Απόφαση

ΑΡΙΘΜΟΣ: 766/2020
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Β’
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αθανασία Σιάπκα, Εφέτη και από τη Γραμματέα Αναστασία Μήκα.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια, στο ακροατήριό του, την 1 Νοεμβρίου 2019, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: … συζ. ..., το γένος ... (Α.Φ.Μ. ...), κατοίκου … (οδός ... αριθμ. …), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου της δικηγόρου, ...
ΤΟΥ ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ... του … (Α.Φ.Μ. ...), κατοίκου … (οδός … αριθμ. …), ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ...
Η ενάγουσα, με την υπ’ αριθμ. έκθ. κατάθεσης .../2015 αγωγή που άσκησε κατά του εναγομένου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ’ αυτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθμ. 109/ΤΜ/2017 οριστική απόφασή του, έκανε δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εναγόμενος, με την από 24-7-2017 (αριθμ. έκθ. κατάθεσης .../24-7-2017) έφεσή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2048/2018 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομιστεί το αναφερόμενα σ’ αυτή έγγραφο. Ήδη, με την από 23-11-2018 (αριθμ. έκθ. κατάθεσης .../27-11-2018) κλήση, για την οποία ορίστηκε δικάσιμος η 18-10-2019, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της απόφασης, επαναφέρεται η ανωτέρω έφεση, για νά συζητηθεί περαιτέρω.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά κατέθεσαν μονομερή δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 23-11-2018 (αριθμ. έκθ. κατάθεσης .../27-11 - 2018) κλήση, επαναφέρεται προς συζήτηση η από 24-7-2017 (αριθμ. έκθ. κατάθεσης .../24-7-2017) έφεση, μετά την έκδοση της υπ’ αριθμ. 2048/2018 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία έγινε τυπικά δεκτή η έφεση και διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομιστεί το αναφερόμενο σ’ αυτή τοπογραφικό διάγραμμα.
Η κρινόμενη, από 24-7-2017 (αριθμ. έκθ. κατάθεσης .../24-7- 2017) έφεση του ηττηθέντος εναγομένου, στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 109/ΤΜ/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 17-11-2015 (αριθμ. έκθ. κατάθεσης .../16-12-2015) αγωγής που άσκησε η εφεσίβλητη εναντίον του. Με την ως άνω αγωγή, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι, ο πατέρας της, … ή ..., δυνάμει του από 24-8-1947 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο επικυρώθηκε σύμφωνα με το Ν. 1831/1952 «περί ανωμάλων δικαιοπραξιών”, απέκτησε λόγω πώλησης από τον κληρούχο, ..., πατέρα του εναγομένου, διαιρετό τμήμα, εμβαδού 500 τ.μ., του υπ’ αριθμ. 1250 κληροτεμαχίου, συνολικού εμβαδού 6.875 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στη θέση «...”, στην πόλη της …, ενώ, το έτος 1948, αγόρασε, ατύπως, από τον ίδιο πωλητή, ένα επιπλέον διαιρετό τμήμα του ως άνω κληροτεμαχίου, εμβαδού 100 τ.μ., όμορο με το πρώτο τμήμα. Ότι στον ως άνω κληρούχο, το όλο κληροτεμάχιο είχε περιέλθει με τον υπ’ αριθμ. .../1956 τίτλο κυριότητας του Διοικητή της ... Τράπεζας της Ελλάδος, που μεταγράφηκε νόμιμα, ο ίδιος δε ο κληρούχος προέβη στην κατάτμηση αυτού, με εκούσιες μεταβιβάσεις διαιρετών τμημάτων αυτού, σε τρίτους. Ότι ο πατέρας της, εξ αρχής, κατείχε με διάνοια κυρίου, το συνολικό ακίνητο των 600 τ.μ., επί του οποίου ανήγειρε τα περιγραφόμενα στην αγωγή κτίσματα. Ότι, το έτος 1967, δυνάμει του αναφερομένου στην αγωγή συμβολαίου σύστασης προίκας, ο δικαιοπάροχος πατέρας της παραχώρησε την επικαρπία διαιρετού τμήματος του εν λόγω ακινήτου, εμβαδού 200 τ.μ., στο σύζυγό της, ... και την ψιλή κυριότητα στην ίδια, ενώ, το έτος 1972, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, το υπόλοιπο διαιρετό τμήμα, των 400 τ.μ., στην αδελφή της, ..., συστήνοντας, παράλληλα, δουλεία διόδου, υπέρ του ακινήτου της ιδίας και σε βάρος του περιελθόντος στην αδελφή της τμήματος. Ότι από τη μεταβίβαση σ’ αυτή, το έτος 1967, λόγω προίκας, του τμήματος των 200 τ.μ., άλλως, από το έτος 1974, οπότε αυτό εντάχθηκε στο ρυμοτομικό σχέδιο της πόλης της … και κατέστη οικόπεδο, η ίδια ασκεί επ’ αυτού τις περιγραφόμενες και αρμόζουσες στη φύση του, διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου και με τον τρόπο αυτό έγινε κυρία αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ότι, κατά τις αρχικές εγγραφές στο κτηματολόγιο, τμήμα του ως άνω τμήματος ακινήτου, εμβαδού 100 τ.μ., καταχωρίσθηκε στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Βέροιας, εσφαλμένα, ως ανήκον στην κυριότητα του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, με ΚΑΕΚ .... Ζήτησε δε, α) να αναγνωριστεί το δικαίωμα της πλήρους κυριότητάς της, ενόψει της κατάργησης των σχετικών, περί προίκας, διατάξεων, στο ανωτέρω περιγραφέν οικοπεδικό τμήμα, ερειδόμενο τόσο στον παράγωγο όσο και στον πρωτότυπο τρόπο (έκτακτη χρησικτησία) κτήσης της κυριότητας β) να διαταχθεί η σχετική διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής, με καταχώρηση αυτής, ως αποκλειστικής κυρίας του επιδίκου, στα κτηματολογικά βιβλία και στοιχεία του Κτηματολογικού Γραφείου … και γ) να διορθωθούν τα οικεία κτηματολογικά βιβλία και διαγράμματα, ώστε τα οικοπεδικά τμήματα με ΚΑΕΚ ... και ..., να λάβουν ένα ΚΑΕΚ και να εμφανίζονται ως ενιαίο ακίνητο. Επί της ως άνω αγωγής, εκδόθηκε η εκκαλούμενη, οριστική απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή η άγωγή, ως βάσιμη και κατ’ ουσία και αναγνωρίστηκε η ενάγουσα κυρία του επιδίκου, κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή, διατάχθηκε δε η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής.
Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων προσώπων που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα για τρ δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Το εν λόγω δεδικασμένο δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί, η δε απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει, ως βάση της απόφασής του, το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου, υπάρχει δεδικασμένο (ΑΠ 1397/2012 ΧΡΙΔ 2013.130). Αν, παρ’ όλα αυτά, ασκηθεί νέα αγωγή, για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο, αυτή απορρίπτεται, ως απαράδεκτη (ΑΠ 560/2016 ΤρΝΠλ ΝΟΜΟΣ), διότι το δικαίωμα που έχει κριθεί, ήδη, με τελεσίδικη απόφαση, δεν επιτρέπεται να εξεταστεί, εκ νέου, σε άλλη δίκη, μεταξύ των ιδίων διαδίκων, είτε ως κύριο αντικείμενο, είτε ως προϋπόθεση άλλου δικαιώματος (ΑΠ 178/2013 ΕΦΑΔ 2013.655). Ως ιστορική αιτία νοείται το σύνολο των περιστατικών που δέχθηκε το δικαστήριο ότι υπήρξαν ή δεν υπήρξαν, ως ιστορικό συμβάν και τα οποία είναι, σύμφωνα με το νόμο, αναγκαία για να θεμελιώσουν το διατακτικό της απόφασης, δηλαδή, την έννομη συνέπεια που γίνεται δεκτή ως υπάρχουσα ή μη υπάρχουσα, με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτος, λόγω δεδικασμένου, κάθε μεταγενέστερος ισχυρισμός, με τον οποίο επιδιώκεται διαφορετική ανάπλαση ή αξιολόγηση της κρίσιμης, για την ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού, εμπειρικής πραγματικότητας, ως νομική, δε, αιτία, η οποία καλύπτεται, επίσης, από το δεδικασμένο, νοείται ο νομικός κανόνας που διέπει την έννομη σχέση, από την οποία απορρέει το προβαλλόμενο (και επιδικασθέν) δικαίωμα, υπάρχει δε ταυτότητα νομικής αιτίας, όταν και η νέα αγωγή στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα, ενώ δεν υπάρχει τέτοια ταυτότητα, στην αντίθετη περίπτωση, όταν, δηλαδή, η νέα αγωγή δεν στηρίζεται στον ίδιο νομικό κανόνα (ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 257/2016, ΑΠ 182/2016, ΤρΝΠλ ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν με την τελεσίδικη απόφαση έχει αναγνωριστεί η κυριότητα του ενάγοντος σε ένα ακίνητο, παράγε/αι δεδικασμένο, που εμποδίζει την έρευνα της ύπαρξης κυριότητας, π.χ. στη δίκη για την απόδοση του ακινήτου, καθόσον καλύπτει την ιστορική και νομική αιτία της νέας αγωγής, ως προς το ζήτημα της κυριότητας και δεν επιτρέπεται να ερευνηθεί, εκ νέου, ο τρόπος με τον ,,οποίο αυτή αποκτήθηκε (ΑΠ 569/2017 ΤρΝΠλ ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, το δεδικασμένο καλύπτει και τις ενστάσεις που προτάθηκαν, όπως και εκείνες που δεν προτάθηκαν, ενώ μπορούσαν να προταθούν και οι οποίες δεν στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα και δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να ασκηθούν με κύρια αγωγή. Καλύπτονται, επίσης, οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις, κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό ζήτημα αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα) και αδιάφορα από το αν η ένσταση ανάγεται στην ύπαρξη της πτροδικαστικής έννομης σχέσης ή στην έκταση της ευθύνης από αυτή (ΑΠ 456/2018 ΤρΝΠλ ΝΟΜΟΣ). Ενστάσεις που καλύπτονται από το δεδικασμένο, παρότι δεν προτάθηκαν, αν και ήταν δυνατό να προταθούν, είναι οι καλούμενες καταχρηστικές ενστάσεις, δηλαδή, οι βασιζόμενες σε γεγονότα, τα οποία κατά νόμο δεν θεμελιώνουν αυθύπαρκτο και αυτοτελές δικαίωμα, που μπορεί να αποτελέσει τη βάση ξεχωριστής αγωγής, αλλά εμποδίζουν τη γέννηση του ασκουμένου με την αγωγή δικαιώματος ή καταργούν αυτό, σε αντίθεση με τις καλούμενες γνήσιες ενστάσεις. Αντίθετα, το δεδικασμένο δεν ¡καλύπτει τις μη προταθείσες ενστάσεις (ή προταθείσες που απορρίφθηκαν, ως απαράδεκτες), που στηρίζονται σε αυτοτελές δικαίωμα, το οποίο μπορεί να ασκηθεί και με κύρια αγωγή. Πρόκειται για τις χαρακτηριζόμενες ως γνήσιες μη αυθύπαρκτες ενστάσεις (ως στηριζόμενες σε άλλο, διαφορετικό δικαίωμα, για το οποίο μπορεί να ασκηθεί κύρια αγωγή), είναι, δε, τέτοιες ενστάσεις, εκείνες του συμψηφισμού, της επίσχεσης, του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, καθώς και το δικαίωμα του πωλητή να του επιστραφεί το πράγμα, αν ο αγοραστής ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης, λόγω ελαττωμάτων του πράγματος και η σχετική αγωγή του γίνει τελεσιδίκως δεκτή. Εκτός από την αμέσως προαναφερθείσα κατηγορία των μη αυθυπάρκτων ενστάσεων, που δεν προτάθηκαν, όλες οι λοιπές ενστάσεις, είτε προτάθηκαν, είτε δεν προτάθηκαν, ενώ μπορούσαν να προταθούν και αφορούν το “δικαίωμα που κρίθηκε”, δηλαδή, την έννομη σχέση ή συνέπεια, που διαγνώστηκε με την τελεσίδικη απόφαση ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει, μαζί με το αντικείμενό της, είτε είναι υλικό είτε όχι, καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης απόφασης και δεν μπορούν να προβληθούν σε μεταγενέστερη δίκη, μεταξύ των ιδίων προσώπων, για το ίδιο αντικείμενο (ΑΠ 569/2017, ΑΠ 2168/2014, ΤρΝΠλ ΝΟΜΟΣ), προσκρούοντας στην ανέκαθεν ισχύουσα και ενυπάρχουσα στο δεδικασμένο, από την ίδια τη φύση του, απαγορευτική της επαναπροβολής τους δικαιϊκή αρχή “non bis in idem" (“ουχί δις επί τω αυτώ”) ή “bis de eadem re ne sit actio" (“δεν δίδεται αγωγή δύο φορές για το ίδιο αντικείμενο”). Ήτοι, το δεδικασμένο εκτείνεται επί των παραπάνω ενστάσεων, που χρησιμεύουν για την απόκρουση του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, ως διακωλυτικές ή καταργητικές αυτού, άσχετα με το αν το δικαίωμα επί του οποίου στηρίζονται, μπορούσε να ασκηθεί και με αγωγή. Η κάλυψη, όμως, από το δεδικασμένο, δεν περιορίζεται μόνο στην αρνητική μορφή του δικαιώματος, υπό μορφή ενστάσεων, αλλά επεκτείνεται και στη θετική του μορφή και συνεπώς, καλύπτεται και το ίδιο το δικαίωμα, στο οποίο στηρίζεται η ένσταση, με αποτέλεσμα ούτε το δικαίωμα αυτό να μπορεί να ασκηθεί με αγωγή (ΑΠ 178/2013 ΕΦΑΔ 2013.655). Έτσι, επί ισχυρισμού του εναγομένου, σε διεκδικητική αγωγή, ότι κύριος του διεκδικουμένου είναι αυτός, ο οποίος (ισχυρισμός) αποτελεί ανεπτυγμένη άρνηση της αγωγής ή καταχρηστική ένσταση, που χρησιμεύει προς αντίκρουση της αγωγής και μπορεί να ασκηθεί και με ανταγωγή (αναγνωριστική), εάν αυτός ηττηθεί στη δίκη αυτή, ως μη κύριος, ενώ κύριος είναι ο ενάγων, μρ βάση την αναφερόμενη στην αγωγή αιτία και εγείρει, μετά την τελεσιδικία της άνω απόφασης, κατά του ενάγοντος ή των διαδόχων αυτού, διεκδικητική αγωγή του ιδίου ακινήτου, θα αποκρουστεί με την ένσταση του δεδικασμένου, όχι μόνο αν στηρίξει την κυριότητά του στον τρόπο κτήσης αυτής, τον οποίο με την ανεπτυγμένη άρνηση ή καταχρηστική ένστασή του πρότεινε στην προηγούμενη δίκη, αλλά και αν τη στηρίξει σε άλλο τρόπο κτήσης, τον οποίο μπορούσε να προτείνει και δεν πρότεινε, αφού, διαφορετικά, θα ανατρεπόταν το δεδικασμένο (ΑΠ 641/2015 ΤρΝΠλ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, στην περίπτωση που η διεκδικητική αγωγή ακινήτου θεμελιώνεται σε παράγωγη κτήση, όπως π.χ. σε πώληση αυτού με συμβολαιογραφικό έγγραφο νομίμως μεταγεγραμμένο, ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι αυτός απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου, από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος, με μεταβίβαση χρονικά προγενέστερη από εκείνη που επικαλείται ο ενάγων και ότι έκτοτε νεμήθηκε αυτό με διάνοια έίιρίου επί τουλάχιστον εικοσαετία ή με διάνοια κυρίου και νόμιμο τίτλο επί τουλάχιστον δεκαετία, αποτελεί ένσταση ιδίας κυριότητας, διότι, αφενός τα προβαλλόμενα νέα περιστατικά επενεργούν καταλυτικά στο πρόσωπο του δικαιοπαρόχου (ΑΠ 694/2000 ΕΕΝ 2001.805), αφετέρου δε, υπό διαφορετική εκδοχή (εάν χαρακτηριζόταν ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου ως αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής), θα κατέληγε στο άτοπο να υποχρεώνεται ο ενάγων να αποδείξει αρνητικά περιστατικά (ΕφΠατρ 293/2019 ΤρΝΠλ ΝΟΜΟΣ, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος, ΑΚ, άρθρο 1095, αριθ. 15-19, Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, έκδοση 1989, σελ. 265).
Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, καθώς και από τα νομοτύπως προσκομιζόμενα, μ’ επίκληση από τους διαδίκους, έγγραφα, μεταξύ των οποίων οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (ΑΠ 1286/2003 ΕλλΔνη 2005.406), που λαμβάνονται υπόψη, όλα, ανεξαιρέτως, .είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων - χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά των εν λόγω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε σχέση με τα λοιπά, επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται, ειδική για το καθένα, μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα και όπως προεκτέθηκε, όλα, ανεξαιρέτως, συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης, σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1068/2002, Αρχ. Ν 2004, 70, ΑΠ 4628/2003, ΕλλΔνη 2004, 723), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη, αυτεπαγγέλτως, από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ βλ. σχετ. ΑΠ 1456/1996 Αρχ. Ν 48, 311), αποδείχθηκαν τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά την οριστική διανομή του αγροκτήματος Βέροιας του έτους 1931, που κυρώθηκε με το Ν. 5496/1932 και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος Α’ αριθ. 173/25-5-1932), παραχωρήθηκε στον πατέρα του εναγομένου, ..., προς αγροτική του αποκατάσταση, οικογενειακός κλήρος, αποτελούμενος, μεταξύ άλλων, και από τον υπ’ αριθμ. 2150, Β’ κατηγορίας, αγρό. Ο παραπάνω κληρούχος, στο όνομα του οποίου εκδόθηκε, στη συνέχεια, ο υπ’ αριθμ. .../9-1-1956 τίτλος κυριότητας του Διοικητή της ... Τράπεζας της Ελλάδος, που μεταγράφηκε νόμιμα, μέχρι το θάνατό του, που συνέβη το έτος 1971, μεταβίβασε, σταδιακά, διαιρετά τμήματα του κληροτεμαχίου, σε συγχωριανούς του, μεταξύ των οποίων και στον πατέρα της ενάγουσας, .... Ειδικότερα, στον τελευταίο, δυνάμει του από 24-8-1947 ιδιωτικού συμφωνητικού, που επικυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. 137/1957 απόφαση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων Βέροιας, δυνάμει του Α.Ν. 1831/1952 περί ανωμάλων δικαιοπραξιών, η οποία μεταγράφηκε νόμιμα, πώλησε διαιρετό τμήμα του ως άνω αγρού, εμβαδςύ 500 τ.μ., ενώ το έτος 1948, πώλησε και μεταβίβασε, ατύπως, στον ίδιο ως άνω αγοραστή, επιπλέον τμήμα, εμβαδού 100 τ.μ., συνεχόμενο με το πρώτο. Μεταξύ των ετών 1948-1950, ο πατέρας της ενάγουσας ανήγειρε, εντός του σχηματισθέντος, όλου ακινήτου, των 600 τ.μ., μία οικία, την οποία χρησιμοποιούσε προς στέγαση της οικογένειάς του, καθώς και αποθήκη- ορνιθώνα, με τσιμεντόλιθους, ένα λιθόκτιστο φούρνο και ένα υπαίθριο αποχωρητήριο, με τσιμεντόλιθους και κεραμίδια, ενώ, το έτος 1967, κατασκεύασε μία ακόμη διώροφη οικία, στην οπίσθια πλευρά του οικοπέδςμ (σε σχέση με την πρόσοψή του), από οπλισμένο σκυρόδεμα και κεραμοσκεπή. Ακολούθως, ο ..., δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../1967 συμβολαίου σύστασης προίκας, του συμβολαιογράφου Βέροιας ..., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …, στον τόμο … και αριθμό …, μεταβίβασε διαιρετό τμήμα, εμβαδού 200 τ.μ., του όλου ακινήτου, κατά μεν την επικαρπία, στο σύζυγο της ενάγουσας, ..., κατά δε την ψιλή κυριότητα, στην ίδια, ενώ, το έτος 1972, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στην άλλη θυγατέρα του, ..., το υπόλοιπο διαιρετό τμήμα, του ίδιου ακινήτου, συστήνοντας, παράλληλα, δουλεία διόδου, υπέρ του ακινήτου της ενάγουσας και σε βάρος του τμήματος που περιήλθε στην ως άνω αδελφή της. Στο οικοπεδικό τμήμα των 200 τ.μ., που μεταβιβάστηκε, κατά τα ανωτέρω, στην ενάγουσα, εμπίπτει και μέρος του προαναφερομένου τμήματος των 100 τ.μ., που είχε μεταβιβαστεί, ατύπως, στο δικαιοπάροχό της, από τον αρχικό κληρούχο. Σχετικά με την κυριότητα του ως άνω τμήματος των 100 τ.μ., ο εναγόμενος άσκησε κατά της ενάγουσας και της ως άνω αδελφής της, την από 8-3-1990 δικεδικητική αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 201/ΤΠ/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας. Κατά τη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής, οι εναγόμενες προέβαλαν την ένσταση ιδίας κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, διαιρετών τμημάτων του διεκδικουμένου ακινήτου και ειδικότερα, η εδώ ενάγουσα τμήματος αυτού, εμβαδού 33 τ.μ., η δε αδελφή της, τμήματος εμβαδού 67 τ.μ.. Το παραπάνω Δικαστήριο, με την προαναφερόμενη απόφασή του, απέρριψε την εν λόγω ένσταση, ως ουσιαστικά αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι, από τις 22-2-1974, οπότε το όλο ακίνητο εντάχθηκε στο σχέδιο πόλης, μέχρι την άσκηση της ‘ανωτέρω αγωγής, δεν συμπληρώθηκε η απαιτούμενη από το νόμο εικοσαετία, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, ενώ, περαιτέρω, αφού δέχθηκε την προβληθείσα από τις ως άνω εναγόμενες, ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος, ως κατ' ουσία βάσιμη, απέρριψε την παραπάνω αγωγή, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της ανωτέρω απόφασης, ο τότε ενάγων και ήδη εναγόμενος, άσκησε έφεση, βάλλοντας κατά των βλαπτικών για τον ίδιο διατάξεων αυτής, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθμ. 2189/2012 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, ενώ, κατά της τελευταίας απόφασης, ο ίδιος άσκησε αναίρεση, η οποία, επίσης, απορρίφθηκε, με την υπ' αριθμ. 1915/2014 απόφαση του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα με το αιτιολογικό της ανωτέρω απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης, το τότε επίδικο τμήμα των 100 τ.μ., είναι εδαφική λωρίδα 3 μέτρων, στην πρόσοψη του οικοπεδικού τμήματος των 500 τ.μ. (που είχε μεταβιβαστεί στο δικαιοπάροχο της εδώ ενάγουσας, με την προαναφερόμενη ανώμαλη δικαιοπραξία) και βάθους 33 μέτρων, βρίσκεται δε στη δυτική πλευρά του όλου οικοπέδου. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι, στο οικοπεδικό τμήμα των 200 τ.μ., που μεταβιβάστηκε, κατά τα ανωτέρω, στην ενάγουσα, από τον πατέρα της, εμπίπτει και το ήδη επίδικο τμήμα, με ΚΑΕΚ ..., εμβαδού 100 τ.μ., το οποίο συνορεύει, ανατολικά, με ΚΑΕΚ ..., δυτικά με ΚΑΕΚ ..., βόρεια με ΚΑΕΚ ... και νότια με ΚΑΕΚ ..., αποτυπώνεται δε, στο συνημμένο στην κρινόμενη αγωγή, από Νοέμβριο του έτους 2015, τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ..., με στοιχεία 7-16-20-17-14-9-7. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το επίδικο, στις προαναφερόμενες δίκες, τμήμα των 33 τ.μ., επί του οποίου προέβαλε, κατ' ένσταση, δικαίωμα κυριότητας η ενάγουσα, αποτελεί, εν μέρει, τμήμα και του ήδη επιδίκου ακινήτου (με ΚΑΕΚ ...) και συγκεκριμένα, η μία πλευρά αυτού (δυτική), ταυτίζεται με την πλευρά, υπό στοιχ. 7-9 του ως άνω τοπογραφικού διαγράμματος, ταυ επιδίκου ακινήτου, ενώ οι άλλες δύο πλευρές του, εκτείνονται κατά μήκος των πλευρών, υπό στοιχ. 7-16 και 9-14, του επιδίκου ακινήτου, σε βάθος τριών μέτρων. Ειδικότερα, το μέρος του οικοπεδικού τμήματος των 33 τ.μ., που εμπίπτει στο επίδικο οικόπεδο, έχει εμβαδό 8,544 τ.μ. και αποτυπώνεται στο προσκομιζόμενο στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση της υπόθεσης, από Οκτώβριο του έτους 2018, συμπληρωματικό τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου ως άνω πολιτικού μηχανικού, με τα στοιχεία 7-7'-9'-9-7 και με πλευρικές διαστάσεις, 7-7', μήκους 3 μέτρων, 7'-9', μήκους 2,852 μέτρων, 9'-9, μήκους 3 μέτρων και 9-7, μήκους 2,852 μέτρων. Με βάση δε τα προεκτεθέντα, καθόσον αφορά το εν λόγω τμήμα, των 8,544 τ.μ., του επιδίκου ακινήτου, ήδη έχει κριθεί, με την υπ’ αριθμ. 201/ΤΠ/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, που έγινε τελεσίδικη, ότι, μέχρι την άσκηση της προαναφερομένης αγωγής του εδώ εναγομένου, στις 23-3-1990, δεν είχε συμπληρωθεί ο απαιτούμενος για την κτήση της κυριότητας αυτού χρόνος χρησικτησίας, εκ μέρους της εδώ ενάγουσας και απορρίφθηκε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, η σχετική ένσταση που είχε προβάλει η τελευταία, προς αντίκρουση της ανωτέρω αγωγής. Από την ως άνω, τελεσίδικη απόφαση, παράγεται δεδικασμένο, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα σκέψη, για το στηριζόμενο στην έκτακτη χρησικτησία δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας και ειδικότερα, για το ζήτημα που κρίθηκε με αυτή, δηλαδή, ότι μέχρι την άσκηση της ανωτέρω αγωγής, δεν συμπληρώθηκε η εικοσαετής νομή της τελευταίας στο ως άνω τμήμα. Επίσης, από το δεδικασμένο της παραπάνω απόφασης καλύπτεται και το στηριζόμενο στον παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας του ιδίου οικοπεδικού τμήματος, δικαίωμα της ενάγουσας, το οποίο δεν είχε προταθεί στην ανωτέρω δίκη, δεδομένου ότι αυτό μπορούσε να προταθεί, αφού τα πραγματικά περιστατικά που το στηρίζουν είχαν ήδη γεννηθεί, κατά την προβολή, εκ μέρους της, της ανωτέρω ένστασης. Συνεπώς, η σχετική ένσταση δεδικασμένου, που προέβαλε ο εναγόμενος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη. Εξάλλου, η χρησικτησία της ενάγουσας επί του ως άνω τμήματος των 8,544 τ.μ., διακόπηκε με την έγερση της παραπάνω αγωγής του αντιδίκου της(άρθρ. 1049 ΑΚ), άρχισε δε και πάλι, με την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επ’ ς/υτής (άρθρ. 1049, 261 ΑΚ), στις 28-11-2012, έκτοτε δε και μέχρι την άσκηση της κρινομένης αγωγής, στις 5-11-2016 (βλ. σχετική επισημείωση επί του προσκομιζομένου αντιγράφου αυτής, του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βέροιας, ...), δεν συμπληρώθηκε η απαιτούμενη για την κτήση της κυριότητας αυτού, με έκτακτη χρησικτησία, εικοσαετής νομή της ενάγουσας και ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η σχετική ένσταση (διακοπής της χρησικτησίας), που προέβαλε ο εναγόμενος ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Ενόψει των προεκτεθέντων, πρέπει ν' απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή, καθόσον αφορά το παραπάνω τμήμα των 8,544 τ.μ. του επιδίκου ακινήτου, ως ουσιαστικά αβάσιμη. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι η ενάγουσα έγινε κυρία του εν λόγω τμήματος, τόσο με πρωτότυπο όσο και με παράγωγο τρόπο και δέχθηκε την αγωγή, ως προς το τμήμα αυτό, ως ουσιαστικά βάσιμη, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου, οι πρώτος και δεύτερος λόγοι της κρινομένης έφεσης, με τους οποίους ο εναγόμενος- εκκαλών επαναφέρει τις προαναφερόμενες ενστάσεις του και παραπονείται για την απόρριψή τους, πρέπει να γίνουν δεκτοί, κατά το σκέλος αυτό, ως ουσιαστικά βάσιμοι.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, εφόσον παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων έφεσης, εφόσον βάλλουν κατά του ιδίου κεφαλαίου της εκκαλουμένης απόφασης, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση, ως βάσιμη και κατ’ ουσία, να εξαφανιστεί, για την ενότητα της εκτέλεσης, η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς όλες τις διατάξεις της, στη συνέχεια δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή, ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να αναγνωριστεί η ενάγουσα αποκλειστική κυρία του τμήματος του επιδίκου ακινήτου, εμβαδού 91,456 τ.μ., που προσδιορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό, με αιτία κτήσης το υπ’ αριθμ. .../1967 συμβόλαιο σύστασης προίκας, του συμβολαιογράφου Βέροιας ..., άλλως, την έκτακτη χρησικτησία, όπως κρίθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, να διαταχθεί δε, η διόρθωση της αρχικής κτηματολογικής εγγραφής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών και να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος - εναγομένου, ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης-ενάγουσας (άρθρα 178, 183, 190, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της μερικής νίκης του εκκαλούντος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σ’ αυτόν, του παράβολου του Ελληνικού Δημοσίου, που κατέθεσε για την έφεσή του (άρθρ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ ουσία την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη, υπ’ αριθμ. 109/ΤΜ/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βέροιας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παράβολου του Ελληνικού Δημοσίου (υπ’ αριθμ. … ηλεκτρονικό παράβολο), στον καταθέσαντα αυτό, εκκαλούντα.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 17-11-2015 (αριθμ. έκθ. κατάθεσης .../16- 12-2015) αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ όσα κρίθηκαν απορριπτέα.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ενάγουσα αποκλειστική κυρία του περιγραφομένου κατωτέρω τμήματος ενός οικοπέδου με ΚΑΕΚ ..., συνολικού εμβαδού 100 τ.μ., που βρίσκεται στο Ο.Τ. 481, στη συνοικία “...” του Δήμου Βέροιας Ν. Ημαθίας, όπως αυτό απεικονίζεται, με τα στοιχεία 7-16-20-17-14-9-7, στο από Νοέμβριο του έτους 2015 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ... και συνορεύει, ανατολικά, με ΚΑΕΚ ..., δυτικά, με ΚΑΕΚ ..., βόρεια, με ΚΑΕΚ ... και νότια, με ΚΑΕΚ ..., ήτοι, ενός οικοπεδικού τμήματος, εμβαδού 91,456 τ.μ., όπως αυτό απεικονίζεται στο από Οκτώβριο του έτους 2018, συμπληρωματικό τοπογραφικό διάγραμμα του ιδίου ως άνω πολιτικού μηχανικού, με τα στοιχεία 7'-16-20-17-14-9'-7' και/συνορεύει, ανατολικά, με ΚΑΕΚ ..., δυτικά, με το υπόλοιπο τμήμα του ιδίου ΚΑΕΚ, βόρεια, με ΚΑΕΚ ... και νότια, με ΚΑΕΚ ....
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής στο τηρούμενο κτηματολογικό φύλλο των βιβλίων του Κτηματολογικού Γραφείου Βέροιας, που αφορά το ακίνητο με ΚΑΕΚ ..., α) με την καταχώριση της ενάγουσας, ως αποκλειστικής κυρίας του περιγραφομένου στην προηγούμενη διάταξη τμήματος αυτού, εμβαδού 91,456 τ.μ., και β) με την αλλαγή των οικείων κτηματολογικών βιβλίων και διαγραμμάτων, κατά τρόπον ώστε το προπεριγραφόμενο τμήμα των 91,456 τ.μ., του οικοπέδου με ΚΑΕΚ ... και το οικοπεδικό τμήμα με ΚΑΕΚ ..., να λάβουν ένα ΚΑΕΚ και να εμφανίζονται ως ενιαίο ακίνητο.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα-εναγόμενο σε ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης-ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο καθορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ και ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίασή του, στη Θεσσαλονίκη, την 1 Απριλίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, με παρούσα τη Γραμματέα.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 
ΠΗΓΗ: https://www.qualex.gr