Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - ΑΛΛΑ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΜΕ ΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ – ΕΚΤΑΚΤΗ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΚΤΗΣΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΟΣ
«…Από τη διάταξη του άρθρου 1041 του Α.Κ. προκύπτει ότι για την κτήση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία απαιτούνται φυσική εξουσίαση αυτού με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά την κτήση της νομής, νόμιμος τίτλος και παρέλευση δεκαετίας στη νομή του πράγματος. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης, νόμιμος τίτλος είναι κάθε γεγονός παραγωγικό κατά νόμο κυριότητας, όπως είναι και το μεταβιβαστικό της κυριότητας για νόμιμη αιτία συμβολαιογραφικό έγγραφο, που έχει μεταγραφεί νόμιμα και έχει εξωτερικώς όλους τους όρους του εγκύρου τίτλου, τυχόν δε ελαττώματα κείμενα εκτός αυτού, όπως και η έλλειψη κυριότητας στο πρόσωπο του μεταβιβάζοντος, καλύπτονται από τη χρησικτησία, αν συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής, μεταξύ των οποίων και η καλή πίστη…
» (ΑΠ 1470/2008, ΝΟΜΟΣ).
«…νομιζόμενος τίτλος υπάρχει, αφενός όταν ο τίτλος είναι ανύπαρκτος, διότι δεν υφίσταται ούτε εξωτερικώς, αλλά ο νομέας δικαιολογημένα, ήτοι όχι από βαριά αμέλεια στη  συγκεκριμένη περίπτωση, πίστεψε ότι υπάρχει νόμιμος τίτλος κτήσεως κυριότητας από αυτόν επί ακινήτου, και αφετέρου όταν ο τίτλος είναι άκυρος, γιατί πάσχει από κάποιο ελάττωμα, αλλά ο νομέας τον θεωρεί δικαιολογημένα έγκυρο…» (ΑΠ 1092/2007 ΝοΒ 2008, τ. 56, σελ. 83, ΝΟΜΟΣ) (ΑΠ 35/2008 ΕλλΔνη 2008, τ. 49, σελ. 1089, ΑΠ 1366/2005 ΕλλΔνη 2008, τ. 49, σελ. 816, ΕφΠατρών 15/2004 ΑχΝομ 2004, τ. 20, σελ. 140).
«…ο νομέας βρίσκεται σε καλή πίστη, όταν χωρίς βαριά αμέλεια έχει την πεποίθηση ότι απέκτησε την κυριότητα. Τέλος, κατ’ αρθρ. 1044 εδ. α Α.Κ., η καλή πίστη πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της απόκτησης της νομής. Δεν είναι καλόπιστος, γιατί βαρύνεται με βαριά αμέλεια, αυτός που "απέκτησε" ακίνητο παραλείποντας να ελέγξει τα βιβλία μεταγραφών περί των δικαιωμάτων των δικαιοπαρόχων του μεταβιβάζοντος (ΑΠ 453/1975 ΝοΒ 23.1233, ΑΠ 1071/1973, ΝοΒ 22.757)…» (ΑΠ 1918/2008, ΝΟΜΟΣ).«…Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του ακίνητο για μια εικοσαετία, γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία.
Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 974 του ίδιου κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία επί του πράγματος (κάτοχος) είναι νομέας αυτού, αν ασκεί τη φυσική εξουσία με διάνοια κυρίου. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι προς απόκτηση νομής επί πράγματος απαιτείται η συνδρομή δύο στοιχείων στο πρόσωπο του αποκτώντος, δηλαδή, η βούληση εξουσίασης αυτού με διάνοια κυρίου (animus domini) και η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (corpus). Η ταυτόχρονη κατά κανόνα συνύπαρξη (με εξαίρεση την πλασματική κτήση της νομής) των δύο αυτών στοιχείων είναι δημιουργική του προστατευόμενου από το ισχύον δίκαιο δικαιώματος της νομής. Ειδικότερα, η διάνοια κυρίου συνίσταται στην πρόθεση του έχοντος αυτήν προσώπου για διαρκή, απεριόριστη και αποκλειστική εξουσίαση του πράγματος, όμοια ή ανάλογη με εκείνη που απορρέει από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας και που αναγνωρίζεται στο δικαιούχο αυτής. Η διάνοια κυρίου εκδηλώνεται με τη μεταχείριση του πράγματος με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να το μεταχειριστεί ο ιδιοκτήτης, χωρίς να απαιτείται απαραίτητα και να κατευθύνεται η πρόθεση του νομέα σε έννομη κτήση της κυριότητας ούτε και να έχει αυτός την πεποίθηση ότι έχει κυριότητα (opinio domini).
Εκείνος, όμως, που εξουσιάζει το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται, κατά το άρθρο 1045 ΑΚ, κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, ανεξαρτήτως, όπως ειπώθηκε, αν είχε και την πεποίθηση ότι είχε κυριότητα. Αν λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή, η οποία, όμως, μόνη δεν μπορεί να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας με χρησικτησία. Μόνο κατοχή υπάρχει, όταν η σωματική εξουσία, ολική ή μερική, ασκείται κατά κανόνα, στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση, όπως μίσθωση, παρακαταθήκη, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση κ.ά. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερόμενων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο κατά την κοινή αντίληψη με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση. Ο διάδικος που προβάλλει τη χρησικτησία, πρέπει να επικαλεστεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το ακίνητο σαν δικό του. Για την έναρξη της 20ετίας δεν απαιτείται να γνωστοποιήσει σε κανένα ο χρησιδεσπόζων την πρόθεση του να νέμεται το πράγμα για δικό του λογαριασμό, γιατί το στοιχείο αυτό είναι απαραίτητο μόνο μεταξύ του χρησιδεσπόζοντος και άλλων όταν υπάρχει νόμιμη σχέση κοινωνίας.
Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1045 Α.Κ. και 262 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση μεν, αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον, όμως, τα περιστατικά που προτείνονται, αληθινά υποτιθέμενα, προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα και είναι μεταγενέστερα αυτών της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ' αυτή είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή…» (ΑΠ 1589/2008, ΝΟΜΟΣ) (ΑΠ 1470/2008, ΝΟΜΟΣ).
«…αν όμως λείπει το πνευματικό στοιχείο, υπάρχει μόνο κατοχή ως απλή φυσική εξουσία που συνήθως ασκείται στο όνομα άλλου με βάση κάποια νόμιμη ή υποτιθέμενη ενοχική σχέση (μίσθωση, χρησιδάνειο, μεσεγγύηση, εκούσια ή νόμιμη αντιπροσώπευση κλπ). Περί της συνδρομής δε ή όχι των ανωτέρω στοιχείων κρίνει το δικαστήριο κατά την κοινή αντίληψη με βάση τα συγκεκριμένα περιστατικά σε κάθε περίπτωση…» (ΑΠ 114/2005, ΝΟΜΟΣ) (ΑΠ 1247/2004, ΝΟΜΟΣ).
«…Επίσης, από τις διατάξεις των άρθρων 974, 976, 979, 980, 981, 982, 983, 986 και 1045 ΑΚ, που ορίζουν, αντιστοίχως:
α) Όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας του αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου (άρθρο 974),
β) σε πράγμα, που βρίσκεται στη νομή άλλου, η νομή αποκτάται με παράδοση, που γίνεται με τη βούληση του νομέα. Η συμφωνία, όμως, του έως τώρα νομέα μ' εκείνον, που αποκτά, αρκεί για την κτήση της νομής όταν ο τελευταίος είναι σε θέση να ασκεί την εξουσία πάνω στο πράγμα (άρθρο 976),
γ) η νομή αποκτάται με αντιπρόσωπο όταν αυτός αποκτήσει τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα, με σκοπό να καταστήσει νομέα του τον αντιπροσωπευόμενο (άρθρο 979),
δ) η νομή ασκείται αυτοπροσώπως ή μέσω άλλου. Όποιος άρχισε να κατέχει στο όνομα άλλου, τεκμαίρεται, όσο διατηρεί την κατοχή, ότι κατέχει στο όνομα του άλλου (άρθρο 980), ε) η νομή χάνεται μόλις πάψει η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα ή εκδηλωθεί αντίθετη διάνοια του νομέα.
Παροδικό από τη φύση του κώλυμα για την άσκηση της εξουσίας δεν επιφέρει απώλεια της νομής (άρθρο 981), στ) αν ο αντιπρόσωπος του νομέα ακινήτου θελήσει να αντιποιηθεί τη νομή, αυτή δεν χάνεται για το νομέα προτού λάβει γνώση της αντιποιήσεως (άρθρο 982), ζ) η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα (άρθρο 983), η) τα δικαιώματα του προηγουμένου άρθρου έχει, αντί για το νομέα, και εκείνος, που ασκεί γ’ αυτόν την εξουσία πάνω στο πράγμα, εφόσον βρίσκεται σε σχέση οικιακής ή υπηρεσιακής εξάρτησης από το νομέα και οφείλει να ακολουθεί τις οδηγίες του ως προς το πράγμα (άρθρο 986) και θ) εκείνος, που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο, γίνεται κύριος (άρθρο 1045), προκύπτουν, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα:
1) Την φυσική εξουσία του πράγματος (νομή σε ευρεία έννοια) διακρίνει ο νόμος σε κατοχή και νομή (σε στενή έννοια). Κατοχή είναι η απλή φυσική εξουσία του πράγματος με θέληση κατοχής, ενώ νομή η φυσική εξουσία, που ασκείται με "διάνοια κυρίου". Η έννοια δηλαδή της νομής συγκροτείται από δύο στοιχεία, το υλικό (corpus) και το πνευματικό (animus),
2) για να επέλθει υλική παράδοση του αντικειμένου της νομής (πράγματος κινητού ή ακινήτου) πρέπει να συντρέξουν οι εξής προϋποθέσεις:
α) ο μέχρι τώρα νομέας να αποξενωθεί από κάθε μορφή φυσικής εξουσίας πάνω στο πράγμα,
β) ο αποκτών να καταλάβει τη φυσική εξουσία του πράγματος και
γ) η μετακίνηση αυτή της φυσικής εξουσίας από τον μεταβιβάζοντα στον αποκτώντα να γίνει με τη θέληση και των δύο. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές είναι ζήτημα πραγματικό, που εξετάζεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση,
3) όταν στη διάταξη του άρθρου 979 ΑΚ, γίνεται λόγος για αντιπρόσωπο πρόκειται για την άμεση αντιπροσώπευση, διότι η έμμεση δεν ρυθμίζεται ρητώς από το νόμο, η διάταξη, όμως, αυτή αναφέρεται όχι μόνο στην εκούσια αλλά και στη νόμιμη αντιπροσώπευση,
4) η νομή ασκείται "μέσω άλλου" όταν ο νομέας έχει παραχωρήσει σε άλλον την κατοχή του πράγματος, οπότε ασκεί τη νομή διαμέσουτου κατόχου (μισθωτή, χρησαμένου, θεματοφύλακα κλπ),
5) αφού τα στοιχεία, που συνιστούν την έννοια της νομής είναι η φυσική εξουσία και η διάνοια κυρίου, εύλογο είναι να χάνεται η νομή ευθύς μόλις εκλείψει ένα (ή και τα δύο) από τα στοιχεία αυτά και συνεπώς απώλεια της νομής επέρχεται όταν είτε απολεσθεί η φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα είτε παύσει η διάνοια κυρίου,
6) αντιποίηση της νομής υπάρχει όταν ο κάτοχος εξωτερικεύσει τη θέληση του να έχει εφεξής το πράγμα όχι για το νομέα, αλλά για τον εαυτό του ή για κάποιο τρίτο,
7) το νόημα της διατάξεως του άρθρου 983 ΑΚ είναι ότι με το θάνατο του νομέα η νομή των κληρονομιαίων μεταβαίνει αυτοδικαίως στον κληρονόμο, χωρίς να χρειάζεται να αποκτήσει αυτός φυσική εξουσία πάνω στα πράγματα (ακόμη και αν αγνοεί το θάνατο του κληρονομουμένου ή την ύπαρξη των πραγμάτων ή την ιδιότητα του ως κληρονόμου), για δε την κτήση της νομής (από τον κληρονόμο) και την προσμέτρηση του χρόνου αυτής στον χρόνο χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων του, κατ' άρθρο 1051 ΑΚ, δεν είναι αναγκαίες η αποδοχή της κληρονομιάς με συμβολαιογραφικό έγγραφο και η μεταγραφή, γιατί οι διατυπώσεις αυτές απαιτούνται μόνο για την κτήση της κυριότητας των κληρονομιαίων και όχι και για την κτήση της νομής τους,
8) εννοιολογικά στοιχεία του βοηθού νομής είναι αφενός ότι βρίσκεται σε σχέση οικιακής ή υπηρεσιακής εξαρτήσεως από το νομέα και αφετέρου ότι οφείλει να ακολουθεί, ως προς το πράγμα, τις οδηγίες του νομέα, σ' αυτό δε το τελευταίο, κυρίως, διαφέρει ουσιωδώς (ο βοηθός νομής) από τον κάτοχο (μισθωτή, θεματοφύλακα, χρησάμενο κλπ), του οποίου η θέση είναι ανεξάρτητη και αυτοτελής, ενώ ο βοηθός νομής δεν έχει αυτός την κατοχή του πράγματος, αλλά βοηθεί τον νομέα, ο οποίος ασκεί αυτοπροσώπως την κατοχή. Στην περίπτωση του βοηθού νομής η κατοχή δεν αποχωρίζεται από τη νομή αλλά ασκείται από τον νομέα, του οποίου όργανο είναι ο βοηθός, και
9) εκείνος, που νέμεται (ακόμη και επιληψίμως) το πράγμα για μια εικοσαετία γίνεται κύριος αυτού, χωρίς να απαιτείται καλή πίστη και νόμιμος ή νομιζόμενος τίτλος…» (ΑΠ 1777/2007 ΧρΙΔ 2008/Η, σελ. 628, ΝΟΜΟΣ) (ΑΠ 685/2009 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 215/2009, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1589/2008 ΕλλΔνη 2008, τ. 49, σελ. 1546, ΑΠ 1470/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2051/2007, ΤΝΠ ΔΣΑ)
«…σύμφωνα με το άρθρο 1051 ΑΚ ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του χρησιδεσπόζοντος, αποκτώντας τη νομή χρησικτησίας του πράγματος δικαιούται να συνυπολογίσει στο χρόνο ασκήσεώς της και εκείνον της νομής διάνοια κυρίου του δικαιοπαρόχου του (ΑΠ 353/2002 ΕλΔνη 44.194, ΕφΠειρ 441/2001 ΑρχΝ 2003.665), εφόσον δεν θα έχει μεσολαβήσει διακοπή στη συνέχειά της. Για την εν λόγω προσαύξηση, ωστόσο, τόσον επί νομίμου καθολικής διαδοχής (του κληρονόμου) όσο και επί ειδικής (αγοραστή), τα προσόντα της χρησικτησίας (και ειδικώς επί τακτικής χρησικτησίας, η καλή πίστη - ΑΠ 783/1992 ΕλΔνη 35.107) θα πρέπει να υπάρχουν στο μέτρο που υφίσταντο στο πρόσωπο του προκτήτορα (ΑΠ 1537/1997 ΕλΔνη  39.1333, ΕφΘεσ 1266/2000 Αρμ 2001.1479) και στο πρόσωπο του διαδόχου του (ΑΠ 1255/2004 ΕλΔνη 2005.88, ΕφΙωαν 283/2004 ΑρχΝ 2005.173).
Επομένως στο χρόνο νομής χρησικτησίας του νεμομένου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας δεν προσμετράται ο άνευ νομίμου ή νομιζομένου τίτλου ή χωρίς καλή πίστη χρόνος νομής του δικαιοπαρόχου του, όπως στην περίπτωση που ο τελευταίος νεμήθηκε ακίνητο με τίτλο διανομή, μη περιβληθείσα τον τύπο συμβολαιογραφικού εγγράφου και μη μεταγραφείσα (ΑΠ 665/1990 ΕλΔνη 32.348).
Η αληθής έννοια του άρθρου 1051 ΑΚ είναι ότι αυτός που αποκτά τη νομή πράγματος από το νομέα και μη κύριό του, για να αποκτήσει κυριότητα έναντι του κυρίου του μπορεί να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο χρησικτησίας και τον διανυθέντα προηγουμένως από τον δικαιοπάροχό του (ΕφΛαρ 801/2005 ΝοΒ 2006.428). Ο νομέας μπορεί, αν χρειάζεται να επικαλεσθεί και τον χρόνο νομής πλειόνων διαδοχικών κατά σειρά δικαιοπαρόχων του (ΑΠ 1090/1980 ΝοΒ 29.495) εκτός αν αρκεί ο συνυπολογισμός της νομής του αμέσου δικαιοπαρόχου του για τη συμπλήρωση εικοσαετίας.
Διευκρινίζεται ότι αν η νομή αποκτήθηκε από τον κύριο του πράγματος, ο αποκτήσας δεν δύναται να αντιτάξει έναντι αυτού ή των διαδόχων του χρησικτησία με συνυπολογισμό στον δικό του χρόνο νομής χρησικτησίας και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, διότι η νομή του τελευταίου δεν αποσκοπούσε στην κτήση κυριότητας (δεν ήταν νομή χρησικτησίας), αλλά απέρρεε από το ήδη υφιστάμενο δικαίωμά του κυριότητας επί του πράγματος (ΕφΛαρ 801/2005 ό.π. - σχετ. βλ. και ΟλΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28.1120). Εν πάση περιπτώσει στη χρησικτησία δεν απαιτείται, προς συνυπολογισμό της νομής των προκτητόρων του χρησιδεσπόζοντος, ειδική ή καθολική διαδοχή στο δικαίωμα της κυριότητας, αλλά αρκεί η συνδρομή του στοιχείου της ειδικής ή της καθολικής διαδοχής στη νομή (ΑΠ 1413/1995 ΕλΔνη 39.594, ΑΠ 1268/1997 ΕλΔνη 39.859, ΑΠ 370/1998 ΕλΔνη 39.1334, ΕφΚρη 285/2004 ΕλΔνη 2006.342, ΑΠ 666/1998 ΕλΔνη 40.1572), οπότε, ο ειδικός ή καθολικός διάδοχος στη νομή του πράγματος καθίσταται κύριός του, με συνυπολογισμό της νομής του δικαιοπαρόχου του, εφόσον έτσι συμπληρώνεται εικοσαετής διάρκειά της (ΟλΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28.1120), αφότου περιήλθε, με την υλική παράδοσή της στον χρησιδεσπόζοντα με τη βούληση του τέως νομέα (ΑΠ 1415/2003 ΝοΒ 2004.575, ΑΠ 353/2002 ΕλΔνη 2003.194).
Η υλική παράδοση της νομής είναι σύμβαση άτυπη και αφηρημένη που δεν συνάπτεται υπό αίρεση ή προθεσμία και δεν τυγχάνει ακυρωτέα λόγω ελαττώματος της βουλήσεως ΑΠ 1415/2003 ό.π). Αν η εικοσαετία είχε συμπληρωθεί ήδη στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου, ο ειδικός ή καθολικός διάδοχός του θα αποκτήσει κυριότητα επί του πράγματος με μεταβίβασή του διά καθολικής ή ειδικής διαδοχής από τον καταστάντα κύριό του, ΕφΚρη 285/2004 όπ. (βλ. σχετικά και ΕφΘεσ 1929/1999 ΕλΔνη 32.1367, ΕφΝαυπλ 555/1995 ΕλΔνη 37.371). Η διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ έχει εφαρμογή για το μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα (23-2-1946) χρονικό διάστημα.
Αν όμως, υπό το καθεστώς του Αστικού Κώδικα δεν έχει συμπληρωθεί εικοσαετία στη νομή του χρησιδεσπόζοντος για να προσπορισθεί την κατ' άρθρο 1045 ΑΚ κυριότητα του ακινήτου, δικαιούται να προσμετρήσει στον διανυθέντα υπό το καθεστώς του ΑΚ χρόνο και εκείνον που διανύθηκε από τον δικαιοπάροχό του υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, αφού, όπως προαναφέρθηκε ο αναγκαίος χρόνος δεν είναι απαραίτητο να έχει διαδράμει εξ ολοκλήρου στο πρόσωπο του επικαλουμένου κτήση κυριότητας με χρησικτησία, δικαιουμένου να τον προσαυξήσει με την προσθήκη και του χρόνου νομής του προκτήτορά του, είτε υπό το νέο δίκαιο (ΟλΑΠ 1593/1979 ΝοΒ 28.1120) είτε και υπό το βυζαντινό - ρωμαϊκό (ΑΠ 13/1980 ΝοΒ 28.1133), αφού κατ’ άρθρο 64 ΕισΝΑΚ οι διατάξεις του Κώδικα εφαρμόζονται από της εισαγωγής του και σε αρξαμένη και μη συμπληρωθείσα μέχρις αυτής χρησικτησία κυριότητας ή δουλείας, οριζομένου στο άρθρο 65 ότι αν ο χρόνος χρησικτησίας του ΑΚ είναι συντομότερος του προβλεπόμενου από το προϊσχύσαν νομοθετικό καθεστώς, από της θέσεως σε ισχύ του ΑΚ θα λαμβάνεται υπόψη ο συντομότερος, αρχόμενος από της 23-2-1946, ενώ αν με βάση του βυζαντινό - ρωμαϊκό δίκαιο συμπληρώνεται νωρίτερα, τότε και η συμπλήρωση της χρησικτησίας θα γίνεται «μόλις περάσει ο χρόνος του έως τώρα δικαίου».
Έτσι, αν για τον συνυπολογισμό του προ της εισαγωγής του ΑΚ χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου υπολείπεται προς συμπλήρωσή της, κατά το παλαιό δίκαιο, απαιτούμενης τριακονταετίας, θα έχει εφαρμογή το προϊσχύσαν, και η τριακονταετία θα αρχίσει από την έναρξη της νομής του δικαιοπαρόχου, συμπληρωτέα με συνυπολογισμό του υπό την ισχύ του Κώδικα υπολειπόμενου χρόνου (ΕφΛαρ 480/1989 ΑρχΝ 41.246), ενώ αν υπολείπεται μεγαλύτερος θα έχει εφαρμογή ο ΑΚ και η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του εικοσαετία θα υπολογίζεται από της ενάρξεως της ισχύος του (ΑΠ 463/2004 ΕλΔνη 2004.1686, ΑΠ 683/1985 ΝοΒ 34.547, ΕφΘεσ 3192/1991 Αρμ 46.725). Η επίκληση του πριν από την εισαγωγή του Κώδικα χρόνου, όμως, θα γίνεται με βάση τα προσόντα χρησικτησίας κατά το παλαιό δίκαιο (νομή, διάνοια κυρίου και με καλή πίστη) (ΑΠ 679/1994 ΕλΔνη 37.85, ΑΠ 683/1985 όπ., ΕφΛαρ 460/1989 ό.π., ΕφΘεσ 3192/1991 ό.π., ΕφΘεσ 198/1984 Αρμ 49.618).
Η κληρονομική διαδοχή αποτελεί νόμιμο τίτλο, έστω και αν ο κληρονομηθείς κατά το χρόνο του θανάτου του δεν ήταν κύριος, αλλά αν πρόκειται περί ακινήτου ο νόμιμος τίτλος υπάρχει εφόσον έχει προηγηθεί μεταγραφή δηλώσεως απογραφής ή κληρονομητηρίου (ΑΠ 1402/2003 ΝοΒ 2004.571, ΑΠ 448/2001 ΕλΔνη 2002.773). Πάντως, με δεδομένο ότι η μεταγραφή μπορεί να γίνει οποτεδήποτε, άρα και μεταγενεστέρως, παρέπεται ότι δεν κωλύεται η έναρξη της χρησικτησίας όταν λείπει κατά τον χρόνο κτήσεως της νομής (ΑΠ 1392/1992 ΕλΔνη 35.1269, ΑΠ 1511/1980 ΝοΒ 29.867, ΑΠ 408/1985 ΝοΒ 34.186, ΑΠ 2084/1983 ΝοΒ 33.33, ΕφΑθ 4564/1992 ΑρχΝ 45.406, ΕφΠατρ 1132/1990 ΑχΝομ 1991.516).
Παρατηρείται ωστόσο, ότι αν τίθεται ζήτημα τακτικής χρησικτησίας, οπότε απαιτείται νομή και καλή πίστη του νομέα, η καλή πίστη προϋποθέτει μεταγραφή του νομίμου ή νομιζομένου τίτλου - και στην περίπτωση αυτή η εκ των υστέρων μεταγραφή δεν έχει αναδρομικότητα ως προς το στοιχείο της καλής πίστης (ΕφΘρα 267/1990 Αρμ 46.496)…» (ΕφΛαρ 700/2007, ΤΝΠ ΔΣΑ)
ΕΞ ΑΔΙΑΙΡΕΤΟΥ ΣΥΓΚΥΡΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ
«…τόσο κατά τις διατάξεις του προϊσχύσαντος β.ρ. Δικαίου (ν. 18 παρ. 3 και 42 πρ. πανδ. 4.12, ν. 7 παρ. 5. πανδ. 10.3 και ν.3, κώδ. 7.34), όσο και τις αντίστοιχες των άρθρων 980, 981, 982, 994, 1113 ΑΚ, οι οποίες κατ’ άρθρο 50 ΕισΝΑΚ διέπουν την μετά την ισχύ του προσβολή και προστασία της υφισταμένης νομής, αν ο συγκύριος ακινήτου από κληρονομιά κατέχει ολόκληρο το κοινό ακίνητο, θεωρείται ότι κατέχει αυτό για λογαριασμό και των λοιπών συγκοινωνών, κατά την ανήκουσα σε αυτούς ιδανική μερίδα και, αν θελήσει να αντιποιηθεί τη νομή των τελευταίων, αυτή δεν χάνεται γι αυτούς, προτού λάβουν γνώση της αντιποίησης, η οποία υπάρχει όταν ο αντιπρόσωπος εξωτερικεύσει τη θέλησή του να νέμεται για δικό του λογαριασμό, ή για κάποιο τρίτο, μεγαλύτερο μέρος από τη μερίδα του ή ολόκληρο το ακίνητο…» (ΑΠ 1196/2008, ΝΟΜΟΣ)
«…από τις διατάξεις των άρθρων 787, 980-984, 994, 1113 και 1884 ΑΚ προκύπτει ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου πράγματος, όπως είναι και ο συγκληρονόμος, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών συγκυρίων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ' αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή, προτού εκδηλώσει την απόφασή του να νέμεται εφεξής ποσοστό μεγαλύτερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο το πράγμα αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό. Τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση που οι συγκληρονόμοι προβαίνουν σε άτυπη διανομή των στοιχείων της κληρονομιάς, διότι έκτοτε καθένας από αυτούς με γνώση των λοιπών νέμεται αποκλειστικώς για τον εαυτό του τα περιελθόντα σ' αυτόν στοιχεία της κληρονομίας (Ολ.ΑΠ 485/82)…» (ΑΠ 1075/2005, ΝΟΜΟΣ) (ΕφΔωδ 2/2007, ΝΟΜΟΣ, ΠΠΡόδου 113/2006 ΔωδΝομ 2007, τ. 11, σελ. 71, ΝΟΜΟΣ)
«…η απώλεια της νομής δεν επέρχεται για τον νομέα, πριν πληροφορηθεί τη μεταστροφή της βουλήσεως του αντιπροσώπου του (Ολ.ΑΠ 485/1982, ΑΠ 1468/2006, ΑΠ 1526/2006, ΑΠ 298/2004 Δ/νη 46.756, ΑΠ 1400 και 1410 έτους 2003 Δ/νη 45 σελ. 1442)…» (ΑΠ 764/2008, ΝΟΜΟΣ)
«…Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 786, 787, 980, 981 και 1113 σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 1045 επ. ΑΚ, προκύπτει ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος πράγματος, όταν κατέχει το κοινό πράγμα, δεν δύναται να αντιτάξει κατά των συγκοινωνών του, έκτακτη χρησικτησία ή αποσβεστική παραγραφή, προτού καταστήσει γνωστή στους συγκυρίους- συγκοινωνούς του ότι στο εφεξής νέμεται μεγαλύτερη μερίδα από τη δική του ή και όλο το πράγμα, αποκλειστικά για δικό του λογαριασμό είτε ρητά είτε με πράξεις που φανερώνουν τέτοια απόφασή του, για τις οποίες όμως λαμβάνουν γνώση οι λοιποί συγκύριοι (ΑΠ 1075/2005, ΑΠ 1248/2004, ΑΠ 18/2003, δημοσιευμένες στην Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).
Περαιτέρω, όμως, η αρχή αυτή έχει εφαρμογή, υπό την προϋπόθεση ότι η κοινωνία δικαίωματος υπήρχε στο χρόνο που ο ένας εκ των κοινωνών άρχισε να νέμεται αποκλειστικά στο όνομά του ως κύριος, προβάλλοντας στους λοιπούς κτητική ή αποσβεστική παραγραφή. Σε διαφορετική περίπτωση, δηλαδή όταν η κτητική ή αποσβεστική παραγραφή, αφετηριάζεται για οποιονδήποτε λόγο, όπως και λόγω άτυπης μεταβίβασης του πράγματος στο νομέα, σε χρόνο προγενέστερο της κοινωνίας δικαιώματος, η αρχή αυτή δεν έχει εφαρμογή (ΑΠ 544/1994, δημοσιευμένη στην Τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, αν προηγήθηκε η άτυπη μεταβίβαση του πράγματος στο νομέα που νέμεται για λογαριασμό του όλο το
πράγμα και κατόπιν συντελέστηκε η κοινωνία δικαιώματος, με οποιονδήποτε τρόπο, όπως καθολική ή ειδική διαδοχή, δεν είναι προϋπόθεση για την έναρξη και τη διαδρομή του χρόνου χρησικτησίας η γνωστοποίηση της νομής στους συγκοινωνούς…» (ΠΠΡοδ 113/2006 ΔωδΝομ 2007, τ. 11, σελ. 71).
ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΙ ΤΡΙΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
«…Από τη διάταξη του άρθρου 79 παρ. 2 του Αγροτικού Κώδικα (β.δ/μα της 29 -10/6-12-1949) σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του ίδιου άρθρου και εκείνες των άρθρων 26, 74, 180 και 203 του ίδιου Κώδικα, ενόψει και του άρθρου 1 παρ. 1 του α.ν. 431/1968, προκύπτει ότι ο κατά τον αγροτικό νόμο αποκαθιστάμενος κληρούχος από της παραχωρήσεως σ' αυτόν συγκεκριμένου κλήρου και μέχρι την έναρξη ισχύος του α.ν. 431/1968, και αν ακόμη δεν τον κατέχει πραγματικά, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ως μόνος καλής πίστεως νομέας αυτού και συνεπώς ο κλήρος που του παραχωρήθηκε είναι ανεπίδεκτος χρησικτησίας από άλλον, το ίδιο δε πλάσμα ισχύει και υπέρ των καθολικών διαδόχων του αρχικού κληρούχου για την ταυτότητα του νομικού λόγου. Ως "εγκατάσταση" νοείται, κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα και των προϊσχυσάντων αυτού αγροτικών νόμων, η παραχώρηση με απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων ορισμένου κλήρου σε πρόσωπο δικαιούμενο αποκατάστασης.
Την αυτή ως άνω πλασματική νομή έχουν κατ' επέκταση και οι κληρονόμοι του κληρούχου, διότι με τις προαναφερόμενες διατάξεις ο νομοθέτης είχε σκοπό, να παράσχει και σ' αυτούς την ίδια με τον κληρούχο προστασία. Μετά όμως την ισχύ του α.ν. 431/1968 (23.5.1968) ο κληρούχος ή ο κληρονόμος του δεν θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου νομέας του κλήρου αν δεν τον κατέχει πραγματικά, με συνέπεια να είναι δυνατή η χωρίς τη θέληση του κληρούχου κτήση από τρίτον της νομής ολοκλήρου του κληροτεμαχίου, που μπορεί, να οδηγήσει στην κτήση της κυριότητας τούτου με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία, εφόσον συμπληρωθεί ο αναγκαίος για καθεμία εξ αυτών χρόνος. Τούτο μπορεί να συμβεί μόνο εφόσον έχει κυρωθεί όπως ορίζει ο νόμος η οριστική διανομή, αφού μόνον έκτοτε αποκτά την κυριότητα κλήρου που βρίσκεται σε μη παραμεθόρια περιοχή ο κληρούχος, ενώ μέχρι τότε η κυριότητα αυτού ανήκει στο Δημόσιο (ΑΠ 764/2004). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 1103 και 1106 ΑΚ συνάγεται ότι ο καλής πίστεως νομέας του διεκδικούμενου ακινήτου, έχει αξίωση αποζημιώσεώς του για τις επωφελείς δαπάνες τις οποίες ενήργησε επί του ακινήτου, όπως είναι και εκείνες για την ανέγερση οικοδομής ή άλλου κτίσματος, εφόσον όμως κατά το χρόνο της απόδοσης του ακίνητου σώζεται η αύξηση της αξίας του ακινήτου που επήλθε από την ενέργεια των δαπανών (ΟλΑΠ 1220/1975)…» (ΑΠ 150/2009, ΝΟΜΟΣ).
ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΤΕΛΟΥΝ ΥΠΟ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ, ΕΠΙΤΡΟΠΕΙΑ Ή ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ
«…Κατά το άρθρο 1055 του ΑΚ εξαιρούνται από την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία τα πράγματα που ανήκουν σε πρόσωπα, τα οποία τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική αντίληψη. Σκοπός της διάταξης αυτής είναι η προστασία των προσώπων, που τελούν υπό γονική μέριμνα, επιτροπεία ή δικαστική συμπαράσταση, από τον κίνδυνο να χάσουν την κυριότητά τους στα πράγματα που τους ανήκουν, συνεπεία χρησικτησίας από τρίτο, επιτυγχάνεται δε η προστασία αυτή με την αναστολή της ενάρξεως και συνεχίσεως της χρησικτησίας ενόσω διαρκούν οι καταστάσεις αυτές (ΟλΑΠ 7/2004). Ο ισχυρισμός περί εξαιρέσεως των ανωτέρω πραγμάτων από τη χρησικτησία προτείνεται κατ’ ένσταση και συνεπώς δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας…» (ΑΠ 20/2008, ΕλλΔνη 2009, τ. 50, σελ. 789, ΝΟΜΟΣ).
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ
«…Στο μεν άρθρο 1 του Α.Ν. 1521/1950 «περί φόρου μεταβιβάσεως ακινήτων» (Α' 245), όπως ο εν λόγω Α.Ν. κυρώθηκε με το Ν. 1587/1950 (Α' 294), ορίζεται ότι για κάθε μεταβίβαση ακινήτου ή πραγματικού δικαιώματος επί ακινήτου από επαχθή αιτία επιβάλλεται φόρος επί της αξίας του (παρ. 1), και ότι ως αξία λογίζεται η αγοραία αξία που έχει το ακίνητο ή το πραγματικό δικαίωμα επί του ακινήτου κατά την ημέρα της μεταβιβάσεως (παρ.4), στη δε παράγραφο 6 του άρθρου 2 του ίδιου Α.Ν., όπως η παράγραφος αυτή προσετέθη με το άρθρο 15 παρ.1 του Ν. 1473/1984 (Α' 127), ορίζονται τα εξής: «Αν σε συμβόλαιο μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου ή σύστασης άλλου εμπράγματου δικαιώματος σε ακίνητο, από οποιαδήποτε αιτία, γίνεται από τον μεταβιβάζοντα επίκληση της κτήσης τούτου με την τακτική ή έκτακτη χρησικτησία στο πρόσωπό του, εκτός από το φόρο για τη μεταβιβαστική αυτή σύμβαση, οφείλεται και φόρος μεταβίβασης για την κτήση με χρησικτησία, εκτός αν στο όνομα του μεταβιβάζοντος υπάρχει τίτλος μεταγραμμένος για το δικαίωμα αυτό, για το οποίο έχει υποβληθεί η κατά νόμο φορολογική δήλωση ή τα οικεία βιβλία μεταγραφών έχουν καταστραφεί. Ο φόρος μεταβίβασης, για την κτήση με χρησικτησία, υπολογίζεται στην αξία της κυριότητας του ακινήτου ή του εμπράγματου δικαιώματος του χρόνου κατάρτισης του μεταβιβαστικού συμβολαίου και βαρύνει τον μεταβιβάζοντα αφαιρουμένων των επωφελών δαπανών που έγιναν από τον χρησιδεσπόζοντα…» (ΣτΕ 2493/2006, ΝΟΜΟΣ).
πηγή: www.gadamopoulos.gr




Κληρονομικό δικαίωμα ή Χρησικτησία; Ποιο τελικά υπερτερεί;

Είναι γεγονός τελικά, το να ασχολείσαι με την ακίνητη περιουσία και γενικότερα με το εμπράγματο δίκαιο παρουσιάζει ιδιαίτερο νομικό αλλα και πραγματικό ενδιαφέρον ιδίως όταν υπάρχουν τρεις αποφάσεις του Πρωτοδικείου και δύο του Εφετείου Θεσσαλονίκης που βάζουν κάτω δύο αντικρουόμενα δικαιώματα διαφορετικών προσώπων και απαοφαίνται για το ποιο τελικά υπερτερεί.
Το ερώτημα που τέθηκε είναι το εξής : Είναι δυνατόν ένας κληρονόμος από διαθήκη ή χωρίς διαθήκη που έκανε αποδοχή κληρονομιάς μετά από 22 χρόνια από το θάνατου του κληρονομούμενου να αντιτάξει κατά του τρίτου δικαίωμα δικής του κυριότητας σε ακίνητο που όλα αυτά τα χρόνια νεμόταν τρίτο πρόσωπο;

Η απάντησή μου νομικά συμπίπτει με το σκεπτικό όλων των ως άνω αποφάσεων Πρωτοδικείου και Εφετείου Θεσσαλονίκης. Αφορμή για τη σύνταξη αυτού του άρθρου αποτέλεσε ο χειρισμός 3 διαφορετικών υποθέσεων από την πλευρά μου που αφορούσαν 3 διαφορετικούς και άσχετους ανθρώπους μεταξύ τους, οι οποίοι το μοναδικό κοινό που είχαν ήταν η διεκδίκηση ακινήτου με βάση τη χρησικτησία.
Σύμφωνα λοιπόν με το ιστορικό των υποθέσεων εν συντομία, υπήρχε από 1 άνθρωπος ο οποίος εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο χωρίς να αφήσει διαθήκη στις 2 περιπτώσεις και στην 1 με διαθήκη εγκαθιστώντας κληρονόμους του στενούς του συγγενείς που διέμεναν από τη γέννησή τους στο εξωτερικό 1η Αμερική – 2η Καναδά – 3η περίπτωση Γερμανία.
Οι άνθρωποι αυτοί γνώριζαν ότι ο δικός τους άνθρωπος είχε πεθάνει πριν από μία 20ετία περίπου και όλα αυτά τα χρόνια δεν προέβαιναν σε αποδοχή κληρονομιάς.
Στο μεταξύ η ακίνητη περιουσία στην μεν πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούνταν από την αδερφή του θανόντος και μη κληρονόμο στη 2η περίπτωση από τον ανηψιό του θανόντος και στη 3η περίπτωση από την οικονόμο του θανόντος. Όλοι οι παραπάνω συγκατοικούσαν με τους θανόντες και παρόλα αυτά δεν κατέστησαν κληρονόμοι αυτών…. (τί άδικο!!!!)
Μετά από 22 και πλέον χρόνια και στις 3 περιπτώσεις οι κληρονόμοι προέβησαν σε όλες τις νόμιμες διατυπώσεις δημοσιότητας με συμβολαιογραφική πράξη και αποδέχτηκαν τη κληρονομιά.
Το ζήτημα που προέκυψε (και σε αυτό το σημείο θα ήθελα και τη δική σας γνώμη σαν τρίτοι να μου πείτε ποιο πραγματικά πιστεύετε ότι είναι το δίκαιο κατά τη δική σας κρίση) είναι αν και ποιο δικαίωμα από τα ανακύπτοντα έπρεπε να υπερισχύσει.
Ο νόμος προστατεύει τόσο το κληρονομικό δικαίωμα όσο και το δικαίωμα κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο κτήσης (δηλ. με χρησικτησία),
Ο δικαστής σε όλες τις περιπτώσεις προβληματίστηκε αρκετά. Η σκέψη του έπρεπε να σταθμίσει τα πραγματικά γεγονότα, τα προστατευτέα δικαιώματα καθώς και την πραγματική κατάσταση που είχε ήδη μετά την πάροδο των χρόνων διαμορφωθεί.
Εσείς ποιο θεωρείται ότι υπερίσχυσε ; Γράψτε τη γνώμη σας.
Πάντως για να ολοκληρώσω το άρθρο αυτό και να ικανοποιήσω την περιέργεια που σας δημιούργησα το δικαστήριο (κρίνοντας κάθε υπόθεση μεμονομένα και με βάση τα στοιχεία των δικογραφιών που προσκομίστηκαν και την ικανότητα των δικηγόρων (ας ευλογήσουμε και τα γένια μας λίγο).-Αλλωστε, το δικαστήριο να γνωρίζετε εκδίδει απόφαση με βάση τα στοιχεία που περιέρχονται σε γνώση του) έκρινε ότι η κυριότητα που αποκτήθηκε με χρησικτησία υπερίσχυσε τελικώς του αποδυναμωμένου κληρονομικού δικαιώματος.
Ο νομοθέτης ορίζει ότι ο κληρονόμος αποκτά την κυριότητα επί του κληρονομιαίου ακινήτου αναδρομικά με την μεταγραφή της σχετικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς στο οικείο υποθηκοφυλακείο – κτηματολογικό γραφείο.
Εκείνο όμως που διαφοροποίησε τις αποφάσεις ήταν το εξής γεγονός: (παραθέτω αυτούσιο το σκεπτικό των αποφάσεων) «με την επαγωγή της κληρονομιάς δεν επέρχεται αυτοδικαίως μεταβίβαση κυριότητας στα ακίνητα της κληρονομιάς, αλλά για τη μεταβίβαση αυτή απαιτείται και μεταγραφή, η οποία αν και έχει αναδρομική ενέργεια, ανατρέχοντας στο χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, εντούτοις δεν συνεπάγεται και κατάλυση των δικαιωμάτων τρίτων στα κληρονομιαία ακίνητα, αποκτηθέντων νομίμως μετά το θάνατο του κληρονομουμένου, όπως η κυριότητα η αποκτηθείσα πρωτοτύπως με χρησικτησία συμπληρωθείσα μέχρι το χρόνο μεταγραφής»
και
Με το θάνατο δε του κληρονοµουµένου η νοµή ακινήτου, που είχε αυτός µεταβιβάζεται στον κληρονόµο και χωρίς την αποδοχή της κληρονοµίας και µεταγραφή της σχετικής δήλωσης ή του κληρονοµητηρίου ( ΑΠ 733/2004 ). Εξάλλου από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 980, 981, 982 και 984 Α.Κ. οι οποίες, για την ταυτότητα του νοµικού λόγου, εφαρµόζονται και επί κληρονοµιαίων ακινήτων, προκύπτει ότι ο συγκληρονόµος, αν έχει στη νοµή του ολόκληρο το κοινό, θεωρείται ότι το κατέχει στο όνοµα και των λοιπών συγκληρονόµων και δεν µπορεί να αντιτάξει εναντίον τους αποσβεστική ή κτητική παραγραφή, προτού να καταστήσει σ” αυτούς γνωστό ότι νέµεται για δικό του λογαριασµό µεγαλύτερο από τη µερίδα του µέρος ή ολόκληρο το κοινό. Τέτοια όµως γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία το ακίνητο δεν είναι κληρονοµιαίο, γιατί ο κληρονοµούµενος το είχε παραχωρήσει σε έναν από τους συγκληρονόµους, οπότε ο συγκληρονόµος αυτός και οι καθολικοί διάδοχοί του, που το κατέχουν κατόπιν της άτυπης αυτής παραχώρησης, µπορούν να γίνουν κύριοι του ακινήτου αυτού µε έκτακτη χρησικτησία, προσµετρώντας στο δικό τους χρόνο χρησικτησίας και εκείνον του δικαιοπαρόχου των, αν το νέµονται για µια εικοσαετία. Στην περίπτωση αυτή, για τη νοµική πληρότητα της απόφασης δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν ότι ο συγκληρονόµος γνωστοποίησε στους λοιπούς συγκληρονόµους πως νέµεται το ακίνητο αποκλειστικά για δικό του λογαριασµό, γιατί το ακίνητο δεν είναι κληρονοµιαίο αφού ο κληρονοµούµενος έχει ήδη µεταβιβάσει τη νοµή του σε έναν από τους κληρονόµους του ( πρβλ. ΑΠ 1268/1997, Δνη 1998, 860).
Κλείνοντας: οι άνθρωποι που νεμόταν-χρησιμοποιούσαν τα συγκεκριμένα ακίνητα όλα αυτά τα χρόνια θεμελίωσαν δικαίωμα κυριότητας επί των ακινήτων αυτών ανεξάρτητα από το εάν οι κληρονόμοι μετά από 22 χρόνια αποδέχτηκαν την κληρονομιά του θανόντος και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο νομοθέτης ορίζει ότι από την μεταγραφή της αποδοχής κληρονομιάς η κυριότητα αποκτάται αναδρομικά από την ημερομηνία θάνατου του κληρονομουμένου.
Με λίγα λόγια ο νομοθέτης δίδει την ακίνητη περιουσία σε εκείνους που τελικώς ο θανών δεν θυμήθηκε στη διαθήκη του. !!!!!!!!!http://siamakis-lawyers.gr

 =======================================

Οι διατάξεις περί χρησικτησίας δεν ισχύουν όταν υπάρχει συννομή, δηλαδή σε εξ αδιαιρέτου ιδιοκτησία.
Για να ισχύσει πρέπει να υπάρχουν ορισμένες προυποθέσεις.
Παραθέτω απόσπασμα από απόφαση Αρείου Πάγου. Υπάρχει πλόυσια νομολογία.  
Απόφαση ΑΠ 764/2008 "... Εξάλλου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 980, 981, 982, 983, 994, 1041, 1045 και 1846 ΑΚ,
αν ο συγκληρονόμος κατέχει ολόκληρο το κληρονομιαίο ακίνητο,
θεωρείται ότι κατέχει αυτό στο όνομα και των άλλων συγκληρονόμων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ` αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή, πριν να καταστήσει γνωστό σ` αυτούς ότι νέμεται περισσότερο από τη μερίδα του ή ολόκληρο τούτο, αποκλειστικά σαν κύριος, γενικότερα δε η απώλεια της νομής δεν επέρχεται για τον νομέα, πριν πληροφορηθεί τη μεταστροφή της βουλήσεως του αντιπροσώπου του.
(Ολ. ΑΠ 485/1982, Α.Π. 1468/2006, Α.Π 1526/2006, ΑΠ 298/2004 Δ/νη 46.756, ΑΠ 1400 και 1410 έτους 2003 Δ/νη 45 σελ. 1442)"  

====



ΜΠΕΗΣ - ΘΕΜΑΤΑ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ
ΠολΔ 70.- Η παραγραφή της αξίωσης απο έννομη σχέση ως έλλειψη έννομου συμφέροντος για την αναγνώριση της επίδικης έννομης σχέσης
Επειδή από τη διάταξη του άρθρου 247 ΑΚ η παραγραφή χωρεί επί αξιώσεων και συνεπώς η αναγνωριστική αγωγή με την οποία δεν διώκεται αξίωση δεν υπόκειται σε παραγραφή. Αν όμως παραγράφηκε η αξίωση την οποία πρόκειται να προπαρασκευάσει η αγωγή αυτή, τότε λείπει το έννομο συμφέρον για την άσκησή της και πρέπει να απορριφθεί για το λόγο αυτό.
Στην προκείμενη περίπτωση το εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του ότι η ένδικη αναγνωριστική αγωγή του ενάγοντος αναιρεσείοντος με την οποία αυτός ζήτησε να αναγνωριστεί ότι είχε συνταχθεί η με αριθ. 2810/9.12.1939 δημόσια διαθήκη του συμβολαιογράφου Λιμένος Βαθέος Σάμου Ν.Λ., με την οποία ο διαθέτης Δ.Χ. είχε εγκαταστήσει κληρονόμους του αυτόν και την τέταρτη αναιρεσίβλητη στα ακίνητα που περιγράφονται στην αγωγή, σκοπό είχε να προπαρασκευάσει τη διεκδίκηση των ακινήτων αυτών από τους εναγόμενους αναιρεσιβλήτους που τα κατέχουν σαν κληρονόμοι του πατέρα τους (και συζύγου της πρώτης αναιρεσίβλητης) και έχουν γίνει κύριοι με τακτική και έκτακτη χρησικτησία και ότι η αξίωση του αναιρεσείοντος για διεκδίκηση έχει υποπέσει στην αποσβεστική και κτητική παραγραφή, σύμφωνα με τη νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη ένσταση που οι δύο πρώτοι από τους αναιρεσιβλήτους πρότειναν και απέδειξαν προαποδεικτικά με ομολογία του αναιρεσείοντος επί όλων των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών. Ακολούθως το εφετείο έκρινε ότι λόγω του βασίμου της ένστασης αυτής έπρεπε να απορριφθεί ως άνευ εννόμου συμφέροντος η αναγνωριστική αγωγή του αναιρεσείοντος. Κρίνοντας έτσι το εφετείο σε σχέση με το έννομο συμφέρον του ενάγοντος αναιρεσείοντος για την άσκηση της ένδικης αναγνωριστκής αγωγής δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και ο αντίθετος από το άρθρο 559 αριθ. 114 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος (ΑΠ 1452/1997 [Α. Μπακόπουλος]).
Σημείωση
Η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής, όμοια όπως και η άσκηση καταψηφιστικής ή διαπλαστικής αγωγής, δέν υπόκειται ποτέ σε παραγραφή. Το δημόσιο δικαίωμα για παροχή δικαστικής προστασίας είναι κυριολεκτικώς απαράγραπτο. Με την ένσταση της παραγραφής ενδέχεται ν' αποκρούεται η επίδικη αξίωση, όταν αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής είναι η διάγνωση ενος σχετικού εξουσιαστικού δικαιώματος. Σε περίπτωση που αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής είναι η διάγνωση ενος απόλυτου εξουσιαστικού δικαιώματος, όπως είναι το κληρονομικό δικαίωμα του ενάγοντα, τότε κατα το ουσιαστικό δίκαιο δέν υπάρχει περιθώριο εναντίωσης στο επίδικο απόλυτο εξουσιαστικό δικαίωμα με την προβολή ένστασης παραγραφής, αφού σε παραγραφή υπόκεινται κατα το άρθρο 247 ΑΚ αποκλειστικώς και μόνον αξιώσεις (σχετικά εξουσιαστικά δικαιώματα). Όμως, καθώς ευστόχως δέχεται και η σχολιαζόμενη απόφαση, η μή υποκείμενη σε παραγραφή αναγνωριστική αγωγή του κληρονομικού δικαιώματος, ως απόλυτου εξουσιαστικού δικαιώματος, θα πρέπει να στηρίζεται στη συνδρομή έννομου συμφέροντος του ενάγοντα, δηλαδή στη συνδρομή ανάγκης του για τη δικαστική αναγνώριση του επίδικου λχ κληρονομικού δικαιώματός του. Και αυτή η ανάγκη παροχής δικαστικής προστασίας είναι προβληματική, όταν η μόνη ορατή δυνατότητα αξιοποίησης της διάγνωσης του κληρονομικού δικαιώματος του κληρονόμου θα είναι η περαιτέρω διεκδίκηση των αντικειμένων της κληρονομίας, άν η αξίωση προς απόδοσή τους έχει ήδη υποπέσει σε παραγραφή, η οποία δεόντως προτείνεται απο τον εναγόμενο.
Στην περίπτωση που έκρινε η σχολιαζόμενη απόφαση υπάρχει και μια περαιτέρω επιφύλαξη ως προς το παραδεκτό της αναγνωριστικής αγωγής. Καθώς προκύπτει απο το παρατιθέμενο απόσπασμα της σχολιαζόμενης απόφασης, το αίτημα της αναγνωριστικής αγωγής δέν ήταν η διάγνωση του κληρονομικού δικαιώματος του ενάγοντα, αλλά «να αναγνωριστεί ότι είχε συνταχθεί η με αριθ. 2810/9.12.1939 δημόσια διαθήκη του συμβολαιογράφου Λιμένος Βαθέος Σάμου Ν.Λ., με την οποία ο διαθέτης Δ.Χ. είχε εγκαταστήσει κληρονόμους του αυτόν και την τέταρτη αναιρεσίβλητη στα ακίνητα που περιγράφονται στην αγωγή». Με αυτήν την αδόκιμη διατύπωση εμφανίζεται να περιορίζεται το αναγνωριστικό αίτημα στη διαπίστωση ενος πραγματικού γεγονότος (τη σύνταξη της δημόσιας διαθήκης και το περιεχόμενό της), και όχι στην αναγνώριση μιας έννομης σχέσης, όπως είναι το κληρονομικό δικαίωμα. Μόνο με επιεική ερμηνεία του δικογράφου της αγωγής μπορεί να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία, οτι δηλαδή με αυτήν την αδόκιμη διατύπωση ο ενάγων επεδίωκε τη δικαστική αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος.

===
αποφαση http://netlaw.gr/media/File/Case_Law/Areios_Pagos_67_2004.pdf

===


ΚΤΗΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ ΣΕ Αγωγή διανομής κοινού πράγματος.

- Αγωγή διανομής κοινού πράγματος. Δεν απαιτείται να εκτίθεται σ΄αυτήν ο τρόπος κτήσης κυριότητας επί του πράγματος του ενάγοντος ή του εναγομένου. Εξαιρέσεις. Ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου κατέχει το ακίνητο και στο όνομα των λοιπών συγκυρίων. Πότε μπορεί να αντιτάξει αποσβεστική προθεσμία ή κτητική παραγραφή κατά αυτών. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση.
- Κατά την έννοια των άρθρων 1113 και 799 ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 478-481 του ΚΠολΔ, βάση της αγωγής διανομής κοινού πράγματος είναι η συγκυριότητα επί του διανεμητέου πράγματος των διαδίκων, το στοιχείο δε αυτό πρέπει να περιέχεται στην αγωγή, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθεται σ` αυτήν και ο τρόπος με τον οποίο ο ενάγων και ο εναγόμενος έγιναν συγκύριοι, εκτός αν ο εναγόμενος αμφισβητώντας τη νομιμοποίηση της αγωγής ισχυρισθεί ότι δεν έχουν κανένα δικαίωμα κυριότητος επί του διανεμητέου ούτε ο ενάγων ούτε ο εναγόμενος, οπότε υποχρεούται ο ενάγων με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίον αυτός και ο εναγόμενος έγιναν συγκύριοι του διανεμητέου. Εάν ο εναγόμενος ισχυρισθεί ότι αυτός είναι αποκλειστικός κύριος του διανεμητέου, προβάλλων κατ` αυτόν τον τρόπον αμφισβήτηση της ενεργητικής νομιμοποιήσεως της αγωγής, δεν υποχρεούται ο ενάγων να καθορίσει και τον τρόπον με τον οποίο ο εναγόμενος έγινε συγκύριος του διανεμητέου. Στην περίπτωση αυτή η απόδειξη της συγκυριότητος του ενάγοντος θα έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμόν του από τον εναγόμενο ομολογουμένου δικαιώματος του κυριότητος επί ολοκλήρου του διανεμητέου πράγματος. Εάν ο εναγόμενος επικαλείται περιστατικά κτήσεως της αποκλειστικής του κυριότητος επί του διανεμητέου μεταγενέστερα των αντιστοίχων της κυριότητος του ενάγοντος και του δικαιοπαρόχου του, προβάλλει ένσταση κατά της αγωγής την οποία θα υποχρεωθεί να αποδείξει.
- Κατά τις διατάξεις των άρθρων 787, 980, 981, 982, 994 και 1113 ΑΚ, προκύπτει, ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος ακινήτου πράγματος θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών συγκυρίων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ` αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή, εκτός αν εκδηλώσει την απόφασή του να νέμεται εφεξής το πράγμα αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό είτε ρητώς, είτε με πράξεις που φανερώνουν τέτοια απόφασή του, λάβουν δε γνώση αυτής και οι άλλοι συγκύριοι. Όμως τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται στην περίπτωση εκουσίας παραδόσεως της νομής μετά από κατάρτιση άτυπης συμβάσεως προικός, δωρεάς, διανομής ή πώλησης μεταξύ των συγκυρίων, εφόσον έκτοτε ο κάτοχος του κοινού σαφώς εκδηλώνει τη βούλησή του να νέμεται αυτό αποκλειστικώς για δικό του λογαριασμό, οι δε λοιποί που μετείχαν στη σχετική συμφωνία αποδέχθηκαν τη βούλησή του αυτή (ΟλΑΠ 485/82)


===
ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΦΛΩΡΙΝΑΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ 94/2012

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τον Δικαστή Απόστολο Χατζηπανταζή, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου της Φλώρινας και από την Γραμματέα Ευρυδίκη Κάπτση.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, την 2η Φεβρουαρίου 2012, για να δικάσει την αγωγή, την ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπίπτουσα αγωγή και την πρόσθετη παρέμβαση, με αντικείμενο την διεκδίκηση κυριότητας ακινήτου, μεταξύ:
Α. ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …………………………… και 4) ……………………, που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο η μεν πρώτη μετά, οι δε λοιποί διά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Θεόδωρου Ζέρβα (Δ.Σ.Θεσσαλονίκης).
ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ………………, 2) …………………… και 3) ………………, απάντων κατοίκων ………………, που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο οι μεν πρώτος και τρίτος μετά, η δε δεύτερη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Παναγιώτη Μαρκόπουλου.
Οι ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 13-10-2009 αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 20-10-2009 γράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 04-02-2010 και μετά από νόμιμες αναβολές για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Β. ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΤΩΝ ΤΗ ΔΙΚΗ ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΩΝ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ -ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) …………………, 2) …………………, και 3) …………………, απάντων κατοίκων …………………, που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο οι μεν πρώτος και τρίτος μετά, η δε δεύτερη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Παναγιώτη Μαρκόπουλου.
ΤΟΥ ΚΑΘ ΟΥ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΔΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΟΥ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: …………………, κατοίκου …………………, που παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ελένης Φιλίππου.
ΟΙ ΑΝΑΚΟΙΝΩΝΟΝΤΕΣ ΤΗ ΔΙΚΗ - ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΕΣ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΕΣ ζήτησαν να γίνει δεκτή η από 04-01-2010 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση -παρεμπίπτουσα αγωγή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 15-01-2010 γράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 03-06-2010 και μετά από νόμιμες αναβολές για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Γ. ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: …………………, κατοίκου …………………, που παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ελένης Φιλίππου.
ΤΩΝ ΥΠΕΡ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) …………………, 2) …………………, και 3) …………………, απάντων κατοίκων …………………, που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο οι μεν πρώτος και τρίτος μετά, η δε δεύτερη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Παναγιώτη Μαρκόπουλου.
ΤΩΝ ΚΑΘ ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) ……………………………… και 4) ……………………, που παραστάθηκαν στο Δικαστήριο η μεν πρώτη μετά, οι δε λοιποί δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Θεόδωρου Ζέρβα (Δ.Σ.Θεσσαλονίκης).
Ο ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΩΝ ζήτησε να γίνει δεκτή η από 17-05-2011 πρόσθετη παρέμβαση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 18-05-2011 γράφηκε στο πινάκιο και προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώθηκε παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία α) η από 13-01-2009 (κύρια) αγωγή, β) η από 04-01-2010 ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση με τη σωρευόμενη σ αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή των εναγομένων και γ) η από 17-05-2011 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εναγομένων της κύριας αγωγής και κατά των εναγόντων αυτής, οι οποίες πρέπει, κατ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 1 και 2, 246 του Κ.Πολ.Δ., να συνεκδικασθούν γιατί είναι συναφείς μεταξύ τους, διευκολύνεται έτσι και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε και μείωση των εξόδων.
Οι ενάγοντες με την κρινομένη αγωγή τους εκθέτουν ότι, δυνάμει της με αριθμό 2.838/02-10-2008 κοινής συμβολαιογραφικής αποδοχής κληρονομιάς, νομίμως μεταγεγραμμένης, απεδέχθησαν αρχικά την κληρονομιά του πατρός τους …………………, και εν συνεχεία διαδοχικά υπέρ του τελευταίου (πατέρα τους) την κληρονομιά της μητρός τους …………………, υπέρ αμφοτέρων των γονέων τους την κληρονομιά της γιαγιά τους …………………, και υπέρ της τελευταίας (γιαγιάς τους) την κληρονομιά του συζύγου της …………………,. Ότι περαιτέρω, δυνάμει των ανωτέρω διαδοχικών αποδοχών κληρονομιάς, αφενός μεν, ο πατέρας τους κατέστη κύριος, νομέας και κάτοχος σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, του αναλυτικά περιγραφόμενου στην αγωγή τους, κατ όρια και έκταση, ακινήτου, αφετέρου δε, οι ίδιοι απέκτησαν, μετά το θάνατο του, εξ αδιαιρέτου την πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή επί του παραπάνω ποσοστού στο εν λόγω ακίνητο, ήτοι κατά ποσοστό 12,5% έκαστος. Ότι ακολούθως, στον πρώτο εκ των ανωτέρω κτήτορα …………………, η κυριότητα του επίδικου ποσοστού (50%) επί του παραπάνω αναφερόμενου ακινήτου, περιήλθε κατόπιν ατύπου παραχωρήσεως εκ του πατρός του …………………, ο οποίος παράλληλα και ομοίως άτυπα παραχώρησε το εναπομείναν ποσοστό των 50% στον έτερο υιό του …………………. Ότι οι ανωτέρω αρχικοί κτήτορες ……………… και …………………, χρησιμοποιούσαν το επίδικο ακίνητο ως κύρια κατοικία των ιδίων και των οικογενειών τους έως και το έτος 1953, οπότε και μετανάστευσαν οριστικά στην Αυστραλία. Ότι εκ του λόγου αυτού (μετανάστευσης), τόσο οι ίδιοι, όσο εν συνεχεία και οι κληρονόμοι αυτών, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, δεν απέστησαν από τη νομή του εν λόγω ακινήτου, το οποίο επισκέπτονταν, αλλά επιπλέον επέβλεπαν και φρόντιζαν δια βοηθών νομής, τους οποίους αδιαλείπτως όριζαν για την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού. Ότι ακολούθως, στα πλαίσια της παραπάνω περιγραφόμενης ασκήσεως της νομής τους επί του επιδίκου ακινήτου και σε συμφωνία με τον έτερο συγκύριο …………………, κατέστησαν βοηθό νομής τον συγγενή τους …………………, επί του συνόλου αυτού, ο οποίος ανέλαβε την υποχρέωση να μεριμνήσει για την συντήρηση και επιδιόρθωση της οικίας που βρισκόταν στο ακίνητο, την περαιτέρω εκμίσθωση της και την απόδοση των μισθωμάτων στους ανωτέρω δικαιούχους. Ότι το ίδιο χρονικό διάστημα, ο …………………, δέχθηκε να προβεί στην πώληση του ιδανικού του μεριδίου (ποσοστού 50%) στην τότε κυρία -απώτερη δικαιοπάροχο τους (ένεκα κληρονομικής διαδοχής) του λοιπού ποσοστού …………………, έναντι τιμήματος 2.200 αυστραλιανών δολαρίων, πώληση η οποία έλαβε χώρα ατύπως το έτος 1983. Ότι ακολούθως, η …………………, πρότεινε στον μέχρι τότε εγκατεστημένο βοηθό νομής …………………, να αγοράσει για τον εαυτό του το παραπάνω νεοαποκτηθέν από την ίδια ποσοστό του 50%, καταβάλλοντος ως αντίτιμο το ίδιο ποσό (2.200 αυστραλιανά δολάρια), υπό τον όρο η καταβολή του ποσού αυτού να ελάμβανε χώρα με τη μορφή των δαπανών που ο τελευταίος (…………………) θα πραγματοποιούσε για την ολική ανακαίνιση της ευρισκομένης στο ακίνητο πεπαλαιωμένης οικίας και μέχρι το ύψος αυτού (τιμήματος), το δε υπερβάλλον ποσό το ανταποκρινόμενο ομοίως στις δαπάνες της ολικής ανακαίνισης, που θα κατέβαλε ο ίδιος και για λογαριασμό της …………………, θα καλυπτόταν στο μέτρο που την αφορούσε, με την παρακράτηση του ποσοστού των μισθωμάτων που θα έπρεπε να της αποδοθούν, από την μεταγενέστερη της ανακαίνισης εκμίσθωση της εν λόγω οικίας. Ότι μετά την αποδοχή της παραπάνω προτάσεως από τον ………………… και προς εξυπηρέτηση της εν λόγω αγοραπωλησίας, ο …………………, ως τυπικώς εμφαινόμενος κύριος του εν λόγω ποσοστού, καθόσον ουδέποτε συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο πώλησης μεταξύ αυτού και της …………………, συνέταξε το με αριθμό 1.195/07-11-1983 συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, με το οποίο εξουσιοδοτούσε τον …………………, όπως προβεί στην πώληση του εν λόγω ποσοστού, είτε σε οποιονδήποτε τρίτο αυτός επέλεγε, είτε και στον εαυτό του δι αυτοσυμβάσεως. Ότι, ακολούθως, ο …………………, σε εκτέλεση του πληρεξουσίου που του χορήγησε ο …………………, μεταβίβασε, εν αγνοία τους, στον εαυτό του δι’ αυτοσυμβάσεως, όχι μόνο το ποσοστό του 50% εξ αδιαιρέτου, το οποίο ανήκε ατύπως στην …………………, και τυπικά στον …………………, κατά τα ανωτέρω λεχθέντα, αλλά το σύνολο της κυριότητας του επίδικου ακινήτου, ήτοι ποσοστό 100%, έναντι τιμήματος 30.000 δρχ. Ότι, εν συνεχεία, ο …………………, δυνάμει του με αριθμό 8.820/30-05-2002 συμβολαίου αγοραπωλησίας, νομίμως μεταγεγραμμένου, μεταβίβασε έναντι πωλήσεως και αντί τιμήματος 26.412,32 ευρώ, στους εναγόμενους και δη στον πρώτο αυτών κατ επικαρπία, στους δε λοιπούς κατά ψιλή κυριότητα εξ αδιαιρέτου και κατ ισομοιρία, το σύνολο του επίδικου ακινήτου, προκειμένου να το χρησιμοποιούν ως εξοχική κατοικία. Ότι αυτοί (εναγόμενοι) προχώρησαν στην εν λόγω αγοραπωλησία, τελώντας κατά το χρόνο της μεταβίβασης σε κακή πίστη, δοθέντος ότι είχαν λάβει γνώση του πληρεξουσίου που είχε χορηγηθεί στον …………………, από τον …………………, στο οποίο σαφώς οριζόταν ότι ο τελευταίος ήταν κύριος μόνο ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου και όχι του συνόλου αυτού και ότι εν κατακλείδι, ο πρώτος αυτών (εναγομένων), με την ιδιότητα του επικαρπωτή από τον Μάιο του έτους 2002, οπότε και ολοκληρώθηκε η μεταβίβαση του επιδίκου ακινήτου έως και τον χρόνο ασκήσεως της κρινομένης αγωγής, καρπούται άνευ νομίμου αιτίας του ιδανικού μεριδίου των εναγόντων (50% εξ αδιαιρέτου) και τα εξ αυτού απορρέοντα ωφελήματα, έτσι ώστε να έχει ζημιώσει αυτούς κατά το συνολικό ποσό των 22.000 ευρώ, όπως αυτό επιμερίζεται ειδικότερα στην αγωγή και υπολογίζεται με βάση την μισθωτική αξία του επιδίκου. Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες, επικαλούμενοι επιπροσθέτως, με την δεύτερη βάση της αγωγής τους, την κτήση της κυριότητας τους επί του ποσοστού του 50% στο επίδικο ακίνητο, δια των προσόντων της εκτάκτου χρησικτησίας, προσμετρώντας στον χρόνο της νομής τους, η οποία ξεκινά το έτος 2004 (έτος θανάτου του πατέρα τους) και τον χρόνο ασκήσεως νομής των δικαιοπαρόχων τους, ζητούν, κατ εκτίμηση των αγωγικών τους αιτημάτων, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, αφενός μεν, να αναγνωρισθούν συγκύριοι, συννομείς και συγκάτοχοι του επίδικου ακινήτου στο συνολικό ποσοστό του 50% και κατά ειδικότερο ποσοστό 12,5 % έκαστος, αιτία κληρονομικής διαδοχής και εκτάκτου χρησικτησίας, αφετέρου δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους αποδώσουν το ανωτέρω συνολικό ποσοστό κατά πλήρη κυριότητα νομή και κατοχή, ο μεν πρώτος ως επικαρπωτής, οι δε δεύτερη και τρίτος ως εξ αδιαιρέτου ψιλοί κύριοι αυτού. Ζητούν επιπροσθέτως, να υποχρεωθεί ο πρώτος των εναγομένων, με την ιδιότητα του επικαρπωτή, να καταβάλλει σε έκαστο αυτών κατά το λόγο του ιδανικού του μεριδίου και κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού το συνολικό ποσό των 22.000 ευρώ, ήτοι ποσό 5.500 ευρώ σε έκαστο, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της κρινομένης αγωγής και μέχρι της πλήρους εξοφλήσεως, καθώς και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η ένδικη αγωγή, η φέρουσα κατά παραδεκτή αντικειμενική σώρευση δύο κύριες βάσεις (κτήση κυριότητας κατά παράγωγο και κατά πρωτότυπο τρόπο), για το παραδεκτό της οποίας, περίληψη της καταχωρήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Πρεσπών (βλ. το με αριθμό 2.098/23-10-2009 πιστοποιητικό της Υποθηκοφύλακα Πρεσπών), παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 7, 8, 9, 10, 11 αρ.1, 14 και 29 Κ.Πολ.Δ.), προκειμένου να συζητηθεί κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1710, 1711, 1813 επ., 1846, 1192, 1193, 1199, 974 επ., 1045, 1046, 1051 του ΑΚ και των άρθρων 68, 70, 176, 218, 907 και 908 Κ.Πολ.Δ., πλην του αιτήματος του σχετικού με την καταβολή από τον πρώτο των εναγομένων, με την ιδιότητα του επικαρπωτή, του συνολικού ποσού των 22.000 ευρώ, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, καθόσον η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί, μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΑΠ 440/2000 ΕλλΔνη 31.1629, Εφ.Αθ. 7628/2006 ΕλλΔνη 2008. 894). Εν προκειμένω, το παραπάνω αίτημα υποβάλλεται κατά κύρια βάση στηριζόμενο στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΚ 904), χωρίς προηγουμένως οι ενάγοντες να επιχειρήσουν να θεμελιώσουν την σχετική αξίωση τους στις περί νομής (1096 επ. ΑΚ) ή κοινωνίας (786 επ. ΑΚ) ή αδικοπραξίας (914 επ. ΑΚ) διατάξεις, που δύναντο να αποτελέσουν την βασική αιτία της εν λόγω δικαστικής επιδίωξης. Επομένως, κατά το μέρος που η κρινόμενη αγωγή κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ ΤΑΧΔΙΚ και ΤΝ προσαυξήσεις (βλ. το με αριθμό 6748269/31-01-2012 γραμμάτιο είσπραξης της εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και το με αριθμό 13027230/31-01-2012 διπλότυπο είσπραξης της Β' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης).
Από τις διατάξεις των άρθρων 86, 87 και 88 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι η προσεπίκληση, η οποία είναι διαδικαστική πράξη με την οποία εξαιρετικά επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια της έννομης σχέσεως της δίκης έναντι των τρίτων, επιτρέπεται σε τρεις μόνον περιπτώσεις, ήτοι: α) των συνδεόμενων με το δεσμό της αναγκαστικής ομοδικίας (άρθρο 86 Κ.Πολ.Δ.), β) του αληθινού κυρίου ή νομέα επί εμπραγμάτου όμως αγωγής (άρθρο 87 Κ.Πολ.Δ.) και γ) του υπόχρεου προς αποζημίωση σε περίπτωση ήττας του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη, δηλαδή του καλούμενου δικονομικού εγγυητή (άρθρο 88 Κ.Πολ.Δ.). Η απαρίθμηση των περιπτώσεων γίνεται από το νομοθέτη περιοριστικά, απαγορευομένης της διευρύνσεως τους με αναλογική εφαρμογή του νόμου ή με συμφωνία των μερών (ΕΑ 7262/1997 ΕλλΔνη 39. 928, ΕΑ 8320/1989 ΕλλΔνη 22. 906, Κ. Μπέη: Κ.Πολ.Δ., άρθρο 86, III αρ. 1, Δεληκωστόπουλου-Σινανιώτη: Ερμ.Κ.Πολ.Δ., άρθρο 87). Στην τελευταία περίπτωση επιτρέπεται με την προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή και σώρευση παρεμπίπτουσας αγωγής, με την οποία να ζητείται η καταβολή στον προσεπικαλούντα - εναγόμενο από τον προσεπικαλούμενο τρίτο όλου (ή μέρους του) εκείνου το οποίο σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της κατ αυτού (εναγομένου) κυρίας αγωγής θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στον κυρίως ενάγοντα. Η καταδίκη όμως του προσεπικαλουμένου εξαρτάται από την ήττα του προσεπικαλούντος κατά την κύρια δίκη και με τέτοια, κατ ανάγκη, αίρεση ασκείται και η κατά του υπόχρεου προσεπίκληση του. Συνεπώς, η προσεπίκληση και η με αυτή σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως έχουν ως προϋπόθεση προϋφιστάμενη έννομη σχέση μεταξύ του προσεπικαλούντα και του προσεπικαλουμένου (από σύμβαση ή από το νόμο ή από αδίκημα), η οποία, σε περίπτωση ήττας του προσεπικαλούντα στην κύρια δίκη, του παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως κατά του προσεπικαλουμένου. Απαιτείται δηλαδή στην περίπτωση αυτή να υπάρχουν δύο έννομες σχέσεις, μία η επίδικη στην εκκρεμή δίκη και μία η ασκούμενη με την προσεπίκληση, επιπλέον δε απαιτείται η δεύτερη να εξαρτάται από την πρώτη, υπό την έννοια ότι μόνον αν ο προσεπικαλών ηττηθεί ως προς αυτή (την πρώτη) αποκτά δικαίωμα αποζημιώσεως βάσει της δεύτερης κατά του προσεπικαλουμένου (ΑΠ 260/2001 ΕλλΔνη 42. 1635, ΑΠ 1202/1994 ΕλλΔνη 37. 142, ΑΠ 960/1999 ΕλλΔνη 41. 137). Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, οι εναγόμενοι της κύριας αγωγής, ισχυρίζονται ότι δυνάμει του με αριθμό 8.820/30-05-2002 οριστικού συμβολαίου αγοράς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …………………, νομίμως μεταγεγραμμένου, απέκτησαν κατ επικαρπία ο πρώτος των εναγομένων και κατά ψιλή κυριότητα εξ αδιαιρέτου και κατ ισομοιρία οι δεύτερη και τρίτος εξ αυτών, από τον …………………, του …………………, το επίδικο ακίνητο, όπως αυτό λεπτομερώς περιγράφεται στην κύρια αγωγή, το οποίο ο πωλητής τους μεταβίβασε ελεύθερο από κάθε βάρος, δικαίωμα τρίτου και νομικό ελάττωμα, καθόσον, κατά τη σχετική δήλωση του, που περιλαμβάνεται στο εν λόγω συμβόλαιο, ο ίδιος ήταν αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος αυτού, αφού το απέκτησε δυνάμει του με αριθμό 3.296/25/07/1984 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Φλώρινας …………………, νομίμως μεταγεγραμμένου. Με βάση το ιστορικό αυτό, ανακοινώνουν τη δίκη που ανοίχθηκε σε βάρος τους, στον ως άνω δικαιοπάροχο τους (…………………) και προσεπικαλούν αυτόν να παρέμβει, υπό την ανωτέρω ιδιότητα του, στην προκείμενη δίκη, ώστε να επιτευχθεί η απόρριψη της αγωγής. Ζητούν τέλος, να αποτελέσει η εκδοθησόμενη απόφαση δεδικασμένο και κατά του προσεπικαλουμένου, να στερηθεί αυτός του δικαιώματος τριτανακοπής αυτής και του δικαιώματος υποβολής ενστάσεως κακής διεξαγωγής της δίκης, σε βάρος των προσεπικαλούντων. Ακολούθως δε, με την ενωμένη στην προσεπίκληση παρεμπίπτουσα αγωγή τους, ζητούν, στην περίπτωση ευδοκιμήσεως της κυρίας αγωγής, να υποχρεωθεί ο προσεπικαλούμενος - παρεμπιπτόντως εναγόμενος να καταβάλει στον πρώτο των υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση, ολόκληρο το χρηματικό ποσό, που θα υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στους ενάγοντες, κατά κεφάλαιο, τόκους, δικαστική δαπάνη και κάθε είδους έξοδα, καθώς και να καταδικασθεί στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο η προσεπίκληση με την ενωμένη σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή, ασκείται παραδεκτά κατά του προσεπικαλουμένου, ο οποίος κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της προσεπικλήσεως, φέρει την ιδιότητα του δικονομικού εγγυητή, το δε έννομο συμφέρον των προσεπικαλούντων προκύπτει από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο. Περαιτέρω, η προσεπίκληση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 88, 89 και 69 παρ. 1 εδ. ε Κ.Πολ.Δ., πλην του αιτήματος περί εκτάσεως του δεδικασμένου που θα απορρέει από την παρούσα απόφαση και κατά του προσεπικαλούμενου, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, δοθέντος ότι η προσεπίκληση στηρίζεται σε έννομη σχέση από την οποία απορρέει το δικαίωμα του προσεπικαλούντα κατά του προσεπικαλούμενου για αποζημίωση, σε περίπτωση ήττας του πρώτου στην εναντίον του δίκη. Το δικαίωμα αυτό του προσεπικαλούντα αποτελεί το αντικείμενο της μεταξύ των ανωτέρω δίκης (89 εδ. β, 221 στοιχ. α Κ.Πολ.Δ.) και συνεπώς δημιουργείται για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του δεδικασμένο, αν ερευνηθεί στην ουσία η προσεπίκληση και συνεπώς τα όρια του δεδικασμένου περιορίζονται μεταξύ των προσώπων αυτών. Μεταξύ όμως του προσεπικαλούμενου και του αντιδίκου του προσεπικαλούντα δεν δημιουργείται δεδικασμένο, γιατί ο προσεπικαλούμενος δεν καθίσταται διάδικος στην μεταξύ των αρχικών διαδίκων δίκη, εκτός αν προσέλθει και λάβει τη θέση του προσεπικαλέσαντα (άρθρα 277 αρ. 3 και 278 εδ. α Κ.Πολ.Δ.), οπότε καθίσταται κύριος διάδικος και δεσμεύεται από το δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδοθεί μεταξύ των αρχικών διαδίκων (βλ. Β. Βαθρακοκοίλης ΕρΝομΚ.Πολ.Δ. υπό άρθρο 88. παρ. 21). Τέλος, αναφορικά με τα αιτήματα τα σχετικά με τη στέρηση σε βάρος του προσεπικαλουμένου, των δικαιωμάτων, αφενός μεν, της ασκήσεως τριτανακοπής, αφετέρου δε, της υποβολής ενστάσεως περί κακής διεξαγωγής της δίκης, πρέπει να σημειωθεί, ότι εν προκειμένω και δοθείσης της ασκήσεως της κατωτέρω περιγραφόμενης πρόσθετης παρεμβάσεως του (προσεπικαλουμένου), καθίστανται άνευ αντικειμένου και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπισθούν. Άλλωστε, αυτά τα δικονομικά δικαιώματα του προσεπικαλουμένου, δύναται να εξετασθούν, όχι στην παρούσα δίκη, αλλά σε μεταγενέστερες σχετικές και συναφείς δίκες, καθόσον αν ο τρίτος προς τον οποίο η ανακοίνωση δίκης, δεν ασκήσει παρέμβαση για τη συμμετοχή του στην έννομη σχέση της δίκης, εφόσον η ανακοίνωση έγινε πριν από την πρώτη στο ακροατήριο συζήτηση, δεν έχει δικαίωμα να ασκήσει τριτανακοπή κατά της απόφασης που θα εκδοθεί. Προϋπόθεση όμως της έκπτωσης από το δικαίωμα του αυτό είναι η έγκυρη ανακοίνωση της δίκης, η οποία θα ερευνηθεί στην δίκη αυτή (τριτανακοπής), στα πλαίσια της ένστασης για έκπτωση από το δικαίωμα άσκησης της τριτανακοπής κατά της απόφασης που εκδόθηκε (βλ. Β. Βαθρακοκοίλης ΕρΝομΚ.Πολ.Δ. υπό άρθρο 586. παρ. 48). Ακολούθως και όσον αφορά στην παρεμπίπτουσα αγωγή, η οποία παραδεκτά ασκείται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, σωρευόμενη στο δικόγραφο της προσεπικλήσεως, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω μείζονα πρόταση, που για το αντικείμενο της καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των αναλογούντων ποσών υπέρ Τ.Ν. και ΤΑ.Χ.ΔΙ.Κ. (βλ. τα υπ αριθμ. 023761, 255082 και 041966 αγωγόσημα), πρέπει να απορριφθεί ως άνευ αντικειμένου, καθόσον, κατά τα προεκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, το αίτημα της αγωγής, αναφορικά με την καταβολή στους ενάγοντες του συνολικού ποσού των 22.000 ευρώ από μέρους του πρώτου των εναγομένων, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο. Επομένως, πρέπει οι παρεμπιπτόντως ενάγοντες να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του παρεμπιπτόντως εναγομένου ένεκα της ήττας του (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ.).
Κατά το άρθρο 80 Κ.Πολ.Δ. αν, σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να τον υποστηρίξει. Από τη διάταξη αυτή και το συνδυασμό αυτής με τη διάταξη του άρθρου 68 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση προσθέτου παρεμβάσεως είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται στο δικόγραφο της παρεμβάσεως κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 εδ. β Κ.Πολ.Δ. Έννομο συμφέρον προς παρέμβαση υφίσταται όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρεώσεως. Πρέπει όμως αυτά είτε να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της αποφάσεως που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειες της. Έτσι, για την άσκηση πρόσθετης παρεμβάσεως, δεν αρκεί το γεγονός ότι σε εκκρεμή δίκη μεταξύ άλλων πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα, που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα, επειδή υπάρχει ή πρόκειται να προκύψει σε άλλη δίκη μεταξύ αυτού και κάποιου από τους διαδίκους ή τρίτου συναφής διαφορά, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και του νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντα του (ΟλΑΠ 8/1998 ΕλλΔνη 39. 71, ΟλΑΠ 38/1997 ΕλλΔνη 39. 55, ΑΠ 1422/2001 ΕλλΔνη 43. 1689). Τέλος, ο τρίτος που προσεπικαλείται στη δίκη ως δικονομικός εγγυητής, εφόσον ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση καθίσταται διάδικος και της προσεπικλήσεως και της αρχικής δίκης, δηλαδή προσλαμβάνει την ιδιότητα του διαδίκου τόσο έναντι του προσεπικαλούντα όσο και έναντι του αντιδίκου του τελευταίου, μόνο μ αυτή του την ιδιότητα (ΑΠ 1315/1993 ΕλλΔνη 35. 1593). Στην προκείμενη περίπτωση, ο προσεπικαλούμενος, με το από 17-05-2011 δικόγραφο του, ασκεί πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των εναγομένων της κύριας αγωγής και κατά των εναγόντων αυτής, ως έχων έννομο προς τούτο συμφέρον ν απορριφθεί η τελευταία, επικαλούμενος, αφενός μεν, την δική του κυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου, αφετέρου δε, την κυριότητα των υπέρ ων η παρέμβαση του - εναγομένων, επί του ιδίου ακινήτου, δυνάμει συμβολαιογραφικών εγγράφων αγοραπωλησίας, άλλως με τα προσόντα της τακτικής και της έκτακτης χρησικτησίας, αναφορικά με το πρόσωπο του. Ζητεί δε, να απορριφθεί η κύρια αγωγή και να καταδικαστούν οι καθ ων - κυρίως ενάγοντες στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ως άνω κρινομένη πρόσθετη παρέμβαση, για το παραδεκτό της οποίας, περίληψη της εγγράφηκε εμπροθέσμως στα βιβλία διεκδικήσεων του οικείου Υποθηκοφυλακείου Πρεσπών (βλ. την από 27-05-2011 επισημείωση της Υποθηκοφύλακος Πρεσπών, επί της από 24-05-2011 περίληψης), παραδεκτά και νόμιμα ασκήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 80 και 81 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. από τον φερόμενο στο δικόγραφο της προσεπικλήσεως ως δικονομικό εγγυητή των προσεπικαλούντων, ο οποίος με την ιδιότητα του αυτή καθίσταται διάδικος και της προσεπικλήσεως και της κυρίας δίκης, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην παραπάνω μείζονα σκέψη. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Επί αγωγής διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί ιδίας αυτού κυριότητας στο επίδικο αποτελεί ένσταση, της οποίας ο ίδιος φέρει το βάρος αποδείξεως, όταν, ενώ ο ενάγων επικαλείται παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, ο εναγόμενος επικαλείται πρωτότυπο τρόπο κτήσεως δια χρησικτησίας και τα περιστατικά που προτείνει προσπορίζουν σε αυτόν την κυριότητα σε χρόνο μεταγενέστερο της παράγωγης κτήσης που αναφέρεται στην αγωγή (ΑΠ 425/01, ΑΠ 1882/99 ΕλλΔνη 41. 1669, ΑΠ 256/89 ΕλλΔνη 31. 528, Εφ.Αθ. 3135/2010, ΕφΔωδ. 260/03, ΕφΠατρ. 3/02). Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση που ο ενάγων επικαλείται πρωτότυπο τρόπο κτήσεως της κυριότητας (χρησικτησία), ενώ επιπροσθέτως σε αυτή την περίπτωση γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι ένσταση αποτελεί ο ισχυρισμός του εναγομένου περί ιδίας κυριότητας, όταν στα περιστατικά χρησικτησίας που αναφέρονται στην αγωγή, χωρούν δύο χρησικτησίες, δηλαδή μία χρησικτησία του ενάγοντος και μία του εναγομένου, διότι με την μεταγενέστερη χρησικτησία του εναγομένου, και αν ήταν προηγουμένως κύριος, βάσει χρησικτησίας, ο ενάγων, παύει να υπάρχει το δικαίωμα χρησικτησίας του ενάγοντος (βλ. Κ.Παπαδόπουλος ΑΓΩΓΕΣ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ τόμος I, με τις εκεί παραπομπές στη νομολογία). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 785 - 787, 974, 980, 981, 982, 994, 1113 και 1884 ΑΚ, συνάγεται ότι ο συγκοινωνός, όπως είναι και ο εξ αδιαθέτου συγκληρονόμος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και στο όνομα των λοιπών κοινωνών και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ αυτών κτητική (έκτακτη χρησικτησία) παραγραφή, προτού καταστήσει γνωστό σ αυτούς ότι αποφάσισε να νέμεται το κοινό πράγμα αποκλειστικώς στο όνομα του ως κύριος και από τη γνωστοποίηση αυτήν παρέλθει η απαιτούμενη για την χρησικτησία εικοσαετία. Όμως, η παραπάνω γνωστοποίηση δεν απαιτείται όταν οι λοιποί συγκύριοι - συγκοινωνοί έχουν λάβει γνώση, με οποιοδήποτε τρόπο, της αποφάσεως που εκδήλωσε ο κοινωνός ότι κατέχει ολόκληρο το κοινό και ότι εφεξής νέμεται αυτό ως αποκλειστικός κύριος και περάσει από τη γνώση αυτή η προθεσμία της αποσβεστικής ή κτητικής παραγραφής (ΑΠ 106/2011). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις τους, οι εναγόμενοι και ο προσθέτως υπέρ αυτών παρεμβάς, αρνούμενοι την κύρια αγωγή, ισχυρίζονται περαιτέρω ότι αυτοί (εναγόμενοι) είναι αποκλειστικοί κύριοι, νομείς και κάτοχοι του επίδικου ακινήτου, οι μεν δεύτερη και τρίτος των εναγομένων κατά ψιλή κυριότητα εξ αδιαιρέτου και κατ ισομοιρία, ο δε πρώτος εξ αυτών κατ επικαρπία, ένεκα συμβολαίου αγοραπωλησίας, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία του οικείου Υποθηκοφυλακείου Πρεσπών, η οποία έλαβε χώρα την 30η-05-2002 μεταξύ των ιδίων και του δικαιοπαρόχου τους (ήδη παρεμβαίνοντος …………………), ο οποίος υπήρξε προ αυτών αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος του επίδικου ακινήτου, ήδη από το έτος 1984, ένεκα αγοραπωλησίας, από τον δικό του δικαιοπάροχο, …………………, (αποκλειστικό κύριο, νομέα και κάτοχο του επιδίκου), που συντελέσθηκε με το με αριθμό 3.926/25-07-1984 συμβόλαιο αγοράς δι αυτοσυμβάσεως, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία του οικείου Υποθηκοφυλακείου Πρεσπών. Ισχυρίζονται επιπροσθέτως, ότι σε κάθε περίπτωση, οι εναγόμενοι, οι μεν δεύτερη και τρίτος κατά ψιλή κυριότητα εξ αδιαιρέτου και κατ ισομοιρία, ο δε πρώτος αυτών κατ επικαρπία, έχουν αποκτήσει την κυριότητα επί του επιδίκου ακινήτου, τόσο με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, ασκώντας πράξεις νομής επ αυτού, φέροντες νόμιμο τίτλο και έχοντες καλή πίστη πέραν της δεκαετίας, προσμετρουμένου στον δικό τους χρόνο ασκήσεως νομής, ο οποίος άρχισε την 30η-05-2002 και του χρόνου ασκήσεως νομής του δικαιοπαρόχου τους (…………………), ο οποίος διέθετε τα ίδια με αυτούς προσόντα, ήτοι νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, ήδη από το έτος 1984, όσο και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ασκώντας επί του επιδίκου πράξεις νομής πέραν της εικοσαετίας προσμετρουμένου στον χρόνο ασκήσεως της νομής τους (30-05-2002) και του χρόνου ασκήσεως νομής του ανωτέρω δικαιοπαρόχου τους και ήδη παρεμβάντος, ο οποίος ομοίως διέθετε τα ίδια ως άνω προσόντα ασκώντας πράξεις νομής στο επίδικο, ήδη από το έτος 1982 και έως το έτος 2002, οπότε έλαβε χώρα η μεταξύ τους αγοραπωλησία, προσμετρουμένου επιπροσθέτως στον δικό του (…………………,) και του χρόνου ασκήσεως νομής του δικαιοπαρόχου του …………………, ο οποίος κατείχε και νεμόταν αυτό ήδη από της ανοικοδομήσεως του. Άπαντες οι εν λόγω ισχυρισμοί, σύμφωνα με όσα ανωτέρω στη μείζονα πρόταση εκτέθηκαν, συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ως προς την κύρια βάση της κτήσης της κυριότητας με παράγωγο τρόπο και όχι ένσταση ιδίας κυριότητος, δοθέντος ότι αφορούν σε χρόνο σύγχρονο και προγενέστερο των αναφερομένων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών και επομένως οι εναγόμενοι πρέπει ν αποδείξουν αυτούς ανταποδεικτικώς, χωρίς να φέρουν το ιδιαίτερο βάρος απόδειξης τους. Καθόσον αφορά όμως τον ισχυρισμό περί κτήσεως της κυριότητας του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, αποτελεί ένσταση ιδίας κυριότητος, διότι στο χρονικό διάστημα που επικαλούνται οι εναγόμενοι χωρούν δύο χρησικτησίες, σύμφωνα με όσα στην αμέσως ανωτέρω μείζονα πρόταση εκτέθηκαν. Ισχυρίζονται επιπροσθέτως οι εναγόμενοι ότι, η αξίωση των εναγόντων, η απορρέουσα από τις διατάξεις περί διεκδικητικής αγωγής, έχει υποκύψει στην 20ετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ, καθόσον ο δικαιοπάροχος τους και στη συνέχεια οι ίδιοι κατέχουν και νέμονται το επίδικο από το έτος 1982 και εφεξής μέχρι το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, συμπληρωθέντος χρονικού διαστήματος μεγαλύτερου της εικοσαετίας, ενώ συγχρόνως οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοι τους παραιτήθηκαν των σχετικών δικαιωμάτων τους επί του επίδικου ακινήτου. Ο παραπάνω ισχυρισμός συνιστά νόμιμη ένσταση στηριζόμενη στην προμνησθείσα διάταξη (249 ΑΚ) και ως εκ τούτου πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.
Στο άρθρο 281 ΑΚ ορίζεται ότι «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 17/1995 ΕλλΔνη 1995. 1531). Στην προκείμενη περίπτωση, οι εναγόμενοι και ο υπέρ αυτών προσθέτως παρεμβάς, όλως επικουρικώς, ισχυρίζονται ότι οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοι τους ουδέποτε, από την εγκατάσταση του προσθέτως παρεμβάντος στο επίδικο ακίνητο, επιχείρησαν πράξεις νομής ή άλλου είδους διαχείρισης επ αυτού, ενώ σε κάθε ευκαιρία ομολογούσαν ξεκάθαρα την αποκλειστική κυριότητα του τελευταίου (προσθέτως παρεμβάντος - δικαιοπαρόχου των εναγομένων) στο σύνολο του επιδίκου, δημιουργώντας κατ αυτόν τον τρόπο στον ίδιο, αλλά εν συνεχεία και στους εναγόμενους, την ασφαλή πεποίθηση, πως δεν πρόκειται ν ασκήσουν κανένα από τα κατά νόμο δικαιώματα τους. Και ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί νόμιμη ένσταση και δη αυτή της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, η οποία στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι οποίες καταχωρίσθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από όλα τα έγγραφα, δημόσια και ιδιωτικά, που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς (άρθρο 339 σε συνδ. με άρθρο 395 Κ.Πολ.Δ.), μεταξύ των οποίων και η με αριθμό 3.425/18-07-2003 ένορκη βεβαίωση των μαρτύρων …………………, και …………………,, το γένος …………………,, που συντάχθηκε επιμέλεια των εναγόντων, ενώπιον του Διοικ. Γραμματέα ΣΤ Υπαλλήλου του Προξενείου Πέρθης Δυτικής Αυστραλίας, η οποία αν και λήφθηκε χωρίς την προηγούμενη κλήτευση των εναγομένων και σε χρόνο προγενέστερο της παρούσας δίκης (18-06-2003), χωρίς πρόθεση των επιμελούντων την λήψη της να χρησιμοποιηθεί στην παρούσα δίκη ή σε άλλη δίκη ασφαλιστικών μέτρων έστω και για την ίδια διαφορά, θα ληφθεί υπ όψιν από το παρόν Δικαστήριο προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1605/2001, ΑΠ 49/1997 ΔΙΚΗ 1997. 470, ΠΠΑθ 1949/2003 ΑρχΝ 2003. 497), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό 2.838/02-10-2008 κοινής συμβολαιογραφικής δηλώσεως αποδοχής κληρονομιάς, της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης …………………,, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του οικείου Υποθηκοφυλακείου Πρεσπών, στον τόμο 37 με α.α 48, οι ενάγοντες κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό % έκαστος της περιουσίας του πατρός τους …………………, ο οποίος απεβίωσε στην Π. της Δυτικής Αυστραλίας στις 22-11-2004, καταλείποντας την από 25-11-1999 διαθήκη του, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στο Ανώτατο Δικαστήριο της Δυτικής Αυστραλίας. Μέρος της κληρονομιαίας περιουσίας του παραπάνω αποβιώσαντος ήταν και ποσοστό κυριότητας 1/2 εξ αδιαιρέτου επί ενός ακινήτου κείμενου στο νυν Δ.Δ, ……… του Δήμου Πρεσπών Νομού Φλώρινας και δη ενός οικοπέδου φέρον σήμερα κτηματολογικό αριθμό 010404, εμβαδού 333,57 τμ, εντός του οποίου είναι κτισμένη διώροφη οικία, αποτελούμενη από ισόγειο και έναν όροφο πάνω από το ισόγειο, συνολικού εμβαδού 210 τ.μ. και του κάθε ορόφου εμβαδού 105 τ.μ., συνορευομένου (του οικοπέδου) γύρωθεν νοτιοδυτικά και δυτικά με κοινοτικό δρόμο επί πλευράς 20,97 γραμμικών μέτρων, νότια με ιδιοκτησίες …………………, και …………………, επί πλευράς 12,85 γραμμικών μέτρων και με κοινοτικό δρόμο (πρόσοψη) επί πλευράς 4,78 γραμμικών μέτρων, νοτιοανατολικά με κοινοτικό δρόμο (πρόσοψη) επί πλευράς 3,50 γραμμικών μέτρων, ανατολικά με ιδιοκτησίες …………………, και …………………, επί πλευράς 18,38 γραμμικών μέτρων και βόρεια, βορειοανατολικά και επί πλευράς 13,28 γραμμικών μέτρων με ιδιοκτησία …………………,. Στον δικαιοπάροχο πατέρα τους, το εν λόγο ποσοστό συγκυριότητας επί του επιδίκου (1/2 εξ αδιαιρέτου) περιήλθε κατά το ήμισυ εκ κληρονομιάς της συζύγου του και μητέρας των εναγόντων …………………, το γένος …………………,, η οποία απεβίωσε στην Πέρθη της Δυτικής Αυστραλίας στις 12-12-1999, καταλείποντας την από 25-11-1999 διαθήκη της, νομίμως δημοσιευθείσης στο Ανώτατο Δικαστήριο Δυτικής Αυστραλίας. Κατά δε το λοιπό μέρος αυτού, περιήλθε στον ανωτέρω …………………, εκ κληρονομιάς της πεθεράς του και γιαγιάς των εναγομένων, …………………, συζ. …………………,, το γένος ……………………, η οποία απεβίωσε στην Πέρθη της Δυτικής Αυστραλίας στις 19-11-1992, καταλείποντας την από 05-05-1971 διαθήκη της, νομίμως δημοσιευθείσης στο Ανώτατο Δικαστήριο δυτικής Αυστραλίας, με την οποία, ως αποκλειστική κυρία του συνολικού ποσοστού του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου, κατέλειπε αυτό εξ ημισίας σε αμφότερους τους ανωτέρω …………………, (γαμβρό της) και …………………, (θυγατέρα της). Στην ίδια (…………………) άλλωστε, το εν λόγω ποσοστό (1/2 εξ αδιαιρέτου) επί του επιδίκου περιήλθε εκ κληρονομιάς του συζύγου της …………………,, ο οποίος απεβίωσε στην Πέρθη της Δυτικής Αυστραλίας στις 09-03-1954 καταλείποντας την από 21-03-1953 διαθήκη του, νομίμως δημοσιευθείσης στο Ανώτατο Δικαστήριο της Δυτικής Αυστραλίας. Έκαστη εκ των ανωτέρω αναφερομένων διαδοχικών κληρονομιών, οι ενάγοντες απεδέχθησαν για λογαριασμό των προαποβιωσάντων δικαιοπαρόχων τους, δυνάμει της προαναφερομένης με αριθμό 2.838/02-10-2008 συμβολαιογραφικής πράξης αποδοχής κληρονομιάς, καθιστάμενοι κατά τον τρόπο αυτό συγκύριοι κατά ποσοστό 12,5% έκαστος, στο ήμισυ του επίδικου ακινήτου, ήδη από το έτος 2004, έτος θανάτου του πατρός τους …………………. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι συγκύριος του απώτατου δικαιοπαρόχου των εναγόντων …………………, στο λοιπό 50% του επίδικου ακινήτου, υπήρξε ο αδελφός του …………………. Αμφότεροι δε απέκτησαν το δικαίωμα της εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας σ αυτό (επίδικο ακίνητο) ήδη προ του έτους 1940, όταν ο πατέρας τους …………………, τους το παραχώρησε άτυπα, προκειμένου να κατοικήσουν με τις οικογένειες τους, γεγονός που έλαβε χώρα μέχρι και το έτος 1953, οπότε μετανάστευσαν οριστικά στην Αυστραλία. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, τόσο οι ενάγοντες, όσο και άπαντες οι δικαιοπάροχοι τους, ασκούσαν αδιαλείπτως πράξεις νομής και κατοχής στο επίδικο, έχοντας την επιμέλεια και την φροντίδα του, συνεπικουρούμενοι από διαδοχικά εγκατεστημένους βοηθούς νομείς, τους οποίους επέλεγαν κάθε φορά ανάμεσα τόσο σε φιλικά, όσο και σε συγγενικά πρόσωπα, μόνιμα διαμένοντα στους ....... Φλώρινας. Με αυτή την ιδιότητα, του βοηθού νομής, εγκαταστάθηκε στο σύνολο του επίδικου ακινήτου και ο προσθέτως παρεμβάς, έχοντας λάβει την σχετική εντολή, τόσο από τη …………………, συζ. …………………, η οποία κατείχε τότε την κυριότητα επί του 14 εξ αδιαιρέτου στο επίδικο εκ κληρονομιάς του συζύγου της, όσο και από τον έτερο συγκοινωνό της και συγκύριο του λοιπού ποσοστού …………………. Προς εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού δε, ο προσθέτως παρεμβάς ασκούσε πράξεις νομής στο ακίνητο, κατ εντολή των ανωτέρω συγκυρίων, οι οποίες αφορούσαν κυρίως στην συντήρηση και ανακαίνιση της υφισταμένης επί του επιδίκου οικίας, η οποία ένεκα της παλαιότητος της παρουσίαζε σημεία φθοράς και κατάρρευσης. Ακολούθως και περί το έτος 1983 ο …………………, προέβη σε άτυπη πώληση του ιδανικού μεριδίου του (1/2 εξ αδιαιρέτου) προς την ετέρα συγκυρία του …………………, λαμβάνοντας απ αυτήν το χρηματικό αντάλλαγμα των 2.200 αυστραλιανών δολαρίων, πλην όμως η ίδια αδυνατώντας να αναλάβει εξ ολοκλήρου την οικονομική επιβάρυνση της συντήρησης του επιδίκου ακινήτου, πρότεινε την ίδια χρονική περίοδο στον ήδη εγκατεστημένο βοηθό νομής προσθέτως παρεμβάντα, αφενός μεν, όπως αγοράσει το νεοαποκτηθέν από την ίδια ποσοστό, καταβάλλοντος ως χρηματικό αντάλλαγμα το ίδιο ποσό που κατέβαλε εκείνη, υπό τη μορφή όμως των δαπανών που απαιτούνταν για την απαραίτητη ανακαίνιση της διώροφης οικίας που υφίστατο σε αυτό (επίδικο) και μέχρι το ύψος της αξίας του μεταβιβαζόμενου μεριδίου, αφετέρου δε, όπως παραμείνει εγκατεστημένος στο λοιπό ½ εξ αδιαιρέτου της ιδιοκτησίας της, με την ιδιότητα του βοηθού νομής της, αποδίδοντας της τυχόν μισθώματα που θα εισέπρατε από εκμίσθωση του ακινήτου κατά το μέρος που της αναλογούσε. Κατόπιν δε της επερχόμενης συμφωνίας των παραπάνω μερών και λαμβάνοντας σχετική εντολή από την …………………, ο …………………, τύποις ακόμη εμφαινόμενος κύριος του ½ εξ αδιαιρέτου (εφόσον ουδέποτε συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο αγοραπωλησίας μεταξύ της …………………, και του …………………,), συνέταξε και απέστειλε στον …………………, το με αριθμό 1.195/07-11 -1983 πληρεξούσιο του Προξένου της Πέρθης Δυτικής Αυστραλίας, δυνάμει του οποίου ο τελευταίος εξουσιοδοτείτο, όπως προβεί σε πώληση του παραπάνω ιδανικού μεριδίου είτε σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο αυτός έκρινε συμφέρον, είτε στον εαυτό του με αυτοσύμβαση. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι ο προσθέτως παρεμβάς, κάνοντας χρήση του παραπάνω αναφερόμενου πληρεξουσίου, αλλά και ενός πιστοποιητικού που ζήτησε και έλαβε από τον τότε Πρόεδρο της Κοινότητας ………, κατά το περιεχόμενο του οποίου αποκλειστικός εν όλω κύριος του επιδίκου ακινήτου, ήταν ο …………………, προέβη το έτος 1984 στην σύνταξη συμβολαίου αγοραπωλησίας με αυτοσύμβαση και δη στη σύνταξη του με αριθμό 3.926/25-07-1984 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Φλώρινας ……………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία του οικείου Υποθηκοφυλακείου Πρεσπών, με το οποίο απέκτησε παράνομα, έναντι τιμήματος 30.000 δρχ., την κυριότητα, όχι μόνο του 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου για το οποίο είχε λάβει τη σχετική εξουσιοδότηση από τον …………………, αλλά και του μεριδίου της …………………, χωρίς ποτέ να ενημερώσει σχετικά ή να λάβει τέτοια εντολή από την ίδια, που ήταν κυρία του λοιπού 1/2 εξ αδιαιρέτου και συγκοινωνός του. Εξάλλου, ο ανωτέρω προσθέτως παρεμβάς, μολονότι είχε εγκατασταθεί από την …………………, ως βοηθός νομής της επί του ιδανικού της μεριδίου και ασκούσε τη νομή επ αυτού με την εν λόγω ιδιότητα του, του βοηθού νομής για λογαριασμό αυτής, ουδέποτε εκδήλωσε φανερά σ αυτή με υλικές πράξεις, των οποίων είχε την πρωτοβουλία ή δήλωσε ρητά την πρόθεση του να ασκεί πράξεις νομής και κατοχής στο μερίδιο της αποκλειστικά για τον εαυτό του. Συνεπώς, ο προσθέτως παρεμβάς ουδέποτε απέκτησε τη νομή του επιδίκου και εξ αυτού του λόγου η ένσταση του περί ιδίας κυριότητας αυτού με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Επίσης, η ένσταση αυτή είναι απορριπτέα και για το λόγο, ότι τον ανακριβή χαρακτήρα των ανωτέρω αναφερόμενων στο πιστοποιητικό στοιχείων, περί της κυριότητος του δικαιοπαρόχου του …………………, ο προσθέτως παρεμβάς γνώριζε κατά το χρόνο σύνταξης του εν λόγω συμβολαίου αγοραπωλησίας, καθιστώντας με αυτόν τον τρόπο εαυτόν κακόπιστο ως προς τον αποκτηθέντα συμβολαιογραφικό τίτλο κυριότητος του, καθόσον αφορά το ιδανικό μερίδιο της …………………, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται στο πρόσωπο του το στοιχείο της καλής πίστης, προκειμένου να αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας. Ακολούθως και για τον ίδιο ως άνω λόγο η ένσταση ιδίας κυριότητος του προσθέτως παρεμβάντος, επί του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, αφού ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ νομέας, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα του μεριδίου της …………………. Ακολούθως, ο προσθέτως παρεμβάς προχώρησε το έτος 2002 στην σύνταξη του με αριθμό 8.820/30-05-2002 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ………………, νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία του οικείου Υποθηκοφυλακείου Πρεσπών, δυνάμει του οποίου μεταβίβασε την πλήρη κυριότητα του επιδίκου (100%) στους εναγομένους, κατά μεν την ψιλή κυριότητα στους δεύτερη και τρίτο εξ αυτών και κατά δε την επικαρπία στον πρώτο, γεγονός αναφορικά με το οποίο οι ενάγοντες έλαβαν γνώση μετά την ολοκλήρωση του. Πλην όμως κακόπιστοι ως προς την απόκτηση του συμβολαιογραφικού τίτλου κυριότητος τους τυγχάνουν και οι εναγόμενοι, δεδομένου ότι στο επικαλούμενο ως άνω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, το οποίο παραχώρησε ο …………………, στον δικαιοπάροχο τους προσθέτως παρεμβάντα και αναφέρεται στο συνταχθέν συμβόλαιο αγοραπωλησίας μεταξύ των ιδίων και του δικαιοπαρόχου τους (8.820/30-05-2002), η εντολή πώλησης ρητά αφορά μόνο το ιδανικό μερίδιο του δικαιοπαρόχου του (…………………), ήτοι το ποσοστό του ½ εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου και όχι και το ποσοστό της …………………, γεγονός το οποίο ήταν ελεγκτέο από τους ίδιους προ της συντελεσθείσης μεταβιβάσεως. Επομένως, ούτε στο δικό τους πρόσωπο συντρέχει η τασσόμενη από το νόμο προϋπόθεση περί κτήσεως κυριότητος επί του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας. Αλλά δεν συντρέχει στο πρόσωπο τους και η άσκηση νομής επί του επιδίκου για χρονικό διάστημα δέκα ετών, αφού από το έτος 2002, οπότε και συντελέσθηκε η μεταβίβαση και μέχρι το χρόνο ασκήσεως της αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα μόνο επτά ετών. Συνεπώς, η ένσταση των εναγομένων περί ιδίας κυριότητος του επιδίκου κτηθείσης με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Επίσης απορριπτέα ως αβάσιμη, είναι και η ένσταση αυτών περί ιδίας κυριότητας κτηθείσης με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον από το έτος 2002, οπότε απέκτησαν τη νομή επί του επιδίκου και μέχρι το χρόνο ασκήσεως της αγωγής παρήλθε χρονικό διάστημα μικρότερο της εικοσαετίας. Άλλωστε στο χρόνο ασκήσεως νομής των εναγομένων δεν μπορεί να προσμετρηθεί ο χρόνος του δικαιοπαρόχου τους, διότι ο τελευταίος σύμφωνα με τα προεκτιθέμενα ουδέποτε απέκτησε τη νομή του επιδίκου μεριδίου της ………………… και εν συνεχεία των κληρονόμων της. Περαιτέρω, η επικαλούμενη από τον ίδιο (προσθέτως παρεμβάντα) καταβολή του ποσού των 500.000 δρχ., η οποία κατά τα λεγόμενα του έλαβε χώρα το έτος 1988 για λογαριασμό του από τον πατέρα του …………………, προς τους …………………, ως αντάλλαγμα της κτήσεως κυριότητος και επί του δικού τους ιδανικού μεριδίου (50%) στο επίδικο ακίνητο, δεν προκύπτει από κανένα αποδεικτικό μέσο (εξοφλητική απόδειξη ή εμμάρτυρο κατάθεση), έτσι ώστε να συνάγεται με ασφάλεια ότι αυτός (…………………) κατέστη εν τέλει κύριος ολόκληρου του επιδίκου ακινήτου κατά παράγωγο τρόπο (σύμβαση), απορριπτόμενης και της σχετικής ενστάσεως αυτού περί παραγραφής της ένδικης αξιώσεως των εναγόντων. Τέλος, ο προσθέτως παρεμβάς, επικαλούμενος τακτικά οικονομική αδυναμία ή αδυναμία εκμίσθωσης του επιδίκου, ουδέποτε απέδωσε στην δικαιοπάροχο των εναγόντων ………………… ή στους κληρονόμους της τα μισθώματα που ελάμβανε από την κατά καιρούς εκμίσθωση του επιδίκου και αναλογούσαν στο ποσοστό της ιδιοκτησίας τους, παρά τις συνεχείς οχλήσεις των τελευταίων, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο (οχλήσεις - επισκέψεις στο ακίνητο -επιδίωξη λήψης οφειλομένων μισθωμάτων) συνέχισαν να ασκούν πράξεις νομής στο ιδανικό τους μερίδιο άπαν το ένδικο χρονικό διάστημα. Άλλωστε, καθ όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα και μολονότι είχε συντελεστεί η ανωτέρω αναφερόμενη μεταβίβαση του συνόλου του επιδίκου ακινήτου στο πρόσωπο του, ο προσθέτως παρεμβάς συνέχισε να αποδέχεται ξεκάθαρα στους ενάγοντες και στους δικαιοπαρόχους αυτών την ύπαρξη της κυριότητας τους επί του ιδανικού μεριδίου του ημίσεος σε αυτό (ακίνητο), γεγονός που με σαφήνεια προκύπτει από σειρά επιστολών που αντάλλασαν τα παραπάνω πρόσωπα (προσθέτως παρεμβάς - ενάγοντες και δικαιοπάροχοι αυτών) μεταξύ τους, έτσι ώστε να μην καθίσταται απαραίτητο για τους τελευταίους να δηλώνουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα ρητώς ότι κατέχουν την κυριότητα του επίδικου ποσοστού ή ότι προτίθενται να ασκήσουν τα σχετικά με αυτή (κυριότητα) δικαιώματα τους. Χαρακτηριστική δε, αναφορικά με τα ανωτέρω λεχθέντα, είναι η από 25-09-1992 επιστολή του προσθέτως παρεμβάντος προς τον …………………, τότε κύριο του επίδικου μεριδίου και δικαιοπάροχο των εναγόντων, στην οποία ο πρώτος, παραδεχόμενος ότι έχει μεταβιβάσει στον εαυτό του ολόκληρο το εν λόγω ακίνητο για φορολογικούς λόγους, δηλώνει ότι προτίθεται να προβεί σε νέα μεταβίβαση του συνόλου αυτού (εικονική αγοραπωλησία άνευ ανταλλάγματος) προς τους ενάγοντες ή τους δικαιοπαρόχους τους, κατ επιλογή των τελευταίων, προκειμένου, αφενός μεν, να αποκαταστήσει το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας που αυτοί κατείχαν στο ήμισυ του ακινήτου, αφετέρου δε, να αποπληρώσει τα οφειλόμενα προς αυτούς ποσά, τα προερχόμενα από την εκμετάλλευση του ιδανικού τους μεριδίου, στην οποία προέβαινε τα προηγούμενα έτη, ως βοηθός νομής τους. Για το σκοπό αυτό προέβη στη συμβολαιογραφική σύνταξη του με αριθμό 8.858/05-05-2000 πληρεξουσίου, της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Χάιδως Σαρρή, με το οποίο εξουσιοδοτούσε τους δικηγόρους Θεσσαλονίκης Χρήστο Κάτσιο και Αρετή Τέγου, ως ειδικούς εντολοδόχους των εναγόντων, να προβούν στην μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου προς τους τελευταίους. Πλην όμως, το εν λόγω συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο ανακλήθηκε από τον προσθέτως παρεμβάντα, πριν την ολοκλήρωση της σχετικής μεταβίβασης, δυνάμει της με αριθμό 9.981/10-12-2001 πράξεως της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, την οποία κοινοποίησε προς τους αμέσως ενδιαφερομένους με δικαστικό επιμελητή. Κατόπιν των ανωτέρω, η ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος των εναγόντων πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στην ουσία της. Κατόπιν όλων των ανωτέρω εκτιθεμένων, πρέπει, αφού προηγουμένως γίνει δεκτή η προσεπίκληση και απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η πρόσθετη υπέρ των εναγομένων παρέμβαση, να γίνει εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή, ως βάσιμη στην ουσία της, να αναγνωρισθούν οι ενάγοντες συγκύριοι, κατά ποσοστό 12,5% έκαστος αυτών εξ αδιαιρέτου του ειδικότερα περιγραφομένου στο σκεπτικό της παρούσας ιδανικού μεριδίου, ποσοστού 50% εξ αδιαιρέτου επί του επίδικου ακινήτου, να υποχρεωθούν δε οι εναγόμενοι να αποδώσουν αυτό (ιδανικό μερίδιο) στους ενάγοντες, ο μεν πρώτος ως επικαρπωτής αυτού, οι δε λοιποί ως ψιλοί κύριοι, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. Επίσης, εφόσον δεν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι και η καθυστέρηση στην εκτέλεση δεν θα προκαλέσει σημαντική ζημία στους ενάγοντες, η παρούσα απόφαση δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, ενώ τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι εναγόμενοι - υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση και ο προσθέτως παρεμβάς στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων - καθ ων η πρόσθετη παρέμβαση, ένεκα της ήττας τους (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις κύρια αγωγή, προσεπίκληση σε παρέμβαση, παρεμπίπτουσα αγωγή και πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την προσεπίκληση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημιώσεως.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους παρεμπιπτόντως ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα του παρεμπιπτόντως εναγομένου, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την κύρια αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ τους ενάγοντες συγκυρίους κατά ποσοστό 12.50 % έκαστο εξ αδιαιρέτου του ½ εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου, το οποίο κείται στο νυν Δ.Δ, ……… του Δήμου Πρεσπών Νομού Φλώρινας και δη επί ενός οικοπέδου φέρον σήμερα κτηματολογικό αριθμό 010404, εμβαδού 333,57 τ.μ., εντός του οποίου είναι κτισμένη διώροφη οικία, αποτελούμενη από ισόγειο και έναν όροφο πάνω από το ισόγειο, συνολικού εμβαδού 210 τ.μ. και του κάθε ορόφου εμβαδού 105 τ.μ., συνορευομένου (του οικοπέδου) γύρωθεν νοτιοδυτικά και δυτικά με κοινοτικό δρόμο επί πλευράς 20,97 γραμμικών μέτρων, νότια με ιδιοκτησίες …………………, και …………………, επί πλευράς 12,85 γραμμικών μέτρων και με κοινοτικό δρόμο (πρόσοψη) επί πλευράς 4,78 γραμμικών μέτρων, νοτιοανατολικά με κοινοτικό δρόμο (πρόσοψη) επί πλευράς 3,50 γραμμικών μέτρων, ανατολικά με ιδιοκτησίες …………………, επί πλευράς 18,38 γραμμικών μέτρων και βόρεια, βορειοανατολικά και επί πλευράς 13,28 γραμμικών μέτρων με ιδιοκτησία ………………….
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους εναγόμενους, τον μεν πρώτο ως επικαρπωτή, τους δε δεύτερη και τρίτο ως ψιλούς συγκυρίους, να αποδώσουν στους ενάγοντες το αμέσως ανωτέρω αναφερόμενο ιδανικό μερίδιο τους επί του ομοίως ανωτέρω περιγραφόμενου επιδίκου ακινήτου.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εναγόμενους - υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση και τον προσθέτως παρεμβάντα στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων - καθ ων η πρόσθετη παρέμβαση, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, στη Φλώρινα, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στις 10 Μαΐου 2012, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

========

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΝΟΜΙΜΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΤΗΤΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Με τις αριθμ. .......Β, .........Β,......./3.12.2010 εκθέσεις επιδόσεως του Δικ. Επιμελητή του Πρωτοδικείου ......... κ.................,με παραγγελία μου ως πληρεξούσιας δικηγόρου της ενάγουσας ..................... το γένος ............., κατοίκου ................, επιδόθηκε αντιστοίχως στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών ............, για τους: 1) .................του............, κάτοικο ...................., 2)..........................,κάτοικο, 3) ................του ............συζ........., πρώην κάτοικο ............. και νυν αγνώστου διαμονής, η αριθ. ...../2010 απόφαση του Ειρηνοδικείου ........, η οποία αναγνωρίζει στο πρόσωπο της ενάγουσας τη συμπλήρωση του νομίμου χρόνου κτητικής παραγραφής για την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία του τμήματος Α έκτασης 1.500 τ.μ. με στοιχεία γωνιών Α, Β, Γ, Δ, Ε, Α, όπως αυτό φαίνεται στο από 18.12.1997 συνημμένο στην ένδικη αγωγή σχεδιάγραμμα του Αρχιτ. Μηχανικού .............., ενός αγρού που βρίσκεται στην Κρεμαστή Ρόδου, συνολικής έκτασης 7.620 τ.μ. με κτηματολογικά στοιχεία Τόμος 12 γαιών Κρεμαστής, Φύλλο 124, μερίδα .......και Φάκελλος........ του Κτηματολογίου Ρόδου, νομικής φύσης «αρζίμιρί» και ήδη «μουλκ» μετά τη δημοσίευση του Ν. 2100/52.
Ρόδος 21.12.2010
Η Πληρεξούσια Δικηγόρος



Δεν υπάρχουν σχόλια: