ΜΕφΑιγαίου 22/2016 Αναγνωριστική κυριότητας αγωγή - Δασικές εκτάσεις - Τεκμήριο κυριότητας - Χρησικτησία
Περίληψη
Αγωγή για αναγνώριση κυριότητας ιδιώτη επί ακινήτου, την οποία απέκτησε παραγώγως και
(επικουρικά) πρωτοτύπως. Ακίνητο έχον σήμερα δασικό χαρακτήρα, στο απώτερο δε παρελθόν ήταν χορτολιβαδική έκταση. Οθωμανικό δίκαιο. Κυκλάδες. Μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας κατέστη κύριος το Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους, δικαιώματι πολέμου δασών, αιγιαλών, κοινόχρηστων, βοσκών και εκτάσεων που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν και μη καλλιεργούμενων χορτολιβαδικών εκτάσεων που ήταν κατάλληλες για βόσκηση. Τεκμήριο κυριότητας δημοσίου επί δασών μη αναγνωριθέντων ως ανηκόντων σε ιδιώτες. Χρησικτησία επί δημοσίων κτημάτων. Τριακονταετής νομή με διάνοια κυρίου και καλή πίστη.Επιμέλεια Περίληψης:
Αγγελική Δανηλάτου, Δικηγόρος Αθηνών
Απόφαση
Αριθμός Απόφασης 22/2016
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Αρχοντάκη, Εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος Εφετών Αιγαίου και από τον Γραμματέα Ιωάννη Βακόνδιο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 08 Μαϊου 2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ... του ..., κατοίκου ... Αττικής, οδός ... αριθ. …, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του .... με δήλωση.
Του εφεσιβλήτου – εναγομένου: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός Καραγεώργη Σερβίας αριθ. 10), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ Δήμητρα Κέντρου.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου την με αριθ. κατάθ. .../12.7.2010 αγωγή του κατά του εφεσιβλήτου και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την με αριθ. 1ΤΜ/2012 απόφασή του διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και, στη συνέχεια, με την με αριθ. 170ΤΜ/2013 απόφασή του απέρριψε την αγωγή.
Ο εκκαλών με την έφεσή του (αριθ. κατάθ. …/31.7.2014), που προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο (αριθ. προσδ. .../31.7.2014) και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ για λογαριασμό του εφεσιβλήτου αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτές, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση, που έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 8.7.2014 και με αριθ. έκθεσης κατάθεσης …/31.7.2014 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά του εναγομένου και της με αριθ. 170ΤΜ/2013 οριστικής Απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε άλλωστε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1β΄), δεν πέρασε δε από τη δημοσίευση αυτής (5.11.2013) έως την ημέρα που ασκήθηκε η έφεση (31.7.2014) η τριετής προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της παρ. 2 από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/23.7.2015, που έχει ισχύ από 1.1.2016). Περαιτέρω, για το παραδεκτό αυτής ο εκκαλών έχει καταθέσει παράβολο ποσού 200 ευρώ (βλ. σχετική σημείωση του Γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στην με αριθ. 50/2014 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ενδίκου μέσου), σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/6.3.2012. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την με αριθ. κατάθ. .../12.7.2010 αγωγή του (όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις και δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων του στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) ιστορούσε ότι είναι κύριος ενός αγροτικού ακινήτου, που βρίσκεται στη θέση ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ και στην ειδικότερη θέση ‘‘Βουνάλι’’ της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος Νάουσας του Δήμου Πάρου της νήσου Πάρου του νομού Κυκλάδων, έχει έκταση 23.073,75 τ.μ. και τα αναφερόμενα όρια και αποτελεί τμήμα ευρύτερου ακινήτου ιδιοκτησίας του, που έχει έκταση 41.155 τ.μ. και τα αναφερόμενα όρια, όπως εμφαίνονται το ευρύτερο ακίνητο και το επ' αυτού επίδικο στα συνημμένα στην αγωγή τοπογραφικά διαγράμματα α) του αρχιτέκτονα μηχανικού ... έτους 2003 και β) του τοπογράφου – αγρονόμου μηχανικού ... Μαϊου 2010. Ότι το όλο ακίνητο περιήλθε σ' αυτόν με παράγωγο τρόπο, ήτοι από κληρονομία από ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος στις 24.3.1955 πατέρα του ... ..., που αποδέχθηκε με την αναφερόμενη συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομίας και μετέγραψε νόμιμα, όπως διορθώθηκε – συμπληρώθηκε αυτή με την αναφερόμενη συμβολαιογραφική διορθωτική – συμπληρωματική πράξη αποδοχής, που μετέγραψε νόμιμα. Ότι στον δικαιοπάροχό του είχε περιέλθει κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου με το αναφερόμενο, νόμιμα μεταγραμμένο, συμβόλαιο δωρεάς στη ζωή το 1918 και κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου με το αναφερόμενο, νόμιμα μεταγραμμένο, συμβόλαιο δωρεάς στη ζωή το 1933 από τον πατέρα του ... (παππού του ενάγοντος). Ότι στον ... είχε περιέλθει με το αναφερόμενο, νόμιμα μεταγραμμένο, συμβόλαιο εξώδικης διανομής του 1890, σε συνδυασμό με την αναφερόμενη, νόμιμα μεταγραμμένη, συμβολαιογραφική πράξη του 1898, δυνάμει των οποίων αυτός και ο αδελφός του ... διένειμαν πολλά ακίνητα προερχόμενα από τον πατέρα τους ... του ..., στον οποίο είχαν περιέλθει μαζί με την Μονή του Αγίου ..., ως ακίνητη περιουσία της Μονής, από αγορά κατά το έτος 1859 – 1860, από τους κληρονόμους του .... Ότι στον ... είχε περιέλθει η Μονή με την κινητή και ακίνητη περιουσία της από δημοπρασία στις 30.8.1826 και ότι η εν λόγω Μονή μετά της κινητής και ακίνητης περιουσίας της ανήκε, κατά την περαιτέρω γινόμενη στην αγωγή αναδρομή στο παρελθόν, ήδη από το 1715 στους ιδιώτες ..., ... και .... Ότι επικουρικά, το ως άνω ευρύτερο ακίνητο, το οποίο είναι περιφραγμένο με ξηρολιθιά από το απώτερο παρελθόν (περί τα 150 έτη), νέμονταν ο ίδιος (ενάγων) και οι δικαιοπάροχοί του, άμεσος και απώτεροι, με διάνοια κυρίου, νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των διακοσίων (200) ετών, ενεργώντας επ' αυτού τις αναφερόμενες πράξεις νομής, έτσι ώστε έχει καταστεί κύριος τούτου, εκτός από τον παράγωγο τρόπο της κληρονομικής διαδοχής, και με τακτική, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, με την προσμέτρηση στο χρόνο της δικής του νομής και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του. Ότι εκδόθηκε, μετά από αίτησή του στην αρμόδια Διεύθυνση Δασών νομού Κυκλάδων, πράξη χαρακτηρισμού και, μετά από αντιρρήσεις του, η με αριθ. .../2003 απόφαση της Α/θμιας Επιτροπής Ε.Δ.Α. Νομαρχίας Κυκλάδων, σύμφωνα με την οποία το επίδικο είναι δασική έκταση, και ότι με τον τρόπο αυτό το εναγόμενο αμφισβητεί το δικαίωμα της κυριότητάς του επί τούτου. Ζητούσε δε να αναγνωριστεί ότι είναι κύριος του επιδίκου. Επί της αγωγής εκδόθηκε η με αριθ. 1ΤΜ/2012 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και, στη συνέχεια, εκδόθηκε η με αριθ. 170ΤΜ/2013 οριστική απόφασή του, που απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Κατά της ως άνω Απόφασης παραπονείται τώρα ο ενάγων – εκκαλών και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει στην έφεσή του και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί αυτή και να γίνει δεκτή η αγωγή.
1. Κατά τα άρθρα 1-3 του Οθωμανικού νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 οι γαίες διακρίνονται στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (‘‘μούλκια’’, οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (‘‘μιριγιέ’’, τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (‘‘τεσσαρούφ’’), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (‘‘βακούφια’’), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (‘‘μετρουκέ’’, οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (‘‘μεβάτ’’, τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Επακολούθησαν τα πρωτόκολλα του Λονδίνου της 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1-7-1830, με τα οποία κυρώθηκε η Ανεξαρτησία της Ελλάδος και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου ως προς τις άλλοτε ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, ορίζοντας, σε συνδυασμό με την από 9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως "Περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων», ότι το Ελληνικό Δημόσιο αποκτά την κυριότητα στα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία είχε καταλάβει κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (έως τις 3.2.1830) και είχε δημεύσει κατά την διάρκεια του πολέμου, καθώς και σε εκείνα, τα οποία, κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίους τους Οθωμανούς, οι οποίοι απεχώρησαν και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21-6/3-7/1837 "περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων», περιερχόμενα κατά το άρθρο 16 αυτού στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με τη γενόμενη δήμευση "δικαιώματι πολέμου», ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατείχοντο μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και, ή κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατείχοντο πλέον από αυτούς. Η διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο Τουρκικό Δημόσιο "δικαιώματι πολέμου" αφορά και τις νήσους του Αιγαίου, με ρητή αναφορά τους στο σχετικό κείμενο του πρακτικού (αρ. 3) και στο προηγούμενο πρωτόκολλο της 10/22-3-1829 με τον παράτιτλο "Οριοθεσία της Στερεάς και των νήσων», διαλαμβάνοντας "Αι παρακείμεναι εις την Πελοπόννησον νήσοι, η Εύβοια και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες θέλουν αποτελεί ωσαύτως μέρος τούτου του Κράτους». Η διαδοχή όμως αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών, τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (‘‘μούλκια’’) και τα δικαιώματα εξουσίασης ("τεσσαρούφ»), τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των δημοσίων γαιών σύμφωνα με το Οθωμανικό δίκαιο. Λόγοι ιστορικής ιδιαιτερότητας διαμόρφωσαν ιδιαίτερο νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς στις Κυκλάδες. Ειδικότερα οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίσθηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ως ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαράς ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και δη κατά πλήρη κυριότητα, υπό τον όρο όμως καταβολής εγγείου φόρου. Κατά συνέπεια, τα ακίνητα των νήσων αυτών, μη εξουσιαζόμενα πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ουδέ κατεχόμενα από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 7.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Τούτο, όμως, συμβαίνει εφόσον πρόκειται περί γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ και για τα νησιά των Κυκλάδων, σύμφωνα με τα ως άνω Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, για εκτάσεις που αφορούσαν στα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου. Και τούτο διότι οι εκτάσεις αυτές παρέμειναν προσδιορισμένες κατά την ταυτότητά τους ως τμήμα της χώρας του Οθωμανικού Κράτους και οι οποίες ουδέποτε εξουσιάστηκαν από ορισμένο πρόσωπο, αλλά υπήγοντο υπό την απόλυτη εξουσία του κράτους αυτού. Μετά δε την Επανάσταση του 1821 και τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους διά των προαναφερομένων Πρωτοκόλλων και Συνθήκης, οπότε προσδιορίστηκε η χώρα του Ελληνικού Κράτους, των ακινήτων αυτών κατέστη κύριο το νέο Ελληνικό Κράτος χωρίς καμιά αποζημίωση. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της 4/16 Ιουνίου 1830, στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα "Βακούφια" και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το οθωμανικό σύστημα, θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (βλ. ΟλΑΠ 1/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕΦΑΔ 2013. 243, ΑΠ 1411/2014 ΝΟΜΟΣ. Διαφορετικά, για το ότι στις Κυκλάδες υπήρχαν μόνο γαίες καθαρής ιδιοκτησίας βλ. [μεταξύ πολλών άλλων] ΑΠ 1810/2009 ΕλλΔνη 2011. 90). 2. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ. της 17 (29).11. /1.12.1836 "περί ιδιωτικών δασών», που έχει ισχύ νόμου, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες. Για την αναγνώριση των τελευταίων ως ιδιωτικών δασών, όφειλαν οι ιδιοκτήτες των δασικών εκτάσεων, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, να παρουσιάσουν στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών τους τίτλους ιδιοκτησίας, διαφορετικά θεωρούνται δημόσια δάση. Έτσι, με τις διατάξεις αυτές του πιο πάνω β. δ/τος θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος (ΑΠ 303/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του με ημερομηνία 3/15-12-1833 β. δ/τος "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο "ταπί" εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά στη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσης στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α) το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. ΚΘ` της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λειβαδίων χωρίς βλάβη των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, και β) το άρθρο 3 του ν. ΨΗΖ`/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λειβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων (ΑΠ 454/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1810/2009 ΕλλΔνη 2011. 90). Μετά από αυτά, με βάση τις προηγούμενες παραδοχές, και στα νησιά των Κυκλάδων (επομένως και στην Πάρο), σύμφωνα με τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, εφόσον επρόκειτο, όχι για γαίες καθαρής ιδιοκτησίας, αλλά για εκτάσεις που αφορούσαν στα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, συνεπώς και τις μη καλλιεργούμενες χορτολιβαδικές εκτάσεις που ήταν κατάλληλες για βόσκηση, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου. Περαιτέρω, με βάση τη γενόμενη δεκτή ως ορθή πιο πάνω άποψη (περί του ότι και στις Κυκλάδες υπήρξαν εκτάσεις στις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο δικαιώματι πολέμου αντί της άποψης ότι την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολό τους από γαίες καθαρής ιδιοκτησίας, ‘‘ μούλκια''), δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι επειδή στις Κυκλάδες επικρατούσε η κατηγορία των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις περί ταπίων και, ως εκ τούτου, δεν ίσχυσε το προαναφερθέν άρθρο 1 του με ημερομηνία 3/15-12-1833 β.δ/τος "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834». Τούτο δε, διότι σκοπός της ως άνω διάταξης ήταν, όπως προαναφέρθηκε, η συντήρηση των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου στα λειβάδια, με εξαίρεση εκείνα για την επικαρπία των οποίων υπήρχε έγγραφο "ταπί" εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, και δεν αφορούσε στο χαρακτηρισμό εκτάσεων, οι οποίες είχαν περιέλθει κατά τα ανωτέρω (ως δάση, αιγιαλοί κλπ) στο Ελληνικό Δημόσιο δικαιώματι πολέμου (ήτοι δημόσιων), ως δημόσιων (εφόσον δεν είχε εκδοθεί ταπί επί Τουρκοκρατίας). 3. Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.33), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18:1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3.) του προϊσχύσαντος β.ρ. δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, είτε ήταν δάση ή δασικές εκτάσεις είτε ήταν χορτολιβαδικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλ' απλώς με καλή πίστη ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.20 παρ.12 πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 18 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16) τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικά από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Οι
διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21.6/3.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», στο άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι "ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προς εκείνες του ν. ΔΞΗ 71912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του, και ακόμη του άρθρου 21 του ν. δ. της 22.4 /26.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α. ν. 1539 /1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», με τις οποίες απαγορεύτηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 26.5.1926 και εφεξής, συνάγεται ότι, προκειμένου περί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δάση, οι δασικές και οι χορτολιβαδικές εκτάσεις του Δημοσίου, είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σ' αυτά με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 (Ολ ΑΠ 75 /1987). Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή σε δασική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι τις 11.9.1915, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην κυριότητα που αποκτήθηκε η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας», με την οποία ορίζεται ότι "σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του" (ΑΠ 303/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 975/2008). Περαιτέρω, ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 1 του με ημερομηνία 3/15-12-1833 β. δ/τος "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», εισήγαγε μαχητό τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου για τα λειβάδια, ως προς το οποίο ισχύουν αναλογικά αυτά που ισχύουν για το αντίστοιχο τεκμήριο που αφορά στα δάση (ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 266/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 471/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 97/2007 ΝΟΜΟΣ).
Το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο με τις πρωτόδικες προτάσεις του αρνήθηκε την αγωγή και προέβαλε τις ενστάσεις, τις οποίες επανέλαβε με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, περί δικής του κυριότητας στο επίδικο, καθόσον περιήλθε σ' αυτό, α) δικαιώματι πολέμου, ως διάδοχο του Οθωμανικού κράτους, στην ιδιοκτησία του οποίου ανήκε, β) ως δάσος, κατά τις διατάξεις του β.δ/τος της 17/29.11.1836 και γ) ως αδέσποτο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. Της 21 – 6/10.7.1837.
Από την από Φεβρουαρίου 2013 έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης της αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού ..., που διενεργήθηκε κατόπιν της με αριθ. 1ΤΜ/2012 Απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις με αριθ. .../2009 και .../2011 ένορκες βεβαιώσεις των ... του ... και ... του ... ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πάρου ..., που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων και λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου (βλ. τις με αριθ. .../26.10.2009 και .../28.4.2011 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητριών στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... και ... αντίστοιχα), καθώς και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ. 1α ΚΠολΔ), για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 339 σε συνδ. προς 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων οι ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις που περιέχονται στα με αριθμούς 70ΤΜ/2006 και 22ΤΜ/2008 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, μερικά από τα οποία (έγγραφα) μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί οποιοδήποτε από αυτά για την κατ' ουσία διάγνωση της διαφοράς, τους πραγματικούς ισχυρισμούς των οποίων δεν αμφισβητήθηκε ειδικά η αλήθεια και η συνομολόγησή τους συνάγεται από το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων (άρθρο 261 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την με αριθ. .../30.9.1967 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Πάρου ..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πάρου (τόμ. 81, αριθ. 28), ο ενάγων αποδέχθηκε την κληρονομία από την από 17.12.1954 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος στις 24.3.1955 πατέρα του ... ... του ..., που δημοσιεύθηκε από το Πρωτοδικείο Σύρου με το με αριθ. …/30.3.1955 πρακτικό δημοσίευσης. Με τη διαθήκη του αυτή ο ... ... άφησε στον ενάγοντα γιο του, μεταξύ άλλων, ‘‘την χωματίστραν μαζή με το βουνάλη ζευγαραίς 5 και το βουνάλη 10 πλησιασταί κληρονόμοι ... ... ... ... ...’’, στην δε ως άνω αποδοχή κληρονομίας το κληρονομιαίο τούτο ακίνητο περιγράφεται ως ένας αγρός κείμενος στη θέση ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ της περιφέρειας της Κοινότητας, τέως Δήμου, Νάουσας της Πάρου, έκτασης πέντε ζευγαριών ή όσης και αν είναι, πλέον ή έλασσον, ονομαζόμενος ‘‘Χωματίστρα’’, μετά του συνεχόμενου βοσκότοπου, ονομαζόμενου ‘‘Βουνάλι’’, έκτασης δέκα ζευγαριών ή όσης και αν είναι, πλέον ή έλασσον, συνορευομένων αμφοτέρων ολόγυρα με ιδιοκτησίες κληρονόμων ... ..., ... ... ..., ... ... ... και ... .... Ακολούθως, ο ενάγων προέβη στην με αριθ. .../5.11.1999 διορθωτική και συμπληρωματική δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πάρου ..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (τόμ. 483, αριθ. 85), με την οποία διόρθωσε την έκταση και το χαρακτηρισμό του ως άνω κληρονομιαίου ακινήτου, δηλώνοντας ότι η αληθής του έκταση μετά από ακριβή καταμέτρηση είναι 41.300 τ.μ., από την οποία είκοσι έξι (26) στρέμματα περίπου είναι αγροτική καλλιεργήσιμη γη και δέκα πέντε (15) περίπου στρέμματα είναι άγονη και ακαλλιέργητη βοσκοτοπική έκταση, συνορεύει δε γύρω του, ολόκληρο το ακίνητο, το οποίο είναι περιφραγμένο με τοίχο από ξηρολιθιά, βόρεια με ιδιοκτησίες ... ... και ... ..., ανατολικά με ιδιοκτησίες κληρονόμων ... και κληρονόμων ... ..., νότια με ιδιοκτησίες κληρονόμων ... ..., ... ... και αγροτικό δρόμο και δυτικά με ιδιοκτησίες ... ... και ... .... Το εν λόγω ακίνητο, ακανόνιστου σχήματος, απεικονίζεται στο συνημμένο στην αγωγή από Μαϊου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού ... (που είναι όμοιο κατά το σχήμα, τις πλευρικές διαστάσεις και τα όρια με το, επίσης συνημμένο στην αγωγή, τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ..., που συνοδεύει την με αριθ. …/2003 απόφαση της Α/θμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων [ΕΕΔΑ] Νομού Κυκλάδων, στο οποίο εμφαίνεται με τα κεφαλαία γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΑ) με τις κορυφές – κεφαλαία γράμματα Α – Β – Γ – Δ – Ε – Ζ – Η – Θ – Ι – Κ – Λ – Μ – Ν – Ξ – Ο – Π – Ρ – Σ – Τ – Υ – Φ – Χ – Ω –Α1 – Β1 – Γ1 – Δ1 – Ε1 – Ζ1 – Η1 – Θ1 – Ι1 – Κ1 – Α και συνορεύει βόρεια επί τεθλασμένης πλευράς Ν – Ξ – Ο – Π – Ρ – Σ, συνολικού μήκους 118,95 μ., με ιδιοκτησία ... ..., νότια, επί τεθλασμένης πλευράς Θ1 – Ι1 – Κ1 – Α – Β, συνολικού μήκους 134,24 μ., με ιδιοκτησίες ... ..., ... ..., κληρονόμων ... ... και ... ... και επί τεθλασμένης πλευράς Β – Γ – Δ – Ε – Ζ – Η – Θ, συνολικού μήκους 217,30 μ., με ιδιοκτησία κληρονόμων ... ..., ανατολικά, επί τεθλασμένης πλευράς Θ – Ι – Κ – Λ – Μ – Ν, συνολικού μήκους 150,70 μ., με ιδιοκτησία ... ... και δυτικά, επί τεθλασμένης πλευράς Σ – Τ – Υ – Φ – Χ – Ω – Α1 – Β1 – Γ1 – Δ1 - Ε1 – Ζ1 – Η1 – Θ1, συνολικού μήκους 249,55 μ., με ιδιοκτησία ... ... και αγροτικό δρόμο. Τμήμα του ως άνω ακινήτου, εμβαδού 23.073,75 τ.μ., επίσης ακανόνιστου σχήματος, το οποίο έχει ως εξωτερική περίμετρο και όρια την περίμετρο και τα όρια του όλου ακινήτου, όπως έχουν προαναφερθεί, εσωτερική δε περίμετρο, όπως αποτυπώνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του ..., με τους αριθμούς 61 – 62 – 63 – 64 – 65 – 66 – 67 – 1 – 2 – 3 – 4 – 5 – 6 – 7 – 8 – 9 – 10 – 11 – 12 – 13 – 14 – 15 – 16 – 17 – 18 – 19 – 20 – 21 – 22 – 23 – 24 – 25 – 26 – 27 – 28 – 29 – 30 – 31 – 32 – 33 – 34 – 35 – 36 – 37 – 38 – 39 – 40 – 41 – 42 – 43 – 44 – 45 – 46 – 47 – 48 – 49 – 50 – 51 – 52 – 53 – 54 – 55 – 56 – 57 – 58 – 59 – 60, κατά την οποία συνορεύει με το υπόλοιπο ακίνητο, αποτελεί το επίδικο και απεικονίζεται επίσης στο τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ..., που συνοδεύει την με αριθ. .../2003 απόφαση της Α/θμιας ΕΕΔΑ Νομού Κυκλάδων, κατά το σχήμα, την εξωτερική περίμετρο και τα όρια (που ταυτίζονται με περίμετρο και όρια του όλου ακινήτου), χωρίς όμως να προσδιορίζεται κατά την εσωτερική του περίμετρο. Ειδικότερα, μετά από σχετική αίτηση του ενάγοντος για τον χαρακτηρισμό του συνόλου της έκτασης του ως άνω ακινήτου, εκδόθηκε η με αριθ. .../2002 πράξη χαρακτηρισμού της Διεύθυνσης Δασών Νομού Κυκλάδων, σύμφωνα με την οποία συνολική έκταση 14.081,25 τ.μ. είναι αγροτικής μορφής και έκταση 27.073,75 τ.μ. είναι δασικής μορφής. Ακολούθως, μετά από αντιρρήσεις αυτού, εκδόθηκε η προαναφερόμενη με αριθ. .../2003 απόφαση της Α/θμιας ΕΕΔΑ Νομού Κυκλάδων, που κατέστη τελεσίδικη (βλ. το με αριθ. πρωτ. .../9.6.2003 έγγραφο της Δ/νσης Δασών Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου), σύμφωνα με την οποία τμήμα της έκτασης των 27.073,75 τ.μ. και δη τμήμα εμβαδού 4.000 τ.μ. είναι αγροτικής μορφής και το υπόλοιπο, εμβαδού 23.073,75 τ.μ., όπως απεικονίζεται στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα του ..., είναι δασική έκταση, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 998/1979 (όπως ίσχυε τότε, ήτοι, εδαφική έκταση καλυπτόμενη από αραιά ή πενιχρή, υψηλή ή θαμνώδη ξυλώδη βλάστηση οιασδήποτε διάπλασης, που μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα άνω φυτά ή να συμβάλει στην διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος), χωρίς ν' αναγνωρίζονται ουδέποτε επ' αυτής στοιχεία παλαιότερης αγροτικής δραστηριότητας, υπάγεται δε, όσον αφορά στις κατηγορίες δασών και δασικών εκτάσεων του άρθρου 4 ν. 998/1979 (όπως ίσχυε τότε), ως προς την κατηγορία (1) στην περίπτωση (ε) (ήτοι, μη εμπίπτουσα σε οιαδήποτε από τις κατηγορίες α΄ έως και δ΄, στις οποίες διακρίνονται οι δασικές εκτάσεις, για την αποτελεσματική και διαρκή προστασία τους, ανάλογα προς την ωφελιμότητα και τις λειτουργίες που εξυπηρετούν, και οι οποίες κατηγορίες είχαν ως εξής: ‘‘α) Δάση και δασικαί εκτάσεις αι οποίαι παρουσιάζουν ιδιαίτερον επιστημονικόν, αισθητικόν, οικολογικόν, ή γεωμορφολογικόν ενδιαφέρον (εθνικοί δρυμοί, αισθητικά δάση, υγροβιότοποι, διατηρητέα μνημεία της φύσεως). β) Δάση και δασικαί εκτάσεις, αι οποίαι ασκούν ιδιαιτέραν προστατευτικήν επίδρασιν επί των εδαφών και των υπογείων υδάτων, ως αι κείμεναι εντός λεκανών απορροής χειμάρρων, αι υπερκείμεναι πόλεων, χωρίων ή οικισμών, αι ασκούσαι προστασίαν επί παρακειμένων φυσικών ή πολιτιστικών μνημείων ή σημαντικών τεχνικών έργων (προστατευτικά δάση και δασικαί εκτάσεις). γ) Δάση και δασικαί εκτάσεις, αι οποίαι παρουσιάζουν ιδιαιτέραν σημασίαν από απόψεως παραγωγής δασικών προϊόντων ή άλλων αγαθών πρωτογενούς παραγωγής (εκμεταλλεύσιμα ή παραγωγικά δάση και δασικαί εκτάσεις). δ) Δάση και δασικαί εκτάσεις προσφερόμεναι δι' αναψυχήν του πληθυσμού ή αποτελούσαι παράγοντα συνθηκών διαβιώσεως αυτού εν τη περιοχή ή της τουριστικής αναπτύξεως ταύτης (δάση και δασικαί εκτάσεις αναψυχής)’’), ενώ ως προς την κατηγορία (2) στην περίπτωση (β) (ήτοι, από την άποψη της θέσης των δασικών εκτάσεων σε σχέση προς τους χώρους ανθρώπινης εγκατάστασης και δραστηριότητας, στις δασικές εκτάσεις που βρίσκονται επί ζώνης πλάτους χιλίων [1.000] μέτρων από τη θάλασσα, για όλες τις παράκτιες περιοχές της χώρας). Περαιτέρω, ως προς τους απώτερους τίτλους ιδιοκτησίας του ενάγοντος για το επίδικο, η κυριότητά του επί του οποίου αμφισβητείται από το εναγόμενο, τη φύση τούτου ως δασικής έκτασης ή μη στο παρελθόν, καθώς και ως προς πράξεις νομής επ' αυτού του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, άμεσου και απώτερων, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα εξής: Με το με αριθ. .../1918 συμβόλαιο δωρεάς στη ζωή του Συμβολαιογράφου Πάρου ..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τότε Δήμου Νάουσας Πάρου (τόμ. 15, αριθ. 289), ο παππούς του ενάγοντος ... ... ... δώρισε, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, στον γιο του ... ... (πατέρα και άμεσο δικαιοπάροχο του ενάγοντος) διάφορα κτήματα ενωμένα, των οποίων ήταν κύριος, ήτοι (κατά την περιγραφή του εν λόγω συμβολαίου), ‘‘αγρών, αμπέλων, ενός κήπου, ενός ελαιοφύτου και ενός βοσκοτόπου, απάντων ηνωμένων, κειμένων κατά τας θέσεις Άγιος ...ς ή και Μαράθι της Κοινότητος, τέως δήμου Ναούσης της Πάρου, εκτάσεως όσης είναι, περιεχόντων διάφορα δένδρα, φρέατα, ύδωρ πηγαίον, δεξαμενήν, άλωνας, μίαν αγροκατοικίαν μετά των βουστασίων και αχυρώνων και Ναόν (Μονήν) ο ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ μετά της παρ' αυτώ αγροκατοικίας συνισταμένης εκ δέκα ανωγαίων δωματίων, μετ' εξωστών και κλιμάκων και δέκα ισογαίων δωματίων και αποθηκών, μετά του προαυλίου των, απάντων τούτων ηνωμένων, αποτελούντων μίαν περιοχήν, συνορευόντων με κτήματα ... ..., Μονής Λαγκοβάρδας ιδίου και οδούς, περιελθόντος αυτώ παρά του πατρός του και δυνάμει του υπ' αριθ. … διανεμητηρίου εγγράφου του Συμβολαιογράφου Πάρου ... και του υπ' αριθμόν ... εγγράφου συνταγέντος ενώπιόν μου, δωρείται το ήμισυ εξ αδιαιρέτου εν γένει των ανωτέρω περιγραφέντων κτημάτων τω υιώ του ... ... δια δωρεάς εν ζωή από σήμερον τελείας, οριστικής και ανεκλήτου (...)’’. Περαιτέρω, με το με αριθ. .../1933 συμβόλαιο δωρεάς στη ζωή του Συμβολαιογράφου Πάρου ... ... ......, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών Δήμου Νάουσας (τόμ. 17, αριθ. 280), ο ανωτέρω ... ... ... δώρισε στον ως άνω γιο του (πατέρα του ενάγοντος) ... ... (κατά την περιγραφή του συμβολαίου αυτού) ‘‘έναν αγρόν κείμενον κατά την θέσιν ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ της κοινότητος Ναούσης τέως δήμου Ναούσης της Πάρου επονομαζόμενον ‘‘Χωματίστρα’’ εκτάσεως πέντε περίπου ζευγαριών μετά του συνεχομένου βοσκοτόπου επονομαζομένου ‘‘Κωσταντίνας Βουνάλι’’ εκτάσεως δέκα περίπου ζευγαριών ή όσης είναι περιέχοντα τέσσερας μεγάλας φύδας συνορεύοντα γύρωθεν με κτήματα ... ..., ... ... ... και ......, περιελθόντα αυτώ εκ κληρονομίας του προ τριακονταετίας και πλέον αποβιώσαντος πατρός του ... ... ... και δυνάμει του υπ' αριθμόν … του χιλιοστού οκτακοσιοστού εννενηκοστού 1890 έτους εγγράφου διανομής του τότε Συμβολαιογράφου Πάρου ... ..., νομίμως μεταγραμμένου εις τα βιβλία μεταγραφών του τέως δήμου Ναούσης εν τόμω 8 και αριθμώ 1632''. Με το τελευταίο τούτο με αριθ. …/1890 συμβόλαιο εξώδικης διανομής του Συμβολαιογράφου Πάρου ... ..., νόμιμα μεταγραμμένο στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (τόμ. 8, αριθ. 1632), ο παππούς του ενάγοντος ... Γ. ...ς και ο αδελφός αυτού ...ς Γ. ...ς διένειμαν κοινά ακίνητα, των οποίων ήταν, κατά δήλωσή τους, συγκύριοι κατά τα 2/3 εξ αδιαιρέτου, από παραχώρηση λόγω προίκας του ιδιοκτήτη πατέρα τους ... Χ. ..., ο οποίος ήταν συνιδιοκτήτης κατά το υπόλοιπο 1/3 εξ αδιαιρέτου, και ο οποίος αναγνώρισε ως έγκυρη την εν λόγω διανομή των τέκνων του, παραιτούμενος έναντι αυτών κάθε απαίτησης, με την με αριθ. .../1898 αναγνώριση εγγράφου του Συμβολαιογράφου Πάρου ..., νόμιμα μεταγραμμένη στα αυτά βιβλία μεταγραφών (τόμ. 10, αριθ. 266). Ειδικότερα, κατά το εν λόγω συμβόλαιο εξώδικης διανομής, οι ανωτέρω ήταν συγκύριοι ‘‘κατά τα δύο τρίτα αδιαιρέτως της εν τω Δήμω Ναούσης κειμένης Μονής επικαλουμένης ο ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ (...), προκειμένου να διανείμωσι μεταξύ των εις δύο ίσα μέρη την Μονήν ταύτην συνισταμένην εκ διαφόρων ιδιοκτησιών, ήτοι της Μονής ταύτης, συνισταμένης εκ της εκκλησίας ο ‘‘Άγιος Ανδρέας’’,διαφόρων οικημάτων εντός αυτής, μετά των έξωθι αυτής φούρνου, περιστεριώνα, οικίας, διαφόρων αγρών, αμπελώνων, περιβολίων, βοσκοτόπων, αγροκατοικιών, γνωστών εις τους συμβαλλομένους κατ' έκτασιν και ορίοις, συμπεριλάβουσι δε εν τη διανομή και του ανήκοντος εις τον πατέρα τους τρίτου μεριδίου κατά την μεταξύ των συνεννόησιν (...) ο αδελφός ... ... λαμβάνει εις την μερίδα του το ήμισυ των κτημάτων της Μονής (το προς το μεσημβρινόν μέρος κείμενον και περιγραφόμενον ως ακολούθως, ήτοι την αυτήν Μονήν μεθ' όλων των εν αυτή περιεχομένων οικημάτων κελίων, αποθηκών και της εκκλησίας, και των έξωθι αυτής ευρισκομένων οικημάτων φούρνου, περιστεριώνος, δύο αμπέλους περιεχούσας συκάς ελαίας και φρέαρ, εκτάσεως ζευγαριών και των δύο επτά, δέκα αγρούς, εκτάσεως ζευγαριών έκαστον ως έγγιστα, και ετέρους δύο αγρούς εις θέσιν Χωματίστρες εκτάσεως ζευγαριών επτά μετά του συνεχομένου βουναλίου χερσαίου, εν περιβόλιον προς το επάνω μέρος περιέχον διάφορα οπωροφόρα δένδρα, οικίσκον ερρειπωμένον και χερσαία μέρη όπως τα χωρίζει ο ποταμός (...)’’. Όπως προκύπτει από την παράθεση και αντιπαραβολή των ως άνω τίτλων ιδιοκτησίας του ενάγοντος, το ακίνητο που του άφησε ο πατέρας του με την ιδιόγραφη διαθήκη του (‘‘την χωματίστραν μαζή με το βουνάλη ζευγαραίς 5 και το βουνάλη 10 πλησιασταί κληρονόμοι ... ... ...ς ... ...ς’’) αντιστοιχεί (ως προς την περιγραφή κατά την ονομασία – που προσδιορίζεται από τη μορφολογία του εδάφους, ήτοι ‘‘χωματίστρα’’ που παραπέμπει σε καλλιεργήσιμη έκταση και ‘‘βουνάλι’’ που παραπέμπει σε έκταση μη καλλιεργήσιμη, δασική ή (και) βοσκότοπο –, κατά την έκταση και τους όμορους ιδιοκτήτες) στο ακίνητο που περιήλθε σ' αυτόν (πατέρα του) από δωρεά του δικού του πατέρα το έτος 1933 (‘‘έναν αγρόν κείμενον κατά την θέσιν ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ της κοινότητος Ναούσης τέως δήμου Ναούσης της Πάρου επονομαζόμενον ‘‘Χωματίστρα’’ εκτάσεως πέντε περίπου ζευγαριών μετά του συνεχομένου βοσκοτόπου επονομαζομένου ‘‘Κωσταντίνας Βουνάλι’’ εκτάσεως δέκα περίπου ζευγαριών ή όσης είναι περιέχοντα τέσσερας μεγάλας φύδας συνορεύοντα γύρωθεν με κτήματα ... ..., ... ... ... και ... ...’’), καθώς και σε μέρος των ακινήτων που περιήλθαν στον τελευταίο από την εξώδικη διανομή του 1890 (‘‘το ήμισυ των κτημάτων της Μονής [το προς το μεσημβρινόν μέρος κείμενον και περιγραφόμενον ως ακολούθως, ήτοι (...) και ετέρους δύο αγρούς εις θέσιν Χωματίστρες εκτάσεως ζευγαριών επτά μετά του συνεχομένου βουναλίου χερσαίου''). Πέραν τούτου, η περιεχόμενη στους ως άνω τίτλους ιδιοκτησίας του ενάγοντος έκταση της καλλιεργήσιμης και μη καλλιεργήσιμης επιφάνειας, που προσδιοριζόταν κατά προσέγγιση με βάση την τότε μονάδα μέτρησης της ζευγαριάς (ήτοι την έκταση που μπορούσε να οργωθεί σε μια ημέρα με τη χρήση ζώων, που ήταν άλλοτε μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη, ανάλογα με την ομαλότητα και το καλλιεργήσιμο του εδάφους και αντιστοιχούσε σε στρέμματα κατά προσέγγιση από δύο έως τέσσερα ανάλογα με το έδαφος, τον οποίο τρόπο μέτρησης επίσης χρησιμοποιούσαν για τον κατά προσέγγιση υπολογισμό της έκτασης μη καλλιεργούμενων εδαφών) αντιστοιχεί – με αποκλίσεις που δικαιολογούνται από την κατά προσέγγιση μέτρηση και τη μορφολογία του εδάφους – στην έκταση που έχει κριθεί από την Α/θμια ΕΕΔΑ ότι είναι αγροτικής μορφής (πέντε ζευγαριές – 18.081,25 τ.μ.) και σ' εκείνη που έχει κριθεί ότι είναι δασική (επίδικο, δέκα ζευγαριές – 23.073,75 τ.μ.) του όλου ακινήτου. Επιπλέον, το γεγονός ότι το όλο ακίνητο είναι περιφραγμένο με ξηρολιθιά από πολύ παλιά (υφιστάμενη στις αεροφωτογραφίες του 1945, βλ. το με αριθ. πρωτ. .../15.3.2012 έγγραφο της Δ/νσης Δασών Νομού Κυκλάδων), όπως τούτο προκύπτει από την ως άνω έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, αλλά και τις μαρτυρικές καταθέσεις που περιέχονται στα προμνημονευόμενα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου και τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, η οποία (ξηρολιθιά) περιβάλλει το επίδικο, ως το εξωτερικό τμήμα του όλου ακινήτου, οδηγεί, σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, στην δικανική πεποίθηση ότι το επίδικο εμπεριέχεται, ως μέρος του ευρύτερου τούτου ακινήτου, στους προπαρατεθέντες τίτλους ιδιοκτησίας του ενάγοντος. Έτι περαιτέρω, με το με αριθ. .../1880 προικοσύμφωνο του Συμβολαιογράφου Πάρου ..., νόμιμα μεταγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νάουσας Πάρου (τόμ. …, αριθ. ...), ο προπάππος του ενάγοντος ... ... ... προικοδότησε τον γιο του ... (παππού του ενάγοντος), ενόψει του επικείμενου γάμου του με την ..., με το μισό ολόκληρης της στην θέση Καψάμπελο του Δήμου Νάουσας Πάρου Μονής του ‘‘Αγίου Ανδρέα’’ και τα μισά των ανηκόντων στη μονή κτημάτων, που είχε αγοράσει, ήτοι, ‘‘(...) υπό του προικοδότου παρ' αυτού αγορασθέντων, συνισταμένων από αγρούς αμπέλια, περιβόλια, βοσκοτόπους, αγροκατοικίες, και μάνδρες συγκεντρωμένων απάντων και κειμένων πέριξ του αυτού Μοναστηρίου, ως και το ήμισυ όλων των εν τη Μονή ταύτη ευρισκομένων ζώων (...) ‘‘, η οποία προικοδότηση μνημονεύεται ως αιτία κτήσης στην προαναφερθείσα εξώδικη διανομή του 1890 μεταξύ του ... Γ. ... και του αδελφού του ... .... Επίσης, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία (μεταξύ των οποίων αντίγραφο του ιστορικού – λαογραφικού περιοδικού ΠΑΡΙΑΝΑ, τεύχος 26/1987, με δημοσιευμένη μελέτη για τη Μονή του Αγίου Ανδρέα στη Πάρο και την περιουσία της, κατάλογοι με καταγραφή αγορών της Μονής, δημόσια έγγραφα - αλληλογραφία σχετικά με διαφορές ως προς ακίνητα της Μονής από τα Αρχεία του Γενικού Αρχείου του Κράτους) συνάγεται ότι ο προπάππος του ενάγοντος ... ... είχε αγοράσει εντός της χρονικής περιόδου 1859 – 1860 την ως άνω Μονή του Αγίου Ανδρέα με την κινητή και ακίνητη περιουσία της από τους κληρονόμους του ..., ότι στον ... είχε περιέλθει η Μονή με την κινητή και ακίνητη περιουσία της από δημοπρασία στις 30.8.1826, αντί ποσού 9.100 γροσίων, ότι η δημοπρασία αυτή έγινε επειδή οι κληρονόμοι του προηγούμενου ιδιοκτήτη της Μονής και της περιουσίας της ... ..., ήτοι η σύζυγός του ... και οι ανήλικες θυγατέρες του ... και ... δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη που είχε αφήσει κατά το θάνατό του ο δικαιοπάροχός τους, ότι σ' αυτόν είχε περιέλθει η Μονή με την κινητή και ακίνητη περιουσία της το 1816 μετά από παραχώρηση των αδελφών του ..., ..., ..., ... και ... και της μητέρας του ..., ο οποίος υποσχέθηκε να εξοφλήσει τα χρέη της Μονής, ποσού 2.000 γροσίων, να δώσει 150 γρόσια σε κάθε αδελφό και 300 γρόσια σε κάθε αδελφή και στην μητέρα του να δίνει κατ' έτος 40 πινάκια κριθάρι για ζωοτροφή και ότι στον πατέρα και σύζυγο των προαναφερομένων ... ... είχε περιέλθει η Μονή με την κινητή και ακίνητη περιουσία της στις 27.5.1806 από αγορά από τα τέκνα του ... ..., ..., ..., ... και .... Ακόμη, σύμφωνα με έγγραφα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που ανάγονται στο έτος 1793, η εν λόγω Μονή με την κινητή και ακίνητη περιουσία της ανήκε από το έτος 1715 σε ιδιώτες, που είχαν τα ονόματα ..., ... ή ... και .... Είναι προφανές ότι κατά τη διαδρομή των χρόνων που παρήλθαν υπήρξαν νομικές μεταβολές στην επιμέρους περιουσία της Μονής (αγορές, ανταλλαγές, ‘‘αφιερώματα’’ πιστών, πωλήσεις), για τις οποίες δεν έχουν διατηρηθεί λεπτομερείς καταγραφές, αλλά και μεταβολές στο έδαφος, όπως διάνοιξη αγροτικού δρόμου, αχρησία άλλου, περισσότερο ή λιγότερο συστηματική καλλιέργεια επιμέρους εκτάσεων, ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους και άλλες περιστάσεις, ο δε προσδιορισμός των επιμέρους κτημάτων δεν μπορούσε να γίνεται με την ακρίβεια που επιτρέπουν τα υπάρχοντα σήμερα μέσα και τεχνικές και οι άνθρωποι αρκούνταν σε γενικότερες περιγραφές και στο γεγονός ότι οι ίδιοι γνώριζαν από ίδια αντίληψη τα κτήματα στα οποία αναφέρονταν στους τίτλους κτήσης που κατάρτιζαν. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με όσα προαναφέρθηκαν, συνηγορούν στο ότι το επίδικο αποτελούσε μέρος της ακίνητης περιουσίας της Μονής του Αγίου ..., που απλωνόταν σε μεγάλη έκταση γύρω από τη Μονή, η δε απόστασή του από τη Μονή, που είναι περί τα 500 μ. (όπως έχει σημειωθεί ιδιοχείρως στην αεροφωτογραφία του 1996 που προσκομίζει και επικαλείται το εναγόμενο) δεν είναι μεγάλη, ώστε να συναχθεί από αυτήν διάφορο συμπέρασμα, αντίθετα δικαιολογείται από τα ανωτέρω. Έτερο στοιχείο που ενισχύει την ως άνω δικανική πεποίθηση του Δικαστηρίου είναι το γεγονός ότι το επίδικο περιβάλλεται από ιδιοκτησίες συγγενών του ενάγοντος και δεν συνορεύει με κάποια δημόσια έκταση (δάσος, δασική ή χορτολιβαδική έκταση). Ακολούθως, ως προς την μορφή του εδάφους του επιδίκου, το οποίο κατά τον τελεσίδικο χαρακτηρισμό του με την με αριθ. .../2003 απόφαση της Α/θμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων [ΕΕΔΑ] Νομού Κυκλάδων είναι δασική έκταση με αραιά ή πενιχρή ξυλώδη βλάστηση, χωρίς να εμπίπτει σε κάποια από τις κατηγορίες δασών που χρήζουν αποτελεσματικής και διαρκούς προστασίας, ανάλογα προς την ωφελιμότητα και τις λειτουργίες που εξυπηρετούν (κατά τα προαναφερθέντα ως προς τις κατηγορίες στις οποίες υπάγεται), δεν προέκυψε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι είχε τον ίδιο χαρακτήρα κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 17 (29).11. /1.12.1836 "περί ιδιωτικών δασών», κατά τον οποίο απαιτείτο να υφίσταται η ιδιότητα του δάσους για την εφαρμογή του τεκμηρίου κυριότητας επ' αυτού του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Η περί τούτου αμφιβολία, με δεδομένο ότι το εναγόμενο δεν διαθέτει αεροφωτογραφίες ή άλλο σχετικό αποδεικτικό μέσο προ του 1945), ενισχύεται από το γεγονός ότι περιβάλλεται στο σύνολό του από ξηρολιθιά, η οποία έχει καλυφθεί σε διάφορα σημεία από δασική βλάστηση (βλ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης και τις συνημμένες φωτογραφίες του επιδίκου), με εύλογο το συμπέρασμα ότι, αν υπήρχε ανέκαθεν δασική βλάστηση στα συγκεκριμένα σημεία, δεν θα είχε ανεγερθεί επ' αυτής η ξηρολιθιά, σε συνδυασμό και με το ότι δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι το επίδικο συνορεύει με δημόσια δασική έκταση. Οπωσδήποτε, από τα προειρημένα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το επίδικο ήταν ανέκαθεν άγονη, μη καλλιεργήσιμη έκταση, χωρίς κάποιο ίχνος καλλιέργειας διαχρονικά, και αποτελούσε, περισσότερο ή λιγότερο κατά τη διαδρομή του χρόνου, βοσκότοπο. Τέλος, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και, ιδίως, τις συνδυαζόμενες με τους τίτλους ιδιοκτησίας ένορκες καταθέσεις που περιέχονται στα προαναφερθέντα πρακτικά και ένορκες βεβαιώσεις, και ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το επίδικο, που περιβάλλει το υπόλοιπο ακίνητο του ενάγοντος, περιβάλλεται, όπως αποδείχθηκε, ανέκαθεν από ξηρολιθιά, που οριοθετεί το όλο ακίνητο από άλλες ιδιοκτησίες ιδιωτών, χωρίς να συνορεύει καθόλου με δημόσια έκταση, είτε δασική είτε χορτολιβαδική, προκύπτει ότι πράξεις νομής ασκούνταν διαχρονικά στο όλο ακίνητο, συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου τμήματος των 23.073,75 τ.μ., το οποίο εντάσσεται κατά τα ανωτέρω στην ενιαία έκτασή του. Ειδικότερα ο ενάγων και πριν από αυτόν οι δικαιοπάροχοί του, άμεσος και απώτεροι, καθ' όλο το διάστημα που αφορούν οι προπαρατεθέντες τίτλοι ιδιοκτησίας τους (οπωσδήποτε έως το 1880, αλλά και επί πολλά χρόνια πρωτύτερα), με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, ασκούσαν εμφανείς πράξεις νομής προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ως αγροτικού ακινήτου κατά το καλλιεργήσιμο μέρος του και για την παραμονή και βόσκηση των ζώων τους κατά το μη καλλιεργήσιμο μέρος. Συγκεκριμένα, μεριμνούσαν για τη συντήρηση και διατήρηση της περίφραξης από ξηρολιθιά, καλλιεργούσαν το καλλιεργήσιμο, στο κέντρο του όλου ακινήτου, ακανόνιστου σχήματος τμήμα με δημητριακά, έβοσκαν δε και εξέτρεφαν τα ζώα τους στο, μη δεκτικό καλλιέργειας, επίδικο, ακανόνιστου επίσης σχήματος, τμήμα του, που περιβάλλει το υπόλοιπο, χωρίς να ενοχλούνται στην άσκηση των πράξεων νομής από κανένα. Έτσι ο ενάγων έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου τμήματος των 23.073,75 τ.μ., με παράγωγο τρόπο, αλλά και (επικουρικά, κατά την επικουρική βάση της αγωγής) με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Τούτο δε διότι, έχει μεν σήμερα τη μορφή δασικής έκτασης, στο δε απώτερο παρελθόν οπωσδήποτε τη μορφή χορτολιβαδικής έκτασης και ισχύει ως προς αυτό το τεκμήριο (μαχητό) κυριότητας του εναγομένου (για τις χορτολιβαδικές εκτάσεις), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, πλην όμως η κυριότητά του είχε αποκτηθεί από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του β.ρ. δικαίου (ήτοι με την άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία), καθώς ο σχετικός χρόνος χρησικτησίας αυτών είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915, και συνεχίστηκαν οι αυτές πράξεις νομής από τους δικαιοπαρόχους του και τον ίδιο τον ενάγοντα με καλή πίστη, νόμιμο τίτλο και διάνοια κυρίου έως την έγερση της υπό κρίση αγωγής. Επομένως, με βάση τ' ανωτέρω, πρέπει ν' απορριφθούν οι ενστάσεις του εναγομένου ως αβάσιμες και να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Έσφαλε, ως εκ τούτου, η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Γι' αυτό πρέπει, κατά τους βάσιμους λόγους της έφεσης, να γίνει δεκτή αυτή και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ' ουσία, να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσία και να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων είναι κύριος του επιδίκου, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί ανωτέρω. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθούν στο εναγόμενο και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του στη δίκη (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), θα επιβληθούν όμως μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 σε συνδυασμό προς το άρθρο μόνο παρ. 2 της με αριθμ. 134423/18-12-1992 κοινής Απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Β 11/20-1-1993), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα – ενάγοντα του καταβληθέντος από αυτόν παραβόλου, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ' αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθ. 170ΤΜ/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου.
Κρατεί την αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι ο ενάγων είναι κύριος εδαφικής έκτασης είκοσι τριών χιλιάδων εβδομήντα τριών τετραγωνικών μέτρων και εβδομήντα πέντε τετραγωνικών εκατοστών (23.073,75 τ.μ.), ακανόνιστου σχήματος, που βρίσκεται στη θέση ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Νάουσας του Δήμου Πάρου της νήσου Πάρου του Νομού Κυκλάδων και φέρει την ειδικότερη ονομασία ‘‘Βουνάλι’’, όπως απεικονίζεται στο συνημμένο στην αγωγή από Μαϊου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού ... (που είναι όμοιο κατά το σχήμα, τις πλευρικές διαστάσεις και τα όρια με το, επίσης συνημμένο στην αγωγή, τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ..., που συνοδεύει την με αριθ. .../2003 απόφαση της Α/θμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων [ΕΕΔΑ] Νομού Κυκλάδων, στο οποίο εμφαίνεται κατά την εξωτερική περίμετρο με τα κεφαλαία γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΑ), κατά την εξωτερική του περίμετρο με τις κορυφές – κεφαλαία γράμματα Α – Β – Γ – Δ – Ε – Ζ – Η – Θ – Ι – Κ – Λ – Μ – Ν – Ξ – Ο – Π – Ρ – Σ – Τ – Υ – Φ – Χ – Ω –Α1 – Β1 – Γ1 – Δ1 – Ε1 – Ζ1 – Η1 – Θ1 – Ι1 – Κ1 – Α και κατά την εσωτερική του περίμετρο με τους αριθμούς 61 – 62 – 63 – 64 – 65 – 66 – 67 – 1 – 2 – 3 – 4 – 5 – 6 – 7 – 8 – 9 – 10 – 11 – 12 – 13 – 14 – 15 – 16 – 17 – 18 – 19 – 20 – 21 – 22 – 23 – 24 – 25 – 26 – 27 – 28 – 29 – 30 – 31 – 32– 33 – 34 – 35 – 36 – 37 – 38 – 39 – 40 – 41 – 42 – 43 – 44 – 45 – 46 – 47 – 48 – 49 – 50 – 51 – 52 – 53 – 54 – 55 – 56 – 57 – 58 – 59 – 60, συνορεύει δε, ως προς την εξωτερική του περίμετρο, βόρεια επί τεθλασμένης πλευράς Ν – Ξ – Ο – Π – Ρ – Σ, συνολικού μήκους 118,95 μ., με ιδιοκτησία ... ..., νότια, επί τεθλασμένης πλευράς Θ1 – Ι1 – Κ1 – Α – Β, συνολικού μήκους 134,24 μ., με ιδιοκτησίες ... ..., ... ..., κληρονόμων ... ... και ... ... και επί τεθλασμένης πλευράς Β – Γ – Δ – Ε – Ζ – Η – Θ, συνολικού μήκους 217,30 μ., με ιδιοκτησία κληρονόμων ... ..., ανατολικά, επί τεθλασμένης πλευράς Θ – Ι – Κ – Λ – Μ – Ν, συνολικού μήκους 150,70 μ., με ιδιοκτησία ... ... και δυτικά, επί τεθλασμένης πλευράς Σ – Τ – Υ – Φ – Χ – Ω – Α1 – Β1 – Γ1 – Δ1 - Ε1 – Ζ1 – Η1 – Θ1, συνολικού μήκους 249,55 μ., με ιδιοκτησία ... ... και αγροτικό δρόμο και, ως προς την εσωτερική του περίμετρο, (συνορεύει) με το υπόλοιπο ακίνητο του ενάγοντος (το οποίο περιβάλλεται από την εσωτερική περίμετρο του επιδίκου), εμβαδού 18.081,25 τ.μ.
Επιβάλλει σε βάρος του εφεσιβλήτου – εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος – ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, που ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Διατάσσει να επιστραφεί στον εκκαλούντα – ενάγοντα το καταβληθέν από αυτόν παράβολο, ποσού διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Ερμούπολη Σύρου και σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 26/2/2016.-
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΡΧΟΝΤΑΚΗ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΚΟΝΔΙΟΣ
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Αρχοντάκη, Εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος Εφετών Αιγαίου και από τον Γραμματέα Ιωάννη Βακόνδιο.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 08 Μαϊου 2015 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος – ενάγοντος: ... του ..., κατοίκου ... Αττικής, οδός ... αριθ. …, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του .... με δήλωση.
Του εφεσιβλήτου – εναγομένου: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός Καραγεώργη Σερβίας αριθ. 10), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια του ΝΣΚ Δήμητρα Κέντρου.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου την με αριθ. κατάθ. .../12.7.2010 αγωγή του κατά του εφεσιβλήτου και ζήτησε να γίνει αυτή δεκτή.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την με αριθ. 1ΤΜ/2012 απόφασή του διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και, στη συνέχεια, με την με αριθ. 170ΤΜ/2013 απόφασή του απέρριψε την αγωγή.
Ο εκκαλών με την έφεσή του (αριθ. κατάθ. …/31.7.2014), που προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο (αριθ. προσδ. .../31.7.2014) και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η δικαστική πληρεξούσια ΝΣΚ για λογαριασμό του εφεσιβλήτου αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και ζήτησε να γίνουν δεκτές, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση, που έγινε σύμφωνα με τα άρθρα 242 παρ. 2 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 8.7.2014 και με αριθ. έκθεσης κατάθεσης …/31.7.2014 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά του εναγομένου και της με αριθ. 170ΤΜ/2013 οριστικής Απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε άλλωστε προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 499, 511, 513 παρ. 1β΄), δεν πέρασε δε από τη δημοσίευση αυτής (5.11.2013) έως την ημέρα που ασκήθηκε η έφεση (31.7.2014) η τριετής προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση της παρ. 2 από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/23.7.2015, που έχει ισχύ από 1.1.2016). Περαιτέρω, για το παραδεκτό αυτής ο εκκαλών έχει καταθέσει παράβολο ποσού 200 ευρώ (βλ. σχετική σημείωση του Γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στην με αριθ. 50/2014 έκθεση κατάθεσης δικογράφου ενδίκου μέσου), σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/6.3.2012. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την με αριθ. κατάθ. .../12.7.2010 αγωγή του (όπως παραδεκτά διορθώθηκε με τις προτάσεις και δήλωση των πληρεξούσιων δικηγόρων του στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου) ιστορούσε ότι είναι κύριος ενός αγροτικού ακινήτου, που βρίσκεται στη θέση ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ και στην ειδικότερη θέση ‘‘Βουνάλι’’ της κτηματικής περιφέρειας του δημοτικού διαμερίσματος Νάουσας του Δήμου Πάρου της νήσου Πάρου του νομού Κυκλάδων, έχει έκταση 23.073,75 τ.μ. και τα αναφερόμενα όρια και αποτελεί τμήμα ευρύτερου ακινήτου ιδιοκτησίας του, που έχει έκταση 41.155 τ.μ. και τα αναφερόμενα όρια, όπως εμφαίνονται το ευρύτερο ακίνητο και το επ' αυτού επίδικο στα συνημμένα στην αγωγή τοπογραφικά διαγράμματα α) του αρχιτέκτονα μηχανικού ... έτους 2003 και β) του τοπογράφου – αγρονόμου μηχανικού ... Μαϊου 2010. Ότι το όλο ακίνητο περιήλθε σ' αυτόν με παράγωγο τρόπο, ήτοι από κληρονομία από ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος στις 24.3.1955 πατέρα του ... ..., που αποδέχθηκε με την αναφερόμενη συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής κληρονομίας και μετέγραψε νόμιμα, όπως διορθώθηκε – συμπληρώθηκε αυτή με την αναφερόμενη συμβολαιογραφική διορθωτική – συμπληρωματική πράξη αποδοχής, που μετέγραψε νόμιμα. Ότι στον δικαιοπάροχό του είχε περιέλθει κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου με το αναφερόμενο, νόμιμα μεταγραμμένο, συμβόλαιο δωρεάς στη ζωή το 1918 και κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου με το αναφερόμενο, νόμιμα μεταγραμμένο, συμβόλαιο δωρεάς στη ζωή το 1933 από τον πατέρα του ... (παππού του ενάγοντος). Ότι στον ... είχε περιέλθει με το αναφερόμενο, νόμιμα μεταγραμμένο, συμβόλαιο εξώδικης διανομής του 1890, σε συνδυασμό με την αναφερόμενη, νόμιμα μεταγραμμένη, συμβολαιογραφική πράξη του 1898, δυνάμει των οποίων αυτός και ο αδελφός του ... διένειμαν πολλά ακίνητα προερχόμενα από τον πατέρα τους ... του ..., στον οποίο είχαν περιέλθει μαζί με την Μονή του Αγίου ..., ως ακίνητη περιουσία της Μονής, από αγορά κατά το έτος 1859 – 1860, από τους κληρονόμους του .... Ότι στον ... είχε περιέλθει η Μονή με την κινητή και ακίνητη περιουσία της από δημοπρασία στις 30.8.1826 και ότι η εν λόγω Μονή μετά της κινητής και ακίνητης περιουσίας της ανήκε, κατά την περαιτέρω γινόμενη στην αγωγή αναδρομή στο παρελθόν, ήδη από το 1715 στους ιδιώτες ..., ... και .... Ότι επικουρικά, το ως άνω ευρύτερο ακίνητο, το οποίο είναι περιφραγμένο με ξηρολιθιά από το απώτερο παρελθόν (περί τα 150 έτη), νέμονταν ο ίδιος (ενάγων) και οι δικαιοπάροχοί του, άμεσος και απώτεροι, με διάνοια κυρίου, νόμιμο τίτλο και καλή πίστη, συνεχώς για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των διακοσίων (200) ετών, ενεργώντας επ' αυτού τις αναφερόμενες πράξεις νομής, έτσι ώστε έχει καταστεί κύριος τούτου, εκτός από τον παράγωγο τρόπο της κληρονομικής διαδοχής, και με τακτική, αλλά και με έκτακτη χρησικτησία, με την προσμέτρηση στο χρόνο της δικής του νομής και του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων του. Ότι εκδόθηκε, μετά από αίτησή του στην αρμόδια Διεύθυνση Δασών νομού Κυκλάδων, πράξη χαρακτηρισμού και, μετά από αντιρρήσεις του, η με αριθ. .../2003 απόφαση της Α/θμιας Επιτροπής Ε.Δ.Α. Νομαρχίας Κυκλάδων, σύμφωνα με την οποία το επίδικο είναι δασική έκταση, και ότι με τον τρόπο αυτό το εναγόμενο αμφισβητεί το δικαίωμα της κυριότητάς του επί τούτου. Ζητούσε δε να αναγνωριστεί ότι είναι κύριος του επιδίκου. Επί της αγωγής εκδόθηκε η με αριθ. 1ΤΜ/2012 απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης και, στη συνέχεια, εκδόθηκε η με αριθ. 170ΤΜ/2013 οριστική απόφασή του, που απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Κατά της ως άνω Απόφασης παραπονείται τώρα ο ενάγων – εκκαλών και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρει στην έφεσή του και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να εξαφανιστεί αυτή και να γίνει δεκτή η αγωγή.
1. Κατά τα άρθρα 1-3 του Οθωμανικού νόμου της 7 Ραμαζάν 1274 οι γαίες διακρίνονται στις ακόλουθες πέντε κατηγορίες: (α) τις γαίες καθαρής ιδιοκτησίας (‘‘μούλκια’’, οικοδομήματα, εργαστήρια, αμπελώνες), των οποίων την κυριότητα είχε αυτός που τις εξουσίαζε και μπορούσε να τις διαθέτει ελεύθερα προς τρίτους με άτυπη συμφωνία περί μεταβίβασης, (β) τις δημόσιες γαίες (‘‘μιριγιέ’’, τα καλλιεργήσιμα χωράφια, βοσκοτόπια, δάση), των οποίων η κυριότητα ανήκε στο Οθωμανικό Δημόσιο και επί των οποίων οι ιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν μόνο δικαίωμα εξουσίασης (‘‘τεσσαρούφ’’), (γ) τις αφιερωμένες γαίες (‘‘βακούφια’’), των οποίων η χρήση και εκμετάλλευση γινόταν υπέρ κάποιου αγαθοεργού σκοπού και οι οποίες θεωρούνταν ως πράγματα εκτός συναλλαγής, (δ) τις εγκαταλελειμμένες σε κοινότητες γαίες (‘‘μετρουκέ’’, οι δημόσιοι δρόμοι, οι πλατείες), οι οποίες ήταν προορισμένες για την κοινή χρήση και ανήκαν στο Δημόσιο και (ε) τις νεκρές γαίες (‘‘μεβάτ’’, τα βουνά, τα ορεινά και πετρώδη μέρη, τα αδέσποτα δάση), οι οποίες αποτελούσαν γαίες που κανείς δεν κατείχε, δεν εξουσίαζε και δεν καλλιεργούσε και ανήκαν στο Δημόσιο. Επακολούθησαν τα πρωτόκολλα του Λονδίνου της 3.2.1830, 4/16.6.1830 και 19.6/1-7-1830, με τα οποία κυρώθηκε η Ανεξαρτησία της Ελλάδος και ρυθμίσθηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου ως προς τις άλλοτε ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, ορίζοντας, σε συνδυασμό με την από 9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως "Περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων», ότι το Ελληνικό Δημόσιο αποκτά την κυριότητα στα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία είχε καταλάβει κατά την διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα (έως τις 3.2.1830) και είχε δημεύσει κατά την διάρκεια του πολέμου, καθώς και σε εκείνα, τα οποία, κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίους τους Οθωμανούς, οι οποίοι απεχώρησαν και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου της 21-6/3-7/1837 "περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων», περιερχόμενα κατά το άρθρο 16 αυτού στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με τη γενόμενη δήμευση "δικαιώματι πολέμου», ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατείχοντο μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και, ή κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατείχοντο πλέον από αυτούς. Η διαδοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο Τουρκικό Δημόσιο "δικαιώματι πολέμου" αφορά και τις νήσους του Αιγαίου, με ρητή αναφορά τους στο σχετικό κείμενο του πρακτικού (αρ. 3) και στο προηγούμενο πρωτόκολλο της 10/22-3-1829 με τον παράτιτλο "Οριοθεσία της Στερεάς και των νήσων», διαλαμβάνοντας "Αι παρακείμεναι εις την Πελοπόννησον νήσοι, η Εύβοια και αι κοινώς καλούμεναι Κυκλάδες θέλουν αποτελεί ωσαύτως μέρος τούτου του Κράτους». Η διαδοχή όμως αυτή δεν έθιξε τα εμπράγματα δικαιώματα των ιδιωτών, τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των ακινήτων καθαρής ιδιοκτησίας (‘‘μούλκια’’) και τα δικαιώματα εξουσίασης ("τεσσαρούφ»), τα οποία είχαν αποκτηθεί επί των δημοσίων γαιών σύμφωνα με το Οθωμανικό δίκαιο. Λόγοι ιστορικής ιδιαιτερότητας διαμόρφωσαν ιδιαίτερο νομικό και ιδιοκτησιακό καθεστώς στις Κυκλάδες. Ειδικότερα οι γαίες των νησιών αυτών χαρακτηρίσθηκαν κατά τον ιερό μουσουλμανικό νόμο ως ιδιωτικές ανήκουσες στην κατά τα άρθρα 1 και 2 του από 7ης Ραμαζάν έτους 1274 Οθωμανικού νόμου "περί γαιών" κατηγορία των καθαράς ιδιοκτησίας ακινήτων, τα οποία εξακολούθησαν εξουσιαζόμενα υπό των μέχρι τότε κυρίων αυτών και δη κατά πλήρη κυριότητα, υπό τον όρο όμως καταβολής εγγείου φόρου. Κατά συνέπεια, τα ακίνητα των νήσων αυτών, μη εξουσιαζόμενα πριν από την επανάσταση από τον σουλτάνο, ουδέ κατεχόμενα από Οθωμανούς ιδιώτες, δεν περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, δικαιώματι πολέμου και δυνάμει των περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος πρωτοκόλλων του Λονδίνου και της από 7.7.1832 συνθήκης της Κωνσταντινούπολης. Τούτο, όμως, συμβαίνει εφόσον πρόκειται περί γαιών καθαρής ιδιοκτησίας, ενώ και για τα νησιά των Κυκλάδων, σύμφωνα με τα ως άνω Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, για εκτάσεις που αφορούσαν στα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου. Και τούτο διότι οι εκτάσεις αυτές παρέμειναν προσδιορισμένες κατά την ταυτότητά τους ως τμήμα της χώρας του Οθωμανικού Κράτους και οι οποίες ουδέποτε εξουσιάστηκαν από ορισμένο πρόσωπο, αλλά υπήγοντο υπό την απόλυτη εξουσία του κράτους αυτού. Μετά δε την Επανάσταση του 1821 και τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους διά των προαναφερομένων Πρωτοκόλλων και Συνθήκης, οπότε προσδιορίστηκε η χώρα του Ελληνικού Κράτους, των ακινήτων αυτών κατέστη κύριο το νέο Ελληνικό Κράτος χωρίς καμιά αποζημίωση. Η νομική αυτή παραδοχή επιβεβαιώνεται από το Πρωτόκολλο της 4/16 Ιουνίου 1830, στο κείμενο του οποίου ορίζεται ότι τα κτήματα υπό το όνομα "Βακούφια" και όσα δεν είναι ιδιωτικά, αλλά εκκλησιαστικά ή δημόσια υπό το οθωμανικό σύστημα, θα ανήκουν αυτοδικαίως στην Κυβέρνηση της Ελλάδος (βλ. ΟλΑΠ 1/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕΦΑΔ 2013. 243, ΑΠ 1411/2014 ΝΟΜΟΣ. Διαφορετικά, για το ότι στις Κυκλάδες υπήρχαν μόνο γαίες καθαρής ιδιοκτησίας βλ. [μεταξύ πολλών άλλων] ΑΠ 1810/2009 ΕλλΔνη 2011. 90). 2. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του β.δ. της 17 (29).11. /1.12.1836 "περί ιδιωτικών δασών», που έχει ισχύ νόμου, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες πριν από την έναρξη του περί ανεξαρτησίας απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες. Για την αναγνώριση των τελευταίων ως ιδιωτικών δασών, όφειλαν οι ιδιοκτήτες των δασικών εκτάσεων, μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος αυτού, να παρουσιάσουν στη Γραμματεία του Υπουργείου Οικονομικών τους τίτλους ιδιοκτησίας, διαφορετικά θεωρούνται δημόσια δάση. Έτσι, με τις διατάξεις αυτές του πιο πάνω β. δ/τος θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του διατάγματος αυτού στα όρια του Ελληνικού Κράτους, τα οποία δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση, όμως, εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικούμενου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος (ΑΠ 303/2015 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 του με ημερομηνία 3/15-12-1833 β. δ/τος "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», όλα τα λειβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο "ταπί" εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή αφορά στη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσης στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α) το άρθρο 1 παρ. 2 του ν. ΚΘ` της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λειβαδίων χωρίς βλάβη των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, και β) το άρθρο 3 του ν. ΨΗΖ`/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λειβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών τη νομική κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων γίνονταν μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων (ΑΠ 454/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1810/2009 ΕλλΔνη 2011. 90). Μετά από αυτά, με βάση τις προηγούμενες παραδοχές, και στα νησιά των Κυκλάδων (επομένως και στην Πάρο), σύμφωνα με τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, εφόσον επρόκειτο, όχι για γαίες καθαρής ιδιοκτησίας, αλλά για εκτάσεις που αφορούσαν στα δάση, τους αιγιαλούς, τα κοινόχρηστα, τις βοσκές και τις εκτάσεις που λόγω της μορφής τους δεν εξουσιάζονταν από κανένα, συνεπώς και τις μη καλλιεργούμενες χορτολιβαδικές εκτάσεις που ήταν κατάλληλες για βόσκηση, μετά τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας κατέστη κύριος αυτών το Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του Οθωμανικού Κράτους δικαιώματι πολέμου. Περαιτέρω, με βάση τη γενόμενη δεκτή ως ορθή πιο πάνω άποψη (περί του ότι και στις Κυκλάδες υπήρξαν εκτάσεις στις οποίες το Ελληνικό Δημόσιο διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο δικαιώματι πολέμου αντί της άποψης ότι την εποχή της Τουρκοκρατίας οι Κυκλάδες αποτελούνταν στο σύνολό τους από γαίες καθαρής ιδιοκτησίας, ‘‘ μούλκια''), δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι επειδή στις Κυκλάδες επικρατούσε η κατηγορία των γαιών καθαρής ιδιοκτησίας δεν είχαν εφαρμογή οι διατάξεις περί ταπίων και, ως εκ τούτου, δεν ίσχυσε το προαναφερθέν άρθρο 1 του με ημερομηνία 3/15-12-1833 β.δ/τος "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834». Τούτο δε, διότι σκοπός της ως άνω διάταξης ήταν, όπως προαναφέρθηκε, η συντήρηση των δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου στα λειβάδια, με εξαίρεση εκείνα για την επικαρπία των οποίων υπήρχε έγγραφο "ταπί" εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, και δεν αφορούσε στο χαρακτηρισμό εκτάσεων, οι οποίες είχαν περιέλθει κατά τα ανωτέρω (ως δάση, αιγιαλοί κλπ) στο Ελληνικό Δημόσιο δικαιώματι πολέμου (ήτοι δημόσιων), ως δημόσιων (εφόσον δεν είχε εκδοθεί ταπί επί Τουρκοκρατίας). 3. Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.33), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18:1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3.) του προϊσχύσαντος β.ρ. δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα που ανήκαν στο Δημόσιο, είτε ήταν δάση ή δασικές εκτάσεις είτε ήταν χορτολιβαδικές εκτάσεις. Προϋπόθεση της χρησικτησίας, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ήταν η άσκηση νομής πάνω στο ακίνητο και χωρίς νόμιμο τίτλο, αλλ' απλώς με καλή πίστη ήτοι με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ' ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.20 παρ.12 πανδ. (5.8), 27 Πανδ. (18.1), 10, 18 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41.10) και 109 Πανδ. (50.16) τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσης της ως ενδιάθετης κατάστασης, συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικά από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Οι
διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με το νόμο της 21.6/3.7.1837 "περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», στο άρθρο 21 του οποίου ορίσθηκε ότι "ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων κτημάτων, εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω διατάξεις». Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προς εκείνες του ν. ΔΞΗ 71912 και των διαταγμάτων "περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν σε εκτέλεσή του, και ακόμη του άρθρου 21 του ν. δ. της 22.4 /26.5.1926 "περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του α. ν. 1539 /1938 "περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», με τις οποίες απαγορεύτηκε κάθε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί των κτημάτων αυτού από τις 26.5.1926 και εφεξής, συνάγεται ότι, προκειμένου περί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δάση, οι δασικές και οι χορτολιβαδικές εκτάσεις του Δημοσίου, είναι δυνατή η απόκτηση από άλλον κυριότητας σ' αυτά με έκτακτη χρησικτησία, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 (Ολ ΑΠ 75 /1987). Εφόσον δε, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, αποκτήθηκε κυριότητα σε δάσος ή σε δασική έκταση με έκτακτη χρησικτησία μέχρι τις 11.9.1915, δεν ασκεί έννομη επιρροή στην κυριότητα που αποκτήθηκε η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 "περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας», με την οποία ορίζεται ότι "σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιοδήποτε δικαίωμα, εμπράγματο ή όχι, επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του" (ΑΠ 303/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 975/2008). Περαιτέρω, ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 1 του με ημερομηνία 3/15-12-1833 β. δ/τος "περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», εισήγαγε μαχητό τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου για τα λειβάδια, ως προς το οποίο ισχύουν αναλογικά αυτά που ισχύουν για το αντίστοιχο τεκμήριο που αφορά στα δάση (ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 266/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 471/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 97/2007 ΝΟΜΟΣ).
Το εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο με τις πρωτόδικες προτάσεις του αρνήθηκε την αγωγή και προέβαλε τις ενστάσεις, τις οποίες επανέλαβε με τις προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, περί δικής του κυριότητας στο επίδικο, καθόσον περιήλθε σ' αυτό, α) δικαιώματι πολέμου, ως διάδοχο του Οθωμανικού κράτους, στην ιδιοκτησία του οποίου ανήκε, β) ως δάσος, κατά τις διατάξεις του β.δ/τος της 17/29.11.1836 και γ) ως αδέσποτο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. Της 21 – 6/10.7.1837.
Από την από Φεβρουαρίου 2013 έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης της αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού ..., που διενεργήθηκε κατόπιν της με αριθ. 1ΤΜ/2012 Απόφασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις με αριθ. .../2009 και .../2011 ένορκες βεβαιώσεις των ... του ... και ... του ... ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πάρου ..., που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων και λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγομένου (βλ. τις με αριθ. .../26.10.2009 και .../28.4.2011 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητριών στο Πρωτοδικείο Αθηνών ... και ... αντίστοιχα), καθώς και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Δευτεροβάθμιου τούτου Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ. 1α ΚΠολΔ), για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρ. 339 σε συνδ. προς 395 ΚΠολΔ), μεταξύ των οποίων οι ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις που περιέχονται στα με αριθμούς 70ΤΜ/2006 και 22ΤΜ/2008 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου, που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, μερικά από τα οποία (έγγραφα) μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς όμως να παραλειφθεί οποιοδήποτε από αυτά για την κατ' ουσία διάγνωση της διαφοράς, τους πραγματικούς ισχυρισμούς των οποίων δεν αμφισβητήθηκε ειδικά η αλήθεια και η συνομολόγησή τους συνάγεται από το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων (άρθρο 261 ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψη (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την με αριθ. .../30.9.1967 πράξη αποδοχής κληρονομίας του Συμβολαιογράφου Πάρου ..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Πάρου (τόμ. 81, αριθ. 28), ο ενάγων αποδέχθηκε την κληρονομία από την από 17.12.1954 ιδιόγραφη διαθήκη του αποβιώσαντος στις 24.3.1955 πατέρα του ... ... του ..., που δημοσιεύθηκε από το Πρωτοδικείο Σύρου με το με αριθ. …/30.3.1955 πρακτικό δημοσίευσης. Με τη διαθήκη του αυτή ο ... ... άφησε στον ενάγοντα γιο του, μεταξύ άλλων, ‘‘την χωματίστραν μαζή με το βουνάλη ζευγαραίς 5 και το βουνάλη 10 πλησιασταί κληρονόμοι ... ... ... ... ...’’, στην δε ως άνω αποδοχή κληρονομίας το κληρονομιαίο τούτο ακίνητο περιγράφεται ως ένας αγρός κείμενος στη θέση ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ της περιφέρειας της Κοινότητας, τέως Δήμου, Νάουσας της Πάρου, έκτασης πέντε ζευγαριών ή όσης και αν είναι, πλέον ή έλασσον, ονομαζόμενος ‘‘Χωματίστρα’’, μετά του συνεχόμενου βοσκότοπου, ονομαζόμενου ‘‘Βουνάλι’’, έκτασης δέκα ζευγαριών ή όσης και αν είναι, πλέον ή έλασσον, συνορευομένων αμφοτέρων ολόγυρα με ιδιοκτησίες κληρονόμων ... ..., ... ... ..., ... ... ... και ... .... Ακολούθως, ο ενάγων προέβη στην με αριθ. .../5.11.1999 διορθωτική και συμπληρωματική δήλωση αποδοχής κληρονομίας ενώπιον του Συμβολαιογράφου Πάρου ..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (τόμ. 483, αριθ. 85), με την οποία διόρθωσε την έκταση και το χαρακτηρισμό του ως άνω κληρονομιαίου ακινήτου, δηλώνοντας ότι η αληθής του έκταση μετά από ακριβή καταμέτρηση είναι 41.300 τ.μ., από την οποία είκοσι έξι (26) στρέμματα περίπου είναι αγροτική καλλιεργήσιμη γη και δέκα πέντε (15) περίπου στρέμματα είναι άγονη και ακαλλιέργητη βοσκοτοπική έκταση, συνορεύει δε γύρω του, ολόκληρο το ακίνητο, το οποίο είναι περιφραγμένο με τοίχο από ξηρολιθιά, βόρεια με ιδιοκτησίες ... ... και ... ..., ανατολικά με ιδιοκτησίες κληρονόμων ... και κληρονόμων ... ..., νότια με ιδιοκτησίες κληρονόμων ... ..., ... ... και αγροτικό δρόμο και δυτικά με ιδιοκτησίες ... ... και ... .... Το εν λόγω ακίνητο, ακανόνιστου σχήματος, απεικονίζεται στο συνημμένο στην αγωγή από Μαϊου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού ... (που είναι όμοιο κατά το σχήμα, τις πλευρικές διαστάσεις και τα όρια με το, επίσης συνημμένο στην αγωγή, τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ..., που συνοδεύει την με αριθ. …/2003 απόφαση της Α/θμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων [ΕΕΔΑ] Νομού Κυκλάδων, στο οποίο εμφαίνεται με τα κεφαλαία γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΑ) με τις κορυφές – κεφαλαία γράμματα Α – Β – Γ – Δ – Ε – Ζ – Η – Θ – Ι – Κ – Λ – Μ – Ν – Ξ – Ο – Π – Ρ – Σ – Τ – Υ – Φ – Χ – Ω –Α1 – Β1 – Γ1 – Δ1 – Ε1 – Ζ1 – Η1 – Θ1 – Ι1 – Κ1 – Α και συνορεύει βόρεια επί τεθλασμένης πλευράς Ν – Ξ – Ο – Π – Ρ – Σ, συνολικού μήκους 118,95 μ., με ιδιοκτησία ... ..., νότια, επί τεθλασμένης πλευράς Θ1 – Ι1 – Κ1 – Α – Β, συνολικού μήκους 134,24 μ., με ιδιοκτησίες ... ..., ... ..., κληρονόμων ... ... και ... ... και επί τεθλασμένης πλευράς Β – Γ – Δ – Ε – Ζ – Η – Θ, συνολικού μήκους 217,30 μ., με ιδιοκτησία κληρονόμων ... ..., ανατολικά, επί τεθλασμένης πλευράς Θ – Ι – Κ – Λ – Μ – Ν, συνολικού μήκους 150,70 μ., με ιδιοκτησία ... ... και δυτικά, επί τεθλασμένης πλευράς Σ – Τ – Υ – Φ – Χ – Ω – Α1 – Β1 – Γ1 – Δ1 - Ε1 – Ζ1 – Η1 – Θ1, συνολικού μήκους 249,55 μ., με ιδιοκτησία ... ... και αγροτικό δρόμο. Τμήμα του ως άνω ακινήτου, εμβαδού 23.073,75 τ.μ., επίσης ακανόνιστου σχήματος, το οποίο έχει ως εξωτερική περίμετρο και όρια την περίμετρο και τα όρια του όλου ακινήτου, όπως έχουν προαναφερθεί, εσωτερική δε περίμετρο, όπως αποτυπώνεται στο τοπογραφικό διάγραμμα του ..., με τους αριθμούς 61 – 62 – 63 – 64 – 65 – 66 – 67 – 1 – 2 – 3 – 4 – 5 – 6 – 7 – 8 – 9 – 10 – 11 – 12 – 13 – 14 – 15 – 16 – 17 – 18 – 19 – 20 – 21 – 22 – 23 – 24 – 25 – 26 – 27 – 28 – 29 – 30 – 31 – 32 – 33 – 34 – 35 – 36 – 37 – 38 – 39 – 40 – 41 – 42 – 43 – 44 – 45 – 46 – 47 – 48 – 49 – 50 – 51 – 52 – 53 – 54 – 55 – 56 – 57 – 58 – 59 – 60, κατά την οποία συνορεύει με το υπόλοιπο ακίνητο, αποτελεί το επίδικο και απεικονίζεται επίσης στο τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ..., που συνοδεύει την με αριθ. .../2003 απόφαση της Α/θμιας ΕΕΔΑ Νομού Κυκλάδων, κατά το σχήμα, την εξωτερική περίμετρο και τα όρια (που ταυτίζονται με περίμετρο και όρια του όλου ακινήτου), χωρίς όμως να προσδιορίζεται κατά την εσωτερική του περίμετρο. Ειδικότερα, μετά από σχετική αίτηση του ενάγοντος για τον χαρακτηρισμό του συνόλου της έκτασης του ως άνω ακινήτου, εκδόθηκε η με αριθ. .../2002 πράξη χαρακτηρισμού της Διεύθυνσης Δασών Νομού Κυκλάδων, σύμφωνα με την οποία συνολική έκταση 14.081,25 τ.μ. είναι αγροτικής μορφής και έκταση 27.073,75 τ.μ. είναι δασικής μορφής. Ακολούθως, μετά από αντιρρήσεις αυτού, εκδόθηκε η προαναφερόμενη με αριθ. .../2003 απόφαση της Α/θμιας ΕΕΔΑ Νομού Κυκλάδων, που κατέστη τελεσίδικη (βλ. το με αριθ. πρωτ. .../9.6.2003 έγγραφο της Δ/νσης Δασών Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου), σύμφωνα με την οποία τμήμα της έκτασης των 27.073,75 τ.μ. και δη τμήμα εμβαδού 4.000 τ.μ. είναι αγροτικής μορφής και το υπόλοιπο, εμβαδού 23.073,75 τ.μ., όπως απεικονίζεται στο προαναφερόμενο τοπογραφικό διάγραμμα του ..., είναι δασική έκταση, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 998/1979 (όπως ίσχυε τότε, ήτοι, εδαφική έκταση καλυπτόμενη από αραιά ή πενιχρή, υψηλή ή θαμνώδη ξυλώδη βλάστηση οιασδήποτε διάπλασης, που μπορεί να προσφέρει προϊόντα εξαγόμενα από τα άνω φυτά ή να συμβάλει στην διατήρηση της φυσικής και βιολογικής ισορροπίας ή να εξυπηρετήσει την διαβίωση του ανθρώπου εντός του φυσικού περιβάλλοντος), χωρίς ν' αναγνωρίζονται ουδέποτε επ' αυτής στοιχεία παλαιότερης αγροτικής δραστηριότητας, υπάγεται δε, όσον αφορά στις κατηγορίες δασών και δασικών εκτάσεων του άρθρου 4 ν. 998/1979 (όπως ίσχυε τότε), ως προς την κατηγορία (1) στην περίπτωση (ε) (ήτοι, μη εμπίπτουσα σε οιαδήποτε από τις κατηγορίες α΄ έως και δ΄, στις οποίες διακρίνονται οι δασικές εκτάσεις, για την αποτελεσματική και διαρκή προστασία τους, ανάλογα προς την ωφελιμότητα και τις λειτουργίες που εξυπηρετούν, και οι οποίες κατηγορίες είχαν ως εξής: ‘‘α) Δάση και δασικαί εκτάσεις αι οποίαι παρουσιάζουν ιδιαίτερον επιστημονικόν, αισθητικόν, οικολογικόν, ή γεωμορφολογικόν ενδιαφέρον (εθνικοί δρυμοί, αισθητικά δάση, υγροβιότοποι, διατηρητέα μνημεία της φύσεως). β) Δάση και δασικαί εκτάσεις, αι οποίαι ασκούν ιδιαιτέραν προστατευτικήν επίδρασιν επί των εδαφών και των υπογείων υδάτων, ως αι κείμεναι εντός λεκανών απορροής χειμάρρων, αι υπερκείμεναι πόλεων, χωρίων ή οικισμών, αι ασκούσαι προστασίαν επί παρακειμένων φυσικών ή πολιτιστικών μνημείων ή σημαντικών τεχνικών έργων (προστατευτικά δάση και δασικαί εκτάσεις). γ) Δάση και δασικαί εκτάσεις, αι οποίαι παρουσιάζουν ιδιαιτέραν σημασίαν από απόψεως παραγωγής δασικών προϊόντων ή άλλων αγαθών πρωτογενούς παραγωγής (εκμεταλλεύσιμα ή παραγωγικά δάση και δασικαί εκτάσεις). δ) Δάση και δασικαί εκτάσεις προσφερόμεναι δι' αναψυχήν του πληθυσμού ή αποτελούσαι παράγοντα συνθηκών διαβιώσεως αυτού εν τη περιοχή ή της τουριστικής αναπτύξεως ταύτης (δάση και δασικαί εκτάσεις αναψυχής)’’), ενώ ως προς την κατηγορία (2) στην περίπτωση (β) (ήτοι, από την άποψη της θέσης των δασικών εκτάσεων σε σχέση προς τους χώρους ανθρώπινης εγκατάστασης και δραστηριότητας, στις δασικές εκτάσεις που βρίσκονται επί ζώνης πλάτους χιλίων [1.000] μέτρων από τη θάλασσα, για όλες τις παράκτιες περιοχές της χώρας). Περαιτέρω, ως προς τους απώτερους τίτλους ιδιοκτησίας του ενάγοντος για το επίδικο, η κυριότητά του επί του οποίου αμφισβητείται από το εναγόμενο, τη φύση τούτου ως δασικής έκτασης ή μη στο παρελθόν, καθώς και ως προς πράξεις νομής επ' αυτού του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, άμεσου και απώτερων, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτουν τα εξής: Με το με αριθ. .../1918 συμβόλαιο δωρεάς στη ζωή του Συμβολαιογράφου Πάρου ..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του τότε Δήμου Νάουσας Πάρου (τόμ. 15, αριθ. 289), ο παππούς του ενάγοντος ... ... ... δώρισε, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, στον γιο του ... ... (πατέρα και άμεσο δικαιοπάροχο του ενάγοντος) διάφορα κτήματα ενωμένα, των οποίων ήταν κύριος, ήτοι (κατά την περιγραφή του εν λόγω συμβολαίου), ‘‘αγρών, αμπέλων, ενός κήπου, ενός ελαιοφύτου και ενός βοσκοτόπου, απάντων ηνωμένων, κειμένων κατά τας θέσεις Άγιος ...ς ή και Μαράθι της Κοινότητος, τέως δήμου Ναούσης της Πάρου, εκτάσεως όσης είναι, περιεχόντων διάφορα δένδρα, φρέατα, ύδωρ πηγαίον, δεξαμενήν, άλωνας, μίαν αγροκατοικίαν μετά των βουστασίων και αχυρώνων και Ναόν (Μονήν) ο ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ μετά της παρ' αυτώ αγροκατοικίας συνισταμένης εκ δέκα ανωγαίων δωματίων, μετ' εξωστών και κλιμάκων και δέκα ισογαίων δωματίων και αποθηκών, μετά του προαυλίου των, απάντων τούτων ηνωμένων, αποτελούντων μίαν περιοχήν, συνορευόντων με κτήματα ... ..., Μονής Λαγκοβάρδας ιδίου και οδούς, περιελθόντος αυτώ παρά του πατρός του και δυνάμει του υπ' αριθ. … διανεμητηρίου εγγράφου του Συμβολαιογράφου Πάρου ... και του υπ' αριθμόν ... εγγράφου συνταγέντος ενώπιόν μου, δωρείται το ήμισυ εξ αδιαιρέτου εν γένει των ανωτέρω περιγραφέντων κτημάτων τω υιώ του ... ... δια δωρεάς εν ζωή από σήμερον τελείας, οριστικής και ανεκλήτου (...)’’. Περαιτέρω, με το με αριθ. .../1933 συμβόλαιο δωρεάς στη ζωή του Συμβολαιογράφου Πάρου ... ... ......, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών Δήμου Νάουσας (τόμ. 17, αριθ. 280), ο ανωτέρω ... ... ... δώρισε στον ως άνω γιο του (πατέρα του ενάγοντος) ... ... (κατά την περιγραφή του συμβολαίου αυτού) ‘‘έναν αγρόν κείμενον κατά την θέσιν ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ της κοινότητος Ναούσης τέως δήμου Ναούσης της Πάρου επονομαζόμενον ‘‘Χωματίστρα’’ εκτάσεως πέντε περίπου ζευγαριών μετά του συνεχομένου βοσκοτόπου επονομαζομένου ‘‘Κωσταντίνας Βουνάλι’’ εκτάσεως δέκα περίπου ζευγαριών ή όσης είναι περιέχοντα τέσσερας μεγάλας φύδας συνορεύοντα γύρωθεν με κτήματα ... ..., ... ... ... και ......, περιελθόντα αυτώ εκ κληρονομίας του προ τριακονταετίας και πλέον αποβιώσαντος πατρός του ... ... ... και δυνάμει του υπ' αριθμόν … του χιλιοστού οκτακοσιοστού εννενηκοστού 1890 έτους εγγράφου διανομής του τότε Συμβολαιογράφου Πάρου ... ..., νομίμως μεταγραμμένου εις τα βιβλία μεταγραφών του τέως δήμου Ναούσης εν τόμω 8 και αριθμώ 1632''. Με το τελευταίο τούτο με αριθ. …/1890 συμβόλαιο εξώδικης διανομής του Συμβολαιογράφου Πάρου ... ..., νόμιμα μεταγραμμένο στα ως άνω βιβλία μεταγραφών (τόμ. 8, αριθ. 1632), ο παππούς του ενάγοντος ... Γ. ...ς και ο αδελφός αυτού ...ς Γ. ...ς διένειμαν κοινά ακίνητα, των οποίων ήταν, κατά δήλωσή τους, συγκύριοι κατά τα 2/3 εξ αδιαιρέτου, από παραχώρηση λόγω προίκας του ιδιοκτήτη πατέρα τους ... Χ. ..., ο οποίος ήταν συνιδιοκτήτης κατά το υπόλοιπο 1/3 εξ αδιαιρέτου, και ο οποίος αναγνώρισε ως έγκυρη την εν λόγω διανομή των τέκνων του, παραιτούμενος έναντι αυτών κάθε απαίτησης, με την με αριθ. .../1898 αναγνώριση εγγράφου του Συμβολαιογράφου Πάρου ..., νόμιμα μεταγραμμένη στα αυτά βιβλία μεταγραφών (τόμ. 10, αριθ. 266). Ειδικότερα, κατά το εν λόγω συμβόλαιο εξώδικης διανομής, οι ανωτέρω ήταν συγκύριοι ‘‘κατά τα δύο τρίτα αδιαιρέτως της εν τω Δήμω Ναούσης κειμένης Μονής επικαλουμένης ο ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ (...), προκειμένου να διανείμωσι μεταξύ των εις δύο ίσα μέρη την Μονήν ταύτην συνισταμένην εκ διαφόρων ιδιοκτησιών, ήτοι της Μονής ταύτης, συνισταμένης εκ της εκκλησίας ο ‘‘Άγιος Ανδρέας’’,διαφόρων οικημάτων εντός αυτής, μετά των έξωθι αυτής φούρνου, περιστεριώνα, οικίας, διαφόρων αγρών, αμπελώνων, περιβολίων, βοσκοτόπων, αγροκατοικιών, γνωστών εις τους συμβαλλομένους κατ' έκτασιν και ορίοις, συμπεριλάβουσι δε εν τη διανομή και του ανήκοντος εις τον πατέρα τους τρίτου μεριδίου κατά την μεταξύ των συνεννόησιν (...) ο αδελφός ... ... λαμβάνει εις την μερίδα του το ήμισυ των κτημάτων της Μονής (το προς το μεσημβρινόν μέρος κείμενον και περιγραφόμενον ως ακολούθως, ήτοι την αυτήν Μονήν μεθ' όλων των εν αυτή περιεχομένων οικημάτων κελίων, αποθηκών και της εκκλησίας, και των έξωθι αυτής ευρισκομένων οικημάτων φούρνου, περιστεριώνος, δύο αμπέλους περιεχούσας συκάς ελαίας και φρέαρ, εκτάσεως ζευγαριών και των δύο επτά, δέκα αγρούς, εκτάσεως ζευγαριών έκαστον ως έγγιστα, και ετέρους δύο αγρούς εις θέσιν Χωματίστρες εκτάσεως ζευγαριών επτά μετά του συνεχομένου βουναλίου χερσαίου, εν περιβόλιον προς το επάνω μέρος περιέχον διάφορα οπωροφόρα δένδρα, οικίσκον ερρειπωμένον και χερσαία μέρη όπως τα χωρίζει ο ποταμός (...)’’. Όπως προκύπτει από την παράθεση και αντιπαραβολή των ως άνω τίτλων ιδιοκτησίας του ενάγοντος, το ακίνητο που του άφησε ο πατέρας του με την ιδιόγραφη διαθήκη του (‘‘την χωματίστραν μαζή με το βουνάλη ζευγαραίς 5 και το βουνάλη 10 πλησιασταί κληρονόμοι ... ... ...ς ... ...ς’’) αντιστοιχεί (ως προς την περιγραφή κατά την ονομασία – που προσδιορίζεται από τη μορφολογία του εδάφους, ήτοι ‘‘χωματίστρα’’ που παραπέμπει σε καλλιεργήσιμη έκταση και ‘‘βουνάλι’’ που παραπέμπει σε έκταση μη καλλιεργήσιμη, δασική ή (και) βοσκότοπο –, κατά την έκταση και τους όμορους ιδιοκτήτες) στο ακίνητο που περιήλθε σ' αυτόν (πατέρα του) από δωρεά του δικού του πατέρα το έτος 1933 (‘‘έναν αγρόν κείμενον κατά την θέσιν ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ της κοινότητος Ναούσης τέως δήμου Ναούσης της Πάρου επονομαζόμενον ‘‘Χωματίστρα’’ εκτάσεως πέντε περίπου ζευγαριών μετά του συνεχομένου βοσκοτόπου επονομαζομένου ‘‘Κωσταντίνας Βουνάλι’’ εκτάσεως δέκα περίπου ζευγαριών ή όσης είναι περιέχοντα τέσσερας μεγάλας φύδας συνορεύοντα γύρωθεν με κτήματα ... ..., ... ... ... και ... ...’’), καθώς και σε μέρος των ακινήτων που περιήλθαν στον τελευταίο από την εξώδικη διανομή του 1890 (‘‘το ήμισυ των κτημάτων της Μονής [το προς το μεσημβρινόν μέρος κείμενον και περιγραφόμενον ως ακολούθως, ήτοι (...) και ετέρους δύο αγρούς εις θέσιν Χωματίστρες εκτάσεως ζευγαριών επτά μετά του συνεχομένου βουναλίου χερσαίου''). Πέραν τούτου, η περιεχόμενη στους ως άνω τίτλους ιδιοκτησίας του ενάγοντος έκταση της καλλιεργήσιμης και μη καλλιεργήσιμης επιφάνειας, που προσδιοριζόταν κατά προσέγγιση με βάση την τότε μονάδα μέτρησης της ζευγαριάς (ήτοι την έκταση που μπορούσε να οργωθεί σε μια ημέρα με τη χρήση ζώων, που ήταν άλλοτε μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη, ανάλογα με την ομαλότητα και το καλλιεργήσιμο του εδάφους και αντιστοιχούσε σε στρέμματα κατά προσέγγιση από δύο έως τέσσερα ανάλογα με το έδαφος, τον οποίο τρόπο μέτρησης επίσης χρησιμοποιούσαν για τον κατά προσέγγιση υπολογισμό της έκτασης μη καλλιεργούμενων εδαφών) αντιστοιχεί – με αποκλίσεις που δικαιολογούνται από την κατά προσέγγιση μέτρηση και τη μορφολογία του εδάφους – στην έκταση που έχει κριθεί από την Α/θμια ΕΕΔΑ ότι είναι αγροτικής μορφής (πέντε ζευγαριές – 18.081,25 τ.μ.) και σ' εκείνη που έχει κριθεί ότι είναι δασική (επίδικο, δέκα ζευγαριές – 23.073,75 τ.μ.) του όλου ακινήτου. Επιπλέον, το γεγονός ότι το όλο ακίνητο είναι περιφραγμένο με ξηρολιθιά από πολύ παλιά (υφιστάμενη στις αεροφωτογραφίες του 1945, βλ. το με αριθ. πρωτ. .../15.3.2012 έγγραφο της Δ/νσης Δασών Νομού Κυκλάδων), όπως τούτο προκύπτει από την ως άνω έκθεση δικαστικής πραγματογνωμοσύνης, αλλά και τις μαρτυρικές καταθέσεις που περιέχονται στα προμνημονευόμενα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου και τις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, η οποία (ξηρολιθιά) περιβάλλει το επίδικο, ως το εξωτερικό τμήμα του όλου ακινήτου, οδηγεί, σε συνάρτηση με τα προηγούμενα, στην δικανική πεποίθηση ότι το επίδικο εμπεριέχεται, ως μέρος του ευρύτερου τούτου ακινήτου, στους προπαρατεθέντες τίτλους ιδιοκτησίας του ενάγοντος. Έτι περαιτέρω, με το με αριθ. .../1880 προικοσύμφωνο του Συμβολαιογράφου Πάρου ..., νόμιμα μεταγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Νάουσας Πάρου (τόμ. …, αριθ. ...), ο προπάππος του ενάγοντος ... ... ... προικοδότησε τον γιο του ... (παππού του ενάγοντος), ενόψει του επικείμενου γάμου του με την ..., με το μισό ολόκληρης της στην θέση Καψάμπελο του Δήμου Νάουσας Πάρου Μονής του ‘‘Αγίου Ανδρέα’’ και τα μισά των ανηκόντων στη μονή κτημάτων, που είχε αγοράσει, ήτοι, ‘‘(...) υπό του προικοδότου παρ' αυτού αγορασθέντων, συνισταμένων από αγρούς αμπέλια, περιβόλια, βοσκοτόπους, αγροκατοικίες, και μάνδρες συγκεντρωμένων απάντων και κειμένων πέριξ του αυτού Μοναστηρίου, ως και το ήμισυ όλων των εν τη Μονή ταύτη ευρισκομένων ζώων (...) ‘‘, η οποία προικοδότηση μνημονεύεται ως αιτία κτήσης στην προαναφερθείσα εξώδικη διανομή του 1890 μεταξύ του ... Γ. ... και του αδελφού του ... .... Επίσης, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία (μεταξύ των οποίων αντίγραφο του ιστορικού – λαογραφικού περιοδικού ΠΑΡΙΑΝΑ, τεύχος 26/1987, με δημοσιευμένη μελέτη για τη Μονή του Αγίου Ανδρέα στη Πάρο και την περιουσία της, κατάλογοι με καταγραφή αγορών της Μονής, δημόσια έγγραφα - αλληλογραφία σχετικά με διαφορές ως προς ακίνητα της Μονής από τα Αρχεία του Γενικού Αρχείου του Κράτους) συνάγεται ότι ο προπάππος του ενάγοντος ... ... είχε αγοράσει εντός της χρονικής περιόδου 1859 – 1860 την ως άνω Μονή του Αγίου Ανδρέα με την κινητή και ακίνητη περιουσία της από τους κληρονόμους του ..., ότι στον ... είχε περιέλθει η Μονή με την κινητή και ακίνητη περιουσία της από δημοπρασία στις 30.8.1826, αντί ποσού 9.100 γροσίων, ότι η δημοπρασία αυτή έγινε επειδή οι κληρονόμοι του προηγούμενου ιδιοκτήτη της Μονής και της περιουσίας της ... ..., ήτοι η σύζυγός του ... και οι ανήλικες θυγατέρες του ... και ... δεν μπορούσαν να εξοφλήσουν τα χρέη που είχε αφήσει κατά το θάνατό του ο δικαιοπάροχός τους, ότι σ' αυτόν είχε περιέλθει η Μονή με την κινητή και ακίνητη περιουσία της το 1816 μετά από παραχώρηση των αδελφών του ..., ..., ..., ... και ... και της μητέρας του ..., ο οποίος υποσχέθηκε να εξοφλήσει τα χρέη της Μονής, ποσού 2.000 γροσίων, να δώσει 150 γρόσια σε κάθε αδελφό και 300 γρόσια σε κάθε αδελφή και στην μητέρα του να δίνει κατ' έτος 40 πινάκια κριθάρι για ζωοτροφή και ότι στον πατέρα και σύζυγο των προαναφερομένων ... ... είχε περιέλθει η Μονή με την κινητή και ακίνητη περιουσία της στις 27.5.1806 από αγορά από τα τέκνα του ... ..., ..., ..., ... και .... Ακόμη, σύμφωνα με έγγραφα του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που ανάγονται στο έτος 1793, η εν λόγω Μονή με την κινητή και ακίνητη περιουσία της ανήκε από το έτος 1715 σε ιδιώτες, που είχαν τα ονόματα ..., ... ή ... και .... Είναι προφανές ότι κατά τη διαδρομή των χρόνων που παρήλθαν υπήρξαν νομικές μεταβολές στην επιμέρους περιουσία της Μονής (αγορές, ανταλλαγές, ‘‘αφιερώματα’’ πιστών, πωλήσεις), για τις οποίες δεν έχουν διατηρηθεί λεπτομερείς καταγραφές, αλλά και μεταβολές στο έδαφος, όπως διάνοιξη αγροτικού δρόμου, αχρησία άλλου, περισσότερο ή λιγότερο συστηματική καλλιέργεια επιμέρους εκτάσεων, ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους και άλλες περιστάσεις, ο δε προσδιορισμός των επιμέρους κτημάτων δεν μπορούσε να γίνεται με την ακρίβεια που επιτρέπουν τα υπάρχοντα σήμερα μέσα και τεχνικές και οι άνθρωποι αρκούνταν σε γενικότερες περιγραφές και στο γεγονός ότι οι ίδιοι γνώριζαν από ίδια αντίληψη τα κτήματα στα οποία αναφέρονταν στους τίτλους κτήσης που κατάρτιζαν. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με όσα προαναφέρθηκαν, συνηγορούν στο ότι το επίδικο αποτελούσε μέρος της ακίνητης περιουσίας της Μονής του Αγίου ..., που απλωνόταν σε μεγάλη έκταση γύρω από τη Μονή, η δε απόστασή του από τη Μονή, που είναι περί τα 500 μ. (όπως έχει σημειωθεί ιδιοχείρως στην αεροφωτογραφία του 1996 που προσκομίζει και επικαλείται το εναγόμενο) δεν είναι μεγάλη, ώστε να συναχθεί από αυτήν διάφορο συμπέρασμα, αντίθετα δικαιολογείται από τα ανωτέρω. Έτερο στοιχείο που ενισχύει την ως άνω δικανική πεποίθηση του Δικαστηρίου είναι το γεγονός ότι το επίδικο περιβάλλεται από ιδιοκτησίες συγγενών του ενάγοντος και δεν συνορεύει με κάποια δημόσια έκταση (δάσος, δασική ή χορτολιβαδική έκταση). Ακολούθως, ως προς την μορφή του εδάφους του επιδίκου, το οποίο κατά τον τελεσίδικο χαρακτηρισμό του με την με αριθ. .../2003 απόφαση της Α/θμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων [ΕΕΔΑ] Νομού Κυκλάδων είναι δασική έκταση με αραιά ή πενιχρή ξυλώδη βλάστηση, χωρίς να εμπίπτει σε κάποια από τις κατηγορίες δασών που χρήζουν αποτελεσματικής και διαρκούς προστασίας, ανάλογα προς την ωφελιμότητα και τις λειτουργίες που εξυπηρετούν (κατά τα προαναφερθέντα ως προς τις κατηγορίες στις οποίες υπάγεται), δεν προέκυψε πέραν κάθε αμφιβολίας ότι είχε τον ίδιο χαρακτήρα κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 17 (29).11. /1.12.1836 "περί ιδιωτικών δασών», κατά τον οποίο απαιτείτο να υφίσταται η ιδιότητα του δάσους για την εφαρμογή του τεκμηρίου κυριότητας επ' αυτού του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη. Η περί τούτου αμφιβολία, με δεδομένο ότι το εναγόμενο δεν διαθέτει αεροφωτογραφίες ή άλλο σχετικό αποδεικτικό μέσο προ του 1945), ενισχύεται από το γεγονός ότι περιβάλλεται στο σύνολό του από ξηρολιθιά, η οποία έχει καλυφθεί σε διάφορα σημεία από δασική βλάστηση (βλ. έκθεση πραγματογνωμοσύνης και τις συνημμένες φωτογραφίες του επιδίκου), με εύλογο το συμπέρασμα ότι, αν υπήρχε ανέκαθεν δασική βλάστηση στα συγκεκριμένα σημεία, δεν θα είχε ανεγερθεί επ' αυτής η ξηρολιθιά, σε συνδυασμό και με το ότι δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό μέσο ότι το επίδικο συνορεύει με δημόσια δασική έκταση. Οπωσδήποτε, από τα προειρημένα αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι το επίδικο ήταν ανέκαθεν άγονη, μη καλλιεργήσιμη έκταση, χωρίς κάποιο ίχνος καλλιέργειας διαχρονικά, και αποτελούσε, περισσότερο ή λιγότερο κατά τη διαδρομή του χρόνου, βοσκότοπο. Τέλος, από τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και, ιδίως, τις συνδυαζόμενες με τους τίτλους ιδιοκτησίας ένορκες καταθέσεις που περιέχονται στα προαναφερθέντα πρακτικά και ένορκες βεβαιώσεις, και ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, το επίδικο, που περιβάλλει το υπόλοιπο ακίνητο του ενάγοντος, περιβάλλεται, όπως αποδείχθηκε, ανέκαθεν από ξηρολιθιά, που οριοθετεί το όλο ακίνητο από άλλες ιδιοκτησίες ιδιωτών, χωρίς να συνορεύει καθόλου με δημόσια έκταση, είτε δασική είτε χορτολιβαδική, προκύπτει ότι πράξεις νομής ασκούνταν διαχρονικά στο όλο ακίνητο, συμπεριλαμβανομένου του επιδίκου τμήματος των 23.073,75 τ.μ., το οποίο εντάσσεται κατά τα ανωτέρω στην ενιαία έκτασή του. Ειδικότερα ο ενάγων και πριν από αυτόν οι δικαιοπάροχοί του, άμεσος και απώτεροι, καθ' όλο το διάστημα που αφορούν οι προπαρατεθέντες τίτλοι ιδιοκτησίας τους (οπωσδήποτε έως το 1880, αλλά και επί πολλά χρόνια πρωτύτερα), με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, ασκούσαν εμφανείς πράξεις νομής προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του ως αγροτικού ακινήτου κατά το καλλιεργήσιμο μέρος του και για την παραμονή και βόσκηση των ζώων τους κατά το μη καλλιεργήσιμο μέρος. Συγκεκριμένα, μεριμνούσαν για τη συντήρηση και διατήρηση της περίφραξης από ξηρολιθιά, καλλιεργούσαν το καλλιεργήσιμο, στο κέντρο του όλου ακινήτου, ακανόνιστου σχήματος τμήμα με δημητριακά, έβοσκαν δε και εξέτρεφαν τα ζώα τους στο, μη δεκτικό καλλιέργειας, επίδικο, ακανόνιστου επίσης σχήματος, τμήμα του, που περιβάλλει το υπόλοιπο, χωρίς να ενοχλούνται στην άσκηση των πράξεων νομής από κανένα. Έτσι ο ενάγων έχει αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου τμήματος των 23.073,75 τ.μ., με παράγωγο τρόπο, αλλά και (επικουρικά, κατά την επικουρική βάση της αγωγής) με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας. Τούτο δε διότι, έχει μεν σήμερα τη μορφή δασικής έκτασης, στο δε απώτερο παρελθόν οπωσδήποτε τη μορφή χορτολιβαδικής έκτασης και ισχύει ως προς αυτό το τεκμήριο (μαχητό) κυριότητας του εναγομένου (για τις χορτολιβαδικές εκτάσεις), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, πλην όμως η κυριότητά του είχε αποκτηθεί από τους απώτερους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του β.ρ. δικαίου (ήτοι με την άσκηση φυσικής εξουσίας στο ακίνητο με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη επί συνεχή τριακονταετία), καθώς ο σχετικός χρόνος χρησικτησίας αυτών είχε συμπληρωθεί στις 11.9.1915, και συνεχίστηκαν οι αυτές πράξεις νομής από τους δικαιοπαρόχους του και τον ίδιο τον ενάγοντα με καλή πίστη, νόμιμο τίτλο και διάνοια κυρίου έως την έγερση της υπό κρίση αγωγής. Επομένως, με βάση τ' ανωτέρω, πρέπει ν' απορριφθούν οι ενστάσεις του εναγομένου ως αβάσιμες και να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη. Έσφαλε, ως εκ τούτου, η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Γι' αυτό πρέπει, κατά τους βάσιμους λόγους της έφεσης, να γίνει δεκτή αυτή και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ακολούθως πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ' ουσία, να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ' ουσία και να αναγνωριστεί ότι ο ενάγων είναι κύριος του επιδίκου, όπως αυτό έχει προσδιοριστεί ανωτέρω. Τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρο 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), πρέπει να επιβληθούν στο εναγόμενο και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας λόγω της ήττας του στη δίκη (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), θα επιβληθούν όμως μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3693/1957 σε συνδυασμό προς το άρθρο μόνο παρ. 2 της με αριθμ. 134423/18-12-1992 κοινής Απόφασης των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, η οποία εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του ν. 1738/1987 και δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Β 11/20-1-1993), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα – ενάγοντα του καταβληθέντος από αυτόν παραβόλου, ποσού διακοσίων (200) ευρώ, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012, όπως ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ' αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθ. 170ΤΜ/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύρου.
Κρατεί την αγωγή.
Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι ο ενάγων είναι κύριος εδαφικής έκτασης είκοσι τριών χιλιάδων εβδομήντα τριών τετραγωνικών μέτρων και εβδομήντα πέντε τετραγωνικών εκατοστών (23.073,75 τ.μ.), ακανόνιστου σχήματος, που βρίσκεται στη θέση ‘‘Άγιος Ανδρέας’’ της κτηματικής περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος Νάουσας του Δήμου Πάρου της νήσου Πάρου του Νομού Κυκλάδων και φέρει την ειδικότερη ονομασία ‘‘Βουνάλι’’, όπως απεικονίζεται στο συνημμένο στην αγωγή από Μαϊου 2010 τοπογραφικό διάγραμμα του αγρονόμου – τοπογράφου μηχανικού ... (που είναι όμοιο κατά το σχήμα, τις πλευρικές διαστάσεις και τα όρια με το, επίσης συνημμένο στην αγωγή, τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ..., που συνοδεύει την με αριθ. .../2003 απόφαση της Α/θμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων [ΕΕΔΑ] Νομού Κυκλάδων, στο οποίο εμφαίνεται κατά την εξωτερική περίμετρο με τα κεφαλαία γράμματα ΑΒΓΔΕΖΗΘΙΑ), κατά την εξωτερική του περίμετρο με τις κορυφές – κεφαλαία γράμματα Α – Β – Γ – Δ – Ε – Ζ – Η – Θ – Ι – Κ – Λ – Μ – Ν – Ξ – Ο – Π – Ρ – Σ – Τ – Υ – Φ – Χ – Ω –Α1 – Β1 – Γ1 – Δ1 – Ε1 – Ζ1 – Η1 – Θ1 – Ι1 – Κ1 – Α και κατά την εσωτερική του περίμετρο με τους αριθμούς 61 – 62 – 63 – 64 – 65 – 66 – 67 – 1 – 2 – 3 – 4 – 5 – 6 – 7 – 8 – 9 – 10 – 11 – 12 – 13 – 14 – 15 – 16 – 17 – 18 – 19 – 20 – 21 – 22 – 23 – 24 – 25 – 26 – 27 – 28 – 29 – 30 – 31 – 32– 33 – 34 – 35 – 36 – 37 – 38 – 39 – 40 – 41 – 42 – 43 – 44 – 45 – 46 – 47 – 48 – 49 – 50 – 51 – 52 – 53 – 54 – 55 – 56 – 57 – 58 – 59 – 60, συνορεύει δε, ως προς την εξωτερική του περίμετρο, βόρεια επί τεθλασμένης πλευράς Ν – Ξ – Ο – Π – Ρ – Σ, συνολικού μήκους 118,95 μ., με ιδιοκτησία ... ..., νότια, επί τεθλασμένης πλευράς Θ1 – Ι1 – Κ1 – Α – Β, συνολικού μήκους 134,24 μ., με ιδιοκτησίες ... ..., ... ..., κληρονόμων ... ... και ... ... και επί τεθλασμένης πλευράς Β – Γ – Δ – Ε – Ζ – Η – Θ, συνολικού μήκους 217,30 μ., με ιδιοκτησία κληρονόμων ... ..., ανατολικά, επί τεθλασμένης πλευράς Θ – Ι – Κ – Λ – Μ – Ν, συνολικού μήκους 150,70 μ., με ιδιοκτησία ... ... και δυτικά, επί τεθλασμένης πλευράς Σ – Τ – Υ – Φ – Χ – Ω – Α1 – Β1 – Γ1 – Δ1 - Ε1 – Ζ1 – Η1 – Θ1, συνολικού μήκους 249,55 μ., με ιδιοκτησία ... ... και αγροτικό δρόμο και, ως προς την εσωτερική του περίμετρο, (συνορεύει) με το υπόλοιπο ακίνητο του ενάγοντος (το οποίο περιβάλλεται από την εσωτερική περίμετρο του επιδίκου), εμβαδού 18.081,25 τ.μ.
Επιβάλλει σε βάρος του εφεσιβλήτου – εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων του εκκαλούντος – ενάγοντος και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, που ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
Διατάσσει να επιστραφεί στον εκκαλούντα – ενάγοντα το καταβληθέν από αυτόν παράβολο, ποσού διακοσίων (200) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Ερμούπολη Σύρου και σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 26/2/2016.-
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΡΧΟΝΤΑΚΗ ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΚΟΝΔΙΟΣ
ΠΗΓΗ: https://www.qualex.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου