Τετάρτη 22 Απριλίου 2015

Διόρθωση εγγραφής στο Κτηματολόγιο (Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας, αριθμός απόφασης 117/2013).Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας και διόρθωση της σχετικής εγγραφής στο Κτηματολόγιο

Διόρθωση εγγραφής στο Κτηματολόγιο
Διόρθωση εγγραφής στο Κτηματολόγιο (Μονομελές Πρωτοδικείο Άρτας, αριθμός απόφασης 117/2013).
Περίληψη: Αναγνωριστική αγωγή κυριότητας..
και διόρθωση της σχετικής εγγραφής στο Κτηματολόγιο. Κατά την κτηματογράφηση της περιοχής το επίδικο αγροτεμάχιο
καταχωρίστηκε ανακριβώς ως ιδιοκτησία του εναγομένου ελληνικού Δημοσίου. Δεκτή η αγωγή. Αναγνωρίζεται ότι η ενάγουσα είναι αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος κατά ποσοστό 100% του επίδικου αγροτεμαχίου.
Διατάξεις: άρθρα 1, 6, 7 Ν 2664/1998 , 974, 976, 1033, 1045, 1051, 1192, 1194, 1198 ΑΚ
[...] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2 εδ. α' και 3, 6 παρ. 1-3 και 7 του Ν 2664/1998 , όπως ισχύει μετά τις τροποποιήσεις με τους Ν 3127/2003 , Ν 3481/2006 και Ν 3983/2011 , προκύπτει ότι: α) Στο Κτηματολόγιο καταχωρίζονται νομικές και τεχνικές πληροφορίες, που αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που διασφαλίζει τη δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο, που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές, β) Από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου σε καθεμία από τις κατά το Ν 2308/1995 κτηματογραφηθείσες περιοχές αντικαθίσταται το υφιστάμενο έως τότε στις περιοχές αυτές σύστημα μεταγραφών και υποθηκών. Η ημερομηνία έναρξης ισχύος του ορίζεται για καθεμία από τις κτηματογραφηθείσες περιοχές με απόφαση του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος (ΟΚΧΕ), αμέσως μετά την ολοκλήρωση των πρώτων εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία και την τήρηση των προβλεπόμενων στη διάταξη αυτή διατυπώσεων. γ) Πρώτες εγγραφές είναι εκείνες, που καταχωρίζονται ως αρχικές εγγραφές στο κτηματολογικό βιβλίο, κατά μεταφορά από τους κτηματολογικούς πίνακες. δ) Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων, κατά το χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου σε μία περιοχή, εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίησή τους παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας. ε) Σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία, αναφορικά με το δικαιούχο κυριότητας ενός ακινήτου, μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον (ο πραγματικός κύριος, ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ο δανειστής του κλπ.), να ζητήσει με αγωγή, που απευθύνεται ενώπιον του κατά τις γενικές διατάξεις αρμόδιου καθύλην και κατά τόπον (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Πρέπει δε να τονιστεί ότι κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Κτηματολογίου σε μία περιοχή, όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 8 παρ. 2 του Ν 2664/1998 . Η τελευταία πρέπει να στρέφεται κατά του (ανακριβώς) αναγραφομένου στο κτηματολογικό φύλλο ως δικαιούχου κυριότητας του επίδικου ακινήτου ή των καθολικών του διαδόχων και, σε περίπτωση μεταβίβασης του επιδίκου, και κατά του ειδικού διαδόχου, δημιουργείται δε εκ του νόμου (άρθρο 6 παρ. 2 εδ. δ' και ε' του Ν 2664/1998 ) σχέση αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ των εναγομένων, καθολικών και ειδικών διαδόχων, διότι προβλέπεται η υποχρεωτική κοινή παθητική νομιμοποίησή τους. Η εν λόγω αγωγή πρέπει να ασκηθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας 10 ετών ή 12 ετών, αν ενάγων είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή μόνιμος κάτοικος εξωτερικού, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 6 παρ. 2 του Ν 2664/1998 (μετά την αντικατάσταση αυτού με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν 3983/2011 και ισχύει), αρχομένης από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της προρρηθείσας απόφασης του ΟΚΧΕ, και δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Επίσης, κατά τις παραγράφους 1 περ. ιβ' και 5 του άρθρου 12 και παρ. 2 εδ. δ' του άρθρου 13 του Ν 2664/1998 , σε συνδυασμό με το άρθρο 220 του ΚΠολΔ, η σχετική αγωγή πρέπει να καταχωρίζεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο μέσα σε προθεσμία, κατ’ ανώτατο όριο, τριάντα (30) ημερών από την κατάθεσή της, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. στ) Οι πρώτες εγγραφές, των οποίων δεν αμφισβητήθηκε η ακρίβεια δικαστικά εντός της προρρηθείσας αποκλειστικής πλέον προθεσμίας των 10 ή 12 ετών, καθίστανται άμεσα οριστικές και παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας υπέρ των αναγραφομένων ως δικαιούχων κυριότητας, ενώ, σε περίπτωση δικαστικής τους αμφισβήτησης, οριστικοποιούνται μόλις καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση που απορρίπτει την αγωγή, αν, αντίθετα, γίνει ολικά ή μερικά δεκτή η ασκηθείσα αγωγή, μόλις καταστεί αμετάκλητη η σχετικώς εκδοθείσα απόφαση, διορθώνονται αντίστοιχα οι πρώτες εγγραφές και έκτοτε παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακρίβειας (βλ. ΠΠρΘεσ 45854/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Με την κρινόμενη αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι αποκλειστική κυρία του ειδικότερα περιγραφομένου κατά θέση, όρια και έκταση ακινήτου, κειμένου στη θέση «Γλ.» Ακρ. Ν. Άρτας, αξίας 20.500 ευρώ, το οποίο απέκτησε με αγορά κατά το έτος 1983 δυνάμει το αναφερομένου συμβολαίου, νομίμως μεταγραμμένου. Ότι στο ακίνητο αυτό είχε ήδη εγκατασταθεί από το έτος 1968 δυνάμει ιδιωτικού συμφωνητικού που καταρτίστηκε μεταξύ της ιδίας και των αναφερομένων δικαιοπαρόχων της, οι οποίοι απέκτησαν το ακίνητο αυτό κατά το έτος 1948 με κληρονομιά από το δικαιοπάροχό τους, ο οποίος με τη σειρά του είχε αποκτήσει το επίδικο ήδη από το έτος 1935 δυνάμει του αναφερομένου παραχωρητηρίου του Υπουργείου Γεωργίας. Ότι από της εγκατάστασής της στο επίδικο ασκεί συνεχώς και αδιατάρακτα επ’ αυτού τις αναφερόμενες στην αγωγή προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του εμφανείς υλικές πράξεις νομής δίχως να ενοχληθεί ποτέ από κανένα. Ότι κατά την κτηματογράφηση της περιοχής, το ανωτέρω αγροτεμάχιο καταχωρίστηκε ανακριβώς ως ιδιοκτησία του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, επικαλούμενη άμεσο έννομο συμφέρον, αφού η ανωτέρω πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και με αυτό τον τρόπο αμφισβητείται η κυριότητά της επί του επιδίκου, ζητεί να αναγνωριστεί αποκλειστική κυρία αυτού και να διαταχθεί η διόρθωση της σχετικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Άρτας, καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά ασκείται και αρμόδια εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, το οποίο είναι καθύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία (άρθρα 7, 8, 9, 10, 11 αρ. 1, 14 παρ. 2, 29 παρ. 1 ΚΠολΔ, 6 παρ. 2 Ν 2664/1998 ). Είναι δε ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και τη δικαστική εκτίμησή της, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο, και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1045, 1051, 974, 976, 1033, 1192, 1194, 1198 ΑΚ, 6 παρ. 1 και 2, 17 Ν 2664/1998 , 68, 70 και 176 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, για το παραδεκτό της κρινόμενης αγωγής: α) αυτή έχει καταχωριστεί νόμιμα και εμπρόθεσμα στις 27.09.2011 στο οικείο κτηματολογικό φύλλο με αριθμό καταχώρισης 1601 (βλ. το με αριθμό πρωτοκόλλου 1601/27.09.2011 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης της Προϊσταμένης του Κτηματολογικού Γραφείου Άρτας) και β) ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης δεκαετούς προθεσμίας, αρχόμενης από την ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του ΟΚΧΕ περί έναρξης κτηματολογίου στη συγκεκριμένη περιοχή, δεδομένου ότι σύμφωνα με την απόφαση του Δ.Σ. του ΟΚΧΕ (ΦΕΚ Β' 714/13.06.2006) ορίστηκε ως ημερομηνία έναρξης ισχύος του Κτηματολογίου του δ.δ. Αρταίων (πρώην Δήμου Αρταίων) του Δήμου Αρταίων Νομού Άρτας, η 13.06.2006. Επισημαίνεται ότι μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 6 Ν 2664/1998 με το άρθρο 24 Ν 3983/2011 (ΦΕΚ Α' 144/17.06.2011), η ισχύς του οποίου άρχισε από 17.06.2011 (βλ. άρθρο 25 Ν 3983/2011 ): α) δεν απαιτείται προηγούμενη κοινοποίηση της αγωγής στην Προϊσταμένη του Κτηματολογικού Γραφείου Άρτας και β) όταν η αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που αναφέρεται ως δικαιούχος δικαιώματος στις αρχικές εγγραφές., όπως εν προκειμένω, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 8 ΑΝ 1539/1938, όπως τροποπ. με το άρθρο 24 Ν 2732/1999 . Σημειώνεται ότι για το αντικείμενο της αγωγής καταβλήθηκε και το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες υπέρ τρίτων προσαυξήσεις. Κατά τις διατάξεις των Ν 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. Κωδ. (7.31) Βασ. 50 (10.4), Ν 12 Πανδ. (2.53) και τις αντίστοιχες με αυτές διατάξεις των άρθρων 1033, 1041 και 1045 ΑΚ, η κυριότητα ακινήτου αποκτάται, κατά παράγωγο μεν τρόπο με σύμβαση που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγράφεται νόμιμα, πρωτότυπα δε με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία.
Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39) 9 παρ. 1 (Βασ. 50.14), γίνεται κάποιος κύριος ακινήτου πράγματος με έκτακτη χρησικτησία, αν νεμηθεί αυτό συνέχεια επί μία τριακονταετία με καλή πίστη, δηλαδή, με την πεποίθηση ότι με την κτήση της νομής δεν προσβάλλεται κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου (Ν 27, Πανδ. (18.1.), 15 παρ. 3, 48 Πανδ. (41.3), 2 παρ. 4 και 7, 11 Πανδ. (51.4), 5 παρ. 1 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16), ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 65 του ΕισΝΑΚ, από την έναρξη της ισχύος του ΑΚ αρκεί η για μια εικοσαετία νομή με διάνοια κυρίου. Άσκηση δε φυσικής εξουσίας επί του ακινήτου, η οποία εμπίπτει στην έννοια της νομής κατά το άρθρο 974-ΑΚ και n οποία (φυσική εξουσίαση) επέρχεται όταν υπάρχουν οι πραγματικοί όροι, έτσι ώστε κατά τη συνηθισμένη και ομαλή πορεία των πραγμάτων, σύμφωνα και με τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, το πράγμα να θεωρείται ότι τέθηκε στη διάθεση του αποκτώντα και να τελεί υπό την εξουσία του, συνιστούν όλες οι πράξεις οι προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και είναι δηλωτικές της εξουσίασής του από αυτόν. Από το συνδυασμό, επίσης, των διατάξεων των Ν 8 παρ. 1, Κωδ. (7.39), Ν 9 παρ, 1, Πανδ. (50.14), Ν 2 παρ. 20, Πανδ. (41.4), Ν 6 παρ. Πανδ. (44-3), Ν 76 παρ. 1, Πανδ. (18.1) και Ν 7 παρ. 3, Πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21-6/3.7.1837 «περί διακρίσεως κτημάτων», προκύπτει περαιτέρω ότι η έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι και της 11ης Σεπτεμβρίου 1915. Και αυτό γιατί μετά την αμέσως πιο πάνω ημερομηνία δεν ήταν επιτρεπτή η χρησικτησία στα δημόσια κτήματα, όπως, ειδικότερα, προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του Ν ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν κατ’ εξουσιοδότησή του και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», που κυρώθηκε με τη με αριθμό 24/1926 Συντακτική Απόφαση, κατά την οποία τα δικαιώματα του Δημοσίου επί των ακίνητων κτημάτων δεν υπόκεινται σε καμία παραγραφή στο μέλλον, ενώ, εξάλλου, αυτή που άρχισε, δεν έχει καμία συνέπεια αν μέχρι τη δημοσίευση του πιο πάνω διατάγματος δεν είχε συμπληρωθεί η παραγραφή των τριάντα ετών, κατά τους νόμους που ίσχυαν (ΑΠ 266/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Οθωμανικού νόμου της 7ης Ραμαζάν 1274 «περί γαιών», οι διατάξεις του οποίου διατηρήθηκαν σε ισχύ στις νέες χώρες με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν 147/1914 (μεταξύ των οποίων και η Ήπειρος), οι δημόσιες γαίες, δηλαδή οι αγροί, τα λιβάδια, οι χειμερινές και θερινές βοσκές, τα δάση και τα παρόμοια με αυτά, ανήκαν κατά κυριότητα στο Τουρκικό Δημόσιο (ΑΠ 1340/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9, 19, 30, 68 και 71 του ίδιου νόμου, στις δημόσιες γαίες μόνο δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μπορούσε να αποκτηθεί από ιδιώτες, στους οποίους παραχωρούνταν για το σκοπό τούτο οι γαίες αυτές, ενώ η κυριότητά τους, που περιοριζόταν με τον τρόπο αυτό, παρέμενε στο Τουρκικό Δημόσιο. Η παραχώρηση του δικαιώματος διηνεκούς εξουσιάσεως δημόσιας γης γινόταν με τη χορήγηση έγγραφου τίτλου (ταπίου) (ΕφΘεσ 1245/2009 Αρμ 2011,767). Το άρθρο 78 του ίδιου νόμου, κατά το οποίο, για την απόκτηση του εν λόγω δικαιώματος εξουσιάσεως αρκεί μόνο η πραγματική κατάσταση της κατοχής ή της καλλιέργειας των γαιών που αναφέρονται σ αυτό από τον εξουσιαστή για μια δεκαετία μέχρι της 20.05.1917 (ΑΠ 308/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς δικαστική αμφισβήτηση και χωρίς να απαιτείται η έκδοση τίτλου στο όνομά του, ο οποίος τίτλος αποτελεί απλό αποδεικτικό μέσο και όχι συστατικό, εφαρμόζεται μόνο για τις καλλιεργήσιμες γαίες (αγρούς), όχι, όμως και για τις λοιπές δημόσιες γαίες που προαναφέρθηκαν, οι οποίες δεν ήταν δεκτικές καλλιέργειας και μπορούσαν να εξουσιαστούν μόνο με ταπί (ΑΠ 523/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1248 και 1614 του Οθωμ. ΑΚ, στο δίκαιο αυτό δεν αναγνωρίζεται ο θεσμός της χρησικτησίας, ως τρόπος κτήσης κυριότητας (ΑΠ 77/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τόσο ως προς τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), στα οποία υπάγονται τα οικόπεδα, τα σπίτια και γενικά τα οικοδομήματα, τα εργαστήρια και οι αμπελώνες που βρίσκονται μέσα σε πόλεις, χωριά και κωμοπόλεις, όσο και ως προς τις δημόσιες γαίες. Τούτο έχει ως συνέπεια να μη υπολογίζεται ο χρόνος που διέδραμε υπό το κράτος της Τουρκικής Νομοθεσίας για την κτήση κυριότητας με χρησικτησία, είτε τακτική, είτε έκτακτη, αφού ο θεσμός αυτός άρχισε να ισχύει στις νέες χώρες από του έτους 1914 και εφεξής, αφότου επεκτάθηκε σε αυτές η ελληνική νομοθεσία (άρθρα 1 και 2 του Ν 147/1914 ) (ΕφΘεσ 103/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επομένως, κτήση κυριότητας σε βάρος του Δημοσίου δεν είναι δυνατή, όταν το χρησίδεσποζόμενο ακίνητο κείται στις νέες χώρες, αφού από την έναρξη ισχύος της ελληνικής νομοθεσίας (1914) και μέχρι της 11.09.1915, δηλαδή του χρόνου από τον οποίο, με το ΝΔ της 22.4/16.04.1926 «Περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», απαγορεύθηκε οποιαδήποτε κτητική ή αποσβεστική παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των ακινήτων αυτών, δεν συμπληρώνεται 30ετία, όπως απαιτούσαν οι τότε ισχύουσες διατάξεις του β.ρ. δικαίου (ΑΠ 787/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα ακίνητα στις νέες χώρες, με εξαίρεση εκείνα για τα οποία προβλέπει ο Ν 2074/1920 «περί των εν ταις νέες χώρες κοινοτικών γαιών», εφόσον δεν ανήκουν ή δεν περιήλθαν σε φυσικά πρόσωπα (μούλκια-τεσσαρούφ), ανήκουν οπωσδήποτε στο Ελληνικό Δημόσιο. Στο τελευταίο η κυριότητά τους περιήλθε ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 της Συνθήκης της Λωζάνης, που κυρώθηκε με το από 25.8.1923 ΝΔ (ΑΠ 217/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 252/2009 ΕλΔ 2010,235). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1072 ΑΚ, το οποίο αποδίδει προϊσχύον Βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο [ν. 7 παρ. 5, Ν 30 παρ. 1, Ν 56 παρ. 1, Π (41.1), Ν 6 παρ. 4, Βασ. 50 παρ. 1, Ν 1 παρ, 1-4-7 Π (43.12) και 23 Εισ.2,1], «η κοίτη ποταμού μη πλεύσιμου που εγκαταλείφθηκε ανήκει στους κυρίους των παραποτάμιων κτημάτων. Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζεται αναλόγως. Οι κύριοι του εδάφους της νέας κοίτης έχουν δικαίωμα μέσα σε ένα έτος να αποκαταστήσουν το ρεύμα στην προηγούμενη κοίτη». Το αμέσως προηγούμενο άρθρο 1071 ΑΚ ρυθμίζει πως γίνεται η κατανομή νησιού που προέβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο στους κυρίους των παραποτάμιων κτημάτων, ορίζοντας ότι «το νησί που πρόβαλε σε ποταμό μη πλεύσιμο ανήκει στους κυρίους των παραποτάμιων κτημάτων. Σε καθένα από αυτούς ανήκει το τμήμα που περιλαμβάνεται μεταξύ νοητής γραμμής κατά μήκος και στη μέση του ποταμού και γραμμών που σύρονται κάθετα προς αυτήν και στην άκρη της πλευράς του κάθε κτήματος». Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 966, 967 και 968 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι αν ο ποταμός που ρέει με ελεύθερη και αέναη ροή, δεν είναι όμως πλεύσιμος, τότε το έδαφος, που καταλαμβάνεται από την κοίτη του, είναι κοινής χρήσης και εκτός συναλλαγής πράγμα, και ως τέτοιο ανήκει στο Δημόσιο, εφόσον δεν ανήκει σε δήμο ή κοινότητα ή ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά (άρθρο 968 ΑΚ), και, περαιτέρω, ότι προϋπόθεση της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 1072 ΑΚ είναι η ύπαρξη παραποτάμιου κτήματος ή κτημάτων, τα οποία βρίσκονται σε επαφή με τον ποταμό, του οποίου η κοίτη εγκαταλείφθηκε. Ως «εγκατάλειψη» της παλαιάς κοίτης του ποταμού νοείται η πλήρης και ολοκληρωτική εγκατάλειψή της, με το σχηματισμό νέας κοίτης, η οποία αποτελεί φυσικό φαινόμενο με προοπτική σταθερότητας και διάρκειας και όχι η μερική εγκατάλειψή ή ορθότερα η μερική απόσυρση ή ο περιορισμός της κοίτης του ποταμού που συχνά δεν έχει διάρκεια. Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αν στην έννοια της εγκατάλειψης της κοίτης του ποταμού περιλαμβανόταν και ο περιορισμός της κοίτης του ποταμού, τότε θα αναγνωριζόταν στους παρόχθιους το δικαίωμα να καταλάβουν το τμήμα που απελευθερώθηκε από τα ύδατα και αυτοί θα ήταν σε θέση να εμποδίζουν εφεξής την ελεύθερη ροή των υδάτων στην παλαιά κοίτη, και θα ανέκυπταν προβλήματα σε ευρύτερη περιοχή. Συνεπώς, αν η κοίτη μη πλεύσιμου ποταμού, η οποία ανήκει στο Δημόσιο, περιορίστηκε κατά τρόπο, ώστε μεταξύ της ιδιοκτησίας τρίτου και της κοίτης του ποταμού, που περιορίστηκε, να παρεμβάλλεται έκταση, αυτή εξακολουθεί να ανήκει στο Δημόσιο και δεν έχει, συνακόλουθα, εφαρμογή η προμνημονευόμενη διάταξη του άρθρου 1072 παρ. 1 ΑΚ (ΑΠ Ολ 24/2001 ). Περαιτέρω με το άρθρο 1 Ν 116/1975 που ορίζει ότι «Η εν ποταμώ μη πλευσίμω συνεπεία εκτελέσεως τεχνικών έργων αναφανείσα νήσος, ως και η συνεπεία τοιούτων έργων αποκαλυφθείσα ή εγκαταλειφθείσα κοίτη ποταμού μη πλεύσιμου ανήκουν εις το Δημόσιο» και ισχύει από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ A΄ 172/20.8.1975), κατ’ άρθρο 2 του ίδιου νόμου τροποποιήθηκε σιωπηρώς το άρθρο 1072 ΑΚ, πλην όμως η ανωτέρω νεώτερη διάταξη του άρθρου 1 Ν 116/1975 , περιλαμβάνει τις περιπτώσεις εγκατάλειψης κοίτης μη πλεύσιμου ποταμού συνεπεία εκτελέσεως τεχνικών έργων και η οποία έλαβε χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του ως άνω νόμου, ήτοι από την 20.08.1975 και μετέπειτα, όχι δε και τις όμοιες περιπτώσεις που αναφέρονται σε προηγούμενο χρόνο και στις οποίες εξακολουθεί να έχει εφαρμογή η προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 1072 παρ. 1 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1430/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 867/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 217/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 713/2007 ΑχΝομ 2008,181, ΕφΠατρ 1137/2003 ΑχΝομ 2004,148). Στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο, με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου που καταχωρίστηκε στα πρακτικά και περιέχεται στις έγγραφες προτάσεις του, αρνείται την κρινόμενη αγωγή και περαιτέρω προς απόκρουσή της ισχυρίζεται ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης που αποτελούσε άλλοτε την κοίτη του μη πλεύσιμου ποταμού Αράχθου, που εγκαταλείφθηκε οριστικά και μόνιμα με τη μεταβολή της ροής των υδάτων, το οποίο περιήλθε από την αρχή στην κυριότητά του, καθόσον κατέστη το ίδιο παρόχθιος ιδιοκτήτης, κατά τη σύσταση του Ελληνικού κράτους με δεδομένο ότι δεν υπήρχε άλλη παρόχθια ιδιωτική ιδιοκτησία. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση ιδίας κυριότητας, στηριζόμενη στις διατάξεις του άρθρου 1071 και 1072 ΑΚ και στις προαναφερόμενες στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα (άρθρα 335, 338 παρ. 1 ΚΠολΔ).
[...] Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο (περιβόλι εσπεριδοειδών δένδρων), εμβαδού 3.000 τ.μ. περίπου σύμφωνα με τους συμβολαιογραφικούς τίτλους και 3.202,92 τ.μ., σύμφωνα με νεότερη και επακριβή εμβαδομέτρηση (όπως εμφαίνεται στο συνημμένο στην ένδικη αγωγή τοπογραφικό διάγραμμα), το οποίο συνάδει με τα στοιχεία του Εθνικού Κτηματολογίου, με ΚΑΕΚ ..., κείμενο στη θέση «Γλ.» της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας Ακροποταμιάς του Νομού Άρτας, της κείμενης προς την πλευρά του οικισμού ... Γλ. Άρτας, εκτός σχεδίου πόλεως και οικισμού του Δήμου Αρταίων, εμφαίνεται και απεικονίζεται περιμετρικά στο συνημμένο στην αγωγή από μηνός Ιανουαρίου 2011 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου-τοπογράφου-μηχανικού Γ. Κ., συνταχθέν σε κλίμακα 1:500, σύμφωνα με τις συντεταγμένες και τις τεχνικές προδιαγραφές του Εθνικού Κτηματολογίου, όπως αυτές καθορίζονται στο με ΑΠ .../18.01.2011 κτηματογραφικό διάγραμμα του με ΚΑΕΚ ... ακινήτου, καθώς και των όμορων αυτού, με τα στοιχεία Α1, Α2, A3, Α4, Α5, Α6, Α7, Α8, Α1, και συνορεύει ολόγυρα με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ... με φερόμενη ιδιοκτήτρια την Π.Π., με ιδιοκτησία (δημοτική οδό) με ΚΑΕΚ ... με φερόμενο ιδιοκτήτη το Δήμο Αρταίων, με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ... με φερόμενο ιδιοκτήτη το Ελληνικό Δημόσιο, με ιδιοκτησία (δημοτική οδό) με ΚΑΕΚ ..., με φερόμενο ιδιοκτήτη το Δήμο Αρταίων, με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ... με φερόμενο ιδιοκτήτη το Γ.Α. και εν μέρει με ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ ... με φερόμενο ιδιοκτήτη τον Π.Α. Επί του ανωτέρω ακινήτου η ενάγουσα εγκαταστάθηκε προ του έτους 1976 και συγκεκριμένα στα μέσα Μαρτίου του έτους 1968 δια ιδιωτικού συμφωνητικού υπογραφέντος μεταξύ της ιδίας και των άμεσων δικαιοπαρόχων της, καθόσον ήθελε να εκμεταλλευτεί αυτό ως αγροτικό ακίνητο για βιοποριστικούς λόγους. Έπειτα και συγκεκριμένα το έτος 1983 προέβη μετά των άμεσων δικαιοπαρόχων της σε κατάρτιση της με αριθμό .../21.04.1983 συμβολαιογραφικής πράξης πώλησης αγροτικού ακινήτου του τέως συμβολαιογράφου Άρτας Θ.Ν.Γ, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άρτας στον Τόμο 309 με αριθμό 79. Με τον ως άνω παράγωγο τρόπο κτήσης η ενάγουσα κατέστη αδιαμφισβήτητη κυρία, νομέας και κάτοχος του ως άνω περιγραφομένου ακινήτου της, το οποίο περιήλθε στους δικαιοπαρόχους της: α) Ε. χα Λ.Μ., το γένος Α. και Β.Σ., β) Ε.Μ. του Λ. και της Ε. και γ) Κ. σύζυγο Ι.Π., το γένος Λ. και Ε.Μ., από κληρονομιά του κατά την 12.11.1948 αποβιώσαντος, χωρίς να αφήσει διαθήκη, Λ.Μ. του Ι., συζύγου της πρώτης των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας και πατέρα των υπολοίπων δύο, την οποία (κληρονομιά) αυτοί αποδέχθηκαν με τη με αρ. 6.886/21.4.1983 συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομιάς του τέως συμβολαιογράφου Άρτας Θ.Ν.Γ., νομίμως μεταγραμμένη στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άρτας στον Τόμο ... με αριθμό ..., ενώ στο δικαιοπάροχο των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, Λ.Μ. του Ι., περιήλθε το ανωτέρω ακίνητο, μεθ’ ετέρων, στη συνολική του έκταση, δυνάμει του με αριθμό.../25.5.1935 παραχωρητηρίου της διεύθυνσης εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας, εξοφληθέντος του αντιστοίχου τιμήματος, νομίμως μεταγραμμένου στα Βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άρτας στον Τόμο ... με Αριθμό ... Από της εγκατάστασης της ενάγουσας στο προπεριγραφόμενο ακίνητο και με νόμιμα μεταγραμμένους τίτλους, κατά τα ως άνω αναφερόμενα, αποκλειστικά και μόνο αυτή νέμεται και διακατέχει αυτό συνεχώς και αδιαλείπτως, ήσυχα και ακώλυτα, μέχρι και σήμερα, ασκώντας επ’ αυτού (μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, καθότι το έχει ήδη εκμισθώσει σε τρίτο) σύνολο διακατοχικών πράξεων όμοιων με των δικαιοπαρόχων της, που αρμόζουν σε κυρία πράγματος, ήτοι προέβη σε επιμέτρηση και περίφραξη του συγκεκριμένου ακινήτου, καθορίζοντας με τρόπο σαφή τα όρια του ακινήτου της από τους όμορους ιδιοκτήτες, προέβη από της εγκατάστασης της σε αυτό σε εκχέρσωση των ξηραμένων δένδρων πορτοκαλιάς, σε καλλιέργεια και περιποίηση των ήδη φυτεμένων από τον απώτερο δικαιοπάροχό της, καθώς και σε φύτευση νέων εσπεριδοειδών δένδρων, καλλιεργώντας αυτό συστηματικά στη συνολική του έκταση με μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές κ.λπ. προέβη σε συγκομιδή των καρπών του και σε πώληση αυτών, αντιμετωπίζοντας τρέχουσες οικονομικές και βιοτικές της ανάγκες και εκ του λόγου τούτου το επισκεπτόταν τακτικά, προέβη σε κατασκευή εγγειοβελτιωτικών εγκαταστάσεων (γεώτρηση) για να εξασφαλίσει το απαιτούμενο προς πότισμα νερό κατά τους μήνες του θέρους, σε συνεχή και συστηματική περιποίηση αυτού με λιπάσματα και οργώματα για καλύτερη απόδοση καρπών, σε συστηματικό καθαρισμό αυτού ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε ανανέωση και επισκευή της υφιστάμενης παλαιάς περίφραξης, όταν προέκυπτε ανάγκη, προβαίνει σε δήλωση αυτού ως στοιχείου της ακίνητης περιουσίας της, καθώς και σε δήλωση των μισθωμάτων που εισπράττει ενώπιον αρμοδίων αρχών και υπηρεσιών, εκμίσθωσε προ ολίγων ετών και συγκεκριμένα το έτος 2008 τούτο για αγροτική εκμετάλλευση σε τρίτο και γενικώς προστατεύει τούτο έναντι οιασδήποτε διεκδικητικής πράξης τρίτων, πολύ δε περισσότερο του εναγομένου, χωρίς ουδέποτε να ενοχληθεί από οιονδήποτε.
Το ακίνητο αυτό και τα όμορα αυτού ακίνητα, καθώς και τα όμορα αυτών βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο μεταξύ τους, έχοντας εμφανή υψομετρική διαφορά από την κοίτη του ποταμού και βρίσκονται μεταξύ τους σε μια φυσική συνέχεια παρουσιάζοντας ενιαία γεωμορφολογία. Τα ανωτέρω κρίσιμα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά προκύπτουν και με πληρότητα αποδεικνύονται και από τη σαφή και μετά λόγου γνώσης ένορκη κατάθεση του εξετασθέντος μάρτυρα απόδειξης, Χ.Ν. του Β., την οποία το Δικαστήριο θεωρεί αξιόπιστη. Ο εν λόγω μάρτυρας βεβαίωσε κατηγορηματικά για τις διακατοχικές πράξεις της ενάγουσας επί του επιδίκου ακινήτου με διάνοια κυρίου. Η προβληθείσα από το εναγόμενο ένσταση ιδίας κυριότητας δεν αποδείχθηκε βάσιμη κατ’ ουσίαν και γι’ αυτό κρίνεται απορριπτέα. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο εκτέλεσε αντιπλημμυρικά έργα στη θέση όπου βρίσκεται το επίδικο, ούτε ότι είχε την κυριότητα επί της παρόχθιας έκτασης, ώστε η λόγω των επικαλούμενων έργων εγκαταλειφθείσα κοίτη του ποταμού Αράχθου να περιέλθει σ’ αυτό ως παρόχθιο. Τα σχετικά έγγραφα που επικαλείται το εναγόμενο για την απόδειξη των ανωτέρω ισχυρισμών του δεν κρίνονται ικανά να θεμελιώσουν και αποδείξουν αυτούς. Ειδικότερα, το εναγόμενο επικαλείται ότι το επίδικο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης έκτασης που ανήκει στην παλαιά κοίτη του ποταμού Αράχθου, ιδιοκτησίας του Ελληνικού Δημοσίου με αιτία κτήσης «Νόμος». Το γεγονός, όμως, αυτό δεν είναι από μόνο του ικανό να προσπορίσει κυριότητα στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, καθόσον το τελευταίο δεν αποδεικνύει νόμιμο τρόπο κτήσης αυτής. Ουδόλως αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο προέβη στο σημείο, όπου βρίσκεται το επίδικο, σε αντιπλημμυρικά έργα (και τι μορφής) και ότι αυτό είχε την κυριότητα παρόχθιας έκτασης, ώστε να αποκτήσει πράγματι κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο, σύμφωνα με το άρθρο 1072 ΑΚ. Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι μόνο το γεγονός της οριστικής και μόνιμης εγκατάλειψης της κοίτης του ποταμού, είτε αυτή οφείλεται σε έργα που πραγματοποίησε το Ελληνικό Δημόσιο προ του έτους 1975, είτε σε φυσικά αίτια, δεν αρκεί για την απόκτηση της κυριότητας από το τελευταίο, αν συγχρόνως δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη παρόχθιας ιδιοκτησίας του. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω, το επίδικο ακίνητο παραχώρησε ήδη από το έτος 1935 το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, όπως και άλλα ακίνητα της περιοχής Γλ. Άρτας, σε ιδιώτες, ένας των οποίων και ο απώτατος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, και, ως εκ τούτου, απώλεσε την ιδιότητά του ως παρόχθιου ιδιοκτήτη. Επομένως, το λόγω πρόσχωσης, στην περιοχή όπου κείται το επίδικο, δημιουργηθέν εδαφικό τμήμα μεταξύ ιδιοκτησιών και οριστικώς εγκαταλειφθείσας κοίτης ποταμού Αράχθου ανήκει στους ιδιοκτήτες των παρόχθιων ιδιοκτησιών και, κατά συνέπεια, και στο δικαιοπάροχο της ενάγουσας και όχι στο Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι είχε η νομική και πραγματική κατάσταση έως και τις αρχές Φεβρουαρίου 2011, όταν, κατόπιν ελέγχου της ακίνητης περιουσίας της ενάγουσας στο Κτηματολογικό Γραφείο Άρτας, διαπίστωσε η τελευταία από τα στοιχεία της αρχικής εγγραφής του επίδικου ακινήτου, εμφαινόμενου στα οικεία κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Άρτας του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδος [ΟΚΧΕ], με ΚΑΕΚ ..., ότι δεν αναγράφεται αυτή (ενάγουσα) ως αποκλειστική κυρία του ως άνω ακινήτου, σύμφωνα με την αληθή νομική και πραγματική κατάσταση, αλλά κύριος αυτού καταγράφεται εσφαλμένως το εναγόμενο. Η ανωτέρω εσφαλμένη καταγραφή οφείλεται αφενός στην λαθεμένη επεξεργασία των δικαιολογητικών στοιχείων της ενάγουσας (συμβολαιογραφικών τίτλων κ.λπ.) από τις αρμόδιες επιτροπές του Εθνικού Κτηματολογίου, καθώς και των στοιχείων του αντιδίκου της, και αφετέρου στην άγνοια της ενάγουσας περί της διαδικασίας υποβολής ενστάσεων ενώπιον των ανωτέρω επιτροπών του ΟΚΧΕ, καθότι η κυριότητά της επ’ αυτού (αγροτεμαχίου-περιβολιού) στηρίζεται σε αδιάκοπη σειρά τίτλων κτήσης κυριότητας [συμβολαιογραφικών και μη] νομίμως μεταγραμμένων στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Άρτας, με κυριότερο τίτλο κτήσης του απώτερου δικαιοπαρόχου της το παραχωρητήριο, το οποίο αποτελεί οριστικό και νόμιμο τίτλο μεταβίβασης του επιδίκου ακινήτου.
Με βάση τα παραπάνω περιστατικά, η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί η ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία του παραπάνω αναλυτικά αναφερομένου ακινήτου, και να γίνουν οι σχετικές διορθώσεις στα οικεία Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Άρτας, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ). [...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: