ΤρΕφΑθ 5536/2017 Κυριότητα - Χρησικτησία - Προσβολή προσωπικότητας - Παραγραφή
Απόφαση
ΑΡΙΘΜΟΣ 5536/2017
TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
8° Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αναστασία Περιστεράκη, Πρόεδρο Εφετών, Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά, Μαρία Τόμου, Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Παπαζαφείρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του 18 Μαΐου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ... του …, κατοίκου … Αττικής, οδός ... αρ. …, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ...
ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ- ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) ... του … και 2) ... του …, αμφοτέρων κατοίκων ... Αττικής, οδός ... αριθμός …, τις οποίες εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους ....
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα — εφεσίβλητη ... με την από 24-3-2008 αγωγή της, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2008, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθμ. 4902/2014 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν: α) η ... και ... με την από 9 Μαρτίου 2015 έφεσή τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2015 και β) η ... με την από 10 Μαρτίου 2015 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2015.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε - από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε με την από 25-11-2016 κλήση της καλούσας (αριθμ. έκθεσης κατάθεσης .../2016) επειδή ματαιώθηκε η συζήτηση της υπόθεσης (η οποία είχε προσδιορισθεί να συζητηθεί, -κατόπιν αναβολής λόγω αποχής δικηγόρων- για τη δικάσιμο της 24ης/11/2016), λόγω απεργίας των δικαστικών υπαλλήλων.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Ι- Με την από 25-11-2016 (και με αριθμ. καταθ..../2016) κλήση της ... (εκκαλούσας-εφεσίβλητης) φέρονται νόμιμα προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι: α) η από 10-3-2015 (αριθ. καταθ. .../10-3- 2015) και β) η από 9-3-2015 (αριθ. καταθ. .../12-3-2015) αντίθετες εφέσεις, μετά τη ματαίωση της συζήτησής τους κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 24-11- 2016, κατά της υπ’ αριθμ. 4902/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία ( άρθρα 233 επ. Κ.ΠολΔ ), ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις εναγόμενες στις 10-2- 2015 (βλ. την .../10-2-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...) και οι ως άνω εφέσεις ασκήθηκαν, με την κατάθεσή τους στη Γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αντίστοιχα στις 10-3-2015 και 12-3- 2015 (ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών κατ' άρθρα 495, 498 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, αργότερες οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους ( άρθρα 524 , 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον έχουν κατατεθεί από τους εκκαλούντες και τα νόμιμα παράβολα (που επισυνάπτονται σ' αυτές και για την κατάθεση των οποίων συντάχθηκαν αντίστοιχα πράξεις κατάθεσης των αρμοδίων γραμματέων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) για το παραδεκτό της άσκησής τους, κατ’ άρθρο 495 παρ.4 εδ. α', β' του Κ.Πολ.Δ., όπως προστέθηκαν με το άρθρο 12 παρ.2 ν.4055/2012 και 93 Ν. 4139/2013 και αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων ( άρθρα 31 , 246 ΚΠολΔ ).
II. - Με την απευθυνόμενη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών από 24-3-2008 (και με αριθ. κατάθ. .../2008) αγωγή η ενάγουσα, ... του …, εξέθετε ότι είναι κυρία του ευρισκόμενου στη θέση «...» στην κτηματική περιφέρεια ... (...)- Αττικής και περιγραφόμενου λεπτομερώς κατά έκταση και όρια ακινήτου (αγροτεμαχίου), εκτάσεως 359 τμ., το οποίο απέκτησε με παράγωγο τρόπο και ειδικότερα με το .../1965 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα, καθώς και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με τακτική χρησικτησία έχοντας η ίδια στη νομή του με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μια δεκαετία και σε κάθε περίπτωση με έκτακτη χρησικτησία έχοντας αυτή στη νομή του για μια εικοσαετία με την άσκηση των περιγραφόμενων στο δικόγραφο υλικών πράξεων, προσμετρώντας και το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων της. Ότι ο ... του … κύριος ομόρου ακινήτου και δικαιοπάροχος των εναγομένων, τον Οκτώβριο του 1974, κατέλαβε παράνομα, επωφελούμενος της απουσίας της, τμήμα του ανωτέρω ακινήτου της, έκτασης 90,62 τμ., αποβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την ίδια (ενάγουσα) από τη νομή της. Ότι με την 8207/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη, αναγνωρίστηκε η ίδια κυρία του προαναφερόμενου εδαφικού τμήματος και διατάχθηκε ο ανωτέρω δικαιοπάροχος αρχικά και εν συνεχεία, λόγω του επισυμβάντος θανάτου του, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του εναγόμενες, στην απόδοση της νομής του (ήτοι του καταληφθέντος τμήματος) στην ίδια (ενάγουσα). Ότι κατέστη ανέφικτη η εκτέλεση της άνω απόφασης, διότι τόσον ο εν λόγω δικαιοπάροχος, ... του ..., αρχικά όσο και οι εναγόμενες- κληρονόμοι του, ανήγειραν και ακολούθως αποπεράτωσαν, τελούντες άπαντες σε γνώση του παράνομου των πράξεών τους, αυθαίρετη διώροφη οικοδομή, συνολικής εκτάσεως 252 τμ., μέρος της οποίας κατασκευάστηκε στο ανωτέρω (καταληφθέν) εδαφικό τμήμα της ιδιοκτησίας της, η εμπορική αξία του οποίου ανέρχονταν στο ποσό των 99.682 ευρώ. Ότι, από την προαναφερόμενη αδικοπραξία, υπέστη περιουσιακή βλάβη, που συνίσταται στην αξία της επίδικης λωρίδας καθόσον στερήθηκε τη νομής της, καθώς και ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητάς της από τη στέρηση του δικαιώματος της επί του ως άνω περιουσιακού της στοιχείου. Με βάση αυτά πραγματικά αυτά περιστατικά, η ενάγουσα ζήτησε, μετά τον παραδεκτά περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, σε ολόκληρο η καθεμία, να της καταβάλουν το ποσό των 70.000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω θετικής ζημίας ίσης με την αξία του επιδίκου τμήματος (ακινήτου) και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και να καταδικαστούν στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη 4902/2014 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, ισομερώς, το ποσό των 7.500 ευρώ ως αποζημίωση και σε ολόκληρο των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, νομιμοτόκως, αφού απορρίφθηκαν οι προτεινόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί- ενστάσεις των εναγομένων, ήτοι α) της 5ετούς παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας κατ’ άρθρο 937 ΑΚ , ως νόμω αβάσιμη, β) της συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην έκταση της επικαλούμενης ζημίας της, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη και γ) της καταχρηστικής άσκησης των αγωγικών απαιτήσεων κατ’ άρθρο 281 ΑΚ , ως νόμω αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις κρινόμενες εφέσεις τους για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους. Ειδικότερα: ι) η εκκαλούσα- ενάγουσα της από 10-3-2015 έφεσης, (παραπονείται) για λόγους αναγόμενους σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να της επιδικαστούν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά και ιι) οι εναγόμενες της από 9-3-2015 έφεσης (παραπονούνται) ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αλλά και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τις ως άνω προβαλλόμενες ενστάσεις τους και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε γενομένων δεκτών των ισχυρισμών τους αυτών να απορριφθεί η σε βάρος τους ασκηθείσα ένδικη αγωγή.
III. - Από την προσήκουσα εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων. ... και ..., που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά (απομαγνητοφωνημένα) δημόσιας συνεδρίασης αυτού, και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, σε μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα, κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 1856/2009 ΝοΒ 58.1180, ΑΠ 139/2009 ΕφΑστΔ 2.982, ΑΠ 211/2006, ΑΠ 1659/2005 στη ΝΟΜΟΣ), επίσης την ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ... με αριθμ. .../19-12-2013 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της- εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από τις ... και .../13-12-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Όπως δέχθηκε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνομολογείται από τις εναγόμενες, δυνάμει της με αριθμ. 4700/1986 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη, μετά την απόρριψη της κατ' αυτής ασκηθείσας έφεσης των, μεταξύ άλλων, εναγόμενων, με την 8207/2006 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Εφετείου Αθηνών), που εκδόθηκε επί της προγενέστερης από 18-4-1978 διεκδικητικής κυριότητας ακινήτου αγωγής της (τότε και νυν) ενάγουσας, ..., κατά των αυτών εναγόμενων, έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου ( άρθρου 321 επ. ΚΠολΔ ), αφενός μεν ότι η ενάγουσα είναι κυρία της επίδικης εδαφικής έκτασης των 90,62 τμ που αποτελούσε τμήμα μείζονος ιδιοκτησίας της, που βρίσκεται στη θέση «...» της κτηματικής περιφέρειας ... (...), εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου ...- Αττικής και η οποία (επίδικη) συνορεύει βόρεια επί πλευράς μήκους 10,50 μέτρων με υπόλοιπη ιδιοκτησία της ενάγουσας, νότια επί πλευράς μήκους 11,10 μ. με ιδιοκτησία (ήτοι υπ’ αριθμ. έξι (6) τεμάχιο) ... του … (πατέρα και εν συνεχεία δικαιοπαρόχου των εναγομένων), ανατολικά επί πλευράς μήκους 6,90 μ. με το υπ' αριθμ. εννέα (9) τεμάχιο και δυτικά επί πλευράς μήκους εννέα και ογδόντα (9,80)μ. με την υπόλοιπη ιδιοκτησία της ενάγουσας, αφετέρου δε υποχρεώθηκε σε απόδοση αυτής (επίδικης έκτασης) ο τότε αρχικός εναγόμενος, δικαιοπάροχος - πατέρας των και νυν εναγομένων, ... του … (αποβιώσας το έτος 1995, στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν οχ εναγόμενες ως κληρονόμοι του), και αφού βεβαιώθηκε ότι ο τελευταίος κατέλαβε αυθαίρετα και παράνομα την επίδικη έκταση, επεκτείνοντας εντός αυτής (επίδικης) μέρος της ανεγερθείσας από τον ίδιο (και επί του, ευρισκόμενου προς νότο της ως άνω μείζονος ιδιοκτησίας της ενάγουσας, ομόρου ακινήτου του), οικοδομής, αποβάλλοντας έτσι παράνομα εκείνη (ενάγουσα) από την κυριότητά της επί της επίδικης έκτασης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τουλάχιστον μετά την άσκηση της προαναφερόμενης από 18-4-1978 διεκδικητικής αγωγής της ενάγουσας σε βάρος του ως άνω δικαιοπαρόχου και πατέρα των εναγουσών (...), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 19-4-1978 και επιδόθηκε στον τελευταίο στις 4-5-1978, έλαβε αυτός γνώση της εμπράγματης αξίωσης της πρώτης (ενάγουσας), οπότε από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής η ευθύνη του εξομοιώθηκε με εκείνη του επιλήψιμου νομέα, αφού, μετά την άνω επίδοση, όφειλε τουλάχιστον αυτός να λάβει υπόψη του το ενδεχόμενο της κατ' ουσίαν παραδοχής της αγωγής, και να μην ενεργεί επί του επιδίκου εδαφικού τμήματος σε πλαίσια απόλυτης φυσικής εξουσίασης αυτού, σε έκταση τέτοια που πηγάζει μόνο από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας. Συγκεκριμένα, παρόλο που του επιδόθηκε η άνω αγωγή, ενεργώντας παράνομα και υπαίτια, ανήγειρε στο επίδικο τμήμα (των 90,62 τμ όπως κρίθηκε τελεσίδικα) από τον Οκτώβριο του 1974 σημαντικό μέρος του ισογείου της τότε ανεγερθείσας οικοδομής που χρησιμοποιήθηκε εν συνεχεία ως κατοικία του ιδίου και της οικογένειας του, ήτοι της συζύγου και των θυγατέρων του - εναγομένων, καταλαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό ολόκληρη την επίδικη έκταση. Και ενώ συνεχιζόταν η κατάληψη του ως άνω επιδίκου ακινήτου (εδαφικού τμήματος) και οι παράνομες επεμβάσεις του εν λόγω ... επ’ αυτού, τα έτη 1982-1983 κατασκευάστηκε από τον ίδιο ο πρώτος υπέρ του ισογείου όροφος και το 1994 άρχισε η κατασκευή του δευτέρου ορόφου της αυτής οικοδομής, που αποπερατώθηκε μαζί με τη στέγη από τη δεύτερη εναγόμενη το έτος 1995, όπως άλλωστε και συνομολογείται. Επιπλέον αυτών με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. …/1990 συμβόλαιο σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου ..., ο προρρηθείς ..., συνέστησε επί της ανωτέρω διώροφης πλέον οικοδομής ανεξάρτητες ιδιοκτησίες και ακολούθως μεταβίβασε αυτές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην πράξη αυτή, στις δύο εναγόμενες θυγατέρες του, παρακρατώντας την επικαρπία εφ όρου ζωής υπέρ του ιδίου και της συζύγου του, ..., γεγονότα που καταδεικνύουν σαφώς ότι και οι εναγόμενες όχι απλώς γνώριζαν, αλλά και συμμετείχαν είτε με τη σύνταξη συμβολαίων είτε με τη συνέχιση οικοδομικών εργασιών επί της ιδίας ως άνω οικοδομής, στην παράνομη κατάληψη της επίδικης έκτασης, κυριότητας της ενάγουσας και βέβαια χωρίς τη θέλησή της, την οποία και παρακρατούν, παραλείποντας άπαντες, ήτοι αρχικά ο δικαιοπάροχός τους- πατέρας τους και εν συνεχεία οι ίδιες οι εναγόμενες, διαρκώς την άρση της παράνομης αυτής κατάστασης που δημιούργησαν. Δηλαδή οι τελευταίες έχοντας λάβει γνώση ότι ο πατέρας και δικαιοπάροχός τους ήταν επιλήψιμος νομέας επί του προπεριγραφόμενου εδαφικού τμήματος, κυριότητας της ενάγουσας όπως κρίθηκε τελεσίδικα, στο οποίο μάλιστα κατά το ανωτέρω διάστημα ανεγέρθηκε μέρος της κατασκευασθείσας κατά τα προεκτεθέντα διώροφης οικοδομής τους, παρά ταύτα και οι ίδιες μετά το επισυμβάντα το 1995 θάνατο αυτού (πατέρα τους) και της συζύγου του (μητέρας τους), με την ιδιότητά τούς, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι τους, αντί να παραδώσουν στην ενάγουσα το επίδικο ακίνητο, η νομή του οποίου είχε καταληφθεί χωρίς δικαίωμα, συνέχισαν και αποπεράτωσαν την οικοδομής τους, διατηρώντας έτσι επιλήψιμα την νομή του επιδίκου αυτού ακινήτου μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής και αποβάλλοντας με τον τρόπο αυτό παράνομα δηλαδή χωρίς δικαίωμα και από υπαιτιότητά τους την ενάγουσα από την νομή της επ’ αυτού. Αποδείχθηκε επίσης ότι η απόδοση του επιδίκου καταληφθέντος εδαφικού τμήματος στην ενάγουσα- κυρία δεν είναι δυνατή, διότι τούτο έχει καταληφθεί εξ ολοκλήρου, όπως προαναφέρθηκε, από μέρος της ως άνω ανεγερθείσας οικοδομής των εναγομένων επί ομόρου ακινήτου τους, το οποίο βέβαια αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του όλου κτιρίου (διώροφης οικοδομής), συνδεόμενο καταφανώς λειτουργικά με αυτό και καθιστώντας πλέον ανέφικτη (αδύνατη) την αυτούσια απόδοση προς την ενάγουσα, όπως άλλωστε συνομολογείται και δέχθηκε η εκκαλουμένη, που δεν εκκαλείται κατά τούτο με ειδικό λόγο της έφεσης των εναγομένων. Συνεπώς η ενάγουσα που αποκλείστηκε με παράνομη πράξη από την αυτούσια απόδοση της νομής του εδαφικού αυτού τμήματος της ιδιοκτησίας της, δικαιούται αποζημίωση ίσης με την αξία του, για την ζημία που υπέστη από την αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά των εναγόμενων κατά τις διατάξεις των άρθρων 984 παρ. 1, 1099 και 914 του Α.Κ. , οι δε εναγόμενες- προσβολείς ευθύνονται σε αποζημίωση της ενάγουσας, κυρίας του επιδίκου, εφόσον τούτο, όπως αποδείχθηκε, λόγω ακριβώς της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς των εναγομένων, δεν μπορεί να της αποδοθεί, λόγω ανοικοδομήςεώς του, όπως άλλωστε συνομολογείται, και καταδεικνύει επιπρόσθετα ότι η κτήση της νομής επ’ αυτού έγινε με παράνομη και υπαίτια πράξη ήτοι με ενέργεια εναντίον της θέλησης του κυρίου κατά τις ίδιες ως άνω διατάξεις. Ως προς την αξία του επιδίκου εδαφικού τμήματος εμβαδού 90,62 τμ αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα σχετικά με τον προσδιορισμό της εμπορικής αξίας του επιδίκου, προσκομίζει και επικαλείται: α) Την από Μάρτιο του 2008 έκθεση εκτίμησης του πολιτικού μηχανικού, ..., που συνέταξε κατ’ εντολή της (ενάγουσας), σύμφωνα με την οποία η αξία του εν λόγω εδαφικού τμήματος ανέρχονταν σε 1.100 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, β) την από 25-1-2008 εκτίμηση ακινήτου του κτηματομεσίτη Ζώνη Χρήστου στην «...», που προσδιορίζει την αγοραία αξία του με την ίδια ως άνω τιμή, ήτοι από 1000 έως 1.100 ευρώ ανά τμ. και γ) το από 16-1-2008 φύλλο εφημερίδας με τις αναφερόμενες αγγελίες πώλησης οικοπέδων στην ίδια ως άνω περιφέρεια του Δήμου ..., ενδεικτικά από το μεσιτικό γραφείο ..., οικόπεδα, εντός σχεδίου πόλης, εκτάσεως 197 τμ, 235τμ, 190τμ και 750 τμ πωλούνταν αντί 185.000 ευρώ (ήτοι 939 ευρώ ανά τμ), 215.000 ευρώ (ήτοι 915 ευρώ ανά τμ) . 200.000 ευρώ (ήτοι 1.053 ευρώ ανά τμ), 650.000 ευρώ (ήτοι 867 ευρώ ανά τμ), επίσης από το γραφείο ΤΕΧΝΙΚΟΜΕΣΙΤΙΚΗ ..., οικόπεδο, εκτάσεως 220τμ πωλούνταν αντί τιμήματος 145.000 ευρώ (ήτοι 659 ευρώ ανά τμ.), από το γραφείο ... οικόπεδο 345 τμ. πωλούνταν αντί 415.000 (ήτοι 1.202 ευρώ ανά τμ.). Ο ανωτέρω μάρτυρας της ενάγουσας ..., κατέθεσε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η εμπορική αξία του επιδίκου ανέρχεται, περίπου, στο ποσό των 1.100 ευρώ ανά τ.μ. γιατί βρίσκεται εντός σχεδίου και εντός οικισμού (βλ. σχετικά πρακτικά). Εξάλλου ο μάρτυρας των εναγομένων, ..., κατέθεσε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η αξία του κυμαίνεται μεταξύ 100 και 150 ευρώ ανά τμ. Προσκομίζουν ακόμη και επικαλούνται οι εναγόμενες α) το υπ’ αριθμ. .../2004 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά … συζ. ..., δυνάμει του οποίου η ενάγουσα πώλησε το υπόλοιπο τμήμα του οικοπέδου της (δηλαδή πλήν της επίδικης έκτασης), εμβαδού 201,60 τμ. με (εκτιμώμενη από την αρμόδια Δ.Ο.Υ) αντικειμενική αξία 31.527,01 ευρώ ήτοι 157 ευρώ ανά τμ. β) το υπ αριθμ. .../2009 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά … συζ. ..., δυνάμει του οποίου πωλήθηκε ποσοστό συγκυριότητας 406,25/1000 εξ αδιαιρέτου επί του ευρισκόμενου στην ίδια ως άνω περιφέρεια (...) οικοπέδου, εκτάσεως 291,57 τμ. με (εκτιμώμενη από την αρμόδια Δ.Ο.Υ) αντικειμενική αξία 38.569,79 ευρώ ήτοι 132,28 ευρώ ανά τμ. και γ)το φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ, έτους 2014, όπου αναφέρεται ότι για το εν λόγω δικό τους οικόπεδο (μαζί με την επίδικη έκταση) εμβαδού 243 τμ., προσδιορίστηκε η αντικειμενική του αξία σε 73.264,50 ευρώ ήτοι σε 301,5 ευρώ ανά τμ.. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η πραγματική αξία του επίδικου ακινήτου ως οικοπέδου, κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (16-1-2014), που είναι ο κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της αποζημίωσης (Ολ ΑΠ 1/1997, Ολ ΑΠ 9/1995, ΑΠ 144/2015 , ΑΠ 2047/2014 , ΑΠ 640/2014 ), δηλαδή αυτή που θα μπορούσε να επιτευχθεί από την πώλησή του προς τρίτους, με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τυχόν αυξημένο ενδιαφέρον κάποιου αγοραστή για συγκεκριμένο οικόπεδο της περιοχής, για το οποίο θα προτίθετο να καταβάλει αυξημένο τίμημα για να το αποκτήσει, ούτε το μειωμένο τίμημα που επιτεύχθηκε για κάποιο άλλο οικόπεδο, ο ιδιοκτήτης του οποίου επειγόταν να το πωλήσει και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι κατά τον, ως άνω, χρόνο βρισκόταν ακόμη η χώρα σε οικονομική κρίση, με συνέπεια την πτώση της εμπορικής αξίας των ακινήτων στην Ελλάδα, ανερχόταν, επίσης της θέσεώς του, ότι δηλαδή είναι εντός σχεδίου πόλης και αναπτυσσόμενου οικισμού, στο ποσό των 387 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο και, συνεπώς, η αξία όλης της οικοπεδικής έκτασης των 90,62 τ.μ. που καταλήφθηκε από τις εναγόμενες και ενσωματώθηκε στη δική τους ιδιοκτησία και συνακόλουθα της αποζημίωσης που οφείλουν στην ενάγουσα, λόγω της αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του εν λόγω ακινήτου σ’ αυτήν, ανέρχεται στο ποσό των 35.070 ευρώ (ήτοι 90,62 τ.μ. X 387 ευρώ ανά τ.μ.). Κατ’ ακολουθία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη (4902/2014) οριστική απόφαση, έκρινε ότι η εμπορική αξία της επίδικης εδαφικής έκτασης ανερχόταν στο ποσό των 15.000 ευρώ, αντί του ορθού 35.070 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, όπως βάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα ... με σχετικό λόγο της κρινόμενης, από 10-3-2015, έφεσής της (παραπονούμενη δηλαδή ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προσδιόρισε τη ζημία της στο πιο πάνω ποσό των 15.000 ευρώ), που πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Εξάλλου, η ενάγουσα από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, δοκίμασε μεγάλη στενοχώρια, δηλαδή ενδιάθετη ψυχική κατάσταση, παραγωγική ηθικής της βλάβης, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, το είδος της προσβολής της προσωπικότητάς της, την έκταση της ζημίας της ενάγουσας, τις συνθήκες τόπου και χρόνου, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή από τις εναγόμενες, τη βαρύτητα του πταίσματός τους, την πρόκληση μακροχρόνιων και πολυδάπανων δικαστικών αγώνων, καθώς και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, κρίνει ότι η εύλογη ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 10.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση προσδιόρισε το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται η ενάγουσα στο ποσό των 5.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος της αυτής ως άνω έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προσδιόρισε το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης στο ποσό των 5.000 ευρώ, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατά ένα μέρος.
IV. - Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 247 , 251 , 298 , 914 και 937 Α.Κ. συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (Ολ.Α.Π.24/2003 ). Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Στην περίπτωση αυτή η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό της ζημίας κατάσταση δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσης και ολοκληρωθείσης πράξεως του δράστη με την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση αλλά της διατηρήσεως και μη άρσεως της ζημιογόνου αυτής καταστάσεως, γεννάται δε όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξεως με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως η κατά το άρθρο 937 Α.Κ. πενταετής ως άνω παραγραφή της αξιώσεως του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από το χρόνο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς του δράστη με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί ζημία σε άλλον (ΑΠ 292/2016 ,- ΑΠ 1604/2014 , - ΑΠ 1730/2010 -Α.Π.832/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με σχετικό λόγο της από 9-3-2015 έφεσής τους οι εκκαλούσες- εναγόμενες επαναφέρουν τον παραδεκτά προταθέντα στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αυτοτελή ισχυρισμό τους- ένσταση περί 5ετούς και 20ετούς παραγραφής του ΑΚ των ανωτέρω ενδίκων αξιώσεων (αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης) της ενάγουσας, καθόσον παρήλθε πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (και δη 35 και 22 έτη αντίστοιχα) από την γέννησής τους δηλαδή τον χρόνο κατάληψης του επίδικου προεδρικού τμήματος (με την ανέγερση οικοδομής το έτος 1974) ή της συντάξεως του συμβολαίου αγοραπωλησίας στις 2-8-1973, άλλως από το χρόνο που η ίδια η ενάγουσα διαπίστωσε την κατάληψη ήτοι στις 18- 4-1978 και άσκησε την διεκδικητική αγωγή της ή και από την έκδοση (επί της αγωγής αυτής) της υπ’ αριθμ. 470/1986 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (με την οποία αναγνωρίστηκε η κυριότητα της ενάγουσας επί του επιδίκου) και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (2008). Ο ισχυρισμός αυτός, που συνιστά ένσταση καταλυτική της ένδικης αγωγής και επιχειρείται κατά το πρώτο σκέλος του να θεμελιωθεί στη διάταξη της § 1 του άρθρου 937 ΑΚ, ελέγχεται απορριπτέα ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο διότι, αφού στην ένδικη περίπτωση πρόκειται για ζημιογόνο κατάσταση (παράνομη κατάληψη τμήματος ακινήτου και ανέγερση μάλιστα επ’ αυτού οικοδομής), η οποία δημιουργήθηκε, διατηρήθηκε και δεν ήρθη από τις εναγόμενες -αναιρεσίβλητους, με συνέπεια να προκαλείται στην ενάγουσα (εξακολουθητική) ζημία για όσο χρονικό διάστημα, εξαιτίας της (αδικοπρακτικής αυτής) συμπεριφοράς των εναγομένων, διαρκούσε η κατάσταση αυτή, δεν αρχίζει η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων (αποζημίωσης για θετική ζημία και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) ενόσω διαρκεί η παράλειψη των τελευταίων (εναγομένων) να άρουν ως όφειλαν την κατάληψη του επιδίκου εδαφικού τμήματος. Πλέον ειδικότερα, με δεδομένο, κατά τα προαναφερθέντα, την παράνομη και υπαίτια κατάληψη του επιδίκου ακινήτου, η παραγραφή της αξίωσης της ενάγουσας- κυρίας αυτού προς αποζημίωση (και χρηματική ικανοποίηση) εμποδίζεται όσο διαρκεί η παράλειψη, δηλαδή όσο οι προσβολείς -εναγόμενες κατακρατούν το επίδικο, ενώ αρχίζει να τρέχει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, αφότου οι προσβολείς αποδώσουν το καταληφθέν ακίνητο στον δικαιούχο, οπότε ο τελευταίος θα γνωρίζει την ακριβή έκταση της ζημίας του. Επομένως, η παραγραφή των ενδίκων απαιτήσεων προς αποζημίωση (και χρηματική ικανοποίηση) της ενάγουσας δεν αρχίζει από τότε που εκείνη έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς, από την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση (παράνομη κατάληψη εδαφικού τμήματος), όπως παντελώς αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενες, αλλά από τα αναφερόμενα στην αγωγή της μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα που βεβαιώθηκε κατά την εκτέλεση της ανωτέρω (8207/2006) τελεσίδικης απόφασης η αδυναμία αυτούσιας απόδοσης του παράνομα καταληφθέντος επί δικού τμήματος στην ίδια (ενάγουσα), στην οποία και ανήκε η κυριότητά του, κατά τα οποία βέβαια εξακολούθησε να υφίσταται η κατάσταση αυτή (παράνομη κατάληψη ήτοι αφαίρεση άνευ της θέλησης της ανωτέρω κυρίας), χωρίς ωστόσο να έχει αρθεί, προκαλώντας έτσι ζημία στην τελευταία (ενάγουσα)- (βλ. ΑΠ 1730/2010, ΑΠ 347/2010 , ΑΠ 1024/2008, ΑΠ 832/2008 -ΕφΑΘ 3709/2001 ό.π). Ομοίως ως νόμω αβάσιμος και για τον ίδιο ως άνω λόγο, κρίνεται απορριπτέος ο προρρηθείς ισχυρισμός (ένσταση) και κατά το δεύτερο σκέλος του περί 20ετούς παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων, με την αυτή ως άνω αιτιολογία. Σε κάθε περίπτωση δε και ως εκ περισσού σημειώνεται ότι οι εναγόμενες δεν επικαλούνται τα στοιχεία της διάταξης του άρθρου 268 παρ. α' του ΑΚ (επιμήκυνση παραγραφής σε 20ετία) και συγκεκριμένα βεβαίωση των ενδίκων αξιώσεων (για αποκατάσταση ζημίας από αδικοπρακτική συμπεριφορά) με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, επιπλέον και την αναγκαία προϋπόθεση, κατά. την έννοια της διάταξης αυτής, ότι οι αξιώσεις αυτές δεν έχουν ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια (5ετή) παραγραφή (Ολομ. ΑΠ 24/2003,- ΑΠ 23/1994, 38/1996). Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό κατά αμφότερα τα σκέλη του και δη ως προς το πρώτο (5ετή παραγραφή) ως νόμω αβάσιμο και το δεύτερο (20ετή) σιγή, χωρίς ειδικότερη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου της από 9-3-2015 έφεσής τους.
V.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 300 § 1 ΑΚ αν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Για να εφαρμοστεί αυτή η διάταξη πρέπει να υφίσταται υποχρέωση προς αποζημίωση και παράλληλα ο ζημιωθείς να συνέβαλε με τη συμπεριφορά του στην επαγωγή ή στην έκταση της ζημίας, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία (ΕφΑΘ 1414/2009 ΕλλΔνη 2010 [51]. 1672, Απ. Γεωργιάδης, ΕνοχΔ ΓενΜερ, § 11.1.3.δ.α, αριθ. 26, σ. 156) και το γεγονός που την παρήγαγε. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες με σχετικό λόγο της αυτής ως άνω έφεσής τους επαναφέρουν τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό τους ότι η ενάγουσα συνετέλεσε από δικό της πταίσμα στη ζημία της και συγκεκριμένα ότι παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία, αφού, παρότι γνώριζε ότι η επίδικη εδαφική της έκταση καταλήφθηκε αρχικά από τον δικαιοπάροχο πατέρα τους και ακολούθως από τις ίδιες, καθώς και ότι εντός αυτής ανεγέρθηκε οικοδομή, παρέλειψε να ζητήσει δικαστικά την καταβολή αποζημίωσης, παρά με την προγενέστερα ασκηθείσα διεκδικητική ακινήτου αγωγή της «ζητούσε επίμονα να καταστρέψει οικονομικά την οικογένειά μας, την απόδοση του επιδίκου και την κατεδάφιση της οικοδομής μας και όχι την καταβολή της αξίας του επιδίκου ακινήτου..» όπως επί λέξει αναγράφεται στο δικόγραφο της έφεσής τους και στις πρωτόδικες προτάσεις τους, ενώ προέβη σε πώληση του μείζονος ακινήτου της, πλην του επιδίκου τμήματος, με αποτέλεσμα να καταστήσει αυτό μη άρτιο και οικοδομίσημο, χωρίς επαφή με δρόμο ή άλλο κοινόχρηστο πράγμα και η αξία του να μειωθεί σε μικρότερο των 1.000 ευρώ ποσό. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 300 § 1 ΑΚ, προβάλλεται αλυσιτελώς από τις εναγόμενες, δοθέντος ότι η επικαλούμενη αυτή υπαίτια συμπεριφορά της ενάγουσας, δεν συνδέεται αιτιωδώς με το επικαλούμενο στην αγωγή της (ενάγουσας) ζημιογόνο γεγονός, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, και πιο συγκεκριμένα ενώ η ενάγουσα στο αγωγικό της δικόγραφο αναφέρει ως γενεσιουργό γεγονός της ζημίας της την αποβολή της από τη νομή του ως άνω εδαφικού τμήματος της ιδιοκτησίας της (λόγω αδυναμίας προς απόδοση σ’ αυτήν αυτούσιου του επιδίκου αυτού τμήματος), οι εναγόμενες, από την πλευρά τους, για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους επικαλούνται ως ζημιογόνο κατάσταση αφενός την μη διεκδίκηση δικαστικά αποζημίωσης για το καταληφθέν (αρχικά από το δικαιοπάροχός τους και ακολούθως από τις ίδιες) επίδικο τμήμα, εφετέρου την πώληση του υπολοίπου ακινήτου της (ενάγουσας) σε τρίτους. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη έκρινε ομοίως, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε της ως άνω διάταξη, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της από 9-3- 2015 έφεσης των εναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμου.
VI.- Με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίζεται, ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Απαιτείται, δηλαδή, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου ευλόγως η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, ενώ η με την άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε ή η με αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών, όχι δε κατ’ ανάγκη και αφόρητων, συνεπειών, θα πρέπει, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να μην είναι ανεκτή, ώστε, μετά και από αντιστάθμισή τους προς το συμφέρον, που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί για το δικαιούχο, να κρίνεται επιβεβλημένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος. Εξάλλου, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ' αυτού, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, εκτός αν η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, που προέρχονται κυρίως από τη συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη που προηγήθηκε, από τις οποίες, σε συνδυασμό και με την αδράνεια του δικαιούχου, να δημιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, οπότε η μεταγενέστερη μεταβολή της στάσης του και η μεταγενέστερη άσκηση αυτού, η οποία τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε κάτω από τις εν λόγω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, να αντίκειται προφανώς στις καθοριζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ αρχές, γιατί δημιουργεί δυσανάλογη προς την ωφέλεια του δικαιούχου επιβάρυνση του υποχρέου (Ολ ΑΠ 10/2012 ΧρΙδ 13.433, Ολ ΑΠ 8/2001 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1724/2014 ΧρΙδ 14.704, ΑΠ 1144/2011, ΑΠ 1130/2011 , ΑΠ 812/2010 στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ισχυρισμός των εναγομένων, που πρόβαλαν πρωτοδίκως και επαναφέρουν με σχετικό λόγο της έφεσής τους, ότι η ένδικη αγωγή αποζημίωσης ασκείται καταχρηστικά από την ενάγουσα μετά πάροδο 35 ετών από την κατάληψη του επιδίκου τμήματος και αφού αρχικά ο δικαιοπάροχος πατέρας τους και εν συνεχεία οι ίδιες, από τα έτη 1982 και 1994, αποπεράτωσαν την ανεγερθείσα και επ’ αυτού διώροφη οικοδομή τους, οπότε και νέμονται αυτό (επίδικο), ενώ ουδέποτε τις απέτρεψε από την αποπεράτωση της ανοικοδόμησης (πρώτου και δευτέρου ορόφου) της ως άνω οικοδομής, αποβλέποντας κυρίως στην ανατροπή της ήδη παγιωμένης κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε για όλα αυτά τα έτη, με επακόλουθα καταστροφικές για τις ίδιες συνέπειες. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως, α) ως απαράδεκτος, καθόσον οι εναγόμενες δεν προβάλλουν αυτόν επικουρικά, καίτοι αρνούνται οι ίδιες την ουσιαστική βασιμότητα της κρινόμενης αγωγής και β) ως αόριστος, δεδομένου ότι μόνη η μακροχρόνια αδράνεια της ενάγουσας, την οποία επικαλούνται οι εναγόμενες, δεν αρκεί για να καταστήσει τη συμπεριφορά της ενάγουσας αντίθετη στη διάταξη του 281 ΑΚ, καθώς δεν εκθέτουν, όπως απαιτείται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σχετική νομική σκέψη, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά αυτών και της ενάγουσας που προηγήθηκε, από τις οποίες, σε συνδυασμό και με την αδράνεια της τελευταίας, τους δημιουργήθηκε ευλόγως η πεποίθηση ότι αυτή δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της και ότι η μεταγενέστερη μεταβολή της στάσης της με την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, η οποία (ανατροπή) συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες γι’ αυτούς, χωρίς βέβαια να εκτίθενται και ποιες είναι αυτές, δοθέντος ότι συνομολογούν το ανέφικτο της αυτούσιας απόδοσης του επίδικου εδαφικού τμήματος στην ενάγουσα, λόγω ακριβώς αδυναμίας κατεδάφισης του ήδη υπάρχοντος χτίσματος (οικοδομής τους) και συνακόλουθα τη μη ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε και εξακολουθεί να διατηρείται (ΑΠ 2181/2014 ,- ΕφΑνατΚρητ 12/2017δημ. ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση,, όμως, ο παραπάνω ισχυρισμός των εναγομένων είναι και νόμω αβάσιμος, καθόσον τα επικαλούμενα από αυτές πραγματικά περιστατικά, ακόμα και αν κριθούν αληθή, δεν αρκούν χωρίς επίκληση άλλων στοιχείων να θεμελιώσουν την έννομη συνέπεια του άρθρου 281 ΑΚ, αλλά αντίθετα εντάσσονται στην ευρύτερη αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση αυτή (ΑΚ 281), έστω και με εν μέρει συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε την ως άνω διάταξη, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της από 9-3-2015 έφεσης των εναγόμενων ως ουσιαστικά αβάσιμου.
V. - Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα της άνω από 9-3-2015 (και με αριθμ. καταθ .../2015) έφεσης των εναγομένων, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει, κατά το σχετικό βάσιμο αίτημά τους, να επιβληθούν στις εκκαλούσες της έφεσης αυτής, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1,191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα παράβολα που κατέθεσαν οι εκκαλούσες της έφεσης αυτής, πρέπει, κατόπιν της απόρριψης της εφέσεώς τους, να εισαχθούν στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η παρ, 4 προστέθηκε με άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012), κατά το διατακτικό. Αναφορικά με την από 10-3-2015 (με αριθμ. καταθ. .../2015) έφεση της ενάγουσας, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφασή και ως προς τη διάταξή της για τη δικαστική δαπάνη και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για ουσιαστική εκδίκαση, να δικαστεί κατ’ ουσίαν η ένδικη, από 24-3-2008 ( και με αριθ. κατάθ. .../2008) αγωγή ( άρθρο 535 παρ. 1 ΚπολΔ), να γίνει δεκτή, κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, α)ευθυνόμενες η καθεμία ισομερώς (ήτοι ανάλογα με τη μερίδα της, κατ’ άρθρο 1885 ΑΚ ) να καταβάλουν στην ενάγουσα ως αποζημίωση το ποσό των 35.070 ευρώ και β) ευθυνόμενες σε ολόκληρο η καθεμία (κατ’ άρθρα 926 και 927 του ΑΚ , κοινή αδικοπραξία περισσοτέρων) να καταβάλουν στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000 ευρώ, αμφότερα δε τα ποσά αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Επίσης, οι εναγόμενες πρέπει να καταδικαστούν σε ανάλογο προς την έκταση της ήττας τους μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά το σχετικό βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1, ΚπολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, το παράβολο που κατέθεσε η εκκαλούσα πρέπει, λόγω της νίκης της, να επιστραφεί σ’ αυτή (άρθρο 495 παρ. 4 εδάφ. ε ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 4 προστέθηκε με άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις από α) από 10-3-2015 (αριθ. καταθ. .../10-3-2015) και β) από 9-3-2015 (αριθ. καταθ. .../12-3-2015) εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ.4902/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.
I.-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την δεύτερη από 9-3-2015 (αριθ. καταθ. .../12-3- 2015) έφεση των εναγομένων.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβολών των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέθεσαν οι εκκαλούσες.
ΕΠΙΒΑΑΛΕΙ σε βάρος των εκκαλουσών τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης- ενάγουσας, την οποία ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στο ποσό των εξακοσίων (600)ευρώ
ΙΙ.-ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την πρώτη από 10-3-2015 (αριθ. καταθ. .../10-3-2015) έφεση της ενάγουσας.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 4902/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 24-3- 2008 (και με αριθ. κατάθ. .../2008)αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα α) ισομερώς το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων εβδομήντα (35.070) ευρώ και β) ευθυνόμενες σε ολόκληρο η καθεμία το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, αμφότερα τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρις εξοφλήσεως,
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παράβολου των διακοσίων (200) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 2017
και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, μετεχόντων στη σύνθεση για τη δημοσίευση, ως Προέδρου της Προέδρου Εφετών Ιωάννας Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, (λόγω προαγωγής της Προέδρου Εφετών Αναστασίας Περιστεράκη) και ως μελών των Εφετών, Κανέλλας Τζαβέλλα - Δημαρά και Μαρίας Τόμου, και με την παρουσία της Γραμματέως Καλλιόπης Παπαζαφείρη, στις 8 Δεκεμβρίου 2017 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
TO ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
8° Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αναστασία Περιστεράκη, Πρόεδρο Εφετών, Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά, Μαρία Τόμου, Εισηγήτρια, Εφέτες και από τη Γραμματέα Καλλιόπη Παπαζαφείρη.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του 18 Μαΐου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ... του …, κατοίκου … Αττικής, οδός ... αρ. …, την οποία εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ...
ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ- ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) ... του … και 2) ... του …, αμφοτέρων κατοίκων ... Αττικής, οδός ... αριθμός …, τις οποίες εκπροσώπησε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους ....
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα — εφεσίβλητη ... με την από 24-3-2008 αγωγή της, προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2008, ζήτησε να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ’αυτήν.
Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ’αριθμ. 4902/2014 οριστική του απόφαση με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν: α) η ... και ... με την από 9 Μαρτίου 2015 έφεσή τους προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2015 και β) η ... με την από 10 Μαρτίου 2015 έφεσή της προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό .../2015.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε - από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε με την από 25-11-2016 κλήση της καλούσας (αριθμ. έκθεσης κατάθεσης .../2016) επειδή ματαιώθηκε η συζήτηση της υπόθεσης (η οποία είχε προσδιορισθεί να συζητηθεί, -κατόπιν αναβολής λόγω αποχής δικηγόρων- για τη δικάσιμο της 24ης/11/2016), λόγω απεργίας των δικαστικών υπαλλήλων.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δηλώσεις τους κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ
Ι- Με την από 25-11-2016 (και με αριθμ. καταθ..../2016) κλήση της ... (εκκαλούσας-εφεσίβλητης) φέρονται νόμιμα προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι: α) η από 10-3-2015 (αριθ. καταθ. .../10-3- 2015) και β) η από 9-3-2015 (αριθ. καταθ. .../12-3-2015) αντίθετες εφέσεις, μετά τη ματαίωση της συζήτησής τους κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 24-11- 2016, κατά της υπ’ αριθμ. 4902/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία ( άρθρα 233 επ. Κ.ΠολΔ ), ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις εναγόμενες στις 10-2- 2015 (βλ. την .../10-2-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...) και οι ως άνω εφέσεις ασκήθηκαν, με την κατάθεσή τους στη Γραμματέα του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αντίστοιχα στις 10-3-2015 και 12-3- 2015 (ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών κατ' άρθρα 495, 498 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, αργότερες οι εφέσεις να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους ( άρθρα 524 , 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον έχουν κατατεθεί από τους εκκαλούντες και τα νόμιμα παράβολα (που επισυνάπτονται σ' αυτές και για την κατάθεση των οποίων συντάχθηκαν αντίστοιχα πράξεις κατάθεσης των αρμοδίων γραμματέων του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) για το παραδεκτό της άσκησής τους, κατ’ άρθρο 495 παρ.4 εδ. α', β' του Κ.Πολ.Δ., όπως προστέθηκαν με το άρθρο 12 παρ.2 ν.4055/2012 και 93 Ν. 4139/2013 και αφού συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους πρόδηλης συνάφειας και για οικονομία χρόνου και εξόδων ( άρθρα 31 , 246 ΚΠολΔ ).
II. - Με την απευθυνόμενη στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών από 24-3-2008 (και με αριθ. κατάθ. .../2008) αγωγή η ενάγουσα, ... του …, εξέθετε ότι είναι κυρία του ευρισκόμενου στη θέση «...» στην κτηματική περιφέρεια ... (...)- Αττικής και περιγραφόμενου λεπτομερώς κατά έκταση και όρια ακινήτου (αγροτεμαχίου), εκτάσεως 359 τμ., το οποίο απέκτησε με παράγωγο τρόπο και ειδικότερα με το .../1965 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών, ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα, καθώς και με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με τακτική χρησικτησία έχοντας η ίδια στη νομή του με καλή πίστη και νόμιμο τίτλο για μια δεκαετία και σε κάθε περίπτωση με έκτακτη χρησικτησία έχοντας αυτή στη νομή του για μια εικοσαετία με την άσκηση των περιγραφόμενων στο δικόγραφο υλικών πράξεων, προσμετρώντας και το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων της. Ότι ο ... του … κύριος ομόρου ακινήτου και δικαιοπάροχος των εναγομένων, τον Οκτώβριο του 1974, κατέλαβε παράνομα, επωφελούμενος της απουσίας της, τμήμα του ανωτέρω ακινήτου της, έκτασης 90,62 τμ., αποβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο την ίδια (ενάγουσα) από τη νομή της. Ότι με την 8207/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία κατέστη αμετάκλητη, αναγνωρίστηκε η ίδια κυρία του προαναφερόμενου εδαφικού τμήματος και διατάχθηκε ο ανωτέρω δικαιοπάροχος αρχικά και εν συνεχεία, λόγω του επισυμβάντος θανάτου του, οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του εναγόμενες, στην απόδοση της νομής του (ήτοι του καταληφθέντος τμήματος) στην ίδια (ενάγουσα). Ότι κατέστη ανέφικτη η εκτέλεση της άνω απόφασης, διότι τόσον ο εν λόγω δικαιοπάροχος, ... του ..., αρχικά όσο και οι εναγόμενες- κληρονόμοι του, ανήγειραν και ακολούθως αποπεράτωσαν, τελούντες άπαντες σε γνώση του παράνομου των πράξεών τους, αυθαίρετη διώροφη οικοδομή, συνολικής εκτάσεως 252 τμ., μέρος της οποίας κατασκευάστηκε στο ανωτέρω (καταληφθέν) εδαφικό τμήμα της ιδιοκτησίας της, η εμπορική αξία του οποίου ανέρχονταν στο ποσό των 99.682 ευρώ. Ότι, από την προαναφερόμενη αδικοπραξία, υπέστη περιουσιακή βλάβη, που συνίσταται στην αξία της επίδικης λωρίδας καθόσον στερήθηκε τη νομής της, καθώς και ηθική βλάβη λόγω προσβολής της προσωπικότητάς της από τη στέρηση του δικαιώματος της επί του ως άνω περιουσιακού της στοιχείου. Με βάση αυτά πραγματικά αυτά περιστατικά, η ενάγουσα ζήτησε, μετά τον παραδεκτά περιορισμό του αιτήματος της αγωγής της, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, σε ολόκληρο η καθεμία, να της καταβάλουν το ποσό των 70.000 ευρώ ως αποζημίωση λόγω θετικής ζημίας ίσης με την αξία του επιδίκου τμήματος (ακινήτου) και το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από την ως άνω αδικοπρακτική συμπεριφορά τους, νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και να καταδικαστούν στη δικαστική της δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη 4902/2014 οριστική απόφαση, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή κατ’ ουσίαν και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, ισομερώς, το ποσό των 7.500 ευρώ ως αποζημίωση και σε ολόκληρο των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση, νομιμοτόκως, αφού απορρίφθηκαν οι προτεινόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί- ενστάσεις των εναγομένων, ήτοι α) της 5ετούς παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας κατ’ άρθρο 937 ΑΚ , ως νόμω αβάσιμη, β) της συνυπαιτιότητας της ενάγουσας στην έκταση της επικαλούμενης ζημίας της, ως αλυσιτελώς προβαλλόμενη και γ) της καταχρηστικής άσκησης των αγωγικών απαιτήσεων κατ’ άρθρο 281 ΑΚ , ως νόμω αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες με τις κρινόμενες εφέσεις τους για τους αναφερόμενους σε αυτές λόγους. Ειδικότερα: ι) η εκκαλούσα- ενάγουσα της από 10-3-2015 έφεσης, (παραπονείται) για λόγους αναγόμενους σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να της επιδικαστούν μεγαλύτερα χρηματικά ποσά και ιι) οι εναγόμενες της από 9-3-2015 έφεσης (παραπονούνται) ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αλλά και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τις ως άνω προβαλλόμενες ενστάσεις τους και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε γενομένων δεκτών των ισχυρισμών τους αυτών να απορριφθεί η σε βάρος τους ασκηθείσα ένδικη αγωγή.
III. - Από την προσήκουσα εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων. ... και ..., που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά (απομαγνητοφωνημένα) δημόσιας συνεδρίασης αυτού, και από όλα τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, σε μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς, πάντως, να παραλείπεται κανένα, κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 1856/2009 ΝοΒ 58.1180, ΑΠ 139/2009 ΕφΑστΔ 2.982, ΑΠ 211/2006, ΑΠ 1659/2005 στη ΝΟΜΟΣ), επίσης την ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ... με αριθμ. .../19-12-2013 ένορκη βεβαίωση, που λήφθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των αντιδίκων της- εναγομένων, όπως αποδεικνύεται από τις ... και .../13-12-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., αποδείχτηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Όπως δέχθηκε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνομολογείται από τις εναγόμενες, δυνάμει της με αριθμ. 4700/1986 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη, μετά την απόρριψη της κατ' αυτής ασκηθείσας έφεσης των, μεταξύ άλλων, εναγόμενων, με την 8207/2006 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου (Εφετείου Αθηνών), που εκδόθηκε επί της προγενέστερης από 18-4-1978 διεκδικητικής κυριότητας ακινήτου αγωγής της (τότε και νυν) ενάγουσας, ..., κατά των αυτών εναγόμενων, έχει κριθεί με δύναμη δεδικασμένου ( άρθρου 321 επ. ΚΠολΔ ), αφενός μεν ότι η ενάγουσα είναι κυρία της επίδικης εδαφικής έκτασης των 90,62 τμ που αποτελούσε τμήμα μείζονος ιδιοκτησίας της, που βρίσκεται στη θέση «...» της κτηματικής περιφέρειας ... (...), εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου ...- Αττικής και η οποία (επίδικη) συνορεύει βόρεια επί πλευράς μήκους 10,50 μέτρων με υπόλοιπη ιδιοκτησία της ενάγουσας, νότια επί πλευράς μήκους 11,10 μ. με ιδιοκτησία (ήτοι υπ’ αριθμ. έξι (6) τεμάχιο) ... του … (πατέρα και εν συνεχεία δικαιοπαρόχου των εναγομένων), ανατολικά επί πλευράς μήκους 6,90 μ. με το υπ' αριθμ. εννέα (9) τεμάχιο και δυτικά επί πλευράς μήκους εννέα και ογδόντα (9,80)μ. με την υπόλοιπη ιδιοκτησία της ενάγουσας, αφετέρου δε υποχρεώθηκε σε απόδοση αυτής (επίδικης έκτασης) ο τότε αρχικός εναγόμενος, δικαιοπάροχος - πατέρας των και νυν εναγομένων, ... του … (αποβιώσας το έτος 1995, στη δικονομική θέση του οποίου υπεισήλθαν οχ εναγόμενες ως κληρονόμοι του), και αφού βεβαιώθηκε ότι ο τελευταίος κατέλαβε αυθαίρετα και παράνομα την επίδικη έκταση, επεκτείνοντας εντός αυτής (επίδικης) μέρος της ανεγερθείσας από τον ίδιο (και επί του, ευρισκόμενου προς νότο της ως άνω μείζονος ιδιοκτησίας της ενάγουσας, ομόρου ακινήτου του), οικοδομής, αποβάλλοντας έτσι παράνομα εκείνη (ενάγουσα) από την κυριότητά της επί της επίδικης έκτασης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τουλάχιστον μετά την άσκηση της προαναφερόμενης από 18-4-1978 διεκδικητικής αγωγής της ενάγουσας σε βάρος του ως άνω δικαιοπαρόχου και πατέρα των εναγουσών (...), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών στις 19-4-1978 και επιδόθηκε στον τελευταίο στις 4-5-1978, έλαβε αυτός γνώση της εμπράγματης αξίωσης της πρώτης (ενάγουσας), οπότε από το χρονικό αυτό σημείο και εφεξής η ευθύνη του εξομοιώθηκε με εκείνη του επιλήψιμου νομέα, αφού, μετά την άνω επίδοση, όφειλε τουλάχιστον αυτός να λάβει υπόψη του το ενδεχόμενο της κατ' ουσίαν παραδοχής της αγωγής, και να μην ενεργεί επί του επιδίκου εδαφικού τμήματος σε πλαίσια απόλυτης φυσικής εξουσίασης αυτού, σε έκταση τέτοια που πηγάζει μόνο από το δικαίωμα της πλήρους κυριότητας. Συγκεκριμένα, παρόλο που του επιδόθηκε η άνω αγωγή, ενεργώντας παράνομα και υπαίτια, ανήγειρε στο επίδικο τμήμα (των 90,62 τμ όπως κρίθηκε τελεσίδικα) από τον Οκτώβριο του 1974 σημαντικό μέρος του ισογείου της τότε ανεγερθείσας οικοδομής που χρησιμοποιήθηκε εν συνεχεία ως κατοικία του ιδίου και της οικογένειας του, ήτοι της συζύγου και των θυγατέρων του - εναγομένων, καταλαμβάνοντας με τον τρόπο αυτό ολόκληρη την επίδικη έκταση. Και ενώ συνεχιζόταν η κατάληψη του ως άνω επιδίκου ακινήτου (εδαφικού τμήματος) και οι παράνομες επεμβάσεις του εν λόγω ... επ’ αυτού, τα έτη 1982-1983 κατασκευάστηκε από τον ίδιο ο πρώτος υπέρ του ισογείου όροφος και το 1994 άρχισε η κατασκευή του δευτέρου ορόφου της αυτής οικοδομής, που αποπερατώθηκε μαζί με τη στέγη από τη δεύτερη εναγόμενη το έτος 1995, όπως άλλωστε και συνομολογείται. Επιπλέον αυτών με το νόμιμα μεταγραμμένο υπ’ αριθμ. …/1990 συμβόλαιο σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Αμαρουσίου ..., ο προρρηθείς ..., συνέστησε επί της ανωτέρω διώροφης πλέον οικοδομής ανεξάρτητες ιδιοκτησίες και ακολούθως μεταβίβασε αυτές, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην πράξη αυτή, στις δύο εναγόμενες θυγατέρες του, παρακρατώντας την επικαρπία εφ όρου ζωής υπέρ του ιδίου και της συζύγου του, ..., γεγονότα που καταδεικνύουν σαφώς ότι και οι εναγόμενες όχι απλώς γνώριζαν, αλλά και συμμετείχαν είτε με τη σύνταξη συμβολαίων είτε με τη συνέχιση οικοδομικών εργασιών επί της ιδίας ως άνω οικοδομής, στην παράνομη κατάληψη της επίδικης έκτασης, κυριότητας της ενάγουσας και βέβαια χωρίς τη θέλησή της, την οποία και παρακρατούν, παραλείποντας άπαντες, ήτοι αρχικά ο δικαιοπάροχός τους- πατέρας τους και εν συνεχεία οι ίδιες οι εναγόμενες, διαρκώς την άρση της παράνομης αυτής κατάστασης που δημιούργησαν. Δηλαδή οι τελευταίες έχοντας λάβει γνώση ότι ο πατέρας και δικαιοπάροχός τους ήταν επιλήψιμος νομέας επί του προπεριγραφόμενου εδαφικού τμήματος, κυριότητας της ενάγουσας όπως κρίθηκε τελεσίδικα, στο οποίο μάλιστα κατά το ανωτέρω διάστημα ανεγέρθηκε μέρος της κατασκευασθείσας κατά τα προεκτεθέντα διώροφης οικοδομής τους, παρά ταύτα και οι ίδιες μετά το επισυμβάντα το 1995 θάνατο αυτού (πατέρα τους) και της συζύγου του (μητέρας τους), με την ιδιότητά τούς, ως μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι τους, αντί να παραδώσουν στην ενάγουσα το επίδικο ακίνητο, η νομή του οποίου είχε καταληφθεί χωρίς δικαίωμα, συνέχισαν και αποπεράτωσαν την οικοδομής τους, διατηρώντας έτσι επιλήψιμα την νομή του επιδίκου αυτού ακινήτου μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής και αποβάλλοντας με τον τρόπο αυτό παράνομα δηλαδή χωρίς δικαίωμα και από υπαιτιότητά τους την ενάγουσα από την νομή της επ’ αυτού. Αποδείχθηκε επίσης ότι η απόδοση του επιδίκου καταληφθέντος εδαφικού τμήματος στην ενάγουσα- κυρία δεν είναι δυνατή, διότι τούτο έχει καταληφθεί εξ ολοκλήρου, όπως προαναφέρθηκε, από μέρος της ως άνω ανεγερθείσας οικοδομής των εναγομένων επί ομόρου ακινήτου τους, το οποίο βέβαια αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του όλου κτιρίου (διώροφης οικοδομής), συνδεόμενο καταφανώς λειτουργικά με αυτό και καθιστώντας πλέον ανέφικτη (αδύνατη) την αυτούσια απόδοση προς την ενάγουσα, όπως άλλωστε συνομολογείται και δέχθηκε η εκκαλουμένη, που δεν εκκαλείται κατά τούτο με ειδικό λόγο της έφεσης των εναγομένων. Συνεπώς η ενάγουσα που αποκλείστηκε με παράνομη πράξη από την αυτούσια απόδοση της νομής του εδαφικού αυτού τμήματος της ιδιοκτησίας της, δικαιούται αποζημίωση ίσης με την αξία του, για την ζημία που υπέστη από την αδικοπρακτική αυτή συμπεριφορά των εναγόμενων κατά τις διατάξεις των άρθρων 984 παρ. 1, 1099 και 914 του Α.Κ. , οι δε εναγόμενες- προσβολείς ευθύνονται σε αποζημίωση της ενάγουσας, κυρίας του επιδίκου, εφόσον τούτο, όπως αποδείχθηκε, λόγω ακριβώς της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς των εναγομένων, δεν μπορεί να της αποδοθεί, λόγω ανοικοδομήςεώς του, όπως άλλωστε συνομολογείται, και καταδεικνύει επιπρόσθετα ότι η κτήση της νομής επ’ αυτού έγινε με παράνομη και υπαίτια πράξη ήτοι με ενέργεια εναντίον της θέλησης του κυρίου κατά τις ίδιες ως άνω διατάξεις. Ως προς την αξία του επιδίκου εδαφικού τμήματος εμβαδού 90,62 τμ αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα σχετικά με τον προσδιορισμό της εμπορικής αξίας του επιδίκου, προσκομίζει και επικαλείται: α) Την από Μάρτιο του 2008 έκθεση εκτίμησης του πολιτικού μηχανικού, ..., που συνέταξε κατ’ εντολή της (ενάγουσας), σύμφωνα με την οποία η αξία του εν λόγω εδαφικού τμήματος ανέρχονταν σε 1.100 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, β) την από 25-1-2008 εκτίμηση ακινήτου του κτηματομεσίτη Ζώνη Χρήστου στην «...», που προσδιορίζει την αγοραία αξία του με την ίδια ως άνω τιμή, ήτοι από 1000 έως 1.100 ευρώ ανά τμ. και γ) το από 16-1-2008 φύλλο εφημερίδας με τις αναφερόμενες αγγελίες πώλησης οικοπέδων στην ίδια ως άνω περιφέρεια του Δήμου ..., ενδεικτικά από το μεσιτικό γραφείο ..., οικόπεδα, εντός σχεδίου πόλης, εκτάσεως 197 τμ, 235τμ, 190τμ και 750 τμ πωλούνταν αντί 185.000 ευρώ (ήτοι 939 ευρώ ανά τμ), 215.000 ευρώ (ήτοι 915 ευρώ ανά τμ) . 200.000 ευρώ (ήτοι 1.053 ευρώ ανά τμ), 650.000 ευρώ (ήτοι 867 ευρώ ανά τμ), επίσης από το γραφείο ΤΕΧΝΙΚΟΜΕΣΙΤΙΚΗ ..., οικόπεδο, εκτάσεως 220τμ πωλούνταν αντί τιμήματος 145.000 ευρώ (ήτοι 659 ευρώ ανά τμ.), από το γραφείο ... οικόπεδο 345 τμ. πωλούνταν αντί 415.000 (ήτοι 1.202 ευρώ ανά τμ.). Ο ανωτέρω μάρτυρας της ενάγουσας ..., κατέθεσε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ότι η εμπορική αξία του επιδίκου ανέρχεται, περίπου, στο ποσό των 1.100 ευρώ ανά τ.μ. γιατί βρίσκεται εντός σχεδίου και εντός οικισμού (βλ. σχετικά πρακτικά). Εξάλλου ο μάρτυρας των εναγομένων, ..., κατέθεσε στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι η αξία του κυμαίνεται μεταξύ 100 και 150 ευρώ ανά τμ. Προσκομίζουν ακόμη και επικαλούνται οι εναγόμενες α) το υπ’ αριθμ. .../2004 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά … συζ. ..., δυνάμει του οποίου η ενάγουσα πώλησε το υπόλοιπο τμήμα του οικοπέδου της (δηλαδή πλήν της επίδικης έκτασης), εμβαδού 201,60 τμ. με (εκτιμώμενη από την αρμόδια Δ.Ο.Υ) αντικειμενική αξία 31.527,01 ευρώ ήτοι 157 ευρώ ανά τμ. β) το υπ αριθμ. .../2009 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιά … συζ. ..., δυνάμει του οποίου πωλήθηκε ποσοστό συγκυριότητας 406,25/1000 εξ αδιαιρέτου επί του ευρισκόμενου στην ίδια ως άνω περιφέρεια (...) οικοπέδου, εκτάσεως 291,57 τμ. με (εκτιμώμενη από την αρμόδια Δ.Ο.Υ) αντικειμενική αξία 38.569,79 ευρώ ήτοι 132,28 ευρώ ανά τμ. και γ)το φύλλο υπολογισμού αξίας ακινήτου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ, έτους 2014, όπου αναφέρεται ότι για το εν λόγω δικό τους οικόπεδο (μαζί με την επίδικη έκταση) εμβαδού 243 τμ., προσδιορίστηκε η αντικειμενική του αξία σε 73.264,50 ευρώ ήτοι σε 301,5 ευρώ ανά τμ.. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η πραγματική αξία του επίδικου ακινήτου ως οικοπέδου, κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (16-1-2014), που είναι ο κρίσιμος χρόνος υπολογισμού της αποζημίωσης (Ολ ΑΠ 1/1997, Ολ ΑΠ 9/1995, ΑΠ 144/2015 , ΑΠ 2047/2014 , ΑΠ 640/2014 ), δηλαδή αυτή που θα μπορούσε να επιτευχθεί από την πώλησή του προς τρίτους, με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το τυχόν αυξημένο ενδιαφέρον κάποιου αγοραστή για συγκεκριμένο οικόπεδο της περιοχής, για το οποίο θα προτίθετο να καταβάλει αυξημένο τίμημα για να το αποκτήσει, ούτε το μειωμένο τίμημα που επιτεύχθηκε για κάποιο άλλο οικόπεδο, ο ιδιοκτήτης του οποίου επειγόταν να το πωλήσει και λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι κατά τον, ως άνω, χρόνο βρισκόταν ακόμη η χώρα σε οικονομική κρίση, με συνέπεια την πτώση της εμπορικής αξίας των ακινήτων στην Ελλάδα, ανερχόταν, επίσης της θέσεώς του, ότι δηλαδή είναι εντός σχεδίου πόλης και αναπτυσσόμενου οικισμού, στο ποσό των 387 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο και, συνεπώς, η αξία όλης της οικοπεδικής έκτασης των 90,62 τ.μ. που καταλήφθηκε από τις εναγόμενες και ενσωματώθηκε στη δική τους ιδιοκτησία και συνακόλουθα της αποζημίωσης που οφείλουν στην ενάγουσα, λόγω της αδυναμίας αυτούσιας απόδοσης του εν λόγω ακινήτου σ’ αυτήν, ανέρχεται στο ποσό των 35.070 ευρώ (ήτοι 90,62 τ.μ. X 387 ευρώ ανά τ.μ.). Κατ’ ακολουθία, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη (4902/2014) οριστική απόφαση, έκρινε ότι η εμπορική αξία της επίδικης εδαφικής έκτασης ανερχόταν στο ποσό των 15.000 ευρώ, αντί του ορθού 35.070 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, όπως βάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα ... με σχετικό λόγο της κρινόμενης, από 10-3-2015, έφεσής της (παραπονούμενη δηλαδή ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προσδιόρισε τη ζημία της στο πιο πάνω ποσό των 15.000 ευρώ), που πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος. Εξάλλου, η ενάγουσα από την προαναφερόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, δοκίμασε μεγάλη στενοχώρια, δηλαδή ενδιάθετη ψυχική κατάσταση, παραγωγική ηθικής της βλάβης, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, το είδος της προσβολής της προσωπικότητάς της, την έκταση της ζημίας της ενάγουσας, τις συνθήκες τόπου και χρόνου, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα η προσβολή από τις εναγόμενες, τη βαρύτητα του πταίσματός τους, την πρόκληση μακροχρόνιων και πολυδάπανων δικαστικών αγώνων, καθώς και την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, κρίνει ότι η εύλογη ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη η ενάγουσα πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 10.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση προσδιόρισε το ύψος της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης που δικαιούται η ενάγουσα στο ποσό των 5.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και, συνεπώς, ο σχετικός λόγος της αυτής ως άνω έφεσης της ενάγουσας, με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προσδιόρισε το ύψος της χρηματικής ικανοποίησης στο ποσό των 5.000 ευρώ, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος κατά ένα μέρος.
IV. - Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 247 , 251 , 298 , 914 και 937 Α.Κ. συνάγεται ότι σε περίπτωση αδικοπραξίας που έλαβε χώρα με πράξη ή παράλειψη άπαξ τελεσθείσα, αφότου εκδηλώθηκε το ζημιογόνο γεγονός (πράξη ή παράλειψη), γεννάται υπέρ του ζημιωθέντος αξίωση αποζημιώσεως για την όλη θετική και αποθετική ζημία, παρούσα ή μέλλουσα, αν είναι προβλεπτή κατά τη συνήθη και κανονική πορεία των πραγμάτων και εφόσον η δικαστική της επιδίωξη είναι δυνατή, η δε παραγραφή της αξιώσεως αυτής είναι πενταετής και αρχίζει να τρέχει για όλες τις ζημίες ενιαίως από τότε που ο ζημιωθείς έλαβε γνώση των πρώτων επιζήμιων συνεπειών και του υπόχρεου προς αποζημίωση (Ολ.Α.Π.24/2003 ). Διαφορετικά όμως έχουν τα πράγματα όταν η γενεσιουργός της ζημίας παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του υπόχρεου δεν έλαβε χώρα άπαξ αλλά συνεχίζεται, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση που ο δράστης υπαιτίως παραλείπει να άρει δημιουργηθείσα από αυτόν επιζήμια κατάσταση, από τη διατήρηση της οποίας προκαλείται ζημία σε άλλον. Στην περίπτωση αυτή η ζημία που προκαλείται σε άλλον από την υπαίτια παράλειψη του δράστη να άρει τη γενεσιουργό της ζημίας κατάσταση δεν είναι άμεση συνέπεια της άπαξ τελεσθείσης και ολοκληρωθείσης πράξεως του δράστη με την οποία δημιουργήθηκε η κατάσταση αλλά της διατηρήσεως και μη άρσεως της ζημιογόνου αυτής καταστάσεως, γεννάται δε όσο χρόνο διαρκεί η κατάσταση αυτή και όχι άπαξ με την τέλεση της πράξεως με την οποία η κατάσταση αυτή δημιουργήθηκε. Επομένως η κατά το άρθρο 937 Α.Κ. πενταετής ως άνω παραγραφή της αξιώσεως του ζημιωθέντος προς αποζημίωση για τη ζημία που υφίσταται από τη διατήρηση της καταστάσεως αυτής και την παράλειψη του δράστη να ενεργήσει προς άρση της, δεν αρχίζει από το χρόνο που αυτός έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς του δράστη με την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση αλλά από τα μεταγενέστερα χρονικά σημεία που εξακολουθεί να υφίσταται η κατάσταση αυτή και να προκαλεί ζημία σε άλλον (ΑΠ 292/2016 ,- ΑΠ 1604/2014 , - ΑΠ 1730/2010 -Α.Π.832/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, με σχετικό λόγο της από 9-3-2015 έφεσής τους οι εκκαλούσες- εναγόμενες επαναφέρουν τον παραδεκτά προταθέντα στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αυτοτελή ισχυρισμό τους- ένσταση περί 5ετούς και 20ετούς παραγραφής του ΑΚ των ανωτέρω ενδίκων αξιώσεων (αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης) της ενάγουσας, καθόσον παρήλθε πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (και δη 35 και 22 έτη αντίστοιχα) από την γέννησής τους δηλαδή τον χρόνο κατάληψης του επίδικου προεδρικού τμήματος (με την ανέγερση οικοδομής το έτος 1974) ή της συντάξεως του συμβολαίου αγοραπωλησίας στις 2-8-1973, άλλως από το χρόνο που η ίδια η ενάγουσα διαπίστωσε την κατάληψη ήτοι στις 18- 4-1978 και άσκησε την διεκδικητική αγωγή της ή και από την έκδοση (επί της αγωγής αυτής) της υπ’ αριθμ. 470/1986 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (με την οποία αναγνωρίστηκε η κυριότητα της ενάγουσας επί του επιδίκου) και μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής (2008). Ο ισχυρισμός αυτός, που συνιστά ένσταση καταλυτική της ένδικης αγωγής και επιχειρείται κατά το πρώτο σκέλος του να θεμελιωθεί στη διάταξη της § 1 του άρθρου 937 ΑΚ, ελέγχεται απορριπτέα ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο διότι, αφού στην ένδικη περίπτωση πρόκειται για ζημιογόνο κατάσταση (παράνομη κατάληψη τμήματος ακινήτου και ανέγερση μάλιστα επ’ αυτού οικοδομής), η οποία δημιουργήθηκε, διατηρήθηκε και δεν ήρθη από τις εναγόμενες -αναιρεσίβλητους, με συνέπεια να προκαλείται στην ενάγουσα (εξακολουθητική) ζημία για όσο χρονικό διάστημα, εξαιτίας της (αδικοπρακτικής αυτής) συμπεριφοράς των εναγομένων, διαρκούσε η κατάσταση αυτή, δεν αρχίζει η παραγραφή των ένδικων αξιώσεων (αποζημίωσης για θετική ζημία και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) ενόσω διαρκεί η παράλειψη των τελευταίων (εναγομένων) να άρουν ως όφειλαν την κατάληψη του επιδίκου εδαφικού τμήματος. Πλέον ειδικότερα, με δεδομένο, κατά τα προαναφερθέντα, την παράνομη και υπαίτια κατάληψη του επιδίκου ακινήτου, η παραγραφή της αξίωσης της ενάγουσας- κυρίας αυτού προς αποζημίωση (και χρηματική ικανοποίηση) εμποδίζεται όσο διαρκεί η παράλειψη, δηλαδή όσο οι προσβολείς -εναγόμενες κατακρατούν το επίδικο, ενώ αρχίζει να τρέχει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη της παρούσας, αφότου οι προσβολείς αποδώσουν το καταληφθέν ακίνητο στον δικαιούχο, οπότε ο τελευταίος θα γνωρίζει την ακριβή έκταση της ζημίας του. Επομένως, η παραγραφή των ενδίκων απαιτήσεων προς αποζημίωση (και χρηματική ικανοποίηση) της ενάγουσας δεν αρχίζει από τότε που εκείνη έλαβε γνώση της αρχικής ζημιογόνου συμπεριφοράς, από την οποία δημιουργήθηκε η ζημιογόνος κατάσταση (παράνομη κατάληψη εδαφικού τμήματος), όπως παντελώς αβάσιμα υποστηρίζουν οι εναγόμενες, αλλά από τα αναφερόμενα στην αγωγή της μεταγενέστερα χρονικά διαστήματα που βεβαιώθηκε κατά την εκτέλεση της ανωτέρω (8207/2006) τελεσίδικης απόφασης η αδυναμία αυτούσιας απόδοσης του παράνομα καταληφθέντος επί δικού τμήματος στην ίδια (ενάγουσα), στην οποία και ανήκε η κυριότητά του, κατά τα οποία βέβαια εξακολούθησε να υφίσταται η κατάσταση αυτή (παράνομη κατάληψη ήτοι αφαίρεση άνευ της θέλησης της ανωτέρω κυρίας), χωρίς ωστόσο να έχει αρθεί, προκαλώντας έτσι ζημία στην τελευταία (ενάγουσα)- (βλ. ΑΠ 1730/2010, ΑΠ 347/2010 , ΑΠ 1024/2008, ΑΠ 832/2008 -ΕφΑΘ 3709/2001 ό.π). Ομοίως ως νόμω αβάσιμος και για τον ίδιο ως άνω λόγο, κρίνεται απορριπτέος ο προρρηθείς ισχυρισμός (ένσταση) και κατά το δεύτερο σκέλος του περί 20ετούς παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων, με την αυτή ως άνω αιτιολογία. Σε κάθε περίπτωση δε και ως εκ περισσού σημειώνεται ότι οι εναγόμενες δεν επικαλούνται τα στοιχεία της διάταξης του άρθρου 268 παρ. α' του ΑΚ (επιμήκυνση παραγραφής σε 20ετία) και συγκεκριμένα βεβαίωση των ενδίκων αξιώσεων (για αποκατάσταση ζημίας από αδικοπρακτική συμπεριφορά) με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό, επιπλέον και την αναγκαία προϋπόθεση, κατά. την έννοια της διάταξης αυτής, ότι οι αξιώσεις αυτές δεν έχουν ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια (5ετή) παραγραφή (Ολομ. ΑΠ 24/2003,- ΑΠ 23/1994, 38/1996). Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό κατά αμφότερα τα σκέλη του και δη ως προς το πρώτο (5ετή παραγραφή) ως νόμω αβάσιμο και το δεύτερο (20ετή) σιγή, χωρίς ειδικότερη αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε και ορθά εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου της από 9-3-2015 έφεσής τους.
V.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 300 § 1 ΑΚ αν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Για να εφαρμοστεί αυτή η διάταξη πρέπει να υφίσταται υποχρέωση προς αποζημίωση και παράλληλα ο ζημιωθείς να συνέβαλε με τη συμπεριφορά του στην επαγωγή ή στην έκταση της ζημίας, δηλαδή η συμπεριφορά του να συνδέεται αιτιωδώς με τη ζημία (ΕφΑΘ 1414/2009 ΕλλΔνη 2010 [51]. 1672, Απ. Γεωργιάδης, ΕνοχΔ ΓενΜερ, § 11.1.3.δ.α, αριθ. 26, σ. 156) και το γεγονός που την παρήγαγε. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εναγόμενες με σχετικό λόγο της αυτής ως άνω έφεσής τους επαναφέρουν τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό τους ότι η ενάγουσα συνετέλεσε από δικό της πταίσμα στη ζημία της και συγκεκριμένα ότι παρέλειψε να αποτρέψει ή να περιορίσει τη ζημία, αφού, παρότι γνώριζε ότι η επίδικη εδαφική της έκταση καταλήφθηκε αρχικά από τον δικαιοπάροχο πατέρα τους και ακολούθως από τις ίδιες, καθώς και ότι εντός αυτής ανεγέρθηκε οικοδομή, παρέλειψε να ζητήσει δικαστικά την καταβολή αποζημίωσης, παρά με την προγενέστερα ασκηθείσα διεκδικητική ακινήτου αγωγή της «ζητούσε επίμονα να καταστρέψει οικονομικά την οικογένειά μας, την απόδοση του επιδίκου και την κατεδάφιση της οικοδομής μας και όχι την καταβολή της αξίας του επιδίκου ακινήτου..» όπως επί λέξει αναγράφεται στο δικόγραφο της έφεσής τους και στις πρωτόδικες προτάσεις τους, ενώ προέβη σε πώληση του μείζονος ακινήτου της, πλην του επιδίκου τμήματος, με αποτέλεσμα να καταστήσει αυτό μη άρτιο και οικοδομίσημο, χωρίς επαφή με δρόμο ή άλλο κοινόχρηστο πράγμα και η αξία του να μειωθεί σε μικρότερο των 1.000 ευρώ ποσό. Ο ισχυρισμός αυτός, όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη, ο οποίος επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 300 § 1 ΑΚ, προβάλλεται αλυσιτελώς από τις εναγόμενες, δοθέντος ότι η επικαλούμενη αυτή υπαίτια συμπεριφορά της ενάγουσας, δεν συνδέεται αιτιωδώς με το επικαλούμενο στην αγωγή της (ενάγουσας) ζημιογόνο γεγονός, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν, και πιο συγκεκριμένα ενώ η ενάγουσα στο αγωγικό της δικόγραφο αναφέρει ως γενεσιουργό γεγονός της ζημίας της την αποβολή της από τη νομή του ως άνω εδαφικού τμήματος της ιδιοκτησίας της (λόγω αδυναμίας προς απόδοση σ’ αυτήν αυτούσιου του επιδίκου αυτού τμήματος), οι εναγόμενες, από την πλευρά τους, για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους επικαλούνται ως ζημιογόνο κατάσταση αφενός την μη διεκδίκηση δικαστικά αποζημίωσης για το καταληφθέν (αρχικά από το δικαιοπάροχός τους και ακολούθως από τις ίδιες) επίδικο τμήμα, εφετέρου την πώληση του υπολοίπου ακινήτου της (ενάγουσας) σε τρίτους. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη έκρινε ομοίως, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε της ως άνω διάταξη, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της από 9-3- 2015 έφεσης των εναγομένων ως ουσιαστικά αβάσιμου.
VI.- Με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίζεται, ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος ως καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από τη συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Απαιτείται, δηλαδή, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση και με εκείνη του υποχρέου ευλόγως η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Επίσης, οι πράξεις του υποχρέου και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε υπέρ αυτού, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε μπορεί να συνίσταται σε θετική πράξη ή παράλειψή του, ενώ η με την άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε ή η με αυτήν πρόκληση στον υπόχρεο επαχθών, όχι δε κατ’ ανάγκη και αφόρητων, συνεπειών, θα πρέπει, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, να μην είναι ανεκτή, ώστε, μετά και από αντιστάθμισή τους προς το συμφέρον, που η άσκηση αυτή εξυπηρετεί για το δικαιούχο, να κρίνεται επιβεβλημένη, προς αποτροπή των επαχθών για τον υπόχρεο συνεπειών, η θυσία του αξιούμενου δικαιώματος. Εξάλλου, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ' αυτού, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, εκτός αν η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, που προέρχονται κυρίως από τη συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη που προηγήθηκε, από τις οποίες, σε συνδυασμό και με την αδράνεια του δικαιούχου, να δημιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, οπότε η μεταγενέστερη μεταβολή της στάσης του και η μεταγενέστερη άσκηση αυτού, η οποία τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε κάτω από τις εν λόγω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, να αντίκειται προφανώς στις καθοριζόμενες από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ αρχές, γιατί δημιουργεί δυσανάλογη προς την ωφέλεια του δικαιούχου επιβάρυνση του υποχρέου (Ολ ΑΠ 10/2012 ΧρΙδ 13.433, Ολ ΑΠ 8/2001 στη ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1724/2014 ΧρΙδ 14.704, ΑΠ 1144/2011, ΑΠ 1130/2011 , ΑΠ 812/2010 στη ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, ο ισχυρισμός των εναγομένων, που πρόβαλαν πρωτοδίκως και επαναφέρουν με σχετικό λόγο της έφεσής τους, ότι η ένδικη αγωγή αποζημίωσης ασκείται καταχρηστικά από την ενάγουσα μετά πάροδο 35 ετών από την κατάληψη του επιδίκου τμήματος και αφού αρχικά ο δικαιοπάροχος πατέρας τους και εν συνεχεία οι ίδιες, από τα έτη 1982 και 1994, αποπεράτωσαν την ανεγερθείσα και επ’ αυτού διώροφη οικοδομή τους, οπότε και νέμονται αυτό (επίδικο), ενώ ουδέποτε τις απέτρεψε από την αποπεράτωση της ανοικοδόμησης (πρώτου και δευτέρου ορόφου) της ως άνω οικοδομής, αποβλέποντας κυρίως στην ανατροπή της ήδη παγιωμένης κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε για όλα αυτά τα έτη, με επακόλουθα καταστροφικές για τις ίδιες συνέπειες. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως, α) ως απαράδεκτος, καθόσον οι εναγόμενες δεν προβάλλουν αυτόν επικουρικά, καίτοι αρνούνται οι ίδιες την ουσιαστική βασιμότητα της κρινόμενης αγωγής και β) ως αόριστος, δεδομένου ότι μόνη η μακροχρόνια αδράνεια της ενάγουσας, την οποία επικαλούνται οι εναγόμενες, δεν αρκεί για να καταστήσει τη συμπεριφορά της ενάγουσας αντίθετη στη διάταξη του 281 ΑΚ, καθώς δεν εκθέτουν, όπως απαιτείται, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη σχετική νομική σκέψη, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά αυτών και της ενάγουσας που προηγήθηκε, από τις οποίες, σε συνδυασμό και με την αδράνεια της τελευταίας, τους δημιουργήθηκε ευλόγως η πεποίθηση ότι αυτή δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της και ότι η μεταγενέστερη μεταβολή της στάσης της με την άσκηση της αγωγής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε και διατηρήθηκε επί μακρό χρονικό διάστημα, η οποία (ανατροπή) συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες γι’ αυτούς, χωρίς βέβαια να εκτίθενται και ποιες είναι αυτές, δοθέντος ότι συνομολογούν το ανέφικτο της αυτούσιας απόδοσης του επίδικου εδαφικού τμήματος στην ενάγουσα, λόγω ακριβώς αδυναμίας κατεδάφισης του ήδη υπάρχοντος χτίσματος (οικοδομής τους) και συνακόλουθα τη μη ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε και εξακολουθεί να διατηρείται (ΑΠ 2181/2014 ,- ΕφΑνατΚρητ 12/2017δημ. ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση,, όμως, ο παραπάνω ισχυρισμός των εναγομένων είναι και νόμω αβάσιμος, καθόσον τα επικαλούμενα από αυτές πραγματικά περιστατικά, ακόμα και αν κριθούν αληθή, δεν αρκούν χωρίς επίκληση άλλων στοιχείων να θεμελιώσουν την έννομη συνέπεια του άρθρου 281 ΑΚ, αλλά αντίθετα εντάσσονται στην ευρύτερη αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη έκρινε ομοίως και απέρριψε την ένσταση αυτή (ΑΚ 281), έστω και με εν μέρει συνοπτική αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα, ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε την ως άνω διάταξη, απορριπτομένου του σχετικού λόγου της από 9-3-2015 έφεσης των εναγόμενων ως ουσιαστικά αβάσιμου.
V. - Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα της άνω από 9-3-2015 (και με αριθμ. καταθ .../2015) έφεσης των εναγομένων, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει, κατά το σχετικό βάσιμο αίτημά τους, να επιβληθούν στις εκκαλούσες της έφεσης αυτής, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1,191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα παράβολα που κατέθεσαν οι εκκαλούσες της έφεσης αυτής, πρέπει, κατόπιν της απόρριψης της εφέσεώς τους, να εισαχθούν στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως η παρ, 4 προστέθηκε με άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012), κατά το διατακτικό. Αναφορικά με την από 10-3-2015 (με αριθμ. καταθ. .../2015) έφεση της ενάγουσας, πρέπει να γίνει αυτή δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη οριστική απόφασή και ως προς τη διάταξή της για τη δικαστική δαπάνη και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για ουσιαστική εκδίκαση, να δικαστεί κατ’ ουσίαν η ένδικη, από 24-3-2008 ( και με αριθ. κατάθ. .../2008) αγωγή ( άρθρο 535 παρ. 1 ΚπολΔ), να γίνει δεκτή, κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, α)ευθυνόμενες η καθεμία ισομερώς (ήτοι ανάλογα με τη μερίδα της, κατ’ άρθρο 1885 ΑΚ ) να καταβάλουν στην ενάγουσα ως αποζημίωση το ποσό των 35.070 ευρώ και β) ευθυνόμενες σε ολόκληρο η καθεμία (κατ’ άρθρα 926 και 927 του ΑΚ , κοινή αδικοπραξία περισσοτέρων) να καταβάλουν στην ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 10.000 ευρώ, αμφότερα δε τα ποσά αυτά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, όπως ορίζεται στο διατακτικό. Επίσης, οι εναγόμενες πρέπει να καταδικαστούν σε ανάλογο προς την έκταση της ήττας τους μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά το σχετικό βάσιμο αίτημα της τελευταίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1, ΚπολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, το παράβολο που κατέθεσε η εκκαλούσα πρέπει, λόγω της νίκης της, να επιστραφεί σ’ αυτή (άρθρο 495 παρ. 4 εδάφ. ε ΚΠολΔ, όπως η παράγραφος 4 προστέθηκε με άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων τις από α) από 10-3-2015 (αριθ. καταθ. .../10-3-2015) και β) από 9-3-2015 (αριθ. καταθ. .../12-3-2015) εφέσεις, κατά της υπ’ αριθ.4902/2014 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις.
I.-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ ουσίαν την δεύτερη από 9-3-2015 (αριθ. καταθ. .../12-3- 2015) έφεση των εναγομένων.
ΔΙΑΤΑΖΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο των παραβολών των διακοσίων (200) ευρώ, που κατέθεσαν οι εκκαλούσες.
ΕΠΙΒΑΑΛΕΙ σε βάρος των εκκαλουσών τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης- ενάγουσας, την οποία ορίζει για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας στο ποσό των εξακοσίων (600)ευρώ
ΙΙ.-ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσίαν την πρώτη από 10-3-2015 (αριθ. καταθ. .../10-3-2015) έφεση της ενάγουσας.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 4902/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από 24-3- 2008 (και με αριθ. κατάθ. .../2008)αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος αυτήν.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στην ενάγουσα α) ισομερώς το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων εβδομήντα (35.070) ευρώ και β) ευθυνόμενες σε ολόκληρο η καθεμία το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, αμφότερα τα ποσά αυτά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, μέχρις εξοφλήσεως,
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του κατατεθέντος παράβολου των διακοσίων (200) ευρώ.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγομένων μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ
ΚΡΙΘΗΚΕ, και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 11 Οκτωβρίου 2017
και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, μετεχόντων στη σύνθεση για τη δημοσίευση, ως Προέδρου της Προέδρου Εφετών Ιωάννας Μαργέλλου - Μπουλταδάκη, (λόγω προαγωγής της Προέδρου Εφετών Αναστασίας Περιστεράκη) και ως μελών των Εφετών, Κανέλλας Τζαβέλλα - Δημαρά και Μαρίας Τόμου, και με την παρουσία της Γραμματέως Καλλιόπης Παπαζαφείρη, στις 8 Δεκεμβρίου 2017 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοί τους δικηγόροι
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΠΗΓΗ: https://www.qualex.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου