522/2014 ΑΠ ( 625165)-(Α΄ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Ομόρρυθμη εταιρεία (ΟΕ). Αναγκαστικού δικαίου η ρύθμιση περί της ευθύνης άπαντων των εταίρων με την ατομική..
τους περιουσία, απεριορίστως και εις ολόκληρον, για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου της ΟΕ έναντι των δανειστών της εταιρείας. Για τις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ των εταίρων και της εταιρείας οι εταίροι είναι κατ` αρχήν ελεύθεροι να ορίσουν με το καταστατικό το ποσοστό κατά το οποίο θα συμμετέχει καθένας τους στις ζημίες και στα κέρδη της εταιρείας. Δυνατή με κοινή συμφωνία των εταίρων η, διά μεταβιβάσεως της εταιρικής μερίδας, είσοδος νέου εταίρου στην εταιρεία, η οποία, αποτελεί τροποποίηση της αρχικής εταιρικής συμβάσεως, για την οποία απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 ΕμπΝ. Η ακυρότητα από τη παράλειψη της τηρήσεως των διατυπώσεων δημοσιότητας, δρα μόνο για το μέλλον (ex nunc). Ορθή η απόρριψη ως αβάσιμης της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής για απαίτηση απορρέουσα από το κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού της πιστούχου εταιρείας, της οποίας η ανακόπτουσα υπήρξε ομόρρυθμο μέλος. Το δικαστήριο απορρίπτει την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 5340/2012 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.Αριθμός 522/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Γεράσιμο Φουρλάνο, Εμμανουήλ Κλαδογένη και Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας-καθής η πρόσθετη παρέμβαση: Μ. θυγ. Γ. Ε., κατοίκου ....... η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους της Σπυρίδωνα Βλασσόπουλο και Γεώργιο Σπανό.
Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας μ ε την επωνυμία "....................... (...................) πρώην "..........................." (........... ....... .....), που εδρεύει στην …, και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Της Προσθέτως παρεμβαίνουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ................", η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και ήδη αναιρεσίβλητης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Σπυρόπουλο, ο οποίος δήλωσε ότι μεταβιβάστηκαν στοιχεία ενεργητικού και παθητικού των υποκαταστημάτων της αναιρεσίβλητης εταιρείας στην Ελλάδα. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24-2-2006 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 104/2010 του ίδιου Δικαστηρίου και 5340/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 25-2-2013 αίτησή της και με τους από 26-8-2013 και 2-9-2013 πρόσθετους λόγους. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα με την από 29-7-2013 αίτηση ζήτησε όσα αναφέρονται σ`αυτή. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωσήφ Τσαλαγανίδης ανέγνωσε την από 2-10-2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης και των προσθέτων λόγων.
Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις .../29-4-2013, .../28-8-2013 αφενός και .../10-9-2013 αφετέρου, εκθέσεις των δικαστικών επιμελητών Αθηνών …. και …, αντιστοίχως, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η αναιρεσείουσα, προκύπτει ότι επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσίβλητη ακριβές αντίγραφο της κρινομένης αιτήσεως και των προσθέτων λόγων με ορισμό δικασίμου και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Αφού λοιπόν η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της από το πινάκιο, πρέπει να δικασθεί ερήμην, η συζήτηση όμως θα χωρήσει ως να ήταν και αυτή παρούσα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 2 εδ. γ` ΚΠολΔ. Κατά το άρθρο 225 ΚΠολΔ: "Η επέλευση της εκκρεμοδικίας δεν στερεί τους διαδίκους από την εξουσία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα ή να συστήσουν εμπράγματο δικαίωμα (παρ. 1). Η μεταβίβαση του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος δεν επιφέρει καμία μεταβολή στη δίκη. Ο ειδικός διάδοχος έχει δικαίωμα να ασκήσει παρέμβαση (παρ. 2). "Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επιδίκου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των διαδίκων εωσότου νομίμως περατωθεί. Μέχρι τότε μόνος νομιμοποιούμενος να διεξαγάγει τη δίκη είναι ο διάδικος που μεταβίβασε, μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα (ΑΠ 1591/2003) ή σε περίπτωση θανάτου αυτού, ο νομιμοποιούμενος, σύμφωνα με το άρθρο 290 ΚΠολΔ, να συνεχίσει στο όνομά του τη δίκη, κληρονόμος αυτού (ΑΠ 644/2000). Ο ειδικός διάδοχός του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν υπεισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του, διαδίκου, ούτε μετά το θάνατο του τελευταίου, αλλά έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει παρέμβαση, ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ολομ. ΑΠ 1/1996, ΑΠ 1136/2013). Στην προκειμένη περίπτωση η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία "Τράπεζα ..........." επικαλείται ότι μετά τη γένεση της εκκρεμοδικίας κατέστη ειδική διάδοχος της αναιρεσίβλητης, και ειδικότερα με την από 26-3-2013 σύμβαση μεταξύ τους, που έτυχε της εγκρίσεως της Τράπεζας της Ελλάδος, μεταβιβάσθηκαν σ` αυτήν στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των εργασιών του Υποκαταστήματός της στην Ελλάδα, διά εκχωρήσεως των δικαιωμάτων της και αναδοχής των υποχρεώσεών της, μεταξύ δε των στοιχείων του ενεργητικού που της μεταβιβάσθηκαν περιλαμβάνονται και οι αξιώσεις της αναιρεσίβλητης από την 342/2006 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έχει εκδοθεί και κατά της αναιρεσείουσας, το γεγονός δε αυτό της παρέχει το έννομο συμφέρον να παρέμβει στην παρούσα δίκη το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου υπέρ της αναιρεσίβλητης και να ζητήσει την απόρριψη της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων, εφόσον η ισχύς της αποφάσεως που θα εκδοθεί θα εκτείνεται στις έννομες σχέσεις της ως ειδικής διαδόχου αυτής. Με βάση τα εκτεθέντα, η παρέμβαση είναι παραδεκτή και νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 80, 81, 82, 83 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί, συνεκδικαζόμενη με την αίτηση αναιρέσεως και τους πρόσθετους λόγους (άρθρο 246 ΚΠολΔ). Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και τους πρόσθετους λόγους προσβάλλεται η 5340/2012 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 3-6-2010 έφεση και τους από 9-4-2012 πρόσθετους λόγους εφέσεως της εδώ αναιρεσείουσας κατά της 104/2010 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή είχε απορριφθεί ως αβάσιμη η από 24-2-2006 ανακοπή της ίδιας κατά της 342/2006 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της αναιρεσίβλητης και με την οποία υποχρεώθηκε η αναιρεσείουσα να της καταβάλει το ποσόν των 248.684,28 ευρώ νομιμοτόκως με βάση σύμβαση από αλληλόχρεο λογαριασμό. Η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι συνεπώς παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν. Με το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, παραβιάζεται δε ο κανόνας αυτός αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν πρέπει, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα (ΑΠ Ολομ. 7/2006, 4/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν επαρκώς από τις παραδοχές της αποφάσεως τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για την κρίση του δικαστηρίου περί της συνδρομής των προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, η οποία αποκλείει την εφαρμογή της (ΑΠ Ολομ. 1/1999). Περαιτέρω, ως "ζητήματα", των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί την απόφαση από τη νόμιμη βάση της, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως (ΑΠ 614/2009). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 18, 22, 39 και 42 ΕμπΝ και 158, 159 παρ. 1 και 2 εδ. α`, 164, 361, 416, 481, 482, 483 εδ. α`, 487 παρ. 1 και 763 ΑΚ συνάγονται τα εξής: Για τις υποχρεώσεις του νομικού προσώπου της ομόρρυθμης εταιρίας προς τρίτους ευθύνονται έναντι των δανειστών της εταιρίας όλοι οι εταίροι με την ατομική τους περιουσία απεριορίστως και εις ολόκληρον. Καθένας από τους δανειστές έχει το δικαίωμα να απαιτήσει την παροχή από οποιονδήποτε εκ των εταίρων. Η ως άνω δε ρύθμιση αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο. Για τις εσωτερικές σχέσεις μεταξύ των εταίρων και της εταιρίας οι εταίροι είναι κατ` αρχήν ελεύθεροι να ορίσουν με το καταστατικό το ποσοστό κατά το οποίο θα συμμετέχει καθένας τους στις ζημίες της εταιρίας (οφειλές από εταιρικές υποχρεώσεις προς τρίτους) καθώς και στα κέρδη που θα προκύψουν τυχόν από τη λειτουργία αυτής. Εξάλλου, η κατά τη διάρκεια της εταιρικής συμβάσεως συμφωνία μεταξύ των εταίρων, ότι ο ως ανωτέρω περί συμμετοχής τους στις εταιρικές ζημίες όρος τροποποιείται και εφεξής καθένας των εταίρων θα συμμετέχει στις εταιρικές ζημίες κατά ποσοστό διαφορετικό του προηγουμένου, αποτελεί τροποποίηση του εταιρικού καταστατικού και γι` αυτό υπόκειται στις περί τροποποιήσεως καταστατικού διατυπώσεις που προβλέπονται από το νόμο (άρθρα 39 και 42 ΕμπΝ) ή από τη μεταξύ των εταίρων τυχόν σχετική συμφωνία (ΑΠ 1205/2001). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 361, 760 και 761 ΑΚ συνάγεται, ότι επί νομίμως υφισταμένης και λειτουργούσης ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας, η οποία έχει νομική προσωπικότητα, δεν αποκλείεται με κοινή συμφωνία των εταίρων η, διά μεταβιβάσεως της εταιρικής μερίδας, είσοδος νέου εταίρου στην εταιρία, η οποία, ως ενέχουσα αλλαγή του προσώπου του εταίρου, αποτελεί, όπως διαλαμβάνει το άρθρο 46 του ΕμπΝ, τροποποίηση της αρχικής εταιρικής συμβάσεως, για την οποία απαιτείται η τήρηση των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 39, 42, 43 και 44 ΕμπΝ. Στην ομόρρυθμη εμπορική εταιρία, η οποία, ως νομικό πρόσωπο, είναι ο μοναδικός φορέας των εταιρικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η μεταβίβαση της εταιρικής ιδιότητας και μερίδας, με τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν αποτελεί παρά μεταβίβαση των από την εταιρική σύμβαση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του παλαιού εταίρου στο νέο εταίρο. Ο νέος εταίρος αποκτά, εκτός αν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, τα αυτά δικαιώματα που έχουν και οι λοιποί εταίροι, αναλαμβάνει δε και αντίστοιχες υποχρεώσεις, ιδίως υποχρέωση καταβολής εισφοράς. Πάντως, ευθύνεται αυτός μόνο για τα χρέη της εταιρείας που γεννήθηκαν μετά την είσοδό του, όχι δε και για τα μέχρι τότε υφιστάμενα (ΑΠ 1688/1998). Εξάλλου, η παράλειψη της τηρήσεως των διατυπώσεων δημοσιότητας που προβλέπουν οι παραπάνω διατάξεις συνεπάγεται ακυρότητα, η οποία δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις προς τα έξω σχέσεις σε εταιρείες που ήδη λειτούργησαν και κατάρτισαν συμβάσεις με τρίτους. Αν γινόταν δεκτή η εξ υπαρχής (ex tunc) ακυρότητα, θα έπρεπε να επιστραφούν όλες οι παροχές και αντιπαροχές από συναλλαγές με τρίτους, πράγμα που θα δημιουργούσε μεγάλες δυσκολίες, και ιδίως θα κλόνιζε την εμπιστοσύνη των συναλλασσομένων. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι όλες οι πράξεις που έγιναν μέχρι την προβολή του ελαττώματος δεν θίγονται, ότι οι εταίροι ευθύνονται για τα μέχρι τότε εταιρικά χρέη, καθώς και ότι στις προς τα έσω σχέσεις λειτουργεί ο εταιρικός δεσμός. Η προβολή δηλαδή ή η κήρυξη της ακυρότητας δρα μόνο για το μέλλον (ex nunc) (άρθρο 42 τελ. εδ. ΕμπΝ, Ν. Ρόκας "Εμπορικές Εταιρείες", Δ` έκδοση, σελ. 38). Περαιτέρω, από τα άρθρα 777 και 778 εδ. α` ΑΚ, που έχουν εφαρμογή και επί προσωπικών εταιρειών με νομική προσωπικότητα και ορίζουν το μεν πρώτο: "Η εταιρεία λογίζεται ότι εξακολουθεί και μετά τη λύση της, εφόσον το απαιτούν οι ανάγκες και ο σκοπός της εκκαθάρισης. Από τη λύση παύει η εξουσία των διαχειριστών εταίρων.", το δε δεύτερο: "Αφού λυθεί η εταιρεία, η εκκαθάριση, αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο, ενεργείται από όλους τους εταίρους μαζί ή από εκκαθαριστή που έχει διοριστεί με ομόφωνη απόφαση όλων,", προκύπτει ότι η εταιρεία μετά τη λύση της και κατά τη διάρκεια της εκκαθαρίσεως δεν περατώνεται, αλλά απλώς μεταβάλλει σκοπό. Κατά συνέπεια η εταιρεία ως συμβατική σχέση εξακολουθεί να υφίσταται και κατά τη διάρκεια του σταδίου της εκκαθαρίσεως, εάν δε έχει νομική προσωπικότητα εξακολουθεί και αυτή να υφίσταται. Βεβαίως, η έκταση της εξουσίας των εκκαθαριστών δεν θα είναι τόσο ευρεία όσο αυτή των διαχειριστών, αφού θα περιορίζεται μέσα στις ανάγκες της εκκαθαρίσεως. Και ναι μεν στα πλαίσια αυτά ο εκκαθαριστής δεν μπορεί κατ` αρχήν να συνάπτει δάνεια και να υποθηκεύει ακίνητα, με σκοπό να ενεργήσει νέες εργασίες, αλλά εάν αυτό είναι αναγκαίο για την αποπεράτωση και διεκπεραίωση εργασιών που ήσαν σε εκκρεμότητα κατά την έναρξη της εκκαθαρίσεως ή για την πληρωμή των εταιρικών χρεών ο δανεισμός είναι επιτρεπτός. Βεβαίως, με κοινή συμφωνία όλων των εταίρων μπορούν οι εκκαθαριστές να ενεργήσουν οποιαδήποτε πράξη. Τέλος, κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά το νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΑΠ 912/2008). Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα ακόλουθα: "Με την υπ` αριθμ. 288/1999 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό η καθής Τράπεζα (αναιρεσίβλητη) χορήγησε στην εταιρεία με την επωνυμία "…" ... πίστωση μέχρι το ποσό των 100.000.000 δρχ. (293.470,28 ευρώ). Την από την πιστούχο τήρηση των όρων της ως άνω συμβάσεως ... εγγυήθηκαν ... και ο Ι. Π. του Χ., ο μόνος διαχειριστής ομόρρυθμος εταίρος και εκπρόσωπος της ως άνω πιστούχου εταιρείας. Ο τελευταίος, ... κατέχων εταιρική μερίδα εκπροσωπούσα το 15% του εταιρικού κεφαλαίου, με το από 9-11- 2001 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταβίβασης εταιρικού μεριδίου ετερορρύθμου εταιρείας, το οποίο δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά με αριθμό 1472/13-11-2001 και κατατέθηκε στη Γ` Δ.Ο.Υ. Πειραιά με αριθμό 89/13-11-2001 και στο Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά την 13-11-2001, μεταβίβασε στην ανακόπτουσα (αναιρεσείουσα) μέρος της εταιρικής του ιδιότητας, ήτοι ποσοστό 1%, κατά το οποίο η ανακόπτουσα εισήλθε στην ως άνω ετερόρρυθμη εταιρεία (πιστούχο) ως ομόρρυθμος εταίρος, με όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από αυτήν την ιδιότητα, ασκούσα τη γενική διεύθυνση της εν λόγω εταιρείας. Για την ανωτέρω μεταβίβαση όμως, η οποία συνιστά τροποποίηση της εταιρικής σύμβασης, δεν συναίνεσαν όλοι οι εταίροι, ούτε έστω η πλειοψηφία του εταιρικού κεφαλαίου, σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη του υπ` αριθμ. 13 παρ. 2 όρου του καταστατικού της εταιρείας. Έτσι η εταιρεία λειτούργησε με τη συμμετοχή και της ανακόπτουσας κατά το ως άνω ποσοστό της μέχρι την 15-10-2004, οπότε κατατέθηκε στο Τμήμα Εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά, με αριθμό 5319/2004, το από 24-9- 2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο η μεν ανακόπτουσα αποχώρησε από την ως άνω εταιρεία, ο δε εταίρος Ι. Π. αναγνώρισε την ακυρότητα της εισόδου της στην εταιρεία λόγω της μη σύμπραξης και των λοιπών εταίρων στην υπογραφή του σχετικού από 9-11-2001 συμφωνητικού. Με δεδομένη την κατάσταση αυτή, η πιστούχος εταιρεία έλαβε και εισέπραξε νέες χορηγήσεις από την καθής στα πλαίσια του μετ` αυτής ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού, ακόμη και μετά την είσοδο της ανακόπτουσας. Ειδικότερα, την 2-7-2002 έλαβε το ποσόν των 13.500 (ενν. 93.500) ευρώ, την 5-7-2002 έλαβε το ποσόν των 117.000 ευρώ και την 11-2-2002 (ενν. 11-2-2003) έλαβε το ποσόν των 47.300 ευρώ ... Την 29-7-2003, λόγω σφράγισης αρκετών επιταγών πελατείας της πιστούχου εταιρείας, που είχε ενεχυριάσει στην καθής, η τελευταία κατάγγειλε και έκλεισε οριστικά τον ως άνω ανοικτό λογαριασμό, με οριστικό κατάλοιπο 255.049,61 ευρώ και στη συνέχεια προέβη στην έκδοση διαταγής πληρωμής κατά της πιστούχου εταιρείας και των ομορρύθμων μελών αυτής, μεταξύ των οποίων και κατά της ανακόπτουσας. Οι συναλλαγές όμως της πιστούχου εταιρείας με την καθής ενόσω χρονικό διάστημα συμμετείχε σ` αυτήν και η ανακόπτουσα μέχρι την αποχώρησή της την 15-10-2004, λόγω της προαναφερόμενης ελαττωματικότητας της εισόδου της στην εταιρεία, δεν θίγονται και ευθύνεται αυτή ως ομόρρυθμος εταίρος για τα μέχρι τότε εταιρικά χρέη. Ως εκ τούτου ευθύνεται και για το κατάλοιπο του εν λόγω αλληλόχρεου λογαριασμού, δίχως να εξετάζεται αν αυτά δημιουργήθηκαν πριν ή μετά την είσοδό της στην εταιρεία, εφόσον κατά τη δημοσίευση της εισόδου της δεν προκύπτει αντίθετη συμφωνία περί μη ευθύνης της για τα προγενέστερα της εισόδου της χρέη. Η δε προβολή της ακυρότητας της συμμετοχής της στην πιστούχο εταιρεία έναντι της καθής δρα μόνο για το μέλλον, ήτοι για τον μετά την αποχώρησή της χρόνο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 3-12-2001, ήτοι μετά την είσοδο της ανακόπτουσας στην πιστούχο εταιρεία, δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά η λύση της εταιρείας και η θέση αυτής σε εκκαθάριση ... Η εταιρεία όμως εξακολούθησε να λειτουργεί μέχρι πέρατος της εκκαθάρισης αυτής, ενώ η καθής ως καλόπιστη τρίτη κατάγγειλε τη σύμβαση ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού και στράφηκε και κατά της ανακόπτουσας ως ομόρρυθμης εταίρου, αιτούμενη την έκδοση διαταγής πληρωμής, με βάση τις δημοσιευμένες μεταβολές των βιβλίων εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά, εφόσον προηγουμένως δεν είχε ενημερωθεί από την πιστούχο εταιρεία για την ως άνω είσοδο της ανακόπτουσας και τη λύση της εταιρείας. Αποτέλεσμα εκ της μη ενημέρωσης της καθής από την πιστούχο εταιρεία για τις προαναφερόμενες μεταβολές ήταν ο ανοικτός αλληλόχρεος λογαριασμός να κινείται ομαλά μέχρι της καταγγελίας του την 29-7-2003 από την καθής, που απευθύνθηκε προς την πιστούχο και τους εγγυητές αυτής ... Έτσι η καθής ήταν καλόπιστη λόγω της δημιουργηθείσας από τις ανωτέρω πράξεις της ανακόπτουσας πεποίθησης ότι αυτή συμμετείχε στην πιστούχο εταιρεία ως ομόρρυθμο μέλος, η όποια δε ελαττωματικότητα της τροποποίησης του καταστατικού της πιστούχου εταιρείας δεν μπορεί να αντιταχθεί κατά της καθής, ...". Κατόπιν τούτου και με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο δέχθηκε ότι πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η ανακοπή της εκκαλούσας - ανακόπτουσας κατά της διαταγής πληρωμής που είχε εκδοθεί σε βάρος της με αίτηση της εφεσίβλητης - καθής η ανακοπή για το κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού της πιστούχου εταιρείας, της οποίας αυτή υπήρξε ομόρρυθμο μέλος, και επικυρώνοντας την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, -που έκρινε αναιρετικώς ανέλεγκτα ως αποδεδειγμένα-, στους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 18, 22, 39 και 42 ΕμπΝ και 760, 761, 777 και 778 ΑΚ, που εφάρμοσε, τους οποίους και δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή, διέλαβε δε σχετικώς στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των νομικών αυτών κανόνων και τον νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ήδη με τους λόγους της αιτήσεως και τους πρόσθετους λόγους η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του υπέπεσε στις από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ ακόλουθες πλημμέλειες, και ειδικότερα: Με τον πρώτο λόγο και τον πρώτο πρόσθετο λόγο του από 2-9-2013 δικογράφου επικαλείται αφενός μεν ότι η μεταξύ αυτής και του ομόρρυθμου εταίρου της πιστούχου εταιρείας συμφωνία αντικείμενο είχε τη συμμετοχή αυτής στα κέρδη και τις ζημίες της εταιρείας κατά συγκεκριμένη αναλογία, με αποτέλεσμα να υφίσταται μεταξύ τους σχέση παρακοινωνίας, η οποία δεν δημιούργησε οποιαδήποτε σχέση μεταξύ αυτής και της εταιρείας, και συνεπώς δεν ευθύνεται αυτή έναντι της δανείστριας Τράπεζας για τις οφειλές της εταιρείας, αφετέρου δε ότι δεν έχει έννομη σημασία, αν η σύμβαση αυτή υποβλήθηκε ή όχι στη δημοσιότητα του άρθρου 42 ΕμπΝ, και κατόπιν τούτου το Εφετείο, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 20, 22 ΕμπΝ και 174, 180, 481 και 482 ΑΚ, δέχθηκε ότι με το από 9-11- 2001 συμφωνητικό, έστω και χωρίς τη συναίνεση των λοιπών εταίρων, μεταβιβάσθηκε σ` αυτήν μέρος της εταιρικής μερίδας του ομόρρυθμου εταίρου, γεγονός που δημιούργησε εις ολόκληρον ευθύνη αυτής για τα χρέη της εταιρείας προς τους τρίτους, ακόμη και αυτών που γεννήθηκαν κατά το στάδιο της εκκαθαρίσεως, μέχρι την προβολή του ελαττώματος ή την κήρυξη της ακυρότητας. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, γιατί στηρίζονται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η ως άνω συμφωνία δεν είχε αντικείμενο τη μεταβίβαση στην αναιρεσείουσα μέρους της εταιρικής μερίδας του ομόρρυθμου μέλους της πιστούχου εταιρείας, ισχυρισμός που αντιφάσκει άλλωστε με τους λόγους της ανακοπής, με τους οποίους επεκαλείτο μεταβίβαση σ` αυτήν της εταιρικής μερίδας σε ποσοστό 1%, και μάλιστα μετά τη λύση της εταιρείας, και το πρώτον με τους λόγους αναιρέσεως επικαλείται σύμβαση παρακοινωνίας με τον πρώην διαχειριστή της πιστούχου εταιρείας. Εξάλλου, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο του ίδιου δικογράφου επικαλείται ότι το Εφετείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση αντιφατικές αιτιολογίες για ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και συγκεκριμένα, ενώ δέχεται ότι για την τροποποίηση του καταστατικού απαιτείται η σύμπραξη όλων των εταίρων, στη συνέχεια δέχθηκε ότι η μεταβίβαση σ` αυτήν μέρους της εταιρικής μερίδας του ομόρρυθμου εταίρου της πιστούχου εταιρείας συνιστούσε τροποποίηση του καταστατικού, μολονότι δεν συνέπραξαν όλοι οι εταίροι. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί η μεταβίβαση στην αναιρεσείουσα μέρους εταιρικής μερίδας συνιστούσε πράγματι τροποποίηση του εταιρικού της πιστούχου ετερόρρυθμης εταιρείας, για την οποία μάλιστα τηρήθηκαν οι διατυπώσεις δημοσιότητας, πλην όμως η μη σύμπραξη όλων των εταίρων στην ενέργεια αυτή συνεπαγόταν ακυρότητα, η οποία ωστόσο δεν μπορεί να εφαρμοσθεί στις προς τα έξω σχέσεις της πιστούχου εταιρείας που κατάρτισε συμβάσεις με τρίτους. Με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως επικαλείται η αναιρεσείουσα ότι εσφαλμένα το Εφετείο και κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 777 επ. ΑΚ, δέχθηκε ότι ευθύνεται αυτή για τις δανειακές συμβάσεις της πιστούχου εταιρείας που έλαβαν χώρα μετά τη λύση της εταιρείας κατά το στάδιο της εκκαθαρίσεως, καθ` υπέρβαση των εξουσιών των εκκαθαριστών. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ναι μεν στα πλαίσια της εκκαθαρίσεως ο εκκαθαριστής δεν μπορεί κατ` αρχήν να συνάπτει δάνεια και να υποθηκεύει ακίνητα, πλην όμως μπορεί και να δανείζεται όχι προς το σκοπό να ενεργήσει νέες εργασίες, αλλά για την αποπεράτωση και διεκπεραίωση εργασιών που ήσαν σε εκκρεμότητα κατά την έναρξη της εκκαθαρίσεως ή για την πληρωμή των εταιρικών χρεών, δεν επικαλέσθηκε δε η ανακόπτουσα με την ανακοπή της ότι οι δανειακές αυτές πράξεις της πιστούχου εταιρείας έγιναν καθ` υπέρβαση των εξουσιών των εκκαθαριστών. Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως επικαλείται η αναιρεσείουσα ότι εσφαλμένα το Εφετείο και κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 42 και 46 ΕμπΝ, δέχθηκε ότι η καθής η ανακοπή ήταν καλόπιστη μετά τη λύση της εταιρείας και τη δημοσίευση αυτής στα βιβλία του Πρωτοδικείου Πειραιά και ότι σε κάθε περίπτωση χωρίς αιτιολογίες δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη είναι καλόπιστη. Και ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος, αφού σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως υπήρχε συμβατική υποχρέωση της πιστούχου εταιρείας να ενημερώνει τη δανείστρια Τράπεζα για κάθε μεταβολή της νομικής της καταστάσεως, ενώ η λύση της εταιρείας παρείχε σ` αυτήν το δικαίωμα να καταγγείλει με μονομερή δήλωσή της τη σύμβαση, περιστατικά που συνιστούν επαρκή αιτιολογία για την καταγγελία της συμβάσεως του ανοικτού αλληλόχρεου λογαριασμού. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποπίπτοντας έτσι στην από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια, και ειδικότερα επικαλείται ότι δέχθηκε επικουρικά ότι η πιστούχος εταιρεία λειτούργησε και μετά τη λύση της μέχρι πέρατος της εκκαθαρίσεως, προφανώς ως de facto εταιρεία, η οποία δεν είχε νομική και ουσιαστική σχέση με την πιστούχο ετερόρρυθμη εταιρεία της αναιρεσίβλητης - καθής, τα περιστατικά δε αυτά δεν τα πρότεινε η τελευταία με την αίτησή της για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός τυγχάνει αβάσιμος, αφενός μεν γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει παραδοχές για λειτουργία de facto εταιρείας μετά τη λύση της πιστούχου ετερόρρυθμης εταιρείας, αφετέρου δε γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση, αντιθέτως με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, ότι η προσωπική εταιρεία με νομική προσωπικότητα παύει να υφίσταται μετά τη λύση της, ενώ το αληθές είναι ότι η εταιρεία μετά τη λύση της και κατά τη διάρκεια της εκκαθαρίσεως δεν περατώνεται, αλλά απλώς μεταβάλλει σκοπό. Συναφής προς τον προηγούμενο είναι και ο πέμπτος λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι αν ήθελε θεωρηθεί ότι παράλληλα με την ετερόρρυθμη εταιρεία λειτουργούσε μέσω των εκκαθαριστών μια de facto εταιρεία, κατά της οποίας δεν μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αφού δεν αποδεικνυόταν εγγράφως τόσο αυτή όσο και τα συμμετέχοντα μέλη της, το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ, γιατί έλαβε υπόψη μη επιτρεπόμενα από το νόμο αποδεικτικά μέσα, και συγκεκριμένα μαρτυρικές καταθέσεις για την απόδειξη της de facto εταιρείας, αφού αν υπήρχαν έγγραφες αποδείξεις θα είχαν αποτελέσει περιεχόμενο της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει παραδοχές για τη λειτουργία μιας de facto εταιρείας μετά τη λύση της πιστούχου ετερόρρυθμης εταιρείας και τη θέση αυτής υπό εκκαθάριση, το Εφετείο σαφώς δέχθηκε ότι η τελευταία λειτούργησε μετά τη λύση της με τη συμμετοχή και της ανακόπτουσας κατά το ως άνω ποσοστό της μέχρι την 15-10- 2004, οπότε δημοσιεύθηκε το συμφωνητικό για την αποχώρησή της. Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο του από 26-8-2013 δικογράφου η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι το Εφετείο υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ πλημμέλεια, και ειδικότερα εσφαλμένα και κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ απέρριψε τον ισχυρισμό της για καταχρηστική εκ μέρους της αναιρεσίβλητης άσκηση των δικαιωμάτων της που απέρρεαν από τις δανειακές συμβάσεις με την πιστούχο ετερόρρυθμη εταιρεία, εφόσον ήδη κατά τον χρόνο παροχής των πιστώσεων τούτων είχε λυθεί η εταιρεία και βρισκόταν στο στάδιο της εκκαθαρίσεως, άσκησε δε η αναιρεσίβλητη το δικαίωμά της για την έκδοση διαταγής πληρωμής μετά τετραετία από τη λύση της εταιρείας και χωρίς να έχει κοινοποιήσει σ` αυτήν την από 20-7-2003 εξώδικη δήλωσή της για καταγγελία της συμβάσεως πιστώσεως ανοικτού λογαριασμού, όπως έπραξε με τους υπόλοιπους εταίρους, επιδίωξε δε με εκτελεστό τίτλο την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής την αναγκαστική είσπραξη μέρους της ως άνω οφειλής, έχοντας επιβάλει κατάσχεση στο μοναδικό ακίνητό της, που αποτελεί και την κύρια κατοικία της, ορίζοντας πλειστηριασμό για την 8-1-2014. Εξάλλου, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο του ίδιου δικογράφου η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι το Εφετείο για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού της περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης για την έκδοση σε βάρος της διαταγής πληρωμής, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες, και ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι η πιστούχος ετερόρρυθμη εταιρεία λειτούργησε με τη συμμετοχή και της αναιρεσείουσας μέχρι την 15-10-2004, οπότε δημοσιεύθηκε το συμφωνητικό για την αποχώρησή της από την εταιρεία και την ακυρότητα της εισόδου της σ` αυτήν, στη συνέχεια δέχθηκε ότι την 3-12-2001, δηλαδή μετά την είσοδό της στην εταιρεία, δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά η λύση της εταιρείας και η θέση αυτής σε εκκαθάριση, γεγονός που αποκλείει ευθέως την περαιτέρω λειτουργία της προς επιδίωξη του καταστατικού της σκοπού, για την ευόδωση του οποίου έγιναν στη συνέχεια οι εκ μέρους της αναιρεσίβλητης εκταμιεύσεις των σχετικών ποσών, υποπίπτοντας έτσι στην από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ πλημμέλεια. Τέλος, με τον τρίτο πρόσθετο λόγο του ίδιου δικογράφου η αναιρεσείουσα επικαλείται ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποπίπτοντας έτσι στην από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ πλημμέλεια, και ειδικότερα ότι, ενώ με το δικόγραφο της ανακοπής της πρόβαλε ως αυτοτελές περιστατικό καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης το γεγονός ότι, αν και γνώριζε αυτή τη λύση της πιστούχου εταιρείας, συναλλάχθηκε με τον εκκαθαριστή για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη λύση της, με απόρροια την αύξηση της συνολικής οφειλής στο ποσόν των 255.049,61 ευρώ, για τμήμα της οποίας ποσού 200.000 ευρώ ζήτησε και έλαβε διαταγή πληρωμής, τόσο το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και το Εφετείο, στο οποίο επανέφερε τον ισχυρισμό της αυτό με ιδιαίτερο λόγο εφέσεως, δεν τον έλαβαν υπόψη και παρέλειψαν να αποφανθούν επ` αυτού, αν και είχε ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε, πέραν των όσων εκτέθηκαν παραπάνω κατά την αξιολόγηση των λοιπών λόγων αναιρέσεως, τα ακόλουθα ως προς το ζήτημα του ισχυρισμού της αναιρεσείουσας περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματός της προς έκδοση διαταγής πληρωμής, τον οποίο είχε προβάλει και ως λόγο ανακοπής κατά της σε βάρος της διαταγής πληρωμής και ως λόγο εφέσεως: ..... Ειδικότερα, η πιστούχος εταιρεία είχε υποχρέωση από τη σύμβαση ... "να γνωστοποιεί στην Τράπεζα εγγράφως οποιαδήποτε μεταβολή της νομικής της καταστάσεως ... σε περίπτωση δε κατά την οποία, κατά τη διάρκεια της πίστωσης επέλθει λήξη ή λύση της πιστούχου ή μεταβολή στη νομική της μορφή, η Τράπεζα θα δικαιούται να καταγγείλει με μονομερή δήλωσή της τη σύμβαση". Προσέτι πρέπει να σημειωθεί ότι η έξοδος της ανακόπτουσας από την εταιρεία, για την οποία δεν τηρήθηκε η διαδικασία της δημοσιότητας που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 46 σε συνδυασμό με το άρθρο 42 επ. του ΕμπΝ, δεν μπορεί να αντιταχθεί απέναντι στους καλόπιστους τρίτους, όπως εν προκειμένω η καθής. ... Με βάση τα ανωτέρω, η έκδοση της ένδικης διαταγής πληρωμής και η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης δεν ασκούνται καταχρηστικά ... όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ανακόπτουσα, ούτε είναι καταχρηστική και η επίδοση της καταγγελίας στην πιστούχο και τους εγγυητές καθόσον στις προσωπικές εταιρείες, όπως είναι η ένδικη, η απαίτηση των εταιρικών δανειστών εξασφαλίζεται από την προσωπική ευθύνη των εταίρων και όχι από την εταιρική περιουσία. Το γεγονός δε ότι την 15-10-2004 κατατέθηκε στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ιδιωτικό συμφωνητικό αποχώρησης της ανακόπτουσας από την πιστούχο λόγω ακυρότητας της εισόδου της σ` αυτήν, δεν καθιστά την μεταγενέστερη υποβολή της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής και κατά της ανακόπτουσας καταχρηστική, καθόσον για την αποχώρηση αυτή δεν ενημερώθηκε η καθής ούτε από τα σχετικά βιβλία, εφόσον το σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό συσχετίσθηκε με το ως άνω συμφωνητικό λύσης της πιστούχου και δεν έλαβε αυτοτελή καταχώριση, πέραν του γεγονότος ότι η καθής για τις μεταβολές αυτές δεν ενημερώθηκε γραπτώς κατά τα προαναφερόμενα, με αποτέλεσμα να μην εγγράφεται στο πιστοποιητικό περί μεταβολών ή μη της πιστούχου εταιρείας, που χορηγεί το ανωτέρω Πρωτοδικείο. .... . Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο προέβη σε ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ανέλεγκτα ως αποδειχθέντα, στον κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 281 ΑΚ, για τον οποίο έκρινε ότι δεν είχε εφαρμογή και τον οποίο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή. Διέλαβε δε σχετικώς στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα της μη εφαρμογής του νομικού αυτού κανόνα στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη ήταν καλόπιστη και δεν ενημερώθηκε, παρά τη συμβατική υποχρέωση της πιστούχου εταιρείας για τις μεταβολές στη νομική της κατάσταση, και ειδικότερα το μεν για τη λύση της εταιρείας, το δε για την αποχώρηση της αναιρεσείουσας από αυτήν. Εξάλλου, με την παραδοχή αυτή έλαβε υπόψη του και τον ισχυρισμό της ότι η αναιρεσίβλητη γνώριζε τη λύση της εταιρείας και την ακυρότητα της μεταβιβάσεως σ` αυτήν μέρους της εταιρικής μερίδας του ομόρρυθμου εταίρου, που τον είχε προβάλει ως λόγο εφέσεως και τον απέρριψε το Εφετείο ως αβάσιμο. Πλέον τούτων η παραδοχή ειδικότερα του Εφετείου ότι η πιστούχος ετερόρρυθμη εταιρεία λειτούργησε με τη συμμετοχή και της αναιρεσείουσας μέχρι την 15-10-2004, δεν αντιφάσκει με την παραδοχή ότι την 3-12-2001, δηλαδή μετά την είσοδο της αναιρεσείουσας στην εταιρεία, δημοσιεύθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Πειραιά η λύση της εταιρείας και η θέση αυτής σε εκκαθάριση, αφού σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, είναι δυνατό στα πλαίσια της εκκαθαρίσεως ο εκκαθαριστής να δανείζεται όχι προς το σκοπό να ενεργήσει νέες εργασίες, αλλά για την αποπεράτωση και διεκπεραίωση εργασιών που ήσαν σε εκκρεμότητα κατά την έναρξη της εκκαθαρίσεως, γεγονός που συνιστά και αυτό λειτουργία της εταιρείας, και δεν περιλαμβάνεται στις παραδοχές της προσβαλλομένης ότι οι σχετικές εκταμιεύσεις από την αναιρεσίβλητη έγιναν ενόψει νέων εργασιών της πιστούχου, ισχυρισμός άλλωστε που δεν προβλήθηκε με λόγο ανακοπής. Κατόπιν τούτου όλοι οι πρόσθετοι λόγοι του από 26-8-2013 δικογράφου τυγχάνουν αβάσιμοι.
Κατόπιν τούτων, πρέπει να απορριφθούν η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι στο σύνολό τους και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα ως ηττωμένη στη δικαστική δαπάνη της προσθέτως παρεμβαίνουσας (άρθρα 176, 182 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Γ Ι Α Τ Ο Υ Σ Λ Ο Γ Ο Υ Σ Α Υ Τ Ο Υ Σ
Απορρίπτει την από 25-2-2013 αίτηση και τους από 26-8-2013 και 2-9-2013 πρόσθετους λόγους της Μ. Γ. Ε. για αναίρεση της 5340/2012 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της προσθέτως παρεμβαίνουσας και την ορίζει στο ποσόν των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου