Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2019

Αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής δυνάμει αναγνωριστικής δικαστικής απόφασης (υπόδειγμα δικογράφου) - ΠΕΡΙΛΗΨΗ Επιτρέπεται η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τελεσίδικη αναγνωριστική δικαστική απόφαση που βεβαιώνει την αξίωση. Η διαταγή πληρωμής εκδίδεται βάσει τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης και επομένως λόγοι κατά της απαίτησης είναι απαράδεκτοι στα όρια ισχύος του δεδικασμένου. - ΑΠ 369/2014 -


  
Αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής δυνάμει αναγνωριστικής δικαστικής απόφασης (υπόδειγμα δικογράφου)
Ενώπιον του Ειρηνοδίκη …
ΑΙΤΗΣΗ
……, κατοίκου …, οδός ……. αριθ. ….
ΚΑΤΑ
……, κατοίκου …, οδός ……. αριθ. ….
Με την υπ’ αριθ. ….. απόφαση του Ειρηνοδικείου … έγινε στο σύνολό της δεκτή η από …….. αγωγή μου κατά του καθού, με την οποία ζητούσα να αναγνωρισθεί δικαστικά ότι μου οφείλει το ποσό των ... ευρώ σε εξόφληση του τιμήματος εμπορευμάτων που πώλησα ...
προς αυτόν. Κατ’ ακολουθία, με το διατακτικό της ως άνω αποφάσεως αναγνωρίσθηκε η εν λόγω οφειλή του καθού.
Επειδή η παραπάνω απόφαση έγινε τελεσίδικη, διότι, όπως προκύπτει και από το υπ’ αριθ. ……. πιστοποιητικό του γραμματέα του Ειρηνοδικείου, δεν ασκήθηκε έφεση στην προθεσμία των τριάντα ημερών από την επίδοσή της. (Ή διότι από την έκδοσή της ως σήμερα, όπως προκύπτει τούτο από το υπ’ αριθ. …… πιστοποιητικό του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών, πέρασε τριετία από την δημοσίευση της αποφάσεως, χωρίς να ασκηθεί κατ’ αυτής το ένδικο μέσο της εφέσεως).
Επειδή δικαιούμαι να ζητήσω την πληρωμή του παραπάνω ποσού και με διαταγή πληρωμής. Επειδή κατέβαλα το νόμιμο ποσό για δικαστικό ένσημο. Επειδή η παρούσα αίτησή μου είναι νόμιμη και βάσιμη (623 επ. ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΖΗΤΩ Να γίνει δεκτή η παρούσα αίτησή μου. Να εκδοθεί διαταγή πληρωμής. Να υποχρεωθεί ο καθ’ ου να καταβάλει σε μένα το ποσό των ... ευρώ. Και να καταδικασθεί στην καταβολή της δικαστικής μου δαπάνης.
…, …/…/… Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος

.

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ   6719/2008
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Επιτρέπεται η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τελεσίδικη αναγνωριστική δικαστική απόφαση που βεβαιώνει την αξίωση.
Η διαταγή πληρωμής εκδίδεται βάσει τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης και επομένως λόγοι κατά της απαίτησης είναι απαράδεκτοι στα όρια ισχύος του δεδικασμένου.

ΑΠΟΦΑΣΗ
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ   6719/2008
Απόσπασμα……..Με την ένδικη από 12-2-2008 (υπό γεν. αριθ. καταθ……. αίτησή του, ο αιτών εκθέτει ότι η καθ ής επέδωσε σε αυτόν την…..διαταγή πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, όπως αυτή διορθώθηκε με την ….απόφαση  του ίδιου δικαστή, η οποία έχει εκδοθεί με βάση την υπ' αριθ. …….αναγνωριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Ότι κατά της διαταγής πληρωμής και της κάτωθι αυτής συνταχθείσας από 4-2-208 επιταγής προς πληρωμή έχει ασκήσει την από 12-2-2008 ανακοπή του με τους λόγους που αναφέρονται στην αίτηση.  Ότι πιθανολογείται η αποδοχή της ανακοπής. Ότι η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής θα επιφέρει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να ανασταλεί η εκτέλεση της παραπάνω διαταγής πληρωμής μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της ανακοπής του.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η ένδικη αίτηση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 632 του ΚΠολΔ και νομίμως φέρεται προς εκδίκαση στο παρόν δικαστήριο με τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ και πρέπει να εξετασθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Βασική προϋπόθεση για την παραδοχή της αίτησης αναστολής κατά διαταγής πληρωμής αποτελεί η προηγούμενη εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής. Αν και δεν ορίζεται ρητά στο νόμο, γίνεται δεκτό ότι κριτήρια για τη χορήγηση ή μη της αναστολής είναι να πιθανολογηθεί η ευδοκίμηση κάποιου λόγου ανακοπής (Τζίφρας: Ασφαλιστικά μέτρα, σελ. 518, Ε. Κιουπτσίδου: Αρμ 61.668, Ι. Κατράς: Αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και άμυνα αντιδίκου, 2008, § 123.Β, σελ. 586) και η ύπαρξη ανεπανόρθωτης βλάβης του αιτούντος από την εκτέλεση (Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, αρθ. 632, αριθ. 31, Βαθρακοκοίλης: αρθ. 632, αρ. 37). Όπως γίνεται δεκτό, επιτρέπεται η έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τελεσίδικη δικαστική απόφαση που βεβαιώνει την αξίωση (ΑΠ 448/06 ΕλλΔνη 47.778, ΑΠ 27/00 ΕλλΔνη 41.701). Εξάλλου, όταν η διαταγή πληρωμής εκδίδεται βάσει τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης, λόγοι κατά της απαιτήσεως είναι απαράδεκτοι στα όρια ισχύος του δεδικασμένου (ΑΠ 1424/04 ΕλλΔνη 48.1042). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 321 του ΚΠολΔ όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο. Με την τελεσίδικη αυτή απόφαση του Εφετείου Αθηνών αναγνωρίσθηκε ότι ο αιτών οφείλει στην καθής το ποσό των 64.827,58 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Με βάση την αναγνωριστική αυτή απόφαση εκδόθηκε η…..διαταγή πληρωμής του Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου με την οποία υποχρεώνεται αυτός να καταβάλει στην καθής το ποσό των 64.827,58 ευρώ. Με τους τρεις λόγους της ένδικης ανακοπής του, το κείμενο της οποίας έχει ενσωματωθεί στην ένδικη αίτηση, ο αιτών προβάλλει αιτιάσεις κατά της υπ' αριθ. …..απόφασης του Εφετείου Αθηνών αμφισβητώντας την ορθότητα της.  Οι λόγοι αυτοί πιθανολογείται ότι θα απορριφθούν αφού προσκρούουν στο δεδικασμένο της παραπάνω εφετειακής απόφασης. Συνεπώς, δεν πιθανολογείται ευδοκίμηση της ανακοπής. 

ΜΠρΑθ 29163/2011

Διαταγή πληρωμής - Αποκτήματα συζύγων -.


Έκδοση τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης, με την οποία αναγνωρίζεται ότι ο καθ ου η αίτηση οφείλει να καταβάλει χρηματικό ποσό στην αιτούσα ως συμβολή της στα αποκτήματα κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Έκδοση διαταγής πληρωμής, με την οποία διατάσσεται ο καθ ου να καταβάλει το ποσό που αναγνωρίσθηκε ότι οφείλει.

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΤΑΓΩΝ ΠΛΗΡΩΜΗΣ

Αριθμός Διαταγής 29163/2011

ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, Δημοσθένης Γ. Βλάχος, Πρόεδρος Πρωτοδικών.

............

Λαμβάνοντας υπ' όψιν την από 1ης Νοεμβρίου 2011 αίτηση της ..., κατοίκου Αθηνών, οδός ... και που υπογράφεται από την πληρεξούσια δικηγόρο Τασία Βασιλακοπούλου-Πουλή (ΑΔΤ ΔΣΑ 6615).

Κατά

Του ..., κατοίκου Ν. Ηρακλείου Αττικής, οδός ..., με την οποία ζητεί την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τους τίτλους που αναφέρει στην αίτηση, ήτοι την υπ' αριθμόν 3083/2010 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 623-634 Κ.Πολ.Δ.


ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ


Η αιτούσα επιδιώκει να εκδοθεί διαταγή πληρωμής με βάση τους τίτλους που αναφέρει στην αίτησή της, δηλαδή την υπ' αριθμ. 3083/2010 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την από 7 Μαρτίου 2009 και αριθμό καταθ. 5687/2009 έφεση της αιτούσας εξαφάνισε την πρωτόδικη υπ' αριθμ. 6521/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ' ουσίαν, δέχθηκε εν μέρει την από 20 Φεβρουαρίου 2006 αγωγή της αιτούσης και αναγνωρίζει ότι ο καθού της οφείλει το ποσό των 33.113 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 15-03-2006 χρόνο επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.


Ειδικότερα: Κατά του καθού η αίτηση η αιτούσα ήσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτική διαδικασία) την από 20 Φεβρουαρίου 2006 και αριθμ. καταθ. 48175/2504/2006 αγωγή με την οποία ζητούσε να καταδικασθεί ο καθού η αίτηση .... να καταβάλει σε αυτή, για την συμβολή της στα αποκτήματα κατά την διάρκεια του γάμου τους (άρθρο 1400 Α.Κ), το συνολικό ποσό των ευρώ 156.126,19, όπως παραδεκτά κατ' άρθρα 223 εδ.β και 295 παρ.1 εδ. β ΚΠολΔ με τις προτάσεις της περιόρισε το καταψηφιστικό αίτημα σε αναγνωριστικό, κατά το οποίο αυξήθηκε η περιουσία του καθού (διαμέρισμα) από τη δική της συμβολή σύμφωνα με τον πραγματικό υπολογισμό (195.157,74 χ 80%) και το ποσό των 7.630,22 ευρώ που αντιστοιχεί στη συμβολή της κατά 80% στην αξία του οικιακού εξοπλισμού, άλλως και επικουρικώς επικαλούμενη τον τεκμαρτό υπολογισμό της συμβολής της στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά ποσοστό 1/3 να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 68.231,84 ευρώ (για το διαμέρισμα και τον οικιακό εξοπλισμό), εντόκως νομίμως κατά τα λεπτομερώς εκτιθέμενα στην αγωγή αυτή. Επί της αγωγής αυτής της αιτούσας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 6521/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) που δεκτή εν μέρει ως βάσιμη στην ουσία της και αναγνώρισε ότι ο καθού η αίτηση οφείλει να καταβάλει στην αιτούσα ως συμβολή της στα αποκτήματα κατά την διάρκεια του γάμου της με τον καθού το ποσό των ευρώ 13.113, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής (15-03-2006) και μέχρι την πλήρη εξόφληση. Κατά της υπ' αριθμ. 6521/2007 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (Τακτική Διαδικασία) και κατά του καθού η αίτηση, η αιτούσα άσκησε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών την από 7 Μαρτίου 2009 (αριθμό καταθ. 5687/2009) έφεσή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 3083/2010 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την ως άνω έφεση εξαφάνισε την πρωτόδικη υπ' αριθμ. 6521/2007 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ' ουσίαν, δέχθηκε εν μέρει την ως άνω από 20 Φεβρουαρίου 2006 γωγή και αναγνωρίζει ότι ο καθού οφείλει στην αιτούσα το ποσό των 33.113 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 15-03-2006 χρόνο επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.


Επειδή επί της από 20 Φεβρουαρίου 2006 (αριθμ. καταθ. 48175/2504/2006) αγωγή της αιτούσας έχει εκδοθεί η υπ' αριθμ. 3083/2010 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών η οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και η οποία αναγνώρισε ότι ο καθού η αίτηση οφείλει να καταβάλει στην αιτούσα το ποσό των ευρώ τριάντα τριών χιλιάδων εκατόν δέκα τριών (33.113) με το νόμιμο τόκο από την 15-03-2006 χρόνο επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.


Επειδή μετά τα ανωτέρω προκύπτει και αποδεικνύεται ότι στην προκειμένη περίπτωση ο καθού οφείλει να καταβάλει στη αιτούσα το ποσό των ευρώ τριάντα τριών χιλιάδων εκατόν δέκα τριών (33.113) το οποίο έχει αναγνωρισθεί τελεσίδικα ότι της οφείλει, με το νόμιμο τόκο από την 15-03-2006 και μέχρι την πλήρη εξόφληση.


Επειδή η απαίτηση της αιτούσης δεν εξαρτάται από αίρεση προθεσμία ή όρο ή αντιπαροχή, αλλά είναι εκκαθαρισμένη και απαιτητή κατά τα εκτεθέντα και αποδεικνύεται, ως προς το ύψος και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της από την ως άνω σε ακριβές φωτοτυπικό αντίγραφο προσκομιζόμενης και επικαλούμενης υπ' αριθμ. 3083/2010 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών, συντρέχει νόμιμη περίπτωση να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, με την οποία να υποχρεωθεί ο καθού η αίτηση ..., να καταβάλει στην αιτούσα το ανωτέρω ποσό των ευρώ τριάντα τριών χιλιάδων εκατόν δέκα τριών (33.113) με το νόμιμο τόκο από την 15-03-2006 και μέχρι την πλήρη εξόφληση, το οποίο εγγράφως αποδεικνύεται ότι της οφείλει.


Επειδή ο καθού η αίτηση είναι υποχρεωμένος να καταβάλει στην αιτούσα το συνολικό ποσό των ευρώ τριάντα τριών χιλιάδων εκατόν δέκα τριών (33.113) με το νόμιμο τόκο από την 15-03-2006 και μέχρι την πλήρη εξόφληση σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν.


Επειδή η αίτηση είναι νόμιμη και βάσιμη (άρθρ. 623 ΚΠολΔ., άρθρο 1400 Α. Κ. αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα) και αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα.


Επειδή έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη της συζητήσεως τα δικαστικά ένσημα υπέρ του ΤΑ.Ν., Τ.Π.Δ.Α. και ΤΑΧΔΙΚ, καθώς και το γραμμάτιο προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής του Δ.Σ.Α. (αριθμ. δικ. ενσήμου ...) όπως γίνεται φανερό, από τις διπλότυπες αποδείξεις, οι οποίες προσάγονται πρέπει να γίνει ουσιαστικά δεκτή, όπως αναφέρεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δέχεται την αίτηση

Διατάσσει τον καθού η αίτηση να καταβάλει στην αιτούσα το συνολικό ποσό των ευρώ τριάντα τριών χιλιάδων εκατόν δέκα τριών (33.113) με το νόμιμο τόκο από την 15-03-2006 και μέχρι την πλήρη εξόφληση και ευρώ 562,007 για τα δικαστικά έξοδα έκδοσης αυτής της Διαταγής Πληρωμής.

Σημειώνεται ότι ο καθού η αίτηση έχει δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής αυτής μέσα σε προθεσμία δέκα πέντε (15) εργασίμων ημερών από την επίδοσή της.

Εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα την 12-12-2011.

Ο Δικαστής   Ο Γραμματέας



Απόφαση 369 / 2014    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Διαταγή πληρωμής με βάση δικαστική απόφαση


ΑΠ 369/2014: Δυνατή η έκδοση και εκτέλεση διαταγής πληρωμής κατά του δημοσίου βάσει τελεσίδικης απόφασης διοικητικού δικαστηρίου

Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.4 εδάφ. γ’ του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ’ Αναθεωρητικής Βουλής «οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει», κατά δ’ αυτή του άρθρ. 95 παρ.5 του Συντ. » Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει… Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο ν.3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι, το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει». Επακολούθησε ο ν.3301 /2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ’- ζ’ της § 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 § 3 αυτού ορίζει ότι: «Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες,που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική… αρχή… θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή». Εξάλλου, το άρθρο 14 § 1 εδ. α’ του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: «Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από… δικαστήριο… το οποίο θα αποφασίσει… και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα». Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣ-ΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (ΟλΑΠ 21/2001).

10392831333_4757324594

Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ’ ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ’ ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση.
Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν.3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ’αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (σχ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΕΔ 23/90). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 54 του π.δ. 18/1989, «Η άσκηση της αίτησης αναιρέσεως, (ενώπιον του ΣτΕ), δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν ειδικώς ορίζεται διαφορετικά». Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ/φων 1-2 του άρθρου 19 του ν.1715/1951, όπως η παρ/φος 2 αυτού συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ. 11 του ν.2065/1992, αφού το αρχικό άρθρο 19, (δηλ. μόνο η σημερινή παρ/φος 1), διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ., η ασκηθείσα από το Ελληνικό Δημόσιο αίτηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, (καταψηφιστικής), καθώς και η προθεσμία για την άσκησή της. αναστέλλουν τη σε βάρος του εκτέλεση της απόφασης, ακόμη και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η τελευταία θα επιτρεπόταν, (=παρ.1), η δε εκτέλεση, ειδικότερα, αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας κατά του Δημοσίου, αναστέλλεται μέχρις ότου αυτές καταστούν αμετάκλητες, (=παρ.2). Εξάλλου, κατά το άρθρο 199 παρ.1 του ν.2717/1999 -Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ήδη ισχύει, οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις, που εν γένει εκδίδονται από τα διοικητικά δικαστήρια, επί διαφορών που άγονται ενώπιον τους με αγωγές, αποτελούν εκτελεστούς τίτλους κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν έχουν καταστεί αμετάκλητες, εφόσον έχουν καταψηφιστικό χαρακτήρα. Κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσης τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, επομένως και εκείνες (διατάξεις) του άρθρου 19 του ν.1715/1951, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται καταργημένη από τον ΚΔΔ. (ΑΠ 199/07). Περαιτέρω, όμως, από τις ίδιες διατάξεις του ν.1715/1951 και του ΚΔΔ, συνάγεται ότι, η, εκ μέρους του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων, που αναφέρονται στην πρώτη από αυτές, άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά τελεσίδικης καταψηφιστικής αποφάσεως διοικητικού – δικαστηρίου, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία, δεν έχουν, σε καμία περίπτωση, ως συνέπεια, εκτός από την αναστολή της εκτελεστότητας της απόφασης, και την αναστολή επελεύσεως των έννομων συνεπειών του δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από την τελεσίδικη αυτή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 197 παρ.1 του ν.2717/1999 – Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας. Εξάλλου, η τελεσίδικη απόφαση, που εκδίδεται από τα ίδια δικαστήρια, (διοικητικά), επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως, τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει, συνεπώς, δεδικασμένο μεταξύ των ίδιων διαδίκων, το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο που θα επιληφθεί επιγενομένως επί αντίστοιχης καταψηφιστικής αγωγής, που θα έχει όμοια πραγματική αιτία με το δικαίωμα, που ήδη κρίθηκε, κατόπιν της αναγνωριστικής αγωγής, και θα στηρίζεται στην ίδια με αυτό νομική βάση. Το εν λόγω δεδικασμένο καταλαμβάνει την ύπαρξη του δικαιώματος και τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες, η δε έκτασή του προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνεται στο δικαστήριο. Ο ενδιαφερόμενος διάδικος, που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, μπορεί να ασκήσει, κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη, καταψηφιστικη αγωγή, οπότε, κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής, ως βάση τίθεται το δεδικασμένο, που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση. Επομένως, το δικαίωμα του ενάγοντος, που πέτυχε την έκδοση τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης υπέρ αυτού και κατά του Δημοσίου, να ασκήσει ακολούθως και καταψηφιστική αγωγή κατά του τελευταίου, στηριζόμενη στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, και να επικαλεσθεί το δεδικασμένο, που απορρέει από την τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, δεν επηρεάζεται από οποιουσδήποτε περιορισμούς τυχόν ισχύουν ως προς την εκτελεστότητα της καταψηφιστικής απόφασης, που πρόκειται να εκδοθεί κατόπιν της δεύτερης (καταψηφιστικής) αγωγής, άρα και από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του ν.1715/1951, ( βλ. ΣτΕ 12/2011 ΣτΕ 1077/2010, ΣτΕ 156/2009 ). Από όλα τα ανωτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, προκύπτει ότι, ο διάδικος που επέτυχε να εκδοθεί υπέρ αυτού τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου κατά του Δημοσίου, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει και σχετικό εκτελεστό τίτλο, να ζητήσει να εκδοθεί, με βάση την εν λόγω) απόφαση και το δεδικασμένο που παράγεται από αυτήν για την απαίτηση, διαταγή πληρωμής, από τον δικαστή του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Στην περίπτωση δ’ αυτή, η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις του ν.1715/1951, με βάση το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, (όπως ακριβώς δεν εμποδίζεται και η έκδοση αντίστοιχης καταψηφιστικής απόφασης), διότι η ενέργεια αυτή ανάγεται στις έννομες συνέπειες του δεδικασμένου της επικαλούμενης αναγνωριστικής απόφασης και όχι στην εκτελεστότητα, στην οποία αναφέρονται οι διατάξεις του ν.1715/1951 και την οποία εξ ορισμού στερούνται οι αναγνωριστικές αποφάσεις (ΑΠ 369/2014)
Αριθμός 369/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γεώργιο Γεωργέλλη, Δημήτριο Κράνη, Αντώνιο Ζευγώλη και Αθανάσιο Καγκάνη, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2013, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό των Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ.
Της αναιρεσιβλήτου: Ε. συζ. Κ. Κ., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Μπρέγιαννο, με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔικ, που δεν κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30 Ιανουαρίου 2006 ανακοπή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1918/2007 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 2836/2012 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 10 Ιανουαρίου 2013 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Καγκάνης, ανέγνωσε την από 22 Νοεμβρίου 2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 94 παρ.4 εδάφ. γ' του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή του με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής "οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει", κατά δ' αυτή του άρθρ. 95 παρ.5 του Συντ. " Η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει... Νόμος ορίζει αναγκαστικά μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης". Σε εκτέλεση της πρώτης από τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο ν.3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι, το Δημόσιο, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται, χωρίς καθυστέρηση, προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών, πολιτικών, ποινικών και, ειδικών δικαστηρίων που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης ή είναι εκτελεστές κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους που κάθε απόφαση τάσσει". Επακολούθησε ο ν.3301 /2004, με το άρθρο 20 του οποίου προστέθηκε στο άνω άρθρο 1 του ν.3068/02 εδάφιο, σύμφωνα με το οποίο, δεν είναι δικαστικές αποφάσεις κατά την έννοια του παρόντος νόμου και δεν εκτελούνται οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ'- ζ' της § 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι κατά τα άρθρα 623 επ. του ιδίου Κώδικα εκδιδόμενες από τον αρμόδιο δικαστή διαταγές πληρωμής), πλην των κηρυχθεισών εκτελεστών αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων. Περαιτέρω, το Διεθνές Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που, μαζί με το προαιρετικό Πρωτόκολλο του, κυρώθηκε με τον ν.2462/1997, και άρχισε να ισχύει για την Ελλάδα από 5.8.1997 (Ανακοίνωση Υπ.Εξωτ. Φ.0546/62/Α1/292/Μ.2870/ 7.5.1997), έχει δε υπερνομοθετική ισχύ, κατά το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, στο άρθρο 2 § 3 αυτού ορίζει ότι: "Τα Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση: α) να εγγυώνται ότι κάθε άτομο, του οποίου τα δικαιώματα και οι ελευθερίες,που αναγνωρίζονται στο παρόν Σύμφωνο, παραβιασθούν, θα έχει στη διάθεση του μία πρόσφορη προσφυγή, ακόμη και αν η παραβίαση θα έχει διαπραχθεί από πρόσωπα που ενεργούν υπό την επίσημη κρατική ιδιότητα τους, β) να εγγυώνται ότι η αρμόδια δικαστική, διοικητική, νομοθετική... αρχή... θα αποφαίνεται πράγματι σχετικά με τα δικαιώματα του προσφεύγοντος, και θα προωθήσουν τη δυνατότητα δικαστικής προσφυγής, γ) να εγγυώνται την εκτέλεση, από τις αρμόδιες αρχές, κάθε απόφασης που θα έχει κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή". Εξάλλου, το άρθρο 14 § 1 εδ. α' του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι: "Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεση του να δικαστεί από... δικαστήριο... το οποίο θα αποφασίσει... και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού χαρακτήρα". Με τη διάταξη αυτή συμπορεύεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που καθιερώνεται με το άρθρο 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣ-ΔΑ) (η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974), καθώς και με το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος. Οι ως άνω διατάξεις δεν ιδρύουν μόνο διεθνή ευθύνη των συμβαλλομένων κρατών, αλλά έχουν άμεση εφαρμογή και υπερνομοθετική ισχύ, άρα θεμελιώνουν δικαιώματα υπέρ των προσώπων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής τους. Οι διατάξεις αυτές εγγυώνται όχι μόνο την ελεύθερη πρόσβαση σε δικαστήριο, αλλά και την πραγματική ικανοποίηση του δικαιώματος που επιδικάσθηκε από το δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης, χωρίς την οποία η προσφυγή στο δραστήριο θα απέβαλλε την ουσιαστική αξία και χρησιμότητά της (ΟλΑΠ 21/2001). Από τις εκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις και εκείνες του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και της ΕΣΔΑ σαφώς συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθούν στους τίτλους που μπορούν να εκτελεστούν κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ και οι διαταγές πληρωμής, αφού, ναι μεν αυτές εκδίδονται από δικαστή, χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του ο καθού, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται λειτουργικώς με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφ' ενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ' ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή του προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής, όσο και ως προς την απαίτηση.
Από τα παραπάνω παρέπεται ότι η ρύθμιση του άρθρου 20 ν.3301/04 κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ'αυτήν εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ειρημένες διατάξεις του Συντάγματος, και των Διεθνών Συμφώνων (ΑΠ 2347/2009) και επομένως είναι δυνατή η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (ειρηνοδίκη ή δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, συντρεχουσών των προς τούτο προϋποθέσεων εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ν.π.δ.δ., και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή, της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου. (σχ. ΑΕΔ 18/2005, ΑΕΔ 23/90). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 54 του π.δ. 18/1989, "Η άσκηση της αίτησης αναιρέσεως, (ενώπιον του ΣτΕ), δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα, εκτός αν ειδικώς ορίζεται διαφορετικά". Σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ/φων 1-2 του άρθρου 19 του ν.1715/1951, όπως η παρ/φος 2 αυτού συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ. 11 του ν.2065/1992, αφού το αρχικό άρθρο 19, (δηλ. μόνο η σημερινή παρ/φος 1), διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 52 αριθ. 18 του ΕισΝΚΠολΔ., η ασκηθείσα από το Ελληνικό Δημόσιο αίτηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, (καταψηφιστικής), καθώς και η προθεσμία για την άσκησή της. αναστέλλουν τη σε βάρος του εκτέλεση της απόφασης, ακόμη και στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η τελευταία θα επιτρεπόταν, (=παρ.1), η δε εκτέλεση, ειδικότερα, αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων επί διοικητικών διαφορών ουσίας κατά του Δημοσίου, αναστέλλεται μέχρις ότου αυτές καταστούν αμετάκλητες, (=παρ.2). Εξάλλου, κατά το άρθρο 199 παρ.1 του ν.2717/1999 -Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), όπως ήδη ισχύει, οι τελεσίδικες, οι ανέκκλητες και οι προσωρινά εκτελεστές αποφάσεις, που εν γένει εκδίδονται από τα διοικητικά δικαστήρια, επί διαφορών που άγονται ενώπιον τους με αγωγές, αποτελούν εκτελεστούς τίτλους κατά το άρθρο 904 ΚΠολΔ, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν έχουν καταστεί αμετάκλητες, εφόσον έχουν καταψηφιστικό χαρακτήρα. Κατά δε την παρ.2 του ίδιου άρθρου, ως προς το, κατά περίπτωση, επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης των κατά την προηγούμενη παράγραφο καταψηφιστικών αποφάσεων και τη διαδικασία της εκτέλεσης τους, εφαρμόζονται αναλόγως οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση των καταψηφιστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων, επομένως και εκείνες (διατάξεις) του άρθρου 19 του ν.1715/1951, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται καταργημένη από τον ΚΔΔ. (ΑΠ 199/07). Περαιτέρω, όμως, από τις ίδιες διατάξεις του ν.1715/1951 και του ΚΔΔ, συνάγεται ότι, η, εκ μέρους του Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων, που αναφέρονται στην πρώτη από αυτές, άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως κατά τελεσίδικης καταψηφιστικής αποφάσεως διοικητικού - δικαστηρίου, καθώς και η προς άσκηση αυτής προθεσμία, δεν έχουν, σε καμία περίπτωση, ως συνέπεια, εκτός από την αναστολή της εκτελεστότητας της απόφασης, και την αναστολή επελεύσεως των έννομων συνεπειών του δεδικασμένου, το οποίο απορρέει από την τελεσίδικη αυτή απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 197 παρ.1 του ν.2717/1999 - Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας. Εξάλλου, η τελεσίδικη απόφαση, που εκδίδεται από τα ίδια δικαστήρια, (διοικητικά), επί αναγνωριστικής αγωγής για την ύπαρξη δικαιώματος αποζημιώσεως, τέμνει τη διαφορά, όπως και εκείνη που εκδίδεται επί καταψηφιστικής αγωγής, και παράγει, συνεπώς, δεδικασμένο μεταξύ των ίδιων διαδίκων, το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο που θα επιληφθεί επιγενομένως επί αντίστοιχης καταψηφιστικής αγωγής, που θα έχει όμοια πραγματική αιτία με το δικαίωμα, που ήδη κρίθηκε, κατόπιν της αναγνωριστικής αγωγής, και θα στηρίζεται στην ίδια με αυτό νομική βάση. Το εν λόγω δεδικασμένο καταλαμβάνει την ύπαρξη του δικαιώματος και τις απορρέουσες από αυτό έννομες συνέπειες, η δε έκτασή του προσδιορίζεται από το περιεχόμενο του αιτήματος που απευθύνεται στο δικαστήριο. Ο ενδιαφερόμενος διάδικος, που έχει έννομο συμφέρον για την απόκτηση εκτελεστού τίτλου, μπορεί να ασκήσει, κατά του εναγομένου στην προηγούμενη αναγνωριστική δίκη, καταψηφιστικη αγωγή, οπότε, κατά την εκδίκαση της τελευταίας αυτής αγωγής, ως βάση τίθεται το δεδικασμένο, που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση. Επομένως, το δικαίωμα του ενάγοντος, που πέτυχε την έκδοση τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης υπέρ αυτού και κατά του Δημοσίου, να ασκήσει ακολούθως και καταψηφιστική αγωγή κατά του τελευταίου, στηριζόμενη στην ίδια ιστορική και νομική αιτία, και να επικαλεσθεί το δεδικασμένο, που απορρέει από την τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, δεν επηρεάζεται από οποιουσδήποτε περιορισμούς τυχόν ισχύουν ως προς την εκτελεστότητα της καταψηφιστικής απόφασης, που πρόκειται να εκδοθεί κατόπιν της δεύτερης (καταψηφιστικής) αγωγής, άρα και από εκείνους που αναφέρονται στο άρθρο 19 του ν.1715/1951, ( βλ. ΣτΕ 12/2011 ΣτΕ 1077/2010, ΣτΕ 156/2009 ). Από όλα τα ανωτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, προκύπτει ότι, ο διάδικος που επέτυχε να εκδοθεί υπέρ αυτού τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου κατά του Δημοσίου, μπορεί, προκειμένου να αποκτήσει και σχετικό εκτελεστό τίτλο, να ζητήσει να εκδοθεί, με βάση την εν λόγω) απόφαση και το δεδικασμένο που παράγεται από αυτήν για την απαίτηση, διαταγή πληρωμής, από τον δικαστή του αρμοδίου πολιτικού δικαστηρίου. Στην περίπτωση δ' αυτή, η έκδοση διαταγής πληρωμής για την απαίτηση, δεν εμποδίζεται από τις ανωτέρω διατάξεις του ν.1715/1951, με βάση το ότι η επικαλούμενη τελεσίδικη απόφαση του διοικητικού δικαστηρίου δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, (όπως ακριβώς δεν εμποδίζεται και η έκδοση αντίστοιχης καταψηφιστικής απόφασης), διότι η ενέργεια αυτή ανάγεται στις έννομες συνέπειες του δεδικασμένου της επικαλούμενης αναγνωριστικής απόφασης και όχι στην εκτελεστότητα, στην οποία αναφέρονται οι διατάξεις του ν.1715/1951 και την οποία εξ ορισμού στερούνται οι αναγνωριστικές αποφάσεις. Τέλος, κατά τη διάταξη του αρθρ. 559 αρ.1 του ΚΠολΔικ αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του ή αν εφαρμοσθεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, ή δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλ.με εσφαλμένη εφαρμογή (Ολ. ΑΠ 7/2006, και ΟΛ ΑΠ 4/2005). Με τους πρώτο και δεύτερο, κατά το πρώτο σκέλος τους, λόγους της αναίρεσης προβάλλεται από το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο η, από το άρθρ. 559 αριθ.1 ΚΠολΔ, αιτίαση με την επίκληση ότι, η προσβαλλομένη απόφαση, κατ'εσφαλμένη ερμηνεία των, ουσιαστικού δικαίου, διατάξεων των άρθρων 1 παρ.2 ν.3068/2002 (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 20 ν.3301/2004), και 19 παρ.παρ.1-2 ν.1715/1951 (όπως η παρ.2 συμπληρώθηκε με το άρθρο 41 παρ.11 ν.2065/92), απέρριψε τους σχετικούς λόγους της ασκηθείσας ανακοπής κατά της εκδοθείσας σε βάρος του, από την αναιρεσίβλητη, με βάση την αναφερομένη σ'αυτούς (λόγους) τελεσίδικη, όχι όμως αμετάκλητη, αναγνωριστική απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, υπ'αριθμ. 1054/2006 Δ/γής Πληρωμής του Δικαστή του Μον/λούς Πρωτ. Αθηνών, σύμφωνα με τους οποίους η τελευταία πάσχει ακυρότητα, απορρέουσα από το νομικά ανεπίτρεπτο της έκδοσής της λόγω αφενός της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 του ν.3068/2002 απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των διαταγών πληρωμής, η οποία (απαγόρευση) αναιρεί το έννομο συμφέρον της αναιρεσίβλητης για την έκδοσή της και αφετέρου της κατά τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.παρ. 1-2 ν.1715/1951 απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου αποφάσεων διοικητικών δικαστηρίων πριν αυτές καταστούν αμετάκλητες, η οποία (απαγόρευση) καθιστά αδύνατη και την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τελεσίδικη (και όχι αμετάκλητη) αναγνωριστικά απόφαση, δεχθείσα, εσφαλμένως κατά το αναιρεσείον, ότι "η μεν διάταξη του άρθ. 1 παρ.2 ν.3068/2002 είναι, ως προς τις διαταγές πληρωμής, αντισυνταγματική, η δ' αυτή του άρθ. 19 παρ.παρ.1-2 - ν.1715/1951 δεν εμποδίζει την έκδοση διαταγής πληρωμής αφού οι προβλεπόμενοι γι' αυτήν περιορισμοί αφορούν την εκτελεστότητα των παραπάνω αποφάσεων και όχι το απορρέον απ' αυτές δεδικασμένο με βάση το οποίο ζητήθηκε η έκδοσή της". Οι λόγοι αυτοί κρίνονται απορριπτέοι ως αβάσιμοι αφού, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, με την παραπάνω κρίση της η προσβαλλόμενη απόφαση προέβη σε ορθή ερμηνεία τόσο της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 2 ν.3068/2002 (όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρ. 20 ν.3301/2004), δεχθείσα την αντισυνταγματικότητα της προβλεπομένης από αυτή απαγόρευσης εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των διαταγών πληρωμής και συνακόλουθα την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος της αναιρεσίβλητης για την έκδοσή της, όσο και αυτής του άρθρου 19 παρ.παρ.1-2 ν.1715/1951 (όπως η παρ.2 συμπληρώθηκε με το άρθρ.41 παρ.11 ν.2065/1992) δεχθείσα ότι η προβλεπομένη απ' αυτήν απαγόρευση εκτέλεσης σε βάρος του Δημοσίου των αποφάσεων των διοικητικών δικαστηρίων πριν αυτές καταστούν αμετάκλητες δεν παρακωλύει την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του τελευταίου με βάση τελεσίδικη (και όχι αμετάκλητη) αναγνωριστική απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, αφού ο τιθέμενος μ' αυτήν περιορισμός αφορά την εκτελεστότητα των εν λόγω αποφάσεων και όχι το δεδικασμένο που απορρέει απ' αυτές.
Ο από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναίρεσης αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και γι' αυτό προϋποθέτει κρίση επί της ουσίας του δικαστηρίου και συνεπώς δεν ιδρύεται όταν η έλλειψη, ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρεται στη σκέψη της απόφασης με την οποία η αγωγή, ανακοπή κλπ απορρίφθηκε ως αόριστη ή ως μη νόμιμη (Ολ ΑΠ 3/1997, ΑΠ 701/2011). Κατ' ακολουθίαν αυτών οι ίδιοι ως άνω λόγοι, κατά το δεύτερο σκέλος τους, με τους οποίους προβάλλεται από το αναιρεσείον η από το άρθρ. 559 αρ. 19 ΚΠολΔ αιτίαση με την επίκληση ότι η προσβαλλομένη απόφαση "με ανεπαρκείς, αυθαίρετες και αντιφατικές αιτιολογίες" απέρριψε ως μη νόμιμους τους παραπάνω λόγους της κατά της αναιρεσίβλητης ασκηθείσας ανακοπής, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι αφού η προβαλλομένη ως άνω αιτίαση δεν αναφέρεται σε έλλειψη και ανεπαρκεία αιτιολογίας σχετικής με την επί της ουσίας αλλά με την περί του νομικά βασίμου κρίση της προσβαλλομένης απόφασης για την οποία δεν παρέχεται ο από το άρθρο 559 αρ. 19 αναιρετικός λόγος (ΟλΑΠ 3/97, ΑΠ 701/11).
Κατ' ακολουθίαν αυτών και ενόψει της μη υπάρξεως άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της η ένδικη αίτηση αναίρεσης χωρίς να καταδικαστεί το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα της νικήσασας αναιρεσίβλητης, ελλείψει σχετικού αιτήματος της τελευταίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 20-1-2013 αίτηση αναίρεσης της 2836/2012 τελεσίδικης απόφασης του Εφετείου Αθηνών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Ιανουαρίου 2014. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 17 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

αριθμός απόφασης
725/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
——————————————————–
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ. Λ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ, αποφάσεις που δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά. Οι αποφάσεις που αναφέρονται στην ως άνω διάταξη είναι εκείνες οι οποίες κατά ρητή διάταξη του ΚΠολΔ εκδίδονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. περί ασφαλιστικών μέτρων, όπως οι περιπτώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 378,632 παρ. 2,644 παρ. 2, 912 παρ. 2, 918 παρ. 5,929 παρ. 3, 938 παρ. 3, 994 και 1019 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Στις περιπτώσεις αυτές είναι προφανές ότι δε χωρούν ένδικα μέσα σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ. Οσάκις όμως διατάξεις του AK ή άλλου νόμου, παραπέμπουν στην διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ το επιτρεπτό ή μη της άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά της απόφασης εξαρτάται εκ του αν με αυτήν δικάστηκε αίτηση περί λήψης ή ανάκλησης ασφαλιστικού μέτρου, υπό την έννοια του άρθρου 682 του ΚΠολΔ, διώκουσα δηλαδή την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης και σε καταφατική περίπτωση δε χωρεί έφεση κατά της απόφασης, σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 699 του ΚΠολΔ. Τουναντίον, αν με την απόφαση δε διατάσσεται ασφαλιστικό μέτρο με την παραπάνω έννοια, αλλά ρυθμίζεται οριστικά η διαφορά, τότε η διάταξη του άρθρου 699 του ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή και έφεση επιτρέπεται κατά το γενικό κανόνα των άρθρων 12 παρ.1 και 511 του ΚΠολΔ. Η διάκριση δε στηρίζεται μόνον στη γραμματική διατύπωση του άρθρου 699 (αποφάσεις δεχόμενες ή απορρίπτουσες αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων ή αιτήσεις για ανάκληση ή για μεταρρύθμιση των μέτρων αυτών δεν προσβάλλονται με κανένα ένδικο μέσο, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά), αλλ’ επιβάλλεται και από την έντονη διαφορά των αποφάσεων, οι οποίες τέμνουν οριστικά την ουσία της διαφοράς και εκείνων, οι οποίες δέχονται ή απορρίπτουν αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων. Τα ασφαλιστικά μέτρα δεν τέμνουν την ουσία της διαφοράς, η οποία θα κριθεί από το καθ’ύλην αρμόδιο δικαστήριο, κατά της απόφασης του οποίου τα ένδικα μέσα είναι κατά κανόνα παραδεκτά. Αντίθετα όμως οι τέμνουσες κατ’ουσίαν τη διαφορά αποφάσεις και αν ακόμη εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ, αποκτούν δύναμη δεδικασμένου και δεν είναι ορθό τη δεσμευτικότητα αυτή να αποκτούν χωρίς ένδικα μέσα, με τα οποία επιτυγχάνεται επανέλεγχος της υπόθεσης, με το σκοπό επανόρθωσης των τυχόν σφαλμάτων (βλ. ΕφΠειρ 284/2015, ΕφΑθ 1991/2007, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδοση Γ, παρ. 147 σελ. 44-45, Χ. Φραγκίστας, Δ 6.545). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 168 του ΚΠολΔ (όμοια με τη διάταξη του άρθρου 847 του ίδιου Κώδικα), προκύπτει σαφώς ότι αν επέλθει η περίπτωση για την οποία δόθηκε η εγγύηση, καταπίπτει αυτή υπέρ εκείνου υπέρ του οποίου δόθηκε, μετά από αίτηση, υποβαλλόμενη στο κατά τόπον Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο για τις υπ’ αυτού διαταχθείσες εγγυήσεις. Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι η απόφαση του Μονομελούς  Πρωτοδικείου  ή  Ειρηνοδικείου  με  την  οποία  διατάσσεται  η  άρση  ή  η κατάπτωση της εγγύησης, εκδίδεται μεν κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών  μέτρων,  δεν αποτελεί  όμως  τέτοιο,  αφού λύει οριστικά τη διαφορά, αλλ’απλώς από το νόμο ορίσθηκε η κατά τη διαδικασία αυτή εκδίκαση της υπόθεσης για την ταχύτερη λύση της διαφοράς.  Για  το  λόγο  αυτό  η  διάταξη  του άρθρου 699 του  ΚΠολΔ δεν έχει εφαρμογή και κατά της  σχετικής απόφασης επιτρέπονται τα ένδικα μέσα που προβλέπει ο νόμος στις κοινές υποθέσεις (βλ. ΑΠ 465/2009, ΑΠ 1669/1988, ΕφΠειρ 298/2014, ΕφΑθ 3003/2000, ΕφΠειρ 169/1998 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Η υπό κρίση από 20.6.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. ………) έφεση της εν όλω ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό καθ’ης η αίτηση, προσδιορισθείσα προς εκδίκαση για τη – συντομότερη της κατά την  κατάθεσή της ορισθείσας – δικάσιμο, που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης με την από 28.6.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………..) κλήση της εφεσίβλητης – αιτούσας, κατά της υπ’αριθμ.1019/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ.του ΚΠολΔ), επί της 7.5.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………..) αίτησης της εφεσίβλητης, διώκουσας τη μερική κατάπτωση της κατατεθείσης υπέρ της από την καθ’ης η αίτηση και οφειλέτριά της εγγύησης, και με την οποία έγινε καθ’ολοκληρίαν δεκτή η ανωτέρω αίτηση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, έχει ασκηθεί, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 21.6.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……….), σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, και 591 παρ.1 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα (άρθρα 144 και 518 παρ.1 του ΚΠολΔ), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην εκκαλούσα, με την επιμέλεια της εφεσίβλητης, που έλαβε χώρα στις 19.6.2018, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στην εμπρόσθια σελίδα του πρώτου φύλλου του προσκομιζομένου από την εκκαλούσα αντιγράφου της απόφασης αυτής του Δικαστικού Επιμελητή …….., και, επιπροσθέτως έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα κατά την κατάθεσή της το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρο 495 παρ.3 Α στοιχείο β΄του ΚΠολΔ παράβολο, ενώ δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Σημειώνεται ότι με την κρινόμενη έφεση προσβάλλεται η ως άνω απόφαση, με την οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας κατά την προσήκουσα διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, έκρινε τη διαφορά των διαδίκων περί της τύχης της εγγυοδοσίας, που δόθηκε υπέρ της αιτούσας από την καθ’ης η αίτηση για το ποσό των 440.000 ευρώ, με την κατάθεση ισόποσης εγγυητικής επιστολής τραπέζης, και, κατά παραδοχήν της αίτησης στο σύνολό της ως ουσιαστικά  βάσιμης, διέταξε την εν μέρει κατάπτωση της εγγύησης για το ποσό των 420.300,11 ευρώ και την απόδοση της κατατεθείσης εγγυητικής επιστολής  στα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της εκκαλουμένης πρόσωπα. Καίτοι όμως η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, υπόκειται σε έφεση, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, καθόσον τέμνει κατ’ουσίαν την ως άνω διαφορά των διαδίκων και δεν αφορά στη λήψη ασφαλιστικού μέτρου κατά την έννοια του άρθρου 682 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο του λόγου της (άρθρο 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Με την από 7.5.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………….) αίτηση, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητήθηκε α) η μερική κατάπτωση υπέρ της αιτούσας για το ποσό των 420.300,11 ευρώ της υπ’αριθμ. ……. εγγυητικής επιστολής της τράπεζας «………», ποσού 440.000 ευρώ, που κατέθεσε η καθ’ης η αίτηση, σε εκτέλεση της υπ’αριθμ. 3670/2007 απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε μεταξύ των ιδίων διαδίκων, και με την οποία παρασχέθηκε η ευχέρεια στην καθ’ης να αντικαταστήσει το ασφαλιστικό μέτρο της συντηρητικής κατάσχεσης κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της μέχρι του ποσού των 440.000 ευρώ, που διατάχθηκε σε βάρος της με την ίδια απόφαση, προς εξασφάλιση απαίτησης της αιτούσας, απορρέουσας από την αγορά ποσότητας καυσίμων για τον εφοδιασμό πλοίου, πλοιοκτησίας της, που δεν έφεραν τις συνομολογημένες ιδιότητες, με ισόποση εγγυοδοσία υπέρ της τελευταίας, διά της κατάθεσης για το ποσό αυτό εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης στην Ελλάδα Τράπεζας, με την περαιτέρω επίκληση ότι επήλθε εν μέρει η περίπτωση, για την οποία δόθηκε η εγγύηση, αφού επιδικάσθηκε με εκτελεστούς τίτλους στην αιτούσα ποσό μικρότερο εκείνου της εγγυοδοσίας, και συγκεκριμένα με την υπ’αριθμ.572/2015 ήδη αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αφενός μεν υποχρεώθηκε η καθ’ης να της καταβάλει το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο της πληρωμής των 179.133,98 δολαρίων Η.Π.Α., αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υπόχρεωση της καθ’ης να της καταβάλει το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο της πληρωμής των 9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α., που τελικά καταψηφίσθηκε με την ήδη έχουσα αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου υπ’αριθμ…….. διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, καθώς και ότι η εν λόγω απαίτηση έχει διαμορφωθεί κατά κεφάλαιο, τόκους επιδικίας μέχρι και την 4η.5.2018, και δικαστικές δαπάνες της μεταξύ των διαδίκων αντιδικίας στο σύνολό της στο ανωτέρω ποσό των 420.300,11 ευρώ, για το οποίο ζητείται να διαταχθεί η μερική κατάπτωση της εγγύησης, σύμφωνα με τους αναλυτικά εκτιθέμενους στην αίτηση μαθηματικούς υπολογισμούς, και με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά τον προαναφερθέντα χρόνο, καθώς και β) η απόδοση της κατατεθείσης εγγυητικής επιστολής στους επίσης κατονομαζομένους στην αίτηση πληρεξουσίους δικηγόρους της αιτούσας. Επί της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η υπ’αριθμ. 1019/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε αυτή καθ’ολοκληρίαν δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και αφενός μεν διατάχθηκε η εν μέρει κατάπτωση υπέρ της αιτούσας της κατατεθείσης από την καθ’ης εγγυητικής επιστολής για το ποσό των 420.300,11 ευρώ, καθώς και η απόδοση αυτής στους ειδικότερα στο διατακτικό της κατονομαζομένους πληρεξουσίους δικηγόρους της αιτούσας. Κατά της ανωτέρω απόφασης παραπονείται η αιτούσα έχοντας έννομο συμφέρον ως εν όλω ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος με την κρινόμενη έφεσή της, για τον περιεχόμενο στο δικόγραφο αυτής λόγο, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, προκειμένου να προσδιορίσει το ποσό για το οποίο θα πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση της κατατεθείσης από την ίδια υπέρ της αιτούσας εγγυητικής επιστολής, λόγω εξοπλισμού της απαίτησής της, για την οποία διατάχθηκε η εγγυοδοσία, με εκτελεστό τίτλο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και εκτιμώντας τις αποδείξεις, υπολόγισε τους νόμιμους τόκους του κεφαλαίου της απαίτησης αυτής για το αναφερόμενο στην αίτηση χρονικό διάστημα, με βάση το επιτόκιο, που ισχύει για το ευρώ, ενώ, εφόσον πρόκειται περί χρηματικής οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, και δη σε δολάριο Η.Π.Α., πλην όμως πληρωτέας σε ευρώ, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της πληρωμής, ο υπολογισμός των οφειλομένων τόκων θα έπρεπε να γίνει με βάση το προβλεπόμενο από την Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου υπ’αριθμ.36/22-26.3.1990 επιτόκιο, όχι για το ευρώ, αλλά για το δολάριο Η.Π.Α., δηλαδή (θα έπρεπε να γίνει) στο ίδιο νόμισμα με το κεφάλαιο, με βάση το οποίο (επιτόκιο του δολαρίου Η.Π.Α.) οι τόκοι μέχρι την 4η.5.2018, όπως ζητείται στην αίτηση, ανέρχονται στο ποσό των 96.460,41 δολαρίων Η.Π.Α., άλλως των 80.929,95 ευρώ, και, συνακόλουθα το συνολικά οφειλόμενο στην αιτούσα ποσό (κατά το επιδικασθέν κεφάλαιο, τους νόμιμους τόκους και τις δικαστικές δαπάνες της μεταξύ τους αντιδικίας), για το οποίο και μόνον μπορεί να διαταχθεί η κατάπτωση της εγγυητικής επιστολής, σε 274.808,93 ευρώ, σύμφωνα με την κατά την ανωτέρω ημερομηνία ισοτιμία δολαρίου Η.Π.Α./ευρώ. Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, ζήτησε να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν η κρινόμενη έφεσή της και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος της ασκηθείσα αίτηση, άλλως να γίνει εν μέρει δεκτή κατ’ουσίαν και να διαταχθεί η μερική κατάπτωση της κατετεθείσης από την ίδια υπέρ της αιτούσας εγγυητικής επιστολής μόνο για το ανωτέρω ποσό των 274.808,93 ευρώ.
Από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπεται η δυνατότητα να διαταχθεί καταβολή εγγυοδοσίας επί των περιπτώσεων των άρθρων 162 επ., επί ασφαλιστικών μέτρων (άρθρο 694), επί κήρυξης απόφασης προσωρινά εκτελεστής (άρθρο 911), επί άσκησης ανακοπής ή έφεσης (άρθρο 912 παρ. 1), ή αναίρεσης (άρθρο 565 ΚΠολΔ), επί αναστολής της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 938), επί ανοχής ή παράλειψης πράξης (άρθρο 947). Η δικαστική εγγύηση επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στις περιπτώσεις που επιτρέπει αυτό ο νόμος, εξαρτών την επιβολή της κατά κανόνα από την κρίση του δικαστηρίου, ανάλογα με την φερεγγυότητα του οφειλέτη και με άλλες περιστάσεις, υπό τις οποίες τελεί η εξασφαλιζόμενη απαίτηση ή το εξασφαλιζόμενο δικαίωμα. Η εγγύηση εξάλλου συνιστά ασφαλιστικό μέτρο όταν επιβάλλεται με απόφαση του δικαστηρίου κατά τα άρθρα 704 και 705, ενώ όταν αυτή καθορίζεται με σύμβαση ή με άλλη διάταξη νόμου, δεν είναι ασφαλιστικό μέτρο, αλλά περιεχόμενο ουσιαστικού δικαιώματος. Πάντως, και επί εγγυοδοσίας ως ασφαλιστικού μέτρου συμπληρωματικά εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 162-168 ΚΠολΔ (βλ. Παρμ. Τζίφρα, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδοση τρίτη, σελ. 102 επ.). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 168 (όμοια με τη διάταξη του άρθρου 847 του ΚΠολΔ), προκύπτει σαφώς ότι αν επέλθει η περίπτωση για την οποία δόθηκε η εγγύηση, καταπίπτει αυτή υπέρ εκείνου υπέρ του οποίου δόθηκε, μετά από αίτηση, υποβαλλόμενη στο κατά τόπον Μονομελές Πρωτοδικείο ή Ειρηνοδικείο για τις υπ’αυτού διαταχθείσες εγγυήσεις. Η αρμοδιότητα εξάλλου του δικαστηρίου περιορίζεται στο να διατάξει την κατάπτωση της κατατεθείσας υπέρ του αιτούντος υπό του καθ’ου η αίτηση οφειλέτη ή τρίτου εγγύησης και την συνεπεία αυτής απόδοση στον αιτούντα της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας ή του προκατατεθέντος στον γραμματέα του δικαστηρίου γραμματίου σύστασης παρακαταθήκης του Ταμείου Παρακαταθηκών. Δυνάμει δε της απόφασης αυτής ο δικαιωθείς μπορεί να ζητήσει την ανάληψη από τον αρμόδιο γραμματέα του δικαστηρίου του παρακατατεθέντος σ’αυτόν γραμματίου ή της κατατεθείσας εγγυητικής επιστολής Τράπεζας, ενώ μόνο στην περίπτωση που ο γραμματέας αρνείται να προβεί στην απόδοση της εγγύησης το δικαστήριο μπορεί να τον υποχρεώσει – με την έγερση αγωγής περί καταδίκης του σε ενέργεια της ως άνω πράξης  κατά την τακτική διαδικασία – σε απόδοση της κατατεθείσας εγγύησης (ΕφΠειρ284/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η τράπεζα,  έχοντας  εγγυηθεί  προσωπικά,  οφείλει, εφόσον προσκομισθούν η σχετική περί κατάπτωσης απόφαση, η εγγυητική  επιστολή και τα λοιπά, τυχόν, νομιμοποιητικά  έγγραφα,  να  πληρώσει  στον  υπερ’ου η  κατάπτωση  αιτούντα την απαίτηση, για την οποία είχε δοθει η εγγύηση, εφόσον το ποσό  για το οποίο διατάχθηκε η κατάπτωση βρίσκεται μέσα στα όρια της  εγγύησης και  υπάρχει  γι’αυτό εκτελεστός γενικά τίτλος. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων  168 και 698 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ προκύπτει ότι εαν επήλθε εν μέρει η περίπτωση για  την οποία δόθηκε η εγγύηση, τέτοια δε περίπτωση συνιστά η επιδίκαση  στον υπέρ’ου  η  εγγύηση  με  τελεσίδικη  απόφαση  και  γενικά  με εκτελεστό τίτλο ποσού  μικροτέρου εκείνου της εγγυοδοσίας, τότε καταπίπτει  αυτή  (εγγύηση) εν μέρει. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 του ν. 5422/32, 11 παρ. 2 του ίδιου νόμου (όπως το άρθρο αυτό συμπληρώθηκε με το αρ. 3 του από 14.7.1932 ν.δ. που κυρώθηκε με το ν. 5665/1932 και τροποποιήθηκε με το αρ. 6 του α.ν. 800/1937), 4 του α.ν. 362/1945 και 2 παρ.1 του α.ν. 944/46, συνάγεται ότι απαγορεύεται η συνομολόγηση στην Ελλάδα υποχρεώσεων σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα και είναι άκυρη η δικαιοπραξία που γίνεται παρά την απαγόρευση αυτή ή η σχετική σ` αυτή ρήτρα για την πληρωμή σε ξένο νόμισμα, ή συνάλλαγμα. Εξαιρούνται από τον κανόνα αυτό, που αφορά τις εσωτερικές συναλλαγές που εκτελούνται στην Ελλάδα, οι εξωτερικές ή διεθνείς συναλλαγές. Η κρίση περί του διεθνούς χαρακτήρα της συναλλαγής στηρίζεται σε ποικίλα κριτήρια, όπως η διανομή των συμβαλλομένων, ο τόπος κατάρτισης της σύμβασης, ο τόπος εκπλήρωσης των υποχρεώσεων των μερών κ.ά. Γενικότερα γίνεται δεκτό ότι υπάρχει διεθνής συναλλαγή, όταν η οικονομική έδρα κάθε συμβαλλόμενου βρίσκεται σε διαφορετική χώρα, έτσι ώστε ο ένας συμβαλλόμενος να εκτελεί την υποχρέωσή του σε άλλο κράτος. Τούτο δε διότι σε παρόμοιες περιπτώσεις οι σχετικές συμβάσεις δεν είναι αποτέλεσμα δυσπιστίας προς το εγχώριο νόμισμα ούτε αποβλέπουν στην υπονόμευσή του αλλά αποτελούν φυσική συνέπεια της συνάντησης δύο οικονομιών, τα νομισματικά συστήματα των οποίων εξισορροπούνται αμοιβαίως, με στόχο τη διευκόλυνση των διεθνών συναλλαγών στο μέτρο που δεν προσκρούουν σε ειδικές απαγορεύσεις και περιορισμούς. Συνεπώς, εφόσον πρόκειται για διεθνή συναλλαγή με την παραπάνω έννοια, η συνομολόγηση σε ξένο νόμισμα ή συνάλλαγμα υποχρέωσης, είτε από τίμημα, είτε από μίσθωμα, είτε από αμοιβή κάθε φύσης υπηρεσιών ή έργου δεν έρχεται σε αντίθεση προς τη νομοθεσία περί προστασίας του εθνικού νομίσματος και συνακόλουθα η σχετική σύμβαση είναι έγκυρη, η δε αγωγή με την οποία ζητείται η επιδίκαση του ισόποσου σε δραχμές κατά της πληρωμής του αλλοδαπού νομίσματος είναι νομικά βάσιμη (Α. Γεωργιάδης, Ενοχ.Δικ., σελ. 117, Γεωρ. – Σταθ., . ΕρμΑΚ, αριθμ. 291-292, ΑΠ 750/1994 και 59/1994, ΕλλΔνη 37.153, 154, ΑΠ 184/1992 ΕλλΔνη 33.843, ΑΠ 411/1990 ΕΕΝ 58.65, ΑΠ 918/1988 ΕλλΔνη 30.1333, ΑΠ 1932/88 ΕλλΔνη 31.792). Εξάλλου, το αρ. 16 παρ. 1 του ν. 5422/1932 ορίζει ότι “αι πάσης φύσεως εις συνάλλαγμα οφειλαί εξοφλούνται εις δραχμάς κατά την τρέχουσαν τιμήν της ημέρας της εξοφλήσεως”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο δανειστής που ασκεί με αγωγή αξίωση για πληρωμή στην ημεδαπή χρηματικής οφειλής που έχει καθορισθεί νομίμως σε αλλοδαπό νόμισμα μπορεί να ζητήσει την καταβολή σ’αυτόν του σε δραχμές ισαξίου του αλλοδαπού νομίσματος κατά τον χρόνο της πληρωμής (ΑΠ 411/1990 ο.π., ΑΠ 1932/1988 ο.π.), ο δε τόκος υπολογίζεται πάντοτε στο ίδιο νόμισμα με το κεφάλαιο. Αν το νόμισμα είναι αλλοδαπό η εξόφληση και του τόκου θα γίνει σε δραχμές, βάσει της ισοτιμίας δραχμής και αλλοδαπού νομίσματος κατά το χρόνο της πληρωμής (ΑΠ 1315/1993 ΕλλΔνη 35.159, ΕφΑθ 5299/1999 ΕΕμπΔ 1999.494). Με την ΠΥΣ 36 της 22/26.3.1990 (ΦΕΚ 44, τεύχος Α΄), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 15 παρ. 5 του ν. 876/1079 αποφασίσθηκε ο καθορισμός του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου, με τον οποίο βαρύνονται οφειλές σε συνάλλαγμα που εκπληρώνονται στην Ελλάδα και ορίστηκε ότι αυτό είναι ίσο με το μεγαλύτερο από τα παρακάτω επιτόκια: α) Το προεξοφλητικό ή το αντίστοιχο αυτού επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας στο νόμισμα της οποίας είναι εκφρασμένη η οφειλή, προσαυξημένο κατά “τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες ή β) το επιτόκιο που προσφέρεται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου (Libor) για καταθέσεις διαρκείας 6 μηνών στο νόμισμα που εκφράζεται η οφειλή, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες. Σε περίπτωση νομίσματος για το οποίο υπάρχει μόνο το ένα από τα δύο πιο πάνω επιτόκια, το ποσοστό του νομίμου και εξ υπερημερίας τόκου καθορίζεται με βάση το επιτόκιο αυτό (ΑΠ 385/1988 ΕλλΔνη 39.1617). Ειδικότερα, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι επί οφειλής σε συνάλλαγμα που εκπληρώνεται στην Ελλάδα στο εθνικό νόμισμα και αν περί αυτής έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση, οι νόμιμοι και εξ υπερημερίας τόκοι υπολογίζονται σύμφωνα με τους όρους της ως άνω ΠΥΣ. Η διάταξη αυτή, ως εκ του αδιαστίκτου του περιεχομένου της, έχει εφαρμογή σε κάθε είδους ενοχή από την οποία προκύπτει υποχρέωση καταβολής στην Ελλάδα ξένου νομίσματος, αδιαφόρως αν πρόκειται περί διεθνούς ή μη συναλλαγής (ΑΠ 948/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, και επί οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 292 του ΑΚ, σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη, το άρθρο 345 αυτού, που ορίζει ότι όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας που ορίζεται από το νόμο ή με δικαιοπραξία χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία. Έχουν επίσης εφαρμογή και τα άρθρα 346 του ΑΚ και 221 §1 περιπτ.γ΄του ΚΠολΔ που προβλέπουν επί χρηματικής οφειλής, έναρξη της τοκοδοσίας από της επίδοσης της αγωγής και αν ο οφειλέτης δεν είναι υπερήμερος. Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις ο τόκος υπερημερίας σαν παροχή ομοειδής με το κεφάλαιο, υπολογίζεται στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα, καταβάλλεται όμως, στην Ελλάδα ενόψει της αναγκαστικής κυκλοφορίας του εγχώριου νομίσματος σε δραχμές με βάση το σε δραχμές (ήδη σε ευρώ) ισότιμο του αλλοδαπού νομίσματος στο χρόνο και τον τόπο της πληρωμής (άρθρο 6 § 1 ν.5422/1932, ΑΠ 1169/1997 ΕλλΔνη 1999.348). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 340, 345, 346 του ΑΚ, 215 παρ. 1 εδαφ.α΄, 221 και 295 παρ. 1 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το καταψηφιστικό αίτημα αγωγής με αντικείμενο την επιδίκαση χρηματικής απαίτησης περιοριστεί σε αναγνωριστικό, δεν οφείλονται μεν δικονομικοί τόκοι κατά το άρθρο 346 του ΑΚ, δηλαδή από την επίδοση της καταψηφιστικής αγωγής (ΑΠ 989/2007), αφού η αγωγή αυτή θεωρείται από τότε ότι δεν ασκήθηκε κατά το καταψηφιστικό αίτημά της, δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επίδοσης της αγωγής ως όχλησης, που καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο κατά τις διατάξεις των άρθρ. 340 και 345 του ΑΚ, δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο καταψηφιστικής αγωγής για χρηματική απαίτηση δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί όχλησης του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του (ΑΠ Ολομ. 23-24/ 2004, ΑΠ Ολομ. 13/1994, ΑΠ 423/2012, ΑΠ 1520/2010 άπασες σε ΤΝΠ Νόμος). Ήδη, το άρθρο 346 του ΑΚ, που όριζε ότι “ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρ. 113 του νόμου αυτού, από 2.4.2012, κατά το οποίο: “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από το νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ’εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με το νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ’εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες χρηματικές απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο κατά της οριστικής απόφασης”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβαστεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως, διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι’ αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στο δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής, είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι’αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ’ αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ’ εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με το νόμιμο ή το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, ο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό δεν συνιστά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, λόγο για την κατ’ εξαίρεση επιδίκαση του τόκου υπερημερίας, ο οποίος, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, πρέπει να επιδικάζεται μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1059/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).
Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και β) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Επί της από 19.1.2007 (με αυξ.αριθμ.καταθ………) αίτησης της αιτούσας κατά της καθ’ης, που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εκδόθηκε, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η υπ’αριθμ.3670/2007 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η αίτηση αυτή και κατ’ουσίαν και διατάχθηκε η συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας της καθ’ης, μέχρι του ποσού των 440.000 ευρώ, των τόκων και εξόδων συμπεριλαμβανομένων, προς εξασφάλιση απαίτησης της αιτούσας, απορρέουσας από την αγορά ποσότητας καυσίμων από την καθ’ης, για τον εφοδιασμό πλοίου, πλοιοκτησίας της (της αιτούσας), που δεν έφεραν τις συνομολογημένες ιδιότητες, ενώ ορίσθηκε ότι το ασφαλιστικό αυτό μέτρο ανακαλείται αυτοδίκαια με την κατάθεση από την καθ’ης στη Γραμματεία του ιδίου Δικαστηρίου, υπέρ της αιτούσας, ισόποσης εγγυητικής επιστολής αξιόχρεης τράπεζας, που λειτουργεί στην Ελλάδα. Η καθ’ης σε εκτέλεση της προαναφερθείσας απόφασης προέβη στην κατάθεση στο Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς της υπ’αριθμ. ……. εγγυητικής επιστολής της Τράπεζας «………», υπέρ της αιτούσας, με την οποία η εν λόγω τράπεζα ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην ανωτέρω το ποσό των 440.000 ευρώ, σε περίπτωση τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής της, για την οποία δόθηκε η εγγυοδοσία. Πιθανολογήθηκε επίσης ότι με την υπ’αριθμ. 572/2015 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αφενός μεν υποχρεώθηκε η καθ’ης να καταβάλει στην αιτούσα το κατά το χρόνο της πληρωμής ισόποσο σε ευρώ των 205.116,02 δολαρίων Η.Π.Α., αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της να της καταβάλει το κατά τον ίδιο χρόνο ισόποσο σε ευρώ των 9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α., ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας, που υπέστη λόγω της πώλησης προς αυτήν για τον ανεφοδιασμό πλοίου, πλοιοκτησίας της, από την αντίδικό της, ποσότητας καυσίμων, που δεν έφεραν τις συνομολογημένες ιδιότητες, σε αμφότερες τις περιπτώσεις με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 21.3.2007 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……..) αγωγής της (της αιτούσας), που έλαβε στις 24.4.2007, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η εν λόγω απόφαση ως προς τα κονδύλια της αγωγής, στα οποία αφορούν τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, που υποχρεώθηκε η καθ’ης, αλλά και επίσης αναγνωρίσθηκε ότι οφείλει, να καταβάλει στην αιτούσα, έχει καταστεί αμετάκλητη, κατόπιν απόρρριψης των κατ’αυτής ασκηθέντων από την καθ’ης αίτησης αναίρεσης και προσθέτων λόγων αναίρεσης με την υπ’αριθμ.1466/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου. Πιθανολογήθηκε επίσης ότι αναφορικά με το ποσό των 9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α., το οποίο με την ανωτέρω απόφαση αναγνωρίσθηκε ότι υποχρεούται η καθ’ης να καταβάλει στην αιτούσα, η τελευταία κατέθεσε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου την από 15.3.2018 αίτησή της προς έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της καθ’ης, με βάση την αμετάκλητη αυτή απόφαση. Επί της ανωτέρω αίτησης εκδόθηκε η υπ’αριθμ.191/2018 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου, με την οποία υποχρεώθηκε η καθ’ης να καταβάλει στην αιτούσα το σε ευρώ ισόποσο κατά το χρόνο της πληρωμής των 9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α., με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της προαναφερθείσης αγωγής. Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής έχει ήδη αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, επιδοθείσα στην καθ’ης δύο φορές, στις 24.4.2018 και στις 24.5.2018, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. ………… αντίστοιχα εκθέσεις επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείου Αθηνών Δικαστικού Επιμελητή ………, και μη ασκηθείσης κατ’αυτής ανακοπής από την καθ’ης, όπερ ουδόλως αμφισβητήθηκε από την τελευταία. Κατ’ακολουθίαν τούτων, η απαίτηση της αιτούσας σε βάρος της καθ’ης, προς εξασφάλιση της οποίας δόθηκε η εγγυοδοσία, διά της κατάθεσης από την ανωτέρω οφειλέτρια της προαναφερθείσης εγγυητικής επιστολής, ανέρχεται κατά κεφάλαιο στο συνολικό ποσό των 214.405,47 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 + 9.289,45), και το σε ευρώ ισόποσο αυτού, με βάση την επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων της 4ης.5.2018, σύμφωνα με το αίτημα της αίτησης (1ευρώ = 1,19690 δολάρια Η.Π.Α.) σε 179.133,98 ευρώ. Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι η καθ’ης οφείλει επίσης να καταβάλει στην αιτούσα ως επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα, με τις αποφάσεις, αλλά και με την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, που εκδόθηκαν διαρκούσης της μεταξύ τους αντιδικίας επί της απαίτησης, για την οποία κατατέθηκε η εγγυητική επιστολή, το συνολικό ποσό των 14.745 ευρώ. Οι ανωτέρω παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αναφορικά με το ποσό των οφειλομένων στην αιτούσα, αφενός μεν κεφαλαίου της απαίτησής της, αφετέρου δε συνολικής επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης, δεν πλήττονται με την κρινόμενη έφεση της καθ’ης, και, συνεπώς, δεν επανακρίνονται από το παρόν Δικαστήριο, συνομολογήθηκαν άλλωστε από την τελευταία και στον πρώτο βαθμό. Επομένως, διά του εξοπλισμού της απαίτησης της αιτούσας με τους προαναφερθέντες εκτελεστούς τίτλους (αμετάκλητη δικαστική απόφαση, και διαταγή πληρωμής, που έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου) επήλθε η περίπτωση για την οποία δόθηκε η εγγύηση, και, συνακόλουθα, πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση της κατατεθείσης υπέρ αυτής από την καθ’ης εγγυητικής επιστολής. Πιθανολογήθηκε επίσης ότι, προκειμένου να προσδιορισθεί το ποσό, για το οποίο θα διαταχθεί η κατάπτωση της ανωτέρω εγγυητικής επιστολής, θα πρέπει να συμπεριληφθούν σ’αυτό και οι οφειλόμενοι τόκοι του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας για το χρονικό διάστημα από τις 24.4.2007 (όταν επιδόθηκε στην καθ’ης η επί της απαίτησης της αιτούσας αγωγή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις προαναφερθείσες αμετάκλητη δικαστική απόφαση και διαταγή πληρωμής ως προς το χρόνο έναρξης της τοκοφορίας του επιδικασθέντος με αυτές κεφαλαίου) μέχρι και τις 4.5.2018, όπως ζητείται με την αίτηση. Επ’αυτού λεκτέα τα κάτωθι: Εφόσον στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται περί οφειλής αλλοδαπού νομίσματος (δολαρίων Η.Π.Α.), δηλαδή οφειλής, νόμιμα καθορισθείσης σε συνάλλαγμα, που εκπληρώνεται στην Ελλάδα κατά το ισάξιο σε ημεδαπό νόμισμα (και πλέον σε ευρώ) κατά το χρόνο της πληρωμής, οι επ’αυτής δεδουλευμένοι τόκοι υπολογίζονται σύμφωνα με τους όρους της ΠΥΣ 36/22.3.1990, η οποία, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, έχει εφαρμογή σε κάθε είδους ενοχή, από την οποία προκύπτει υποχρέωση καταβολής στην Ελλάδα ξένου νομίσματος, αδιαφόρως εάν πρόκειται περί διεθνούς ή μη συναλλαγής. Επομένως, σύμφωνα με την ανωτέρω ΠΥΣ, για τον υπολογισμό του ποσού των τόκων της απαίτησης της αιτούσας της χρονικής περιόδου από 24.4.2007 έως 4.5.2018, θα ληφθεί υπόψη, όχι το γενικό (αστικό) επιτόκιο, αλλά το επιτόκιο, που προσφέρεται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου (Libor) για καταθέσεις διαρκείας έξι (μηνών), και μάλιστα, όχι για το ευρώ, αλλά για το δολάριο Η.Π.Α., στο οποίο εκφράζεται η οφειλή της καθ’ης, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες, όπως το ύψος του συγκεκριμένου επιτοκίου για το χρονικό διάστημα από 24.4.2017 έως 24.10.2017 αναφέρεται στο προσκομιζόμενο από την αιτούσα και ήδη εφεσίβλητη υπό στοιχεία ΑΠ 1742/28.11.2017 έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα, ο τόκος της απαίτησης της αιτούσας, σαν παροχή ομοειδής προς το κεφάλαιο, θα υπολογισθεί στο οφειλόμενο αλλοδαπό νόμισμα, δηλαδή στο ίδιο νόμισμα με το κεφάλαιο, και δη σε δολάρια Η.Π.Α., θα καταβληθεί όμως σε ευρώ, με βάση την ισοτιμία των δύο νομισμάτων της 4ης.5.2018, σύμφωνα με το αίτημα της αίτησης, και, επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση, για τον προσδιορισμό του ποσού των οφειλομένων τόκων του κεφαλαίου της εν λόγω απαίτησης, θα ληφθεί υπόψη το επιτόκιο, που προσφέρεται στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου (Libor) για καταθέσεις διαρκείας έξι (μηνών) για το δολάριο Η.Π.Α., προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες. Σημειωτέον ότι, κατ’εφαρμογήν της διάταξης του άρθρου 346 του ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρ. 113 του νόμου αυτού, από 2.4.2012,  και εφαρμόζεται και εν προκειμένω επί οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, καταβλητέας σε ευρώ κατά το χρόνο της πληρωμής,   σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, για το τμήμα του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας, που υποχρεώθηκε να της καταβάλει η καθ’ης με αμετάκλητη δικαστική απόφαση θα ληθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού των οφειλομένων τόκων, το ανωτέρω επιτόκιο προσαυξημένο κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες για τον μετά την επίδοση της προαναφερθείσης αγωγής της χρόνο (24.4.2007), και προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες για το χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής υπ’αριθμ.2600/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που επιδίκασε εντόκως την απαίτησή της (κατά το ποσό των 9.881,26 δολαρίων Η.Π.Α.), ήτοι από τις  14.5.2009 και στο εξής, ενώ όσον αφορά το τμήμα του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας, που καταψηφίσθηκε υπέρ αυτής με την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής θα υπολογισθούν τόκοι με το εν λόγω επιτόκιο για τον μετά της επίδοση της αγωγής χρόνο, όπως ορίσθηκε στο διατακτικό της, χωρίς την προσαύξηση του επιτοκίου αυτού κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες έκτοτε, διότι η καθ’ης δεν άσκησε ανακοπή κατ’αυτής, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 346 εδαφ.γ΄του ΑΚ, και μέχρι τις 4.5.2018. Ενόψει τούτων, οι οφειλόμενοι τόκοι του τμήματος του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας, που επιδικάσθηκε σ’αυτήν με την προαναφερθείσα δικαστική απόφαση (των 205.116,02 δολαρίων Η.Π.Α.) θα πρέπει να υπολογισθούν για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής της, όπως ορίζεται στην απόφαση αυτή, μέχρι και τις 4.5.2018, όπως ζητείται με την αίτηση, με το προαναφερθέν επιτόκιο για το δολάριο Η.Π.Α., ως εξής: 1) Από 24.4.2007 έως 23.10.2007 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (5,35%  3% + 2% =10,35%) στο ποσό των 10.614,75 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 10,35 Χ 6 μήνες:1200). 2) Από 24.10.2007 έως 23.4.2008 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (4,9%  3% + 2% =9,9%) στο ποσό των 10.153,24 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 9,9 Χ 6 μήνες:1200). 3) Από 24.4.2008 έως 23.10.2008 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (3,03%  3% + 2% =8,03%) στο ποσό των  8.235,40 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 8,03 Χ 6 μήνες:1200). 4) Από 24.10.2008 έως 23.4.2009 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (3,4%  3% + 2% =8,4%) στο ποσό των   8.614,87 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 8,4 Χ 6 μήνες:1200). 5) Από 24.4.2009 έως 14.5.2009, ημερομηνία δημοσίευσης της επί της αγωγής της αιτούσας εκδοθείσας υπ’αριθμ. 2600/2009 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες (1,65%  3% + 2% =6,65%) στο ποσό των  757,78 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,65 Χ 20 ημέρες:36000). 6) Από 15.5.2009 μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασης έως 22.10.2009, με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,65 3% + 3% =7,65%) στο ποσό των  7.017,53 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 7,65 Χ 161 ημέρες:36000). 7) Από 23.10.2009 έως 22.4.2010, με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,58  3% + 3% = 6,58%) στο ποσό των 6.748,31 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,58 Χ 6μήνες:1.200). 8) Από 23.4.2010 έως 21.10.2010 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,47  3% + 3% = 6,47%) στο ποσό των  6.635,50 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,47 Χ 6μήνες:1.200). 9) Από 22.10.2010 έως 20.4.2011 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,45  3% + 3% = 6,45%) στο ποσό των  6.614,99 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,45 Χ 6μήνες:1.200). 10) Από 21.4.2011 έως 23.10.2011 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,43  3% + 3% = 6,43%) στο ποσό των  6.594,48 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,43 Χ 6μήνες:1.200). 11) Από 24.10.2011 έως και 23.4.2012 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,60  3% + 3% = 6,60%) στο ποσό των  6.768,82 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,60 Χ 6μήνες:1.200). 12) Από 24.4.2012 έως 23.10.2012 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,73  3% + 3% =6,73%) στο ποσό των  6.902,15 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,73 Χ 6μήνες:1.200). 13) Από 24.10.2012 έως 23.4.2013 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,55  3% + 3% =6,55%) στο ποσό των  6.717,54 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,55 Χ 6μήνες:1.200). 14) Από 24.4.2013 έως 23.10.2013 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,43  3% + 3% =6,43%) στο ποσό των  6.594,48 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,43 Χ 6μήνες:1.200). 15) Από 24.10.2013 έως 23.4.2014 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,35  3% + 3% =6,35%) στο ποσό των  6.512,43 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,35 Χ 6 μήνες:1.200). 16) Από 24.4.2014 έως 23.10.2014 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,32  3% + 3% = 6,32%) στο ποσό των  6.481,66 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,32 Χ 6 μήνες:1.200). 17) Από 24.10.2014 έως 23.4.2015 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,32  3% + 3% = 6,32%) στο ποσό των 6.481,66  δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,32 Χ 6 μήνες:1.200). 18) Από 24.4.2015 έως 22.10.2015 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,32  3% + 3% = 6,40%) στο ποσό των 6.563,71 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,40 Χ 6 μήνες:1.200).19) Από 23.10.2015 έως 21.4.2016 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,52  3% + 3% = 6,52%) στο ποσό των 6.686,78 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,52 Χ 6 μήνες:1.200). 20) Από 22.4.2016 έως 23.10.2016 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,9  3% + 3% = 6,9 %) στο ποσό των 7.076,50 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 6,9 Χ 6 μήνες:1.200). 21) Από 24.10.2016 έως 23.4.2017 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,25  3% + 3% = 7,25 %) στο ποσό των 7.435,45 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 7,25 Χ 6 μήνες:1.200).22) Από 24.4.2017 έως 23.10.2017 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,39  3% + 3% = 7,39 %) στο ποσό των 7.579,03 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 7,39 Χ 6 μήνες:1.200). 23) Από 24.10.2017 έως 23.4.2018 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,55  3% + 3% = 7,55 %) στο ποσό των 7.743,12 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 7,55 Χ 6 μήνες:1.200). και 24) Από 24.4.2018 έως 4.5.2018 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες και κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,55  3% + 3% = 7,55 %) στο ποσό των 473,19 δολαρίων Η.Π.Α. (205.116,02 Χ 7,55 Χ 11 ημέρες:36000). Επομένως, το συνολικό ποσό των τόκων του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας των 205.116,02 δολαρίων Η.Π.Α., που επιδικάσθηκε σ’αυτήν με την προαναφερθείσα αμετάκλητη δικαστική απόφαση, υπολογιζόμενο, εφόσον πρόκειται περί οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, καταβλητέα σε ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 24.4.2007 έως 4.5.2018, με το επιτόκιο Libor του δολαρίου Η.Π.Α. με τις προσαυξήσεις της ανωτέρω ΠΥΣ και του άρθρου 346 του ΑΚ, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 162.003,37  δολαρίων Η.Π.Α, και το σε ευρώ ισότιμο αυτού κατά την 4.5.2018, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων της ως άνω ημερομηνίας, σε 193.901,83 ευρώ (1ευρώ = 1,19690 δολάρια Η.Π.Α.). Περαιτέρω, οι οφειλόμενοι τόκοι του τμήματος του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας, που επιδικάσθηκε σ’αυτήν με την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής (9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α.), έχουσα ήδη αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, θα πρέπει να υπολογισθούν για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής της, όπως ορίζεται στη διαταγή πληρωμής, μέχρι και τις 4.5.2018, όπως ζητείται με την αίτηση, με το προαναφερθέν επιτόκιο Libor για το δολάριο Η.Π.Α., ως εξής: 1) Από 24.4.2007 έως 23.10.2007 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (5,35%  3%=8,35%) στο ποσό των 387,83 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 8,35 Χ 6 μήνες:1200). 2) Από 24.10.2007 έως 23.4.2008 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (4,9%  3% = 7,9%) στο ποσό των 366,93 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 7,9 Χ 6 μήνες:1200). 3) Από 24.4.2008 έως 23.10.2008 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (3,03 %  3%=6,03%) στο ποσό των 280,07 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 6,03  Χ 6 μήνες:1200). 4) Από 24.10.2008 έως 23.4.2009 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (3,4 %  3%=6,4%) στο ποσό των 297,26 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 6,4 Χ 6 μήνες:1200). 5) Από 24.4.2009 έως 22.10.2009 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,65 %  3%=4,65%) στο ποσό των 215,97 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 4,65  Χ 6 μήνες:1200). 6) Από 23.10.2009 έως 22.4.2010 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,58 %  3%=3,58%) στο ποσό των 166,28 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,58 Χ 6 μήνες:1200). 7) Από 23.4.2010 έως 21.10.2010 2010 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor, προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες 0,47 %  3%=3,47%) στο ποσό των 161,17 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,47 Χ 6 μήνες:1200). 8) Από 22.10.2010 έως 20.4.2011 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,45 %  3% = 3,45%) στο ποσό των 160,24 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,45 Χ 6 μήνες:1200).9) Από 21.4.2011 έως 23.10.2011 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,43 %  3% = 3,43%) στο ποσό των 151,31 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,43 Χ 6 μήνες:1200). 10) Από 24.10.2011 έως 23.4.2012 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,60 %  3% = 3,60%) στο ποσό των 167,21 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,60 Χ 6 μήνες:1200).11) Από 24.4.2012 έως 23.10.2012 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες 0,73 %  3% = 3,73%) στο ποσό των 173,24 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,73 Χ 6 μήνες:1200). 12) Από 24.10.2012 έως 23.4.2013 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες 0,55 %  3% = 3,55%) στο ποσό των 164,88 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,55 Χ 6 μήνες:1200). 13) Από 24.4.2013 έως 23.10.2013 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,43 %  3% = 3,43%) στο ποσό των 159,31 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,43 Χ 6 μήνες:1200). 14) Από 24.10.2013 έως 23.4.2014 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,35 %  3% = 3,35%) στο ποσό των 155,59 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,35 Χ 6 μήνες:1200). 15) Από 24.4.2014 έως 23.10.2014 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,32 %  3% = 3,32%) στο ποσό των 154,20 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,32 Χ 6 μήνες:1200). 16) Από 24.10.2014 έως 23.4.2015 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,32 %  3% = 3,32%) στο ποσό των 154,20 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,32 Χ 6 μήνες:1200). 17) Από 24.4.2015 έως 22.10.2015 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,40 %  3% = 3,40 %) στο ποσό των 157,92 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,40 Χ 6 μήνες:1200). 18) Από 23.10.2015 έως 21.4.2016 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,52 %  3% = 3,52 %) στο ποσό των 163,49 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,52 Χ 6 μήνες:1200). 19) Aπό 22.4.2016 έως 23.10.2016 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (0,90 %  3% = 3,90 %) στο ποσό των 181,14 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ 3,90 Χ 6 μήνες:1200). 20) Από 24.10.2016 έως 23.4.2017 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,25 %  3% =4,25 %) στο ποσό των  197,40 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ  4,25 Χ 6 μήνες:1200). 21) Από 24.4.2017 έως 23.10.2017 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,39 %  3% = 4,39 %) στο ποσό των 203,90 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ  4,39 Χ 6 μήνες:1200). 22) Από 24.10.2017 έως 23.4.2018 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,55 %  3% =4,55 %) στο ποσό των 211,33 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ  4,55 Χ 6 μήνες:1200). 23) Από 24.4.2018 έως 4.5.2018 με το τότε ισχύσαν επιτόκιο Libor προσαυξημένο κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες (1,55 %  3% =4,55 %) στο ποσό των 12,91 δολαρίων Η.Π.Α. (9.289,45 Χ  4,55 Χ  11 ημέρες:36.000). Επομένως, το συνολικό ποσό των τόκων του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας των 9.289,45 δολαρίων Η.Π.Α., που επιδικάσθηκε σ’αυτήν με την προαναφερθείσα διαταγή πληρωμής, υπολογιζόμενο, εφόσον πρόκειται περί οφειλής σε αλλοδαπό νόμισμα, καταβλητέα σε ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 24.4.2007 έως 4.5.2018, με το επιτόκιο Libor του δολαρίου Η.Π.Α., ήτοι του νομίσματος της οφειλής, με τις προσαυξήσεις της ανωτέρω ΠΥΣ, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 4.443,78 δολαρίων Η.Π.Α, και το σε ευρώ ισότιμο αυτού κατά την 4.5.2018, με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία των δύο νομισμάτων της ως άνω ημερομηνίας, σε 5.318,76 ευρώ (1ευρώ = 1,19690 δολάρια Η.Π.Α.). Συνεπώς, το συνολικό ποσό των οφειλομένων νομίμων τόκων της ανωτέρω χρονικής περιόδου ανέρχεται σε 199.220,59 ευρώ  (193.901,83 + 5.318,76). Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, η απαίτηση της αιτούσας σε βάρος της καθ’ης, προς εξασφάλιση της οποίας δόθηκε η εγγυοδοσία, ανερχόταν στις 4.5.2018, στο συνολικό ποσό των 393.099,57 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 179.133,98 ευρώ αφορά στο κεφάλαιο της απαίτησής της αυτής, το ποσό των 199.220,59 ευρώ σε οφειλόμενους νόμιμους τόκους της χρονικής περιόδου 24.4.2007 έως 4.5.2018 και το ποσό των 14.745 ευρώ σε επιδικασθέντα δικαστικά έξοδα των μεταξύ των διαδίκων δικών, που διεξήχθησαν επί της συγκεκριμένης υπόθεσης. Επομένως, για το ανωτέρω ποσό των 393.099,57 ευρώ, θα πρέπει να διαταχθεί η μερική κατάπτωση της κατατεθείσης υπέρ της αιτούσας από την καθ’ης εγγυητικής επιστολής και η απόδοση αυτής στους πληρεξουσίους δικηγόρους της αιτούσας. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε ότι οι οφειλόμενοι τόκοι του κεφαλαίου της απαίτησης της αιτούσας για την ανωτέρω χρονική περίοδο ανέρχονται σε 226.421,13 ευρώ, λαμβάνοντας προφανώς υπόψη για τον προσδιορισμό τους το γενικό (αστικό) επιτόκιο του ευρώ, και όχι το επιτόκιο, που προβλέπεται στην προαναφερθείσα ΠΥΣ, την οποία, ωστόσο, παραθέτει στη μείζονα σκέψη και στο σκεπτικό του ως εφαρμοστέα εν προκειμένω, και μάλιστα αυτό του δολαρίου Η.Π.Α., υιοθετώντας τους δικούς της υπολογισμούς, όπως αναφέρονται στην αίτηση,  και, συνακόλουθα, κρίνοντας ότι το συνολικό ποσό της απαίτησής της, για το οποίο πρέπει να διαταχθεί η κατάπτωση της υπέρ της κατατεθείσης από την καθ’ης εγγυητικής επιστολής είχε κατά την 4η.5.2018 διαμορφωθεί σε 420.300,11 ευρώ, δέχθηκε, στη συνέχεια, την αίτηση, καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν βάσιμη, εσφαλμένα το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε η καθ’ης με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσής της. Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, να γίνει δεκτή η έφεση της καθ’ης και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, και αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση και ως κατ’ουσίαν βάσιμη και να διαταχθεί η κατάπτωση της κατατεθείσης υπέρ της αιτούσας από την καθ’ης εγγυητικής επιστολής για το ποσό των 393.099,57 ευρώ, και η απόδοσή της στα ειδικότερα κατονομαζόμενα στο διατακτικό της πρόσωπα/πληρεξουσίους δικηγόρους της αιτούσας. Τέλος, θα πρέπει, λόγω της νίκης της εκκαλούσας, να διαταχθεί η επιστροφή σ’αυτήν του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσής της (άρθρο 495 παρ.3 Γ΄εδαφ.στ΄του ΚΠολΔ, καθώς και να επιβληθεί σε βάρος της μέρος της δικαστικής δαπάνης της αντιδίκου της αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, η οποία υπέβαλε σχετικό αίτημα με τις προτάσεις, που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανάλογη με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων, καθώς παρά την παραδοχή της έφεσης η εκκαλούσα/καθ’ης ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης (άρθρα 178 παρ.1, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ).

              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ 
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 20.6.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ. …………) έφεση κατά της υπ’αριθμ.1019/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 7.5.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……………) αίτησης.
          ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την ανωτέρω αίτηση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εν μέρει κατάπτωση, υπέρ της αιτούσας, της υπ’αριθμ……… εγγυητικής επιστολής της τράπεζας «……….», για το ποσό των τριακοσίων ενενήντα τριών χιλιάδων ενενήντα εννέα ευρώ και πενήντα επτά λεπτών (393.099,57), η οποία κατατέθηκε από την καθ’ης, και για την οποία συντάχθηκε η υπ’αριθμ…….. πράξη κατάθεσης του Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και την απόδοσή της προς είσπραξη στους πληρεξουσίους δικηγόρους της αιτούσας Κωνσταντίνο Γεωργόπουλο, κάτοικο Πειραιώς, οδός ……….., ή στην Καρμέλα – Σπυριδούλα Μαυρόχη, κάτοικο Πειραιώς, οδός ………, ή στην Ελένη Γεωργούδη, κάτοικο Πειραιώς, ……………
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ’ης μέρος της δικαστικής δαπάνης της αιτούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά                                   σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 4 Δεκεμβρίου 2018.

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


ΠολΔ 565 § 2
Αναστολή των εννόμων συνεπειών τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης
βάσει της οποίας εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, με την οποία επισπεύδεται
αναγκαστική εκτέλεση
–Ορισμένες σκέψεις με αφορμή την ΑΠ 380/2004
(Α Τμήμα ως Συμβούλιο)–
Γεώργιος Σ. Νικολαϊδης
Δικηγόρος, ΔιπλΜΝ, ΔιπλΜΝ, ΔιπλΜΝ *
1. α) Συχνά παρατηρείται ο ενάγων να καταθέτει αγωγή με αναγνωριστικό αίτημα χρηματικής απαίτησής του κατά του εναγομένου (ή να καταθέτει αγωγή με καταψηφιστικό αίτημα και στη συνέχεια να το περιορίζει ολικά ή μερικά σε αναγνωριστικό), προκειμένου να αποφύγει να καταβάλει το τέλος δικαστικού ενσήμου μέχρι να αποκτήσει σχετική βεβαιότητα για την επιτυχή επιδίωξη της απαίτησής του. Με την έκδοση όμως τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης της απαίτησής του ο ενάγων υποβάλλει αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση την απόφαση αυτή, η οποία ασφαλώς γίνεται δεκτή εξαιτίας της αποδεικτικής δύναμης της δικαστικής απόφασης ως δημοσίου εγγράφου. Στη συνέχεια δε επισπεύδει αναγκαστική εκτέλεση κατά του εναγομένου με βάση τη διαταγή πληρωμής ως εκτελεστό τίτλο. Τότε τίθεται το ζήτημα των δυνατοτήτων άμυνας του εναγομένου και καθ’ου η διαταγή πληρωμής κατά της επισπευδόμενης με αυτόν τον τρόπο αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του και ιδίως της αναστολής της εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής εώς ότου εκδικαστεί η ανακοπή του ή η αναίρεση που έχει ασκηθεί κατά της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης, στην οποία στηρίχθηκε η έκδοση της διαταγής πληρωμής.
β) Σε αυτό ακριβώς το σημείο όμως εμφανίζεται το εξής κατά τα φαινόμενα (βλ. όμως παρακάτω υπό αρ 4 επ) ανυπέρβλητο εμπόδιο για τον εναγόμενο-καθ’ου η διαταγή πληρωμής-αναιρεσειόντα-ανακόπτοντα και αιτούντα την αναστολή εκτέλεσης: Ασκώντας αναίρεση κατά της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης μπορεί να υποβάλλει αίτηση στον Άρειο Πάγο για την αναστολή της εκτέλεσής της κατά την ΚΠολΔ 565 παρ. 2 εδ α. Όμως η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, στο μέτρο που είναι αναγνωριστική, παράγει ασφαλώς δεδικασμένο, αλλά δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο, άρα δεν είναι καταρχήν δυνατή και η αναστολή της εκτέλεσής της από τον Άρειο Πάγο, γιατί δεν είναι αυτή που εκτελείται. Παράλληλα, ασκώντας ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και ζητώντας την αναστολή εκτέλεσής της ο αιτών δεν μπορεί να προβάλλει λόγους ανακοπής που αναφέρονται στην απαίτηση, στο μέτρο που αυτοί καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναγνωριστικής απόφασης, βάσει της οποίας εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής[1]. Έτσι όμως οι λόγοι ανακοπής του που θα στηρίξουν την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της ανακοπής και την αποδοχή της αίτησης αναστολής εκτέλεσης κατά την ΚΠολΔ 632 περιορίζονται σε όσους αφορούν την άρνηση της συνδρομής μιας ή περισσότερων τυπικών προϋποθέσεων της έγκυρης έκδοσης διαταγής πληρωμής κατά τις ΚΠολΔ 623-630[2]. Αν τέτοιες τυπικές ελλείψεις δεν υπάρχουν, ουσιαστικά κατά αυτής της διαταγής πληρωμής δεν χωρεί αίτηση αναστολής εκτέλεσης.
γ) Το πρόβλημα γίνεται οξύτερο, εάν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, σε περίπτωση που (αντί της υποβολής αναγνωριστικού αιτήματος στην αγωγή και στη συνέχεια έκδοσης βάσει της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης διαταγής πληρωμής) είχε υποβληθεί καταψηφιστικό αίτημα, τότε μόνο με την άσκηση αναίρεσης κατά της τελεσίδικης καταψηφιστικής απόφασης θα μπορούσε να ζητηθεί αναστολή εκτέλεσής της από τον Άρειο Πάγο κατά την ΚΠολΔ 565 παρ 2 εδ α. Για να γίνει δεκτή αυτή η αίτηση αναστολής θα αρκούσε να πιθανολογηθεί ότι από την εκτέλεση της απόφασης θα προκληθεί στον αναιρεσειόντα μη ευχερώς αναστρέψιμη βλάβη, χωρίς να απαιτείται κατά την μάλλον κρατούσα[3] (όχι όμως και ορθότερη)[4] γνώμη και πιθανολόγηση της ευδοκίμησης των λόγων αναίρεσης, όπως απαιτείται για την αναστολή της διαταγής πληρωμής (βλ. παρακάτω υπό 3 α και υποσημ. 13). Αντίθετα, ακολουθώντας την οδό της έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης και βάσει αυτής διαταγής πληρωμής ουσιαστικά αποτρέπεται η δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής για λόγους που αφορούν την απαίτηση και καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναγνωριστικής απόφασης, ακόμη και αν ο καθ’ου η διαταγή πληρωμής θα υποστεί μη ευχερώς αναστρέψιμη βλάβη από την εκτέλεσή της[5].
2. α) Έτσι όμως μία τεχνική-δικονομική δυνατότητα που έχει ο ενάγων (αντί να ασκήσει καταψηφιστική αγωγή και να καταβάλει το τέλος δικαστικού ενσήμου, να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή και με την τελεσίδικη αποδοχή της, όταν θα έχει πια αποκτήσει σχετική βεβαιότητα για την επιτυχή επιδίωξη της απαίτησής του, να επιτύχει την έκδοση διαταγής πληρωμής και τότε ουσιαστικά να καταβάλει το δικαστικό ένσημο), χρησιμοποιείται για σκοπούς ασφαλώς όχι ηθελημένους από τον νομοθέτη. Διότι από τα παραπάνω προκύπτει ότι με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται ένα έλλειμμα στην παροχή έννομης προστασίας των προσώπων κατά των οποίων επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση βάσει διαταγής πληρωμής, που η έκδοσή της στηρίχθηκε σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση. Διότι, όπως γίνεται δεκτό[6] στο περιεχόμενο του δικαιώματος δραστικής δικαστικής προστασίας κατά την 20 παρ. 1 Σ εντάσσεται και η προσωρινή δικαστική προστασία με τη μορφή των ασφαλιστικών μέτρων ή των αιτήσεων αναστολής εκτέλεσης κατά βλαπτικών πράξεων. Το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη κατά την 6 παρ. 1 εδ. α της ΕΣΔΑ[7], αλλά και τη ΣυνθΕΚ[8].
β) Ειδικότερα για το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη κατά την ΕΣΔΑ, έχει κριθεί[9] ότι στο δικαίωμα αυτό εντάσσεται και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο (ανεξάρτητο και αμερόληπτο). Στο δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο έχει κριθεί ότι εντάσσεται και το δικαίωμα νομικής δυνατότητας πρόσβασης σε δικαστήριο[10], όπως και φυσικής δυνατότητας πρόσβασης σε δικαστήριο[11]. Στην εδώ εξεταζόμενη περίπτωση, εφόσον κάποιος δεν μπορεί να ζητήσει αναστολή εκτέλεσης κατά τέτοιας διαταγής πληρωμής, που βασίζεται σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, παρά μόνο για τυπικούς λόγους, οι οποίοι ανάγονται στη διαδικασία έκδοσής της (και πιθανώς σπάνια υφίστανται), ενώ οι λόγοι που αφορούν την απαίτηση καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης απόφασης (δεν μπορεί δε να ζητήσει την αναστολή, γιατί, προκειμένου αυτή να γίνει δεκτή, απαιτείται και πιθανολόγηση της βασιμότητας των λόγων ανακοπής, βλ. και παρακάτω υπό 3 α), ευχερώς μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ουσιαστικά το πρόσωπο αυτό τόσο νομικά (λόγω του ισχύοντος δικαίου, εάν ερμηνευθεί έτσι) όσο και φυσικά (λόγω της δικαστικής πρακτικής) στερείται το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο κατά την 6 παρ 1 εδ α της ΕΣΔΑ σε σχέση με αστικά δικαιώματά του. Αρα, υφίσταται προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
3. α) Μάλιστα τα πρόσωπα αυτά υφίστανται και μια αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε σχέση με το δικαίωμά τους σε παροχή δικαστικής προστασίας κατά το Σύνταγμα (4 παρ. 1 σε συνδυασμό με 20 παρ. Σ) ή σε δίκαιη δίκη κατά την ΕΣΔΑ (6 παρ. 1 εδ α σε συνδυασμό με 14): Αυτοί, κατά των οποίων επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση βάσει τελεσίδικης καταψηφιστικής απόφασης, μπορούν να επιτύχουν την αναστολή εκτέλεσής της, υποβάλλοντας αίτηση αναίρεσης και αναστολής εκτέλεσής της στον Άρειο Πάγο μέχρι να δικαστεί η αναίρεση κατά την ΚΠολΔ 565 παρ 2 εδ α, επιτυγχάνοντας απλώς να πιθανολογηθεί ότι θα υποστούν μη ευχερώς αναστρέψιμη βλάβη από την εν τω μεταξύ εκτέλεση της απόφασης[12]. Αντίθετα, αυτοί, κατά των οποίων επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση βάσει διαταγής πληρωμής που στηρίχθηκε σε τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση, δεν μπορούν να επιδιώξουν την αναστολή εκτέλεσης αυτής για λόγους που αφορούν την απαίτηση, στο μέτρο που αυτοί καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναγνωριστικής απόφασης. Δεδομένου μάλιστα, ότι, για να γίνει δεκτή η αίτηση αναστολής τους, απαιτείται και πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της ανακοπής[13] και δεν αρκεί απλώς η πιθανολόγηση ότι από την εκτέλεση θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη, η στέρηση του δικαιώματος να προβάλλουν λόγους ανακοπής που αφορούν την απαίτηση καθιστά τη διάκριση που υφίστανται σε σχέση με την πρώτη κατηγορία προσώπων που αναφέρθηκε παραπάνω ακόμη εντονότερη[14].
β) Η διάκριση μάλιστα αυτή είναι αδικαιολόγητη, αφού στηρίζεται αποκλειστικά στην επιλογή του ενάγοντος είτε να εγείρει εναντίον τους καταψηφιστική αγωγή και ύστερα από την τελεσιδικία της να επιδιώξει την εκτέλεση της καταψηφιστικής απόφασης είτε να εγείρει αναγνωριστική αγωγή και ύστερα από την τελεσιδικία της να επιδιώξει έμμεσα της εκτέλεσή της με την έκδοση και εκτέλεση διαταγής πληρωμής που βασίζεται στην τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση. Και είναι αδικαιολόγητη η σχετική διάκριση, γιατί δεν εξυπηρετεί κάποιο συγκεκριμένο σκοπό προστασίας είτε του δημοσίου συμφέροντος είτε των δικαιωμάτων του ενάγοντος: Ο ενάγων και στη μια περίπτωση και στην άλλη προστατεύεται, αν δοθεί η αναστολή, τουλάχιστον διότι η απαίτησή του, που δεν ικανοποιείται αναγκαστικά, μπορεί να τοκίζεται κατά το διάστημα της αναστολής[15], ενώ παράλληλα μπορεί με ασφαλιστικά μέτρα (682 επ, ιδίως 706 επ ΚΠολΔ) να εξασφαλίσει κατά το δυνατόν την ικανοποίησή της, όταν θα μπορεί να εκτελέσει. Επομένως, η σχετική διάκριση παραβιάζει και την 4 παρ. 1 Σ και την 14 σε συνδυασμό με 6 παρ. 1 εδ. α της ΕΣΔΑ , κατά τα προαναφερόμενα.
γ) Διαφέρει δε η εδώ εξεταζόμενη περίπτωση από την περίπτωση που δεν μπορούν να προταθούν ως λόγοι ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής λόγοι που αφορούν την απαίτηση, γιατί η ίδια η διαταγή πληρωμής έχει κατά αποτέλεσμα σύμφωνα με την ΚΠολΔ 633 παρ. 2 αναπτύξει ισχύ δεδικασμένου, επειδή επιδόθηκε δύο φορές στον καθού και δεν ασκήθηκε (προφανώς λόγω αδιαφορίας του καθού) ανακοπή κατά αυτής[16], ή παράχθηκε δεδικασμένο, γιατί ασκήθηκε μεν ανακοπή, αλλά αυτή απορρίφθηκε τελεσίδικα[17]. Και διαφέρει, διότι στις περιπτώσεις αυτές ο καθού η διαταγή πληρωμής είτε δεν ζήτησε δικαστική προστασία κατά αυτής (μη ασκώντας, δύο φορές μάλιστα, ανακοπή[18]) είτε τη ζήτησε μεν (με δυνατότητα μάλιστα και υποβολής αίτησης αναστολής εκτέλεσής της και για λόγους που αφορούν ην απαίτηση, αφού ισχύς δεδικασμένου δεν είχε παραχθεί), αλλά τελεσίδικα έχασε, οπότε δεν γεννάται ζήτημα προσβολής του δικαιώματός του για παροχή δραστικής δικαστικής προστασίας.
4. α) Για την αντιμετώπιση του παραπάνω προβλήματος έχουν εκδοθεί αποφάσεις του Αρείου Πάγου[19] που δέχονται τη δυνατότητα αναστολής εκτέλεσης τέτοιων αναγνωριστικών αποφάσεων που στηρίζουν την έκδοση διαταγής πληρωμής, με βάση την οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση κατά του αναιρεσείοντος. Παράλληλα όμως λέγεται ότι η κρατούσα θέση της νομολογίας του Αρείου Πάγου (προσεκτικότερη εξέταση της οποίας δεν στηρίζει αυτούς τους ισχυρισμούς, βλ. παρακάτω υπό αρ. 7) είναι να απορρίπτει αυτές τις αιτήσεις αναστολής, πράγμα που βρίσκει σύμφωνο μέρος της θεωρίας.[20]
β) Λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα θα μπορούσε δογματικά να δώσει η αποδοχή της θέσης που προτείνεται γενικά στη θεωρία ότι είναι δυνατή η αναστολή της ισχύος όλων των συνεπειών της δικαστικής απόφασης, πέρα από την εκτελεστότητα[21], με επιχείρημα αντλούμενο και από την ΚΠολΔ 770, η οποία ομιλεί περί αναστολής της ισχύος της απόφασης και όχι της εκτελεστότητας. Δηλαδή λόγος γίνεται κυρίως για την αναστολή του δεδικασμένου και της αποδεικτικής δύναμης ή των παρεπόμενων συνεπειών της δικαστικής απόφασης, όπως είναι η δυνατότητα έκδοσης βάσει της αποδεικτικής ισχύος της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, ως προϋπόθεσης του πραγματικού της ΚΠολΔ 623, διαταγής πληρωμής[22]. Μάλιστα το ότι η έννοια της εκτελεστότητας κατά την ΚΠολΔ 565 παρ.2 εδ α είναι ευρεία και εκτείνεται πέρα από τη σε στενή έννοια εκτελεστότητα καταψηφιστικών διατάξεων (άρα καταλαμβάνει προφανώς και τις λοιπές συνέπειες της δικαστικής απόφασης) έχει γίνει παλαιότερα δεκτό και από τον Άρειο Πάγο. Η ΑΠ 790/90[23] έκρινε χαρακτηριστικά: «Με τη προκειμένη αίτηση ζητείται να ανασταλεί η εκτελεστότητα της 5445/1988 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δια της οποίας, γενόμενης τελεσίδικης συνεπεία παραιτήσεως του αιτούντος από το δικαίωμα να την εκκαλέσει, η εις βάρος αυτού και υπέρ του αντιδίκου του 13595/1986 διαταγή του δικαστή του ανωτέρω δικαστηρίου, για πληρωμή τραπεζικών επιταγών, έχει, μέσω απορρίψεως ισχυρισμού ανακοπής του αιτούντος εναντίον της, που παραπέμφθηκε σε ιδιαίτερη συζήτηση, επικυρωθεί (Κ.Πολ.Δ 633 παρ.1) και την οποία ο αιτών έχει αναιρεσιβάλει. Η αίτηση είναι νόμιμη ως προς το αίτημα τούτο (Κ.Πολ.Δ.565 παρ.2), ενόψει του ότι η προαναφερόμενη τελεσίδικη πρωτοβάθμια απόφαση, ως επικυρωτική διαταγής πληρωμής, έχει εκτελεστότητα υπό την ευρεία έννοια που η παράγραφος 1 του άρθρου 565 του Κ.Πολ.Δ. προϋποθέτει».
γ) Ειδικότερα, για την αντιμετώπιση του σχετικού προβλήματος θα μπορούσε να αξιοποιηθεί η δυνατότητα αναστολής του δεδικασμένου της δικαστικής απόφασης, που προτείνεται γενικά στη θεωρία[24]. Ως προς τούτο, σε σχέση με το εδώ συζητούμενο πρόβλημα, παρατηρούμε τα εξής: Με τον τρόπο αυτόν ο καθ’ου η διαταγή πληρωμής και ανακόπτων θα μπορούσε να προτείνει και λόγους που αφορούν την απαίτηση ως λόγους ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, χωρίς να δεσμεύεται από το δεδικασμένο της εναντίον του απόφασης. Όμως μάλλον η αξιοποίηση αυτής της δυνατότητας δεν θα αντιμετώπιζε ικανοποιητικά το συγκεκριμένο πρόβλημα. Διότι με τον τρόπο αυτό θα καλείται ουσιαστικά το δικαστήριο της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής (Μονομελές Πρωτοδικείο ή Πολυμελές κατά την ΚΠολΔ 632 παρ 1) και της αναστολής εκτέλεσής της (Μονομελές Πρωτοδικείο κατά την ΚΠολΔ 632 παρ 2) να ξαναδικάσει την υπόθεση στην ουσία της (στο πλαίσιο της δίκης της αναστολής αρκούμενο σε πιθανολόγηση), παρόλο που στο μεταξύ έχει υπάρξει κρίση για την ουσία ανώτερου δικαστηρίου (Εφετείου). Πέρα από το ότι αυτό είναι αντίθετο στην αρχή της οικονομίας της δίκης [25], οπωσδήποτε η λύση αυτή δεν θα είναι και πρακτικά αποτελεσματική, γιατί δεν φαίνεται πιθανό ένα κατώτερο δικαστήριο να διαφοροποιηθεί είτε βασιζόμενο σε απλή πιθανολόγηση (στη δίκη της αναστολής) είτε σε πλήρη απόδειξη (στη δίκη της ανακοπής) από την κρίση του ανώτερου δικαστηρίου που θα έχει προηγηθεί[26].
5. α) Ορθότερη και στηριγμένη στο νόμο, δηλαδή τις διατάξεις του ΚΠολΔ (σύμφωνα και με τη συστηματική, τελολογική, αλλά και εναρμονισμένη με τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ ερμηνείας των σχετικών διατάξεων του ΚΠολΔ)[27] θεωρούμε την ακόλουθη λύση: Ο Άρειος Πάγος κατά την ΚΠολΔ 565 παρ.2 στο πλαίσιο της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης μπορεί να διατάξει της αναστολή της ισχύος της αποδεικτικής δύναμης της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης. Αυτή η αποδεικτική της δύναμη, ως μια περαιτέρω συνέπεια της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης εκτός από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα, όπως προαναφέρθηκε, κατά τις ΚΠολΔ 312 και 440, είναι που κατά την ΚΠολΔ 623[28] στηρίζει την έκδοση της διαταγής πληρωμής, με βάση την οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση. Διότι κατά την ΚΠολΔ 312 η δικαστική απόφαση αποτελεί πλήρη απόδειξη για τη γνώμη που εξέφρασε το δικαστήριο[29], καθώς επίσης και δικαστικό τεκμήριο ή αρχή εγγράφου αποδείξεως για ό,τι βεβαιώνεται στο αιτιολογικό της [30]. Περαιτέρω κατά την ΚΠολΔ 440 η απόφαση αυτή, ως δημόσιο έγγραφο, παρέχει πλήρη απόδειξη για όσα όφειλε να διαπιστώσει το δικαστήριο για να αποφανθεί, άρα και για το αν συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για να οφείλεται ένα συγκεκριμένο ποσό, επιδεχόμενη όμως ανταποδείξεως [31]. Επομένως, η απόφαση αυτή αρκεί κατά την ΚΠολΔ 623 για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, αφού αποδεικνύει την απαίτηση και το ποσό αυτής και ως τελεσίδικη, δεν εξαρτά την απαίτηση από όρο, αίρεση ή προθεσμία.
β) Όμως, εφόσον ο Άρειος Πάγος θα έχει αναστείλει της αποδεικτική ισχύ της απόφασης βάσει της οποίας εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αυτό θα μπορεί να προταθεί ως αυτοτελής λόγος ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής. Διότι γίνεται δεκτό[32] και έχει κριθεί[33] πως λόγος ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής σύμφωνα με την ΚΠολΔ 632 σε συνδυασμό με την ΚΠολΔ 623 είναι και το ότι η απαίτηση δεν αποδεικνύεται εγγράφως ή το ότι το έγγραφο βάσει του οποίου εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής στερείται κύρους ή το ότι το έγγραφο αυτό στερείται αποδεικτικής ισχύος ειδικά έναντι του ανακόπτοντος. Στο πλαίσιο της αίτησης αναστολής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής ευχερώς θα μπορεί να πιθανολογηθεί ότι, αν μέχρι την εκδίκαση της αναίρεσης δεν έχει μεταβληθεί η απόφαση του Αρείου Πάγου για την αναστολή της αποδεικτικής ισχύος της τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, αυτός ο λόγος ανακοπής θα γίνει δεκτός και η διαταγή πληρωμής θα ακυρωθεί. Επομένως, και η αίτηση αναστολής εκτέλεσής της κατά την ΚΠολΔ 632 παρ. 2 (αν συντρέχει και η άλλη προϋπόθεση του νόμου, δηλαδή η πιθανολόγηση του κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης του ανακόπτοντος από την εκτέλεση της διαταγής πληρωμής, που όμως εκτιμάται σε συνδυασμό με την πιθανολόγηση της ευδοκίμησης της ανακοπής) θα γίνει δεκτή και η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής θα ανασταλεί μέχρι τη δίκη της ανακοπής.
γ) Πιο συγκεκριμένα, εφόσον πριν από τη δίκη της ανακοπής εκδοθεί απόφαση για την αναίρεση της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης στην οποία στηρίχθηκε η διαταγή πληρωμής, τότε, εάν η απόφαση αναιρεθεί, η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής θα γίνει δεκτή, ενώ, αν δεν αναιρεθεί, θα έχει αρθεί η αναστολή της αποδεικτικής της ισχύος, οπότε αυτός ο λόγος ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής θα απορριφθεί. Εάν μέχρι τη δίκη της ανακοπής δεν έχει εκδοθεί απόφαση επί της αναιρέσεως, τότε η εκδίκαση της ανακοπής πρέπει να ανασταλεί κατά την ΚΠολΔ 249. Διαφορετικά πρέπει η ανακοπή να γίνει δεκτή και η διαταγή πληρωμής να ακυρωθεί. Οπότε, αν τελικά η αναίρεση απορριφθεί, ο επισπεύδων την εκτέλεση με βάση την ακυρωθείσα διαταγή πληρωμής δεν θα κωλύεται να επιτύχει την έκδοση νέας διαταγής πληρωμής.
6. α) Παράλληλα, η λύση αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με τη νομολογία του Αρείου Πάγου, αν εξετασθεί προσεκτικά το διατακτικό και το αιτιολογικό των σχετικών αποφάσεων. Διότι έχει κριθεί γενικά πως, ενώ καταρχήν σε αναστολή εκτέλεσης υπόκεινται τελεσίδικες καταψηφιστικές αποφάσεις, είναι όμως δυνατή και η αναστολή εκτέλεσης τελεσίδικων αναγνωριστικών αποφάσεων, αν αυτές δίνουν στον αναιρεσίβλητο τη δυνατότητα να αποκτήσει και να καρπωθεί το περιουσιακό αντικείμενο, στο οποίο η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση απλώς αναγνωρίζει την ύπαρξη δικαιώματός του έως την έκδοση της απόφασης για την αναίρεση[34]. Περαιτέρω, έχει κριθεί[35] ότι είναι δυνατή η αναστολή εκτέλεσης και τελεσίδικων διαπλαστικών αποφάσεων. Επίσης έχει κριθεί ειδικά[36] ότι είναι δυνατή η αναστολή από τον ΑΠ των συνεπειών τελεσίδικων αναγνωριστικών αποφάσεων, βάσει των οποίων εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, με την οποία επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση.
β) Για την τελευταία περίπτωση που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας, εφόσον αυτή η διαταγή πληρωμής δεν πιθανολογείται ότι θα ακυρωθεί για λόγους που αφορούν τη διαδικασία έκδοσής της κατά τις 623 επ. ΚΠολΔ και ταυτόχρονα λόγοι που αφορούν την απαίτηση δεν μπορούν να προταθούν ως λόγοι ανακοπής (εξαιτίας του δεδικασμένου της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης που στήριξε την έκδοση της διαταγής πληρωμής), ουσιαστικά η τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση οδηγεί σε έκδοση τίτλου(διαταγής πληρωμής) μη δεκτικού αναστολής εκτέλεσης και συνεπώς χορηγεί στον αναιρεσίβλητο τη δυνατότητα να καρπωθεί αυτό στο οποίο η απόφαση απλώς αναγνώρισε την ύπαρξη δικαιώματός του, για τον χρόνο μέχρι και την έκδοση της απόφασης για την αναίρεση. Αυτό όμως, είναι αντίθετο με την παραπάνω σχετική νομολογία του ΑΠ (πέρα από το ότι, είναι αντίθετο και στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ).
γ) Επομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις ο ΑΠ πρέπει (με βάση και τη σύμφωνη με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Κοινοτικό Δίκαιο ερμηνεία της ΚΠολΔ 565 παρ 2 εδ α) να αναστέλλει την αποδεικτική ισχύ της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης ως δημοσίου εγγράφου, ώστε η απόφαση αυτή να μην μπορεί να στηρίξει την έκδοση διαταγής πληρωμής ή, αν έχει εκδοθεί ήδη διαταγή πληρωμής, να είναι δυνατή πλέον η αναστολή εκτέλεσής της από το αρμόδιο δικαστήριο ύστερα από την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και αίτησης αναστολής εκτέλεσής της, αν πιθανολογείται βλάβη του αιτούντος. Έτσι φαίνεται να έκρινε ειδικά και η ΑΠ 310/2002 (χωρίς να διακρίνει μάλιστα αν υπάρχουν λόγοι αναγόμενοι σε τυπικές κατά τις 623 επ ΚΠολΔ ελλείψεις της διαδικασίας έκδοσης της διαταγής πληρωμής ή αυτής ως τίτλου, αλλά και χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα σε αναστολή της αποδεικτικής ισχύος της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης), κατά την οποία «η αναστολή επιτρέπεται όχι μόνο επί αποφάσεων που έχουν καταψηφιστικό διατακτικό, δυνάμενο να εκτελεστεί κατά τις περί εκτελέσεως διατάξεις του ΚΠολΔ, αλλά και επί αναγνωριστικών αποφάσεων, οι οποίες παρέχουν στον νικήσαντα διάδικο το δικαίωμα να αποκτήσει και να απολαύσει το αντικείμενο της διαφοράς μέχρι την έκδοση της απόφασης επί της αναίρεσης και ως εκ τούτου είναι δυνατόν να επέλθει βλάβη στον αναιρεσείοντα, η αποκατάσταση της οποίας δεν είναι εύκολη, όπως ειδικότερα συμβαίνει επί αποφάσεων που αναγνωρίζουν χρηματική απαίτηση υπέρ του αναιρεσιβλήτου και του παρέχουν τη δυνατότητα άμεσης απόλαυσης της αναγνωρισθείσας απαίτησης με την έκδοση διαταγής πληρωμής» {υπογράμμιση δική μας}.
δ) Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η εδώ εξεταζόμενη Σύμβ. ΑΠ 380/2004, η οποία συγκεκριμένα έκρινε τα εξής (σελ. 3 επ):
«Κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 εδ. α΄ του άρθρου 565 του ΚΠολΔ, η προθεσμία της αναίρεσης, καθώς και η άσκησή της, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατά δε τη διάταξη της παραγράφου 2 εδ. α΄ του ίδιου άρθρου, αν από την εκτέλεση της απόφασης πιθανολογείται κίνδυνος βλάβης, της οποίας η αποκατάσταση δεν είναι εύκολη, μπορεί να διαταχθεί με αίτηση κάποιου από τους διαδίκους η ολική ή εν μέρει αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον όρο παροχής ανάλογης εγγύησης ή και χωρίς εγγύηση ή να εξαρτηθεί η εκτέλεση της απόφασης από την παροχή εγγύησης από το διάδικο που έχει νικήσει. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι πρέπει η εκτέλεση να απειλείται με βάση την απόφαση, κατά της οποίας ασκήθηκε η αίτηση αναίρεσης, ή με βάση εκείνη που επικυρώθηκε από αυτήν και έχει καταστεί τελεσίδικη και εκτελεστή και όχι με βάση άλλο εκτελεστό τίτλο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 16.11.2004 αίτησή του το αναιρεσείον νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου…, επικαλούμενο κίνδυνο ανεπανόρθωτης, αλλιώς δυσχερώς αποκαταστάσιμης βλάβης, κατά τα ειδικότερα στην αίτηση αυτή εκτιθέμενα, ζητεί την αναστολή της εκτέλεσης της αναιρεσιβαλλόμενης ….απόφασης του Εφετείου Αθηνών, κατά τις διατάξεις της με τις οποίες: α) αναγνωρίζει ότι το εναγόμενο και ήδη αιτούν –αναιρεσείον νομικό πρόσωπο… οφείλει στην ενάγουσα και ήδη καθής η αίτηση – αναιρεσίβλητη εταιρεία ….το ποσό των ….ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 27.1.2000, με αίτηση της οποίας με βάση την αναγνωρισμένη αυτή απαίτησή της, εκδόθηκε η ….διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και β) καταδικάζει το ίδιο εναγόμενο στην από …. ευρώ δικαστική δαπάνη της αυτής ενάγουσας , η οποία επισπεύδει την εκτέλεση των τίτλων αυτών. Με αυτό το περιεχόμενο η κρινόμενη αίτηση, με την οποία διώκεται η αναστολή της εκτέλεσης, τόσο της ως άνω υπό στοιχ. β΄ καταψηφιστικής διάταξής της, όσο και της πιο πάνω υπό στοιχ. α΄ αναγνωριστικής διάταξης αυτής, με την έννοια προφανώς αναστολής του δεδικασμένου που προκύπτει από την εν λόγω αναγνωριστική διάταξη, είναι νόμιμη, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 565 παρ.2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ. Τούτο δε καθόσον και χάριν της ενότητας του δικαίου η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή και επί των αποφάσεων που αναγνωρίζουν δικαίωμα, όταν ταυτοχρόνως παρέχουν στο διάδικο που νίκησε τη δυνατότητα πραγμάτωσης του αντικειμένου της αναγνωριστικής δίκης κατά το χρόνο που παρεμβάλλεται μέχρι την έκδοση της απόφασης για την αναίρεση, ώστε να είναι δυνατή η από το λόγο αυτόν επέλευση βλάβης στον αναιρεσείοντα που δεν μπορεί να επανορθωθεί (βλ. ομοίως ΑΠ 310/2002, 279/1999, 1662/1984, 1198/1978). Συνεπώς, πρέπει να εξετασθεί κατ’ ουσία η ένδικη αίτηση….Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι και τη διαδικασία γενικά πιθανολογήθηκε, ότι από την εν όλω εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, με βάση την αναγνωριστική διάταξη της οποίας η καθ’ ης- αναιρεσίβλητη ζήτησε και εκδόθηκε η … διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, θα προκύψει κίνδυνος βλάβης για το αιτούν νομικό πρόσωπο…, η αποκατάσταση της οποίας δεν θα είναι εύκολη, λόγω του ιδιαίτερα μεγάλου ποσού της απαίτησης και αμφισβήτησης της οφειλής του, καθώς και της δυσχέρειας άμεσης και ανέξοδης επανείσπραξής του εκ μέρους του αιτούντος από την καθ’ ης. Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αίτηση, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό...ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την εκτέλεση της …. απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ως προς την αναγνωριστική και ως προς την καταψηφιστική περί εξόδων διατάξεις αυτής, έως ότου εκδοθεί απόφαση του Αρείου Πάγου για την από …. αίτηση αναίρεσης….»
Ορθά η απόφαση δέχθηκε τη δυνατότητα αναστολής και των λοιπών συνεπειών της δικαστικής απόφασης πέρα από την εκτελεστότητα. Για το ότι αναφέρθηκε σε «προφανώς» αναστολή του δεδικασμένου ισχύουν οι επιφυλάξεις που σημειώθηκαν παραπάνω υπό 4γ. Η αιτιολογία της απόφασης, ότι η 565 παρ. 2 εδ. α΄ ΚΠολΔ έχει εφαρμογή υπό προϋποθέσεις και σε μη καταψηφιστικές αποφάσεις για λόγους «ενότητας δικαίου», είναι επίσης ορθή. Στο σημείο αυτό το δικαστήριο, αξιοποιώντας την εναρμονισμένη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ ερμηνεία της παραπάνω διάταξης, ως μορφή συστηματικής ερμηνείας ( προφανώς γι’ αυτό ομιλεί περί ενότητας του δικαίου και ενότητα του δικαίου σημαίνει ότι το δίκαιο είναι σύστημα και κάθε διάταξή του ως μέρος του συστήματος πρέπει να ερμηνεύεται[37]), όπως προτείνεται και στην παρούσα, αιτιολόγησε ορθά την κρίση του.
7. α) Τα παραπάνω δεν έρχονται σε αντίθεση και με την υπόλοιπη σχετική νομολογία του ΑΠ. Διότι έχει κριθεί[38] ότι με την αίτηση αναστολής πρέπει να ζητείται η αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης που προσβλήθηκε με αναίρεση και όχι άλλου τίτλου, με βάση τον οποίο επισπεύδεται εκτέλεση, όπως της διαταγής πληρωμής. Όταν δεν ζητείται από τον Άρειο Πάγο η αναστολή εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής, αλλά της αποδεικτικής ισχύος της δικαστικής απόφασης, βάσει της οποίας εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, με την οποία επισπεύδεται εκτέλεση, ώστε πλέον το αρμόδιο δικαστήριο να είναι δυνατό να κάνει δεκτή την αίτηση αναστολής εκτέλεσης της διαταγής πληρωμής (αφού θα μπορεί να πιθανολογήσει ότι η ασκηθείσα ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει εγγράφου, το οποίο στερείται αποδεικτικής ισχύος, θα γίνει δεκτή), τότε η περίπτωση αυτή διαφέρει από τις παραπάνω κριθείσες.
β) Περαιτέρω, τα εδώ αναφερόμενα δεν έρχονται σε αντίθεση και με τη σχετική νομολογία του ΑΠ[39] ότι δεν είναι δυνατή η αναστολή εκτέλεσης τελεσίδικης απόφασης που απορρίπτει ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής και επικυρώνει ουσιαστικά τη διαταγή πληρωμής, οπότε μπορεί να επισπευστεί εκτέλεση βάσει αυτής της διαταγής πληρωμής. Διότι εδώ, πρώτον, έχει κριθεί και το αντίθετο, υπό άλλες περιστάσεις[40]. Και, δεύτερον, διότι τα όσα αναφέρουμε αφορούν περιπτώσεις, όπου δεν έχει απορριφθεί τελεσίδικα ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, η οποία εκδόθηκε βάσει τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης και με βάση αυτήν επισπεύδεται εκτέλεση.
8. Με τον τρόπο αυτό και την εδώ υποστηριζόμενη ερμηνεία της ΚΠολΔ 565 παρ. 2 εδ. α΄ θεωρούμε ότι εναρμονίζονται καλύτερα τα σχετικά αντιπαρατιθέμενα συμφέροντα σύμφωνα με το νόμο, όπως ερμηνεύεται με βάση και το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το κοινοτικό δίκαιο, αλλά και τη σχετική νομολογία του ΑΠ (η σχολιαζόμενη απόφαση επικαλείται «την ενότητα του δικαίου», προκειμένου να καταλήξει σε ορθή ερμηνεία της παραπάνω διάταξης), και δίνεται ικανοποιητική λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα παροχής δραστικής και ισότιμης (προσωρινής) δικαστικής προστασίας που εντοπίσθηκε. Πολύ περισσότερο η σχολιαζόμενη απόφαση του Συμβουλίου του ΑΠ, όπως και η σχετική προβληματική, αποδεικνύει ότι εκτελεστότητα υπό ευρεία έννοια δεν αναπτύσσουν μόνο οι καταψηφιστικές διατάξεις. Τα προβλήματα που με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται από την άποψη της δυνατότητας αναστολής εκτέλεσης μη καταψηφιστικών αποφάσεων δεν αντιμετωπίζονται με τυπική-γραμματική ερμηνεία του νόμου. Ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπισή τους είναι η αξιοποίηση της συστηματικής ερμηνείας του ισχύοντος δικαίου (βλ. π.χ. το επιχείρημα που αντλείται θεωρητικά από την ΚΠολΔ 770), σύμφωνα και με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Κοινοτικό Δίκαιο. Αυτήν τη μέθοδο ερμηνείας φαίνεται να αξιοποιεί ορθά σε μεγάλο βαθμό ο ΑΠ στην εδώ εξεταζόμενη περίπτωση.


* Η Δίκη δέν βρήκε άλλη, πιό εύστοχη απόδοση του αγγλικού LL.M, και του γερμανικού Magister απο την παραπάνω σύντμηση ΔιπλΜΝ, που αποδίδει την ολόγραφη ιδιότητα Διπλωματούχος Μεταπτυχιακών Σπουδών Νομικής, και μάλιστα, όπως στην αξιοπρόσεχτη περίπτωση του συγγραφέα, που μπορεί να σεμνύνεται για τα τρία μεταπτυχιακά διπλώματά του Νομικής.
[1] Βλ. π.χ. ΠολΠΘεσ 8975/1995, Αρμ. 1996, 1232, Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ ΚΠολΔ, 2000, 632, αρ. 17.
[2] Δηλαδή κυρίως να πρόκειται περί χρηματικής απαίτησης που η ίδια και το ποσό της αποδεικνύονται εγγράφως κατά την ΚΠολΔ 623, η απαίτηση να μην εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το ποσό των χρημάτων της να είναι ορισμένο κατά την ΚΠολΔ 624 § 1, η επίδοση της διαταγής πληρωμής να μη χρειάζεται να γίνει σε πρόσωπα που διαμένουν στο εξωτερικό ή που η διαμονή τους είναι άγνωστη κατά την ΚΠολΔ 624 § 2, η διαταγή πληρωμής να εκδόθηκε από αρμόδιο δικαστή κατά την ΚΠολΔ 625, η αίτηση για την έκδοσή της να περιέχει τα στοιχεία της ΚΠολΔ 626 και η διαταγή η ίδια να περιέχει τα στοιχεία της ΚΠολΔ 630 βλ. αντί πολλών Ποδηματά οπ, άρθρο 632, αρ. 1.
[3] Βλ. π.χ. Συμβ ΑΠ 814/83, Δ1983, 280, αρκεί η αναίρεση να μην είναι προφανώς απαράδεκτη, βλ. Μαργαρίτη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα οπ, 565, αρ 8.
[4] Βλ. Μπέη, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 565, 2357, Ψωμά, Μελέτες αναιρετικής διαδικασίας, σελ. 314, Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, 1995, άρθρο 565, αρ 9ε.
[5] Τα ίδια ισχύουν και για τη δυνατότητα, αντί να ασκηθεί ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής και να ζητηθεί αναστολή εκτέλεσής της, να ασκηθεί ανακοπή κατά πράξεων της επισπευδομένης αναγκαστικής εκτέλεσης με βάση τη διαταγή πληρωμής σύμφωνα με την ΚΠολΔ 933 και αναστολή εκτέλεσης σύμφωνα με την ΚΠολΔ 938. Για το ότι και εδώ απαιτείται πιθανολόγηση της βασιμότητας τουλάχιστον ενός λόγου ανακοπής, για να δοθεί η αναστολή βλ. Νικολόπουλο σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα οπ, άρθρο 938, αρ 2, ολ ΑΠ 11/1992, ΕλλΔνη 1992, 759 επ, ΜονΠΠειρ 1349/77, ΝΔ 1977, 323. Για το ότι και αυτή η αίτηση αναστολής απορρίπτεται, όταν η ανακοπή κατά της εκτέλεσης στηρίζεται σε λόγο καλυπτόμενο από δεδικασμένο βλ. ΜονΠΚορ 231/77, Δ1977, 431, 433.
[6] Βλ. Κράνη σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα οπ, Εισαγ. 682-738, αρ 6-7, ΕπΑνΣτΕ 718/1993,ΤοΣ 1994.480, ΕπΑν ΣτΕ 189/1991, ΕπΑν ΣτΕ 567/1991, ΜονΠΑγρ 91/1986,Δ 1986.245 Μητσόπουλο, Δ 1975, 679, Κεραμέα Αρμ 1984, 92-93, Νίκα, Αρμ 1995, 554, Κλαμαρή, Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, 1989, 159-167, Δαγτόγλου, Aτομικά δικαιώματα II, 1991, 1208-1209, Παπαδημητρίου, ΤοΣ 1992,307-313, Παυλόπουλο, ΝοΒ 1994, 953-955.
[7] Βλ. Σαρμά, Η νομολογία του ΕΔΔΑ και της Επιτροπής, 1998, σελ 191 επ, 251 επ.
[8] Βλ Κράνη οπ, αρ 8, με παραπομπές στη νομολογία του ΔΕΚ, για την οποία αντί πολλών βλ ΔΕΚ 19-06-1990, Factorname I, Συλλ Νομολ. 1990 I-2433, 2466).
[9] Βλ. Σαρμά οπ, σελ. 200 επ.
[10] Βλ. απόφαση ΕΔΔΑ της 9/12/94 στην υπόθεση Ιερές Μονές κατά Ελλάδος, όπου κρίθηκε ότι η άρνηση της ελληνικής δικαιοσύνης να αποδεχθεί για μια εκκλησία, που το κράτος για χρόνια αναγνώριζε την ύπαρξή της, την ικανότητα διαδίκου για την προστασία των αστικών δικαιωμάτων της συνιστά παράβαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη κατά την 6 § 1 εδ α της ΕΣΔΑ, υπό την ειδικότερη μορφή του, του δικαιώματος σε ύπαρξη νομικής δυνατότητας πρόσβασης σε δικαστήριο.
[11] Βλ. την απόφαση του ΕΔΔΑ της 21/2/75 στην υπόθεση Golder κατά Ηνωμένου Βασιλείου, όπου κρίθηκε πως και όταν φυσικά κάποιος εμποδίζεται να προσφύγει σε δικαστήριο υπάρχει προσβολή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, υπό την ειδικότερη εκδήλωσή του, της ύπαρξης φυσικής δυνατότητας πρόσβασης σε δικαστήριο.
[12] Βλ. παραπάνω υπό 1γ και υπόσημ. 3.
[13] Βλ. ΜονΠΔρ 41/1990, Αρμ 1991.1123ΜονΠΧαλκιδικ 636/1992, Αρμ 1993.237 ΕιρΘες 373/1994, Αρμ 1994.592 ΕιρΑθ 2493/1995, ΑρχΝ 1996.46 ΜονΠΙωαν 237/1985, Δ 1986.494-495 ΜονΠΠειρ 1794/1989, ΑρχΝ 1990.36 ΜονΠΑθ 1577/1995, ΕλλΔνη 1996.448,449I
[14] Για το ότι και βάσει της δικαστικής πρακτικής μπορεί να τίθεται ζήτημα παράβασης του δικαιώματος σε ισότιμη δίκαιη δίκη κατά τις 6 § 1 εδ α και 14 ΕΣΔΑ βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 31-03-1998, Reinhadt κ.λ.π κατά Γαλλίας.
[15] Το ότι δεν υπάρχει κάποιο μειονέκτημα του ενάγοντος ή αιτούντος τη διαταγή πληρωμής σε αυτήν την περίπτωση αποδεικνύεται από το γεγονός ότι όχληση και τοκοφορία στο διάστημα της αναστολής παράγεται σύμφωνα με την ΑΚ340 είτε με επίδοση καταψηφιστικής αγωγής (βλ, αντί πολλών Σταθόπουλο σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, 340, αρ15), ακόμη και εάν υπάρξει παραίτηση από το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής (ΑΠ1122/2000, Δνη2000, 1664, ΑΠ518/99, Δνη1999, 1701, ολ ΑΠ6/97, ΕφΘεσ1876/2002, ΕπισκΕΔ2003, 443) είτε με επίδοση διαταγής πληρωμής (βλ. Σταθόπουλο οπ).
[16] Βλ. αντί πολλών Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα οπ, 633, αρ 17-18, με περαιτέρω παραπομπές.
[17] Βλ. Ποδηματά οπ, 633, 1 επ.
[18] Για το ότι λόγος που η διαταγή πληρωμής, ύστερα από τη δεύτερη επίδοσή της στον καθού χωρίς να ασκηθεί ανακοπή εναντίον της, αποκτά ισχύ δεδικασμένου είναι και η αδράνεια του καθού βλ. Ποδηματά οπ, 633, αρ 13 επ, 17.
[19] Βλ. π.χ. ΑΠ 1170/83, 310/2002
[20] Βλ. Ψωμά οπ, 312.
[21] Βλ. Σινανιώτη, Η αναίρεση κατά τον κώδικα πολιτικής δικονομίας, 1996, σελ.305, Μπέη Πολιτική Δικονομία, άρθρο 565, σελ.2355-2356, Κατηφόρη, Δικαστική αναστολή της εκτέλεσης, 1994, σελ.161, Μπρακατσούλα, Η Αναίρεση στην Πολιτική Δίκη, 1990, 368, Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, 2001, άρθρο 565, αρ. 2 επ.
[22] Για τις λοιπές συνέπειες της δικαστικής απόφασης εκτός του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας βλ. αντί πολλών Μπέη, Μαθήματα Πολιτικής Δικονομίας, Θεμελιακές Εννοιες, Οργανισμός Δικαστηρίων, Δ’ εκδ., σελ. 281 επ, τον ίδιο, Η έννοια, λειτουργία και φύση της δικαστικής απόφασης, 1972, σελ. 72 επ, Κεραμέα Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1986, σελ. 295 επ.
[23] ΑρχΝ 42, 105
[24] Βλ. Μπέη , Πολιτική Δικονομία, άρθρο 565, 2356 επ.
[25] Για την αρχή αυτή βλ. Μπέη, Θεμελιακές Εννοιες οπ, σελ. 141, κατά τον οποίο από πλήθος διατάξεων του ΚΠολΔ μπορεί να συναχθεί η αρχή ότι «ανάμεσα από περισσότερες ερμηνευτικές εκδοχές θα πρέπει να προτιμάται εκείνη, με την οποία αποφεύγονται τα περιττά έξοδα, οι περιττές δαπάνες και οι άσκοπες ενέργειες».
[26] Πρβλ και την άποψη για την ενδοδιαδικαστική ενέργεια της δικαστικής απόφασης, που για την εδώ συζητούμενη προβληματική μπορεί να αποβεί χρήσιμη σε Μπέη, Η έννοια, λειτουργία και φύση οπ, σελ. 72 επ, 74.
[27] Για την εναρμονισμένη με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και το Κοινοτικό Δίκαιο ερμηνεία του νόμου ως μορφή συστηματικής ερμηνείας βλ. αντί πολλών Γεωργιάδη, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, Γ εκδ 2002, σελ. 69 επ, 74 επ και 77 επ, με περαιτέρω παραπομπές.
[28] Βλ. αντί πολλών Ποδηματά οπ, 623, αρ. 12.
[29] Βλ αντί πολλών Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμ ΚΠολΔ,εκδ. 2000, άρθρο 312, αρ 1
[30] Βλ ΑΠ 571/1977, ΝοΒ 1978, 197-198, ΑΠ 175/1972, ΝοΒ 1972, 877.
[31] Βλ ΑΠ 455/1993, ΕλλΔνη 1995, 91.
[32] Βλ. Ποδηματά οπ, 632, αρ. 15.
[33] Βλ.Ολ ΑΠ 10/1997, Δ 1998, 179, ΑΠ 782/1994,ΕλλΔνη 1995, 838, ΑΠ 409/1996, ΕφΑθ 7856/1989, ΕλλΔνη 1991, 153,ΕφΑθ 7702/1996, ΕλλΔνη 1997,1612-1613,ΕφΘες 611/1996, Αρμ 1997, 517-519, Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα οπ, άρθρο 623, αρ 16, άρθρο 632, αρ 15).
[34] Συμβ. ΑΠ 604/65, ΝοΒ 14, 44, συμβΑΠ 750/73, ΝοΒ 23, 1265, ΑΠ 1198/78, ΝοΒ 27, 918, ΑΠ 31/92, ΑΠ 195/99, Δνη 40,1294.
[35] ΑΠ 604/65 οπ, ΑΠ 1662/84, Δ16, 158.
[36] ΑΠ 1170/83.
[37] Βλ. αντί πολλών Γεωργιάδη οπ, σελ. 58-60.
[38] Βλ πχ ΑΠ 338/98, ΑΠ 32/2001, ΑρχΝ 2003, 13, βλ. και ΑΠ30/2000, 31/2000, 112/2001, 249/2004.
[39] ΑΠ 338/98, ΑΠ 790/90, ΑρχΝ 42, 105, ΑΠ 1455/83, Δ 15, 416.
[40] Βλ. ΑΠ 790/90, ΑρχΝ 42, 105 και το παραπάνω αναφερόμενο απόσπασμα από αυτήν.



Δεν υπάρχουν σχόλια: