Απόφαση 590 / 2017 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Αριθμός 590/2017ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αντώνιο Ζευγώλη, Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Γεώργιο Κοντό και Αβροκόμη Θούα, Αρεοπαγίτες...
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ... Α.Ε.", που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ...
Των αναιρεσιβλήτων: 1) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ" και τον διακριτικό τίτλο "... Α.Ε.", που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Α. Κ. του Κ., κατοίκου ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Η. Γ..
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 2-10-2007 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Καβάλας.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 210/2008 μη οριστική και 13/2012 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 5/2015 του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 3-4-2015 αίτησή της και τους από 15-10-2015 πρόσθετους αυτής λόγους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αντώνιος Ζευγώλης ανέγνωσε την από 4-1-2016 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης και των πρόσθετων αυτής λόγων.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των πρόσθετων αυτής λόγων, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας, ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ.ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με τον ως άνω λόγο ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ.ΑΠ 27 και 28/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 19 λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης με την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσματος αναφορικά με τη συνδρομή ή μη γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους, να μην μπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς (Ολ.ΑΠ 13/1995). Η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψή της πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκείμενου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και το αιτιολογικό της και όχι το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος ή για επιχειρήματα του Δικαστηρίου κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος. Περαιτέρω, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι ευθεία παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 ΑΚ) συντελείται όταν το δικαστήριο της ουσίας παρά τη διαπίστωση, έστω και έμμεσα, κενού ή αμφιβολίας σχετικά με την έννοια της δηλώσεως βουλήσεως, παραλείπει να προσφύγει σε αυτούς, για τη διαπίστωση της αληθινής εννοίας των δηλώσεων, καθώς και όταν δέχθηκε κενό ή ασάφεια της ερμηνευομένης δικαιοπραξίας και προσέφυγε στους κανόνες της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, αλλά με την ερμηνεία που έδωσε παραβίασε τους κανόνες αυτούς. Αντίθετα, δεν παραβιάζονται οι ίδιοι κανόνες όταν το ουσιαστικό δικαστήριο διαπιστώνει στην απόφασή του ότι η ελεγχόμενη δήλωση βούλησης είναι σαφής χωρίς κενά. Εκ πλαγίου δε παραβίαση των ερμηνευτικών αυτών κανόνων συντελείται, αν εφαρμόσθηκαν κατά τρόπο που να μην καθίσταται εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής τους, όπως συμβαίνει όταν δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που διαπιστώθηκαν προκειμένου να γίνει η προσήκουσα ερμηνεία των δηλώσεων βουλήσεως (ΑΠ 1715/1999, 215/2009, 258/2003). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 166 του Α.Κ., το προσύμφωνο, με το οποίο τα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να συνάψουν ορισμένη σύμβαση, αποτελεί αυτοτελή σύμβαση, η αθέτηση δε της υποχρεώσεως αυτής, εφόσον έχει τηρηθεί ο τύπος που ορίζει ο νόμος για τη σύμβαση που πρέπει να συναφθεί, μπορεί να θεμελιώσει υποχρέωση αποζημιώσεως λόγω αδυναμίας εκπληρώσεως της παροχής εκ της οριστικής συμβάσεως, κατ` ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 380 επ. του Α.Κ..
Συνεπώς, αν ο δια προσυμφώνου υποσχεθείς τη μεταβίβαση πράγματος δεν εκπληρώνει τις επιβαλλόμενες σ` αυτόν υποχρεώσεις λόγω αδυναμίας παροχής, την οποία συνιστούν τόσο η έλλειψη στο πρόσωπό του κυριότητος επί του υπό μεταβίβαση πράγματος, όσο και η επιγενόμενη απώλεια αυτής πριν την κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως, έχουν εφαρμογή οι γενικές διατάξεις των άρθρων 380 και 382 του Α.Κ., σύμφωνα με τις οποίες ο αγοραστής δικαιούται, πλην των άλλων, να ζητήσει αποζημίωση για τη μη εκπλήρωση, η οποία συνίσταται στο λεγόμενο θετικό διαφέρον ή διαφέρον εκπληρώσεως και περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 298 A.K., τόσο τη θετική ζημία, όσο και το διαφυγόν κέρδος, είτε να υπαναχωρήσε από τη σύμβαση. Η αποζημίωση αυτή αποτελεί υποκατάστατο του αρχικού αντικειμένου της παροχής και άρα αυτοτελή αξίωση, ενώ ως ζημία, που πρέπει να αποκατασταθεί, νοείται κάθε επιβλαβής μεταβολή της περιουσίας του δικαιούχου εκ του προσυμφώνου από τη μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλομένου του, η οποία μπορεί να συνίσταται στην αξία του απολεσθέντος γι` αυτόν πράγματος, υπολογιζόμενη με κρίσιμο χρόνο αυτόν της συζητήσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (Α.Π. 568/2014, 249/2009, 1547/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο με την προσβαλλομένη απόφαση του δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον την προκειμένη αναιρετική διαδικασία μέρος, τα εξής: «Η ενάγουσα (και ήδη αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ... Α.Ε." , που εδρεύει στο ... και δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στην παραγωγή και εμπορία σκυροδέματος, με νόμιμο εκπρόσωπο αυτής τον Ι. Κ., κατάρτισε σύμβαση μίσθωσης με την (μη διάδικο) ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε." και το διακριτικό τίτλο "... Ε.Ε.", δυνάμει του με ημερομηνία 15-10-2002 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής μίσθωσης ακινήτου, με την οποία η τελευταία εκμίσθωσε μια μονάδα παραγωγής σκυροδέματος και αδρανών υλικών, η οποία βρίσκεται στη θέση "...", στις ..., έκτασης 16.420 τ.μ., με χρονική διάρκεια από 15-10-2002 έως την 15-1-2003, αντί συνολικού μισθώματος 26.400 ευρώ. Εταίροι της ως άνω εκμισθώτριας εταιρίας ήταν η εδρεύουσα στη Μύκονο και νυν πρώτη εναγομένη (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη) εταιρία, με την επωνυμία "... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ", ως ομόρρυθμη εταίρος, με ποσοστό κεφαλαίου 97,51%, ο Φ. Ι. του Ι., ως ομόρρυθμος εταίρος, με ποσοστό κεφαλαίου 1,18% και ο Σ. Ι. του Ι., ως ετερόρρυθμος εταίρος, με ποσοστό κεφαλαίου 1,31%, ενώ εκπρόσωπος αυτής ήταν ο δεύτερος εναγόμενος (ήδη δεύτερος αναιρεσίβλητος) Α. Κ. του Κ.. Στη συνέχεια, η ως άνω μίσθωση, δυνάμει των με ημερομηνία 24-1-2003 και 22-4-2003 ιδιωτικών συμφωνητικών, παρατάθηκε για τα χρονικά διαστήματα από 16-1-2003 έως την 15-4-2003 και από την 16-4-2003 έως την 15-5-2003 αντί, συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος 8.800 ευρώ, όπως είχε συμφωνηθεί και με το αρχικό μισθωτήριο συμβόλαιο. Με τη λήξη του τελευταίου ιδιωτικού συμφωνητικού παράτασης της μίσθωσης τα συμβαλλόμενα μέρη, μαζί με την ως άνω πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία, συνυπέγραψαν το με ημερομηνία 2-6-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό παράτασης μίσθωσης και προσύμφωνο μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, με το οποίο οι συμβαλλόμενοι, εκπροσωπούμενοι η μεν ενάγουσα και μισθώτρια εταιρία από τον Ι. Κ., πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλό της, η δε εκμισθώτρια ετερόρρυθμη ως άνω εταιρία από τον δικηγόρο Καβάλας Η. Γ., ο οποίος, παράλληλα, εκπροσωπούσε και την πρώτη εναγομένη εταιρία, συναποδέχθηκαν: α) να παρατείνουν τη μίσθωση για 20 μήνες, ήτοι από τη 16η Μαίου 2003 έως και την 15η Ιανουαρίου 2005, με μηνιαίο συμφωνηθέν μίσθωμα 4.402 ευρώ και β) να προσυμφωνηθεί η μεταβίβαση, εξ ολοκλήρου, της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρίας με όλα τα περιουσιακά της στοιχεία προς την ενάγουσα εταιρία, ύστερα από πρόταση της τελευταίας και αποδοχής αυτής από την κυρία εταίρο της, εναγομένη εταιρία, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος 255.319,14 ευρώ. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε ότι στην ως άνω μεταβίβαση θα συμπεριλαμβάνονται τα όποια δικαιώματα της εκμισθώτριας στο λατομικό χώρο, που ευρίσκεται στις ..., στη θέση "...", υποχρεούμενης της εκμισθώτριας, μετά την ολοκλήρωση της μεταβίβασης, να χορηγήσει ανέκκλητο συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο υπέρ της μισθώτριας με σκοπό και την τυπική μεταβίβαση των σχετικών δικαιωμάτων υπέρ της μισθώτριας. Ότι, το συνολικό ποσό 88.040 ευρώ που έπρεπε να καταβάλει η αγοράστρια για όλο το χρόνο της μίσθωσης, από 16-5-2003 έως την 15-1-2005, θα συμψηφιστεί με το ποσό της μεταβίβασης των 255.319,14 ευρώ κι έτσι η ως άνω ενάγουσα εταιρία θα υποχρεούται να καταβάλει σε τρεις ισόποσες δόσεις, μέχρι την 31-12-2004, το υπόλοιπο ποσό 167.279,14 (255.314,14 - 88.040) ευρώ. Παράλληλα, στο ως άνω συμφωνητικό υπήρξε ρητή αναφορά στην υπ’ αριθ. 207/2002 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καβάλας, με την οποία οι αδελφοί Ι., λοιποί εταίροι στην ως άνω ετερόρρυθμη εταιρία, με πολύ μικρά εταιρικά μερίδια, καταδικάστηκαν σε δήλωση βουλήσεως, με την οποία θα μεταβίβαζαν τα εταιρικά ποσοστά τους σε υποδεικνυόμενο από την πωλήτρια, ως άνω ανώνυμη εναγομένη εταιρία, πρόσωπο, κατά της οποίας ασκήθηκε από αυτούς η υπ’ αριθ. 364/2002 έφεση, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε, ύστερα από αναβολή να συζητηθεί στη δικάσιμο της 7ης Νοεμβρίου 2003. Επειδή υπήρχε όρος στο καταστατικό της εκμισθώτριας ετερόρρυθμης εταιρίας ότι ουδείς εταίρος δύναται να μεταβιβάσει το εταιρικό του μερίδιο δίχως την έγγραφη συναίνεση των λοιπών εταίρων, λόγος για τον οποίο εκκρεμούσαν οι προαναφερθείσες δικαστικές διαμάχες μεταξύ των μελών της ετερόρρυθμης εταιρίας, ορίστηκε αφενός ότι η αγοράστρια, προς εγγύηση εξόφλησης των τριών παραπάνω δόσεων του τιμήματος μεταβίβασης, αμέσως μετά την έκδοση της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας και με την προϋπόθεση ότι αυτή θα ήταν θετική, θα εξέδιδε σε διαταγή της πωλήτριας και θα παρέδιδε στο νόμιμο εκπρόσωπό της τις τρεις επιταγές με χρηματικά ποσά και ημερομηνίες αντίστοιχες με το ποσό και το χρόνο πληρωμής κάθε δόσης, αφετέρου συμφωνήθηκε η διαμόρφωση των ειδικότερων όρων της μεταβίβασης, την οποία ενέκριναν τα διοικητικά συμβούλια των συμβαλλομένων ανώνυμων εταιριών να γίνει από τους υπογράφοντες το ως άνω συμφωνητικό, εκπροσώπους των συμβαλλομένων, ανάλογα με την εξέλιξη των γεγονότων. Τέλος, συμφωνήθηκε οποιαδήποτε μετατροπή του εν λόγω συμφωνητικού, για να είναι έγκυρη, θα πρέπει να είναι έγγραφη και να φέρει τις υπογραφές των συμβαλλομένων μερών.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 10/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, που δημοσιεύτηκε την 19-10-2004, με την οποία εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 207/2002 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καβάλας, η οποία εκδόθηκε ύστερα από άσκηση αγωγής της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, κατά των Φ. και Σ. Ι., με την οποία ζητούσε την καταδίκη τους σε δήλωση βουλήσεως, διότι, με βάση το με ημερομηνία 20-2-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό οι παραπάνω εναγόμενοι και η Μ. Μ., σύζυγος Σ. Ι., μέτοχοι της τότε ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "Αφοί Ι. και Σία Ε.Ε.", συμφώνησαν με την ως άνω ανώνυμη εταιρία την εξαγορά της από αυτήν έναντι τιμήματος 117.000.000 δραχμών, με τμηματική αποπληρωμή αυτού, ποσό που καταβλήθηκε από μέρους της, δίχως, όμως, οι εναγόμενοι να συμπράξουν στη μεταβίβαση των εταιρικών τους μεριδίων, που ανέρχονταν σε ποσοστό 1,18% για τον πρώτο από αυτούς και 1,31% για το δεύτερο από αυτούς. Με αυτήν καταδικάστηκαν οι εκεί εναγόμενοι σε δήλωση βουλήσεως για τη μεταβίβαση συμμετοχής της εταιρικής ιδιότητας ποσοστών 1,18% και 1,31% αντιστοίχως, προς τη σύζυγο του εδώ δεύτερου εναγομένου Π. Φ. του Δ. και την ταυτόχρονη σύνταξη ιδιωτικού συμφωνητικού του καταστατικού της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρίας, υπό τον όρο όμως της ταυτόχρονης καταβολής από πλευράς της τότε ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας, ποσού 125.091,71 ευρώ. Ύστερα από αυτή την εξέλιξη την οποία πληροφορήθηκε η ενάγουσα, το προσεχές χρονικό διάστημα δημοσίευσης της ως άνω απόφασης και, αφού ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών του προδιαληφθέντος με ημερομηνία 2-6-2003 προσυμφώνου μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, προς εκτέλεση των οριζομένων αυτού και κατάρτισης της οριστικής σύμβασης, οι οποίες απέβησαν άκαρπες, η ενάγουσα προέβη στη σύνταξη της με ημερομηνία 30-6-2004 επιστολής της, υπογεγραμμένης από τον εκπρόσωπό της Ι. Κ., απευθυντέας προς τον Η. Γ., πληρεξούσιο δικηγόρο και εκπρόσωπο τόσο της εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, όσο και της προαναφερθείσας ετερόρρυθμης εταιρίας, με την οποία του γνωστοποιούσε αφενός ότι αυτή δεν ήταν διατεθειμένη να καταβάλει το ποσό που όρισε η υπ’ αριθ. 10/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας προς τους αδελφούς Ι., αφετέρου ζητούσε έγγραφη παράταση της ισχύουσας μίσθωσης με μίσθωμα όμως που δεν θα ανερχόταν στο ύψος των 20.000 ευρώ, όπως είχε προβλεφθεί στο με ημερομηνία 15-10-2002 αρχικό ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής μίσθωσης ακινήτου για την περίπτωση που αυτή παραταθεί είτε συμβατικά είτε αναγκαστικά πέραν του οριζόμενου χρόνου. Ακολούθως, η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία προέβη στη σύναψη του με ημερομηνία 1-2-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού παράτασης εμπορικής μίσθωσης με την εκμισθώτρια ετερόρρυθμη εταιρία για το χρονικό διάστημα από 16-1-2005 έως και την 15-1-2007 με ορισθέν μίσθωμα, ανερχόμενο στο ποσό των 5.000 ευρώ μηνιαίως, διατηρουμένων, κατά τα λοιπά, των όρων της μίσθωσης, όπως αυτοί συνήφθησαν στο αρχικό με ημερομηνία 15-10-2002 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής μίσθωσης. Συνολικά για το ως άνω χρονικό διάστημα η ενάγουσα κατέβαλε για μισθώματα το συνολικό ποσό των 120.000 (24 Χ 5.000) ευρώ. Στη συνέχεια, η ενάγουσα, με την με ημερομηνία 8-1-2007 εξώδικη δήλωση πρόσκληση προς την πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία, κοινοποιηθείσα στον εκπρόσωπό αυτής δικηγόρο Καβάλας Η. Γ. την 12-1-2007, επικαλούμενη ότι προς το τέλος του έτους 2006 πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα της ως άνω υπ’ αριθ. 10/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, και παραπονούμενη για το γεγονός ότι δολίως της αποκρύφτηκε το αποτέλεσμα αυτής που δεν ήταν απορριπτικό όπως τη διαβεβαίωσε, αλλά το προαναφερθέν ανωτέρω, αξίωσε από αυτήν την εκπλήρωση των όρων της συναφθείσης με ημερομηνία 2-6-2003 σύμβασης, προσφέροντας το υπόλοιπο εναπομείναν τίμημα, ύψους 47.277,95 ευρώ, συμπεριλαμβάνοντας στο συμφωνηθέν τίμημα τα ποσά που είχε καταβάλει ως μίσθωμα μέχρι εκείνη τη χρονική στιγμή για το διάστημα από 1-2-2005 έως και την 1-1-2007. Η απάντηση της πρώτης εναγομένης εταιρίας προς την άνω εξώδικη πρόσκληση επήλθε με την με ημερομηνία 17-1-2007 εξώδικη απάντηση, στην οποία υπενθύμιζε στην ενάγουσα ότι, μεταξύ των όρων της ως άνω σύμβασης ήταν η πρόβλεψη ότι οι όροι της οριστικής συμφωνίας θα διαμορφωθούν στο μέλλον ύστερα από κοινή συμφωνία των νομίμων εκπροσώπων κάθε πλευράς, γεγονός όμως που δεν κατέστη εφικτό. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, τα συμβαλλόμενα μέρη με το ημερομηνία 2-6-2003 προσύμφωνο μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων, έθεσαν τους όρους μεταβίβασης όλων των περιουσιακών στοιχείων της ετερόρρυθμης εταιρίας προς την ενάγουσα εταιρία, συμφωνώντας, ειδικότερα, ως προς αυτούς. Όμως, λόγω της υφισταμένης δικαστικής εκκρεμότητας που υπήρχε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, με τη θετική έκβαση της οποίας ουσιαστικά θα αποκτούσε το δικαίωμα η ομόρρυθμη εταίρος της προαναφερόμενης εταιρίας, η πρώτη εναγομένη εταιρία, να μεταβιβάσει τα εταιρικά μερίδια αυτής προς την ενάγουσα εταιρία, αφενός καταγράφηκε η κρισιμότητα της ως άνω δικαστικής απόφασης στο ως άνω προσύμφωνο με όλες τις λεπτομέρειες που την αφορούσαν και ιδίως την καταγραφή της τελευταίας δικασίμου αυτής, αφετέρου οι όροι του προσυμφώνου εξαρτήθηκαν από την εξέλιξη της ως άνω δικαστικής απόφασης, γεγονός που υπολαμβάνεται τόσο στην πρόβλεψη της τέταρτης σελίδας του προσυμφώνου, περί καταβολής του συμφωνηθέντος τιμήματος, ότι η αγοράστρια δεσμεύεται ότι, αμέσως μετά την έκδοση της αναμενόμενης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, και με την προϋπόθεση ότι αυτή θα ήταν θετική για την πωλήτρια, θα εξέδιδε σε διαταγή της πωλήτριας και θα παρέδιδε στο νόμιμο εκπρόσωπο αυτής τρεις επιταγές, με χρηματικά ποσά και ημερομηνίες αντίστοιχες με το ποσό και το χρόνο της πληρωμής της κάθε δόσης, όσο και στην απόληξη του ως άνω προσυμφώνου, όπου οι συμβαλλόμενοι ενέκριναν την εν λόγω μεταβίβαση και συμφώνησαν οι ειδικότεροι όροι αυτής να μορφοποιηθούν οριστικά ανάλογα με την εξέλιξη των γεγονότων από τους εξουσιοδοτημένους προς το σκοπό αυτόν εκπροσώπους τους. Ο τεθείς όρος περί καταβολής ποσού 125.091,71 ευρώ από πλευράς της εναγομένης εταιρίας, προκειμένου ταυτόχρονα να καταδικαστούν σε δήλωση βουλήσεως ο Φ. και Σ. Ι. για τη μεταβίβαση συμμετοχής της εταιρικής τους ιδιότητας, ποσοστών 1,18% και 1,31% αντιστοίχως, προς τη σύζυγο του εδώ δεύτερου εναγομένου Π. Φ. του Δ. και την ταυτόχρονη σύνταξη ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης του καταστατικού της ως άνω ετερόρρυθμης εταιρίας, δημιούργησε διαφωνίες μεταξύ των διαδίκων μερών της παρούσης δίκης σχετικά με το ποιος θα αναλάμβανε την υποχρέωση της καταβολής του ως άνω ποσού. Αποτέλεσμα των διαφωνιών αυτών ήταν να υπαναχωρήσει η ενάγουσα εταιρία από την ως άνω συμφωνία, με την με ημερομηνία 30-6-2004 επιστολή της, ζητώντας την παράταση της σύμβασης εμπορικής μισθώσεως του ακινήτου, γενομένης δεκτής της ως άνω αίτησης με τη σύναψη του προμνησθέντος με ημερομηνία 1-2-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού παράτασης εμπορικής μίσθωσης. Ο ισχυρισμός της, αρχικώς, περί λήψης γνώσης της υπ’ αριθ. 10/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, τέλη του έτους 2006, δεν αποδείχθηκε βάσιμος, πέραν του ότι έρχεται σε πλήρη αντίφαση με την ως άνω με ημερομηνία 30-6-2004 επιστολή της, αλλά και με την κίνησή της να προβεί σε σύναψη ιδιωτικού συμφωνητικού παράτασης της εμπορικής μίσθωσης την 1-2-2005 για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών... Αναφορικά με την παραδοχή των ως άνω πραγματικών περιστατικών σημαντικό ρόλο, στη διαμόρφωση της άνω κρίσης, διαδραματίζει το περιεχόμενο της προαναφερθείσας με ημερομηνία 30-6-2004 επιστολής της ενάγουσας προς τον εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης εταιρίας Η. Γ., όπως λεπτομερώς αυτό εκτέθηκε ανωτέρω, απορριπτομένου του ισχυρισμού της περί πλαστότητας της υπογραφής του εκπροσώπου αυτής Ι. Κ., αλλά και περί πλαστότητας της τιθέμενης σφραγίδας της ενάγουσας ανώνυμης εταιρίας, κατονομάζοντας ως πλαστογράφο το δεύτερο εναγόμενο Α. Κ., καθόσον με την ένδικη έφεση (βλ. 46η σελ. αυτής), η ενάγουσα ομολογεί, ότι η τεθείσα στην επιστολή από 30-6-2004 υπογραφή του εκπροσώπου της Ι. Κ. είναι του ίδιου και η τεθείσα σφραγίδα είναι της ιδίας και άρα ως προς το ζήτημα αυτό υπάρχει πλήρης απόδειξη κατ’ άρθρο 353 παρ. 1 ΚΠολΔ...
Συνεπώς, αφού αποδείχθηκε η γνησιότητα της με ημερομηνία 30-6-2004 επιστολής της ενάγουσας προς τον εκπρόσωπο των εναγομένων Η. Γ., με την οποία δηλώθηκε η υπαναχώρηση της τελευταίας από τα συμφωνηθέντα στο με ημερομηνία 2-6-2003 προσύμφωνο μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, πρέπει να απορριφθεί η αγωγή τόσο ως προς το αίτημά της περί καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να μεταβιβάσει, λόγω πωλήσεως, τη συμμετοχή της στην προμνησθείσα ετερόρρυθμη εταιρία και γενικά την εταιρική της ιδιότητα στην ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, κατά ποσοστό 99% και κατά ποσοστό 1% στον υποδεικνυόμενο από την ενάγουσα Α. Κ. του Ν., άλλως θα έπρεπε να μεταβιβάσει κατά τα ανωτέρω στην ενάγουσα το ανήκον σε αυτήν ποσοστό 97,51%, με ταυτόχρονη σύνταξη του οικείου ιδιωτικού συμφωνητικού - τροποποίηση του καταστατικού της ως άνω Ε.Ε., όσο και ως προς το αίτημα της αναγνώρισης ότι οι εναγόμενοι οφείλουν σε αυτήν το ποσό των 220.000 ευρώ, που αντιστοιχούσε στα 44 μισθώματα, ύψους 5.000 ευρώ μηνιαίως, που υποχρεώθηκε να καταβάλει από την 1-2-2004, ήτοι τον επόμενο μήνα αφότου δημοσιεύθηκε η υπ’ αριθ. 10/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας έως την 30-9-2007, εξαιτίας της αδικοπρακτικής τους συμπεριφοράς εις βάρος της, ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον δεν αποδείχθηκε η επικληθείσα παράνομη συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, που έγκειται στους ισχυρισμούς της ενάγουσας, στην απόκρυψη του αληθούς περιεχομένου της άνω απόφασης, ώστε να αποφύγουν την ανάληψη των απορρεουσών υποχρεώσεων από το με ημερομηνία 2-6-2003 προσύμφωνο μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο, με όμοιες σκέψεις, στο ίδιο πόρισμα κατέληξε και απέρριψε την αγωγή, δεχθέν ότι, η από 30-6-2004 επιστολή της ενάγουσας δεν ήταν πλαστογραφημένη, ότι έλαβε γνώση της υπ’ αριθ. 10/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας όχι τα τέλη του 2006, αλλά σε χρόνο προγενέστερο, ήτοι κατά το χρόνο σύνταξης της από 30-6-2004 επιστολής, καθώς και ότι η ίδια η ενάγουσα, και όχι η πρώτη εναγομένη, υπαναχώρησε από την υποχρέωση σύνταξης του οριστικού συμβολαίου του από 2-6-2003 προσυμφώνου με την σύναψη από 1-2-2005 ιδιωτικού συμφωνητικού παράτασης της μίσθωσης, ορθώς ερμήνευσε το νόμο (άρθρα 166, 201, 361, 513, 760, 761, 914 ΑΚ και 386 ΠΚ) και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις και, συνεπώς, είναι αβάσιμοι οι 2ος, 3ος και 4ος λόγοι της ένδικης έφεσης, με τους οποίους η ενάγουσα υποστηρίζει τα αντίθετα....». Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, το Εφετείο, και αφού έκρινε αβάσιμους τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, με τους οποίους επικαλείται, ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραβίασε με την απόφασή του τα άρθρα 1, 6, 8, και 13 της ΕΣΔΑ, καθώς και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, ακολούθως, απέρριψε την ένδικη έφεση, επικυρώνοντας έτσι την ομοίως κρίνασα απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ευθέως ή εκ πλαγίου, τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, με το να μην προσφύγει στις διατάξεις αυτές, ως προς την παραδοχή του ότι η αναιρεσείουσα-ενάγουσα υπαναχώρησε από το με ημερομηνία 2-6-2003 προσύμφωνο που είχε καταρτισθεί μεταξύ των συμβαλλομένων σ’ αυτό αναφορικά με την μεταβίβαση εξ ολοκλήρου από την πρώτη αναιρεσίβλητη-εναγομένη εταιρία των εταιρικών μεριδίων της προρρηθείσης ετερόρρυθμης εταιρίας και όλων των περιουσιακών στοιχείων αυτής, καθόσον δεν διαπίστωσε κανένα κενό ή αμφίβολο σημείο ως προς την δήλωση βουλήσεως της ενάγουσας σχετικά με την υπαναχώρηση αυτή, αλλ’ αντιθέτως με σαφήνεια και πληρότητα δέχθηκε ότι με την από 30-6-2004 επιστολή του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας προς τον αντίστοιχο της πρώτης εναγομένης ρητώς υπαναχώρησε η πρώτη (ενάγουσα) του άνω προσυμφώνου, και ζήτησε την παράταση της ήδη υφισταμένης εμπορικής μίσθωσης για είκοσι ακόμη μήνες, που συναποδέχθηκαν με ιδιωτικό συμφωνητικό τα συμβαλλόμενα μέρη, μετά την έκδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, η οποία εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, υπό την αίρεση διατήρησης της οποίας καταρτίσθηκε το άνω προσύμφωνο, με την ρητή επιφύλαξη ότι σε διαφορετική περίπτωση θα τύχουν άλλης διαμόρφωσης οι οριστικοί όροι του προσυμφώνου, για την κατάρτιση της οριστικής συμβάσεως ως προς την ως άνω μεταβίβαση, συμπεριλαμβανομένου και του τιμήματος γι’ αυτήν, οπότε δεν συνέτρεχε λόγος προσφυγής του Εφετείου στις ερμηνευτικές διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, προκειμένου να διαπιστώσει την πραγματική βούληση της ενάγουσας ως προς την υπαναχώρησή της από το παραπάνω προσύμφωνο. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι του αναιρετηρίου, καθώς και οι πρώτος και δεύτερος, κατά το οικείο μέρος τους, και τρίτος λόγοι του δικογράφου των προσθέτων λόγων, από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, για ευθεία και εκ πλαγίου παραβίαση των ερμηνευτικών διατάξεων των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 ΑΚ), είναι αβάσιμοι. Εξάλλου, οι ίδιοι ως άνω λόγοι αναιρέσεως, κατά τις σ` αυτούς κατά το άλλο μέρος τους περιλαμβανόμενες αιτιάσεις από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 19 και 561 παρ.1 του ΚΠολΔ, ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν τα ίδια πιο πάνω αναφερόμενα κρίσιμα ζητήματα, και τα περί του αντιθέτου επιχειρήματα της αναιρεσείουσας, που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο της ουσίας, είναι απαράδεκτοι, αφού κατά τα προεκτιθέμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, με τους ίδιους δε λόγους κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου των οποίων δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του αρθ. 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των αναφερομένων επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Τέλος, ο πρώτος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, κατά το οικείο μέρος του, με τον οποίο, υπό την επίκληση πλημμελειών από τις διατάξεις του άρθρου 559 με αριθμούς 1 και 19 ΚΠολΔ, η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι παραβιάσθηκαν με τις ως άνω παραδοχές του Εφετείου οι διατάξεις των άρθρων 1, 6, 8 και 13 της ΕΣΔΑ και του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, είναι προεχόντως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού με τον λόγο αυτό, δεν προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση κάποια συγκεκριμένη νομική ή ουσιαστική πλημμέλεια, ως προς τα δικαιώματα της αναιρεσείουσας αναφορικά με τις προβλεπόμενες από τις άνω διατάξεις αρχές, της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, της αναλογικότητας, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, καθώς και των δικαιωμάτων και ελευθεριών ή του σεβασμού της περιουσίας αυτής. Σε κάθε περίπτωση από τις προεκτεθείσες παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης δεν προκύπτει ότι παραβιάσθηκε καμιά από τις αρχές αυτές, αλλ’ αντιθέτως, τα όσα ανωτέρω έγιναν δεκτά, εναρμονίζονται πλήρως προς τις τελευταίες, ώστε ο λόγος αυτός της αιτήσεως αναιρέσεως να είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.10 ΚΠολΔ, κατά την οποία, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι` αυτά. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τρίτο λόγο του αναιρετηρίου, η αναιρεσείουσα μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο χωρίς απόδειξη, οδηγήθηκε στον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος ως προς το κρίσιμο ζήτημα της της υπαναχώρησης από το με ημερομηνία 2-6-2003 προσύμφωνο μεταβίβασης εταιρικών μεριδίων, έχοντας προηγουμένως λάβει γνώση του περιεχομένου της ανωτέρω υπ’ αριθ. 10/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, μνημονεύονται σ’ αυτήν όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, πραγματογνωμοσύνες, έγγραφα κλπ) βάσει των οποίων το Εφετείο σχημάτισε το αποδεικτικό του πόρισμα, ως προς τα παραπάνω κρίσιμο ζήτημα. Κατά τα λοιπά, ο ίδιος λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον οι προβαλλόμενες αιτιάσεις ανάγονται στην εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων από το Δικαστήριο της ουσίας που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.).
Στα άρθρα 559 αριθ. 20 και 561 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται, αντιστοίχως, ότι: "Αναίρεση επιτρέπεται .... αν το δικαστήριο παραμόρφωσε το περιεχόμενο εγγράφου με το να δεχτεί πραγματικά γεγονότα προφανώς διαφορετικά από εκείνα που αναφέρονται στο έγγραφο αυτό". "Η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκτός αν παραβιάστηκαν κανόνες δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί ή αν υπάρχει λόγος αναίρεσης κατά το άρθρο 559 αριθ. 19 και 20". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο θεσπιζόμενος με την πρώτη από αυτές λόγος αναίρεσης θεμελιώνεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας υπέπεσε σε διαγνωστικό σφάλμα, όσον αφορά το περιεχόμενο του εγγράφου, όταν δηλαδή από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο ανέγνωσε το έγγραφο λανθασμένα, δεχόμενο έτσι ότι έχει κείμενο διαφορετικό από το πραγματικό. Αντίθετα δεν ελέγχεται αναιρετικώς η ορθότητα ή μη της έννοιας που το δικαστήριο απέδωσε στο έγγραφο ή της ερμηνείας της περιεχομένης σ` αυτό δήλωσης βουλήσεως, εκτός αν υπάρχει παράβαση ερμηνευτικών κανόνων δικαίου, οπότε όμως θεμελιώνεται ο λόγος του αριθ. 1 και όχι του αριθ. 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Εν προκειμένω με τον τέταρτο λόγο του δικογράφου των προσθέτων λόγων, υποστηρίζει η αναιρεσείουσα ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το από 30-6-2004 έγγραφο (επιστολή) του τότε νόμιμου εκπροσώπου της Ι. Κ. προς το νομικό παραστάτη της πρώτης αναιρεσίβλητης Η. Γ., στο οποίο αναφέρεται ότι <<Οι προτάσεις του πελάτη σας Α. Κ. απορρίπτονται ως υπερβολικές. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να καταβάλουμε το ποσό που υποχρεούται αυτός να καταβάλλει στους αδελφούς Ι., σύμφωνα με την απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας επί της εφέσεως που ασκήσατε, ούτε και επί πλέον ποσό. Η αξία του ακινήτου δεν είναι τόσο υψηλή. Λόγω της μέχρι τώρα άριστης συνεργασίας μας ευελπιστούμε τουλάχιστον σε μία νέα έγγραφη παράταση της μίσθωσης. Εάν δεν συμφωνείτε θα αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε τη μονάδα. Σε καμιά περίπτωση δεν επιθυμούμε να καταβάλουμε 20.000 ευρώ μηνιαίως για αναγκαστική παράταση», με το να δεχτεί με εκτίμηση και ερμηνεία του εγγράφου αυτού (επιστολής) ότι δηλώθηκε εκ μέρους της αναιρεσείουσας εταιρίας υπαναχώρηση από το από 2-6-2003 προσύμφωνο ενώ δεν υπάρχει τέτοια βούληση, ούτε ρητή δήλωση υπαναχώρησης. Τα επικαλούμενα όμως για τη θεμελίωση του λόγου αυτού αναιρέσεως περιστατικά δεν συνιστούν διαγνωστικό, αλλά εκτιμητικό και ερμηνευτικό σφάλμα, αφού η αναιρεσείουσα δεν ισχυρίζεται ότι το Εφετείο εσφαλμένα ανέγνωσε το έγγραφο, αλλά ότι κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση και ερμηνεία δέχθηκε ότι υπάρχει δήλωση βουλήσεως υπαναχώρησης από το παραπάνω προσύμφωνο, ενώ κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τη φράση ότι "εάν δεν συμφωνείτε θα αναγκαστούμε να εγκαταλείψουμε την μονάδα...". Πρέπει συνεπώς ο λόγος αυτός αναιρέσεως να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες από 03-04-2015 αίτηση και από 15-10-2015 πρόσθετοι λόγοι, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 3 Απριλίου 2015 αίτηση και τους από 15 Οκτωβρίου 2015 πρόσθετους λόγους της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ... Α.Ε" για αναίρεση της υπ’ αριθ. 5/2015 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσίβλητων, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στη Αθήνα στις 5 Απριλίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Απριλίου 2017.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου