Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

ΤρΕφΑιγαίου 78/2016 Αγωγή αναγνώρισης κυριότητας επί ακινήτου - Ένσταση ιδίας κυριότητας -Χρησικτησία

ΤρΕφΑιγαίου 78/2016 Αγωγή αναγνώρισης κυριότητας επί ακινήτου - Ένσταση ιδίας κυριότητας -Χρησικτησία

Περίληψη

Εμπράγματο. Αναγνώριση ..

κυριότητας του ενάγοντος επί ακινήτου. Απόρριψη της ένστασης ιδίας κυριότητας του εναγομένου επί του επιδίκου, καθώς δεν απέκτησε αυτή ούτε με παράγωγο , ούτε με πρωτότυπο τρόπο, αφού δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις της έκτακτης, ούτε της τακτικής χρησικτησίας, ελλείψει καλής πίστης.

Επιμέλεια Περίληψης:
Αγγελική Δανηλάτου, Δικηγόρος Αθηνών

Απόφαση

Αριθμός 78/2016
Τ ο Ε φ ε τ ε ί ο Α ι γ α ί ο υ (Τ ρ ι μ ε λ έ ς)
Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Αργυρή Βογιατζάκη, Εφέτη, Φεβρωνία Τσερκέζογλου, Εφέτη-Εισηγήτρια και από το Γραμματέα Ιωάννη Βακόνδιο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Οκτωβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της καλούσας-εφεσίβλητης-ενάγουσας: Ανωνύμου Εταιρείας με την επωνυμία «ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ... Α.Ε.», που εδρεύει στο Παρίσι (... Paris) νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια .......
Του καθ΄ου η κλήση-εκκαλούντος–εναγομένου: Κ. Κ., κατοίκου Αλίμου Αττικής, οδός ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του .....
Η ενάγουσα και ήδη καλούσα-εφεσίβλητη κατέθεσε την από 30-7-1993 αγωγή της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου που έχει καταχωρηθεί με αριθ. …/2-8-1993, με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Επ’ αυτής εκδόθηκαν οι υπ’ αριθ. 62ΤΠ/1995 (με την οποία τάχθηκαν αποδείξεις), υπ’ αριθμ. 1/2001 (με την οποία χορηγήθηκε νέα προθεσμία αποδείξεων) και η 58ΤΜ/2005 (με την οποία τάχθηκε προθεσμία για να προσκομισθούν νομιμοποιητικά για την άσκηση της αγωγής και την παράσταση της πληρεξούσιας δικηγόρου της έγγραφα) και συμπληρώθηκε η υπ’ αριθμ.62ΤΠ/1995 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου.
Ο εκκαλών-εναγόμενος κατέθεσε την από 14-7-2007 κλήση του (αριθμ. καταθ…./2007) και με τις προτάσεις του άσκησε ανταγωγή με την οποία ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτήν.
Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 106/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, η οποία έκανε δεκτή την αγωγή της καλούσας-εφεσίβλητης-ενάγουσας και εν μέρει την ανταγωγή του καθού η κλήση-εκκαλούντος-ενάγοντα.
Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε ο εκκαλών με την από 1-3-2010 έφεσή του προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου με αριθ. …/15-3-2010, ορίστηκε δε δικάσιμος αυτής με την …/18-3-2010 πράξη της Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου. Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 30/2012 απόφαση του δικαστηρίου τούτου η οποία διέταξε τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης. Στη συνέχεια κατόπιν αιτήσεως της καλούσας-εφεσίβλητης-ενάγουσας ζητήθηκε η αντικατάσταση της αρχικώς διορισθείσας πραγματογνώμονος. Εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 129/2013 απόφαση του δικαστηρίου τούτου, η οποία έκανε δεκτή την αίτηση και διόρισε νέο πραγματογνώμονα.
Η καλούσα-εφεσίβλητη-ενάγουσα κατέθεσε προς το Δικαστήριο τούτο την από 25-11-2015 κλήση της για μετ’ απόδειξη συζήτηση, η οποία κατατέθηκε στις 25-11-2015 ορίστηκε δε δικάσιμος αυτής με την …/25-11-2015 πράξη του Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, όπως αναφέρεται παραπάνω, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτές.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την από 25-11-2015 και υπ’ αριθμ.εκθ.καταθ…./2015 κλήση της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ... ΑΕ», η από 1-3-2010 και υπ’ αριθμ.καταθ…./2010 έφεση του Κ. Κ. του Σ. κατά της υπ’ αριθμ.106/2009 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ.30/2012 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση, αναβλήθηκε η έκδοση της οριστικής απόφασης και διατάχθηκε η διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης, η οποία ήδη έχει ολοκληρωθεί.
Με την από 20-7-1993 (υπ’ αριθμ.εκθ.καταθ.καταθ…./1993) αγωγή ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου) ιστορείται ότι α) η ενάγουσα είναι κυρία, νομέας και κάτοχος ενός οικοπέδου εμβαδού 4.200 τμ, με την εντός αυτού οικία εμβαδού 73 τμ, κείμενου στη νήσο Σέριφο Κυκλάδων, όπως αναλυτικά περιγράφεται, το οποίο αποτελεί τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου της, που συνέχεται βόρεια και νότια του ανωτέρω και το οποίο απέκτησε με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με εταιρική εισφορά του ενός εκ των ιδρυτών της Ι. Β., δυνάμει του υπ’ αριθμ..../1880 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Παρισίων ..., που μεταγράφηκε νόμιμα, ο δε δικαιοπάροχός της Ιωάννης Βούρος απέκτησε το άνω ακίνητο με αγορά, δυνάμει του υπ’ αριθμ..../1880 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που μεταγράφηκε νόμιμα, από την πωλήτρια εταιρεία «.... Εταιρεία ΑΕ», η οποία με τη σειρά της είχε αποκτήσει το ακίνητο με αγορά από τον Μ. Α. Ρ., δυνάμει του υπ’ αριθμ..../1874 συμβολαίου του συμβ/φος Ειρηνοδίκη ... που μεταγράφηκε νόμιμα, έχοντας έκταση το όλο ακίνητο κατά τον τελευταίο αυτό τίτλο δύο «ζευγαριές», ασκώντας έκτοτε όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του διακατοχικές πράξεις, όπως τοποθέτηση του μεταλλεύματος προς φόρτωση, ανοικοδόμηση οικιών για τη στέγαση του προσωπικού των μεταλλίων και επιβλέποντας αυτό, γενόμενη κυρία με τακτική και με έκτακτη χρησικτησία, β) ο εναγόμενος κατέλαβε αυθαίρετα το βορειανατολικό τμήμα της ανωτέρω εκτάσεως, ήτοι το γωνιαίο τμήμα αυτής, που είναι το αναλυτικά περιγραφόμενο επίδικο τμήμα του ακινήτου και το χρησιμοποιεί ως θερινή του κατοικία. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να αναγνωρισθεί κυρία του επιδίκου, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της αποδώσει το ακίνητο και να απαγορευθεί, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κρατήσεως του εναγομένου, κάθε μελλοντική διατάραξη της νομής της. Ο εναγόμενος με τις από 30-12-1994 προτάσεις του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, πρότεινε την ένσταση ιδίας κυριότητας του επιδίκου και επιπλέον άσκησε ανταγωγή, ισχυριζόμενος ότι ως καλόπιστος νομέας διενήργησε εκτεταμένες επισκευές της οικίας του επιδίκου, ζητώντας για τις αναγκαίες και επωφελείς δαπάνες που αναλυτικά περιγράφει στην ανταγωγή το ποσό των 3.350.000 δρχ με το νόμιμο τόκο από την κάθε επιμέρους δαπάνη. Επί της αγωγής και της ανταγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ.62/1995 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, η οποία απέρριψε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα για απαγόρευση κάθε μελλοντικής διατάραξης της ενάγουσας με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, ανέβαλε την οριστική της απόφαση και υποχρέωσε τους διαδίκους να αποδείξουν και με μάρτυρες μέχρι δύο για κάθε διάδικο, ότι το επίδικο ανήκει στην ιδιοκτησία τους, στη συνέχεια δε μετά την εξέταση των μαρτύρων, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.58/2005 απόφαση του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, η οποία ανέβαλε εκ νέου την έκδοση οριστικής αποφάσεως, συμπλήρωσε την προηγούμενη προδικαστική απόφαση, τάσσοντας νέο θέμα απόδειξης, υποχρεώνοντας την ενάγουσα να αποδείξει το συμπληρωματικό αυτό θέμα και με μάρτυρες ένα για κάθε διάδικο. Ακολούθως εκδόθηκε η εκκαλούμενη υπ’ αριθμ.106/2009 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, η οποία συνεκδίκασε την αγωγή και την ανταγωγή, δέχθηκε την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία του επιδίκου ακινήτου, υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να αποδώσει αυτό και παράλληλα δέχθηκε εν μέρει την ανταγωγή, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση της ενάγουσας να καταβάλει στον εναγόμενο το ποσό των 7.483 ευρώ ως αναγκαίες δαπάνες επισκευής του επιδίκου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος ως ηττηθείς διάδικος με την έφεσή του και ζητεί για τους περιεχόμενους σ’ αυτήν λόγους που αφορούν εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.
Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α` και β` Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί διεκδικητικής αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 Α.Κ. στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ` όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου τμήματος να προσδιορίζεται με ακρίβεια η θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο (ΑΠ 164/2014,ΑΠ 1354/2014,ΑΠ 1178/2011,ΑΠ 1182/2012 δημ.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω ειδικότερος χρονικός προσδιορισμός της καταλήψεως του πράγματος από τον εναγόμενο δεν απαιτείται, ούτε δημιουργείται υποχρέωση του ενάγοντος για σχετική συμπλήρωση της αγωγής όταν προτείνεται από τον εναγόμενο ένσταση παραγραφής, κτητικής ή αποσβεστικής, διότι το στοιχείο αυτό ως αναγκαίο για την έναρξη της παραγραφής, οφείλει να προσδιορίσει ο ενιστάμενος εναγόμενος κατά το άρθρο 262 παρ.1 ΚΠολΔ (ΑΠ 895/2002 δημ.ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο είναι αρκούντως ορισμένη και δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία για την ταυτότητα του επιδίκου, καθόσον στην αγωγή μνημονεύεται η θέση του επιδίκου σε σχέση με το όλο ακίνητο (βορειοανατολικό γωνιαίο τμήμα), η οικία των 73 τμ., οι ακριβείς διαστάσεις του επιδίκου και δεν απαιτείται η αναγραφή του χρόνου καταλήψεως του ακινήτου, όπως στη μείζονα σκέψη αναφέρεται. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή, ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβασίμου του έκτου λόγου έφεσης περί αοριστίας της αγωγής.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 1 και 2, 97 παρ. 1 και 2 και 98 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η δικαστική πληρεξουσιότητα, που δίδεται είτε με συμβολαιογραφική πράξη είτε με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση, παρέχει στον πληρεξούσιο δικηγόρο το δικαίωμα να εκπροσωπεί στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα και να ενεργεί όλες τις κύριες ή παρεπόμενες πράξεις που αφορούν τη διεξαγωγή της δίκης, εκτός από εκείνες που ρητά εξαιρέθηκαν κατά τη χορήγηση αυτής, καθώς και εκείνες με τις οποίες απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 104 του ίδιου Κώδικα, για τις προπαρασκευαστικές πράξεις και τις κλήσεις έως τη συζήτηση στο ακροατήριο θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, ενώ για τη συζήτηση στο ακροατήριο απαιτείται ρητή πληρεξουσιότητα και αν δεν υπάρχει κηρύσσονται άκυρες όλες οι πράξεις ακόμη και εκείνες που είχαν γίνει προηγουμένως, της έλλειψης της πληρεξουσιότητας, καθώς και της υπέρβασής της εξεταζομένης από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης. Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 159 αρ. 1, 544 παρ. 4, ΚΠολΔ, 211, 219 και 238 ΑΚ προκύπτει, ότι ο διάδικος για λογαριασμό του οποίου παραστάθηκε, ως δικηγόρος, πρόσωπο που δεν είχε δικαστική πληρεξουσιότητα, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενέστερα τις πράξεις του εν λόγω δικηγόρου που προηγήθηκαν. Η έγκριση μπορεί να γίνει είτε ρητά είτε σιωπηρά, με πράξεις εμφαίνουσες πρόθεση ισχυροποίησής τους, εξετάζεται δε η ύπαρξη της έγκρισης, που έχει αναδρομική ενέργεια (ΑΠ 254/2016,ΑΠ 2018/2009 δημ.ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα προς απόδειξη της πληρεξουσιότητας προς τους δικηγόρους που την εκπροσώπησαν προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα ακόλουθα έγγραφα σε επίσημη μετάφραση: α) το αρχικό από 2-9-1880 καθώς και το από 14-11-2007 ισχύον καταστατικό της, β) το από 20-11-2007 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Δικαστηρίου Εμπορίου Παρισίων, από το οποίο προκύπτει ότι η ενάγουσα εταιρεία εξακολουθεί να υπάρχει, αφού δεν έχει τεθεί σε εξυγίανση και εκκαθάριση, γ) το από 15-11-2007 απόσπασμα ... εγγραφής στα μητρώα εμπορίου και εταιρειών της Γραμματείας του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, στο οποίο μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η διάρκειά της έχει οριστεί μέχρι 15-9-2029 και ότι μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου αυτής είναι και ο Ο. Β. ως γενικός διευθυντής, δ) το από 30-6-2006 πρακτικό συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της ενάγουσας εταιρείας, ε) το από 27-6-2007 πρακτικό της γενικής συνέλευσης των μελών της εταιρείας, με το οποίο ανανεώθηκε η προηγούμενη θητεία των ίδιων μελών του ΔΣ, στ)το από 21-10-2004 πρακτικό συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας, το οποίο συγκροτείται σε σώμα με γενικό διευθυντή τον προαναφερόμενο Ο. Β., ζ) το από 15-11-2005 ειδικό πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας, με το οποίο εξουσιοδοτείται ο τελευταίος (γενικός διευθυντής) προς σύνταξη ειδικού πληρεξουσίου, μεταξύ άλλων και για τη χορήγηση εντολής αλλά και έγκρισης προς τους δικηγόρους, Σ. Μ., Α. Σ. (υπογράφοντες το δικόγραφο της ένδικης αγωγής), Α. Δ. και Α. Παναγοπούλου (που εκπροσώπησε την ενάγουσα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο), ως προς κάθε ενεργούμενη από αυτούς διαδικαστική πράξη επί της κρινόμενης αγωγής και τέλος η) το υπ’ αριθμ…./16-11-2005 ειδικό πληρεξούσιο, που συντάχθηκε ενώπιον του αρμόδιου υπαλλήλου του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στο Παρίσι, με το οποίο ο προαναφερόμενος γενικός διευθυντής της εταιρείας Ο. Β. διόρισε πληρεξούσιους, αντιπροσώπους και αντικλήτους δικηγόρους της εταιρείας στην Ελλάδα, πλην άλλων και τους δικηγόρους Σύρου Α. Παναγοπούλου και Α. Σ. και Αθηνών Σ. Μ. και αφού ενέκρινε τις μέχρι τότε γενόμενες διαδικαστικές πράξεις που έγιναν για λογαριασμό της εταιρείας, μεταξύ άλλων και για την προκείμενη υπόθεση, παράτεινε την πληρεξουσιότητα μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της ένδικης διαφοράς. Από τα προαναφερόμενα έγγραφα σαφώς προκύπτει ότι ο διορισμός των πληρεξουσίων της ενάγουσας από τον ανωτέρω γενικό διευθυντή, είναι νόμιμος, ενώ με το ανωτέρω πληρεξούσιο ρητά εγκρίνονται όλες οι διαδικαστικές πράξεις της πρωτοβάθμιας δίκης, ήτοι και η άσκηση της αγωγής, με την έγκριση δε αυτή, που έχει αναδρομική ισχύ, θεραπεύτηκε εκ των υστέρων κάθε τυχόν ακυρότητα των διαδικαστικών πράξεων της πρωτοβάθμιας δίκης, σε κάθε δε περίπτωση ο χρόνος της εγκρίσεως δεν ασκεί επιρροή για τους τρίτους, αφού ο νόμος δεν τάσσει προθεσμία για την έγκριση (ΕφΑθ 10340/1986 δημ.ΝΟΜΟΣ) και επιπλέον δεν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος παραγραφής (χρόνος άσκησης αγωγής 1993- χρόνος έγκρισης 2005). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε την ύπαρξη νόμιμης πληρεξουσιότητας και εκπροσώπησης της ενάγουσας ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβασίμου του έβδομου λόγου έφεσης περί μη ύπαρξης νόμιμης πληρεξουσιότητας της ενάγουσας στην πρωτοβάθμια δίκη.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 397 ΚΠολΔ πριν την κατάργησή της με το άρθρο 14 παρ.1 του ν.2915/2001 οριζόταν ότι : «Ο διάδικος που διεξάγει απόδειξη με μάρτυρες οφείλει είκοσι τέσσερις ώρες πριν από την ημέρα που ορίστηκε για την εξέταση των μαρτύρων να γνωστοποιήσει στον αντίδικο τα ονόματα των μαρτύρων που θα εξεταστούν. Η γνωστοποίηση πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του άρθρου 118, καθώς και το όνομα, το επώνυμο το επάγγελμα, την κατοικία και την ακριβή διεύθυνση των μαρτύρων. Αφού αρχίσει η εξέταση των μαρτύρων, κανένας από τους διαδίκους δεν μπορεί να γνωστοποιήσει μάρτυρες». Στην προκείμενη περίπτωση από την ανάγνωση των σχετικών εγγράφων της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα σχετικά με την εξέταση των μαρτύρων: Μετά την άσκηση της αγωγής και της ανταγωγής εκδόθηκε αρχικά η υπ’ αριθμ. 62/1995 προδικαστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Σύρου, η οποία διέταξε αποδείξεις με δύο μάρτυρες από την κάθε πλευρά. Στα πλαίσια της άνω απόφασης εξετάσθηκε από την πλευρά της ενάγουσας ο μάρτυς Κ. Π. (βλ. σχετικά υπ’ αριθμ…./1998 εισηγητική έκθεση) και από την πλευρά της εναγομένης οι μάρτυρες Χ. Χ. (βλ. υπ’ αριθμ…./2001 εισηγητική έκθεση) και Ε. Ξ. (βλ. υπ’ αριθμ…./2001 εισηγητική έκθεση). Στη συνέχεια εκδόθηκε η νέα υπ’ αριθμ.58/2005 προδικαστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, η οποία συμπλήρωσε την προηγούμενη άνω προδικαστική απόφαση τάσσοντας στην ενάγουσα νέο θέμα απόδειξης με ένα μάρτυρα για κάθε διάδικο. Ακολούθως εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, στο ακροατήριο της οποίας εξετάσθηκαν από την μεριά της ενάγουσας ο μάρτυς Α. Ξ. και από την πλευρά της εναγομένης ο μάρτυς Ε. Ξ.. Από τα ανωτέρω εκτεθέντα είναι σαφές ότι με τη νέα υπ’ αριθμ.58/2005 συμπληρωματική προδικαστική απόφαση τέθηκε προς απόδειξη νέο θέμα και ακολούθως νέοι μάρτυρες, αφού δόθηκε η δυνατότητα και στον εναγόμενο, που είχε εξετάσει ήδη δύο μάρτυρες (ανώτατο όριο μαρτύρων με την αρχική προδικαστική) να εξετάσει και τρίτο μάρτυρα, χωρίς οι διάδικοι να υποχρεούνται να εξετάσουν αποκλειστικά τους ήδη αρχικά γνωστοποιηθέντες μάρτυρες και μάλιστα μετά την πάροδο δέκα και πλέον ετών από την έναρξη των αποδείξεων, αφού οι μάρτυρες αυτοί μπορούσαν να εκλείπουν, σε κάθε δε περίπτωση θα μπορούσαν αρχικά να είχαν γνωστοποιηθεί μόνο δύο μάρτυρες, ως ανώτατο όριο μαρτύρων που είχε τεθεί με την αρχική προδικαστική απόφαση. Άλλωστε ουδόλως απεδείχθη εκ μέρους του εναγομένου ότι ο ανωτέρω εξετασθείς μάρτυς Α. Ξ. δεν γνωστοποιήθηκε σ’ αυτόν νόμιμα εκ μέρους της ενάγουσας, δεδομένου ότι η ενάγουσα είχε ήδη προβεί σε γνωστοποίηση μαρτύρων και ειδικά είχε γνωστοποιήσει τον μάρτυρα Κ. Π. (βλ. σελ.1 της υπ’ αριθμ…./1998 εισηγητικής έκθεσης, ο δε εναγόμενος δεν αμφισβητεί τη γνωστοποίηση του Κ. Π.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ομοίως και δέχθηκε την κατάθεση του μάρτυρος Α. Ξ., ορθά εφάρμοσε το νόμο, απορριπτομένου ως αβασίμου του όγδοου λόγου έφεσης περί μη νόμιμης κατάθεσης του άνω μάρτυρος.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων Ε. Ξ. και Α. Ξ. που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και οι καταθέσεις τους περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου, από τις καταθέσεις των μαρτύρων Κ. Π., Χ. Χ. και Ε. Ξ. που περιέχονται στις υπ’ αριθμ…. /1998,…/2001,…/2001 εισηγητικές εκθέσεις, από την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Α. Π., σε συνδυασμό με την τεχνική έκθεση του Λ. Β. και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο, εμβαδού 4.200 τμ περίπου, με εντός αυτού ισόγεια οικία, εμβαδού 73 τμ, αποτελούμενη από δύο δωμάτια και κουζίνα και παρακείμενο βοηθητικό κτίσμα (ορνιθώνα), που βρίσκεται εντός του οικισμού «Μεγάλο Λιβάδι» Σερίφου και συνορεύει βόρεια επί πλευράς 80 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων Κ. Π., νότια επί πλευράς 82 μέτρων με ιδιοκτησία της ενάγουσας, δυτικά επί πλευράς 57 μέτρων με ιδιοκτησία της ενάγουσας και ανατολικά εν μέρει με κοινοτική οδό και εν μέρει με ιδιοκτησία της ενάγουσας. Περαιτέρω ως προς το ακίνητο αυτό πρέπει να λεχθούν τα εξής: Το έτος 1869 η εταιρεία με την επωνυμία «.... Εταιρεία ΑΕ» απέκτησε δυνάμει βασιλικού διατάγματος το δικαίωμα εξόρυξης μεταλλευμάτων στη νήσο Σέριφο, σε θέσεις που καθορίστηκαν με σχεδιαγράμματα και ειδικότερες περιγραφές. Η εταιρεία αυτή, αφού εξόρυξε μέχρι το έτος 1880 τα παραχωρηθέντα σ’ αυτήν μεταλλεία, μεταβίβασε προς τον Ι. Β. τα μεταλλευτικά της δικαιώματα στη Σέριφο, όπως επίσης και όσες εκτάσεις γης, μεταλλοφόρες ή μη (οικόπεδα, αμπέλια, χέρσες εκτάσεις κλπ) είχε αγοράσει από κατοίκους της περιοχής για την επίτευξη των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων της, καθώς και όσες παραθαλάσσιες εκτάσεις είχε δημιουργήσει για τη φόρτωση των μεταλλευμάτων της σε πλοία, ακόμη και οικίες, αποθήκες, γραφεία και άλλα οικοδομήματα, δυνάμει του νόμιμα μεταγραφέντος υπ’ αριθμ..../28-1-1880 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών .... Στη συνέχεια, οι ιδρυτές της ενάγουσας εταιρείας (Ι. Β. και Α. Σ.) με το νόμιμα μεταγραφέν υπ’ αριθμ..../2-9-1880 συμβόλαιο- καταστατικό του συμβολαιογράφου Παρισίων ... (το οποίο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «...» και καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών και στο Ειρηνοδικείο Σερίφου) παραχώρησαν στην ενάγουσα, κατά κυριότητα, ως εταιρική εισφορά, τα ακίνητα που είχαν αποκτήσει και μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες των μεταλλευτικών εργασιών. Δηλαδή, όταν το έτος 1880 συστήθηκε η ενάγουσα εταιρεία, οι προαναφερόμενοι ιδρυτές της μεταβίβασαν σ’ αυτήν όλα τα μεταλλευτικά δικαιώματά τους στη Σέριφο, καθώς και την εκεί ευρισκόμενη ακίνητη περιουσία τους. Συγκεκριμένα, μεταξύ των πολλών ακινήτων που απέκτησε η «.... Εταιρεία ΑΕ» ήταν και ένας αγρός ιδιοκτησίας Μ. Ρ., που ο τελευταίος μεταβίβασε σ’ αυτήν δυνάμει του υπ’ αριθμ..../28-4-1874 πωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδικειακού Παρέδρου Σερίφου, ... που μεταγράφηκε νόμιμα. Ο ως άνω αγρός, κατά τον άνω τίτλο κτήσης, βρισκόταν στη θέση «Μεγάλο Λιβάδι» Σερίφου πλησίον των κτημάτων Ε. χήρας Μ. Ρ., της αγοράστριας εταιρείας (που όπως προκύπτει είχε αγοράσει και άλλα κτήματα στην ίδια περιοχή) και του δημοσίου δρόμου, είχε δε έκταση, κατά τον τίτλο, δύο ζευγαριών περίπου και αναφέρεται στο υπ’ αριθμ..../28-1-1880 συμβόλαιο ως ένα από τα πολλά ακίνητα (που αριθμούνται σ’ αυτό) που η ως άνω εταιρεία μεταβίβασε λόγω πώλησης προς τον Ι. Β., ο οποίος, στη συνέχεια, το μεταβίβασε ως εισφορά στην ενάγουσα με το προαναφερόμενο νόμιμα μεταγραφέν υπ’ αριθμ..../2-9-1880 συμβόλαιο. Το ως άνω επίδικο ακίνητο εμφαίνεται και στο συνταγέν για λογαριασμό της εταιρείας από 2-6-1932 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού R., στο οποίο η οικία επισημαίνεται με τον αριθμό 36 (τεθέντα από τον ως άνω μηχανικό), ενώ το οικόπεδο με τα γράμματα ΑΒΓΔ( τεθέντα από την ενάγουσα). Στα όρια του ως άνω ακινήτου βρίσκεται και ο δημόσιος δρόμος, που αναφέρεται στο υπ’ αριθμ..../1874 πωλητήριο συμβόλαιο, καθώς και το «Διοικητήριο», που επισημαίνεται με τον αριθμό «1». Μάλιστα πλησίον του «Διοικητηρίου» βρίσκεται έκταση που παραχωρήθηκε δωρεάν από την ενάγουσα προς την Κοινότητα Σερίφου, στην οποία αναγέρθηκε ένα ηρώο για του πεσόντες της εργατικής εξέγερσης του 1916 (βλ. το υπ’ αριθμ..../30-10-2003 συμβόλαιο δωρεάς της συμβολαιογράφου Αθηνών ...). Από το έτος 1880 η ενάγουσα νεμόταν διά των εκπροσώπων της το σύνολο των εκτάσεων, που αυτή απέκτησε με τους ως άνω τίτλους, ενεργώντας επ’ αυτών όλες τις πράξεις που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους και συγκεκριμένα έρευνες για την εξεύρεση υπόγειου μεταλλεύματος, διάνοιξη οδών, εγκατάσταση σιδηροδρομικών γραμμών για τη μεταφορά του μεταλλεύματος, ανέγερση κτισμάτων και οικιών για τη στέγαση του εργατοτεχνικού προσωπικού της, εποπτεία κλπ. Στο επίδικο ακίνητο, που περιλαμβάνεται στους προαναφερόμενους τίτλους, καθώς βρίσκεται δίπλα στο κτίριο του «Διοικητηρίου» και σε περιοχή που κατείχε αδιαλείπτως η ενάγουσα από την έναρξη της άσκησης της μεταλλευτικής της δραστηριότητας βρίσκεται μία από τις οικίες, που κατασκεύασε η ενάγουσα εταιρεία, προκειμένου να στεγαστεί σ’ αυτές το προσωπικό της, λόγω του ότι οι μετακινήσεις κατά την εποχή που τα μεταλλεία λειτουργούσαν ήταν δυσχερείς. Δηλαδή στα πλαίσια των διακατοχικών αυτών πράξεων, που ενεργούσαν οι εκπρόσωποι της ενάγουσας εταιρείας, η τελευταία ανήγειρε κατά καιρούς πολλούς και διάφορους οικίσκους μέσα στις ιδιόκτητες εκτάσεις της και, στη συνέχεια, τους παραχωρούσε δωρεάν στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό της, που στερούνταν κοντινού οικήματος για τη στέγαση των οικογενειών τους για όσο χρόνο εργάζονταν στην εταιρεία. Έτσι το επίδικο παραχωρήθηκε από την ενάγουσα (και στη συνέχεια από την αναφερόμενη κατωτέρω μισθώτρια των μεταλλείων εταιρεία ...) στον υπάλληλό της (αποθηκάριο) Ε. Ξ., ο οποίος διέμενε σ’ αυτό πριν το έτος 1953 μέχρι και τη συνταξιοδότησή του (περί το τέλος 1963), ενώ στη συνέχεια η κατοχή του παραχωρήθηκε από την ενάγουσα στο Γ. Π., επίσης υπάλληλο των μεταλλίων (σιδηρουργό). Επισημαίνεται ότι η ενάγουσα εκμεταλλεύθηκε τα μεταλλεία της, κάνοντας χρήση του συνόλου των εκτάσεων που της είχαν παραχωρηθεί, αλλά και αυτών που είχε αποκτήσει, από το έτος 1880 μέχρι το έτος 1950, από δε το έτος 1951 άρχισε να τα εκμισθώνει σε τρίτους μεταλλευτικούς οίκους, όπως στις εταιρείες «...» (...), «... και Ελληνικά Σιδηρομεταλλεία ΑΕ», που ασκούσαν για λογαριασμό της διακατοχικές πράξεις επί των ακινήτων της στη θέση «Μεγάλο Λιβάδι», παραχωρώντας τη χρήση των οικιών, μεταξύ των οποίων και του επιδίκου, στους εργαζόμενους. Το έτος 1972 τελείωσε ο κύκλος των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στη Σέριφο, η ενάγουσα όμως, συνέχισε να νέμεται τα κάθε είδους ακίνητά της στο νησί με διάνοια κυρίας (μεταξύ των οποίων και το επίδικο), αφού αυτά φυλάσσονταν συνεχώς από τους εκάστοτε φύλακες και επιστάτες της, μεταξύ των οποίων ήταν οι Γ. Λ., Ι. Λ., Δ. Ξ., Ε. Λ. και άλλοι, οι οποίοι επόπτευαν τις εγκαταστάσεις και όλες τις εκτάσεις της εταιρείας, στις οποίες περιλαμβάνεται και το επίδικο, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθεί εμπράκτως η επ’ αυτών κυριότητά της από οποιονδήποτε. Από το έτος 1965 περίπου, η οικία παρέμεινε κενή, δεν συντηρούνταν πλέον και ήταν ακατάλληλη για τη διαμονή προσώπων, καθώς δεν υπήρχε πλέον η ανάγκη στέγασης προσωπικού λόγω της αναστολής των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων. Ακολούθως απεδείχθη ότι ο εναγόμενος το έτος 1981, εκμεταλλευόμενος την απουσία της ενάγουσας, της οποίας η έδρα βρίσκεται στη Γαλλία και τη μη εμφάνιση στο νησί νομίμων εκπροσώπων της, κατέλαβε αυθαίρετα το ακίνητο και προέβη στην ανακαίνιση της οικίας του, ισχυριζόμενος ότι του ανήκει, περιελθούσα σ’ αυτόν κατά τα ¾ εξ αδιαιρέτου από κληρονομία του αποβιώσαντος χωρίς διαθήκη στις 6-3-1945 πατέρα του Σ. Κ., δυνάμει της νόμιμα μεταγραφείσας υπ’ αριθμ..../13-10-1981 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., και κατά το ¼ εξ αδιαιρέτου λόγω δωρεάς από τη μητέρα του (επίσης κληρονόμου του Σ. Κ.), Ε. χήρα Σ. Κ., δυνάμει του νόμιμα μεταγραφέντος υπ’ αριθμ..../13-10-1981 συμβολαίου δωρεάς της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου. Στα ως άνω συμβόλαια το επίδικο περιγράφεται ως ξηρικός αγρός με τρία ισόγεια ερειπωμένα κτίσματα, συνολικής έκτασης 4.220 τμ περίπου, που βρίσκεται στη θέση «Μέγα Λιβάδι» Σερίφου και εμφαίνεται στο από 29-8-1981 τοπογραφικό σκαρίφημα του πολιτικού μηχανικού Δ. Κ., συνορεύει δε βόρεια από πλευράς 57 μέτρων με δημόσια διάβαση, νότια επί τεθλασμένης πλευράς 60 μέτρων με δημόσιο δρόμο, ανατολικά επί πλευράς 60 μέτρων με ιδιοκτησία Γ. Π. και δυτικά επί πλευράς 82 μέτρων με ιδιοκτησία Κ.. Ο εναγόμενος περαιτέρω ισχυρίζεται ότι το ακίνητο αυτό περιήλθε στον πατέρα του με άτυπη δωρεά από τον αρχικό ιδιοκτήτη Α. Γ. το 1935, καθώς αυτός συνδεόταν με την οικογένειά του με φιλικές σχέσεις και ήταν μάλιστα και νονός του εναγομένου και ότι ο πατέρας του, που επίσης εργαζόταν στην ενάγουσα διέμενε σε άλλη οικία στο Μέγα Λιβάδι, παραχωρώντας τη χρήση της επίδικης οικίας στον Ε. Ξ. μέχρι το έτος 1965. Σημειώνεται όμως ότι οι άνω τίτλοι κτήσης του εναγομένου (υπ’ αριθμ..../1981 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς και .../1981 συμβόλαιο δωρεάς) αναγράφουν ότι ο άνω δικαιοπάροχος Α. Γ. πώλησε το άνω επίδικο στον πατέρα του εναγομένου, ενώ ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε πώληση αλλά δωρεά, γεγονός που αποτελεί αντίφαση στα όσα ισχυρίζεται ο εναγόμενος σχετικά με την περιέλευση του ακινήτου στον δικαιοπάροχο πατέρα του. Επιπλέον απεδείχθη ότι το έτος 1938 ο Γ. Γ., πατέρας του Α., τότε διευθυντής της ενάγουσας, είχε μεταβιβάσει με το υπ’ αριθ..../8-6-1938 πωλητηρίο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ... που μεταγράφηκε νόμιμα, 291 ακίνητα-αγροτεμάχια στην ενάγουσα εταιρεία, που αποτελούσαν ολόκληρη την ακίνητη περιουσία του στη Σέριφο (προτελευταία σελίδα συμβολαίου). Σημαντικό όμως στοιχείο του άνω συμβολαίου είναι η αναφορά στο συμβόλαιο προϋπάρχουσας το 1933 διαιτητικής απόφασης που έγινε στο Παρίσι μεταξύ αυτού και της ενάγουσας με διαιτητές τον Ν. Π., Σ. Α. και Ν. Φ. και είχε ως αντικείμενο τη μεταβίβαση όλων των ακινήτων του Γ. Γ. προς την ενάγουσα και το τίμημά τους. Δηλαδή ο Γ. Γ., πατέρας του Α., πριν την άτυπη αγορά ή άλλως δωρεά του ακινήτου προς τον πατέρα του εναγομένου το 1935, διαπραγματευόταν το έτος 1933 την πώληση όλων των ακινήτων του προς την ενάγουσα, τα οποία σημειωτέον ανήκαν στον ίδιο και όχι στον υιό του Α.. Άλλωστε ο Α. Γ., ως δικαιοπάροχος του εναγομένου, δεν εμφανίζει νόμιμο τίτλο ιδιοκτησίας του επιδίκου, σε αντίθεση με τον πατέρα του Γ. Γ., ο οποίος είχε αποκτήσει όλα τα ανωτέρω ακίνητά του (που δεν περιλαμβανόταν το επίδικο ανάμεσα σ’ αυτά) με νόμιμους τίτλους αγοράς που είχαν μεταγραφεί. Εξάλλου πλήρως αποδεικνύεται ότι στο επίδικο ακίνητο διέμενε μέχρι του 1963 περίπου ο εργαζόμενος στην ενάγουσα Ε. Ξ., ο οποίος κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου χρησιμοποιούσε το επίδικο κατόπιν παραχώρησής του από τον πατέρα του εναγομένου. Ο ισχυρισμός όμως αυτός του εναγομένου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον προσκρούει στην από 31-3-1953 κατάσταση απογραφής των οικημάτων της ενάγουσας, στην οποία καταγράφονται τα οικήματα της ενάγουσας και οι ένοικοί τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο Ε. Ξ. (βλ. υπ’ αριθμ.19 της ως άνω κατάστασης), που σε αντίθετη περίπτωση δεν θα περιλαμβανόταν, ήτοι από την άνω κατάσταση προκύπτει ότι ο άνω Ε. Ξ. διέμενε το έτος 1953 στο επίδικο μετά από παραχώρηση χρήσης του από την ενάγουσα και όχι από τον πατέρα του εναγομένου, ο οποίος άλλωστε είχε αποβιώσει το έτος 1945. Άλλωστε ο εναγόμενος ουδόλως εξηγεί γιατί από το έτος 1935 έως το 1963, ήτοι για 28 έτη ο πατέρας του μέχρι το 1945, οπότε και απεβίωσε και στη συνέχεια ο ίδιος είχαν παραχωρήσει τη χρήση ενός περιουσιακού τους στοιχείου (αγρό και οικία) σε έναν άγνωστο χωρίς μάλιστα να εισπράττουν μίσθωμα, όπως θα ήταν φυσικό και αναμενόμενο όταν κάποιος παραχωρεί τη χρήση ενός ακινήτου του. Επίσης ουδόλως εξηγεί γιατί το ακίνητο από το έτος 1963, οπότε και αποχώρησε ο Ε. Ξ. μέχρι το έτος 1981, ήτοι για 18 έτη έμεινε κενό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον αυτός είχε την κυριότητά του και επιπλέον ποιος ήταν ο λόγος της μη σύνταξης συμβολαίου από τον Α. Γ. προκειμένου να εξασφαλίσει τον εναγόμενο (βαφτισιμιό του), αλλά και της τόσο αργοπορημένης σύνταξης πράξης αποδοχής κληρονομιάς εκ μέρους του εναγομένου (θάνατος πατέρα το έτος 1945 και σύνταξη αποδοχής κληρονομιάς το έτος 1981). Περαιτέρω απεδείχθη ότι ο ορισθείς από το παρόν Δικαστήριο πραγματογνώμων Α. Π. στην συνταχθείσα σαφή και εμπεριστατωμένη πραγματογνωμοσύνη του και προκειμένου να διαπιστώσει αν το επίδικο ακίνητο εμπεριέχεται στους τίτλους της ενάγουσας ερεύνησε διεξοδικά όχι μόνο τους τίτλους των διαδίκων αλλά και τους τίτλους των ακινήτων της ευρύτερης περιοχής, προκειμένου να καταλήξει στο πόρισμά του. Πιο συγκεκριμένα ο πραγματογνώμων αρχικά μελέτησε τα τοπογραφικά διαγράμματα του εναγομένου και δη το από 29-8-1981 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Δ. Κ. που εμπεριέχεται στην υπ’ αριθμ..../1981 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς του εναγομένου, σε συνδυασμό με το από Οκτωβρίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού Λ. Β., ομοίως προσκομιζόμενο από τον εναγόμενο. Από την παρατήρηση των δύο τοπογραφικών διαγραμμάτων του εναγομένου, προκύπτει ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά στο σχήμα τους και στις διαστάσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το τοπογραφικό Κ. αναφέρεται διάσταση προς βορρά 82 μέτρα, ενώ η αντίστοιχη διάσταση στο τοπογραφικό Β. είναι 53,40 μέτρα, το δε εμβαδόν στο πρώτο τοπογραφικό είναι 4.220 τμ, ενώ στο δεύτερο 3.188 τμ. Επίσης διαπιστώθηκε ότι στα δύο τοπογραφικά εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης ομόρου ακινήτου ο Δ. Κ., στο αντίστοιχο όμως υπ’ αριθμ…./1982 συμβόλαιο δωρεάς του συμβολαιογράφου ..., (τίτλος Δ. Κ.), προκύπτει ότι ο άνω Δ. Κ. αποκτά έναν αγρό 100 τμ, που όμως δεν συνορεύει με ιδιοκτησία Κ. (εναγομένου) και ήδη βρίσκεται υπό δικαστική διερεύνηση λόγω άσκησης αγωγής της ενάγουσας κατά του άνω Δ. Κ.. Στη συνέχεια ο πραγματογνώμων ερεύνησε τον αρχικό τίτλο της ενάγουσας εταιρείας, ήτοι το υπ’ αριθμ..../28-4-1874 συμβόλαιο του συμβ/ντος Ειρηνοδικειακού Παρέδρου Σερίφου Λυμβραίου, στον οποίο αναφέρεται ότι ο Μ. Α. Ρ., γεωργός, κάτοικος Σερίφου, πωλεί προς την .... Εταιρεία ένα αγρό που περιγράφεται «στη θέση Μέγα Λιβάδι, εκτάσεως δύο περίπου ζευγαριών πλησίον κτημάτων Ε. χήρας Μ. Ο. Ρ., ... Εταιρείας και Δημοσίου Δρόμου». Ακολούθως ο πραγματογνώμων προσπάθησε να βρεί τον δρόμο, την ιδιοκτησία της Ε. Ρ. και την άλλη ιδιοκτησία της ενάγουσας. Ο δρόμος εντοπίστηκε με βάση το αντίγραφο του από του έτους 1932 τοπογραφικού διαγράμματος Ι.. R., ο οποίος σημειώθηκε με πράσινο χρώμα στο άνω τοπογραφικό μεταξύ των περιοχών Μεγάλο Λιβάδι και Κούντουρο. Στη συνέχεια έγινε προσπάθεια να βρεθεί η όμορη ιδιοκτησία της ενάγουσας. Πράγματι η ενάγουσα πριν την αγορά του επιδίκου το έτος 1874, είχε αγοράσει το έτος 1873 δυνάμει του υπ’ αριθμ..../18-11-1873 συμβολαίου του τότε συμβ/ντος Ειρηνοδίκη Σερίφου ... από την Α. γένους Β. Ρ., σύζυγο Γ. Δ., έναν αγρό εκτάσεως τριών ζευγαριών στη θέση Κούντουρο συνορευόμενο από ιδιοκτησίες Μ. Κ., Μ. Β. Ρ., Χ. Κ. και θάλασσα, που είχε περιέλθει στην άνω πωλήτρια δυνάμει του υπ’ αριθμ..../1857 συμβολαίου του συμβ/ντος Ειρηνοδικειακού Παρέδρου .... Αργότερα το έτος 1991 τμήμα του ακινήτου αυτού μεταβιβάζεται στον Β. Κ. με βάση το υπ’ αριθμ..../1991 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών .... Έτσι ο πραγματογνώμων μελετώντας τους τίτλους των όμορων ιδιοκτησιών (Χ. Κ., Μ. Κ. και Μ. Ρ.) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πράγματι το επίδικο συνορεύει με άλλη ιδιοκτησία της ενάγουσας που είχε αγοραστεί σε προγενέστερο χρόνο (1873). Τέλος για την πλήρη οριοθέτηση του ακινήτου έγινε προσπάθεια να βρεθεί η όμορη ιδιοκτησία της Ε. χήρας Μ. Ο. Ρ., η οποία διαπιστώθηκε ότι είχε πράγματι ιδιοκτησία στην περιοχή, δυνάμει του υπ’ αριθμ..../23-10-1858 συμβολαίου του συμβ/ντος Ειρηνοδίκη Σερίφου ... και εντοπίστηκε βόρεια του επιδίκου. Σημειώνεται ότι σημαντικό στοιχείο για τον εντοπισμό του επιδίκου αποτελεί και το υπ’ αριθμ..../7-1-1874 συμβόλαιο του συμβ/ντος Ειρηνοδίκη Σερίφου .... Με το συμβόλαιο αυτό ο Α. Ρ. (πατέρας του συμβαλλομένου στο υπ’ αριθμ..../1874 συμβόλαιο Μ. Α..Ρ.) πώλησε στον Γ. Ν. ένα αγρό 200 τμ συνορευόμενο με ιδιοκτησίες της ... Εταιρείας, του Κ. Π., με δρόμο και με παραθαλάσσιο. Ο αγρός αυτός στη συνέχεια περιήλθε στην ιδιοκτησία Ι. Π. δυνάμει των υπ’ αριθμ....,... και .../1881 συμβολαίων του συμβ/ντος Παρέδρου ... και αργότερα με το υπ’ αριθμ..../2-9-1882 συμβόλαιο του συμβ/ντος Παρέδρου Σερίφου ..., ο Ι. Π. πώλησε στην ενάγουσα «μία οικία κείμενη στη θέση Μέγα Λιβάδι του Δήμου Σερίφου…από εν και μόνο δωμάτιο μετά της έξωθεν αυτού αυλής και χωραφίου, πλησιαζούσης με τα μεταλλεία της ενταύθα μεταλλευτικής εταιρείας υπό την επωνυμία ...». Από τη σειρά των τίτλων αυτών προκύπτει ότι ο Α. Β..Ρ. (πατέρας του Μ. Α. Ρ., πωλητή του υπ’ αριθμ..../1874 συμβολαίου- αρχικού τίτλου της ενάγουσας) κατείχε έναν ευρύτερο αγρό στη γωνία ακριβώς μεταξύ όρμου Μεγάλου Λιβαδίου και Κούντουρου, τμήμα του οποίου (200 τμ) πωλήθηκαν προς τον Γ. Ν. και μεταγενέστερα περιήλθε στην κυριότητα της Μεταλλευτικής εταιρείας .... Σύμφωνα με την περιγραφή το οικόπεδο αυτό εντοπίζεται στο χώρο έμπροσθεν του Διοικητηρίου. Επίσης ο ευρύτερος αυτός αγρός συνόρευε με ιδιοκτησία ... Εταιρείας, του Κ. Π., με δρόμο και με παραθαλάσσιο. Σημαντικό για την υπόθεση είναι το εάν ο υπολειπόμενος αγρός του Α. Β. Ρ. είναι αυτός που μεταβιβάστηκε από τον υιό του Μ. Α. Ρ. με το υπ’ αριθμ..../1874 συμβόλαιο. Όμως φαίνεται ότι πράγματι ο υπολειπόμενος αυτός αγρός μεταβιβάστηκε στην ενάγουσα, αφού ο υιός Μ. κληρονόμησε τον πατέρα του Α. και τούτο διότι η θέση του δρόμου υπάρχει μέχρι σήμερα, επιπλέον δε κατά τη μεταβίβαση του ίδιου αγρού (υπ’ αριθμ..../1874 συμβόλαιο) προς την Μεταλλευτική Εταιρεία ..., δυνάμει του υπ’ αριθμ..../2-9-1882 συμβολαίου, συνορεύει μόνο με Μεταλλευτική Εταιρεία ..., ενώ στον αρχικό τίτλο συνόρευε με την υπολειπόμενη έκταση Α. Β. Ρ., γεγονός που σημαίνει ότι ο υπολειπόμενος αυτός αγρός μεταβιβάστηκε στην Μεταλλευτική Εταιρεία. Ενισχυτικό της άποψης ότι το επίδικο ακίνητο ανήκε αρχικά στον Μ. Ρ., που το μεταβίβασε στην ενάγουσα με το ως άνω υπ’ αριθμ. .../1874 συμβόλαιο, είναι και το υπ’ αριθμ…./1893 προικοσύμφωνο του συμβ/φούντος Ειρηνοδίκη Σερίφου ..., κατά το οποίο ο Μ. Κ. παραχωρήθηκε στη θυγατέρα του Μ. ως προίκα και ένα ακίνητο στη θέση Μεγάλο Λιβάδι, πλησίον κτημάτων Μ. Ρ., Γ. Λ. και Ν. Π., ήτοι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας (Μ. Ρ.) αναφέρεται ως όμορος ιδιοκτήτης του ακινήτου ιδιοκτησίας Π., που δεν αμφισβητείται από τον εναγόμενο. Με βάση τα ανωτέρω ο πραγματογνώμων Α. Π. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στον τίτλο της ενάγουσας και αποτελείται από τρία τμήματα. Το τμήμα 1 που αποτελεί το επίδικο και έχει εμβαδό 3.119,20 τμ, το τμήμα 3 που μεταβιβάσθηκε από την ενάγουσα προς το Δήμο Σερίφου, εμβαδού 1.101 τμ και το τμήμα 2 που όμως αποτελεί αντικείμενο άλλη αγωγής, περίπου 2 στρεμμάτων, ήτοι το όλο ακίνητο είχε εμβαδό περίπου 6 στρέμματα, που μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί στις δύο ζευγαριές του αρχικού τίτλου. Αντίθετα η τεχνική έκθεση του μηχανικού Λ. Β., την οποία προσκομίζει και επικαλείται ο εναγόμενος δεν κρίνεται πειστική, αφού τοποθετεί το ακίνητο της ενάγουσας σε άλλο σημείο της περιοχής, ήτοι μεταξύ της ιδιοκτησίας Κ. και Κ. (σχέδιο 4 τεχνικής έκθεσης), καθόσον έρχεται σε αντίθεση με το από του έτους 1932 τοπογραφικό διάγραμμα του Ι.. R., το οποίο δείχνει την επίδικη οικία πλησίον του Διοικητηρίου και όχι μακριά από αυτό. Εξάλλου απεδείχθη ότι η ενάγουσα και οι δικαιοπάροχοί της, από το 1874 νέμονταν το επίδικο ακίνητο παραχωρώντας τη χρήση του σε εργαζόμενό της και στη συνέχεια εκμισθώνοντας αυτό μέχρι το 1972 όταν τελείωσαν οι μεταλλευτικές της δραστηριότητες, ασκώντας όμως επίβλεψή του με διάφορα άτομα επιστάτες της, αποκτώντας το ακίνητο και με τακτική και έκτακτη χρησικτησία. Όμως λίγα χρόνια μετά την παύση της μεταλλευτικής δραστηριότητας, η επίβλεψη της ενάγουσας, που είχε την έδρα της στη Γαλλία, ατόνησε, με αποτέλεσμα διάφοροι εργαζόμενοι των μεταλλείων και οι διάδοχοί τους να αρχίσουν να καταλαμβάνουν ακίνητα ιδιοκτησίας της και να εγκαθίστανται στις παλαιές οικίες που χρησιμοποιούνταν για κατοικίες του προσωπικού της, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ.66/1997,167/1994,98/2001, 32/2008, 162/2011 αποφάσεις του Εφετείου Αιγαίου, οι οποίες έκριναν ότι η ενάγουσα είναι κυρία άλλων ακινήτων καταληφθέντων από άλλους πρώην εργαζόμενους. Μεταξύ εκείνων που αυθαίρετα κατέλαβαν ιδιοκτησία της ενάγουσας είναι και ο εναγόμενος, ο οποίος κατέλαβε το επίδικο το έτος 1981 και δεν κατέστη κύριος αυτού ούτε με παράγωγο τρόπο, καθώς οι δικαιοπάροχοί του Σ. Κ. και Ε. χήρα Σ. Κ. δεν ήταν κύριοι αυτού, αλλά ούτε και με πρωτότυπο τρόπο, καθώς άρχισε να το νέμεται ως αποκλειστικός κύριος από το 1981, με αποτέλεσμα να μην συμπληρώνεται εικοσαετία έως την άσκηση της κατ’ αυτού κρινόμενης αγωγής (1-8-1993) για την απόκτησή του με έκτακτη χρησικτησία, επιπλέον δε δεν έχει αποκτήσει το επίδικο ούτε με τακτική χρησικτησία, καθόσον έχει μεν νόμιμο τίτλο, όμως δεν τελούσε σε καλή πίστη κατά το χρόνο απόκτησης της νομής του επιδίκου, καθόσον ως υιός εργαζόμενου της ενάγουσας γνώριζε ότι το επίδικο ανήκε στην κυριότητα της ενάγουσας. Επομένως με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα ο εναγόμενος υπήρξε κακής πίστεως νομέας και το επίδικο ανήκει στην κυριότητα της ενάγουσας, απορριπτομένης της ένστασης ιδίας κυριότητας του εναγομένου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων ως αβασίμων του τέταρτου, πέμπτου και ένατου λόγων έφεσης περί καλής πίστεως νομής του εναγομένου. Σημειώνεται ότι η εκκαλουμένη δεν περιέχει αντιφατικές αιτιολογίες σχετικά με τη φύλαξη του επιδίκου, αφού ρητά αναγράφει ότι από το 1972 η ενάγουσα επέβλεπε τα ακίνητά της με επιστάτες (σελ.11 απόφασης), σταδιακά όμως η φύλαξη των ακινήτων ατόνησε εν τοις πράγματι (σελ.13 απόφασης) και έγινε πλημμελής, με αποτέλεσμα να αρχίσουν οι καταλήψεις, απορριπτομένου του τρίτου λόγου έφεσης περί αντιφατικής αιτιολογίας της εκκαλούμενης ως προς την επίβλεψη του ακινήτου της, ως αβασίμου. Τέλος οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης που αφορούσαν το αίτημα διενέργειας πραγματογνωμοσύνης είναι πλέον άνευ αντικειμένου, μετά τη διενέργεια της σχετικής πραγματογνωμοσύνης.
Κατόπιν των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τέλος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθούν για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176,183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Απορρίπτει την έφεση κατ’ ουσίαν.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Ερμούπολη Σύρου στις 3 Νοεμβρίου 2016, σε μυστική συνεδρίαση.
Η Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Σπυριδούλα Μακρή Ιωάννης Βακόνδιος
Δημοσιεύθηκε στην Ερμούπολη Σύρου στις 13 Δεκεμβρίου 2016 σε δημόσια συνεδρίαση του Δικαστηρίου τούτου, με άλλη σύνθεση, από την Πρόεδρο Εφετών Σπυριδούλα Μακρή και τους Εφέτες Φεβρωνία Τσερκέζογλου και Ασημίνα Πετροπούλου, λόγω απουσίας του δεύτερου μέλους της συνθέσεως Αργυρώς Βογιατζάκη, η οποία τελεί σε αναρρωτική άδεια, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους τους δικηγόρους και με την παρουσία του Γραμματέα Ιωάννη Βακόνδιου.
Η Πρόεδρος Ο Γραμματέας
Σπυριδούλα Μακρή Ιωάννης Βακόνδιος 
ΠΗΓΗ: https://www.qualex.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: