
Η ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΞΙΩΣΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΑ ΑΠΟΚΤΗΜΑΤΑ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ ΤΟΥ Ν. 4509/2017
Α. Εισαγωγικά
Ως παραίτηση (renunciatio) αποτελεί μορφή εκούσιας απώλειας δικαιώματος, ήτοι λύσης του δεσμού μεταξύ του δικαιούχου και του δικαιώματος[1],
νοείται η με τη βούληση του δικαιούχου απόσβεση του δικαιώματός του,
χωρίς αυτό (το δικαίωμα) να περιέρχεται σε άλλο πρόσωπο ή ανεξάρτητα από
το αν περιέρχεται σε άλλο πρόσωπο. Η παραίτηση συντελείται άλλοτε με
μονομερή δικαιοπραξία και άλλοτε με σύμβαση. Καταρχήν, κάθε δικαίωμα
είναι δεκτικό παραιτήσεως, πλην όμως, ορισμένα δικαιώματα είναι
ανεπίδεκτα παραιτήσεως, όπως λ.χ. το δικαίωμα της προσωπικότητας, ενώ σε
ορισμένες περιπτώσεις, η συμφωνία των μερών με περιεχόμενο την
παραίτηση από ορισμένο δικαίωμα μπορεί να είναι και άκυρη[2].
Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, όπως αναλύθηκε εκτενέστερα στο
οικείο κεφάλαιο της παρούσας, προβλέπεται στο άρθρο 1400 ΑΚ, το οποίο
αποτελεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου (ius cogens), ή με άλλα λόγια, με τη διάταξη αυτή εισάγεται κανόνας δημοσίας τάξεως (lex cogens). Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 3 ΑΚ ορίζεται ότι «[η] ιδιωτική βούληση δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή κανόνων δημόσιας τάξης».
Ο σκοπός της διάταξης αυτής έγκειται στην οριοθέτηση της ιδιωτικής
αυτονομίας έναντι της κανονιστικής αρμοδιότητας του εθνικού νομοθέτη
κατά τη ρύθμιση των βιοτικών σχέσεων. Γι’ αυτό και οι κατά την ΑΚ 3
κανόνες δημόσιας τάξης δεν έχουν αποκλειστικά ηθική, κοινωνική ή
οικονομική σημασία. Οι «κανόνες αναγκαστικού δικαίου» εξυπηρετούν
συνήθως το δημόσιο συμφέρον (ΟλΑΠ 274/1971 ΝοΒ 1971, 863, ΑΠ 4177/1997
ΤΝΠ ΔΣΑ), δεν αποκλείεται όμως να προστατεύουν και ιδιωτικά συμφέροντα.
Επομένως, η ιδιωτική βούληση δεν περιορίζεται μόνο έναντι ρυθμίσεων
θεμελιώδους αξιολόγησης της εθνικής έννομης τάξης αλλά και έναντι
οποιασδήποτε άλλης ρύθμισης, η οποία χαρακτηρίζεται ή ερμηνεύεται ως
διάταξη αναγκαστικού δικαίου. Επίσης από την γραμματική διατύπωση του
κανόνα μπορεί να προκύπτει ο χαρακτήρας του ως δημόσιας τάξης, ιδίως
όταν απαγορεύει ή επιτάσσει ορισμένη συμπεριφορά ή όταν κηρύσσει
ακυρότητα. Περαιτέρω, αναγκαστικοί κανόνες είναι και οι κανόνες που
επιδιώκουν την προστασία του γενικού συμφέροντος η γενικότερα ενέχουν
θεμελιώδης στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης αξιολογήσεις (βλ.
ΟλΑΠ 15/2000 ΤΝΠ ΔΣΑ). Επιπλέον, διατάξεις δημόσιας τάξης είναι και
εκείνες που αποτελούν ειδική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης,
της καλής πίστης και ήταν συναλλακτικών ηθών[3].
Ειδικότερα, στο πλαίσιο του οικογενειακού δικαίου, ο αναγκαστικός
χαρακτήρας των διατάξεων του τετάρτου βιβλίου του ΑΚ συνδέεται είτε με
την περιοριστική λειτουργία των κανόνων οικογενειακού δικαίου, είτε με
την προστατευτική τους λειτουργία. Στην περίπτωση της περιοριστικής
λειτουργίας, η παρέμβαση του αναγκαστικού κανόνα αποβλέπει στο να
κατοχυρώσει κάποιες βασικές αρχές που διέπουν τις οικογενειακές σχέσεις,
όπως η μονογαμία, η τυπικότητα του γάμου, η ισονομία των φύλων, το
συμφέρον των τέκνων, ο σεβασμός της προσωπικότητας των μελών της
οικογένειας, δηλαδή πρόκειται για μία «δημόσιου συμφέροντος» λειτουργία
του οικογενειακού δικαίου, υπό την έννοια ότι ο περιορισμός της
ιδιωτικής αυτονομίας εξασφαλίζει την τήρηση θεμελιωδών αρχών της έννομης
τάξης, εγκαθιδρύοντας έτσι το δίκαιο, κατά τρόπο δεσμευτικό,
υποδείγματα συμπεριφοράς, που αφορούν στην ίδρυση, τη λειτουργία και την
κατάργηση των οικογενειακών σχέσεων, τα οποία οι ενδιαφερόμενοι
υποχρεούνται να ακολουθήσουν, χωρίς δυνατότητα παρέκκλισης. Στη
περίπτωση της προστατευτικής λειτουργίας, ο αναγκαστικός χαρακτήρας
αποβλέπει στο να προστατεύσει τα πρόσωπα εκείνα, που στο πλαίσιο των
οικογενειακών σχέσεων, εμφανίζονται πιο ευάλωτα, όπως για παράδειγμα οι
κανόνες για την αξίωση διατροφής –με εξαίρεση τη διατροφή μετά το
διαζύγιο–, για τη ρύθμιση της οικογενειακής στέγης, για την άσκηση της
γονικής μέριμνας[4].
Συνεπώς, η εφαρμογή των κανόνων δημοσίας τάξεως δεν μπορεί να αποκλεισθεί από την ιδιωτική βούληση[5], βάσει της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων που καθιερώνεται εμμέσως από το άρθρο 361 ΑΚ[6].
Ως εκ τούτου, κατά τα ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι σύζυγοι
δεν μπορούν, είτε πριν από το γάμο είτε μετά, με αντίθετες συμφωνίες να
αποκλείσουν εκ των προτέρων την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1400 ΑΚ
εδ. α’ ή να αποκλείσουν ορισμένα περιουσιακά στοιχεία από τη ρύθμιση ή
να καθορίσουν διαφορετικό (ακόμα και ανώτερο από το νόμιμο) ύψος της
αξίωσης[7].
Όταν βέβαια γεννηθεί η αξίωση και ο δικαιούχος παύει πια να πιέζεται
και ανεξαρτητοποιείται ψυχολογικά από τον άλλο σύζυγο, όλες οι παραπάνω
συμφωνίας είναι έγκυρες[8].
Κατά την Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη έχει υποστηριχθεί ότι το ίδιο θα
πρέπει να γίνεται δεκτό και όταν δεν έχει γεννηθεί ακόμα η αξίωση, οι
σύζυγοι όμως επιχειρούν ένα γενικότερο συμβατικό διακανονισμό ενόψει
συναινετικού διαζυγίου[9].
Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμόν 1252/2017 απόφαση του ΑΠ υποστηρίχθηκε
ό,τι κατά πάγια νομολογία του ανωτάτου δικαστηρίου υποστηρίζεται, ότι
δηλαδή δεν αποκλείεται το ζήτημα των αποκτημάτων κατά τη διάταξη του
1400 ΑΚ να γίνει αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των
περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, κατόπιν διαπραγματεύσεων, ώστε να
καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 Α.Κ. συμφωνία συναινετικού διαζυγίου,
οπότε στην περίπτωση αυτή, νομολογιακά εισήχθη εξαίρεση από τον κανόνα
της απαγόρευσης της a priori παραίτησης, κρίνοντας
ούτως ότι η συμφωνία αυτή είναι ισχυρή, με τον όρο ότι η συμφωνία των
συζύγων για τα αποκτήματα τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της εκ του
λόγου αυτού διαζυγίου λύσεως του γάμου[10].
Κατά την Κουνουγέρη- Μανωλεδάκη, υποστηρίζεται ότι δεν είναι αβάσιμη
και η αντίθετη γνώμη, κατά την οποία οι συμφωνίες των συζύγων, όπως και η
παραίτηση του ενός συζύγου από την αξίωση στα αποκτήματα, είναι άκυρες
σε κάθε περίπτωση πριν από τη γέννηση της αξίωσης λόγω του αναγκαστικού
χαρακτήρα των σχετικών διατάξεων, που στοχεύουν στην προστασία του
δικαιούχου συζύγου από την άσκηση πιέσεων και εκβιασμών από τον άλλο
σύζυγο[11].
Β. Η παραίτηση από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα a priori της γέννησης ενόψει συναινετικού διαζυγίου
Η νέα διατύπωση του άρθρου 1441 ΑΚ, όπως αυτό ισχύει μετά την
αντικατάστασή του από το άρθρο 22 παρ. 2 Ν. 4509/22-12-2017 ΦΕΚ 201Α,
δεν αναφέρει κάτι ως προς τις συμφωνίες των συζύγων για τη ρύθμιση των
περιουσιακών τους σχέσεων. Αντιθέτως, με το N. 4356/24-12-2-2015 ΦΕΚ 181Α,
εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη το νέο σύμφωνο συμβίωσης ανεξαρτήτως
φύλου των συμβαλλομένων, με τον οποίο (νόμο) επήλθαν καίριες αλλαγές
στον Ν. 3719/2008, με τον οποίο θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά το σύμφωνο
συμβίωσης ως μια εναλλακτική μορφή νομικά ρυθμισμένης συμβίωσης.
Στο άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 4356/2015 ορίζεται ότι ως προς τις μη
προσωπικές σχέσεις των συμβαλλόμενων μερών μεταξύ τους θα εφαρμόζονται αναλόγως
οι διατάξεις για τις σχέσεις των συζύγων από το γάμο (άρθρα 1386 -
1437), εκτός αν τα μέρη τις ρυθμίσουν διαφορετικά κατά τη σύναψη του
συμφώνου με βάση τις αρχές της ισότητας και της αλληλεγγύης, ενώ
διευκρινίζεται ρητά ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν
από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή της, όπως
αυτή ορίζεται κατά τις διατάξεις 1400 επ. ΑΚ.
Σε αντίθεση με το προϊσχύον νομοθετικό πλαίσιο του Ν. 3719/2008 ως
προς τις περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συντρόφων, που όριζε ότι μπορεί
να ρυθμίζονται οι περιουσιακές σχέσεις των συμβληθέντων και ιδίως η
τύχη των περιουσιακών στοιχείων που θα αποκτηθούν κατά τη διάρκεια του
συμφώνου (αποκτήματα), η νέα ρύθμιση του ν. 4356/2015 εισάγει ρητή
απαγόρευση της εκ των προτέρων της γέννησης παραίτηση από την αξίωση
συμμετοχής στα αποκτήματα, ερμηνευτικά αποσαφηνίζοντας ό,τι ίσχυε ήδη ως
προς τους συζύγους. Άλλωστε, ως argumentum a contrario
αποτελεί και η σκέψη κατά την οποία το σύμφωνο συμβίωσης, ως πιο
ευέλικτος θεσμός σε σύγκριση με το γάμο, δε νοείται να περιλαμβάνει
αυστηρότερες διατάξεις από αυτές που διέπουν το γάμο. Συνεπώς, στο εδ.
β’ του άρθρου 5 παρ. 2 του Ν. 4356/2015 ο νομοθέτης θεωρεί ως δεδομένο
ότι οι σύζυγοι σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να παραιτηθούν από την
αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή της, και ούτως
επαναλαμβάνει για διευκρινιστικούς και μόνο λόγους ό,τι ήδη ισχύει στο
γάμο, ώστε να προληφθούν περιπτώσεις άκυρων παραιτήσεων από την αξίωση
συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή της. Τούτο δε οφείλει ο
νομοθέτης να πράξει για ακόμα έναν λόγο, καθότι άλλαξε άρδην θέση με το
νέο νομοθετικό καθεστώς που επελέγη ως προς τη συμφωνία των συζύγων για
την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, ώστε ισχύοντος του νόμου αυτού να
μην ανακύψουν ερμηνευτικά ζητήματα.
Περαιτέρω, από τη διατύπωση του εδ. α’ του άρθρου 5 παρ. 2 του Ν.
4356/2015 συνάγεται ευχερώς το συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης θέλησε το
σύμφωνο συμβίωσης να αντιμετωπίζεται κατ’ ανάλογο τρόπο με το γάμο ως
προς τις έννομες συνέπειες των περιουσιακών σχέσεων μεταξύ των
συντρόφων. Η ανάλογη εφαρμογή διατάξεων κατά παραπομπή του νόμου (μη
γνήσια αναλογία), αφήνει το περιθώριο να εννοηθεί ότι προκειμένου να μην
επαναλαμβάνεται ο νομοθέτης άσκοπα, αντιμετωπίζει ομοειδείς περιπτώσεις
με τον ίδιο τρόπο προβαίνοντας ούτως σε παραπομπή της ρυθμιστέας
περίπτωσης στο ήδη υπάρχον νομικό πλαίσιο ήδη ρυθμισμένης παρόμοιας
περίπτωσης. Ως εκ τούτου, (τόσο ως προς τις προσωπικές όσο και) ως προς
τις περιουσιακές σχέσεις των συμβαλλόμενων μερών του συμφώνου συμβίωσης
εφαρμόζονται κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη τα ισχύοντα αναλογικά για το
γάμο.
Συνεπώς, ο χαρακτήρας της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα ως
αξίωσης δημόσιας τάξης αποκλείει εκ του λόγου μόνο αυτού κάθε εκ των
προτέρων συμφωνία, με την οποία θα προβλεπόταν η ανυπαρξία αξίωσης, η
παραίτηση από αυτήν ή ο περιορισμός της[12],
γεγονός που επιρρωνύεται, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, και από τη νομοθετική
επιλογή της ρητής αναφοράς του Ν. 4356/2015 στην απαγόρευση της
παραίτησης από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή
της ως προς το σύμφωνο συμβίωσης, όπως άλλωστε εξυπακούεται ότι ισχύει
και στο γάμο.
Ζήτημα ανακύπτει σχετικά με το κύρος συμφωνίας, με την οποία οι
σύζυγοι, πριν να γεννηθεί η αξίωση, αποφασίζουν όχι να την αποκλείσουν ή
να την περιορίσουν, αλλά να την διευρύνουν υπέρ, φυσικά, του ενός
συζύγου· π.χ., συνομολογούν ότι ο ένας σύζυγος δικαιούται το 50%, ή και
το σύνολο, της περιουσιακής επαύξησης του άλλου. Η συμφωνία αυτή
φαίνεται να βελτιώνει τη θέση του συζύγου, χάρη στη συμβολή του οποίου ο
άλλος σύζυγος θα βρίσκεται σε πλεονεκτική περιουσιακή θέση, όταν λυθεί ή
ακυρωθεί ο γάμος (ή συμπληρωθεί τριετής διάσταση). Στην πραγματικότητα,
όμως, ο αναγκαστικός χαρακτήρας της αξίωσης στα αποκτήματα
συνυφαίνεται, όπως αναφέρθηκε, με την αναδιανεμητική της λειτουργία, που
αποκαθιστά την περιουσιακή ισορροπία ανάμεσα στους συζύγους
εξασφαλίζοντας τη δίκαιη κατανομή των αποκτημάτων τους. Αυτή η
αναδιανεμητική λειτουργία της αξίωσης στα αποκτήματα ανατρέπεται όχι
μόνο όταν οι σύζυγοι συμφωνούν εκ των προτέρων την κατάργηση ή τον
περιορισμό της, αλλά και όταν διευρύνουν –υπέρ του ενός– την έκτασή της.
Υπό το πρίσμα αυτό, ορθά παρατηρείται ότι η συμφωνία αυτή αποτελεί την
αντίστροφη όψη της συμφωνίας για τον περιορισμό της αξίωσης και,
επομένως, υπάγεται και αυτή στις απαγορευμένες συμφωνίες των συζύγων.
Άλλωστε, παρόμοια συμφωνία, με την οποία οι σύζυγοι θα μπορούσαν να
αποφασίσουν συμμετοχή του ενός ακόμη και στο σύνολο των αποκτημάτων του
άλλου, αποτελεί «γαμικό σύμφωνο» μη προβλεπόμενο από το νόμο και συνεπώς
απαγορευμένο[13].
Γ. Η Νομολογιακή αντιμετώπιση του ζητήματος της παραίτησης από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα a priori της γέννησης ενόψει συναινετικού διαζυγίου
i. Η νομολογία του ΑΠ προ της εκδόσεως της υπ’ αριθμόν ΑΠ 514/2018
Κατά πάγια θέση του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, η αντιμετώπιση των
αναιρέσεων που εκδίκαζε ως προς την παραίτηση από την αξίωση συμμετοχής
στα αποκτήματα a priori της γέννησης ενόψει συναινετικού
διαζυγίου ήταν η ίδια, ενώ γίνεται λόγος για νομολογιακή ρύθμιση των
περιπτώσεων αυτών που επισφραγιζόταν και από τον Άρειο Πάγο.
Συγκεκριμένα, με την υπ’ αριθμόν 1252/2017 ΑΠ (ΝΟΜΟΣ) αλλά και με βάση
πλείονες αποφάσεις που προηγήθηκαν αυτής[14],
κατά πάγια νομολογιακή θέση του ΑΠ, αναγνωριζόταν μεν ότι η κατά το
άρθρο 1400 ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου
είναι ενοχική και προσωποπαγής και ότι γεννάται δε από τη στιγμή που θα
λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη
διάσταση των συζύγων.
Ο ΑΠ προέβαινε σε μια περαιτέρω σκέψη κατά την οποία, από το
συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174,178,871,1400 και 1441 Α.Κ.,
έκρινε ότι ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 Α.Κ. έχει τον χαρακτήρα
κανόνα αναγκαστικού δικαίου, και συνεπώς παραίτηση του δικαιούχου ή
σύναψη αντιθέτων συμφωνιών εκ των προτέρων, πριν δηλαδή γεννηθεί η
σχετική αξίωση απαγορεύεται και είναι άκυρη, πλην όμως έκρινε ότι δεν
αποκλείεται από τη διάταξη αυτή, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει
αντικείμενο ενός γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των
συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών για να καταλήξουν στην κατά το
άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου. Στην τελευταία αυτή
περίπτωση παγίως δεχόταν ο ΑΠ ότι, κατ’ εξαίρεση, η συμφωνία αυτή είναι
ισχυρή, με τον όρο ότι η συμφωνία των συζύγων για τα αποκτήματα τελεί
υπό την αναβλητική αίρεση της εκ του λόγου αυτού διαζυγίου λύσεως του
γάμου, με το επιχείρημα ότι αφού μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο
συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για το δικαστή λόγο διαζυγίου, πολύ
περισσότερο θα είναι ισχυρή και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της
ενοχικής αξιώσεως για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, εκτός
αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της
δηλώσεως βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 ΑΚ.
Τέλος, στις αποφάσεις του ΑΠ γινόταν και η αναφορά ότι η ρυθμιστική αυτή
για τα αποκτήματα συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση υπό
την οποία τελεί, δηλαδή της λύσεως του γάμου με συναινετικό διαζύγιο,
δεν επιφέρει αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου, να θεμελιώσει
ανατρεπτική ένσταση.
ii. Η υπ’ αριθμόν 514/2018 παραπεμπτική σε πλήρη Ολομέλεια απόφαση του ΑΠ
Με την υπ’ αριθμόν 514/2018 απόφαση του ΑΠ, κρίθηκε το ζήτημα της
εγκυρότητας της παραίτησης από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα a priori
της γέννησης της σχετικής αξίωσης ενόψει συναινετικού διαζυγίου. Στην
εν λόγω υπόθεση η αναιρεσείουσα άσκησε την από 21-7-2014 αγωγή
αποκτημάτων κατά το άρθρο 1400 ΑΚ και επικουρικά αδικαιολογήτου
πλουτισμού κατά του αναιρεσίβλητου, πρώην συζύγου της, εκδοθείσης προς
τούτο της υπ’ αριθμόν 2368/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών, που την απέρριψε ως αβάσιμη. Ακολούθως η
αναιρεσείουσα άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής έφεση η οποία και αυτή
απορρίφθηκε, εκδοθείσης προς τούτο της υπ’ αριθμόν 202/2017 απόφασης του
Τριμελούς Εφετείου Αθηνών κατά της οποίας η αναιρεσείουσα άσκησε αίτηση
αναίρεσης και πρόσθετους λόγους.
Ήχθη συνεπώς ενώπιον του ΑΠ μεταξύ άλλων και το ζήτημα κατά πόσο
επιτρέπεται η παραίτηση του δικαιούχου συζύγου ή η σύναψη αντιθέτων
συμφωνιών εκ των προτέρων, δηλαδή προτού γεννηθεί η εκ του άρθρου 1400
ΑΚ αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου, επί του
οποίου ζητήματος το Δικαστήριο απεφάνθη ότι κρατεί ο διπλός κανόνας α)
ότι η κατά τη διάρκεια του γάμου παραίτηση απαγορεύεται και είναι άκυρη
διότι, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174,
178, 871, 1400 και 1441 ΑΚ, η διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ έχει, για
λόγους προστασίας του δικαιούχου, το χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού
δικαίου και β) ότι η ως άνω αξίωση, που είναι ενοχική και προσωποπαγής,
γεννάται από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή
που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Ωστόσο, όπως
δέχθηκε το Δικαστήριο, έχει επικρατήσει νομολογιακά η άποψη ότι δεν
αποκλείεται το ζήτημα των αποκτημάτων να γίνει αντικείμενο ενός
γενικότερου διακανονισμού των περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις
διαπραγματεύσεις αυτών, για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ
συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, οπότε, κατ’ εξαίρεση, η συμφωνία αυτή
είναι ισχυρή, με τον όρο ότι θα πληρωθεί η αίρεση υπό την οποία τελεί,
δηλαδή της λύσεως του γάμου με συναινετικό διαζύγιο.
Πλην όμως, ο ΑΠ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανωτέρω νομολογική θέση
συγκρούεται κατ’ αρχάς -χωρίς μάλιστα δογματική θεμελίωση- με τον
κανόνα ότι η κατά τη διάρκεια του γάμου παραίτηση απαγορεύεται από την
αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ για λόγους προστασίας
του δικαιούχου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη ότι και η
συνισχύουσα διάταξη του άρθρου 454 εδ. α’ ΑΚ, με βάση την οποία η
ανωτέρω συμφωνία τυποποιείται ως αποσβεστικός λόγος και συγκεκριμένα ως
άφεση χρέους, δεν πληρούται κατά το πραγματικό της μέρος με αποτέλεσμα
μία τέτοια παραίτηση-άφεση να μην επιφέρει το επιζητούμενο αποσβεστικό
αποτέλεσμά της, καθώς, όπως παγίως γίνεται δεκτό, από τη διάταξη του
άρθρου 454 ΑΚ, κατά την οποία όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον
οφειλέτη την άφεση χρέους επέρχεται απόσβεση της ενοχής, προκύπτει ότι προϋπόθεση για να αφεθεί και να αποσβεσθεί με παραίτηση ένα χρέος είναι να έχει γεννηθεί η απαίτηση,
δηλαδή να είναι το χρέος υπαρκτό και όχι μελλοντικό. Η προϋπόθεση όμως
αυτή δεν πληρούται εν προκειμένω προτού λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο
γάμος ή προτού συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Επιπρόσθετα
με τα ανωτέρω, το Δικαστήριο έλαβε σοβαρά υπόψη ότι, για το ως άνω
ζήτημα νέα διάσταση στον ερμηνευτικό προβληματισμό δίνει η διάταξη του
άρθρου 5 παρ. 2 ν. 4356/2015, η οποία για τους συνάπτοντες σύμφωνο
συμβίωσης ρητά πλέον και άνευ εξαιρέσεων ορίζει ότι «τα μέρη δεν μπορούν
να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από τη
γέννησή τους».
Εν κατακλείδι, κατέληξε ο ΑΠ στο συμπέρασμα ότι από την αχθείσα
ενώπιόν του υπόθεση ανακύπτει ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος ως προς
τη φύση και το κύρος της συμβατικής παραιτήσεως από την αξίωση
συμμετοχής στα αποκτήματα, που γίνεται από το δικαιούχο σύζυγο στο
πλαίσιο της γενικότερης ρυθμίσεως των περιουσιακών σχέσεών του με τον
υπόχρεο σύζυγο, πριν από τη γέννηση της αξιώσεως, δηλαδή προτού λυθεί ή
ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή προτού συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση,
ενόψει κοινής συμφωνίας αυτών για τη λύση του γάμου τους με συναινετικό
διαζύγιο και υπό την προϋπόθεση ότι ο γάμος θα λυθεί πράγματι με
συναινετικό διαζύγιο, ζήτημα το οποίο ήχθη προς κρίση του ΑΠ με τον ως
άνω αναιρετικό λόγο. Για το λόγο αυτό το Δικαστήριο έκρινε ότι την
υπόθεση παραπεμπτέα κατά τα άρθρ. 563§2 εδ (β) ΚΠολΔ και 23§2 εδ (γ)
& (δ) του Οργανισμού των Δικαστηρίων (ν. 1756/1988) στην πλήρη
Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, αφού η απόφαση παραπομπής είναι ομόφωνη,
προκειμένου να κριθεί, ειδικότερα, το ως άνω διαγραφόμενο θέμα[15].
iii. Η θέση της υπ’ αριθμόν 6/2019 ΟλΑΠ
Σε συνέχεια της παραπεμπτικής σε πλήρη Ολομέλεια υπ’ αριθμόν 514/2018
απόφασης του Α2' Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τις
διατάξεις των άρθρων 563 παρ. 2 εδ. β' ΚΠολΔ και 23 παρ. 2 εδ. γ' και δ'
του Οργανισμού των Δικαστηρίων (ν. 1756/1988), επελήφθη η Ολομέλεια του
Αρείου Πάγου αναφορικά με το ζήτημα γενικότερου ενδιαφέροντος ως προς
τη φύση και το κύρος της συμβατικής παραίτησης από την αξίωση συμμετοχής
στα αποκτήματα, που γίνεται από τον δικαιούχο σύζυγο στο πλαίσιο της
γενικότερης ρύθμισης των περιουσιακών σχέσεών του με τον υπόχρεο σύζυγο,
πριν όμως από τη γέννηση της αξίωσης, δηλαδή πριν λυθεί ή ακυρωθεί
αμετακλήτως ο γάμος ή πριν συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση[16],
ενόψει κοινής συμφωνίας αυτών για τη λύση του γάμου τους με συναινετικό
διαζύγιο και υπό την προϋπόθεση ότι ο γάμος θα λυθεί πράγματι με
συναινετικό διαζύγιο.
Με την υπ’ αριθμόν 6/2019 απόφαση της Ολομέλειας του ΑΠ, το Ανώτατο Δικαστήριο εμμένει
στη θέση που κατά πάγια νομολογία του τηρεί, ήτοι ότι το ζήτημα των
αποκτημάτων μπορεί να γίνει αντικείμενο γενικότερου διακανονισμού των
περιουσιακών σχέσεων των συζύγων, στις διαπραγματεύσεις αυτών για να
καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 ΑΚ συμφωνία συναινετικού διαζυγίου,
οπότε, κατ' εξαίρεση, δέχεται ο ΑΠ ότι η συμφωνία των συζύγων για τα
αποκτήματα είναι ισχυρή υπό τον όρο ότι τελεί υπό την αναβλητική αίρεση
της λύσης του γάμου, εξ αυτού αποκλειστικά του λόγου διαζυγίου. Στη θέση
αυτή εμμένει με το επιχείρημα ότι η ρυθμιστική για τα αποκτήματα
συμφωνία, εφόσον δεν πληρωθεί η αναβλητική αίρεση, υπό την οποία τελεί,
δηλαδή της λύσης του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, δεν επιφέρει
αποτελέσματα και δεν μπορεί ως εκ τούτου, να θεμελιώσει ανατρεπτική
ένσταση υπέρ του άλλου (υποχρέου) συζύγου.
Με την ανωτέρω απόφαση ο ΑΠ δράττεται της ευκαιρίας να πάρει θέση ως
προς την ρητή απαγόρευση του πρόσφατου νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης ως
προς την εκ των προτέρων παραίτηση των συντρόφων από την αξίωση
συμμετοχής στα αποκτήματα διατεινόμενος ότι αντίθετο επιχείρημα δεν
δύναται να αντληθεί από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 του ν. 4356/2015,
η οποία για τους συνάπτοντες σύμφωνο συμβίωσης ορίζει ότι "τα μέρη δεν
μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα πριν από
τη γέννησή τους", διότι αν ο νομοθέτης ήθελε να ισχύει η απαγόρευση
αυτή και στην περίπτωση του άρθρου 1400 ΑΚ θα το όριζε σ' αυτό ρητά.
Ούτως, ο λόγος για τον οποίο η υπό εν λόγω υπόθεση παραπέμφθηκε στην
Πλήρη Ολομέλεια του ΑΠ απορρίφθηκε ως νομικά αβάσιμος κατ’ άρθρο 578
ΚΠολΔ.
Ωστόσο, το μοναδικό μειοψηφούν μέλος του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα
ο Αρεοπαγίτης Γεώργιος Αποστολάκης εξέφρασε την άποψη ότι ο
παραπεμφθείς στην Ολομέλεια λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και ως τέτοιος
έπρεπε να γίνει δεκτός καθώς υποστήριξε ότι οποιαδήποτε συμφωνία των
συζύγων με περιεχόμενο την ως άνω αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, που
γίνεται προτού γεννηθεί η αξίωση, είτε έχει το χαρακτήρα ευθείας
μονομερούς αφέσεως ή παραίτησης, είτε το χαρακτήρα συμβιβασμού με
αμοιβαίες παραιτήσεις, είναι άκυρη ως αντιτιθέμενη στις ανωτέρω
παραδοχές της πλειοψηφίας. Προσέτι, υποστήριξε ότι μια τέτοια συμφωνία
αντιτίθεται και στη συνισχύουσα διάταξη του άρθρου 454 εδ.. α' ΑΚ, με
βάση την οποία μια τέτοια παραίτηση, είτε μονομερής, είτε στα πλαίσια
συμβιβασμού, τυποποιείται ως αποσβεστικός λόγος και συγκεκριμένα ως
άφεση χρέους, διότι, όπως παγίως γίνεται δεκτό (ΑΠ 524/2001, ΑΠ
380/2005, ΑΠ 934/2014), από τη διάταξη του άρθρου 454 ΑΚ, κατά την οποία
όταν ο δανειστής συμφωνήσει με τον οφειλέτη την άφεση χρέους επέρχεται
απόσβεση της ενοχής, προκύπτει ότι προϋπόθεση για να αφεθεί και να
αποσβεσθεί με παραίτηση ένα χρέος είναι να έχει γεννηθεί η απαίτηση,
δηλαδή να είναι το χρέος υπαρκτό και όχι μελλοντικό. Πλην όμως, η
προϋπόθεση αυτή δεν πληρούται στην περίπτωση της αξιώσεως του άρθρου
1400 ΑΚ προτού γεννηθεί, ήτοι προτού λυθεί ή ακυρωθεί αμετακλήτως ο
γάμος ή προτού συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Έτσι, ο
λόγος της απαγορεύσεως της αφέσεως παραιτήσεως από ένα χρέος, που ακόμη
δεν έχει γεννηθεί, έγκειται όχι μόνον στο ότι δογματικά δεν μπορεί να
νοηθεί άφεση ή παραίτηση από χρέος που ακόμη δεν γεννήθηκε, αλλά και
στην ανάγκη προστασίας του πρόωρα παραιτούμενου, αφού η αξίωσή του και
αντίστοιχα το χρέος του άλλου δεν έχει κατά το χρόνο της παραιτήσεως
διαμορφωθεί και δεν είναι γνωστό το περιεχόμενο τους, άρα ο
παραιτούμενος δεν έχει ακόμη σαφή νομική αντίληψη αυτού από το οποίο
παραιτείται.
Τέλος, το μειοψηφούν μέλος της Ολομέλειας του ΑΠ υποστήριξε την άποψη
ότι έχει επικρατήσει μεν νομολογιακά η θέση ότι, κατ' εξαίρεση, η
συμφωνία των συζύγων για τη ρύθμιση της αξίωσης συμμετοχής στα
αποκτήματα είναι ισχυρή, ακόμη και αν γίνει προτού συμπληρωθεί τριετία
στη διάσταση των συζύγων και επομένως προτού γεννηθεί η εκ του άρθρου
1400 ΑΚ αξίωση (με την διαπλασθείσα από τη νομολογία προϋπόθεση ότι θα
πληρωθεί η αίρεση υπό την οποία τελεί, δηλαδή της λύσεως του γάμου με
συναινετικό διαζύγιο), πλην όμως υπογραμμίσθηκε ότι η νομολογιακή
δημιουργία αυτής εξαίρεσης από τον ως άνω κανόνα αφενός δεν
θεμελιώνεται, έστω με ερμηνεία, σε κάποια υφιστάμενη νομοθετική πρόβλεψη
και αφετέρου στερείται δογματικού θεμελίου.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ – ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Για τη γέννηση της αξίωσης συμμετοχής του ενός συζύγου στα
αποκτήματα, ήτοι στην περιουσιακή επαύξηση της περιουσίας του άλλου
συζύγου, που έλαβε χώρα διαρκούντος του γάμου τους, κατά το νόμο,
απαιτείται να πληρούνται σωρευτικά ορισμένες ουσιαστικές προϋποθέσεις.
Μεταξύ των βασικότερων προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος αποτελούν η
αμετάκλητη λύση ή ακύρωση του γάμου ή, εφεξής, η κατάθεση αντιγράφου της
συμβολαιογραφικής πράξεως του συναινετικού διαζυγίου στο ληξιαρχείο ή
συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων, η περιουσιακή επαύξηση του
υποχρέου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου και η συμβολή του δικαιούχου
συζύγου στην περιουσιακή επαύξηση του υποχρέου.
Συνεπώς, το επιχείρημα της νομολογίας ότι είναι επιτρεπτή η συμβατική
παραίτηση από μια αξίωση που στην ουσία της δεν έχει γεννηθεί ακόμα,
εφόσον επίκειται συναινετικό διαζύγιο, είναι λογικά μετέωρο, όπως έχει
χαρακτηριστικά διατυπωθεί η εν λόγω άποψη και από τον Παπαχρίστου[17].
Έτσι κρίνοντας η νομολογία υποπίπτει στο νομικό ατόπημα του υποβιβασμού
μιας εκ των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη γέννηση της αξίωσης σε
αίρεση, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο οποιαδήποτε αξίωση δημόσιας
τάξης να είναι δεκτική συμβατικής εκ των προτέρων παραίτησης,
καταστρατηγώντας ούτως τη νόημα και το σκοπό ύπαρξης διατάξεων
αναγκαστικού δικαίου, πολλώ δε μάλλον την προστατευτικής λειτουργίας που
αυτές δικαιοπολιτικά επιτελούν.
Περαιτέρω επιχείρημα στο ανωτέρω συμπέρασμα συνάγεται και από το
άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 4356/2015, με το ορίζεται ότι ως προς τις μη
προσωπικές σχέσεις των συμβαλλόμενων μερών του συμφώνου συμβίωσης,
μεταξύ τους θα εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για τις σχέσεις των
συζύγων από το γάμο (άρθρα 1386 - 1437), εκτός αν τα μέρη τις ρυθμίσουν
διαφορετικά κατά τη σύναψη του συμφώνου με βάση τις αρχές της ισότητας
και της αλληλεγγύης, ενώ παράλληλα, διευκρινίζεται ρητά ότι τα
συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν από την αξίωση συμμετοχής
στα αποκτήματα πριν από τη γέννησή της, όπως αυτή ορίζεται κατά τις
διατάξεις 1400 επ. ΑΚ. Προβαίνοντας σε λογική ερμηνεία της διατάξεως
αυτής προκειμένου να διαπιστωθεί το νόημα σύμφωνα με τους κανόνες της
λογικής στο σύστημα των κανόνων που διέπουν το οικογενειακό δίκαιο, αν
θεωρηθεί ότι το σύμφωνο συμβίωσης σε σχέση με το γάμο τελούν σε σχέση
ελάσσονος και μείζονος αντίστοιχα, τότε με argumentum a minori ad majus, αφού ο νόμος απαγορεύει ρητά στο έλασσον (i.e.
στο σύμφωνο συμβίωσης) την παραίτηση από την αξίωση συμμετοχής στα
αποκτήματα πριν από τη γέννησή της, σημαίνει ότι απαγορεύει το ίδιο και
στο μείζον (i.e. στο γάμο). Άλλωστε, ως argumentum a contrario
αποτελεί και η σκέψη κατά την οποία το σύμφωνο συμβίωσης, ως πιο
ευέλικτος θεσμός σε σύγκριση με το γάμο, δε νοείται να περιλαμβάνει
αυστηρότερες αναλογικά διατάξεις από αυτές που διέπουν το γάμο.
Πλην όμως, από τη διατύπωση του άρθρου 5 παρ. 2 του Ν. 4356/2015
συνάγεται ευχερώς το συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης θέλησε το σύμφωνο
συμβίωσης να αντιμετωπίζεται κατ’ ανάλογο τρόπο με το γάμο ως προς τις
έννομες συνέπειες των περιουσιακών σχέσεων μεταξύ των συντρόφων.
Συνεπώς, ακόμα βασιμότερο επιχείρημα αποτελεί το γεγονός ότι η ανάλογη
εφαρμογή διατάξεων κατά παραπομπή του νόμου (μη γνήσια αναλογία), αφήνει
το περιθώριο να εννοηθεί ότι προκειμένου να μην επαναλαμβάνεται ο
νομοθέτης άσκοπα, αντιμετωπίζει ομοειδείς περιπτώσεις με τον ίδιο τρόπο
προβαίνοντας ούτως σε παραπομπή της ρυθμιστέας περίπτωσης στο ήδη
υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο ήδη ρυθμισμένης παρόμοιας περίπτωσης. Ως εκ
τούτου, ως προς τις περιουσιακές σχέσεις των συμβαλλόμενων μερών του
συμφώνου συμβίωσης, δηλαδή μεταξύ άλλων και ως προς την αξίωση
συμμετοχής στα αποκτήματα, εφαρμόζονται κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη τα
ισχύοντα αναλογικά για το γάμο.
Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, με την υπ’ αριθμόν 6/2019 απόφαση της
Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, αφήνεται περιθώριο να ισχυριστεί κανείς ότι
το υπό κρίση ζήτημα θα χρήζει αντιμετώπισης δύο ταχυτήτων, ήτοι,
αφενός, η εκ των προτέρων της γέννησης παραίτηση από την αξίωση
συμμετοχής στα αποκτήματα των συζύγων ενόψει συναινετικού διαζυγίου θα
κρίνεται από τα Δικαστήρια ως έγκυρη, αφού ο νόμος ρητά δεν το
απαγορεύει και παγίως ούτως έκρινε το Ακυρωτικό Δικαστήριο, και
αφετέρου, η εκ των προτέρων της γέννησης παραίτηση από την αξίωση
συμμετοχής στα αποκτήματα των συντρόφων από σύμφωνο συμβίωσης θα
κρίνεται άκυρη ως αντικείμενη σε διάταξη νόμου, αντιμετωπίζοντας η
Δικαιοσύνη ούτως ομοειδείς περιπτώσεις με εκ διαμέτρου αντίθετο τρόπο.
Ωστόσο, αυτή η αντιμετώπιση δεν είναι νομικά, τελολογικά και
δικαιοπολιτικά συνεπής ως προς τα μέρη. Ως εκ τούτου, για τη τήρηση της
αρχής της ασφάλειας του δικαίου θα πρέπει να γίνει δεκτό και να
υιοθετηθεί η άποψη ότι η παραίτηση από την αξίωση συμμετοχής στα
αποκτήματα εκ των προτέρων της γέννησής της, ήτοι εκ των προτέρων της
πλήρωσης σωρευτικά όλων των ουσιαστικών προϋποθέσεων που τάσσει ο νόμος
με την υπ’ αριθμόν 1400 ΑΚ διάταξη αναγκαστικού δικαίου, είναι άκυρη σε
κάθε περίπτωση, είτε προβλέπει ο νόμος ούτως είτε όχι, αφού ipso facto
η διάταξη αυτή εισάγει κανόνα αναγκαστικού δικαίου, συνεπώς η αρχή της
ιδιωτικής αυτονομίας παραμερίζεται μπροστά στο σκοπό που προασπίζουν
άπασες οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου στο δικαιικό μας σύστημα.
ΤΟΥ Σωτήριου Σεβαστιανού Κικιδόπουλου
Δικηγόρου Πειραιώς
ΜΔΕ Αστικού Δικαίου - Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Master 2 (M2) en Droits Fondamentaux - Université de Nantes
Δικηγόρου Πειραιώς
ΜΔΕ Αστικού Δικαίου - Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Master 2 (M2) en Droits Fondamentaux - Université de Nantes
[1] Βλ. Γεωργιάδη Απόστολο, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα , 2012, αρ. 18, σελ. 52
[2] Βλ. Παπαστερίου Δημήτριο, Γενικές αρχές αστικού δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2009, σελ. 269-270
[3] Βλ. Μεταλληνός Αλέξανδρος σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, Τόμος Ι, Αθήνα, 2010, άρθρο 3, αρ. 1-3
[4] Βλ. Παπαχρίστου Θανάση, Η παραίτηση από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, ΧρΙΔ, Αθήνα, 2001, σελ. 577
[5] Βλ. Γεωργιάδη Απόστολο, op. cit., αρ. 18, σελ. 52
[6] Βλ. Ζερβογιάννη Ελένη σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ, Τόμος Ι, Αθήνα, 2010, άρθρο 361, αρ. 7
[7] Βλ. Γεωργιάδη Απόστολο, Οικογενειακό Δίκαιο, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2014, αρ. 18, σελ. 215
[8] Βλ. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη Έφη, Οικογενειακό Δίκαιο, Τόμος Ι, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2018, σελ. 242-243
[9] Βλ. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη Έφη, op.cit., σελ. 243
[10] Βλ. ΑΠ 1257/2017 Νομοπαίδεια - Τετράβιβλος
[11] Βλ. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη Έφη, op.cit.
[12] Βλ. Παπαχρίστου Θανάση, op. cit., σελ. 577
[13] Βλ. Παπαχρίστου Θανάση, op. cit.
[14] ΑΠ 336/2010 ΝοΒ, ΠΠρωτΑθ 4036/2013 ΝΟΜΟΣ,
[15] ΑΠ 514/2018 ΧρΙΔ, Τόμος 2019, Αθήνα, 2019, σελ. 193
[16] Και πλέον πριν την καταχώρηση της συμφωνίας των συζύγων στο αρμόδιο Ληξιαρχείο.
[17] Βλ. Παπαχρίστου Θανάση, Η παραίτηση από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, ΧρΙΔ, Αθήνα, 2001, σελ. 577
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου