Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2021

ΕφΑθ 3135/2010 Χρησικτησία - Ένσταση ιδίας κυριότητας με επιγενόμενη χρησικτησία. Νόμιμος τίτλος προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία αποτελεί και η κληρονομική διαδοχή, εφόσον έγινε μεταγραφή της αποδοχής.


ΕφΑθ 3135/2010 Χρησικτησία

Περίληψη

Ένσταση ιδίας κυριότητας με επιγενόμενη χρησικτησία. Νόμιμος τίτλος προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία αποτελεί και η κληρονομική διαδοχή, εφόσον έγινε μεταγραφή της ..

αποδοχής. Η κληρονομική διαδοχή με μη γνήσια διαθήκη μπορεί να αποτελέσει νομιζόμενο τίτλο για άσκηση νομής τακτικής χρησικτησίας, όταν ο νομέας είναι καλόπιστος ως προς τη γνησιότητα της διαθήκης. Έκτακτη χρησικτησία. Η χρησικτησία διακόπτεται κατ’ άρθρο 1049 ΑΚ με την έγερση διεκδικητικής αγωγής από τον κύριο του πράγματος που χρησιδεσπόζεται. Γίνεται όμως δεκτό ότι διακοπή επάγεται και η έγερση απλής αναγνωριστικής αγωγής περί του δικαιώματος της κυριότητας επί του πράγματος. Παραγραφή διεκδικητικής αγωγής.

Απόφαση

Αριθμός 3135/2010
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Πρόεδρος: Γ. Μανωλίδης
Εισηγητής: Α. Δαββέτας
 

[...] Ι. Επί αγωγής διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί ιδίας αυτού κυριότητας στο επίδικο αποτελεί ένσταση, της οποίας ο ίδιος φέρει το βάρος αποδείξεως, όταν, ενώ ο ενάγων επικαλείται παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας, ο εναγόμενος επικαλείται πρωτότυπο τρόπο κτήσεως δια χρησικτησίας και τα περιστατικά που προτείνει προσπορίζουν σε αυτόν την κυριότητα σε χρόνο μεταγενέστερο της παράγωγης κτήσης που αναφέρεται στην αγωγή (βλ. ΑΠ 425/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1882/1999 ΕλλΔνη 41,1669 και ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 256/1989 ΕλλΔνη 31,528, ΕφΔωδ 260/2003 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 3/2002 ΑχΝομ 2003,135 και ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. (Α) Η πρωτότυπη κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία απαιτεί κατά τα άρθρα 1041, 1042, 1043 και 1044 ΑΚ: α) νομή, β) νόμιμο ελλιπή ή νομιζόμενο τίτλο, γ) καλή πίστη κατά την κτήση της νομής ως προς το ότι ο τίτλος προσπορίζει στον νομέα την κυριότητα, δ) πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και ε) παρέλευση 10ετίας προκειμένου για ακίνητα. Καλή πίστη κατά την κτήση της νομής, υπό την ανωτέρω έννοια, υπάρχει, όταν ο νομέας έχει την εσφαλμένη πεποίθηση ότι με τον ελλιπή νόμιμο ή με τον νομιζόμενο τίτλο αποκτά κυριότητα, χωρίς η πλάνη του αυτή να οφείλεται σε βαριά αμέλεια (άρθρο 1042 ΑΚ). Κατά τις διατάξεις των άρθρων 1041, 1193, 1195, 1198, 1199 και 1846 ΑΚ νόμιμο τίτλο προς απόκτηση κυριότητας ακινήτου με τακτική χρησικτησία αποτελεί και η κληρονομική διαδοχή, με την προϋπόθεση ότι θα γίνει σχετική συμβολαιογραφική αποδοχή της κληρονομίας και θα μεταγραφεί αυτή ή θα μεταγραφεί το τυχόν χορηγηθέν κληρονομητήριο, πριν δε από την μεταγραφή αυτή η χρησικτησία δεν αρχίζει, είναι όμως δυνατόν να γίνει η μεταγραφή και μετά την κτήση της νομής, οπότε η έναρξη του χρόνου χρησικτησίας ανάγεται αναδρομικά στον χρόνο κτήσης της νομής (ΑΠ 448/2001 ΕλλΔνη 43,773, ΑΠ 408/1985 ΝοΒ 34,186-187 με σημ. Ι.Σ.Σ. ΕφΑθ 3377/2009 ΝΟΜΟΣ και κ. Παπαδόπουλο, Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τ. Α', σελ. 77). (Β) Κατά το άρθρο 1045 ΑΚ εκείνος που έχει στη νομή του για μία 20ετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος με έκτακτη χρησικτησία.
ΙΙΙ. Για το κύρος ιδιόγραφης διαθήκης απαιτούνται κατά το άρθρο 1721 παρ. 1 εδαφ. α' του ΑΚ, (α) ιδιόγραφη γραφή από τον διαθέτη του κειμένου αυτής, (β) χρονολογία και (γ) υπογραφή του διαθέτη γνήσια. Η έλλειψη ενός από τα στοιχεία αυτά επάγεται ακυρότητα της διαθήκης εξαρχής κατ' άρθρο 180 ΑΚ (βλ. Βουζίκας, Κληρ. Δικ. παρ. 44, σελ. 228 και παρ. 48, σελ. 245 ), οπότε θεωρείται ότι δεν υπάρχει καθόλου διαθήκη (Απ. Γεωργιάδης στον ΑΚ Γεωργιάδου - Σταθοπούλου, άρθρο 1710 αριθ. 13). Αν κάποιος αποδέχθηκε κληρονομία νομίζοντας ότι είναι νόμιμος εκ διαθήκης κληρονόμος, χωρίς πράγματι να είναι, είτε διότι δεν υπάρχει καθόλου δια-θήκη, είτε (όπερ το αυτό) διότι η διαθήκη είναι άκυρη, τότε η αποδοχή που έκανε είναι άνευ αντικειμένου, αλλά όχι και άκυρη κατ' άρθρο 1851 εδαφ. α' ΑΚ (βλ. Α. Γεωργιάδη, ό.π., άρθρα 1849-1851 αριθ. 27 ). Στην περίπτωση αυτή, παρά την έλλειψη νομίμου τίτλου περί της κληρονομικής διαδοχής, ο υπολαμβάνων εαυτόν με καλή πίστη, δηλαδή όχι από βαριά αμέλεια, ως κληρονόμο, λογίζεται ότι έχει νομιζόμενο τίτλο και μπορεί να αρχίσει να νέμεται με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας (βλ. ΑΠ 849/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1092/2007 ΝοΒ 56,83, ΑΠ 1240/1990 ΕΕΝ 1991,527 και ΝΟΜΟΣ επίσης Κ. Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 78-79 ). Το βάρος αποδείξεως της συνδρομής καλής πίστεως στην περίπτωση αυτή φέρει ο επικαλούμενος ως λόγο κτήσεως της κυριότητας την τακτική χρησικτησία με αυτόν τον τρόπο (βλ. Βαθρακοκοίλη, ό.π., άρθρο 1043, παρ. 10, σελ. 492).
IV. Κατά το άρθρο 983 ΑΚ η νομή μεταβιβάζεται στους κληρονόμους του νομέα, εφόσον ο κληρονομούμενος κατά το χρόνο του θανάτου του διατηρούσε τη νομή του πράγματος και ο αποκτών είναι ο πραγματικός κληρονόμος του (καθολική διάδοχή). Κατά το άρθρο 976 ΑΚ ειδική διαδοχή στη νομή επέρχεται με άτυπη σύμβαση μεταβιβάζοντος και αποκτώντος και παράδοση της κατοχής του πράγματος. Κατά το άρθρο 1051 ΑΚ ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος νομής μπορεί να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο νομής με τα προσόντα της χρησικτησίας και τον χρόνο νομής με τα ίδια προσόντα του δικαιοπαρόχου του, ώστε να συμπληρώσει χρόνο χρησικτησίας και να αποκτήσει την κυριότητα του πράγματος. Επομένως επί τακτικής χρησικτησίας απαιτείται, τόσο ο δικαιοπάροχος όσο και διάδοχός του, να έχουν καθένας χωριστά τις προϋποθέσεις αυτής, προκειμένου να συνυπολογισθούν οι χρόνοι τους, ώστε ο τελευταίος να συμπληρώσει κτητική κυριότητας τακτική χρησικτησία. Έτσι όταν πρόκειται για καθολική διαδοχή, ο κληρονόμος, για να προσμετρήσει τη νομή τακτικής χρησικτησίας του κληρονομουμένου, θα πρέπει να έχει και αυτός καλή πίστη κατά την κτήση της νομής του πράγματος με την επαγωγή της κληρονομίας και ακόμη να προβεί σε αποδοχή και μεταγραφή αυτής, ώστε να έχει και αυτός νόμιμο τίτλο, ενώ για την προσαύξηση χρόνου νομής για την συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας αρκεί απλή διαδοχή στη νομή (ΑΠ Ολ 1593/1979 ΝοΒ 28,1120-1121, ΑΠ 165/2004 ΝοΒ 52,1723-1724, ΑΠ 1415/2003 ΝοΒ 52,575 και Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΑΚ, άρθρο 1051, παρ. 10). Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι εάν ο κληρονομούμενος δεν νεμόταν κάποιο ακίνητο με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, αλλά είχε απλή νομή, προσμετρούμενη μόνο για την συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας, οι κληρονόμοι του μπορούν ν' αρχίσουν δική τους αυτοτελή νομή τακτικής χρησικτησίας, χωρίς τον συνυπολογισμό του χρόνου του δικαιοπαρόχου τους, με νόμιμο τίτλο την κληρονομική διαδοχή, εάν προβούν σε συμβολαιογραφική αποδοχή της κληρονομίας και την μεταγράψουν και εφόσον έχουν καλή πίστη κατά το χρόνο επαγωγής της κληρονομίας, που συμπίπτει με το χρόνο της από αυτούς κτήσεως της νομής του κληρονομιαίου ακινήτου (ΑΠ 448/2001 ΕλλΔνη 43,773, ΑΠ 408/1985, ό.π., ΕφΑθ 3377/2009, ό.π., ΕφΑθ 8225/1990 ΑρχΝ 1991,661).
V. Η χρησικτησία διακόπτεται κατά το άρθρο 1049 ΑΚ με την έγερση διεκδικητικής αγωγής από τον κύριο του πράγματος που χρησιδεσπόζεται. Γίνεται όμως δεκτό για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ότι διακοπή του χρόνου διαδρομής της χρησικτησίας επάγεται και η έγερση απλής αναγνωριστικής αγωγής περί του δικαιώματος της κυριότητας επί του πράγματος (ΑΠ 501/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1365/2002 ΕλλΔνη 44,506). Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα άρθρα 249, 251, 1094 και 1095 ΑΚ, η παραγραφή της διεκδικητικής αγωγής είναι 20ετής και αρχίζει από την κατάληψη του πράγματος από τον εναγόμενο, με την οποία επέρχεται η προσβολή του δικαιώματος της κυριότητας, έτσι ώστε αυτό δεν είναι πλέον δυνατόν να ασκηθεί (βλ. ΑΠ 264/1983 ΕλλΔνη 24,956, ΑΠ 670/1983 ΕλλΔνη 24,1209, ΑΠ 324/1982 ΝοΒ 30,1454, ΑΠ 750/1980 ΝοΒ 29,38, ΕφΑθ 545/1986 ΕλλΔνη 28,121, ΕφΘεσσ 2414/1996 Αρμ 1996,1460 και Κ. Παπαδόπουλο, ό.π., τ. Α', σελ. 268). Αφετέρου η αναγνωριστική αγωγή κυριότητας δεν υπόκειται σε παραγραφή, εάν όμως παραγραφεί η αξίωση που ασκείται με την αντίστοιχη διεκδικητική αγωγή, εκλείπει το έννομο συμφέρον του ενάγοντος για την αναγνώριση της κυριότητας και η αναγνωριστική αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος (βλ. ΑΠ 784/1986 ΕΕΔ 46,387, ΑΠ 275/1983 ΝοΒ 31,1566, ΑΠ 1535/1979 ΝοΒ 28,1086, ΑΠ 1015/1977 ΝοΒ 26,914, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΚΠολΔ, άρθρο 70, παρ. 115 και Κ. Παπαδόπουλο, ό.π., σελ. 345).
Στις 1.8.1976 απεβίωσε η Ε., η οποία και κατέλιπε, βάσει δύο ομοίων διαθηκών υπό ιδία ημερομηνία (12.2.1972), ως κληρονομία στο εφεσίβλητο - ενάγον σωματείο, μεταξύ άλλων ακινήτων και ένα οικόπεδο εμβαδού 657,67 τμ., με την επ' αυτού παλαιά διώροφη οικία, που βρίσκεται στην οδό Α. στο Π. Φ., της επικαρπίας περιελθούσας δυνάμει των ιδίων διαθηκών στην αδελφή της διαθέτιδος Χ. Β.. Οι εν λόγω διαθήκες δημοσιεύθηκαν νόμιμα και κηρύχθηκαν κυρίες (βλ. πρακτικά συνεδριάσεως υπ' αριθ. 2045 και 2052 από 2.9.1976 και αποφάσεις 760 και 766/1976 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Βάσει αυτών εκδόθηκε δυνάμει της υπ' αριθ. 678011977 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το υπ' αριθ. .../1977 πιστοποιητικό κληρονομητηρίου από τον Γραμματέα του ιδίου Δικαστηρίου. Μετά το θάνατο και της επικαρπώτριας (23.1.1978) το ενάγον σωματείο απέκτησε πλήρη κυριότητα στο ανωτέρω ακίνητο και ακολούθως αποδέχθηκε στις 5.8.1978 την επαχθείσα κληρονομία, περιλαμβανομένου του επιδίκου ακινήτου, με την υπ' αριθ. .../1978 συμβολαιογραφική πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Π.. Κατά την πράξη αποδοχής το κληρονομηθέν ακίνητο έχει όρια δυτικά με την οδό Α., νότια με πρώην ιδιοκτησία Δ. Β. και ήδη αγνώστου, ανατολικά με ιδιοκτησίες Ι. Μ., Ζ. Ζ. και αγνώστου και βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων Ι. Μ.. Η πράξη αποδοχής μεταγράφηκε νομότυπα στις 4.9.1978 στο Υποθηκοφυλακείο Π. Φ. στον τόμο ... με αύξοντα αριθμό .... Η μεταγραφή εκείνη ήταν ελλιπής, καθόσον η σχετική περίληψη της μεταγραπτέας πράξης δεν περιείχε και το επίδικο ακίνητο (που όμως περιεχόταν στην αποδοχή), με συνέπεια ως προς αυτό να χωρήσει νέα συμπληρωματική μεταγραφή στις 9.1.1992, στο ίδιο Υποθηκοφυλακείο, στον τόμο 306 με αυξ. αριθμό 216. Η παράλειψη του επιδίκου ακινήτου από την αρχική μεταγραφή έγινε από παραδρομή και δεν προέκυψε ότι έγινε με σκοπό να αποποιηθεί το σωματείο την επαχθείσα κληρονομία ως προς το ακίνητο αυτό.
Μέχρι τον θάνατο της επικαρπώτριας το ακίνητο επιβλεπόταν και συντηρείτο από την θυγατέρα της επικαρπώτριας και ανεψιά της διαθέτιδας Ε. Β., η οποία ενεργούσε για λογαριασμό της επικαρπώτριας, αλλά και του ενάγοντος σωματείου, το οποίο και αναγνώριζε ως ψιλό κύριο. Στην από 1.6.1988 επιστολή της προς το ενάγον η ίδια παραδέχεται ότι δεν εκμίσθωσε το επίδικο ακίνητο σε τρίτους, προκειμένου αυτό να περιέλθει χωρίς δεσμεύσεις στο ενάγον μετά την λήξη της επικαρπίας, γνωρίζοντας ότι η μητέρα της έπασχε από σοβαρή και μικρής προσδοκίας επιβίωσης ασθένεια. Μετά την λήξη της επικαρπίας, λόγω του θανάτου της επικαρπώτριας και την περιέλευση πλέον της πλήρους κυριότητας στο ενάγον, το τελευταίο άρχισε να ασκεί απευθείας το ίδιο την επίβλεψη και συντήρηση του επιδίκου μέσω προστηθέντων του. Στις 13/6 του 1983 προέβη σε κατά προσέγγιση καταμέτρηση αυτού και προσδιορισμό της δομήσιμης επιφάνειας του επιδίκου, δια του πολιτικού μηχανικού Ι. Μ., προκειμένου να διαθέτει πρόσφορα στοιχεία για την εκμετάλλευσή του με ανοικοδόμηση με το σύστημα της αντιπαροχής. Ο ίδιος μηχανικός κατ' εντολή του ενάγοντος προέβη στις 25.1.1984 σε έγγραφη εκτίμηση της τότε εμπορικής αξίας του επιδίκου.
Για την εκμετάλλευση αυτού με το σύστημα της αντιπαροχής είχε ήδη ενδιαφερθεί, με προσφορές που είχε απευθύνει προς το ενάγον, ο εργολάβος οικοδομών Α. Ν. στις 12.4.1979 και 28.2.1981. Παρόμοιες προσφορές έλαβε το ενάγον εντός του 1985 και από άλλους εργολάβους (λ.χ. «Κ. Κ. και Σια ΟΕ»).
Στις 16.10.1987 παρουσιάζεται για πρώτη φορά ο Χ. Β., εν ζωή σύζυγος της πρώτης εκκαλούσας - εναγομένης και πατέρας των λοιπών εκκαλούντων - εναγομένων, ο οποίος εμφάνισε μία άλλη, νεότερη των προηγουμένων, διαθήκη της ίδιας διαθέτιδος, υπό ημερομηνία 25.12.1974, δυνάμει της οποίας μοναδικός κληρονόμος σε όλη την περιουσία της εγκαθίστατο ο ίδιος. Η διαθήκη αυτή δημοσιεύθηκε με τα πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών υπ' αριθ. .../16.10.1987 και κηρύχθηκε κυρία με την απόφαση υπ' αριθ. 1049/1987 του ιδίου Δικαστηρίου. Στις 17.12.1987 ο ανωτέρω απηύθυνε επιστολή προς το ενάγον, με την οποία του γνωστοποιούσε την δημοσίευση της εν λόγω διαθήκης καθώς και ότι αυτή ως μεταγενέστερη εκείνων, στις οποίες στηρίζει τα δικαιώματά του το σωματείο, υπερισχύει. Με την ίδια επιστολή παρακαλεί το ενάγον να ενεργήσει τα «δέοντα». Η έκφραση αυτή και μόνο καταδεικνύει ότι ο Χ. Β. αναγνώριζε πως μέχρι τότε νομέας του επιδίκου ήταν το ενάγον. Ο ίδιος αποδέχθηκε την επαχθείσα στο πρόσωπό του, δυνάμει της νεότερης διαθήκης, κληρονομία, περιλαμβανομένου του επιδίκου ακινήτου, με την υπ' αριθ..../16.5.1988 συμβολαιογραφική πράξη της Συμβ/φου Κ. Αττικής Σ. Α. - Μ., την οποία μετέγραψε στο ίδιο ως άνω Υποθηκοφυλακείο, στις 18.5.1988, στον τόμο ... και με αυξ. αριθμό ....
Για την καθυστέρηση εμφανίσεως της νεότερης διαθήκης και την καθυστερημένη αποδοχή της επαγομένης με αυτήν κληρονομίας στο πρόσωπό του, δεν δίνει ικανοποιητικές εξηγήσεις. Ισχυρίζεται ότι είχε χρέη προς τρίτους και δεν ήθελε να επιληφθούν αυτοί του επιδίκου για να ικανοποιηθούν, καθώς και ότι δεν είχε χρήματα για να πληρώσει τον φόρο κληρονομίας. Δεν κατονομάζει όμως κανέναν από τους επικαλούμενους πιστωτές του, δεν προσδιορίζει το ύψος των χρεών του και δεν αναφέρει αν αυτό εντέλει υπερέβαινε ή όχι την αξία του ακινήτου. Επίσης από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίσθηκαν δεν προκύπτει αν πράγματι είχε χρέη μέχρι το 1987 και αν εν γένει η μέχρι τότε οικονομική του κατάσταση δεν του επέτρεπε να καταβάλει τον φόρο κληρονομίας που αναλογούσε στο επίδικο. Στις 14.7.1988 ο ίδιος άρχισε να αμφισβητεί κατά τρόπο πλέον ενεργητικό την κυριότητα του ενάγοντος στο επίδικο, καθόσον ανέθεσε στην εργοληπτική εταιρία «Ο. Α.Ε.» την ανέγερση επ' αυτού οικοδομής με το σύστημα της αντιπαροχής (βλ. το υπ' αριθ. .../1988 εργοληπτικό συμβόλαιο της Συμβ/φου Αθηνών Μ. Μ.). Ούτε και τότε όμως ανέλαβε στην πραγματικότητα την φυσική εξουσίαση του επιδίκου ακινήτου, ενώ αδράνησε και εξ απόψεως δικαστικών ενεργειών, καθόσον σε καμία τέτοια ενέργεια δεν προέβη για να υπερασπισθεί το προβαλλόμενο δικαίωμά του. Η μέριμνα για την εγγραφή του ακινήτου ως δικής του ιδιοκτησίας στο τότε ισχύον, περιορισμένα όμως μόνο για τις περιοχές Καλλιθέας και Παλαιού Φαλήρου, Κτηματολόγιο, δεν αποτελεί ουσιαστικά υλική πράξη νομής επί του επιδίκου. Περαιτέρω η ανωτέρω εργοληπτική εταιρία άσκησε αγωγή εναντίον του ήδη εφεσιβλήτου - ενάγοντος σωματείου, υπό ημερομηνία 26.8.1991 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../1991, προκειμένου να εκκαθαρισθεί το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου και να αναγνωρισθεί ότι κύριος αυτού λόγω κληρονομικής διαδοχής τυγχάνει πράγματι ο αντισυμβαλλόμενός της Χ. Β.. Η αγωγή αυτή συνεκδικάσθηκε με άλλη συναφή αγωγή, την οποία άσκησε το σωματείο κατά του ανωτέρω Χ. Β. υπό ημερομηνία 13.1.1992 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως .../1992. Με αυτήν το σωματείο ζήτησε, μεταξύ άλλων, να αναγνωρισθεί πως η νεότερη διαθήκη, την οποία αυτός επικαλείτο, δεν ήταν γνήσια.
Εν τω μεταξύ στις 18.11.1992 απεβίωσε ο Χ. Β. και κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τους ήδη εκκαλούντες - εναγομένους, χήρα και τέκνα του, κατά τα ανάλογα για τον καθένα τους νόμιμα ποσοστά. Αυτοί αποδέχθηκαν την κληρονομία με την υπ' αριθ. .../26.10.1993 συμβολαιογραφική πράξη της Συμβ/φου Κ. Αττικής Σ. Α. - Μ., την οποία μετέγραψαν στο Υποθηκοφυλακείο Π. Φ. (τ. ..., αριθ. ...) και υπεισήλθαν ως διάδοχοι του αποβιώσαντος στην ανωτέρω εκκρεμή δίκη. Επί των ανωτέρω αγωγών εκδόθηκε η υπ' αριθ. 8672/30.9.1997 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αφενός απορρίφθηκε η αγωγή της εργολήπτριας εταιρίας και αφετέρου έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή του σωματείου, αναγνωρισθέντος του ότι η νεότερη διαθήκη που επικαλείτο ο Χ. Β. δεν ήταν πράγματι γνήσια. Η ως άνω οριστική απόφαση κατέστη τελεσίδικη και αμετάκλητη αντίστοιχα με τις αποφάσεις υπ' αριθμούς 5077/8.6.1999 του Εφετείου Αθηνών και 63/2004 του ΑΠ και συνεπώς εξ αυτής παράγεται δεδικασμένο στην παρούσα δίκη μεταξύ των ήδη διαδίκων, κατ' άρθρο 325 περ. 1-2 ΚΠολΔ, ως προς το κριθέν ζήτημα της μη γνησιότητας της διαθήκης, που είχε επικαλεσθεί ο δικαιοπάροχος των ήδη εκκαλούντων. Οι τελευταίοι από τον θάνατο του δικαιοπαρόχου τους και καθ' όλο το χρονικό διάστημα της προηγούμενης αντιδικίας στον πρώτο βαθμό εξακολούθησαν να αμφισβητούν την κυριότητα του εφεσιβλήτου - ενάγοντος επί του ως άνω επιδίκου ακινήτου. Μέχρι όμως τουλάχιστον το τελευταίο τρίμηνο του 1997 δεν αποδεικνύεται ότι μπόρεσαν να ασκήσουν σε αυτό συγκεκριμένες πράξεις νομής.
Ειδικότερα, αφού η ως άνω εργολήπτρια εταιρία λόγω της δικαστικής εμπλοκής υπανεχώρησε από την εργολαβία, οι διάδοχοι του Χ. Β. ανέθεσαν το έργο ανοικοδομήσεως του επιδίκου (ενώ το ιδιοκτησιακό καθεστώς του ήταν ακόμη αμφίβολο στους τρίτους), σε άλλη τεχνική εταιρία, με την επωνυμία «Αφοι Χ.». Η τελευταία τοποθέτησε πινακίδες για την μέλλουσα ανοικοδόμηση στο επίδικο, πλην όμως το σωματείο αντέδρασε άμεσα με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εντός του 1993, η οποία μολονότι απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους (αοριστία), εξανάγκασε και την εταιρία αυτή να άρει κάθε διατάραξη της νομής του σωματείου στο επίδικο. Για πρώτη φορά εμφανίζονται οι εκκαλούντες ως κύριοι του επιδίκoυ σε δημόσιο έγγραφο στις 25.9.1997, ήτοι σε ομόχρονη απόφαση του ΥΠΕΧΩΔΕ με αριθμό 28375/5985/1997, που κηρύσσει το επίδικο διατηρητέο μαζί με άλλα παλαιά οικοδομήματα του ιδίου Δήμου (Π. Φ.). Ακολούθησε στις 25.5.1999 έγγραφο της Υπηρεσίας Καθαριότητας του ιδίου Δήμου, με το οποίο ειδοποιούνταν οι εκκαλούντες ως «ιδιοκτήτες» του επιδίκου να λάβουν μέτρα για τον καθαρισμό του ακινήτου και την άρση του κινδύνου καταρρεύσεως των κτισμάτων του. Στις 29.1.1998 εμφανίζεται η πρώτη εκκαλούσα να κάνει έναρξη επαγγελματικής δραστηριότητας στο επίδικο με αντικείμενο επιχείρηση υπαίθριου πάρκινγκ αυτοκινήτων. Όπως προκύπτει από υποβληθέντα από τους εκκαλούντες στοιχεία στην ΔΟΥ Π. Φ., ένα περιορισμένο ακάλυπτο τμήμα του επιδίκου χρησιμοποιείτο από αυτούς κατά τα έτη 1997-1998 ως χώρος σταθμεύσεως δικών τους αυτοκινήτων (δήθεν ιδιόχρηση). Από τις 1.10.1999 μέχρι και το 2005 εμφανίζονται οι εκκαλούντες να εκμισθώνουν σε τρίτους θέσεις σταθμεύσεως στο ίδιο ακίνητο με έγγραφα μισθωτήρια και να δηλώνουν στην αρμόδια ΔΟΥ έσοδα από σχετική επαγγελματική δραστηριότητα. Οι μισθώσεις αυτές δείχνουν ότι από την τελευταία ημερομηνία υπάρχει ευρύτερη και όχι απλά περιορισμένη κατάληψη του επιδίκου από τους εκκαλούντες, σε έκταση τουλάχιστον 38 θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων στον ακάλυπτο χώρο αυτού. Πάντως νόμιμη άδεια για την λειτουργία υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων έλαβαν μόλις στις 3.2.2006 (μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής), αφού προηγουμένως αναγκάσθηκαν να υποβάλλουν καινούργια σχεδιαγράμματα των υπαιθρίων χώρων του ακινήτου που θα χρησίμευαν για την λειτουργία του σταθμού. Από την άλλη πλευρά το εφεσίβλητο σωματείο, ενώ οι αντίδικοί του είχαν προβεί σε μερική κατάληψη του επιδίκου από το τελευταίο τρίμηνο του 1997 και σε ευρύτερη κατάληψη από 1.10.1999, προέβη σε εξ αποστάσεως ενέργειες, που δεν έχουν έννομες συνέπειες για την πραγματική κατάσταση της νομής του, ήτοι εκτίμηση της αξίας του ακινήτου από μεσίτη (30.5.1998), εξασφάλιση αδείας εκποιήσεως αυτού κατά τον ΑΝ 2039/1939 με δικαστική απόφαση (ΕφΑθ 9722/1998), και καταβολή των Τελών Ακίνητης Περιουσίας (Τ.Α.Π.) για τα έτη 2000 - 2005. Επειδή οι εκκαλούντες, παρά την τελεσιδικία από 8.6.1999 (αλλά και το αμετάκλητο από 21.1.2004), της προηγουμένης πρωτόδικης δικαστικής αποφάσεως περί αναγνωρίσεως της μη γνησιότητας της διαθήκης, που αφορούσε την δήθεν εγκατάσταση του δικαιοπαρόχου τους ως κληρονόμου στο επίδικο ακίνητο, εξακολούθησαν να αμφισβητούν την κυριότητα του εφεσιβλήτου σωματείου σε αυτό και να προσβάλλουν τη νομή του, αποβάλλοντας αυτό προοδευτικά από το μεγαλύτερο τμήμα του, το εφεσίβλητο άσκησε την ένδικη αγωγή, με επίδοση στις 16.3.2005 (βλ. εκθέσεις επιδόσεως υπ' αριθ. ..., ...,... και .../2005 της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Μ. Φ.).
Στην προκειμένη περίπτωση, ενώ με την ένδικη αγωγή γίνεται επίκληση παράγωγου τρόπου κτήσεως κυριότητας με κληρονομική διαδοχή που επήλθε στις 1.8.1976, οι εκκαλούντες - εναγόμενοι προβάλλουν ισχυρισμούς περί ιδίας κυριότητας στο επίδικο κτηθείσας με πρωτότυπους τρόπους και συγκεκριμένα, αφενός (Α) βάσει τακτικής χρησικτησίας, που φέρεται είτε (α) ότι άρχισε στις 1.8.1976 και συμπληρώθηκε στο πρόσωπο του αμέσου δικαιοπαρόχου τους 10 έτη αργότερα με αναδρομική ισχύ της αποδοχής και μεταγραφής που έγιναν από τον τελευταίο στις .../18.5.1988, είτε (β) ότι άρχισε στις 18.11.1992 κατά τον χρόνο επαγωγής σε αυτούς της κληρονομίας του αμέσου δικαιοπαρόχου τους και συμπληρώθηκε στο πρόσωπο των ιδίων, αφετέρου δε (Β) βάσει έκτακτης χρησικτησίας, που φέρεται ότι συμπληρώθηκε στο πρόσωπό τους στις 1.8.1996, με προσμέτρηση στον δικό τους χρόνο νομής στο επίδικο και του χρόνου νομής του αμέσου δικαιοπαρόχου τους από την κατάληψη αυτού από τον τελευταίο στις 1.8.1976 μέχρι τον θάνατό του στις 18.11.1992. Οι εν λόγω ισχυρισμοί, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στις προπαρατιθέμενες νομικές σκέψεις, αποτελούν νόμιμες ενστάσεις. Επιπλέον οι εκκαλούντες - εναγόμενοι πρότειναν και ένσταση παραγραφής, η οποία λόγω της φύσεως της ένδικης αγωγής ως αναγνωριστικής, εκτιμάται εν προκειμένω ως ένσταση απαραδέκτου ελλείψει εννόμου συμφέροντος, κατά τα προδιαληφθέντα στην τελευταία νομική σκέψη, η οποία άλλωστε εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης.
Με τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά συνάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα ή μη του ιστορικού των ενστάσεων που έχουν προτείνει οι εκκαλούντες - εναγόμενοι: (α) Ο δικαιοπάροχος αυτών Χ. Β. ουδέποτε απέκτησε την κατοχή του επιδίκου ακινήτου, μετά τον θάνατο της φερομένης ως απώτερης κοινής δικαιοπαρόχου των διαδίκων E. Β. στις 1.8.1976, μέχρι τον θάνατό του στις 18.11.1992 και ουδέποτε άσκησε σε αυτό πράξεις νομής. (β) Ο ίδιος δεν προέκυψε ότι αγνοούσε χωρίς βαριά αμέλεια την μη γνησιότητα της διαθήκης που επικαλείτο για να θεμελιώσει το δήθεν υπέρτερο κληρονομικό του δικαίωμα έναντι του εφεσιβλήτου σωματείου. Ειδικότερα δεν αποδείχθηκε ότι η ίδια η Ε. Β. του είχε παραδώσει πριν το θάνατό της την αμετακλήτως αναγνωρισθείσα ως μη γνήσια διαθήκη. Συνεπώς σε κάθε περίπτωση δεν ήταν δυνατή η έναρξη της διαδρομής χρόνου τακτικής χρησικτησίας στο πρόσωπό του. (γ) Οι ίδιοι οι εκκαλούντες δεν διαδέχθηκαν τον Χ. Β. στη δήθεν εκ μέρους του νομή του επιδίκου αμέσως μετά τον θάνατό του, αφού εκείνος ουδέποτε είχε αποκτήσει νομή, αλλά προέβησαν αρχικά σε μερική κατάληψη αυτού κατά το τελευταίο τρίμηνο του 1997 και αργότερα από 1.10.1999 σε ευρύτερη και έπειτα (προοδευτικά) σε σχεδόν ολική κατάληψη. (δ) Καλή πίστη αυτών υπό την ανωτέρω έννοια κατά τους ανωτέρω χρόνους καταλήψεως δεν αποδείχθηκε, ενόψει του ότι στις 30.9.1997 δημοσιεύθηκε η πρωτόδικη απόφαση που αναγνώριζε ως μη γνήσια την διαθήκη που επικαλείτο ο δικαιοπάροχός τους, ενώ στις 8.6.1999, πριν από την δεύτερη ευρύτερη κατάληψη, η εν λόγω οριστική δικαστική απόφαση κατέστη τελεσίδικη. (ε) Από τον χρόνο ακόμη και της πρώτης των ανωτέρω διαδοχικών καταλήψεων (4ο τρίμηνο του 1997), μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής, (ήτοι στις 16.3.2005 ), οπότε η αρξάμενη νομή χρησικτησίας διακόπτεται κατά νόμο καθώς και η παραγραφή της αντίστοιχης αξιώσεως αποδόσεως του επιδίκου (βλ. στην προηγούμενη νομική σκέψη υπό το στοιχ. V), δεν έχει παρέλθει ούτε 10ετία για την συμπλήρωση χρόνου τακτικής χρησικτησίας, ούτε πολύ περισσότερο 20ετία, αφενός για την συμπλήρωση χρόνου έκτακτης χρησικτησίας και αφετέρου για την συμπλήρωση παραγραφής της αξιώσεως αποδόσεως του επιδίκου, που θα καθιστούσε την άσκηση της ένδικης αναγνωριστικής αγωγής απαράδεκτη ως στερουμένη εννόμoυ συμφέροντος. Επομένως οι προταθείσες ενστάσεις των εκκαλούντων - εναγομένων αποβαίνουν απορριπτέες ως ουσιαστικά αβάσιμες, η δε ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως παραδεκτή, νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, κατά το μόνο εξεταζόμενο στον παρόντα βαθμό κύριο αίτημά της και να αναγνωρισθεί η κυριότητα του εφεσιβλήτου - ενάγοντος σωματείου στο επίδικο ακίνητο.
Η εκκαλουμένη απόφαση έκανε ομοίως εν μέρει δεκτή την αγωγή, με την διαφορά ότι απέρριψε την πρώτη ένσταση των εκκαλούντων - εναγομένων, όσον αφορά την συμπλήρωση τακτικής χρησικτησίας στο πρόσωπο του αμέσου δικαιοπαρόχου τους, ως μη νόμιμη με το αιτιολογικό ότι η μη γνήσια διαθήκη δεν συνιστά νόμιμο τίτλο για την έναρξη νομής τακτικής χρησικτησίας. Όμως η ένσταση αυτή, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι νόμιμη, αφού η κληρονομική διαδοχή με μη γνήσια διαθήκη μπορεί να αποτελέσει νομιζόμενο τίτλο για άσκηση νομής τακτικής χρησικτησίας, όταν ο νομέας είναι καλόπιστος ως προς την γνησιότητα της διαθήκης, όπως εν προκειμένω ισχυρίσθηκαν για τον δικαιοπάροχό τους οι εκκαλούντες εναγόμενοι. Αφετέρου σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν, η εν λόγω ένσταση πάλι πρέπει να απορριφθεί, αλλά ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι δεν προέκυψε νομή και καλοπιστία του φερόμενου ως δήθεν νομέα. Η απόρριψη της ενστάσεως κατ' ουσία, ενώ κατά την εκκαλουμένη είχε απορριφθεί ως μη νόμιμη, δεν μπορεί να γίνει με αντικατάσταση αιτιολογίας κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ και χωρίς να έχει ασκηθεί αντίθετη έφεση ή αντέφεση από τον εφεσίβλητο, διότι τότε το εφετείο υπερβαίνει τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης και λαμβάνει υπόψη πράγματα μη προταθέντα. Συνεπώς θα πρέπει προηγουμένως να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατ’ αποδοχήν της εφέσεως και εν συνεχεία κατά την διακράτηση της υπόθεσης και την ουσιαστική έρευνα της αγωγής, ν’ απορριφθεί η κριθείσα ως νόμιμη ένσταση από ουσιαστική πλέον άποψη (βλ. ΑΠ 829/2007 ΝΟΜΟΣ).
Κατ' ακολουθία θα πρέπει -(α) να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και κατ' ουσία, για τον βάσιμο λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου ως προς την απόρριψη της πρώτης ενστάσεως των εκκαλούντων ως μη νόμιμης, οπότε παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων, μεταξύ των οποίων και ο αφορών την μερική επιδίκαση δικαστικής δαπάνης για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας υπέρ του εφεσιβλήτου - ενάγοντος σωματείου, (β) να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το εκκαλούμενο κεφάλαιο της μερικής αποδοχής της αγωγής κατά το κύριο αίτημά της, (γ) να κρατηθεί η υπόθεση και να δικασθεί η αγωγή κατά το μεταβιβασθέν στον παρόντα βαθμό μέρος της, (δ) να γίνει δεκτή η αγωγή κατά το μέρος αυτό ως και ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων όλων των ενστάσεων των εναγομένων - εκκαλούντων, (ε) να αναγνωρισθεί η κυριότητα του εφεσιβλήτου - ενάγοντος στο επίδικο ακίνητο και (στ) να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας εν μέρει σε βάρος των εκκαλούντων - εναγομένων, ανάλογα με την έκταση της ήττας τους (άρθρα 176, 178 και 183 ΚΠολΔ, βλ. και Β. Βαθρακοκοίλη, ΕρΝομΚΠολΔ, υπ' άρθρο 183, παρ. 3), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. [...]

Δεν υπάρχουν σχόλια: