|
Απόφαση του Β1΄ Πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου με αρ. 1674/2010:
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ
και 6 του ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38
του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει
όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της συμφωνίας τους,
αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας
που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο
καθορισμού και καταβολής του και ο εργαζόμενος υπόκειται σε
νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη, η οποία
εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές
για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο
παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για
τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του προς αυτές. Η σύμβαση αυτή.....
διακρίνεται από την αναφερόμενη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση
μίσθωσης έργου (επί της οποίας δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις
της εργατικής νομοθεσίας), κυρίως γιατί με τη σύμβαση εργασίας
οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα παρέχεται σε
ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την σύμβαση μισθώσεως έργου οι
συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού
αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη
λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης. Ο
χαρακτηρισμός της συμβατικής σχέσης γίνεται από το δικαστήριο
μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων, για να
κριθεί -ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτήρα που έδωσαν- με ποια
συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέονται τα συμβαλλόμενα μέρη. Στην
κατ' επίφαση χαρακτηρισθείσα κατά τη σύναψη της σύμβαση έργου,
ενώ πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ισχύουν οι
διατάξεις του εργατικού δικαίου.
Απόφαση 1674 / 2010 (Β1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη:
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που
διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της
συμφωνίας τους, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και
στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του και ο
εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη,
η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές
για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής
των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της
συμμορφώσεως του προς αυτές. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την
αναφερόμενη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου (επί της οποίας δεν
έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας), κυρίως γιατί με
τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα
παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την σύμβαση μισθώσεως
έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος
τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη
λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης. Ο χαρακτηρισμός της
συμβατικής σχέσης γίνεται από το δικαστήριο μετά από εκτίμηση όλων των
συγκεκριμένων περιστάσεων, για να κριθεί -ανεξάρτητα από τον νομικό
χαρακτήρα που έδωσαν- με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέονται τα
συμβαλλόμενα μέρη. Στην κατ' επίφαση χαρακτηρισθείσα κατά τη σύναψη της
σύμβαση έργου, ενώ πρόκειται για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, ισχύουν
οι διατάξεις του εργατικού δικαίου.
Αριθμός 1674/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1 Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηλία Γιαννακάκη, Αντιπρόεδρο Αρείου
Πάγου, Σπυρίδωνα Ζιάκα, Παναγιώτη Κομνηνάκη, Ανδρέα Δουλγεράκη και
Νικόλαο Πάσσο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 2 Νοεμβρίου 2010,
με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει
μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ
ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΕ" (Ε.Ε.Τ.Α.Α. ΑΕ), που εδρεύει
στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τους
πληρεξούσιους δικηγόρους της Ευάγγελο Μπαρμπούρη και Κωνσταντίνο
Παναγόπουλο.
Του αναιρεσιβλήτου: ..., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον
πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Αντωνίου. Δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 6-6-2005 αγωγή του ήδη
αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι
αποφάσεις: 883/2005 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1437/2007 του
Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης
ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 20-3-2009 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι
διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης
Παναγιώτης Κομνηνάκης διάβασε την από 17-12-2009 έκθεση της κωλυομένης
να μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου αυτού Αρεοπαγίτου Βαρβάρας
Κριτσωτάκη, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως
αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι της αναιρεσείουσας ζήτησαν την παραδοχή της
αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε
την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943, που
διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση
εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι, με τους όρους της
συμφωνίας τους, αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και
στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο καθορισμού και καταβολής του και ο
εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη,
η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές
για τον εργαζόμενο οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής
των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της
συμμορφώσεώς του προς αυτές. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από την
αναφερόμενη στο άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση μίσθωσης έργου (επί της οποίας δεν
έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας), κυρίως γιατί με
τη σύμβαση εργασίας οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που θα
παρέχεται σε ορισμένο ή αόριστο χρόνο, ενώ με την σύμβαση μισθώσεως
έργου οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην επίτευξη του συμφωνηθέντος
τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη
λύση της μεταξύ των συμβαλλομένων συμβατικής σχέσης. Ο χαρακτηρισμός της
συμβατικής σχέσης γίνεται από το δικαστήριο μετά από εκτίμηση όλων των
συγκεκριμένων περιστάσεων, για να κριθεί -ανεξάρτητα από τον νομικό
χαρακτήρα που έδωσαν- με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέονται τα
συμβαλλόμενα μέρη .Στην προκείμενη περίπτωση, το Πολυμελές Πρωτοδικείο
Αθηνών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε ανέλεγκτα, όπως προκύπτει από την
προσβαλλόμενη απόφασή του τα εξής: Η εναγομένη είναι νομικό πρόσωπο
ιδιωτικού δικαίου που διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν.
1518/1985 και έχει ως σκοπό την τεχνική υποστήριξη των ΟΤΑ, των
συνδέσμων Δήμων και Κοινοτήτων, των δημοτικών και κοινοτικών νομικών
προσώπων και ιδρυμάτων της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδος
(Κ.Ε.Δ.Κ.Ε.) και των τοπικών ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων των ΟΤΑ και
των άλλων νομικών προσώπων που συνιστούν ή στα οποία συμμετέχουν οι
παραπάνω φορείς. Μετά την ισχύ του ν. 2910/2001 " για την είσοδο και
παραμονή αλλοδαπών στην Ελληνική Επικράτεια και την κτήση της Ελληνικής
ιθαγένειας με πολιτογράφηση και άλλες διατάξεις" καταρτίστηκε από το
Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης πρόγραμμα με
τον τίτλο " Πληροφοριακό Σύστημα Καταγραφής και Διαχείρισης Μεταναστών"
με σκοπό την άμεση και αποτελεσματική διαχείριση των πληροφοριών που
αφορούν τις διοικητικές διαδικασίες (εκδόσεις εγκρίσεων, έλεγχος
δικαιολογητικών κλπ) νομιμοποίησης των μεταναστών, ώστε με την ταχύτερη
ενημέρωση των συναρμόδιων υπηρεσιών να επιτυγχάνεται η ασφαλής
τακτοποίηση των σχετικών ζητημάτων. Στα πλαίσια του προγράμματος αυτού
καταρτίστηκε την 1-11-2002 μεταξύ του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας
Διοίκησης και Αποκέντρωσης, της Κ.Ε.Δ.Κ.Ε. και της αναιρεσείουσας
προγραμματική σύμβαση με αντικείμενο την εισαγωγή και τον έλεγχο των
στοιχείων των φακέλων των μεταναστών στο σχετικό πληροφοριακό σύστημα,
τη μεταφορά δεδομένων από ενδεχόμενες προγενέστερες σε άλλα προγράμματα-
βάσεις δεδομένων και την πρόσληψη, εκπαίδευση και παρακολούθηση
συνεργατών που θα συμμετέχουν στο έργο των υπηρεσιών αυτού. Η εναγομένη
με τη σύμβαση αυτή ανέλαβε, στα πλαίσια της τεχνικής υποστήριξης του
προγράμματος, την οικονομική διαχείριση αυτού, την υλοποίηση των
προαναφερόμενων ενεργειών και την υποχρέωση να συμμετέχει στην επιτροπή
παρακολούθησης του προγράμματος. Η ισχύς της συμβάσεως συμφωνήθηκε μέχρι
31-12-2003. επειδή όμως ο σκοπός για τον οποίο καταρτίστηκε η σύμβαση,
λόγω του μεγάλου όγκου μεταναστών που υπήρχαν στη χώρα δεν κατέστη
δυνατόν να εκπληρωθεί μέσα στην άνω προθεσμία υπογράφηκε νέα συμφωνία
στις 6-2-2004 με το ίδιο αντικείμενο και με ισχύ μέχρι 31-7-2004. Προς
εκπλήρωση της υποχρεώσεώς της εκ των άνω συμβάσεων η εναγομένη προσέλαβε
στις 3-2-2003 τον ενάγοντα για να παρέχει την εργασία του μέχρι τις
3-8-2003, απασχολούμενος με την εισαγωγή στοιχείων στο πληροφοριακό
σύστημα τήρησης δεδομένων των μεταναστών που διαβιούν στην Ελλάδα, τα
οποία τηρούνταν στις υπηρεσίες αλλοδαπών για την έκδοση αδειών των
μεταναστών. Για την εκπλήρωση ων υποχρεώσεών του έναντι της εναγομένης ο
ενάγων εγκαταστάθηκε στα γραφεία της Γενικής Περιφέρειας Αττικής από
3-2-2003 μέχρι 3-8-2003 εργαζόμενος με σταθερό ωράριο εργασίας και υπό
τις εντολές και την εποπτεία των προϊσταμένων του προέβαινε στην
παραλαβή, πρωτοκόλληση, ταξινόμηση και αρχειοθέτηση των σχετικών με την
έκδοση παραμονής των μεταναστών εγγράφων και στην εισαγωγή των σχετικών
στοιχείων στο πληροφοριακό σύστημα τήρησης δεδομένων. Ο ενδιαφερόμενοι
για τη νομιμοποίησή τους αλλοδαποί ήταν πολλοί και δεν κατέστη δυνατόν
να ολοκληρωθεί η καταγραφή τους με σκοπό την έκδοση αδειών παραμονής
τους στο ως άνω συμβατικό χρονικό διάστημα, γι' αυτό και η ανωτέρω
σύμβαση ανανεώθηκε με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις για τα χρονικά
διαστήματα από 6-8-2003 μέχρι 31-12-2003, από 12-1-2004 μέχρι 30-6-2004
και από 1-7-2004 μέχρι 31-7-2004. Με βάση τα παραπάνω, δέχθηκε στη
συνέχεια το Πολυμελές Πρωτοδικείο ότι η εργασία την οποία παρείχε ο
αναιρεσίβλητος στην αναιρεσείουσα είχε όλα τα χαρακτηριστικά της
σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, δεδομένου ότι η
αναιρεσείουσα απέβλεψε στην υπό του αναιρεσιβλήτου παρεχόμενη εργασία
καθαυτή και όχι σε συγκεκριμένο έργο, ο δε αναιρεσίβλητος τελούσε υπό
τον πειθαρχικό έλεγχο και εποπτεία των προϊσταμένων του λαμβάνοντας
εντολές και οδηγίες δεσμευτικές για την εκτέλεση της εργασίας που του
είχε ανατεθεί, τηρούσε καθημερινά σταθερό ωράριο εργασίας και παρείχε
την εργασία του στον ορισθέντα από την αναιρεσείουσα τόπο που ήταν τα ως
άνω γραφεία της Περιφέρειας. Επομένως, κατέληξε, οι ως άνω συμβάσεις
κατ' επίφαση χαρακτηρίστηκαν κατά τη σύναψή τους ως συμβάσεις έργου, ενώ
επρόκειτο για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας επί των οποίων ισχύουν οι
διατάξεις του εργατικού δικαίου και ειδικότερα οι διατάξεις των ν.
1082/1982 και 539/1945, σύμφωνα με τις οποίες ο αναιρεσίβλητος
δικαιούται τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα 2003 και 2004,
καθώς και αδειών και επιδόματος αδείας για τα ίδια έτη. Με βάση τις
παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της
πρωτόδικης απόφασης, η οποία είχε κρίνει ομοίως. Με την κρίση του αυτή
το ανωτέρω Δικαστήριο της ουσίας δεν παραβίασε τις αναφερόμενες στη
μείζονα σκέψη ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ο μοναδικός λόγος της
αναιρέσεως από το άρθρο 560 αριθμ. 1 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και πρέπει να
απορριφθεί. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως και
να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου,
που δεν κατέθεσε προτάσεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-3-2009 αίτηση της ανώνυμης εταιρείας με την
επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ Α.Ε."
για αναίρεση της υπ' αριθμ. 1437/2007 απόφασης του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Αθηνών . Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκατό (1.100) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Νοεμβρίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Δεκεμβρίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου