Σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης: Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Ελεύθερη Ένωση.Στις σύγχρονες κοινωνίες εμφανίζεται με ολοένα και μεγαλύτερη συχνότητα ..
η ελεύθερη συμβίωση προσώπων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου ως εναλλακτική μορφή οικογένειας. Το αίτημα για νομοθετική αναγνώριση και ρύθμιση αυτών των μορφών σχέσεως κατά τρόπο τέτοιο ώστε να παρέχονται στα ζευγάρια που συμβιώνουν μερικά από τα δικαιώματα που προσφέρει ο γάμος όπως επιδόματα, άδειες, ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση, διατήρηση της οικογενειακής στέγης ή κάποιας διατροφής, ακόμα και κάποια κληρονομικά δικαιώματα, οδήγησε τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη στη θέσπιση σχετικών νόμων. Οι νόμοι αυτοί ακολουθούν κυρίως δυο μοντέλα: αφενός το σκανδιναβικό μοντέλο της δηλωμένης συμβίωσης, κατά το οποίο ορισμένες από τις συνέπειες του γάμου μεταβιβάζονται και στις σχέσεις μεταξύ ομοφυλοφίλων και αφετέρου, το γαλλικό μοντέλο του επονομαζόμενου «συμφώνου αλληλεγγύης» το οποίο διαχωρίζει το νομοθετικό πλαίσιο της απλής συμβίωσης από το θεσμό του γάμου.
Χώρες όπως η Δανία, η Φιλανδία, η Ισλανδία, η Νορβηγία, η Σουηδία, η Γερμανία, η Ελβετία και η Αγγλία αναγνωρίζουν, σήμερα, την ελεύθερη συμβίωση σε άτομα του ιδίου φύλου. Η Γαλλία παρέχει τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου εξώγαμης συμβίωσης τόσο για τα ετερόφυλα όσο και για τα ομόφυλα ζεύγη ενώ το Βέλγιο και η Ολλανδία προχωρούν ένα βήμα παραπέρα επιτρέποντας και τη σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ασχοληθεί με ζητήματα οικογενειακού δικαίου, μόνο όταν αυτά προκύπτουν μέσα από διατάξεις που αφορούν ατομικά δικαιώματα. Οι ελευθερίες που προστατεύονται ρητά από τη Σύμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι η ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων, η ισότητα αμοιβών και για τα δυο φύλα και η απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας δε συνδέονται άμεσα με την ίση μεταχείριση των ομόφυλων ή ετερόφυλων ζευγαριών που συζούν σε ελεύθερη ένωση. Από πλευράς ευρωπαϊκού δικαίου, ενδιαφέρον παρουσιάζουν για τους συμβιούντες το άρθρο 13 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως αυτό προστέθηκε μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ, και το οποίο απαγορεύει τις διακρίσεις βάσει του γενετήσιου προσανατολισμού του ατόμου, όπως επίσης και το άρθρο 1α Ι του αναθεωρημένου εσωτερικού οργανισμού των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζει ότι οι υπάλληλοι δικαιούνται ίση μεταχείριση χωρίς άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού τους.(1)
Το ζήτημα της ρύθμισης της ελεύθερης συμβίωσης έχει απασχολήσει και το ΔΕΚ το οποίο έχει ασχοληθεί σε διάφορες υποθέσεις με αυτές τις εναλλακτικές μορφές οικογένειας, κυρίως στο πλαίσιο της εξέτασης της δυνατότητας παροχής ατομικών δικαιωμάτων σε καθέναν από τους συντρόφους. Μια σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου παρουσιάζεται στη συνέχεια.
ΥΠΟΘΕΣΗ 59/85: Ολλανδικό Δημόσιο κατά Ann Florence Reed (2)
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η Reed, άγαμη και βρετανικής ιθαγένειας, έφτασε στις Κάτω Χώρες το Νοέμβριο του 1981. Τον Ιανουάριο του 1982 δήλωσε στις αρμόδιες ολλανδικές αρχές ότι αναζητούσε εργασία και το Μάρτιο του 1982 ζήτησε τη χορήγηση σ’ αυτήν άδειας διαμονής. Ως λόγο για τη χορήγηση της παραπάνω άδειας πρoέβαλε το γεγονός ότι είχε εγκατασταθεί στην Ολλανδία ως σύντροφος του W. ,με τον οποίο τη συνέδεε σταθερή σχέση πέντε ετών, και ο οποίος ήταν επίσης βρετανικής ιθαγένειας και εργαζόταν στις Κάτω Χώρες έχοντας λάβει δελτίο διαμονής υπηκόου κράτους-μέλους της ΕΟΚ. Η αίτηση της Reed για τη χορήγηση άδειας διαμονής απορρίφθηκε λόγω της πολιτικής αλλοδαπών που ακολουθείται στις Κάτω Χώρες και η ίδια στη συνέχεια υπέβαλε αίτηση αναθεωρήσεως κατά της αρνήσεως αυτής. Το αίτημά της έγινε δεκτό καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι η νομική εξέλιξη επιβάλλει την εξομοίωση των άγαμων συντρόφων με συζύγους. Η υπόθεση, μετά την αποτυχημένη άσκηση εφέσεως εκ μέρους του ολλανδικού δημοσίου, έφτασε στο αναιρετικό δικαστήριο, το οποίο υπέβαλε στο ΔΕΚ μια σειρά προδικαστικών ερωτημάτων.
Αρχικά, προέκυψε το ζήτημα αν υφίσταται δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας, η οποία απαγορεύεται από τα άρθρα 7 και 48 της Συνθήκης της ΕΟΚ, ενόψει του Κανονισμού 1612/68 της ΕΟΚ, στην περίπτωση που ένα κράτος-μέλος , εφαρμόζοντας την πολιτική του περί αλλοδαπών, εξομοιώνει με σύζυγο το πρόσωπο που διατηρεί σταθερή σχέση με εργαζόμενο που έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους-μέλους, χωρίς να πράττει το ίδιο και για πρόσωπο που έχει σταθερή σχέση με εργαζόμενο που έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους-μέλους αλλά απασχολείται και διαμένει στο πρώτο κράτος-μέλος. Επιπλέον, διατυπώθηκε το ερώτημα αν επιφυλάσσεται εξομοίωση με σύζυγο, όχι μόνο του προσώπου που έχει σταθερή σχέση με υπήκοο του κράτους αυτού αλλά και του προσώπου που διατηρεί σταθερή σχέση με πρόσωπο το οποίο έχει, καταρχήν, απεριόριστο δικαίωμα διαμονής στο κράτος αυτό. Τέλος, το ολλανδικό αναιρετικό δικαστήριο διερωτήθηκε αν κατά το άρθρο 10 του Κανονισμού 1612/68 το πρόσωπο που έχει σταθερή σχέση με εργαζόμενο εξομοιώνεται με «σύζυγο».
Β. ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Το ΔΕΚ έκρινε, αρχικά, ότι στο άρθρο 10 του Κανονισμού 1612/68, σύμφωνα με το οποίο ορισμένα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου, περιλαμβανομένου του συζύγου του, οποιαδήποτε και αν είναι η ιθαγένειά τους, έχουν δικαίωμα εγκατάστασης μαζί με τον εργαζόμενο υπήκοο ενός κράτους-μέλους που απασχολείται στη επικράτεια άλλου κράτους-μέλους, δεν πρέπει να δίδεται η ερμηνεία ότι ο σύντροφος εξομοιώνεται με το σύζυγο στον οποίο και αφορά η συγκεκριμένη διάταξη. Όπως υποστηρίχθηκε, με τον όρο «σύζυγος» ο κοινοτικός νομοθέτης υποδηλώνει το σύζυγο με τη νομική έννοια του οικογενειακού δικαίου. Προκειμένου, μάλιστα, να δοθεί μια διασταλτική ερμηνεία στον όρο αυτό, θα πρέπει η εξέλιξη που πραγματοποιήθηκε στις κοινωνικές και νομικές αντιλήψεις κατά τις οποίες αναγνωρίζονται στους άγαμους συντρόφους τα ίδια δικαιώματα και οι ίδιες υποχρεώσεις με εκείνες των συζύγων, να έλαβε χώρα στο σύνολο της Κοινότητας και όχι σε ορισμένα μόνο κράτη-μέλη. Στην άποψη αυτή συνηγορεί και η πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα κατά την οποία, μια τόσο ευρεία ερμηνεία του άρθρου 10 θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει έμμεσες διακρίσεις σε βάρος των υπηκόων κρατών όπου ο νομοθέτης απαγορεύει την εγκατάσταση των αλλοδαπών συντρόφων τους. Ταυτόχρονα, κατά τον εισαγγελέα, ανακύπτει και ζήτημα ασφάλειας δικαίου καθώς κρίνεται απαραίτητο να καθοριστούν από τον ίδιο το νομοθέτη τα όρια, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις εξομοίωσης των συντρόφων με τους συζύγους.
Επιπλέον, το ΔΕΚ, λαμβάνοντας υπόψιν το άρθρο 7 της Συνθήκης, κατά το οποίο θεωρείται απαγορευμένη κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας, σε συνδυασμό με το άρθρο 48 της Συνθήκης, που συγκεκριμενοποιεί την παραπάνω απαγόρευση ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας και το άρθρο 7παρ.2 του Κανονισμού 1612/68, που ορίζει ότι ο εργαζόμενος ο οποίος έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους-μέλους απολαμβάνει στο κράτος υποδοχής «των ίδιων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους» έκρινε, πως το κράτος-μέλος που επιτρέπει στους άγαμους συντρόφους των υπηκόων του, οι οποίοι δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους αυτού, να διαμένουν στο έδαφός του, δεν μπορούν να αρνηθούν το ίδιο ευεργέτημα στους διακινούμενους εργαζομένους που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών–μελών. Κατά το Δικαστήριο, η παροχή στο σύντροφο του εργαζομένου που δεν έχει την ιθαγένεια του κράτους υποδοχής της δυνατότητας να διαμείνει μαζί του, συμβάλλει εκτός των άλλων στην ενσωμάτωσή του στη χώρα υποδοχής και επομένως στην υλοποίηση του στόχου της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
Γ. ΑΠΟΨΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Αντίθετη, ωστόσο, ήταν η άποψη που διατύπωσε αναφορικά με το ζήτημα ο Γενικός Εισαγγελέας κατά τον οποίο η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που προβλέπει η Συνθήκη δε σημαίνει ότι το κράτος-μέλος που εξομοιώνει με σύζυγο τον άγαμο σύντροφο του εργαζομένου που έχει την ιθαγένεια του κράτους αυτού ή διαθέτει δικαίωμα διαμονής σε αυτό, είναι υποχρεωμένο να εξομοιώνει προς συζύγους και τους συντρόφους των υπηκόων άλλων κρατών-μελών που εργάζονται στο έδαφός του.
ΥΠΟΘΕΣΗ C-249/96: Lisa Jacqueline Grant κατά South-West Trains Ltd (3)
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η Lisa Grant εργάζεται την SWT, εταιρεία σιδηροδρόμων της περιφέρειας του Southampton, ως υπάλληλος γραφείου. Στη σύμβαση εργασίας της περιλαμβάνεται ρήτρα με τίτλο «Εκπτώσεις στα εισιτήρια συγκοινωνιών», σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι του συγκεκριμένου βαθμού δικαιούνται παροχές δωρεάν και μειωμένων εισιτηρίων συγκοινωνιών. Ταυτόχρονα, των παροχών αυτών έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν τόσο ο σύζυγος του υπαλλήλου όσο και τα άτομα που αυτός συντηρεί, ενώ η χορήγησή τους εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη, ο οποίος και τις ανακαλεί σε περίπτωση κατάχρησης. Οι συγκεκριμένες διατάξεις, μάλιστα, εξειδικεύονται και από Κανονισμό τον οποίο έχει θεσπίσει ο εργοδότης, ο οποίος ορίζει ότι οι εκπτώσεις στα εισιτήρια παρέχονται για το νόμιμο σύζυγο του εργαζομένου, εκτός αν βρίσκεται σε νόμιμη διάσταση με τον εργαζόμενο και για το σύντροφο αντίθετου φύλου του υπαλλήλου εφόσον υφίσταται μεταξύ τους τουλάχιστον διετής σοβαρός δεσμός. Με αφορμή τη συγκεκριμένη διάταξη, η L.Grant υπέβαλε στην εργοδότρια εταιρεία αίτηση με την οποία ζητούσε τη χορήγηση των παραπάνω παροχών στη σύντροφό της, με την οποία συζούσε στο πλαίσιο σχέσης ελεύθερης συμβίωσης τουλάχιστον για δυο χρόνια. Η αίτησή της απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι οι εκπτώσεις στα εισιτήρια αφορούν μόνο συντρόφους αντίθετου φύλου, με αποτέλεσμα η Grant να ασκήσει αγωγή κατά της εργοδότριας εταιρείας ισχυριζόμενη ότι η ανωτέρω άρνηση συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, η οποία αντιτίθεται τόσο στην αρχή της ισότητας των αμοιβών, όσο και στο άρθρο 119 της Συνθήκης και την Οδηγία 76/207, καθώς επίσης και ότι ο άνδρας προκάτοχός της είχε επωφεληθεί των συγκεκριμένων εκπτώσεων για τη γυναίκα σύντροφό του.
Το αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής δικαστήριο υπέβαλε στο ΔΕΚ μια σειρά προδικαστικών ερωτημάτων αναφορικά με το αν η άρνηση χορήγησης των παραπάνω εκπτώσεων έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ίσης αμοιβής ανδρών και γυναικών, καθώς επίσης, και αν ο όρος «διακρίσεις φύλου» του άρθρου 119 της Συνθήκης περιλαμβάνει και τις διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού του εργαζομένου ή τις διακρίσεις λόγω του φύλου του συντρόφου του εργαζομένου. Παράλληλα, ανέκυψε το ζήτημα αν η άρνηση του εργοδότη μπορεί να βασιστεί στον ισχυρισμό ότι σκοπός της ρύθμισης είναι η παροχή πλεονεκτημάτων σε συντρόφους που τελούν σε κατάσταση ισοδύναμη με εκείνη των συζύγων ή ότι τα ομόφυλα ζεύγη δε θεωρούνται κατά παράδοση ισότιμα με τα ετερόφυλα.
Β. ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Το ΔΕΚ, εκτιμώντας τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, έκρινε πως η άρνηση εργοδότη να χορηγήσει εκπτώσεις στα εισιτήρια συγκοινωνιών υπέρ του ατόμου του ιδίου φύλου με το οποίο ο εργαζόμενος διατηρεί σταθερή σχέση, ενώ οι εκπτώσεις χορηγούνται υπέρ του συντρόφου αντίθετου φύλου δε συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω φύλου απαγορευόμενη από το άρθρο 119 της Συνθήκης ή την Οδηγία 75/117 ΕΟΚ του Συμβουλίου για την εφαρμογή της ισότητας στην αμοιβή ανδρών και γυναικών. Σύμφωνα με το ΔΕΚ, η προϋπόθεση την οποία θέτει ο Κανονισμός και σύμφωνα με την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να συζεί με άτομο του αντίθετου φύλου ισχύει ανεξάρτητα από το φύλο του εργαζομένου με αποτέλεσμα να μην παρέχονται οι εκπτώσεις στα εισιτήρια συγκοινωνιών τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες εργαζομένους που ζουν σε καθεστώς ελεύθερης ένωσης με άτομα του ιδίου φύλου και επομένως να μην υφίσταται δυσμενής διάκριση στηριζόμενη ευθέως στο φύλο.
Επιπλέον, το ΔΕΚ θεώρησε ότι παρά το γεγονός πως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εκφράσει την αντίθεσή του προς κάθε δυσμενή διάκριση με γνώμονα το γενετήσιο προσανατολισμό του ατόμου, το κοινοτικό δίκαιο δεν έχει θεσπίσει ακόμα κανόνες οι οποίοι εξομοιώνουν τις σχέσεις μεταξύ ομοφύλων με εκείνες μεταξύ εγγάμων ατόμων ή μεταξύ ετερόφυλων. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται και μη υποχρέωση του εργοδότη να προβεί σε τέτοιου είδους εξομοίωση, καθώς μια τέτοια ενέργεια συνιστά αρμοδιότητα του νομοθέτη.
Τέλος, το ΔΕΚ δεν έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της L.Grant σύμφωνα με τον οποίο, το κοινοτικό δίκαιο περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι καλύπτει και τις διακρίσεις που στηρίζονται στο γενετήσιο προσανατολισμό, γεγονός που προκύπτει και από τη γνώμη της Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι στη διεθνή σύμβαση για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα της 19/12/1996 η έννοια του «φύλου» περιλαμβάνει και τις γενετήσιες προτιμήσεις. Το ΔΕΚ υποστηρίζει ότι η Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο με αποτέλεσμα οι εκτιμήσεις του να μην είναι νομικώς δεσμευτικές για το Δικαστήριο, ενώ ταυτόχρονα, η ερμηνεία που δίνει στην έννοια της διάκρισης λόγω φύλου δε συνάδει με τη γενικώς αποδεκτή ερμηνεία της όπως αυτή εκφράζεται στις διάφορες διεθνείς πράξεις σχετικά με την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συνεπεία των παραπάνω, το δικαστήριο, προχωρώντας σε γραμματική και τελολογική ερμηνεία των κοινοτικών διατάξεων και λαμβάνοντας υπόψιν τη θέση τους στο σύστημα της Συνθήκης αλλά και του γενικότερου νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, έκρινε ότι δεν μπορεί να διευρύνει την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ώστε το κοινοτικό δίκαιο να καλύπτει οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
Γ. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Η απόφαση αυτή, ωστόσο, του ΔΕΚ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα της δίκης. Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξε την άποψη πως ο όρος που περιέχεται στη σύμβαση εργασίας και παρέχει τη δυνατότητα εκπτώσεων στα εισιτήρια του συντρόφου του εργαζομένου, μόνο αν αυτός είναι αντίθετου φύλου, εισάγει δυσμενή διάκριση λόγω φύλου και επομένως εμπίπτει στη ρύθμιση του άρθρου 119 της Συνθήκης. Εξάλλου, η έννοια της διάκρισης λόγω φύλου στη συγκεκριμένη περίπτωση καλύπτει και τη διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού εφόσον ως προϋπόθεση της χορήγησης της παροχής τίθεται τόσο το φύλο του εργαζομένου όσο και του συντρόφου του.
Παράλληλα, ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ενδεχόμενο η διάκριση λόγω φύλου να απορρέει στην προκειμένη υπόθεση από το ισχύον στο οικείο κράτος οικογενειακό δίκαιο και επομένως να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Ωστόσο, όπως τελικά υποστήριξε, η διάταξη που εμπεριέχεται στον Κανονισμό εργασίας, δεν αντιστοιχεί σε κάποια νομική έννοια του αγγλικού οικογενειακού δικαίου και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ζήτημα οικογενειακού δικαίου, για τη ρύθμιση του οποίου αρμόδια είναι μόνο τα κράτη-μέλη, αλλά κρίνεται ως διάκριση εμπίπτουσα στο κοινοτικό δίκαιο.
ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-122/99P KAI C-125/99P: D και Βασίλειο της Σουηδίας κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4)
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Ο D, υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και συγκεκριμένα του Συμβουλίου, Σουηδός υπήκοος, προέβη στη Σουηδία σε ληξιαρχική καταχώριση της σχέσης του με άλλο Σουηδό υπήκοο του ιδίου φύλου. Το Σεπτέμβριο του 1996 ζήτησε από το Συμβούλιο να εξομοιώσει τη ληξιαρχικώς καταχωρισμένη σχέση του με γάμο, προκειμένου να λάβει το επίδομα στέγης που προβλέπει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης (ΚΥΚ) των υπαλλήλων. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο Κανονισμό το επίδομα στέγης δικαιούται ο έγγαμος υπάλληλος, ο υπάλληλος που διατελεί εν χηρεία, έχει λάβει διαζύγιο ή είναι χωρισμένος ή άγαμος και έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα. Ωστόσο, το Συμβούλιο απέρριψε την αίτησή του με τη αιτιολογία ότι οι διατάξεις του ΚΥΚ δεν παρέχουν τη δυνατότητα εξομοίωσης της «ληξιαρχικώς καταχωρισμένης» σχέσης με το γάμο, με αποτέλεσμα ο D να προσφύγει ενώπιον του Πρωτοδικείου.
Το Πρωτοδικείο έκρινε πως όσον αφορά στην παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, η τροποποίηση του Κανονισμού 781/98 η οποία εγγυάται στους υπαλλήλους ίση μεταχείριση χωρίς αναφορά στο σεξουαλικό τους προσανατολισμό τέθηκε σε ισχύ μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης οπότε και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν. Επιπλέον, το ΠΕΚ έκρινε πως η έννοια του γάμου κατά τον ΚΥΚ πρέπει να ερμηνευθεί ως σχέση στηριζόμενη στον πολιτικό γάμο κατά την παραδοσιακή έννοια του όρου, καθώς επίσης και πως το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να εξομοιώσει με γάμο την κατάσταση ενός προσώπου που διατηρεί σταθερή σχέση με σύντροφο του ιδίου φύλου, έστω και αν αυτή καταχωρίστηκε επίσημα από εθνική διοίκηση. Η προσφυγή του D απορρίφθηκε γεγονός που είχε ως συνέπεια την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΔΕΚ.
Β. ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Το ΔΕΚ, αρχικά, απέρριψε το λόγο αναίρεσης που αναφέρεται στην ερμηνεία του ΚΥΚ. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, ο όρος «γάμος» κατά τον κοινώς αποδεκτό από τα κράτη- μέλη ορισμό, περιγράφει την ένωση δυο προσώπων διαφορετικού φύλου. Παρά το γεγονός ότι έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των κρατών-μελών που καθιέρωσαν νομοθετικά συστήματα που κατοχυρώνουν νομικά διάφορες σχέσεις μεταξύ συντρόφων του ιδίου ή διαφορετικού φύλου και αναγνωρίζουν στις σχέσεις αυτές δικαιώματα αντίστοιχα με εκείνα του γάμου, τα εν λόγω συστήματα διακρίνονται από το γάμο στα οικεία κράτη-μέλη. Κατά συνέπεια, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να ερμηνεύσει τον ΚΥΚ κατά τρόπο που να εξομοιώνει το γάμο με νομικά καθεστώτα που διακρίνονται από αυτόν με αποτέλεσμα η εξομοίωση της ληξιαρχικώς καταχωρισμένης σχέσης με τον γάμο σε περιορισμένο αριθμό κρατών να μη συνεπάγεται την ερμηνευτική υπαγωγή στην έννοια του «εγγάμου υπαλλήλου» κατά τον ΚΥΚ ατόμων που ανήκουν σε νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο του γάμου.
Εν συνεχεία το ΔΕΚ απέρριψε ως λόγο αναιρέσεως και τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση που τον αντιμετωπίζει ως «άγαμο» συνιστά παραβίαση της αρχής κατά την οποία κάθε υπήκοος κράτους-μέλους έχει δικαίωμα, στο σύνολο του κοινοτικού εδάφους για σεβασμό της οικογενειακής κατάστασης που του αναγνωρίζεται στο κράτος-μέλος καταγωγής του, καθώς έκρινε πως το αρμόδιο θεσμικό όργανο δεν έλαβε απόφαση σχετικά με τη μη χορήγηση του επιδόματος, η οποία να επηρεάζει την ιδιότητα του αναιρεσείοντος από άποψη οικογενειακής καταστάσεως. Επιπλέον, το ΔΕΚ θεώρησε πως δε συντρέχει περίπτωση διάκρισης λόγω φύλου από τη στιγμή που το αν ο υπάλληλος είναι άνδρας ή γυναίκα δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά στη χορήγηση του επιδόματος στέγης. Ταυτόχρονα, έκρινε αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι υπάρχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στη συγκεκριμένη υπόθεση λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού εφόσον προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδόματος είναι η από νομικής απόψεως φύση των δεσμών του υπαλλήλου με το σύντροφό του και όχι το φύλο του τελευταίου. Επιπρόσθετα, στα κράτη-μέλη της Κοινότητας παρουσιάζεται μεγάλη ετερογένεια των νομοθεσιών για την αναγνώριση σχέσεων συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και κυριαρχεί η απουσία εξομοίωσής τους με το γάμο, γεγονός που ενισχύει την άποψη πως η κατάσταση υπαλλήλου που καταχώρισε ληξιαρχικώς σχέση συμβίωσης στη Σουηδία δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή ενός εγγάμου υπαλλήλου.
ΥΠΟΘΕΣΗ C-65/98: Safet Eyup κατά Landesgeschaftsstelle des Arbeitsmarktservice Voralberg (5)
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το Σεπτέμβριο του 1983 η S.Eyup τέλεσε γάμο με Τούρκο εργαζόμενο, νόμιμα εγκατεστημένο στην αγορά εργασίας της Αυστρίας και μετά τη σύναψή του της χορηγήθηκε άδεια διαμονής λόγω συμβίωσης με το σύζυγό της. Το Νοέμβριο του 1985, ο γάμος λύθηκε με διαζύγιο, ωστόσο το ζεύγος εξακολουθούσε να συμβιώνει σε οιονεί γάμου κοινωνία, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη γέννηση τεσσάρων παιδιών κατά το διάστημα από τη λύση του γάμου μέχρι την τέλεση δεύτερου γάμου μεταξύ τους. Τον Απρίλιο του 1997, οπότε και είχε ήδη συναφθεί ο δεύτερος γάμος της Eyup, εκείνη ζήτησε την έκδοση απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 εδ. α΄της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, τα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους-μέλους, στα οποία έχει επιτραπεί να ζήσουν μαζί του, δικαιούνται να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας εφόσον διαμένουν νόμιμα στο κράτος αυτό επί τουλάχιστον τρία έτη. Η απάντηση της αρμόδιας αρχής στο παραπάνω αίτημα ήταν αρνητική καθώς εκτιμήθηκε ότι ως μέλος της οικογένειας του Τούρκου εργαζομένου μπορεί να θεωρηθεί μόνο η σύζυγος και όχι η σύντροφος με αποτέλεσμα η Eyup να ασκήσει αναίρεση κατά της αρνητικής αυτής απόφασης. Το εθνικό δικαστήριο που επιλήφθηκε της υποθέσεως, έκρινε πως η νομολογία του ΔΕΚ δεν είχε οριοθετήσει ακόμα με σαφήνεια την κατηγορία των προσώπων που ανήκουν στα μέλη της οικογένειας του Τούρκου εργαζομένου με αποτέλεσμα να υποβάλει στο ΔΕΚ μια σειρά προδικαστικών ερωτημάτων.
Αρχικά, το εθνικό δικαστήριο διερωτήθηκε αν ο όρος «μέλος της οικογένειας» συμπεριλαμβάνει και τον/την σύντροφο του Τούρκου εργαζομένου ή της Τουρκάλας εργαζομένης. Σε περίπτωση, μάλιστα, αρνητικής απάντησης στο παραπάνω ζήτημα, αναφύεται το ερώτημα αν πρέπει να υφίσταται αδιαλείπτως επί πενταετία δεσμός γάμου του Τούρκου εργαζομένου και του/της συζύγου του ή επιτρέπεται να διακόπτονται οι περίοδοι ύπαρξης επίσημου δεσμού γάμου με το ίδιο πρόσωπο από μακροχρόνια περίοδο απλής συμβίωσης προκειμένου τα μέλη της οικογένειας του Τούρκου εργαζομένου να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα. Επιπλέον, ανέκυψε το ζήτημα αν η επίσημη λύση του γάμου συνεπάγεται ότι δεν ισχύουν υπέρ του πρώην συζύγου του Τούρκου εργαζομένου οι χρονικές περίοδοι που είχε συμπληρώσει μέχρι τη λύση του γάμου ως μέλος της οικογένειας.
Β. ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Το ΔΕΚ, εκτιμώντας τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τόνισε, αρχικά, ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία του η απόφαση 1/80 παράγει άμεσα αποτελέσματα εντός των κρατών-μελών, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι υπήκοοι που πληρούν τις προϋποθέσεις του να μπορούν να επικαλούνται απευθείας τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει η διάταξη. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο επεσήμανε το σκοπό του συγκεκριμένου άρθρου που έγκειται στη διευκόλυνση τόσο της εργασίας όσο και της διαμονής του Τούρκου εργαζομένου που είναι ενταγμένος στην αγορά εργασίας του κράτους-μέλους αυτού, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι από τη στιγμή που επιτράπηκε η είσοδος του μέλους της οικογένειας στο έδαφος του κράτους-μέλους προκειμένου το μέλος αυτό να συμβιώσει με την οικογένειά του, η συμβίωση απαιτείται να εκδηλωθεί για ένα χρονικό διάστημα με πραγματική συγκατοίκηση και να διαρκέσει μέχρι ο ενδιαφερόμενος να πληροί τις προϋποθέσεις πρόσβασης στην αγορά εργασίας του κράτους αυτού.
Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, το Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία της απόφασης 1/80, θεωρώντας ότι αυτή δεν απαγορεύει στις αρχές κράτους-μέλους να εξαρτούν τη χορήγηση του δικαιώματος παροχής μισθωτής εργασίας και διαμονής από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος συμβιώνει πράγματι με τον εργαζόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια της τριετίας, ενώ για τον υπολογισμό αυτού του διαστήματος θεωρεί ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν οι βραχείας διαρκείας διακοπές της συμβίωσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Eyup, όταν υπέβαλε την αίτηση περί αναγνώρισης του δικαιώματος της να εργάζεται στην Αυστρία, συγκατοικούσε ήδη αδιαλείπτως με το σύζυγό της — είτε κατά τη διάρκεια των περιόδων του εγγάμου βίου τους είτε κατά τη διάρκεια των ετών της συμβίωσης τους υπό καθεστώς οιονεί γάμου κοινωνίας — οπότε είχε σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα.
Κατά συνέπεια, το ΔΕΚ ερμηνεύοντας το άρθρο 7 της απόφασης 1/80 έκρινε πως αυτό αφορά και στην περίπτωση Τουρκάλας υπηκόου στην οποία επιτράπηκε να εγκατασταθεί εντός κράτους-μέλους, προκειμένου να συμβιώσει με το σύζυγό της, Τούρκο εργαζόμενο, εφόσον η ενδιαφερόμενη εξακολούθησε και μετά το διαζύγιό της που απαγγέλθηκε πριν τη λήξη της τριετίας να συμβιώνει αδιαλείπτως με τον πρώην σύζυγό της μέχρι την ημέρα τελέσεως του νέου γάμου μεταξύ των συζύγων, γεγονός που σημαίνει ότι της αναγνωρίζεται το δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε έμμισθη εργασία.
ΥΠΟΘΕΣΗ C-117/01: Κ.Β κατά National Health Service Agency και Secretary of State for Health (6)
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η Κ.Β , είναι γυναίκα που εργάστηκε για χρονικό διάστημα περίπου είκοσι ετών ως νοσοκόμα για το Εθνικό Σύστημα Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου και είναι ασφαλισμένη στο συνταξιοδοτικό του σύστημα. Ταυτόχρονα, διατηρεί αισθηματική σχέση και συζεί σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης με τον R. , ο οποίος είχε γεννηθεί και καταχωριστεί στα ληξιαρχικά μητρώα ως θήλυ, αλλά κατέστη ανήρ κατόπιν ιατρικής επέμβασης αλλαγής φύλου. Ωστόσο, δεν κατάφερε να τροποποιήσει και την πράξη γεννήσεως του προκειμένου να επισημοποιήσει την αλλαγή αυτή με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η σύναψη γάμου μεταξύ Κ.Β και R. Λόγω της έλλειψης γάμου, το συνταξιοδοτικό τμήμα του ΕΣΥ πληροφόρησε την Κ.Β ότι σε περίπτωση αποβιώσεώς της πριν τον R. , ο τελευταίος θα αδυνατούσε να λάβει σύνταξη χηρείας δεδομένου ότι το πλεονέκτημα της συγκεκριμένης παροχής επιφυλάσσεται υπέρ του επιζώντος συζύγου και ότι καμιά διάταξη του Ηνωμένου Βασιλείου δεν αναγνωρίζει την ιδιότητα του συζύγου αν δεν έχει τελεστεί νόμιμος γάμος. Η Κ.Β. προσέβαλε τον ανωτέρω ισχυρισμό θεωρώντας πως οι συγκεκριμένες διατάξεις εισάγουν δυσμενή διάκριση λόγω φύλου αντίθετη προς το άρθρο 141 ΕΚ και την Οδηγία 75/117. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν πως δεν υφίσταται τέτοιου είδους διάκριση και το αναιρετικό δικαστήριο υπέβαλε στο ΔΕΚ το ερώτημα αν η άρνηση χορηγήσεως συντάξεως στον τρανσεξουαλικό σύντροφο μιας ασφαλισμένης γυναίκας συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω φύλου.
Β. ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Το ΔΕΚ ερμηνεύοντας το άρθρο 141 ΕΚ και την Οδηγία 75/117 και εκτιμώντας τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα. Αρχικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι παροχές που χορηγούνται δυνάμει συνταξιοδοτικού δικαιώματος με γνώμονα τη θέση που κατείχε ο ενδιαφερόμενος συνδέονται με την αμοιβή που αυτός ελάμβανε και εμπίπτουν στο άρθρο 141 ΕΚ κατά το οποίο «κάθε κράτος-μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας», όπως επίσης και οι συντάξεις χηρείας που προβλέπονται από το εν λόγω σύστημα. Επιπλέον, η συγκεκριμένη παροχή εμπίπτει και στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 75/117 κατά το άρθρο 1 παρ.1 της οποίας η αρχή της ισότητας των αμοιβών συνεπάγεται την κατάργηση για το σύνολο των στοιχείων και των όρων αμοιβής κάθε διάκρισης στηριζόμενης στο φύλο ενώ στο άρθρο 3 της ίδιας Οδηγίας προβλέπεται η υποχρέωση των κρατών-μελών να καταργούν τις διακρίσεις των ανδρών και γυναικών που απορρέουν από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις και είναι αντίθετες στην αρχή της ισότητας των αμοιβών.
Το Δικαστήριο, θεώρησε ότι η απόφαση ορισμένα πλεονεκτήματα να επιφυλάσσονται για τα έγγαμα ζεύγη, αποκλείοντας εκείνους που συνοικούν χωρίς να είναι έγγαμοι, εμπίπτει είτε στην επιλογή του νομοθέτη είτε στην εκ μέρους των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων ερμηνεία των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, χωρίς να μπορούν οι ιδιώτες να προβάλλουν οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου απαγορευόμενη από το κοινοτικό δίκαιο. Εντούτοις, αποδεχόμενο και την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα, έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχει άνιση μεταχείριση η οποία, παρά το γεγονός ότι δε θέτει άμεσα υπό αμφισβήτηση το πλεονέκτημα της λήψης δικαιώματος προστατευομένου από το κοινοτικό δίκαιο, θίγει μια από τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του. Η άνιση αυτή μεταχείριση, μάλιστα, δεν άπτεται της αναγνώρισης σύνταξης χηρείας αλλά μιας προτασσόμενης προϋπόθεσης, η οποία είναι απαραίτητη για τη χορήγησή της, δηλαδή της ικανότητας σύναψης γάμου. Η αντικειμενική αδυναμία πλήρωσης της παραπάνω προϋπόθεσης, είναι απόρροια του γεγονότος ότι σύμφωνα με το αγγλικό οικογενειακό δίκαιο λογίζεται άκυρος οποιοσδήποτε γάμος στα πλαίσια του οποίου οι σύζυγοι δεν είναι άρρεν και θήλυ πρόσωπα αντίστοιχα, ενώ ως φύλο ενός προσώπου λογίζεται εκείνο που παρατίθεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης.
Ωστόσο, το ΔΕΚ θεώρησε ότι η συγκεκριμένη νομοθεσία, η οποία κατά παράβαση της ΕΣΔΑ, περιάγει ένα ζεύγος όπως οι Κ.Β και R. σε αδυναμία να ικανοποιήσει την προϋπόθεση γάμου, πρέπει να θεωρηθεί καταρχήν ασυμβίβαστη με το άρθρο 141 ΕΚ. Εναπόκειται, όμως στον εθνικό δικαστή να ελέγξει αν σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης πρόσωπο τελούν στην κατάσταση της Κ.Β. μπορεί να επικαλεστεί βασίμως το άρθρο 141 ΕΚ προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα ο σύντροφός του να τύχει του πλεονεκτήματος της σύνταξης χηρείας, εφόσον μάλιστα, εναπόκειται στα κράτη-μέλη να καθορίζουν τις προϋποθέσεις της νομικής αναγνώρισης της αλλαγής φύλου ενός προσώπου.
ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Όπως προκύπτει από την παράθεση των παραπάνω αποφάσεων, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κρατών-μελών έχει ρυθμίσει νομοθετικά την ελεύθερη συμβίωση μεταξύ ατόμων είτε του ιδίου, είτε διαφορετικού φύλου το ΔΕΚ δε διακρίνεται από μια προοδευτική στάση όσον αφορά στα συγκεκριμένα ζητήματα. Είναι αξιοσημείωτο μάλιστα το γεγονός ότι μετά από τις πρόσφατες τροποποιήσεις στο εθνικό δίκαιο αρκετών κρατών ορισμένες από τις υποθέσεις που εκτέθηκαν πιθανόν να μην έφταναν καν στο Δικαστήριο, εφόσον θα ήταν δυνατή η απευθείας επίλυση των διαφορών που ανέκυψαν από τα ίδια τα εθνικά δικαστήρια των κρατών.
Όπως έγινε ήδη φανερό, το Δικαστήριο διστάζει να εξομοιώσει τους συντρόφους με συζύγους ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό ένα συντηρητικό τρόπο σκέψης ο οποίος θα μπορούσε, ίσως, να δικαιολογηθεί από την ανάγκη για αποφυγή έμμεσων διακρίσεων σε βάρος υπηκόων κρατών-μελών που υιοθετούν αυστηρότερες ρυθμίσεις ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα σε σχέση με άλλα κράτη. (7)
Το ΔΕΚ φαίνεται να ακολουθεί έναν περισσότερο «ηθικό» τρόπο απονομής δικαιοσύνης εμμένοντας στο παραδοσιακό μοντέλο του γάμου ως πλήρως αναγνωρισμένου τρόπου συμβίωσης και οικογενειακής ζωής. Ωστόσο, όπως έχει υποστηριχθεί, ο χρόνος και η ανάγκη προσαρμογής στις νέες συνθήκες θα οδηγήσουν στο μέλλον στην αποδοχή αυτών των μορφών σχέσεως ως εναλλακτικών μορφών οικογένειας και πιθανότατα στην υιοθέτηση απευθείας από το ευρωπαϊκό δίκαιο ρυθμίσεων που προστατεύουν την ελεύθερη συμβίωση.8
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλ. Τράντα, Δηλωμένη Συμβίωση. Ένας νέος οικογενειακός δεσμός. Με αφορμή την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 17.7.2002, ΔτΑ 20/2003
Απόφαση ΔΕΚ, Ολλανδία εναντίον Ann Florence Reed, της 17.4.1986, C- 59/85, Συλλογή 1986
Απόφαση ΔΕΚ, Lisa Jacqueline Grant εναντίον South West Trains Ltd, της 17.02.1998, C-249/96, Συλλογή 1998, Ι-621, ΕuZW 1998
Απόφαση ΔΕΚ Safet Eyup κατά Landesgeschaftsstelle des Arbeitsmarktservice Vorarlberg, της 22.06.2000, C-65/98, Συλλογή Ι-04747, 2000
http:www.eur-lex.europa.eu
Common Market Law Review, Vol.39, No 1, August 2004
European Law Review, Vol.27, No 1, February 2002
Θ.Παπαχρήστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα 2005
Επιμέλεια: Νατάσσα Αφράτη, Ασκούμενη Δικηγόρος.
Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο παρακολούθησης του Σεμιναρίου Αστικού Δικαίου του Τομέα Α΄ Ιδιωτικού Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008.
1 Βλ.Αλ.Τράντα, Δηλωμένη συμβίωση. Ένας νέος οικογενειακός θεσμός. Με αφορμή την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 17.7.2002, ΔτΑ 20/2003, σελ. 1171 επ.
2 Βλ. Απόφαση ΔΕΚ, Ολλανδία εναντίον Anne Florence Reed της 17.4.1986, C- 59/85, Συλλογή 1986, σελ.1283
3 Βλ. ΔΕΚ , Lisa Jacqueline Grant εναντίον South West Trains Ltd της 17.02.1998, C- 249/96, συλλογή 1998, Ι-621, ΕuZW 1998, σελ.212 επ.
4 Βλ.ΔΕΚ , D και Βασίλειο της Σουηδίας κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 31.5.2001, C-122/99P και C-125/99P , Συλλογή 2001,σελ. Ι-04319
5 Βλ. http:www.eur-lex.europa.eu/site
6 Βλ. http.www.eur-lex.europa.eu/site
7 Βλ.Common Market Law Review, Vol.39, No 1, August 2004, σελ. 1125 επ.
8 Βλ. European Law Review, Vol.27, No 1, February 2002, σελ. 89
η ελεύθερη συμβίωση προσώπων του ίδιου ή διαφορετικού φύλου ως εναλλακτική μορφή οικογένειας. Το αίτημα για νομοθετική αναγνώριση και ρύθμιση αυτών των μορφών σχέσεως κατά τρόπο τέτοιο ώστε να παρέχονται στα ζευγάρια που συμβιώνουν μερικά από τα δικαιώματα που προσφέρει ο γάμος όπως επιδόματα, άδειες, ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση, διατήρηση της οικογενειακής στέγης ή κάποιας διατροφής, ακόμα και κάποια κληρονομικά δικαιώματα, οδήγησε τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη στη θέσπιση σχετικών νόμων. Οι νόμοι αυτοί ακολουθούν κυρίως δυο μοντέλα: αφενός το σκανδιναβικό μοντέλο της δηλωμένης συμβίωσης, κατά το οποίο ορισμένες από τις συνέπειες του γάμου μεταβιβάζονται και στις σχέσεις μεταξύ ομοφυλοφίλων και αφετέρου, το γαλλικό μοντέλο του επονομαζόμενου «συμφώνου αλληλεγγύης» το οποίο διαχωρίζει το νομοθετικό πλαίσιο της απλής συμβίωσης από το θεσμό του γάμου.
Χώρες όπως η Δανία, η Φιλανδία, η Ισλανδία, η Νορβηγία, η Σουηδία, η Γερμανία, η Ελβετία και η Αγγλία αναγνωρίζουν, σήμερα, την ελεύθερη συμβίωση σε άτομα του ιδίου φύλου. Η Γαλλία παρέχει τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου εξώγαμης συμβίωσης τόσο για τα ετερόφυλα όσο και για τα ομόφυλα ζεύγη ενώ το Βέλγιο και η Ολλανδία προχωρούν ένα βήμα παραπέρα επιτρέποντας και τη σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ασχοληθεί με ζητήματα οικογενειακού δικαίου, μόνο όταν αυτά προκύπτουν μέσα από διατάξεις που αφορούν ατομικά δικαιώματα. Οι ελευθερίες που προστατεύονται ρητά από τη Σύμβαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι η ελεύθερη κυκλοφορία εργαζομένων, η ισότητα αμοιβών και για τα δυο φύλα και η απαγόρευση διακρίσεων λόγω ιθαγένειας δε συνδέονται άμεσα με την ίση μεταχείριση των ομόφυλων ή ετερόφυλων ζευγαριών που συζούν σε ελεύθερη ένωση. Από πλευράς ευρωπαϊκού δικαίου, ενδιαφέρον παρουσιάζουν για τους συμβιούντες το άρθρο 13 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως αυτό προστέθηκε μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης του Άμστερνταμ, και το οποίο απαγορεύει τις διακρίσεις βάσει του γενετήσιου προσανατολισμού του ατόμου, όπως επίσης και το άρθρο 1α Ι του αναθεωρημένου εσωτερικού οργανισμού των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζει ότι οι υπάλληλοι δικαιούνται ίση μεταχείριση χωρίς άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις λόγω του γενετήσιου προσανατολισμού τους.(1)
Το ζήτημα της ρύθμισης της ελεύθερης συμβίωσης έχει απασχολήσει και το ΔΕΚ το οποίο έχει ασχοληθεί σε διάφορες υποθέσεις με αυτές τις εναλλακτικές μορφές οικογένειας, κυρίως στο πλαίσιο της εξέτασης της δυνατότητας παροχής ατομικών δικαιωμάτων σε καθέναν από τους συντρόφους. Μια σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου παρουσιάζεται στη συνέχεια.
ΥΠΟΘΕΣΗ 59/85: Ολλανδικό Δημόσιο κατά Ann Florence Reed (2)
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η Reed, άγαμη και βρετανικής ιθαγένειας, έφτασε στις Κάτω Χώρες το Νοέμβριο του 1981. Τον Ιανουάριο του 1982 δήλωσε στις αρμόδιες ολλανδικές αρχές ότι αναζητούσε εργασία και το Μάρτιο του 1982 ζήτησε τη χορήγηση σ’ αυτήν άδειας διαμονής. Ως λόγο για τη χορήγηση της παραπάνω άδειας πρoέβαλε το γεγονός ότι είχε εγκατασταθεί στην Ολλανδία ως σύντροφος του W. ,με τον οποίο τη συνέδεε σταθερή σχέση πέντε ετών, και ο οποίος ήταν επίσης βρετανικής ιθαγένειας και εργαζόταν στις Κάτω Χώρες έχοντας λάβει δελτίο διαμονής υπηκόου κράτους-μέλους της ΕΟΚ. Η αίτηση της Reed για τη χορήγηση άδειας διαμονής απορρίφθηκε λόγω της πολιτικής αλλοδαπών που ακολουθείται στις Κάτω Χώρες και η ίδια στη συνέχεια υπέβαλε αίτηση αναθεωρήσεως κατά της αρνήσεως αυτής. Το αίτημά της έγινε δεκτό καθώς το δικαστήριο έκρινε ότι η νομική εξέλιξη επιβάλλει την εξομοίωση των άγαμων συντρόφων με συζύγους. Η υπόθεση, μετά την αποτυχημένη άσκηση εφέσεως εκ μέρους του ολλανδικού δημοσίου, έφτασε στο αναιρετικό δικαστήριο, το οποίο υπέβαλε στο ΔΕΚ μια σειρά προδικαστικών ερωτημάτων.
Αρχικά, προέκυψε το ζήτημα αν υφίσταται δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγένειας, η οποία απαγορεύεται από τα άρθρα 7 και 48 της Συνθήκης της ΕΟΚ, ενόψει του Κανονισμού 1612/68 της ΕΟΚ, στην περίπτωση που ένα κράτος-μέλος , εφαρμόζοντας την πολιτική του περί αλλοδαπών, εξομοιώνει με σύζυγο το πρόσωπο που διατηρεί σταθερή σχέση με εργαζόμενο που έχει την ιθαγένεια αυτού του κράτους-μέλους, χωρίς να πράττει το ίδιο και για πρόσωπο που έχει σταθερή σχέση με εργαζόμενο που έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους-μέλους αλλά απασχολείται και διαμένει στο πρώτο κράτος-μέλος. Επιπλέον, διατυπώθηκε το ερώτημα αν επιφυλάσσεται εξομοίωση με σύζυγο, όχι μόνο του προσώπου που έχει σταθερή σχέση με υπήκοο του κράτους αυτού αλλά και του προσώπου που διατηρεί σταθερή σχέση με πρόσωπο το οποίο έχει, καταρχήν, απεριόριστο δικαίωμα διαμονής στο κράτος αυτό. Τέλος, το ολλανδικό αναιρετικό δικαστήριο διερωτήθηκε αν κατά το άρθρο 10 του Κανονισμού 1612/68 το πρόσωπο που έχει σταθερή σχέση με εργαζόμενο εξομοιώνεται με «σύζυγο».
Β. ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Το ΔΕΚ έκρινε, αρχικά, ότι στο άρθρο 10 του Κανονισμού 1612/68, σύμφωνα με το οποίο ορισμένα μέλη της οικογένειας του εργαζομένου, περιλαμβανομένου του συζύγου του, οποιαδήποτε και αν είναι η ιθαγένειά τους, έχουν δικαίωμα εγκατάστασης μαζί με τον εργαζόμενο υπήκοο ενός κράτους-μέλους που απασχολείται στη επικράτεια άλλου κράτους-μέλους, δεν πρέπει να δίδεται η ερμηνεία ότι ο σύντροφος εξομοιώνεται με το σύζυγο στον οποίο και αφορά η συγκεκριμένη διάταξη. Όπως υποστηρίχθηκε, με τον όρο «σύζυγος» ο κοινοτικός νομοθέτης υποδηλώνει το σύζυγο με τη νομική έννοια του οικογενειακού δικαίου. Προκειμένου, μάλιστα, να δοθεί μια διασταλτική ερμηνεία στον όρο αυτό, θα πρέπει η εξέλιξη που πραγματοποιήθηκε στις κοινωνικές και νομικές αντιλήψεις κατά τις οποίες αναγνωρίζονται στους άγαμους συντρόφους τα ίδια δικαιώματα και οι ίδιες υποχρεώσεις με εκείνες των συζύγων, να έλαβε χώρα στο σύνολο της Κοινότητας και όχι σε ορισμένα μόνο κράτη-μέλη. Στην άποψη αυτή συνηγορεί και η πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα κατά την οποία, μια τόσο ευρεία ερμηνεία του άρθρου 10 θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει έμμεσες διακρίσεις σε βάρος των υπηκόων κρατών όπου ο νομοθέτης απαγορεύει την εγκατάσταση των αλλοδαπών συντρόφων τους. Ταυτόχρονα, κατά τον εισαγγελέα, ανακύπτει και ζήτημα ασφάλειας δικαίου καθώς κρίνεται απαραίτητο να καθοριστούν από τον ίδιο το νομοθέτη τα όρια, τα κριτήρια και οι προϋποθέσεις εξομοίωσης των συντρόφων με τους συζύγους.
Επιπλέον, το ΔΕΚ, λαμβάνοντας υπόψιν το άρθρο 7 της Συνθήκης, κατά το οποίο θεωρείται απαγορευμένη κάθε διάκριση λόγω ιθαγένειας, σε συνδυασμό με το άρθρο 48 της Συνθήκης, που συγκεκριμενοποιεί την παραπάνω απαγόρευση ως προς την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας και το άρθρο 7παρ.2 του Κανονισμού 1612/68, που ορίζει ότι ο εργαζόμενος ο οποίος έχει την ιθαγένεια άλλου κράτους-μέλους απολαμβάνει στο κράτος υποδοχής «των ίδιων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους» έκρινε, πως το κράτος-μέλος που επιτρέπει στους άγαμους συντρόφους των υπηκόων του, οι οποίοι δεν έχουν την ιθαγένεια του κράτους αυτού, να διαμένουν στο έδαφός του, δεν μπορούν να αρνηθούν το ίδιο ευεργέτημα στους διακινούμενους εργαζομένους που έχουν την ιθαγένεια άλλων κρατών–μελών. Κατά το Δικαστήριο, η παροχή στο σύντροφο του εργαζομένου που δεν έχει την ιθαγένεια του κράτους υποδοχής της δυνατότητας να διαμείνει μαζί του, συμβάλλει εκτός των άλλων στην ενσωμάτωσή του στη χώρα υποδοχής και επομένως στην υλοποίηση του στόχου της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων.
Γ. ΑΠΟΨΗ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Αντίθετη, ωστόσο, ήταν η άποψη που διατύπωσε αναφορικά με το ζήτημα ο Γενικός Εισαγγελέας κατά τον οποίο η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας που προβλέπει η Συνθήκη δε σημαίνει ότι το κράτος-μέλος που εξομοιώνει με σύζυγο τον άγαμο σύντροφο του εργαζομένου που έχει την ιθαγένεια του κράτους αυτού ή διαθέτει δικαίωμα διαμονής σε αυτό, είναι υποχρεωμένο να εξομοιώνει προς συζύγους και τους συντρόφους των υπηκόων άλλων κρατών-μελών που εργάζονται στο έδαφός του.
ΥΠΟΘΕΣΗ C-249/96: Lisa Jacqueline Grant κατά South-West Trains Ltd (3)
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η Lisa Grant εργάζεται την SWT, εταιρεία σιδηροδρόμων της περιφέρειας του Southampton, ως υπάλληλος γραφείου. Στη σύμβαση εργασίας της περιλαμβάνεται ρήτρα με τίτλο «Εκπτώσεις στα εισιτήρια συγκοινωνιών», σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι του συγκεκριμένου βαθμού δικαιούνται παροχές δωρεάν και μειωμένων εισιτηρίων συγκοινωνιών. Ταυτόχρονα, των παροχών αυτών έχουν τη δυνατότητα να επωφεληθούν τόσο ο σύζυγος του υπαλλήλου όσο και τα άτομα που αυτός συντηρεί, ενώ η χορήγησή τους εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εργοδότη, ο οποίος και τις ανακαλεί σε περίπτωση κατάχρησης. Οι συγκεκριμένες διατάξεις, μάλιστα, εξειδικεύονται και από Κανονισμό τον οποίο έχει θεσπίσει ο εργοδότης, ο οποίος ορίζει ότι οι εκπτώσεις στα εισιτήρια παρέχονται για το νόμιμο σύζυγο του εργαζομένου, εκτός αν βρίσκεται σε νόμιμη διάσταση με τον εργαζόμενο και για το σύντροφο αντίθετου φύλου του υπαλλήλου εφόσον υφίσταται μεταξύ τους τουλάχιστον διετής σοβαρός δεσμός. Με αφορμή τη συγκεκριμένη διάταξη, η L.Grant υπέβαλε στην εργοδότρια εταιρεία αίτηση με την οποία ζητούσε τη χορήγηση των παραπάνω παροχών στη σύντροφό της, με την οποία συζούσε στο πλαίσιο σχέσης ελεύθερης συμβίωσης τουλάχιστον για δυο χρόνια. Η αίτησή της απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι οι εκπτώσεις στα εισιτήρια αφορούν μόνο συντρόφους αντίθετου φύλου, με αποτέλεσμα η Grant να ασκήσει αγωγή κατά της εργοδότριας εταιρείας ισχυριζόμενη ότι η ανωτέρω άρνηση συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, η οποία αντιτίθεται τόσο στην αρχή της ισότητας των αμοιβών, όσο και στο άρθρο 119 της Συνθήκης και την Οδηγία 76/207, καθώς επίσης και ότι ο άνδρας προκάτοχός της είχε επωφεληθεί των συγκεκριμένων εκπτώσεων για τη γυναίκα σύντροφό του.
Το αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής δικαστήριο υπέβαλε στο ΔΕΚ μια σειρά προδικαστικών ερωτημάτων αναφορικά με το αν η άρνηση χορήγησης των παραπάνω εκπτώσεων έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ίσης αμοιβής ανδρών και γυναικών, καθώς επίσης, και αν ο όρος «διακρίσεις φύλου» του άρθρου 119 της Συνθήκης περιλαμβάνει και τις διακρίσεις λόγω γενετήσιου προσανατολισμού του εργαζομένου ή τις διακρίσεις λόγω του φύλου του συντρόφου του εργαζομένου. Παράλληλα, ανέκυψε το ζήτημα αν η άρνηση του εργοδότη μπορεί να βασιστεί στον ισχυρισμό ότι σκοπός της ρύθμισης είναι η παροχή πλεονεκτημάτων σε συντρόφους που τελούν σε κατάσταση ισοδύναμη με εκείνη των συζύγων ή ότι τα ομόφυλα ζεύγη δε θεωρούνται κατά παράδοση ισότιμα με τα ετερόφυλα.
Β. ΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Το ΔΕΚ, εκτιμώντας τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, έκρινε πως η άρνηση εργοδότη να χορηγήσει εκπτώσεις στα εισιτήρια συγκοινωνιών υπέρ του ατόμου του ιδίου φύλου με το οποίο ο εργαζόμενος διατηρεί σταθερή σχέση, ενώ οι εκπτώσεις χορηγούνται υπέρ του συντρόφου αντίθετου φύλου δε συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω φύλου απαγορευόμενη από το άρθρο 119 της Συνθήκης ή την Οδηγία 75/117 ΕΟΚ του Συμβουλίου για την εφαρμογή της ισότητας στην αμοιβή ανδρών και γυναικών. Σύμφωνα με το ΔΕΚ, η προϋπόθεση την οποία θέτει ο Κανονισμός και σύμφωνα με την οποία ο εργαζόμενος πρέπει να συζεί με άτομο του αντίθετου φύλου ισχύει ανεξάρτητα από το φύλο του εργαζομένου με αποτέλεσμα να μην παρέχονται οι εκπτώσεις στα εισιτήρια συγκοινωνιών τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες εργαζομένους που ζουν σε καθεστώς ελεύθερης ένωσης με άτομα του ιδίου φύλου και επομένως να μην υφίσταται δυσμενής διάκριση στηριζόμενη ευθέως στο φύλο.
Επιπλέον, το ΔΕΚ θεώρησε ότι παρά το γεγονός πως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εκφράσει την αντίθεσή του προς κάθε δυσμενή διάκριση με γνώμονα το γενετήσιο προσανατολισμό του ατόμου, το κοινοτικό δίκαιο δεν έχει θεσπίσει ακόμα κανόνες οι οποίοι εξομοιώνουν τις σχέσεις μεταξύ ομοφύλων με εκείνες μεταξύ εγγάμων ατόμων ή μεταξύ ετερόφυλων. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται και μη υποχρέωση του εργοδότη να προβεί σε τέτοιου είδους εξομοίωση, καθώς μια τέτοια ενέργεια συνιστά αρμοδιότητα του νομοθέτη.
Τέλος, το ΔΕΚ δεν έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της L.Grant σύμφωνα με τον οποίο, το κοινοτικό δίκαιο περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι καλύπτει και τις διακρίσεις που στηρίζονται στο γενετήσιο προσανατολισμό, γεγονός που προκύπτει και από τη γνώμη της Επιτροπής των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι στη διεθνή σύμβαση για τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα της 19/12/1996 η έννοια του «φύλου» περιλαμβάνει και τις γενετήσιες προτιμήσεις. Το ΔΕΚ υποστηρίζει ότι η Επιτροπή των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν αποτελεί δικαιοδοτικό όργανο με αποτέλεσμα οι εκτιμήσεις του να μην είναι νομικώς δεσμευτικές για το Δικαστήριο, ενώ ταυτόχρονα, η ερμηνεία που δίνει στην έννοια της διάκρισης λόγω φύλου δε συνάδει με τη γενικώς αποδεκτή ερμηνεία της όπως αυτή εκφράζεται στις διάφορες διεθνείς πράξεις σχετικά με την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων. Συνεπεία των παραπάνω, το δικαστήριο, προχωρώντας σε γραμματική και τελολογική ερμηνεία των κοινοτικών διατάξεων και λαμβάνοντας υπόψιν τη θέση τους στο σύστημα της Συνθήκης αλλά και του γενικότερου νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, έκρινε ότι δεν μπορεί να διευρύνει την έννοια του άρθρου 119 της Συνθήκης ώστε το κοινοτικό δίκαιο να καλύπτει οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
Γ. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Η απόφαση αυτή, ωστόσο, του ΔΕΚ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα της δίκης. Ο Γενικός Εισαγγελέας υποστήριξε την άποψη πως ο όρος που περιέχεται στη σύμβαση εργασίας και παρέχει τη δυνατότητα εκπτώσεων στα εισιτήρια του συντρόφου του εργαζομένου, μόνο αν αυτός είναι αντίθετου φύλου, εισάγει δυσμενή διάκριση λόγω φύλου και επομένως εμπίπτει στη ρύθμιση του άρθρου 119 της Συνθήκης. Εξάλλου, η έννοια της διάκρισης λόγω φύλου στη συγκεκριμένη περίπτωση καλύπτει και τη διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού εφόσον ως προϋπόθεση της χορήγησης της παροχής τίθεται τόσο το φύλο του εργαζομένου όσο και του συντρόφου του.
Παράλληλα, ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο ενδεχόμενο η διάκριση λόγω φύλου να απορρέει στην προκειμένη υπόθεση από το ισχύον στο οικείο κράτος οικογενειακό δίκαιο και επομένως να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Ωστόσο, όπως τελικά υποστήριξε, η διάταξη που εμπεριέχεται στον Κανονισμό εργασίας, δεν αντιστοιχεί σε κάποια νομική έννοια του αγγλικού οικογενειακού δικαίου και επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ζήτημα οικογενειακού δικαίου, για τη ρύθμιση του οποίου αρμόδια είναι μόνο τα κράτη-μέλη, αλλά κρίνεται ως διάκριση εμπίπτουσα στο κοινοτικό δίκαιο.
ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ C-122/99P KAI C-125/99P: D και Βασίλειο της Σουηδίας κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (4)
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Ο D, υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και συγκεκριμένα του Συμβουλίου, Σουηδός υπήκοος, προέβη στη Σουηδία σε ληξιαρχική καταχώριση της σχέσης του με άλλο Σουηδό υπήκοο του ιδίου φύλου. Το Σεπτέμβριο του 1996 ζήτησε από το Συμβούλιο να εξομοιώσει τη ληξιαρχικώς καταχωρισμένη σχέση του με γάμο, προκειμένου να λάβει το επίδομα στέγης που προβλέπει ο Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης (ΚΥΚ) των υπαλλήλων. Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο Κανονισμό το επίδομα στέγης δικαιούται ο έγγαμος υπάλληλος, ο υπάλληλος που διατελεί εν χηρεία, έχει λάβει διαζύγιο ή είναι χωρισμένος ή άγαμος και έχει ένα ή περισσότερα συντηρούμενα τέκνα. Ωστόσο, το Συμβούλιο απέρριψε την αίτησή του με τη αιτιολογία ότι οι διατάξεις του ΚΥΚ δεν παρέχουν τη δυνατότητα εξομοίωσης της «ληξιαρχικώς καταχωρισμένης» σχέσης με το γάμο, με αποτέλεσμα ο D να προσφύγει ενώπιον του Πρωτοδικείου.
Το Πρωτοδικείο έκρινε πως όσον αφορά στην παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, η τροποποίηση του Κανονισμού 781/98 η οποία εγγυάται στους υπαλλήλους ίση μεταχείριση χωρίς αναφορά στο σεξουαλικό τους προσανατολισμό τέθηκε σε ισχύ μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης οπότε και δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν. Επιπλέον, το ΠΕΚ έκρινε πως η έννοια του γάμου κατά τον ΚΥΚ πρέπει να ερμηνευθεί ως σχέση στηριζόμενη στον πολιτικό γάμο κατά την παραδοσιακή έννοια του όρου, καθώς επίσης και πως το Συμβούλιο δεν ήταν υποχρεωμένο να εξομοιώσει με γάμο την κατάσταση ενός προσώπου που διατηρεί σταθερή σχέση με σύντροφο του ιδίου φύλου, έστω και αν αυτή καταχωρίστηκε επίσημα από εθνική διοίκηση. Η προσφυγή του D απορρίφθηκε γεγονός που είχε ως συνέπεια την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως ενώπιον του ΔΕΚ.
Β. ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Το ΔΕΚ, αρχικά, απέρριψε το λόγο αναίρεσης που αναφέρεται στην ερμηνεία του ΚΥΚ. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, ο όρος «γάμος» κατά τον κοινώς αποδεκτό από τα κράτη- μέλη ορισμό, περιγράφει την ένωση δυο προσώπων διαφορετικού φύλου. Παρά το γεγονός ότι έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των κρατών-μελών που καθιέρωσαν νομοθετικά συστήματα που κατοχυρώνουν νομικά διάφορες σχέσεις μεταξύ συντρόφων του ιδίου ή διαφορετικού φύλου και αναγνωρίζουν στις σχέσεις αυτές δικαιώματα αντίστοιχα με εκείνα του γάμου, τα εν λόγω συστήματα διακρίνονται από το γάμο στα οικεία κράτη-μέλη. Κατά συνέπεια, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να ερμηνεύσει τον ΚΥΚ κατά τρόπο που να εξομοιώνει το γάμο με νομικά καθεστώτα που διακρίνονται από αυτόν με αποτέλεσμα η εξομοίωση της ληξιαρχικώς καταχωρισμένης σχέσης με τον γάμο σε περιορισμένο αριθμό κρατών να μη συνεπάγεται την ερμηνευτική υπαγωγή στην έννοια του «εγγάμου υπαλλήλου» κατά τον ΚΥΚ ατόμων που ανήκουν σε νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο του γάμου.
Εν συνεχεία το ΔΕΚ απέρριψε ως λόγο αναιρέσεως και τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση που τον αντιμετωπίζει ως «άγαμο» συνιστά παραβίαση της αρχής κατά την οποία κάθε υπήκοος κράτους-μέλους έχει δικαίωμα, στο σύνολο του κοινοτικού εδάφους για σεβασμό της οικογενειακής κατάστασης που του αναγνωρίζεται στο κράτος-μέλος καταγωγής του, καθώς έκρινε πως το αρμόδιο θεσμικό όργανο δεν έλαβε απόφαση σχετικά με τη μη χορήγηση του επιδόματος, η οποία να επηρεάζει την ιδιότητα του αναιρεσείοντος από άποψη οικογενειακής καταστάσεως. Επιπλέον, το ΔΕΚ θεώρησε πως δε συντρέχει περίπτωση διάκρισης λόγω φύλου από τη στιγμή που το αν ο υπάλληλος είναι άνδρας ή γυναίκα δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά στη χορήγηση του επιδόματος στέγης. Ταυτόχρονα, έκρινε αβάσιμο τον ισχυρισμό ότι υπάρχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στη συγκεκριμένη υπόθεση λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού εφόσον προϋπόθεση για τη χορήγηση του επιδόματος είναι η από νομικής απόψεως φύση των δεσμών του υπαλλήλου με το σύντροφό του και όχι το φύλο του τελευταίου. Επιπρόσθετα, στα κράτη-μέλη της Κοινότητας παρουσιάζεται μεγάλη ετερογένεια των νομοθεσιών για την αναγνώριση σχέσεων συμβίωσης μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και κυριαρχεί η απουσία εξομοίωσής τους με το γάμο, γεγονός που ενισχύει την άποψη πως η κατάσταση υπαλλήλου που καταχώρισε ληξιαρχικώς σχέση συμβίωσης στη Σουηδία δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτή ενός εγγάμου υπαλλήλου.
ΥΠΟΘΕΣΗ C-65/98: Safet Eyup κατά Landesgeschaftsstelle des Arbeitsmarktservice Voralberg (5)
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Το Σεπτέμβριο του 1983 η S.Eyup τέλεσε γάμο με Τούρκο εργαζόμενο, νόμιμα εγκατεστημένο στην αγορά εργασίας της Αυστρίας και μετά τη σύναψή του της χορηγήθηκε άδεια διαμονής λόγω συμβίωσης με το σύζυγό της. Το Νοέμβριο του 1985, ο γάμος λύθηκε με διαζύγιο, ωστόσο το ζεύγος εξακολουθούσε να συμβιώνει σε οιονεί γάμου κοινωνία, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη γέννηση τεσσάρων παιδιών κατά το διάστημα από τη λύση του γάμου μέχρι την τέλεση δεύτερου γάμου μεταξύ τους. Τον Απρίλιο του 1997, οπότε και είχε ήδη συναφθεί ο δεύτερος γάμος της Eyup, εκείνη ζήτησε την έκδοση απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 7 εδ. α΄της απόφασης 1/80 του Συμβουλίου Συνδέσεως ΕΟΚ-Τουρκίας, τα μέλη της οικογένειας Τούρκου εργαζομένου ενταγμένου στη νόμιμη αγορά εργασίας κράτους-μέλους, στα οποία έχει επιτραπεί να ζήσουν μαζί του, δικαιούνται να αποδεχθούν οποιαδήποτε προσφορά εργασίας εφόσον διαμένουν νόμιμα στο κράτος αυτό επί τουλάχιστον τρία έτη. Η απάντηση της αρμόδιας αρχής στο παραπάνω αίτημα ήταν αρνητική καθώς εκτιμήθηκε ότι ως μέλος της οικογένειας του Τούρκου εργαζομένου μπορεί να θεωρηθεί μόνο η σύζυγος και όχι η σύντροφος με αποτέλεσμα η Eyup να ασκήσει αναίρεση κατά της αρνητικής αυτής απόφασης. Το εθνικό δικαστήριο που επιλήφθηκε της υποθέσεως, έκρινε πως η νομολογία του ΔΕΚ δεν είχε οριοθετήσει ακόμα με σαφήνεια την κατηγορία των προσώπων που ανήκουν στα μέλη της οικογένειας του Τούρκου εργαζομένου με αποτέλεσμα να υποβάλει στο ΔΕΚ μια σειρά προδικαστικών ερωτημάτων.
Αρχικά, το εθνικό δικαστήριο διερωτήθηκε αν ο όρος «μέλος της οικογένειας» συμπεριλαμβάνει και τον/την σύντροφο του Τούρκου εργαζομένου ή της Τουρκάλας εργαζομένης. Σε περίπτωση, μάλιστα, αρνητικής απάντησης στο παραπάνω ζήτημα, αναφύεται το ερώτημα αν πρέπει να υφίσταται αδιαλείπτως επί πενταετία δεσμός γάμου του Τούρκου εργαζομένου και του/της συζύγου του ή επιτρέπεται να διακόπτονται οι περίοδοι ύπαρξης επίσημου δεσμού γάμου με το ίδιο πρόσωπο από μακροχρόνια περίοδο απλής συμβίωσης προκειμένου τα μέλη της οικογένειας του Τούρκου εργαζομένου να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα. Επιπλέον, ανέκυψε το ζήτημα αν η επίσημη λύση του γάμου συνεπάγεται ότι δεν ισχύουν υπέρ του πρώην συζύγου του Τούρκου εργαζομένου οι χρονικές περίοδοι που είχε συμπληρώσει μέχρι τη λύση του γάμου ως μέλος της οικογένειας.
Β. ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Το ΔΕΚ, εκτιμώντας τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τόνισε, αρχικά, ότι σύμφωνα με πάγια νομολογία του η απόφαση 1/80 παράγει άμεσα αποτελέσματα εντός των κρατών-μελών, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι υπήκοοι που πληρούν τις προϋποθέσεις του να μπορούν να επικαλούνται απευθείας τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει η διάταξη. Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο επεσήμανε το σκοπό του συγκεκριμένου άρθρου που έγκειται στη διευκόλυνση τόσο της εργασίας όσο και της διαμονής του Τούρκου εργαζομένου που είναι ενταγμένος στην αγορά εργασίας του κράτους-μέλους αυτού, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι από τη στιγμή που επιτράπηκε η είσοδος του μέλους της οικογένειας στο έδαφος του κράτους-μέλους προκειμένου το μέλος αυτό να συμβιώσει με την οικογένειά του, η συμβίωση απαιτείται να εκδηλωθεί για ένα χρονικό διάστημα με πραγματική συγκατοίκηση και να διαρκέσει μέχρι ο ενδιαφερόμενος να πληροί τις προϋποθέσεις πρόσβασης στην αγορά εργασίας του κράτους αυτού.
Με βάση τις παραπάνω σκέψεις, το Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία της απόφασης 1/80, θεωρώντας ότι αυτή δεν απαγορεύει στις αρχές κράτους-μέλους να εξαρτούν τη χορήγηση του δικαιώματος παροχής μισθωτής εργασίας και διαμονής από την προϋπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος συμβιώνει πράγματι με τον εργαζόμενο καθ’ όλη τη διάρκεια της τριετίας, ενώ για τον υπολογισμό αυτού του διαστήματος θεωρεί ότι πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν οι βραχείας διαρκείας διακοπές της συμβίωσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Eyup, όταν υπέβαλε την αίτηση περί αναγνώρισης του δικαιώματος της να εργάζεται στην Αυστρία, συγκατοικούσε ήδη αδιαλείπτως με το σύζυγό της — είτε κατά τη διάρκεια των περιόδων του εγγάμου βίου τους είτε κατά τη διάρκεια των ετών της συμβίωσης τους υπό καθεστώς οιονεί γάμου κοινωνίας — οπότε είχε σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης σε οποιαδήποτε έμμισθη δραστηριότητα.
Κατά συνέπεια, το ΔΕΚ ερμηνεύοντας το άρθρο 7 της απόφασης 1/80 έκρινε πως αυτό αφορά και στην περίπτωση Τουρκάλας υπηκόου στην οποία επιτράπηκε να εγκατασταθεί εντός κράτους-μέλους, προκειμένου να συμβιώσει με το σύζυγό της, Τούρκο εργαζόμενο, εφόσον η ενδιαφερόμενη εξακολούθησε και μετά το διαζύγιό της που απαγγέλθηκε πριν τη λήξη της τριετίας να συμβιώνει αδιαλείπτως με τον πρώην σύζυγό της μέχρι την ημέρα τελέσεως του νέου γάμου μεταξύ των συζύγων, γεγονός που σημαίνει ότι της αναγνωρίζεται το δικαίωμα πρόσβασης σε οποιαδήποτε έμμισθη εργασία.
ΥΠΟΘΕΣΗ C-117/01: Κ.Β κατά National Health Service Agency και Secretary of State for Health (6)
Α. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Η Κ.Β , είναι γυναίκα που εργάστηκε για χρονικό διάστημα περίπου είκοσι ετών ως νοσοκόμα για το Εθνικό Σύστημα Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου και είναι ασφαλισμένη στο συνταξιοδοτικό του σύστημα. Ταυτόχρονα, διατηρεί αισθηματική σχέση και συζεί σε καθεστώς ελεύθερης συμβίωσης με τον R. , ο οποίος είχε γεννηθεί και καταχωριστεί στα ληξιαρχικά μητρώα ως θήλυ, αλλά κατέστη ανήρ κατόπιν ιατρικής επέμβασης αλλαγής φύλου. Ωστόσο, δεν κατάφερε να τροποποιήσει και την πράξη γεννήσεως του προκειμένου να επισημοποιήσει την αλλαγή αυτή με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η σύναψη γάμου μεταξύ Κ.Β και R. Λόγω της έλλειψης γάμου, το συνταξιοδοτικό τμήμα του ΕΣΥ πληροφόρησε την Κ.Β ότι σε περίπτωση αποβιώσεώς της πριν τον R. , ο τελευταίος θα αδυνατούσε να λάβει σύνταξη χηρείας δεδομένου ότι το πλεονέκτημα της συγκεκριμένης παροχής επιφυλάσσεται υπέρ του επιζώντος συζύγου και ότι καμιά διάταξη του Ηνωμένου Βασιλείου δεν αναγνωρίζει την ιδιότητα του συζύγου αν δεν έχει τελεστεί νόμιμος γάμος. Η Κ.Β. προσέβαλε τον ανωτέρω ισχυρισμό θεωρώντας πως οι συγκεκριμένες διατάξεις εισάγουν δυσμενή διάκριση λόγω φύλου αντίθετη προς το άρθρο 141 ΕΚ και την Οδηγία 75/117. Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν πως δεν υφίσταται τέτοιου είδους διάκριση και το αναιρετικό δικαστήριο υπέβαλε στο ΔΕΚ το ερώτημα αν η άρνηση χορηγήσεως συντάξεως στον τρανσεξουαλικό σύντροφο μιας ασφαλισμένης γυναίκας συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω φύλου.
Β. ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Το ΔΕΚ ερμηνεύοντας το άρθρο 141 ΕΚ και την Οδηγία 75/117 και εκτιμώντας τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, κατέληξε στα ακόλουθα συμπεράσματα. Αρχικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι παροχές που χορηγούνται δυνάμει συνταξιοδοτικού δικαιώματος με γνώμονα τη θέση που κατείχε ο ενδιαφερόμενος συνδέονται με την αμοιβή που αυτός ελάμβανε και εμπίπτουν στο άρθρο 141 ΕΚ κατά το οποίο «κάθε κράτος-μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας», όπως επίσης και οι συντάξεις χηρείας που προβλέπονται από το εν λόγω σύστημα. Επιπλέον, η συγκεκριμένη παροχή εμπίπτει και στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 75/117 κατά το άρθρο 1 παρ.1 της οποίας η αρχή της ισότητας των αμοιβών συνεπάγεται την κατάργηση για το σύνολο των στοιχείων και των όρων αμοιβής κάθε διάκρισης στηριζόμενης στο φύλο ενώ στο άρθρο 3 της ίδιας Οδηγίας προβλέπεται η υποχρέωση των κρατών-μελών να καταργούν τις διακρίσεις των ανδρών και γυναικών που απορρέουν από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις και είναι αντίθετες στην αρχή της ισότητας των αμοιβών.
Το Δικαστήριο, θεώρησε ότι η απόφαση ορισμένα πλεονεκτήματα να επιφυλάσσονται για τα έγγαμα ζεύγη, αποκλείοντας εκείνους που συνοικούν χωρίς να είναι έγγαμοι, εμπίπτει είτε στην επιλογή του νομοθέτη είτε στην εκ μέρους των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων ερμηνεία των κανόνων του εσωτερικού δικαίου, χωρίς να μπορούν οι ιδιώτες να προβάλλουν οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου απαγορευόμενη από το κοινοτικό δίκαιο. Εντούτοις, αποδεχόμενο και την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα, έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχει άνιση μεταχείριση η οποία, παρά το γεγονός ότι δε θέτει άμεσα υπό αμφισβήτηση το πλεονέκτημα της λήψης δικαιώματος προστατευομένου από το κοινοτικό δίκαιο, θίγει μια από τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του. Η άνιση αυτή μεταχείριση, μάλιστα, δεν άπτεται της αναγνώρισης σύνταξης χηρείας αλλά μιας προτασσόμενης προϋπόθεσης, η οποία είναι απαραίτητη για τη χορήγησή της, δηλαδή της ικανότητας σύναψης γάμου. Η αντικειμενική αδυναμία πλήρωσης της παραπάνω προϋπόθεσης, είναι απόρροια του γεγονότος ότι σύμφωνα με το αγγλικό οικογενειακό δίκαιο λογίζεται άκυρος οποιοσδήποτε γάμος στα πλαίσια του οποίου οι σύζυγοι δεν είναι άρρεν και θήλυ πρόσωπα αντίστοιχα, ενώ ως φύλο ενός προσώπου λογίζεται εκείνο που παρατίθεται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης.
Ωστόσο, το ΔΕΚ θεώρησε ότι η συγκεκριμένη νομοθεσία, η οποία κατά παράβαση της ΕΣΔΑ, περιάγει ένα ζεύγος όπως οι Κ.Β και R. σε αδυναμία να ικανοποιήσει την προϋπόθεση γάμου, πρέπει να θεωρηθεί καταρχήν ασυμβίβαστη με το άρθρο 141 ΕΚ. Εναπόκειται, όμως στον εθνικό δικαστή να ελέγξει αν σε περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης πρόσωπο τελούν στην κατάσταση της Κ.Β. μπορεί να επικαλεστεί βασίμως το άρθρο 141 ΕΚ προκειμένου να του αναγνωριστεί το δικαίωμα ο σύντροφός του να τύχει του πλεονεκτήματος της σύνταξης χηρείας, εφόσον μάλιστα, εναπόκειται στα κράτη-μέλη να καθορίζουν τις προϋποθέσεις της νομικής αναγνώρισης της αλλαγής φύλου ενός προσώπου.
ΓΕΝΙΚΟΣ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Όπως προκύπτει από την παράθεση των παραπάνω αποφάσεων, παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κρατών-μελών έχει ρυθμίσει νομοθετικά την ελεύθερη συμβίωση μεταξύ ατόμων είτε του ιδίου, είτε διαφορετικού φύλου το ΔΕΚ δε διακρίνεται από μια προοδευτική στάση όσον αφορά στα συγκεκριμένα ζητήματα. Είναι αξιοσημείωτο μάλιστα το γεγονός ότι μετά από τις πρόσφατες τροποποιήσεις στο εθνικό δίκαιο αρκετών κρατών ορισμένες από τις υποθέσεις που εκτέθηκαν πιθανόν να μην έφταναν καν στο Δικαστήριο, εφόσον θα ήταν δυνατή η απευθείας επίλυση των διαφορών που ανέκυψαν από τα ίδια τα εθνικά δικαστήρια των κρατών.
Όπως έγινε ήδη φανερό, το Δικαστήριο διστάζει να εξομοιώσει τους συντρόφους με συζύγους ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό ένα συντηρητικό τρόπο σκέψης ο οποίος θα μπορούσε, ίσως, να δικαιολογηθεί από την ανάγκη για αποφυγή έμμεσων διακρίσεων σε βάρος υπηκόων κρατών-μελών που υιοθετούν αυστηρότερες ρυθμίσεις ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα σε σχέση με άλλα κράτη. (7)
Το ΔΕΚ φαίνεται να ακολουθεί έναν περισσότερο «ηθικό» τρόπο απονομής δικαιοσύνης εμμένοντας στο παραδοσιακό μοντέλο του γάμου ως πλήρως αναγνωρισμένου τρόπου συμβίωσης και οικογενειακής ζωής. Ωστόσο, όπως έχει υποστηριχθεί, ο χρόνος και η ανάγκη προσαρμογής στις νέες συνθήκες θα οδηγήσουν στο μέλλον στην αποδοχή αυτών των μορφών σχέσεως ως εναλλακτικών μορφών οικογένειας και πιθανότατα στην υιοθέτηση απευθείας από το ευρωπαϊκό δίκαιο ρυθμίσεων που προστατεύουν την ελεύθερη συμβίωση.8
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλ. Τράντα, Δηλωμένη Συμβίωση. Ένας νέος οικογενειακός δεσμός. Με αφορμή την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 17.7.2002, ΔτΑ 20/2003
Απόφαση ΔΕΚ, Ολλανδία εναντίον Ann Florence Reed, της 17.4.1986, C- 59/85, Συλλογή 1986
Απόφαση ΔΕΚ, Lisa Jacqueline Grant εναντίον South West Trains Ltd, της 17.02.1998, C-249/96, Συλλογή 1998, Ι-621, ΕuZW 1998
Απόφαση ΔΕΚ Safet Eyup κατά Landesgeschaftsstelle des Arbeitsmarktservice Vorarlberg, της 22.06.2000, C-65/98, Συλλογή Ι-04747, 2000
http:www.eur-lex.europa.eu
Common Market Law Review, Vol.39, No 1, August 2004
European Law Review, Vol.27, No 1, February 2002
Θ.Παπαχρήστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα 2005
Επιμέλεια: Νατάσσα Αφράτη, Ασκούμενη Δικηγόρος.
Η παρούσα εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο παρακολούθησης του Σεμιναρίου Αστικού Δικαίου του Τομέα Α΄ Ιδιωτικού Δικαίου του Τμήματος Νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008.
1 Βλ.Αλ.Τράντα, Δηλωμένη συμβίωση. Ένας νέος οικογενειακός θεσμός. Με αφορμή την απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της 17.7.2002, ΔτΑ 20/2003, σελ. 1171 επ.
2 Βλ. Απόφαση ΔΕΚ, Ολλανδία εναντίον Anne Florence Reed της 17.4.1986, C- 59/85, Συλλογή 1986, σελ.1283
3 Βλ. ΔΕΚ , Lisa Jacqueline Grant εναντίον South West Trains Ltd της 17.02.1998, C- 249/96, συλλογή 1998, Ι-621, ΕuZW 1998, σελ.212 επ.
4 Βλ.ΔΕΚ , D και Βασίλειο της Σουηδίας κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 31.5.2001, C-122/99P και C-125/99P , Συλλογή 2001,σελ. Ι-04319
5 Βλ. http:www.eur-lex.europa.eu/site
6 Βλ. http.www.eur-lex.europa.eu/site
7 Βλ.Common Market Law Review, Vol.39, No 1, August 2004, σελ. 1125 επ.
8 Βλ. European Law Review, Vol.27, No 1, February 2002, σελ. 89
http://www.ethemis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου