Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Η ΕΠ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ - ΚΛΗΤΕΥΣΗ - ΕΠΙΔΟΣΗ - ΝΟΜΙΜΟΠΟΠΟΙΗΣΗ - ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΚΛΠ

http://static-enet.toolip.gr/resources/2010-01/dikasthrio-thumb-large.jpg 
Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013
1. Κλήτευση: (άρ. 128, 135 ΚΔΔ)
Τάσσεται κοινή προθεσμία κλήτευσης των διαδίκων, για όλα τα ένδικα βοηθήματα ή μέσα, 30 τουλάχιστον ημέρες (η οποία μπορεί να συντμηθεί έως και 10 ημέρες) πριν από τη δικάσιμο. Ακόμη, απαιτείται κοινοποίηση, μέσα στην ίδια προθεσμία, αντιγράφου του δικογράφου στους καθών......
στρέφεται τούτο (άρ. 128 παρ. 1, 2 και 4 ΚΔΔ).

Σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης, δεν απαιτείται κλήτευση των διαδίκων, αν είχαν κλητευθεί νόμιμα στην αρχική δικάσιμο και δεν παραστάθηκαν (άρ. 135 παρ. 4 ΚΔΔ).

2. Επίδοση:(άρ. 45 επ. ΚΔΔ)

Εάν το πρόσωπο είναι άγνωστης διαμονής και δεν υπάρχει αντίκλητος, η επίδοση γίνεται στον δήμαρχο ή τον Πρόεδρο της κοινότητας της τελευταίας γνωστής κατοικίας ή διανομής. (αρ. 54 παρ.2)

Από τη διάταξη του άρθρου 55 ΚΔΔ προκύπτει ότι επιτρέπεται θυροκόλληση των εγγράφων στον τόπο εργασίας των προσώπων, προς τα οποία προβλέπεται ότι διενεργείται η επίδοση, εάν εκείνα δεν ανευρεθούν είτε στον τόπο κατοικίας, είτε στον τόπο εργασίας ή αρνούνται είτε να παραλάβουν είτε να υπογράψουν.

Οι επιδόσεις δικογράφων στον Υπουργό Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, γίνονται στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους για τα δικόγραφα που απευθύνονται προς τα δικαστήρια Αθηνών – Πειραιά (άρθρ. 49 παρ. 1 ΚΔΔ). Για τις φορολογικές διαφορές η επίδοση γίνεται προς την εκδούσα την πράξη αρχή (άρ. 49 παρ. 2 ΚΔΔ). Οι επιδόσεις στα ΝΠΔΔ γίνονται στους νομίμους εκπροσώπους τους ή σε υπαλλήλους που έχουν εξουσιοδοτηθεί ειδικά από αυτούς ή στους δικαστικούς πληρεξουσίους τους (άρ. 49 παρ. 3 ΚΔΔ).


3. Εκπροσώπηση Δημοσίου και ΝΠΔΔ (άρ. 25επ. ΚΔΔ)

Το Δημόσιο εκπροσωπείται πάντοτε από τον Υπουργό Οικονομικών, με εξαίρεση τις φορολογικές εν γένει διαφορές (κρατικές, τελωνειακές, δημοτικές) και τα σήματα, στις οποίες το Δημόσιο εκπροσωπείται από την αρχή που εξέδωσε την πράξη και τον Υπουργό Ανάπτυξης, αντίστοιχα (άρ. 25 παρ1 ΚΔΔ)

Τα ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ εκπροσωπούνται από τους νομίμους εκπροσώπους τους. (άρ.25 παρ 2 ΚΔΔ).

4. Δικολογική ικανότητα (άρ. 27 ΚΔΔ)

Οι ιδιώτες διάδικοι μπορούν να διενεργούν διαδικαστικές πράξεις και να παρίστανται κατά τη συζήτηση χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο:
    i. Kατά την εκδίκαση χρηματικών διαφορών, όταν το αντικείμενό τους δεν υπερβαίνει το ποσό των 586,94 ευρώ. Αν πρόκειται για φορολογική διαφορά με κύριο και πρόσθετο φόρο, το ποσό των 586,94 € αναφέρεται μόνο στον κύριο φόρο και όχι και στον πρόσθετο φόρο, αθροιστικά.
    ii. κατά την εκδίκαση όλων των διαφορών του άρθρου 7 ν. 702/77, χωρίς να εξαιρούνται πλέον εκείνες που αφορούν υπαγωγή στην ασφάλιση και τη διάρκειά της, καθώς και τις καταβλητέες εισφορές,
    iii. κατά τη διαδικασία λήψης ασφαλιστικών μέτρων (κατ΄ άρ. 200 – 215 ΚΔΔ).
΄Οσον αφορά τη διαδικασία στο ακροατήριο, η προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (άρ. 211-215 ΚΔΔ) είναι η μοναδική μορφή ασφαλιστικού μέτρου στον Κώδικα, η εκδίκαση του οποίου διεξάγεται στο ακροατήριο, σε δημόσια συνεδρίαση, και όχι σε συμβούλιο.

Προβλέπεται η (πλασματική) παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου με δήλωση (άρθρο 133 παρ. 2 ΚΔΔ, όπως ισχύει τροποποιηθέν με το άρθρο 29 ν. 2915/2001). Κατ΄ εξαίρεση, μπορεί να δοθεί ο λόγος στους διαδίκους, οι οποίοι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 ΚΔΔ, στερούνται της δικολογικής ικανότητας, από τον πρόεδρο, αν εκείνος το κρίνει απαραίτητο, ώστε να αναπτύξουν προφορικώς τις απόψεις τους ή να δώσουν εξηγήσεις (άρ. 134 παρ. ΚΔΔ).

Οι εκπρόσωποι του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, κατά την εκδίκαση φορολογικών διαφορών, μπορούν να ενεργούν διαδικαστικές πράξεις και χωρίς δικαστικό πληρεξούσιο (άρ. 27 παρ. 3 ΚΔΔ). Εφαρμογή και στο ΙΚΑ, σύμφωνα με το άρ. 20 παρ. 3 του ν. 3144/2003.

5. Δικαστικοί πληρεξούσιοι του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ(άρ. 29 ΚΔΔ)

Έχουν εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για τους δικαστικούς πληρεξούσίους του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ διατάξεις. Ειδικώς, στις φορολογικές εν γένει διαφορές, οι εκπρόσωποι του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ μπορούν να διορίζουν, ως δικαστικούς πληρεξουσίους, και υπαλλήλους των υπηρεσιών τους, με πράξη που κατατίθεται στην γραμματεία του δικαστηρίου και καταχωρείται σε ειδικό βιβλίο, καθορίζεται δε σ αυτές η έκταση της εξουσίας τους (άρ. 29 παρ.2 ΚΔΔ).



6. Δικαστικοί πληρεξούσιοι των λοιπών διαδίκων (άρ. 30 ΚΔΔ)

Ορίζονται δικηγόροι, με εξαίρεση τις περιπτώσεις του άρθρου 27 (παρ. 2), δηλαδή τους ιδιώτες διαδίκους που έχουν δικολογική ικανότητα, στις οποίες οι δικαστικοί πληρεξούσιοι μπορούν να οριστούν ο/η σύζυγος ή πρόσωπα που συνδέονται μ΄ αυτούς με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας έως και δευτέρου βαθμού ή ομόδικός τους.

7. Νομιμοποίηση δικαστικών πληρεξουσίων (άρ. 28 ΚΔΔ)

Για όλες τις πράξεις της προδικασίας θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, εφόσον επακολουθήσει η νομιμοποίηση του δικαστικού πληρεξουσίου (δικηγόρου) ή εμφανισθεί στο ακροατήριο ο διάδικος και δηλώσει ότι εγκρίνει την ενέργειά τους. Τα νομιμοποιητικά έγγραφα κατατίθενται είτε μέχρι την πρώτη συζήτηση είτε μετά από χορήγηση προθεσμίας από το Δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του διαδίκου ή του εμφανιζόμενου ως δικαστικού πληρεξουσίου (άρθρ. 28 ΚΔΔ).

8. Παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας (άρ. 30 ΚΔΔ)

    Ι. Με προφορική δήλωση στο ακροατήριο του παρισταμένου διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του, η οποία και καταχωρείται στα πρακτικά της δίκης.
    ΙΙ. Με συμβολαιογραφικό έγγραφο
    ΙΙΙ. Με ιδιωτικό έγγραφο, οπότε απαιτείται η βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής του διαδίκου ή του νομίμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του, από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή (Αστυνομία, Δήμος, Κοινότητα, ΚΕΠ κλπ). Αν, όμως, στην τελευταία περίπτωση τα πρόσωπα αυτά δεν μπορούν να υπογράψουν το ως άνω ιδιωτικό έγγραφο, τούτο υπογράφεται από δύο μάρτυρες, των οποίων βεβαιώνεται η γνησιότητα της υπογραφής κατά τον πιο πάνω τρόπο.
ΙV. Με μόνη τη συνυπογραφή (με τον δικηγόρο) του δικογράφου από τον διάδικο, οπότε η συνυπογραφή του δικηγόρου θεωρείται ως βεβαίωση της γνησιότητας της υπογραφής του πιο πάνω προσώπου.


Ειδική πληρεξουσιότητα (άρ. 30 παρ. 6 ΚΔΔ)

Απαιτείται για το δικαστικό συμβιβασμό, την παραίτηση από ένδικο μέσο ή βοήθημα, την προσβολή εγγράφου ως πλαστού και όπου αλλού τούτο ρητώς προβλέπεται. Παροχή πληρεξουσιότητας με συνυπογραφή δικογράφου από τον διάδικο δεν έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις που απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα (άρ. 30 παρ. 3 ΚΔΔ), συνεπώς επιτρέπεται στις λοιπές περιπτώσεις. Προβλέπεται ότι ο δικαστικός πληρεξούσιος είναι και αντίκλητος, εφόσον κατοικεί ή εργάζεται στην έδρα του δικαστηρίου (άρ. 30 παρ. 7 ΚΔΔ), καθώς επίσης και η δυνατότητα του δικαστικού πληρεξουσίου να διορίζει άλλον δικαστικό πληρεξούσιο (άρ. 30 παρ. 5ΚΔΔ).


9. Ανάκληση πληρεξουσιότητας, καθώς και παραίτηση του δικαστικού πληρεξουσίου από αυτήν (άρ.32 ΚΔΔ)

Γίνονται είτε με προφορική δήλωση στο ακροατήριο, είτε με έγγραφη δήλωση, που κοινοποιείται στον πληρεξούσιο ή εντολέα και σε όλους τους διαδίκους και κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου (άρ. 32 παρ. 2 ΚΔΔ), μαζί με τα αποδεικτικά κοινοποιήσεων. Από τότε, ισχύει έναντι όλων.

10. Συζήτηση στο ακροατήριο (άρ. 132 ΚΔΔ)

Για κάθε δικάσιμο καταρτίζεται έκθεμα και αναρτάται εξω από την αίθουσα συνεδριάσεων. Δεν προκαλεί ακυρότητα της διαδικασίας η μη ανάρτηση εκθέματος ούτε η μη μνεία συγκεκριμένης υπόθεσης σ΄ αυτό.

11. Διοικητικός φάκελος (άρ. 129 και 149 ΚΔΔ)

Καθιερώνεται υποχρέωση της Διοίκησης για την αποστολή στο δικαστήριο του διοικητικού φακέλου, καθώς και αναλυτική εκθεση των απόψεών της και ορίζεται προς τούτο προθεσμία 20 τουλάχιστον ημερών πριν από την δικάσιμο. Σε περίπτωση μη τήρησης της προβλεπομένης προθεσμίας, η συζήτηση αναβάλλεται υποχρεωτικώς, αν το ζητήσει εκείνος που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή ο παρεμβαίνων. Η μη διαβίβαση ή εκπρόθεσμη διαβίβαση των παραπάνω στοιχείων, μετά την πρώτη αναβολή, για το λόγο αυτό, συνιστά ιδιαίτερο πειθαρχικό αδίκημα, με συνέπεια την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά των αρμοδίων υπαλλήλων, την οποία μπορεί να ζητήσει και ο πρόεδρος του δικαστηρίου, οπότε η άσκηση της δίωξης είναι υποχρεωτική.

12. Αναβολή της συζήτησης(άρ. 129,135 ΚΔΔ)

Υπάρχει περιορισμός ως προς τον αριθμό των αναβολών της συζήτησης με αίτημα των διαδίκων. Επιτρέπεται μόνο μία(1) φορά ανά βαθμό δικαιοδοσίας, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος, κατά την κρίση του Δικαστηρίου. Η συζήτηση αναβάλλεται υποχρεωτικώς:
    i. Aν κάποιος από τους διαδίκους που δεν παρίσταται, δεν έχει κλητευθεί νόμιμα(άρ. 135 παρ2 περα' ΚΔΔ)
    ii. Mε αίτημα των διαδίκων που, αν και παρίστανται, δεν έχουν κλητευθεί νόμιμα (άρ 135 παρ. περβ'). Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να αναβάλλει την συζήτηση αυτεπαγγέλτως όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος.(αρ.135 παρ.3 ΚΔΔ)

Σε κάθε περίπτωση αναβολής, ορίζεται νέα δικάσιμος με σημείωση στο πινάκιο, κλητεύονται δε όσοι από τους διαδίκους απουσίαζαν και δεν είχαν κλητευθεί νομίμως. Δεν προβλέπεται η κήρυξη της συζήτησης ως απαράδεκτης (άρ. 135 παρ.4 ΚΔΔ). Το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει δικαστικά έξοδα σε βάρος εκείνου που ζήτησε την αναβολή, ύψους από 100 εως 500 ευρώ, μετά από αίτημα του αντιδίκου του (άρ.135 παρ. 5 ΚΔΔ)


13. Υπόμνημα- Αντίκρουση(άρ. 138 ΚΔΔ)

Τα υπομνήματα των διαδίκων κατατίθενται το αργότερο τρεις(3) εργάσιμες ημέρες μετά τη συζήτηση και η αντίκρουση των απόψεων του διαδίκου γίνεται εντός τριών(3) ημερών από τη λήξη της παραπάνω προθεσμίας, ανεξαρτήτως αν παραστάθηκαν. Δεν απαιτείται αίτημα των διαδίκων και έγκριση του δικαστηρίου. Εξαιρέσεις:
    i. Σε εκλογικές (2 εργάσιμες ημέρες) (άρ.254 παρ.3 ΚΔΔ) και
    ii. Σε προσωρινή επιδίκαση απαίτησης (1 ημέρα άρ.214 παρ.3 ΚΔΔ).

14. Πρόθετοι λόγοι (άρ. 131 ΚΔΔ):

Το δικόγραφο των προσθέτων λόγων κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται, με φροντίδα του διαδίκου που το ασκεί, στους λοιπούς διαδίκους, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση.

15. Παρέμβαση (άρ. 112 -114 ΚΔΔ)

    i. Δικαιούχος κύριας παρέμβασης είναι ο τρίτος που διεκδικεί ολικώς ή μερικώς το αντικείμενο της δίκης που εκκρεμεί ύστερα από άσκηση αγωγής(άρ. 112 παρ. 1 ΚΔΔ).
    ii. Δικαιούχος πρόσθετης παρέμβασης είναι ο τρίτος προς υποστήριξη του διαδίκου, υπέρ του οποίου έχει έννομο συμφέρον να αποβεί η δίκη (άρ. 113 παρ. 1 ΚΔΔ).

Απαιτείται η κοινοποίηση του δικογράφου της πρόσθετης ή κύριας παρέμβασης με φροντίδα του παρεμβαίνοντος, στους διαδίκους, έξι (6) πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση, με την ποινή του απαράδεκτου. Όμως, η παράλειψη της παραπάνω επίδοσης καλύπτεται αν ο διάδικος, προς τον οποίο έπρεπε να γίνει η κοινοποίηση, παρίσταται και δεν αντιλέγει (άρ. 114 παρ. 2). Κατά την εκδίκαση των ανακοπών του ΚΕΔΕ (άρ. 217 ΚΔΔ), οι νομιμοποιούμενοι να ασκήσουν παρέμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρ. 219 παρ. 1 ΚΔΔ, προβλέπεται ότι μπορούν να ασκήσουν προφορική πρόσθετη παρέμβαση στο ακροατήριο (άρ. 223 ΚΔΔ).
Στη διαδικασία των εκλογικών διαφορών δεν είναι πλέον δυνατή η άσκηση προφορικής πρόσθετης παρέμβασης (άρ.255 ΚΔΔ). Επίσης, καθορίζεται προθεσμία είκοσι (20) τουλάχιστον πλήρων ημερών πριν την δικάσιμο, για ανακοίνωση της δίκης στα πρόσωπα που δικαιούνται να ασκήσουν παρέμβαση από οποιονδήποτε διάδικο (αρ. 114 παρ 1 ΚΔΔ)

16. Διακοπή και επανάληψη της δίκης (άρ. 140, 141 ΚΔΔ)

Η δίκη διακόπτεται εάν, κατα την διάρκειά της και πριν την τελευταία συζήτηση, αποβιώσει διάδικος ή νόμιμος αντιπρόσωπος του ή επέλθει στο πρόσωπο του μεταβολή που επηρεάζει την ικανότητα τους προς διενέργεια διαδικαστικών πράξεων. Η διαπίστωση, από το δικαστήριο, της διακοπής ανακοινώνεται στους διαδίκους που δεν παραστάθηκαν, με κοινοποίηση του πρακτικού (άρ. 140 παρ. 5 ΚΔΔ). Κατά την επανάληψη της δίκης, αν η ανεύρεση των προσώπων, που δικαιούνται να συνεχίσουν τη δίκη, δεν είναι δυνατή, ορίζεται νέα δικάσιμος και η πράξη ορισμού δικασίμου θυροκολλάται στο κατάστημα του δικαστηρίου και στην κατοικία του διαδίκου, στο πρόσωπο του οποίου συνέτρεξε ο λόγος που επέφερε τη διακοπή, 60 ημέρες πριν από τη νέα δικάσιμο. Αν και κατά τη νέα δικάσιμο δεν παρασταθούν, αν και είχαν κλητευθεί νόμιμα τα παραπάνω πρόσωπα, το δικαστήριο μπορεί να κηρύξει καταργημένη τη δίκη ή να την αναβάλει αυτεπαγγέλτως για εύλογο χρόνο, εφόσον η δίκη είχε διακοπεί ένεκα μεταβολής στο πρόσωπο του διαδίκου που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο, διαφορετικά η δίκη προχωρεί κανονικά (άρ. 141 παρ. 3 και 4 ΚΔΔ).


17. Κατάργηση της δίκης (άρ. 142 ΚΔΔ)

Η δίκη καταργείται εάν, πριν από το πέρας της τελευταίας συζήτησης:
    i Εκλείψει το αντικείμενό της πριν από το πέρας της τελευταίας συζήτησης
    ii Υποβληθεί παραίτηση απο ένδικο βοήθημα ή μέσο,
    iii Συντρέχουν οι συνθήκες του άρθρου 141 παρ. 4 περ α΄ (δηλ. απουσία των δικαιούμενων προσώπων σε επανάληψη δίκης, εφόσον είχαν κλητευθεί). Η κατάργηση διαπιστώνεται με απόφαση του δικαστηρίου και διατυπώνεται συνοπτικά στο πρακτικό.

18. Διοικητικός και Δικαστικός Συμβιβασμός

Ο Διοικητικός Συμβιβασμός προβλέπεται από τις κατ΄ ιδίαν ουσιαστικές διατάξεις των νόμων, ενώ ο Δικαστικός συμβιβασμός γίνεται βάσει των διατάξεων του άρ. 1 του ν.δ. 4600/1966.

19. Παραίτηση (άρ. 143 ΚΔΔ)

Προβλέπεται παραίτηση από το ένδικο βοήθημα ή μέσο, μέχρι το πέρας της τελευταίας συζήτησης και γίνεται:
    i. Με προφορική δήλωση του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του δικαστικού πληρεξούσιου του στο ακροατήριο,
    ii. Mε έγγραφη δήλωση του δικαστικού πληρεξουσίου, που θα συνοδεύεται από ειδικό πληρεξούσιο,
    iii. με έγγραφη δήλωση (όχι δικόγραφο) του ίδιου του διαδίκου ή νόμιμου αντιπροσώπου ή εκπροσώπου.
Αν η παραίτηση γίνει πριν από την έναρξη της πρώτης συζήτησης, δεν απαιτείται συναίνεση του αντιδίκου.

20. Ομοδικία (δυνητική) (άρ. 115 ΚΔΔ)

Σε περίπτωση προσφυγής, κατά της ίδιας πράξης ή παράλειψης, από πολλούς, οι λόγοι που προβάλλουν πρέπει να στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, νομική και πραγματική βάση.

Σε περίπτωση κοινής αγωγής, πρέπει να συνδέονται με κοινό δικαίωμα ή τα δικαιώματά τους να στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, νομική και πραγματική βάση.

Προκειμένου περί απαιτήσεων για κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού του Δημοσίου των ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, έστω και αν βασίζονται σε παράνομες πράξεις ή στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, εφαρμόζονται τα παραπάνω και όταν αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς, έστω και μη ισόποσες, απαιτήσεις ή υποχρεώσεις, που στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική βάση.

21. Διαδικασία άρθρου 126Α ΚΔΔ

Εισάγεται ο θεσμός
    α. της απόρριψης ενδίκων βοηθημάτων και μέσων (μαζί με την αντίστοιχη αίτηση αναστολής), εάν είναι προφανώς απαράδεκτα ή αβάσιμα και
    β. της παραπομπής στο αρμόδιο δικαστήριο υποθέσεων(μαζί με την αντίστοιχη αίτηση αναστολής) που έχουν εισαχθεί αναρμοδίως με απόφαση που εκδίδεται σε συμβούλιο, εάν είναι αρμοδιότητας Τριμελούς ή με απόφαση του οριζόμενου δικαστή, εάν πρόκειται για υπόθεση αρμοδιότητας Μονομελούς.

Στις απροσδιόριστες υποθέσεις, ο Πρόεδρος Τριμελούς(ή ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου) ορίζει το Τμήμα ή τον Δικαστή για την παραπάνω εκδικαση της υπόθεσης.

Στις προσδιορισμένες ήδη υποθέσεις, η αρμοδιότητα αυτή ανήκει στον Πρόεδρο του αρμόδιου Τμήματος, ο οποίος, με την ίδια πράξη, διατάσσει και τη διαγραφή της υπόθέσης από το πινάκιο. Η απόφαση επιδίδεται σ' αυτόν που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Αυτός μπορεί, εντός 60 ημερών από την κοινοποίηση, με αίτηση του, να ζητήσει τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, καταβάλλοντας το τριπλάσιο του προβλεπόμενου παραβόλου.Στην περίπτωση αυτή, η απόφαση που λήφθηκε σε συμβούλιο παύει να ισχύει και η υπόθεση εισάγεται για συζήτηση κατ' άρ 127 ΚΔΔ

22. Παράβολο (άρ. 277 ΚΔΔ)

Το αποδεικτικό καταβολής του παραβόλου, για το παραδεκτό των ένδικων βοηθημάτων και μέσων, πρέπει να προσκομίζεται έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, αλλιώς εφαρμόζονται τα προβλεπόμενα από το άρθρ. 139Α του ΚΔΔ. Σε χρηματικού περιεχομένου φορολογικές διαφορές, σε έφεση και αντέφεση, είναι 2% επί του αντικειμένου της διαφοράς. Αν υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ, το επιπλέον καταλογίζεται με την απόφαση. Όπου το ποσό ορίζεται από το σημείωμα, που οφείλει να αποστείλει η φορολογική αρχή στη γραμματεία του δικαστηρίου, σε περίπτωση μη αποστολής σημειώματος καταβάλλεται το 1% του ποσού της διαφοράς του φόρου και τυχόν επιπλέον καταλογίζεται με την απόφαση.

23. Δικαστικό ένσημο (άρ.274 ΚΔΔ)

Το δικαστικό ένσημο, που απαιτείται για το παραδεκτό της καταψηφιστικής αγωγής (είτε αυτή ασκείται αυτοτελώς είτε σωρευτικώς με προσφυγή)και της κύριας παρέμβασης, καταβάλλεται έως την πρώτη συζήτηση. Αν ως τότε δεν καταβληθεί και αφού προηγηθεί η διαδικασία που προβλέπεται στο άρ. 139Α ΚΔΔ (ειδοποίηση μέσω Γραμματείας), το Δικαστήριο, με απόφασή του, αναστέλλει την πρόοδο της δίκης, ώστε να καταβληθεί ολόκληρο ή το ελλείπον τέλος δικαστικού ενσήμου, ορίζοντας συγχρόνως ημερομηνία για τη νέα συζήτηση της υπόθεσης. Αν και ως τη νέα αυτή συζήτηση τούτο δεν καταβληθεί, η αγωγή ή η κύρια παρέμβαση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Προκειμένου για απαιτήσεις ασφαλισμένων κατά ΟΚΑ και για αποδοχές κάθε είδους του προσωπικού του Δημοσίου, ΟΤΑ, ΝΠΔΔ, δεν καταβάλλεται δικ. ένσημο μέχρι το ποσό των 6.000 ευρώ.

24. Μάρτυρες (άρ. 179-184 ΚΔΔ):

Προβλέπεται η δυνατότητα εξέτασής τους τόσο στο Μονομελές όσο και στο Τριμελές. Η εξέταση μπορεί να γίνει είτε στο ακροατήριο είτε ενώπιον του εισηγητή-δικαστή. Η εμμάρτυρη απόδειξη διατάσσεται αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από πρόταση των διαδίκων, εφόσον κρίνεται με ειδική αιτιολογία η ανάγκη της εξέτασής τους. Η πρόταση του διαδίκου γίνεται με το αρχικό δικόγραφο ( ή των προσθέτων λόγων) ή με ειδική αίτηση στη γραμματεία, τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν την πρώτη συζήτηση. Προφορικώς, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, μπορεί να γίνει εξέταση μαρτύρων, εφόσον παρίστανται όλοι οι διάδικοι και δεν αντιλέγουν.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Ποιοι μάρτυρες αποκλείονται και ποιοι απαλλάσσονται:
1.Αποκλείεται να εξεταστούν ως μάρτυρες:
    i. Όσοι, όταν συνέβη το προς απόδειξη πραγματικό γεγονός, δεν είχαν το λογικό ή το αισθητήριο για να το αντιληφθούν.
    ii. Όσοι κατέχουν αξίωμα ή ασκούν λειτούργημα ή επάγγελμα, για όσα θέματα τους έχουν εμπιστευτεί λόγω της ιδιότητάς τους αυτής, εφόσον η φύση των θεμάτων τούτων, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, επιβάλλει την εχεμύθεια. Ο αποκλεισμός αυτός μπορεί να αρθεί αν το επιτρέψουν, τόσο εκείνος που τους εμπιστεύτηκε το σχετικό θέμα, όσο και αυτός τον οποίο αφορά το αντίστοιχο απόρρητο. Η άρση αυτή του αποκλεισμού δεν ισχύει αν πρόκειται για κληρικούς, ως προς τα θέματα που τους έχουν εμπιστευτεί κατά την εξομολόγηση. Αν πρόκειται για υπαλλήλους του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, ο αποκλεισμός μπορεί να αρθεί μόνο ύστερα από σχετική άδεια του οικείου Υπουργού ή του αρμόδιου οργάνου του νομικού προσώπου.
    iii. Οι συγγενείς του ιδιώτη διαδίκου εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό, κατευθείαν ή εκ πλαγίου, οι σύζυγοι και αν ακόμη έπαυσε να υφίσταται ο γάμος, καθώς και οι μνηστευμένοι.
    iv. Πρόσωπα που είναι δυνατόν να έχουν οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της δίκης.

2. Απαλλάσσονται από την υποχρέωση και έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν να εξεταστούν ως μάρτυρες:
    i. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στην περ.β΄ της προηγούμενης παραγράφου, για όσα θέματα περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση του αξιώματος ή λειτουργήματος ή του επαγγέλματός τους ή συνιστούν επαγγελματικό ή καλλιτεχνικό τους απόρρητο.
    ii. Όσοι καλούνται να καταθέσουν για ζητήματα, τα οποία είναι δυνατόν να προκαλέσουν την ποινική δίωξη ή θίγουν την τιμή των ιδίων, των συζύγων τους ή συγγενών τους εξ αίματος έως το δεύτερο βαθμό.

3. Όσοι δεν έχουν συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας τους ή έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα λόγω ποινικής καταδίκης, εξετάζονται, αν η μαρτυρία τους κριθεί αναγκαία, χωρίς να δώσουν όρκο.

25. ΄Ενορκες καταθέσεις –Βεβαιώσεις (άρ. 185 ΚΔΔ)

Μαρτυρικές καταθέσεις μπορούν να προσκομίζονται κατά την προδικασία (προαποδεικτικώς). Πρέπει να λαμβάνονται ενόρκως, ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου. Ακόμα, πρέπει να έχει επιδοθεί, δέκα (10) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες από την κατάθεση, σχετική κλήση στους λοιπούς διαδίκους. Εκτιμώνται ελευθέρως.

26. Απόγραφο (άρ. 199 ΚΔΔ)

Οι τελεσίδικες, οι ανέκλητες και οι προσωρινώς εκτελεστές καταψηφιστικές αποφάσεις, οι οποίες εκδίδονται για διαφορές που άγονται προς επίλυση με την άσκηση αγωγής, αποτελούν τίτλο εκτελεστό κατα το άρθρο 904 του ΚΠολΔ. Ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται σε αυτές, συμφωνα με το άρ. 918 του ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να συντρέχουν σωρευτικά δυο προϋποθέσεις:
    i. H τελεσιδικία της απόφασης και
    ii. H έκδοσή της επί καταψηφιστικής αγωγής, όπου επιδικάζεται καταψηφιστικά συγκεκριμένο ποσό.

27. Εκτέλεση σε βάρος του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ (άρ. 199 παρ.3, 285 παρ.3 ΚΔΔ)

Εφαρμογή του ΚΕΔΕ για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων υπέρ του Δημοσλιου ή ΝΠΔΔ. Παύουν να ισχύουν στη διοικητική δίκη οι διατάξεις που προβλέπουν, υπερ του Δημοσίου ή ΝΠΔΔ, την αναστολή εκτέλεσης τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων, μέχρις ότου καταστούν αυτές αμετάκλητες (άρ. 285 παρ.3 ΚΔΔ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: