Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ υπ αριθ 71/2020 ΠΡΑΞΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗ - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΟΡΘΩΣΗ - ΕΓΙΝΕ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΜΕ ΠΡΑΞΗ , λόγω του ΕΚ ΠΑΡΑΔΟΡΜΗΣ ΛΑΘΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΙΔΙΟΓΡΑΦΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ υπ αριθ 71/2020 ΠΡΑΞΗ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗ - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙΟΡΘΩΣΗ -  ΕΓΙΝΕ ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΜΕ ΠΡΑΞΗ , λόγω του ΕΚ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗΣ ΛΑΘΟΥΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΙΔΙΟΓΡΑΦΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ενα σπάνιο ΝΟΜΙΚΟ ΘΕΜΑ προέκυψε με την ΕΚ ΠΑΡΑΔΡΟΜΗΣ ΛΑΘΕΜΕΝΗΣ ΑΝΑΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑΘΕΤΗ, κατα τη Δημοσίευση Ιδιόγραφης Διαθήκης.

Αφού δημοσιιεύθηκε η Ιδιόγραφη Διαθήκη, υπήρξε διαφωνία με την κ Ειρηνοδίκη Κατερινης στο ιδιαίτερο Θέμα που αφορούσε το ερώτημα, "η διόρθωση ΠΡΕΠΕΙ να γίνει με αίιτηση διόρθωσης απόφασης με την Εκούσια δικαιοδοσία; ή με νέα Πράξη του Ειρηνοδίκη, που θα διορθώνει το τυπικό  αλλά ουσιώδες λάθος;

Η ορθή μας άποψη ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΕ, αφού μας ανάγκασε να καταθέσουμε την παρακάτω ΑΙΤΗΣΗ , επι της οποίας μετά απο πολύ καιρό, ΕΚΔΟΘΗΚΕ Η ΜΕ ΑΡΙΘ 71/2020 ΠΡΑΞΗ, που αναρτάται παρακάτω μετά την αίτηση:


+++++++++++++++++++++++

ΑΙΤΗΣΗ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΤΕΡΙΝΗΣ

Διόρθωσης δημοσιευμένης ιδιόγραφης διαθήκης

 Του  (στοιχεία)

Με την από     αίτηση μου αιτήθηκα την δημοσίευση ιδιόγραφη του αποβιώσαντος με τα κάτωθι στοιχεία:

ΌΝΟΜΑ:

ΕΠΩΝΥΜΟ:

ΠΑΤΡΩΝΥΜΟ:

ΜΗΤΡΩΝΥΜΟ:

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΝ ΖΩΗ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ:

ΠΟΛΗ:

ΗΜΕΡ/ΝΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ:

ΤΟΠΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ:

 Κατερίνη, 24/06/2019

             Με την παρούσα αιτούμαι την διόρθωση του υπ’ αριθμό 406/2019 πρακτικού δημοσίευσης (ιδιόγραφης) διαθήκης του Ειρηνοδικείου Κατερίνης λόγω της εκ παραδρομής  εσφαλμένης αναγραφής  των στοιχείων του αποβιώσαντος στο ως άνω πρακτικό δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Κατερίνης.

            Ως πρακτικά του δικαστηρίου, στα οποία καταχωρίζεται η δημοσιευόμενη διαθήκη, κατ' αρχήν νοούνται τα κατά το άρθρο 256 πρακτικά που συντάσσονται για την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο από το γραμματέα και με τις οδηγίες του δικαστή που συγκροτεί το ειρηνοδικείο. Κύριο μέλημα του δικονομικού νομοθέτη με την διάταξη του άρθρου 808 ΚΠολΔ είναι να περιγράψει τη διαδικασία για τη δημοσίευση της διαθήκης, ως ιδιόρρυθμη υπόθεση εκούσιας δικαιοδοσίας με πλατιά έννοια.

Στην προκειμένη περίπτωση, την υποχρέωση προς δημοσίευση της διαθήκης, αμέσως μετά το θάνατο του διαθέτη, έχει το δικαστήριο. Η υποχρέωση του κατόχου της διαθήκης εξαντλείται στο να την παραδώσει στην αρμόδια για τη δημοσίευση αρχή. Από εκεί και μετά ενεργοποιείται το υπηρεσιακό καθήκον αυτής της αρχής, δηλαδή κατ' αρχήν του δικαστηρίου, να προχωρήσει δίχως υπαίτια καθυστέρηση στη δημοσίευση της διαθήκης που παραδόθηκε για το σκοπό τούτο. Οι προϋποθέσεις που ενεργοποιούν το υπηρεσιακό καθήκον του δικαστηρίου να δημοσιεύσει τη διαθήκη είναι οι εξής:

(α) Η διαθήκη που παραδόθηκε προς δημοσίευση να είναι όντως διαθήκη. Αντικείμενο δημοσίευσης είναι κάθε υποστατή διαθήκη, ακόμη και αν πάσχει ακυρότητα, ενώ εξάλλου η § 6 του 808 δεν αφήνει πια καμιά αμφιβολία ότι σε δημοσίευση υπόκεινται και διαθήκες που στο μεταξύ έχουν ανακληθεί.

(β) Να βεβαιώνεται ο θάνατος του διαθέτη (Μπαλής, ΚληρΔ § 74 σελ. 95. Τούσης, ΚληρΔ § 45 σελ. 143). Αλλά στη δικονομική της διάσταση η δεύτερη τούτη προϋπόθεση δεν έχει καθόλου το νόημα υποκειμενικού Βάρους εκείνου που παρέδωσε τη διαθήκη στο δικαστήριο να φροντίσει ο ίδιος για την απόδειξη, ή πολύ περισσότερο για την προαπόδειξη του θανάτου του διαθέτη. Στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ισχύει ανα­κριτικό σύστημα (744 ΚΠολΔ), έτσι ώστε το δικαστήριο να έχει υπηρεσιακό καθήκον να αναζητήσει μόνο του τις πηγές γνώσεις και την απόδειξη όλων των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων.

Στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη δημοσίευση διαθήκης δεν ενυπάρχει ως αντικείμενο αυτού η διάγνωση. Με αυτήν την έννοια δεν υπάρχει στη σχετική διαδικασία ούτε διαγνωστικό, ούτε διαπλαστικό αντικείμενο. Το δικαστήριο περιορίζεται να πιστοποιήσει το κείμενο και τα ορατά εξωτερικά ελαττώματα της διαθήκης που του παραδόθηκε. Πρόκειται για άσκηση ατελούς δικαιοδοσίας, και φυσικά στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας που εξαντλείται στη σύνταξη πρακτικού, με το οποίο συντελείται η προαναφερόμενη πιστοποίηση. Για το λόγο τούτο δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για δεδικασμένο, ούτε για διαπλαστική ενέργεια, ούτε καν για έκδοση δικαστικής απόφασης. Επιπρόσθετα, πρέπει να σημειωθεί ότι το δικαστήριο εξετάζει και πιστοποιεί αυτεπαγγέλτως αν το έγγραφο που δημοσιεύει συνιστά υποστατή (αν και όχι αναγκαίως έγκυρη) διαθήκη. Κατά τη δημοσίευση της διαθήκης το δικαστήριο βεβαιώνει αυτεπαγγέλτως το περιεχόμενο της και τα εξωτερικά ελαττώματα που ενδεχόμενα έχει κατά το άρθρο 1721 § 4 ΑΚ (ΑΚ 1771). Ο δικαστής σημειώνει ιδιοχείρως στο πρωτότυπο της δημοσιευόμενης διαθήκης τη λέξη θεωρήθηκε, χρονολογεί και υπογράφει (ΑΚ 1771).

Ενόψει των ανωτέρω πρέπει να τονισθούν οι διαδικαστικές ιδιορρυθμίες της διαδικασίας για τη δημοσίευση διαθήκης. Αρχικά, η διαδικασία μπαίνει σε κίνηση αυτεπαγγέλτως, κατά τα άρθρα 747 § 4 και 748 § 5 ΚΠολΔ. Επίσης, ισχύει το ανακριτικό σύστημα (744 ΚΠολΔ), όπως ισχύει γενικότερα στο πλαίσιο της εκούσιας δικαιοδοσίας, και το δικαστήριο διατάσσει αποδείξεις και για πραγματικά γεγονότα που δεν έχουν προταθεί. Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας το δικαστήριο ασκεί ατελή δικαιο­δοσία, και συνακόλουθα δεν εκδίδει δικαστική απόφαση ως προς τη δημοσίευση της διαθήκης, ως κύριο αντικείμενο της δίκης, Η μοναδική δικονομική συνέπεια αυτής της πράξης( δημοσίευσης διαθήκης) είναι η δεσμευτική αποδεικτική της δύναμη ως προς το περιεχόμενο και τα εξωτερικά ελαττώματα της διαθήκης, κατά το άρθρο 440 ΚΠολΔ. Πρόκειται όμως για αποδεικτική έννομη συνέπεια που δεν προσθέτει τίποτε το νέο στην αποδεικτική δύναμη του πρωτοτύπου της ιδιόγραφης Κύριες συνέπειες της δημοσίευσης της διαθήκης εντοπίζονται στο πλαίσιο του ουσιαστικού δικαίου ( προθεσμία αποποίησης ΑΚ 1847 § 1 εδ. β', ,προθεσμία για την απόσβεση του δικαιώματος κήρυξης της ακυρότητας της διαθήκης ΑΚ 1788, προθεσμία για την κήρυξη της κληρονομικής αναξιότητας ΑΚ 1862 § 2 και προθεσμία για να δηλώσει ο κληρονόμος το φόρο κληρονομιάς).

            Υπό αυτά τα δεδομένα, συνάγεται εναργώς ότι η δημοσίευση αποσκοπεί στην αποτροπή αλλοιώσεως του πρωτοτύπου της διαθήκης μετά την δημοσίευση αυτής, ως και στην εξασφάλιση αποδείξεως της συντάξεως και του περιεχομένου αυτής εις περίπτωσιν απώλειας του πρωτοτύπου. Μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η δικαστική πιστοποίηση του ακριβούς περιεχομένου της διαθήκης από το δικαστήριο. Δηλαδή η δικαστική δημοσίευση της διαθήκης δεν έχει χαρακτήρα δικαστικής απόφασης, αλλά διαδικαστικής πράξης του δικαστηρίου, με την οποία ασκείται ατελής δικαιο­δοσία, και ειδικότερα αποδεικτική πιστοποίηση στο πλαίσιο του υπηρεσιακού καθήκοντος να κινήσει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία για τη δημοσίευση διαθήκης που του παραδόθηκε.

Στην προκειμένη περίπτωση, η αίτηση περί δημοσίευσης διαθήκης κατατέθηκε νομίμως στο γραμματέα του δικαστηρίου στις           και αφορούσε τον (ονοματεπώνυμο )αποβιώσαντα την    (ημερομηνία) (τόπος) , όπως προκύπτει άλλωστε και από το υπ’ αριθμό        πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών. Στην δε διαθήκη αναγράφει ο κληρονομούμενος τα πλήρη στοιχεία του, ήτοι το ονοματεπώνυμο, το όνομα πατρός και το όνομα μητρός. Παρά ταύτα το υπ’ αριθμό 406/2019 πρακτικό δημοσίευσης διαθήκης εκ παραδρομής δεν αναγράφει τα ορθά στοιχεία του διαθέτη, τα οποία άλλωστε προκύπτουν τόσο από την αίτηση και από το πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών, όσο και από το περιεχόμενο της διαθήκης. Κατά συνέπεια των ανωτέρω, πρέπει να διορθωθεί το υπ’ αριθμό 406/2019 πρακτικό δημοσίευσης διαθήκης, καθώς το δικαστήριο ενεργώντας στο πλαίσιο του υπηρεσιακού του καθήκοντος εκ παραδρομής προέβη σε εκ παραδρομής εσφαλμένη αναγραφή των στοιχείων του αποβιώσαντος, τα οποία δε προέκυπταν από τα σχετικά έγγραφα (πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών, που αναγράφει την ημεροχρονολογία του θανάτου, την από      αίτηση του        και από το περιεχόμενο της διαθήκης).

Επειδή κατά τα άρθρο 744 ΚΠολΔ και 808 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με την αναλογική εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 315 ΚΠολΔ  δύναται να προβεί το δικαστήριο στην διόρθωση των πρακτικών (Παϊσίδου. Διόρθωση και ερμηνεία των δικαστικών αποφάσεων κατά τον ΚΠολΔ, 2010, σελ.140 επ.). Ιδίως, κατά την νομολογία τα διορθώσιμα αμαρτήματα των πρακτικών μπορεί να αναφέρονται ως προς το ονοματεπώνυμο των διαδίκων (Παϊσίδου. Διόρθωση και ερμηνεία των δικαστικών αποφάσεων κατά τον ΚΠολΔ, 2010, σελ.140 επAd hoc ΜονΠρΧαλ 25/1988 , Δ/νη 1989/390, όπου κατατέθηκε αίτηση διόρθωση του 148/22.10.1986 πρακτικού  δημόσιας  συνεδρίασης  του  Δικαστηρίου και έγινε δεκτό ότι αναγράφηκε εκ παραδρομής σ` αυτά εσφαλμένα ως Ευαγγελία Χρήστου Μ., αντί  του  ορθού  Απόστολος  Γ.  του  Γεωργίου.  Το δε δικαστήριο έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 315 ΚΠολΔ η οποία εφαρμόζεται αναλογικά και για την διόρθωση λαθών που έγιναν κατά την σύνταξη των  πρακτικών  Δικαστηρίων (ΕφΑθ  532/75  ΑρχΝ  26, 164 με σημ. ΠΙΘ). Και δέχθηκε την αίτηση, καθώς το εκ παραδρομής λάθος προκύπτει από το επικυρωμένο αντίγραφο της από 5.11.1958 διαθήκης, που δημοσιεύθηκε  με  τα  148/22.10.1986  πρακτικά και αποδείκνυε τα ορθά στοιχεία του διαθέτη).

ΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Ζητάω   (κείμενο περί διόρθωσης)

..............

(την αίτηση συνέταξαν και κατέθεσαν η Βασιλική Καλαιτζή και ο Αντίγονος Ξηρομερίτης)

===========


Δεν υπάρχουν σχόλια: