ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ ΓΙΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
ΕΦΕΣΗ ΕΔΩ!!....
ΣΥΝΕΧΊΣΤΕ ΠΑΡΑΚΑΤΩ!!...
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΑ - ΕΦΕΣΗ - ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ
Προς το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών
ΕΦΕΣΗ
Της ανώνυμης εταιρίας «……. Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………, αριθμ. ….., όπως εκπροσωπείται κατά το νόμο.
ΚΑΤΑ
Του Ελληνικού Δημοσίου, που το εκπροσωπεί ο οικονομικός έφορος Φορολογίας Ανωνύμων Εταιριών Αθηνών, και της απόφασης …/… του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών .
Με την πιο πάνω απόφαση έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η προσφυγή μου της …/…/… κατά του …/…. φύλλου ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, οικον. έτους …., του οικονομικού εφόρου Α.Ε. Αθηνών. Την απόφαση αυτή εκκαλώ για τους ακόλουθους λόγους:
1. Η εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι είναι ανακριβή και ανεπαρκή τα φορολογικά βιβλία και τα στοιχεία που τήρησα. Η κρίση της όμως αυτή είναι λαθεμένη, γιατί οι ελλείψεις που διαπίστωσε ο έλεγχος είναι ολωσδιόλου επουσιώδεις και οφείλονται σε απλή παραδρομή, χωρίς πρόθεση φοροδιαφυγής. Ειδικότερα: Η παράλειψη να καταχωρήσω στο Βιβλίο Εσόδων – Εξόδων τρία τιμολόγια πωλήσεων, συνολικής αξίας …….. δραχμών, δεν μπορεί να επιφέρει την απόρριψη του βιβλίου αυτού, αφού η αξία των τιμολογίων αυτών είναι ασήμαντη σε σχέση με τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης (……… δρχ.). Επίσης η παράλειψη να σημειώσω στα τιμολόγια πωλήσεων και την ποιότητα των εμπορευμάτων δεν αποτελεί ουσιώδη ανεπάρκεια των βιβλίων μου. Έτσι δε γίνονται ανέφικτες οι ελεγκτικές επαληθεύσεις, γιατί ο κωδικός αριθμός που σημειώνεται στα τιμολόγια αναφέρεται και στην ποιότητα του εμπορεύματος.
2. Η εκκαλούμενη απόφαση εφάρμοσε εξωλογική μέθοδο στον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της επιχείρησης. Με τον τρόπο αυτό προσδιόρισε τα ακαθάριστα έσοδα σε ποσό διπλάσιο περίπου από τα πραγματικά (δηλ. …….. δρχ. αντί ……. δρχ.), χωρίς να αιτιολογεί την υπερβολική και πέρα από κάθε πραγματικό αύξησής τους. Προσδιόρισε επίσης με την ίδια μέθοδο τα καθαρά κέρδη σε ………. δρχ. με συντελεστή καθαρού κέρδους 20%. Ενώ όμως ο συντελεστής αυτός βρίσκεται πάνω από τα ανώτατα όρια που προβλέπουν οι σχετικοί πίνακες (απόφαση ……/……… του Υπουργού Οικονομικών, ΦΕΚ ….. Β’, κωδικός αριθμός …….., σ.κ.κ. 10-17%), η εκκαλούμενη απόφαση δεν περιέχει καμιά αιτιολογία που να δικαιολογεί την υπέρβαση αυτή. Για τον προσδιορισμό, άλλωστε, του εφαρμοστέου συντελεστή δεν έλαβε υπόψη ότι η επιχείρησή μας εκτός από άλλες δαπάνες βαρύνεται και με υπέρογκα έξοδα τραπεζικών δανείων (τόκους, προμήθειες κλπ.).
3. Επέβαλε πρόσθετο φόρο ίσο με 60% του κύριου φόρου, ενώ σύμφωνα με όσα εκθέτω παραπάνω η δήλωση μου είναι ειλικρινής.
Για τους λόγους αυτούς
ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η έφεσή μου.
Να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η προσφυγή μου, να ακυρωθεί το …/…. φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, οικο. έτους …., του οικονομικού εφόρου Α.Ε. Αθηνών, και να απαλλαγώ από τον κύριο και τον πρόσθετο φόρο που μου καταλόγισε η φορολογική Αρχή.
Αθήνα, …../…./…..
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος
ΕΦΕΣΗ
Της ανώνυμης εταιρίας «……. Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα, οδός …………, αριθμ. ….., όπως εκπροσωπείται κατά το νόμο.
ΚΑΤΑ
Του Ελληνικού Δημοσίου, που το εκπροσωπεί ο οικονομικός έφορος Φορολογίας Ανωνύμων Εταιριών Αθηνών, και της απόφασης …/… του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών .
Με την πιο πάνω απόφαση έγινε δεκτή κατά ένα μέρος η προσφυγή μου της …/…/… κατά του …/…. φύλλου ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, οικον. έτους …., του οικονομικού εφόρου Α.Ε. Αθηνών. Την απόφαση αυτή εκκαλώ για τους ακόλουθους λόγους:
1. Η εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ότι είναι ανακριβή και ανεπαρκή τα φορολογικά βιβλία και τα στοιχεία που τήρησα. Η κρίση της όμως αυτή είναι λαθεμένη, γιατί οι ελλείψεις που διαπίστωσε ο έλεγχος είναι ολωσδιόλου επουσιώδεις και οφείλονται σε απλή παραδρομή, χωρίς πρόθεση φοροδιαφυγής. Ειδικότερα: Η παράλειψη να καταχωρήσω στο Βιβλίο Εσόδων – Εξόδων τρία τιμολόγια πωλήσεων, συνολικής αξίας …….. δραχμών, δεν μπορεί να επιφέρει την απόρριψη του βιβλίου αυτού, αφού η αξία των τιμολογίων αυτών είναι ασήμαντη σε σχέση με τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης (……… δρχ.). Επίσης η παράλειψη να σημειώσω στα τιμολόγια πωλήσεων και την ποιότητα των εμπορευμάτων δεν αποτελεί ουσιώδη ανεπάρκεια των βιβλίων μου. Έτσι δε γίνονται ανέφικτες οι ελεγκτικές επαληθεύσεις, γιατί ο κωδικός αριθμός που σημειώνεται στα τιμολόγια αναφέρεται και στην ποιότητα του εμπορεύματος.
2. Η εκκαλούμενη απόφαση εφάρμοσε εξωλογική μέθοδο στον προσδιορισμό των αποτελεσμάτων της επιχείρησης. Με τον τρόπο αυτό προσδιόρισε τα ακαθάριστα έσοδα σε ποσό διπλάσιο περίπου από τα πραγματικά (δηλ. …….. δρχ. αντί ……. δρχ.), χωρίς να αιτιολογεί την υπερβολική και πέρα από κάθε πραγματικό αύξησής τους. Προσδιόρισε επίσης με την ίδια μέθοδο τα καθαρά κέρδη σε ………. δρχ. με συντελεστή καθαρού κέρδους 20%. Ενώ όμως ο συντελεστής αυτός βρίσκεται πάνω από τα ανώτατα όρια που προβλέπουν οι σχετικοί πίνακες (απόφαση ……/……… του Υπουργού Οικονομικών, ΦΕΚ ….. Β’, κωδικός αριθμός …….., σ.κ.κ. 10-17%), η εκκαλούμενη απόφαση δεν περιέχει καμιά αιτιολογία που να δικαιολογεί την υπέρβαση αυτή. Για τον προσδιορισμό, άλλωστε, του εφαρμοστέου συντελεστή δεν έλαβε υπόψη ότι η επιχείρησή μας εκτός από άλλες δαπάνες βαρύνεται και με υπέρογκα έξοδα τραπεζικών δανείων (τόκους, προμήθειες κλπ.).
3. Επέβαλε πρόσθετο φόρο ίσο με 60% του κύριου φόρου, ενώ σύμφωνα με όσα εκθέτω παραπάνω η δήλωση μου είναι ειλικρινής.
Για τους λόγους αυτούς
ΖΗΤΩ
Να γίνει δεκτή η έφεσή μου.
Να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η προσφυγή μου, να ακυρωθεί το …/…. φύλλο ελέγχου φορολογίας εισοδήματος, οικο. έτους …., του οικονομικού εφόρου Α.Ε. Αθηνών, και να απαλλαγώ από τον κύριο και τον πρόσθετο φόρο που μου καταλόγισε η φορολογική Αρχή.
Αθήνα, …../…./…..
Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος
------------
1. ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ
ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
2. ΕΦΕΣΗ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:
Θεοδώρα Λαζαρέτου
Εφοριακός ΠΕ/Α (ΔΟΥ ΦΑΕ
Πειραιά)
DEA de Droit (Lyon III,
Γαλλία)
Διδάκτορας Νομικής Σχολής
Πανεπιστημίου Αθηνών
Στο
πρώτο μέρος της....
παρουσίασης που ακολουθεί παρουσιάζονται δύο αντικρούσεις
προσφυγών. Η πρώτη αντίκρουση αντιμετωπίζει τα θέματα της άσκησης του
δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης και της επίδοσης πρόσκλησης σε περίπτωση
επιβολής προστίμου Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. Η δεύτερη αντίκρουση
αντιμετωπίζει θέμα εφαρμογής του άρθρου 75 του ν. 2238/1994 σε περίπτωση
καταλογισμού ποσού Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας. Στο δεύτερο μέρος
παρουσιάζεται μία έφεση που αφορά υπόθεση φορολογίας εισοδήματος.
ΜΕΡΟΣ 1. ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ
ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
ΚΒΣ- Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης- Επίδοση
πρόσκλησης
Υπόθεση. Η ΔΟΥ επέδωσε στον
φορολογούμενο πρόσκληση για την προσκόμιση των βιβλίων και στοιχείων. Ο
φορολογούμενος δεν ανταποκρίθηκε και στη συνέχεια ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ έκδωσε
απόφαση επιβολής προστίμου ΚΒΣ. Ο φορολογούμενος άσκησε προσφυγή κατά της
πράξης αυτής.
Η
αντίκρουση έχει ως εξής:
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
.............
ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ
ΑΡΘΡΟΥ 129 Κ.Δ.Δ.
ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΟΥ
...................
ΕΠΙ
ΤΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜ. ...........
ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΤΟΥ/ΤΗΣ .................. ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜ. .................
ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ ΚΒΣ.
Συζητείται ενώπιον σας η με αριθμό καταχώρησης στο
βιβλίο προσφυγών της ΔΟΥ .............. προσφυγή του/της ..................................... κατά της με αριθμ. ............. απόφασης
επιβολής προστίμου ΚΒΣ του Προϊσταμένου της ΔΟΥ.........., με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της εν λόγω
εταιρείας για τη διαχειριστική περίοδο ........... πρόστιμo συνολικού ποσού
........... ευρώ.
Τη
συζητούμενη ενώπιον σας προσφυγή αρνούμεθα και αποκρούομε στο σύνολό της ως
αόριστη και ουσία αβάσιμη. Για την απόκρουσή της προβάλλουμε τους παρακάτω
νόμιμους, βάσιμους και ορθούς λόγους.
ΕΠΙ ΤΟΥ
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΚΡΟΑΣΗΣ
Προβάλλεται
στην κρινόμενη προσφυγή ως λόγος ακύρωσης της επίδικης πράξης το ότι η
προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατά παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας
έκδοσής της. Συγκεκριμένα, κατά τον/την προσφεύγουσα, η επίδικος πράξη εκδόθηκε
χωρίς να χορηγηθεί στον/ην αντίδικο το
δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης που απορρέει από το άρθρο 6 του ν.2690/1999 και
επομένως είναι για αυτό το λόγο νομικά
πλημμελής.
Ο
προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί για τους παρακάτω νόμιμους
λόγους και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί
ως αβάσιμος.
1.Σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2
του Συντάγματος «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα
δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή
συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει. Το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης του
ενδιαφερομένου ισχύει και για κάθε διοικητική ενέργεια ή μέτρο που λαμβάνεται
σε βάρος των δικαιωμάτων ή συμφερόντων του». Η συνταγματική διάταξη του άρθρου
20 καθιερώνει μια ιδιαίτερη μορφή συμμετοχής του πολίτη στη διοικητική
διαδικασία, το δικαίωμα ακρόασης.
Σκοπός
του δικαιώματος ακρόασης είναι η μη λήψη μέτρου από τη Διοίκηση σε βάρος του
διοικούμενου, χωρίς προηγουμένως να τον καλέσει να εκφράσει τις απόψεις του.
Κατά την έννοια της συνταγματικής διάταξης η προηγούμενη ακρόαση προσφέρει την
δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο να
προβάλει τις αιτιάσεις του και να υποστηρίξει τα δικαιώματα ή συμφέροντα του
προτείνοντας εύλογες λύσεις και αφετέρου
να διασφαλίσει την καλύτερη ενημέρωση της Διοίκησης και κατά συνέπεια την
αποτελεσματικότερη και δικαιότερη λειτουργία της.
Η
νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει προσδιορίσει το εύρος εφαρμογής
του δικαιώματος της ακρόασης στην διοικητική διαδικασία. Συγκεκριμένα το
δικαίωμα της προηγούμενη ακρόασης δεν εφαρμόζεται:
· όταν πρόκειται για
κανονιστική διοικητική πράξη
· όταν, κατ΄ αρχήν,
ανακαλείται παράνομη διοικητική πράξη, η οποία είχε αρχικά εκδοθεί υπέρ του
ενδιαφερομένου
· όταν συντρέχει λόγος
εξυπηρέτησης γενικότερου δημοσίου συμφέροντος
· όταν πρόκειται για μέτρο
διοικητικής εκτέλεσης
· όταν πρόκειται για
διοικητική ενέργεια που κατά το νόμο είναι δέσμια ή στηρίζεται σε κριτήρια ή
δεδομένα που από τη φύση τους είναι αντικειμενικά
· όταν μέτρο που αφορά τη
διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος κινδυνεύει να αναβληθεί, να ματαιωθεί ή να
καταστεί περιττό.
2. Η φορολογική διοικητική διαδικασία
αποσκοπεί στην «βεβαίωση» του φόρου, υπό την έννοια της έκδοσης ατομικών
διοικητικών πράξεων επιβολής ή προσδιορισμού ή καταλογισμού του φόρου. Αποτελεί
ειδική διαδικασία σε σχέση με τη γενική διοικητική διαδικασία η οποία και
ρυθμίζει κατά τρόπο ιδιαίτερο - σε σχέση με τη γενική διάταξη του άρθρου 6 του
ν. 2690/1999 Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας - την εφαρμογή του δικαιώματος της
προηγούμενης ακρόασης. Η εφαρμογή του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης του
ενδιαφερομένου στη φορολογική διαδικασία πραγματώνεται με την σύμπραξη του
φορολογουμένου στη φορολογική διαδικασία και τη δυνατότητα της κατόπιν αιτήσεως
του υπόχρεου εξώδικης επίλυσης της διαφοράς.
Κατά αυτό το τρόπο, καλύπτεται η υποχρέωση, που επιβάλλει το Σύνταγμα,
στη φορολογική διοίκηση να καλέσει το φορολογούμενο να εκθέσει τις απόψεις του,
αφού του παρέχεται η δυνατότητα με την υποβολή των αιτήσεων ή δηλώσεων του. Η
δυνατότητα της κατόπιν αιτήσεως εξώδικης λύσης της διαφοράς, όταν εφαρμόζεται,
«....παρέχει στον υπόχρεο την ευχέρεια να ακουσθεί από την αρμόδια φορολογική
αρχή και να υπερασπιστεί τον εαυτό του, επιτυγχάνοντας, πριν από την καταβολή,
τον περιορισμό ή την διαγραφή του επιβληθέντος προστίμου, εκπληρώνεται δε με το
τρόπο αυτόν η ...... συνταγματική επιταγή για ακρόαση αυτού από τη Διοίκηση». Η
δε νομολογία ως προς τούτο είναι πάγια (βλ. σχ. ΣτΕ 2267/1982, 3361/1989,
3855/1983, 2709/1984, 3361/1989).
Έτι
περαιτέρω, υπέρ της θέσης μας, συνηγορεί το γεγονός ότι οι πράξεις επιβολής,
προσδιορισμού και καταλογισμού φόρου εκδίδονται κατά δέσμια αρμοδιότητα (βλ.
σχ. Κ .Δ. Φινοκαλιώτη, Φορολογικό Δίκαιο, β΄ έκδοση 1999). Συνεπώς σύμφωνα με
τις προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος ακρόασης που έθεσε το ανώτατο
ακυρωτικό δικαστήριο, δεν αποτελεί η προηγούμενη ακρόαση του υπόχρεου ουσιώδη τύπο της διαδικασίας έκδοσης της
φορολογικής πράξης, η μη τήρηση του οποίου επάγεται τη νομική πλημμέλεια της
υπό κρίσης σας πράξης.
ΕΠΙ ΤΩΝ
ΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ
Περαιτέρω
προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης το ότι η αντίδικος ουδέποτε έλαβε γνώση της από
................ πρόσκλησης για την προσκόμιση των βιβλίων και στοιχείων και ως
εκ τούτου δεν υπέπεσε στην φορολογική παράβαση της μη επίδειξης βιβλίων και
στοιχείων. Συγκεκριμένα η αντίδικος ισχυρίζεται ότι η πρόσκληση δεν επιδόθηκε
νομότυπα γιατί ελλείπει η έκθεση επιδόσεως κατά τις διατάξεις 50 επ. του Κώδικα
Διοικητικής Δικονομίας.
Στην
συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη ενώπιον σας
έκθεση ελέγχου, ο Προϊστάμενος της ΔΟΥ
......................... με την με αριθμό πρωτ. ............. πρόσκληση,
κάλεσε τον/ην αντίδικο να θέσει στη διάθεση της Υπηρεσία μας τα βιβλία και
στοιχεία του, υποδεικνύοντας τόπο και χρόνο απ΄ όπου ήταν δυνατός ο έλεγχος
του/της αντιδίκου (επιχείρησης).
Η
διάταξη του άρθρου 66 παρ. 1 του ν. 2238/1994 - σε εφαρμογή της οποίας εστάλη η
επίμαχη πρόσκληση - προβλέπει ότι ο Προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής
Υπηρεσίας μπορεί να ζητά από τον υπόχρεο, ανεξάρτητα από το αν έχει υποβάλει ή
όχι φορολογική δήλωση, καλώντας αυτόν με έγγραφο το οποίο του αποστέλλει επί
αποδείξει, να δώσει μέσα σε σύντομη και τακτή προθεσμία, είτε αυτοπροσώπως είτε
με εντολοδόχο που διορίζεται με απλή επιστολή, τις αναγκαίες διευκρινίσεις και να προσκομίσει κάθε λογαριασμό και κάθε
στοιχείο που είναι χρήσιμο για τον καθορισμό του εισοδήματος. Η διάταξη αυτή ορίζει ότι η πρόσκληση
αποστέλλεται με απόδειξη στον φορολογούμενο χωρίς να ορίζει ότι η απόδειξη
συντελείται αποκλειστικά και μόνο με επίδοση κατά την έννοια των διατάξεων των
άρθρων 50 επ. του ΚΔΔ. Η ενυπόγραφη παραλαβή από τον υπόχρεο σημειούμενη στο
σώμα της πρόσκλησης ικανοποιεί την συνθήκη της αποστολής με απόδειξη, κατά τα
συνήθως συμβαίνοντα στις συναλλαγές.
Ο
ισχυρισμός του/ης αντιδίκου ότι τα κεφαλαία γράμματα ............, που αναγράφονται στη θέση του παραλαβόντος
την πρόσκληση, δεν ανήκουν στο νόμιμο εκπρόσωπο του/ης αντιδίκου δεν αποδεικνύεται από κανένα πραγματικό ή
νομικό γεγονός. Η απλή επίκληση υποθετικών συλλογισμών δεν αποτελεί απόδειξη
πραγματικού γεγονότος κατά τους κανόνες της δικονομίας. Απεναντίας, από τη
σημειούμενη παραλαβή της πρόσκλησης καθίσταται σαφές ποιο είναι το πρόσωπο στο
οποίο αφορά η πρόσκληση και ποιο είναι
το έγγραφο που αποστέλλεται. Καμία αμφιβολία δεν καταλείπεται τόσο ως
προς το έγγραφο που αποστέλλεται όσο και ως προς το πρόσωπο στο οποίο
αποστέλλεται. Συνεπώς ο επικαλούμενος ισχυρισμός του/ης αντιδίκου επιχείρησης
είναι αβάσιμος και αόριστος.
Συνακόλουθα
των παραπάνω προβάλλεται αλυσιτελώς ο ισχυρισμός του/ης αντιδίκου ότι η
πρόσκληση που απέστειλε η Υπηρεσία μας είναι προδήλως παράνομη ενόψει των
διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογίας εισοδήματος και του άρθρου 36 παρ. 1,3,4, και 5 του ΚΒΣ
και ότι δεν συνιστούσε νόμιμη υποχρέωση για την επιχείρηση για την προσκόμιση
των βιβλίων και στοιχείων.
Με
βάση λοιπόν τα παραπάνω νομικά και πραγματικά περιστατικά οι προβαλλόμενοι
λόγοι ακύρωσης είναι παντελώς αβάσιμοι ως αναπόδεικτοι και ανυποστήρικτοι. Τα
αναφερόμενα από τον/ην αντίδικο .......... δεν καθιστούν άνευ άλλου λόγου μη
νόμιμη την υπό κρίση σας απόφαση και ακυρωτέα για αυτό ακριβώς το λόγο.
Επειδή η υπό κρίση προσφυγή του/ης
αντιδίκου μας πρέπει με την απόφαση που θα εκδώσει το Δικαστήριο σας να
απορριφθεί σε όλα της τα μέρη.
Επειδή η παρούσα έκθεσή μας είναι
παραδεκτή, νόμιμη, βάσιμη και αληθής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ
την απόρριψη της προσφυγής στο σύνολό της.
(ημερομηνία)
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ
ΤΗΣ ΔΟΥ .........................
ΦΜΑΠ - Τροποποίηση φύλλου ελέγχου κατά το
άρθρο 75 του ν. 2238/1994
Υπόθεση. Η ΔΟΥ, αφού διενήργησε
επανέλεγχο, έκδωσε τροποποιητική πράξη ΦΜΑΠ σε εφαρμογή των άρθρων 28 του ν.
2459/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο 75 του ν. 2238/1994. Ο φορολογούμενος άσκησε προσφυγή κατά της πράξης αυτής.
Η
αντίκρουση έχει ως εξής:
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
...............
ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ
ΑΡΘΡΟΥ 129 Κ.Δ.Δ.
ΤΟΥ ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΔΟΥ
................
ΕΠΙ
ΤΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜ.
............... ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΤΟΥ/ΗΣ
......................... ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜ. ..........................
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΦΟΡΟΥ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ.
Συζητείται
ενώπιον σας η με αριθμό καταχώρησης στο βιβλίο προσφυγών της ΔΟΥ
................. προσφυγή του/ης .................. κατά της με αριθμ. ...................
τροποποιητικής πράξης επιβολής φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας του
Προϊσταμένου της ΔΟΥ ..............
Συγκεκριμένα,
η προσφεύγουσα επιχείρηση υπέβαλε την με αριθμ. ............. δήλωση φόρου
μεγάλης ακίνητης περιουσίας έτους ........., με την οποία δήλωσε ακίνητό της
κείμενο επί της οδού ............. επιφανείας γης ............ μετά των εντός
αυτής κτισμάτων ...................... Η δήλωση αυτή κρίθηκε από την υπηρεσία
μας ειλικρινής μετά από το φορολογικό έλεγχο που διενεργήθηκε, καταχωρήθηκε στα
οικεία βιβλία με ημερομηνία ........................ και κατέστη οριστική λόγω
μη άσκησης ενδίκου μέσου. Στη συνέχεια η ΔΟΥ ......... διενέργησε επανέλεγχο
και εξέδωσε την υπό κρίση σας τροποποιητική πράξη σε εφαρμογή των άρθρων 28 του
ν. 2459/1997 σε συνδυασμό με το άρθρο 75 του ν.2238/1994.
Κατά
της ως άνω τροποποιητικής πράξης ο/η αντίδικος ............ κατέθεσε τη
συζητούμενη ενώπιον σας προσφυγή, όπου προβάλλει ως λόγο ακύρωσης της επίδικης
πράξης, τον εξής: ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει πλημμέλειας όσον αφορά τη
διαδικασία έκδοσής της διότι εκδόθηκε κατά μη σύννομη διαδικασία.
ΕΠΙ ΤΩΝ
ΠΡΟΒΑΛΛΟΜΕΝΩΝ ΛΟΓΩΝ ΑΚΥΡΩΣΗΣ
1.Συγκεκριμένα ο/η αντίδικος προβάλλει
ότι οι διατάξεις του άρθρου 75 του ν. 2238/1994 δεν εφαρμόζονται στην προκειμένη
περίπτωση, αλλά εφαρμόζονται εκείνες του άρθρου 99 παρ. 1 και 2 του ν.
2961/2001, με βάση τις οποίες, η αρμοδιότητα για την τροποποίηση οριστικής
εγγραφής ΦΜΑΠ ανήκει στο Διοικητικό Πρωτοδικείο και όχι στον αρμόδιο Οικονομικό
Επιθεωρητή μετά από αίτημα του Προϊσταμένου της ΔΟΥ. Ο ισχυρισμός αυτός δεν
ευσταθεί για τους εξής νόμιμους λόγους:
Σύμφωνα
με το άρθρο 28 παρ. 1 του ν. 2459/1997
«Για την καταχώρηση των δηλώσεων, που υποβάλλονται, την έκδοση των πράξεων
επιβολής του φόρου, την επίδοση των προσκλήσεων, των πράξεων και των υπολοίπων
εγγράφων, την εξώδικη λύση των διαφορών, το απόρρητο των φορολογικών στοιχείων
και γενικά τη διαδικασία βεβαίωσης του
φόρου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για την επιβολή του φόρου
εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων, όπως ισχύουν, εκτός από τις
περιπτώσεις που με τα άρθρα 21 έως και 35 του παρόντος ορίζεται διαφορετικά».
Από τη γενικότητα με την οποία έχει διατυπωθεί η διάταξη - ο νομοθέτης στο
άρθρο 28 του ν. 2459/1997 διατυπώνει «γενικά τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου»
-προκύπτει το ασφαλές συμπέρασμα ότι οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στο
δεύτερο κεφάλαιο του τέταρτου μέρους του ν. 2238/1994 περί φορολογίας
εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων (άρθρα 66-75) και αφορούν τον έλεγχο
-βεβαίωση του φόρου εφαρμόζονται ανάλογα
στη φορολογία μεγάλης ακίνητης περιουσίας. Ο νομοθέτης διατυπώνοντας τον όρο
«γενικά τη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου» θέλησε να συμπεριλάβει όλες τις
ενέργειες και πράξεις στις οποίες προβαίνει η φορολογική αρχή στο όλο στάδιο
της βεβαιωτικής διαδικασίας, όπως αυτή περιγράφεται στα άρθρα 66-75 του ν.
2238/1994. Το άρθρο 75 του ν. 2238/1994 συστηματικά έχει ενταχθεί στο εν λόγω
δεύτερο κεφάλαιο και ως εκ τούτου, εφαρμόζεται αναλογικά στη φορολογία μεγάλης
ακίνητης περιουσίας.
Η
αντίδικος υποστηρίζει ότι η τροποποίηση του επίδικου φύλλου ελέγχου έπρεπε να
γίνει σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο άρθρο 99 παρ. 1 και 2 του ν. 2961/2001.
Όμως η διάταξη αυτή προβλέπει ένα έκτακτο
ένδικο βοήθημα ενώπιον των
διοικητικών δικαστηρίων αποκλειστικά για την ακύρωση ή τροποποίηση των
οριστικών φύλλων ελέγχου στη φορολογία κληρονομιών. Πρόκειται δηλαδή για μια
ειδική διάταξη πλήρως διαφοροποιημένη από εκείνες που ισχύουν για τις λοιπές
φορολογίες, συμπεριλαμβανομένης και της φορολογίας μεταβίβασης ακινήτων (στην
οποία παραπέμπει το άρθρο 24 του ν. 2459/1997). Στις λοιπές φορολογίες
προβλέπεται ειδική διοικητική διαδικασία (ειδική διοικητική προσφυγή), ως κανονικό καθεστώς για τη
τροποποίηση ή ακύρωση οριστικών φύλλων ελέγχου, που εφαρμόζεται σε εξαιρετικές
περιπτώσεις αυστηρά περιγραφόμενες στο νόμο.
Εφαρμόζεται λοιπόν ένα μέσο
τελείως διάφορο, ως προς τη φύση και λειτουργία του από το έκτακτο ένδικο
βοήθημα του άρθρου 99 παρ. 1 και 2 του ν. 2961/2001. Συνεπώς, καταλήγουμε στο
συμπέρασμα ότι, αν ο νομοθέτης ήθελε η τροποποίηση των οριστικών φύλλων στη φορολογία μεγάλης
ακίνητης περιουσίας να γίνεται με τη χρήση ενός εκτάκτου ενδίκου βοηθήματος -
κατάσταση μοναδική στο φορολογικό νόμο - θα το προέβλεπε με σαφήνεια και δεν θα
παρέπεμπε γενικά στη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου εισοδήματος.
Άρα λοιπόν, ορθά η φορολογική αρχή
εφάρμοσε την προβλεπόμενη στο άρθρο 75 του ν. 2238/1994 διαδικασία, κατά
αναλογική εφαρμογή δυνάμει του άρθρου 28 παρ.1 του ν. 2459/1997.
2. Περαιτέρω ο/η αντίδικος προβάλλει ότι
η υπηρεσία μας ενήργησε ως ενήργησε χωρίς να στηρίζεται σε διάταξη νόμου ή
άλλως, σε λανθασμένη εφαρμογή διάταξης νόμου επικαλούμενη αόριστες ή άσχετες
φορολογικές διατάξεις. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος διότι η τροποποίηση
της επίδικης πράξης επιβολής φόρου και του φύλλου ελέγχου έγινε σύμφωνα με τα
προβλεπόμενα στις διατάξεις της παρ. 1 περ. ε) και παρ. 2 του άρθρου 75 του ν.
2238/1994, όπως ισχύει σήμερα.
Σύμφωνα
με τις διατάξεις αυτές, το φύλλο ελέγχου που οριστικοποιήθηκε επειδή δεν
ασκήθηκε ένδικο μέσο, καθώς και αυτό που αφορά δήλωση η οποία κρίθηκε
ειλικρινής, δύναται να ακυρωθεί ή να τροποποιηθεί, κατά περίπτωση, για
εσφαλμένο προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος και του φόρου που αναλογεί
σε αυτό. Για την ακύρωση ή τη τροποποίηση του φύλλου ελέγχου αποφασίζει ο
αρμόδιος επιθεωρητής δημόσιων οικονομικών υπηρεσιών, ύστερα από αίτημα του
προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται μέσα
σε τρία έτη από την καταχώρηση του οικείου φύλλου ελέγχου στο βιβλίο εγγραφών.
Σύμφωνα με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής
υπηρεσίας προβαίνει σε νέα εκκαθάριση και ενεργεί συμπληρωματική βεβαίωση του επιπλέον
φόρου, που τυχόν οφείλεται ή
έκπτωση
του επιπλέον ποσού φόρου που βεβαιώθηκε.
Το
άρθρο 75, στα πλαίσια της αρχής της βεβαιότητας του φόρου που διέπει το
φορολογικό δίκαιο (που απορρέει από τις συνταγματικές διατάξεις 4,5 και 78
Συντ.), θέτει τους συγκεκριμένους όρους υπό τους οποίους, ασκείται η εξουσία
επανάληψης της καταλογιστικής του φόρου πράξης, κατά τρόπο εξαιρετικό. Κατά την
έννοια της διάταξης, λοιπόν, αυτής και ειδικότερα της περίπτωσης ε), ως
εσφαλμένος προσδιορισμός του φορολογητέου εισοδήματος και του επ΄αυτού
αναλογούντος φόρου νοείται ο οφειλόμενος σε παραδρομή κατά τον υπολογισμό των
προσδιοριστικών του στοιχείων. Συνεπώς, η φορολογική αρχή μπορεί να ακυρώσει ή
να τροποποιήσει φύλλο ελέγχου για εσφαλμένο προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης
και του φόρου που αναλογεί σε αυτό, όταν από τα ίδια τα πραγματικά περιστατικά
που περιγράφονται στη φορολογική πράξη ή στη φορολογική δήλωση που κρίθηκε
ειλικρινής προκύπτει αμέσως το σφάλμα (ΣτΕ 2848/1994, 831/1990).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση
διαπιστώθηκε από την υπηρεσία μας ότι, η αντίδικος υπολόγισε την αξία του
οικοπέδου της στο ποσοστό οικοπέδου που αντιστοιχεί στο σύνολο της
υπολειπόμενης μέχρι εξαντλήσεως του συντελεστή δόμησης επιφάνειας που δεν έχει
οικοδομηθεί, όπως τούτο προκύπτει από το έντυπο 3 (φύλλο υπολογισμού αξίας
ακινήτου-οικόπεδο) που η ελεγχόμενη
συνυπέβαλε με τις δηλώσεις ΦΜΑΠ.
Έτσι, δεν υπολογίστηκε η φορολογητέα αξία του συνόλου της έκτασης του
οικοπέδου, που είναι το ορθό. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι, για τον υπολογισμό της
αντικειμενικής αξίας έχει εφαρμογή ο
«συντελεστής πρόσοψης» με αριθμητική τιμή 1,08. Πρόκειται δηλαδή για σφάλμα
οφειλόμενο σε παραδρομή κατά τον
υπολογισμό των προσδιοριστικών της φορολογητέας ύλης στοιχείων, που προκύπτει
αμέσως από τις δηλώσεις που υπέβαλε η προσφεύγουσα καθώς και τα έντυπα που
συνυπέβαλε (έντυπο 3 και τοπογραφικό
διάγραμμα).
Σε
καμία περίπτωση, η φορολογική αρχή με την υπό κρίση σας πράξη δεν
προσαύξησε τη φορολογητέα ύλη λόγω νομικού ή πραγματικού σφάλματος ή σε
συνέχεια νέας έρευνας του πραγματικού της υπόθεσης. Σε καμία περίπτωση δεν
προέβη σε εκ νέου ουσιαστική εκτίμηση της φορολογητέας ύλης, όπως εσφαλμένα
υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Η με αριθμ. 23/2004 τροποποιητική πράξη προέβη σε νέα εκκαθάριση (καταλογίζοντας και
πρόσθετο φόρο ανακρίβειας σύμφωνα με τη κείμενη νομοθεσία) του φόρου, μετά την
απόφαση του αρμόδιου οικονομικού επιθεωρητή σε συνέχεια εμπρόθεσμου (:το φύλλο
ελέγχου ειλικρινούς δήλωσης καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο την 31-1-2002 και το
αίτημα για εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 75 του ν.2238/1994 υποβλήθηκε την
27-4-2004, δηλαδή εντός της προβλεπόμενης στο ίδιο άρθρο τριετίας) αιτήματος
του προϊσταμένου της ΔΟΥ ............., λόγω εσφαλμένου προσδιορισμού της
φορολογητέας ύλης, όπως αναλυτικά προσδιορίζουμε παραπάνω.
Κατά
συνέπεια των παραπάνω, ορθά και νόμιμα η υπηρεσία μας εφάρμοσε τη διαδικασία
του άρθρου 75 του ν. 2238/1994 και προέβη σε νέα εκκαθάριση εκδίδοντας την
ένδικη τροποποιητική πράξη. Ως εκ τούτου λοιπόν, οι ισχυρισμοί της
προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και η προσβαλλόμενη πράξη να
παραμείνει σε ισχύ.
Επειδή η παρούσα έκθεσή μας είναι
παραδεκτή, νόμιμη, βάσιμη και αληθής.
Επειδή αναφερόμεθα στο περιεχόμενο της
από ......... έκθεση επανελέγχου της εφοριακού υπαλλήλου .................. η
οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της παρούσας έκθεσης
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ
να απορριφθεί η προσφυγή στο σύνολό της και να
καταδικασθεί η προσφεύγουσα στη δικαστική μας δαπάνη.
(ημερομηνία)
Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ
ΤΗΣ ΔΟΥ ...................................
ΜΕΡΟΣ 2. ΕΦΕΣΗ
Φορολογία εισοδήματος - Διοικητική επίλυση
Υπόθεση. Η ΔΟΥ έκδωσε προσωρινό
φύλλο ελέγχου φόρου εισοδήματος. Ο φορολογούμενος κατέθεσε προσφυγή κατά του
προσωρινού φύλλου. Στη συνέχεια, ο φορολογούμενος υπέστη τακτικό φορολογικό
έλεγχο από το αρμόδιο ελεκτικό κέντρο. Ο τακτικός έλεγχος συμπεριέλαβε τα
πορίσματα του προσωρινού έτσι όπως είχαν διατυπωθεί από την ΔΟΥ. Μετά έλαβε
χώρα διοικητική επίλυση στο ελεγκτικό κέντρο. Σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο
εκδόθηκε από το Διοικητικό Πρωτοδικείο η απόφαση επί της προσφυγής, που
διακαίωσε μερικά τον φορολογούμενο.
Η έφεση έχει ως εξής:
ΑΤΕΛΩΣ ΔΗΜΟΣΙΟ
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΔΟΥ ................
ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ......................
ΕΦΕΣΗ
του Ελληνικού Δημοσίου νομίμως εκπροσωπουμένου από
τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (ΔΟΥ)
............................
ΚΑΤΑ
του/της...........................................................................................................................
ΚΑΙ ΚΑΤΑ
της με αριθμ.
.......................... οριστικής απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου
................. (Τμήμα ......................).
Ο/Η
ήδη εφεσίβλητος ................. με την από ..............προσφυγή της
επεδίωξε την ακύρωση του ...................... προσωρινού φύλλου ελέγχου φόρου
εισοδήματος οικονομικού έτους .............. (διαχειριστικής περιόδου
..........................) του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ ............., με το
οποίο προσδιορίσθηκαν τα καθαρά κέρδη του/της προσφεύγουσας
......................., κατά το ως άνω οικονομικό έτος, στο συνολικό ποσό των
................. δρχ., κατόπιν προσθήκης στο δηλωθέν ποσό της ζημίας αυτής
(.......................... δρχ) συνολικού ποσού λογιστικών διαφορών
.......................... δρχ., προσδιορίστηκε
ο φόρος που αναλογεί σε αυτό το εισόδημα
σε ............................ δρχ, ήτοι ποσοστό 40% αυτού και αφού
αφαιρέθηκαν ποσά συνολικού ύψους ............................ δρχ. που έχουν προεισπραχθεί ή προκαταβληθεί, καθορίστηκε το πιστωτικό
υπόλοιπο φόρου σε ............................ δρχ. Περαιτέρω υπολογίστηκε στο
ανωτέρω ποσό φόρου εκ δραχμών ........................, πρόσθετος φόρος λόγω
ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης ύψους ............................. δρχ.
και τελικώς, επιβλήθηκε σε βάρος του/της προσφεύγουσας ποσό ύψους
............................. δρχ.
Επί
της προσφυγής αυτής, -του/της ως άνω υπόχρεου καθ΄ υμών και του
.......................... προσωρινού φύλλου ελέγχου φόρου εισοδήματος-,
εκδόθηκε η ήδη εκκαλούμενη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου, η οποία
δέχτηκε εν μέρει την προσφυγή και καθόρισε το ύψος του ποσού των λογιστικών
διαφορών σε ................................. ευρώ και το ποσό της φορολογητέας
ζημίας της προσφεύγουσας σε ............................ ευρώ.
Την
ως άνω ........................... απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού
Πρωτοδικείου Πειραιά εκκαλούμε, με την παρούσα έφεση, εμπροθέσμως (επίδοση της οριστικής απόφασης την
......................) και εν γένει παραδεκτώς (σύμφωνη γνώμη του αρμοδίου
επιθεωρητή ΔΟΥ), για τον εξής παραδεκτό, βάσιμο και αληθή λόγο.
I. Κατά το άρθρο 70 του ν. 2238/1994 η
διοικητική ή εξώδικη επίλυση των φορολογικών διαφορών αποτελεί ειδική φάση της
διοικητικής φορολογικής διαδικασίας, με την οποία παρέχεται η δυνατότητα
αναθεώρησης της διοικητικής πράξης επιβολής του φόρου και έκδοσης νέας πράξης
με τη συναίνεση του φορολογουμένου, εφόσον συμπέσουν οι απόψεις του με αυτές
του φορολογουμένου.
Κατά
τη διαδικασία αυτή ο Προϊστάμενος της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ή η
Τριμελής Επιτροπή επανεξετάζει την πράξη επιβολής του φόρου, προκειμένου να
άρει την αμφισβήτηση ως προς την ορθότητα και νομιμότητά της, που προβάλλει ο
φορολογούμενος με την πρότασή του για διοικητική επίλυση της διαφοράς (άρθρο 70
παρ. 4 του ν. 2238/1994). Το αρμόδιο φορολογικό όργανο, αφού λάβει υπόψη όλα τα
στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, τα στοιχεία που προσκομίζονται από το
φορολογούμενο και όσα αναπτύσσονται από αυτόν εγγράφως ή προφορικώς, καθώς και
άλλο κατά την κρίση του στοιχείο, μπορεί, εφόσον κρίνει το αίτημα βάσιμο, να
αποδεχθεί την ακύρωση του φύλλου ελέγχου (ή την διαγραφή των εισοδημάτων
ορισμένων μόνον πηγών ή τον περιορισμό του συνόλου της φορολογητέας ύλης που
αναφέρεται στο φύλλο ελέγχου). Η κρίση αφορά πραγματικά ζητήματα και τον έλεγχο της ορθής υπαγωγής τους στην
κρίσιμη φορολογική διάταξη.
Αν
συμπέσουν οι απόψεις του υπόχρεου και του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής
Υπηρεσίας συντάσσεται και υπογράφεται, από όλα τα μέρη που μετείχαν στη
διαδικασία, πράξη επίλυσης της διαφοράς, με την αναγραφή της γνώμης τυχόν
μειοψηφήσαντος μέλους της επιτροπής. Με την πράξη αυτή, που είναι αμετάκλητη κατά την παράγραφο 6 του
ίδιου άρθρου και αποτελεί τίτλο βεβαίωσης, θεωρείται ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικά ή μερικά, κατά περίπτωση, ανάλογα με το
αποτέλεσμα που επήλθε με τη σύμπτωση των απόψεων των μερών. Στην περίπτωση
αυτή, η προσφυγή που τυχόν ασκήθηκε δεν
παράγει κανένα αποτέλεσμα ή
ισχύει μόνο για το μέρος που δεν επιλύθηκε η διαφορά. Η φορολογική εγγραφή που
καθίσταται οριστική κατά αυτό το τρόπο είναι κατ΄ αρχήν απρόσβλητη και δεν
μπορεί να ανακληθεί.
Κατά
τα ως άνω, η διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών αποτελεί μια
διαδικασία όπου ο φορολογούμενος συνεργάζεται με την φορολογούσα αρχή με στόχο
την ανεύρεση της πραγματικής αξίας του αντικειμένου του φόρου, που περαιώνεται οριστικά με την έκδοση νέας πράξης της
φορολογικής αρχής. Δηλαδή με άλλα λόγια τα πραγματικά φορολογικά περιστατικά
κρίνονται και από τις δύο πλευρές αληθή
και η φορολογική παράβαση είναι πλέον αναμφισβήτητη.
Στη
συγκεκριμένη περίπτωση, ο/η εφεσίβλητος υπέστη τακτικό έλεγχο φορολογίας
εισοδήματος (άρθρο 66 ν. 2238/1994) από το ..................... Ελεγκτικό
Κέντρο ...................... σε συνέχεια της με αριθμ.
........................ εντολής ελέγχου του αρμοδίου Προϊσταμένου. Ο έλεγχος
αφορούσε τη διαχειριστική περίοδο ........................, δηλαδή την ίδια περίοδο με αυτή που αφορά η
εκκαλουμένη πρωτόδικη απόφαση. Η έκθεση ελέγχου που συντάχθηκε σε συνέχεια της
πιο πάνω εντολής από τους υπαλλήλους που
έλεγξαν ......................... συμπεριέλαβε, στο πόρισμα ελέγχου (σελ.
...... του κειμένου της από ................ έκθεσης), τις λογιστικές διαφορές
ύψους ............................ δρχ. βάσει του προσωρινού ελέγχου που
διενήργησε η ΔΟΥ ΦΑΕ ...................... Δηλαδή, συμπεριέλαβε το πόρισμα του
προσωρινού ελέγχου - καθιστώντας το έτσι οριστικό - που διενήργησε η υπηρεσία
μας και το οποίο, είχε ήδη αμφισβητηθεί από τον/την εφεσίβλητο με την από
....................... προσφυγή της κατά του
..................................... φύλλου προσωρινού ελέγχου φόρου
εισοδήματος του Προϊσταμένου της ΔΟΥ ΦΑΕ
..................... και επί της οποίας προσφυγής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη
απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου ..........................
Σε
συνέχεια της εν λόγω έκθεσης ελέγχου εκδόθηκε από το
.....................(ελεγκτικό κέντρο) οριστικό φύλλο ελέγχου φόρου
εισοδήματος για το οικονομικό έτος ................... (διαχειριστική περίοδος
.........................) κατά του οποίου ο/η εφεσίβλητος
......................... δεν άσκησε προσφυγή, αλλά κατέθεσε το από
......................... αίτημα διοικητικής επίλυσης σύμφωνα με το άρθρο 70
ν.2238/1994. Επί του αιτήματος αυτού εκδόθηκε η με Α/Α Πρακτικού
.................... πράξη διοικητικής επίλυσης φορολογικής διαφοράς της αρμοδίας επιτροπής, η οποία επέφερε την
εξής μόνο διαφοροποίηση σε σχέση με το οριστικό φύλλο ελέγχου εισοδήματος:
μείωσε τις προσαυξήσεις που επεβλήθησαν στον/ην εφεσίβλητο ....... στο 1/4 του
αρχικώς καταλογισθέντος ποσού. Σε καμία δηλαδή περίπτωση (η εταιρία) δεν
αμφισβήτησε κατά την διοικητική επίλυση που έλαβε χώρα μετά τον τακτικό έλεγχο
στο κατάστημα του .........................(ελεγκτικού κέντρου) τα πραγματικά
φορολογικά περιστατικά του προσωρινού ελέγχου (που διενεργήθηκε από την
υπηρεσία μας), όπως αυτά κατέστησαν οριστικά με την διεξαγωγή του τακτικού
ελέγχου. Απεναντίας τα πραγματικά αυτά περιστατικά και συγκεκριμένα οι
λογιστικές διαφορές ύψους .......................... δρχ. αναγνωρίστηκαν από
(την εταιρία) ως αληθή κατά το
τακτικό έλεγχο και η φορολογική παράβαση ως αναμφισβήτητη.
Συνεπώς με βάση όσα αναφέρθηκαν
παραπάνω η διοικητική επίλυση που επιτεύχθηκε μεταξύ του/της εφεσίβλητου
................ και της αρμοδίας επιτροπής σε συνέχεια του τακτικού ελέγχου
επέλυσε οριστικά και κατά τρόπο τελεσίδικο την φορολογική διαφορά που ανέκυψε από τον προσωρινό έλεγχο -για την
οποία η υπό κρίση σας έφεση-, από τη στιγμή που αυτή κατέστη οριστική με τον εν
συνεχεία τακτικό φορολογικό έλεγχο. Επομένως,
η διαφορά μας με τον/την εφεσίβλητο επιλύθηκε οριστικά και αμετάκλητα, μη
δυνάμενη εκ του νόμου να επηρεαστεί από την έκβαση της δίκης επί του προσωρινού
ελέγχου. Με δεδομένο μάλιστα ότι και από δύο πλευρές κρίθηκαν τα επίδικα
φορολογικά περιστατικά ως αληθή, η εκτέλεση της εκκαλουμένης απόφασης αναιρεί
de facto την λειτουργία της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 70 παρ. 4 του ν.
2238/1994. Για το λόγο λοιπόν αυτό η εκκαλουμένη πρέπει να εξαφανιστεί ως μη
νόμιμη και ως αφορούσα διαφορά η οποία έχει ήδη τελεσίδικα και αμετάκλητα
επιλυθεί.
ΙΙ.
Σύμφωνα με το άρθρο 96 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, όπως αυτό έχει ερμηνευθεί
από τη νομολογία (ΣτΕ 1035/2003, 579/2003,2968/2004, 580/2003), η επίκληση και
προσαγωγή στην κατ΄ έφεση δίκη νέων αποδεικτικών μέσων επιτρέπεται, κατ΄ αρχήν,
μόνο προς απόδειξη νέων πραγματικών ισχυρισμών, των οποίων η προβολή το πρώτον
κατ΄ έφεση ήθελε κριθεί από το Δικαστήριο αποχρώντως δικαιολογημένη όχι δε και
προς απόδειξη ισχυρισμών που είχαν προβληθεί και πρωτοδίκως. Επιτρέπεται όμως η
επίκληση και προσαγωγή το πρώτον κατ΄ έφεση νέων αποδεικτικών μέσων, εφόσον
αυτά είναι οψιγενή.
Στην
προκειμένη περίπτωση η διοικητική επίλυση επιτευχθεί στο κατάστημα του
.........................(ελεγκτικού κέντρου) την ..................., δηλαδή
σε ημερομηνία μετά την ημερομηνία συζήτησης της προσφυγής στο Διοικητικό
Πρωτοδικείο ................... (ημερ. συζήτησης .....................). Οπότε,
ο ισχυρισμός μας ότι η επίδικη φορολογική διαφορά έχει λυθεί τελεσίδικα με τη
διαδικασία της διοικητικής επίλυσης προβάλλεται παραδεκτά, γιατί όπως προκύπτει
από τα χρονικά περιστατικά είναι οψιγενής.
Συνεπώς
με βάση τα προεκτεθέντα η εκκαλουμένη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, διότι έχει
εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση που επιλύει την επίδικη φορολογική διαφορά, σύμφωνα
με τη διοικητική διαδικασία του άρθρου 70 παρ. 4 του 2238/1994, στην οποία
προέβη η φορολογική αρχή νομίμως.
Επειδή
η παρούσα έφεση τυγχάνει νόμιμη, βάσιμη και ασκείται παραδεκτώς.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ
ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
και για όσους προσθέσουμε
κατά τη συζήτηση της υπόθεσης
ΑΙΤΟΥΜΕΘΑ
να γίνει δεκτή η παρούσα έφεση. Να εξαφανιστεί η
προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η προσφυγή του/της εφεσίβλητης. Να
καταδικαστεί ο/η εφεσίβλητος ............................... στη δικαστική μας
δαπάνη.
(ημερομηνία)
Ο Προϊστάμενος
της ΔΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου