Αριθμός απόφασης 143/2019 - ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
http://www.efeteio-peir.gr › wordpress
Ότι η αξία του ποσοστού αυτού, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του ... 949 του ΚΠολΔ την καταδίκη του εντολοδόχου σε δήλωση της σχετικής βουλήσεως
Αριθμός απόφασης 143/2019
Αριθμός 143 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα, Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 16.2.2017 και με αριθμ.καταθ.ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./10.3.2017 έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου-καθ ου η πρόσθετη παρέμβαση κατά της υπ’ αριθ. 88/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 30.4.2013 (αριθμ.εκθ.καταθ………/23.5.2013) αγωγής του ενάγοντος και ήδη πρώτου εφεσίβλητου, υπέρ του οποίου παρενέβη προσθέτως με την από 3.7.2013 (αριθμ. εκθ.καταθ. ……../8.7.2013) πρόσθετη παρέμβασή της η δεύτερη των εφεσιβλήτων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της έχει προκατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ, πρέπει η ως άνω έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων με την από 30.4.2013 (αριθμ.εκθ.καταθ……/23.5.2013) αγωγή του που άσκησε σε βάρος του εναγόμενου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθετε ότι το Μάρτιο του έτους 2002, επιθυμώντας την επαγγελματική αποκατάσταση των τεσσάρων τέκνων του, ήτοι του εναγομένου, της ……., του ……. και της ………., ανηύρε ξενοδοχείο, το οποίο θα αγοραζόταν με δικά του χρήματα, προκειμένου να το εκμεταλλευθούν τα ως άνω τέκνα του. Ότι το εν λόγω ξενοδοχείο, που τότε ήταν ημιτελές, αποτελείται από υπόγειο, επιφάνειας 185,58 τ.μ., ισόγειο επιφάνειας 185,58 τ.μ., Α όροφο πάνω από το ισόγειο – πυλωτή, επιφάνειας 149,99 τ.μ., Β όροφο πάνω από το ισόγειο – πυλωτή, επιφάνειας 146,23 τ.μ., Γ όροφο πάνω από το ισόγειο – πυλωτή, επιφάνειας 146,23 τ.μ, και Δ όροφο πάνω από το ισόγειο – πυλωτή, επιφάνειας 125,54 τ.μ., και έχει ανεγερθεί επί οικοπέδου, έκτασης 298,73 τ.μ., που βρίσκεται στο Μοσχάτο Αττικής, στη θέση «. ..», επί της συμβολής των οδών …., αριθμός …., και ……, αριθμός …, όπως ειδικότερα περιγράφεται ως προς τα σύνορά του στην αγωγή. Ότι κατά το μήνα Μάιο του έτους 2002 συμφώνησε με τον εναγόμενο και τα υπόλοιπα τρία τέκνα του και έδωσε εντολή στους τρεις εξ αυτών, ήτοι στον εναγόμενο, στην … και στον .. …, εξαιρεθείσης της ……. για οικογενειακούς λόγους, να συμβληθούν στο συμβόλαιο αγοράς του παραπάνω ξενοδοχείου ως αγοραστές αυτού, κατ’ ισομοιρία, ενεργώντας στο όνομά τους, αλλά για λογαριασμό του, ως έμμεσοι αντιπρόσωποί του, με την υπόχρεωση όταν προσκληθούν από αυτόν, να μεταβιβάσουν έκαστος αυτών ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του όλου ακινήτου στην αδελφή τους …….., παρακρατώντας (έκαστος αυτών) τα υπόλοιπα 3/12 εξ αδιαιρέτου. Ότι την εντολή του αυτή αποδέχθηκε ο εναγόμενος και τα υπόλοιπα τέκνα του και έτσι καταρτίσθηκε το υπ’ αριθμό ……./10-5-2002 συμβόλαιο αγοράς της συμβολαιογράφου Αθηνών ….., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, και στο οποίο εμφανίζονταν ως αγοραστές, κατά 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος, ο εναγόμενος, η …. και ο …….., ενώ το τίμημα και όλα τα έξοδα της αγοραπωλησίας κατεβλήθησαν από τον ίδιο. Ότι το μήνα Ιούνιο του έτους 2011 παρουσιάσθηκαν σοβαρά προβλήματα στις σχέσεις του με τον εναγόμενο, αλλά και στις σχέσεις του τελευταίου με τα αδέλφια του, και για το λόγο αυτό ζήτησε από τον εναγόμενο να εκτελέσει τα συμφωνηθέντα, ήτοι να μεταβιβάσει κατά πλήρη κυριότητα στη θυγατέρα του, ……, το ποσοστό του 1/12 εξ αδιαιρέτου εκ του ποσοστού του επί του προαναφερομένου ακινήτου, κάτι το οποίο αρχικά αποδέχθηκε, ακολούθως όμως με διάφορες προφάσεις συνεχώς ανέβαλε και εν τέλει το Μάρτιο του έτους 2013 αρνήθηκε ρητά να πράξει. Ότι η αξία του ποσοστού αυτού, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την πρωτοβάθμκα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης καθώς και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ανέρχεται στο ποσό των 50.870 ευρώ. Με βάση δε το ιστορικό αυτό, ζητούσε να καταδικασθεί ο εναγόμενος σε δήλωση βούλησης για την τέλεση δικαιοπραξίας, με την οποία θα περιέλθει στην …… κατά πλήρη κυριότητα ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου του ως άνω ακινήτου, καθώς και στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η ως άνω …, με την από 3.7.2013 και με αριθμ.έκθ.καταθ……/8.7.2013 πρόσθετη παρέμβασή του, που κατατέθηκε ενώπιον του ως άνω Δικαστηρίου, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, καθώς εάν γινόταν δεκτή η κύρια αγωγή ο εναγόμενος – καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση θα υποχρεωθεί να της μεταβιβάσει ποσοστό 1/12 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου, παρενέβη προσθέτως υπέρ του ενάγοντος στη δίκη που διεξήχθη επί της ως άνω κύριας αγωγής, ζητώντας να γίνει δεκτή η εν λόγω αγωγή και να καταδικασθεί ο καθ’ ου η πρόσθετη παρέμβαση στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Το ως άνω πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την με αριθμό 88/20177 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε καθ όλα ορισμένη και νόμιμη την αγωγή ως και την ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, προέβη στην συνεκδίκαση αυτών, δέχτηκε ως βάσιμη και κατ ουσίαν την αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση και καταδίκασε τον εναγόμενο όπως προβεί σε δήλωση βουλήσεως για τη νομότυπη μεταβίβαση προς την προσθέτως παρεμβαίνουσα, ……., του ως άνω ποσοστού, ήτοι του 1/12 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του προαναφερομένου οικοπέδου μετά του επ αυτού ξενοδοχείου, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της ως άνω απόφασης. Κατά της τελευταίας παραπονείται τώρα ο εναγόμενος-καθ ου η πρόσθετη παρέμβαση και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του και για τους αναφερόμενους σ αυτή λόγους, που συνίστανται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να απορριφθεί εξ ολοκλήρου η σε βάρος του αγωγή και πρόσθετη παρέμβαση.
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 713 επ. ΑΚ συνάγεται ότι η εξώδικη εντολή δεν υποβάλλεται σε οποιονδήποτε τύπο, γι’ αυτό και μπορεί να αποδειχτεί με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, συνεπώς και με μάρτυρες, εφόσον συντρέχει νόμιμη προς τούτο περίπτωση. Η υποχρέωση του εντολοδόχου να αποδώσει στον εντολέα καθετί που απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής και ειδικά το πράγμα που αγόρασε σ’ εκτέλεση αυτής απορρέει από το άρθρο 719 ΑΚ. Ειδικότερα, από το άρθρο 719 ΑΚ , το οποίο ορίζει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα καθετί που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεσή της, σαφώς συνάγονται τα ακόλουθα: α) τη ρύθμιση της ως άνω, ενδοτικού δικαίου διάταξης, οι ενδιαφερόμενοι με ρητή συμφωνία τους, είτε πριν από την εκτέλεση, είτε και μετά την εκτέλεση της εντολής, μπορούν να μεταβάλλουν, περιορίζοντας την άνω υποχρέωση του εντολοδόχου ή μεταθέτοντας την εκπλήρωση της εν λόγω υποχρεώσεως αυτού σε χρόνο μεταγενέστερο εκείνου που, χωρίς αρχική με την εντολή ή μεταγενέστερη ειδική συμφωνία, προέκυπτε από την εκτέλεση της εντολής, β) αν ο εντολοδόχος αγόρασε σε εκτέλεση της εντολής κινητό ή ακίνητο πράγμα κατά τους κανόνες της έμμεσης αντιπροσώπευσης, δηλαδή στο όνομα άλλου, αλλά για λογαριασμό του εντολέα, η υποχρέωσή του συνίσταται στη μεταβίβαση του πράγματος στον εντολέα του ή κατ’ άρθρο 417 ΑΚ, σ’ όποιον ο τελευταίος, ως δανειστής, έχει επιτρέψει και δεχθεί την καταβολή, που στην περίπτωση αυτή συνίσταται σε τέλεση δικαιοπραξίας, σύμφωνα με τις διατάξεις εκείνες που η εφαρμογή τους επιβάλλεται από την αιτία της μεταβιβάσεως του πράγματος από τον εντολοδόχο σύμφωνα με την εντολή (ΑΠ 454/1994), ενώ δεν αποκλείεται να επιδιώξει ο εντολέας, κατά το άρθρο 949 του ΚΠολΔ την καταδίκη του εντολοδόχου σε δήλωση της σχετικής βουλήσεως, με την οποία θα επιδιώκει να υποxρεωθεί ο εναγόμενος να μεταβιβάσει κατά κυριότητα το ακίνητο που απέκτησε ο εντολοδόχος (εναγόμενος), σε εκτέλεση της άνω εντολής και δη το ακίνητο που αγόρασε για λογαριασμό του ενάγοντος (εντολέα), στο δικό του όμως όνομα ( ΑΠ 1332/2017, ΕΑ 1278/2011, ΕφΔωδ 401/2005, ΕφΠατρ 911/2004, δημοσιευμένες στη Νόμος). Η δε καθ υλην αρμοδιότητα της εν λόγω αγωγής, η οποία μάλιστα είναι ενοχική και όχι εμπράγματη και ως εκ τούτου δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, κατ` άρθρο 220 ΚΠολΔ, προσδιορίζεται κατά τις γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ ( άρθρα 8-11 και 14-18), λαμβάνεται δε προς τούτο, υπόψη το αίτημα της αγωγής, το οποίο ισούται με την αξία του αντικειμένου της υπό κατάρτιση δικαιοπραξίας, το οποίο είναι προσδιοριστικό της καθ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου προς εκδίκαση της αγωγής (Β.Βαθρακοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος Ε, έκδ.1997, Αρθρο 949, σελ.622-624). ΙΙ. Κατά το άρθρο 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικώς όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Επομένως, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, απαιτείται να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η δημιουργηθείσα από αυτόν κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου, και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων. Η αδράνεια δε αυτή του δικαιούχου, που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αφού αρκεί η επέλευση δυσμενών απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται για μακρό χρονικό διάστημα, αλλά έλασσον του προβλεπομένου από το νόμο για την παραγραφή του δικαιώματος από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του. Το δε ζήτημα αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ασκήσεως του δικαιώματός του (ΟλΑ.Π. 10/2012, ΑΠ 505/2018, ΕφΘεσ 187/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, η οποία, ενόψει της ως άνω αξίας του αντικειμένου της υπό κατάρτιση δικαιοπραξίας, το οποίο είναι προσδιοριστικό της καθ ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου προς εκδίκαση αυτής, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη, ανερχόμενης (της αξίας) στο ποσό των 50.870 ευρώ, αφ ενός μεν αρμοδίως εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου καθ υλην προς τούτο πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, ήτοι του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατ άρθρο 14 παρ.2 ΚΠολΔ, αφ ετέρου δε, ούσα ενοχική και όχι εμπράγματη, κατά τα προαναφερόμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, δεν εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, κατ` άρθρο 220 ΚΠολΔ, είναι δε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, μη απαιτούμενης της αναφοράς οποιουδήποτε άλλου στοιχείου για το ορισμένο αυτής και δη του χρόνου κατάρτισης της σύμβασης εντολής, πέραν του ότι, κατά τα προαναφερόμενα και αυτός αναφέρεται στο δικόγραφο (Μάιος του 2002) καθώς και των λόγων για τους οποίους εξαιρέθηκε η προσθέτως παρεμβαίνουσα από την επίδικη αγοραπωλησία, ως αβασίμως επικαλείται ο εκκαλών. Σημειουμένου ότι, κατά την ίδια ως άνω νομική σκέψη ( υπό στοιχ.Ι) η εξώδικη εντολή με αντικείμενο την αγορά ακινήτου για λογαριασμό μεν του εντολέα αλλά στο όνομα του εντολοδόχου, ως η προκείμενη, δεν υποβάλλεται σε οποιονδήποτε τύπο, και δη στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου επί ποινή ακυρότητας, ως αβασίμως επικαλείται ο εκκαλών στον πρώτο λόγο της έφεσής του, κατ ορθή εκτίμηση αυτού, γι’ αυτό, κατά τα προαφερόμενα και μπορεί να αποδειχτεί με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο, συνεπώς και με μάρτυρες, εφόσον συντρέχει νόμιμη προς τούτο περίπτωση. Συνακόλουθα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως ως προς τα ως άνω ζητήματα και δη της καθ ύλην αρμοδιότητας, του παραδεκτού συζήτησης της αγωγής καθώς και του ορισμένου και νομίμου αυτής, δεν έσφαλε αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο, οι δε υποστηρίζοντες τα αντίθετα σχετικοί λόγοι, υπό στοιχ.1,2,4 και 5 της ένδικης έφεσης του εναγόμενου- εκκαλούντος, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου, ο εναγόμενος-εκκαλών με τον υπό στοιχ.6 λόγο της εφέσεώς του επαναφέρει τον προταχθέντα και πρωτοδίκως ισχυρισμό του περί καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος, συνισταμένης στην αδράνεια του ενάγοντος να το ασκήσει επί μεγάλο χρονικό διάστημα και στο γεγονός ότι η πραγματική αιτία της έγερσης της κρινόμενης αγωγής είναι η διατάραξη των οικογενειακών τους σχέσεων εξαιτίας της αντιπάθειας του ενάγοντος προς τη σύζυγο του εναγόμενου και της συνεπεία αυτής ρήξης τους που είχε ως αποτέλεσμα την άσκηση της ένδικης και έτερης αγωγής ως και σε βάρος του μηνύσεων από τον ενάγοντα και τα αδέλφια του, καθ υπόδειξη του ενάγοντος, που γίνονται εκδικητικά με σκοπό την οικονομική και ψυχική του εξόντωση, ενώ μέχρι τότε δεν είχε αναζητήσει ο ενάγων τίποτε απ αυτόν.Έχοντας το ως άνω περιεχόμενο, η ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος είναι μη νόμιμη και απορριπτέα, καθόσον μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του εφεσιβλήτου-ενάγοντος να ασκήσει τα δικαιώματά του από την ένδικη σύμβαση εντολής και η τυχόν καλόπιστη πεποίθηση του εναγόμενου-εκκαλούντος ότι αυτός δεν πρόκειται να τα ασκήσει, χωρίς την επίδειξη εκ μέρους του συγκεκριμένης συμπεριφοράς που εύλογα να δημιούργησε στον εκκαλούντα την πεποίθηση ότι δεν θα προβάλει τις επίδικες αξιώσεις, δεν είναι αρκετή για να καταστήσει προφανώς καταχρηστική τη μετέπειτα διεκδίκηση των επίδικων αξιώσεών του, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις ( υπό στοιχ.ΙΙ). Ούτε, άλλωστε, επικαλέστηκε ο εναγόμενος πραγματικά περιστατικά από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι η φερόμενη αλλαγή στάσεως του ενάγοντος δημιουργεί δυσανάλογη προς την ωφέλεια του τελευταίου επιβάρυνσή του και ανατρέπει μια κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και παγιωθεί επί χρόνια, καθόσον δεν προσδιορίστηκε καν η οικονομική του κατάσταση και ο βαθμός έως τον οποίο επηρεάζεται δυσμενώς η κατάσταση αυτή από την τυχόν ικανοποίηση των αξιώσεων του ενάγοντος-εφεσιβλήτου σε βάρος του, σημειουμένου ότι αυτός (εναγόμενος-εκκαλών) απαραδέκτως, κατ άρθρο 527 ΚΠολΔ επιχειρεί να θεμελιώσει τον ισχυρισμό του περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος σε νέα πραγματικά περιστατικά, τα οποία δεν είχαν προταθεί πρωτοδίκως και συγκεκριμένα στο ότι αυτός ως επί λέξει αναφέρει για πρώτη φορά στο εφετήριο έχει «πάρει δάνειο από την τράπεζα για την ανακαίνιση του επιδίκου ακινήτου-ξενοδοχείου και ως εκ τούτου η εκχώρηση από μέρους του έστω και μικρού ποσοστού της ιδιοκτησίας του συνεπάγεται μεγάλη οικονομική του ζημία», χωρίς, μάλιστα, επίκληση του λόγου της βραδείας προβολής του. Συνακόλουθα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ομοίως, απορίπποντας ως μη νόμιμο τον ως άνω ισχυρισμό του εναγόμενου, δεν έσφαλε αλλά ορθώς εφάρμοσε το νόμο, ο δε υποστηρίζων τα αντίθετα σχετικός λόγος (υπό στοιχ.6) της έφεσης τυγχάνει αβάσιμος και εκ τούτου απορριπτέος.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 461 και 462 ΚΠολΔ αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης, ήτοι και στην κατ έφεση δίκη με την έφεση ή με τις προτάσεις. Αν δημιουργούνται σοβαρές υπόνοιες πλαστογραφίας εναντίον ορισμένου προσώπου, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το έγγραφο που προσβάλλεται ως πλαστό είναι κατά την κρίση του ουσιώδες για την διάγνωση της υπόθεσης, είτε να αναβάλει τη δίκη έως το τέλος της ποινικής δίκης είτε να διατάξει αποδείξεις για την πλαστότητα. Από τις παραπάνω διατάξεις σαφώς προκύπτει ότι σε περίπτωση νόμιμης προβολής της ένστασης της πλαστογραφίας εγγράφου από ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο, πριν αναβάλει τη δίκη έως το τέλος της ποινικής δίκης ή διατάξει αποδείξεις για την πλαστότητα, πρέπει προηγουμένως να κρίνει εάν υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες πλαστογραφίας, εναντίον του κατονομαζομένου προσώπου. Αν δεν δημιουργούνται σοβαρές υπόνοιες ενοχής κατά ορισμένου προσώπου το δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο ν` αναβάλει τη διαδικασία και να διατάξει αποδείξεις (ΑΠ 190/2016, ΕφΠατρ 270/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος, Χ.Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία Κατ Αρθρο, 4η έκδοση, Αρθρο 462, σελ.1164).
Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσήκουσα επανεκτίμηση και αξιολόγηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα του ενάγοντος και της προσθέτως παρεμβαίνουσας και την ανωμοτί του εναγόμενου, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού, απ όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία με νόμιμη επίκληση με τις προτάσεις τους ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου προσκομίζουν οι διάδικοι της έκκλητης δίκης, χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Oι διάδικοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος και δη ο ενάγων-εφεσίβλητος είναι πατέρας του εναγόμενου-εκκαλούντος η δε προσθέτως παρεμβαίνουσα-εφεσίβλητη είναι η αδελφή του τελευταίου. Κατά το έτος 2002 ο ενάγων αναζήτησε ξενοδοχείο προς αγορά με δικά του χρήματα, επιθυμώντας την επαγγελματική αποκατάσταση των τεσσάρων τέκνων του, ήτοι του εναγόμενου, της ……., του …. και της προσθέτως παρεμβαίνουσας, ….., οι οποίοι και θα το εκμεταλλεύονταν επαγγελματικά. Περί το μήνα Μάρτιο του ίδιου έτους ανηύρε ένα ξενοδοχείο, το οποίο ήταν ημιτελές και αποτελούνταν από υπόγειο, επιφάνειας 185,58 τ.μ., ισόγειο επιφάνειας 185,58 τ.μ., Α όροφο πάνω από το ισόγειο – πυλωτή, επιφάνειας 149,99 τ.μ., Β όροφο πάνω από το ισόγειο – πυλωτή, επιφάνειας 146,23 τ.μ., Γ όροφο πάνω από το ισόγειο – πυλωτή, επιφάνειας 146,23 τ.μ, και Δ όροφο πάνω από το ισόγειο – πυλωτή, επιφάνειας 125,54 τ.μ., κτισμένο επί οικοπέδου, έκτασης 298,73 τ.μ., που βρίσκεται στο ………Αττικής, στη θέση «…», επί της συμβολής των οδών ……., το οποίο εμφαίνεται στο από Μαρτίου 2002 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ….., που προσαρτάται στο υπ’ αριθμό …../10-5-2002 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …. – .. .., με τα στοιχεία Α1-Α2-Α3-.Α4-Α5-Α6-Α7-Α8-Α9-Α10-Α11-Α12-Α1 και συνορεύει σύμφωνα με αυτό Βόρεια επί προσώπου Α1-Α12 μήκους μέτρων 11,05 με την οδό Κανάρη και επί πλευράς Α5-Α6 μήκους μέτρων 0,95 με ιδιοκτησία αγνώστου, Νότια επί προσώπου Α8-Α9 μήκους μέτρων 9,24 με την οδό ….., Ανατολικά επί συνολικής τεθλασμένης πλευράς Α1- Α2-Α3-Α4-Α5, ήτοι επί πλευράς Α1-Α2 μήκους μέτρων 7,60, Α2-Α3 μήκους μέτρων 3,96 και Α3-Α4 μήκους μέτρων 4,46 και Α4-Α5 μήκους μέτρων 2,61 με ιδιοκτησία αγνώστων και επί πλευράς Α6-Α7 μήκους μέτρων 7,22 και Α7-Α8 μήκους μέτρων 4,13 με ιδιοκτησία αγνώστων και Δυτικά επί πλευράς Α9-Α10 μήκους μέτρων 3,50, Α10-Α11 μήκους μέτρων 17,85, Α11-Α12 μήκους μέτρων 7,60, ήτοι συνολικής πλευράς Α9-Α10-Α11-Α12 μήκους μέτρων 28,95 με ιδιοκτησία αγνώστων. Μετά την ανεύρεση του ξενοδοχείου αυτού, συμφώνησε με τον εναγόμενο να αγορασθεί στο όνομα του εναγομένου, της ……και του ….., κατά ποσοστό 1/3 άλλως 4/12 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ αυτών, πλην όμως για λογαριασμό του ίδιου (του ενάγοντος) ως προς το ποσοστό του 1/12 εξ αδιαιρέτου του όλου ακινήτου, που θα περιερχόταν στον εναγόμενο, ως προς το οποίο θα ενεργούσε ως έμμεσος αντιπρόσωπος του ενάγοντος με την εντολή να μεταβιβάσει το ανωτέρω ποσοστό κατά πλήρη κυριότητα στην αδελφή του και θυγατέρα του ενάγοντος ……., όταν ο τελευταίος θα του ζητούσε να το πράξει. Η ίδια δε σύμβαση καταρτίσθηκε μεταξύ του ενάγοντος και με τα άλλα δύο τέκνα του, που θα συμβάλλονταν στην αγορά του ακινήτου, ήτοι την … και τον ….., συμφωνήθηκε δηλαδή ότι κατά την υπογραφή του αγοραπωλητήριου συμβολαίου του ξενοδοχείου θα ενεργούσαν στο όνομά τους αλλά για λογαριασμό του ενάγοντος, ως προς το περιελευθησόμενο στον καθένα τους ποσοστό του 1/12 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου, το οποίο θα μεταβίβαζαν στην αδελφή τους ……, όταν τους καλούσε προς τούτο ο ενάγων, έτσι ώστε να περιέλθει εν τέλει το ως άνω ακίνητο και στα τέσσερα τέκνα του κατ’ ισομοιρία, σε ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο εξ αυτών. Κατόπιν των συμφωνιών αυτών αγοράσθηκε το παραπάνω ακίνητο (οικόπεδο με την ως άνω ημιτελή οικοδομή-ξενοδοχείο), συνολικής αξίας 235.073,68 ευρώ, στο όνομα του εναγομένου, της …. και του … .., σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου σε καθένα τους, δυνάμει του υπ’ αριθμό ../10-5-2002 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών … – …., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο .., με αύξοντα αριθμό …..1. Το γεγονός ότι τα χρήματα για την απόκτηση του ως άνω ακινήτου καταβλήθηκαν εξ ολοκλήρου από τον ενάγοντα, παρά τα περί του αντιθέτου οψίμως υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο στην ένδικη έφεσή του, στην οποία αυτός υποστηρίζει ότι το εν λόγω ακίνητο αγοράστηκε με χρήματα της «οικογένειας», ήτοι και με δικά του χρήματα, προερχόμενα από την πολυετή εργασία δίπλα στον πατέρα του, προκύπτει ιδίως από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον ενάγονα με αριθμό …… επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, πληρωτέα εις διαταγήν του, την οποία αυτός οπισθογράφησε στα ως άνω τέκνα του-αγοραστές, οι οποίοι και παρέδωσαν αυτή εκ νέου δια οπισθογραφήσεως στην πληρεξουσία του πωλητή του ως άνω ακινήτου, …….., ώστε να εξοφληθεί το τίμημα της ως άνω αγοραπωλησίας (βλ. την από 10.5.2002 απόδειξη εξόφλησης της τελευταίας), ενώ, σημειωτέον ο ίδιος ο εναγόμενος, στις πρωτόδικες προτάσεις του, ομολόγησε αυτό (βλ.3η σελίδα αυτών, όπου ο ίδιος επί λέξει χαρακτηριστικά αναφέρει « έδωσε μεν χρήματα (εννοεί τον ενάγοντα) για την αγορά του επιδίκου ακινήτου». Οι προαναφερόμενες δε συμβάσεις εντολής συνήφθησαν μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, καθώς και του ενάγοντος και της … και ….., καθώς η …. αντιμετώπιζε το χρονικό εκείνο διάστημα προβλήματα στην έγγαμη σχέση της με το σύζυγό της, που πιθανώς να οδηγούσαν σε λύση της έγγαμης συμβίωσής της, με αποτέλεσμα να μην επιθυμεί ο ενάγων να αγορασθεί και στο όνομα της εν λόγω θυγατέρας του το προαναφερόμενο ξενοδοχείο τη δεδομένη χρονική στιγμή για ευνόητους λόγους και δη ιδίως σε ενδεχόμενη προβολή, σε περίπτωση λύσεως του γάμου της, αξίωσης συμμετοχής του άρθρου 1400 ΑΚ από τον σύζυγό της. Η έγγαμη σχέση της ……. ομαλοποιήθηκε λίγα χρόνια αργότερα, πλην όμως, λόγω των καλών σχέσεων της ευρύτερης οικογένειας και του κλίματος εμπιστοσύνης που επικρατούσε, ο ενάγων δε ζήτησε από τα τρία τέκνα του, που συμβλήθηκαν στην κατάρτιση του αγοραπωλητήριου συμβολαίου του ξενοδοχείου, να μεταβιβάσουν το συνολικό ποσοστό του ¼ εξ αδιαιρέτου στην αδελφή τους, ….. Στη συνέχεια, όμως, περί το έτος 2011 δημιουργήθηκαν σοβαρές διενέξεις μεταξύ του ενάγοντος με τον εναγόμενο, αλλά και μεταξύ του τελευταίου με τα υπόλοιπα αδέλφια του. Τότε ο ενάγων κάλεσε τον εναγόμενο να μεταβιβάσει το ποσοστό του 1/12 εξ αδιαιρέτου του ανωτέρω ξενοδοχείου στην αδελφή του ….., όπως είχε συμφωνηθεί (βλ. σχετικά και την από 22-9-2011 εξώδικη δήλωση και πρόσκληση του ενάγοντος και της συζύγου του …., με την οποία τον καλούσαν να προβεί σε μεταβίβαση προς την ….. ποσοστού του επίδικου ξενοδοχείου «….» ώστε να αποκτήσουν ισομερώς, σε ποσοστό ¼ εξ αδιαιρέτου αυτό τα τέσσερα τέκνα τους, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 27-9-2011), και έκτοτε ο τελευταίος αρνείται να πράξει τούτο. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου ως προς τα ανωτέρω αποδειχθέντα και δη τη σύναψη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγόμενου της με το ως άνω περιεχόμενο σύμβασης εντολής προέκυψε από τη συνεκτίμηση του συνόλου του εισφερόμενου στο Δικαστήριο αποδεικτικού υλικού, ενισχύεται,όμως, από το προσκομιζόμενο με επίκληση από τον ενάγοντα από 27-5-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο έχει υπογραφεί από τον εναγόμενο και στο οποίο αναφέρεται επί λέξει ότι «Συμφωνείται σήμερα 27/5/2010 από τους κάτωθι συμβαλλομένους 1. ……, 2. …. και 3. …., που έχουν στην κυριότητά τους ένα ακίνητο στην ….. και έχουν το 1/3 εξ αδιαιρέτου ότι θα δίνουν το ποσό των 750€ στην … και όταν θα γίνει συμβολαιογραφική η μεταβίβαση του ακινήτου δηλαδή να έχει ο καθένας το 1/4 θα ισχύουν οι όροι του ιδιωτικού συμφωνητικού της από 27-5-2010 που έχουν συνάψει οι ….. και …. (εκμισθωτές) με τον ….. (μισθωτής)». Σημειωτέον ότι με το προαναφερόμενο ως άνω έτερο ιδιωτικό συμφωνητικό, ήτοι το από 27.5.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως ακινήτου μεταξύ των … . αφενός και του εναγομένου αφετέρου, ο τελευταίος μίσθωσε το επίδικο ξενοδοχείο αντί μισθώματος 750 ευρώ, κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους σε αυτό όρους. Από το παραπάνω δηλαδή από 27-5-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, που καταρτίσθηκε μεταξύ των τριών ως άνω αδελφών, το οποίο συντάχθηκε μάλιστα σε ανύποπτο χρόνο, προκύπτει η ανάληψη υποχρέωσης μεταβίβασης από τον εναγόμενο, την …. και τον ….., συνολικού ποσοστού 1/4 εξ αδιαιρέτου προς την αδελφή τους .. … και κατ’ επέκταση η κατάρτιση της ένδικης σύμβασης εντολής μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από τον τελευταίο, ο οποίος αρνείται την σύναψη αυτής (συμβάσεως εντολής). Ο εναγόμενος, μάλιστα, ο οποίος σημειωτέον δεν αρνήθηκε πρωτόδικα την γνησιότητα του ως άνω από 27.5.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού, που προσκόμισε και επικαλέστηκε και στη δίκη ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ο ενάγων, με την ένδικη έφεσή του υποστηρίζει ότι ουδέποτε υπέγραψε το τελευταίο- στο οποίο κατά τα προαναφερόμενα υπόσχεται ότι θα μεταβιβάσει το ποσοστό του επί του επιδίκου ακινήτου στην προσθέτως παρεμβαίνουσα-εφεσίβλητη αδελφή του , σε εκτέλεση της συναφθείσας μεταξύ αυτού και του ενάγοντος σύμβασης εντολής-, ισχυριζόμενος αφ ενός μεν ότι δεν το έπραξε αυτό πιστεύοντας ότι πρόκειται για το προαναφερόμενο ίδιας ημερομηνίας από 27.5.2010 ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως, που κατά τα ανωτέρω, υπογράφηκε μεταξύ των ως άνω αδελφών, αφ ετέρου δε ότι το επικαλέστηκε και προσκόμισε πρωτόδικα ο ενάγων με κενή την ημερομηνία του, την οποία, κατ αυτόν έθεσε αργότερα, ίσως μετά την προσθήκη-αντίκρουση που αυτός κατέθεσε, ενώπιον δε αυτού του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της έφεσης, παριστάμενος με τον αναφερόμενο στην αρχή της παρούσας πληρεξούσιο δικηγόρο του και με τις ένδικες προτάσεις του προέβαλλε το πρώτον την ένσταση πλαστότητας του ως άνω από 27.5.2010 συμφωνητικού, κατονομάζοντας ως πλαστογράφους τον ενάγοντα-πατέρα του και την προσθέτως παρεμβαίνουσα-αδελφή του, … και πρότεινε μάρτυρα (τον ίδιο) προς απόδειξη του ισχυρισμού του. Η ένσταση αυτή είναι παραδεκτή και νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στην υπό στοιχ.ΙΙΙ μείζονα σκέψη διατάξεις, μη απαιτούμενης ειδικής πληρεξουσιότητας, εφόσον ο εκκαλών παρέστη μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του στη συζήτηση της έφεσης, πρέπει, όμως, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ ουσίαν, καθώς από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε τόσο η πλαστότητα του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού όσο και ότι πλαστογράφοι αυτού είναι οι ως άνω κατονομαζόμενοι. Σημειωτέον ότι παρά τα ως άνω υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο, ως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας, το φερόμενο ως πλαστό ιδιωτικό συμφωνητικό προσκομίστηκε πράγματι από τον ενάγοντα με την προσθήκη των προτάσεών του προς αντίκρουση των ισχυρισμών του εναγόμενου, στην οποία, όμως, προσθήκη αναγράφεται η ημερομηνία αυτού δακτυλογραφημένη και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα επίκλησης του συμφωνητικού αυτού απ αυτόν με κενή την ημερομηνία του και αναγραφής αυτής εκ των υστέρων από τον ενάγοντα, μετά την κατάθεση της προσθήκης-αντίκρουσης, ως αβασίμως, κατά τα προαναφερόμενα ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Επιπροσθέτως, η αντιπαραβολή της υπογραφής αυτής με τη μη αμφισβητούμενη υπογραφή που έθεσε ο ίδιος ο εναγόμενος τόσο στο ίδιας χρονολογίας ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό μισθώσεως μεταξύ του ιδίου, του … και της …. -όσο και στο προσκομιζόμενο και επικαλούμενο απ αυτόν μεταξύ των ίδιων ως άνω αδελφών από 30.3.2007 ιδιωτικό συμφωνητικό με το οποίο η …… δηλώνει τη συναίνεσή της για την εγγραφή υποθήκης στο επίδικο ξενοδοχείο προκειμένου τα ως άνω αδέλφια της να λάβουν δάνειο για την ανακαίνισή του- συνηγορεί, λόγω της ομοιότητας των δύο υπογραφών, υπέρ της γνησιότητας και της επίμαχης υπογραφής και συνακόλουθα και υπέρ της γνησιότητας του περιεχομένου του ένδικου από 27.5.2010 ιδιωτικού συμφωνητικού. Επομένως, δεν αποδείχτηκαν σοβαρές οι υπόνοιες ενοχής των κατονομαζόμενων παραπάνω για πλαστογραφία και πρέπει να απορριφθεί η σχετική ένσταση του εκκαλούντος-εναγόμενου ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά τα προαναφερόμενα, χωρίς να διαταχθούν άλλες αποδείξεις και δη η αιτούμενη γραφολογική πραγματογνωμοσύνη ή ν` αναβληθεί η δίκη αυτή έως το τέλος της ποινικής δίκης, ως αιτείται ο εναγόμενος-εκκαλών, αποσκοπώντας την παρέλκυση της προκείμενης δίκης. Τέλος, ο ισχυρισμός του εναγομένου όχι έχει καταστεί κύριος σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας αλυσιτελώς προβάλλεται, καθόσον με την κρινόμενη αγωγή δεν αμφισβητείται η συγκυριότητά του επί του ακινήτου, δεδομένου ότι ως προς το επίδικο ποσοστό συγκυριότητας ενήργησε ως έμμεσος αντιπρόσωπος του ενάγοντος και επομένως, έγινε κύριος του ακινήτου κατά το ανωτέρω ποσοστό, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη υπό στοιχ.Ι στην αρχή της παρούσας. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση, με παρόμοιες με την παρούσα αιτιολογίες, έκρινε τα ίδια και δη έκανε δεκτή την αγωγή και ως ουσιαστικά βάσιμη καταδικάζοντας τον εναγόμενο όπως προβεί σε δήλωση βούλησης με αντικείμενο την νομότυπη μεταβίβαση προς την προσθέτως παρεμβαίνουσα ποσοστού 1/12 εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του προαναφερόμενου ακινήτου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης, απορρίπτοντας, μεταξύ άλλων, ως αλυσιτελή τον προαναφερόμενο ισχυρισμό του εναγόμενου, που επαναφέρει με τον σχετικό υπό στοιχ.3 λόγο της έφεσής του περί ιδίας κυριότητάς του επί του επιδίκου ακινήτου, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στους σχετικούς λόγους έφεσης (προαναφερόμενο υπό στοιχ.3 καθώς και 7,8 και 9), κατ ορθή εκτίμηση αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα και συνακόλουθα, μη υπάρχοντος, πλέον, άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του στη δίκη(άρθρα 106,176, 183,191 παρ.2 ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ, λόγω της μη παραδοχής του ενδίκου μέσου, πρέπει να διαταχθεί, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του προκατατεθέντος παραβόλου, συνολικού ποσού 100 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμ. 88/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους του εκκαλούντος, κατά την άσκηση της εφέσεώς του με το με αριθμό ………… παράβολο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις 19 Μαρτίου 2019, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου