"....Στην Αθήνα, την 16-9-2007, κατά τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, ως μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής στο 406° Εκλογικό Τμήμα του Εκλογικού Διαμερίσματος 1ου Κέντρου του Δήμου Αμαρουσίου, Νομού.. Αττικής, έδειξαν απείθεια στην έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων που τους επιβάλλονται, από τις διατάξεις του Π.Δ. 96/2007 και ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, και ενώ είχαν νομοτύπως διοριστεί ως μέλη της ως άνω εφορευτικής επιτροπής, αφενός μεν δεν εμφανίστηκαν στο προαναφερόμενο εκλογικό τμήμα περί ώρα 06:00 π.μ., ήτοι μία ώρα πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, χρόνο κατά τον οποίον συνήλθε η Εφορευτική Επιτροπή του παραπάνω εκλογικού τμήματος, προκειμένου να εκπληρώσουν, ως όφειλαν, τα καθήκοντα τους ως μέλη αυτής και για την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών, αφετέρου δε, προσήλθαν περί ώρα 18:00 μ.μ., ήτοι λίγο πριν τη λήξη της ψηφοφορίας, στο συγκεκριμένο εκλογικό κατάστημα, για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα και στη συνέχεια αποχώρησαν, παρότι η δικαστική αντιπρόσωπος τους ζήτησε να παραμείνουν, προκειμένου να συνδράμουν, ως όφειλαν, την εκλογική διαδικασία, απαντώντας στο αίτημα της με φωνασκίες και ειρωνικά σχόλια. Στη διάταξη της παρ. 3 του αρθ. 118 του π.δ.96/2007, με τίτλο "Ειδικά Εκλογικά αδικήματα δημοσίων οργάνων", ορίζεται ότι, μεταξύ άλλων, μέλη εφορευτικών επιτροπών που αμελούν ή δείχνουν απείθεια στην έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων που τους επιβάλλονται από τις διατάξεις του Π.Δ. 96/2007...τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μέχρι δύο χρόνια και με στέρηση των αξιωμάτων και θέσεων που προβλέπονται στο άρθ. 63 του Ποινικού Κώδικα, από έξι μήνες μέχρι δύο χρόνια. Σκοπός του ανωτέρω Προεδρικού Διατάγματος που ρυθμίζει την εκλογική διαδικασία, είναι η ομαλή διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας και η απρόσκοπτη άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων των ψηφοφόρων. Τον σκοπό αυτό εξυπηρετούν και οι εφορευτικές επιτροπές που συστήνονται στα κατά τόπους εκλογικά τμήματα και για τον λόγο αυτό ο νομοθέτης, για τις περιπτώσεις που από απείθεια, ήτοι αδικαιολογήτως κατ` αντικειμενική κρίση, παραλείπουν τα μέλη αυτών να ασκήσουν τα καθήκοντα τους, αντιμετωπίζει με εξαιρετική απαξία τις συμπεριφορές αυτές και προβλέπει αυστηρές κυρώσεις. ...."
ΑΡΙΘΜΟΣ 80/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ` ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο- Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θεοδώρου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Α. Σ. του Λ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ηλία Κολιούση και 2) Γ. - Ι. Σ. του Π., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Συμπεθέρου, περί αναιρέσεως της 14572/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 25 Σεπτεμβρίου 2014, δύο χωριστές αιτήσεις τους αναίρεσης, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 951/2014.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες υπ` αριθ. εκθ. 50 και 51/25-9-2014 αιτήσεις των Α. Σ. του Λ. και Γ.-Ι. Σ. του Π. αντιστοίχως, για αναίρεση της υπ` αριθ. 14572/2014 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 3 του ΠΔ 96/2007: "Οι ... δικαστικοί αντιπρόσωποι, μέλη εφορευτικών επιτροπών, γραμματείς ή διερμηνείς αυτών, που αμελούν ή δείχνουν απείθεια στην έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων που τους επιβάλλονται από τις διατάξεις του παρόντος, ... τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μέχρι δύο χρόνια και με στέρηση των αξιωμάτων και θέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 63 του Ποινικού Κώδικα, από έξι μήνες μέχρι δύο χρόνια".
Εξ άλλου η απόφαση έχει την απαιτουμένη, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ` αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολο τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω και κατά το είδος τους, χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου ξεχωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Ε` του ΚΠοινΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια αιτιολογία είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Aρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την αναιρεσιβαλλομένη, υπ` αριθ. 14572/2014, απόφασή του, ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, καταδίκασε τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες σε ποινή φυλακίσεως τριών (3) μηνών τον καθένα, την εκτέλεση των οποίων ανέστειλε για τρία έτη και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για έξι (6) μήνες τον καθένα, για την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου 118 παρ. 3 του ΠΔ 96/2007. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το δικάσαν Δικαστήριο μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται κατ` είδος, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Στην Αθήνα, την 16-9-2007, κατά τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, ως μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής στο 406° Εκλογικό Τμήμα του Εκλογικού Διαμερίσματος 1ου Κέντρου του Δήμου Αμαρουσίου, Νομού Αττικής, έδειξαν απείθεια στην έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων που τους επιβάλλονται, από τις διατάξεις του Π.Δ. 96/2007 και ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, και ενώ είχαν νομοτύπως διοριστεί ως μέλη της ως άνω εφορευτικής επιτροπής, αφενός μεν δεν εμφανίστηκαν στο προαναφερόμενο εκλογικό τμήμα περί ώρα 06:00 π.μ., ήτοι μία ώρα πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, χρόνο κατά τον οποίον συνήλθε η Εφορευτική Επιτροπή του παραπάνω εκλογικού τμήματος, προκειμένου να εκπληρώσουν, ως όφειλαν, τα καθήκοντα τους ως μέλη αυτής και για την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών, αφετέρου δε, προσήλθαν περί ώρα 18:00 μ.μ., ήτοι λίγο πριν τη λήξη της ψηφοφορίας, στο συγκεκριμένο εκλογικό κατάστημα, για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα και στη συνέχεια αποχώρησαν, παρότι η δικαστική αντιπρόσωπος τους ζήτησε να παραμείνουν, προκειμένου να συνδράμουν, ως όφειλαν, την εκλογική διαδικασία, απαντώντας στο αίτημα της με φωνασκίες και ειρωνικά σχόλια. Στη διάταξη της παρ. 3 του αρθ. 118 του π.δ.96/2007, με τίτλο "Ειδικά Εκλογικά αδικήματα δημοσίων οργάνων", ορίζεται ότι, μεταξύ άλλων, μέλη εφορευτικών επιτροπών που αμελούν ή δείχνουν απείθεια στην έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων που τους επιβάλλονται από τις διατάξεις του Π.Δ. 96/2007...τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών μέχρι δύο χρόνια και με στέρηση των αξιωμάτων και θέσεων που προβλέπονται στο άρθ. 63 του Ποινικού Κώδικα, από έξι μήνες μέχρι δύο χρόνια. Σκοπός του ανωτέρω Προεδρικού Διατάγματος που ρυθμίζει την εκλογική διαδικασία, είναι η ομαλή διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας και η απρόσκοπτη άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων των ψηφοφόρων. Τον σκοπό αυτό εξυπηρετούν και οι εφορευτικές επιτροπές που συστήνονται στα κατά τόπους εκλογικά τμήματα και για τον λόγο αυτό ο νομοθέτης, για τις περιπτώσεις που από απείθεια, ήτοι αδικαιολογήτως κατ` αντικειμενική κρίση, παραλείπουν τα μέλη αυτών να ασκήσουν τα καθήκοντα τους, αντιμετωπίζει με εξαιρετική απαξία τις συμπεριφορές αυτές και προβλέπει αυστηρές κυρώσεις. Στην προκειμένη περίπτωση, οι κατηγορούμενοι, αν και νομίμως διορίστηκαν από το Πρωτοδικείο Αθηνών ως μέλη της εφορευτικής επιτροπής του 406ου Εκλογικού Τμήματος του Εκλογικού Διαμερίσματος 1ου Κέντρου του Δήμου Αμαρουσίου Νομού Αττικής (όπως οι ίδιοι δεν αμφισβήτησαν, ενώ δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της πρώτης κατηγορουμένης ότι δήθεν είχε καταθέσει αίτηση εξαίρεσης της είτε ως δικαστική αντιπρόσωπος, λόγω της ιδιότητας της ως Συμβολαιογράφου Αθηνών, είτε ως μέλος εφορευτικής επιτροπής), αρχικά δεν προσήλθαν στο προαναφερόμενο εκλογικό τμήμα περί ώρα 06:00 π.μ., ήτοι μια ώρα πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, χρόνο κατά τον οποίον συνήλθε η Εφορευτική Επιτροπή του παραπάνω εκλογικού τμήματος. Όπως, άπαντες οι μάρτυρες υπεράσπισης κατέθεσαν αλλά και η ίδια η παριστάμενη κατηγορούμενη ανέφερε στην απολογία της, προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τόσο η ίδια όσο και ο έτερος κατηγορούμενος, σύζυγος της, δυσχέραιναν εκείνη την ημέρα την μετακίνηση τους και καθιστούσαν αδύνατη την με οποιοδήποτε τρόπο σωματική τους καταπόνηση. Προς επίρρωση του ισχυρισμού τους αυτού, προσκομίστηκαν ιατρικές βεβαιώσεις και γνωματεύσεις που αφορούν την κατάσταση της υγείας τους εκείνη την χρονική περίοδο. Αν και το Δικαστήριο πείστηκε ότι οι κατηγορούμενοι πράγματι αντιμετώπιζαν κάποια προβλήματα υγείας, χρονικώς συνδεδεμένα με την ημέρα των εκλογών, ωστόσο, όπως αποδεικνύεται, στη συνέχεια προσήλθαν μεν περί ώρα 18:00 μ.μ., ήτοι λίγο πριν τη λήξη της ψηφοφορίας, στο συγκεκριμένο εκλογικό κατάστημα, για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα και αποχώρησαν, παρότι η δικαστική αντιπρόσωπος τους ζήτησε να παραμείνουν, χωρίς να αναφέρουν απολύτως τίποτα σε αυτήν προκειμένου να δικαιολογήσουν την αδυναμία τους να συνδράμουν στην εκλογική διαδικασία. Τουναντίον, όπως απερίφραστα προκύπτει και από την από 16-09-2007 αναφορά της Δικαστικής Αντιπροσώπου προς τον αρμόδιο Έφορο Δικαστικών Αντιπροσώπων, οι κατηγορούμενοι "δεν προσήλθαν ούτε καν για να δικαιολογηθούν, επιπλέον δε οι δύο πρώτοι εξ αυτών, όταν εμφανίστηκαν για να ψηφίσουν την 18:00, απάντησαν με ειρωνείες και επιθετικό ύφος". Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι στην ανωτέρω αναφορά της, η Δικαστική Αντιπρόσωπος, κάνει λόγο για κάποια μέλη της εφορευτικής επιτροπής που εξαιρέθηκαν νομίμως με βάσει τις προσκομισθείσες βεβαιώσεις τους, γεγονός που δηλώνει ότι εάν οι κατηγορούμενοι είχαν έστω επικαλεστεί κάποιον λόγο αδυναμία τους, η Δικαστική Αντιπρόσωπος θα το κατέγραφε και ενδεχομένως θα το αξιολογούσε ανάλογα. Το Δικαστήριο κρίνει (κατά πλειοψηφία) με πλήρη δικανική πεποίθηση ότι οι κατηγορούμενοι (εκ των οποίων δεν θα πρέπει να παροράται το ότι η πρώτη εξ αυτών είναι Συμβολαιογράφος και είχε, όπως η ίδια κατέθεσε, διεξάγει στο παρελθόν πολλές εκλογικές διαδικασίες, έχουσα κατά τεκμήριο την ανάλογη εμπειρία στην σχετική νομοθεσία) επέδειξαν, κατά αντικειμενική κρίση, απείθεια στην έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων που τους επιβάλλονταν από τις διατάξεις του Π.Δ. 96/2007 και δεν προσπάθησαν καμία στιγμή - όπως και η καλή πίστη επιτάσσει- να δικαιολογηθούν για την άρνηση τους αυτή στην Δικαστική Αντιπρόσωπο. Το στοιχείο δε του δόλου τους, εμπεριέχεται στα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν και συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση της προπεριγραφόμενης αξιόποινης πράξης. Ακολούθως, δεν καταλείπεται στο Δικαστήριο (κατά πλειοψηφία κρίνον) αμφιβολία ως προς τα ανωτέρω, ούτε από τις καταθέσεις των μαρτύρων υπεράσπισης, οι οποίες κρίνονται μη πειστικές ως προς την ουσία της υπόθεσης, καθώς οι μάρτυρες δεν ήταν παρόντες στο περιστατικό (ενώ, όπως εύλογα θα ανέμενε ο μέσος συνετός άνθρωπος, λόγω της επικαλούμενης από τους κατηγορούμενους κατάστασης της υγείας τους, κάποιος θα έπρεπε να τους συνοδεύσει), μεταφέρουν δε τις προσωπικές τους απόψεις, καθώς και όσα οι κατηγορούμενοι τους έχουν εκθέσει, και σε πολλά σημεία τους οι καταθέσεις τους αντιφάσκουν. Τέλος, κρίσιμο κρίνεται και το ότι η πρώτη κατηγορουμένη δεν προσκόμισε την αίτηση εξαίρεσης, που ισχυρίστηκε ότι δήθεν υπέβαλλε στον σύλλογο της επικαλούμενη τους τρέχοντες την χρονική εκείνη περίοδο λόγους υγείας της, ενώ σε άλλο σημείο της απολογίας της αναφέρει ότι "είχε κάνει πολλές φορές εκλογές χωρίς μέλος (της εφορευτικής επιτροπής, εννοείται)", στοιχείο το οποίο όχι μόνο δικαιολογητικό της στάσης της δεν είναι αλλά καταδεικνύει την πεποίθηση της ότι δεν έπρεπε τελικά όχι μόνο να παραβρίσκεται ως μέλος της εφορευτικής επιτροπής ούτε καν να δικαιολογηθεί για την μη προσέλευση της. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει (κατά πλειοψηφία) ότι αποδείχθηκαν πλήρως τα συγκροτούντα την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης, πραγματικά περιστατικά και πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι, σύμφωνα και με τα όσα διαλαμβάνονται στο διατακτικό της παρούσας...". Κατ` ακολουθία τούτων κήρυξε τους αναιρεσείοντες ενόχους του ότι: "Στην Αθήνα, την 16-9-2007, κατά τη διεξαγωγή των βουλευτικών εκλογών, ως μέλη της Εφορευτικής Επιτροπής στο 406° Εκλογικό Τμήμα του Εκλογικού Διαμερίσματος 1ου Κέντρου του Δήμου Αμαρουσίου, Νομού Αττικής, έδειξαν απείθεια στην έγκαιρη εκπλήρωση των καθηκόντων που τους επιβάλλονται, από τις διατάξεις του Π,Δ. 96/2007 και ειδικότερα, κατά τον ως άνω τόπο και χρόνο, δεν εμφανίστηκαν στο προαναφερόμενο εκλογικό τμήμα περί ώρα 06:00 π.μ., ήτοι μία ώρα πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, χρόνο κατά τον οποίον συνήλθε η Εφορευτική Επιτροπή του παραπάνω εκλογικού τμήματος, προκειμένου να εκπληρώσουν, ως όφειλαν, τα καθήκοντα τους ως μέλη αυτής και για την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών, αντ` αυτού δε, προσήλθαν περί ώρα 18:00 μ.μ., λίγο πριν τη λήξη της ψηφοφορίας, στο συγκεκριμένο εκλογικό κατάστημα, για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα και στη συνέχεια αποχώρησαν, παρότι η δικαστική αντιπρόσωπος τους ζήτησε να παραμείνουν, προκειμένου να συνδράμουν, ως όφειλαν, την εκλογική διαδικασία, απαντώντας στο αίτημα της με φωνασκίες και ειρωνικά σχόλια". Η αιτιολογία όμως αυτή είναι ελλιπής και ασαφής και με αυτές τις παραδοχές, το δικάσαν Δικαστήριο δεν διέλαβε στην αναιρεσιβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη, από τις προδιαληφθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ η αναιρεσιβαλλομένη δέχθηκε ότι αμφότεροι οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι κατά την ημέρα των εκλογών είχαν πράγματι προβλήματα υγείας, (μη προσδιοριζόμενα) δεν αναφέρει, για την πληρότητα της αιτιολογίας του στοιχείου της απειθείας, αν αυτά τους εμπόδιζαν ή μη να εμφανισθούν κατά την συγκρότηση της εφορευτικής επιτροπής και να εκτελέσουν τα έργα των μελών της εφορευτικής επιτροπής, γεγονός που δεν αποκλείεται από το ότι δέχθηκε ότι προσήλθαν περί το πέρας της ψηφοφορίας. Συγχρόνως δε με τις άνω παραδοχές παρεβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 118 παρ. 3 του ΠΔ 96/2007, που εφήρμοσε, διότι με τις άνω ελλιπείς αιτιολογίες, κατέστησε ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο.
Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` και Ε` ΚΠοινΔ λόγοι αμφοτέρων των ενδίκων αιτήσεων και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων των αιτήσεων. Ακολούθως, η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει τις από 25-9-2014 δύο αιτήσεις αναιρέσεως των α) Α. Σ. του Λ. και β) Γ.-Ι. Σ. του Π.. Αναιρεί την υπ` αριθ. 14572/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από δικαστές άλλους εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Ιανουαρίου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 22 Ιανουαρίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Ρ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου