριζόμενο στο ποσό των 45.010.000 δρχ. ή 132.090,97 ευρώ και σε 24.390.000 δρχ. ή 71.577,4 ευρώ για υλικά και εργασίες, αντίστοιχα, σύμφωνα με την από 15-7-2000 εκτίμηση κατασκευής του αρχιτέκτονα μηχανικού Γ. Π., την οποίαν συνάπτει στις προτάσεις του. Β) Επί της από 18-11-1998 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 937/20-11-1998 αγωγής ο εναγόμενος Ι. Ν. Κ. ισχυρίσθηκε ότι κατέβαλε: α) για την αγορά του επίδικου ακινήτου κατά το έτος 1986 ως αντίτιμο το ποσό των 60.000 δρχ. ή 176,08 ευρώ, ενώ η σημερινή αξία του ανέρχεται σε 6.000.000 δρχ. ή 17.608,21 ευρώ (15.384,62 δρχ. ή 45,15 ευρώ ανά τ.μ. Χ 390 τ.μ.), β) για την ανέγερση ισογείου οικοδομής σ' αυτό, επιφανείας 120 τ.μ. κατέβαλε πλέον των 44.920.000 δρχ. ή 131.826,85 ευρώ από το έτος 1989 και για μία τριετία περίπου, επιμεριζόμενο σε 28.912.000 δρχ. ή 84.848,13 ευρώ ως κόστος αγοράς υλικών και σε 15.792.000 δρχ. ή 46.344,83 ευρώ ως κόστος των εργασιών ανοικοδόμησης, ενώ η σημερινή αξία των δαπανών της εν λόγω οικοδομής ανέρχεται στο ποσό των 56.150.000 δρχ. ή 164.783,56 ευρώ επιμεριζόμενο σε 36.410.000 δρχ. ή 106.852,53 ευρώ και σε 19.740.000 δρχ. ή 57.931,03 ευρώ για υλικά και εργασίες, αντίστοιχα σύμφωνα με την από 15-9-2000 εκτίμηση του αυτού ως άνω αρχιτέκτονα - μηχανικού ...".
Με βάση αυτά οι εναγόμενοι πρόβαλαν ένσταση επισχέσεως των επίδικων ακινήτων εωσότου ο ενάγων καταβάλει στον καθένα από αυτούς, νομιμοτόκως, τα ως άνω ποσά. Την ένσταση αυτή απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, οι εναγόμενοι δε την επανέφεραν και ενώπιον του Εφετείου με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους.
Με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσής τους, από τον αριθμό 14 (και όχι από τον αριθμό 1 που οι ίδιοι επικαλούνται) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι εναγόμενοι παραπονούνται για την απόρριψη της ως άνω ενστάσεως, ισχυριζόμενοι ότι αυτή είναι ορισμένη. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, επειδή, με βάση το πιο πάνω περιεχόμενο των προτάσεων τους, η ένσταση αυτή των εναγομένων είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα ως απαράδεκτη. Και τούτο διότι οι εναγόμενοι δεν προσδιορίζουν την κατά την κατάθεση των προτάσεών τους πραγματική αξία των οικοδομικών υλικών και εργασιών, ενόψει του ότι ανάγουν αυτήν στα αναφερόμενα στις προτάσεις τους ποσά κατά την εκτίμηση του ανωτέρω αρχιτέκτονα - μηχανικού, ενώ για να αναγάγουν την αξία των δαπανών που πραγματοποίησαν κατά την ανέγερση των οικοδομών τους στα επίδικα ακίνητα στην κατά την κατάθεση των προτάσεών τους αξία των δαπανών αυτών, ήτοι κατά το χρόνο της απόδοσής τους, δεν επικαλούνται πραγματικά περιστατικά από τα οποία επήλθε σημαντική μεταβολή των συνθηκών που να δικαιολογεί την κατά τα άνω αύξηση της αξίας τους. Επίσης οι εναγόμενοι δεν εξειδικεύουν, πέραν των επικαλουμένων από αυτούς κατ' αποκοπή τιμών, αναφορικά με τη διαμόρφωση του οικοπέδου, τις επί μέρους εργασίες και τα υλικά, με τα κουφώματα, τα ντουλάπια και τα πλακίδια, τον αριθμό των κουφωμάτων, τα μέτρα των ντουλαπιών και τα τετραγωνικά μέτρα των πλακιδίων, ούτε την ποιότητά τους και την τιμή της μονάδας τους, ούτε, εξάλλου, προσδιορίζουν αν οι γενόμενες από αυτούς δαπάνες είναι οι συνήθεις ή πολυτελείς. Ακόμη δεν αναφέρουν την ειδικότερη ποιότητα του σκυροδέματος, των σοβάδων και των υλικών της τοιχοποιΐας, όπως και την τιμή ανά κυβικό μέτρο του σκυροδέματος, εις τρόπον ώστε να καθορισθεί η αξία των υλικών αυτών. Τέλος δεν εξειδικεύουν τις επί μέρους εργασίες ανά αριθμό ημερών ή ωρών εργασίας με αντίστοιχη τιμή μονάδας (ημερομίσθιο ή αμοιβή ανά ώρα εργασίας), τις δαπάνες για την άδεια της οικοδομής, το ΙΚΑ, τη μεταφορά ηλεκτρικού ΔΕΗ και τη συμμετοχή νερού και κοινοτικών δρόμων, εις τρόπον ώστε ο ενάγων να μπορεί να προβάλει την αναγκαία άμυνα και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις.
II.- Από το άρθρο 180 ΑΚ, που, ρυθμίζοντας τα αποτελέσματα της ακυρότητας δικαιοπραξίας, ορίζει ότι η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε και που έχει την έννοια ότι η άκυρη δικαιοπραξία δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που επιδιώκονταν με αυτή, μάλιστα δε από τούτο το άρθρο σε αντιπαραβολή προς τα περί ακυρώσεως ορισμένων δικαιοπραξιών άρθρα 154 και 155 ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Οι λόγοι της ακυρότητας προβλέπονται άμεσα ή έμμεσα αλλά σαφώς στο νόμο. Η ακυρότητα είναι κατά κανόνα απόλυτη, υπό την έννοια ότι δύναται να την επικαλεστεί όχι μόνο εκείνος που συνήψε τη μονομερή δικαιοπραξία ή τη σύμβαση και, γενικότερα, την πολυμερή δικαιοπραξία, αλλά και οποιασδήποτε άλλος. Κατ' εξαίρεση ωστόσο είναι σχετική, συμβαίνει δε τούτο όταν δύνανται να την επικαλεστούν ορισμένα μόνο πρόσωπα, στα οποία και μόνο αναγνωρίζεται το σχετικό δικαίωμα άμεσα ή έμμεσα αλλά σαφώς στο νόμο. Η ακυρότητα, απόλυτη ή σχετική, προτείνεται κατά κανόνα έναντι οποιουδήποτε και ιδίως έναντι εκείνου που αξιώνει δικαίωμα από την άκυρη δικαιοπραξία, κατ' εξαίρεση ωστόσο δεν προτείνεται έναντι ορισμένου τρίτου ως προς τη δικαιοπραξία προβλεπόμενου άμεσα ή έμμεσα αλλά σαφώς στο νόμο. Η ακυρότητα, απόλυτη ή σχετική, κατά κανόνα επέρχεται αυτοδικαίως, υπό την έννοια ότι δεν απαιτείται να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση, κατ' εξαίρεση ωστόσο ο νόμος άμεσα προβλέπει ορισμένες περιπτώσεις επελεύσεως της ακυρότητας με δικαστική απόφαση (Ολομ.ΑΠ 18/2005). Περαιτέρω, το άρθρο 179 ΑΚ ορίζει ότι άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από αυτή τη διάταξη σε συνδυασμό προς τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η προβλεπόμενη ακυρότητα δεν υπάγεται στις προαναφερόμενες εξαιρέσεις, αλλά υπάγεται, όπως και κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, στον περί απόλυτης ακυρότητας κανόνα και στους λοιπούς προμνημονεύομενους κανόνες της έναντι παντός προβολής και της αυτοδίκαιης ενέργειας. Εξάλλου κατά το άρθρο 1055 ΑΚ εξαιρούνται από την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία πράγματα που ανήκουν σε πρόσωπα τα οποία τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική συμπαράσταση ενόσω διαρκούν αυτές οι καταστάσεις. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Με τον παραπάνω, δηλαδή, λόγο ελέγχεται το σφάλμα στη μείζονα πρόταση ή στην υπαγωγή της ελάσσονος στη μείζονα, εφόσον υπάρχει σφάλμα και στο διατακτικό (ΑΠ 483/2001).
Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, προβάλλουν την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 180, 1041, 1045 και 1055 ΑΚ, γιατί το Εφετείο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας, που οι εναγόμενοι πρόβαλαν πρωτοδίκως και επανέφεραν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους στο Εφετείο, η οποία στηρίζεται τόσο σε παράγωγο τρόπο (άρθρο 1033 ΑΚ), όσο και σε πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία). Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει του υπ' αριθμ. .../24-2-1970 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Χανίων Εμμανουήλ Κονταδάκη που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων, ο Α. Σ., εκπροσωπούμενος ως ανήλικος από τον πατέρα του Ν., ... από την Μ. Κ. ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 24.969 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του χωριού "..." της πρώην κοινότητας Αρωνίου και ήδη Δήμου Ακρωτηρίου Χανίων και το οποίο συνόρευε (...). Δυνάμει του υπ' αριθμ. .../30-11-1981 προσυμφώνου του συμβ/φου Κολυμβαρίου Ιωάννη Γιαννουδάκη ο ηλικίας τότε 23 ετών Α. Σ. αφ' ενός υποσχέθηκε να μεταβιβάσει ολόκληρο το προπεριγραφόμενο ακίνητο στον έμπορο Α. Μ. και τον αρχιτέκτονα - μηχανικό Ε. Κ. και δη κατά ποσοστό 2/3 στον πρώτο και 1/3 εξ αδιαιρέτου στον δεύτερο από αυτούς ή και σε τρίτα πρόσωπα που αυτοί θα υποδείκνυαν και αφ' ετέρου διόρισε τον πληρεξούσιο και αντιπρόσωπό του Μ. Σ. Δ. για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Ακολούθησε η κατάρτιση των οριστικών συμβολαίων πώλησης του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου μεταξύ των οποίων και του υπ' αριθμ. .../14-12-1981 συμβολαίου, που νόμιμα μεταγράφτηκε, δυνάμει του οποίου ο Μ. Δ. ενεργώντας ως αντιπρόσωπος του ενάγοντος Α. Σ. βάσει της πληρεξουσιότητας που του παρασχέθηκε με το προαναφερόμενο προσύμφωνο μεταβίβασε τμήμα του ως άνω αγροτεμαχίου, επιφανείας κατά τον τίτλο κτήσεως 4.038,50 τ.μ., στη Μ. συζ. Ε. Κ.. Η τελευταία, από το ακίνητο αυτό, το οποίο συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία Δ. Μ., νότια με κρημνόν, νοτιανατολικά με ιδιοκτησία Π. Μ. και νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία Ε. Κ., με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../12-5-1986 συμβόλαιο της συμβ/φου Χανίων Μαρίας Φαν. Παΐζη πώλησε και μεταβίβασε στον εκκαλούντα - εναγόμενο της υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 93/20-11-1998 αγωγής Π. Ν. Κ. τμήμα του ως άνω ακινήτου, επιφανείας 550 τ.μ., το οποίο συνορεύει (...), και παρέδωσε σ' αυτόν (εναγόμενο αγοραστή) τη νομή του τμήματος αυτού. Επίσης, με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../28-6-1983 συμβόλαιο της αυτής ως άνω συμβ/φου Χανίων η Μ. συζ. Ε. Κ. πώλησε και μεταβίβασε στον Ι. Ν. Κ., εναγόμενο στην υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 937/20-11-1998 αγωγή, τμήμα του ως άνω ακινήτου της, επιφανείας 390 τ.μ., το οποίο συνορεύει σύμφωνα με το προσηρτημένο στο συμβόλαιο αυτό σχεδιάγραμμα του μηχανικού Ε. Κ. και τα αναφερόμενα στον εν λόγω τίτλο κτήσης, βόρεια, νότια, ανατολικά και δυτικά με κρημνό, νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία Μ. Ε. Κ., νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία Π. Μ., βορειανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Ε., και παρέδωσε τη νομή του τμήματος αυτού στον ως άνω εναγόμενο αγοραστή. Με την υπ' αριθμ. 242/1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων ο ενάγων τέθηκε σε κατάσταση δικαστικής απαγόρευσης για το λόγο ότι έπασχε από χρονίσασα ψυχωσική συνδρομή, η οποία απέκλειε τη χρήση του λογικού και δεν επέτρεπε σ' αυτόν να φροντίζει για τον εαυτό του και την περιουσία του και διορίσθηκε ως προσωρινή διαχειρίστρια αυτού η μητέρα του Ο. χα Ν. Σ., η οποία ακολούθως διορίσθηκε ως επίτροπος αυτού με την υπ' αριθμ. 134/1990 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (διαδ. Εκουσίας δικαιοδ.). Με την από 21-8-1989 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 295/1989 αγωγή που εγγράφηκε στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Χανίων στις 20-9-1989, η ως άνω προσωρινή διαχειρίστρια του ενάγοντος ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των δικαιοπραξιών για τις οποίες καταρτίσθηκε το προαναφερόμενο προσύμφωνο συμβόλαιο και τα σχετικά με αυτό πωλητήρια συμβόλαια κυρίως επειδή κατά το χρόνο καταρτίσεώς τους ο τεθείς υπό δικαστική απαγόρευση γιος της (ενάγων) βρισκόταν σε ψυχική διαταραχή που απέκλεισε τη χρήση του λογικού και επικουρικά επειδή με τις δικαιοπραξίες αυτές οι εναγόμενοι με αυτή μεταξύ των οποίων και η Μ. συζ. Εμ. Κ. για το τμήμα των 4.038,50 τ.μ., αντίθετα προς τα χρηστά ήθη εκμεταλλεύθηκαν την κουφότητα και απειρία του γιου της και αποκόμισαν ωφελήματα φανερά δυσανάλογα με τις παροχές τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 299/1995 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων που διατάχθηκαν με την υπ' αριθμ. 50/1991 πράξη του Δικαστηρίου εκείνου, η οποία δέχθηκε την αγωγή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη κατά την επικουρική της βάση και αναγνώρισε ως άκυρες τις προαναφερόμενες δικαιοπραξίες, μεταξύ των οποίων και τις καταρτισθείσες με τα ως άνω .../1981 και .../1981 συμβόλαια του συμβ/φου Κολυμβαρίου Ιωάννη Γιαννουδάκη. Μετά από έφεση των ηττηθέντων εναγομένων κατά της αποφάσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 540/1996 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (Εφετείου Κρήτης), η οποία, αφού δέχθηκε ότι τα περιστατικά που επικαλέσθηκαν οι εναγόμενοι προς αντίκρουση της ανωτέρω αγωγής συνιστούσαν νόμιμη ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως αυτής, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, η οποία είχε απορρίψει την εν λόγω ένσταση ως μη νόμιμη, και ακολούθως, αφού απέρριψε την ένσταση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, δέχθηκε ότι οι επίμαχες δικαιοπραξίες ήταν άκυρες ως αισχροκερδείς και αναγνώρισε αυτές ότι είναι άκυρες, και διότι είναι άκυρες οι δικαιοπραξίες που περιέχονται στο υπ' αριθμ. .../1981 προσύμφωνο του συμβ/φου Κολυμβαρίου Ιωάννη Γιανναδάκη και τα συμβολαιογραφικά έγγραφα που καταρτίσθηκαν σε εκπλήρωση της υποχρεώσεως που ανέλαβε με αυτό ο ενάγων, μεταξύ των οποίων και το υπ' αριθμ. .../1981 πωλητήριο προς την Μ. συζ. Ε. Κ. συμβόλαιο του αυτού ως άνω συμβ/φου, δικαιοπάροχο των εναγομένων. Η αίτηση αναιρέσεως των εκκαλούντων και τότε εναγομένων κατά της αποφάσεως αυτής του Εφετείου Κρήτης απερρίφθη με την υπ' αριθμ. 1356/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου. Η απαγγελθείσα κατά τα άνω ακυρότητα είναι απόλυτη και μπορεί να προταθεί από τον καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, αφορά τόσο την υποσχετική, όσο και την εκποιητική δικαιοπραξία, το δε δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας, υφίσταται έναντι παντός, ακόμη και κατά του καλής πίστεως τρίτου, καθόσον πρόκειται για μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου, και θεωρείται η δικαιοπραξία σαν να μην έγινε (Α.Κ. 180). Με βάση τα προεκτεθέντα η Μ. συζ. Ε. Κ. δεν απόκτησε κυριότητα στο προπεριγραφόμενο ακίνητο, επιφανείας 4.038,50 τ.μ., και συνακόλουθα δεν μπορούσε να μεταβιβάσει δικαίωμα που δεν είχε και δη την κυριότητα των επιδίκων εδαφικών τμημάτων στους εναγομένους, καθόσον για μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου απαιτείται ο ίδιος ο μεταβιβάζων να είναι κύριος (ΑΚ 1033). Κατά συνέπειαν, οι εναγόμενοι δεν απόκτησαν κυριότητα των επιδίκων ακινήτων με βάση τα ως άνω υπ' αριθμ. .../1986 και .../1983 συμβόλαιο της συμβ/φου Χανίων Μαρίας Παΐζη, αντίστοιχα, ακόμη και αν κατά την κτήση τους τελούσαν σε καλή πίστη κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, οι εναγόμενοι δεν κατέστησαν κύριοι των επιδίκων ακινήτων με παράγωγο τρόπο. Εξ άλλου την κυριότητα των επιδίκων ακινήτων δεν απέκτησαν οι εναγόμενοι ούτε με πρωτότυπο τρόπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), όπως αυτοί αβάσιμα διατείνονται, καθόσον από το έτος 1986 και 1983 που περιήλθε σε καθέναν από αυτούς, αντίστοιχα, η νομή των επιδίκων ακινήτων, μέχρι το έτος 1998, που ασκήθηκαν οι ένδικες αγωγές επί των οποίων εκδόθηκε η εκκαλουμένη, δεν συνέτρεξαν στο πρόσωπο αυτών οι χρονικές τουλάχιστον προϋποθέσεις της τακτικής, πολύ δε περισσότερα της έκτασης χρησικτησίας, ήτοι δεν συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος κατ' άρθρον 1041 και 1045, αντίστοιχα, χρόνος της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας (δεκαετία και εικοσαετία, αντίστοιχα). Τούτο δε ενόψει του ότι από το έτος 1989 και εφεξής που τέθηκε ο νομίμως εκπροσωπούμενος από την επίτροπο μητέρα του ενάγων σε κατάσταση δικαστικής απαγόρευσης δυνάμει της υπ' αριθμ. 242/1989 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, κατά τα προεκτεθέντα, η ως άνω νομή των εναγομένων δεν μπορούσε πλέον να οδηγήσει αυτούς, κατά παραδοχή και της σχετικής αντενστάσεως του ενάγοντος, στην κτήση της κυριότητας των επιδίκων από αυτούς με χρησικτησία ως εξαιρουμένων τούτων (επιδίκων) έκτοτε (από το έτος 1989) αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1055 ΑΚ κατά την οποίαν "εξαιρούνται από την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία τα πράγματα που ανήκουν σε πρόσωπα, τα οποία τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική συμπαράσταση ενόσω διαρκούν αυτές οι καταστάσεις". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού απέρριψε την ένσταση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων για δική τους κυριότητα και έκανε δεκτές τις ένδικες διεκδικητικές αγωγές του αναιρεσιβλήτου ως βάσιμες κατ' ουσίαν, απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την έφεση των εναγομένων κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 180, 1041, 1045 και 1055 ΑΚ, που προμνημονεύτηκαν, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του, οι δικαιοπραξίες που περιέχονται στο .../1981 προσύμφωνο του συμβολαιογράφου Κολυμβαρίου Ιωάννη Γιανναδάκη, μεταξύ των οποίων και η πώληση του μείζονος ακινήτου που καταρτίστηκε με το .../1981 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου μεταξύ του ενάγοντος και της Μ. Κ., ήταν άκυρες, κατ' άρθρο 179 ΑΚ, της ακυρότητας αυτής δυναμένης να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον και συνεπώς, η τελευταία, εφόσον δεν απέκτησε την κυριότητα του ως άνω ακινήτου, δεν μπορούσε και να μεταβιβάσει τα επίδικα εδαφικά τμήματα στους εναγομένους. Εξάλλου, όπως δέχθηκε ανέλεγκτα η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπο των εναγομένων ο απαιτούμενος χρόνος για την απόκτηση της κυριότητας των επιδίκων με χρησικτησία, ενόψει και του ότι από το έτος 1989, που, κατά τις παραδοχές της, τέθηκε ο ενάγων υπό καθεστώς δικαστικής απαγόρευσης, η νομή των εναγομένων δεν μπορούσε να οδηγήσει αυτούς σε απόκτηση της κυριότητας των επιδίκων τμημάτων ακινήτου με χρησικτησία. Επομένως ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί.
ΙΙΙ.- Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Εξάλλου, απαιτείται, ενόψει των ειδικών συνθηκών και περιστατικών και της αδράνειας του δικαιούχου, να δημιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση της μη ενασκήσεως του δικαιώματος του δικαιούχου (Ολομ.ΑΠ 17/1995, Ολομ.ΑΠ 1/1997).
Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλουν την πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 παρ. 1, 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ, γιατί το Εφετείο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένστασή τους, που παραδεκτά προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρθηκε στο Εφετείο με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, περί καταχρηστικής ασκήσεως των ένδικων διεκδικητικών αγωγών. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, σχετικά με την πιο πάνω ένσταση, τα ακόλουθα: "Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η μητέρα του ενάγοντος Ο. Ν. Σ. προέβη εγκαίρως σε όλες τις αναγκαίες διαδικασίες προς άσκηση των εμπραγμάτων αξιώσεων του επιτροπευομένου υπ' αυτής γιου της για την ανάκτηση της ως άνω ακίνητης περιουσίας του, στην οποίαν περιλαμβάνονται και τα επίδικα ακίνητα στη θέση "..." στην κτηματική περιφέρεια του χωρίου "..." του Δήμου Ακρωτηρίου Χανίων. Ειδικότερα, κατά τα προεκτεθέντα, ευθύς αμέσως μετά τη θέση αυτού σε καθεστώς δικαστικής απαγόρευσης άσκησε την ως άνω από 21-8-1989 και με αριθμ. εκθ. Καταθ. Δικ. 295/1989 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω υπ' αριθμ. 540/1996 αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου που αναγνώρισε ότι είναι άκυρα τα προμνησθέντα συμβόλαια και ακολούθως προέβη στην άσκηση σωρείας διεκδικητικών αγωγών, μεταξύ των οποίων και οι ένδικες, επί των οποίων εκδόθηκε η εκκαλουμένη, προς ανάκτηση της περιουσίας του ενάγοντος γιου της (...). Το γεγονός ότι, ενδεχομένως, δεν διέλαθε της προσοχής της η ανοικοδόμηση των επιδίκων από τους ενάγοντες και το ότι δεν ήλθε σε επικοινωνία μαζί τους, δεν ασκεί οποιασδήποτε έννομη επιρροή στην άσκηση εκ μέρους του ενάγοντος των ενδίκων αξιώσεών του, λαμβανομένης υπ' όψη και της προαναφερθείσας συνολικής και επιμελημένης προσπάθειας της επιτρόπου μητέρας του, η οποία, μάλιστα, και υπό την ιδιότητα της προσωρινής διαχειρίστριας αυτού, είχε κοινοποιήσει την από 10-10-1988 εξώδικη διαμαρτυρία της περί των ανωτέρω στους αρχικά αποκτήσαντες το ακίνητο σε μείζονα έκταση, μεταξύ των οποίων και η φερόμενη ως δικαιοπάροχος των εναγομένων Μ. Ε. Κ.. Άλλωστε, κατά τον χρόνο της ανοικοδόμησης των επιδίκων από τους εναγομένους είχε αρχίσει η δικαστική επιδίωξη των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του εκκαλούντος - ενάγοντος, στην οποίαν περιλαμβάνονται και τα επίδικα, γεγονός που ήταν εφικτό να περιέλθει σε γνώση των εναγομένων και τούτο ενόψει της τηρήσεως της αρχής της υπέρ τρίτων δημοσιότητας με την εγγραφή των σχετικών αγωγών στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Χανίων, ενώ το εύρος και η φύση της προκειμένης αντιδικίας κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας περιήλθε σε γνώση εύλογου αριθμού συγχωριανών των εναγομένων μέσα στα περιορισμένα όρια της μικρής κοινωνίας του χωρίου "..." του Δήμου Ακρωτηρίου Χανίων".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης των ένδικων αγωγών. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή υπαγωγή των περιστατικών που δέχθηκε σ' αυτήν, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που σωστά εφάρμοσε, καθόσον υπό τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως άνω πραγματικά περιστατικά η άσκηση της ένδικης αξίωσης του αναιρεσιβλήτου για αναγνώριση της κυριότητάς του στα επίδικα εδαφικά τμήματα και για απόδοσή τους σ' αυτόν, δεν προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και εντεύθεν δεν υπερβαίνει, κατ' αντικειμενική κρίση, και μάλιστα προφανώς, τα από την παραπάνω διάταξη οριζόμενα όρια. Επομένως ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
IV.- Ως "ζητήματα" των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπον ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση της, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, νοούνται μόνο οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που έχουν αυθύπαρκτη ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και αιτιολογία που ανάγεται σε επιχειρήματα τα οποία συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης ούτε, επίσης, οποιοδήποτε άλλο ζήτημα που υπόκειται στην κυριαρχική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης, όπως εκτιμάται μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα, ενώ δέχθηκε ότι "... ενδεχομένως δεν διέλαθε της προσοχής της (Ο. Σ.) η ανοικοδόμηση των επιδίκων από τους εναγομένους", στη συνέχεια δέχθηκε αντιφατικά ότι "άλλωστε, κατά το χρόνο της ανοικοδόμησης των επιδίκων από τους εναγομένους είχε αρχίσει η δικαστική επιδίωξη των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του εκκαλούντος - ενάγοντος, στην οποία περιλαμβάνονται και τα επίδικα, γεγονός που ήταν εφικτό να περιέλθει σε γνώση των εναγομένων και τούτο ενόψει της τηρήσεως της αρχής της υπέρ τρίτων δημοσιότητας με την εγγραφή των σχετικών αγωγών στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων ...", ενόψει του ότι, με βάση τις παραδοχές αυτές "θα έπρεπε η πλευρά των αναιρεσειόντων να έχει τη δυνατότητα προσφυγής στα βιβλία του οικείου Υποθηκοφυλακείου (με αφορμή άλλες αντιδικίες), ενώ η αντίδικος πλευρά (κατά την αναιρεσίβλητη) έχει- είχε δικαίωμα να μην γνωρίζει την ανοικοδόμηση των οικιών τους". Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος προεχόντως μεν γιατί η περιεχόμενη σ' αυτόν αιτίαση αναφέρεται σε μη αυτοτελή ισχυρισμό, δηλαδή σε μη ουσιώδες ζήτημα, το οποίο δεν κρίνεται ικανό να στηρίξει την ένσταση των εναγομένων για καταχρηστική άσκηση των ένδικων αγωγών, αλλιώς γιατί η αιτίαση αυτή ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, το από τις οποίες πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
-V.- Ο από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, το οποίο επιλήφθηκε αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους της έρευνας για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, παρά τον νόμο δέχθηκε την ύπαρξη ή την μη ύπαρξή του. Εξάλλου, το δεδικασμένο που προκύπτει από τελεσίδικη απόφαση λαμβάνεται μεν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 332 ΚΠολΔ, δεν αφορά όμως τη δημόσια τάξη και, συνακόλουθα, ο ισχυρισμός περί της ύπαρξης ή μη του τελευταίου για να θεμελιώσει τον σχετικό λόγο αναιρέσεως πρέπει να έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο της πρότασής του (Ολομ.ΑΠ 1339/1985). Ο πρώτος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε δεδικασμένο, απορρέον από την 299/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, που επικυρώθηκε με την 540/1996 απόφαση του Εφετείου Κρήτης και έγινε αμετάκλητη με την 1356/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι οι καταρτιθείσες με τα .../1981 και .../1981 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Κολυμβαρίου Ιωάννη Γιαννουδάκη δικαιοπραξίες είναι άκυρες, κατ' άρθρον 179 ΑΚ, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, εφόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, οι οποίοι είχαν ηττηθεί στον πρώτο βαθμό, περί του ότι δεν υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση δεδικασμένο, προκύπτον από την προμνημονευόμενη αμετάκλητη απόφαση, ο οποίος δεν εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, προτάθηκε παραδεκτά από αυτούς στο Εφετείο με λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο έφεσης. Σε κάθε περίπτωση είναι και απαράδεκτος, γιατί στηρίζεται σε ισχυρισμό που δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, αφού, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ εκτίμηση του περιεχομένου της από 27-9-2005 έφεσης κατά της 150/2005 απόφασης, τέτοιος ισχυρισμός, δηλαδή αντίστοιχος λόγος έφεσης, δεν περιέχεται σ' αυτήν.
VI. - Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει, κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 559 παρ. 1 εδάφ. β' Κ.Πολ.Δ., λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένως από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν και όχι προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, πρέπει δε να εκτίθεται περαιτέρω στον σχετικό λόγο η έννοια που αποδόθηκε στον κανόνα δικαίου, που χαρακτηρίζεται εσφαλμένη, και η κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντος ορθή, που προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το δικαστήριο παρέλειψε να χρησιμοποιήσει (Ολομ.ΑΠ 2/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον έκτο, από τον αριθμό 1 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο, ενώ δέχθηκε ότι κατά το χρόνο της οικοδόμησης από τους ίδιους των επιδίκων τμημάτων ακινήτου και ενώ είχε αρχίσει η δικαστική τους διαμάχη γι' αυτά με τον αναιρεσίβλητο, αυτοί (αναιρεσείοντες) είχαν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση της διαμάχης αυτής προσφεύγοντας στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, αγνοώντας τα διδάγματα της κοινής πείρας, δέχθηκε και ότι ο αναιρεσίβλητος μπορούσε να μην γνωρίζει την ανοικοδόμηση στα επίδικα. Με το περιεχόμενο όμως αυτό ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, αφού η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορά ερμηνεία κανόνος δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτόν αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αλλά την εκτίμηση των αποδείξεων για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών. Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-3-2010 αίτηση των Π. Κ. κ.λ.π. περί αναιρέσεως της υπ' αριθμόν 322/2009 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης.-
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Φούκα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω μη υπάρξεως Αντιπροέδρου στο Τμήμα), Δημήτριο Μαζαράκη, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη και Αργύριο Σταυράκη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Κ. του Νικολάου, και 2) Ι. Κ. του Ν., κατοίκων ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Πέτρο Μηλιαράκη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., χωρίς να καταθέσουν προτάσεις.
Της αναιρεσίβλητης: Ο. Σ. χήρας Ν., το γένος Γ. Κ., κατοίκου ..., ως νομίμως διορισμένης επιτρόπου του υιού της Α. Σ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξουσία δικηγόρο της Ουρανία - Ράνια Μπουρδάκη, χωρίς να καταθέσουν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 18/11/1998 αγωγές της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 425 και 426/2000 του ιδίου Δικαστηρίου, οι οποίες παρέπεμψαν την υπόθεση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Χανίων λόγω αρμοδιότητας, 150/2005 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων και 322/2009 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 29/3/2010 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αργύριος Σταυράκης ανέγνωσε την από 21/2/2012 έκθεση την κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση Αρεοπαγίτη Σπυρίδωνα Μιτσιάλη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 29/3/2010 αίτησης για αναίρεση της 322/2009 απόφασης του Εφετείου Κρήτης.
Η πληρεξουσία της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη των αντιδίκων της στη δικαστική δαπάνη της.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρμοστεί, αποτελεί παράβαση που ελέγχεται με τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα από το νόμο προς θεμελίωση του ασκούμενου δικαιώματος για να κρίνει νόμιμη την αγωγή ή αντίθετα αρκέστηκε σε λιγότερα από τα απαιτούμενα στοιχεία. Η αοριστία όμως του δικογράφου της αγωγής μπορεί να μην είναι νομική, αλλά ποσοτική ή ποιοτική, όταν στο δικόγραφο αυτό δεν αναφέρονται με πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Στις περιπτώσεις αυτές της ποσοτικής ή ποιοτικής αοριστίας της αγωγής η απόφαση ελέγχεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ, αντίστοιχα. Τέλος, η αοριστία της αγωγής εξετάζεται μεν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, για να δημιουργηθεί όμως λόγος αναιρέσεως από τους παραπάνω πρέπει η αοριστία να προτείνεται στο Εφετείο και να αναγράφεται η πρόταση αυτή στον σχετικό λόγο αναιρέσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117 πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, γ) ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπον ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 438/201, ΑΠ 365/2000, ΑΠ 1363/1997). Προκειμένου περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής αγωγής της κυριότητας ακινήτου απαιτείτο για το ορισμένο της, από απόψεως περιγραφής του αντικειμένου της διαφοράς, ο καθορισμός κατά τρόπον σαφή της θέσεως στην οποία βρίσκεται το ακίνητο και οπωσδήποτε των ορίων του, ώστε να μην γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται δε για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται οι πλευρικές διαστάσεις του επιδίκου ακινήτου και να κατονομάζονται όλοι οι γείτονες ιδιοκτήτες . Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ούτως ώστε να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου επιδίκου αντικειμένου, στο Δικαστήριο δε να τάξει το προσήκον θέμα αποδείξεως (Α.Π. 2002/2006). Αρκεί δε ο ενάγων να εκθέτει στην αγωγή του ότι ο εναγόμενος κατέχει και νέμεται παράνομα το επίδικο ακίνητο, στοιχείο αναγκαίο για το ορισμένο της διεκδικητικής αγωγής, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσδιορίζει και τον τρόπο κατάληψης του επιδίκου από τον εναγόμενο. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1057 και 1063 Α.Κ. με εκείνες των άρθρων 1102, 1103 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι όταν πρόκειται για επωφελείς δαπάνες, όπως είναι και εκείνη που συνίσταται στην ανέγερση από τον νομέα σε οικόπεδο άλλου οικοδομής με δικά του υλικά, έχει δικαίωμα ο τελευταίος αφού έχασε την κυριότητα των υλικών αυτών ανεξαρτήτως του αν είναι καλής ή κακής πίστεως να απαιτήσει, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, μόνον μέσω του άρθρου 1063 ΑΚ από τον κύριο του οικοπέδου την απόδοση της ωφελείας που απέκτησε από τη μετάθεση προς αυτόν της κυριότητας των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν και ειδικότερα την αξία τους εφόσον με αυτά αυξήθηκε η αξία του οικοπέδου. Επιφυλάσσει όμως το άρθρο 1063 ΑΚ στον νομέα κινητού ή ακινήτου πράγματος το δικαίωμα να απαιτήσει αποζημίωση για την όλη δαπάνη ανεγέρσεως της οικοδομής στο ξένο ακίνητο όταν πρόκειται για ακίνητο με τους όρους όμως και τις προϋποθέσεις του άρθρου 1103 ΑΚ, ήτοι να πρόκειται για καλόπιστο νομέα, η δαπάνη να είναι επωφελής, δηλαδή να επήλθε από αυτήν αύξηση της αξίας του πράγματος, η αύξηση αυτή να σώζεται κατά το χρόνο της απόδοσης του πράγματος, η δε δαπάνη να έγινε το διάστημα πριν από την επίδοση της διεκδικητικής αγωγής. Εξάλλου ο νομέας του πράγματος, εναγόμενος με διεκδικητική αγωγή, εφόσον έχει αξίωση κατά του κυρίου για απόδοση δαπανών που έκανε στο πράγμα, έχει και δικαίωμα επισχέσεώς του, σύμφωνα με τα άρθρα 325, 326 και 1106 Α.Κ. Δικαιούται, δηλαδή, να αρνηθεί την απόδοση του πράγματος μέχρι να ικανοποιηθεί για τις δαπάνες που του οφείλονται. Για να είναι όμως ορισμένη η ένσταση επισχέσεως πρέπει να καθορίζει σαφώς και κατά τρόπον ορισμένο, μεταξύ άλλων, το ύψος κάθε μιας δαπάνης χωριστά με ειδική ονοματοδοσία του περιεχομένου (Ολομ.ΑΠ 1220/1975, ΑΠ 674/1980).
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση του δικογράφου των ένδικων (δύο) διεκδικητικών αγωγών ακινήτων της αναιρεσίβλητης εναντίον καθενός των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων προκύπτει ότι περιέχονται σ' αυτές όλα τα αναγκαία κατά νόμον (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ), για την πληρότητά τους, στοιχεία και ειδικότερα υπάρχει συγκεκριμένος προσδιορισμός των επιδίκων τμημάτων ακινήτου (550 και 390 τ.μ.) με πλήρη αναφορά του εμβαδού, των ορίων τους και της ακριβούς θέσης τους στο μεγαλύτερης έκτασης (4788 τ.μ.) ακίνητο, ώστε δεν γεννάται καμμία αμφιβολία για την ταυτότητά τους. Επίσης και εν σχέσει με την αναφορά εκ μέρους του ενάγοντος εμφανών πράξεων νομής στα επίδικα ακίνητα, κατ' ορθήν εκτίμηση των δικογράφων, υπολαμβάνονται ως τέτοιες οι εκτιθέμενες στα δικόγραφα των αγωγών ειδικότερα διακατοχικές πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου του Μ. Α. Κ.. Τέλος, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στις αγωγές ο τρόπος που οι εναγόμενοι κατέλαβαν τα επίδικα ακίνητα και ειδικότερα ότι αυτοί οικοδόμησαν οικία σ' αυτά, αφού τούτο δεν αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, αναγκαίο στοιχείο των ένδικων διεκδικητικών αγωγών. Με τα δεδομένα αυτά, το Εφετείο, που έκρινε τις ένδικες αγωγές ορισμένες, απορρίπτοντας ως αβάσιμο τον περί αοριστίας των αγωγών αυτών ισχυρισμό των αναιρεσειόντων, δεν παρέλειψε παρά τον νόμο να κηρύξει απαράδεκτο, γι' αυτό και η σχετική αιτίαση του τρίτου λόγου της αναίρεσης από τον αριθμό 14 (και όχι από τον αριθμό 1, αφού πρόκειται για ποσοτική αοριστία) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμη. Περαιτέρω, όπως δέχθηκε το Εφετείο, προκύπτει δε και από τα δικόγραφα των από 7-2-2005 προτάσεων των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων στο Πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όπως το περιεχόμενο τους επιτρεπτώς εκτιμάται από τον Άρειο Πάγο για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ), οι τελευταίοι εκθέτουν αναφορικά με την προβληθείσα από αυτούς ένσταση επισχέσεως των επίδικων ακινήτων για δαπάνες που πραγματοποίησαν σε αυτά από την αγορά τους και εφεξής, συνεπεία των οποίων επήλθε αύξηση της αξίας τους, η οποία σώζεται κατά την άσκηση των αξιώσεών τους, τα ακόλουθα: Α) επί της από 18-11-1998 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 936/20-11-1998 αγωγής ο εναγόμενος Π. Ν. Κ. ισχυρίσθηκε ότι κατέβαλε: α) για την αγορά του επιδίκου ακινήτου κατά το έτος 1986 ως αντίτιμο το ποσό των 200.000 δρχ. ή 586,94 ευρώ, ενώ η σημερινή αγοραία αξία του ανέρχεται στο ποσό των 8.000.000 δρχ. ή 23.477,62 ευρώ (14.545 δρχ. ή 42,69 ευρώ ανά τ.μ. Χ 550 τ.μ.). β) για την ανέγερση ισογείου οικοδομής σ' αυτό 9 έτη πριν από την άσκηση της ως άνω αγωγής, επιφανείας 200 τ.μ., κατέβαλε πλέον των 55.520.000 δρχ. ή 162.934,70 ευρώ από το έτος 1989 και για μία τριετία περίπου, επιμεριζόμενο σε 36.008.000 δρχ. ή 105.672,78 ευρώ ως κόστος αγοράς υλικών και σε 19.512.000 δρχ. ή 57.261,92 ευρώ ως κόστος των εργασιών ανοικοδόμησης, ενώ η σημερινή αξία των δαπανών της οικοδομής αυτής ανέρχεται σε 69.400.000 δρχ. ή 203.668 ευρώ, επιμεριζόμενο στο ποσό των 45.010.000 δρχ. ή 132.090,97 ευρώ και σε 24.390.000 δρχ. ή 71.577,4 ευρώ για υλικά και εργασίες, αντίστοιχα, σύμφωνα με την από 15-7-2000 εκτίμηση κατασκευής του αρχιτέκτονα μηχανικού Γ. Π., την οποίαν συνάπτει στις προτάσεις του. Β) Επί της από 18-11-1998 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 937/20-11-1998 αγωγής ο εναγόμενος Ι. Ν. Κ. ισχυρίσθηκε ότι κατέβαλε: α) για την αγορά του επίδικου ακινήτου κατά το έτος 1986 ως αντίτιμο το ποσό των 60.000 δρχ. ή 176,08 ευρώ, ενώ η σημερινή αξία του ανέρχεται σε 6.000.000 δρχ. ή 17.608,21 ευρώ (15.384,62 δρχ. ή 45,15 ευρώ ανά τ.μ. Χ 390 τ.μ.), β) για την ανέγερση ισογείου οικοδομής σ' αυτό, επιφανείας 120 τ.μ. κατέβαλε πλέον των 44.920.000 δρχ. ή 131.826,85 ευρώ από το έτος 1989 και για μία τριετία περίπου, επιμεριζόμενο σε 28.912.000 δρχ. ή 84.848,13 ευρώ ως κόστος αγοράς υλικών και σε 15.792.000 δρχ. ή 46.344,83 ευρώ ως κόστος των εργασιών ανοικοδόμησης, ενώ η σημερινή αξία των δαπανών της εν λόγω οικοδομής ανέρχεται στο ποσό των 56.150.000 δρχ. ή 164.783,56 ευρώ επιμεριζόμενο σε 36.410.000 δρχ. ή 106.852,53 ευρώ και σε 19.740.000 δρχ. ή 57.931,03 ευρώ για υλικά και εργασίες, αντίστοιχα σύμφωνα με την από 15-9-2000 εκτίμηση του αυτού ως άνω αρχιτέκτονα - μηχανικού ...".
Με βάση αυτά οι εναγόμενοι πρόβαλαν ένσταση επισχέσεως των επίδικων ακινήτων εωσότου ο ενάγων καταβάλει στον καθένα από αυτούς, νομιμοτόκως, τα ως άνω ποσά. Την ένσταση αυτή απέρριψε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, οι εναγόμενοι δε την επανέφεραν και ενώπιον του Εφετείου με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους.
Με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσής τους, από τον αριθμό 14 (και όχι από τον αριθμό 1 που οι ίδιοι επικαλούνται) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι εναγόμενοι παραπονούνται για την απόρριψη της ως άνω ενστάσεως, ισχυριζόμενοι ότι αυτή είναι ορισμένη. Ο λόγος αυτός της αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, επειδή, με βάση το πιο πάνω περιεχόμενο των προτάσεων τους, η ένσταση αυτή των εναγομένων είναι αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα ως απαράδεκτη. Και τούτο διότι οι εναγόμενοι δεν προσδιορίζουν την κατά την κατάθεση των προτάσεών τους πραγματική αξία των οικοδομικών υλικών και εργασιών, ενόψει του ότι ανάγουν αυτήν στα αναφερόμενα στις προτάσεις τους ποσά κατά την εκτίμηση του ανωτέρω αρχιτέκτονα - μηχανικού, ενώ για να αναγάγουν την αξία των δαπανών που πραγματοποίησαν κατά την ανέγερση των οικοδομών τους στα επίδικα ακίνητα στην κατά την κατάθεση των προτάσεών τους αξία των δαπανών αυτών, ήτοι κατά το χρόνο της απόδοσής τους, δεν επικαλούνται πραγματικά περιστατικά από τα οποία επήλθε σημαντική μεταβολή των συνθηκών που να δικαιολογεί την κατά τα άνω αύξηση της αξίας τους. Επίσης οι εναγόμενοι δεν εξειδικεύουν, πέραν των επικαλουμένων από αυτούς κατ' αποκοπή τιμών, αναφορικά με τη διαμόρφωση του οικοπέδου, τις επί μέρους εργασίες και τα υλικά, με τα κουφώματα, τα ντουλάπια και τα πλακίδια, τον αριθμό των κουφωμάτων, τα μέτρα των ντουλαπιών και τα τετραγωνικά μέτρα των πλακιδίων, ούτε την ποιότητά τους και την τιμή της μονάδας τους, ούτε, εξάλλου, προσδιορίζουν αν οι γενόμενες από αυτούς δαπάνες είναι οι συνήθεις ή πολυτελείς. Ακόμη δεν αναφέρουν την ειδικότερη ποιότητα του σκυροδέματος, των σοβάδων και των υλικών της τοιχοποιΐας, όπως και την τιμή ανά κυβικό μέτρο του σκυροδέματος, εις τρόπον ώστε να καθορισθεί η αξία των υλικών αυτών. Τέλος δεν εξειδικεύουν τις επί μέρους εργασίες ανά αριθμό ημερών ή ωρών εργασίας με αντίστοιχη τιμή μονάδας (ημερομίσθιο ή αμοιβή ανά ώρα εργασίας), τις δαπάνες για την άδεια της οικοδομής, το ΙΚΑ, τη μεταφορά ηλεκτρικού ΔΕΗ και τη συμμετοχή νερού και κοινοτικών δρόμων, εις τρόπον ώστε ο ενάγων να μπορεί να προβάλει την αναγκαία άμυνα και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις.
II.- Από το άρθρο 180 ΑΚ, που, ρυθμίζοντας τα αποτελέσματα της ακυρότητας δικαιοπραξίας, ορίζει ότι η άκυρη δικαιοπραξία θεωρείται σαν να μην έγινε και που έχει την έννοια ότι η άκυρη δικαιοπραξία δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που επιδιώκονταν με αυτή, μάλιστα δε από τούτο το άρθρο σε αντιπαραβολή προς τα περί ακυρώσεως ορισμένων δικαιοπραξιών άρθρα 154 και 155 ΑΚ, συνάγονται τα εξής: Οι λόγοι της ακυρότητας προβλέπονται άμεσα ή έμμεσα αλλά σαφώς στο νόμο. Η ακυρότητα είναι κατά κανόνα απόλυτη, υπό την έννοια ότι δύναται να την επικαλεστεί όχι μόνο εκείνος που συνήψε τη μονομερή δικαιοπραξία ή τη σύμβαση και, γενικότερα, την πολυμερή δικαιοπραξία, αλλά και οποιασδήποτε άλλος. Κατ' εξαίρεση ωστόσο είναι σχετική, συμβαίνει δε τούτο όταν δύνανται να την επικαλεστούν ορισμένα μόνο πρόσωπα, στα οποία και μόνο αναγνωρίζεται το σχετικό δικαίωμα άμεσα ή έμμεσα αλλά σαφώς στο νόμο. Η ακυρότητα, απόλυτη ή σχετική, προτείνεται κατά κανόνα έναντι οποιουδήποτε και ιδίως έναντι εκείνου που αξιώνει δικαίωμα από την άκυρη δικαιοπραξία, κατ' εξαίρεση ωστόσο δεν προτείνεται έναντι ορισμένου τρίτου ως προς τη δικαιοπραξία προβλεπόμενου άμεσα ή έμμεσα αλλά σαφώς στο νόμο. Η ακυρότητα, απόλυτη ή σχετική, κατά κανόνα επέρχεται αυτοδικαίως, υπό την έννοια ότι δεν απαιτείται να κηρυχθεί με δικαστική απόφαση, κατ' εξαίρεση ωστόσο ο νόμος άμεσα προβλέπει ορισμένες περιπτώσεις επελεύσεως της ακυρότητας με δικαστική απόφαση (Ολομ.ΑΠ 18/2005). Περαιτέρω, το άρθρο 179 ΑΚ ορίζει ότι άκυρη ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη είναι ιδίως η δικαιοπραξία με την οποία δεσμεύεται υπερβολικά η ελευθερία του προσώπου ή η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, την κουφότητα ή την απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να πάρει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που κατά τις περιστάσεις βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από αυτή τη διάταξη σε συνδυασμό προς τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι η προβλεπόμενη ακυρότητα δεν υπάγεται στις προαναφερόμενες εξαιρέσεις, αλλά υπάγεται, όπως και κάθε δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, στον περί απόλυτης ακυρότητας κανόνα και στους λοιπούς προμνημονεύομενους κανόνες της έναντι παντός προβολής και της αυτοδίκαιης ενέργειας. Εξάλλου κατά το άρθρο 1055 ΑΚ εξαιρούνται από την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία πράγματα που ανήκουν σε πρόσωπα τα οποία τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική συμπαράσταση ενόσω διαρκούν αυτές οι καταστάσεις. Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό του κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Με τον παραπάνω, δηλαδή, λόγο ελέγχεται το σφάλμα στη μείζονα πρόταση ή στην υπαγωγή της ελάσσονος στη μείζονα, εφόσον υπάρχει σφάλμα και στο διατακτικό (ΑΠ 483/2001).
Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες, με τον δεύτερο λόγο της αναίρεσης, προβάλλουν την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης των διατάξεων των άρθρων 180, 1041, 1045 και 1055 ΑΚ, γιατί το Εφετείο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένσταση ιδίας κυριότητας, που οι εναγόμενοι πρόβαλαν πρωτοδίκως και επανέφεραν με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους στο Εφετείο, η οποία στηρίζεται τόσο σε παράγωγο τρόπο (άρθρο 1033 ΑΚ), όσο και σε πρωτότυπο τρόπο (τακτική και έκτακτη χρησικτησία). Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Δυνάμει του υπ' αριθμ. .../24-2-1970 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβ/φου Χανίων Εμμανουήλ Κονταδάκη που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων, ο Α. Σ., εκπροσωπούμενος ως ανήλικος από τον πατέρα του Ν., ... από την Μ. Κ. ένα αγροτεμάχιο, εκτάσεως 24.969 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση "..." της κτηματικής περιφέρειας του χωριού "..." της πρώην κοινότητας Αρωνίου και ήδη Δήμου Ακρωτηρίου Χανίων και το οποίο συνόρευε (...). Δυνάμει του υπ' αριθμ. .../30-11-1981 προσυμφώνου του συμβ/φου Κολυμβαρίου Ιωάννη Γιαννουδάκη ο ηλικίας τότε 23 ετών Α. Σ. αφ' ενός υποσχέθηκε να μεταβιβάσει ολόκληρο το προπεριγραφόμενο ακίνητο στον έμπορο Α. Μ. και τον αρχιτέκτονα - μηχανικό Ε. Κ. και δη κατά ποσοστό 2/3 στον πρώτο και 1/3 εξ αδιαιρέτου στον δεύτερο από αυτούς ή και σε τρίτα πρόσωπα που αυτοί θα υποδείκνυαν και αφ' ετέρου διόρισε τον πληρεξούσιο και αντιπρόσωπό του Μ. Σ. Δ. για την υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Ακολούθησε η κατάρτιση των οριστικών συμβολαίων πώλησης του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου μεταξύ των οποίων και του υπ' αριθμ. .../14-12-1981 συμβολαίου, που νόμιμα μεταγράφτηκε, δυνάμει του οποίου ο Μ. Δ. ενεργώντας ως αντιπρόσωπος του ενάγοντος Α. Σ. βάσει της πληρεξουσιότητας που του παρασχέθηκε με το προαναφερόμενο προσύμφωνο μεταβίβασε τμήμα του ως άνω αγροτεμαχίου, επιφανείας κατά τον τίτλο κτήσεως 4.038,50 τ.μ., στη Μ. συζ. Ε. Κ.. Η τελευταία, από το ακίνητο αυτό, το οποίο συνορεύει βόρεια με ιδιοκτησία Δ. Μ., νότια με κρημνόν, νοτιανατολικά με ιδιοκτησία Π. Μ. και νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία Ε. Κ., με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../12-5-1986 συμβόλαιο της συμβ/φου Χανίων Μαρίας Φαν. Παΐζη πώλησε και μεταβίβασε στον εκκαλούντα - εναγόμενο της υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 93/20-11-1998 αγωγής Π. Ν. Κ. τμήμα του ως άνω ακινήτου, επιφανείας 550 τ.μ., το οποίο συνορεύει (...), και παρέδωσε σ' αυτόν (εναγόμενο αγοραστή) τη νομή του τμήματος αυτού. Επίσης, με το νόμιμα μεταγεγραμμένο υπ' αριθμ. .../28-6-1983 συμβόλαιο της αυτής ως άνω συμβ/φου Χανίων η Μ. συζ. Ε. Κ. πώλησε και μεταβίβασε στον Ι. Ν. Κ., εναγόμενο στην υπ' αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 937/20-11-1998 αγωγή, τμήμα του ως άνω ακινήτου της, επιφανείας 390 τ.μ., το οποίο συνορεύει σύμφωνα με το προσηρτημένο στο συμβόλαιο αυτό σχεδιάγραμμα του μηχανικού Ε. Κ. και τα αναφερόμενα στον εν λόγω τίτλο κτήσης, βόρεια, νότια, ανατολικά και δυτικά με κρημνό, νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία Μ. Ε. Κ., νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία Π. Μ., βορειανατολικά με ιδιοκτησία Ε. Ε., και παρέδωσε τη νομή του τμήματος αυτού στον ως άνω εναγόμενο αγοραστή. Με την υπ' αριθμ. 242/1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων ο ενάγων τέθηκε σε κατάσταση δικαστικής απαγόρευσης για το λόγο ότι έπασχε από χρονίσασα ψυχωσική συνδρομή, η οποία απέκλειε τη χρήση του λογικού και δεν επέτρεπε σ' αυτόν να φροντίζει για τον εαυτό του και την περιουσία του και διορίσθηκε ως προσωρινή διαχειρίστρια αυτού η μητέρα του Ο. χα Ν. Σ., η οποία ακολούθως διορίσθηκε ως επίτροπος αυτού με την υπ' αριθμ. 134/1990 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων (διαδ. Εκουσίας δικαιοδ.). Με την από 21-8-1989 και με αριθμ. εκθ. καταθ. δικ. 295/1989 αγωγή που εγγράφηκε στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Χανίων στις 20-9-1989, η ως άνω προσωρινή διαχειρίστρια του ενάγοντος ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα των δικαιοπραξιών για τις οποίες καταρτίσθηκε το προαναφερόμενο προσύμφωνο συμβόλαιο και τα σχετικά με αυτό πωλητήρια συμβόλαια κυρίως επειδή κατά το χρόνο καταρτίσεώς τους ο τεθείς υπό δικαστική απαγόρευση γιος της (ενάγων) βρισκόταν σε ψυχική διαταραχή που απέκλεισε τη χρήση του λογικού και επικουρικά επειδή με τις δικαιοπραξίες αυτές οι εναγόμενοι με αυτή μεταξύ των οποίων και η Μ. συζ. Εμ. Κ. για το τμήμα των 4.038,50 τ.μ., αντίθετα προς τα χρηστά ήθη εκμεταλλεύθηκαν την κουφότητα και απειρία του γιου της και αποκόμισαν ωφελήματα φανερά δυσανάλογα με τις παροχές τους. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 299/1995 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, μετά τη διεξαγωγή των αποδείξεων που διατάχθηκαν με την υπ' αριθμ. 50/1991 πράξη του Δικαστηρίου εκείνου, η οποία δέχθηκε την αγωγή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη κατά την επικουρική της βάση και αναγνώρισε ως άκυρες τις προαναφερόμενες δικαιοπραξίες, μεταξύ των οποίων και τις καταρτισθείσες με τα ως άνω .../1981 και .../1981 συμβόλαια του συμβ/φου Κολυμβαρίου Ιωάννη Γιαννουδάκη. Μετά από έφεση των ηττηθέντων εναγομένων κατά της αποφάσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 540/1996 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (Εφετείου Κρήτης), η οποία, αφού δέχθηκε ότι τα περιστατικά που επικαλέσθηκαν οι εναγόμενοι προς αντίκρουση της ανωτέρω αγωγής συνιστούσαν νόμιμη ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως αυτής, εξαφάνισε την εκκαλουμένη, η οποία είχε απορρίψει την εν λόγω ένσταση ως μη νόμιμη, και ακολούθως, αφού απέρριψε την ένσταση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη, δέχθηκε ότι οι επίμαχες δικαιοπραξίες ήταν άκυρες ως αισχροκερδείς και αναγνώρισε αυτές ότι είναι άκυρες, και διότι είναι άκυρες οι δικαιοπραξίες που περιέχονται στο υπ' αριθμ. .../1981 προσύμφωνο του συμβ/φου Κολυμβαρίου Ιωάννη Γιανναδάκη και τα συμβολαιογραφικά έγγραφα που καταρτίσθηκαν σε εκπλήρωση της υποχρεώσεως που ανέλαβε με αυτό ο ενάγων, μεταξύ των οποίων και το υπ' αριθμ. .../1981 πωλητήριο προς την Μ. συζ. Ε. Κ. συμβόλαιο του αυτού ως άνω συμβ/φου, δικαιοπάροχο των εναγομένων. Η αίτηση αναιρέσεως των εκκαλούντων και τότε εναγομένων κατά της αποφάσεως αυτής του Εφετείου Κρήτης απερρίφθη με την υπ' αριθμ. 1356/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου. Η απαγγελθείσα κατά τα άνω ακυρότητα είναι απόλυτη και μπορεί να προταθεί από τον καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, αφορά τόσο την υποσχετική, όσο και την εκποιητική δικαιοπραξία, το δε δικαίωμα επίκλησης της ακυρότητας, υφίσταται έναντι παντός, ακόμη και κατά του καλής πίστεως τρίτου, καθόσον πρόκειται για μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου, και θεωρείται η δικαιοπραξία σαν να μην έγινε (Α.Κ. 180). Με βάση τα προεκτεθέντα η Μ. συζ. Ε. Κ. δεν απόκτησε κυριότητα στο προπεριγραφόμενο ακίνητο, επιφανείας 4.038,50 τ.μ., και συνακόλουθα δεν μπορούσε να μεταβιβάσει δικαίωμα που δεν είχε και δη την κυριότητα των επιδίκων εδαφικών τμημάτων στους εναγομένους, καθόσον για μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου απαιτείται ο ίδιος ο μεταβιβάζων να είναι κύριος (ΑΚ 1033). Κατά συνέπειαν, οι εναγόμενοι δεν απόκτησαν κυριότητα των επιδίκων ακινήτων με βάση τα ως άνω υπ' αριθμ. .../1986 και .../1983 συμβόλαιο της συμβ/φου Χανίων Μαρίας Παΐζη, αντίστοιχα, ακόμη και αν κατά την κτήση τους τελούσαν σε καλή πίστη κατά τα προεκτεθέντα. Επομένως, οι εναγόμενοι δεν κατέστησαν κύριοι των επιδίκων ακινήτων με παράγωγο τρόπο. Εξ άλλου την κυριότητα των επιδίκων ακινήτων δεν απέκτησαν οι εναγόμενοι ούτε με πρωτότυπο τρόπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία), όπως αυτοί αβάσιμα διατείνονται, καθόσον από το έτος 1986 και 1983 που περιήλθε σε καθέναν από αυτούς, αντίστοιχα, η νομή των επιδίκων ακινήτων, μέχρι το έτος 1998, που ασκήθηκαν οι ένδικες αγωγές επί των οποίων εκδόθηκε η εκκαλουμένη, δεν συνέτρεξαν στο πρόσωπο αυτών οι χρονικές τουλάχιστον προϋποθέσεις της τακτικής, πολύ δε περισσότερα της έκτασης χρησικτησίας, ήτοι δεν συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος κατ' άρθρον 1041 και 1045, αντίστοιχα, χρόνος της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας (δεκαετία και εικοσαετία, αντίστοιχα). Τούτο δε ενόψει του ότι από το έτος 1989 και εφεξής που τέθηκε ο νομίμως εκπροσωπούμενος από την επίτροπο μητέρα του ενάγων σε κατάσταση δικαστικής απαγόρευσης δυνάμει της υπ' αριθμ. 242/1989 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, κατά τα προεκτεθέντα, η ως άνω νομή των εναγομένων δεν μπορούσε πλέον να οδηγήσει αυτούς, κατά παραδοχή και της σχετικής αντενστάσεως του ενάγοντος, στην κτήση της κυριότητας των επιδίκων από αυτούς με χρησικτησία ως εξαιρουμένων τούτων (επιδίκων) έκτοτε (από το έτος 1989) αυτής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1055 ΑΚ κατά την οποίαν "εξαιρούνται από την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία τα πράγματα που ανήκουν σε πρόσωπα, τα οποία τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική συμπαράσταση ενόσω διαρκούν αυτές οι καταστάσεις". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού απέρριψε την ένσταση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων για δική τους κυριότητα και έκανε δεκτές τις ένδικες διεκδικητικές αγωγές του αναιρεσιβλήτου ως βάσιμες κατ' ουσίαν, απέρριψε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν την έφεση των εναγομένων κατά της πρωτόδικης απόφασης, που είχε κρίνει ομοίως. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 180, 1041, 1045 και 1055 ΑΚ, που προμνημονεύτηκαν, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του, οι δικαιοπραξίες που περιέχονται στο .../1981 προσύμφωνο του συμβολαιογράφου Κολυμβαρίου Ιωάννη Γιανναδάκη, μεταξύ των οποίων και η πώληση του μείζονος ακινήτου που καταρτίστηκε με το .../1981 συμβόλαιο του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου μεταξύ του ενάγοντος και της Μ. Κ., ήταν άκυρες, κατ' άρθρο 179 ΑΚ, της ακυρότητας αυτής δυναμένης να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον και συνεπώς, η τελευταία, εφόσον δεν απέκτησε την κυριότητα του ως άνω ακινήτου, δεν μπορούσε και να μεταβιβάσει τα επίδικα εδαφικά τμήματα στους εναγομένους. Εξάλλου, όπως δέχθηκε ανέλεγκτα η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συμπληρώθηκε στο πρόσωπο των εναγομένων ο απαιτούμενος χρόνος για την απόκτηση της κυριότητας των επιδίκων με χρησικτησία, ενόψει και του ότι από το έτος 1989, που, κατά τις παραδοχές της, τέθηκε ο ενάγων υπό καθεστώς δικαστικής απαγόρευσης, η νομή των εναγομένων δεν μπορούσε να οδηγήσει αυτούς σε απόκτηση της κυριότητας των επιδίκων τμημάτων ακινήτου με χρησικτησία. Επομένως ο ανωτέρω αναιρετικός λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει ν' απορριφθεί.
ΙΙΙ.- Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Εξάλλου, απαιτείται, ενόψει των ειδικών συνθηκών και περιστατικών και της αδράνειας του δικαιούχου, να δημιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση της μη ενασκήσεως του δικαιώματος του δικαιούχου (Ολομ.ΑΠ 17/1995, Ολομ.ΑΠ 1/1997).
Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες, με τον τέταρτο λόγο της αναίρεσης, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, προβάλλουν την πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 9 παρ. 1, 25 παρ. 3 του Συντάγματος και 8 της ΕΣΔΑ, γιατί το Εφετείο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένστασή τους, που παραδεκτά προβλήθηκε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρθηκε στο Εφετείο με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, περί καταχρηστικής ασκήσεως των ένδικων διεκδικητικών αγωγών. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, σχετικά με την πιο πάνω ένσταση, τα ακόλουθα: "Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η μητέρα του ενάγοντος Ο. Ν. Σ. προέβη εγκαίρως σε όλες τις αναγκαίες διαδικασίες προς άσκηση των εμπραγμάτων αξιώσεων του επιτροπευομένου υπ' αυτής γιου της για την ανάκτηση της ως άνω ακίνητης περιουσίας του, στην οποίαν περιλαμβάνονται και τα επίδικα ακίνητα στη θέση "..." στην κτηματική περιφέρεια του χωρίου "..." του Δήμου Ακρωτηρίου Χανίων. Ειδικότερα, κατά τα προεκτεθέντα, ευθύς αμέσως μετά τη θέση αυτού σε καθεστώς δικαστικής απαγόρευσης άσκησε την ως άνω από 21-8-1989 και με αριθμ. εκθ. Καταθ. Δικ. 295/1989 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω υπ' αριθμ. 540/1996 αμετάκλητη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου που αναγνώρισε ότι είναι άκυρα τα προμνησθέντα συμβόλαια και ακολούθως προέβη στην άσκηση σωρείας διεκδικητικών αγωγών, μεταξύ των οποίων και οι ένδικες, επί των οποίων εκδόθηκε η εκκαλουμένη, προς ανάκτηση της περιουσίας του ενάγοντος γιου της (...). Το γεγονός ότι, ενδεχομένως, δεν διέλαθε της προσοχής της η ανοικοδόμηση των επιδίκων από τους ενάγοντες και το ότι δεν ήλθε σε επικοινωνία μαζί τους, δεν ασκεί οποιασδήποτε έννομη επιρροή στην άσκηση εκ μέρους του ενάγοντος των ενδίκων αξιώσεών του, λαμβανομένης υπ' όψη και της προαναφερθείσας συνολικής και επιμελημένης προσπάθειας της επιτρόπου μητέρας του, η οποία, μάλιστα, και υπό την ιδιότητα της προσωρινής διαχειρίστριας αυτού, είχε κοινοποιήσει την από 10-10-1988 εξώδικη διαμαρτυρία της περί των ανωτέρω στους αρχικά αποκτήσαντες το ακίνητο σε μείζονα έκταση, μεταξύ των οποίων και η φερόμενη ως δικαιοπάροχος των εναγομένων Μ. Ε. Κ.. Άλλωστε, κατά τον χρόνο της ανοικοδόμησης των επιδίκων από τους εναγομένους είχε αρχίσει η δικαστική επιδίωξη των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του εκκαλούντος - ενάγοντος, στην οποίαν περιλαμβάνονται και τα επίδικα, γεγονός που ήταν εφικτό να περιέλθει σε γνώση των εναγομένων και τούτο ενόψει της τηρήσεως της αρχής της υπέρ τρίτων δημοσιότητας με την εγγραφή των σχετικών αγωγών στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Χανίων, ενώ το εύρος και η φύση της προκειμένης αντιδικίας κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας περιήλθε σε γνώση εύλογου αριθμού συγχωριανών των εναγομένων μέσα στα περιορισμένα όρια της μικρής κοινωνίας του χωρίου "..." του Δήμου Ακρωτηρίου Χανίων".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την ένσταση καταχρηστικής άσκησης των ένδικων αγωγών. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν υπέπεσε στην αποδιδόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί δεν παραβίασε, με εσφαλμένη ερμηνεία ή υπαγωγή των περιστατικών που δέχθηκε σ' αυτήν, την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, που σωστά εφάρμοσε, καθόσον υπό τα ανελέγκτως γενόμενα δεκτά ως άνω πραγματικά περιστατικά η άσκηση της ένδικης αξίωσης του αναιρεσιβλήτου για αναγνώριση της κυριότητάς του στα επίδικα εδαφικά τμήματα και για απόδοσή τους σ' αυτόν, δεν προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου και εντεύθεν δεν υπερβαίνει, κατ' αντικειμενική κρίση, και μάλιστα προφανώς, τα από την παραπάνω διάταξη οριζόμενα όρια. Επομένως ο ερευνώμενος αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
IV.- Ως "ζητήματα" των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπον ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση της, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμός 19 ΚΠολΔ, νοούνται μόνο οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που έχουν αυθύπαρκτη ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και αιτιολογία που ανάγεται σε επιχειρήματα τα οποία συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για την οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης ούτε, επίσης, οποιοδήποτε άλλο ζήτημα που υπόκειται στην κυριαρχική και ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον έβδομο λόγο της αναίρεσης, όπως εκτιμάται μέμφονται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο διέλαβε αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα, ενώ δέχθηκε ότι "... ενδεχομένως δεν διέλαθε της προσοχής της (Ο. Σ.) η ανοικοδόμηση των επιδίκων από τους εναγομένους", στη συνέχεια δέχθηκε αντιφατικά ότι "άλλωστε, κατά το χρόνο της ανοικοδόμησης των επιδίκων από τους εναγομένους είχε αρχίσει η δικαστική επιδίωξη των εμπραγμάτων δικαιωμάτων του εκκαλούντος - ενάγοντος, στην οποία περιλαμβάνονται και τα επίδικα, γεγονός που ήταν εφικτό να περιέλθει σε γνώση των εναγομένων και τούτο ενόψει της τηρήσεως της αρχής της υπέρ τρίτων δημοσιότητας με την εγγραφή των σχετικών αγωγών στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων ...", ενόψει του ότι, με βάση τις παραδοχές αυτές "θα έπρεπε η πλευρά των αναιρεσειόντων να έχει τη δυνατότητα προσφυγής στα βιβλία του οικείου Υποθηκοφυλακείου (με αφορμή άλλες αντιδικίες), ενώ η αντίδικος πλευρά (κατά την αναιρεσίβλητη) έχει- είχε δικαίωμα να μην γνωρίζει την ανοικοδόμηση των οικιών τους". Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος προεχόντως μεν γιατί η περιεχόμενη σ' αυτόν αιτίαση αναφέρεται σε μη αυτοτελή ισχυρισμό, δηλαδή σε μη ουσιώδες ζήτημα, το οποίο δεν κρίνεται ικανό να στηρίξει την ένσταση των εναγομένων για καταχρηστική άσκηση των ένδικων αγωγών, αλλιώς γιατί η αιτίαση αυτή ανάγεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, το από τις οποίες πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ).
-V.- Ο από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο, το οποίο επιλήφθηκε αυτεπαγγέλτως ή κατά πρόταση κάποιου από τους διαδίκους της έρευνας για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων του δεδικασμένου, παρά τον νόμο δέχθηκε την ύπαρξη ή την μη ύπαρξή του. Εξάλλου, το δεδικασμένο που προκύπτει από τελεσίδικη απόφαση λαμβάνεται μεν υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 332 ΚΠολΔ, δεν αφορά όμως τη δημόσια τάξη και, συνακόλουθα, ο ισχυρισμός περί της ύπαρξης ή μη του τελευταίου για να θεμελιώσει τον σχετικό λόγο αναιρέσεως πρέπει να έχει προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται επίκληση στο αναιρετήριο της πρότασής του (Ολομ.ΑΠ 1339/1985). Ο πρώτος, επομένως, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε δεδικασμένο, απορρέον από την 299/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων, που επικυρώθηκε με την 540/1996 απόφαση του Εφετείου Κρήτης και έγινε αμετάκλητη με την 1356/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι οι καταρτιθείσες με τα .../1981 και .../1981 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Κολυμβαρίου Ιωάννη Γιαννουδάκη δικαιοπραξίες είναι άκυρες, κατ' άρθρον 179 ΑΚ, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, εφόσον δεν εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός των αναιρεσειόντων, οι οποίοι είχαν ηττηθεί στον πρώτο βαθμό, περί του ότι δεν υπάρχει στη συγκεκριμένη περίπτωση δεδικασμένο, προκύπτον από την προμνημονευόμενη αμετάκλητη απόφαση, ο οποίος δεν εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, προτάθηκε παραδεκτά από αυτούς στο Εφετείο με λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο έφεσης. Σε κάθε περίπτωση είναι και απαράδεκτος, γιατί στηρίζεται σε ισχυρισμό που δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, αφού, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ εκτίμηση του περιεχομένου της από 27-9-2005 έφεσης κατά της 150/2005 απόφασης, τέτοιος ισχυρισμός, δηλαδή αντίστοιχος λόγος έφεσης, δεν περιέχεται σ' αυτήν.
VI. - Ως διδάγματα της κοινής πείρας θεωρούνται γενικές αρχές που συνάγονται επαγωγικώς από την καθημερινή παρατήρηση της εμπειρικής πραγματικότητας, τη συμμετοχή στις συναλλαγές και τις γενικές τεχνικές ή επιστημονικές γνώσεις, οι οποίες έχουν γίνει κοινό κτήμα και χρησιμοποιούνται από το δικαστήριο για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και για την έμμεση απόδειξη κρίσιμων γεγονότων ή την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν. Η παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας ιδρύει, κατά τη σαφή έννοια του άρθρου 559 παρ. 1 εδάφ. β' Κ.Πολ.Δ., λόγο αναίρεσης μόνο αν αυτά χρησιμοποιήθηκαν εσφαλμένως από το δικαστήριο κατά την ερμηνεία κανόνων δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτούς των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν και όχι προς έμμεση απόδειξη ή προς εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν, πρέπει δε να εκτίθεται περαιτέρω στον σχετικό λόγο η έννοια που αποδόθηκε στον κανόνα δικαίου, που χαρακτηρίζεται εσφαλμένη, και η κατά τη γνώμη του αναιρεσείοντος ορθή, που προκύπτει από τα επικαλούμενα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το δικαστήριο παρέλειψε να χρησιμοποιήσει (Ολομ.ΑΠ 2/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση οι αναιρεσείοντες με τον έκτο, από τον αριθμό 1 εδ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγο αναίρεσης προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο, ενώ δέχθηκε ότι κατά το χρόνο της οικοδόμησης από τους ίδιους των επιδίκων τμημάτων ακινήτου και ενώ είχε αρχίσει η δικαστική τους διαμάχη γι' αυτά με τον αναιρεσίβλητο, αυτοί (αναιρεσείοντες) είχαν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση της διαμάχης αυτής προσφεύγοντας στα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, αγνοώντας τα διδάγματα της κοινής πείρας, δέχθηκε και ότι ο αναιρεσίβλητος μπορούσε να μην γνωρίζει την ανοικοδόμηση στα επίδικα. Με το περιεχόμενο όμως αυτό ο πιο πάνω λόγος αναιρέσεως είναι απαράδεκτος, αφού η επικαλούμενη παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας δεν αφορά ερμηνεία κανόνος δικαίου ή την υπαγωγή σ' αυτόν αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών, αλλά την εκτίμηση των αποδείξεων για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών. Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως. Οι αναιρεσείοντες, ως ηττώμενοι διάδικοι, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης (άρθρα 183 και 176 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-3-2010 αίτηση των Π. Κ. κ.λ.π. περί αναιρέσεως της υπ' αριθμόν 322/2009 αποφάσεως του Εφετείου Κρήτης.-
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2013.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου