Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

6/2014 ΑΠ-Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον Δημόσιο τομέα.

 
6/2014 ΑΠ-Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον Δημόσιο τομέα. Όσες απ΄ αυτές συνάπτονται υπό την ισχύ των διατάξεων των..
άρ. 103 του Συντάγματος και 21 του ν. 2190/1994 δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις, αορίστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς του φορέα.. Επίσης, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου, αφού εργοδότης δεν έχει πλέον ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου. Ενόψει των ανωτέρω διατάξεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ, το άρ. 8 του ν. 2112/1920, ούτε κατ` επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του π.δ. 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος του π.δ/τος αυτού. Περιστατικά. (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 34/2013 απόφαση ΜονΠρΠατρών).

 

Αριθμός 6/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Β2` Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Γιαννούλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Μουστάκα, Χριστόφορο Κοσμίδη, Νικόλαο Τρούσα και Ασπασία Καρέλλου, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 26 Νοεμβρίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ - ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΒΟΗΘΕΙΑ" που εδρεύει στο Ρίο Πατρών και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Νικολετάτο και κατέθεσε προτάσεις.

Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Κ. του Γ., 2) Ε. Ρ. του Π., 3) Χ. Α. του Π., 4) Γ. Π. του Α., 5) Μ.-Σ. Τ. του Κ., 6) Μ. Β. του Β., 7) Κ. Σ. του Δ., 8) Ν. Α. του Θ., κατοίκων ..., 9) Γ. Σ. του Π., κατοίκου ..., 10) Δ. Α. του Γ., κατοίκου ..., οι οποίοι δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

Του προσθέτως παρεμβαίνοντος: Σωματείου με την επωνυμία "........." που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11/5/2010 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών. Εκδόθηκε η 34/2013 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 3/4/2013 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Δημήτριος Μουστάκας ανέγνωσε την από 14/11/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή της από 3-4- 2013 αίτησης του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ" για αναίρεση της υπ` αριθμ. 34/2013 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών.

Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η ένδικη αίτηση του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Πατρών, με την οποία ζητείται η αναίρεση της υπ` αριθμ. 34/2013 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, πρέπει να συνεκδικασθεί με την από 16-10-2013 παραδεκτά ασκούμενη έγγραφη πρόσθετη υπέρ των αναιρεσιβλήτων παρέμβαση του σωματείου, με την επωνυμία "....... ......." και με την οποία, επικαλούμενο έννομο συμφέρον, κατά τα ειδικότερα σ` αυτή αναφερόμενα, ζητεί να αποβεί η δίκη υπέρ αυτών, ήτοι να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης (βλ. άρθρα 31, 80, 81, 285).

Από την υπ` αριθμ. 4536/30-4-2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Καλαβρύτων ... και τις με αριθμούς 8862/25-4-2013, 8863/25-4-2013, 8864/25-4- 2013, 8868/26-4-2013, 8869/26-4-2013, 8860/25-4-2013, 8865/25-4-2013, 8861/25-4-2013 και 8859/25-4-2013 αντίστοιχες του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πατρών ..., προκύπτει ότι αντίγραφο της ένδικης αίτησης, με την στο τέλος αυτής πράξη του Προέδρου του παρόντος Τμήματος, με την οποία ορίσθηκε δικάσιμος αυτής η στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη ημερομηνία και κλήση προς συζήτηση κατ` αυτήν επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στους αναιρεσιβλήτους. Επομένως, εφόσον αυτοί δεν εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο, κατά την από το οικείο πινάκιο νόμιμη εκφώνηση της υπόθεσης ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, πρέπει να δικασθούν ερήμην και να προχωρήσει η συζήτηση της υποθέσεως παρά την απουσία τους (άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.). Περαιτέρω, ερήμην πρέπει να δικασθεί και το προσθέτως παρεμβαίνον σωματείο, με φροντίδα του οποίου γίνεται η συζήτηση της παρέμβασής του, εφόσον δεν παρέστη κατά την εκφώνηση της υπόθεσης ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 και 669 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υφίσταται όταν, κατά τους όρους της σχετικής συμφωνίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσας εργασίας του μισθωτού, οι δε παρεχόμενες από τον συμβληθέντα εργοδότη οδηγίες, αναφορικά με τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της είναι δεσμευτικές για τον εργαζόμενο, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να ακολουθεί ακτές και να δέχεται την άσκηση ελέγχου γιο τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του προς αυτές και της επιμελούς γενικά εκτελέσεως της εργασίας. Κύριος σκοπός της εργασιακής συμβάσεως είναι η παροχή εργασίας από το μισθωτό και σ αυτό αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι. Κατά τούτο διαφέρει η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση μαθητείας με την οποία επιδιώκεται κυρίως η εκπαίδευση ή η επιστημονική προσαρμογή και ειδίκευση του μαθητευόμενου, στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν σ` αυτές τις έννομες σχέσεις την ιδιοτυπία τους. Δεν είναι δε ασυμβίβαστη και στην εκπαιδευτική σχέση η παροχή κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλομένων αμοιβής και ασφαλίσεως του εκπαιδευομένου (ΑΠ 581/2009). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι, σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως. Ο ορθός δε νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης, ως κατ` εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο μη δεσμευόμενο από το χαρακτηρισμό που προσέδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη, κρίνει ερμηνεύοντας το περιεχόμενό της, όπως απαιτούν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και οι περιστάσεις, υπό τις οποίες έχει συναφθεί η σύμβαση (ΟλΑΠ 18/2006). Εξάλλου, κατά το αρθρ. 8 §§ 1 και 3 του Ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευτεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), οι διατάξεις του νόμου αυτού περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου εφαρμόζονται και επί συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, όταν ο καθορισμός διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται, αλλά τέθηκε σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας διατάξεων. Στην περίπτωση αυτή ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό της ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται, ότι έχει καταρτισθεί ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου με τις επακόλουθες συνέπειες περί απολύσεως με καταγγελία και καταβολή αποζημιώσεως. Η τελευταία αυτή διάταξη, όμως, δεν εφαρμόζεται όταν η σύμβαση εργασίας καταρτίζεται υποχρεωτικά από τον νόμο ως ορισμένης διάρκειας, διότι στην περίπτωση αυτή δεν μπορεί να γίνει λόγος για αδικαιολόγητο χαρακτηρισμό της συμβάσεως ως ορισμένης διάρκειας ούτε η σύμβαση του προσληφθέντος υποχρεωτικά κατά νόμο μισθωτού για ορισμένο χρόνο μετατρέπεται σε σύμβαση αόριστου χρόνου, ακόμη και αν αυτός χρησιμοποιήθηκε για εκτέλεση έργου που εξυπηρετεί πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη. Κατά το αρθρ. 21 § 1 του Ν. 2190/1994 οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του αρθρ. 14 § 1 του ίδιου νόμου, (όλοι δηλαδή οι φορείς του δημόσιου τομέα επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, υπό τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων. Κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβεί τους 8 μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο 12 μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατά της ισχύουσες διατάξεις κατεπειγουσών αναγκών λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβεί τους 4 μήνες για το ίδιο άτομο, παράταση δε ή σύναψη νέας συμβάσεως κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αόριστου χρόνου είναι άκυρη. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όταν πρόκειται για προσωπικό που προσλήφθηκε για εκτέλεση προγραμμάτων η έργων που χρηματοδοτούνται ή επιδοτούνται από διεθνείς οργανισμούς ή ερευνητικών προγραμμάτων ή προγραμμάτων τεχνικής βοήθειας ή για την εκπλήρωση υποχρεώσεων από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς, επιτρέπεται οι σχετικές συμβάσεις να είναι διάρκειας ενός έτους και να παρατείνονται μέχρι το τέλος του προγράμματος ή του έργου ή την εκπλήρωση της ανειλημμένης υποχρέωσης. Στη συνέχεια, στην παράγραφο, 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την άνω οριζόμενη διάρκεια απασχόλησης, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν και τέλος, ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγουμένων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατ` άρθρο 259 ΠΚ. Εξάλλου, με τις διατάξεις του αρθρ. 103 παρ. 2 του Συντ. επιβάλλεται να υπάρχει νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και λοιπών ΝΠΔΔ, κατ` εξαίρεση δε μπορεί να προβλέπεται από ειδικό νόμο για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου, ενώ με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου γίνεται πρόβλεψη για την πλήρωση οργανικών θέσεων ιδιωτικού επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού με πρόσωπα που προσλαμβάνονται με σχέση ιδιωτικού δικαίου.

Εξάλλου, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και τις διαφάνειας στις προσλήψεις στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο ως άνω άρθρο προστέθηκε και παρ. 8 με την οποία στα εδάφια α` και γ` ορίζεται ότι "νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δίκαιου στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά για την κάλυψη, είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3. εδ. α` αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών-κατά την παρ. 2 εδ. β`, αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή τη μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Έτσι με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ` Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του ν. 2190/1994, και οι οποίες ήδη κατέστησαν συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται ενόψει της σαφούς διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το, άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Οπως προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες, ο αναθεωρητικός νομοθέτης, θέλησε να αποτρέψει τη συνέχιση μιας συνήθους πρακτικής του παρελθόντος, κατά την οποία αρχικώς προσλαμβανόταν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και ορισμένου χρόνου, για την κάλυψη, τυπικά πρόσκαιρων και απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ. 2 του Συντάγματος, άλλα και κοινής νομοθεσίας (άρθ. 55 έως 82 του π.5. 410/1988), στη συνέχεια διαπιστωνόταν ότι οι ανάγκες αυτές είναι πάγιες και διαρκείς και τελικά, για την κάλυψη των εν λόγω αναγκών, "τακτοποιούνταν" το κατά τον ως άνω τρόπο προσλαμβανόμενο προσωπικό, είτε με τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου, είτε με τον διορισμό του ως μόνιμου δημοσιοϋπαλληλικού, κατ` αποκλεισμό άλλων ενδιαφερομένων, που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν τις ίδιες θέσεις, βάσει των παγίων διατάξεων της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας (βλ. Πρακτικά Συνεδριάσεως της Βουλής ΡΜΔ/21-3-2001, σελ. 731, 744, 754, 755 και PME/21-3-2001, σελ. 763, 771, 772, 782). Έτσι, μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όχι απλώς αυτών που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες άλλα και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Για να αποτρέψει λοιπόν τη συνέχιση της πιο πάνω πρακτικής, ο αναθεωρητικός νομοθέτης πρόσθεσε την προ μνημονευόμενη διάταξη του εδαφ. γ` της παρ/φου 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου, χρόνου, που συνάπτονται υπό την ισχύ των εν λόγω διατάξεων των άρθρων 103 του Συντάγματος και 21 του ν. 2190/1994 με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους υπόλοιπους φορείς, που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις, αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Επίσης, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση των συμβάσεων αυτών κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης κατά τη διαδικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αορίστου χρόνου στην περίπτωση που καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αφού εργοδότης βάσει των ως άνω διατάξεων, δεν έχει πλέον ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως αορίστου χρόνου. Τυχόν αντίθετη ερμηνεία, ότι δηλαδή συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να αναγνωρίζονται, κατ` ορθό νομικό, χαρακτηρισμό, ως συμβάσεις αορίστου χρόνου και μετά την ως άνω συνταγματική μεταρρύθμιση, θα είχε ως συνέπεια τη διαιώνιση ενός αποδοκιμασμένου από τον αναθεωρητικό νομοθέτη φαινομένου. Στις συμβάσεις αυτές υπό την ισχύ των παραπάνω διατάξεων των αρθρ. 21 του Ν. 2190/1994 και 103 του Συντ. δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του αρθρ. 8 του Ν. 2112/1920 (ΑΠ 422/2010, ΑΠ 271/2009).

Ηδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα π.δ/τα 81/2003 και 164/2004, το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και η ισχύς των οποίων άρχισε αντίστοιχα από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004). Ορίζει δε το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού π.δ/τος τα εξής: "1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ιδίους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ` εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης ... 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου". Ως κύρωση, για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου π.δ/τος η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στην εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό "το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του", ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Ενόψει, λοιπόν, αφενός των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του ν. 2112/1920, ούτε κατ` επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2ΟΟ2 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής) μέχρι την έναρξη της ισχύος του π.δ. 164/2004, αλλά βέβαια και μετά την έναρξη ισχύος του π.δ/τος αυτού (ΟλΑΠ 19 και 20/2007, ΑΠ 64/2010, 113/2009, 271/2009, 743/2009).

Στην προκειμένη περίπτωση, το δικαστήριο της ουσίας, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από τον ΟΑΕΔ στα πλαίσια του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στο δεύτερο των εναγομένων και ειδικότερα, η πρώτη στις 12-7-2005, η δεύτερη στις 18-6-2007, η τέταρτη στις 20-8-2007, η πέμπτη στις 20-8-2007, η έβδομη στις 18-6-2007, η όγδοη στις 20-8-2007, ο ένατος στις 9-11- 2007, ο δέκατος στις 18-6-2007 και η ενδέκατη στις 18-6-2007, για τη θέση πρακτικής άσκησης ειδικότητας ΠΕ - ΤΕ Διοίκησης Μονάδων υγείας η πρώτη και η δεύτερη ενάγουσα, ΤΕ Νοσηλευτικής η τέταρτη, ΔΕ Νοσηλευτικής η πέμπτη, η έβδομη και η όγδοη ενάγουσα, ΔΕ Πληρωμάτων Ασθενοφόρου ο ένατος και ο δέκατος ενάγων και ΔΕ Βοηθών Ιατρικών και Βιολογικών Εργαστηρίων η ενδέκατη ενάγουσα. Η τρίτη των εναγόντων προσελήφθη από τον πρώτο των εναγομένων στις 7-1-2008, στα πλαίσια των προγραμμάτων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στο Κέντρο Αποθεραπείας και Φυσικής Αποκατάστασης Αιγίου, για τη θέση πρακτικής άσκησης ειδικότητας ΔΕ-ΤΕ Διοικητικού Λογιστικού, όπου παρέμεινε μέχρι τις 31-1-2008 και στη συνέχεια, την 1-2-2008 μετακινήθηκε και απασχολήθηκε στο δεύτερο των εναγομένων. Πραγματικός εργοδότης των εναγόντων καθ` όλη τη διάρκεια της απασχόλησης τους αποτέλεσε το δεύτερο των εναγομένων, το οποίο τους τοποθέτησε στους φορείς του, όριζε και ήλεγχε μέσων των εκπροσώπων των φορέων αυτών τα καθήκοντα των εναγόντων, τα οποία αφορούσαν αποκλειστικά τις δραστηριότητες των υπηρεσιών του δεύτερου των εναγομένων. Ακολούθως, η σύμβαση της πρώτης έληξε στις 11-1-2007, της δεύτερης την 17-12-2008 αλλά παρατάθηκε ως τις 15-1-2009, της τρίτης την 6-7-2009 αλλά παρατάθηκε μέχρι τις 9-7-2009, λόγω λήψης της κανονικής της άδειας, της τέταρτης την 19-2-2009 αλλά παρατάθηκε ως τις 27-2-2009 λόγω λήψης της κανονικής της άδειας, της πέμπτης την 19-2- 2009 αλλά παρατάθηκε ως τις 5-3-2009 λόγω λήψης της κανονικής της άδειας, της έβδομης την 17-12-2008 αλλά παρατάθηκε ως τις 7-1- 2009, λόγω λήψης της κανονικής της άδειας, της όγδοης την 19-2-2009 αλλά παρατάθηκε τουλάχιστον μέχρι και τις 3-4-2009, του ένατου την 8-5-2009, του δέκατου την 17-12-2008 αλλά παρατάθηκε ως τις 28-12-2008 λόγω κανονικής άδειας του, της ενδέκατης την 17-12-2008 αλλά παρατάθηκε ως τις 11-2-2009, λόγω λήψης της κανονικής της άδειας. Ακολούθως, η σύμβαση της πρώτης των εναγόντων ανανεώθηκε την 18-6-2007, καθώς καταρτίστηκε σύμβαση απασχόλησης της στο πλαίσιο προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας στο Γενικό Νοσοκομείο Αιγίου όπου απασχολήθηκε μέχρι τις 19-7-2007 και, κατόπιν μετακίνησης της, απασχολήθηκε στο δεύτερο των εναγομένων από τις 20-7-2007 μέχρι και τις 16- 1-2009, ήτοι 30 ημέρες επιπλέον από την ημερομηνία λήξης της σύμβασης της. Στη συνέχεια, η σύμβαση της ανανεώθηκε στις 22-4- 2009, με ημερομηνία λήξης την 21-10-2010. Περαιτέρω, η σύμβαση της δεύτερης των εναγόντων ανανεώθηκε στις 22-4-2009 με ημερομηνία λήξης την 21-10-2010, της τρίτης στις 7-8-2009 με ημερομηνία λήξης την 6-2-2011, της τέταρτης στις 22-4-2009 με ημερομηνία λήξης την 21-10- 2010, της πέμπτης στις 22-4-2009 με ημερομηνία λήξης την 21-10-2010, της έβδομης στις 22-4- 2009 με ημερομηνία λήξης την 21- 10-2010, της όγδοης στις 27-5-2009 με ημερομηνία λήξης την 26-11-2010, του ένατου στις 15-6-2009 με ημερομηνία λήξης την 15-12-2010, του δέκατου στις 22-4-2009 με ημερομηνία λήξης την 21-10-2010 και της ενδέκατης στις 22-4- 2009 με ημερομηνία λήξης την 21-10-2010, όπως προκύπτει από τα συμφωνητικά συνεργασίας που καταρτίστηκαν ανάμεσα στον πρώτο των εναγομένων και τους ενάγοντες και τις σχετικές βεβαιώσεις που συνέταξαν οι εναγόμενοι, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι ενάγοντες. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τη διάρκεια της απασχόλησης τους στο δεύτερο των εναγομένων, οι ενάγοντες είχαν τα κάτωθι καθήκοντα: α) η πρώτη ενάγουσα, όταν απασχολήθηκε στο τμήμα μισθοδοσίας, είχε ως καθήκον τη διεκπεραίωση των βεβαιώσεων αποδοχών του προσωπικού ανά έτος (εκκαθαριστικό), την έκδοση στοιχείων ετήσιας μισθοδοσίας ανά κατηγορία προσωπικού, την προετοιμασία των μισθοδοτικών καταστάσεων υπερωριών και εφημεριών, την διεκπεραίωση των μεταβολών, όπως των προσλήψεων, των αποχωρήσεων, των μετατάξεων, των παραιτήσεων, των συνταξιοδοτήσεων, των περικοπών, των απεργιών, των αδικαιολόγητων απουσιών, των γονικών αδειών, των αδειών άνευ αποδοχών, των κλιμακίων υπαλλήλων ενώ όταν απασχολείτο στη γραμματεία του αιματολογικού στο τμήμα των εξωτερικών ιατρείων είχε ως καθήκον το άνοιγμα φακέλων ασθενών των ιατρείων αιμόστασης και αιματολογικού, την παραλαβή και τοποθέτηση εργαστηριακών εξετάσεων στους φακέλους των ασθενών και την αρχειοθέτηση των φακέλων αιμόστασης και αιματολογικού, β) η δεύτερη ενάγουσα, η οποία απασχολήθηκε στο τμήμα του φαρμακείου του δεύτερου των εναγομένων, είχε ως καθήκον τη διεκπεραίωση τιμολογίων, την έκδοση, οργάνωση και αρχειοθέτηση πρωτοκόλλου, τη διάθεση υγειονομικού υλικού στις κλινικές, τη διαχείριση και τον έλεγχο της αποθήκης, γ) η τρίτη ενάγουσα, η οποία απασχολήθηκε στα εξωτερικά ιατρεία, είχε ως καθήκον τη διεκπεραίωση πρωτοκόλλου πιστοποιητικών και βεβαιώσεων των εξωτερικών ιατρείων και των επειγόντων, την παραλαβή αιτήσεων των επειγόντων και την παράδοση γνωματεύσεων στους ενδιαφερόμενους, την παραλαβή αιτήσεων για πιστοποιητικά ασθενών των τακτικών εξωτερικών ιατρείων και την παράδοση γνωματεύσεων στους ενδιαφερόμενους, τη σφράγιση βιβλιαρίων φαρμάκων και τη θεώρηση βιβλιαρίων υγείας, την παροχή πληροφοριών σχετικά με το νοσοκομείο και ειδικά σχετικά με τα εξωτερικά ιατρεία, την αρχειοθέτηση πιστοποιητικών και φακέλων ασθενών των εξωτερικών ιατρείων, τη δημιουργία καταστάσεων πιστοποιητικών για αλλοδαπούς προκειμένου να κατατεθούν για άδεια παραμονής, την παραλαβή και παράδοση εργαστηριακών αποτελεσμάτων, δ) η τέταρτη ενάγουσα, η οποία απασχολήθηκε στην μονάδα νεογνών, είχε ως καθήκον την παραλαβή των νεοεισαχθέντων νεογνών, την φροντίδα των πρόωρων νεογνών, τη χορήγηση ενδοφλέβιων φαρμάκων και ορών, τη συμμετοχή στην διασωλήνωση του νεογνού και τον καθαρισμό των ομφαλικών αγγείων από τον ιατρό, την παρακολούθηση του κατά τη διάρκεια της αναπνευστικής υποστήριξης και τον καθετηριασμό των περιφερικών φλεβικών αγγείων, ε) η πέμπτη ενάγουσα, η οποία απασχολήθηκε στην μονάδα εμφραγμάτων, είχε ως καθήκον τη λήψη των εργαστηριακών εξετάσεων ασθενών, τις μετρήσεις των ασθενών (θερμοκρασία, αρτηριακή πίεση, αριθμός σφίξεων, σάκχαρο, πίεση), την τήρηση αρχείου μετρήσεων ζωτικών οργάνων, τη λήψη καρδιογραφήματος, την φροντίδα αερισμού το στρώσιμο κρεβατιών και την ατομική περιποίηση των ασθενών, την προετοιμασία της νοσηλείας των ασθενών, την αιμοληψία, την ενεσοθεραπεία, την παρακολούθηση τήρησης της φαρμακευτικής αγωγής από τους ασθενείς, την καταγραφή των αναγκών συνταγογράφησης, στ) η έβδομη ενάγουσα, η οποία απασχολήθηκε στην Β` ορθοπεδική κλινική, είχε ως καθήκον τη χορήγηση φαρμάκων σε ασθενείς, την εκτέλεση ενδομυϊκών ενέσεων και υποδορίων, την ενδοφλέβια χορήγηση υγρών, την προεγχειρητική και μετεγχειρητική νοσηλευτική φροντίδα των ασθενών, την αλλαγή χειρουργικών τραυμάτων, την καθημερινή φροντίδα του ασθενή (μέτρηση και καταγραφή ζωτικών σημείων, λουτρό καθαριότητας, κεφαλής και στρώσιμο κρεβατιού), την συχνή αλλαγή θέσεως του ασθενούς για πρόληψη κατακλίσεων, την τακτοποίηση του φαρμακείου, την καταγραφή ελλείψεων και τη διεκπεραίωση νέων εισαγωγών στο τμήμα, ζ) η όγδοη ενάγουσα, η οποία απασχολήθηκε στο τμήμα της κεντρικής αποστείρωσης είχε ως καθήκον την παραλαβή, καταμέτρηση και καταγραφή των κλινικών εργαλείων και την παράδοσή τους μετά από κλιβανισμό, την καταμέτρηση και συσκευασία γαζών και επιδερμικού υλικού (κλινικών και χειρουργείου), την έγκαιρη καταμέτρηση, τον έλεγχο καθαριότητας και συσκευασίας των εργαλείων του χειρουργείου, την συσκευασία του ιματισμού, τον έλεγχο των ημερομηνιών των αποστειρωμένων εργαλείων και του επιδερμικού υλικού του χειρουργείου καθώς και την τροφοδοσία εργαλείων, γαζών και επιδερμικού υλικού του χειρουργείου για καθημερινά τακτικά χειρουργεία αλλά και των επειγόντων χειρουργικών επεμβάσεων, η) ο ένατος και ο δέκατος των εναγόντων, οι οποίοι απασχολήθηκαν στο τμήμα επιστασίας και συγκεκριμένα στο γραφείο επιστασίας, είχαν ως καθήκον την διακομιδή ασθενών σε νοσοκομείο, στις οικείες τους για όσο χρόνο ήταν απαραίτητο και σε ιδιωτικά κέντρα για διενέργεια εξετάσεων, την μεταφορά του προσωπικού Αιμοδοσίας σε εκτός έδρας αιμοληψίες, των ψυγείων με αίμα σε λοιπά νοσοκομεία, του διοικητή και του υποδιοικητή στο Υπουργείο Υγείας και θ) η ενδέκατη των εναγόντων, η οποία απασχολήθηκε στο Εργαστήριο Νεφρολογίας, είχε ως καθήκον την παραλαβή, αρίθμηση και ταξινόμηση δειγμάτων (μολυσματικών ή μη), τις μετρήσεις ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων, απαραίτητων για τη διατήρηση των μοσχευμάτων, τη λήψη εξετάσεων σε άτομα με ή χωρίς νεφρικό σύνδρομο, τον έλεγχο αντιδραστηρίων και του υλικού που χρησιμοποιείται στο εργαστήριο, την παραλαβή και μεταφορά των υλικών από το φαρμακείο και τις αποθήκες του νοσοκομείου, την ηλεκτρονική καταχώρηση στοιχείων των ασθενών. Ολοι οι ενάγοντες απασχολούνταν στις ανωτέρω θέσεις με το προαναφερόμενο αντικείμενο εργασίας καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του δεύτερου εναγόμενου, προσερχόμενοι στα καθήκοντα τους καθημερινά σε συγκεκριμένο ωράριο, όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μολονότι οι ενάγοντες προσλήφθηκαν με σκοπό την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, στην πραγματικότητα απασχολήθηκαν για την κάλυψη συνήθων, τρεχουσών και απολύτως τακτικών, προβλέψιμων και υπαρχουσών αναγκών αυτού, μόνιμης, διαρκούς και πάγιας προοπτικής, συναρτώμενες και σχετικές προς τις ανάγκες που εξυπηρετεί παράλληλα και το μόνιμο προσωπικό των υπηρεσιών του. Παρά ταύτα, το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών απασχολούσε τους ενάγοντες, με διαδοχικές συμβάσεις, χαρακτηριζόμενες ως συμβάσεις κατάρτισης-απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, αποκαλούμενων και μεταχειριζόμενων των εναγόντων δυνάμει αυτών των συμβάσεων ως ασκούμενων. Ωστόσο, το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών αποσκοπούσε σε αυτή καθεαυτή την απασχόληση των εναγόντων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του στα καθήκοντα τους και όχι στην παροχή εκπαίδευσης σε αυτούς, ώστε η παροχή εργασίας από τους ενάγοντες να γίνεται για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσής τους με το αντικείμενο του επαγγέλματος τους. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η μακροχρόνια απασχόληση των εναγόντων είχε σκοπό μόνον την επαγγελματική τους κατάρτιση, την μαθητεία, την ένταξη ή την επανεκπαίδευση τους επί ενός αντικειμένου ευκόλως κατανοητού (βλ. Μείζονα Ολομέλεια ΑΣΕΠ 6/2005). Η πραγματική φύση απασχόλησης των εναγόντων ήταν αυτή της εξαρτημένης εργασίας, με όλες τις περαιτέρω συνέπειες (π.χ. μισθολογικές, ασφαλιστικές, συνταξιοδοτικές κλπ) του στοιχείου της εξάρτησης.

Συνεπώς, με βάση όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, οι καταρτισθείσες συμβάσεις στις οποίες προέχει το στοιχείο παροχής εργασίας, δεν δύνανται να εξαιρεθούν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ. Επίσης, όπως προεκτέθηκε, εργοδότης των εναγόντων ήταν το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών και όχι ο ΟΑΕΔ, ο οποίος απλώς μεσολάβησε στην σύναψη των σχέσεων εργασίας των εναγόντων.

Εξάλλου, κατά τα προεκτεθέντα, στο πρόσωπο του εναγόμενου Νοσοκομείου συγκεντρώνονται τα στοιχεία της εξαρτημένης εργασίας, αφού αξιοποιεί την εργασία των εναγόντων, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, και ασκεί επ` αυτών το διευθυντικό δικαίωμα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η εργασία των εναγόντων παρεχόταν υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και εφόσον στην πραγματικότητα οι ανάγκες που κάλυπταν ήταν πάγιες και διαρκείς, δεν υφίστατο αντικειμενικός λόγος για την ανανέωση των "ορισμένου χρόνου" συμβάσεων ή σχέσεων τους. Οι συμβάσεις των εναγόντων, όπως προαναφέρθηκε, ανανεώνονταν συνεχώς και διαδοχικά, αυτοί, δε, προσέφεραν τις υπηρεσίες τους ανελλιπώς και αδιάκοπα και το εναγόμενο Νοσοκομείο τις αποδεχόταν χωρίς εναντίωση. Οι συμβάσεις αυτές έφεραν τον τίτλο συμβάσεων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, ο οποίος όμως δε δικαιολογείται από τη φύση και το σκοπό της παρεχομένης εργασίας, εφόσον οι ενάγοντες προσέφεραν στο δεύτερο εναγόμενο τις υπηρεσίες τους καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του.

Συνεπώς, οι ανανεώσεις αυτές των συμβάσεων έγιναν καταχρηστικά για να καταστρατηγηθεί σε βάρος τους από το δεύτερο εναγόμενο η προστασία τους, κατά παράβαση της προαναφερθείσας αρχής, της μη διάκρισής τους σε σχέση με τους εργαζόμενους σ` εκείνο με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, οι διαδοχικές δε συμβάσεις εργασίας που οι ενάγοντες συνάπτουν με το δεύτερο εναγόμενο από το χρόνο πρόσληψής τους, υποκρύπτουν μία ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, λαμβανομένου υπόψη ότι η παρεχόμενη εργασία τους ήταν μόνιμη και σταθερή και όχι πρόσκαιρη ή εποχιακή, οι υπηρεσίες δε που αυτοί παρείχαν κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ως άνω εργοδότη τους επί μεγάλο χρονικό διάστημα (για την πρώτη των εναγόντων από το 2005 και για τους υπόλοιπους ενάγοντες από το έτος 2007 μέχρι τα έτη 2010-2011), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Εκ των παραπάνω προκύπτει ότι το αντικείμενο των επίδικων συμβάσεων των εναγόντων, αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου Νοσοκομείου στους πιο πάνω τομείς δράσης του, ενώ αποδείχθηκε ότι η ανάγκη απασχόλησης υπαλλήλων στον ανωτέρω τομέα θα παραμείνει σταθερή, ενόψει και του ότι το εναγόμενο Νοσοκομείο δεν προέβη σε κατάργηση του τομέα αυτού ή σε οποιαδήποτε άλλη τροποποίηση των λειτουργιών του, λόγω της οποίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι πλέον δεν είναι αναγκαία η απασχόληση υπαλλήλων στις ανωτέρω θέσεις, ως μόνιμου προσωπικού, αλλά αντίθετα η ανάγκη απασχόλησης υπαλλήλων στις θέσεις αυτές είναι επιτακτική, λόγω ελλείψεως προσωπικού και μη κάλυψης των υπαρχόντων κενών θέσεων. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ανωτέρω, ο καθορισμός από το δεύτερο εναγόμενο των επίμαχων συμβάσεων ως συμβάσεων απόκτησης εργασιακής εμπειρίας, δεν δικαιολογείται από τη φύση των παρεχόμενων, εκ μέρους των εναγόντων, υπηρεσιών, ούτε και από το αντικείμενο τους που συνίστατο στην κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του εναγομένου, αλλά έγινε σε πλήρη αντίθεση προς τους ορισμούς της κοινοτικής οδηγίας 1999/70/ΕΚ και προς το σκοπό καταστρατήγησης των άρθρων 1 και 8 του ν. 2112/1290, που, ακόμη και μετά τη θέσπιση του Π.Δ 160/2004, συνιστούν το πλέον κατάλληλο ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο για την προστασία των εργαζόμενων από την καταχρηστική χρησιμοποίηση, εκ μέρους των εργοδοτών, του Δημοσίου μη εξαιρουμένου, της πρακτικής των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου προς κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών, αντί της κατάρτισης συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου. Επομένως, οι συμβάσεις των εναγόντων έχουν χαρακτήρα συμβάσεων παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και ενόψει της κατά τα ανωτέρω κατάχρησης, διά της καταρτίσεως αλλεπάλληλων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ του δεύτερου εναγομένου και των εναγόντων, που απασχολήθηκαν σε αυτό, οι τελευταίοι μπορούν να προστατευθούν αποτελεσματικά και ισότιμα, με την επίκληση του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920, σύμφωνα με τα όσα έχουν αναπτυχθεί στη μείζονα σκέψη της παρούσας". Με βάση αυτά, το Μονομελές Πρωτοδικείο, έκανε δεκτή την ένδικη αγωγή και αναγνώρισε ότι οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι συνδέονται με το εναγόμενο και ήδη αναιρεσείον με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου". Ετσι, όμως, που έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο και με βάση τις ως άνω παραδοχές του, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του Π.Δ. 164/2004 και των άρθρων 21 Ν. 2190/1994 και 103 του Συντάγματος, αφού όλες οι σχετικές συμβάσεις και οι ανανεώσεις τους καταρτίσθηκαν μετά την ισχύ των διατάξεων των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος (6-4-2001), οπότε, οποιαδήποτε σύμβαση με το Δημόσιο, με Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, Ν.Π.Δ.Δ. και επιχειρήσεις, που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, εφόσον δεν ακολουθηθεί η από το νόμο οριζόμενη διαδικασία, για τη σύναψή της, αφενός μεν είναι άκυρη και αφετέρου δεν επιτρέπεται η μετατροπή οποιασδήποτε συμβάσεως ορισμένου χρόνου, σε αορίστου και, συνεπώς η, κατ` αυτόν τον τρόπο και χωρίς την τήρηση των προβλεπομένων από την παρ. 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος διατυπώσεων μονιμοποίηση των συμβασιούχων και, κατ` επέκταση, η δικαστική αναγνώριση ύπαρξης μιας τέτοιας (παράνομης) εργασιακής σχέσης. Ούτε, εξάλλου, συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων του Π.Δ.164/2004 και ειδικότερα του (μεταβατικού χαρακτήρα) άρθρου 11 αυτού, αφού οι επίδικες εργασιακές συμβάσεις καταρτίσθηκαν μεταγενέστερα, ήτοι από το έτος 2005 και μετά.

Επομένως, η ένδικη αίτηση, κατά τον μοναδικό, όπως αυτή εκτιμάται, λόγο της, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αναιρετικές πλημμέλειες από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δικ., πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού απορριφθεί η υπέρ των αναιρεσιβλήτων ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση, ως αβάσιμη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 580 παρ. 3, εδ. α Κ.Πολ.Δικ., όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 65 παρ. 1 του Ν. 4139/2013 (ΦΕΚ Α` 74/20-3-2013), "Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει, αν, κατά την κρίση του, δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση".

Εν προκειμένω, η ένδικη αγωγή, με την οποία ζητείται να αναγνωρισθεί ότι η εργασιακή σχέση, που συνέδεε τους ενάγοντες με το εναγόμενο ήταν αορίστου χρόνου, κρίθηκε, κατά τα ανωτέρω, ως μη νόμιμη.

Συνεπώς και εφόσον δεν υπάρχει άλλο αίτημα προς κρίση, η υπόθεση δεν απαιτεί άλλη περαιτέρω έρευνα και, επομένως, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το δικαστήριο τούτο και αφού δικασθεί στην ουσία της, να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Τέλος, οι αναιρεσίβλητοι καθώς και το προσθέτως παρεμβαίνον, πρέπει να καταδικασθούν στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος (άρθρα 176, 182, 183, 191 Κ.Πολ.Δικ.), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζοντας την ένδικη αίτηση με την υπέρ των αναιρεσιβλήτων ασκηθείσα κατά το σκεπτικό πρόσθετη παρέμβαση,

Απορρίπτει την πρόσθετη παρέμβαση,

Αναιρεί την υπ` αριθμ. 34/2013 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, Κρατεί την υπόθεση, Δικάζοντας επί της ένδικης αγωγής,

Απορρίπτει αυτήν (αγωγή) και

Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους και το προσθέτως παρεμβαίνον στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, εκ δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) ευρώ και οκτακοσίων (800) ευρώ αντίστοιχα.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Δεκεμβρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 3 Ιανουαρίου 2013.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Ρ.Κ.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: