ΑΠ 504/2015 Συγκυριότητα και συννομή σε ακίνητο - Κτήση πλήρους κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία - Προϋποθέσεις
Περίληψη
Συγκυριότητα και συννομή σε ..
ακίνητο. Άσκηση πλήρους κατοχής από συγκύριο στο όνομα όλων. Κτήση πλήρους κυριότητας από συγκύριο με έκτακτη χρησικτησία. Προϋποθέσεις. Άσκηση νομής. Έτσι η αντιποίηση πλήρως ή κατά μέρος μεγαλύτερο της μερίδας του. Προϋπόθεση η προϋπάρχουσα κοινωνία. Χρόνος χρησικτησίας. Έναρξη με τη γνωστοποίηση της αντιποίησης στους λοιπούς συγκοινωνούς. Ειδική διαδοχή στην νομή του πράγματος. Συνυπολογισμός του χρόνου άσκησης νομής του δικαιοπαρόχου στο χρόνο του διαδόχου του. Έφεση. Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα. Λόγοι έφεσης. Έννοια. Συστατική ή διαδικαστική πλημμέλεια με βάση νομικό ή πραγματικό σφάλμα. Έτσι και οι ενστάσεις του εναγομένου, ακόμα κι αν προτείνονται για πρώτη φορά. Αναιρετικοί λόγοι. Παραδεκτό. Αναίρεση κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου. Περιοριστική διατύπωση αναιρετικών λόγων. Όρος η νόμιμη προβολή του ισχυρισμού που στηρίζει τον αναιρετικό λόγο στο δικαστήριο της ουσίας. Έτσι και για την αοριστία της αγωγής. Κακή σύνθεση δικαστηρίου. Αρχή του νόμιμου δικαστή. Κρίση με βάση την απόφαση ή τα πρακτικά. Μη κρίσιμη η έλλειψη αναγραφής του αρχαιότερου Πρωτοδίκη. Απορρίπτει.Απόφαση
Αριθμός 504/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Α. Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Δ. Σ. του Μ. και 2)Κ. Σ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μοροζίνη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. συζ. Σ. Κ. - Χ., κατοίκου ..., 2)Θ. Κ. του Δ., κατοίκου ... 3)Ι. Σ. του Γ., κατοίκου ..., 4)Δ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., 5)Ι. Σ. του Θ., κατοίκου ... 6)Ι. συζ. Δ. Ρ., το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., 7)Π. Ρ. του Δ., κατοίκου ..., 8α)Ν. Σ. του Δ., 8β) Ε. - Ε. Σ. του Δ., κατοίκου ..., 8γ)Ε. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ως κληρονόμων του Δ. Σ. 9)Ε. χήρας Γ. Π., το γένος Ε. Κ., κατοίκου ..., 10)Α. Π. του Γ., κατοίκου ..., και 11)Ν. Π. του Γ., κατοίκου .... Όλοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Σαραντόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/4/2010 αγωγή των ήδη 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης, 7ου, 11ης, 12ου και 13ου των ήδη αναιρεσιβλήτων και του αρχικού διαδίκου Δ. Σ., που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 64/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 41/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28/2/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 3/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιάφορο εάν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, 2) εάν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ο νόμος ορίζει ή δίκασε Ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Οι λόγοι είναι τέσσερις, αντιστοιχούν δε προς τους λόγους των αριθμών 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559 προς τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως. Η απαρίθμηση των λόγων είναι περιοριστική. Έτσι, δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης για παράλειψη λήψεως υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, για κήρυξη ή μη απαραδέκτου ή αοριστίας ποσοτικής ή ποιοτικής.
Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, συντρέχει δε, αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά περιστατικά δηλαδή που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.8 και 14 ΚΠολΔ. Σε κάθε όμως περίπτωση η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργηθεί λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ στο οποίο ορίζεται ότι "είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός εάν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση γ) για ισχυρισμό που αφόρα τη δημόσια τάξη», δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός, δεν είναι από εκείνους οι οποίοι κατ’ εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορά στη δημόσια τάξη. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 522 παρ 1 ΚΠολΔ, το Έγγραφο της έφεσης, πρέπει να περιέχει και τους λόγους της έφεσης. Λόγο εφέσεως αποτελεί κάθε συστατική ή διαδικαστική πλημμέλεια της αποφάσεως που οφείλεται σε νομικό ή πραγματικό σφάλμα ή παραδρομή του δικαστηρίου. Τα ως άνω σφάλματα του δικαστηρίου που αναφέρονται σε ενστάσεις του εναγομένου, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα μόνο με λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο, όχι απλώς με τις προτάσεις ακόμα και αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσίβλητοι-ενάγοντες, άσκησαν ενώπιων του Ειρηνοδικείου Γυθείου την από 29-4-2010 αγωγή με την οποία ιστορούσαν ότι είναι συγκύριοι και συννομείς κατά τα αναφερόμενα συγκεκριμένα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ενός αγρού κειμένου στο Δήμο ... νόμου Λακωνίας, εκτάσεως 95.500 τετραγωνικών μέτρων, ότι ο δικαιοπάροχός τους Δ. Σ. του Μ. απέκτησε το ακίνητο αυτό από άτυπη δωρεά των γονέων του που έγινε τμηματικά την τελευταία εικοσαετία του προηγουμένου αιώνος και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας αφού έκτοτε και μέχρι του επισυμβάντος την 20-6-1952 θανάτου του ανενόχλητος ενέμετο και κατείχε διανοία αποκλειστικού κυρίου όλο το ακίνητο με επίβλεψη, καλλιέργεια συγκομιδή ελαιοκάρπου, συντήρηση των υπαρχόντων τοίχων οριοθέτηση, καθαρισμό, επίσκεψη, εκμίσθωση αυτού, ότι ο Δ. Σ. κατέλειπε την από 10-7-1949 ιδιόγραφη διαθήκη του η οποία δημοσιεύθηκε νομίμως από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την οποία κατέστησε κληρονόμους τη σύζυγό του Ι. χήρα Δ. Σ. στην οποία κατέλειπε το 1/2 εξ αδιαιρέτου του ως άνω αγρού και τα επτά μεταποβιώσαντα τέκνα του στο υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου του αγρού αυτού ισομερώς δηλαδή κατά 6/84 εξ αδιαιρέτου τον καθένα εξ αυτών. Ότι μετά το θάνατο του αρχικού δικαιοπαρόχου τους το έτος 1952 συνέχισε τις ίδιες πράξεις νομής η σύζυγός του και δικαιοπάροχος των εναγόντων Ι. χήρα Δ. Σ. από κοινού με τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων τέκνα της και εν συνεχεία από του θανάτου αυτών κατά τις διαδοχές που λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτήν εσυνέχισαν τις ίδιες πράξεις νομής επί του επιδίκου ακινήτου οι ενάγοντες καταστάντες συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά παράγωγο τρόπο (καθολικοί διάδοχοι με αποδοχή κληρονομιών και μεταγραφή) ως και κατά πρωτότυπο τρόπο με έκτακτη χρησικτησία με προσμέτρηση του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους. Ότι στις 30-5-2008 ο πρώτος εναγόμενος συγκύριος του επιδίκου ακινήτου κατά το εκεί αναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου ισχυριζόμενος ότι έχει καταστεί κύριος εκτάσεως 30 στρεμμάτων εκ του όλου ως άνω ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, μεταβίβασε τούτο στο δεύτερο εναγόμενο συμβαλλόμενο υιό του, αποβάλλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τους ενάγοντες από τη συγκυριότητα και συννομή τους επ’ αυτού χωρίς ουδέποτε να έχει γνωστοποιήσει στους λοιπούς συγκύριους την πρόθεση του να νέμεται αποκλειστικά για λογαριασμό του το επίδικο ακίνητο των 30 στρεμμάτων το οποίο κατείχε και ενέμετο κατά την άσκηση της αγωγής ο δεύτερος εναγόμενος. Ζήτησαν δε, με την αγωγή αυτή να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά τα προσήκοντα εις έκαστο ποσοστά εξ αδιαιρέτου επ’ αυτού και να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να τους αποδώσει το επίδικο ακίνητο κατά το ανήκον εις έκαστον ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 64/2011 οριστική απόφαση του άνω δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή αυτή, αναγνωρίσθηκαν οι ενάγοντες συγκύριοι της επίδικης εδαφικής έκτασης εξ αδιαιρέτου κατά τα αναφερόμενα σ’ αυτήν ποσοστά και υποχρεώθηκε ο δεύτερος αναιρεσείων-εναγόμενος να αποδώσει στους αναιρεσιβλήτους-ενάγοντες το επίδικο ακίνητο κατά το λόγο της ιδανικής μερίδας εκάστου εξ αυτών. Ενώπιου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, οι αναιρεσείοντες άσκησαν την από 28-2-2012 έφεση κατά της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης. Επί της ανωτέρω εφέσεως εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 41/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου με την οποία απερρίφθη κατ’ ουσίαν η έφεση αυτή. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν με λόγο έφεσης και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό τους ότι η αγωγή ήταν ποσοτικά αόριστη διότι οι ενάγοντες ουδόλως διευκρίνισαν σ’ αυτή τις επί μέρους πράξεις νομής που ασκούσαν επί του επιδίκου ακινήτου οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων ως και αυτοί (ενάγοντες), άλλως ότι παρά το νόμο, δεν κήρυξε απαράδεκτη λόγω αοριστίας ποσοτικής την ένδικη αγωγή. Οι λόγοι αυτοί, δεδομένου ότι πλήττεται απόφαση Πρωτοδικείου που δίκασε ως Εφετείο, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι μη περιλαμβανόμενοι στους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 560 ΚΠολΔ λόγους όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη, πέραν του ότι στο δικόγραφο της αγωγής λεπτομερώς αναφέρονται οι διακατοχικές πράξεις που άσκησαν οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων και οι τελευταίοι και δεν προβλήθηκε με λόγο έφεσης τέτοια πλημμέλεια.
Επειδή, κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται κατ’ άρθρο 560 αρ.2 ΚΠολΔ, αναίρεση μόνον αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ο νόμος ορίζει ή δίκασε Ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση. Ο λόγος αυτός είναι αντίστοιχος του υπ’ αριθ. 559 περ.2 ΚΠολΔ με την απόκλιση ότι δεν περιλαμβάνεται εδώ, η άσκηση αγωγής κακοδικίας κατά του δικαστή της συνθέσεως. Η απόδειξη της κακής συνθέσεως γίνεται από την απόφαση ή τα πρακτικά ενόσω δεν προσβάλλονται για πλαστότητα. Μη νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου κατά την εν λόγω διάταξη, υπάρχει αν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του ΚΠολΔ ή ειδικού νόμου, όπως είναι ο κωδ. νόμος 1756/1988 όπως ισχύει περί οργανισμού Δικαστηρίου και καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών. Ειδικότερα, η αρχή του νομίμου δικαστή έχει συνταγματικό υπόβαθρο και δεσμεύει τόσο τον κοινό νομοθέτη (άρθρο 8 του Συντάγματος) όσο και το δικαστήριο, όπως επίσης και τη διοίκηση των δικαστηρίων. Έτσι, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 15 του ως άνω ν. 1756/1988 όπως αντικ. από το άρθρο 2 ν. 2172/1993, ο καθορισμός της σύνθεσης του δικαστηρίου γίνεται από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου. Εξ άλλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 17Α εδ.β’ ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 4 ν. 3994/2011 στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων της περιφερείας τους. Στην περίπτωση αυτή τα Μονομελή Πρωτοδικεία συγκροτούνται από Πρόεδρο Πρωτοδικών ή Πρωτοδίκη με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτή ως Παρέδρου Πρωτοδικείου και σε περίπτωση που δεν υπηρετούν Πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν από τον αρχαιότερο κατά διορισμό Πρωτοδίκη. Συναφώς κατά άρθρο 305 αρ. 1 ΚΠολΔ διάταξη, το πρωτότυπο της απόφασης πρέπει να αναφέρει μεταξύ άλλων τη σύνθεση του δικαστηρίου και ότι η απόφαση δημοσιεύθηκε. Από τις διατάξεις αυτές και εκείνες των άρθρων 8 εδάφιο 1 του Συντάγματος, 109 παρ.1 και 256 ΚΠολΔ, δεν προκύπτει ότι η μη αναγραφή στην εκδοθείσα απόφαση της μη υπάρξεως Πρωτοδίκη με πενταετή υπηρεσία ως και της ιδιότητας του αρχαιοτέρου Πρωτοδίκη ως τέτοιου (αρχαιοτέρου) συνεπάγεται ως κύρωση την έλλειψη νόμιμης σύνθεσης του δικαστηρίου εκείνου. Τέτοια κύρωση για την αιτία αυτή δεν απαγγέλλεται ούτε υπό άλλη διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες προτάσσουν με τον πρώτο λόγο αναίρεσης πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως εκ του άρθρου 560 αρ. 2 ΚΠολΔ ότι η σύνθεση του δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου στις 27-3-2013 δεν ήταν νόμιμη διότι συγκροτήθηκε τούτο από την Πρωτοδίκη …, η οποία δεν είχε συμπληρώσει στην υπηρεσία ούτε καν τετραετία συνυπολογιζομένης και της υπηρεσίας αυτής ως Παρέδρου Πρωτοδικείου έχουσα διοριστεί ως δόκιμη δικαστής το πρώτον στις 16-6-1990, προαχθείσα στο βαθμό του Πρωτοδίκη στις 16-6-2010, αλλά και ούτε προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν υπηρετούν στο Πρωτοδικείο Γυθείου δικαστές με τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία, ως επίσης δεν αναφέρεται αν η συγκεκριμένη Πρωτοδίκης ήταν η αρχαιότερη κατά διορισμό Πρωτοδίκης στο Πρωτοδικείο Γυθείου στο οποίο υπηρετούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο και Πρωτοδίκης της ίδιας σειράς αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δικαστών ο …. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη, εφόσον δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 560 αρ. 2 εκ του ότι δεν αναγράφεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν υπηρετούν στο Πρωτοδικείο Γυθείου Πρωτοδίκες με πενταετή υπηρεσία ούτε εκ του ότι δεν αναγράφεται η ιδιότητα του δικάσαντος δικαστή ως του αρχαιοτέρου υπηρετούντος στο Πρωτοδικείο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, πέραν του ότι, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από τους αναιρεσιβλήτους απόσπασμα του από 9-1-2014 πίνακος αρχαιότητας δικαστικών λειτουργών της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, η Πρωτοδίκης ... είναι αρχαιότερη του Πρωτοδίκη ..., υπηρετούντος και αυτού κατά τον κρίσιμο χρόνο στο Πρωτοδικείο Γυθείου. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δίκαιου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 980, 981, 982, 984, 994 ΑΚ οι οποίες διέπουν τη συννομή και οι οποίες κατά τα άρθρα 1113 και 1884 ΑΚ εφαρμόζονται και στην κοινωνία μεταξύ των συγκυρίων ή συγκληρονόμων επί του ιδίου πράγματος σαφώς προκύπτει ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος αν κατέχει ολόκληρο το κοινό θεωρείται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών συγκυρίων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή πριν ή καταστήσει γνωστό στους συγκυρίους ότι νέμεται μεγαλύτερο της μερίδας του μέρος ή το όλο αποκλειστικώς στο όνομα του ως κύριος (Ολ. ΑΠ 485/1982). Όμως τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται όταν οι λοιποί συγκοινωνοί έχουν λάβει γνώση με οποιοδήποτε τρόπο της αποφάσεως που εκδήλωσε ο κοινωνός ότι κατέχει ολόκληρο το κοινό, και ότι νέμεται αυτό αποκλειστικώς για τον εαυτό του (ΑΠ 32/2000). Τα προεκτιθέμενα όμως προϋποθέτουν πως η κοινωνία υπήρχε ήδη όταν αυτός που προβάλλει ότι έγινε κύριος του κοινού με χρησικτησία, άρχισε να το νέμεται ως αποκλειστικός κύριος (ΑΠ 718/2010). Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής, επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ. Άσκηση νομής, προκείμενου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σε αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, μετά από την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ο Δ. Σ. του Μ. και της Α. είχε αποκτήσει από άτυπη δωρεά από τους γονείς του έναν αγρό κείμενο εκτός σχεδίου και εκτός ζώνης οικισμού της κτηματικής περιφέρειας του νυν δημοτικού διαμερίσματος Γέρμας του Δήμου ... του νομού Λακωνίας στη θέση «...», εκτάσεως 95.500 τ.μ. μετά του εντός αυτού ερειπωμένου ασκεπούς κτίσματος, το οποίο αποτελείτο από κατώγι επιφάνειας 25 τ.μ. και από ανώγι επιφάνειας 25 τ.μ. και συνορευόμενου γύρωθεν με αγροτικό δρόμο, ιδιοκτησία Τ., ιδιοκτησία Σ. (πρώην Τ.), Α. και Τ. Το ακίνητο αυτό κατείχε και νεμόταν αδιατάρακτα, επιβλέποντας, καλλιεργώντας, οριοθετώντας, εκμισθώνοντας και καθαρίζοντας αυτό, το οποίο επισκεπτόταν και συχνά, με διάνοια αποκλειστικού κυρίου αδιαλείπτως μέχρι του θανάτου του το έτος 1952, οπότε δυνάμει της από 10-7-1949 ιδιογράφου διαθήκης του, η οποία δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με τα υπ’ αριθμούς ...26-11-1952 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και καταχωρήθηκε στο γενικό βιβλίο διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό ..., στη θέση του στο παραπάνω ακίνητο υπεισήλθαν οι κληρονόμοι του, ήτοι η σύζυγός του Ι. χήρα Δ. Σ., το γένος Δ. και Π. Ο., την οποία είχε εγκαταστήσει κληρονόμο στο 1/2 εξ αδιαιρέτου και τα επτά τέκνα του, Α. συζ. Θ. Π., το γένος Δ. και Ι. Σ., Κ. Σ. του Δ. και της Ι., Μ. Σ. του Δ. και της Ι., Ν. Σ. του Δ. και της Ι., Γ. Σ. του Δ. και της Ι., Θ. Σ. του Δ. και της Ι. και Ι. Σ. του Δ. και της Ι., στα οποία κατέλειπε το έτερο 1/2 ή 42/84 εξ αδιαιρέτου, ήτοι ποσοστό 6/84 εξ αδιαιρέτου εις έκαστον. Την 16-5-1963 απεβίωσε στην Αθήνα η ως άνω Ι. χήρα Δ. Σ., το γένος Δ. και Π. Ο., η οποία κατέλειπε την από 1-11-1961 ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το υπ’ αριθμόν .../14-11-1963 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης και καταχωρήθηκε στο γενικό βιβλίο διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό .../1963. Δυνάμει της διαθήκης αυτής στο προπεριγραφέν ακίνητο εγκαταστάθηκαν ως κληρονόμοι της αφενός τα προαναφερθέντα άρρενα τέκνα της Κ., Μ., Ν., Γ. και Θ., αφετέρου η εγγονή της Ι. Σ. του Ι., τέκνο του προαποβιώσαντος υιού της, έκαστος εκ των οποίων εγκαταστάθηκε σε ποσοστό 7/84 εξ αδιαιρέτου. Ακολούθως, το προπεριγραφέν ακίνητο περιήλθε στους ενάγοντες και νυν εφεσιβλήτους κοινώς και αδιαιρέτως ως εξής: Στην πρώτη εφεσίβλητη, από κληρονομία εξ αδιαθέτου του ιδανικού μεριδίου του πατέρα της Ι. Σ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1959 και της μητέρας της Α. Α. χήρα Ι. Σ., το γένος Η. και Β. Β., η οποία απεβίωσε το έτος 2006, την οποία κληρονομία απεδέχθη δυνάμει της υπ’ αριθμόν ...6-11-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφείσας στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο … με αριθμό …, για τον εαυτό της και για λογαριασμό των ως άνω δικαιοπαρόχων της, οι οποίοι δεν είχαν αποδεχθεί το ανωτέρω ποσοστό όσο ζούσαν, αλλά δεν το είχαν ρητά αποποιηθεί, γενομένη συγκυρία κατά ποσοστά ...336 εξ αδιαιρέτου επί του προπεριγραφέντος ακινήτου. Στη δεύτερη εφεσίβλητη από κληρονομία εξ αδιαθέτου της αποβιωσάσης μητέρας της Α. χήρας Ι. Σ., το κληρονομικό μερίδιο της οποίας απεδέχθη τόσο για τον εαυτό της όσο και για λογαριασμό της ως άνω μητρός της με την προαναφερθείσα πράξη αποδοχής κληρονομίας, όπως και η πρώτη εφεσίβλητη, ετεροθαλής αδελφή της, γενομένη ούτως συγκυρία κατά ποσοστό 3/336 εξ αδιαιρέτου. Στην τρίτη και στον τέταρτο των εφεσιβλήτων περιήλθε από κληρονομιά εξ αδιαθέτου του Γ. Σ. του Δ., πατέρα της πρώτης αυτών και παππού του δευτέρου, ο οποίος πέθανε αδιάθετος το έτος 1995, μετά την αποποίηση των κληρονομικών μεριδίων των λοιπών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του, ήτοι της συζύγου του Α.χήρας Γ. Σ. και της θυγατέρας του Α. Σ., κληρονομία την οποία αποδέχθηκαν ο καθένας για λογαριασμό του και για λογαριασμό των δικαιοπαρόχων τους δυνάμει της υπ’ αριθμόν ...13-10-2009 πράξεως αποδοχής κληρονομίας του ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσης στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο … με αριθμό …, καταστάντες έτσι συγκύριοι κατά ποσοστό 26/336 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Στην πέμπτη εφεσίβλητη, από εξ αδιαθέτου κληρονομία του πατέρα της, Θ. Σ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 2008, την οποία αποδέχθηκε μετά την αποποίηση των κληρονομικών τους μερίδων των συγκληρονόμων αυτού, Ε. χήρας Θ. Σ. (μητέρας της) και Α. Σ. (αδελφού της), τόσο για λογαριασμό της όσο και για λογαριασμό των προκατόχων της, δυνάμει της υπ’ αριθμόν ...23-7-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας του προαναφερθέντος συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσης αυτής στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο… με αριθμό ..., γενομένης ούτως κυρίας κατά ποσοστό 52/336 ες αδιαιρέτου. Στην έκτη εφεσίβλητη από κληρονομία εξ αδιαθέτου του πατέρα της Κ. Σ., ο οποίος πέθανε το έτος 1966, την οποία αποδέχθηκε για λογαριασμό της αλλά και για λογαριασμό των προκατόχων της δυνάμει της υπ’ αριθμόν .../23-7-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. συζ. Κ. Β. - Κ., η οποία μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο … με αριθμό ..., γενομένης ούτως συγκυρίας κατά ποσοστό 39/336 εξ αδιαιρέτου. Στον έβδομο εφεσίβλητο, από κληρονομία εξ ιδιογράφου διαθήκης του ιδανικού μεριδίου της γιαγιάς του Α. χήρας Κ. Σ., η οποία απεβίωσε το έτος 2008, δημοσιευθείσας τη διαθήκης της με τα υπ’ αριθμόν …/2009 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία κληρονομία απεδέχθη, δυνάμει της ανωτέρω πράξης αποδοχής, με την έκτη των εφεσιβλήτων, τόσο για λογαριασμό του. όσο και για τους προκατόχους του, γενόμενος έτσι κύριος κατά ποσοστό 13/336 εξ αδιαιρέτου. Στους ήδη υπό στοιχεία 8α, 8β και 8γ των εφεσιβλήτων από εξ αδιαθέτου κληρονομία εκ του πατρός τους Δ. Σ. του Ν., ο οποίος απεβίωσε την 17-12-2011, στην οποία υπεισήλθαν, μετά την αποποίηση του κληρονομικού μεριδίου της εκ μέρος της μητρός τους Α. Σ. το γένος Γ. και Ε. Π., δια της παρελεύσεως απράκτου της προθεσμίας προς αποποίηση, ήτοι αποδεχόμενοι σιωπηλώς κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος το ποσοστό 52/336 εξ αδιαιρέτου επί του προπεριγραφέντος ακινήτου, το οποίο είχε περιέλθει στον ως άνω πατέρα τους, δυνάμει της υπ’ αριθμόν ....14-10-2009 πράξης αποδοχής του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., η οποία νομίμως μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο … με αριθμό…, με την οποία είχε αποδεχθεί την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομία τόσο για λογαριασμό του όσο και για τους προκάτοχους του. Στην ένατη και στους δέκατο και ενδέκατο των εφεσιβλήτων, από εξ αδιαθέτου κληρονομία του αποβιώσαντος το έτος 1995 Γ. Π.,. συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών, στον οποίο είχε περιέλθει ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της Α. χήρας Θ. Π. το γένος Δ. και Ι. Σ., που απεβίωσε το έτος 1990, την οποία κληρονομία αποδέχθηκαν για λογαριασμό τους και για τους προκατόχους τους, δυνάμει της υπ’ αριθμόν .../18-11-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφείσας στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο …με αριθμό ..., γενόμενοι έτι συγκύριοι κατά ποσοστό 9/336 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Κατά τον τρόπο αυτόν οι εφεσίβλητοι απέκτησαν την κυριότητα του προπεριγραφέντος ακινήτου, κατά τα ως άνω αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου έκαστος και έκτοτε αναμείχθηκαν στην κληρονομιαία περιουσία, συνεχίζοντας τις πράξεις νομής των προκατόχων τους, ήτοι επισκέπτονταν κι επέβλεπαν αυτό, προσπαθούσαν δε να εξεύρουν τρόπο διανομής αυτού, δεδομένου και του μεγάλου αριθμού των συγκυρίων μετά από τις κληρονομικές διαδοχές. Ωστόσο, το έτος 2008 ο πρώτος εκκαλών, συγκύριος κατά ποσοστό 52/336 εξ αδιαιρέτου επί του ακινήτου αυτού ως κληρονόμος του πατρός του Μ. Σ. του Δ. και της Ι., πληροφόρησε τους λοιπούς για πρώτη φορά, κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης τους προς διευθέτηση της εκούσιας διανομής του ακινήτου, ότι έχει παραχωρήσει στον υιό του, δεύτερο των εκκαλούντων, "το δικό του τμήμα», δυνάμει του υπ’ αριθμόν .../25-11-2002 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Γυθείου ... νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ... στον τόμο … με αριθμό…, ήτοι έναν αγρό ξηρικό που βρίσκεται στη θέση «...» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας …και νυν Δήμου ... Λακωνίας, με 80 ελιές, έχει έκταση 27 στρέμματα περίπου και συνορεύει γύρω με ιδιοκτησία Δ. Ν. Σ., με ιδιοκτησία Π. Τ., με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Σ. και με ιδιοκτησία Π. Τ. και ρεματιά, το οποίο αποτελεί τμήμα του προπεριγραφέντος ακινήτου του αρχικού κυρίου Δ. Σ. του Μ., ως ανωτέρω ανεφέρθη. Ο πρώτος εκκαλών επικαλείται ότι απέκτησε την. αποκλειστική κυριότητα του τμήματος αυτού δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας, καθώς όπως ισχυρίζεται, ασκούσε πράξεις νομής επί αυτού με διάνοια κυρίου αποκλειστικά για τον εαυτό του εν γνώσει των λοιπών συγκληρονόμων, οι οποίοι ποτέ δεν τον ενόχλησαν, ούτε αμφισβήτησαν το αποκλειστικό του δικαίωμα επί αυτού, αφού κατά τους ισχυρισμούς του είχε λάβει χώρα άτυπη διανομή του ευρύτερου ακινήτου το έτος 1960, βάσει της οποίας ο πατέρας του είχε. λάβει το επίδικο τμήμα το οποίο και εκ των υστέρων του παραχώρησε άτυπα, σε κάθε δε περίπτωση, οι. εφεσίβλητοι τελούσαν εν γνώσει των πράξεων νομής που έκανε ο ίδιος αποκλειστικά για λογαριασμό του επί του επιδίκου, ιδίως δε των ενεργειών του για ηλεκτροδότηση και υδροδότηση της οικίας που ευρίσκεται επί του επιδίκου και αποδέχονταν αυτές. Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η αποξένωση των εφεσιβλήτων από το επίδικο ακίνητο, ούτε και η πραγματοποίηση ατύπου διανομής του ευρύτερου ακινήτου το έτος 1960. Αντιθέτως, ο πρώτος εκκαλών αντιφάσκει ως προς τον χρόνο κτήσεως του επιδίκου από τον πατέρα του, αφού και στο δικόγραφο της εφέσεώς του αναφέρει στην τρίτη σελίδα (στίχοι 7, 8 και 9) ότι απέκτησε αυτό "από άγραφη παραχώρηση από τον πατέρα του πριν από το έτος 1960 ..." και στην πέμπτη σελίδα αυτής (στίχοι 1 και 2) αναφέρει ότι "Το νεμόταν αποκλειστικά (εννοεί ο πατέρας του) και διανοία κυρίου το ακίνητο αυτό μέχρι το 1975 και στη συνέχεια το μεταβίβασε άτυπα σε εμένα». Εξάλλου, ακόμα κι αν το ενέμετο σε κάθε περίπτωση από το 1975 και αφ’ ής στιγμής το είχε μεταβιβάσει στον δεύτερο εκκαλούντα από το έτος 2002, δεν κρίνονται πειστικές οι εξηγήσεις του περί του για ποιόν λόγο συμμετείχε στις συγκεντρώσεις των κληρονόμων και δεν τους είχε γνωστοποιήσει τα ανωτέρω, παρά το έπραξε το έτος 2008. Όλα τα ανωτέρω σε συνδυασμό και με τον ισχυρισμό τους, ο οποίος περιλαμβάνεται και στο δικόγραφο της εφέσεως τους ότι "Αδυνατώ να αντιληφθώ την αιτία για την οποία, μετά από δεκαετίες αδιαφορίας σας για την όλη κοινή περιουσία, όπως ενδεικτικά η παλιά πατρική οικία μας στη Γέρμα, η οποία είναι αχρησιμοποίητη και ερειπωμένη δεδομένου όχι ο μόνος που τη συντηρούσε ήμουν εγώ με δική μου επιμέλεια και δαπάνες και αφότου έπαψα να το πράττω ουδείς έχει ενδιαφερθεί για την τύχη της», από τον οποίο προκύπτει περισσότερο η έκπληξη των εκκαλούντων και όχι η αμφισβήτηση του δικαιώματος των εφεσιβλήτων, ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο πρώτος εκκαλών δεν είχε ποτέ εκφράσει με οποιονδήποτε τρόπο την βούληση του να κατέχει και να νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του το επίδικο τμήμα, πολλώ δε μάλλον που κατά το έτος 1984, ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίον ισχυρίζεται ο πρώτος εκκαλών ότι είχε ήδη λάβει χώρα η άτυπη διανομή και σε κάθε περίπτωση είχε ατύπως μεταβιβασθεί σε αυτόν η αποκλειστική νομή του επιδίκου, στην από 12-10-1984 επιστολή του προς τον πρόεδρο της τότε Κοινότητας Γέρμας ..., στα πλαίσια των ενεργειών του προς υδροδότηση του επιδίκου, αναφέρει "Επιθυμών να λάβητε υπ’ όψει σας ότι η οικία δια την οποίαν ζητείται η ύδρευσις, δεν ανήκει αποκλειστικώς εις εμέ, αλλ’ εξ αδιαιρέτου εις όλας τας οικογενείας των υιών και εγγονών του Π. μου Δ. Σ., κατ’ εντολίν και δια λογαριασμόν των οποίων ενεργώ εν προκειμένω. Την οικίαν ταύτην, ήδη ανακαινιζομένην, χρησιμοποιούν όλαι αι οικογένειαι, κατά περιόδους, δια διακοπάς και εκδρομάς, ακόμα και δια φιλοξενείαν αλλοδαπών φίλων, τους οποίους γοητεύει το απαράμιλλον κάλλος του φυσικού τοπίου». Ας σημειωθεί ως προς το Έγγραφο αυτό, το οποίο είχαν προσκομίσει μετ’ επικλήσεως οι εκκαλούντες ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και προσκομίζουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι, ότι οι εκκαλούντες δεν αμφισβητούν το συγκεκριμένο Έγγραφο κατά το περιεχόμενο του, ούτε προσβάλλουν αυτό ως πλαστό, αλλά τονίζουν την έλλειψη αποδεικτικής δύναμης αυτού παρά το γεγονός ότι ως ανωτέρω ανεφέρθη το είχαν προσκομίσει μετ’ επικλήσεως οι ίδιοι ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ισχυρίζονται ότι εκ παραδρομής είχε περιληφθεί στον φάκελο των σχετικών τους. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι οι ενάγοντες ήδη αναιρεσίβλητοι, έγιναν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά τα ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστά έκαστος με παράγωγο (κληρονομικές διαδοχές) αλλά και πρωτότυπο (έκτακτη χρησικτησία) τρόπο και ότι οι αρχικοί εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες ουδέποτε κατέστησαν κύριοι του επιδίκου εδαφικού τμήματος με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας. Κατόπιν τούτου, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή και απέρριψε την έφεση επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων ...5, 787, 980, 981, 982, 994 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους.
Συνεπώς, ο δεύτερος, εκ του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η από 28-2-2014 αίτηση των Δ. Σ. και Κ. Σ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 41/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου δικάσαντος ως Εφετείου κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Γυθείου, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 ν.4055/2012 και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-2-2014 αίτηση των Δ. Σ. και Κ. Σ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 41/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου δικάσαντος ως Εφετείου κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Γυθείου.
Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Μπιχάκη, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Μαρία Βαρελά, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 15 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της γραμματέως Α. Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1)Δ. Σ. του Μ. και 2)Κ. Σ. του Δ., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ιωάννη Μοροζίνη.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Ι. συζ. Σ. Κ. - Χ., κατοίκου ..., 2)Θ. Κ. του Δ., κατοίκου ... 3)Ι. Σ. του Γ., κατοίκου ..., 4)Δ. Σ. του Γ., κατοίκου ..., 5)Ι. Σ. του Θ., κατοίκου ... 6)Ι. συζ. Δ. Ρ., το γένος Κ. Σ., κατοίκου ..., 7)Π. Ρ. του Δ., κατοίκου ..., 8α)Ν. Σ. του Δ., 8β) Ε. - Ε. Σ. του Δ., κατοίκου ..., 8γ)Ε. Σ. του Δ., κατοίκου ..., ως κληρονόμων του Δ. Σ. 9)Ε. χήρας Γ. Π., το γένος Ε. Κ., κατοίκου ..., 10)Α. Π. του Γ., κατοίκου ..., και 11)Ν. Π. του Γ., κατοίκου .... Όλοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεώργιο Σαραντόπουλο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29/4/2010 αγωγή των ήδη 1ης, 2ης, 3ης, 4ου, 5ης, 6ης, 7ου, 11ης, 12ου και 13ου των ήδη αναιρεσιβλήτων και του αρχικού διαδίκου Δ. Σ., που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Γυθείου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 64/2011 του ίδιου Δικαστηρίου και 41/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28/2/2014 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Μαρία Βαρελά ανέγνωσε την από 3/10/2014 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται αναίρεση μόνο 1) αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών αδιάφορο εάν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου, 2) εάν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ο νόμος ορίζει ή δίκασε Ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση, 3) αν το δικαστήριο έχει υπερβεί τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ή δεν είχε καθ’ ύλην αρμοδιότητα, 4) αν παράνομα αποκλείστηκε η δημοσιότητα της διαδικασίας. Οι λόγοι είναι τέσσερις, αντιστοιχούν δε προς τους λόγους των αριθμών 1, 2, 4, 5 και 7 του άρθρου 559 προς τους οποίους όμως δεν ταυτίζονται απολύτως. Η απαρίθμηση των λόγων είναι περιοριστική. Έτσι, δεν ιδρύεται λόγος αναίρεσης για παράλειψη λήψεως υπόψη πραγμάτων που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, για κήρυξη ή μη απαραδέκτου ή αοριστίας ποσοτικής ή ποιοτικής.
Επειδή, η νομική αοριστία της αγωγής, στηρίζει λόγο αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, συντρέχει δε, αν το δικαστήριο για τη θεμελίωση της αγωγής στο συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέστηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζόμενη στο νόμο την αγωγή. Αντίθετα η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτήν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά περιστατικά δηλαδή που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αρ.8 και 14 ΚΠολΔ. Σε κάθε όμως περίπτωση η αοριστία του δικογράφου της αγωγής, πρέπει να προτείνεται στο δικαστήριο της ουσίας για να δημιουργηθεί λόγος αναίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 562 παρ.2 ΚΠολΔ στο οποίο ορίζεται ότι "είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός εάν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση γ) για ισχυρισμό που αφόρα τη δημόσια τάξη», δεδομένου ότι ο σχετικός ισχυρισμός, δεν είναι από εκείνους οι οποίοι κατ’ εξαίρεση λαμβάνονται υπόψη και χωρίς να προταθούν στο δικαστήριο της ουσίας και ειδικώς δεν αφορά στη δημόσια τάξη. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 522 παρ 1 ΚΠολΔ, το Έγγραφο της έφεσης, πρέπει να περιέχει και τους λόγους της έφεσης. Λόγο εφέσεως αποτελεί κάθε συστατική ή διαδικαστική πλημμέλεια της αποφάσεως που οφείλεται σε νομικό ή πραγματικό σφάλμα ή παραδρομή του δικαστηρίου. Τα ως άνω σφάλματα του δικαστηρίου που αναφέρονται σε ενστάσεις του εναγομένου, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα μόνο με λόγο έφεσης ή πρόσθετο λόγο, όχι απλώς με τις προτάσεις ακόμα και αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσίβλητοι-ενάγοντες, άσκησαν ενώπιων του Ειρηνοδικείου Γυθείου την από 29-4-2010 αγωγή με την οποία ιστορούσαν ότι είναι συγκύριοι και συννομείς κατά τα αναφερόμενα συγκεκριμένα ποσοστά εξ αδιαιρέτου ενός αγρού κειμένου στο Δήμο ... νόμου Λακωνίας, εκτάσεως 95.500 τετραγωνικών μέτρων, ότι ο δικαιοπάροχός τους Δ. Σ. του Μ. απέκτησε το ακίνητο αυτό από άτυπη δωρεά των γονέων του που έγινε τμηματικά την τελευταία εικοσαετία του προηγουμένου αιώνος και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας αφού έκτοτε και μέχρι του επισυμβάντος την 20-6-1952 θανάτου του ανενόχλητος ενέμετο και κατείχε διανοία αποκλειστικού κυρίου όλο το ακίνητο με επίβλεψη, καλλιέργεια συγκομιδή ελαιοκάρπου, συντήρηση των υπαρχόντων τοίχων οριοθέτηση, καθαρισμό, επίσκεψη, εκμίσθωση αυτού, ότι ο Δ. Σ. κατέλειπε την από 10-7-1949 ιδιόγραφη διαθήκη του η οποία δημοσιεύθηκε νομίμως από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την οποία κατέστησε κληρονόμους τη σύζυγό του Ι. χήρα Δ. Σ. στην οποία κατέλειπε το 1/2 εξ αδιαιρέτου του ως άνω αγρού και τα επτά μεταποβιώσαντα τέκνα του στο υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου του αγρού αυτού ισομερώς δηλαδή κατά 6/84 εξ αδιαιρέτου τον καθένα εξ αυτών. Ότι μετά το θάνατο του αρχικού δικαιοπαρόχου τους το έτος 1952 συνέχισε τις ίδιες πράξεις νομής η σύζυγός του και δικαιοπάροχος των εναγόντων Ι. χήρα Δ. Σ. από κοινού με τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων τέκνα της και εν συνεχεία από του θανάτου αυτών κατά τις διαδοχές που λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτήν εσυνέχισαν τις ίδιες πράξεις νομής επί του επιδίκου ακινήτου οι ενάγοντες καταστάντες συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά παράγωγο τρόπο (καθολικοί διάδοχοι με αποδοχή κληρονομιών και μεταγραφή) ως και κατά πρωτότυπο τρόπο με έκτακτη χρησικτησία με προσμέτρηση του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους. Ότι στις 30-5-2008 ο πρώτος εναγόμενος συγκύριος του επιδίκου ακινήτου κατά το εκεί αναφερόμενο ποσοστό εξ αδιαιρέτου ισχυριζόμενος ότι έχει καταστεί κύριος εκτάσεως 30 στρεμμάτων εκ του όλου ως άνω ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, μεταβίβασε τούτο στο δεύτερο εναγόμενο συμβαλλόμενο υιό του, αποβάλλοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τους ενάγοντες από τη συγκυριότητα και συννομή τους επ’ αυτού χωρίς ουδέποτε να έχει γνωστοποιήσει στους λοιπούς συγκύριους την πρόθεση του να νέμεται αποκλειστικά για λογαριασμό του το επίδικο ακίνητο των 30 στρεμμάτων το οποίο κατείχε και ενέμετο κατά την άσκηση της αγωγής ο δεύτερος εναγόμενος. Ζήτησαν δε, με την αγωγή αυτή να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες είναι συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά τα προσήκοντα εις έκαστο ποσοστά εξ αδιαιρέτου επ’ αυτού και να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να τους αποδώσει το επίδικο ακίνητο κατά το ανήκον εις έκαστον ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 64/2011 οριστική απόφαση του άνω δικαστηρίου με την οποία έγινε δεκτή αυτή, αναγνωρίσθηκαν οι ενάγοντες συγκύριοι της επίδικης εδαφικής έκτασης εξ αδιαιρέτου κατά τα αναφερόμενα σ’ αυτήν ποσοστά και υποχρεώθηκε ο δεύτερος αναιρεσείων-εναγόμενος να αποδώσει στους αναιρεσιβλήτους-ενάγοντες το επίδικο ακίνητο κατά το λόγο της ιδανικής μερίδας εκάστου εξ αυτών. Ενώπιου του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου, οι αναιρεσείοντες άσκησαν την από 28-2-2012 έφεση κατά της ως άνω πρωτοβάθμιας απόφασης. Επί της ανωτέρω εφέσεως εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 41/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου με την οποία απερρίφθη κατ’ ουσίαν η έφεση αυτή. Με τον τρίτο λόγο αναίρεσης πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση ότι το ως Εφετείο δικάσαν Μονομελές Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν με λόγο έφεσης και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ότι παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο και συγκεκριμένα δεν έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό τους ότι η αγωγή ήταν ποσοτικά αόριστη διότι οι ενάγοντες ουδόλως διευκρίνισαν σ’ αυτή τις επί μέρους πράξεις νομής που ασκούσαν επί του επιδίκου ακινήτου οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων ως και αυτοί (ενάγοντες), άλλως ότι παρά το νόμο, δεν κήρυξε απαράδεκτη λόγω αοριστίας ποσοτικής την ένδικη αγωγή. Οι λόγοι αυτοί, δεδομένου ότι πλήττεται απόφαση Πρωτοδικείου που δίκασε ως Εφετείο, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι μη περιλαμβανόμενοι στους περιοριστικά αναφερομένους στο άρθρο 560 ΚΠολΔ λόγους όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη, πέραν του ότι στο δικόγραφο της αγωγής λεπτομερώς αναφέρονται οι διακατοχικές πράξεις που άσκησαν οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων και οι τελευταίοι και δεν προβλήθηκε με λόγο έφεσης τέτοια πλημμέλεια.
Επειδή, κατά των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων, επιτρέπεται κατ’ άρθρο 560 αρ.2 ΚΠολΔ, αναίρεση μόνον αν το δικαστήριο δεν συγκροτήθηκε όπως ο νόμος ορίζει ή δίκασε Ειρηνοδίκης του οποίου είχε γίνει δεκτή η εξαίρεση. Ο λόγος αυτός είναι αντίστοιχος του υπ’ αριθ. 559 περ.2 ΚΠολΔ με την απόκλιση ότι δεν περιλαμβάνεται εδώ, η άσκηση αγωγής κακοδικίας κατά του δικαστή της συνθέσεως. Η απόδειξη της κακής συνθέσεως γίνεται από την απόφαση ή τα πρακτικά ενόσω δεν προσβάλλονται για πλαστότητα. Μη νόμιμη σύνθεση του δικαστηρίου κατά την εν λόγω διάταξη, υπάρχει αν δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του ΚΠολΔ ή ειδικού νόμου, όπως είναι ο κωδ. νόμος 1756/1988 όπως ισχύει περί οργανισμού Δικαστηρίου και καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών. Ειδικότερα, η αρχή του νομίμου δικαστή έχει συνταγματικό υπόβαθρο και δεσμεύει τόσο τον κοινό νομοθέτη (άρθρο 8 του Συντάγματος) όσο και το δικαστήριο, όπως επίσης και τη διοίκηση των δικαστηρίων. Έτσι, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 15 του ως άνω ν. 1756/1988 όπως αντικ. από το άρθρο 2 ν. 2172/1993, ο καθορισμός της σύνθεσης του δικαστηρίου γίνεται από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου. Εξ άλλου, όπως ορίζεται στο άρθρο 17Α εδ.β’ ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 4 ν. 3994/2011 στην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονται και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων των Ειρηνοδικείων της περιφερείας τους. Στην περίπτωση αυτή τα Μονομελή Πρωτοδικεία συγκροτούνται από Πρόεδρο Πρωτοδικών ή Πρωτοδίκη με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτή ως Παρέδρου Πρωτοδικείου και σε περίπτωση που δεν υπηρετούν Πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν από τον αρχαιότερο κατά διορισμό Πρωτοδίκη. Συναφώς κατά άρθρο 305 αρ. 1 ΚΠολΔ διάταξη, το πρωτότυπο της απόφασης πρέπει να αναφέρει μεταξύ άλλων τη σύνθεση του δικαστηρίου και ότι η απόφαση δημοσιεύθηκε. Από τις διατάξεις αυτές και εκείνες των άρθρων 8 εδάφιο 1 του Συντάγματος, 109 παρ.1 και 256 ΚΠολΔ, δεν προκύπτει ότι η μη αναγραφή στην εκδοθείσα απόφαση της μη υπάρξεως Πρωτοδίκη με πενταετή υπηρεσία ως και της ιδιότητας του αρχαιοτέρου Πρωτοδίκη ως τέτοιου (αρχαιοτέρου) συνεπάγεται ως κύρωση την έλλειψη νόμιμης σύνθεσης του δικαστηρίου εκείνου. Τέτοια κύρωση για την αιτία αυτή δεν απαγγέλλεται ούτε υπό άλλη διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες προτάσσουν με τον πρώτο λόγο αναίρεσης πλημμέλεια της προσβαλλομένης αποφάσεως εκ του άρθρου 560 αρ. 2 ΚΠολΔ ότι η σύνθεση του δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου στις 27-3-2013 δεν ήταν νόμιμη διότι συγκροτήθηκε τούτο από την Πρωτοδίκη …, η οποία δεν είχε συμπληρώσει στην υπηρεσία ούτε καν τετραετία συνυπολογιζομένης και της υπηρεσίας αυτής ως Παρέδρου Πρωτοδικείου έχουσα διοριστεί ως δόκιμη δικαστής το πρώτον στις 16-6-1990, προαχθείσα στο βαθμό του Πρωτοδίκη στις 16-6-2010, αλλά και ούτε προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν υπηρετούν στο Πρωτοδικείο Γυθείου δικαστές με τουλάχιστον πενταετή υπηρεσία, ως επίσης δεν αναφέρεται αν η συγκεκριμένη Πρωτοδίκης ήταν η αρχαιότερη κατά διορισμό Πρωτοδίκης στο Πρωτοδικείο Γυθείου στο οποίο υπηρετούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο και Πρωτοδίκης της ίδιας σειράς αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δικαστών ο …. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη, εφόσον δεν δημιουργείται λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 560 αρ. 2 εκ του ότι δεν αναγράφεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι δεν υπηρετούν στο Πρωτοδικείο Γυθείου Πρωτοδίκες με πενταετή υπηρεσία ούτε εκ του ότι δεν αναγράφεται η ιδιότητα του δικάσαντος δικαστή ως του αρχαιοτέρου υπηρετούντος στο Πρωτοδικείο που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, πέραν του ότι, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από τους αναιρεσιβλήτους απόσπασμα του από 9-1-2014 πίνακος αρχαιότητας δικαστικών λειτουργών της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, η Πρωτοδίκης ... είναι αρχαιότερη του Πρωτοδίκη ..., υπηρετούντος και αυτού κατά τον κρίσιμο χρόνο στο Πρωτοδικείο Γυθείου. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 560 αρ. 1 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δίκαιου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 980, 981, 982, 984, 994 ΑΚ οι οποίες διέπουν τη συννομή και οι οποίες κατά τα άρθρα 1113 και 1884 ΑΚ εφαρμόζονται και στην κοινωνία μεταξύ των συγκυρίων ή συγκληρονόμων επί του ιδίου πράγματος σαφώς προκύπτει ότι ο εξ αδιαιρέτου συγκύριος αν κατέχει ολόκληρο το κοινό θεωρείται ότι το κατέχει στο όνομα και των λοιπών συγκυρίων και δεν μπορεί να αντιτάξει κατ’ αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή πριν ή καταστήσει γνωστό στους συγκυρίους ότι νέμεται μεγαλύτερο της μερίδας του μέρος ή το όλο αποκλειστικώς στο όνομα του ως κύριος (Ολ. ΑΠ 485/1982). Όμως τέτοια γνωστοποίηση δεν απαιτείται όταν οι λοιποί συγκοινωνοί έχουν λάβει γνώση με οποιοδήποτε τρόπο της αποφάσεως που εκδήλωσε ο κοινωνός ότι κατέχει ολόκληρο το κοινό, και ότι νέμεται αυτό αποκλειστικώς για τον εαυτό του (ΑΠ 32/2000). Τα προεκτιθέμενα όμως προϋποθέτουν πως η κοινωνία υπήρχε ήδη όταν αυτός που προβάλλει ότι έγινε κύριος του κοινού με χρησικτησία, άρχισε να το νέμεται ως αποκλειστικός κύριος (ΑΠ 718/2010). Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μία εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής, επί συνεχή εικοσαετία με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ’ άρθρο 1051 ΑΚ. Άσκηση νομής, προκείμενου για ακίνητο, συνιστούν οι εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σε αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, μετά από την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, δέχθηκε τα ακόλουθα: Ο Δ. Σ. του Μ. και της Α. είχε αποκτήσει από άτυπη δωρεά από τους γονείς του έναν αγρό κείμενο εκτός σχεδίου και εκτός ζώνης οικισμού της κτηματικής περιφέρειας του νυν δημοτικού διαμερίσματος Γέρμας του Δήμου ... του νομού Λακωνίας στη θέση «...», εκτάσεως 95.500 τ.μ. μετά του εντός αυτού ερειπωμένου ασκεπούς κτίσματος, το οποίο αποτελείτο από κατώγι επιφάνειας 25 τ.μ. και από ανώγι επιφάνειας 25 τ.μ. και συνορευόμενου γύρωθεν με αγροτικό δρόμο, ιδιοκτησία Τ., ιδιοκτησία Σ. (πρώην Τ.), Α. και Τ. Το ακίνητο αυτό κατείχε και νεμόταν αδιατάρακτα, επιβλέποντας, καλλιεργώντας, οριοθετώντας, εκμισθώνοντας και καθαρίζοντας αυτό, το οποίο επισκεπτόταν και συχνά, με διάνοια αποκλειστικού κυρίου αδιαλείπτως μέχρι του θανάτου του το έτος 1952, οπότε δυνάμει της από 10-7-1949 ιδιογράφου διαθήκης του, η οποία δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με τα υπ’ αριθμούς ...26-11-1952 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και καταχωρήθηκε στο γενικό βιβλίο διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό ..., στη θέση του στο παραπάνω ακίνητο υπεισήλθαν οι κληρονόμοι του, ήτοι η σύζυγός του Ι. χήρα Δ. Σ., το γένος Δ. και Π. Ο., την οποία είχε εγκαταστήσει κληρονόμο στο 1/2 εξ αδιαιρέτου και τα επτά τέκνα του, Α. συζ. Θ. Π., το γένος Δ. και Ι. Σ., Κ. Σ. του Δ. και της Ι., Μ. Σ. του Δ. και της Ι., Ν. Σ. του Δ. και της Ι., Γ. Σ. του Δ. και της Ι., Θ. Σ. του Δ. και της Ι. και Ι. Σ. του Δ. και της Ι., στα οποία κατέλειπε το έτερο 1/2 ή 42/84 εξ αδιαιρέτου, ήτοι ποσοστό 6/84 εξ αδιαιρέτου εις έκαστον. Την 16-5-1963 απεβίωσε στην Αθήνα η ως άνω Ι. χήρα Δ. Σ., το γένος Δ. και Π. Ο., η οποία κατέλειπε την από 1-11-1961 ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με το υπ’ αριθμόν .../14-11-1963 πρακτικό δημόσιας συνεδρίασης και καταχωρήθηκε στο γενικό βιβλίο διαθηκών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό .../1963. Δυνάμει της διαθήκης αυτής στο προπεριγραφέν ακίνητο εγκαταστάθηκαν ως κληρονόμοι της αφενός τα προαναφερθέντα άρρενα τέκνα της Κ., Μ., Ν., Γ. και Θ., αφετέρου η εγγονή της Ι. Σ. του Ι., τέκνο του προαποβιώσαντος υιού της, έκαστος εκ των οποίων εγκαταστάθηκε σε ποσοστό 7/84 εξ αδιαιρέτου. Ακολούθως, το προπεριγραφέν ακίνητο περιήλθε στους ενάγοντες και νυν εφεσιβλήτους κοινώς και αδιαιρέτως ως εξής: Στην πρώτη εφεσίβλητη, από κληρονομία εξ αδιαθέτου του ιδανικού μεριδίου του πατέρα της Ι. Σ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 1959 και της μητέρας της Α. Α. χήρα Ι. Σ., το γένος Η. και Β. Β., η οποία απεβίωσε το έτος 2006, την οποία κληρονομία απεδέχθη δυνάμει της υπ’ αριθμόν ...6-11-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφείσας στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο … με αριθμό …, για τον εαυτό της και για λογαριασμό των ως άνω δικαιοπαρόχων της, οι οποίοι δεν είχαν αποδεχθεί το ανωτέρω ποσοστό όσο ζούσαν, αλλά δεν το είχαν ρητά αποποιηθεί, γενομένη συγκυρία κατά ποσοστά ...336 εξ αδιαιρέτου επί του προπεριγραφέντος ακινήτου. Στη δεύτερη εφεσίβλητη από κληρονομία εξ αδιαθέτου της αποβιωσάσης μητέρας της Α. χήρας Ι. Σ., το κληρονομικό μερίδιο της οποίας απεδέχθη τόσο για τον εαυτό της όσο και για λογαριασμό της ως άνω μητρός της με την προαναφερθείσα πράξη αποδοχής κληρονομίας, όπως και η πρώτη εφεσίβλητη, ετεροθαλής αδελφή της, γενομένη ούτως συγκυρία κατά ποσοστό 3/336 εξ αδιαιρέτου. Στην τρίτη και στον τέταρτο των εφεσιβλήτων περιήλθε από κληρονομιά εξ αδιαθέτου του Γ. Σ. του Δ., πατέρα της πρώτης αυτών και παππού του δευτέρου, ο οποίος πέθανε αδιάθετος το έτος 1995, μετά την αποποίηση των κληρονομικών μεριδίων των λοιπών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του, ήτοι της συζύγου του Α.χήρας Γ. Σ. και της θυγατέρας του Α. Σ., κληρονομία την οποία αποδέχθηκαν ο καθένας για λογαριασμό του και για λογαριασμό των δικαιοπαρόχων τους δυνάμει της υπ’ αριθμόν ...13-10-2009 πράξεως αποδοχής κληρονομίας του ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσης στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο … με αριθμό …, καταστάντες έτσι συγκύριοι κατά ποσοστό 26/336 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Στην πέμπτη εφεσίβλητη, από εξ αδιαθέτου κληρονομία του πατέρα της, Θ. Σ., ο οποίος απεβίωσε το έτος 2008, την οποία αποδέχθηκε μετά την αποποίηση των κληρονομικών τους μερίδων των συγκληρονόμων αυτού, Ε. χήρας Θ. Σ. (μητέρας της) και Α. Σ. (αδελφού της), τόσο για λογαριασμό της όσο και για λογαριασμό των προκατόχων της, δυνάμει της υπ’ αριθμόν ...23-7-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας του προαναφερθέντος συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγραφείσης αυτής στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο… με αριθμό ..., γενομένης ούτως κυρίας κατά ποσοστό 52/336 ες αδιαιρέτου. Στην έκτη εφεσίβλητη από κληρονομία εξ αδιαθέτου του πατέρα της Κ. Σ., ο οποίος πέθανε το έτος 1966, την οποία αποδέχθηκε για λογαριασμό της αλλά και για λογαριασμό των προκατόχων της δυνάμει της υπ’ αριθμόν .../23-7-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Αθηνών Α. συζ. Κ. Β. - Κ., η οποία μεταγράφηκε νομίμως στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο … με αριθμό ..., γενομένης ούτως συγκυρίας κατά ποσοστό 39/336 εξ αδιαιρέτου. Στον έβδομο εφεσίβλητο, από κληρονομία εξ ιδιογράφου διαθήκης του ιδανικού μεριδίου της γιαγιάς του Α. χήρας Κ. Σ., η οποία απεβίωσε το έτος 2008, δημοσιευθείσας τη διαθήκης της με τα υπ’ αριθμόν …/2009 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, την οποία κληρονομία απεδέχθη, δυνάμει της ανωτέρω πράξης αποδοχής, με την έκτη των εφεσιβλήτων, τόσο για λογαριασμό του. όσο και για τους προκατόχους του, γενόμενος έτσι κύριος κατά ποσοστό 13/336 εξ αδιαιρέτου. Στους ήδη υπό στοιχεία 8α, 8β και 8γ των εφεσιβλήτων από εξ αδιαθέτου κληρονομία εκ του πατρός τους Δ. Σ. του Ν., ο οποίος απεβίωσε την 17-12-2011, στην οποία υπεισήλθαν, μετά την αποποίηση του κληρονομικού μεριδίου της εκ μέρος της μητρός τους Α. Σ. το γένος Γ. και Ε. Π., δια της παρελεύσεως απράκτου της προθεσμίας προς αποποίηση, ήτοι αποδεχόμενοι σιωπηλώς κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος το ποσοστό 52/336 εξ αδιαιρέτου επί του προπεριγραφέντος ακινήτου, το οποίο είχε περιέλθει στον ως άνω πατέρα τους, δυνάμει της υπ’ αριθμόν ....14-10-2009 πράξης αποδοχής του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., η οποία νομίμως μεταγράφηκε στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο … με αριθμό…, με την οποία είχε αποδεχθεί την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομία τόσο για λογαριασμό του όσο και για τους προκάτοχους του. Στην ένατη και στους δέκατο και ενδέκατο των εφεσιβλήτων, από εξ αδιαθέτου κληρονομία του αποβιώσαντος το έτος 1995 Γ. Π.,. συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών, στον οποίο είχε περιέλθει ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της Α. χήρας Θ. Π. το γένος Δ. και Ι. Σ., που απεβίωσε το έτος 1990, την οποία κληρονομία αποδέχθηκαν για λογαριασμό τους και για τους προκατόχους τους, δυνάμει της υπ’ αριθμόν .../18-11-2009 πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγραφείσας στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ..., στον τόμο …με αριθμό ..., γενόμενοι έτι συγκύριοι κατά ποσοστό 9/336 εξ αδιαιρέτου έκαστος. Κατά τον τρόπο αυτόν οι εφεσίβλητοι απέκτησαν την κυριότητα του προπεριγραφέντος ακινήτου, κατά τα ως άνω αναφερόμενα ποσοστά εξ αδιαιρέτου έκαστος και έκτοτε αναμείχθηκαν στην κληρονομιαία περιουσία, συνεχίζοντας τις πράξεις νομής των προκατόχων τους, ήτοι επισκέπτονταν κι επέβλεπαν αυτό, προσπαθούσαν δε να εξεύρουν τρόπο διανομής αυτού, δεδομένου και του μεγάλου αριθμού των συγκυρίων μετά από τις κληρονομικές διαδοχές. Ωστόσο, το έτος 2008 ο πρώτος εκκαλών, συγκύριος κατά ποσοστό 52/336 εξ αδιαιρέτου επί του ακινήτου αυτού ως κληρονόμος του πατρός του Μ. Σ. του Δ. και της Ι., πληροφόρησε τους λοιπούς για πρώτη φορά, κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης τους προς διευθέτηση της εκούσιας διανομής του ακινήτου, ότι έχει παραχωρήσει στον υιό του, δεύτερο των εκκαλούντων, "το δικό του τμήμα», δυνάμει του υπ’ αριθμόν .../25-11-2002 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Γυθείου ... νομίμως μεταγραφέντος στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου ... στον τόμο … με αριθμό…, ήτοι έναν αγρό ξηρικό που βρίσκεται στη θέση «...» της κτηματικής περιφέρειας της πρώην κοινότητας …και νυν Δήμου ... Λακωνίας, με 80 ελιές, έχει έκταση 27 στρέμματα περίπου και συνορεύει γύρω με ιδιοκτησία Δ. Ν. Σ., με ιδιοκτησία Π. Τ., με ιδιοκτησία κληρονόμων Γ. Σ. και με ιδιοκτησία Π. Τ. και ρεματιά, το οποίο αποτελεί τμήμα του προπεριγραφέντος ακινήτου του αρχικού κυρίου Δ. Σ. του Μ., ως ανωτέρω ανεφέρθη. Ο πρώτος εκκαλών επικαλείται ότι απέκτησε την. αποκλειστική κυριότητα του τμήματος αυτού δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας, καθώς όπως ισχυρίζεται, ασκούσε πράξεις νομής επί αυτού με διάνοια κυρίου αποκλειστικά για τον εαυτό του εν γνώσει των λοιπών συγκληρονόμων, οι οποίοι ποτέ δεν τον ενόχλησαν, ούτε αμφισβήτησαν το αποκλειστικό του δικαίωμα επί αυτού, αφού κατά τους ισχυρισμούς του είχε λάβει χώρα άτυπη διανομή του ευρύτερου ακινήτου το έτος 1960, βάσει της οποίας ο πατέρας του είχε. λάβει το επίδικο τμήμα το οποίο και εκ των υστέρων του παραχώρησε άτυπα, σε κάθε δε περίπτωση, οι. εφεσίβλητοι τελούσαν εν γνώσει των πράξεων νομής που έκανε ο ίδιος αποκλειστικά για λογαριασμό του επί του επιδίκου, ιδίως δε των ενεργειών του για ηλεκτροδότηση και υδροδότηση της οικίας που ευρίσκεται επί του επιδίκου και αποδέχονταν αυτές. Ωστόσο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου αυτού, από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε η αποξένωση των εφεσιβλήτων από το επίδικο ακίνητο, ούτε και η πραγματοποίηση ατύπου διανομής του ευρύτερου ακινήτου το έτος 1960. Αντιθέτως, ο πρώτος εκκαλών αντιφάσκει ως προς τον χρόνο κτήσεως του επιδίκου από τον πατέρα του, αφού και στο δικόγραφο της εφέσεώς του αναφέρει στην τρίτη σελίδα (στίχοι 7, 8 και 9) ότι απέκτησε αυτό "από άγραφη παραχώρηση από τον πατέρα του πριν από το έτος 1960 ..." και στην πέμπτη σελίδα αυτής (στίχοι 1 και 2) αναφέρει ότι "Το νεμόταν αποκλειστικά (εννοεί ο πατέρας του) και διανοία κυρίου το ακίνητο αυτό μέχρι το 1975 και στη συνέχεια το μεταβίβασε άτυπα σε εμένα». Εξάλλου, ακόμα κι αν το ενέμετο σε κάθε περίπτωση από το 1975 και αφ’ ής στιγμής το είχε μεταβιβάσει στον δεύτερο εκκαλούντα από το έτος 2002, δεν κρίνονται πειστικές οι εξηγήσεις του περί του για ποιόν λόγο συμμετείχε στις συγκεντρώσεις των κληρονόμων και δεν τους είχε γνωστοποιήσει τα ανωτέρω, παρά το έπραξε το έτος 2008. Όλα τα ανωτέρω σε συνδυασμό και με τον ισχυρισμό τους, ο οποίος περιλαμβάνεται και στο δικόγραφο της εφέσεως τους ότι "Αδυνατώ να αντιληφθώ την αιτία για την οποία, μετά από δεκαετίες αδιαφορίας σας για την όλη κοινή περιουσία, όπως ενδεικτικά η παλιά πατρική οικία μας στη Γέρμα, η οποία είναι αχρησιμοποίητη και ερειπωμένη δεδομένου όχι ο μόνος που τη συντηρούσε ήμουν εγώ με δική μου επιμέλεια και δαπάνες και αφότου έπαψα να το πράττω ουδείς έχει ενδιαφερθεί για την τύχη της», από τον οποίο προκύπτει περισσότερο η έκπληξη των εκκαλούντων και όχι η αμφισβήτηση του δικαιώματος των εφεσιβλήτων, ενισχύουν την κρίση του Δικαστηρίου ότι ο πρώτος εκκαλών δεν είχε ποτέ εκφράσει με οποιονδήποτε τρόπο την βούληση του να κατέχει και να νέμεται αποκλειστικά για τον εαυτό του το επίδικο τμήμα, πολλώ δε μάλλον που κατά το έτος 1984, ήτοι σε χρόνο κατά τον οποίον ισχυρίζεται ο πρώτος εκκαλών ότι είχε ήδη λάβει χώρα η άτυπη διανομή και σε κάθε περίπτωση είχε ατύπως μεταβιβασθεί σε αυτόν η αποκλειστική νομή του επιδίκου, στην από 12-10-1984 επιστολή του προς τον πρόεδρο της τότε Κοινότητας Γέρμας ..., στα πλαίσια των ενεργειών του προς υδροδότηση του επιδίκου, αναφέρει "Επιθυμών να λάβητε υπ’ όψει σας ότι η οικία δια την οποίαν ζητείται η ύδρευσις, δεν ανήκει αποκλειστικώς εις εμέ, αλλ’ εξ αδιαιρέτου εις όλας τας οικογενείας των υιών και εγγονών του Π. μου Δ. Σ., κατ’ εντολίν και δια λογαριασμόν των οποίων ενεργώ εν προκειμένω. Την οικίαν ταύτην, ήδη ανακαινιζομένην, χρησιμοποιούν όλαι αι οικογένειαι, κατά περιόδους, δια διακοπάς και εκδρομάς, ακόμα και δια φιλοξενείαν αλλοδαπών φίλων, τους οποίους γοητεύει το απαράμιλλον κάλλος του φυσικού τοπίου». Ας σημειωθεί ως προς το Έγγραφο αυτό, το οποίο είχαν προσκομίσει μετ’ επικλήσεως οι εκκαλούντες ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και προσκομίζουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι εφεσίβλητοι, ότι οι εκκαλούντες δεν αμφισβητούν το συγκεκριμένο Έγγραφο κατά το περιεχόμενο του, ούτε προσβάλλουν αυτό ως πλαστό, αλλά τονίζουν την έλλειψη αποδεικτικής δύναμης αυτού παρά το γεγονός ότι ως ανωτέρω ανεφέρθη το είχαν προσκομίσει μετ’ επικλήσεως οι ίδιοι ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και ισχυρίζονται ότι εκ παραδρομής είχε περιληφθεί στον φάκελο των σχετικών τους. Με βάση τις πραγματικές αυτές παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι οι ενάγοντες ήδη αναιρεσίβλητοι, έγιναν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου κατά τα ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστά έκαστος με παράγωγο (κληρονομικές διαδοχές) αλλά και πρωτότυπο (έκτακτη χρησικτησία) τρόπο και ότι οι αρχικοί εναγόμενοι και ήδη αναιρεσείοντες ουδέποτε κατέστησαν κύριοι του επιδίκου εδαφικού τμήματος με τον πρωτότυπο τρόπο της έκτακτης χρησικτησίας. Κατόπιν τούτου, δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή και απέρριψε την έφεση επικυρώνοντας την πρωτοβάθμια απόφαση που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων ...5, 787, 980, 981, 982, 994 τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους.
Συνεπώς, ο δεύτερος, εκ του άρθρου 560 αρ.1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ακολούθως, πρέπει να απορριφθεί η από 28-2-2014 αίτηση των Δ. Σ. και Κ. Σ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 41/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου δικάσαντος ως Εφετείου κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Γυθείου, να διαταχθεί η εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο κατ’ άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 ν.4055/2012 και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων κατά το νόμιμο αίτημα των τελευταίων (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-2-2014 αίτηση των Δ. Σ. και Κ. Σ. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 41/2013 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Γυθείου δικάσαντος ως Εφετείου κατά αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Γυθείου.
Διατάσσει την εισαγωγή του καταβληθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 17 Μαρτίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Απριλίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου