Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Απόφαση 747 / 2012 (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Περίληψη: Χρέη προς το Δημόσιο που περιήλθαν σ' αυτό από απαιτήσεις τρίτων. Υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή υπό την ισχύ του ν.δ. 321/1969 και σε δεκαετή υπό την ισχύ του ν. 2362/1995. Απαιτήσεις από καθυστερούμενα χρεώλυτρα και τόκους δανείων. Υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ.15 Α.Κ., εκτός αν σε εκτέλεση συμβατικού όρου καταγγέλθηκε το δάνειο και κατέστη ολόκληρο απαιτητό ή συμφωνήθηκε να κεφαλαιοποιούνται οι καθυστερούμενοι τόκοι, οπότε η παραγραφή είναι εικοσαετής (άρθρο 249 Α.Κ.). Λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Αναιρεί εν μέρει 1401/2008 απόφαση Εφετείου Αθηνών.

Απόφαση 747 / 2012    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Περίληψη:
Χρέη προς το Δημόσιο που περιήλθαν σ' αυτό από απαιτήσεις τρίτων. Υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή υπό την ισχύ του ν.δ. 321/1969 και σε δεκαετή υπό την ισχύ του ν. 2362/1995. Απαιτήσεις από καθυστερούμενα χρεώλυτρα και τόκους δανείων. Υπόκεινται στην πενταετή...

παραγραφή του άρθρου 250 αριθ.15 Α.Κ., εκτός αν σε εκτέλεση συμβατικού όρου καταγγέλθηκε το δάνειο και κατέστη ολόκληρο απαιτητό ή συμφωνήθηκε να κεφαλαιοποιούνται οι καθυστερούμενοι τόκοι, οπότε η παραγραφή είναι εικοσαετής (άρθρο 249 Α.Κ.). Λόγοι αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ. Αναιρεί εν μέρει 1401/2008 απόφαση Εφετείου Αθηνών.


Αριθμός 747/2012
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κουτρομάνο, Αντιπρόεδρο, Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Χρυσόστομο Ευαγγέλου, Ευφημία Λαμπροπούλου και Γεράσιμο Φουρλάνο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Νοεμβρίου 2011, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας : Μ. Κ. του Σ., κατοίκου ..., η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ......
Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών που εδρεύει στην Αθήνα και ειδικότερα δε εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της ΔΟΥ Αργοστολίου Κεφαλληνίας, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ελένη Πασαμιχάλη, πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ..

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 9-12-2005 ανακοπή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1308/2007 του ίδιου Δικαστηρίου και 1401/2008 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητά η αναιρεσείουσα με την από 21-4-2008 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης, Χρυσόστομος Ευαγγέλου, ανέγνωσε την από 18-11-2011 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνει δεκτός ο τρίτος από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ λόγος του αναιρετηρίου, όπως αυτός συμπληρώνεται με την παρούσα εισήγηση και να απορριφθούν οι λοιποί λόγοι.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου της στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η από 23-5-2007 έφεση του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου και εξαφανίσθηκε η υπ' αριθ. 1308/2007 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία είχε δεχθεί την από 9-12-2005 ανακοπή της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθ. 6757/6-12-2005 εκθέσεως αναγκαστικής κατασχέσεως και ακυρώσει την εκτέλεση, στη συνέχεια δε κρατήθηκε η υπόθεση από το Εφετείο και απορρίφθηκε η ανακοπή.
Κατά το άρθρο 87 παρ. 1 του ν. δ. 321/1969 "περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού": "Παν χρέος προς το Δημόσιον παραγράφεται, εφόσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εβεβαιώθη εις το Δημόσιον ταμείον (βεβαίωσις εν στενή εννοία". Κατά την παρ. 2 περ. γ' του ίδιου άρθρου του ν. δ. 321/1969 " Χρέη προς το Δημόσιον ... εκ συμβάσεων ... υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφήν αρχομένην από τη λήξεως του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εβεβαιώθησαν εις το Δημόσιον Ταμείον". Κατά την παρ. 4 αυτού: "Χρέη προς το Δημόσιον, προερχόμενα εξ απαιτήσεων περιελθουσών εις τούτο εξ οιουδήποτε λόγου, αίτινες δεν είχαν παραγραφεί εν τω προσώπω του δικαιοπαρόχου μέχρι της μεταβιβάσεώς των εις το Δημόσιον, παραγράφονται μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εβαιώθησαν εις το Δημόσιον Ταμείον". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι κάθε αξίωση του Δημοσίου από απαιτήσεις τρίτων, που περιήλθαν σε αυτό από οποιαδήποτε αιτία, υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή, όχι δε στην εικοσαετή παραγραφή, η οποία ισχύει μόνο στην περίπτωση απαιτήσεων που προκύπτουν ευθέως από σύμβαση, στην οποία το δημόσιο ήταν συμβαλλόμενο (ΑΠ 915/2004). Η πενταετής δε αυτή παραγραφή αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους (το οποίο κατ' άρθρο 5 παρ.2 του ν.δ. 321/1969 αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου του ιδίου ημερολογιακού έτους) μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε η απαίτηση του Δημοσίου και συμπληρώνεται την 31/12 του πέμπτου ημερολογιακού έτους (Α.Π. 915/2004, Α.Π. 181/2004, Α.Π. 1270/2003, Α.Π. 125/2001, Α.Π. 1546/1986, ΣτΕ 1605/2007 επί της όμοιας διάταξης του άρθρου 91 παρ.1 του ν.δ.321/1969). Απαιτήσεις τρίτων που περιήλθαν στο Δημόσιο από οποιαδήποτε αιτία, κατά την έννοια της παρ. 4 του ανωτέρω άρθρου 87 του ίδιου ν. δ/τος, αποτελούν και οι έναντι των εκ δανείου πρωτοφειλετών και των υπέρ αυτών εγγυητών απαιτήσεις τραπεζών, από τη χορήγηση δανείων με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, κατά τις, κατ' εξουσιοδότηση του α. ν. 747/1945 και α.ν. 9/1967, εκδοθείσες αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, οπότε με τη μη εξόφληση του δανείου και την εκ του λόγου αυτού και μόνο βεβαίωση της οφειλής από το εγγυηθέν Δημόσιο, τούτο υποκαθίσταται εκ του νόμου στα δικαιώματα της δανείστριας τράπεζας κατά του πρωτοφειλέτη και του εγγυητή (ΑΠ 1769/2001). Με το άρθρο 113 του ν. 2362/1995 "περί Δημοσίου Λογιστικού ... κ.λ.π." καταργήθηκε το ν.δ. 321/1969. Κατά το άρθρο 65 παρ. 5 του ν. 2362/1995, που ισχύει από 1-1-1996 : "απαιτήσεις του Δημοσίου, ως εγγυητή που υποκαταστάθηκε πλήρως στα δικαιώματα του δανειστή ή πιστωτή κατά του οφειλέτη, κατά του εγγυητή και κατά των λοιπών συνυποχρέων, οι οποίες βεβαιώνονται εν στενή εννοία από της ισχύος του νόμου αυτού στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.), παραγράφονται μετά την παρέλευση 10 ετών από του τέλους του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο, μετά την εν στενή εννοία βεβαίωσή τους, κατέστησαν ληξιπρόθεσμες. Οι απαιτήσεις του Δημοσίου από την ίδια ως άνω αιτία που έχουν βεβαιωθεί στις Δ.Ο.Υ. μέχρι την ημέρα έναρξης της ισχύος του νόμου αυτού, παραγράφονται μετά την παρέλευση 10 ετών από τη λήξη του έτους δημοσίευσής του". Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι οι απαιτήσεις του Δημοσίου από την παροχή εγγύησης σε πιστωτική σύμβαση, λόγω υποκατάστασής του στα δικαιώματα του πιστωτή, υπόκεινται από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού (1-1-1996) σε 10ετή παραγραφή, η οποία καταλαμβάνει και τις απαιτήσεις, οι οποίες είχαν γεννηθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του, (κατ' απόκλιση από τη γενική διάταξη του άρθρου 107 παρ. 1 εδ. α ν. 2362/1995 κατά την οποία "Οι διατάξεις του παρόντος νόμου περί παραγραφής εφαρμόζονται επί απαιτήσεων που γεννώνται μετά την έναρξη της ισχύος του"), εφόσον όμως δεν είχαν υποκύψει σε παραγραφή υπό το προγενέστερο νομικό καθεστώς, υπό την ισχύ του οποίου η παραγραφή ήταν 5ετής για το Δημόσιο. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα, με την ένδικη ανακοπή της κατά της εκτέλεσης προέβαλε τον ισχυρισμό, ότι οι εναντίον της απαιτήσεις του Δημοσίου, από παροχή εγγύησης σε πιστωτική σύμβαση, λόγω υποκαταστάσεώς του στα δικαιώματα της δανείστριας Τράπεζας, έχουν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 87 παρ. 4 του ν.δ. 321/1969, γιατί βεβαιώθηκαν στις 22-4-1990 και κατά συνέπεια από το τέλος του έτους αυτού και μέχρι της κατασχέσεως κατά το έτος 2005, έχουν παρέλθει πέντε και πλέον έτη. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει απ' αυτήν, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής, δεχόμενο ότι οι απαιτήσεις του Δημοσίου καταλαμβάνονταν μεν από την πενταετή παραγραφή του άρθρου 87 παρ. 4 του ν. δ. 321/1969, η οποία, όμως, δεν είχε συμπληρωθεί την 1-1-1996 κατά την οποία άρχισε η ισχύς του ν. 2362/1995 και ότι επομένως αυτές υπόκεινται πλέον στη δεκαετή παραγραφή του άρθρου 65 παρ. 5 εδ. τελευταίο του Ν. 2362/1995, η οποία, ενόψει της έναρξης ισχύος του νόμου από 1-1-1996, συμπληρώνεται στις 1-1-2006 και ότι εντεύθεν κατά την επιβολή της κατάσχεσης (6-12-2005) δεν είχαν παραγραφεί οι απαιτήσεις του Δημοσίου. Με βάση τις παραδοχές αυτές εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, που είχε δεχθεί ότι η πενταετής παραγραφή του άρθρου 87 παρ. 4 του ν.δ. 321/1969 είχε συμπληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995 και απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, χωρίς μάλιστα να ερευνήσει το δεύτερο λόγο έφεσης του Ελληνικού Δημοσίου περί διακοπής σε κάθε περίπτωση της πενταετούς παραγραφής με τη διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης (επιβολή κατάσχεσης και αναγγελία της απαίτησής του σε πλειστηριασμό) κατά του εις ολόκληρον οφειλέτη του Δημοσίου Β. Δ. (άρθρο 89 παρ.2 του ν.δ. 321/1969), ο οποίος με σύμβαση είχε αναλάβει σωρευτικά την εξόφληση του χρέους, ότι η κατά το άρθρο 87 παρ. 4 του προϊσχύσαντος ν.δ. 321/1969 πενταετής παραγραφή των ένδικων απαιτήσεων του Δημοσίου, που βεβαιώθηκαν εντός του οικονομικού έτους 1990, δεν είχε συμπληρωθεί κατά την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995, δηλαδή την 1-1-1996, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε την ως άνω ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 87 παρ.4 του ν.δ. 321/1969, αφού η πενταετής παραγραφή των ένδικων απαιτήσεων του Δημοσίου άρχισε από το τέλος του οικονομικού έτους (το οποίο κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του ν.δ. 321/1969 αρχίζει από 1/1 και λήγει στις 31-12 του ίδιου έτους) εντός του οποίου βεβαιώθηκαν στο δημόσιο ταμείο (1990) και, με την προϋπόθεση ότι δεν διακόπηκε με έναν από τους οριζόμενους στο άρθρο 89 του ν. δ. 321/1969 τρόπους, συμπληρωνόταν την 24.00 ώρα στις 31-12-1995, πριν δηλαδή την έναρξη ισχύος του Ν. 2362/1995 και για το λόγο αυτό δεν μπορούσε να επιμηκυνθεί σε δεκαετή. Επομένως, είναι βάσιμος ο πρώτος από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου, που προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την ως άνω πλημμέλεια.
Με τον δεύτερο από το άρθρο 559 αριθ.1 ΚΠολΔ λόγο του αναιρετηρίου προβάλλεται ότι η διάταξη του άρθρου 65 παρ.5 του ν. 2362/1995 κατά το μέρος που καταλαμβάνει και τις αξιώσεις που γεννήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του και υπόκειντο υπό το προγενέστερο νομικό καθεστώς σε μη συμπληρωθείσα βραχύτερη παραγραφή αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι ο νομοθέτης δεν κωλύεται από το Σύνταγμα να επιμηκύνει μη συμπληρωθείσα παραγραφή αξίωσης (Α.Π. 915/2004).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 87 παρ.4 του ν. δ. 321/1969: "Χρέη προς το Δημόσιον προερχόμενα εξ απαιτήσεων περιελθουσών εις τούτο εξ οιουδήποτε λόγου, αίτινες δεν είχον παραγραφή εν τω προσώπω του δικαιοπαρόχου μέχρι της μεταβιβάσεως των εις το Δημόσιον, παραγράφονται μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εβεβαιώθησαν εις το Δημόσιον Ταμείον (βεβαίωσις εν στενή εννοία)". Περαιτέρω, οι αξιώσεις εκ δανείου υπόκεινται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 250 αρ. 15 και 253 ΑΚ, ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει με τη λήξη του έτους, εντός του οποίου εγεννήθη η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Χρεώλυτρο κατά την έννοια του δεύτερου των άρθρων τούτων, είναι το αποδιδόμενο μέρος του οφειλομένου κεφαλαίου, το οποίο καταβάλλεται, είτε κεχωρισμένως, είτε κατόπιν αθροίσεως και των τόκων, οπότε σχηματίζεται το τοκοχρεώλυτρο. Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής συμβάσεως, να την καταγγείλει προώρως, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες περιοδικές εκ του δανείου δόσεις, αφορώσες χρεώλυτρο ή τοκοχρεώλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία η σύμβαση του δανείου λύεται και επομένως ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τους τόκους υπερημερίας από την καταγγελία. Το δάνειο συνεπώς είναι τοκοχρεωλυτικό, με την έννοια ότι έχει συνομολογηθεί η εξόφλησή του δια καταβολής είτε χρεωλύτρων και τόκων κεχωρισμένως, είτε ενιαίων τοκοχρεωλύτρων, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των δόσεων. Μόνον όμως όταν η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, ενώ αν δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία τους, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή (Α.Π. 1455/2007, Α.Π. 637/1997). Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, ότι η αξίωση της πιστώτριας τράπεζας από τη χορήγηση στον πρωτοφειλέτη τεσσάρων τοκοχρεωλυτικών δανείων, το πρώτο στις 10-3-1970, εξοφλητέο εντός 10 ετών σε ίσες εξαμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις κατά το σύστημα της σύνθετης χρεωλυσίας, το δεύτερο στις 8-10-1971, εξοφλητέο εντός 12,5 ετών σε ίσες εξαμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις κατά το σύστημα της σύνθετης χρεωλυσίας, το τρίτο στις 2-3-1973, εξοφλητέο εντός 10 ετών σε ίσες εξαμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις με το ίδιο σύστημα και το τέταρτο στις 25-9-1974, εξοφλητέο εντός προθεσμίας 12.5 ετών σε ίσες εξαμηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, τα οποία δεν εξοφλήθηκαν, υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του Α.Κ. και όχι στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ. 15 του Α.Κ., αφού εξαιρούνται της διατάξεως αυτής οι τόκοι που κεφαλαιοποιούνται, σε συνέπεια δε της κρίσεώς του αυτής απέρριψε την από το άρθρο 859 του Α.Κ. ένσταση της καθής η ανακοπή ότι δεν ευθύνεται έναντι του εγγυηθέντος τα δάνεια Ελληνικού Δημοσίου, επειδή αυτό παρέλειψε από βαριά αμέλειά του να αντιτάξει κατά της πιστώτριας την από το άρθρο 250 αριθ.15 του Α.Κ. παραγραφή της κύριας αξίωσής της για τις τοκοχρεωλυτικές εκείνες δόσεις που έληξαν και δεν πληρώθηκαν και ως προς τις οποίες παρήλθε πενταετία μέχρι της κατάπτωσης της εγγυήσεως και ότι εντεύθεν δεν υφίσταται νόμιμος τίτλος για βεβαίωση του χρέους. Έτσι που έκρινε, το Εφετείο διέλαβε ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν αδύνατο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 249, 250 αριθ. 15 και 859 Α.Κ., καθόσον δεν διευκρινίζει αν το ποσό που κατέβαλε το Δημόσιο ως εγγυητής και βεβαιώθηκε στο Δημόσιο Ταμείο αναφέρεται σε καθυστερούμενες τοκοχρεωλυτικές δόσεις των άνω δανείων, οι οποίες υπόκεινται αυτοτελώς στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αριθ. 15 Α.Κ. ή σε χρεωλυτικές δόσεις οι οποίες απώλεσαν τον χαρακτήρα τους αυτόν δια της καταγγελίας του δανείου εκ μέρους της πιστώτριας με βάση συμβατικό όρο, οπότε η αξίωση υπόκειται στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 του Α.Κ., ούτε διευκρινίζει αν είχε συμφωνηθεί κεφαλαιοποίηση των τόκων. Επομένως, ο τρίτος από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ λόγος του αναιρετηρίου, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια και οποίος κατά το μέρος που θεμελιώνεται σε σφάλματα που δεν διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο παραδεκτά προτείνεται από τον Εισηγητή (άρθρο 562 παρ.4 ΚΠολΔ), είναι βάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά τις ανωτέρω διατάξεις της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου από άλλους δικαστές είναι εφικτή (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθ. 1401/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση κατά το μέρος που αναιρέθηκε στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει το αναιρεσίβλητο στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2012.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Μαΐου 2012.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: