677/2014 ΑΠ ( 622412) - Καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Πότε θεωρείται άκυρη ως καταχρηστική. Περίπτωση αναδιάρθρωσης επιχειρήσεως...
και προτάσεως εναλλακτικών λύσεων στο προσωπικό της, μεταξύ των οποίων και η λύση της απολύσεώς τους με υψηλότερη της νομίμου αποζημίωση απολύσεως. Στους ενάγοντες, οι οποίοι είχαν εντωμεταξύ ασκήσει αγωγή κατ΄ αυτής για καταβολή σ΄ αυτούς οφειλομένων αποδοχών τους πρότεινε επίσης η εργοδότρια να τους καταβάλλει ποσά που υπερβαίνουν την νόμιμη αποζημίωσή τους, πλην όμως, υπό την προϋπόθεση ότι θα παραιτηθούν από τα επιδικασθέντα ποσά της ανωτέρω αγωγής τους, άλλως θα τους κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεώς τους. Κρίση ότι η, μετά την απόρριψη της προτάσεώς αυτής εκ των εναγόντων, καταβολή σ΄ αυτούς της νομίμου αποζημιώσεως απολύσεώς τους, δεν είναι καταχρηστική, εφόσον δεν παρεβιάσθη η αρχή της ίσης μεταχείρισης, ούτε προέκυψε ότι η απόλυση επήλθε από λόγους εκδίκησης, λόγω της ασκήσεως της αγωγής τους. (Απορρίπτει αναίρεση ακτά της υπ΄ αριθμ. 4942/2011 απόφασης ΕφΑθηνών).Αριθμός 677/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Μ. του Ε., κατοίκου ..., 2) Σ. Μ. του Ε., κατοίκου .... οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παύλο Τσαμάκο και κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "......... ...", που εδρεύει στην ….και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Πολυξένη Μπαλτά και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27/4/2007 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2601/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 4942/2011 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 15/10/2012 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μουστάκας ανέγνωσε την από 1/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 15-10- 2012 αίτησης των Μ. Κ. και Σ., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 4942/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η πληρεξούσια της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, που απορρέει από το άρθρο 288 ΑΚ και στηρίζεται στα άρθρα 22 παρ. 1 του Συντάγματος και 119 της Συνθήκης της ΕΟΚ, επιβάλλει στον εργοδότη, όταν προβαίνει σε οικειοθελή παροχή σε ορισμένους εργαζόμενους, να μη εξαιρεί άλλους μισθωτούς του, που ανήκουν στην ίδια κατηγορία, έχουν τα ίδια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και παρέχουν κάτω από τις ίδιες εργασιακές συνθήκες τις ίδιες υπηρεσίες, εκτός αν η εξαίρεση είναι, κατά την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, δίκαιη και εύλογη. Βασική προϋπόθεση για την εφαρμογή της ανωτέρω αρχής είναι η παροχή του εργοδότη να είναι εκούσια ή οικειοθελής, δηλαδή να χορηγείται από δική του πρωτοβουλία και χωρίς να υπάρχει σχετική υποχρέωση. Αν ο εργοδότης έχει υποχρέωση από διάταξη νόμου ή από όρο ΣΣΕ ή ΔΑ να χορηγήσει κάποια παροχή σε ορισμένους μισθωτούς, δεν πρόκειται για οικειοθελή παροχή και η εξαίρεση από αυτή άλλων μισθωτών που τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες δεν παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Επίσης, δεν παραβιάζεται η ίδια αρχή όταν οι εξαιρούμενοι από την παροχή εργαζόμενοι ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία και δεν έχουν τα ίδια τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, έστω και αν παρέχουν εργασία ανάλογης ή ίσης αξίας, που τείνει στην εξυπηρέτηση των ίδιων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του εργοδότη ή όταν συντρέχουν άλλοι λόγοι, οι οποίοι αναιρούν την υποχρέωση του εργοδότη να τηρήσει την αρχή αυτή (Α.Π. 107/2006). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 669, 672 και 673 ΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει και όταν από τον κανονισμό καταστάσεως προσωπικού ή τον οργανισμό λειτουργίας των υπηρεσιών του εργοδότη, προβλέπεται η αυτοδίκαιη αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία του, λόγω της συμπληρώσεως του καθοριζομένου αυτόν ορίου ηλικίας (ΑΠ 1665/2002). Καταγγελία της συμβάσεως αυτής προ της λήξεως της γίνεται κατά το άρθρο 672 ΑΚ μόνο για σπουδαίο λόγο.
Εξάλλου, η από το άρθρο 669 παρ. 2 ΑΚ προβλεπόμενη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του μισθωτού. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού δεν είναι απεριόριστη και ανεξέλεγκτη, αλλά υπόκειται στον περιορισμό που τίθεται από το άρθρο 281 ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπερβάσεως των ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, η οποία υπέρβαση καθιστά άκυρη και συνεπώς ανενεργό κατά τα άρθρα 174, 180 ΑΚ την γενόμενη καταγγελία (ΑΠ 326/2001, ΑΠ 1318/2000). Θεωρείται δε ότι υφίσταται κατάχρηση δικαιώματος επί απολύσεως υπαλλήλου, όταν αποδειχθεί ότι αυτή έγινε για λόγους άσχετους με την εκτέλεση της σύμβασης εργασίας και από τους οποίους δυσαρεστήθηκε ο εργοδότης. Οταν δηλαδή γενικά η γενόμενη απόλυση δεν δικαιολογείται από το καλώς εννοούμενο επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη ή από άλλες αντισυμβατικές ενέργειες του εργαζόμενου, από τις οποίες τυχόν επηρεάζεται ο κανονικός ρυθμός της εργασίας (ΑΠ 1102/2001 ΑΠ 1318/2000, ΑΠ 380/2000, ΑΠ 1 107/2000). Αντίθετα, δεν θεωρείται καταχρηστική η απόλυση όταν γίνεται για οικονομοτεχνικούς λόγους, δηλαδή λόγους που εξυπηρετούν ανάγκες περιορισμού του προσωπικού, καθώς επίσης και ανάγκες οργανωτικών ή διαρθρωτικών αλλαγών της επιχείρησης, στα πλαίσια του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη ή για λόγους πλημμελούς ασκήσεως των καθηκόντων του μισθωτού, καθώς και λόγω μη εκπληρώσεως των συμβατικών του υποχρεώσεων (ΑΠ 1601/2011, ΑΠ 326/2001, ΑΠ 1318/2000, ΑΠ 688/1999.).
Στην προκειμένη περίπτωση, το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι ενάγοντες προσελήφθησαν από την ολλανδική εταιρία με την επωνυμία "............................. ............. ..........", ως εισπράκτορες ασφαλίστρων, ο πρώτος στις 1-5-1989 με σύμβαση μίσθωσης έργου και ο δεύτερος στις 1-6-1993 με σύμβαση μίσθωσης ανεξάρτητων υπηρεσιών. Από 1-7-1995, οι συμβάσεις τους μετετράπησαν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Με τις συμβάσεις αυτές συμφωνήθηκε οι μηνιαίες αποδοχές των εναγόντων να απαρτίζονται από τις οριζόμενες στην εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΕ των ασφαλιστικών υπαλλήλων, επί πλέον δε να λαμβάνουν αυτοί, ως επιμίσθιο, 420 δραχμές μηνιαίως για κάθε πραγματοποιούμενη είσπραξη πέραν των 300 πρώτων εισπράξεων εντός εκάστου ημερολογιακού μηνός, καθώς και το ήμισυ του συνολικού μηνιαίου μισθού, άπαξ του έτους, επίσης ως επιμίσθιο. Το έτος 1997, υπεισήλθε στη θέση της άνω ολλανδικής εταιρίας, ως καθολική διάδοχος αυτής, η εναγομένη. Στις 15-4-2005, η εναγομένη, έχοντας την πρόθεση να καταργήσει το τμήμα των εισπρακτόρων, όπου απασχολούντο είκοσι άτομα, απέστειλε σε καθένα από αυτούς έγγραφη επιστολή (είχε προηγηθεί προφορική τους ενημέρωση στις αρχές του έτους), με την οποία, αφού τους ενημέρωνε για την πρόθεση της αυτή, λόγω εφαρμογής συγχρόνων συστημάτων πληρωμής των ασφαλίστρων μέσω ταχυπληρωμής, απ` ευθείας κατάθεσης σε τραπεζικό λογαριασμό κ.λ.π.. .. , εν συνεχεία τους πρότεινε τρεις εναλλακτικές δυνατότητες διαμόρφωσης της εργασιακής σχέσης, και ειδικότερα: α) για τους επιθυμούντες να παραμείνουν εισπράκτορες, για όσο χρόνο συνέχιζε η λειτουργία του τμήματος, λύση της υπάρχουσας σύμβασης με καταβολή αυξημένης αποζημίωσης, διπλάσιας της νόμιμης, και εν συνεχεία κατάρτιση νέας σύμβασης, με μισθό ίσο με το βασικό μισθό της οικείας ΣΣΕ συν εισπρακτικό επίδομα σταθερού ποσού και δικαίωμα της εταιρίας να τους τοποθετήσει σε άλλο τμήμα με άλλο αντικείμενο, όταν καταργείτο οριστικά το υπάρχον σύστημα εισπρακτόρων, β) για τους επιθυμούντες να τοποθετηθούν σε κάποιο άλλο τμήμα, λύση της υπάρχουσας σύμβασης με καταβολή αυξημένης αποζημίωσης, διπλάσιας της νόμιμης και κατάρτιση νέας σύμβασης με μισθό τουλάχιστον ίσο με το βασικό μισθό της οικείας ΣΣΕ, γ) για τους επιθυμούντες να αποχωρήσουν οριστικά από την εταιρία, λήψη αποζημίωσης, τριπλάσιας της νόμιμης. Μαζί με την επιστολή, η εναγομένη απέστειλε σε καθένα από τους εισπράκτορες και πίνακα "προσχέδιο υπολογισμού αποζημιώσεως υπαλλήλου λόγω διακοπής της συμβάσεως". Σε απάντηση της άνω επιστολής, οι 20 εισπράκτορες του τμήματος απέστειλαν στη διοίκηση της εναγομένης την από 3-5-2005 κοινή επιστολή τους, με την οποία ζήτησαν να αναγνωρισθεί ο χρόνος της πραγματικής υπηρεσίας καθενός (για το χρονικό διάστημα πριν την 1-7-1995, οπότε οι συμβάσεις τους μετετράπησαν σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου), καθώς, επίσης, να συμπεριληφθούν στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της εταιρίας, στο οποίο συμμετείχαν και συνάδελφοι τους των άλλων τμημάτων της. Στις 25-5- 2005, η εναγομένη απέστειλε ονομαστική επιστολή σε καθένα από τους 20 εισπράκτορες, γνωστοποιώντας τους την άρνηση της να ικανοποιήσει τα άνω αιτήματα τους, ενώ στις αρχικές προτάσεις της περιέλαβε και μία τέταρτη, τη δυνατότητα δηλαδή συνέχισης της εργασίας, για όποιον το επιθυμούσε, σε νέα διαφορετική θέση, χωρίς προηγούμενη καταγγελία της υπάρχουσας εργασιακής σύμβασης, και όρισε τελική ημερομηνία για την αποδοχή των εναλλακτικών προτάσεων την 30-6-2005 και με μεταγενέστερη επιστολή της την 15-7- 2005. Μετά ταύτα, πέντε εργαζόμενοι του τμήματος εισπράξεων ασφαλίστρων, ήτοι οι ενάγοντες, καθώς και οι Ν. Μ., Δ. Ρ. και Α. Φ., άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 30-6-2005 αγωγή τους, με την οποία ζητούσαν διαφορές αποδοχών για το χρονικό διάστημα από 2000 έως 2005, προερχόμενες από το μη συνυπολογισμό στις μηνιαίες αποδοχές της προϋπηρεσίας τους (του χρονικού διαστήματος πριν την 1-7-1995), καθώς και του επιδόματος 5% διαχειριστικού λάθους.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η απόφαση 1411/2006 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στους νυν ενάγοντες, Κ. Μ. 14.308,87 ευρώ και Σ. Μ. 5.496,70 ευρώ. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη, επικυρωθείσα με την απόφαση 2158/5-4-2007 του Εφετείου Αθηνών, ενώ επί ασκηθείσης αναιρέσεως, από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, εκδόθηκε η απόφαση 349/2009 του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε η προαναφερθείσα απόφαση του Εφετείου Αθηνών και παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές. Κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2005 έως 15-12-2005, η εναγομένη προέβη σε καταγγελία των εργασιακών συμβάσεων 12 εργαζομένων εισπρακτόρων, βάσει της επιλογής από έκαστο μιας εκ των τριών προαναφερθεισών προτάσεων. Με την από 14-11-2006 εξώδικη δήλωση της, που επιδόθηκε αυθημερόν στους ενάγοντες, καθώς και στους Ν. Μ., Δ. Ρ. και Α. Φ., η εναγομένη τους προέτρεψε να αποχωρήσουν από την εταιρία, λαμβάνοντας τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης προσαυξημένη κατά το 1/2 αυτής και ως επιμίσθιο το μέσο όρο των ποσών που εισέπραξαν (για κάθε είσπραξη πέραν των πρώτων 300 κάθε μήνα), τους δύο μήνες πριν την καταγγελία και υπολογίζοντας ως χρόνο υπηρεσίας και το χρονικό διάστημα που απασχολούντο με σύμβαση έργου. Σε απάντηση του άνω εγγράφου, οι ενάγοντες και οι άλλοι τρεις εργαζόμενοι της επέδωσαν την από 15-11-2006 εξώδικη απάντηση τους, με την οποία ζήτησαν να ισχύσουν και για τους ίδιους οι προαναφερθείσες τρεις εναλλακτικές προτάσεις. Σε μία τελευταία προσπάθεια επίλυσης της διαφοράς, η εναγομένη επέδωσε στους ενάγοντες την από 14-12-2006 εξώδικη δήλωση της, με την οποία τους γνωστοποίησε ότι προτίθεται να καταβάλει στον πρώτο εξ αυτών (Κ. Μ.) το ποσό των 62.000 ευρώ μικτά και στον δεύτερο (Σ. Μ.) 37.000 ευρώ, ποσά που υπερβαίνουν το διπλάσιο της νόμιμης αποζημίωσης, με την προϋπόθεση να παραιτηθούν από τα επιδικασθέντα ποσά με την υπ` αριθ. 1411/2006 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και τους κάλεσε, όπως, εντός τριών ημερών από την κοινοποίηση (που έλαβε χώρα στις 15-12-2006), δηλώσουν αν αποδέχονται την καταγγελία των εργασιακών τους συμβάσεων με ταυτόχρονη καταβολή των πιο πάνω ποσών, άλλως τους ανακοίνωσε, ότι σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία θα προβεί σε καταγγελία των εργασιακών τους συμβάσεων καταβάλλοντος τους μόνο τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Η προθεσμία παρήλθε άπρακτη και κατόπιν αυτού η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως στις 31-1-2007, τις εργασιακές συμβάσεις των εναγόντων, καταβάλλοντος τους τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, ήτοι το ποσό των 28.41 1,40 ευρώ στον πρώτο εξ αυτών και 16.823 ευρώ στον δεύτερο εξ αυτών, λαμβάνοντας υπ` όψιν, για τον καθορισμό των ετών εργασίας, και το χρονικό διάστημα από 1-5-1989 μέχρι 30-6-1995 για τον πρώτο, που απασχολείτο με σύμβαση έργου και το χρονικό διάστημα από 1-6-1993 μέχρι 30-6-1995 για τον δεύτερο, που επίσης απασχολείτο με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ενώ ως προς τις κυμαινόμενες αποδοχές ελήφθη υπ` όψιν ο μέσος όρος των μηνών Ιανουαρίου και Απριλίου 2006, κατά τους οποίους είχαν σημειωθεί τα υψηλότερα ποσά των κυμαινόμενων αποδοχών εντός του έτους 2006. Με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει, ότι κατά την καταγγελία των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων, από την εναγομένη, δεν παρεβιάσθη η αρχή της ίσης μεταχείρισης από την τελευταία, αλλά ούτε και συνέτρεχε εν προκειμένω η αρχή αυτή, εφ` όσον οι ενάγοντες ουδέποτε αποδέχθηκαν κάποια από τις εναλλακτικές προτάσεις της εναγομένης, μέσα στη δοθείσα προθεσμία από αυτή ή εντός ευλόγου χρόνου από τη λήξη της, μεταξύ των οποίων και της καταγγελίας με καταβολή τριπλάσιας της νόμιμης αποζημίωσης. Εξ άλλου, από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη προέβη στην καταγγελία των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων από λόγους εκδίκησης, επειδή είχαν προσφύγει στο Δικαστήριο για την καταβολή σ` αυτούς διαφορών αποδοχών. Αντιθέτως, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, έχοντας σκοπό να καταργήσει το τμήμα εισπρακτόρων, ενημέρωσε έγκαιρα τους εργαζομένους, στις αρχές του 2005, για την πρόθεση της αυτή, ενώ, ενδιαφερόμενη για την εργασιακή αποκατάσταση αυτών, τους πρότεινε εναλλακτικές λύσεις, με ευνοϊκούς όρους, τις οποίες οι ενάγοντες αρνήθηκαν να αποδεχθούν, αντίθετα με αυτό που έπραξαν οι πλείστοι των συναδέλφων τους, ενώ και μετά τη λήξη της προθεσμίας, για την αποδοχή τους, η εναγομένη έκανε νέα πρόταση στους ενάγοντες, επίσης με ευνοϊκούς όρους εν σχέσει προς το ύψος της αποζημίωσης που θα ελάμβαναν και πάλι αυτοί όμως αρνήθηκαν την πρόταση.
Συνεπώς, οι καταγγελίες των εργασιακών συμβάσεων των εναγόντων δεν έλαβαν χώρα κατά κατάχρηση δικαιώματος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επομένως, που με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι οι καταγγελίες, για τους άνω λόγους, είναι άκυρες, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις προσκομισθείσες ενώπιον του αποδείξεις, όπως βάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα-εναγομένη με τον πρώτο και τον δεύτερο από τους λόγους της έφεσης της (παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων) και, συνεπώς, οι αγωγικές αξιώσεις των εναγόντων είναι αβάσιμες και απορριπτέες". Με βάση τις παραδοχές αυτές, το εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, με την οποία, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε, στη συνέχεια, την ένδικη αγωγή, με την οποία οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσείοντες ζητούσαν την ακύρωση της ένδικης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας τους, για μη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης, η οποία, κατ` αυτούς και με βάση την αρχή της ισότητας, έπρεπε να ανέλθει στο τριπλάσιο της νόμιμης, άλλως την ακύρωση της καταγγελίας, ως καταχρηστικής, δεν παρεβίασε τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1 του Συντάγματος, 288 Α.Κ., 119 της ΣυνθΕΟΚ καθώς και αυτές των άρθρων 281 και 669 Α.Κ., καθόσον: α) (και σε σχέση με την επικαλούμενη από τους αναιρεσείοντες, παραβίαση της αρχής της ισότητας) σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσίβλητη προσφέρθηκε να καταβάλει οικειοθελώς την από το νόμο προβλεπόμενη αποζημίωση απολύσεως, στο τριπλάσιο ή στο διπλάσιο, κατά τις άνω διακρίσεις, υπό την προϋπόθεση ότι οι αναιρεσείοντες-ενάγοντες θα αποδέχονταν μία από τις ως άνω προτάσεις της, πράγμα το οποίο, όμως αυτοί (σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους τους) δεν αποδέχθηκαν, μέσα στην εύλογη προθεσμία, που τους είχε ταχθεί και, συνεπώς, δεν υπήρχε υποχρέωση αυτής (εναγομένης-αναιρεσίβλητης), με βάση την αρχή της ισότητας, να τους καταβάλει την αποζημίωση, αυξημένη, εφόσον γι` αυτούς δεν συνέτρεχαν οι ίδιες με τους άλλους συναδέλφους τους προϋποθέσεις, με βάση τις οποίες καταβλήθηκε σ` αυτούς η από την αναιρεσίβλητη υποσχεθείσα αυξημένη αποζημίωση και β) οι επίδικες καταγγελίες δεν έγιναν καταχρηστικά και κατά παράβαση του άρθρου 281 Α.Κ., αλλά μέσα στα νόμιμα πλαίσια και για λόγους οικονομοτεχνικούς, ενόψει της καταργήσεως του τμήματος εισπρακτόρων και όχι από λόγους εκδίκησης, ήτοι διότι, όπως ισχυρίζονται οι αναιρεσείοντες, είχαν ασκήσει την ως άνω αγωγή εναντίον της, αφού ήδη πριν την άσκηση της αγωγής αυτής, είχε γνωστοποιήσει η αναιρεσίβλητη προς τους αναιρεσείοντες την πρόθεση της, να καταργήσει το εν λόγω τμήμα της, προτείνοντας σ` αυτούς τις ως άνω εναλλακτικές λύσεις, σχετικά με την παραμονή τους ή μη στην εταιρεία. Επομένως, το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις ως άνω διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 1 του Συντάγματος, 288 Α.Κ., 119 ΣυνθΕΟΚ, 281,679 Α.Κ. και, επομένως, η ένδικη αίτηση, με την οποία και με το σύνολο των λόγων της αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη κατ` ουσίαν και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, κατά το διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 15-10-2012 αίτηση των Μ. Κ. και Σ., για αναίρεση της υπ` αριθμ. 4942/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, εκ χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Μαρτίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου