1791/2008 | Πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση και απάτη στο δικαστήριο
κατ’ εξακολούθηση. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη. Απορρίπτει.Απόφαση 1791 / 2008 (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)
Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση και απάτη στο δικαστήριο κατ’ εξακολούθηση. Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη. Απορρίπτει.
Αριθμός 1791/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ Συγκροτήθηκε από.......
τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη Προεδρεύοντα
Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ηρακλή
Κωνσταντινίδη), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Ειρήνη Αθανασίου (η
οποία ορίσθηκε προς συμπλήρωση της συνθέσεως, με την 54/2008 Πράξη του
Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο
Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Απριλίου 2008,
με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη
(γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για
να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, που παρέστη
με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Κουμουτσάρη, για αναίρεση της
2909/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς
ενάγουσα την Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της
Δημήτριο Καλαϊτζή. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω
απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο
αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους
που αναφέρονται στην από 4 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η
οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 371/2008.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται
στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η
προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 216 παρ.1 ΠΚ, για την
στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται,
αντικειμενικά μεν η εξ υπαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο
οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον, υποκειμενικά δε δόλος
του υπαιτίου που ενέχει τη γνώση και την θέληση των περιστατικών τα
οποία απαρτίζουν την πράξη, επί πλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό
στοιχείο και σκοπό του δράστη με την χρήση του πλαστού εγγράφου να
παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Ποινικού
Κώδικα, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο
περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη,
παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν
αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων,
τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που
προξένησε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από
τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της
απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή
σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η
πραγματοποίηση του οφέλους β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως
αληθινών ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγικό αίτιο,
παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ)
Βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις
παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις και η οποία υπάρχει σε περίπτωση
μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω κι αν αυτός
έχει ενεργό αξίωση προς επανόρθωση της. Κατά την έννοια της ανωτέρω
διατάξεως, το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση
του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, κάθε φορά που υποβάλλεται σ'
αυτόν ψευδής ισχυρισμός που υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσαγωγή και
επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, αλλά με ανακριβές
περιεχόμενο. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τετελεσμένη όταν, με τους
ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών
στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή
άλλου σε βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει στην
περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς
ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει ως
αβάσιμη την αγωγή ή όταν δεν εκδίδεται οριστική απόφαση Τέλος, κατά τη
διάταξη του άρθρου 46 παρ.1α του ΠΚ με την ποινή του αυτουργού
τιμωρείται όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει
την άδικη πράξη που διέπραξε.
ΙΙ.- Έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ
απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, η
οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ,
υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς
αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική
διαδικασία σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη
πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το δικαστήριο τα
περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν
αποδείξεις για την ενοχή του κατηγορουμένου. Για την ύπαρξη τέτοιας
αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το
διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα
αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι
προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η
αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και
των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται
ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης.
Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και
συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα
αποδεικτικά στοιχεία - και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή - όπως
αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1
και 178 ΚΠΔ.(Ολ.ΑΠ 1/2005). Εξάλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής
ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής δεν έκανε σωστή υπαγωγή των
πραγματικών περιστατικών που δέχτηκε ότι προέκυψαν στην ουσιαστική
ποινική διάταξη που εφάρμοσε, περίπτωση δε τέτοιας εφαρμογής, που ιδρύει
τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' λόγο αναιρέσεως υπάρχει και όταν η
παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα
της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και
διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος
για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή
λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος
της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε η απόφαση
δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη υπ'
αριθμ.2909/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με μνεία
κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη της,
δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση της τα
ακόλουθα περιστατικά "... αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος αφενός
κατάρτισε τα πλαστά έγγραφα που αναφέρονται στο κατηγορητήριο, διότι
όσον αφορά στις 3 εξουσιοδοτήσεις η Γ1 (γιαγιά) η Ψ1 και η Γ2 δεν είχαν
λόγο να εξουσιοδοτήσουν το Δικηγόρο του αντιδίκου τους Θρασύβουλο
Φιλιππίδη να διορίσει ο τελευταίος Δικηγόρο για λογαριασμό τους, ο
οποίος θα ομολογούσε την βάση της αγωγής του αντιδίκου τους, τη στιγμή
που η κόρη της Ψ1 ήταν ασκούμενη Δικηγόρος σε γνωστό Δικηγόρο της
Κατερίνης. Επιπλέον η Ψ1 και η Γ2 όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των
μαρτύρων κατηγορίας αλλά και από την ίδια την κατάθεση της Ψ1 τόσο κατά
την 21-12-2000, ημερομηνία που φέρει το πλαστό ιδιωτικό συμφωνητικό, όσο
και κατά τον 7° του 2000, ημερομηνία που φέρουν οι εξουσιοδοτήσεις,
βρίσκονταν στο εξωτερικό και συνεπώς ούτε γνώριζαν οτιδήποτε για το
περιεχόμενο των πλαστών εγγράφων, ούτε ήταν δυνατό γι' αυτές να τα
υπογράψουν. Ο κατηγορούμενος δεν αρνείται ότι οι αδελφές του ήταν στο
εξωτερικό και ισχυρίζεται ότι η ηλικίας, κατά το έτος 2000, 75 ετών
μητέρα του είναι αυτή που προσκόμισε τα ως άνω πλαστά έγγραφα στον
Δικηγόρο του, ισχυρισμός που εν όψει των καταθέσεων των μαρτύρων, της
ηλικίας και του μορφωτικού επιπέδου της Γ1 δεν κρίνεται πειστικός.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατάρτισε τα ανωτέρω πλαστά
έγγραφα προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει, όπως και έκανε, στα πλαίσια
δίκης, αναγνώρισης κυριότητας κατά της μητέρας του και των αδελφών του,
ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κολινδρού. Επιπρόσθετα ο κατηγορούμενος
εξαπάτησε τόσο το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κατερίνης, το οποίο με την
178/2000 απόφασή του έκανε δεκτή αγωγή του κατηγορουμένου την οποία
αυτός είχε ασκήσει κατά του ήδη αποβιώσαντος πατέρα του και της
ηλικιωμένης μητέρας του, εμφανίζοντας τον πατέρα του ζωντανό,
προκειμένου να μην στρέψει την αρχική αγωγή του κατά των κληρονόμων του
πατέρα του αδελφών του και στη συνέχεια μειώνοντας την αξία του επίδικου
ακινήτου από τα 21.500.000 δρχ., όπως ανέφερε στην πρώτη αγωγή του
ενώπιον του Πολυμελούς, στο ποσό των 3.500.000 δρχ., και χρησιμοποιώντας
και το από .... πλαστό ιδιωτικό συμφωνητικό παρέκτασης κατά τόπο
αρμοδιότητας, που δήθεν το υπέγραψαν οι αντίδικοί του μητέρα και αδερφές
του, εξαπάτησε και το Ειρηνοδικείο Κολινδρού, το οποίο με την 56/2001
απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή του, και τον αναγνώρισε κύριο στα
επίδικα ακίνητα (κληρονομιαία) με σκοπό να αποκτήσει (ο κατηγορούμενος)
τα ακίνητα αυτά. Επομένως πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος των
πράξεων της απάτης και της πλαστογραφίας με χρήση κατ'
εξακολούθηση...".
Με τις παραδοχές του αυτές, το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον
κατηγορούμενο για τις πράξεις της κατ' εξακολούθηση πλαστογραφίας με
χρήση και της κατ' εξακολούθηση απάτης στο δικαστήριο και επέβαλε
συνολική ποινή φυλακίσεως είκοσι δύο (22) μηνών την οποία ανέστειλε. Με
αυτά που δέχθηκε, διέλαβε το Δικαστήριο στην απόφασή του την από τα
άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ απαιτούμενη ειδική και
εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτή, με πληρότητα και
σαφήνεια, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ακροαματική
διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για την συνδρομή των
στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων
για τα οποία τον κήρυξε ένοχο, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από
τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι
σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα παραπάνω περιστατικά που έγιναν δεκτά
στις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1, 386 παρ.1 τις
οποίες οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, και ούτε ευθέως ή εκ πλαγίου
παραβίασε, το δε πόρισμα της απόφασης, ως συνδυασμός αιτιολογικού και
διατακτικού δεν είναι ασαφές, αντιφατικό ή με λογικά κενά που καθιστούν
ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο. Ειδικότερα στην προσβαλλόμενη απόφαση
προσδιορίζεται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ο τρόπος τέλεσης από τον
αναιρεσείοντα της πράξεως της κατάρτισης πλαστού ιδιωτικού συμφωνητικού
και τριών πλαστών εξουσιοδοτήσεων, οι σκέψεις από τις οποίες το
δικαστήριο πείσθηκε ότι τα παραπάνω έγγραφα είναι πλαστά και συντάκτης
αυτών ο αναιρεσείων, αναφέρεται στην απόφαση ο τρόπος κατά τον οποίο
χρησιμοποιήθηκαν τα έγγραφα και προσδιορίζεται ο σκοπός παραπλάνησης των
δικαστών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κατερίνης και του Ειρηνοδίκη
Κολυνδρού ο οποίος και επιτεύχθηκε. Ειδικότερα, οι άνω δικαστές
οδηγήθηκαν στην έκδοση αποφάσεως με την οποία έγινε δεκτή αγωγή του
αναιρεσείοντος γιατί αυτός έκαμε χρήση πλαστών εξουσιοδοτήσεων με τις
οποίες οι εναγόμενες (μητέρα και τρείς αδελφές του) φέρονται ότι έχουν
εξουσιοδοτήσει δικηγόρο να συνομολογήσει το περιεχόμενο των αγωγών, ο
οποίος και πράγματι εμφανίσθηκε ενώπιον των άνω δικαστηρίων για
λογαριασμό των εναγομένων και συνομολόγησε τις αγωγές κατ' αυτών. Τέλος,
δε, προσδιορίζεται το από το έγκλημα της απάτης επιδιωχθέν όφελος και η
απειληθείσα εις βάρος των εγκαλούντων ζημία, ο χρόνος επελεύσεως αυτής
και σε τι η ζημία αυτή συνίσταται. Οι αιτιάσεις ότι δεν διαλαμβάνονται
στην απόφαση σκέψεις από τις οποίες το δικαστήριο οδηγήθηκε στο
αποδεικτικό συμπέρασμα α) ότι τα αναφερόμενα ακίνητα αποτελούν
κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του β) δεν προσδιορίζεται ο τρόπος
κτήσεως της κυριότητας από εκείνον (πατέρα) και γ) ότι το δικαστήριο δεν
εξετίμησε σωστά τους ισχυρισμούς του ότι κύριος των άνω ακινήτων είναι ο
ίδιος, είναι απαράδεκτες γιατί πλήττουν την περί τα πράγματα ανέλεγκτη
κρίση του δικαστηρίου.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ'του Κ.Π.Δ λόγος αναιρέσεως με
τον οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για ελλειπή αιτιολογία,
είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί
και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1
ΚΠΔ) και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσης πολιτικώς εναγούσης Ψ1
(άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ και 176 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 4 Φεβρουαρίου 2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση της υπ'
αριθμ.2.909/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ανέρχονται σε
διακόσια είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς
εναγούσης την οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2008.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 9 Ιουλίου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
|
Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ - ΠΟΙΝΙΚΟ - ΑΡΙΘ ΑΠΟΦ.1791/2008 - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ - Πλαστογραφία με χρήση κατ’ εξακολούθηση και απάτη στο δικαστήριο κατ’ εξακολούθηση - Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη. Απορρίπτει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου