Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

ΠΥΛΩΤΗ - ΕφΑθ 2332/2016 Πυλωτή - Θέσεις στάθμευσης αυτοκίνητων - Αναγνώριση ακυρότητας μεταβιβαστικού συμβολαίου -. Αναγνωρίζεται ως άκυρη η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με την οποία καθορίζονται ανοικτές θέσεις σταθμεύσεως της πυλωτής ως αυτοτελ.. ΕφΑθ 2814/2012 , ΑΠ 25 / 2019 , ΑΠ442/2019 , ΕφΑθ 7807/2013, ΜΠρΑθ 732/2014 Πυλωτή - Θέσεις στάθμευσης αυτοκίνητων - Εκκρεμοδικία, ΠΠρΑθ 255/2018 Αρνητική αγωγή - Χώροι στάθμευσης - Πυλωτή, ΜΠρΑθ 1473/2012 Ασφαλιστικά μέτρα – Προσωρινή ρύθμιση – Πυλωτή – Χώροι στάθμευσης


ΕφΑθ 2332/2016
Πυλωτή - Θέσεις στάθμευσης αυτοκίνητων - Αναγνώριση ακυρότητας μεταβιβαστικού συμβολαίου -.
Αναγνωρίζεται ως άκυρη η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας με την οποία καθορίζονται ανοικτές θέσεις σταθμεύσεως της..

πυλωτής ως αυτοτελείς διηρημένες ιδιοκτησίες οι οποίες μάλιστα ανήκουν κατά κυριότητα σε τρίτους μη ένοικους τη πολυκατοικίας και σε ιδιοκτήτρια μικρής χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία αποθήκης. Η αγωγή αυτή για την εν λόγω αναγνώριση εφόσον άφορα ιδιοκτήτη διαμερίσματος της πολυκατοικίας και τρίτο εισάγεται στο δικαστήριο της τακτικής διαδικασίας και όχι στο Μονομελές Πρωτοδικείο του άρθρου 17 παρ. 2 ΚΠολΔ. Δεν απαιτείται λόγω του ενοχικού της χαρακτήρα έγγραφη της στα βιβλία διεκδικήσεων. Αν όμως η αγωγή ιδιοκτήτη κατά τρίτου ασκηθεί με τον χαρακτήρα εμπράγματης αρνητικής τότε απαιτείται η έγγραφη της στα βιβλία διεκδικήσεων. Απόρριψη ενστάσεων α) Εκ του άρθρου 182 ΑΚ περί μετατροπής της κυριότητας επί της θέσεως σταθμεύσεως της πυλωτής σε παραχώρηση αποκλειστικής χρήσης διότι οι εναγόμενοι - ενιστάμενοι - εκκαλούντες δεν έχουν στην ιδιοκτησία τους άλλη αυτοτελή ιδιοκτησία - διαμέρισμα στη πολυκατοικία. β) Εκ του άρθρου 281 ΑΚ λόγω καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος της εναγούσης - εφεσίβλητης, διότι αποδείχθηκε ότι στη πολυκατοικία όπου ζουν οι τρίτοι υπάρχουν θέσεις σταθμεύσεως και δεν αποδείχθηκε ότι γενικότερα στη περιοχή της πολυκατοικίας όπου ζουν οι τρίτοι δεν υπάρχουν διαθέσιμοι χώροι σταθμεύσεως αυτοκίνητων (Υπαίθριοι η στεγασμένοι).
Αριθμός 2332/2016
ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Συγκροτούμενο από τους Δικαστές Αρετή Παπαδιά, Πρόεδρο Εφετών, Κανέλλα Τζαβέλλα - Δημαρά και Βασιλική Τσαμπάζη - Εισηγήτρια, Εφέτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Ιανουαρίου 2016, παρουσία και της Γραμματέως Ανδρομάχης Πάλλα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
1) 2111/2014 έφεση :
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1) ... και 2) ... οι οποίοι παραστάθηκαν διά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους ... που παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ. : ... η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Αβραάμ (ΑΜΔΣΑ: 13.597).
2) 2057/2014 έφεση :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : ..., η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Γεωργίου Σταμαδιανού (ΑΜΔΣΑ: 31.354).
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ... η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Αβραάμ (ΑΜΔΣΑ: 13.597).
3) 2058/2014 έφεση
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ... ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Γεωργίου Σταμαδιανού (ΑΜΔΣΑ: 31354)
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ... η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Δημητρίου Αβραάμ (ΑΜΔΣΑ: 13.597)
Στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατατέθηκε η από 13-4-2010 αγωγή της εφεσίβλητης με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010, κατά όλων των εκκαλούντων, επί της οποίας εκδόθηκε ερήμην της ... και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων η 5510/2013 οριστική απόφαση του παραπάνω δικαστηρίου με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή.
Την απόφαση αυτή όλοι οι εναγόμενοι προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με τις από 27-3-2014 εφέσεις τους, που κατατέθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 2111/28-3-2014, 2057/27-3-2014 και 2058/27-3-2014, αντίστοιχα, και προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο της 5ης-3-2014, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της υποθέσεως για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Κατ' αυτήν οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκαν, χωρίς να ακουστεί ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων της πρώτης έφεσης που παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως ισχύει, έχοντας προκαταθέσει προτάσεις και αφού ακούστηκαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι από 27-3-2014 και με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 2111/28-3-2014, 2057/27-3-2014 και 2058/27-3-2014,/αντίστοιχα, εφέσεις κατά της 5510/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που δόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της εκκαλούσας (της δεύτερης ...) ... και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί της από 13-4-2010 αγωγή της εφεσίβλητης με αριθμό 4 Κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη η αγωγή της και στρέφονται κατά της ίδιας αποφάσεως, πρέπει, αυτεπαγγέλτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ, να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης συνάφειας τους, αλλά και διότι έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων αυτής (άρθρα 246 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ και ΑΠ 427/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44παρ.2 του Ν. 3994/2011 ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό, προκύπτει, ότι ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία δίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή είτε κατά την τακτική διαδικασία είτε κατά την ειδική διαδικασία και ανεξάρτητα από το αν η απουσία του εκκαλούντος διαδίκου συνεπάγεται τεκμήριο ομολογίας ή παραιτήσεως του, ή αν ο διάδικος δικάστηκε σαν να ήταν παρών, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως (ΑΠ 394/2011 ΧρΙΔ 2012.55, ΑΠ 251/2009 Δίκη 2009.996, Εφθρ 73/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, ο.π., σελ. 99, Μ. Μαργαρίτης σε Ερμηνεία ΚΠολΔ, Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα Συμπλήρωμα, εκδ. 2003, υπό το άρθρο 528, σελ. 68). Στην προκείμενη περίπτωση, οι συνεκδικαζόμενες εφέσεις, αρμοδίως φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 511, 513 παρ.1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), έχουν δε ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμες, δεδομένου ότι όσον αφορά τον πρώτο εκκαλούντα της πρώτης έφεσης (αριθμός κατάθεσης 2111/28-3-2014), ..., οι διάδικοι δεν επικαλούνται επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε το αντίθετο προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας και από την δημοσίευση της δεν είχε παρέλθει τριετία μέχρι την άσκηση της (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ), ενώ όσον αφορά τους λοιπούς εκκαλούντες σε όλες τις άνω εφέσεις, η εκκαλουμένη επιδόθηκε σε αυτούς την 26-2-2014 (βλ. τις 601Δ', 599Δ' και 600Δ' από 26-2-2014 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ...) και οι εφέσεις κατατέθηκαν στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 28-3-2014 όσον αφορά την με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2111/2014 έφεση και την 27-3-2014 για τις με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 20572014 και 2058/2014 εφέσεις, ήτοι κατατέθηκαν την 30η ημέρα η πρώτη και την 29η ημέρα από την επομένη της επιδόσεως της εκκαλουμένης οι λοιπές (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1 και 518 παρ.1 και 2 ΚΠολΔ). Εξάλλου, για το παραδεκτό των συνεκδικαζόμενων εφέσεων, έχει, κατά τα οριζόμενα στη παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, (όπως η παρ. 4. προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/12-3-2012) κατατεθεί, κατά την άσκηση τους, το παράβολο 200 ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, και δη για την 2111/2014 έφεση όπως προκύπτει από την από 28-3-2014 πράξη κατάθεσης παραβόλων της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ότι κατατέθηκαν τα 062621 και 062622 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα 1643554 και 1643555 παράβολα του Δημοσίου, ποσού 40 ευρώ το καθένα, για την 2057/2014 έφεση όπως προκύπτει από την από 27-3-2014 πράξη κατάθεσης παραβόλων της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ότι κατατέθηκαν τα 060481 και 057254 παράβολα ΤΑΧΔΙ Κ, ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα 3787495, 4936685, 4936686 και 4936683 παράβολα του Δημοσίου, ποσού 50 ευρώ το πρώτο και 10 ευρώ το καθένα από τα υπόλοιπα και για την 2058/2014 έφεση όπως προκύπτει από την από 27-3-2014 πράξη κατάθεσης παραβόλων της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου για το ότι κατατέθηκαν τα 057253 και 057255 παράβολα ΤΑΧΔΙΚ, ποσού 60 ευρώ το καθένα και τα 3787514, 4936689, 4936682 και 4936681 παράβολα του Δημοσίου, ποσού 50 ευρώ το πρώτο και 10 ευρώ το καθένα από τα υπόλοιπα. Πρέπει επομένως, ως προς τη δεύτερη έφεση, που ασκήθηκε από την ερήμην, δικαζόμενη εναγομένης κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη μέσα στα όρια, που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολο της, περαιτέρω δε να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο, να δικαστεί η υπόθεση από την αρχή και να ερευνηθεί η ένδικη αγωγή, κατά την ίδια τακτική διαδικασία, ως προς το νόμω και κατ' ουσίαν βάσιμο της (άρθρο 533 παρ. 1 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται εν προκειμένω, η προηγούμενη έρευνα και η ευδοκίμηση κάποιου λόγου της εφέσεως, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας. Ως προς την πρώτη και την τρίτη των εφέσεων, εξάλλου, πρέπει αυτές να γίνουν τυπικά δεκτές (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ και 1, 2 παρ. 1, 3 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5, 13 του Ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι επί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους, (οριζόντιας ιδιοκτησίας), δημιουργείται χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως, κατά ανάλογη μερίδα επί του εδάφους και των μερών της οικοδομής που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών. Οι ως άνω βασικές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτουν σαφώς από τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες όμως δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του «ορόφου» και «διαμερίσματος ορόφου». Από το πνεύμα εν τούτοις των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από τον σκοπό τους, που, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση του Ν. 3741/1929, είναι η ευχερέστερη κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των πολιτών και η καθ' ύψος επέκταση των πόλεων - καθώς και από τα ερμηνευτικά πορίσματα από την κοινή πείρα και από τις σχετικές διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας (άρθρ. 11 του Γεν. Οικοδομικού Κανονισμού των ετών 1929, 1955 και 1973), συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου είναι το αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά, (διαιρετά ή αδιαίρετα), τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής, κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή οικιστική εν γένει χρήση. Μόνο οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων, με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με ορόφους υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη, (άρθρον 1002 εδ. β' ΑΚ και 1παρ.2 Ν. 3741/1929), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επομένως δεν είναι δυνατό να συσταθεί διαιρεμένη ιδιοκτησία επί ανοικτού χώρου, εκτός αν προβλέπεται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ή σε μεταγενέστερη συμφωνία όλων των οροφοκτητών που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ότι ο χώρος αυτός πρόκειται να οικοδομηθεί, οπότε η σύσταση διαιρεμένης ιδιοκτησίας αναφέρεται στους μελλοντικούς ορόφους ή διαμερίσματα και τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τους (άρθρο 201 ΑΚ). Εξάλλου, αν ληφθεί υπόψη ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 του Ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα «superficies solo cedit», που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. Α' του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ' εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται γι' αυτό κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου. Περαιτέρω, τα άρθρα 22 παρ. 9 και 32 παρ. 4 του ΝΔ 8/1973 «περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού», όπως αντικαταστάθηκαν από τις παραγράφους 22 και 33 του άρθρου 1 του Ν.Δ. 205/1974, προέβλεψαν για πρώτη φορά την κατασκευή της οικοδομής επί υποστηλωμάτων για τη δημιουργία στο ισόγειο ανοικτού στεγασμένου χώρου, που αφήνεται εξολοκλήρου κενός και χρησιμεύει για τη στάθμευση αυτοκινήτων. Ο κενός αυτός χώρος του ισογείου, που ονομάστηκε πιλοτή (άρθρο 1 παρ. 5γ' Ν. 960/1979, όπως αντικ. με Ν. 1221/1981, 7 παρ. 1 περιπτ. Αι' και 9 παρ. 10 ΓΟΚ/1985), είναι εξ ορισμού ανοικτός και συνεπώς ισχύουν γι' αυτόν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλαδή η συμφωνία των οροφοκτητών να συστήσουν, σε τμήματα της πιλοτής που θα παραμείνουν ανοικτά, αυτοτελείς (διαιρεμένες) ιδιοκτησίες, είτε σε ιδιοκτήτες ορόφων της ιδίας οικοδομής είτε σε τρίτους, θα είναι άκυρη, ως αντικείμενη στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που καθορίζουν τις θεμελιακές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, (άρθρ. 174 ΑΚ), και συνακόλουθα τα τμήματα αυτά είναι κοινόκτητα και κοινόχρηστα. Αν, όμως, προβλέπεται στην άνω συμφωνία ότι στα πιο πάνω τμήματα της πιλοτής θα κατασκευαστούν κλειστοί χώροι, δημιουργούνται έγκυρα διαιρεμένες ιδιοκτησίες στους περίκλειστους χώρους που θα κατασκευαστούν, παρά το γεγονός ότι η I κατασκευή τους επάγεται τυχόν υπέρβαση του ορίου κάλυψης ή του συντελεστή δόμησης και είναι πάντως αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις του ΓΟΚ/1973 - που ορίζουν ότι ο χώρος της πιλοτής αφήνεται εξολοκλήρου κενός - αφού η παραβίαση των διατάξεων αυτών συνεπάγεται μόνο διοικητικές κυρώσεις και δεν θίγει το κύρος της μεταξύ των οροφοκτητών συμφωνίας (ΟλΑΠ 583/1983). Σημειώνεται, τέλος, ότι η προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων για την οροφοκτησία, δεν είναι αντίθετη, αλλά επιβεβαιώνεται ουσιαστικά από τις ειδικές ρυθμίσεις των Ν. 960/1979 και Ν. 1221/1981 για τις θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Πράγματι, οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. α' και β' του Ν. 960/1979, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 του Ν. 1221/1981, προβλέπουν ότι προκειμένου για θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων που βρίσκονται σε στεγασμένους χώρους κτιρίου, το οποίο έχει υπαχθεί στο σύστημα της διαιρεμένης ιδιοκτησίας, κάθε θέση σταθμεύσεως αποτελεί διαιρεμένη ιδιοκτησία, της οποίας επιτρέπεται η αυτοτελής μεταβίβαση και σε τρίτους που δεν
έχουν σχέση με το κτίριο. Με τις διατάξεις αυτές, δηλαδή, αναγνωρίζεται χωριστή κυριότητα και επί των θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων που δεν είναι περίκλειστοι, αλλά απλώς στεγασμένοι, κατ' εξαίρεση του κανόνα ότι αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας αποτελούν μόνον οι κλειστοί χώροι ορόφων ή διαμερισμάτων. Ειδικά όμως για την πιλοτή το τελευταίο εδάφιο γ της παρ. 5 του άνω άρθρου ορίζει ότι οι δημιουργούμενες στην πιλοτή θέσεις σταθμεύσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας. Οι παραπάνω ρυθμίσεις και ιδίως αυτές των εδαφίων α' και β', καθώς και εκείνη του εδαφίου γ', θα ήταν ασφαλώς περιττές, αν ήταν δυνατό, με βάση τις ισχύουσες μέχρι τότε διατάξεις, να συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία επί ορισμένων ανοικτών χώρων του κοινού ακινήτου για να χρησιμοποιηθούν ως θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Ενόψει αυτών γίνεται φανερό ότι ο χώρος της πιλοτής ή ανοικτά τμήματα του χώρου αυτού δεν ήταν δυνατό ούτε πριν ούτε μετά από τους ν. 960/1979 και 1221/1981, να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας και συνεπώς οι χώροι της πιλοτής ανήκαν και τότε και ανήκουν και μετά στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, επί των οποίων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 13 ν. 3741/1929 μπορούσε μόνο να παραχωρηθεί, με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών, δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως σε ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής (ΟλΑΠ 23/2000). Εξάλλου κατά το άρθρο 3 παρ.1 και 5 του Ν.3741/1929, προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα καθενός από τους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων δεν περιορίζεται μόνο επί της διαιρεμένης (χωριστής) ιδιοκτησίας του, αλλά επεκτείνεται εξ αδιαιρέτου και επί των κοινόκτητων μερών της οικοδομής. Από το δικαίωμα αυτό του ιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας απορρέουν και αξιώσεις του για παράλειψη ή εκτέλεση ενεργειών από άλλο συνιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας ή τρίτο, όταν παραβλάπτεται το δικαίωμα αυτό της χρήσης (ΑΠ 464/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αν ο ιδιοκτήτης οριζόντιας ιδιοκτησίας προσβάλλεται από συνιδιοκτήτη ή τρίτο στις εξουσίες του που απορρέουν από τη συγκυριότητα του στα κοινόκτητα μέρη, έχει εναντίον του προσβολέα, όσον αφορά την έκταση της ιδανικής του μερίδας, την προστασία που έχει σε ανάλογη περίπτωση ο συγκύριος, δηλαδή τη διεκδικητική αγωγή στην περίπτωση της αποβολής του, την αρνητική αγωγή στην περίπτωση της προσβολής με άλλο τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος και την αναγνωριστική αγωγή στην περίπτωση της αμφισβήτησης (ΑΠ 115/2003 ΕλλΔνη 2003.494, ΑΠ 1450/1983 ΝοΒ 1984.1201, ΕφΠατρ 1165/2006 ΑχΝομ 2007.690). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1108παρ.1 εδ. α' ΑΚ, αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλον τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση, ο κύριος του πράγματος δικαιούται να απαιτήσει, από εκείνον που προσέβαλε την κυριότητα, να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή, της οποίας βάση είναι η κυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και η προσβολή της με πράξεις διατάραξης ή επέμβασης, ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, δηλαδή όταν ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλον τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, οπότε προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατά αυτού που κατέχει το πράγμα. Διατάραξη της κυριότητας (ή συγκυριότητας) αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό περιεχόμενο της κυριότητας, δηλαδή όταν ο εναγόμενος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνον ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει, ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα η διατάραξη αυτή έχει ως συνέπεια τη μη ελεύθερη και ανενόχλητη χρησιμοποίηση, εκμετάλλευση και απόλαυση ορισμένων μόνον εξουσιών από την κυριότητα επί του πράγματος (ΟλΑΠ 4/2016, ΑΠ 1792/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1633/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1026/2006 ΝοΒ 2008 618 ΑΠ 399/2006 ΕλλΔνη 2006.828, ΕφΑΘ24/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 913/2010 Αρμ 2011.1316, ΕφΑΘ 2067/2005 ΕλλΔνη 2006.535, ΕφΑΘ 2869/2004, ΕΔικΠολυκ 2007.213, ΕφΘεσ 913/2010 Αρμ 2011.1316). Αν εξάλλου, οι διάδικοι δεν είναι όλοι ιδιοκτήτες, αλλά εκείνος που τους ενοχλεί στην άσκηση των νόμιμων δικαιωμάτων τους είναι τρίτος, η διαφορά δεν εισάγεται στο Μονομελές Πρωτοδικείο του άρθρου 17 παρ. 2 ΚΠολΔ, αλλά δικάζεται στο αρμόδιο δικαστήριο της τακτικής διαδικασίας, έχοντας τον χαρακτήρα της αρνητικής αγωγής (1108 ΑΚ) ή της αγωγής διατάραξης της νομής. Σ' αυτή την περίπτωση η αγωγή πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 220 του ΚΠολΔ, να εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων, διότι αλλιώς είναι απαράδεκτη (βλ. Λ. Βαρυμποπιώτη, Η κατ' όροφον ιδιοκτησία, άρθρο 4, Κ. Παπαδόπουλο Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου, τόμος. Β', έκδ. 1992, σελ.288, Φ. Τσετσέκο, Η χωριστή ιδιοκτησία, έκδ. 1994, σελ. 300, ΕφΘεσ 2295/1996 Αρμ 1996 1095 ειδικά ως προς την εγγραφή στα βιβλία διεκδικήσεων κατ' άρθρο 220 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 491/2009 ΝοΒ 2009.1702=ΧρΙΔ 2010.125, ΑΠ 1290/2002 ΝοΒ 2003.1024
= ΕλλΔνη 2002.1613, ΕφΑθ 7789/1998 ΕλλΔνη 1999.1114, ΕφΑΘ 2490/2005 ΕλλΔικ2006.585, ΕφΑΘ 267/1992 ΕλλΔικ 1994 444 Παπαδόπουλος, ό.π. τόμος πρώτος, παρ. 244, αρ.7, σελ. 354).
Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη) με την από 14-9-2009 αγωγή της που άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ισχυρίζεται ότι στην πολυώροφη οικοδομή με πιλοτή, που περιγράφεται ειδικότερα κατά θέση, όρια και λοιπά στοιχεία της στην αγωγή που έχει ανεγερθεί με το σύστημα της αντιπαροχής και στην οποία έχει συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία, είναι κυρία διαμερίσματος αυτής. Ότι σύμφωνα με την πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας που τη διέπει, όπως τροποποιήθηκε αυτή μεταγενέστερα, η πιλοτή της πολυκατοικίας περιλαμβάνει, εκτός των άλλων, τις Ρ-3, Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες (θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων), που περιγράφονται επίσης συγκεκριμένα στην αγωγή. Ότι οι εν λόγω οριζόντιες ιδιοκτησίες (θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων) περιήλθαν στους εναγόμενους με τα ........ συμβόλαια των συμβολαιογράφων Ελευσίνας ... το πρώτο, της συμβολαιογράφου Αθηνών ... το δεύτερο και της συμβολαιογράφου Αθηνών, επίσης, ... τα λοιπά, που έχουν όλα μεταγραφεί νόμιμα. Ότι η συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία είναι άκυρη, κατά το μέρος της που ορίζεται με αυτήν ότι οι θέσεις στάθμευσης της πιλοτής αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, αφού στον ανοικτό χώρο αυτής δεν είναι δυνατόν να συσταθούν χωριστές ιδιοκτησίες, οπότε είναι άκυρα και τα επίμαχα ως άνω συμβόλαια, βάσει των οποίων οι εναγόμενοι απέκτησαν τις θέσεις στάθμευσης κατά κυριότητα. Ότι, επιπλέον, τα .../2009 και .../2009 συμβόλαια, που καταρτίστηκαν μεταξύ άλλων και για λογαριασμό του εκ των οικοπεδούχων ..., από τον πρώτο των εναγομένων, ως διαχειριστή της εργολάβου εταιρείας, είναι άκυρα και για το λόγο ότι είχε παύσει η πληρεξουσιότητα, που είχε χορηγηθεί προς την εργολάβο εταιρεία με τον θάνατο του, που είχε προηγηθεί της υπογραφής αυτών. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενη η ενάγουσα επιπλέον ότι με την χρήση των θέσεων αυτών από τους εναγόμενους που δεν είναι ιδιοκτήτες διαμερισμάτων στην οικοδομή και δεν κατοικούν σε αυτή, στερείται η ίδια, τη σύγχρησή τους με τους λοιπούς ιδιοκτήτες της οικοδομής, ζητεί α) να αναγνωριστεί η ακυρότητα της .../1978 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, όπως τροποποιήθηκε, αναφορικά με τον καθορισμό των υπό στοιχεία Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 θέσεων σταθμεύσεων αυτοκινήτων της πιλοτής ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, β) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των .../1981, .../1984, .../2009 και .../2009 συμβολαίων, με τα οποία μεταβιβάσθηκαν οι ανωτέρω θέσεις στάθμευσης στους εναγομένους, γ) να αναγνωριστεί ότι οι επίμαχες θέσεις στάθμευσης είναι κοινόχρηστες και δ) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της επιτρέπουν ως συγκυρία και συννομέα του χώρου της πιλοτής την ελεύθερη σύγχρηση των θέσεων αυτών, με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της απόφασης.
Ως προς την δεύτερη έφεση: Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή, στην οποία σωρεύονται αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας δικαιοπραξιών και αρνητική αγωγή, είναι παραδεκτή και νόμιμη μονο ως προς την πρώτη αγωγή και μόνο ως προς τη βάση της περί αναγνώρισης της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών κατ' άρθρο 174 ΑΚ. Αντίθετα,, όσον αφορά τη βάση της αγωγής περί ακυρότητας των .../2009 και .../2009 μεταβιβαστικών συμβολαίων για το λόγο ότι καταρτίστηκαν μετά την παύση της κατά νόμο πληρεξουσιότητας του παραπάνω οικοπεδούχου και εν γνώσει της παύσεως αυτής, η αγωγή είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφτεί λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως για την άσκηση της (άρθρα 68 και 73 ΚΠολΔ), αφού ναι μεν η σύμβαση, που συνομολογεί κάποιος ως αντιπρόσωπος άλλου καθ' υπέρβαση των ορίων της πληρεξουσιότητας, είναι άκυρη και δεν δεσμεύει τον αντιπροσωπευόμενο, που την αποκρούει και δεν την εγκρίνει (ΑΠ 1443/2012 ΑΠ 986/2012, ΑΠ 1700/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 484/2007 ΝοΒ 2007.1651, 1805, ΑΠ 12/2000 ΕΕΝ 2001.497), πλην όμως μέχρι της αποκρούσεως (αποποιήσεως) οι τρίτοι δεν νομιμοποιούνται να επικαλεστούν την ακυρότητα της σύμβασης για τον ανωτέρω λόγο, αφού πρόκειται για σχετική και όχι για απόλυτη ακυρότητα (ΑΠ 1187/2000 ΧΡΙΔ 2001.302, ΕφΘεσ2966/1992 ΕλλΔ.κ 1994.636). Επίσης απαράδεκτη είναι και η σωρευόμενη αρνητική αγωγή της ενάγουσας κατά των εναγομένων με την οποία ζητεί να υποχρεωθούν αυτοί να της επιτρέπουν, την ελεύθερη χρήση των επίδικων θέσεων στάθμευσης οχημάτων στην κοινόχρηστη πιλοτή, με την απειλή χρηματική ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση της απόφασης, για το λόγω ότι εφόσον δεν πρόκειται για διαφορά μεταξύ συνιδιοκτητών, αλλά μεταξύ ιδιοκτήτη της οικοδομής και τρίτου, εισάγεται εμπράγματη αγωγή προς κρίση και συγκεκριμένα αρνητική
αγωγή η οποία όπως ήδη αναφέρεται στις παραπάνω νομικές σκέψεις, εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων κατ' άρθρο 220 ΚΠολΔ, του οικείου της τοποθεσίας του ακίνητου υποθηκοφυλακείου, γεγονός που δεν συνέβη, όπως συνομολογείται από την ενάγουσα - εφεσίβλητη. Συνεπώς είναι αυτή απαράδεκτη σύμφωνα και με τον σχετικό βάσιμο ισχυρισμό της τρίτης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας στη δεύτερη έφεση, που ούτως ή άλλως λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Αντίθετα κατά το σκέλος του που αφορά την αναγνωριστική της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών αγωγή, είναι μη νόμιμος, αφού σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στις παραπάνω νομικές σκέψεις η σχετική αγωγή είναι ενοχική και δεν είναι εγγραπτέα ως τέτοια στα βιβλία διεκδικήσεων. Κατά τα λοιπά η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις προαναφερόμενες στις νομικές σκέψεις διατάξεις του Ν. 3741/1929, του Ν. 960/1979 και των διατάξεων των άρθρων 174, 1001 και 1002 ΑΚ και 70, 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν.
Ως προς την πρώτη και την τρίτη των εφέσεων: Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη 5510/2013 απόφαση αφού έκρινε την αγωγή εν μέρει νόμιμη, απορρίπτοντας τη παρακάτω βάση της ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας προς προβολή της σχετικής ακυρότητας των .../2009 και .../2009 συμβολαίων εξαιτίας της παύσης της πληρεξουσιότητας της εργολάβου εταιρείας και αφού απέρριψε όλους τους λοιπούς ισχυρισμούς των παριστάμενων εναγομένων, α) περί απαραδέκτου της αγωγής λόγω της μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων, β) περί μετατροπής των άκυρων δικαιοπραξιών σε παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης και γ) περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, έκανε εξ ολοκλήρου δεκτή την αγωγή κατά το μέρος της που κρίθηκε αυτή νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες της πρώτης και τρίτης έφεσης, κατά το μέρος της που απέρριψε τους ισχυρισμούς τους που είχαν προβάλει αμυνόμενοι κατά της εναντίον τους αγωγής της εφεσίβλητης.
Με τον πρώτο λόγο των εφέσεων τους οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι η εκκαλούμενη απόφαση, εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί απαραδέκτου της αγωγής κατ' άρθρο 220 ΚΠολΔ, λόγω της μη εγγραφής της στα βιβλία διεκδικήσεων. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, (αναφορικά με τη δεύτερη των εφέσεων) ο εν λόγω ισχυρισμός τους είναι κατ' αρχήν βάσιμος, μόνο, όμως, ως προς τη σωρευόμενη στο δικόγραφο αρνητική αγωγή, που όπως αναπτύχθηκε στην οικεία νομική σκέψη παραπάνω, έπρεπε πράγματι να εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων, ενώ αντίθετα δεν απαιτούνταν η εγγραφή της σε αυτά ως προς την αναγνωριστική της ακυρότητας των δικαιοπραξιών αγωγή. Ως εκ τούτου το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε συλλήβδην τον εν λόγω ισχυρισμό κρίνοντας ότι η αγωγή δεν είναι εμπράγματη και συνεπώς δεν είναι εγγραπτέα στα βιβλία διεκδικήσεων, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την σωρευόμενη στην αγωγή αρνητική αγωγή, που εσφαλμένα δεν εκτίμησε ως τέτοια. Πρέπει ακολούθως, αφού είναι εν μέρει βάσιμος ο πρώτος λόγος της έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς 7 το μέρος της αυτό, να κρατηθεί και να δικαστεί η υπόθεση κατά τούτο από το παρόν Δικαστήριο και στη συνεχεία να απορριφθεί η σωρευμένη στο δικόγραφο της αγωγής, αρνητική αγωγή ως απαράδεκτη κατ' άρθρο 220 ΚΠολΔ.
Η διάταξη του άρθρου 182 ΑΚ ορίζει: «Όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα». Κατά τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις για τη μετατροπή μιας άκυρης δικαιοπραξίας σε άλλη έγκυρη είναι: 1) η ακυρότητα της πρώτης και για την ακυρότητα αυτή άγνοια των μερών, 2) η άκυρη να περιέχει τα στοιχεία της, κατά μετατροπή, έγκυρης και 3) υποθετική βούληση των μερών, όπως ισχύσει, η μετά μετατροπή, άλλη δικαιοπραξία, εάν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.2 και 5 εδ. τελευταίο του Ν. 60/1979, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 1221/1981 προκύπτει ότι, αν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακάλυπτου (πιλοτή), με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών (άρθ. 4 παρ. 1, 5 και 13 Ν. 3741/1929), που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή, μπορεί εγκύρως να παραχωρηθεί το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πιλοτής ή τμήματος αυτού σε έναν ή ορισμένους
ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος της οικοδομής στην οποία υπάρχει ο χώρος αυτός (ΟλΑΠ 5/1991 ΕλλΔνη 1991.750, ΟλΑΠ 23/2000 ΕλλΔνη 2001.58, ΑΠ 2174/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 841/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η άκυρη, ως συστατική στο χώρο της πιλοτής διαιρεμένης ιδιοκτησίας, δικαιοπραξία, μπορεί να ισχύσει, κατά μετατροπή, ως δικαιοπραξία συστάσεως δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πιλοτής ή τμήματος αυτής στον ιδιοκτήτη διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής, που αναφέρεται ως εμπράγματος δικαιούχος αυτού, καθόσον το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης (έλασσον) εμπεριέχεται στο (μείζον) δικαίωμα της κυριότητας και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι της μετατροπής, ήτοι άγνοια της ακυρότητας της πρώτης δικαιοπραξίας και υποθετική βούληση να ισχύσει η δεύτερη, αν τα μέρη γνώριζαν την πρώτη (ΑΠ 1662/2000 ΕλλΔνη 2001.7247, ΑΠ 619/1999 ΕπιΔικΠολ 1999.206). Ο περιορισμός, με το ανωτέρω περιεχόμενο, της χρήσης του χώρου αυτού από τους λοιπούς οροφοκτήτες, έχει απλώς τον χαρακτήρα δουλείας, κατά το άρθρο 13 παρ. 3 του Ν. 3741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία κατά την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 του ΑΚ, και επιβάλλεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 του Ν. 960/79, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 1221/1981 (και το π.δ. 1340/1981). Παρέπεται ότι δεν είναι επιτρεπτό στους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου να μην εξασφαλίζουν, με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία ή με οποιαδήποτε μεταγενέστερη, κατά τους νομίμους τύπους, τροποποίηση της, στην κοινόκτητη πιλοτή της οικοδομής θέσεις σταθμεύσεως των αυτοκινήτων των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων με την παραχώρηση των θέσεων αυτών σε αποθήκες, που εκ κατασκευής και λειτουργικώς βρίσκονται συνήθως στο υπόγειο της οικοδομής, έστω και αν οι αποθήκες αυτές έχουν οριστεί στη συστατική της οριζόντιας ιδιοκτησίας δικαιοπραξία ως αυτοτελείς ιδιοκτησίες, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων να στερούνται τη δυνατότητα χρήσεως του κοινόκτητου και κοινόχρηστου χώρου της πιλοτής για τη στάθμευση των αυτοκινήτων τους. Η κατανομή επομένως των θέσεων σταθμεύσεως των αυτοκινήτων στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής (πιλοτή) κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου σε υπόγεια και χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία αποθήκη, που αποτελεί βοηθητικό χώρο διαμερίσματος, και να μην εξασφαλίζεται τέτοια θέση σταθμεύσεως στο διαμέρισμα, του οποίου ο ιδιοκτήτης να στερείται έτσι παντελώς της χρήσεως της πιλοτής, αντιβαίνει ευθέως στις προρρηθείσες διατάξεις και είναι για τον λόγο αυτό άκυρη, θεωρούμενη ως μη γενομένη επίσης, κατά το άρθρο 174 του ΑΚ, την ακυρότητα δε αυτή μπορεί να την προτείνει ο καθένας που έχει έννομο συμφέρον (ΑΠ 1821/2011, ο.π., ΑΠ 2155/2009, ο.π., ΑΠ 2117/2007, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 818/2003, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 448/1996 ΕλλΔνη 1996.600, ΕφΠειρ 318/2004, ΠειρΝομ 2004.174). Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η άσκηση του δικαιώματος καταχρηστική, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή άλλα περιστατικά, τα οποία χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, να καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (ΟλΑΠ 8/2001, ΕλλΔνη 2001.383, ΟλΑΠ 17/1995, ΕλλΔνη 1995.1531). Απαιτείται ακόμη, οι πράξεις του υπόχρεου και η υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, που έχει δημιουργηθεί, να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, οι συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες, προς αυτή τη συμπεριφορά, δεν συγχωρείται να προβάλλονται προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 8/2001, ο.π., ΟλΑΠ 1/1997, ΟλΑΠ 17/1995, ΟλΑΠ 62/1990, ΑΠ 207/2014, ΑΠ 37/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες εκτιμώνται από μόνες τους και σε συνδυασμό μεταξύ τους κατά το λόγο της γνώσης και τον βαθμό της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα και από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται στο παρόν Δικαστήριο, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες με επίκληση φωτογραφίες η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αρ. 3, 445, 448 § 2 και 457 ΚΠολΔ), εκτός από τις πέντε φωτογραφίες (Νο 1 έως Νο 5), που προσκομίζονται, απαράδεκτα από την εφεσίβλητη με αριθμό σχετικού 12, προς απόκρουση της δεύτερης έφεσης της εκκαλούσας Μαρίνας Κατσαρά, με το από 12-3-2016 δικόγραφο προσθήκης - αντίκρουσης, που δεν έχει κατατεθεί νομότυπα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού,
καθώς δεν φέρει σχετική σφραγίδα κατάθεσης, ενώ φέρει ημερομηνία δύο και πλέον μήνες μετά την συζήτηση των εφέσεων και συνεπώς δεν μπορούν αυτές να ληφθούν υπόψη του Δικαστηρίου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι κυρία δύο οριζοντίων ιδιοκτησιών της πολυώροφης οικοδομής (πολυκατοικίας), που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... στη θέση «...» στην Αθήνα. Την κυριότητα αυτών απέκτησε παράγωγα, με το .../1983 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό ..., με αγορά τους από τους οικοπεδούχους και ειδικότερα αγόρασε, α) την ένα (1) οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, με εμβαδόν 84 τ.μ. και με ποσοστό συνιδιοκτησίας 112 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου και β) την τέσσερα (4) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του υπογείου, εμβαδού 8 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας 2 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου. Η εν λόγω οικοδομή ανεγέρθηκε με το σύστημα της αντιπαροχής δυνάμει του .../1978 προσυμφώνου μεταβιβάσεως ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικού συμβολαίου της ως άνω συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που υπεγράφη μεταξύ της εργολήπτριας εταιρείας με την επωνυμία «... και Σία Ε.Ε.» και των οικοπεδούχων .... Η οικοδομή αυτή έχει κατασκευαστεί επί υποστηλωμάτων (πιλοτή), αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο (υπόστυλο χώρο - πιλοτή), τέσσερις άνωθεν αυτού ορόφους και δώμα (ταράτσα) και έχει υπαχθεί στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και του Ν. 3741/1929 «περί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους» με την πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και Κανονισμού Πολυκατοικίας της ίδιας με παραπάνω συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων, στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό .... Με βάση την πράξη αυτή η οικοδομή περιλαμβάνει εννέα (9) διαμερίσματα, ενώ η πιλοτή της περιλαμβάνει οκτώ (8) θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτου, τις Ρ-1, Ρ-2, Ρ-3, Ρ-4, Ρ-5, Ρ-6, Ρ-7 και Ρ-8, οι οποίες ορίστηκαν ως ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες με τα αναφερόμενα για την καθεμία ποσοστά συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου. Από αυτές οι Ρ-3 και Ρ-4 θέσεις είχαν επιφάνεια 15 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1%ο εξ αδιαιρέτου η καθεμία, ενώ οι Ρ-5 και Ρ-6 είχαν επιφάνεια 17 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1%0 εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Με την .../1981 πράξη της ιδίας συμβολαιογράφου που επίσης έχει μεταγραφεί νόμιμα (στον τόμο ... και με αύξοντα αριθμό ... των οικείων βιβλίων μεταγραφών), τροποποιήθηκε η επίμαχη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, ως προς τις Ρ-3 και Ρ4 θέσεις στάθμευσης και συγκεκριμένα, μειώθηκε η επιφάνεια της Ρ-3 θέσης κατά οκτώ (8) τ.μ. προς όφελος της Ρ-4 θέσης και διαχωρίστηκε η τελευταία σε δύο επιμέρους θέσεις ως Ρ-4α και Ρ-4β, επιφάνειας 11,50 τ.μ, έκαστη και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 0,50%ο εξ αδιαιρέτου της καθεμίας. Ακολούθως, οι οικοπεδούχοι με τη σύμπραξη της εργολήπτριας, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενης, μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως: α) με το .../1981 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό ..., στον ... (δεύτερο εναγόμενο και εκκαλούντα στην τρίτη έφεση) την πλήρη κυριότητα της Ρ-4α θέσης στάθμευσης της πιλοτής, επιφάνειας 11,50 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 0,50%ο εξ αδιαιρέτου, β) με το 2.493/1984 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό ..., στην ... (τρίτη εναγόμενη και εκκαλούσα στη δεύτερη έφεση) την πλήρη κυριότητα της Ρ-4β θέσης στάθμευσης της πιλοτής, επιφάνειας 11,50 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 0,50%0 εξ αδιαιρέτου, γ) με το ..../2009 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στον τόμο ... και αριθμό ..., στον, ... (πρώτο εναγόμενο και πρώτο εκκαλούντα στην πρώτη έφεση), την πλήρη κυριότητα της Ρ-5 θέσης στάθμευσης εμβαδού 17 τ.μ. και ποσοστού συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1% εξ αδιαιρέτου και δ) με το .../2009 συμβόλαιο της ίδιας Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που, όπως δεν αμφισβητείται, έχει μεταγραφεί νόμιμα, μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως στην τέταρτη εναγομένη την πλήρη κυριότητα της Ρ-6 θέσης στάθμευσης της πιλοτής, επιφάνειας 17 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1%0 εξ αδιαιρέτου, καθώς και την τρία (3) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του υπογείου, επιφανείας οκτώ (8) τ μ και με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 2%0 εξ αδιαιρέτου. Σύμφωνα όμως και με όσα αναπτύχθηκαν στις νομικές σκέψεις της παρούσας, ο καθορισμός με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, όπως αυτή τροποποιήθηκε, ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, μεταξύ άλλων και των επίμαχων Ρ-3, Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων, χωρίς την πρόβλεψη να καταστούν αυτές περίκλειστες, ο δια της αναφερθείσας τροποποιητικής της οροφοκτησίας πράξης διαχωρισμός της υπό στοιχεία Ρ-4 θέσης στάθμευσης σε δύο μερικότερες θέσεις στάθμευσης και η εν συνεχεία μεταβίβαση τους, κατά κυριότητα, στους εναγομένους αποτελούν δικαιοπραξίες, οι οποίες είναι άκυρες ως αντικείμενες στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις, που απαγορεύουν τη δημιουργία αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών στον εξ ορισμού ανοικτό χώρο της πιλοτής. Η ακυρότητα αυτή είναι απόλυτη και η ενάγουσα, έχει έννομο συμφέρον να
την προσβάλει ως ιδιοκτήτρια διαμερίσματος της πολυκατοικίας και συγκυρία του εν λόγω κοινοκτήτου μέρους της οικοδομής (της πιλοτής), που εξαιτίας των μεταβιβάσεων αυτών στους εναγόμενους των χώρων της πιλοτής στερείται η ίδια θέσης στάθμευσης στην οικοδομή, καθώς η μόνη ελεύθερη θέση Ρ-3 που υπάρχει είναι μικρή και δεν μπορεί να την εξυπηρετήσει. Εξάλλου, οι εν λόγω συμβολαιογραφικές πράξεις, με τις οποίες τμήματα της πιλοτής κατέστησαν άκυρα αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες και στη συνέχεια μεταβιβάστηκαν ως τέτοιες στους εναγομένους, δεν μπορούν να ισχύουν κατά μετατροπή ως συμφωνίες παραχώρησης του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσεως των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων, δεδομένου ότι, ο πρώτος εκκαλών της πρώτης έφεσης, η εκκαλούσα της δεύτερης έφεσης και ο εκκαλών της τρίτης έφεσης (τρείς πρώτοι των εναγομένων) δεν έχουν στην κυριότητα τους άλλη αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία στην εν λόγω πολυκατοικία, έτσι ώστε να έχουν αντίστοιχα και δικαίωμα χρήσεως στις κοινόκτητες θέσεις σταθμεύσεως της πιλοτής. Επίσης η δεύτερη εκκαλούσα της πρώτης έφεσης (τέταρτη εναγόμενη) έχει μεν στην κυριότητα της μία υπόγεια, χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία, μικρή αποθήκη, όπως ήδη αναφέρθηκε, πλην όμως αυτή αποτελεί από την κατασκευή της, βοηθητικό απλώς χώρο διαμερίσματος, στον οποίο δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί έγκυρα η αποκλειστική χρήση θέσης σταθμεύσεως αυτοκινήτου στην πιλοτή, εφόσον δεν επαρκούν οι υπάρχουσες για τους ιδιοκτήτες (ή μισθωτές) των διαμερισμάτων. Η παραπάνω εναγομένη εξάλλου, ναι με συνοικεί με τον υιό της … σε διαμέρισμα της ίδιας οικοδομής, που ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα του, το γεγονός όμως αυτό δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετική κρίση, αφού το συμβόλαιο μεταβίβασης της κυριότητας της θέσης στάθμευσης στην τέταρτη εναγομένη, ιδιοκτήτρια της αποθήκης, δεν μπορεί να ισχύσει κατά μετατροπή, σύμφωνα επίσης με όσα αναπτύχθηκαν στη σχετική νομική σκέψη και προβάλλεται από την ενάγουσα - εφεσίβλητη ήδη με την αγωγή της καθ' υποφοράν, ως πράξη παραχώρησης της αποκλειστικής χρήσης της θέσης αυτής στον ιδιοκτήτη του διαμερίσματος, γιο της, (ο οποίος έχει ωστόσο δικαίωμα σύχρησης των θέσεων αυτών με τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες). Κατά συνέπεια, εφόσον δεν ήταν δυνατόν να καταρτιστεί έγκυρη δικαιοπραξία με αντικείμενο την αποκλειστική χρήση των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως της πιλοτής, δεν υφίσταται η δυνατότητα να ισχύσουν κατά μετατροπή οι επίμαχες άκυρες συμβολαιογραφικές πράξεις, ως πράξεις παραχώρησης του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης και η σχετική εκ του άρθρου 182 ΑΚ ένσταση της τρίτης των εναγομένων (εκκαλούσας στη δεύτερη έφεση) πρέπει, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν ήδη στις αμέσως παραπάνω νομικές σκέψεις, να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Ομοίως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι και οι συναφείς λόγοι έφεσης των λοιπών εκκαλούντων. Σημειώνεται εξάλλου, ότι ο ...(πρώτος εκκαλών στην πρώτη έφεση και πρώτος εναγόμενος) είχε ασκήσει εναντίον της εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 16-6-2009 αγωγή του με αντικείμενο την αναγνώριση του δικαιώματος της κυριότητας του επί της Ρ-5 θέσης στάθμευσης στην εν λόγω πολυκατοικία, άλλως του δικαιώματος του περί αποκλειστικής χρήσης αυτής, κατά μετατροπή της κατ' αρχήν άκυρης σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας αυτής και την υποχρέωση της απόδοσης της σε αυτόν από την εναγομένη που τον είχε αποβάλει από αυτή. Επί της αγωγή του αυτή εκδόθηκε η 1922/2012 του ανωτέρω δικαστηρίου που απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή. Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε με την 7101/2013 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που επιλήφθηκε της υποθέσεως κατόπιν της από 19-9-2012 έφεσης του ενάγοντος, που απορρίφθηκε κατ' ουσίαν από αυτό. Συνεπώς ως προς τον παραπάνω λόγο έφεσης, του διαδίκου αυτού, με τον οποίο επανάφερε, τον σχετικό ισχυρισμό περί μετατροπής της κατ' αρχήν άκυρης δικαιοπραξία, κατά τα προαναφερόμενα, υπάρχει δεδικασμένο που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο και καθιστά απαράδεκτο ως προς αυτόν σχετικό λόγο έφεσης, που ούτως ή άλλως βέβαια είναι και αβάσιμος κατά τα προαναφερόμενα. Ενόψει της ακυρότητας των παραπάνω δικαιοπραξιών, οι επίδικες θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων στην πιλοτή της εν λόγω πολυκατοικίας, ανήκουν κατ' αρχήν σε όλους τους συνιδιοκτήτες της εξ αδιαιρέτου, κατά ποσοστό αντίστοιχο με την αναλογία της χωριστής οριζόντιας ιδιοκτησίας τους επί του όλου οικοπέδου (άρθρο 1117 ΑΚ), είναι κοινόχρηστες και μπορούν σύμφωνα με τον νόμο να χρησιμοποιούνται ελεύθερα για τη στάθμευση του αυτοκινήτου τους από οιονδήποτε των συνιδιοκτητών της οικοδομής, στους οποίους περιλαμβάνεται και η ενάγουσα.
Αποδείχθηκε ακόμη ότι η εφεσίβλητη - ενάγουσα από τότε που εγκαταστάθηκε μόνιμα στην οικοδομή χρησιμοποιούσε τη Ρ-5 θέση για τη στάθμευση του ΙΧΕ αυτοκινήτου της, την οποία όμως η εργολάβος εταιρεία «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», θεωρούσε ότι της ανήκε και υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ τους, που επιτάθηκαν από το έτος 2007 και μετά, οπότε ξεκίνησε δικαστική διαμάχη, μεταξύ των ανωτέρω, με την υποβολή
σχετικών αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων νομής από την εργολάβο εταιρεία εναντίον της ενάγουσας - εφεσίβλητης και την άσκηση ανταιτήσεων εκ μέρους της τελευταίας εναντίον της πρώτης. Και ενώ υφίστατο η κατάσταση αυτή οι εκκαλούντες της πρώτης έφεσης αγόρασαν με τα επίμαχα ως άνω συμβόλαια, που καταρτίστηκαν το έτος 2009 της Ρ-5 και Ρ-6 θέσεις στάθμευσης αντίστοιχα, οπότε η ενάγουσα συνέχισε και εναντίον τους τη δικαστική διένεξη που είχε για την Ρ-5 θέση στάθμευσης, ασκώντας κατά αυτών ασφαλιστικά μέτρα νομή και ρύθμισης κατάστασης. Η τρίτη εναγομένη ισχυρίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και οι λοιποί εκκαλούντες ισχυρίστηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναφέρουν τον ισχυρισμό" τους με σχετικό λόγο των ενδίκων εφέσεων τους ότι η ενάγουσα - εφεσίβλητη ασκεί το δικαίωμα της να προβάλει την ακυρότητα των επίμαχων δικαιοπραξιών καταχρηστικά, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα, προς στοιχειοθέτηση του ισχυρισμού τους αυτού, η ... και ο ... (εκκαλούντες στη δεύτερη και στην τρίτη έφεση αντίστοιχα) επικαλέστηκαν τα εξής: ότι στάθμευαν τα αυτοκίνητα τους στις υπό στοιχεία Ρ-4β και Ρ-4α θέσεις στάθμευσης από τα έτη 1984 και 1981, αντίστοιχα, οπότε τις αγόρασαν και ότι η ενάγουσα από το έτος 1983 που απέκτησε την κυριότητα διαμερίσματος στην οικοδομή και κατοικεί έκτοτε εκεί, μέχρι και την επίδοση της κρινομένης αγωγής (το έτος 2010) ουδέποτε εξέφρασε οποιαδήποτε αντίρρηση για τη χρήση των χώρων αυτών από αυτούς, μάλιστα δε ως διαχειρίστρια της οικοδομής κατά τα έτη 2002, 2004, 2005 2006 και 2007 εισέπραττε από αυτούς την αναλογία τους στις κοινόχρηστες δαπάνες της οικοδομής, χωρίς να εναντιωθεί για τη χρήση εκ μέρους τους των χώρων αυτών. Ότι με τη συμπεριφορά της αυτή δημιουργήθηκε και παγιώθηκε υπέρ τους τέτοια πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας με την αναγνώριση της ακυρότητας του τίτλου κτήσης τους θα είναι εξαιρετικά επαχθής γι' αυτούς και θα έχει δυσμενέστατες συνέπειες στην καθημερινή τους διαβίωση, διότι ως κάτοικοι της περιοχής δεν θα μπορούν να βρουν άλλο χώρο στάθμευσης πλησίον της κατοικίας τους, που είναι η διπλανή προς την επίδικη οικοδομή, ενώ οι αξιώσεις τους κατά των πωλητών των επίμαχων θέσεων έχουν παραγραφεί, με αποτέλεσμα να απειλείται η δημιουργία αφόρητα και αναπότρεπτα άδικης κατάστασης γι' αυτούς. Ωστόσο από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο παρόν Δικαστήριο, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι πράγματι δημιουργήθηκε υπέρ των διαδίκων αυτών μία πραγματική κατάσταση, τουλάχιστον με την ανοχή αν όχι και με την έγκριση της ίδιας της ενάγουσας - εφεσίβλητης, πάντως δεν αποδείχθηκε καθόλου ότι η ανατροπή της κατάστασης αυτής θα έχει επαχθείς και δη ιδιαιτέρως τέτοιες κατά την επιταγή του νόμου, συνέπειες γι' αυτούς.
Ειδικότερα ως προς την απώλεια των θέσεων στάθμευσης αποδείχθηκε ότι τέτοιες υπάρχουν και στην οικοδομή όπου κατοικούν μόνιμα, αφού η οικοδομή έχει κατ' αρχήν πιλοτή με ανοικτούς χώρους στάθμευσης, οι οποίες χρησιμοποιούνται μάλιστα ήδη από τη δεύτερη εκκαλούσα, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα χωρίς να προβάλει αντιρρήσεις περί αυτού η εναγομένη - εκκαλούσα. Δεν αποδείχτηκε εξάλλου ούτε ότι στην περιοχή, όπου βρίσκεται η πολυκατοικία με τις επίμαχες θέσεις στάθμευσης, δεν υπάρχει καθόλου διαθέσιμος χώρος υπαίθριος ή στεγασμένος για τη στάθμευση των οχημάτων τους όπακ ισχυρίζονται οι παραπάνω εκκαλούντες, χωρίς και να το αποδεικνύουν ώστε η απώλεια των θέσεων αυτών να είναι τελικά δυσβάσταχτη για τους διάδικους αυτούς. Εξάλλου ούτε η τυχόν αδυναμία τους να στραφούν κατά των δικαιοπαρόχων τους, που τους πώλησαν ακίνητο με το παραπάνω νομικό ελάττωμα, συνιστά ιδιαίτερα επαχθή συνέπεια γΓ αυτούς, σε σχέση και με το όφελος από την επίκληση της ακυρότητας εκ μέρους της αντιδίκου τους, διότι αυτοί απόλαυσαν ανενόχλητα, όπως ισχυρίζονται, άλλωστε, τη χρήση των θέσεων αυτών επί τριάντα και πλέον έτη, η δε ωφέλεια τους αυτή δεν είναι αμελητέα σε σχέση μάλιστα με τη ζημία που υφίσταται τα τελευταία έτη η ενάγουσα από την αδυναμία της να σταθμεύει το όχημα της στην οικοδομή, όπου κατοικεί και έχει δικαίωμα κατά πρώτο λόγο σύχρησης αυτής με τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες της οικοδομής για το σκοπό αυτό. Σε κάθε δε περίπτωση η ανοχή της ενάγουσας, τα προηγούμενα και για πολλά έτη, πράγματι, δεν ήταν λόγω της αποδοχής της παράνομης κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στην οικοδομή της εκ των πραγμάτων, αλλά έχει σχέση με το γεγονός ότι μέχρι και το έτος 2009 δεν θίγονταν, καθώς ήταν ελεύθερες οι θέσεις Ρ-5 και Ρ-6, από τις οποίες χρησιμοποιούσε την πρώτη από αυτές, όπως προαναφέρθηκε. Η ανοχή όμως αυτή που φαίνεται να επέδειξε ως προς την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί δεν μπορεί, κατά τα διδάγματα της κοινής εμπειρίας και της λογικής να εκληφθεί ως παραίτηση της από το δικαίωμα της να επικαλεστεί την ακυρότητα, όταν θα προέκυπτε σχετικό ζήτημα, όπως εν προκειμένω, ούτε μπορεί να θεωρηθεί γι' αυτό μη ανεκτή η προβολή της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών για την προάσπιση των δικαιωμάτων της. Ως εκ τούτου ο σχετικός ισχυρισμός των παραπάνω εκκαλούντων είναι αβάσιμος και
πρέπει να απορριφθεί, ως προς την τρίτη μεν εναγομένη ως κατ' ουσίαν αβάσιμος και ως προς τον τρίτο εκκαλούντα, ως αβάσιμος ο συναφής λόγος της έφεσης του. Επίσης οι πρώτος και τέταρτη των εναγομένων και ήδη εκκαλούντες στην πρώτη έφεση, που απέκτησαν τις εν λόγω θέσεις στάθμευσης το έτος 2009, προέβαλαν όμοιο ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος εκ μέρους της ενάγουσας, ισχυριζόμενοι ότι αυτή από το έτος 1983, που αγόρασε διαμέρισμα στην οικοδομή, μέχρι και την κατάθεση της ένδικης αγωγής (τον Απρίλιο του έτους 2010) ουδέποτε παραπονέθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι δεν μπορούσε να σταθμεύσει το αυτοκίνητο της στον χώρο της πιλοτής, μάλιστα δε, κατά την εκδίκαση σχετικών αιτήσεων ασφαλιστικών μέτρων της δικαιοπαρόχου τους εναντίον της, είχε ζητήσει να αναγνωριστεί ως αποκλειστική νομέας της Ρ-5 θέσης στάθμευσης, λόγω της συνεχούς και ανενόχλητης χρήσης της επί 25 έτη, πράγμα που έρχεται σε αντίφαση με την ένδικη αξίωση της να της επιτραπεί η σύγχρηση των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων και ότι ο πραγματικός σκοπός, που επιδιώκει με την έγερση της κρινομένης αγωγής της, δεν είναι η ελεύθερη σύγχρηση των θέσεων σταθμεύσεως της πιλοτής, αλλά η κατοχύρωση και νομιμοποίηση της αποκλειστικής χρήσης μίας εξ αυτών, παρότι, μάλιστα, είναι ελεύθερη η υπό στοιχεία Ρ-3 θέση στάθμευσης της πιλοτής, η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν χρησιμοποιείται, ούτε ανήκει σε οποιονδήποτε από τους συνιδιοκτήτες, που διαμένουν στην πολυκατοικία. Ο ανωτέρω ισχυρισμός που προέβαλαν οι εναγόμενοι στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επαναλαμβάνουν με συναφή λόγο της έφεσης τους είναι επίσης αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δημιούργησε με την συμπεριφορά της προς τους παραπάνω διαδίκους την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμα της, αλλά απεναντίας, αποδεικνύεται ότι από την εγκατάσταση της στην ανωτέρω πολυκατοικία μέχρι την άσκηση της κρινομένης αγωγής χρησιμοποιούσε για τη στάθμευση του αυτοκινήτου της χώρους σταθμεύσεως της πιλοτής, αμφισβητώντας έτσι εμπράκτως τη σύσταση αυτοτελών διαιρεμένων ιδιοκτησιών επί αυτής και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της εκ μέρους των αναφερομένων στα συμβόλαια ως δικαιούχων, όπως αναφέρθηκε ήδη, ενώ η θέση Ρ-3 αποδείχθηκε ότι δεν την εξυπηρετεί για την στάθμευση του οχήματος του, καθώς είναι μικρότερη από τις άλλες και δεν την εξυπηρετεί. Τα υπόλοιπα εξάλλου πραγματικά περιστατικά που επικαλούνται οι ανωτέρω διάδικοι και αληθή υποτιθέμενα, δεν είναι επαρκή, για να θεμελιώσουν κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, σύμφωνα και με όσα αναπτύχθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, αλλά ούτε και οι σκοποί που αναφέρεται ότι επιδιώκει με την άσκηση της αγωγής της η ενάγουσας, αντίκεινται στις επιταγές της εν λόγω διατάξεως. Τούτο δε διότι, ακόμη κι αν η ενάγουσα άσκησε προηγουμένως ανταίτηση για την αναγνώριση της ως αποκλειστικής νομέα της υπό στοιχεία Ρ-5 θέσης στάθμευσης και ότι απώτερος σκοπός της είναι η αποκλειστική χρήση αυτής της θέσης και πάλι η ενάγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί αυτή κατά τρόπο που αντίκειται προφανώς στα αντικειμενικά όρια της ανωτέρω διάταξης, όταν αξιώνει την αναγνώριση του κοινόχρηστου χαρακτήρα των επιδίκων χώρων στάθμευσης στην πιλοτή και την προστασία του δικαιώματος της για την απρόσκοπτη σύγχρηση αυτών (από κοινού με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας). Επομένως, ως προς τη δεύτερη έφεση, κατ' αρχάς, πρέπει η κρινομένη αγωγή να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσίαν, κατά το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή και νόμιμη και να αναγνωριστεί η ακυρότητα της 2.617/1978 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., όπως τροποποιήθηκε με την .../1981 πράξη της ίδιας παραπάνω Συμβολαιογράφου, αναφορικά με τον καθορισμό των επιδίκων θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων της πιλοτής ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, καθώς και του .../31-7-1984 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών .., όσον αφορά τη μεταβίβαση της κυριότητας της Ρ-4β θέσης σταθμεύσεως στην παραπάνω (τρίτη) εναγομένη και να αναγνωριστεί ότι η θέση αυτή είναι κοινόχρηστη, απορριπτόμενων ως αβάσιμων κατ' ουσίαν των ισχυρισμών της παραπάνω εναγομένης - εκκαλούσας περί μετατροπής της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας της θέσης στάθμευσης σε μεταβίβαση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης αυτής και καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος. Κατά τα λοιπά ως προς την πρώτη και την τρίτη των εφέσεων, ενόψει του ό,τι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του έκανε δεκτή την αγωγή, κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της, με το οποίο ζητούνταν η αναγνώριση της ακυρότητας των επίμαχων ως άνω δικαιοπραξιών και του κοινόχρηστου χαρακτήρα των θέσεων στάθμευσης στην πιλοτή της παραπάνω οικοδομής, απορρίπτοντας τους ανωτέρω όμοιους αυτοτελείς ισχυρισμούς των διαδίκων ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και καλώς εκτίμησε τις αποδείξεις που προσήχθησαν ενώπιον του, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται και συμπληρώνεται με την αιτιολογία της παρούσας και όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τους λοιπούς λόγους της έφεσης τους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Συνακόλουθα και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές ως κατ' ουσίανβάσιμες οι
παραπάνω εφέσεις ως προς την σωρευμένη στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής, αρνητική αγωγή, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της, όπως ήδη αναφέρθηκε, καθώς και ως προς τη διάταξη της για τη δικαστική δαπάνη στο σύνολο της, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτής για όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 1998.825, ΕφΑΘ 654/2008 ΕλλΔνη 2009.616, Μαργαρίτης σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα - Κονδύλη - Νίκα, άρθ. 535, αριθ. 1, άρθ. 522, αριθ. 13 και άρθ. 520, αριθ. 240). Κατά τα λοιπά, οι εφέσεις, ως προς το παραπάνω κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας απόφασης, που αφορά την αναγνώριση της ακυρότητας των επίμαχων δικαιοπραξιών και του κοινόχρηστου χαρακτήρα των επίμαχων θέσεων σταύθμευσηςαυτοκινήτων, πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμες. Όλοι οι εκκαλούντες - ενάγοντες, που ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης - εναγομένης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημα της τελευταίας που υποβλήθηκε με τις, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατατεθείσες προτάσεις της (άρθρα 106, 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, κατ' άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, εφόσον οι εφέσεις έγιναν δεκτές, έστω και εν μέρει ως προς την πρώτη και την τρίτη αυτών, να διαταχθεί η επιστροφή των παραβόλων του ένδικου μέσου στους εκκαλούντες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων τις από 27-3-2014 και με αριθμούς κατάθεσης δικογράφων 2111/28-3-2014, 2057/27-3-2014 και 2058/27-3-2014, εφέσεις κατά της 5510/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 13-4-2010 αγωγή της εφεσίβλητης με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ' ουσίαν βάσιμη η αγωγή της.
ΔΕΧΕΤΑΙ την 2057/27-3-2014 έφεση από τυπική και ουσιαστική άποψη.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 5510/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς την τρίτη εναγομένη.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη σωρευμένη στο δικόγραφο της από 13-4-2010 αγωγής της εφεσίβλητης, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010, αρνητική αγωγή και ό,τι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της 2.617/1978 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Ελευσίνας Ευσταθίας Κυριακού, όπως τροποποιήθηκε με την 4.526/1981 πράξη της ίδιας συμβολαιογράφου, αναφορικά με τον καθορισμό ως αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών των υπό στοιχεία Ρ-4α, Ρ-4β, Ρ-5 και Ρ-6 θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων της πιλοτής της πολυκατοικίας, που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... στην Αθήνα.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα του .../1984 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ..., κατά το μέρος του που αφορά τη μεταβίβαση της κυριότητας της υπό στοιχεία Ρ-4β θέσεως σταθμεύσεως αυτοκινήτου της πιλοτής στην τρίτη εναγομένη.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η ανωτέρω Ρ-4β θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου της πιλοτής της ως άνω πολυκατοικίας είναι κοινόχρηστη.
ΔΕΧΕΤΑΙ τις 2111/28-3-2014 και 2058/27-3-2014 εφέσεις, από τυπική και εν μέρει από ουσιαστική άποψη.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την 5510/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ως προς τους πρώτο, δεύτερο και τέταρτη των εναγομένων κατά το κεφάλαιο της σωρευμένης στο δικόγραφο της από 13-4-2010 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 81784/4684/30-4-2010 αρνητικής αγωγής.
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και ΔΙΚΑΖΕΙ την ουσία της, κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή κατά το ανωτέρω κεφάλαιο της, που αφορά τη σωρευμένη στο δικόγραφο της αρνητική αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά κατ' ουσίαν τις από 27-3-2014 ως άνω εφέσεις.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για αμφότερους τους βαθμούς της δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό
των χιλίων ευρώ (1.000,00€).
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση των παραβόλων των διακοσίων ευρώ (200,00 €) που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας στους εκκαλούντες.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουλίου 2016.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 29 Σεπτεμβρίου 2016, με την παρακάτω σύνθεση: Αρετή Παπαδιά, Πρόεδρο Εφετών, με μέλη τους Εφέτες Κανέλλα Τζαβέλλα Δημαρά και Ευσέβεια Λιακοπούλου (λόγω μετάθεσης της Εφέτου Βασιλικής Τσαμπάζη Εισηγήτριας που μετείχε στην αρχική σύνθεση) και με Γραμματέα την Ανδρομάχη Πάλλα χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΠΗΓΗ:

++++++++++++++++++

ΕφΑθ 2814/2012

 

Πυλωτή - Θέσεις στάθμευσης -.

 

Αναγνωρίζονται ως κοινόχρηστες θέσεις ελευθέρας συγχρήσεως δυο θέσεις σταθμεύσεως αυτοκίνητων στην πυλωτή (η δεύτερη επιπλέον της μιας που είχε αναγνωρισθεί και πρωτοδίκως) ως προς την διάθεση των οποίων είχε καταρτιστεί μόνο προσύμφωνο και όχι, όπως προβλέπονταν στη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας οριστικό συμβόλαιο συστάσεως πραγματικής δουλείας, το οποίο είναι μεν άκυρο κατά τον Ν. 960/1979, υπό τους όρους όμως του άρθρου 182 ΑΚ, κατά μετατροπή, ισχύει ως έγκυρη συμφωνία παραχώρησης αποκλειστικής χρήσης.

 

 

Δ.Κ.

 Αριθμός απόφασης 2814/2012

 ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 6°

        Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Χατζηπαναγιώτη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Ηλιοπούλου - Εισηγήτρια και Σοφία Τζουμερκιώτη, Εφέτες, και από το Γραμματέα Ιωάννη Δαγρέ.

 

     Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 6 Δεκεμβρίου 2011 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

      Α. ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ - ΑΣΚΟΥΝΤΟΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΕΦΕΣΗΣ: ..., κατοίκου Νέας Φιλαδέλφειας Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Μπαμπάτσικο.

 ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ - ΚΑΘ' ΩΝ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ: 1) ... και 2) ..., αμφοτέρων κατοίκων Ν. Φιλαδέλφειας Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Αβράαμ.

      Β. ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ... και 2) ..., συζ. ..., αμφοτέρων κατοίκων Ν. -Φιλαδέλφειας Αττικής, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Δημήτριο Αβράαμ.

      ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ... και 8) ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο Αλεξάνδρα Τρύφωνα, απάντων κατοίκων Νέας Φιλαδέλφειας Αττικής.

      Οι ενάγοντες, ... και λοιποί, με την από 15 Απριλίου 2008 αγωγή τους, προς το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, που έχει κατατεθεί με αριθμό 91429/2976/2008, ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτήν.

      Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 1143/2010 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

      Την απόφαση αυτή προσέβαλαν α) ο εκκαλών-ασκών πρόσθετους λόγους έφεσης με την από 4. Οκτωβρίου 2011 (άρ. καταθ. 6608/2011) έφεση του και τους από 26 Οκτωβρίου 2011 (αρ. Β.Α.Β. 835/2011) πρόσθετους λόγους έφεσης προς το Δικαστήριο τούτο, και β) οι εκκαλούντες με την από 5 Ιουλίου 2010 (αρ. καταθ. 2272/2011) έφεση τους προς το Δικαστήριο τούτο.

      Η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

        Η πληρεξούσια δικηγόρος Αλεξάνδρα Τζαβάρα αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων κατέθεσαν εμπρόθεσμα τις προτάσεις τους και παραστάθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση κατά το• άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

     Οι κρινόμενες αντίθετες εφέσεις των εναγόντων και του όγδοου εναγόμενου (Π.Γιαννίκη) κατά της υπ' αρ. 1143/2010 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των άρθρων 647 επ. ΚπολΔ, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα.(652 παρ. 1 ΚπολΔ). Πρέπει, επομένως, αφού συνεκδικασθούν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (246 και 524 παρ. 1 ΚπολΔ) και με τους πρόσθετους λόγους, που άσκησε παραδεκτά με ιδιαίτερο δικόγραφο ο εκκαλών-εναγόμενος (520 παρ. 2, 654 ΚΠΟΛΔ), να γίνουν τυπικά δεκτές (532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθούν περαιτέρω, οι εν λόγω εφέσεις και οι πρόσθετοι λόγοι, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Στην αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ιστορείται ότι οι διάδικοι είναι κύριοι οριζοντίων ιδιοκτησιών της αναφερόμενης πολυκατοικίας, που διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3741/1929 και τους όρους της νομίμως μεταγραφείσας πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας. Ότι είναι άκυρος ο όρος της σύστασης, δυνάμει του οποίου παραχωρήθηκαν σε ορισμένους εναγόμενους θέσεις στάθμευσης αυτ/του με σύσταση πραγματικής δουλείας. Επικαλούμενοι την ακυρότητα αυτή, που έχει ως συνέπεια να είναι κοινόχρηστοι οι χώροι στάθμευσης, και την ακυρότητα των επακολουθησάντων συμβολαίων για σύσταση πραγματικής δουλείας, καθώς και την εκ μέρους ορισμένων εναγομένων κατάληψη των χώρων στάθμευσης, χωρίς να τους έχει παραχωρηθεί η χρήση, ζήτησαν μεταξύ άλλων : α) να αναγνωρισθεί ως άκυρη η σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμός πολυκατοικίας, κατά το μέρος που επιτρέπεται η παραχώρηση των θέσεων στάθμευσης αυτ/του της πιλοτής στους ιδιοκτήτες διαμερισμάτων με τη μορφή σύστασης πραγματικής δουλείας υπέρ του εκάστοτε κυρίου κ.τ.λ. διαμερίσματος και β) αφού αναγνωρισθούν ως κοινόχρηστοι όλοι οι χώροι στάθμευσης αυτ/των στην πιλοτή και αναγνωρισθεί ως άκυρη ή σύσταση πραγματικής δουλείας στους χώρους στάθμευσης σε οποιονδήποτε κύριο κτλ διαμερίσματος πολυκατοικίας και ως παράνομη η αυθαίρετη και συνεχής κατάληψη και χρήση των Ρ-2, Ρ-6, Ρ-P-9 θέσεων, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης, και οποιοσδήποτε τρίτος έλκει δικαιώματα από αυτούς να τους επιτρέψει, ως συγκυρίους, την ελεύθερη σύγχρηση των χώρων αυτών.

 

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικώς βάσιμη κατά ένα μέρος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται  οι

διάδικοι για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, με σκοπό οι μεν ενάγοντες - εκκάλούντες να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολο της ο δε εναγόμενος-εκκαλών να απορριφθεί ως προς αυτόν η αγωγή.

 

    Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ήταν καθ' ύλην αρμόδιο κατά το άρθρο 17 παρ. 2 ΚΠΟΛΔ για την εκδίκαση της διαφοράς, που υπάγεται στην εξαιρετική αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου ανεξαρτήτως της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς (βλ. Β.Βαθρακοκοίλη, Ερμ. ΚΠΟΑΔ, τόμος Α', άρθρο 17 σελ. 190 αρ. 1 και 2) μεταξύ δε των εναγομένων δεν δημιουργείται σχέση αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 398/1997, ΔΝΗ 38/1842, ΝΟΜΟΣ, ΕΦ.ΛΑΡ.273/2007, ΝΟΜΟΣ), απορριπτόμενων ως αβασίμων των σχετικών περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εφεσίβλητων.

 

   Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ, 12, παρ. 1, 4 παρ.1, 5 και 13 του Ν 3741/29, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του ΕισΝΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι. επί οριζόντιας ιδιοκτησίας, ιδρύεται κυρίως μεν χωριστή (διαιρεμένη) κυριότητα σε όροφο οικοδομής, ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως κατ' ανάλογη μερίδα στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή απ' όλους τους ορο.φοκτήτες χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές κλπ. Ο προσδιορισμός των κοινόκτητων και κοινόχρηστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, κατά το άρθρο 4 παρ. 1, 5 και 13 του ως άνω Ν. 3741/29. Αν τούτο δεν γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτα από την ως άνω δικαιοπραξία ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις πιο πάνω διατάξεις. Το ίδιο συμβαίνει, ήτοι ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις αναγκαστικού δικαίου πολεοδομικές διατάξεις του νόμου, όταν οι πιο πάνω δικαιοπραξίες και συμφωνίες αντίκεινται στις διατάξεις αυτές, όταν δηλαδή ο καθορισμός των κοινοχρήστων, κατ' έκταση και περιεχόμενο, με βάση τις ανωτέρω συμφωνίες έρχεται σε  ευθεία  αντίθεση   με  ρητή  πολεοδομική  διάταξη που απαγγέλλει ρητώς ή σαφώς ακυρότητα. Τέτοια διάταξη είναι και εκείνη του άρθρου 1 παρ, 5 εδ. τελευταίο τούχν. 960/79 "περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των κτιρίων" όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 1221/81. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη "οι τυχόν δημιουργούμενες θέσεις σταθμεύσεως εις τον ελεύθερον ισόγειον χώρον του κτιρίου, όταν τούτο κατασκευάζεται επί υποστηλωμάτων (pilotis) κατά τις ισχύουσες διατάξεις, δεν δύνανται να αποτελέσουν διηρημένας ιδιοκτησίας". Δηλαδή από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι, όταν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της• αφέσεως του ισογείου χώρου ακαλύπτου, ο χώρος της πιλοτής ή ανοικτά τμήματα του χώρου αυτού δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν διηρημένες ιδιοκτησίες, που να ανήκουν δηλαδή σε ένα ή περισσότερους ιδιοκτήτες, είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε τρίτοι, αλλά θα παραμείνει ως κοινόχρηστος, με την πιο πάνω έννοια, χώρος, επί του οποίου αποκτάται αυτοδικαίως, όπως προαναφέρθηκε, συγκυριότητα, εφόσον υφίσταται οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου και παρέπομένως αναγκαστική συγκυριότητα των οροφοκτητών κατΛ ανάλογη μερίδα τούτων επί του κοινοχρήστου αυτού χώρου, που χρησιμεύει σε κοινή απ" όλους τους οροφοκτήτες χρήση, στον καθορισμό και μόνον της οποίας (χρήσεως) μπορούν να προβούν. Συνεπώς, οι ανοικτοί αυτοί χώροι της• πιλοτής ανήκουν στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής. Με τη συστατική, όμως, της οροφοκτησίας πράξη ή, μετά από αυτή, με συμφωνία όλοον των ιδιοκτητών, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή, μπορεί εγκύρως, κατά τα άρθρα 5 και 13 του Ν 3741/1929, να παραχωρηθεί η χρήση του χώρου αυτού της πιλοτής ή τμήματος αυτού αποκλειστικά σε έναν ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος της οικοδομής, στην οποία υπάρχει ο χώρος αυτός ( ΑΠ Ολ 23/2000, ΑΠ 635/2010, ΑΠ 2174/2009, ΑΠ 1592/2008, ΑΠ 792/2006, ΝΟΜΟΣ). Ο περιορισμός, με το παραπάνω περιεχόμενο, της χρήσης των χώρων αυτών από τους λοιπούς οροφοκτήτες έχει απλώς το χαρακτήρα ιδιόμορφης δουλείας, κατ' άρθρο 13 παρ. 3 του Ν 3741/1929, υπό την έννοια και μόνο ότι δεσμεύει τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ιδιοκτητών των οριζόντιων ιδιοκτησιών που συνομολόγησαν τον περιορισμό και αντιτάσσεται κατά τρίτων, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία με την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 ΑΚ (ΑΠ 635/2010, ΑΠ 31/2001, ΝΟΜΟΣ). Όπως προαναφέρθηκε, οι χώροι αυτοί δεν μπορεί να αποτελέσουν διηρεμένες ιδιοκτησίες ούτε είναι δεκτικοί σύστασης σ' αυτούς άλλου εμπράγματου δικαιώματος (όπως πραγματικής δουλείας), με το οποίο θα έχαναν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα τους, που έχει επιβληθεί από  τις  αναγκαστικού δικαίου  διατάξεις που  αναφέρθηκαν πιο πάνω (ΑΠ    2117/2007, ΝΟΜΟΣ). Κατά δικαιοπραξία συστατική διαιρεμένης αυτοτελούς ιδιοκτησίας, με την πιο πάνω έννοια, ή άλλου εμπράγματου δικαιώματος (όπως   πραγματικής δουλείας) στο χώρο της πιλοτής είναι άκυρη, κατά το άρθρο 174 ΑΚ, ως αντικείμενη στο νόμο. Η α κυρότητα αυτή είναι απόλυτη και μπορεί να προταθεί από καθένα που έχει έννομο συμφέρον αλλά και από τον   αντισυμβληθέντα (ΟΛΑΠ 5/1991, ΑΠ 2174/2009, ΑΠ 2117/2007, ΝΟΜΟΣ).

 

 

    Περαιτέρω από τη διάταξη του άρθρου 182 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι «όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει, εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη. θα την ήθελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα>>, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή μιας άκυρης δικαιοπραξίας σε άλλη έγκυρη είναι οι ακόλουθες: 1) Η ακυρότητα της πρώτης και η για την ακυρότητα αυτή άγνοια των μερών, 2) η άκυρη δικαιοπραξία να περιέχει και τα στοιχεία της κατά μετατροπή έγκυρης και 3) υποθετική βούληση των μερών να • ισχύσει η κατά μετατροπή άλλη δικαιοπραξία, εάν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι η' άκυρη, ως συστατική στο χώρο της πιλοτής διαιρεμένης ιδιοκτησίας ή εμπραγμάτου δικαιώματος πραγματικής δουλείας, δικαιοπραξία, μπορεί να ισχύει, κατά μετατροπή, ως δικαιοπραξία σύστασης δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πιλοτής ή τμήματος αυτής από τον ιδιοκτήτη διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής, που αναφέρεται ως εμπράγματος δικαιούχος αυτού, καθόσον το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης (έλασσον) εμπεριέχεται στο (μείζον) δικαίθ)μα της κυριότητας ή πραγματικής δουλείας και, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι της μετατροπής, δηλαδή, άγνοια της ακυρότητας της πρώτης δικαιοπραξίας και υποθετική βούληση, να ισχύσει η δεύτερη, αν τα μέρη γνώριζαν την πρώτη. Για να χωρήσει όμως η μετατροπή, πρέπει να γίνει επίκληση της από ένα από τα μέρη που έλαβαν μέρος στη δικαιοπραξία και απόδειξη από το ίδιο της υποθετικής θέλησης αυτών που μετείχαν στη δικαιοπραξία (ΑΠ 792/2006, ΑΠ 841/2009, ΑΠ 1051/2003, ΕΦΑΘ 2056/2009, ΝΟΜΟΣ).

     Εξάλλου, οι ερμηνευτικοί κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, κατά την οποία υπάρχει κενό στην ερμηνευόμενη σύμβαση ή αμφιβολία ως προς τις δηλώσεις βουλήσεως των συμβληθέντων, οπότε το περιεχόμενο τους προσδιορίζεται με την ερμηνεία, έστω και αν η σύμβαση έχει υποβληθεί στο συστατικό τύπο του εγγράφου. Στην τελευταία περίπτωση, για την αναζήτηση της αληθινής βούλησης, λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά γεγονότα που συνοδεύουν τη βούληση, ακόμα και στοιχεία που βρίσκονται έξω από το έγγραφο (ΑΠ 425/2002, ΕΦΛΑΡ 513/2010, ΕΦΑΘ 2056/2009, ΕΦΛΑΡ. 633/2002,ΝΟΜΟΣ).

 Στην προκειμένη περίπτωση από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης, από όλα ανεξαιρέτως τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι ιδιοκτήτες οριζοντίων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας που ευρίσκεται στην οδό ..., στη Νέα Φιλαδέλφεια Αττικής, η οποία κατασκευάσθηκε με επιμέλεια και δαπάνες των οικοπεδούχων, ... και αποτελείται από  υπόγειο, ελεύθερο ισόγειο (πιλοτή), πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο, πέμπτο υπέρ το ισόγειο, ορόφους και το δώμα. Η εν λόγω

πολυκατοικία έχει υπαχθεί στο καθεστώς των διατάξεων του Ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ με την υπ' αρ. .../18-11-1987 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβ/φου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί Με τη συστατική αυτή πράξη ορίστηκε ότι η πιλοτή περιλαμβάνει α) χώρους κοινόχρηστους και κοινόκτητους, που είναι ο χώρος της κυρίας εισόδου με το διάδρομο της, το κλιμακοστάσιο και το φρεάτιο του αν ε λκ υ σ τή ρ α και ο χώρος του ελεύθερου ισογείου και β) χώρους κοινόκτητους αλλά ιδιόχρηστους, οι οποίοι είναι μόνο οι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων. Οι χώροι στάθμευσης είναι εννέα (9), και συγκεκριμένα οι Ρ-1, Ρ-2,Ρ-3, Ρ-4, Ρ-5, Ρ-6, Ρ-7, Ρ-8 και Ρ-9. Περαιτέρω ορίστηκε ότι το δικαίωμα στάθμευσης αυτοκινήτου στους άνω χώρους θα παραχωρείται με το οικείο συμβόλαιο μεταβίβασης διαμερίσματος σε όσους από τους μελλοντικούς αγοραστές επιθυμούν να αποκτήσουν θέση. <<Η παραχώρηση αυτή θα γίνεται όσον αφορά στα διαμερίσματα της ίδιας πολυκατοικίας με την μ ο ρ φή της σύστασης πραγματικής δουλείας στάθμευσης αυτοκινήτου υπέρ του εκάστοτε κυρίου, μισθωτού, χρησαμένου κλπ. του διαμερίσματος στο οποίο θα προσαρτηθεί κάθε θέση>>. Επίσης οι οικοπεδούχοι έχουν το δικαίωμα να συστήσουν και προσωπική δουλεία στάθμευσης αυτοκινήτου υπέρ οποιουδήποτε τρίτου φυσικού ή νομικού προσώπου κατά την απόλυτη κρίση τους. Περαιτέρω ορίσθηκε ότι <<Διευκρινίζεται ότι οι χώροι στάθμευσης αυτ/του παραμένουν κοινόκτητοι, όχι όμως και κοινόχρηστοι, δικαίωμα δε χρήσης θα έχουν μόνο οι κύριοι των διαμερισμάτων στα οποία θα προσαρτηθούν αυτοί κατά την πρώτη μεταβίβαση διαμερίσματος ή οι τρίτοι οι οποίοι έλκουν από αυτόν τα δικαιώματα τους ή οι τρίτοι,οι οποίοι θα αποκτήσουν το δικαίωμα της περιορισμένης προσωπικής δουλείας.

    Οι οικοπεδούχοι δικαιούνται μόνοι αυτοί να παραχωρούν κατά την απόλυτη κρίση τους το δικαίωμα στάθμευσης αυτοκινήτου στις άνω θέσεις με τους όρους και τις προϋποθέσεις του κεφαλαίου αυτού>>. Με το υπ' αρ. .../1995      συμβόλαιο γονικής παροχής της ψιλής κυριότητας της συμβ/φου Μαραθώνα ... που έχει νόμιμα μεταγραφεί,η πρώτη εναγομένη απέκτησε την ψιλή κυριότητα του Γ-2 διαμερίσματος και της Υ-4 αποθήκης, καθώς <<και την προσαρτημένη στο διαμέρισμα αυτό κατά χρήση θέση στάθμευσης αυτοκινήτου >> Ρ-7, την οποία με το .../1995 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, οι οικοπεδούχοι «προσαρτούν στο ανωτέρω διαμέρισμα και συνιστούν πραγματική   δουλεία στάθμευσης αυτ/του υπέρ του διαμερίσματος αυτού », το οποίο (διαμέρισμα) αυτοί πώλησαν στους ..., άμεσους δικαιοπαρόχους της πρώτης εναγομένης. Η δεύτερη εναγόμενη είναι κυρία του Α-Ι διαμερίσματος και της Υ -2 αποθήκης, δυνάμει του .../1994 πωλητηρίου συμβολαίου της συμβ/φου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, κατά τα αναγραφόμενα στο συμβόλαιο <<στο διαμέρισμα αυτό ανήκει κατά χρήση (πραγματική δουλεία)» η Ρ-3 θέση στάθμευσης αυτ/του της πιλοτής, σχετικά με την οποία,με το υπ' αρ. .../1994 πωλητήριο συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών ... που έχει νόμιμα μεταγραφεί, οι οικοπεδούχοι συνέστησαν <<πραγματική δουλεία υπέρ του ΑΙ διαμερίσματος...», το. οποίο πώλησαν στην άμεση δικαιοπάροχο της δεύτερης εναγομένης .... Ο τρίτος εναγόμενος είναι κύριος του Ε-1 διαμερίσματος και της Υ-Ι αποθήκης, δυνάμει του υπ' αρ. .../1995 συμβολαίου γονικής παροχής του συμβ/φου Αθηνών ... που έχει νόμιμα μεταγραφεί, στο διαμέρισμα δε αυτό << έχει προσαρτηθεί και ανήκει με σχέση πραγματικής δουλείας, το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσεως, δηλ. στάθμευσης αυτ/του στην υπό στοιχεία (Ρ-5) θέση στάθμευσης στο χώρο του ελεύθερου ισογείου...», την οποία με το υπ' αρ. .../1987 πωλητήριο συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβ/φου οι οικοπεδούχοι, κατά τα αναγραφόμενα σε αυτό, <<προσάρτησαν>> στο ανωτέρω διαμέρισμα <<συνιστώντας πραγματική δουλεία αποκλειστικής χρήσης>>, δηλ. στάθμευσης αυτ/του υπέρ του εκάστοτε κυρίου, μισθωτού, χρησαμένου κλπ. του συγκεκριμένου διαμερίσματος, το οποίο πώλησαν στον άμεσο δικαιοπάροχο του τρίτου εναγομένου .... Ο τέταρτος εναγόμενος και η ... είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, του υπό στοιχεία Α-2 διαμερίσματος, δυνάμει του υπ' αρ. 20275/1988 πωλητηρίου συμβολαίου του ως άνω συμβ/φου ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ακολούθως με το ..../1991 προσύμφωνο του ιδίου ως άνω συμβ/φου, που καταρτίσθηκε μεταξύ των ανωτέρω και των οικοπεδούχων, ως εχόντων το δικαίωμα της επιλογής και παραχώρησης των ορισθέτων χώρων στάθμευσης (βλ. σχετ. ΕΦΠΑΤΡ 152/2007, ΝΟΜΟΣ), οι οικοπεδούχοι ανέλαβαν την υποχρέωση <<να προσαρτήσουν την υπ' αρ. Ρ-2 θέση στάθμευσης αυτ/του στο ανωτέρω-στοιχεία Α-2 διαμέρισμα...και να συστήσουν πραγματική, δουλεία στάθμευσης αυτ/του υπέρ αυτού του διαμερίσματος στην ανωτέρω θέση...». Σε εκτέλεση του ως άνω προσυμφώνου, που προέβλεπε τη δυνατότητα αυτοσύμβασης, καταρτίσθηκε (πριν από τη συζήτηση της αγωγής) το νόμιμα μεταγραμμένο υπ'αρ. 32352/ 18-11-2008 συμβόλαιο του ίδιου συμβ/φου, το οποίο κατά τα αναγραφόμενα σε αυτό γίνεται πράγματι σε εκτέλεση του ως ανω προσυμφώνου και επομένως αποτελεί το οριστικό συμβόλαιο, ανεξαρτήτως - ότι επιγράφεται και ως πράξη τροποποίησης της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας. Με αυτό ορίσθηκε ότι η θέση στάθμευσης Ρ-2, που αναφέρεται στο πιο πάνω προσύμφωνο <<προσαρτάται και ανήκει κατ' αποκλειστική χρήση μόνο στο υπό στ. Α-2 διαμέρισμα... και το δικαίωμα της στάθμευσης αυτ/του στη θέση αυτή (Ρ-2), ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον εκάστοτε κύριο, μισθωτή, χρησάμενο κλπ. του διαμερίσματος αυτού». Η πέμπτη εναγόμενη είναι κυρία του υπό' στοιχεία Γ-Ι διαμερίσματος και της Υ-9 αποθήκης, δυνάμει του υπ'αριθμ. .../1988 συμβολαίου του συμβ/φου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί, στο διαμέρισμα δε αυτό έχει «προσαρτηθεί και ανήκει με σύσταση πραγματικής δουλείας » το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης στάθμευσης αυτ/του της υπό στοιχεία Ρ-4 θέσης στάθμευσης της πιλοτής υπέρ του εκάστοτε κυρίου, μισθωτή κλπ. του συγκεκριμένου διαμερίσματος. Ο έκτος και η έβδομη των εναγομένων είναι συγκύριοι, κατά ποσοστό ιΔ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, του υπό στοιχεία Δ-2 διαμερίσματος και της Υ-6 αποθήκης, δυνάμει του 20654/1988 συμβολαίου του ιδίου ως άνω συμβ/φου, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, στο διαμέρισμα δε αυτό έχει προσαρτηθεί, κατά τα αναγραφόμενα στο συμβόλαιο, η υπό στοιχεία Ρ-Ι θέση στάθμευσης αυτ/του με σύσταση πραγματικής δουλείας αποκλειστικής χρήσης υπέρ του εκάστοτε κυρίου κλπ. αυτού του διαμερίσματος. Τέλος, ο ένατος εναγόμενος και η ... είναι συγκύριοι, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, του υπό στοιχεία Β-Ι διαμερίσματος, δυνάμει του υπ' αρ. .../1988 πωλητηρίου συμβολαίου του ως άνω συμβ/φου ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ακολούθως με το υπ'αρ. 23202/1991 προσύμφωνο του ιδίου ως άνω συμβ/φου, που καταρτίστηκε μεταξύ των ανωτέρω και των οικοπεδούχων, ως εχόντων το δικαίωμα της επιλογής και παραχώρησης των ορισθέντων χώρων στάθμευσης (βλ. σχετ. ΕΦΠΑΤΡ 152/2007, ΝΟΜΟΣ),οι οικοπεδούχοι ανέλαβαν την υποχρέωση <<να προσαρτήσουν την υπό στοιχεία Ρ-6 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στο ανωτέρω Β-1 διαμέρισμα και να συστήσουν πραγματική δουλεία στάθμευσης αυτ/του υπέρ του διαμερίσματος αυτού...>> αντί του τιμήματος των 200.000 δρχ. που κατεβλήθη κατά την κατάρτιση του προσυμφώνου ολόκληρο και <<παραδόθηκε στους συνιδιοκτήτες η νομή και κα του ανωτέρω χώρου στάθμευσης>>. Σε εκτέλεση του ως προσυμφώνου, που προέβλεπε τη δυνατότητα αυτοσύμβασης, καταρτίσθηκε (πριν τη συζήτηση της αγωγής) το νόμιμα μεταγραμμένο υπ'αρ. 10846/ 20-1-2009 συμβόλαιο της συμβ/φου Αθηνών ..., το οποίο, κατά τα αναγραφόμενα σε αυτό, γίνεται πράγματι σε εκτέλεση του ως άνω προσυμφώνου και επομένως αποτελεί το οριστικό συμβόλαιο, ανεξαρτήτως ότι επιγράφεται ως πράξη τροποποίησης της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας. Με αυτό ορίσθηκε ότι η θέση στάθμευσης Ρ-6, που αναφέρεται στο πιο πάνω προσύμφωνο << προσαρτάται και ανήκει κατ' αποκλειστική χρήση μόνο στο υπό στ. Β1 διαμέρισμα... και το δικαίωμα της  στάθμευσης αυτ/του στη θέση αυτή (Ρ-6), ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον εκάστοτε κύριο, μισθωτή, χρησάμενο κλπ. του διαμερίσματος αυτού».

 

 

    Σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, η 20130/1987 σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας, κατά το μέρος που με αυτήν ορίζεται ότι οι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτου της πιλοτής θα παραχωρούνται σε ιδιοκτήτες διαμερισμάτων με την μορφή της σύστασης πραγματικής δουλείας στάθμευσης αυτ/του υπέρ του εκάστοτε κυρίου, μισθωτή, χρησαμένου κλπ. του διαμερίσματος, στο οποίο θα προσαρτηθεί κάθε θέση, είναι άκυρη, διότι ο χώρος αυτός της πιλοτής δεν είναι δεκτικός σύστασης χωριστού εμπράγματου δικαιώματος και εν προκειμένω σύστασης πραγματικής δουλείας. Συνεπώς και τα προαναφερόμενα συμβόλαια, με τα οποία συμφωνήθηκε να παραχωρηθεί και παραχωρήθηκε η χρήση με σύσταση πραγματικής δουλείας, των υπό στοιχεία Ρ-Ι, Ρ-2,Ρ-3, Ρ-4, Ρ-5, Ρ-6 και Ρ-7, θέσεων στάθμευσης αυτ/του, υπέρ των διαμερισμάτων των 1ης, 2ης, 3ου,4ου, 5ης, 6ου, 7ης και 9ου εναγομένων, είναι άκυρα κατά το μέρος αυτό. Την ακυρότητα αυτή δεν γνώριζαν οι συμβληθέντες, καθόσον τότε δεν ήταν σαφές το νομικό καθεστώς,σχετικά με τους χώρους στάθμευσης στους πιο πάνω χώρους. Πλην όμως οι παραπάνω συμφωνίες , ερμηνευόμενες κατά την καλή πίστη και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη (άρθρο 200 ΑΚ), ισχύουν, κατά μετατροπή (ΑΚ 182), ως συμφωνία παραχώρησης της αποκλειστικής χρήσης, αφού αποδεικνύεται ότι οι συμβληθέντες τόσο στην πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας όσο και στα επακολουθήσαντα σχετικά με τις θέσεις αυτές πωλητήρια συμβόλαια, οι ίδιοι ή οι άμεσοι δικαιοπάροχοι τους, εάν γνώριζαν ότι είναι άκυρη η σύσταση πραγματικής δουλείας επί των θέσεων στάθμευσης, θα ήθελαν να ισχύει η συμφωνία αυτή ως συμφοινία παραχώρησης της αποκλειστικής χρήσης των ως άνω θέσεων στάθμευσης, προς εξυπηρέτηση των οριζοντίων ιδιοκτησιών τους. Μάλιστα το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης σαφώς περιλαμβάνεται στο εμπράγματο     δικαίωμα της πραγματικής δουλείας στον ίδιο χώρο, έχοντας τη μο περιορισμού της κυριότητας στην ιδιοκτησία, με συνέπεια ως άνω άκυρη συμφωνία να περιέχει και τα στοιχεία της συμφωνίας για αποκλειστική χρήση των ίδιων χώρων στάθμευσης αυτοκινήτου, ενώ ήταν δυνατή η κατάρτιση έγκυρης δικαιοπραξίας με αντικείμενο την αποκλειστική χρήση των εν λόγω χώρων στάθμευσης αυτοκινήτου. Η κατά μετατροπή έγκυρη αυτή συμφωνία εμπεριέχεται κατά λογική αναγκαιότητα στην άκυρη πράξη της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας καθώς και στα προαναφερθέντα συμβόλαια κατά το μέρος που αναφέρονται στη σύσταση πραγματικής δουλείας στους χώρους στάθμευσης. Και τούτο, διότι αποδεικνύεται από την πράξη σύστασης και τα ίδια ως άνω συμβόλαια και είναι αναμφίβολο γεγονός ότι οι συναλλαγέντες απέβλεψαν κυρίως στην πρακτική και οικονομική αξία που έχουν οι ένδικες θέσεις στάθμευσης, την οποία έλαβαν προφανώς υπόψη τους κατά τη σύσταση της. οριζόντιας ιδιοκτησίας, ενώ όσοι απέκτησαν τις θέσεις, αυτές μεταγενέστερα πλήρωσαν ισάξιο προς τη χρησιμότητα τους τίμημα και δεν τους δόθηκαν από χαριστική αιτία. Εξάλλου, είναι κοινώς γνωστό το γεγονός ότι στις περιπτώσεις αυτές, αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τους συμβαλλόμενους, όπως συνέβη και στην κρινόμενη υπόθεση και αποδεικνύεται από τα προαναφερόμενα συμβολαιογραφικά έγγραφα και προκύπτει και από την κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων, είναι η εξασφάλιση μιας  θέσης  στάθμευσης  αυτοκινήτου, ανεξάρτητα με ποιό Αθηνών

νομικό καθεστώς θα γινόταν, και όχι η οικονομική εκμετάλλευση αυτής με την έννοια της εκμίσθωσης ή πώλησης. Σύμφωνα με αυτά πρέπει να γίνει δεκτή η, κατά το άρθρο 182 ΑΚ, ένσταση των πιο πάνω εναγομένων σε σχέση με τις προαναφερόμενες θέσεις στάθμευσης (βλ. ΕΦΠΑΤΡ 989/2008, ΕΦΑΘ 2056/2009, ΝΟΜΟΣ). Επομένως, στις προαναφερόμενες θέσεις εγκύρως αποκτήθηκε από τους ανωτέρω εναγόμενους δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, που αποκλείει τους ενάγοντες, συγκυρίους κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου του υπό στοιχεία Δ-Ι διαμερίσματος και της Υ-8 αποθήκης, από την χρήση αυτών.

 

    Ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε τα παραπάνω, αν και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται με αυτή της παρούσας, και έκρινε απορριπτέα την αγωγή ως προς τους προαναφερόμενους εναγόμενους, είναι δε απορριπτέα τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους έφεσης.

     Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, με το 23200/1991 προσύμφωνο του ο)ς άνω συμβ/φου ..., που καταρτίστηκε μεταξύ των οικοπεδούχων και του ..., άμεσου δικαιοπαρόχου του τρίτου εναγομένου, οι οικοπεδούχοι ανέλαβαν την υποχρέωση <<να προσαρτήσουν την υπό στοιχεία Ρ-9 θέση στάθμευσης αυτ/του στο ανώτερω διαμέρισμα (δηλ. το Ε-1) και να συστήσουν πραγματική δουλεία στάθμευσης αυτ/του

αυτού του διαμερίσματος, λόγω πώλησης>> για την πώληση δε αυτή κατέβαλε ο ... το ποσό των 147.000 δρχ. και παραδόθηκε σ' αυτόν η νομή και η κατοχή του ανωτέρω χώρου στάθμευσης. Όμως σε σχέση με αυτή τη θέση (Ρ-9) δεν έχει ακόμα καταρτισθεί οριστικό συμβόλαιο (η παραγραφή δεν μπορεί να προταθεί από τρίτο καθόσον ισχύει μεταξύ των συμβληθέντων) έστω για σύσταση πραγματικής  δουλείας, που κατά μετατροπή θα ίσχυε ως συμφωνία  παραχώρησης αποκλειστικής  χρήσης της  θέσης αυτής από τον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος έχει την αποκλειστική χρήση, όπως προαναφέρθηκε, άλλης θέσης και δη της Ρ-5 θέσης στάθμευσης. Ο εν λόγω εναγόμενος δεν προτείνει καμία ένσταση ως υπεράσπιση κατά της έφεσης (ΚΠΟΛΔ 527) και ειδικότερα την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ, την οποία είχε προτείνει πρωτοδίκως αλλά απορρίφθηκε ως μη νόμιμη και στην οποία άλλωστε δεν γίνεται καμία αναφορά από αυτόν.

     Τέλος αποδείχθηκε ότι ο όγδοος εναγόμενος και η ... είναι συγκύριοι, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, του υπό στοιχεία Β-2 διαμερίσματος, δυνάμει του υπ' αρ. .../1987 πωλητηρίου συμβολαίου του ως άνω συμβ/φου ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Ο όγδοος εναγόμενος (...), ως προς τον οποίο μόνο έγινε δεκτή η αγωγή, αποδείχθηκε ότι χρησιμοποιεί συνεχώς και αποκλειστικά την υπό στοιχεία Ρ-8 θέση στάθμευσης. Δεν αποδεικνύεται όμως ότι αυτός έχει αποκτήσει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της πιο πάνω θέσης στάθμευσης. Ο εν λόγω εναγόμενος ισχυρίσθηκε στον πρώτο βαθμό και με την έφεση του ότι δεν είχε ούτε έκανε αποκλειστική χρήση καμίας θέσης στάθμευσης αλλά με τους πρόσθετους λόγους επικαλέσθηκε την ύπαρξη του υπ' αρ. .../1990 προσυμφώνου σύστασης πραγματικής δουλείας στη θέση (Ρ-8) το οποίο προσκομίζει κατά το άρθρο 529 ΚΠΟΛΔ. Όμως σε σχέση με αυτή τη θέση (Ρ-8) δεν έχει ακόμα καταρτισθεί οριστικό συμβόλαιο (η παραγραφή δεν μπορεί να προταθεί από τρίτο καθόσον ισχύει μεταξύ των συμβληθέντων) έστω για σύσταση πραγματικής δουλείας, που κατά μετατροπή θα ίσχυε ως συμφωνία παραχώρησης αποκλειστικής χρήσης της θέσης αυτής.

     Σύμφωνα με τα παραπάνω, εφόσον δεν υπάρχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης στις υπό στ. Ρ-8 και Ρ-9 θέσεις στάθμευσης, οι ενάγοντες δικαιούνται, ως συνιδιοκτήτες, να κάνουν. και αυτοί απόλυτη χρήση των κοινόχρηστων αυτών θέσεων στάθμευσης

    Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς δέχθηκε την αγωγή κατά του 8ου εναγόμενου εσφαλμένως όμως απέρριψε αυτήν ως προς τον τρίτο εναγόμενο, όπως επίσης εσφαλμένα περιέλαβε διάταξη στο διατακτικό περί αναγνωρίσεως ως άκυρης της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, μολονότι δέχθηκε αυτήν ως έγκυρη κατά το άρθρο 182 ΑΚ.

 

   Κατόπιν τούτων πρέπει: α) να απορριφθεί η έφεση 8ου εναγόμενου (...) και οι πρόσθετοι λόγοι και επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα του παρόντος

βαθμού δικαιοδοσίας (106, 176, 183 ΚΠΟΛΔ), β) να απορριφθεί η έφεση των εναγόντων εκκαλούντων ως προς όλους τους εφεσίβλητους πλην του 3ου και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων αυτών για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και γ) να γίνει δεκτή η έφεση των εναγόντων - εκκαλούντων ως προς τον τρίτο εναγόμενο ... και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικασθεί η αγωγή κατ' αυτού, να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος, δηλ. σε σχέση με την Ρ-9 θέση και να υποχρεωθεί αυτός να επιτρέπει τη σύγχρηση της

θέσης αυτής με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας θα επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου -

εφεσίβλητου μειωμένα κατά ένα μέρος, ανάλογα με την έκταση της νίκης κι ήττας των διαδίκων (106, 178, 183 ΚΠΟΛΔ).

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

    • Συνεκδικάζει κατ'  αντιμωλίαν των διαδίκων τις υπ'αρ.-2272/2011, και   6608/2011 εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους.

     Δέχεται τυπικά τις ως άνω εφέσεις και τους πρόσθετους λόγους.

      Απορρίπτει κατ'ουσίαν την από 4-10-2011 και με αριθμό κατάθεσης 6608/2011 έφεση και τους πρόσθετους λόγους του εκκαλούντος ....

     Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων,   τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

     Απορρίπτει κατ' ουσίαν την από 5 Ιουλίου 2010 και υπ' αρ. κατάθ. .../2011 των εκκαλούντων ...., κατά των 1ου, 2ου, 4ου έως και 9ου των εφεσίβλητων.

     Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ για την αποτελούμενη από τους 1η, 5η, 6ο και 7η ομάδα εφεσίβλητων και σε τετρακόσια (400) ευρώ για καθένα από τους 2η, 4ο και 9ο των εφεσίβλητων.

     Δέχεται κατ'ουσίαν την πρώτη έφεση κατά του 3ου εφεσίβλητου ...

     Εξαφανίζει την υπ' αρ. 1143/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία μισθώσεων) ως προς το κεφάλαια της περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και περί απόρριψης της αγωγής ως προς τον τρίτο εναγόμενο (...).

     Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την αγωγή ως προς τον 3ο εναγόμενο εφεσίβλητο ....

  Απορρίπτει όσα κρίθηκαν απορριπτέα.

 Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.

 

    Υποχρεώνει τον τρίτο ως άνω εναγόμενο να επιτρέπει τη χρήση (σύγχρηση) της θέσης στάθμευσης με στοιχεία Ρ-9 της αναφερόμενης στο σκεπτικό πολυκατοικίας.

    Απειλεί σε βάρος του χρηματική ποινή διακοσίων ενενήντα τριών (293) ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της ως άνω υποχρέωσης του.

  Επιβάλλει σε βάρος του τρίτου εναγόμενου εφεσίβλητου μέρος των      δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας τα οποία ορίζει σε τριακόσια (300) ευρώ.

    Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Μαΐου 2012 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι τους δικηγόροι, στις 31 Μαΐου 2012.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

+++++++++++++++++++++++++++++++++++++

 

Απόφαση 25 / 2019    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 25/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασπασία Μαγιάκου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, Πέτρο Σαλίχο - Εισηγητή, Ιωάννη Φιοράκη, Παρασκευή Καλαϊτζή, και Γεώργιο Παπανδρέου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 7η Νοεμβρίου 2018 με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1. Της υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "...", που έδρευε ..., νομίμως εκπροσωπουμένης, 2.Π. Φ. του Β., κατοίκου ... 3. Δ. Φ. του Β., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Ζαχαρόπουλο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.
Των αναιρεσίβλητων: 1. Ξ. χήρας Π. Ξ., Ι. Δ., 2. Μ. συζ. Σ. Κ., το γένος Ε. Σ., 3.Χ. συζ. Κ. Ρ., το γένος Π. Μ., 4.Β. Β. του Π., 5. Γ. Φ. του Σ., 6. Π. Φ. του Γ. και 7Ν. Δ. του Δ., ....Οι 1η 4ος και 7ος δεν παραστάθηκαν, οι 2η 3η 5ος 6ος, εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Κωνσταντία Ζαρκαδούλα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12-1-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 429/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου, 7807/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 10-9-2014 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Πέτρος Σαλίχος, ανέγνωσε την από 21-2-2018 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
Η πληρεξούσια των παρόντων αναιρεσίβλητων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των άρθρων 498 παρ. 1, 568 παρ. 1 και 4 και 576 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανισθεί κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικος του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος διάδικος ή ο μη παριστάμενος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Στην προκειμένη περίπτωση, από τις υπ' αριθμ. 4297 Α'/9-7-2018, 4298 Α'/9-7-2018 και 4311 Α'/11-7-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών Π. Ν. Λ., που είναι διορισμένος στο Πρωτοδικείο Αθηνών, στην πρώτη από τις οποίες προσαρτάται η από 9-7-2018 απόδειξη παραλαβής από τον αρμόδιο αξιωματικό του δικογράφου που θυροκολλήθηκε και η υπό ίδια ημερομηνία βεβαίωση περί αποστολής της ταχυδρομικής ειδοποίησης που ορίζει το άρθρο 128 παρ.4 γ' ΚΠολΔ., προκύπτει ότι κατόπιν έγγραφης παραγγελίας της πληρεξούσιας δικηγόρου των παριστάμενων αναιρεσίβλητων, που επισπεύδουν τη συζήτηση, ακριβή αντίγραφα της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και της αίτησης προσδιορισμού νέας δικασίμου-κλήσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη συζήτηση αυτής (της 7-11-2018), επιδόθηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα στους πρώτη, τέταρτο και έβδομο των αναιρεσίβλητων. Οι τελευταίοι, όμως, δεν εμφανίστηκαν κατά την αναφερόμενη στην αρχή νέα μετ' αναβολή δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του οικείου πινακίου, ούτε υπέβαλαν έγγραφη δήλωση για παράστασή τους στο ακροατήριο κατά τα άρθρα 242 παρ.2 και 573 παρ.1 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 576 παρ.2 εδ. α' και γ' ΚΠολΔ., να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία τους.- Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ., για την πληρότητα του λόγου αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση των κανόνων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αρ. 1 α' ΚΠολΔ), που συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου που δεν ήταν εφαρμοστέος ή παρέλειψε να εφαρμόσει εκείνον που ήταν εφαρμοστέος είτε προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από εκείνη την οποία έχει, πρέπει να αναφέρονται στο αναιρετήριο, εκτός των άλλων, κατά τρόπο σαφή, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε, και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία ή εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, καθώς επίσης, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, τα πραγματικά γεγονότα, που αυτό δέχθηκε υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση των κανόνων του ουσιαστικού δικαίου. Η από την παράλειψη αυτή αοριστία του δικογράφου της αναίρεσης, η οποία επάγεται την απόρριψη αυτής ως απαράδεκτης (άρθρο 577 παρ. 1, 2 ΚΠολΔ) δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλο διαδικαστικό έγγραφο (Ολ.Α.Π.32/96 και Ολ.Α.Π.57/1990). Με τον πρώτο, κατά το πρώτο μέρος του, λόγο της αναίρεσης και με την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ., αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση ότι "το Εφετείο προκειμένου να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα και να αναγνωρίσει με την αναιρεσιβαλλομένη ως άκυρο το υπ' αριθμ. 9910/2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Θ.-Ρ. προέβη σε παραβίαση των διατάξεων που αφορούν τη σύσταση ως οριζόντιων ιδιοκτησιών των καθ' υπέρβαση των πολεοδομικών διατάξεων και της άδειας οικοδομής κατασκευών και τις μεταβιβάσεις αυτών, όπως την εξηγεί ο έχων τον υπέρτατο έλεγχο των συμβολαιογράφων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην υπ' αριθμ. 10/2009 γνωμοδότησή του προς τη Συντονιστική Επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος για τη σύνταξη των συμβολαίων που αφορούν το θέμα που επιλύει μ' αυτήν προκειμένου τα συμβόλαιά τους να είναι έγκυρα, νόμιμα και ισχυρά". Στον εξεταζόμενο αυτόν αναιρετικό λόγο, στον οποίο δεν αναφέρεται ενάριθμα η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που φέρεται ότι παραβιάστηκε, δεν διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο οι κρίσιμες ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Εφετείο, υπό τα οποία και συντελέστηκε η επικαλούμενη παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου, ούτε καθορίζεται η νομική πλημμέλεια του δικαστηρίου, ήτοι σε τι συνίσταται το υπαγωγικό σφάλμα του Εφετείου, που δέχθηκε κατ' ουσία την αγωγή και αναγνώρισε ως άκυρη τη με το παραπάνω συμβόλαιο μεταβίβαση των επίδικων χώρων της πυλωτής, δηλαδή αν η παραβίαση οφείλεται σε ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν οι αιτιάσεις που προσάπτονται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση οδήγησαν σε εσφαλμένο διατακτικό. Επομένως, ο λόγος αυτός είναι αόριστος και πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος. Σε κάθε περίπτωση, αν με το λόγο αυτόν και υπό την επίκληση της αναιρετικής πλημμέλειας από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ εκλαμβάνουν οι αναιρεσείοντες ότι παραβιάστηκε η πιο πάνω γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι η εν λόγω εισαγγελική γνωμοδότηση δεν θέτει κανόνα ουσιαστικού δικαίου και συνεπώς η παραβίασή της δεν ιδρύει τον επικαλούμενο αναιρετικό λόγο.- Όπως προκύπτει από τα άρθρα 335, 338 - 340 και 346 ΚΠολΔ., ο δικαστής, για να σχηματίσει την κρίση του επί των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αριθμού 11 γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 β' ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" θεωρούνται, οι ισχυρισμοί των διαδίκων που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν σε θεμελίωση ή κατάργηση δικαιώματος, δικονομικού ή ουσιαστικού, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο (Ολ.Α.Π.14/2004, Ολ.Α.Π.2/2001). Δεν αποτελούν "πράγματα" με την παραπάνω έννοια οι γνωμοδοτήσεις των εισαγγελέων που ανάγονται στην ερμηνεία και εφαρμογή των νόμων, που προσάγουν οι διάδικοι και δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο, που εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, οι οποίες αποτελούν απλή εξωδικονομική προέκταση των νομικών επιχειρημάτων τους και αποσκοπούν στο να βοηθήσουν το δικαστή για την κατάστρωση της μείζονος σκέψης του συλλογισμού του και όχι των πραγματικών περιστατικών της ελάσσονος πρότασης, η μη λήψη υπόψη των οποίων δεν ιδρύει τον ερευνώμενο εκ της διατάξεως του αριθμού 8 περ. β' του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο (ΑΠ 606/1986). Στην προκειμένη υπόθεση, με τους από τους αριθμούς 8 και 11 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτο, κατά το δεύτερο μέρος, και δεύτερο, κατά το τρίτο μέρος, αναιρετικούς λόγους οι αναιρεσείοντες μέμφονται το Εφετείο ότι με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεν έλαβε υπόψη το έγγραφο της πιο πάνω 10/2009 γνωμοδότησης του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που είχαν προσκομίσει και επικαλεστεί, "με συνέπεια να μη λάβει υπόψη και τα εις αυτό περιεχόμενα πράγματα και διατάξεις που πρέπει να εφαρμόζονται επ' αυτών, τα οποία είναι αντίστοιχα με τα στην παρούσα υπόθεση εκτεθέντα και τις επ' αυτών εφαρμοστέες διατάξεις, που είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, και να οδηγηθεί στο εσφαλμένο διατακτικό της", καθώς και τα προσκομισθέντα με επίκληση μισθωτήρια των δύο επίδικων χώρων ως καταστήματος, από τα οποία προκύπτει η από την 18-3-1976 περαιωμένη περίκλεισή τους. Οι λόγοι αυτοί, που παρά την αναφορά τους και στον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., στηρίζονται, σύμφωνα με το περιεχόμενό τους, μόνο στην πλημμέλεια από τον αριθμό 11 γ' του ίδιου άρθρου, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, διότι το Εφετείο κατέληξε στην κρίση του για την ουσία της υπόθεσης, αναφορικά με το ότι είναι άκυρη η σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών στους ανοικτούς χώρους της πυλωτής, ως αντικείμενη στις αναγκαστικού δικαίου αναφερόμενες πολεοδομικές διατάξεις, κατ' άρθρο 174 ΑΚ και ότι η πρώτη εναγόμενη εργολήπτρια εταιρία ουδέποτε απέκτησε κυριότητα σε αυτούς τους χώρους με αποτέλεσμα να είναι άκυρη και η με το 9910/2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Θ.-Ρ. μεταβίβασή τους με διανομή στους λοιπούς εναγομένους, καθόσον η καταρτισθείσα με αυτό δικαιοπραξία έχει παράνομο περιεχόμενο, κατ' άρθρο 174 ΑΚ, δεδομένου ότι αντίκειται στις αναγκαστικού δικαίου απαγορευτικές πολεοδομικές διατάξεις, οπότε θεωρείται σαν να μην έγινε, με συνέπεια οι τελευταίοι να μην αποκτούν κυριότητα επί των επίδικων χώρων της πυλωτής, αφού έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε, όπως βεβαιώνει με την προσβαλλόμενη απόφασή του, και όλα τα έγγραφα, μεταξύ των οποίων και τα προαναφερόμενα (γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μισθωτήρια), που επικαλέστηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, η δε μνεία ότι λήφθηκαν υπόψη και όλα τα έγγραφα καλύπτει και αυτά. Επίσης, από την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση βεβαίωση ότι το Εφετείο προς σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης έλαβε υπόψη και όλα τα έγγραφα, τα οποία επικαλέστηκαν και προσκόμισαν νομίμως οι διάδικοι, σε συνδυασμό με το σύνολο των αιτιολογιών της, δε γεννάται αμφιβολία ότι το Εφετείο, παρά τη μη ειδική αναφορά των εγγράφων αυτών (εισαγγελικής γνωμοδότησης και μισθωτηρίων), συνεκτίμησε αυτά με τις λοιπές αποδείξεις.- Από τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ και 1, 2 παρ.1, 3 παρ.1, 4 παρ.1, 5, 13 και 14 του Ν. 3741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού αυτού Νόμου, προκύπτει ότι επί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους δημιουργείται χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ' ανάλογη μερίδα, επί του εδάφους και επί των μερών της οικοδομής που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών. Οι ως άνω βασικές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτουν σαφώς από τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες όμως δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του ορόφου και διαμερίσματος ορόφου. Από το πνεύμα, εντούτοις, των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από το σκοπό τους που, όπως προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 3741/1929, είναι η ευχερέστερη κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των πολιτών και η καθ' ύψος επέκταση των πόλεων, καθώς και από τα ερμηνευτικά πορίσματα εκ της κοινής πείρας και από τις σχετικές διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας (άρθρ. 11 του Γεν. Οικοδομικού Κανονισμού των ετών 1929, 1955, 1973 και τον ισχύοντα ΓΟΚ Ν. 1577/1985, όπως τροποποιήθηκε σύμφωνα με το Ν. 2831/2000), συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου είναι το αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά (διαιρετά ή αδιαίρετα) τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής, κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή οικιστική εν γένει χρήση. Μόνο οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων, με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με ορόφους υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη (άρθρ. 1002 εδ.β ΑΚ και 1 παρ.2 Ν. 3741/1929), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επομένως, δεν είναι δυνατό να συσταθεί διαιρεμένη ιδιοκτησία επί ανοικτού χώρου, εκτός αν προβλέπεται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ή σε μεταγενέστερη συμφωνία όλων των οροφοκτητών, που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ότι ο χώρος αυτός πρόκειται να οικοδομηθεί, οπότε η σύσταση διαιρεμένης ιδιοκτησίας αναφέρεται στους μελλοντικούς ορόφους ή διαμερίσματα και τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τους (άρθρο 201 ΑΚ). Εξάλλου, αν ληφθεί υπόψη ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 του Ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα superficies solo cedit, που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α' του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκυρα, με το συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ' εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται γι' αυτό κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου (Ολ.Α.Π.23/2000). Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 εδ. α, βα, ββ και παρ. 5 του Ν. 960/1979 σε συνδυασμό προς τη διάταξη του εδαφίου γ' της παρ. 5 του άρθρου 1 του ίδιου νόμου, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1221/1981, με τις οποίες επιβλήθηκε η εκπλήρωση υποχρεώσεως για τη δημιουργία χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων κατά την ανέγερση των κτιρίων, συνάγεται ότι όταν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισόγειου χώρου ακάλυπτου (PILOTTIS) προς δημιουργία χώρων επ' αυτού σταθμεύσεως αυτοκινήτων, ο χώρος αυτός δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένες ιδιοκτησίες, δηλαδή ιδιοκτησίες που να ανήκουν στην αποκλειστική κυριότητα ενός ή περισσότερων ιδιοκτητών, είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε είναι τρίτοι, αλλά παραμένει κοινόχρηστος. Ο ως άνω ακάλυπτος χώρος ως κοινόχρηστος είναι και κοινόκτητος ανήκων στη συγκυριότητα των ιδιοκτητών της οικοδομής. Με συμφωνία βέβαια όλων των συνιδιοκτητών, που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταγραφόμενο νομίμως, δύναται εγκύρως, κατ' άρθρα 5 και 13 του Ν. 3741/1929, να παραχωρηθεί η χρήση των χώρων αυτών ως τοιούτων αποκλειστικώς σε ένα ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος αλλά μόνο της οικοδομής στην οποία υπάρχουν οι χώροι αυτοί. Τότε ο περιορισμός της χρήσης τους από τους λοιπούς οροφοκτήτες έχει απλώς το χαρακτήρα δουλείας κατ' άρθρο 13 παρ. 3 Ν. 3741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία με την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 ΑΚ. Οι χώροι αυτοί, εφόσον δεν μπορούν να αποτελέσουν διαιρεμένες ιδιοκτησίες, δεν είναι δεκτικοί και συστάσεως χωριστών εμπράγματων δικαιωμάτων με τα οποία θα απέβαλλαν τον κοινόχρηστο χαρακτήρα τους, που έχει επιβληθεί από τις αναγκαστικού δικαίου πιο πάνω πολεοδομικές διατάξεις (Ολ.Α.Π. 5/1991). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικοί που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (Ολ.Α.Π.12/2016, Ολ.Α.Π.7/2006). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ., ιδρύεται λόγος αναίρεσης και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.Α.Π.1/1991). Έλλειψη νόμιμης βάσης, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, υπάρχει όταν από το αιτιολογικό της απόφασης, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν προκύπτουν κατά τρόπο πλήρη, σαφή και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, σύμφωνα με το νόμο, είναι αναγκαία για την κρίση, στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι συντρέχουν οι όροι της διάταξης που εφαρμόστηκε ή ότι δεν συντρέχουν οι όροι της εφαρμογής της. Ιδρύεται, δηλαδή, ο λόγος αυτός, όταν από τις παραδοχές της απόφασης δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη ουσιαστική διάταξη νόμου. Αναφέρεται ο λόγος αυτός σε πλημμέλειες αναγόμενες στη διατύπωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν ιδρύεται, όταν υπάρχουν ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του πορίσματος που έχει εξαχθεί από αυτές, αρκεί τούτο να εκτίθεται σαφώς, πλήρως και χωρίς αντιφάσεις (Ολ.Α.Π.9/2016). Ως ''ζητήματα'', δε, των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγηση κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί από την απόφαση τη νόμιμη βάση, νοούνται μόνο οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση ουσιαστικού δικαιώματος που ασκήθηκε, είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναίρεσης (Ολ.Α.Π.12/1995, Ολ.Α.Π.24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρο 561 παρ.2 ΚΠολΔ.), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ' αυτό επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον μέρος και κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι ενάγοντες είναι συνιδιοκτήτες [συγκύριοι και συννομείς] αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας, που έχει κτιστεί σε οικόπεδο στη θέση "..., μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλης του Δήμου ..., στο εξήντα επτά [67] οικοδομικό τετράγωνο του εν λόγω Δήμου και επί της οδού ... έκτασης κατά μεν τους τίτλους κτήσης 302,90 τ.μ., κατά νεότερη δε καταμέτρηση 305,68 τ.μ., το οποίο συνορεύει ανατολικά σε πλευρά 24,50 μέτρα με ιδιοκτησία Η. και εν μέρει με ιδιοκτησία Γ. Γ., δυτικά σε πλευρά 25 μέτρων με ιδιοκτησία I. Κ., βόρεια σε πρόσοψη 12,40 μέτρων με την ..., στην οποία φέρει τον αριθμό .. και νότια σε πλευρά 12,75 μέτρων με ιδιοκτησία Ε. Π., η οποία [πολυκατοικία] έχει υπαχθεί στις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, με την 3453/1975 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς Β. Α.-Δ., νομίμως μεταγεγραμμένης. Ειδικότερα: α] Η πρώτη από τους ενάγοντες είναι κυρία του με στοιχεία ΕΝΑ [1] διαμερίσματος του πρώτου ορόφου της παραπάνω πολυκατοικίας, επιφάνειας 74,00 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, δύο υπνοδωμάτια, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντα προς την ... και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την ..., νότια με αυλή, ανατολικά με γειτονική ιδιοκτησία Η. και δυτικά με το με αριθμό ΔΥΟ [2] διαμέρισμα, φρέαρ, ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και έχει ιδιόκτητο όγκο 230 κ.μ, αναλογία όγκου κοινοχρήστων 33 κ.μ., και συνολικό όγκο 263 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 98/1000 εξ αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 138/1000, αναλογίας δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 141/1000 και ψήφους 113/1000, απέκτησε δε τούτο με αγορά από τον προηγούμενο κύριο αυτού Δ. Μ., με το 16.591/25-10-1996 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς Χ.- Γ. Μ., που έχει νόμιμα μεταγραφεί. β] Η δεύτερη των εναγόντων είναι κυρία του με στοιχεία ΕΝΑ [1] διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας αυτής, επιφάνειας 74 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, δύο κοιτώνες, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντες προς την ... και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την ..., νότια με αυλή, ανατολικά με γειτονική ιδιοκτησία Η. και δυτικά με το με αριθμό ΔΥΟ [2] διαμέρισμα, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και έχει ιδιόκτητο όγκο 230 κ.μ, αναλογία όγκου κοινοχρήστων 33 κ.μ., και συνολικό όγκο 263 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 98/1000 εξ αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 138/1000, αναλογία δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 141/1000 και ψήφους 113/1000, απέκτησε δε αυτό με αγορά από την προηγούμενη κυρία αυτού Μ. σύζυγο Θ. Α., με το 15.288/30-11-2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ.ς Κ. - Μ., , νομίμως μεταγεγραμμένου. γ] Η τρίτη των εναγόντων είναι κυρία του με στοιχεία ΔΥΟ [2] διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας αυτής, επιφάνειας 54 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, κοιτώνα, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντες προς την ... και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την ..., νότια με αυλή, πλατύσκαλο και φρέαρ ανελκυστήρα, ανατολικά με το με αριθμό ΕΝΑ (1) διαμέρισμα, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και δυτικά με ιδιοκτησία Κ. και έχει ιδιόκτητο όγκο 168. κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 24 κ.μ., και συνολικό όγκο 192 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 71/1000 εξ αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 101/1000, αναλογία δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 103/1000 και ψήφους 82/1000, απέκτησε δε αυτό με αγορά από την προηγούμενη κυρία αυτού Μ. σύζυγο Θ. Α., το γένος Ι. Μ., με το 9418/04-11-1985 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Πειραιώς Β. Α. - Δ., που έχει μεταγραφεί νόμιμα. δ] Οι τέταρτος και πέμπτη των εναγόντων είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, του με στοιχείο ΕΝΑ [1] διαμερίσματος του τρίτου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας, επιφάνειας 74 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, δύο κοιτώνες, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντες προς την ... και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την ..., νότια με αυλή, ανατολικά με ιδιοκτησία-Η. και δυτικά με το με αριθμό ΔΥΟ [2] διαμέρισμα, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και έχει ιδιόκτητο όγκο 230 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 33 κ.μ., και συνολικό όγκο 263 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 98/1000 εξ αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 138/1000, αναλογία δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 141/1000 και ψήφους 113/1000, απέκτησαν δε τούτο, ως μελλοντικό να ανεγερθεί, με αγορά από την προηγούμενη κύρια αυτού την ετερρόρυθμη εταιρία με την επωνυμία Β. Δ. Φ. και Σ., με το 3439/25-6-1975 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς Β. Α. - Δ., νομίμως μεταγεγραμμένου. ε] Ο έκτος των εναγόντων είναι κύριος του με στοιχεία ΕΝΑ [1] διαμερίσματος του τέταρτου ορόφου της πολυκατοικίας αυτής, επιφάνειας 74 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, δύο κοιτώνες, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντες προς την ... και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την ..., νότια με αυλή, ανατολικά με ιδιοκτησία Η. και δυτικά με το με αριθμό ΔΥΟ [2] διαμέρισμα, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και έχει ιδιόκτητο όγκο 230 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 33 κ.μ., και συνολικό όγκο 263 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 98/1000 εξ αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 138/1000, αναλογία δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 141/1000 και ψήφους 113/1000, απέκτησε δε τούτο με αγορά από την προηγούμενη κύρια αυτού Β. σύζυγο Π. Μ., με το 5239/4-7-2005 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Δ. Β. - Α., νομίμως μεταγεγραμμένου. και στ] Ο έβδομος των εναγόντων είναι κύριος του με στοιχεία ΔΥΟ [2] διαμερίσματος του τέταρτου ορόφου της πολυκατοικίας αυτής, επιφάνειας 54 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, κοιτώνα, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντες προς την ... και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την ..., νότια με αυλή, πλατύσκαλο και φρέαρ ανελκυστήρα, ανατολικά με το με αριθμό ΕΝΑ [1] διαμέρισμα, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και δυτικά με ιδιοκτησία Κ. και έχει ιδιόκτητο όγκο 168 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 24 κ.μ., και συνολικό όγκο 192 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 71/1000 εξ αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 101/1000, αναλογία δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 103/1000 και ψήφους 82/1000, απέκτησε δε αυτό με αγορά από την Κ. Δ. Ζ., με το 24184/29-12-2008 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Ε. Β. - Κ., που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Με την προαναφερόμενη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, οι αρχικοί συγκύριοι του ακινήτου ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία Β. Δ. Φ. και Σ., Β. Π. του Σ., Ευγενία σύζυγος Β. Π., το γένος Ε. Χ., Γ. Φ. του Σ. και Δ. σύζυγος Γ. Φ., συνέστησαν σε αυτό [οικόπεδο] οριζόντια ιδιοκτησία από την οποία θα διέπετο η ανεγειρόμενη πολυκατοικία, η οποία θα αποτελείτο από ισόγειο, πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο ορόφους και το δώμα με το δωμάτιο σε αυτό. Σύμφωνα με την παραπάνω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα της πολυκατοικίας είναι το οικόπεδο, οι ακάλυπτοι χώροι, οι φωταγωγοί, η κύρια είσοδος, το κλιμακοστάσιο, το πλατύσκαλο, ο από μπετόν αρμέ σκελετός με τις πλάκες των ορόφων, οι θεμελιώσεις, τα εξωτερικά τοιχώματα, το δώμα (ταράτσα), οι κεντρικοί υδροηλεκτρικοί σωλήνες, το κεντρικό δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος, οι αποχετευτικοί σωλήνες, το λεβητοστάσιο με τους κεντρικούς αγωγούς κεντρικής θέρμανσης καθώς και κάθε χώρος ή πράγμα που θεωρείται κατά νόμο ή κατ' έθιμο κοινό. Περαιτέρω, σύμφωνα με την περιγραφή των οριζόντιων ιδιοκτησιών, το ισόγειο περιλαμβάνει τους με αριθμούς ένα [1] και δύο [2] χώρους PILOTIS, την κύρια είσοδο της πολυκατοικίας, το φρέαρ, τον ανελκυστήρα, το κλιμακοστάσιο, το λεβητοστάσιο και τον με αριθμό [3] βοηθητικό χώρο του ακαλύπτου, το δε δώμα περιλαμβάνει την απόληξη του κλιμακοστασίου, το μηχανοστάσιο του ανελκυστήρα και το με αριθμό ΕΝΑ [1] διαμέρισμα. Περαιτέρω, α) ο χώρος ένα [1] της πυλωτής είναι ενιαίος με επιφάνεια 80 τ.μ., με είσοδο από την ... και συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την ..., νότια με αυλή και φρέαρ ανελκυστήρα, ανατολικά με ιδιοκτησία Η. και δυτικά με κύρια είσοδο πολυκατοικίας, φρέαρ ανελκυστήρα και λεβητοστάσιο και έχει όγκο ιδιόκτητο 256 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 37 κ.μ, συνολικό όγκο 293 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 108/1000 και ψήφους 125/1000, β] ο χώρος ΔΥΟ [2] της πυλωτής αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, επιφανείας 32 τ.μ., με είσοδο από την ..., συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την ..., νότια με αυλή, ανατολικά με κεντρική είσοδο πολυκατοικίας και κλιμακοστάσιο και δυτικά με ιδιοκτησία Κ. και έχει όγκο ιδιόκτητο 102 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 15 κ.μ., συνολικό όγκο 117 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 43/1000 και ψήφους 49/1000 και γ] το με αριθμό ΕΝΑ [1] διαμέρισμα στο δώμα αποτελείται από ένα δωμάτιο, επιφάνειας 12 τ.μ., συνορεύει βόρεια και νότια με ταράτσα, ανατολικά με ταράτσα και δυτικά εν μέρει με πλατύσκαλο και εν μέρει με μηχανοστάσιο ανελκυστήρα και έχει όγκο ιδιόκτητο 33 κ. μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 5 κ.μ., συνολικό όγκο 38 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 14/000, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 24/1000, αναλογία δαπανών καλοριφέρ και ανελκυστήρα 24/1000 και ψήφους 16/1000, τούτο δε θα έχει για την αποκλειστική του εξυπηρέτηση τη χρήση ενός τμήματος της κοινόχρηστης ταράτσας περιφραγμένης, σύμφωνα με το σχέδιο κάτοψης του δώματος. Τόσο οι χώροι της πυλωτής, όσο και το διαμέρισμα στο δώμα καθορίστηκε με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ότι περιέρχονται στην κατασκευάστρια ετερόρρυθμη εταιρία - πρώτη εναγομένη. Από τα εκτιθέμενα σαφώς προκύπτει ότι το διαμέρισμα στο δώμα ορίστηκε ότι θα αποτελέσει χωριστή ιδιοκτηΣ., μέλλουσα να περιέλθει στην συμβαλλόμενη και εργολήπτρια εταιρία - πρώτη εναγομένη. Συγκεκριμένα η ιδιοκτησία αυτή περιγράφεται στην συστατική της οροφοκτησίας πράξη, ως διαμέρισμα περίκλειστο, αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, που διαχωρίζεται σαφώς από τα άλλα τμήματα της οικοδομής και προοριζόμενο μετά την κατασκευή του, ως ανεξάρτητο τμήμα αυτής για χωριστή και αυτοτελή οικιστική χρήση, δεν ανήκει πλέον στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής. Από την ανέγερση της οικοδομής, η οποία ολοκληρώθηκε το έτος 1976 μέχρι το έτος 2006 που η περιουσία της πρώτης εναγομένης διανεμήθηκε στους δεύτερη και τρίτο εναγομένους - μέλη της -, αυτή νεμόταν το επίδικο ανενόχλητα με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, κατά τη φύση και τον προορισμό του, εκμισθώνοντας αυτό σε τρίτους, οπότε κατέστη αποκλειστική κυρία αυτού τόσο με παράγωγο τρόπο κτήσης όσο και με πρωτότυπο. Περαιτέρω, με το 9910/2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Θ.-Ρ., στο οποίο συμβλήθηκαν, ως εκκαθαριστές της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, οι αρχικώς δεύτερη και ο τρίτος των εναγομένων, προέβησαν αυτοί, στο πλαίσιο εκκαθάρισης της περιουσίας της, σε μεταβίβαση με διανομή μεταξύ άλλων και του διαμερίσματος αυτού στην δεύτερη εναγομένη Α. σύζυγο Β. Φ., μητέρα των δεύτερου και τρίτου ήδη εκκαλούντων. Οι εναγόμενοι δεν επικαλέστηκαν ούτε προσκόμισαν για την απόδειξη της κτήσης κυριότητας από τη δεύτερη στο διαμέρισμα του δώματος είτε με παράγωγο είτε με πρωτότυπο τρόπο [τακτική χρησικτησία], πιστοποιητικό μεταγραφής του παραπάνω 9910/30-10-2006 συμβολαίου μεταβίβασης οριζοντίων ιδιοκτησιών λόγω διανομής, πλην όμως αποδείχτηκε ότι αυτή [δεύτερη αρχικώς εναγομένη], συνέχισε να ασκεί στο συγκεκριμένο διαμέρισμα τις ίδιες πράξεις νομής με τον προκάτοχό της, πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία, πληρουμένων στο πρόσωπό της των προϋποθέσεων της έκτακτης χρησικτησίας, με το συνυπολογισμό στο χρόνο νομής της του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου της. Δεν είναι επομένως άκυρη η μεταβίβαση του διαμερίσματος του δώματος με το 9.910/30-10-2006 συμβόλαιο διανομής, στην αρχικώς δεύτερη εναγομένη Α. σύζυγο Β. Φ., δικαιοπάροχο των δεύτερου και τρίτου των ήδη εκκαλούντων και τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι ενάγοντες με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσής τους, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Αντίθετα οι χώροι της πυλωτής δεν αποτελούν εγκύρως συσταθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες, αφού δεν προκύπτει από την συστατική της οροφοκτησίας πράξη ότι πρόκειται για περίκλειστους χώρους και δεν χαρακτηρίζονται αυτοί είτε ως διαμερίσματα είτε ως καταστήματα ή αποθήκες, αλλά πρόκειται για ανοικτούς στεγασμένους χώρους της πυλωτής της πολυκατοικίας, η οποία κτίστηκε με το σύστημα της άφεσης του συγκεκριμένου ισόγειου χώρου ακάλυπτου. Η πρώτη εναγομένη οικοπεδούχος και εργολήπτρια εταιρία, παραβαίνοντας σαφώς τις ανωτέρω διατάξεις, με την 3453/1975 πράξη σύστασης οροφοκτησίας, συνέστησε παρανόμως οριζόντιες ιδιοκτησίες στις πυλωτές ΕΝΑ [1] και ΔΥΟ [2] της πολυκατοικίας, μετατρέποντας στη συνέχεια αυτές σε κλειστούς χώρους, γεγονός όμως που δεν τους προσδίδει την ιδιότητα των οριζόντιων ιδιοκτησιών, αφού για την μετατροπή αυτή δεν υπήρξε τροποποίηση της σύστασης οροφοκτησίας ή άλλη νομίμως μεταγεγραμμένη συμφωνία των οροφοκτητών. Επομένως, εφόσον σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είναι άκυρη η σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών στους ανοικτούς χώρους της πυλωτής, ως αντικείμενη στις αναγκαστικού δικαίου αναφερόμενες πολεοδομικές διατάξεις, κατ' άρθρο 174 ΑΚ, η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία ουδέποτε απέκτησε κυριότητα σε αυτούς τους χώρους με αποτέλεσμα να είναι άκυρη και η με το 9910/2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Θ.-Ρ., μεταβίβασή τους με διανομή, ως πράξη εκκαθάρισης, στους συμβαλλομένους ως εκκαθαριστές της αρχικώς δεύτερη και τρίτο των εναγομένων, καθόσον η καταρτιζόμενη με αυτό δικαιοπραξία έχει παράνομο περιεχόμενο, κατ' άρθρο 174 ΑΚ, δεδομένου ότι αντίκειται στις αναγκαστικού δικαίου απαγορευτικές πολεοδομικές διατάξεις, οπότε θεωρείται σαν να μην έγινε [άρθρο 180 ΑΚ], με συνέπεια ούτε η δεύτερη αρχικώς εναγομένη αλλ' ούτε και ο τρίτος των εναγομένων να αποκτούν κυριότητα στους με αριθμούς ΔΥΟ [2] και ΕΝΑ [1] χώρους της πυλωτής αντίστοιχα.". Με τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, κατόπιν παραδοχής ως βάσιμου του πρόσθετου λόγου της από 9-7-2010 έφεσης των εναγόντων, έκανε εν μέρει ουσιαστικά δεκτή την αγωγή των αναιρεσίβλητων, μετ' εξαφάνιση της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ως προς το μέρος με το οποίο δέχθηκε ότι οι αναιρεσείοντες δεν απέκτησαν με το επίμαχο συμβόλαιο κυριότητα κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στους επίδικους χώρους της πυλωτής, και αναγνώρισε ότι η προσβαλλόμενη δικαιοπραξία περί μεταβίβασης με το συμβόλαιο αυτό των επίδικων χώρων της πυλωτής είναι άκυρη και ότι οι τελευταίοι ουδέποτε απέκτησαν δικαίωμα πλήρους κυριότητας σ' αυτούς. Έτσι που αποφάνθηκε το Εφετείο αφενός μεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες στο ουσιώδες ζήτημα της ακυρότητας της ένδικης δικαιοπραξίας συστάσεως οριζόντιων ιδιοκτησιών στους ανοικτούς χώρους της πυλωτής της πιο πάνω πολυκατοικίας, αφετέρου δε δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες ουσιαστικές διατάξεις του ΑΚ και του ν. 3741/1929 και επομένως ο από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις, είναι αβάσιμος. Δεν συνιστά δε αντιφατική αιτιολογία η παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το διαμέρισμα του δώματος, το οποίο είχε κατασκευασθεί κατά παράβαση της άδειας οικοδομής, αποκτήθηκε νόμιμα με χρησικτησία και οι επίδικοι χώροι στην πυλωτή παρανόμως. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά τις αιτιάσεις ότι το Εφετείο παρέλειψε να αναφερθεί στη νομιμοποίηση με διοικητικές πράξεις των καθ' υπέρβαση της άδειας της οικοδομής κατασκευασθέντων επίδικων χώρων της πυλωτής, που ήταν περίκλειστοι, γεγονός που γνώριζαν οι αναιρεσίβλητοι και οι δικαιοπάροχοί τους και δεν είχαν ποτέ διαμαρτυρηθεί για τη συνεχή νομή τους από τους αναιρεσείοντες, και ότι αδικαιολόγητα διέλαθε της προσοχής αυτού (Εφετείου) η υπ' αριθμ. 10/2009 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και παραβίασε έτσι τις διατάξεις των άρθρων 1001, 1002, 1117 ΑΚ και το ν. 3741/1929 (άρθρα 3 παρ.1 και 4 παρ.1), ευθέως και εκ πλαγίου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, αφού οι αποδιδόμενες ελλείψεις στην απόφαση δεν συνιστούν παραβίαση των πιο πάνω ουσιαστικών διατάξεων. Κατά τα λοιπά, ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος καθόσον οι δι' αυτού προβαλλόμενες αιτιάσεις ανάγονται στην εκτίμηση των πραγμάτων και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο.- Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 περ. β' ΚΠολΔ., αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, υπό την έννοια της πιο πάνω διάταξης, θεωρούνται οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, οι οποίοι, υπό την προϋπόθεση της νόμιμης πρότασής τους, θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.Α.Π.25/2003, Ολ.Α.Π.12/2000), όχι δε και εκείνοι που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής και αποτελούν άρνηση αυτής, ούτε και εκείνοι που δεν έχουν αυτοτέλεια και αποτελούν επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ.Α.Π.14/2004, Ολ.Α.Π.469/1984). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 562 παρ. 2 ΚΠολΔ., είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και μάλιστα ότι είχε προταθεί νόμιμα και ότι αυτός είναι ουσιώδης, ως ασκών επίδραση στην έκβαση της δίκης και τέτοιοι δεν είναι οι μη προταθέντες ισχυρισμοί.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός πρέπει να παρατίθεται στο αναιρετήριο, όπως προτάθηκε στο δικαστήριο της ουσίας, να αναφέρεται δε και ο χρόνος και τρόπος πρότασής του ή επαναφοράς του στο ανώτερο δικαστήριο, ώστε να μπορεί να κριθεί με βάση το αναιρετήριο αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος (Ολ.Α.Π.15/2000). Ενόψει αυτών, αν ο αναιρεσείων είχε νικηθεί στον πρώτο βαθμό, η νόμιμη επαναφορά των ισχυρισμών του στο εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, μόνο με λόγο περιεχόμενο στο δικόγραφο της έφεσης ή σε δικόγραφο πρόσθετων λόγων πρέπει να γίνεται. Στην προκειμένη περίπτωση, οι αναιρεσείοντες με τον τρίτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την εκ του άρθρου 559 αρ. 8 περ. β' ΚΠολΔ αιτίαση, γιατί το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε κατ' ουσία την κατ' αυτών ένδικη αγωγή των αναιρεσίβλητων, χωρίς να λάβει υπόψη τα παρακάτω, που διαλαμβάνονται στην παρ.
ΙV των προτάσεών τους, τα οποία είχαν εκθέσει και επικαλεστεί, προς σχολιασμό του πρώτου λόγου της έφεσής τους και συγκεκριμένα κατά λέξη τα εξής: "Το θέμα των διοικητικών κυρώσεων, επειδή οι οριζόντιες αυτές ιδιοκτησίες μας δεν προβλέπονταν από την 6867/19-12-1974 άδεια οικοδομής, δεν αφορά στην εγκυρότητα κτήσεως αυτών και πάντως νομιμοποιήθηκαν αυτές οι ιδιοκτησίες και με όσες διοικητικές πράξεις έχουμε επικαλεστεί μέχρι σήμερα, τελικά δε και με τις προσκομιζόμενες με επίκληση με αριθμούς πρωτοκόλλου 4166 της 26-10-2011 και 4267 της 26-10-2011 αιτήσεις μας προς διατήρηση, κατ' εφαρμογή του Ν.3843/2010, των ένδικων ιδιοκτησιών PILOTIS 81,74 τ.μ. και 31,10 τ.μ., αντίστοιχα, σε συνδυασμό προς τον υπολογισμό του προς τούτο ειδικού προστίμου των ευρώ 13.553,77 και 3.764,53 αντίστοιχα, ως και την καταβολή αυτών των αξιόλογων σε σχέση με τις σημαντικότατα υποβαθμισμένες τρέχουσες αξίες τους, τα οποία αφορούν σε πράγματα και στις αποδείξεις αυτών, τα οποία, λαμβανόμενα υπόψη, θα είχαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, γιατί με την εκτιθέμενη σε αυτά νόμιμη διαδικασία είχαν νομιμοποιηθεί και πολεοδομικά τα δύο αυθαίρετα ένδικα καταστήματα που αποπερατώθηκαν πριν το Μάρτιο του 1976 και είχαν καταστεί οριζόντιες ιδιοκτησίες με την ονομασία χώρος ένα και χώρος δύο δυνάμει της 3453/2-7-1975 πράξης σύστασης των οριζόντιων ιδιοκτησιών της συμβολαιογράφου Πειραιώς Β. Α.- Δ., νομίμως μεταγραφείσας, και είχαν μεταβιβαστεί στην εταιρία "...". Ο ερευνώμενος αυτός αναιρετικός λόγος, εφόσον ρητώς αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι οι αναφερόμενες σ' αυτόν πλημμέλειες, που δεν αφορούν τη δημόσια τάξη και σημειωτέον δεν συνιστούν ''πράγματα'' κατά την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια αλλά άρνηση της αγωγής καθώς και πραγματικά και νομικά επιχειρήματα στα πλαίσια άρνησης αυτής, προτάθηκαν από τους αναιρεσείοντες στην κατ' έφεση δίκη με τις έγγραφες προτάσεις τους, και όχι με το δικόγραφο της έφεσής τους ως εκκαλούντες, ούτε άλλωστε προκύπτει κάτι τέτοιο από την επισκόπηση της έφεσής τους, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος. Εξάλλου, ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το σχετικό μέρος του, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., με τον οποίο αποδίδεται η πλημμέλεια για παράβαση κανόνα δικαίου, χωρίς την παράθεση αντίστοιχου πραγματικού, είναι αόριστος και συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.- Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 953, 954, 1002, 1041, 1045, 1117 ΑΚ και 1 παρ. 1, 2 παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 παρ. 1α, 13 και 14 του Ν 3741/1929 "περί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους" προκύπτει ότι δεν μπορεί να αποκτηθεί κυριότητα με χρησικτησία σε τμήμα ή όροφο της όλης οικοδομής και αν το τμήμα αυτό είναι αυτοτελές και προορισμένο για αυτοτελή χρήση και εκμετάλλευση, εφόσον τούτο δεν αποτελεί οριζόντια ιδιοκτησία που έχει νομίμως συσταθεί (Α.Π.402/2010, Α.Π.2057/2009, Α.Π.779/2008). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.Α.Π.7/2006, Ολ.Α.Π.4/2005). Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναίρεσης και, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ο από τη διάταξη αυτή προβλεπόμενος λόγος προϋποθέτει, ότι το δικαστήριο εξέτασε την ουσία της υπόθεσης και δεν ιδρύεται, όταν η αγωγή ή η ένσταση, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε ο λόγος έφεσης των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί ως μη νόμιμη η ένστασή τους για κτήση κυριότητας στους επίδικους χώρους της πυλωτής με τακτική, επικουρικώς με έκτακτη χρησικτηΣ., επειδή δεν έχουν προβλεφθεί στη συστατική πράξη ως αυτοτελείς ιδιοκτησίες και παραμένουν κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής επί των οποίων αποκτάται αυτοδικαίως συγκυριότητα όλων των οροφοκτητών, κατ' ανάλογη μερίδα τούτων και όλοι αυτοί μπορούν να τα χρησιμοποιούν, ενώ δεν χάνουν το δικαίωμά τους με αχρησία. Με τον τέταρτο, κατά το πρώτο μέρος, λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., ότι το Εφετείο με το να δεχθεί τα παραπάνω εσφαλμένα εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1041, 1042, 1043, 1045, 1046, 1051, 1052 ΑΚ. Όμως, με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, διότι δεν μπορεί να αποκτηθεί κυριότητα σε διαιρετό τμήμα της όλης οικοδομής με χρησικτηΣ., εφόσον τούτο δεν αποτελεί οριζόντια ιδιοκτησία που έχει νομίμως συσταθεί και ο εξεταζόμενος αυτός λόγος της αναίρεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Ο ίδιος λόγος αναίρεσης, κατά το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., ως προς τις παραδοχές αυτής για τον ίδιο, ως άνω, ισχυρισμό, είναι απαράδεκτος, διότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε τον ισχυρισμό κατ' ουΣ., αλλά τον απέρριψε ως μη νόμιμο, και ως εκ τούτου δεν ιδρύεται η προαναφερόμενη πλημμέλεια. - Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, η ένσταση κλπ ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσία (Ολ.Α.Π.10/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 281 Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνει στην ανατροπή καταστάσεως που δημιουργήθηκε από ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο, με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο (Ολ.Α.Π.17/1995). Μόνη όμως η αδράνεια επί μακρόν χρόνο του δικαιούχου και όταν ακόμα δημιούργησε στον υπόχρεο την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί πλέον αυτό, δεν αρκεί να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υπόχρεου, εφόσον όμως η συμπεριφορά του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου, ενόψει των οποίων καθώς και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως που δημιουργήθηκε από τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με το άρθρο 281 ΑΚ (Ολ.Α.Π. 8/2001). Με τον πέμπτο λόγο της αίτησης αναίρεσης προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ και ειδικότερα της ευθείας παραβίασης από το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε ως αβάσιμο τον προβαλλόμενο από τους εναγόμενους παραδεκτά στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυρισμό τους, τον οποίο επανέφεραν με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους, με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικού δικαίου διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ κατά την απόρριψη ως μη νόμιμης της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), οι αναιρεσείοντες, ως εναγόμενοι, προς απόκρουση της αγωγής πρόβαλαν την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης του αγωγικού δικαιώματος των αναιρεσίβλητων, για αναγνώριση της ακυρότητας του υπ' αριθμ. 9910/30-10-2006 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ.ς Θ. - Ρ., με το οποίο μεταβιβάστηκαν οι επίδικοι χώροι της πυλωτής στη δεύτερη αρχικώς εναγόμενη και στον τρίτο από αυτούς λόγω έλλειψης κυριότητας της πρώτης εναγόμενης, επικαλούμενοι προς θεμελίωση της ιστορικής βάσης αυτής ότι "από την ανέγερση της πολυκατοικίας, ήτοι το 1976 μέχρι σήμερα οι χώροι της πυλωτής υπήρξαν περίκλειστοι και ότι οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοί τους γνώριζαν την πραγματική αυτή κατάσταση χωρίς ποτέ μέχρι σήμερα να διαμαρτυρηθούν". Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, απέρριψε ως μη νόμιμη την ένσταση αυτή, δεχόμενο ειδικότερα ότι και αληθή υποτιθέμενα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν προσκρούουν στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., γιατί μόνη η προηγηθείσα αδράνεια των εναγόντων στην άσκηση του δικαιώματός τους δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησής του.
Συνεπώς, το Εφετείο με το να απορρίψει ως μη νόμιμη την ίδια ένσταση, ορθώς δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, αφού τα προαναφερόμενα περιστατικά, που επικαλέστηκαν οι αναιρεσείοντες και αληθή υποτιθέμενα δεν πληρούν το πραγματικό της διάταξης αυτής. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει η αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, παραβόλου και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες, ως ηττηθέντες διάδικοι, στη δικαστική δαπάνη των παριστάμενων αναιρεσίβλητων, οι οποίοι παρέστησαν με την ίδια πληρεξούσια δικηγόρο και κατέθεσαν προτάσεις (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.-


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-9-2014 αίτηση των υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "..." κλπ για αναίρεση της υπ' αριθμ. 7807/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.- Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.-
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη των παριστάμενων αναιρεσίβλητων, την οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2018.
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2019.-

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.

+++++++++++++++++++++

Απόφαση 442 / 2019    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 442/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δ' Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ειρήνη Καλού, Σοφία Ντάντου, Χρήστο Βρυνιώτη και Γεώργιο Χοϊμέ, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 20 Απριλίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειουσών - αναιρεσιβλήτων: 1) Σ. συζ. Δ. Ζ., το γένος Β. Κ., 2) Α. Ζ. του Δ., 3) Α. - Β. Ζ. του Δ. και 4) Φ. χας Β. Κ., το γένος Π. Π., κατοίκων ..., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Απόστολο Κοτζιά - Σοφαντζή.
Του αναιρεσιβλήτου - αναιρεσείοντος: Χ. Κ. του Β., κατοίκου ... και λόγω εργασίας διαμένοντος στη Νυρεμβέργη Γερμανίας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Βιργινία Μυταρέλλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 4-7-2011 αγωγή του Χ. Κ. του Β., που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων και συνεκδικάστηκε με την από 5-2-2014 (διά των προτάσεων) ανταγωγή των ήδη αναιρεσειουσών - αναιρεσιβλήτων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 295/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 86/2017 του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείουσες - αναιρεσίβλητες με την από 26-7-2017 αίτησή τους και τον από 20-3-2018 πρόσθετο λόγο αυτής και ο αναιρεσίβλητος - αναιρεσείων με την από 28-7-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση των υποθέσεων αυτών, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Χρήστο Βρυνιώτη, που εκφωνήθηκαν από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοι των αναιρεσειόντων ζήτησαν την παραδοχή της αίτησης αναίρεσής τους (και του προσθέτου λόγου για την πρώτη αναίρεση), την απόρριψη της αντίθετης, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση, με αυξ. αριθμούς καταθέσεως 29/28-7-2017, αίτηση του ενάγοντος και 27/26-7-2017 αίτηση των εναγομένων, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 86/2017 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 644-661 ΚΠολΔ), κατά την οποία δικάζονται και οι διαφορές του άρθρου 17 αριθμ. 2 Κ.Πολ.Δ., που ανακύπτουν ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση της οροφοκτησίας, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, αλλά και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Παραδεκτοί είναι και οι πρόσθετοι λόγοι της αναίρεσης των εναγομένων κατ' άρθρο 569 § 1 και 2 του ΚΠολΔ (με αριθμ. κατάθεσης 33/20-3-2018 στη Γραμματεία του δικαστηρίου τούτου και νόμιμη και εμπρόθεσμη επίδοσή τους στον αναιρεσίβλητο ενάγοντα στις 20-3-2018 (βλ. υπ' αριθμ. …87Β/20-3-2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Ιωαννίνων Κ. Κ.) και πρέπει να συνεκδικασθούν για τον ίδιο ως άνω λόγο, μαζί με τις παραπάνω αντίθετες αναιρέσεις.
Από την κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτει ότι η με τις κρινόμενες αναιρέσεις και πρόσθετους λόγους προσβαλλόμενη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, με αριθμό 86/2017, αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής. Ο ενάγων και ήδη αναιρεσείων με την από 4-7-2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. 904/7-7-2011) αγωγή του, που άσκησε, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, κατά των εναγομένων και ήδη αναιρεσειουσών, εξέθετε ότι ο ίδιος και οι εναγόμενες, δυνάμει των αναφερομένων συμβολαίων, τυγχάνουν ιδιοκτήτες των λεπτομερώς περιγραφομένων σ' αυτή (αγωγή) οριζοντίων ιδιοκτησιών της κείμενης στα Ιωάννινα, οικοδομής, η οποία έχει ανεγερθεί με το σύστημα υποστηλωμάτων (πιλοτής) και έχει υπαχθεί στο καθεστώς της οριζόντιας ιδιοκτησίας με τη νομίμως μεταγεγραμμένη υπ' αριθμ. …50/1984 πράξη σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών του συμβολαιογράφου Χ. Γ., ότι με την εν λόγω συστατική πράξη της οροφοκτησίας, η οποία καταρτίστηκε από τον αρχικό οικοπεδούχο και δικαιοπάροχο των διαδίκων Β. Κ., πατέρα του ενάγοντος και της πρώτης εναγομένης, συζύγου της τέταρτης και παππού της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων, ο ισόγειος ακάλυπτος χώρος της ανωτέρω οικοδομής (πιλοτής) διαιρέθηκε σε τέσσερις (4) ανοικτούς χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων (1-1 έως Ι-4), οι οποίοι χαρακτηρίσθηκαν ως αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, εκάστη εξ αυτών με το αντίστοιχο ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του όλου οικοπέδου. Ότι ο αρχικός οικοπεδούχος, αμέσως μετά την σύσταση της οροφοκτησίας μεταβίβασε στη μεν πρώτη εναγόμενη θυγατέρα του, δυνάμει του νόμιμα μεταγραμμένου συμβολαίου πώλησης το υπό στοιχεία Α-1 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της άνω οικοδομής, εμβαδού 90,34 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 306/1000 και τον αναλυτικά περιγραφόμενο στην αγωγή κοινόχρηστο χώρο στάθμευσης της πιλοτής υπό στοιχεία Ι-3, εμβαδού 21,91 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 51/1000, και ακολούθως, δυνάμει νομίμως μεταγραμμένου συμβολαίου γονικής παροχής, τον αναλυτικά περιγραφόμενο στην αγωγή κοινόχρηστο χώρο στάθμευσης της πιλοτής υπό στοιχείο 1-1, εμβαδού 21,62 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 50/1000, στην δε έτερη θυγατέρα του Β. Κ. (μη διάδικο στην παρούσα δίκη), δυνάμει νομίμως μεταγραμμένου συμβολαίου γονικής παροχής του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, το υπό στοιχείο Β-1 διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου της αυτής οικοδομής, εμβαδού 90,34 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 306/1000, και τον αναλυτικά περιγραφόμενο στην αγωγή κοινόχρηστο χώρο στάθμευσης της πυλωτής υπό στοιχείο Ι-2, εμβαδού 21,53 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 50/1000 και τέλος στον ενάγοντα υιό του, δυνάμει νομίμως μεταγραμμένου συμβολαίου γονικής παροχής τον τρίτο μελλοντικό όροφο, με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 200/1000. Ότι ο δικαιοπάροχός τους απεβίωσε στις 17-10-2004, κληρονομηθείς εκ διαθήκης από τη σύζυγό του και τα τρία τέκνα του, δυνάμει της υπ' αριθ. …94/2002 δημόσιας διαθήκης του που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ' αριθμ. 574/2004 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιαία περιουσία του πατέρα και συζύγου τους αντίστοιχα, δυνάμει της νομίμως μεταγραμμένης υπ' αριθ. 1877/2006 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς στα στοιχεία της οποίας ανήκε και η υπό στοιχεία 1-4 θέση στάθμευσης της πιλοτής, εμβαδού 15,78 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 37/1000, η μεν σύζυγος ως επικαρπώτρια οι δε θυγατέρες του σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας αυτής η κάθε μια. Ότι η Β. Κ. μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη ανεψιά της (θυγατέρα της πρώτης εναγόμενης αδερφής της), δυνάμει νομίμως μεταγραμμένου συμβολαίου αγοραπωλησίας το υπό στοιχεία Β-1 διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου της ανωτέρω οικοδομής, την υπό στοιχεία I-2 θέση στάθμευσης της πιλοτής, ενώ η πρώτη εναγόμενη μεταβίβασε στην τρίτη εναγόμενη, θυγατέρα της, δυνάμει του νομίμως μεταγραμμένου συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, την ψιλή κυριότητα του υπό στοιχεία Α-1 διαμερίσματος του πρώτου ορόφου. Ότι οι εναγόμενες, οι οποίες φέρονται να έχουν αποκτήσει, κατά τα ανωτέρω, τους αναλυτικά περιγραφόμενους στην αγωγή κοινόχρηστους χώρους στάθμευσης της πιλοτής χρησιμοποιούν αυτές αποκλειστικά μόνο οι ίδιες, εμποδίζοντας τον ενάγοντα στην ακώλυτη. χρήση τους, ενώ περαιτέρω η πρώτη εναγόμενη, το έτος 2001, εκμεταλλευόμενη την απουσία του στο εξωτερικό, κατά παράβαση του δικαιώματος σύγχρησης του κοινόκτητου και κοινόχρηστου χώρου του πίσω ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου, κατέλαβε τμήμα αυτού και έχτισε με οπτοπλινθοδομή γύρωθεν τοίχο έως το ύψος της οροφής της πιλοτής, κάτω από τη νοτιοανατολική βεράντα του Α-1 διαμερίσματος, δημιουργώντας κτίσμα εμβαδού 24,91 τ.μ., το οποίο χρησιμοποιούν οι εναγόμενες ως λεβητοστάσιο, για τις ανάγκες των ιδιοκτησιών τους, εμποδίζοντας τον ίδιο στην ακώλυτη χρήση του, στη συνέχεια δε εκμεταλλευόμενη και πάλι την απουσία του στην αλλοδαπή, επεξέτεινε το Α-1 διαμέρισμά της, κτίζοντας ολόγυρα τοίχους με οπτοπλινθοδομή και τοποθετώντας στην οροφή τσιγκοσκεπή επικάλυψη (πάνελ), μετατρέποντας τον ανοικτό χώρο της νοτιοανατολικής βεράντας αυτού σε χώρο κύριας χρήσης εμβαδού 24,91 τ.μ. Ότι από τις προπεριγραφείσες κατασκευές, οι οποίες εξέχουν του εξωτερικού περιγράμματος της οικοδομής παραβλάπτεται η αισθητική και αρχιτεκτονική κατασκευή της και εμποδίζεται ο ίδιος να ενεργήσει οικοδομικές εργασίες στην εξωτερική πλευρά του διαμερίσματος του. Ότι, στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 2011 διαπίστωσε ότι οι εναγόμενες προέβησαν σε νέα παράνομη επέμβαση επί των κοινόχρηστων χώρων και ότι ειδικότερα κατέλαβαν τμήμα του χώρου της πιλοτής που αντιστοιχεί στις με στοιχεία 1-1 και Ι-2 θέσεις στάθμευσης, έχτισαν αυτόν ολόγυρα με τσιμεντοσανίδες και τοποθέτησαν μια πρόχειρη πόρτα, μετατρέποντας αυτό σε χώρο κύριας χρήσης, εμβαδού 42,75 τ.μ., αποκλείοντάς τον με τον τρόπο αυτό από την ακώλυτη χρήση του κοινόχρηστου αυτού χώρου. Επικαλούμενος δε περαιτέρω ότι η σύσταση διαιρεμένων ιδιοκτησιών στον κοινόχρηστο χώρο της πιλοτής, καθώς και τα άνω συμβόλαια μεταβίβασης κυριότητας και αποδοχής κληρονομιάς επί ανοικτού τμήματος αυτής αντίκεινται σε πολεοδομικές διατάξεις αναγκαστικού δικαίου και για το λόγο αυτό είναι άκυρα, καθώς και ότι οπό τις προπεριγραφείσες παράνομες ενέργειες των εναγόμενων παρεμποδίζεται η ακώλυτη και ελεύθερη χρήση τμήματος του άνω ακάλυπτου χώρου και της πιλοτής και ματαιώνεται η σύμφωνη με τον προορισμό τους, ως κοινόχρηστων πραγμάτων, εκ μέρους του απόλαυσή τους, ενόψει της αμφισβήτησης από τις εναγόμενες του χαρακτήρα των εν λόγω θέσεων στάθμευσης ως κοινόχρηστων ζήτησε: α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της υπ' αριθ. …050/1984 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Χ. Γ., κατά το μέρος που συνιστά οριζόντιες ιδιοκτησίες στον ανοιχτό χώρο της πιλοτής και των συμβολαίων μεταβίβασης κυριότητας και αποδοχής κληρονομιάς, δυνάμει των οποίων φέρονται η πρώτη, δεύτερη και τέταρτη των εναγόμενων να έχουν αποκτήσει τις άνω τέσσερις θέσεις στάθμευσης στην πιλοτή της ένδικης οικοδομής, δυνάμει των προαναφερόμενων συμβολαίων μεταβίβασης, β) να αναγνωρισθεί ότι οι υπό στοιχεία 1-1 έως και Ι-4 θέσεις στάθμευσης της πιλοτής αποτελούν κοινόχρηστο χώρο, δικαιούμενοι εξ αυτού του λόγου να τον χρησιμοποιούν ελεύθερα όλοι οι ιδιοκτήτες των νομίμως συνεστημένων οριζόντιων ιδιοκτησιών της οικοδομής, γ) να αναγνωρισθεί ότι το ποσοστό συγκυριότητας επί του οικοπέδου 187/1000, που εσφαλμένα διατέθηκε για την πιλοτή και τις θέσεις στάθμευσης, ανήκει αυτοδικαίως και ισομερώς σε κάθε επί μέρους οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου, δεύτερου και τρίτου ορόφου, και να καθορισθεί από το δικαστήριο η μερίδα συμμετοχής κάθε διαιρεμένης ιδιοκτησίας στα κοινά μέρη του οικοπέδου, ώστε να αναλογούν σε κάθε μία επιπλέον 62,67/1000, άλλως επικουρικώς σε καθένα από τα διαμερίσματα του πρώτου και δευτέρου ορόφου να αναλογούν επιπλέον 70/1000 χιλιοστά επί του οικοπέδου και στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου 47/1000, δ) να διαταχθεί η διόρθωση των σχετικών εγγραφών στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου … και ειδικότερα να καταργηθούν - διαγραφούν τα ΚΑΕΚ ...3029/01, ...3029/02, ...3029/03 και ...3029/04 και να καταχωρηθούν στις νομίμως συνεστημένες οριζόντιες ιδιοκτησίες της ανωτέρω οικοδομής τα επιπλέον ποσοστά συμμετοχής τους στο οικόπεδο, όπως αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή και ε) να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να άρουν την προσβολή, επαναφέροντας τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση, ώστε να ελευθερώσουν τα κοινόχρηστα τμήματα του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου και της πιλοτής, αίροντας με δικές τους δαπάνες κάθε παράνομο κατασκεύασμα που εμποδίζει την πρόσβαση σ' αυτά και ειδικότερα να υποχρεωθούν άπασες οι εναγόμενες να καθαιρέσουν το ισόγειο κτίσμα εμβαδού 42,75 τ.μ. που έχτισαν στην πιλοτή και το ισόγειο κτίσμα εμβαδού 24,91 τ.μ. που έκτισαν στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και οι πρώτη και τρίτη εξ αυτών να καθαιρέσουν την προέκταση του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου εμβαδού 24,91 τ.μ., αποδίδοντας έτσι στον ενάγοντα ελεύθερη τη σύγχρηση των προαναφερθέντων κοινόχρηστων χώρων, άλλως να του επιτραπεί να προβεί ο ίδιος στις ενέργειες αυτές με δαπάνες των εναγόμενων, σε περίπτωση δε που κριθεί ότι οι παραπάνω ενέργειες δεν μπορούν να γίνουν από τρίτο πρόσωπο, αλλά η επιχείρησή τους εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση των πρώτης και τρίτης των εναγόμενων να απειληθεί σε βάρος τους χρηματική ποινή. Οι εναγόμενες, κατά την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, άσκησαν με τις προτάσεις τους ανταγωγή, με την οποία, ισχυριζόμενες ότι η τυχόν άκυρη ως προς τις διαιρεμένες ιδιοκτησίες των χώρων στάθμευσης πράξη οροφοκτησίας, ερμηνευόμενη κατά την καλή πίστη και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, ισχύει κατά μετατροπή ως έγκυρη πράξη παραχώρησης του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί των επίδικων χώρων, καθόσον, εάν αυτές γνώριζαν ότι η πράξη οροφοκτησίας ήταν άκυρη, θα επέλεγαν να παρακρατήσουν υπέρ αυτών το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της πιλοτής, ζήτησαν να χαρακτηρισθούν οι μεν 1-1 και Ι-3 θέσεις στάθμευσης ως χώροι αποκλειστικής χρήσης υπέρ της πρώτης και τρίτης των εναγόμενων και ο Ι-2 χώρος στάθμευσης ως χώρος αποκλειστικής χρήσης υπέρ της δεύτερης εναγόμενης. Επί της αγωγής αυτής και της ανταγωγής, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η υπ'αριθμ. 295/2015 απόφαση, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων η οποία, έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ως προς τη σωρευόμενη στο δικόγραφο αυτής αγωγή περί άρσης της αμφισβήτησης του κοινόχρηστου χαρακτήρα του ακάλυπτου ισόγειου χώρου και των θέσεων στάθμευσης επί του ισόγειου χώρου της πιλοτής της επίδικης οικοδομής, απορρέουσας από τη σχέση της οροφοκτησίας, ενώ ως προς τη σωρευόμενη αίτηση του άρθρου 6 παρ. 8 του ν. 2664/1998, με την οποία ζητήθηκε η διόρθωση των σχετικών εγγραφών στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου …, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, καθώς κρίθηκε ότι αυτή εισήχθη προς εκδίκαση κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, ενώ έπρεπε να εισαχθεί προς εκδίκαση κατά την εκούσια δικαιοδοσία και δεν μπορούσε να εφαρμοσθεί το άρθρο 591 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αφού η υποβολή της ένδικης αίτησης δεν επιφέρει τις δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες της άσκησης της αγωγής (άρθ. 215 επ. ΚΠολΔ). Ακολούθως το παραπάνω Δικαστήριο με την προαναφερομένη απόφασή του δέχθηκε ορισμένη και νόμιμη και την ανταγωγή, και στη συνέχεια δέχθηκε εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε: α) ότι είναι άκυρη η πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, κατά το μέρος που συνιστά οριζόντιες ιδιοκτησίες στον ισόγειο χώρο της πιλοτής και οι συμβάσεις μεταβίβασης κυριότητας και αποδοχής κληρονομιάς, δυνάμει των οποίων φέρονται οι εναγόμενες να έχουν αποκτήσει τις άνω τέσσερις θέσεις στάθμευσης στην πιλοτή της ένδικης οικοδομής, β) ότι ο υπό στοιχείο Ι-4 χώρος στάθμευσης της πιλοτής είναι κοινόκτητος και κοινόχρηστος, επί του οποίου όλοι οι κύριοι των διαιρεμένων ιδιοκτησιών της οικοδομής έχουν εξ αδιαιρέτου ιδανικό μερίδιο συγκυριότητας και δικαίωμα σύγχρησης, γ) καθόρισε ανάλογη μερίδα συμμετοχής καθεμιάς από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες του πρώτου, δεύτερου και τρίτου ορόφου πάνω στα κοινά μέρη του όλου ακινήτου, ώστε τα 187/1000, που εσφαλμένα είχαν διατεθεί για την πιλοτή και τις θέσεις στάθμευσης, να επιμερισθούν μεταξύ των οροφοκτητών κατά το λόγο της συμμετοχής καθεμιάς από τις τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες στο οικόπεδο και έτσι να συμμετέχει η οριζόντια ιδιοκτησία του τρίτου ορόφου με επιπλέον ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 47/1000 και η καθεμιά από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες με τα στοιχεία Α-1 και Β-1 με επιπλέον ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 70/1000, δ) υποχρέωσε τις εναγόμενες να επαναφέρουν τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση, ώστε να ελευθερώσουν το κοινόχρηστο τμήμα του ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου και το καταληφθέν και κλεισμένο τμήμα της πιλοτής αίροντας με δικές τους δαπάνες κάθε παράνομο κατασκεύασμα, σε περίπτωση δε άρνησής τους να επιτραπεί αυτό στον ενάγοντα με δαπάνες των εναγόμενων, δέχθηκε την ασκηθείσα με τις προτάσεις ανταγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι η συστατική της οροφοκτησίας πράξη και τα συμβόλαια μεταβίβασης ισχύουν ως προς τους υπό στοιχεία 1-1, Ι-2 και Ι-3 χώρους στάθμευσης κατά μετατροπή ως πράξεις παραχώρησης δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης αυτών από τις εναγόμενες και ειδικότερα ότι το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης των με στοιχεία 1-1 και Ι-3 χώρων στάθμευσης ανήκει στην με στοιχεία Α-1 οριζόντια ιδιοκτησία των πρώτης και τρίτης των εναγομένων και του με στοιχεία Ι-2 χώρου στάθμευσης ανήκει στην με στοιχεία Β-1 οριζόντια ιδιοκτησία της τρίτης των εναγομένων. Κατά της απόφασης αυτής και κατά το μέρος α) καθορισμού των μερίδων συμμετοχής των οριζόντιων ιδιοκτησιών στα 187/1000 που αναλογούσαν στις παραπάνω θέσεις στάθμευσης και β) περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με την καθαίρεση των παράνομων κτισμάτων στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και στις θέσεις στάθμευσης της πιλοτής, παραπονέθηκαν οι εκκαλούσες - εναγόμενες, με την από 27-7-2015 έφεσή τους και τον πρόσθετο λόγο που άσκησαν με τις προτάσεις τους, για τους περιεχόμενους σ' αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ζήτησαν την εξαφάνισή της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί η αγωγή κατά το μέρος αυτό που έγινε δεκτή.
Στη συνέχεια, επί της άνω εφέσεως και προσθέτου λόγου αυτής των εναγομένων, εκδόθηκε η 86/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων (αναιρεσιβαλλομένη) η οποία, αφού συνεκδίκασε αυτές (έφεση και πρόσθετο λόγο), δέχθηκε εν μέρει την έφεση, ως ουσιαστικά βάσιμη, εξαφάνισε την εκκαλούμενη υπ' αριθμ. 295/2015 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, κατά το μέρος που έκανε δεκτό το αίτημα της αγωγής για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με την άρση των παράνομων κτισμάτων στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και του πρώτου ορόφου ήτοι: α) του ισογείου κτίσματος εμβαδού 24,91 τμ. και β) την προέκταση του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου εμβαδού 24,91 τ.μ. Ακολούθως, το Εφετείο, κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή, κατά το άνω μέρος, και την απέρριψε κατά το μέρος αυτό κατά παραδοχή της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησής της, που είχαν προτείνει οι εναγόμενες. Κατά της αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, οι διάδικοι βάλλουν με τις κρινόμενες αντίθετες αναιρέσεις τους (οι εναγόμενες όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσης και με πρόσθετους λόγους), οι οποίοι είναι παραδεκτοί αλλά και ο ενάγων, για τους λόγους που αναφέρουν σ' αυτούς και πρέπει να ερευνηθούν ως προς το βάσιμο των προβαλλομένων λόγων τους.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "O Β. Κ. του Χ. πατέρας του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης, σύζυγος της τέταρτης και παππούς της δεύτερης και τρίτης των εναγομένων ανήγειρε, δυνάμει της 53/5-4-1984 οικοδομικής άδειας της αρμόδιας υπηρεσίας του Δήμου …., διώροφη οικοδομή με πιλοτή επί οικοπέδου ιδιοκτησίας του, κείμενου επί της οδού ... στην πόλη των …, εμβαδού 179,50 τ.μ., καταχωρημένο στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου … με ΚΑΕΚ ...3029. Ακολούθως προέβη μονομερώς σε σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, με το υπ' αριθ. …050/5-4-1984 συμβόλαιο σύστασης οριζόντιων ιδιοκτησιών του συμβολαιογράφου Χ. Γ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο ….6 και με αύξοντα αριθμό …5, περί υπαγωγής ακινήτου στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ και του Ν. 3741/1929 "Περί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους", ενώ με τη συστατική της οροφοκτησίας αυτή πράξη καθορίσθηκε ότι η υπό ανέγερση πολυκατοικία θα αποτελείται από το ισόγειο - πιλοτή, τον πρώτο όροφο, τον δεύτερο όροφο και το δώμα (μελλοντικοί όροφοι), καθώς και τα αντιστοιχούντα στους χώρους αυτούς ποσοστά (χιλιοστά) επί του οικοπέδου. Σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παραπάνω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, ο ακάλυπτος ισόγειος όροφος της ανωτέρω οικοδομής (πιλοτή) αποτελείται από την είσοδο και κλίμακα ανόδου και τέσσερις (4) χώρους στάθμευσης (πάρκιγκ) με στοιχεία I-1 έως και Ι-4, ήτοι α) την υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΕΝΑ (Ι-1) πιλοτή αποτελούμενη από ένα χώρο, συνορευόμενη ολόγυρα δυτικά με οδό ... βόρεια και ανατολικά με ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και νότια με πιλοτή Ι-2, με επιφάνεια 21,62 τ.μ, όγκο 56,21 κ.μ. ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 50/1000, αναλογία επί του οικοπέδου σε τετραγωνικά μέτρα 8,97 τ.μ. και ειδικές κοινόχρηστες δαπάνες και ψήφους 63/1000, β) την υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΔΥΟ (Ι-2) πιλοτή αποτελούμενη από ένα χώρο, συνορευόμενη ολόγυρα δυτικά με οδό ... βόρεια με πιλοτή 1-1, ανατολικά με ακάλυπτο, χώρο της οικοδομής και την είσοδο της οικοδομής και νότια με πιλοτή Ι-3, με επιφάνεια 21,53 τ.μ, όγκο 55,98 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 50/1000, αναλογία επί του οικοπέδου σε τετραγωνικά μέτρα 8.97 τ.μ. και ειδικές κοινόχρηστες δαπάνες και ψήφους 63/1000, γ) την υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΤΡΙΑ (Ι-3) πιλοτή αποτελούμενη από ένα χώρο, συνορευόμενη ολόγυρα δυτικά με οδό ... βόρεια με πιλοτή Ι-2, ανατολικά με είσοδο της οικοδομής και νότια με οδό ..., με επιφάνεια 21,91 τ.μ., όγκο 56,97 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 51/1000, αναλογία επί του οικοπέδου σε τετραγωνικά μέτρα 9,16 τ.μ. και ειδικές κοινόχρηστες δαπάνες και ψήφους 64/1000, δ) την υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ (Ι-4) πιλοτή αποτελούμενη από ένα χώρο, συνορευόμενη ολόγυρα νότια με οδό ..., ανατολικά με ιδιοκτησία αδελφών Κ., δυτικά με είσοδο της οικοδομής και βόρεια με κλιμακοστάσιο, με επιφάνεια 15J8 τ.μ, όγκο 41,03 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου 37/1000, αναλογία επί του οικοπέδου σε τετραγωνικά μέτρα 6,64 τ.μ. και ειδικές κοινόχρηστες δαπάνες και ψήφους 46/1000. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ως άνω συστατική της οροφοκτησίας πράξη, ο πρώτος όροφος της ανωτέρω οικοδομής θα αποτελείται από ένα διαμέρισμα με στοιχεία ΑΛΦΑ ΕΝΑ (Α-1), με επιφάνεια 90,34 τ.μ., όγκο 271,02 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 70,85 κ.μ., ήτοι μικτό ολικό όγκο 341,87 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 306/1000, αναλογία επί του οικοπέδου σε τετραγωνικά μέτρα 54,93 τ.μ., αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 500/1000, αναλογία δαπανών κεντρικής θέρμανσης 500/1000 και ποσοστό συμμετοχής στις κοινόχρηστες δαπάνες και ψήφους 382/1000, ο δεύτερος όροφος υπεράνω του ισογείου θα αποτελείται από ένα διαμέρισμα με στοιχεία ΒΗΤΑ ΕΝΑ (Β-1), με επιφάνεια 90,34 τ.μ., όγκο 271,02 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 70,85 κ.μ., ήτοι μικτό ολικό όγκο 341,87 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 306/1000, αναλογία επί του οικοπέδου σε τετραγωνικά μέτρα 54,93 τ.μ., αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 500/1000, αναλογία δαπανών κεντρικής θέρμανσης 500/1000 και ποσοστό συμμετοχής στις κοινόχρηστες δαπάνες και ψήφους 382/1000 και το δώμα (μελλοντικοί όροφοι) θα καταλαμβάνει τον υπέρ του δευτέρου ορόφου χώρο και θα περιλαμβάνει τις καπνοδόχους, εξαεριστήρες, σωληνώσεις των αποχετεύσεων και την απόληξη του κλιμακοστασίου, με ποσοστό (αναλογία) εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 200/1000, ήτοι αναλογικώς επί του οικοπέδου 35,90 τ.μ. Ακολούθως ο Β. Κ. προέβη σε μεταβίβαση των οριζοντίων ιδιοκτησιών που αναφέρονται στην ανωτέρω οροφοκτητική πράξη του ως εξής: α) δυνάμει του ….19/ 2-10-1984 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Χ. Γ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …. στον τόμο …08 και με αύξοντα αριθμό …7, μεταβίβασε, λόγω πώλησης, στην πρώτη εναγόμενη θυγατέρα του την υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΤΡΙΑ (Ι-3) θέση στάθμευσης και το δικαίωμα ανέγερσης του υπό στοιχεία ΑΛΦΑ ΕΝΑ (Α-1) διαμερίσματος, β) δυνάμει του ….314/31-7-1987 συμβολαίου γονικής παροχής του ίδιου ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …ν στον τόμο ….42 και με αύξοντα αριθμό …4, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής στη θυγατέρα του Β. Κ. (μη διάδικο στην παρούσα δίκη) την υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΔΥΟ (Ι-2) θέση στάθμευσης και το διαμέρισμα υπό στοιχεία ΒΗΤΑ ΕΝΑ (Β-1), γ) δυνάμει του …45/5-2-1997 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Β. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο …16 και με αύξοντα αριθμό ….6, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στον ενάγοντα τα 200/1000 εξ αδιαιρέτου ήτοι τα 35,90 τ.μ. που αντιστοιχούν στο δώμα και συγκεκριμένα στον τρίτο μελλοντικό όροφο της ανωτέρω οικοδομής και δ) δυνάμει του …63/5-12-2003 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου . Χ. Τ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο …66 και με αύξοντα αριθμό …9, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στην πρώτη εναγόμενη την υπό στοιχείο ΙΩΤΑ ΕΝΑ (Ι-1) θέσης στάθμευσης. Ο δικαιοπάροχος των διαδίκων απεβίωσε στις 17-10-2004 και με την …94/21-1-2002 δημόσια διαθήκη του, που συντάχθηκε ενώπιον της τότε συμβολαιογράφου Χ. Τ. και δημοσιεύθηκε με το υπ' αριθ. 574/25-11-2004 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, διέθεσε τα περιουσιακά του στοιχεία, ορίζοντας ότι η σύζυγος του, τέταρτη εναγόμενη θα είναι επικαρπώτρια όλης της κινητής και ακίνητης περιουσίας του που θα βρισκόταν κατά το χρόνο του θανάτου του, ενώ εγκατέστησε τα τρία τέκνα του κληρονόμους του σε δήλα πράγματα. Μετά τον θάνατό του οι δύο θυγατέρες του (πρώτη εναγόμενη και Β. Κ.) και η σύζυγός του, δηλώνοντας ότι ο πατέρας και σύζυγος τους αντίστοιχα, ήταν, κατά το χρόνο του θανάτου του, κύριος και της υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ (Ι-4) θέσης στάθμευσης της πιλοτής, την οποία, όμως, δεν είχε συμπεριλάβει στη διαθήκη του, προέβησαν σε δήλωση αποδοχής κληρονομιάς, οι μεν δύο θυγατέρες του, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του, του 1/3 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας αυτής και η σύζυγος του της επικαρπίας, δυνάμει των ….77/29-6-2006, …78/29-6-2006 και …80/5-7-2006 δηλώσεων αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Χ. Τ., που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου …. στον τόμο ….61 και με αύξοντες αριθμούς …7, …8 και …9 αντίστοιχα. Στη συνέχεια η Β. Κ. μεταβίβασε στη δεύτερη εναγόμενη ανιψιά της, θυγατέρα της αδελφής της, πρώτης εναγόμενης, δυνάμει του 1937/23-8-2006 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Χ. Τ., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου … στον τόμο …70 και με αύξοντα αριθμό …3, το υπό στοιχεία ΒΗΤΑ ΕΝΑ (Β-1) διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου, την υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΔΥΟ (Ι-2) θέση στάθμευσης και τα 1/3 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας της υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ (I- 4) θέσης στάθμευσης και η πρώτη εναγόμενη μεταβίβασε στην τρίτη εναγόμενη θυγατέρα της, δυνάμει του ….39/2010 συμβολαίου γονικής παροχής της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που νόμιμα καταχωρήθηκε στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου…., την ψιλή κυριότητα του υπό στοιχεία ΑΛΦΑ ΕΝΑ (Α-1) διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, παρακρατώντας για τον εαυτό της την επικαρπία. Με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ότι η …050/28-6-1984 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του συμβολαιογράφου Χ. Γ., κατά το μέρος που συνιστά οριζόντιες ιδιοκτησίες στον ισόγειο ανοικτό χώρο της πιλοτής είναι απολύτως άκυρη (άρθρο 174 ΑΚ), ως αντικείμενη στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που καθορίζουν τις θεμελιακές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθόσον ο χώρος αυτός, αφού προβλέφθηκε ως ανοικτός χώρος της πιλοτής, δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή και ανεξάρτητη ιδιοκτησία, αλλά αποτελεί κοινόκτητο και κοινόχρηστο χώρο και ως εκ τούτου, τόσο ο ενάγων όσο και οι τρεις πρώτες εναγόμενες, τυγχάνουν συγκύριοι του χώρου της πιλοτής και δη των ως άνω υπό στοιχεία 11-12-13-14 θέσεων στάθμευσης, κατά τα προαναφερόμενα ποσοστά συνιδιοκτησίας των διαμερισμάτων ενός εκάστου επί του όλου οικοπέδου, καθώς και ότι, για τον ίδιο λόγο, απολύτως άκυρες είναι και οι μεταβιβάσεις που έγιναν σε σχέση με τις θέσεις της πιλοτής της ανωτέρω πολυκατοικίας και ειδικότερα: α) η αγοραπωλησία από τον Β. Κ. προς την πρώτη εναγόμενη, για την οποία συντάχθηκε το …119/2-10-1984 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Χ. Γ., με το οποίο φέρεται να της μεταβιβάσθηκε η υπό στοιχεία Ι-3 θέση στάθμευσης, β) η γονική παροχή από τον Β. Κ. προς την θυγατέρα του Β. Κ. για την οποία συντάχθηκε το …314/31-7-1985 συμβόλαιο γονικής παροχής του ίδιου συμβολαιογράφου, με το οποίο φέρεται να της μεταβιβάσθηκε η υπό στοιχεία Ι-2 θέση στάθμευσης, γ) η αγοραπωλησία από την Β. Κ. προς την δεύτερη εναγόμενη, για την οποία συντάχθηκε το …37/23-8-2006 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Χ. Τ., με το οποίο φέρεται να της μεταβιβάσθηκε η υπό στοιχεία Ι-2 θέση στάθμευσης και το 1/3 εξ αδιαιρέτου της ψιλής κυριότητας της υπό στοιχεία Ι-4 θέσης στάθμευσης, δ) οι δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς των πρώτης και τρίτης των εναγομένων και της Β. Κ., με τις οποίες δήλωσαν ότι αποδέχονται σαν κληρονομιαίο περιουσιακό στοιχείο του πατέρα και συζύγου τους αντίστοιχα την υπό στοιχεία Ι-4 θέση στάθμευσης και σχετικά συνέταξαν τις …77, …78 και ….80/2006 δηλώσεις αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Χ. Τ. και ε) η γονική παροχή από τον Β. Κ. προς την πρώτη εναγόμενη για την οποία συντάχθηκε το ….63/5-12-2003 συμβόλαιο γονικής παροχής της ως άνω συμβολαιογράφου, με το οποίο φέρεται να της μεταβιβάσθηκε η υπό στοιχεία 1-1 θέση στάθμευσης. Ακόμη με την εκκαλούμενη απόφαση αναγνωρίσθηκε ότι η ανωτέρω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και τα προαναφερόμενα συμβόλαια μεταβίβασης ισχύουν ως προς τους υπό στοιχεία ΙΩΤΑ ΕΝΑ (1-1), ΙΩΤΑ ΔΥΟ (Ι-2) και ΙΩΤΑ ΤΡΙΑ (Ι-3) χώρους στάθμευσης, κατά μετατροπή, ως πράξεις παραχώρησης δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επ' αυτών και συγκεκριμένα το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης των με στοιχεία 1-1 και Ι-3 χώρων στάθμευσης ανήκει στην με στοιχεία Α-1 οριζόντια ιδιοκτησία των πρώτης και τρίτης των εναγομένων και το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του με στοιχεία Ι-2 χώρου στάθμευσης ανήκει στην με στοιχεία Β-1 οριζόντια ιδιοκτησία της δεύτερης των εναγομένων. Η εκκαλούμενη απόφαση ως προς τα παραπάνω κεφάλαια δεν προσβάλλεται με έφεση. Περαιτέρω, εφόσον, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υφίσταται οριζόντια ιδιοκτησία στην πιλοτή της συγκεκριμένης οικοδομής και για κάθε μία από τις τρεις πρώτες θέσεις στάθμευσης είχαν παρακρατηθεί 50/1000 και για την τέταρτη 37/1000, ως ποσοστό (αναλογία) συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου, πρέπει, εφόσον κατ' αποτέλεσμα υπάρχει ελλιπής καθορισμός των ιδανικών μεριδίων συγκυριότητας επί του εδάφους (στο οποίο έχει ανεγερθεί η εν λόγω οικοδομή) που αναλογούν στα παραπάνω τρία οροφοδιαμερίσματα, να γίνει επανακαθορισμός των ποσοστών συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο και ειδικότερα να καθορισθεί ανάλογη μερίδα συμμετοχής κάθε μίας από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες του πρώτου, δεύτερου και τρίτου ορόφου πάνω στα κοινά μέρη του όλου ακινήτου, ώστε τα 187/1000 που είχαν παρακρατηθεί προς τούτο, να αναλογούν στις νομίμως υφιστάμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι ο Β. Κ., ως αρχικός οροφοκτήτης, προσδιόρισε τα χιλιοστά που ήθελε να έχει η κάθε μία από τις νομίμως δημιουργηθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες, με βάση την αξία τους, η οποία είναι ανάλογη με το εμβαδόν κάθε μιας, λαμβανομένου υπόψη και του όγκου της και η οποία, όπως και η σχέση της με την αξία ολόκληρης της οικοδομής, δεν επηρεάζεται από κανένα άλλο παράγοντα και επομένως δεν μεταβάλλεται, και συγκεκριμένα οι μεν οριζόντιες ιδιοκτησίες του πρώτου και του δεύτερου ορόφου της πολυκατοικίας συμμετέχουν στο οικόπεδο, όπου είναι κτισμένη αυτή (πολυκατοικία), με ποσοστό 306/1000, ενώ η οριζόντια ιδιοκτησία του τρίτου ορόφου, με ποσοστό 200/1000, πρέπει τα 187/1000, που, κατά τρόπο εσφαλμένο, είχαν διατεθεί για την πιλοτή και τις θέσεις στάθμευσης, να επιμερισθούν μεταξύ των οροφοκτητών κατά το λόγο της συμμετοχής της καθεμίας από τις τρεις οριζόντιες ιδιοκτησίες στο οικόπεδο, ώστε να συμμετέχει κάθε μία από τις οριζόντιες ιδιοκτησίες με τα στοιχεία Α-1 και Β-1 με επιπλέον ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 70/1000 και η οριζόντια ιδιοκτησία του τρίτου ορόφου με επιπλέον ποσοστό συνιδιοκτησίας 47/1000. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση καθόρισε τα ποσοστά συμμετοχής των παραπάνω οριζόντιων ιδιοκτησιών επί του οικοπέδου κατά τον ίδιο τρόπο, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς, όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εκκαλούσες με τον σχετικό δεύτερο λόγο της έφεσής τους, ότι δηλαδή έπρεπε να καθορισθούν αυτά διαφορετικά και συγκεκριμένα να προστεθούν τα επιπλέον ποσοστά (187/1000) στα διαμερίσματα των οποίων οι θέσεις στάθμευσης αποτελούν παραρτήματα, λόγω του ότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω, έχουν την αποκλειστική χρήση αυτών, ώστε το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου να λάβει τα ποσοστά των υπό στοιχεία 1-1 και Ι-3 θέσεων και το 1/3 του ποσοστού της υπό στοιχεία Ι-4 θέσης, το διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου να λάβει το ποσοστό της υπό στοιχεία Ι-2 θέσης στάθμευσης και το 1/3 του ποσοστού της υπό στοιχεία Ι-4 θέσης και το διαμέρισμα του τρίτου ορόφου να λάβει το 1/3 του ποσοστού της υπό στοιχεία Ι-4 θέσης στάθμευσης, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη, ενεργώντας για λογαριασμό όλων των εναγόμενων, το έτος 2001 προέβη σε κατάληψη τμήματος του πίσω ακάλυπτου χώρου του οικοπέδου, ήτοι μέρους του νοτιοανατολικού τμήματος αυτού, στη συνέχεια και σε επαφή με το νοτιοανατολικό τμήμα της πιλοτής της πολυκατοικίας, εμβαδού 24,91 τ.μ., που συνορεύει νότια και σε πλευρά μήκους 4,70 μ. εν μέρει με συνιδιοκτησία αδελφών Κ. και εν μέρει με ιδιοκτησία Ν. Σ., ανατολικά και σε πλευρά μήκους 5,30 μ. με υπόλοιπο (ακάλυπτο) του οικοπέδου, βόρεια και δυτικά και σε πλευρές μήκους 4,70 μ. και 5,30 μ. αντίστοιχα, με την πιλοτή της οικοδομής, έκτισε με οπτοπλινθοδομή ολόγυρα τοίχο έως το ύψος της οροφής της πιλοτής (ήτοι σε ύψος 2,10 μ.) και δημιούργησε στο ισόγειο της ανωτέρω πολυκατοικίας ένα κτίσμα, το οποίο δεν προβλεπόταν στην οικοδομική άδεια ούτε στην οροφοκτητική πράξη. Μέρος αυτού του κτίσματος που δημιουργήθηκε βρισκόταν κάτω από τη νοτιονατολική βεράντα του διαμερίσματος της πρώτης εναγόμενης, γι' αυτό και αυτή (βεράντα) αποτέλεσε τμήμα της οροφής του και στη συνέχεια και σε προέκτασή της κατασκεύασε σκυροδετημένη πλάκα, την οποία στήριξε επί κολωνών που κατασκεύασε στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου. Το σύνολο αυτών ήτοι η προαναφερθείσα βεράντα μαζί με τη σκυροδετημένη πλάκα αποτέλεσαν την οροφή του κτίσματος στο ισόγειο, το οποίο χρησιμοποιούν οι εναγόμενες, ως ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων του πρώτου και δευτέρου ορόφου ως λεβητοστάσιο, αποκλειστικώς και μόνο για δική τους χρήση. Αμέσως μετά η πρώτη εναγόμενη επεξέτεινε το διαμέρισμα της του πρώτου ορόφου. Ειδικότερα, μετέτρεψε την προαναφερθείσα νοτιοανατολική βεράντα του διαμερίσματος της σε χώρο κύριας χρήσης και εκμεταλλευόμενη ότι κάτω από αυτό είχε κτίσει το προαναφερόμενο κτίσμα του ισογείου, επεκτάθηκε επί της σκυροδετημένης πλάκας που εξείχε της βεράντας της και αποτελούσε την οροφή του ισογείου, έκτισε ολόγυρα τοίχους με οπτοπλινθοδομή και δημιούργησε μαζί με τον χώρο της νοτιοανατολικής βεράντας του διαμερίσματος της έναν επιπρόσθετο χώρο κυρίας χρήσης, εμβαδού 24,91 τ.μ., που συνορεύει στη νότια πλευρά μήκους 4,70 μ. εν μέρει με συνιδιοκτησία αδελφών Κ. και εν μέρει με ιδιοκτησία Ν. Σ., στην ανατολική πλευρά μήκους 5,30 μ. με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, στις βόρεια και δυτική πλευρές μήκους 4,70 μ. και 5,30 μ. αντίστοιχα, με το διαμέρισμα των πρώτης και τρίτης των εναγομένων. Στην οροφή του κτίσματος, για την ακρίβεια στην προέκταση της βεράντας του διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου (το ύψος αυτής της επέκτασης είναι όσο και του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, ήτοι 2,80 μ., ενώ η βεράντα του διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου αποτελεί μέρος της οροφής του πρόσθετου κτίσματος) τοποθέτησε τσιγκοσκεπή επικάλυψη (πάνελ). Τις παράνομες αυτές κατασκευές διαπίστωσε η αρμόδια πολεοδομική υπηρεσία, μετά από επιτόπια αυτοψία που διενήργησαν, στις 15-1-2008 οι υπάλληλοί της, οι οποίοι συνέταξαν τις από 15-1-2008, 16-10-2009 και 22-10-2009 εκθέσεις αυτοψίας αυθαιρέτου κατασκευής και επιβολής προστίμων, οι οποίες είναι πλέον αμετάκλητες, ενώ έχουν επιβάλει και τα ανάλογα πρόστιμα ανέγερσης και διατήρησής τους. Με τις άνω κατασκευές έγινε κατάληψη κοινοχρήστων και κοινοκτήτων χώρων του οικοπέδου και συγκεκριμένα του ακάλυπτου χώρου αυτού και παραβλάπτονται τα δικαιώματα του συνιδιοκτήτη της οικοδομής - ενάγοντος, αφού, είτε παρεμποδίζεται η χρήση εκ μέρους του, των κοινόχρηστων αυτών χώρων (ακάλυπτου) κατά το μέρος που έχει καλυφθεί με το ανωτέρω κτίσμα και δυσχεραίνεται η πραγματοποίηση από αυτόν (οικοδομικών) εργασιών στη νοτιοανατολική εξωτερική πλευρά του δικού του διαμερίσματος με τη χρήση σκαλωσιάς, η οποία πρέπει να στερεωθεί στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και σε επαφή με το περίγραμμα της οικοδομής, είτε αλλοιώνεται η εν γένει αισθητική και αρχιτεκτονική εμφάνιση της πολυκατοικίας. Επίσης αποδείχθηκε ότι, περί τα τέλη του έτους 2009, οι εναγόμενες κατέλαβαν τμήμα του χώρου της πιλοτής, το οποίο αντιστοιχεί στις θέσεις στάθμευσης με τα στοιχεία 1-1 και Ι-2, εμβαδού 42,75 τ.μ., που συνορεύει δυτικά και σε πλευρά μήκους 9,50 μ. με ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου τους και πέραν αυτού με οδό ... βόρεια και σε πλευρά μήκους 4,50 μ. με ακάλυπτο χώρο της πολυκατοικίας, ανατολικά και νότια και σε πλευρές μήκους 9,50 μ. και 4,50 μ. αντίστοιχα με τον υπόλοιπο χώρο της πιλοτής, τον έκτισαν ολόγυρα με τσιμεντοσανίδες και τοποθέτησαν μία πρόχειρη πόρτα στη νότια πλευρά του κατασκευάσματός τους. Και παρότι η πρώτη και τρίτη των εναγομένων έχουν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της υπό στοιχεία 1-1 ανοικτής θέσης στάθμευσης και η δεύτερη εξ αυτών της υπό στοιχεία Ι-2 θέσης στάθμευσης, δεν είχαν δικαίωμα άρσης του προβλεπόμενου περιορισμού αυτών και μεταβολής τους σε κλειστό χώρο, διότι θίγεται ο συνήθης προορισμός της πιλοτής, που είναι ο αερισμός της οικοδομής, ενώ με τη μεταβολή αυτή, που τροποποιεί την αρχιτεκτονική μελέτη της οικοδομής και δημιουργεί ανομοιομορφία, θίγεται αναμφίβολα η αισθητική και αρμονία των εξωτερικών όψεων της οικοδομής και μειώνεται εκ του λόγου αυτού η αξία των οριζόντιων ιδιοκτησιών. Σε κάθε δε περίπτωση, απαγορεύεται η ενσωμάτωση κοινόχρηστου ή κοινόκτητου τμήματος της οικοδομής, ακόμη και αν αυτό έχει παραχωρηθεί κατά δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης σε κάποιον οροφοκτήτη, στην ιδιωτική κτήση και η εξ αυτού μεταβολή του προορισμού τους. Σημειωτέον ότι η εκ των ως άνω άρθρων του ν. 3741/1929 απαγόρευση του κυρίου ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου πολυόροφης οικοδομής, υπαγόμενης στο σύστημα οριζόντιας ιδιοκτησίας του ανωτέρω νόμου και των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, να ενεργεί κατασκευές στους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής, οι οποίες παρεμποδίζουν τη σύγχρηση των κοινοχρήστων αυτών χώρων από τους κυρίους των λοιπών αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών και η απαγόρευση κλεισίματος των ανοιχτών χώρων στάθμευσης, ακόμη και από τον έχοντα σ' αυτές δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, δεν αίρεται από την, κατά τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις, νομιμοποίηση των κατασκευών αυτών και την εξαίρεσή τους από την κατεδάφιση, με την πληρωμή των σχετικών προστίμων της πολεοδομικής αρχής. Διότι, με τον τρόπο αυτόν, οι ανωτέρω κατασκευές ούτε νομιμοποιούνται έναντι των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής, ούτε παύει η εξ' αυτών παρακώληση της ελεύθερης και απρόσκοπτης χρήσης των κοινόχρηστων πραγμάτων από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες.
Συνεπώς ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι τα άνω αυθαίρετα κτίσματα έχουν ήδη ενταχθεί σε ρύθμιση, σύμφωνα με το άρθρο 11 του ν. 4178/2013, προκειμένου να εξαιρεθούν από την κατεδάφιση, σύμφωνα με την υπ' αριθ. ...889/24-1-2014 δήλωση ένταξης του μηχανικού Θ. Γ., αλυσιτελώς προβάλλεται, διότι η διαδικασία τακτοποίησής τους δεν νομιμοποιεί τη χωρίς δικαίωμα αποκλειστική χρήση του προπεριγραφέντος τμήματος του ακάλυπτου χώρου εκ μέρους των εναγομένων και το κλείσιμο των ανοικτών χώρων στάθμευσης, η οποία εξακολουθεί να είναι αντισυμβατική και ειδικότερα αντίθετη στην πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, καθώς το κύρος των ως άνω συμφωνιών μεταξύ των συνιδιοκτητών της οικοδομής, καθώς και τα απορρέοντα από αυτές δικαιώματα και υποχρεώσεις δεν θίγονται από τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας, που ορίζουν για την παράβαση μόνο διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις (Ολ ΑΠ 23/2000). Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε τα ίδια και απέρριψε τον ως άνω ισχυρισμό των εναγόμενων δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι εναγόμενες με τους σχετικούς πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσής τους είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω οι εναγόμενες πρότειναν παραδεκτώς ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ήτοι με προφορική δήλωση καταχωρηθείσα στα πρακτικά, την οποία ανέπτυξαν με τις κατατεθείσες προτάσεις τους, όπως το δικόγραφο τους εκτιμάται από το Δικαστήριο τούτο) τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος εκ μέρους του ενάγοντος, τον οποίο επαναφέρουν παραδεκτά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τον σχετικό τρίτο λόγο της έφεσής τους, απορριπτόμενου ως αβάσιμου του ισχυρισμού του ενάγοντος - εφεσίβλητου ότι η εν λόγω ένσταση προβάλλεται, απαραδέκτως, για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ειδικότερα οι εναγόμενες για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους αυτού επικαλέσθηκαν αναφορικά με τα κτίσματα στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής ότι: α) η κατασκευή του λεβητοστασίου και αποθήκης στο ισόγειο είχε κτισθεί από το έτος 1984 από τον αρχικό ιδιοκτήτη Β. Κ., πατέρα του ενάγοντος, καθ' υπέρβαση της οικοδομικής άδειας, για τη στέγαση των εγκαταστάσεων της κεντρικής θέρμανσης της οικοδομής και ανακατασκευάσθηκε από την πρώτη εναγόμενη το έτος 2001, όπως, το ίδιο έτος, κατασκευάσθηκε με έξοδα της ίδιας και το κτίσμα (επέκταση) του πρώτου ορόφου, προκειμένου να στεγασθούν σ' αυτό οι γονείς τους, επειδή ο ενάγων δεν τους επέτρεπε τη διαμονή τους στην νομιμοποιημένη θέση στάθμευσης στον χώρο της πιλοτής, που είχε διαμορφώσει ο Β. Κ. για να διαμένει ο ίδιος και η σύζυγος του. Ότι οι παραπάνω κατασκευές ήταν από την αρχή γνωστές στον ενάγοντα, ο οποίος επί μακρόν δέχθηκε αδιαμαρτύρητα την ύπαρξή τους και επί πλέον από το έτος 2000 που ολοκλήρωσε την ανέγερση της δικής του οριζόντιας ιδιοκτησίας στον τρίτο όροφο της οικοδομής έκαμε χρήση του κεντρικού συστήματος θέρμανσης μέχρι και το έτος 2006, δημιουργώντας εύλογα την εντύπωση σ' αυτές ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, β) ότι και ο ενάγων έχει προβεί σε αυθαίρετες κατασκευές στη δική του οριζόντια ιδιοκτησία ενώ αξιώνει την τήρηση της νομιμότητας από τις εναγόμενες. Αναφορικά δε με την μετατροπή στον ισόγειο χώρο της πιλοτής των θέσεων στάθμευσης υπό τα στοιχεία 1-1 και Ι-3 σε χώρο κύριας χρήσης επικαλέσθηκαν ότι: α) ο ενάγων γνώριζε και αποδέχθηκε ότι με την συστατική πράξη οριζόντιας ιδιοκτησίας στην πιλοτή της οικοδομής έγινε σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών και ότι αυτός δεν είχε δικαίωμα χρήσης της πιλοτής, ώστε το κλείσιμο των θέσεων στάθμευσης 1-1 και Ι-3 ουδόλως περιορίζει προηγούμενη δική του χρήση επ' αυτών β)ότι ο ίδιος, παρότι, κατά την έκδοση της 54/1998 οικοδομικής άδειας για την ανέγερση της δικής του οριζόντιας ιδιοκτησίας, νομιμοποίησε την αυθαίρετη κατασκευή στη θέση στάθμευσης με στοιχείο Ι-4 (μετατροπή αυτής σε χώρο κύριας χρήσης) και έτσι συναίνεσε στη διατήρησή του, δεν αξιώνει την κατεδάφιση της αυθαίρετης αυτής κατασκευής, αλλά μόνο την αυθαίρετη κατασκευή στις θέσεις 1-1 και Ι-3, γ) ότι η πρώτη εναγόμενη, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει (αρθρίτιδα), τα οποία την εμποδίζουν να χρησιμοποιεί τις σκάλες, αναγκάσθηκε να προβεί στην αυθαίρετη μετατροπή των ως άνω χώρων στάθμευσης, έχοντας την εντύπωση ότι ο ενάγων θα ανεχθεί τη μετατροπή αυτή, αφού ο ίδιος της απαγόρευσε να κάνει χρήση της μετατραπείσας σε κύριο χώρο θέσης στάθμευσης με στοιχεία Ι-4 και δ) ότι και ο ενάγων έχει προβεί σε αυθαίρετες κατασκευές στη δική του οριζόντια ιδιοκτησία ενώ αξιώνει την τήρηση της νομιμότητας από τις εναγόμενες. Με βάση, όμως, τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, η άσκηση της ένδικης αγωγής του ενάγοντος, αναφορικά με την μετατροπή των χώρων στάθμευσης στην πιλοτή με στοιχεία 1-1 και Ι-3 σε χώρο κύριας χρήσης δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Ειδικότερα η συμπεριφορά του ενάγοντος έναντι των εναγόμενων δεν υπήρξε τέτοια, ώστε να δημιουργήσει εύλογα στις τελευταίες την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το επίδικο δικαίωμά του, αφού, όπως αποδείχθηκε κατά τα προεκτιθέμενα, η επίμαχη μετατροπή εκ μέρους των εναγόμενων στον προαναφερόμενο κοινόχρηστο χώρο της πιλοτής έγινε περί το έτος 2009, εν γνώσει ότι με αυτή θίγεται ο συνήθης προορισμός της οικοδομής και βλάπτεται η αρχιτεκτονική και αισθητική εμφάνιση της οικοδομής και χωρίς τη συναίνεση του ενάγοντος, ο οποίος, όχι μόνο είχε εκφράσει ήδη τις αντιρρήσεις του, προβαίνοντας από το έτος 2007 σε επανειλημμένες καταγγελίες στην αρμόδια πολεοδομική αρχή, ζητώντας τον έλεγχο της οικοδομής σχετικά με άλλες αυθαιρεσίες σ' αυτήν, γεγονός το οποίο γνώριζαν οι εναγόμενες αλλά και εντός εύλογου χρονικού διαστήματος άσκησε την ένδικη αγωγή. Επίσης από το γεγονός ότι, ο ενάγων, πράγματι, προέβη στη νομιμοποίηση της αυθαίρετης κατασκευής στον χώρο της πιλοτής ήτοι της μετατροπής της θέσης στάθμευσης Ι-4 σε χώρο κύριας χρήσης, προκειμένου να επιτύχει την έκδοση της 54/1998 οικοδομικής άδειας για την ανέγερση του τρίτου ορόφου της οικοδομής, δεν μπορεί να συναχθεί η κρίση ότι με τη συμπεριφορά του αυτή δημιούργησε εύλογα την εντύπωση στις εναγόμενες ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, καθώς η αυθαίρετη αυτή μετατροπή είχε γίνει από τον πατέρα του και η νομιμοποίησή της ήταν προϋπόθεση για την έκδοση της παραπάνω οικοδομικής άδειας. Επίσης, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της ένδικης αγωγής αναφορικά με τις κατασκευές στην πιλοτή και αληθές υποτιθέμενο, το επικαλούμενο από τις εναγόμενες γεγονός της ανάγκης χρήσης χώρου στο ισόγειο της οικοδομής λόγω των προβλημάτων υγείας της πρώτης εναγόμενης που την εμποδίζουν να χρησιμοποιεί την σκάλα, ούτε το επικαλούμενο από τις ίδιες γεγονός της εκ μέρους του ενάγοντος εκτέλεσης στην ως άνω πολυκατοικία και στον τρίτο όροφο αυτής αυθαίρετων κατασκευών, καθώς και η κατοχή και διατήρηση από αυτόν του προαναφερόμενου κύριου χώρου στην πιλοτή στη θέση Ι-4 δεδομένου ότι η επικαλούμενη αυτή συμπεριφορά του ενάγοντος δεν νομιμοποιεί τη συμπεριφορά των εναγόμενων, ούτε και καθιστά αντίθετη προς τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ την αξίωση αυτού (ενάγοντος) για καθαίρεση του επίμαχου χώρου στον χώρο της πιλοτής και επαναφοράς αυτού στην προτέρα κατάσταση, πέραν και του ότι οι εναγόμενες δεν μπορούν να απαιτούν ισότητα στην, κατ' αυτές, παρανομία. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε (έστω και σιωπηρώς) την ανωτέρω ένσταση των εναγόμενων περί καταχρηστικής άσκησης του ενδίκου δικαιώματος του ενάγοντος αναφορικά με την μετατροπή των χώρων στάθμευσης στην πιλοτή με στοιχεία 1-1 και Ι-3 σε κύριο χώρο, δεν έσφαλε, αλλ' ορθώς έκρινε κατ' αποτέλεσμα, απορριπτομένου, ως ουσιαστικά αβάσιμου, του σχετικού λόγου (τρίτου κατά το οικείο σκέλος του) της έφεσης των εναγόμενων, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα. Αναφορικά δε με τα κτίσματα,, στον πίσω ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και πρώτο όροφο πρέπει να λεχθούν τα εξής: Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι αμέσως μετά την ανέγερση της ως άνω οικοδομής το έτος 1984 ο δικαιοπάροχος των διαδίκων Β. Κ. ανήγειρε στον πίσω ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου καθ' υπέρβαση της οικοδομικής άδειας και στην ίδια θέση με αυτή του επίδικου λεβητοστάσιου, κτίσμα με λαμαρινοσκεπή, του οποίου το εμβαδόν δεν αποδείχθηκε, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την εγκατάσταση εντός αυτού των μηχανολογικών εγκαταστάσεων της κεντρικής θέρμανσης της οικοδομής και ως αποθήκη. Την κατασκευή του εν λόγω κτίσματος από τον αρχικό μοναδικό τότε ιδιοκτήτη Β. Κ. ρητά καταθέτει και η μάρτυρας που εξετάσθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σύζυγος του, αναφέροντας, όμως, ότι επρόκειτο για μικρότερο κτίσμα χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει το εμβαδόν του, με λαμαρινοσκεπή. Το εν λόγω κτίσμα χρησιμοποιήθηκε για τον ως άνω σκοπό συνεχώς μέχρι το έτος 2001 που η πρώτη εναγόμενη ανακατασκεύασε αυτό και συγκεκριμένα ανήγειρε, στην ίδια θέση, νέο κτίσμα, όπως αυτό περιγράφηκε παραπάνω, με πλακοσκεπή, το οποίο χρησιμοποιείται έκτοτε ως λεβητοστάσιο και αποθήκη. Ακολούθως πάνω από το κτίσμα αυτό ανήγειρε κατ' επέκταση του πρώτου ορόφου το διαμέρισμα, εμβαδού 24,91 τ.μ., το οποίο έκτοτε χρησιμοποιούσαν ως κατοικία οι γονείς της και μετά το θάνατο του Β. Κ. διαμένει εντός αυτού μέχρι σήμερα η τέταρτη των εναγομένων (μητέρα του ενάγοντος και της πρώτης εναγόμενης). Ο ενάγων, τουλάχιστον από το έτος 1997 που έγινε συνιδιοκτήτης στην παραπάνω οικοδομή, γνώριζε την αυθαίρετη κατασκευή του λεβητοστασίου στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και την αυθαίρετη, επίσης, ανακατασκευή του κτίσματος αυτού, το έτος 2001, από την πρώτη εναγόμενη, καθώς και του διαμερίσματος κατ' επέκταση του πρώτου ορόφου και μεταγενέστερα ενέκρινε αυτές σιωπηρά, αφού, επί μακρόν, δέχθηκε αδιαμαρτύρητα την ύπαρξη και λειτουργία του λεβητοστασίου στον εν λόγω χώρο, αλλά και τη χρήση του διαμερίσματος στον πρώτο όροφο εμβαδού 24,91 τ.μ. ως κατοικία των γονέων του, οι οποίοι άλλωστε δεν μπορούσαν να κάνουν χρήση του χώρου στην πιλοτή της οικοδομής με στοιχεία Ι-4, η οποία είχε μετατραπεί από αυτούς σε χώρο κύριας χρήσης, αφού ο ενάγων, μετά τη νομιμοποίησή του από τον ίδιο, τον κατείχε αποκλειστικά αυτός, εκμισθώνοντάς τον σε τρίτους. Αντίθετη κρίση περί μη γνώσης αυτού ότι τα εν λόγω κτίσματα ήταν αυθαίρετα, δεν μπορεί να στηριχθεί στην κατάθεση της ως άνω μάρτυρός του, η οποία κατέθεσε ότι οι εναγόμενες τους έλεγαν ότι μπορούν να τα νομιμοποιήσουν γιατί είχαν δικαίωμα δόμησης, καθώς η κατάθεση αυτή δεν ενισχύεται από κανένα άλλο στοιχείο, αντίθετα η γνώση του ενάγοντος, τουλάχιστον για το κτίσμα του λεβητοστασίου, προκύπτει και από το γεγονός ότι στην 54/1998 οικοδομική του άδεια δεν απεικονίζεται το εν λόγω κτίσμα, η δε μάρτυράς του καταθέτει σχετικά με αυτό ότι, κατά την έκδοση της οικοδομικής άδειας, τους είπαν στην πολεοδομία ότι θα δείξουν ανοχή για το παλιό λεβητοστάσιο, γεγονός το οποίο υποδηλώνει τη γνώση του ενάγοντος για την ιδιότητα αυτού ως αυθαιρέτου. Ακόμη αποδείχθηκε ότι από το έτος 2000, που ο ενάγων ολοκλήρωσε την ανέγερση της δικής του οριζόντιας ιδιοκτησίας στον τρίτο όροφο της οικοδομής, συνδέθηκε με το κεντρικό σύστημα θέρμανσης που στεγάζονταν στο προαναφερόμενο αυθαίρετο κτίσμα, κάνοντας χρήση αυτού συνεχώς μέχρι και το έτος 2006. Για πρώτη φορά ο ενάγων αντέδρασε στις ως άνω κατασκευές με σχετικές καταγγελίες στις αρμόδιες υπηρεσίες στις αρχές του έτους 2007, όταν προέκυψαν διαφωνίες μεταξύ των διαδίκων σχετικά με την κατανομή των δαπανών του πετρελαίου θέρμανσης, οπότε και έπαυσε ο ενάγων να χρησιμοποιεί την κεντρική θέρμανση για το δικό του διαμέρισμα στον τρίτο όροφο της οικοδομής. Από την προαναφερόμενη συμπεριφορά του ενάγοντος, που υποδηλώνει αποδοχή της δημιουργηθείσας κατάστασης, εύλογα δημιουργήθηκε στις εναγόμενες η πεποίθηση ότι αυτός δεν πρόκειται να ασκήσει οποιοδήποτε σχετικό δικαίωμά του, ώστε η μετά από αρκετό χρονικό διάστημα (δεκαετία) επιδίωξη από αυτόν ανατροπής της υφιστάμενης κατάστασης συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις γι' αυτές (εναγόμενες), ιδίως οικονομικής φύσης, ενώ ο ενάγων δεν υφίσταται ιδιαίτερα δυσμενείς επιπτώσεις από τη διατήρηση της παραπάνω κατάστασης, αφού έχει κι αυτός τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τον χώρο του λεβητοστασίου και της αποθήκης, ενώ μετά την τακτοποίηση των αυθαιρέτων κατασκευών σύμφωνα με το ν. 4173/2013 δεν παρεμποδίζεται η μεταβίβαση σε τρίτους της δικής του οριζόντιας ιδιοκτησίας, όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται. Με βάση τα παραπάνω προκύπτει ότι η αξίωση που ασκεί ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή για καθαίρεση των παραπάνω κτισμάτων υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός της και είναι γι'αυτό καταχρηστική, αντίθετη δηλαδή στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε (σιωπηρώς) την ανωτέρω ένσταση των εναγόμενων περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος του ενάγοντος αναφορικά με την κατασκευή των ως άνω κτισμάτων στον ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου και τον πρώτο όροφο, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά παραδοχή, ως ουσιαστικά βάσιμου, του σχετικού λόγου (τρίτου κατά το οικείο σκέλος του) της έφεσης των εναγόμενων. Τέλος, με τον πρόσθετο λόγο έφεσης οι εναγόμενες προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι, με την υποχρέωσή τους να επαναφέρουν τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση κατεδαφίζοντας τα αυθαίρετα κτίσματα στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και τα κλεισμένα τμήματα της πιλοτής, παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας (άρθ. 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), επικαλούμενες ότι χάριν μιας συμφωνίας περί οριζοντίου ιδιοκτησίας που δεν τηρείται από κανένα συνιδιοκτήτη, αλλά επιδέχεται θεραπείας με νόμο του Κράτους, όπως είναι ο ν. 4173/2013 που ανέχεται τις αυθαιρεσίες προς χάριν του δημόσιου συμφέροντος και της ασφάλειας των συναλλαγών, θίγονται τα δικά τους περιουσιακά δικαιώματα, αφού η κατεδάφιση των ως άνω αυθαίρετων κατασκευών, είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσει τόσον τη στατικότητα της οικοδομής, όσον και θα τους εξοντώσει οικονομικά, αφού το κόστος κατεδάφισης είναι υψηλό και αδυνατούν να το καταβάλουν, σε συνδυασμό με το ότι έχουν ήδη υποβληθεί σε σημαντικές δαπάνες για την τακτοποίηση των ως άνω αυθαίρετων κατασκευών με βάση το ν. 4173/2013. Ο ισχυρισμός αυτός, που πλέον λυσιτελώς προβάλλεται μόνο αναφορικά με τη μετατροπή των χώρων στάθμευσης στην πιλοτή σε χώρο κύριας χρήσης (για τις κατασκευές στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής παρέλκει η έρευνα του εν λόγω ισχυρισμού μετά την παραδοχή της ένστασης καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος ως προς αυτές), είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς η ικανοποίηση της αξίωσης του ενάγοντος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με την καθαίρεση της ως άνω αυθαίρετης κατασκευής στην πιλοτή της οικοδομής, που γίνεται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν. 3741/1929, δεν αντιβαίνει στην θεσμοθετούμενη με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, καθώς η βλάβη που προκαλείται δεν είναι δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας των δικαιωμάτων των συνιδιοκτητών, όπως είναι και ο ενάγων, να μην παραβλάπτεται δηλαδή ο συνήθης προορισμός της οικοδομής, καθώς και η χρήση εκ μέρους του των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών αυτής, ενόψει και του ότι η τακτοποίηση της αυθαίρετης κατασκευής εκ μέρους των εναγόμενων, σύμφωνα με το ν. 4173/2014 έγινε κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας και εν γνώσει των εναγόμενων ότι υπήρχε το ενδεχόμενο να διαταχθεί η κατεδάφιση του αυθαίρετου κτίσματος σε περίπτωση ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής, παραβλέποντας έτσι τον κίνδυνο να επωμισθούν το επικαλούμενο κόστος της κατεδάφισης. Επίσης από κανένα στοιχείο,δεν αποδείχθηκε ότι η κατεδάφιση της παραπάνω αυθαίρετης κατασκευής θα επηρεάσει την στατικότητα της όλης οικοδομής, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εναγόμενες, όσα δε σχετικά αναφέρονται στην επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τις τελευταίες από 31-10-2016 τεχνική έκθεση - γνωμάτευση του μηχανικού Θ. Γ., ότι δηλαδή η πιλοτή της επίδικης οικοδομής που κατασκευάσθηκε με τον αντισεισμικό κανονισμό του 1959 και χωρίς τοιχεία μήκους 1,50 μέτρων, θεωρείται, σύμφωνα με τους ισχύοντες σήμερα κανονισμούς, μαλακός όροφος, και έτσι η αυθαίρετη κατασκευή ισόγειου διαμερίσματος στην πιλοτή μετατρέπει αυτήν (πιλοτή) σε κανονικό όροφο εξαφανίζοντας τον υφιστάμενο μαλακό όροφο και, συνεπώς η διατήρηση του αυθαίρετου διαμερίσματος στην πιλοτή δρα ευεργετικά στην οικοδομή σε περίπτωση σεισμού, δεν κρίνονται βάσιμα. Εξάλλου η εν λόγω οικοδομή κτισμένη με το σύστημα της πιλοτής από της ανεγέρσεώς της το έτος 1984 μέχρι το κλείσιμο της πιλοτής το έτος 2009, δηλαδή επί είκοσι πέντε (25) έτη, δεν παρουσίασε κανένα πρόβλημα στατικότητας, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατασκευή των περιμετρικών τοίχων στον επίδικο χώρο με τσιμεντοσανίδες ενισχύει την αντοχή της όλης οικοδομής, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε η καθαίρεσή τους θα δημιουργήσει πρόβλημα στατικότητας αυτής (οικοδομής). Τέλος το Δικαστήριο, σχημάτισε πλήρη δικανική πεποίθηση σχετικά με το εν λόγω ζήτημα,, από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα, και δεν κρίνει αναγκαία τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για να διαπιστωθεί ο κίνδυνος στη στατικότητα της οικοδομής από την καθαίρεση της παραπάνω κατασκευής. Πρέπει, συνεπώς, το υποβαλλόμενο σχετικό αίτημα των εναγόμενων να απορριφθεί ως αβάσιμο...". Ακολούθως το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του μετά τις άνω παραδοχές του, όπως ήδη αναφέρθηκε, δέχθηκε εν μέρει την έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, κατά το μέρος που δέχθηκε το αίτημα της αγωγής για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με την άρση (εκ μέρους της πρώτης δεύτερης και τρίτης των εναγομένων των παρανόμων κτισμάτων στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και του πρώτου ορόφου), ήτοι α) του ισογείου κτίσματος, εμβαδού 24,91 τ.μ. και β) την προέκταση του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου εμβαδού 24,91 τμ. που λεπτομερώς περιγράφονται στην απόφαση αυτού κατ' ακριβή θέση και όρια. Στη συνέχεια το Εφετείο αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, κράτησε την υπόθεση και δίκασε την αγωγή κατά το άνω μέρος, απέρριψε την αγωγή κατά το μέρος αυτό κατά παραδοχή της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησής της κατά το εν λόγω μέρος της.
'Ηδη οι διάδικοι, με τις κρινόμενες αντίθετες αναιρέσεις τους, (οι εναγόμενες και με πρόσθετους λόγους) προσβάλλουν την άνω υπ'αριθμ. 86/2017 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων, για τους λόγους που αναφέρουν σ'αυτές και συγκεκριμένα: α) Ο ΕΝΑΓΩΝ - ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΩΝ, για πλημμέλειες της προσβαλλόμενης απόφασης, από τους αριθμούς 1, 8, 14 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, β) ΟΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΕΣ - ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΕΣ για πλημμέλειες από τους αριθμούς 1, 10, 19 και 11γ του ίδιου ως άνω άρθρου.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 3, 4 παρ. 1, 5 περ. α, 13 του ν. 3741/1929, 785, 787, 1002 και 1117 ΑΚ προκύπτει ότι κάθε ιδιοκτήτης ορόφου ή διαμερίσματος οικοδομής, για την οποία έχει συσταθεί εγκύρως οριζόντια ιδιοκτησία, δικαιούται, λόγω της αναγκαίας συγκυριότητας του επί των κοινόχρηστων μερών της οικοδομής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου, να κάνει απόλυτη χρήση τούτων και να προβαίνει στην επισκευή και ανανέωση αυτών, αρκεί να μη βλάπτει τα αντίστοιχα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών και να μη μεταβάλλει τον συνήθη προορισμό των μερών αυτών. Μπορεί, επίσης, με συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών, η οποία πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί, να παραχωρηθεί η αποκλειστική χρήση κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών της οικοδομής σε έναν ή και περισσότερους από τους συνιδιοκτήτες, με αντίστοιχο αποκλεισμό των άλλων. Όμως, το με τέτοια συμφωνία παρεχόμενο σε συνιδιοκτήτη δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης κοινόχρηστου πράγματος δεν περιέχει και εξουσία άρσης του προβλεπόμενου προορισμού του, αλλά η παραχώρηση αυτή και η αντίστοιχη χρήση θα γίνεται για τον προορισμό που το τμήμα αυτό από τη φύση του έχει και προκύπτει από τις λειτουργικές χρησιμότητες του οικοδομήματος που ορίζονται από τον κανονισμό, την τοποθεσία του ακινήτου και τις τακτικές συνήθειες της περιοχής (ΑΠ 603/2010). Αν και πότε θίγονται τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών ή υπάρχει μεταβολή του συνήθους προορισμού των κοινών μερών με τη χρήση τους από ορισμένους συνιδιοκτήτες, κρίνεται, κατά περίπτωση, με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες και στο πλαίσιο του γενικότερου συμφέροντος της ομαλής λειτουργίας της σχέσεως της οροφοκτησίας. Ειδικότερα, βλαπτική για τα δικαιώματα των λοιπών συνιδιοκτητών είναι η χρήση που εμποδίζει ή δυσχεραίνει υπερμέτρως αυτούς στη χρήση των οριζόντιων ιδιοκτησιών τους ή και στη σύγχρηση των κοινών μερών, ενώ μεταβολή του συνήθους προορισμού προκαλείται όταν η συγκεκριμένη χρήση αλλοιώνει τον προορισμό των κοινών μερών, που ορίζεται με δικαιοπρακτική ρύθμιση ή, σε περίπτωση ελλείψεώς της, προκύπτει από τη φύση των πραγμάτων και τον σκοπό που αυτά υπηρετούν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας στη λειτουργία της οροφοκτησίας, καθώς και από τις συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης. Κάθε συνιδιοκτήτης, εφόσον από τις ενέργειες άλλου συνιδιοκτήτη παραβλάπτεται στη χρήση των κοινών πραγμάτων και μειώνεται η ασφάλεια της οικοδομής, έχει το δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (ΑΠ 38/2015, ΑΠ 639/2010).
Περαιτέρω στο πλαίσιο των πιο πάνω αρχών εφαρμογής των αντίστοιχων διατάξεων του ν. 3741/1929 εφαρμόζονται συμπληρωματικά και οι διατάξεις του ΓΟΚ στην προκειμένη δε περίπτωση των άρθρων 2 παρ. 22 και 8 παρ. 2 του ΓΟΚ/2000, με τις οποίες ορίζεται ότι κοινής χρήσεως χώροι του κτιρίου και του οικοπέδου είναι οι χώροι που προορίζονται για χρήση από όλους τους ενοίκους του κτιρίου και ότι ο υποχρεωτικός ακάλυπτος χώρος του οικοπέδου πρέπει να είναι προσπελάσιμος από τους χώρους κοινής χρήσης του κτιρίου. Ειδικότερα, η εφαρμογή της πρώτης από τις πιο πάνω ρυθμίσεις προϋποθέτει στο πλαίσιο εφαρμογής και των διατάξεων του ν. 3741/1929 ότι οι συγκεκριμένοι χώροι του οικοπέδου έχουν χαρακτηρισθεί ως κοινόχρηστοι με τον υπάρχοντα κανονισμό, και εφ' όσον δεν υπάρχει κανονισμός ή κοινοχρησία προκύπτει από τη φύση του πράγματος και το σκοπό που αυτό υπηρετεί στη λειτουργία της οροφοκτησίας (ΑΠ 639/2010 ο.π.). Οι προαναφερόμενες συμφωνίες με τις οποίες κανονίζονται κατά διαφορετικό τρόπο τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα, δημιουργούν περιορισμούς της αναγκαστικής συγκυριότητας επί των πραγμάτων αυτών, από την οποία και απορρέει το δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση τους. Οι κατ' αυτόν τον τρόπο δημιουργούμενοι περιορισμοί "έχουν χαρακτήρα δουλείας", δηλαδή, χωρίς να είναι δουλείες, κατά την έννοια των άρθρων 1118 και 1142 επ. και 1188 επ. ΑΚ, δεσμεύουν τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους των ιδιοκτητών των οριζόντιων ιδιοκτησιών που τους συνομολόγησαν και αντιτάσσονται κατά τρίτων. Τέλος, η εκ των ως άνω άρθρων του νόμου 3741/1929 απαγόρευση του κυρίου ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου πολυωρόφου οικοδομής, υπαγομένης στο σύστημα της οριζοντίου ιδιοκτησίας του ανωτέρω νόμου και των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ, να ενεργεί κατασκευές στους κοινοχρήστους χώρους της οικοδομής, οι οποίες παρεμποδίζουν τη σύγχρηση των κοινοχρήστων αυτών χώρων από τους κυρίους των λοιπών αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών, δεν αίρεται από την, κατά τις οικείες πολεοδομικές διατάξεις, νομιμοποίηση των κατασκευών αυτών και την εξαίρεσή τους από την κατεδάφιση, με την πληρωμή των σχετικών προστίμων της πολεοδομικής αρχής. Διότι, με τον τρόπο αυτόν, οι ανωτέρω κατασκευές ούτε νομιμοποιούνται έναντι των λοιπών συνιδιοκτητών της οικοδομής, ούτε παύει η εξ αυτών παρακώλυση της ελεύθερης και απρόσκοπτης χρήσης των κοινοχρήστων πραγμάτων από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες (ΑΠ 1300/2014) κοινοχρήστων πραγμάτων από τους λοιπούς συνιδιοκτήτες. Εξάλλου η αξίωση, με την οποία επιδιώκεται η συμμόρφωση στις διατάξεις της περί οριζοντίου ιδιοκτησίας νομοθεσίας, μπορεί να αποκρουστεί ως καταχρηστική, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, όταν η άσκησή της υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η υπέρβαση αυτή είναι προφανής, όταν η συμπεριφορά του ενάγοντος απέναντι στον εναγόμενο υπήρξε τέτοια, ώστε να δημιουργήσει στον τελευταίο την πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το ένδικο δικαίωμα, η ικανοποίηση του οποίου θα ήταν γι' αυτόν (εναγόμενο) ιδιαίτερα επαχθής οικονομικά. Επίσης, η υπέρβαση αυτή είναι προφανής και όταν η ικανοποίηση του προβαλλόμενου από τον ενάγοντα δικαιώματος προκαλεί την έντονη εντύπωση αδικίας σε σχέση με το όφελος που θα αποκομίσει ο δικαιούχος (ΑΠ 599/1995) ή όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με το επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 381/2009).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 1 εδ. α', λόγος αναιρέσεως για ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, γιατί δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, δηλαδή αν το δικαστήριο της ουσίας απαίτησε περισσότερα στοιχεία ή αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοσθέντα κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή δηλαδή τον ερμήνευσε εσφαλμένα.
Εξάλλου, ο λόγος αναίρεσης από τον αρ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ στοιχειοθετείται όταν το δικαστήριο παρά τον νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, παρακώλυση ή κατάλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο, και, ως εκ τούτου στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης' ή λόγου έφεσης. Οι εν λόγω αυτοτελείς ισχυρισμοί πρέπει να είχαν προταθεί παραδεκτά και νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, το οποίο διαφορετικά δεν μπορούσε να τους λάβει υπόψη, αλλά και να είχαν επαναφερθεί νόμιμα, σύμφωνα με το άρθρο 240 ΚΠολΔ, και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΟλΑΠ 2/2001). Αντίθετα, δεν αποτελούν "πράγματα" οι αιτιολογημένες αρνήσεις αυτοτελών ισχυρισμών, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΟλΑΠ 3/1997). Ο προαναφερόμενος λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη τον αυτοτελή ισχυρισμό που προτάθηκε και είτε τον απέρριψε ευθέως για οποιονδήποτε τυπικό ή ουσιαστικό λόγο (ΟλΑΠ 12/1997) είτε τον απέρριψε κατά τρόπο έμμεσο και σαφή, όπως συμβαίνει όταν από τις ουσιαστικές παραδοχές της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε τον ισχυρισμό και τον απέρριψε εκ του πράγματος, δεχόμενο ότι αποδείχτηκαν περιστατικά αντίθετα από εκείνα που συγκροτούν την πραγματική βάση αυτού (ΟλΑΠ 11/1996).
Περαιτέρω, ο αναιρετικός λόγος από τον αρ. 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ στοιχειοθετείται, όταν το δικαστήριο, παρά τον νόμο, κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο, αναφέρεται δε μόνο σε δικονομικές πλημμέλειες, όπως είναι και η απαράδεκτη υποβολή νέων αιτήσεων ή νέων ισχυρισμών (ΟλΑΠ 2/2005), ενώ οι ουσιαστικές ακυρότητες ελέγχονται με τον αναιρετικό λόγο από τον αρ. 1 του ίδιου άρθρου (Ολ.ΑΠ 2/2001). Για τη θεμελίωση αυτού του λόγου αναίρεσης, πρέπει το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση να είχε υποχρέωση από τον νόμο να κηρύξει την ακυρότητα, το απαράδεκτο ή την έκπτωση, όταν δε το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη ισχυρισμό που είχε προταθεί κατά τρόπο απαράδεκτο, θεμελιώνονται παράλληλα οι αναιρετικοί λόγοι από τους αρ. 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ.
Εξάλλου, απαράδεκτος είναι και ο ισχυρισμός που προβλήθηκε για πρώτη φορά στο εφετείο, χωρίς να συντρέχουν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις των άρθρων 527 παρ. 1, 2 και 3 και 269 παρ. 2 εδ. α, β, γ και δ ΚΠολΔ. Ο διάδικος που προβάλλει με καθυστέρηση αυτοτελή ισχυρισμό για πρώτη φορά στο εφετείο πρέπει να επικαλείται τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων, η δε απόφαση του δικαστηρίου, που δέχεται ως βάσιμο τον ισχυρισμό αυτόν, πρέπει να βεβαιώνει το παραδεκτό της καθυστερημένης προβολής τού ισχυρισμού και να δέχεται ότι συντρέχει μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν την καθυστερημένη προβολή του.
Ο προβλεπόμενος από τον αρ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν από το αιτιολογικό της απόφασης τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία, για να κριθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση αν συντρέχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης που εφαρμόστηκε ή αν δεν συντρέχουν οι όροι, και οι προϋποθέσεις, που αποκλείουν την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών που έγιναν δεκτά και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως αιτιολογία δε που συγκροτεί τη νόμιμη βάση της απόφασης, της οποίας η έλλειψη θεμελιώνει τον προαναφερόμενο αναιρετικό λόγο, νοείται η παραδοχή ή άρνηση των περιστατικών που θεμελιώνουν το πραγματικό μέρος της οικείας διάταξης ουσιαστικού δικαίου, και όχι οι σκέψεις, κρίσεις ή τα επιχειρήματα, με τα οποία το δικαστήριο αιτιολογεί γιατί πείθεται ή δεν πείθεται ως προς τη συνδρομή των εν λόγω περιστατικών. Στοιχειοθετείται δηλαδή ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν από τις ουσιαστικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, βάσει των οποίων και μόνο ελέγχεται η έλλειψη ή μη νόμιμης βάσης αυτής, δημιουργούνται αμφιβολίες για το αν παραβιάστηκε ή όχι ορισμένη διάταξη ουσιαστικού νόμου, Αντίθετα, ο σχετικός λόγος αναίρεσης δεν στοιχειοθετείται όταν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει κρίση για την ουσία της υπόθεσης με διατύπωση σχετικού αποδεικτικού πορίσματος ή όταν πρόκειται για ασάφειες ή ελλείψεις που αφορούν απορριπτικό σκεπτικό αγωγής ή ένστασης ως μη νόμιμης ή ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, δηλαδή στην ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση του αποδεικτικού υλικού, καθώς και στην αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, εφόσον αυτό διατυπώνεται με σαφήνεια και βεβαιότητα, ώστε να είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος (ΟλΑΠ 3/97 και 13/95).
Στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων με τον πρώτο (1ο) αναιρετικό λόγο προβάλλει την αιτίαση ότι το Εφετείο, παρά το νόμο δεν κήρυξε απαράδεκτο αναφορικά με την γενόμενη δεκτή ένσταση των εναγομένων, περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του και την εντεύθεν απόρριψη της αγωγής του, κατά το αίτημά της περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με την άρση των παρανόμων κτισμάτων στον ακάλυπτο χώρο της επίδικης οικοδομής και του πρώτου ορόφου αυτής. Ειδικότερα ο αναιρεσείων ισχυρίζεται προς στοιχειοθέτηση του άνω λόγου ότι οι αναιρεσίβλητες δεν πρόβαλαν παραδεκτά τον ισχυρισμό αυτό (καταχρηστικής ασκήσεως), δηλαδή προφορικά, κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με σαφή έστω και συνοπτική έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν τον περί καταχρηστικής ασκήσεως ισχυρισμό τους, κατά δε τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν προέβαλαν σαφώς περιστατικά που συνιστούν καταχρηστική, άσκηση, αλλ'ούτε ζήτησαν την απόρριψη της αγωγής ως καταχρηστικής, για τον λόγο αυτό. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης και συγκεκριμένα των πρακτικών, των προτάσεων - ανταγωγής των εναγομένων αλλά και του τρίτου λόγου της έφεσης των αναιρεσιβλήτων - εναγομένων, προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητες, προέβαλαν, επιγραμματικά στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αλλά και με τις "προτάσεις-ανταγωγή" στον πρώτο βαθμό και επανέφεραν στο Εφετείο, με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους, αναφορικά με τον περί καταχρηστικής ασκήσεως ισχυρισμό τους σχετικά με αυθαίρετα κτίσματα στον ακάλυπτο χώρο της επίκοινης οικοδομής: Ειδικότερα οι εναγόμενες για τη θεμελίωση του ισχυρισμού τους αυτού επικαλέσθηκαν αναφορικά με τα κτίσματα στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής ότι: α) η κατασκευή του λεβητοστασίου και αποθήκης στο ισόγειο είχε κτισθεί από το έτος 1984 από τον αρχικό ιδιοκτήτη Β. Κ., πατέρα του ενάγοντος, καθ' υπέρβαση της οικοδομικής άδειας, για τη στέγαση των εγκαταστάσεων της κεντρικής θέρμανσης της οικοδομής και ανακατασκευάσθηκε από την πρώτη εναγόμενη το έτος 2001, όπως, το ίδιο έτος, κατασκευάσθηκε με έξοδα της ίδιας και το κτίσμα (επέκταση) του πρώτου ορόφου, προκειμένου να στεγασθούν σ' αυτό οι γονείς τους, επειδή ο ενάγων δεν τους επέτρεπε τη διαμονή τους στην νομιμοποιημένη θέση στάθμευσης στον χώρο της πιλοτής, που είχε διαμορφώσει ο Β. Κ. για να διαμένει ο ίδιος και η σύζυγος του. Ότι οι παραπάνω κατασκευές ήταν από την αρχή γνωστές στον ενάγοντα, ο οποίος επί μακρόν δέχθηκε αδιαμαρτύρητα την ύπαρξή τους και επί πλέον από το έτος 2000 που ολοκλήρωσε την ανέγερση της δικής του οριζόντιας ιδιοκτησίας στον τρίτο όροφο της οικοδομής έκαμε χρήση του κεντρικού συστήματος θέρμανσης μέχρι και το έτος 2006, δημιουργώντας εύλογα την εντύπωση σ' αυτές ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, β) ότι και ο ενάγων έχει προβεί σε αυθαίρετες κατασκευές στη δική του οριζόντια ιδιοκτησία ενώ αξιώνει την τήρηση της νομιμότητας από τις εναγόμενες. Αναφορικά δε με την μετατροπή στον ισόγειο χώρο της πιλοτής των θέσεων στάθμευσης υπό τα στοιχεία 1-1 και Ι-3 σε χώρο κύριας χρήσης επικαλέσθηκαν ότι: α) ο ενάγων γνώριζε και αποδέχθηκε ότι με την συστατική πράξη οριζόντιας ιδιοκτησίας στην πιλοτή της οικοδομής έγινε σύσταση οριζόντιων ιδιοκτησιών και ότι αυτός δεν είχε δικαίωμα χρήσης της πιλοτής, ώστε το κλείσιμο των θέσεων στάθμευσης 1-1 και Ι-3 ουδόλως περιορίζει προηγούμενη δική του χρήση επ' αυτών, β) ότι ο ίδιος, παρότι, κατά την έκδοση της 54/1998 οικοδομικής άδειας για την ανέγερση της δικής του οριζόντιας ιδιοκτησίας, νομιμοποίησε την αυθαίρετη κατασκευή στη θέση στάθμευσης με στοιχείο Ι-4 (μετατροπή αυτής σε χώρο κύριας χρήσης) και έτσι συναίνεσε στη διατήρησή του, δεν αξιώνει την κατεδάφιση της αυθαίρετης αυτής κατασκευής, αλλά μόνο την αυθαίρετη κατασκευή στις θέσεις 1-1 και Ι-3, γ) ότι η πρώτη εναγόμενη, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει (αρθρίτιδα), τα οποία την εμποδίζουν να χρησιμοποιεί τις σκάλες, αναγκάσθηκε να προβεί στην αυθαίρετη μετατροπή των ως άνω χώρων στάθμευσης, έχοντας την εντύπωση ότι ο ενάγων θα ανεχθεί τη μετατροπή αυτή, αφού ο ίδιος της απαγόρευσε να κάνει χρήση, της μετατραπείσας σε κύριο χώρο θέσης στάθμευσης με στοιχεία Ι-4 και δ) ότι και ο ενάγων έχει προβεί σε αυθαίρετες κατασκευές στη δική του οριζόντια ιδιοκτησία ενώ αξιώνει την τήρηση της νομιμότητας από τις εναγόμενες. Τα ως άνω επικληθέντα από τις αναιρεσίβλητες περιστατικά, τα οποία αυτές πρότειναν, κατά τα προαναφερόμενα, παραδεκτά ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και επανέφεραν με την έφεσή τους (3ο λόγο) ενώπιον του Εφετείου, με αίτημα την απόρριψη της αγωγής ως καταχρηστικής (βλ. σελ. 25 των πρωτόδικων προτάσεών τους), συνιστούσαν ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος του ενάγοντος, αρκούσαν δε για να στηρίξουν την ένσταση αυτή την οποία δέχθηκε το Εφετείο, το οποίο ήχθη σε ορθό πόρισμα εξαφανίζοντας την εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος που αυτή (εκκαλούμενη απόφαση) έκανε δεκτό το αίτημα της αγωγής, για επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση με την άρση των παράνομων κτισμάτων στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής και του πρώτου ορόφου και απορρίπτοντας την αγωγή κατά το μέρος αυτό. Πρέπει να σημειωθεί ότι από την επί λέξει αναφορά στην 25η σελίδα των προτάσεων των αναιρεσιβλήτων ότι " ... τα παραπάνω γεγονότα καταδεικνύουν ότι καταχρηστικά ο ενάγων ασκεί στο σύνολο την αγωγή του" σε συνδυασμό με το σύνολο των επικληθέντων από αυτές περιστατικών που αναφέρονται σ'αυτές και στον τρίτο λόγο της έφεσής τους, προκύπτει ότι οι αναιρεσίβλητες παραδεκτά επικαλέσθηκαν καταχρηστική συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και ως προς την αυθαίρετη επέκταση του πρώτου ορόφου και με βάση την άνω επίκληση το Εφετείο δέχθηκε την ένσταση αυτή (καταχρηστικής άσκησης).
Περαιτέρω, το Εφετείο, όπως προκύπτει από το σύνολο των επικληθέντων, από τις αναιρεσίβλητες, περιστατικών, σε συνδυασμό και με το σύνολο των παραδοχών του, αναφορικά με την προβληθείσα από τις εναγόμενες - αναιρεσίβλητες ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος - αναιρεσείοντος, δεν έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και έχοντα ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε και εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς αιτιολογίες την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε καταλήγοντας σε ορθό πόρισμα.
Συνεπώς οι πρώτος, δεύτερο τρίτος και τέταρτος λόγοι της αναίρεσης του ενάγοντος, με τις αντίθετες αναιρετικές αιτιάσεις (εκ των αριθμ. 14, 8, 1 και 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. αντιστοίχως), είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι.
ΕΠΙ ΤΗΣ ΥΠ'ΑΥΞ. ΑΡΙΘΜΟ ΕΚΘΕΣΗΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ 27/26-7-2017 ΑΝΑΙΡΕΣΗΣ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ.
Με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης και το ένα τμήμα του μοναδικού λόγου των προσθέτων λόγων οι αναιρεσείουσες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, την αναιρετική πλημμέλεια εκ του αριθμ. 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (παραβίασης κανόνων ουσιαστικού δικαίου) και συγκεκριμένα της διατάξεως του άρθρου 281 ΑΚ, αναφορικά με το προσβαλλόμενο κεφάλαιο που αφορά καταχρηστική συμπεριφορά του ενάγοντος ως προς την αξίωση του, να καθαιρέσουν τους χώρους που ανεγέρθησαν στις θέσεις στάθμευσης της επίδικης οικοδομής με στοιχεία Ι1 και Ι2. Ειδικότερα ότι η αναιρεσιβαλλομένη υπήγαγε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά που αυτές επικαλέσθηκαν, αναφορικά με τη μετατροπή των θέσεων αυτών, στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και ήχθη σε εσφαλμένο πόρισμα, δέχθηκε δηλαδή, ότι η συμπεριφορά του ενάγοντος - αναιρεσιβλήτου, έναντι των εναγομένων - αναιρεσειουσών δεν υπήρξε τέτοια ώστε να δημιουργήσει στις τελευταίες (αναιρεσείουσες) την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το επίδικο δικαίωμά του. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι ενήργησαν στους ανοικτούς χώρους στάθμευσης (η πρώτη και η δεύτερη των αναιρεσειουσών) με την ανέγερση του χώρου Ι, και Ι2 της πιλωτής, τον οποίο μέχρι την άσκηση της αγωγής αλλά και μέχρι την έκδοση της 295/2015 πρωτόδικης απόφασης θεωρούσαν αποκλειστικής κυριότητος και όχι κοινόχρηστο και κοινόκτητο χώρο, τελούσαν δε με την πεποίθηση ότι είναι κυρίες των παραπάνω οριζοντίων ιδιοκτησιών, αφού υπήρχαν επί του άνω χώρου, νομίμως μεταγεγραμμένα συμβόλαια.
Ο άνω λόγος της αναίρεσης, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, διότι οι αναιρεσείουσες, με την επίφαση της παραβιάσεως του άρθρου 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ. βάλλουν κατά της ουσιαστικής εκτίμησης των αποδείξεων η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, αναφορικά με την απορριφθείσα από το Εφετείο ένστασή τους περί καταχρηστικής άσκησης του ενδίκου δικαιώματος του ενάγοντος, σε σχέση με την μετατροπή των χώρων στάθμευσης στην πυλωτή με στοιχεία Ι1 και Ι2 σε κύριο χώρο. Σε κάθε περίπτωση ο άνω λόγος του κυρίου δικογράφου και των προσθέτων λόγων είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι έτσι που έκρινε το εφετείο και απέρριψε ως αβάσιμη την παραπάνω ένσταση, με τις αντίθετες περί τούτου παραδοχές του, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά δικαιολογούν την απόρριψη της ένστασης, ως προς τα παραπάνω κεφάλαια.
Με τον δεύτερο αναιρετικό λόγο οι αναιρεσείουσες προβάλλουν την αιτίαση από τον αριθμ. 10 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, δηλαδή ότι το Εφετείο δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παρά το νόμο πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην κρίση περί της ενστάσεως καταχρηστικότητας, ως αληθινά, χωρίς απόδειξη. Ειδικότερα, ότι η αναιρεσιβαλλομένη κατέληξε στο συμπέρασμα αναποδείκτως ότι η έκδοση της υπ'αριθμ. 54/1998 οικοδομικής άδειας προϋπέθετε τη νομιμοποίηση της θέσης Ι4 και απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, που οι αναιρεσείουσες προέβαλαν ως προς την αξίωση του αναιρεσειβλήτου - ενάγοντος να καθαιρέσουν τους χώρους επί των θέσεων Ι1 και Ι2, ενώ έπρεπε να κάνει δεκτή την ένσταση αυτή σε βάρος του αναιρεσιβλήτου και σε σχέση με τους χώρους της πυλωτής.
Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο προέβη στην κρίση αναφορικά με την παραπάνω αιτίαση, επί λέξει, ως εξής: "Επίσης από το γεγονός ότι, ο ενάγων πράγματι προέβη στη νομιμοποίηση της αυθαίρετης κατασκευής σε χώρο της πιλωτής ήτοι της μετατροπής της θέσης στάθμευσης Ι4 σε χώρο κύριας χρήσης προκειμένου να επιτύχει την έκδοση της 54/1998 οικοδομικής άδειας για την ανέγερση του τρίτου ορόφου της οικοδομής δεν μπορεί να συναχθεί η κρίση ότι με τη συμπεριφορά του αυτή δημιούργησε εύλογα την εντύπωση στις εναγόμενες ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, καθώς η αυθαίρετη αυτή μετατροπή είχε γίνει από τον πατέρα του και η νομιμοποίησή της ήταν προϋπόθεση για την έκδοση της παραπάνω οικοδομικής άδειας". Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι το δικαστήριο της ουσίας δεν δέχθηκε παρά το νόμο πράγματα ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Αντίθετα, το Εφετείο κατέληξε στο παραπάνω πόρισμά του και απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που οι αναιρεσείουσες πρόβαλαν σε σχέση με τους χώρους της πιλοτής, αφού έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά στην παρούσα απόφαση χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί οποιοδήποτε τούτων για την κατ'ουσία διάγνωση της προκείμενης διαφοράς μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νόμιμα προσκομιζόμενες με επίκληση από τους διαδίκους φωτογραφίες, όπως τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα προκύπτει ότι έλαβε υπόψη το Εφετείο, από την περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση ρητή διαβεβαίωση περί τούτου.
Περαιτέρω με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης και το δεύτερο τμήμα του μοναδικού λόγου αναίρεσης των προσθέτων λόγων οι αναιρεσείουσες προβάλλουν αιτιάσεις ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και επαρκούς αιτιολογίας κατά την κρίση της επί του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και επί της ενστάσεως καταχρηστικότητας (αριθμ. 19 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.). Ειδικότερα οι αναιρεσείουσες ισχυρίζονται τα ακόλουθα: Αναιτιολόγητα η αναιρεσιβαλλόμενη απέρριψε τον ισχυρισμό τους περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και συνάγει ότι "η βλάβη που προκαλείται δεν είναι δυσανάλογα επαχθέστερη από την επιδιωκόμενη ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας των δικαιωμάτων των συνιδιοκτητών, όπως είναι και ο ενάγων να μην παραβλάπτεται δηλαδή ο συνήθης προορισμός της οικοδομής, καθώς και η χρήση εκ μέρους του των κοινόκτητων και κοινόχρηστων μερών αυτής..." [15ο φύλλο της αναιρεσιβαλλομένης στιχ. 1-3]. 'Οτι η αναιρεσιβαλλόμενη αγνόησε όλα εκείνα τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέσθηκαν και τα οποία αποδεικνύουν την επαχθέστερη βλάβη που προκύπτει σε σχέση με την επιδιωκόμενη εκ του νόμου ωφέλεια του σεβασμού και της προστασίας των δικαιωμάτων των συνιδιοκτητών. 'Οτι, με τον πρόσθετο λόγο της εφέσεως ο οποίος προβλήθηκε παραδεκτώς, κατέδειξαν τα εξής: α) Την καταχρηστική συμπεριφορά του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος δεν αξιώνει την κατεδάφιση όλων των αυθαιρέτων κατασκευών της οικοδομής (άρα και του τρίτου ορόφου επί της δικής του ιδιοκτησίας ζήτημα για το οποίο έχουν κινηθεί ήδη δικαστικά, και της θέσης στάθμευσης υπό στοιχείο Ι4), ότι και ο ίδιος παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 3741/1929 και αποδεικνύει αντισυμβατική συμπεριφορά, β) Την υπ' αρ. ...89/24-1-2014 δήλωση ένταξης στο ν. 4178/2013 του Μηχανικού Θ. Γ. φύλλο καταγραφής #4 (σχ. 21 πρωτόδικων προτάσεων), που αφορά στο κτίσμα αποτελούμενο από αποθήκη και λεβητοστάσιο συνολικού εμβαδού 27,67 τμ και το κτίσμα συνολικού εμβαδού 27,67 αποτελούμενο από χώρο κύριας χρήσης και χώρο βοηθητικής χρήσης, και την υπ' αρ. ...89/24-1-2014 δήλωση ένταξης στο ν. 4178/2013 του Μηχανικού Θ. Γ. φύλλο καταγραφής #1 (σχετικό 21 & 27 πρωτόδικων προτάσεων). Το τελευταίο φύλλο καταγραφής #1 αφορά στη ρύθμιση της αυθαίρετης κατασκευής στην πυλωτή για την οποία ασκούν την κρινόμενη αναίρεση. Για το σύνολο των αυθαιρεσιών έχουμε αποδεδειγμένα με τα σχετικά προσκομισθέντα και επικληθέντα έγγραφα με τις προτάσεις της εφέσεως, καταβάλλει το ποσό των 12.090,55 ευρώ, όπως προκύπτει από τον υπολογισμό ειδικού προστίμου της δήλωσης ένταξης στην αρχική ρύθμιση με βάση το νόμο 3843/2010 ποσού 2296,00 ευρώ έναντι προστίμου, από τη βεβαίωση δήλωση ένταξης υπό τον ισχύοντα νόμο 4178/2013 ποσού 8807,54 ευρώ έναντι προστίμου, από το ποσό 500,00 ευρώ έναντι τέλους υπαγωγής, πλέον ποσού 15,00 ευρώ ως ποσοστό ανταπόδοσης TEE, από την αμοιβή ύψους 286,01 ευρώ της μηχανικού, Δ. Κ. για την τακτοποίηση υπό τον προϊσχύσαντα νόμο 3843/2010 (σχετ. 6 των προτάσεων εφέσεως) και την αμοιβή του μηχανικού Θ. Γ. για την τακτοποίηση όλων των αυθαιρέτων επίδικων κτισμάτων υπό το ισχύον καθεστώς ύψους 150 ευρώ πλέον ΦΠΑ και συνολικής αμοιβής 186,00 ευρώ, γ) Την άσχημη κατάσταση της υγείας της πρώτης εξ αυτών η οποία τον ώθησε να καταφύγει στο κλείσιμο της θέσης στάθμευσης υπό στοιχείο 11 και μέρος της υπό στοιχείο 12. Συγκεκριμένα, από το 1999 είχε διαγνωσθεί αρχόμενη εκφυλιστική αρθρίτιδα που αφορά και τα δύο γόνατα (υπ' αρ. πρωτ. 21542/1999 πιστοποιητικό νοσηλείας του Περιφερειακού Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου …(εφεξής ….) (σχετ. 8 προτάσεων εφέσεως). δ) Τη δημιουργία οικογένειας για την δεύτερη και τρίτη εξ αυτών και τη γέννηση θυγατέρων με διαφορά ημερών για αμφότερες. Ότι η δεύτερη και τρίτη εξ αυτών είναι άνεργες καθώς και ο σύζυγος της δεύτερης εξ αυτών, Σ. Μ. είναι επίσης άνεργος, και ε) Το γεγονός ότι η πρώτη εξ αυτών λαμβάνει σύνταξη ύψους 767,96 ευρώ και ο σύζυγός της λαμβάνει σύνταξη 429,54 ευρώ, με τις οποίες (συντάξεις) συντηρούν τρεις οικογένειες, (τη δική τους και των θυγατέρων τους), ενώ οι οριζόντιες ιδιοκτησίες επί της οικοδομής της ... .... είναι οι μόνες που μπορούν να χρησιμεύσουν ως κύριες κατοικίες για τις οικογένειες εξ αυτών και τη μητέρα τους Φ., όπως προκύπτει και από τα Ε9 όλων των μελών των τριών οικογενειών ήτοι της πρώτης, δεύτερης, τρίτης και τέταρτης εξ αυτών (σχετ., 16α-ζ προτάσεων της έφεσης).
'Οτι η κατεδάφιση των αυθαιρέτων που αξιώνει ο ενάγων και έκανε δεκτό η αναιρεσιβαλλόμενη υπερακοντίζει το σκοπό για τον οποίον τέθηκαν οι διατάξεις περί οριζοντίων ιδιοκτησιών. 'Οτι τυχόν κατεδάφιση ορισμένων μόνο αυθαιρέτων της οικοδομής επί της ... και δη των αυθαίρετων κτισμάτων της πυλωτής και συγκεκριμένα στη θέση 11 και 12 δεν υπηρετεί τον σκοπό των διατάξεων περί οριζοντίου ιδιοκτησίας, αφού θα εξακολουθεί να υφίσταται αντισυμβατική συμπεριφορά ενός εκ των συνιδιοκτητών δηλαδή του ενάγοντος όχι μόνον ως προς τις αυθαιρεσίες της δικής του ιδιοκτησίας επί του τρίτου ορόφου, που δεν αφορούν στην παρούσα δίκη και επί των οποίων έχουν ήδη κινηθεί δικαστικά, αλλά κυρίως διότι με το κλείσιμο της θέσης στάθμευσης υπό στοιχείο Ι4 παραμένει το πρόβλημα αερισμού της οικοδομής και απόκλιση από την κατά προορισμό χρήση της ως θέσης στάθμευσης, αφού κοινόχρηστος χώρος στην πυλωτή έχει κλειστεί και χρησιμοποιείται ως χώρος κύριας χρήσης. Περαιτέρω, οι χώροι της πυλωτής πέραν της νομιμοποιημένης θέσης Ι4 συνιστούσαν αυτοτελείς χώρους χωριστής ιδιοκτησίας και ο αντίδικος ήδη έχει αναφερθεί ότι αποδεδειγμένα το γνώριζε αυτό και ουδέποτε έκανε χρήση των θέσεων Ι1 - Ι3. Ότι, κατά την εξέταση της stricto sensu εξέταση της αρχής της αναλογικότητας και της στάθμισης κόστους - οφέλους κατά τον περιορισμό των δικαιωμάτων των συνιδιοκτητών του αρ. 25 παρ. 1 Συντάγματος προκύπτει ότι η βλάβη που θα υποστούν είναι επαχθέστερη από την προσδοκία του αντιδίκου να κάνει χρήση των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων, λαμβανομένου υπόψη ότι τελεσιδίκως έχει κριθεί ότι οι θέσεις Ι1 και Ι3 συνιστούν παρακολουθήματα του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου και η θέση Ι2 παρακολούθημα του δευτέρου ορόφου. Ότι ποτέ στο παρελθόν ο ενάγων δεν θεώρησε κοινόχρηστους και κοινόκτητους τους χώρους στην πιλοτή (αφού και τη θέση Ι4 την εκμίσθωνε προς ίδιον όφελος και απαγόρευε τη χρήση της από αυτούς τους υπολοίπους συνιδιοκτήτες), αλλά και με την τελεσιδικία της υπ' αρ. 295/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ιωαννίνων και εφεξής οι χώροι των θέσεων Ι1-Ι3 συνιστούν χώρους αποκλειστικής χρήσης. Η εν λόγω αιτιολογία της αναιρεσιβαλλόμενης προκειμένου να κρίνει ότι το όφελος του αντιδίκου κρίνεται μεγαλύτερο από την βλάβη κατεδάφισης του κλεισμένου χώρου της πιλοτής είναι ανεπαρκής και αντιφατική σε σχέση με την κρίση που η ίδια διατυπώνει στην ελάσσονα πρόταση δεχόμενη την αποκλειστική χρήση των εν λόγω χώρων της πιλοτής. Ότι η αναιρεσιβαλλόμενη χωρίς αιτιολογία κρίνει αβάσιμη την από 31-10-2016 τεχνική έκθεση - γνωμάτευση του μηχανικού Θ. Γ., την οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νομίμως με τις προτάσεις της εφέσεώς τους και κατά την οποία η διατήρηση του αυθαιρέτου διαμερίσματος στην πιλοτή δρα ευεργετικά στην οικοδομή σε περίπτωση σεισμού, αφού συνιστά εξειδικευμένη γνώση και άποψη και η οποία δεν αντικρούσθηκε από τον αντίδικο με αντίστοιχη τεχνική έκθεση ή άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Στερείται συνοχής και αιτιολογίας η πληττομένη, τεκμαίρουσα ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας αναφορικά με τη μετατροπή των χώρων στάθμευσης στην πιλοτή και την καθαίρεση αυτών.
Αναιτιολογήτως η αναιρεσιβαλλομένη συνάγει: "Επίσης από το γεγονός ότι, ο ενάγων, πράγματι, προέβη στη νομιμοποίηση της αυθαίρετης κατασκευής στον χώρο της πιλοτής ήτοι της μετατροπής της θέσης στάθμευσης Ι-4 σε χώρο κύριας χρήσης, προκειμένου να επιτύχει την έκδοση της 54/1998 οικοδομικής άδειας για την ανέγερση του τρίτου ορόφου της οικοδομής, δεν μπορεί να συναχθεί η κρίση ότι με τη συμπεριφορά του αυτή δημιούργησε εύλογα την εντύπωση στις εναγόμενες ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά του, καθώς η αυθαίρετη αυτή μετατροπή είχε γίνει από τον πατέρα του και η νομιμοποίησή της ήταν προϋπόθεση για την έκδοση της παραπάνω οικοδομικής αδείας". Ότι γνώριζε ο ενάγων ότι ελάμβανε ποσοστά εξ αδιαιρέτου με το δικαίωμα να κτίσει τον τρίτο όροφο και μόνο και ότι δεν είχε δικαίωμα χρήσης της πυλωτής. Η αντικειμενική δε αξία της γονικής παροχής προσδιορίσθηκε μόνο επί των 200/1000 εξ αδιαιρέτου και δεν ήταν προσαυξημένη ως προς την κρίση θέσεων στάθμευσης.
Ο προαναφερόμενος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος διότι οι αναιρεσείουσες με την επίφαση της παραβιάσεως του άρθρου 559 αριθμ. 19 Κ.Πολ.Δ., βάλλουν κατά της ουσιαστικής εκτίμησης των αποδείξεων, η οποία είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, αναφορικά με την κρίση της προσβαλλόμενης απόφασης του Εφετείου επί του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και επί της ενστάσεως καταχρηστικότητας, όπως και οι ίδιες αναφέρουν στην αρχή του άνω λόγου. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το Εφετείο, έλαβε υπόψη όλα όσα αναφέρουν οι αναιρεσείουσες (ήδη αναφέρθηκαν) και με επαρκείς και όχι αντιφατικές αιτιολογίες κατέληξε σε ορθό πόρισμα, αντίθετο με εκείνο που κατά την άποψη των αναιρεσειουσών αυτές θεωρούν ορθό. Με τον τέταρτο αναιρετικό λόγο οι αναιρεσείουσες ψέγουν την προσβαλλόμενη απόφαση διότι δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω επικληθέντα και προσκομισθέντα υπ'αυτών έγγραφα (αιτίαση εκ του αριθμού 11 γ του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.) και κατέληξε σε απορριπτικό πόρισμα αναφορικά με τους ισχυρισμούς της περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας (άρθρ. 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος και καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, κατά το μέρος που αυτός απερρίφθη από το Εφετείο.
Συγκεκριμένα προβάλλουν την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα εξής έγγραφα τα οποία είχαν νόμιμα προσκομίσει και επικαλεστεί: 1) το υπ' αρ. …19/2-10-1984 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Χ. Γ., 2) το υπ' αρ. …63/5-12-2003 συμβόλαιο, νομίμως μεταγραμμένο της ιδίας ως άνω συμβολαιογράφου, 3) το υπ'αρ. …37/23-8-2006 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Χ. Τ., 4) την υπ'αρ. …82/1998 δήλωση που υπέγραψε η πρώτη ενώπιον της συμβολαιογράφου Β. Π. – Δ., 5) την υπ' αρ. ...89/24-1-2014 δήλωσης ένταξης στο ν. 4178/2013 του Μιχανικού Θ. Γ., 6) τον υπολογισμό ειδικού προστίμου που περιλαμβάνεται στη δήλωση ένταξης στην αρχική ρύθμιση με βάση το νόμο 3843/2010, 7) την καταβολή ποσού 8807,54 ευρώ έναντι προστίμου, όπως προκύπτει από τη βεβαίωση δήλωσης ένταξης υπό τον ισχύοντα νόμο 4178/2013, πλέον καταβολής ποσού 500,00 ευρώ έναντι τέλους υπαγωγής, πλέον καταβολής ποσού 15.00 ευρώ ως ποσοστό ανταπόδοσης ΤΕΕ, για το σύνολο των αυθαιρεσιών, 8) την καταβολή αμοιβής ύψους 286,01 ευρώ της μηχανικού Δ. Κ. για την τακτοποίηση της πιλοτής υπό τον προισχύσαντα νόμο 3843/2010, 9) το υπ'αρ. πρωτ. …42/1999 πιστοποιητικό νοσηλείας του Περιφερειακού Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου, 10) το υπ' αρ. πρωτ. 09905/2016/7952/26-8-2016 πιστοποιητικό της αρμόδιας Υγειονομικής Επιτροπής του ΙΚΑ, 11) την υπ' αρ. 22/2016/ 000028.../26-1-2016 βεβαίωση του ΟΑΕΔ, 12) το ενημερωτικό σημείωμα σύνταξης Οκτωβρίου και τη βεβαίωση μερισμάτων που καταβλήθηκαν από 1/1/2015 έως 31/12/2015.
Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι από τη ρητή αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι έλαβε υπόψη όλα τα επικληθέντα και προσκομισθέντα από τους διαδίκους έγγραφα, αλλά και από το όλο περιεχόμενο της απόφασης ουδεμία αμφιβολία καταλείπεται ότι έλαβε υπόψη και τα παραπάνω έγγραφα, αλλά κατέληξε σε διάφορο αποδεικτικό πόρισμα από αυτό που υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες.
Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω πρέπει: Α) Να απορριφθεί η με αυξ. αριθμό κατάθεσης 29/28-7-2017 αίτηση του ενάγοντος για αναίρεση της υπ' αριθμ. 86/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων ως αβάσιμη, Β) να απορριφθεί η υπ αυξ. αριθμό καταθέσεως 27/26-7-2017 αίτηση των εναγομένων για αναίρεση της ίδιας παραπάνω απόφασης καθώς και οι παραδεκτά ασκηθέντες πρόσθετοι λόγοι αυτής με αυξ. αριθμό καταθέσεως 33/20-3-2018, Γ) να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ που κατατέθηκε από τους αναιρεσείοντες κάθε αναίρεσης στο Δημόσιο Ταμείο και Δ) να καταδικαστούν α) ο αναιρεσείων της υπ' αυξ. αριθμ. Κατάθεσης 29/2017 λόγω της ήττας του στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων που κατέθεσαν προτάσεις κατά το βάσιμο περι τούτο αίτημα των τελευταίων, Ε) να καταδικαστούν οι αναιρεσείουσες της υπ'αυξ. αριθμ. κατάθεσης 27/26-7-2017 αίτησης αναίρεσης και των προσθέτων λόγων αυτής, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το βάσιμο περί τούτου αίτημα του τελευταίου (άρθρα 176, 183, 189 παράγραφος 1 Κ.Πολ.Δ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων τις υπ' αξ. αριθμ. καταθ. 29/28-7-2017 και με αυξ. αριθμ. κατάθ. 27/26-7-2017 αιτήσεις του ενάγοντος και των εναγομένων αντίστοιχα, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 86/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, καθώς και τους πρόσθετους λόγους τής αναίρεσης των εναγομένων με αριθμ. κατάθεσης 33/2018.
Απορρίπτει την υπ' αριθμ. εκθ. κατάθεσης 29/28-7-2017 αίτηση αναίρεσης. Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450) στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα της παραπάνω αναίρεσης στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσιβλήτων τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
Απορρίπτει την υπ' αυξ. αριθμ. κατάθεσης 27/26-7-2017 αίτηση αναίρεσης.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ στο Δημόσιο Ταμείο.
Καταδικάζει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Φεβρουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Απριλίου 2019.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

===========

ΕφΑθ 7807/2013


+ Κοινόχρηστοι χώροι-πυλωτές (Απόδοση)

ΠΥΛΩΤΗ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ-ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ 

ΕφΑθ 7807/2013

Αντικειμενική σώρευση αγωγών. Υπόκειται σε έφεση η πρωτόδικη απόφαση που κηρύσσει το δικαστήριο αναρμόδιο και παραπέμπει την αγωγή στο αρμόδιο καθ' ύλην δικαστήριο. Οριζόντια ιδιοκτησία. Πυλωτή. Δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης. Οι χώροι της πυλωτής είναι κοινόχρηστοι και κοινόκτητοι και η συμφωνία των οροφοκτητών να συστήσουν σε τμήματα της πυλωτής που θα παραμείνουν ανοικτά αυτοτελείς [διαιρεμένες ιδιοκτησίες] είναι άκυρη. Δεν αποκτά κυριότητα εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξέον ακίνητο, αν ο μεταβιβάζων δεν ήταν κύριος. Αρνητική αναγνωριστική αγωγη΄.

Το θανόν πρόσωπο παύει να υπάρχει. Από το θάνατό του δεν μπορεί πλέον να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ούτε διάδικος σε πολιτική δίκη. Αν μετά την τελευταία συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό ή μετά την έκδοση της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο διάδικος που νικήθηκε αποβιώσει, η έφεση πρέπει να ασκείται από τους καθολικούς διαδόχους του [άρθρ. 516 παρ. 1 ΚΠολΔ]. Αν παρά ταύτα ασκηθεί έφεση επ' ονόματι προσώπου, το οποίο έχει αποβιώσει κατά τον χρόνο της άσκησής της, απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο για ακυρότητα του δικογράφου της [Σαμουήλ η Έφεση έκδοση 2008 παρ. 48].

1.Στην προκειμένη περίπτωση εισάγονται προς συζήτηση 1] η από 2-7-2010 και με αύξ.αριθμ.κατάθ.5684/2010 έφεση της υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία ……………………………τόσο ατομικώς όσο και ως συνεκκαθαριστών της πρώτης εταιρείας κατά …………………………………………2] η από 9-6-2010 και με αριθμό αύξ. Αριθμ.καστάθ.5850/9-7-2010 έφεση των ……………………………..κατά των, υπό εκκαθάριση ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία …………………………………………ατομικώς όσο και ως συνεκκαθαριστών της πρώτης εταιρείας, το δικόγραφο της οποίας πρέπει να κηρυχθεί άκυρο σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ως προς την πέμπτη εκκαλούσα, η οποία είχε ήδη αποβιώσει κατά τον χρόνο άσκησής της, όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη από 26-1-2011 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου Αθηνών, Ευάγγελου Τσίμπου. Οι εφέσεις αυτές στρέφονται κατά της 429/2010 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών , που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 21-1-2009 και με αυξ.αριθμ.κατάθ.306/2009 αγωγής των ήδη εκκαλούντων στη δεύτερη από 9-6-2010 έφεση κατά των ήδη εφεσίβλητων και εκκαλούντων στην πρώτη από 2-7-2010 έφεση, έχουν δε ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις. Είναι, επομένως, τυπικά δεκτές και πρέπει, αφού διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους [άρθρ.246, 524 παρ.1 ΚΠολΔ], να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους κατά την ίδια πιο πάνω διαδικασία [άρθρ.495 επ.,511,513 παρ.1β,516,517,518 παρ.1 520 παρ. 1,532,533ΚΠολΔ]. Επίσης, είναι τυπικά δεκτοί και πρέπι να ερευνηθούν, αφού διαταχθεί η ένωσή και συνεκδίκασή τους με τις ένδικες εφέσεις, ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα και οι πρόσθετοι λόγοι της από 9-6-2010 έφεσης που άσκησαν οι εκκαλούντες, εμπροθέσμως και νομοτύπως με το από 5-1-2012 ξεχωριστό δικόγραφο [με αριθμ. κατάθ. ΒΑΒ 6 από 5-1-2012], το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 5-1-2012 και επιδόθηκε στους εφεσίβλητους στις 9-1-2012 [σχετ.οι 3992 και 5482/9-1-2012 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητριών ………………………………………..σύμφωνα με το άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε, αρχικά από το άρθρο 16 παρ. 11 ν. 2915/2001 και στην συνέχεια από το άρθρο 8 παρ. 1 ν. 3043/2002. Μετά την άσκηση των ένδικων εφέσεων και συγκεκριμένα την 1η /3ου /2013, απεβίωσε η δεύτερη εκκαλούσα στην από 2-7-2010 έφεση και εφεσίβλητη στην από 9-7-2010 αντίθετη τέτοια, ……………………….., αλλά την δίκη αυτή μετά τη βίαιη διακοπή της, συνεχίζουν με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του Δικαστηρίου τούτου, τα τέκνα της…………………….., ως μοναδικοί εξ' αδιαθέτου κληρονόμοι της, η ιδιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από κανέναν [ΑΠ ολομ.17/1989 ΕλλΔνη 31.1232, ΕφΑθ 9792/1991 Αρμ.46.134].

Με την ένδικη αγωγής τους οι ενάγοντες εξέθεταν ότι είναι συνιδιοκτήτες, συγκύριοι και συννομείς αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας που βρίσκεται στο Μοσχάτο Αττικής και επί της οδού Λάμπρου Κατσώνη αριθμός 32, με τα αναφερόμενα σ' α υτή [αγωγή] ποσοστά συγκυριότητας στο οικόπεδο ο καθένας. Ότι μεταξύ της πρώτης εναγομένης ομόρρυθμης εταιρείας, οικοπεδούχου και εργολήπτριας, η οποία λύθηκε με το από 4-10-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό και τέθηκε υπό εκκαθάριση και των λοιπών συγκυρίων του παραπάνω οικοπέδου, συστάθηκε σ' αυτό με την 3453/1975 πράξη της συμβολαιογράφου ……………………………που μεταγράφηκε νόμιμα, οριζόντια ιδιοκτησία με την οποία προβλεπόταν η ανέγερση οικοδομής που θα αποτελείτο από ισόγειο όροφο- πυλωτή, τέσσερεις (4) πάνω από το ισόγειο ορόφους και δώμα με δωμάτιο σε αυτό. Ότι σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ως άνω πράξη, τόσο οι περιγραφόμενοι με αριθμούς ένα [1] και δύο [2] χώροι της πυλωτής όσο και το δώμα- διαμέρισμα με αριθμό ένα [1] , αποτελούν κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της πολυκατοικίας, πλην όμως, με το 9910/2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών…………………………………., οι δεύτεροι και τρίτος των εναγομένων, οριζόμενοι ως εκκαθαριστές της, προέβησαν σε εκκαθάριση της εταιρείας και διένειμαν μεταξύ τους τα περιουσιακά της στοιχεία, οπότε οι ως άνω χώροι, οι οποίοι μετατράπηκαν παρανόμως σε οριζόντιες ιδιοκτησίες και κατέστησαν εκ των υστέρων περίκλειστοι, φέρεται ότι περιήλθαν σ' αυτούς , ως μόνους εταίρους, με αυτοσύμβαση. Ότι στην πράξη αυτή δεν μπορούσε να προβεί η εταιρία, αφού είχε λυθεί ήδη από το 1984, αλλά και διότι οι ως άνω αναφερόμενες ως οριζόντιες ιδιοκτησίες που αυτή κατείχε, ήταν τόσο κατά το νόμο όσο και κατά τη συστατική πράξη, κοινόκτητες και κοινόχρηστες και έπρεπε , συνεπώς, να αποδοθούν στην κοινή χρήση, επιπλέον δε η μεταβίβαση αυτή υποκρύπτει απαγορευμένη αυτοσύμβαση. Με βάση τα περιστατικά αυτά οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί η ακυρότητα του ως άνω με αριθμό 9.910/2006 συμβολαίου, με το οποίο μεταβιβάστηκαν οι προαναφερόμενοι χώροι στους δεύτερη και τρίτο των εναγομένων, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι ουδέποτε απέκτησαν αποκλειστική κυριότητα στους χώρους της πυλωτής και στο δώμα από την πιο πάνω αιτία, διότι η πρώτη εναγομένη δεν ήταν κυρία των επίδικων χώρων που μεταβιβάστηκαν και, τέλος, να αποδοθούν τα επίδικα στην κοινή χρήση όλων των συνιδιοκτητών της; Πολυκατοικίας. Επί των σωρευόμενων στο ίδιο δικόγραφο αξιώσεων, εκδόθηκε η εκκαλούμενη 429/2010 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου [Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών], με την οποία ορθώς κρίθηκε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 περ. γ' του άρθρου 218 ΚΠολΔ, για την αντικειμενική σώρευσή τους και διατάχθηκε αυτεπαγγέλτως ο χωρισμός τους με την παραπομπή της δεύτερης αγωγικής αξίωσης περί απόδοσης των επίδικων χώρων στην κοινή χρήση των συνιδιοκτητών, προς εκδίκαση στο αρμόδιο καθ' ύλην Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ως εμπίπτουσα στην εξαιρετική αρμοδιότητα του [άρθρ. 16 περ. 13 ΚΠολΔ] και πρέπει, να απορριφθούν ως αβάσιμα όσα για το αντίθετο υποστηρίζουν οι εκκαλούντες με τον τρίτο λόγο της από 9-7-2010 έφεσής τους. Η πρώτη αγωγική αξίωση με την οποία οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωρισθεί η ακυρότητα του 9910/30-10-2006 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………………………………………καθώς και ότι ουδέποτε οι δεύτερη και ο τρίτος των εναγομένων απέκτησαν κυριότητα στα επίδικα με αυτό, αφού κρατήθηκε και δικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίφθηκε ως μη νόμιμη κατά το μέρος που με αυτή ζητείται η ακύρωση του συμβολαίου με το οποίο μεταβιβάστηκαν τα επίδικα στην δεύτερη αρχικώς εναγομένη και στον τρίτο από αυτούς, λόγω έλλειψης κυριότητας της πρώτης εναγομένης και έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά τα λοιπά, ως αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις εφέσεις του [και τον πρόσθετο λόγο] οι διάδικοι για εσφαλμένε ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να γίνουν αυτές δεκτές και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ώστε για μεν τους ενάγοντες να γίνει εξολοκλήρου δεκτή η αγωγής τους για δε τους εναγομένους να απορριφθεί. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 1002, 1117 ΑΚ και 1,2 παρ. 1,4 παρ. 1,5,13 του Ν. 3741/1929 προκύπτει ότι επί ιδιοκτησίας κατ' ορόφους [οριζόντιας ιδιοκτησίας ] δημιουργείται χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ' ανάλογη μερίδα, επί του εδάφους και επί των κοινών μερών της οικοδομής που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών, όπως είναι το έδαφος, τα θεμέλια, οι πρωτότοιχοι, η στέγη και το δώμα. Οι ως άνω βασικές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτουν σαφώς από τις παραπάνω διατάξεις, οι οποίες όμως δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του ορόφου και διαμερίσματος ορόφου. Από το πνεύμα εν τούτοις των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από το σκοπό τους που , όπως προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 3741/1929, είναι ευχερέστερη η κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των πολιτών και η καθ' ύψος επέκταση των πόλεων, καθώς και από τα ερμηνευτικά πορίσματα από την κοινή πείρα και από τις σχετικές διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας [άρθρ. 11 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού των ετών 1929, 1955, 1973 και τον ισχύοντα ΓΟΚ Ν. 1577/1985, όπως τροποποιήθηκε σύμφωνα με το Ν. 2831/2000], συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου είναι αναποχώριστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός αυτού [κυβικού] χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά [διαιρετά ή αδιαίρετα] τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής, κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή οικιστική εν γένει χρήση. Μόνο οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων, με την παραπάνω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από το νόμο με ορόφους υπόγεια και δωμάτια κάτω από τη στέγη [άρθρ. 1002 εδ. β ΑΚ και 1 παρ. 2 Ν. 3741/1929], μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να συσταθεί διαιρεμένη ιδιοκτησία επί ανοικτού χώρου, εκτός αν προβλέπεται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ή σε μεταγενέστερη συμφωνία όλων οροφοκτητών που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ότι ο χώρος αυτός πρόκειται να οικοδομηθεί, οπότε η σύσταση διαιρεμένης ιδιοκτησίας αναφέρεται στους μελλοντικούς ορόφους ή διαμερίσματα και τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της κατασκευής τους [άρθρ. 201 ΑΚ]. Εξάλλου αν ληφθεί υπόψη ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 του Ν. 3741/1929 αποκλειστική [χωριστή ] κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα superficies solo cedit, που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α του ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίστηκε ή δεν ορίστηκε έγκαιρα, με τον συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από το νόμο, κατ' εφαρμογή του ανωτέρω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται γι' αυτό κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου [ΟλΑΠ 23/2000, ΟλΑΠ 5/1991, ΑΠ 128/2009, ΑΠ 1102/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, τα άρθρα 22 παρ. 9 και 32 παρ. 4 του ΝΔ 8/1973 περί Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, όπως αντικαταστάθηκαν από τις παραγράφους 22 και 23 του άρθρου 1 ΝΔ 205/1974, προέβλεψαν για πρώτη φορά την κατασκευή της οικοδομής σε υποστυλώματα για τη δημιουργία στο ισόγειο αν ανοικτού στεγασμένου χώρου, που αφήνεται εξολοκλήρου κενός και χρησιμεύει για τη στάθμευση αυτοκινήτων. Ο κενό αυτός χώρος του ισογείου, που ονομάστηκε πυλωτή και αναφέρεται σε μεταγενέστερα νομοθετήματα ως PILOTIS [άρθρ. 1 παρ. 5 γ'Ν 960/1979, όπως αντικ. με το Ν. 1221/1981, 7 παρ. 1 περιπτ. Αι και 9 παρ. 10 ΓΟΚ/1985], είναι εξ ορισμού ανοικτός και συνεπώς ισχύουν γι' αυτόν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, δηλαδή η συμφωνία των οροφοκτητών να συστήσουν, σε τμήματα της πυλωτής που θα παραμείνουν ανοικτά, αυτοτελείς [διαιρεμένες] ιδιοκτησίες, θα είναι άκυρη ως αντικείμενη στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που καθορίζουν τις θεμελιακές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας [άρθρ.174 ΑΚ ] και συνακόλουθα τα τμήματα αυτά είναι κοινόκτητα και κοινόχρηστα. Αν, όμως, προβλέπεται στην άνω συμφωνία ότι στα πιο πάνω τμήματα της πυλωτής θα κατασκευαστούν κλειστοί χώροι, δημιουργούνται έγκυρα διαιρεμένες ιδιοκτησίες στους περίκλειστους χώρους που θα κατασκευαστούν, παρά το γεγονός ότι η κατασκευή τους επάγεται τυχόν υπέρβαση του ορίου κάλυψης ή του συντελεστή δόμησης και είναι πάντως αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις του ΓΟΚ/1973, που ορίζουν ότι ο χώρος της πυλωτής αφήνεται εξολοκλήρου κενός, αφού η παραβίαση των διατάξεων αυτών συνεπάγεται κυρώσεις και δεν θίγει το κύρος της μεταξύ των οροφοκτητών συμφωνίας [Ολ ΑΠ 583/1983]. Σημειώνεται τέλος, ότι η προεκτεθείσα έννοια των διατάξεων για την οροφοκτησία, δεν είναι αντίθετη, αλλ' επιβεβαιώνεται ουσιαστικά από τις ειδικές ρυθμίσεις των Ν. 960/1979 και 1221/1981 για τις θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Πράγματι, οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 5 α' και β' του Ν 960/1979, όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 1 του Ν. 1221/1981, προβλέπουν ότι προκειμένου για θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων που βρίσκονται σε στεγασμένους χώρους κτιρίου, το οποίο έχει υπαχθεί στο σύστημα της διαιρεμένης ιδιοκτησίας, κάθε θέση σταθμεύσεως αποτελεί διαιρεμένη ιδιοκτησία, της οποίας επιτρέπεται η αυτοτελής μεταβίβαση και σε τρίτους που δεν έχουν σχέση με το κτίριο. Με τις διατάξεις αυτές, δηλαδή, αναγνωρίζεται χωριστή κυριότητα και επί των θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων που δεν είναι περίκλειστοι, αλλά απλώς στεγασμένοι, κατ' εξαίρεση του κανόνα ότι αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας αποτελούν μόνο οι κλειστοί χώροι ορόφων ή διαμερισμάτων. Ειδικά όμως για την πυλωτή, το τελευταίο εδ. γ της παρ. 5 του ως άνω άρθρου ορίζει ότι οι δημιουργούμενες στην πυλωτή θέσεις σταθμεύσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας. Οι παραπάνω ρυθμίσεις και ιδίως αυτές των α' και β' καθώς και εκείνη του εδαφ. γ', θα ήταν ασφαλώς περιττές, αν ήταν δυνατό, με βάση τις ισχύουσες μέχρι τότε διατάξεις, να συσταθεί οριζόντια ιδιοκτησία επί ορισμένων ανοικτών χώρων του κοινού ακινήτου για να χρησιμοποιηθούν ως θέσεις σταθμεύσεως αυτοκινήτων. Ενόψει αυτών, ο χώρος της πυλωτής ή ανοικτά τμήματα του χώρου αυτού δεν ήταν δυνατό ούτε πριν από τους Ν 960/1979 και 1221/1981, να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας και συνεπώς οι χώροι της πυλωτής ανήκαν και τότε στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής επί των οποιων μπορούσε μόνο να παραχωρηθεί με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών, δικαίωμα αποκλειστικής χρήσεως σε ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων της ίδιας οικοδομής [άρθρ. 4 παρ. 1 και 13 Ν 3741/1929, ΑΠ 1102/2012 δημ. ΝΟΜΟΣ ]. Σύμφωνα με τις προαναφερόμενες πολεοδομικές διατάξεις και το σκοπό που αυτές επιδιώκουν, απαγορευμένη είναι η δημιουργία στο χώρο της πυλωτής όχι μόνο θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων, ως διαιρεμένων ιδιοκτησιών, αλλά και κάθε άλλης οριζόντιας ιδιοκτησίας με διαφορετική χρήση [κατάστημα, γραφείο κ.λ.π.]. Εφόσον δε ο χώρος αυτός δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένη ιδιοκτησία, δεν είναι δεκτικός και σύστασης χωριστού εμπράγματου δικαιώματος, με τον οποίο θα έχανε τον κοινόχρηστο χαρακτήρα του, που έχει επιβληθεί από τις αναγκαστικού δικαίου αναφερόμενες πιο πάνω πολεοδομικές διατάξεις. Επομένως, η συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του κοινόχρηστου χαρακτήρα της πυλωτής και η μεταβίβαση των χώρων που δημιουργήθηκαν σ' αυτήν σε οροφοκτήτες ή τρίτους ως διαιρεμένες ιδιοκτησίες, ή η σύσταση εμπράγματου δικαιώματος στους χώρους αυτούς και υπέρ των οροφοκτητών, έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς τις παραπάνω πολεοδομικές διατάξεις, ως επιδιώκουσα απαγορευμένο και αθέμιτο αποτέλεσμα. Με ιδιαίτερη συμφωνία των συνιδιοκτητών μπορεί, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 13 του Ν. 3741/1929, να παραχωρηθεί εγκύρως η χρήση του χώρου αυτού αποκλειστικώς σε έναν ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος, μόνον όμως της ίδιας οικοδομής, στην οποία υπάρχει. Ο με το παραπάνω περιεχόμενο περιορισμός της χρήσης του χώρου αυτού από τους λοιπούς οροφοκτήτες έχει απλώς το χαρακτήρα δουλείας, κατ' άρθρο 13 παρ. 3 ν. 3741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία με την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 ΑΚ. Κανένας από τους ιδιοκτήτες οριζόντιας ιδιοκτησίας δεν μπορεί με χρησικτησία, να αποκτήσει δικαίωμα αποκλειστικής ή μεγαλύτερης από την μερίδα του, χρήσης στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη, ούτε να απωλέσει με αχρησία, το δικαίωμα συμμετοχής του στην κοινή χρήση των ως άνω μερών [ΑΠ 158/2005 ΕλλΔνη 2006. 505, ΑΠ 1070/2003 ΕΔΠολ 2003.234]. Περαιτέρω, ποιά ειδικότερα είναι τα μέρη τα οποία χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των συνιδιοκτητών, ρυθμίζεται στη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, όπως και ποια μέρη απαρτίζουν την οικοδομή και θα υπαχθούν στο σύστημα της κατ' ορόφους ιδιοκτησίας καθώς και ποια από αυτά θα αποτελέσουν ιδιαίτερες ιδιοκτησίες και θα παραμείνουν στην κοινή χρήση των ιδιοκτητών. Αν στην πράξη αυτή έχει προβλεφθεί κτίσμα στο δώμα, αυτό περιλαμβάνεται στην αρχική οικοδομή που υπάγεται στην οροφοκτησία και δεν αποτελεί προσθήκη ανήκουσα στον έχοντα τυχόν παρακρατήσει το δικαίωμα περαιτέρω ανοικοδόμησης [δικαίωμα υψούν] και , εφόσον δεν ορίστηκε ότι αυτό θα αποτελέσει χωριστή ιδιαίτερη ιδιοκτησία, μέλλουσα να περιέλθει σε ορισμένο πρόσωπο, ανήκει στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη και περιέρχεται κατά κυριότητα, νομή και χρήση σε όλους κατά το λόγο της εξ' αδιαιρέτου μερίδας καθενός [Ολομ. ΑΠ 22/2001 ΕλλΔνη 2002.84], ενώ, αντίθετα, αν ορίστηκε ότι θα αποτελέσει χωριστή ιδιαίτερη ιδιοκτησία, θα περιέλθει στο ορισμένο από τη συστατική πράξη πρόσωπο. Περαιτέρω, από τις διατάξεις τω άρθρων 239, 513 επ., 1033, 1191 ΑΚ, η πώληση ξένου ακινήτου είναι έγκυρη, δηλαδή μόνη η έλλειψη κυριότητας στο ακίνητο δεν έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της σύμβασης [ΑΠ 729/2011, ΕλΔ 2011.1027, ΕφΑθ 2077/2009 ΕλΔ 2010.785]. Έναντι όμως του αληθινού κυρίου δεν είναι ισχυρή η μεταβίβαση της κυριότητας του ακινήτου καθόσον για την μεταβίβαση αυτή απαιτείται [1033 ΑΚ ] αυτός που μεταβιβάζει να είναι κύριος. Συνεπώς, εκείνος προς τον οποίο μεταβιβάστηκε ξένο ακίνητο δεν αποκτά την κυριότητα εφόσον του μεταβιβάστηκες από μη κύριο. Ο αληθής κύριος έχει τη δυνατότητα να σωρεύσει και την αγωγή ακυρότητας συμβολαίου [Βλ. Κ. Παπαδοπούλου Αγωγές του εμπράγματου δικαίου παρ. 117, 4 δ σελ.308], με την οποία βεβαίως δεν μπορεί, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν να ζητηθεί η ακυρότητα της σύμβασης λόγω της έλλειψης κυριότητας του μεταβιβάσαντος, αφού αυτή είναι έγκυρη, αλλά μπορεί να ζητηθεί να αναγνωριστεί ότι ο μεν μεταβιβάσας δεν ήταν κύριος του ακινήτου που μεταβιβάστηκε, ο δε αποκτών λόγω της έλλειψης αυτής του δικαιοπαρόχου, δεν έγινε κύριος. Πρόκειται δε για αναγνωριστική αγωγή [άρθρ. 70 ΚΠολΔ], με την αρνητική της μορφή, της αναγνώρισης της ανυπαρξίας δικαιώματος κυριότητας των εναγομένων στο επίδικο [Κ. Παπαδόπουλος Αγωγές του εμπράγματου δικαίου παρ. 117 4ζ , ΕφΠειρ. 503/1997 ΕλλΔνη 1997.1901].Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά του και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται νομίμως και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε μερικά από τα οποία έγινε μνεία, χωρίς πάντως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης [ΑΠ 139/2009 ΕφΑστΔ 2. 982, ΑΠ 641/2006 ΑΠ211/2006, ΝοΒ 54.849], αποδείχτηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι συνιδιοκτήτες [συγκύριοι και συννομείς], αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών της πολυκατοικίας, που έχει κτιστεί σε οικόπεδο στη θέση ΄΄Μοσχάτο '', μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της πόλης του Δήμου Μοσχάτου, στο εξήντα επτά [67] οικοδομικό τετράγωνο του εν λόγω Δήμου και επί της οδού……………………….., έκτασης κατά μεν τους τίτλους κτήσης 302,90 τ.μ., κατά νεότερη δε καταμέτρηση 305,68 τ.μ., το οποίο συνορεύει ανατολικά σε πλευρά 24,50 μέτρα με ιδιοκτησία Ηλιοπούλου και εν μέρει με ιδιοκτησία Γεωργίου Γεωργόπουλου, δυτικά σε πλευρά 25 μέτρων με ιδιοκτησία Ι. Κορωναίου, βόρεια σε πρόσοψη 12,40 μέτρων με την οδό Λάμπρου Κατσώνη, στην οποία φέρει το αριθμό 32 και νότια σε πλευρά 12,75 μέτρων με ιδιοκτησία Ευάγγελου Παπαβασιλείου, η οποία [πολυκατοικία] έχει υπαχθεί στις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ, με την 3453/1975 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς…………………….., νομίμως μεταγεγραμμένης. Ειδικότερα: α] Η πρώτη από τους ενάγοντες είναι κυρία του με στοιχεία ΕΝΑ [1] διαμερίσματος του πρώτου ορόφου της παραπάνω πολυκατοικίας, επιφάνειας 74,00 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, δύο υπνοδωμάτια, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντα προς την οδό Λάμπρου Κατσώνη και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό Λάμπρου Κατσώνη, νότια με αυλή, ανατολικά με γειτονική ιδιοκτησία Ηλιοπούλου και δυτικά με το με αριθμό ΔΥΟ [2] διαμέρισμα, φρέαρ, ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και έχει ιδιόκτητο όγκο 230 κ.μ, αναλογία όγκου κοινοχρήστων 33 κ.μ., και συνολικό όγκο 263 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 98/1000 εξ' αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 138/1000, αναλογίας δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 141/1000 και ψήφους 113/1000, απέκτησε δε τούτο με αγορά από τον προηγούμενο κύριο αυτού………………….., που έχει νόμιμα μεταγραφεί β] Η δεύτερη των εναγόντων είναι κυρία του με στοιχεία ΕΝΑ [1] διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας αυτής, επιφάνειας 74,00 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, δύο κοιτώνες, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντες προς την οδό Λάμπρου Κατσώνη και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό Λάμπρου Κατσώνη, νότια με αυλή, ανατολικά με γειτονική ιδιοκτησία Ηλιοπούλου και δυτικά με το με αριθμό ΔΥΟ [2] διαμέρισμα, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και έχει ιδιόκτητο όγκο 230 κ.μ, αναλογία όγκου κοινοχρήστων 33 κ.μ., και συνολικό όγκο 263 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 98/1000 εξ' αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 138/1000, αναλογία δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 141/1000 και ψήφους 113/1000, απέκτησε δε αυτό με αγορά από την προηγούμενη κύρια αυτού ………………………………….νομίμως μεταγεγραμμένου, γ] η τρίτη των εναγόντων είναι κυρία του με στοιχεία ΔΥΟ [2] διαμερίσματος του δευτέρου ορόφου της πολυκατοικίας αυτής, επιφάνειας 54,00 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, κοιτώνα, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντες προς την οδό Λάμπρου Κατσώνη και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό Λάμπρου Κατσώνη, νότια με αυλή, πλατύσκαλο και φρέαρ ανελκυστήρα, ανατολικά με το με αριθμό ΕΝΑ (1) διαμέρισμα, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και δυτικά με ιδιοκτησία Κορωναίου και έχει ιδιόκτητο όγκο 168. κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 24 κ.μ., και συνολικό όγκο 192 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 71/1000 εξ' αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 101/1000, αναλογία δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 103/1000 και ψήφους 82/1000, απέκτησε δε αυτό με αγορά από την προηγούμενη κυρία αυτού ……………………της Συμβολαιογράφου ……………………………………….που έχει μεταγραφεί νόμιμα, δ] οι τέταρτος και πέμπτη των εναγόντων είναι συγκύριοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου ο καθένας, του με στοιχείο ΕΝΑ [1] διαμερίσματος του τρίτου ορόφου της ίδιας πολυκατοικίας επιφάνειας 74,00 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, δύο κοιτώνες, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντες προς την οδό Λάμπρου Κατσώνη και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό Λάμπρου Κατσώνη, νότια με αυλή, ανατολικά με ιδιοκτησία Ηλιοπούλου και δυτικά με το με αριθμό ΔΥΟ [2] διαμέρισμα, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και έχει ιδιόκτητο όγκο 230 κ.μ, αναλογία όγκου κοινοχρήστων 33 κ.μ., και συνολικό όγκο 263 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 98/1000 εξ' αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 138/1000, αναλογία δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 141/1000 και ψήφους 113/1000, απέκτησε δε τούτο με αγορά από την προηγούμενη κύρια αυτού …………………………………………της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………………….νομίμως μεταγεγραμμένου, ε] ο έκτος των εναγόντων είναι κύριος του με στοιχεία ΕΝΑ [1] διαμερίσματος το υ τετάρτου ορόφου της πολυκατοικίας αυτής, επιφάνειας 74,00 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, δύο κοιτώνες, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντες προς την οδό Λάμπρου Κατσώνη και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό Λάμπρου Κατσώνη, νότια με αυλή, ανατολικά με γειτονική ιδιοκτησία Ηλιοπούλου και δυτικά με το με αριθμό ΔΥΟ [2] διαμέρισμα, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και έχει ιδιόκτητο όγκο 230 κ.μ, αναλογία όγκου κοινοχρήστων 33 κ.μ., και συνολικό όγκο 263 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 98/1000 εξ' αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 138/1000, αναλογία δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 141/1000 και ψήφους 113/1000, απέκτησε δε αυτό με αγορά από την προηγούμενη κύρια αυτού ……………………………………..συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών……………………….., νομίμως μεταγεγραμμένου και στ] Ο έβδομος των εναγόντων είναι κύριος του με στοιχεία ΔΥΟ [2] διαμερίσματος του τέταρτου ορόφου της πολυκατοικίας αυτής, επιφάνειας 54,00 τ.μ., που αποτελείται από χωλ, σαλόνι, κοιτώνα, κουζίνα, λουτρό, διάδρομο και βεράντες προς την οδό Λάμπρου Κατσώνη και τον ακάλυπτο χώρο, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό Λάμπρου Κατσώνη, νότια με αυλή, πλατύσκαλο και φρέαρ ανελκυστήρα, ανατολικά με το με αριθμό ΕΝΑ [1] διαμέρισμα, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο και κλιμακοστάσιο και δυτικά με ιδιοκτησία Κορωναίου και έχει ιδιόκτητο όγκο 168 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 24 κ.μ., και συνολικό όγκο 192 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 71/1000 εξ' αδιαιρέτου, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 101/1000, αναλογία δαπανών θέρμανσης και ανελκυστήρα 103/1000 και ψήφους 82/1000, απέκτησε δε αυτό με αγορά από την ……………………………………..που έχει νόμιμα μεταγραφεί. Με την προαναφερόμενη συστατική της οροφοκτησίας πράξη, οι αρχικοί συγκύριοι του ακινήτου ετερόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία ………………………….και Σία, …………………………………….συνέστησαν σε αυτό [οικόπεδο] οριζόντια ιδιοκτησία από την οποία θα διέπετο η ανεγειρόμενη πολυκατοικία, η οποία θα αποτελείτο από ισόγειο, πρώτο δεύτερο , τρίτο και τέταρτο ορόφους και το δώμα με το δωμάτιο σε αυτό. Σύμφωνα με την παραπάνω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, κοινόκτητα και κοινόχρηστα πράγματα της πολυκατοικίας είναι το οικόπεδο, οι ακάλυπτοι χώροι, οι φωταγωγοί, η κύρια είσοδος, το κλιμακοστάσιο, το πλατύσκαλο, ο από μπετόν αρμέ σκελετός με τις πλάκες των ορόφων, οι θεμελιώσεις, τα εξωτερικά τοιχώματα, το δώμα (ταράτσα), οι κεντρικοί υδροηλεκτρικοί σωλήνες, το κεντρικό δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος, οι αποχετευτικοί σωλήνες, το λεβητοστάσιο με τους κεντρικούς αγωγούς κεντρικής θέρμανσης καθώς και κάθε χώρος ή πράγμα που θεωρείται κατά νόμο ή κατ' έθιμο κοινό. Περαιτέρω, σύμφωνα με την περιγραφή των οριζόντιων ιδιοκτησιών, το ισόγειο περιλαμβάνει τους με αριθμούς ένα [1] και δύο [2] χώρους PILOTIS, την κύρια είσοδο της πολυκατοικίας, το φρέαρ, τον ανελκυστήρα, το κλιμακοστάσιο, το λεβητοστάσιο και τον με αριθμό [3] βοηθητικό χώρο του ακαλύπτου, το δε δώμα περιλαμβάνει την απόληξη του κλιμακοστασίου, το μηχανοστάσιο του ανελκυστήρα και το με αριθμό ΕΝΑ [1] διαμέρισμα. Περαιτέρω, ο χώρος ένα [1] της πυλωτής είναι ενιαίος με επιφάνεια 80 τ.μ., με είσοδο από την οδό Λάμπρου Κατσώνη και συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό Λάμπρου Κατσώνη, νότια με αυλή και φρέαρ ανελκυστήρα, ανατολικά με ιδιοκτησία Ηλιοπούλου και δυτικά με κύρια είσοδο πολυκατοικίας, φρέαρ ανελκυστήρα και λεβητοστάσιο και έχει όγκο ιδιόκτητο 256 κ.μ., , αναλογία όγκου κοινοχρήστων 37 κ.μ, συνολικό όγκο 293 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ' αδιαιρέτου στο οικόπεδο 108/1000 και ψήφους 125/1000, β] ο χώρος ΔΥΟ [2] της πυλωτής αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, επιφανείας 32 τ.μ., με είσοδο από την οδό Λάμπρου Κατσώνη, συνορεύει βόρεια με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό Λάμπρου Κατσώνη, νότια με αυλή, ανατολικά με κεντρική είσοδο πολυκατοικίας και κλιμακοστάσιο και δυτικά με ιδιοκτησία Κορωναίου και έχει όγκο ιδιόκτητο 102 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 15 κ.μ., συνολικό όγκο 117 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ' αδιαιρέτου στο οικόπεδο 43/1000 και ψήφους 49/1000 και γ] το με αριθμό ΕΝΑ [1] διαμέρισμα στο δώμα αποτελείται από ένα δωμάτιο, επιφάνειας 12 τ.μ., συνορεύει βόρεια και νότια με ταράτσα, ανατολικά με ταράτσα και δυτικά εν μέρει με πλατύσκαλο και εν μέρει με μηχανοστάσιο ανελκυστήρα και έχει όγκο ιδιόκτητο 33 κ. μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 5 κ.μ., συνολικό όγκο 38 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ' αδιαιρέτου στο οικόπεδο 14/000, αναλογία δαπανών κοινοχρήστων 24/1000, αναλογία δαπανών καλοριφέρ και ανελκυστήρα 24/000 και ψήφους 16/1000, τούτο δε θα έχει για την αποκλειστική του εξυπηρέτηση τη χρήση ενός τμήματος της κοινόχρηστης ταράτσας περιφραγμένης σύμφωνα με το σχέδιο κάτοψης του δώματος. Τόσο οι χώροι της πυλωτής, όσο και το διαμέρισμα στο δώμα καθορίστηκε με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ότι περιέρχονται στην κατασκευάστρια ετερόρρυθμη εταιρία- πρώτη εναγομένη. Από τα εκτιθέμενα σαφώς προκύπτει ότι το διαμέρισμα στο δώμα ορίστηκε ότι θα αποτελέσει χωριστή ιδιοκτησία, μέλλουσα να περιέλθει στην συμβαλλόμενη και εργολήπτρια εταιρία – πρώτη εναγομένη. Συγκεκριμένα η ιδιοκτησία αυτή περιγράφεται στην συστατική της οροφοκτησίας πράξη, ως διαμέρισμα περίκλειστο αποτελούμενο από ένα δωμάτιο, που διαχωρίζεται σαφώς από τα άλλα τμήματα της οικοδομής και προοριζόμενο μετά την κατασκευή το , ως ανεξάρτητο τμήμα αυτής, για χωριστή και αυτοτελή οικιστική χρήση, δεν ανήκει πλέον στα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής. Από την ανέγερση της οικοδομής, η οποία ολοκληρώθηκε το έτος 1976 μέχρι το έτος 2006 που η περιουσία της πρώτης εναγομένης διανεμήθηκε στους δεύτερη και τρίτο εναγομένους- μέλη της -, αυτή νεμόταν το επίδικο ανενόχλητα με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και νόμιμο τίτλο, κατά τη φύση και τον προορισμό του, εκμισθώνοντας αυτό σε τρίτους, οπότε κατέστη αποκλειστική κυρία αυτού τόσο με παράγωγο τρόπο κτήσης όσο και με πρωτότυπο. Περαιτέρω, με το 9910/2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών……………….., στο οποίο συμβλήθηκαν ως εκκαθαριστές της πρώτης εναγόμενης εταιρίας, οι αρχικώς οι δεύτερη και τρίτος των εναγομένων, προέβησαν αυτοί, στο πλαίσιο εκκαθάρισης της περιουσίας της, σε μεταβίβαση με διανομή μεταξύ άλλων και του διαμερίσματος αυτού στην δεύτερη εναγομένη ……………………..μητέρα του των δεύτερου και τρίτου ήδη εκκαλούντων. Οι εναγόμενοι δεν επικαλέστηκαν ούτε προσκόμισαν για την απόδειξη της κτήσης κυριότητας από τη δεύτερη στο διαμέρισμα του δώματος είτε με παράγωγο είτε με πρωτότυπο τρόπο [τακτική χρησικτησία], πιστοποιητικό μεταγραφής του παραπάνω 9910/2006 συμβολαίου μεταβίβασης οριζοντίων ιδιοκτησιών λόγω διανομής, πλην όμως αποδείχτηκε ότι αυτή [δεύτερη αρχικώς εναγομένη], συνέχισε να ασκεί στο συγκεκριμένο διαμέρισμα τις ίδιες πράξεις νομής με τον προκάτοχό της, πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία, πληρουμένων στο πρόσωπό της των προϋποθέσεων της έκτακτης χρησικτησίας, με το συνυπολογισμό στο χρόνο νομής της του χρόνου νομής της δικαιοπαρόχου της. Δεν είναι επομένως άκυρη η μεταβίβαση του διαμερίσματος του δώματος με το 9.910/30-10-2006 συμβόλαιο διανομής, στην αρχικώς δεύτερη εναγομένη ……………………………..ικαιοπάροχο των δευτέρου και τρίτου των ήδη εκκαλούντων και τα αντίθετα που υποστηρίζουν οι ενάγοντες με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της έφεσή τους, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Αντίθετα οι χώροι της πυλωτής δεν αποτελούν εγκύρως συσταθείσες οριζόντιες ιδιοκτησίες, αφού δεν προκύπτει από την συστατική της οροφοκτησίας πράξη ότι πρόκειται για περίκλειστους χώρους και δεν χαρακτηρίζονται αυτοί είτε ως διαμερίσματα είτε ως καταστήματα ή αποθήκες, αλλά πρόκειται για ανοικτούς στεγασμένους χώρους της πυλωτής της πολυκατοικίας, η οποία κτίστηκε με το σύστημα της άφεσης του συγκεκριμένου ισόγειου χώρου ακάλυπτου. Η πρώτη εναγομένη οικοπεδούχος και εργολήπτρια εταιρία, παραβαίνοντας σαφώς τις ανωτέρω διατάξεις, με την 3453/1975 πράξη σύστασης οροφοκτησίας, συνέστησε παρανόμως οριζόντιες ιδιοκτησίες στις πυλωτές ΕΝΑ [1] και ΔΥΟ [2] της πολυκατοικίας, μετατρέποντας στη συνέχει αυτές σε κλειστούς χώρους γεγονός όμως που δεν τους προσδίδει την ιδιότητα των οριζόντιων ιδιοκτησιών, αφού για την μετατροπή αυτή δεν υπήρξε τροποποίηση της σύστασης οροφοκτησίας ή άλλως νομίμως μεταγεγραμμένη συμφωνία των οροφοκτητών. Επομένως, εφόσον σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είναι άκυρη η σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών στους ανοικτούς χώ- ρους της πυλωτής, ως αντικείμενη στις αναγκαστικού δικαίου αναφερόμενες πολεοδομικές διατάξεις, κατ' άρθρο 174 ΑΚ, η πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία ουδέποτε απέκτησε κυριότητα σε αυτούς τους χώρους με αποτέλεσμα να είναι άκυρη και η με το 9910/2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ………………………….μεταβίβασή τους με διανομή, ως πράξη εκκαθάρισης, στους συμβαλλομένους ως εκκαθαριστές της αρχικώς δεύτερη και τρίτο των εναγομένων, καθόσον η καταρτιζόμενη με αυτό δικαιοπραξία έχει παράνομο περιεχόμενο, κατ' άρθρο 174 ΑΚ, δεδομένου ότι αντίκειται στις αναγκαστικού δικαίου απαγορευτικές πολεοδομικές διατάξεις, οπότε θεωρείται σαν να μην έγινε [άρθρο 180 ΑΚ], με συνέπεια ούτε η δεύτερη αρχικώς εναγομένη αλλ' ούτε και ο τρίτος των εναγομένων να αποκτούν κυριότητα στους με αριθμούς ΔΥΟ [2] και ΕΝΑ [1] χώρους της πυλωτής αντίστοιχα. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός των εναγομένων, ότι απέκτησαν αποκλειστική κυριότητα στους χώρους της πυλωτής με τακτική άλλως με έκτακτη χρησικτησία δεν είναι νόμιμος, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν μπορεί να αποκτηθεί αποκλειστική κυριότητα στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της ο0ικοδομής από τους οροφοκτήτες αφού σε αυτά αποκτάται αυτοδικαίως συγκυριότητα όλων κατ' ανάλογη μερίδα τους και έτσι μπορούν όλοι να τα χρησιμοποιούν χωρίς ποτέ να χάνουν το δικαίωμα της συμμετοχής στην κοινή χρήση τους με αχρησία. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησής του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκεί το δικαίωμα, σε τρόπον ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα έχει επαχθεί ς για τον οφειλέτη συνέπειες, να μην δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά, απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσας συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ και να συνεπάγεται επαχθείς επιπτώσεις για τον υπόχρεο [ΟλΑΠ 8/2002 ΕλλΔνη 42.382, ΑΠ 1394/2007, ΑΠ 863/2007 ΝΟΜΟΣ]. Ενόψει αυτών , ο προβαλλόμενος με τον τέταρτο λόγο της έφεσης των εναγομένων ισχυρισμός τους, ότι από την ανέγερση της πολυκατοικίας, ήτοι από το έτος 1976 μέχρι σήμερα οι χώροι της πυλωτής υπήρξαν περίκλειστοι και ότι οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοί τους γνώριζαν την πραγματική αυτή κατάσταση χωρίς ποτέ μέχρι σήμερα να διαμαρτυρηθούν, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον και αληθινών υποτιθέμενων των πραγματικών αυτών περιστατικών, μόνη η προηγηθείσα αδράνεια των εναγόντων στην άσκηση του δικαιώματός τους, δεν αρκεί για τη θεμελίωση της ένστασης περί καταχρηστικής άσκησής του. Πρέπει λοιπόν να απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης με τον οποίο οι εναγόμενοι υποστηρίζουν τα αντίθετα. Κατόπιν αυτών το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ως άκυρη την με το παραπάνω συμβόλαιο διανομής μεταβίβαση των επιδίκων χώρων της πυλωτής με αριθμούς ΔΥΟ [2] και ΕΝΑ [1] στην αρχικώς δεύτερη εναγομένη, δικαιοπάροχο των ήδη εκκαλούντων και στον τρίτο εναγόμενο αντίστοιχα, απορρίπτοντας αυτή ως προς το διαμέρισμα του δώματος καθώς και τις προβαλλόμενες από τους εναγομένους ενστάσεις ιδίας κυριότητας και καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των εναγόντων, δεν έσφαλε αλλά ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε. Έσφαλε, όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εκτίμηση των αποδείξεων, διότι ενώ δέχθηκε ότι η μεταβίβαση των χώρων της πυλωτής με το παραπάνω συμβόλαιο διανομής είναι άκυρη, κατέληξε στην εσφαλμένη παραδοχή, ότι οι εναγόμενοι δεν απέκτησαν κυριότητα, όχι πλήρους δικαιώματος αλλά κατά το ½ εξ αδιαιρέτου του χώρου ΔΥΟ [2] της πυλωτής η δεύτερη και στο χώρο ΕΝΑ [1] ο τρίτος, εκτιμώντας ότι δεν υπήρχε αίτημα στην αγωγή για το ποσοστό του έτερου ½ εξ αδιαιρέτου, ενώ το αίτημα της αγωγής είναι σαφές και συγκεκριμένο και ειδικότερα οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι ουδέποτε απέκτησαν με το προαναφερόμενο συμβόλαιο, πλήρη κυριότητα στους επίδικους χώρους της πυλωτής, κατά τις παραπάνω διακρίσεις. Πρέπει, συνεπώς, κατά παραδοχή ως βάσιμου του πρόσθετου λόγου της έφεσης των εναγόντων να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς το προαναφερόμενο μέρος της, καθώς και ως προς τη διάταξή της για τα δικαστικά έξοδα, ενόψει της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού αυτών για όλα τα κεφάλαια της απόφασης [ΑΠ 192/1998 ΕλλΔνη 39.825, ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα –Κονδύλη-Νίκα, άρθρ.535, αριθμ.1, άρθρ.522 αριθμ. 13 και άρθρ. 520, αριθμ.24], απορριπτομένου, ως αλυσιτελούς του πέμπτου λόγου της έφεσης των εναγομένων με τον οποίο παραπονούνται για την επιβολή των δικαστικών εξόδων σε βάρος τους. Ακολούθως, η αγωγή πρέπει να κρατηθεί και εκδικασθεί κατ' ουσίαν [άρθρ. 535 παρ.1 ΚΠολΔ], ως προς το μέρος της αυτό και αφού ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, να γίνει δεκτή και να αναγνωρισθεί ότι η αρχικώς δεύτερη εναγομένη και ο τρίτος εναγόμενος ουδέποτε απέκτησαν πλήρη κυριότητα επί των επιδίκων χώρων της πυλωτής της επί της …………………πολυκατοικίας. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο [2] βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος των εναγομένων [άρθρα 183, 176, 189 παρ. 1,191παρ.2 ΚΠολΔ], όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει τις 5684/2-7-2010 και 5850/9-7-2010 εφέσεις καθώς και τους από 5-1-2012 πρόσθετους λόγους έφεσης, αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Δέχεται κατ' ουσίαν την 5850/2010 έφεση και απορρίπτει την 5684/2010 έφεση.

Εξαφανίζει την 429/2010 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.

Κρατεί και δικάζει την από 12-1-2009 και με αριθμό κατάθεσης 306/2009 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή αυτή.

Αναγνωρίζει ότι είναι άκυρη η μεταβίβαση η μεταβίβαση με το 9910/2006 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …………………………..των παρακάτω χώρων της επί της οδού ……………………πολυκατοικίας και ότι οι εναγόμενοι ουδέποτε απέκτησαν δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε αυτούς και συγκεκριμένα α] η αρχικώς δεύτερη εναγομένη στον με αριθμό ΔΥΟ [2] χώρο πυλωτής, η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο με είσοδο από την οδό Λάμπρου Κατσώνη, που συνορεύει βορείως με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό Λάμπρου Κατσώνη, νοτίως με αυλή, ανατολικώς με κεντρική είσοδο πολυκατοικίας και κλιμακοστάσιο και δυτικώς με ιδιοκτησία Κορωναίου, έχει εμβαδόν 32 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 102 κ.μ., αναλογία όγκου κοινοχρήστων 15 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ' αδιαιρέτου στο οικόπεδο 43/1000 και ψήφους 49/1000 και β] ο τρίτος εναγόμενος στον με αριθμό ΕΝΑ [1] χώρο της πυλωτής, η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο με είσοδο από την οδό Λάμπρου Κατσώνη, συνορεύει βορείως με πρασιά και πέραν αυτής με την οδό Λάμπρου Κατσώνη, νοτίως με αυλή και φρέαρ ανελκυστήρα, ανατολικώς με ιδιοκτησία Ηλιόπουλου και δυτικώς με κύρια είσοδο πολυκατοικίας, φρέαρ ανελκυστήρα και λεβητοστάσιο, έχει εμβαδόν 80 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο 256 κ.μ., , αναλογία όγκου κοινοχρήστων 37 κ.μ,., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ' αδιαιρέτου στο οικόπεδο 108/1000 και ψήφους 125/1000. Και

Καταδικάζει τους εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τας οποία καθορίζει και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων [1500] ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5-12-2013 και δημοσιεύτηκε στις 31/12/2013 χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, μ ε την ίδια ως άνω σύνθεση.

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ

 

ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

++++++++++++++

 

ΜΠρΑθ 732/2014

Πυλωτή - Θέσεις στάθμευσης αυτοκίνητων - Εκκρεμοδικία -.

Αναγνωρίζονται ως κοινόχρηστες θέσεις σταθμεύσεις που είχαν συσταθεί με χαρακτηριστικά οριζόντιας ιδιοκτησίας, ήτοι με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαίρετου στο οικόπεδο. Ακύρωση της συστάσεως, του κανονισμού και των μεταβιβαστικών συμβολαίων. Δεν απαιτείται ξεχωριστή μεταγραφή συστατικής πράξης και κανονισμού πολυκατοικίας οι οποίοι είναι ενσωματωμένοι στο ίδιο έγγραφο. Η εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αγωγής, ανεξαρτήτως αν τη δέχεται η την απορρίπτει για λόγο δικονομικό η ουσιαστικό. Υποχρέωση για καταβολή εξόδων προηγουμένης δίκης υφίσταται μονό στην περίπτωση που υπάρχει ισχυρή παραίτηση από αγωγή και εκ νέου άσκηση της με την ίδια νομική βάση.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΜΙΣΘΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Απόφασης 732/2014

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΓΟ ΑΘΗΝΩΝ

(Ειδική Διαδικασία Μισθωτικών Διαφορών)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αποστολία Παντελίδου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και από τη γραμματέα Ανδρονίκη Κατσιάδα.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, την 4η-11-2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΥΣΩΝ: 1) ..., 2) ... και 3) ..., απασών κατοίκων Πεύκης Αττικής (οδός ...), εκ των οποίων η μεν πρώτη παραστάθηκε μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Αβραάμ, οι δε λοιπές εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο τους, που προσκόμισε το υπ' αρ. 36214159/2013 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Α., και

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ... και 13) ..., αμφοτέρων κατοίκων Λαρίσης (οδός ...), εκ των οποίων οι μεν 4ος και 8η εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Γεράσιμο Μαφρέδα που προσκόμισε το υπ' αρ. 11501583/2013 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του Δ.Σ.Α., οι δε λοιποί δεν παραστάθηκαν ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Οι ενάγουσες ζητούν να γίνει δεκτή η υπ' αρ. έκθεσης κατάθεσης 333/6 /2-1-2012 αγωγή τους που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, προσδιορίσθηκε για την σημερινή δικάσιμο και γράφτηκε στο έκθεμα.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων = Α.-.ώ

ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

Όπως προκύπτει από τις υπ' αρ. 11.704γ, 11.703γ, 11.708γ, 11.713γ, 11.712γ. 11.711γ, 11.705γ, 11.706γ, 11.707γ/17-10-2013 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ..., ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήσης προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους απολιπομένους εναγόμενόυς - πλην των δωδέκατου και δέκατης τρίτης των εναγομένου, ως προς τους οποίους παραιτήθηκαν οι ενάγουσες από το δικόγραφο της αγωγής. Οι εναγόμενοι, όμως, αυτοί δεν εμφανίστηκαν κατά τη σημερινή δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της, και συνεπώς πρέπει να δικαστούν ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 649 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.).

Οι ενάγουσες με προφορική δήλωση τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και επαναλαμβάνεται στις προτάσεις που νόμιμα κατέθεσαν, παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής ως προς τους δωδέκατο και δέκατη τρίτη των εναγομένων. Μετά ταύτα, καταργείται η δίκη και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα ως προς τους εναγόμενους αυτούς (άρ. 294, 295, 297 του Κ.Πολ.Δ.).

Από τα άρθρα 953, 954, 1001, 1002, 1117, 1033, 1194, 1198 του .Α.Κ., σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, 3, 5-7, 10, 13 και 14 του Ν. 3.741/1929 «περί της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους» (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθ. 54 του Εισ.Ν.Α.Κ.), προκύπτει ότι σύσταση ή μεταβίβαση χωριστής ιδιοκτησίας κατορόφους ή διαμερίσματα ορόφου μπορεί να γίνει μόνο με ρητή

σύμβαση του κυρίου ή των κυρίων του όλου ακινήτου, για την οποία δεν απαιτείται χρήση πανηγυρικών εκφράσεων, περιβαλλόμενη τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου και υποκείμενη σε μεταγραφή, ή με διάταξη τελευταίας βούλησης. Η τέτοια χωριστή ιδιοκτησία δημιουργείται και αυτομάτως, όταν ο ιδιοκτήτης ολόκληρης οικοδομής εκποιεί ορόφους ή διαμερίσματα ορόφων, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή κατάρτιση ιδιαίτερης σύμβασης γιαυτήν και (ιδιαίτερη) ή ή διπλή μεταγραφή, αφού δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές συμβάσεις περιέχονται στο ίδιο έγγραφο, ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη μεταγραφή της (Α.Π. 740/2013, Α.Π.56/2011, Ελλ.Δ/νη 2011,788,Α.Π. 1.226/2003). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 του Α.Κ., 2 § 1, 4 § 1, 5 § 1 εδ. α' και 13 του Ν. 3.741/1929 προκύπτει ότι οι ιδιοκτήτες οριζόντιων ιδιοκτησιών οικοδομής έχουν αναγκαστική συγκυριότητα και δικαίωμα συμμετοχής στη χρήση σε όλα τα ενδεικτικώς οριζόμενα κοινόχρηστα και κοινόκτητα μέρη της οικοδομής και μπορούν, με σύμφωνη απόφαση τους, που πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί, να ρυθμίσουν κατά διάφορο τρόπο το δικαίωμα χρήσης καθενός στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη και ειδικότερα να συμφωνήσουν ότι κάποιος από τους ιδιοκτήτες έχει δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης στα μέρη αυτά. Ο νομοθέτης, καθιερώνοντας τον συμβολαιογραφικό τύπο όχι μόνο για τις εμπράγματες συμφωνίες - οι οποίες υποβάλλονται στον πιο πάνω τύπο βάσει των γενικών διατάξεων των άρθρων 1033 και 1192 του Α.Κ., γιατί διαφορετικά είναι άκυρες - αλλά και τις ενοχικές συμφωνίες θέλησε να προσδώσει εμπράγματο χαρακτήρα και στις συμφωνίες αυτές, ώστε να επεκταθεί η δέσμευση και στους ειδικούς και καθολικούς διαδόχους, αλλά και στους τρίτους, γιατί έτσι μόνο διασφαλίζεται η σταθερότητα των συναλλαγών που έχουν σχέση με τις διαιρεμένες ιδιοκτησίες, αλλά εξασφαλίζονται και οι ιδιοκτήτες μεταξύ τους και προάγεται η λειτουργία και ευρυθμία του όλου θεσμού της οροφοκτησίας. Η ρύθμιση, δε, που εισάγεται με τον Ν.3.741/1929, σε σχέση με την απόκτηση και την κατάργηση ιδιαίτερων δικαιωμάτων χρήσης στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της υπαγόμενης στη ρύθμιση του ιδιοκτησίας, είναι ειδική και έχει υπαγορευθεί από την ιδιαιτερότητα της κατ' ορόφους

ιδιοκτησίας. Σε περίπτωση λοιπόν, μη τήρησης του τύπου, η συμφωνία αυτή ισχύει μόνο μεταξύ των συμβληθέντων και δεν καταλαμβάνει τους καθολικούς και ειδικούς διαδόχους και τους τρίτους. Συνεπώς, για να δεσμεύεται ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος από ενοχική συμφωνία που καταρτίσθηκε, κατά την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρ. 361 του Α.Κ.), μεταξύ του δικαιοπαρόχου του ιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας και ετέρου συνιδιοκτήτη οριζόντιας ιδιοκτησίας ή ετέρων συνιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών της ίδιας πολυώροφης οικοδομής και η οποία συνεπάγεται περιορισμό ή αποκλεισμό του δικαιώματος συμμετοχής του στη χρήση των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων μερών, θα πρέπει αυτός (καθολικός ή ειδικός διάδοχος) να αναλάβει με ιδιαίτερη σύμβαση την υποχρέωση που είχε και ο δικαιοπάροχος του (Α.Π. 849/2013).

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1007, 1117 του Α.Κ.,

παρ. 1, 4 παρ. 1, 5 και 13 του Ν.3.741/1929, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. με το άρθρο 54 του Εισ.Ν.Α.Κ., συνάγεται ότι στην οριζόντια ιδιοκτησία ιδρύεται, κυρίως χωριστή (διαιρεμένη) κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπομένως δε και αναγκαστική συγκυριότητα, που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ' ανάλογη μερίδα στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή απο όλους τους οροφοκτήτες χρήση, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές κλπ. Ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών, γίνεται, είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία, είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες μεταξύ όλων των οροφοκτητών, που γίνονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο μεταγραφόμενο νομίμως, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του ως άνω Ν.3741/1929. Αν τούτο δε γίνει, αν δηλαδή δεν ορίζεται τίποτε από την ως άνω δικαιοπραξία ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις πιο πάνω διατάξεις. Το ίδιο συμβαίνει, ήτοι ισχύει ο προσδιορισμός που προβλέπεται από τις αναγκαστικού δικαίου πολεοδομικές διατάξεις νόμου, όταν η προαναφερόμενη δικαιοπραξία ή οι συμφωνίες αντίκεινται στις διατάξεις αυτές, όταν δηλαδή ο καθορισμός των κοινοχρήστων, κατ' έκταση και περιεχόμενο, με βάση τις ανωτέρω συμφωνίες έρχεται σε ευθεία αντίθεση με ρητή πολεοδομική διάταξη που απαγγέλλει ρητώς ή σαφώς ακυρότητα. Τέτοια διάταξη είναι και εκείνη του άρθρου 1 παρ. 5 εδ. τελευταίο του ν. 960/1979 «περί επιβολής υποχρεώσεων προς δημιουργίαν χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των κτιρίων», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 Ν. 1221/1981. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη «αι τυχόν δημιουργούμενοι θέσεις σταθμεύσεως εις τον ελεύθερον ισόγειον χώρον του κτιρίου όταν τούτο κατασκευάζεται επί υποστηλωμάτων (pilotis) κατά τις ισχύουσες διατάξεις, δεν δύνανται ν' αποτελέσουν διηρημένας ιδιοκτησίας». Δηλαδή, από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι, όταν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακαλύπτου, ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει διαιρεμένες ιδιοκτησίες, που να ανήκουν δηλαδή σε ένα ή περισσότερους ιδιοκτήτες, είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες είτε τρίτοι, αλλά θα παραμείνει ως κοινόχρηστος, με την πιο πάνω έννοια, επί του οποίου αποκτάται αυτοδικαίως όπως προαναφέρθηκε συγκυριότητα, εφόσον υφίσταται οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα ορόφου και παρεπομένως αναγκαστική συγκυριότητα των οροφοκτητών κατ' ανάλογη μερίδα τούτων επί του κοινοχρήστου αυτού χώρου, που χρησιμεύει σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση, στον καθορισμό και μόνον της οποίας (χρήσεως) μπορούν να προβούν.

Επομένως, η συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του κοινόχρηστου χαρακτήρα της pilotis και η μεταβίβαση του χώρου αυτής σε τρίτους κατά διαιρεμένες ιδιοκτησίες, έρχεται σε ευθεία αντίθεση προς την άνω πολεοδομική διάταξη του Ν. 1.221/1981, η οποία είναι αναγκαστικού δικαίου, ως επιδιώκουσα (η συμφωνία αυτή)

το απαγορευμένο και αθέμιτο αποτέλεσμα, ήτοι την κάλυψη του υποχρεωτικώς από το νόμο ακαλύπτου ισογείου χώρου ή τη μεταβίβαση αυτού σε τρίτους κατ' αποκλειστική τους ιδιοκτησία και είναι για τον λόγο αυτό απολύτως άκυρη, ως αντικείμενη στην αναγκαστικού δικαίου ως άνω απαγορευτική πολεοδομική διάταξη (άρ. 174 του Α.Κ.). Η ακυρότητα δε, αυτή ως απόλυτη μπορεί να προταθεί από καθένα που έχει έννομο συμφέρον ακόμη δε και από τον αντισυμβαλλόμενο (Ολ.Α.Π.5/1991,Ελλ.Δνη 32, 750, Ολ.Α.Π. 23/2000, Ελλ.Δνη 42,58, Α.Π. 186/1996, Α.Π.448/1996, Ελλ.Δνη 37,596, 600, Ολ.Α.Π.5/1991). Έτσι, ο χώρος της πυλωτής ή ανοικτά τμήματα του χώρου αυτού ανήκουν στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, επί των οποίων μπορεί μόνο να παραχωρηθεί, με τη συστατική της οροφοκτησίας ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών, η οποία πρέπει να καταρτιστεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί- δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης σε ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων της ίδιας οικοδομής (Ολ.Α.Π.23/2000). Η ρύθμιση που εισάγεται με τον ανωτέρω νόμο σε σχέση με την απόκτηση και την κατάργηση ιδιαίτερων δικαιωμάτων χρήσης στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της υπαγόμενης στη ρύθμιση του ιδιοκτησίας, εναρμονίζεται με την ιδιαιτερότητα της κατ' όροφο ιδιοκτησίας και προπάντων εξυπηρετεί την ανάγκη δημιουργίας κατάστασης σταθερότητας και ασφάλειας σε σχέση με τα δικαιώματα των ιδιοκτητών οριζόντιων ιδιοκτησιών στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους. Έτσι παρέπεται ότι οι διατάξεις αυτές ως ειδικές κατισχύουν των γενικών διατάξεων των άρ. 785 επ. του Α.Κ για την κοινωνία, με συνέπεια η κατά συγκεκριμένο τρόπο χρήση κοινόκτητου και κοινόχρηστου μέρους της ιδιοκτησίας κατ' ορόφους μόνο με συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών μπορεί να επιτευχθεί και δεν μπορεί αυτή σε περίπτωση διαφωνίας των συνιδιοκτητών, να εξαναγκαστεί με δικαστική απόφαση κατ' εφαρμογή του άρ. 790 του Α.Κ. (Α.Π. 1.493/2001). Περαιτέρω, ο με το ανωτέρω περιεχόμενο περιορισμός της χρήσης του χώρου αυτού από τους λοιπούς οροφοκτήτες έχει απλώς το χαρακτήρα δουλείας, κατ' άρθρο 13 παρ. 3 Ν. 3.741/1929, χωρίς όμως να είναι πραγματική δουλεία με την έννοια των άρθρων 1118 και 1119 του Α.Κ. και επιβάλλεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 εδ. α-β, 5 του Ν. 960/1979, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 1.221/1981 και το Π.Δ. 1.340/1981, συνίσταται δε στην υποχρέωση των συνιδιοκτητών, επί οικοδομών που ανεγείρονται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου ακαλύπτου, να εξασφαλίσουν είτε σε ακάλυπτο είτε σε καλυμμένο (μεταξύ των υποστηλωμάτων της οικοδομής - pilotis), χώρο για την στάθμευση των αυτοκινήτων των συνιδιοκτητών της οικοδομής. Συνεπεία του περιορισμού αυτού της κυριότητας δεν επιτρέπεται στους συνιδιοκτήτες του οικοπέδου με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία και με οποιαδήποτε μεταγενέστερη κατά τους νόμιμους τύπους γενόμενη τροποποίηση της, να μην εξασφαλίζουν στην κοινόκτητη pilotis της οικοδομής θέσεις στάθμευσης των αυτοκινήτων των ιδιοκτητών των διαμερισμάτων, με την παραχώρηση των θέσεων αυτών σε εκ κατασκευής και λειτουργικώς κείμενες συνήθως στο υπόγειο της οικοδομής, εξυπηρετικές μόνον των αναγκών διαμερισμάτων, αποθήκες, που αποτελούν βοηθητικούς χώρους των διαμερισμάτων, χωρίς δική τους λειτουργικότητα, έστω και αν οι αποθήκες αυτές έχουν ορισθεί με τη συστατική της οριζόντιας ιδιοκτησίας δικαιοπραξία ως αυτοτελείς ιδιοκτησίες, με αποτέλεσμα οι ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων των ορόφων να μην μπορούν να εξασφαλίσουν στην pilotis θέσεις στάθμευσης των αυτοκινήτων τους και να στερούνται έτσι της δυνατότητας χρήσης κοινοκτήτου και κοινοχρήστου μέρους της οικοδομής. Πρέπει να σημειωθεί ότι στον καθορισμό του απαιτούμενου, αριθμού θέσεων στάθμευσης αυτοκινήτων αναλόγως της χρήσης και του μεγέθους των κτιρίων σε περιοχές εντός της μείζονος περιοχής της πρωτεύουσας, με βάση το Π.Δ. 1.340/1981 δεν προβλέπεται θέση στάθμευσης αυτοκινήτου για επιφάνεια μικρότερη από 40 τετραγωνικά μέτρα, ενώ στην επιφάνεια του κτιρίου, για τον υπολογισμό των

θέσεων στάθμευσης δεν συνυπολογίζονται και οι εν γένει βοηθητικοί χώροι. Επομένως, κατανομή των θέσεων των αυτοκινήτων στον ακάλυπτο χώρο της ρilοtis της οικοδομής, ώστε να εξασφαλίζεται θέση στάθμευσης αυτοκινήτου σε υπόγεια, χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία, μικρή αποθήκη, επιφάνειας μικρότερης από 40 τετραγωνικά μέτρα που αποτελεί βοηθητικό χώρο διαμερίσματος και να μην εξασφαλίζεται θέση στάθμευσης αυτοκινήτου στο διαμέρισμα και έτσι να στερείται παντελώς της χρήσεως της pilotis ο ιδιοκτήτης διαμερίσματος ορόφου, αντιβαίνει ευθέως στον επιβαλλόμενο από τις ως άνω πολεοδομικές διατάξεις περιορισμό της κυριότητας και είναι άκυρη, γι' αυτό δε και θεωρείται ως μη γενομένη (Α.Π. 2.155/2009, No.Β. 2010/1999). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1118, 1121 και 1134 του Α.Κ. προκύπτει ότι το εμπράγματο δικαίωμα της πραγματικής δουλείας είναι παρεπόμενο της κυριότητας επί του δεσπόζοντος ακινήτου, με την έννοια ότι κάθε μεταβίβαση του ακινήτου, στο οποίο η δουλεία παρέχει ωφέλεια, περιλαμβάνει αυτοδικαίως και τη δουλεία, έστω και αν δεν ορίζεται τίποτε σχετικά στην πράξη μεταβίβασης (Α.Π. 318/2013). Περαιτέρω, τη διάταξη του άρθρου 182 του Α.Κ, όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, αυτή ισχύει, εφόσον συνάγεται ότι τα μέρη θα την θελαν, αν ήξεραν την ακυρότητα. Από τη διάταξη προκύπτει ότι, όταν η άκυρη δικαιοπραξία περιέχει τα στοιχεία άλλης δικαιοπραξίας, ισχύει κατά μετατροπή η τελευταία, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή είναι έγκυρη και την οποία τα μέρη δεν προέβλεψαν ούτε ηθέλησαν, θα ήθελαν όμως, αν ήξεραν την ακυρότητα της καταρτισθείσης πρώτης. Για να χωρήσει δε, η μετατροπή αυτή, απαιτείται να επικαλεσθεί αυτήν ένα από τα μέρη που έλαβαν μέρος στην άκυρη δικαιοπραξία και να αποδείξει την επικληθείσα ως άνω νομοθετική θέληση αυτών που συμμετείχαν να ισχύσει η άλλη έγκυρη δικαιοπραξία στην περίπτωση, που γνώριζαν την ακυρότητα της πρώτης. Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 2 και 5 εδ. τελευταίο του ν. 960/1979 «Περί υποβολής υποχρεώσεων προς δημιουργία χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων δια την εξυπηρέτησιν των κτιρίων», όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν. 1221/1981 προκύπτει ότι, αν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακάλυπτου (πυλωτή), με τη συστατική της οροφοκτησίας πράξη ή με μεταγενέστερη συμφωνία μεταξύ όλων των συνιδιοκτητών (άρθ. 4 παρ. 1, 5 και 13 ν, 3741/1929), που γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο και υποβάλλεται σε μεταγραφή, μπορεί εγκύρως να παραχωρηθεί το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πυλωτής ή τμήματος αυτού σε έναν ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος της οικοδομής στην οποία υπάρχει ο χώρος αυτός (Ολ.Α.Π.5/1991, Ελλ.Δνη 1991,750, Ολ. Α.Π.23/2000, Ελλ.Δνη 2001,58, Α.Π. 2.174/2009, Α.Π. 841/2009). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η άκυρη, ως συστατική στον χώρο της πυλωτής διαιρεμένης ιδιοκτησίας, δικαιοπραξία, μπορεί να ισχύσει, κατά μετατροπή, ως δικαιοπραξία συστάσεως δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης του χώρου της πυλωτής ή τμήματος αυτής στον ιδιοκτήτη διαμερίσματος της ίδιας οικοδομής, που αναφέρεται ως εμπράγματος δικαιούχος αυτού, καθόσον το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης (έλασσον) εμπεριέχεται στο (μείζον) δικαίωμα της κυριότητας και εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι της μετατροπής, ήτοι άγνοια της ακυρότητας της πρώτης δικαιοπραξίας και υποθετική βούληση να ισχύσει η δεύτερη, αν τα μέρη γνώριζαν την πρώτη (Α.Π. 1.662/2000, Ελλ.Δνη 42,724, Α.Π. 619/1999 Ε.Δ.Π. 1999. 206).

Εξάλλου, κατ' άρθρο 281 του Α.Κ., η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε, ή η πραγματική διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να

εμποδίσουν τη γένεση ή να επάγονται απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη εφικτή τη μεταγενέστερη άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, αφού τείνουν στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε για πολύ χρόνο με επακόλουθο να συνεπάγεται επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο. Απαιτείται, δηλαδή, για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, από τη συμπεριφορά του δικαιούχου σε συνάρτηση με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του. Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υπόχρεου και η υπ' αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, που συνεπάγεται ιδιαιτέρως επαχθείς για τον ίδιο επιπτώσεις, να τελούν σε αιτιώδη σχέση με την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου. Το ζήτημα δε, αν οι συνέπειες, που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος, είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (Α.Π.381/2009).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 221 παρ. 1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δ. μέ την άσκηση της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 215, η κατάθεση της έχει ως συνέπεια: α) την εκκρεμοδικία... Κατά, δε, το άρθρο 222 Κ.Πολ.Δ, όταν επέλθει εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε Δικαστήριο, νέα δίκη, για την ίδια ένδικη διαφορά, ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονταν με την ίδια ιδιότητα. Αν, κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας, ασκηθεί άλλη αγωγή, για την ίδια ένδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκαση της. εωσότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Όπως προκύπτει από τις διατάξεις αυτές, η έναρξη της εκκρεμοδικίας που αποτελεί την πρώτη, κατά σειρά, δικονομική συνέπεια άσκησης της αγωγής, εντοπίζεται στο χρονικό σημείο κατάθεσης του αγωγικού δικογράφου, εφόσον όμως, ολοκληρώθηκε η άσκηση της, με επίδοση αντιγράφου στον αντίδικο. Η εκκρεμοδικία λήγει με την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής, ανεξαρτήτως αν τη δέχεται ή την απορρίπτει για λόγο δικονομικό ή ουσιαστικό (Α.Π. 126/2007). Αναβιώνει, δε, η εκκρεμοδικία της αγωγής με την άσκηση έφεσης και ειδικότερα από τη στιγμή της σύνταξης της έκθεσης κατάθεσης του ενδίκου μέσου, χωρίς να απαιτείται ο προσδιορισμός δικασίμου και ανατρέχει στο χρόνο έκδοσης της οριστικής απόφασης (Ολ.Α.Π.38/1996, Α.Π. 1.528/2008). Επομένως, μετά την έκδοση οριστικής απόφασης και πριν ασκηθεί έφεση, η παραίτηση είναι ανίσχυρη και δεν παράγει έννομες συνέπειες, διότι ακόμη και αν η παραίτηση γίνει με δήλωση που περιλαμβάνεται σε νέα αγωγή, οπότε υπάρχει στάδιο προβολής αντιρρήσεων από τον εναγόμενο, κατά τη συζήτηση της τελευταίας, δεν υπάρχει πάντως εκκρεμοδικία της προηγούμενης αγωγής, ώστε να επέλθει κατάργηση της (βλ. Κεραμέα- Κονδύλη- Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ., εκδ.2000, άρ. 295 αρ. παραγρ.8). Εξάλλου, η εκκρεμοδικία αποτελεί μεν αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτής λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, ως προνομιακός όμως ισχυρισμός προτείνεται παραδεκτά σε κάθε στάση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας δίκης (Α.Π. 1.528/2008).

Ακολούθως, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 295 παρ. 2 και 263 περ. δ του Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η δικονομική αναβλητική ένσταση της μη καταβολής των εξόδων της προηγούμενης δίκης παρέχεται μόνο στην περίπτωση που υπήρξε, κατά το άρθρο 295 παρ. 1 εδ. α' του Κ.Πολ.Δ. παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και στη συνέχεια ασκήθηκε πάλι η ίδια αγωγή στηριζόμενη στην ίδια νομική βάση (Α.Π. 1.266/1984 Ελλ.Δνη 26,40, Ε.Θ. 2.684/1990, Ελλ.Δνη 32,1.304), και όχι και σε άλλες περιπτώσεις, όπως όταν η προηγούμενη αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη ή αβάσιμη (Ε.Θ.1 79/2010, Αρμ.20 13/312, Μακρίδου σε

Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Κ.Πολ.Δ. Ι (2000), 263 αρ. 6, Β. Βαθρακοκοιλη. Κ.Πολ.Δ., τόμ. Β 1994, άρθρο 263 αρ. 9).

Οι ενάγουσες, με την κρινόμενη αγωγή τους, εκθέτουν ότι είναι οι μεν πρώτη επικαρπώτρια και δεύτερη ψιλή κυρία του υπό στοιχεία Α2 διαμερίσματος, η δε τρίτη κυρία του υπό στοιχεία Β2 διαμερίσματος της πολυκατοικίας που κείται στην Πεύκη Αττικής, ενώ οι εναγόμενοι τυγχάνουν κύριοι των αναφερομένων στην αγωγή, χώρων στάθμευσης της πυλωτής, ως αυτοτελών οριζόντιων ιδιοκτησιών, δυνάμει σχετικών συμβολαίων, νομίμως μεταγεγραμμένων. Ακολούθως, ιστορούν ότι, δυνάμει της υπ' αρ. .../1977 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένης, η πολυκατοικία αυτή υπήχθη στις διατάξεις του Ν. 3.741/1929. Περαιτέρω, ισχυρίζονται ότι στην ανωτέρω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας καθώς και στα σχετικά συμβόλαια κτήσης των εναγομένων αναφέρονται κατά παράβαση των σχετικών νόμων, οι επίμαχοι ανοιχτοί χώροι στάθμευσης της πυλωτής ως αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες. Ακολούθως, ιστορούν ότι ο κοινόχρηστος χώρος έκτασης 260 τ.μ., που βρίσκεται στην πυλωτή της πολυκατοικίας, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί ως χώρος στάθμευσης 12 αυτοκινήτων με διάνοιξη διαδρόμου προσπέλασης. Εν συνεχεία, εκθέτουν ότι οι εναγόμενοι, οι οποίοι διαθέτουν χώρους στάθμευσης, κατά τον περιγράφομενο ως άνω παράνομο τρόπο, αρνούνται και απαγορεύουν την ελεύθερη σύγχρηση ανωτέρω χώρου έκτασης 260 τ.μ., κατόπιν σχετικής διαμόρφωσης του, ως προς την είσοδο και έξοδο οχημάτων.

Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγουσες ζητούν: 1) ν' αναγνωριστεί για τους λόγους που αναφέρουν, ως απολύτως άκυρη έναντι παντός η υπ' αρ. /1977 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμός πολυκατοικίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., προς το ότι οι υπ' αρ. ... χώροι στάθμευσης της πιλοτής ορίσθησαν ως αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, 2) να αναγνωριστούν ως άκυρα τα μεταβιβαστικά συμβόλαια των αντιδίκων ως προς το ότι απέκτησαν τους ανωτέρω χώρους στάθμευσης ως αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, 3) να αναγνωριστούν ως κοινόχρηστοι όλοι οι ανωτέρω χώροι στάθμευσης, 4) να υποχρεωθούν οι αντίδικοι και κάθε τρίτος που έλκει δικαιώματα από αυτούς, να επιτρέψει στις ενάγουσες ως συγκυρίων, συννομέων και συγκατόχων αλλά και σε κάθε τρίτο που θα παραχωρήσουν τη χρήση, την ελεύθερη σύγχρηση των ανωτέρω χώρων στάθμευσης, 5)να αναγνωριστεί ο χώρος της πιλοτής, ο οποίος έχει εμβαδό 260 τ.μ., ως κοινόχρηστος χώρος ελεύθερης σύγχρησης για τη στάθμευση αυτοκινήτων, 6) να επιτραπεί στις ενάγουσες η ελεύθερη σύγχρηση του ανωτέρω χώρου για τη στάθμευση των αυτοκινήτων τους, 7) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι σε δήλωση βούλησης για την υποχρεωτική σύμπραξη τους στη συμβολαιογραφική τροποποίηση της ανωτέρω πράξης σύστασης, ώστε ο χώρος της πιλοτής εμβαδού 260 τ.μ. να αξιοποιηθεί ως χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων, 8) να απειληθεί κατά των αντιδίκων αλλά και κάθε τρίτου που έλκει καθ' οιονδήποτε τρόπο δικαιώματα από αυτούς, ως προς τις ανωτέρω θέσεις στάθμευσης της πιλοτής και τον κοινόχρηστο χώρο αυτής εμβαδού 260 τ.μ., χρηματική ποινή 1.000Ε για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης ως μέσο εκτέλεσης αυτής κατ' άρ. 947 του Κ.Πολ.Δ., 9) να κηρυχθεί η απόφαση που. θα εκδοθεί, προσωρινά εκτελεστή και τέλος να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά τους έξοδα.

Η κρινόμενη αγωγή παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο (άρ. 17 παρ.3, 29 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.), κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών που προβλέπεται από τα άρθρα 647 επόμ. του Κ.Πολ.Δ. Είναι δε, ορισμένη, διότι δεν απαιτείται ιδιαίτερη, ξεχωριστή μεταγραφή της συστατικής πράξης και του κανονισμού

πολυκατοικίας, οι οποίοι είναι ενσωματωμένοι στο ίδιο έγγραφο. όπως αλυσιτελώς ισχυρίστηκαν οι παριστάμενοι εναγόμενοι, κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη (Ε.Πατρ.979/2009, ΑχΝομ.2010,640), και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, καθώς και των άρθρων 361, 174 του Α.Κ., 70, 947 παρ. Ι του Κ.Πολ.Δ., πλην ως ανωτέρω υπ' αρ. 5, 6, 7 αιτημάτων, τα οποία κρίνονται απορριπτέα ως νόμω αβάσιμα, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη (Α.Π. 1.493/2001), η κατά συγκεκριμένο τρόπο χρήση κοινόκτητου και κοινόχρηστου μέρους της κατ' ορόφου ιδιοκτησίας μόνο με συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών δύναται να επιτευχθεί και δεν μπορεί σε περίπτωση διαφωνίας των συνιδιοκτητών να εξαναγκαστεί με δικαστική απόφαση, κατ' εφαρμογή του άρ. 790 του Α.Κ., όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγουσες. Κατά τα λοιπά, πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω η υπό κρίση αγωγή, για να κριθεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη. Σημειώνεται ότι η δήλωση των εναγουσών ότι παραιτούνται από το δικόγραφο της προγενέστερης υπ' αρ. κατάθεσης 137.928/4.902/2009 όμοιας αγωγής τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αρ. 1.485/2011 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η τελευταία ως άνω αγωγή, ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, στερείται έννομης σημασίας, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, δεν υφίσταται εκκρεμοδικία της προηγούμενης αγωγής, ώστε να επέλθει κατάργηση της. Περαιτέρω, απορριπτ4α κρίνεται ως μη νόμιμη, η αναβλητική ένσταση της μη καταβολής εξόδων της προηγούμενης δίκης, που παραδεκτά πρότειναν προφορικά και επαναλαμβάνουν στις προτάσεις τους οι παριστάμενοι εναγόμενοι. Συγκεκριμένα, οι εναγόμενοι αυτοί ισχυρίστηκαν ότι οι ενάγουσες είχαν ασκήσει εναντίον τους την προγενέστερη υπ' αρ. 137.928/4.902/2009 όμοια αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αρ. 1.485/2011 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία απορρίφθηκε η τελευταία ως άνω αγωγή ως απαράδεκτη, και ότι οι τελευταίες δεν τους κατέβαλαν τα έξοδα της δίκης αυτής, ύψους 350 ευρώ που τους επιδικάσθηκαν με την απόφαση αυτή. Με αυτό όμως, το περιεχόμενο η ένσταση κρίνεται ως μη νόμιμη, διότι το άρ. 263 περ. δ του Κ.Πολ.Δ. δεν ισχύει επί απόρριψης της αγωγής ως απαράδεκτης, κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, καθώς και των εγγράφων, τα οποία νόμιμα προσκόμισαν και επικαλέστηκαν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά. Οι ενάγουσες τυγχάνουν οι μεν πρώτη επικαρπώτρια και δεύτερη ψιλή κυρία του υπό στοιχεία .. διαμερίσματος, δυνάμει του υπ' αρ. .../1982 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα, μεταγραφεί (A.M. ...), η δε τρίτη ενάγουσα κυρία του υπό στοιχεία ... διαμερίσματος της πολυκατοικίας που κείται στην Πεύκη Αττικής επί της διασταύρωσης ..., δυνάμει του υπ' αρ. .../2006 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αμαρουσίου ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί ...). Οι εναγόμενοι, δε, απέκτησαν την κυριότητα των κατωτέρω αναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών της ίδιας ως άνω πολυκατοικίας, η οποία υπήχθη στις διατάξεις του Ν. 3.741/1929, δυνάμει της υπ' αρ. .../1977 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί (Α.Μ....). Στην τελευταία ως άνω υπ' αρ. .../1977 πράξη σύστασης ορίστηκε ότι η πιλοτή περιλαμβάνει κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους και ... χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων, οι οποίοι λεπτομερώς περιγράφονται ως προς τη θέση, έκταση, ενώ αναφέρεται και το ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου, που αντιστοιχεί σε έκαστο χώρο στάθμευσης, δηλαδή προσδίδονται σε αυτές χαρακτηριστικά οριζόντιας ιδιοκτησίας. Συγκεκριμένα: 1)οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων απέκτησαν εξ αδιαιρέτου τη συγκυριότητα του υπό στοιχεία ...

διαμερίσματος καθώς και τον υπ' αρ. ... χώρο στάθμευσης της πιλοτής, δυνάμει του υπ' αρ. .../1977 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί (A.M. ...), 2) ο τρίτος εναγόμενος απέκτησε την κυριότητα του υπό στοιχεία ... διαμερίσματος, δυνάμει του υπ' αρ. .../1977 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί (A.M. ...), καθώς και τον υπ' αρ. ... χώρο στάθμευσης της πιλοτής, ως αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία, δυνάμει του υπ' αρ..../1984 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί (A.M. ...), 3) ο τέταρτος εναγόμενος απέκτησε την κυριότητα του υπό στοιχεία ... διαμερίσματος καθώς και τον υπ' αρ. ... χώρο στάθμευσης της πιλοτής, δυνάμει του υπ' αρ. .../2005 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί (Α.Μ....), 4) ο πέμπτος εναγόμενος απέκτησε την κυριότητα του υπό στοιχεία ... διαμερίσματος καθώς και τον υπ' αρ. ... χώρο στάθμευσης της πιλοτής, δυνάμει του υπ' αρ..../2003 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί (Α.Μ....), 5) η έκτη και ο έβδομος των εναγομένων απέκτησαν την ψιλή κυριότητα και την επικαρπία, αντίστοιχα, του υπό στοιχεία ... διαμερίσματος καθώς και τον υπ' αρ. ... χώρο στάθμευσης της πιλοτής, δυνάμει του υπ' αρ..../2006 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αμαρουσίου ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί (Α.Μ....), 6) η όγδοη εναγομένη απέκτησε την κυριότητα του υπό στοιχεία ... διαμερίσματος καθώς και τον υπ' αρ.... χώρο στάθμευσης της τής, δυνάμει το υπ' αρ. .../1994 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί (A.M. ...), 7) οι ένατη, ατη και ενδέκατη των εναγομένων απέκτησαν τη συγκυριότητα του υπό στοιχεία ... διαμερίσματος καθώς και τον υπ' αρ. ... χώρο στάθμευσης της πιλοτής, δυνάμει το υπ' αρ..../2008 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει νόμιμα μεταγραφεί (Α.Μ....). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι ρυθμίσεις που περιέχονται τόσο στην υπ' αρ. .../1977 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμό πολυκατοικίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών ... όσο και στα προαναφερόμενα συμβόλαια κτήσης των εναγομένων, κατά το μέρος, που διαλαμβάνουν μεταχείριση των επίδικων θέσεων στάθμευσης οριζόντιων ιδιοκτησιών είναι απολύτως άκυρες, και τούτο διότι, με τις άνω ρυθμίσεις δημιουργούνται στον χώρο της πιλοτής, διηρημένες ιδιοκτησίες. Οι ρυθμίσεις όμως, αυτές έρχονται σε ευθεία αντίθεση προς την αναγκαστικού δικαίου πολεοδομική διάταξη του άρθρου 1 του Ν. 1.221/1981, κατά τα διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη. Αποδείχθηκε, όμως ότι οι παριστάμενοι 4ος και 8η των εναγομένων εάν γνώριζαν ότι είναι άκυρη η σύσταση διηρημένων ιδιοκτησιών, όσον αφορά στους υπ' αρ. ... και ... χώρους στάθμευσης, αντίστοιχα, με την πράξη οροφοκτησίας, θα ήθελαν η άκυρη αυτή δικαιοπραξία να ισχύσει κατά μετατροπή ως έγκυρη παραχώρηση δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης των χώρων αυτών στάθμευσης, γενομένου δεκτού ως βάσιμου κατ' ουσίαν του σχετικού ισχυρισμού των 4ου και 8ης των εναγομένων περί της μετατροπής της άκυρης αυτής δικαιοπραξίας (άρ. 182, 200 του Α.Κ.). Επομένως, επί των θέσεων αυτών εγκύρως αποκτήθηκε από τους παριστάμενους 4ος και 8η των εναγομένων δικαίου μα αποκλειστικής χρήσης που αποκλείει τις ενάγουσες από τη χρήση τους. Κατά συνέπεια, η αγωγή ως προς τις ως άνω θέσεις, των οποίων η αποκλειστική χρήση ανήκει, κατά τα ανωτέρω, στους εναγόμενους αυτούς, είναι κατ' ουσία αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί. Επί των λοιπών θέσεων στάθμευσης που δημιουργήθηκαν με τη συστατική πράξη στον κοινόχρηστο χώρο της πιλοτής, επί των οποίων μάλιστα οι εναγόμενοι λόγω της ερημοδικίας τους δεν προβάλουν δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, οι ενάγουσες δικαιούνται να κάνουν απόλυτη χρήση αυτών, όπως και οι λοιποί συνιδιοκτήτες, καθόσον οι θέσεις αυτές είναι κοινόχρηστες ως ευρισκόμενες στον κοινόχρηστο χώρο της πιλοτής.

Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση αγωγή από ουσιαστική άποψη και να αναγνωριστούν ως άκυρα τόσο η υπ' αρ. .../1977 πράξη σύστασης

οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμός Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., όσο και τα συμβόλαια όλων των εναγομένων, πλην των 12ου και 13ης (ως προς παραιτήθηκαν οι ενάγουσες από το δικόγραφο της αγωγής τους) προς το υπ' αρ. ... χώροι στάθμευσης της πυλωτής ορίσθησαν ως αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες και ως τέτοιες μεταβιβάστηκαν κατά κυριότητα στους εναγόμενους. Επίσης, πρέπει να αναγνωριστούν ως κοινόχρηστοι οι υπ' αρ. ... χώροι στάθμευσης και να υποχρεωθούν οι 1ος, 2η, 3ος, 5ος, 6η, 7ος, 9η, 10η εναγόμενοι και κάθε τρίτος που έλκει δικαιώματα από αυτούς να ανεχθούν την ελεύθερη σύγχρηση των αμέσως ανωτέρω χώρων στάθμευσης από τις ενάγουσες αλλά και κάθε τρίτο που θα του παραχωρήσουν αυτές τη χρήση, και να απειληθεί σε βάρος τους χρηματική ποινή 200 ευρώ για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης(άρ. 947 του Κ.Πολ.Δ.). Το αίτημα, όμως, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ' ουσίαν, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δε συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι, ούτε η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα προκαλέσει ζημία στις ενάγουσες. Επίσης, πρέπει να καθοριστεί το παράβολο ερημοδικίας, σε περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από τους απολιπόμενους εναγομένους, στο ποσό των 150 ευρώ (άρ. 505, 652 παρ.1 και 653 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ.).Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι εναγόμενοι(πλην του δωδέκατου και δέκατης τρίτης των εναγομένων, ως προς τους οποίους έγινε κατάργηση της δίκης), κατά την έκταση της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εναγουσών (άρ. 178, 191 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα κατωτέρω στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ' αντιμωλία των 4ου και 8ης των εναγομένων και ερήμην των λοιπών εναγομένων.

Καταργείται η δίκη ως προς τους δωδέκατο και δέκατη τρίτη των εναγομένων.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των εκατό πενήντα (150) ευρώ.

Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ως απολύτως άκυρη την υπ' αρ. .../1977 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμό πολυκατοικίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., προς το ότι οι υπ' αρ. ... χώροι στάθμευσης της πυλωτής ορίσθησαν ως αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες.

Αναγνωρίζει ως άκυρα τα μεταβιβαστικά συμβόλαια όλων των εναγομένων, πλην των 12ου και 13ης (ως προς τους οποίους παραιτήθηκαν οι ενάγουσες από το δικόγραφο της αγωγής τους), σχετικά με το ότι απέκτησαν τους επίδικους χώρους στάθμευσης ως αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες.

Αναγνωρίζει ως κοινόχρηστους τους υπ' αρ. ... χώρους στάθμευσης. Υποχρεώνει τους 1ο, 2η, 3ο, 5ο, 6η, 7ο, 9η, 10η εναγόμενους και κάθε τρίτο που έλκει δικαιώματα από αυτούς να επιτρέψουν στις ενάγουσες αλλά και σε κάθε τρίτο που θα παραχωρήσουν αυτές τη χρήση, την ελεύθερη σύγχρηση των αμέσως ανωτέρω χώρων στάθμευσης.

Επιβάλλει σε βάρος των αμέσως ως άνω εναγομένων χρηματική ποινή διακοσίων (200) ευρώ για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης.

Επιβάλλει σε βάρος των εναγομένων τα δικαστικά έξοδα των εναγουσών, τα οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, την 29η-5-2014, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

=======

ΠΠρΑθ 255/2018

Αρνητική αγωγή - Χώροι στάθμευσης - Πυλωτή -.

 

Υποχρέωση εναγομένων να παύσουν να σταθμεύουν τα οχήματά τους στις θέσεις στάθμευσης της πυλωτής και να παραλείπουν τη στάθμευση αυτών στο μέλλον. Χρηματική ποινή χιλίων (1.000) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της απόφασης. Η απόφαση κηρύσσεται προσωρινώς εκτελεστή.

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 255/2018

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Βασιλική Μπάστα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ευτυχία Κατσά, Πρωτοδίκη - Εισηγήτρια, Αλεξάνδρα Καζάρα, Πρωτοδίκη και από τη Γραμματέα Κατσουρού Βασιλική.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, στις 6 Ιουνίου 2017, για να δικάσει την αγωγή:

 

ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Παλαιού Ψυχικού, η οποία κατέθεσε προτάσεις διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημήτρη Αβραάμ (A.M. Δ.Σ.Α. 013597) δυνάμει του από 20.04.2017 δικαστικού πληρεξουσίου και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ..., κατοίκου Παλαιού Ψυχικού, 2) ..., κατοίκου Αθηνών, 3) ..., κατοίκου Αθηνών και 4) ..., κατοίκου Αθηνών, οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις, οι μεν πρώτος και τέταρτη εξ αυτών δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Δημητρίου Κωνσταντίνου Ρήγα (Α.Μ. Δ.Ε.Α. 027730), οι δε δεύτερος και τρίτη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Γεωργίου Σταμαδιάνου (A.M. ΔΕΑ 031354), και δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο.

 

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 16.01.2017 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με Γενικό Αριθμό Κατάθεσης 502353/2017 και Αριθμό Κατάθεσης Δικογράφου 240/2017, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και εγγράφηκε στο πινάκιο.

 

Η συζήτηση της υπόθεσης έγινε χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους (άρθρο 237§4 προτελ. εδ. ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την τροποποίηση του με το Ν. 4335/2015).

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

I. Κατά το άρθρο 1108 ΑΚ αν η κυριότητα προσβάλλεται με άλλον τρόπο εκτός από αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος, ο κύριος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον που πρόσβαλε την κυριότητα του, να άρει την προσβολή και να την παραλείπει στο μέλλον. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η αρνητική αγωγή ασκείται στην περίπτωση μερικής και όχι ολικής προσβολής της κυριότητας, όταν δηλαδή ο κύριος διαταράσσεται στη νομή του, που ασκεί επί του πράγματος και όχι όταν προσβάλλεται με άλλον τρόπο, όπως με την αφαίρεση ή κατακράτηση του πράγματος οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση προστατεύεται με τη διεκδικητική αγωγή κατ' αυτού που κατέχει το πράγμα. Βάση της αρνητικής αγωγής είναι η κυριότητα ή συγκυριότητα του ενάγοντος επί του πράγματος και η προσβολή αυτής με πράξεις διαταράξεως. Διατάραξη της κυριότητας αποτελεί κάθε έμπρακτη εναντίωση στο θετικό ή αποθετικό της κυριότητας περιεχόμενο όταν δηλαδή ο τρίτος ενεργεί στο πράγμα πράξεις, τις οποίες μόνον ο κύριος δικαιούται να ενεργήσει ή όταν εμποδίζει τον κύριο να ενεργήσει στο δικό του πράγμα. Γενικώς δε κάθε πράξη που αποτελεί διατάραξη της νομής, αποτελεί επέμβαση στην κυριότητα, η οποία δικαιολογεί έγερση της αρνητικής αγωγής ΑΠ 901/2015 Α Δημ. ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο και την πληρότητα της πιο πάνα) αρνητικής της κυριότητας αγωγής απαιτείται να εκτίθενται συνοπτικά τα εξής στοιχεία: α) η κυριότητα του ενάγοντος πάνω στο πράγμα, β) η διατάραξη της κυριότητας του από τον εναγόμενο, γ) το παράνομο της διατάραξης, δ) αίτημα για άρση της προσβολής και παράλειψης της στο μέλλον. Ειδικότερα, πρέπει να εκτίθενται,  μεταξύ άλλων, τα περιστατικά που συνιστούν την παράνομη διατάραξη της κυριότητας του ενάγοντος, η οποία συνίσταται σε κάθε έμπρακτη εναντίωση στις εξουσίες που παρέχει ο νόμος στον κύριο, που δεν φτάνει, όμως, μέχρι την καθολική αποστέρηση της νομής αλλά έχει ως συνέπεια την παρεμπόδιση της ελεύθερης χρησιμοποίησης, εκμετάλλευσης και απόλαυσης του πράγματος ως προς τις παραπάνω εξουσίες ή ορισμένες από αυτές. Η διατάραξη είναι παράνομη, αν εκείνος που έκανε την προσβολή ενήργησε χωρίς δικαίωμα (ΑΠ 1106/2014 Α Δημ. ΝΟΜΟΣ). Ο κύριος που θίγεται, εκτός από την αρνητική αγωγή, αν υπάρχει ζημία, έχει και την αγωγή του άρθρου 914 ΑΚ (ΕφΛαρ 372/2012 Α Δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ενάγων επί αρνητικής αγωγής μπορεί να είναι όχι μόνον ο κύριος αλλά και ο κατά το άρθρο 1113 ΑΚ συγκύριος του ακινήτου, του οποίου η άσκηση της κυριότητας επηρεάζεται, εναγόμενος δε όποιος, με πράξη ή παράλειψη του επηρεάζει την άσκηση της κυριότητας του ενάγοντος (ΕφΠειρ 264/2014 Α Δημ. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.1, 3 ν.3741/1929, 1002, 1108 και 1117 ΑΚ προκύπτει ότι επί της οριζόντιας ιδιοκτησίας κάθε συνιδιοκτήτης δικαιούται στην απόλυτη χρήση των κοινών πραγμάτων, καθώς και στη χρήση σύμφωνα με τον κανονισμό, σε περίπτωση δε που προσβάλλεται στη χρήση αυτή δικαιούται να ζητήσει την άρση της προσβολής και την παράλειψη αυτής στο μέλλον (ΑΠ 40/2012 Α' Δημ. ΝΟΜΟΣ). Αν δε η διατάραξη γίνεται με πράξεις που επαναλαμβάνονται περιοδικά, η κάθε μια αποτελεί χωριστή διαταρακτική πράξη και επομένως μετά από κάθε τέτοια αρχίζει νέα παραγραφή (βλ. Εφ.Λαρ. 372/2012 ο.π.)

 

 

II. Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα εκθέτει ότι είναι κυρία των περιγραφόμενων σε αυτή οριζοντίων ιδιοκτησιών (διαμερίσματος και αποθήκης) πολυκατοικίας, κειμένης στη συμβολή των οδών ... και ... στην Αθήνα. Ότι η οικοδομή αυτή έχει υπαχθεί στις διατάξεις του ν. 3741/1929 και των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ με την υπ' αριθμ. .../1978 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., νομίμως μεταγεγραμμένης. Ότι σύμφωνα  με  την ανωτέρω  πράξη  η  πυλωτή  της πολυκατοικίας περιλαμβάνει τις υπό στοιχεία Ρ-3, Ρ-4, Ρ-5 και Ρ-6 ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες (θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων) εκ των οποίων οι δύο πρώτες έχουν επιφάνεια 15 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1%ο εξ αδιαιρέτου η καθεμία, ενώ οι λοιπές έχουν επιφάνεια 17 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας 1%ο εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Ότι με την υπ' αριθμ. .../1981 πράξη της ιδίας παραπάνω  Συμβολαιογράφου νομίμως μεταγεγραμμένης μειώθηκε η επιφάνεια της υπό στοιχ. Ρ-3 στάθμευσης, αυξήθηκε ανάλογα η επιφάνεια της υπό στοιχ. Ρ-4 θέσης στάθμευσης και διαιρέθηκε η τελευταία σε δύο επιμέρους οριζόντιες ιδιοκτησίες (θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων) με τα στοιχεία Ρ-4α και Ρ-4β, οι οποίες έχουν επιφάνεια 11,50 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 0,50%ο εξ αδιαιρέτου η καθεμία. Ότι οι ανωτέρω υπό στοιχ. Ρ-5, Ρ-4α και Ρ-6 οριζόντιες ιδιοκτησίες περιήλθαν στους πρώτο, δεύτερο και τέταρτη των εναγομένων εξ αγοράς από τους οικοπεδούχους δυνάμει των υπ' αριθμ. ../1981, ../2009 και .../2009 συμβόλαια της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., που έχει μεταγραφεί νόμιμα, εξ αγοράς από τον ..., στον οποίο είχε περιέλθει εξ αγοράς από τους οικοπεδούχους με το υπ' αριθμ. .../1981 συμβόλαιο, νομίμως μεταγεγραμμένο. Ότι η ανωτέρω συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία είναι άκυρη καθ' ο μέρος με αυτή ορίζεται ότι οι θέσεις στάθμευσης της πυλωτής αποτελούν αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες, διότι ο χώρος της πυλωτής ή ανοικτά τμήματα του χώρου αυτού δεν είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας και, συνεπώς, οι χώροι της πυλωτής ανήκουν στα κοινόκτητα μέρη της οικοδομής. Ότι, επιπλέον, οι ανωτέρα) συμβολαιογραφικές πράξεις δεν δύνανται να ισχύσουν κατά μετατροπή ως πράξεις παραχώρησης του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης των επιδίκων θέσεων στάθμευσης στους εναγομένους, διότι οι μεν τρεις πρώτοι εξ αυτών δεν έχουν στην κυριότητα τους άλλη οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα ή αποθήκη) στην ως άνω πολυκατοικία, ώστε να έχουν δικαίωμα χρήσης στις κοινόκτητες θέσεις στάθμευσης, η δε τέταρτη έχει στην κυριότητα της μόνο την υπό στοιχ. Τ3 αποθήκη του υπογείου, που αποτελεί βοηθητικό χώρο, στον οποίο δεν μπορεί να παραχωρηθεί εγκύρως η αποκλειστική χρήση θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, εφόσον η ίδια η ενάγουσα, αν και ιδιοκτήτρια διαμερίσματος ορόφου στερείται θέσεως στάθμευσης αυτοκινήτου. Ότι με βάση τα ανωτέρω τυγχάνει άκυρη τόσο η υπ' αριθμ. .../1978 πράξη σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας καθώς και τα υπ' αριθμ. .../1981, .../1984, .../2009 και .../2009 συμβόλαια, με τα οποία μεταβιβάσθηκαν οι ανωτέρω θέσεις στάθμευσης στους εναγομένους, για το λόγο ότι δεν καθορίσθηκαν έγκυρα ως αντικείμενα διαιρεμένης ιδιοκτησίας, και ως εκ τούτου οι ανωτέρω θέσεις στάθμευσης είναι κοινόχρηστες. Περαιτέρω, εκθέτει ότι άπαντα τα ανωτέρω έχουν κριθεί με την υπ' αριθμ. 5510/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εν συνεχεία κατόπιν ασκήσεως εφέσεων από τους εναγομένους με την υπ' αριθμ. 2332/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, η οποία έχει καταστεί ήδη αμετάκλητη. Ότι, ωστόσο, οι 2ος, 3η και 4η των εναγομένων, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι στην αρχική αγωγή της επί της οποίας εκδόθηκαν οι ανωτέρω αποφάσεις δεν περιέλαβε αίτημα «να μην χρησιμοποιούν και να παραλείπουν στο μέλλον να χρησιμοποιούν τις ανωτέρω θέσεις στάθμευσης με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης για κάθε παράβαση] της εκδοθησόμενης απόφασης, εξακολουθούν παρανόμως να τις χρησιμοποιούν, ο δε πρώτος εξ αυτών ενδέχεται να επανεμφανισθεί λόγω της προηγούμενης συμπεριφοράς του, παρά το γεγονός ότι δεν εμφανίζεται στην επίδικη πυλωτή, καθ' όσον τυγχάνει κάτοικος Π. Ψυχικού. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, η ενάγουσα ζητεί με την κρινόμενη αγωγή της α) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και κάθε τρίτος που έλκει οιαδήποτε δικαιώματα από αυτούς να παύσει κάθε διατάραξη της συγκυριότητας της επί της ειδικότερα αναφερόμενης στην αγωγή για έκαστο εξ αυτών θέσης στάθμευσης και να παραλείπουν αυτή (την προσβολή) στο μέλλον, με απειλή χρηματικής ποινής δύο χιλιάδων ευρώ και προσωπική κράτηση τριών μηνών για κάθε παραβίαση της εκδοθησόμενης απόφασης, β) να υποχρεωθεί έκαστος των εναγομένων να της καταβάλει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5000) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη η τελευταία από την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας της ως προς την ελεύθερη σύγχρηση των περιουσιακών της στοιχείων, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, γ) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και δ) να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στα δικαστικά της έξοδα.

 

 

III. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, στην άσκηση της οποίας νομιμοποιείται ενεργητικά η ενάγουσα, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του δευτέρου και τρίτης των εναγομένων, με την ιδιότητα της συγκυρίας, σύμφωνα με όσα ήδη προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, παραδεκτώς και αρμοδίως φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 18 αρ. 1, 31 και 29 ΚΠολΔ), αφού το αντικείμενο της αρνητικής αγωγής δεν είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης (ΕφΠατρ 256/2006, ΑχΝομ 2007.149, ΕφΔωδ 306/2004, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1115/2000, ΕλλΔνη 41. 797, 812), για να συζητηθεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και είναι επαρκώς ορισμένη, απορριπτόμενου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων για το λόγο ότι δεν μνημονεύεται ειδικά η μεταγραφή του κανονισμού της πολυκατοικίας αλλά μόνο της σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, καθ' όσον αυτή δεν είναι απαραίτητη όταν η αγωγή επιχειρείται να θεμελιωθεί σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου όπως εν προκειμένω. Είναι ωστόσο μη νόμιμη, καθ' ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου των εναγομένων, καθ' όσο, κατά τα εκτιθέμενα σε αυτή, ο τελευταίος δεν διενεργεί πράξεις διατάραξης της σύννομης της ενάγουσας. Κατά τα λοιπά είναι νόμιμη, θεμελιούμενη στις προδιαληφθείσες διατάξεις, καθώς και σ' αυτές των άρθρων 1 παρ. 5 εδ. τελ. του ν. 960/1979,1, 3 ,4, 5 και 13 του ν. 3741/1929, 22 παρ. 9, 32 παρ. 4, του ν.δ. 8/1973 όπως αντικαταστάθηκαν από τις παρ. 22 και 33 του άρθρου 1 του ν.δ. 205/1974, 1002, 1117, 1033, 1192, 1193, 1198, 174, 182, ΑΚ και 907, 908, 946 και 176 ΚΠολΔ, πλην α) του αιτήματος περί επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της επικαλούμενης ηθικής βλάβης της ενάγουσας, το οποίο είναι απορριπτέο προεχόντως ως αόριστο, καθ' όσον δεν εκτίθεται για το ορισμένο αυτού πώς η επικαλούμενη διατάραξη προκάλεσε την ηθική της βλάβη, ιδίως λαμβανομένου υπ' όψιν ότι η τελευταία δεν επικαλείται ότι εξαιτίας αυτής δεν μπορούσε να σταθμεύσει το αυτοκίνητο της στην πυλωτής της πολυκατοικίας, καθώς και β) του αιτήματος να υποχρεωθεί κάθε τρίτος που έλκει δικαίωμα από τους εναγομένους να παύσει κάθε διατάραξη και να την παραλείπει στο μέλλον, το οποίο είναι απαράδεκτο λόγω αοριστίας για όσους δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της απόφασης κατ' άρθρα 325 περ. 2 και 3 και 919 περ. 1, ενώ, για όσους εμπίπτουν στα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου και της εκτελεστότητας της απόφασης, είναι άνευ αντικειμένου, αφού οι ανωτέρω διατάξεις διασφαλίζουν ότι η απόφαση, που ενδεχομένως θα εκδοθεί κατά της εναγομένης, θα εκτελεσθεί και κατά αυτών. Επομένως, ενόψει του ότι η αγωγή καταχωρήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου [βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα υπ' αριθ. 3139/16.02.2017 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αθηνών περί εγγραφή της κρινόμενης αγωγής στα Βιβλία Διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου και το με αριθμ. Πρωτ. Δήλωσης ... αποδεικτικό υποβολής δήλωσης του ν. 2308/1995), πρέπει, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

 

IV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 ΚΠολΔ όσες οριστικές αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο. Δεδικασμένο παράγεται και όταν η τελεσίδικη δικαστική απόφαση είναι εσφαλμένη για οποιοδήποτε λόγο, ανατρέπεται δε μόνο με την εξαφάνιση της απόφασης μετά από επιτυχή άσκηση αιτήσεως αναιρέσεως ή αναψηλαφήσεως. Από τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 322, 324 και 325 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η απόφαση που είναι τελεσίδικη, παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων της σχετικής δίκης, που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί, ήτοι λειτουργεί ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, με συνέπεια η υποβαλλόμενη από κάποιον από τους διαδίκους νέα αίτηση για το αυτό ζήτημα να πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 818/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1285/2001 ΑρχΝ 2002, 219). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322 παρ. 1, 324, 325 και 330 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι οι οριστικές και τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, το οποίο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε και υπάρχει μεταξύ των ιδίων προσώπων που παραστάθηκαν, με την ίδια ιδιότητα, για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια νομική και ιστορική αιτία (ΑΠ 1687/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ), καθώς και στις ενστάσεις που προτάθηκαν ή και σε εκείνες που δεν προτάθηκαν, ενώ μπορούσαν να προταθούν. Το δεδικασμένο λειτουργεί τόσο θετικά υπό την έννοια ότι το δικαστήριο της νέας δίκης, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό ζήτημα το οριστικώς και τελεσιδίκως κριθέν δικαίωμα, οφείλει να θέσει ως, βάση της απόφασης του το δεδικασμένο, το οποίο παρήχθη από την οριστική και τελεσίδικη απόφαση, όσο και αρνητικά, υπό την έννοια ότι καθιστά απαράδεκτη τη νέα, περί του οριστικώς και τελεσιδίκως κριθέντος δικαιώματος, αγωγή (Δ. Κονδύλη "Το δεδικασμένο" παρ. 12 σελ. 118, 124, ΑΠ 613/2007 ΕλλΔνη 2008, 426. ΑΠ 1025/1993 ΕλλΔνη 35.1565). Το δεδικασμένο καλύπτει, ως ενιαίο όλο, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, βάσει του οποίου αναγνωρίστηκε η επίδικη έννομη σχέση. Συγκεκριμένα, καλύπτει όχι μόνο το κριθέν δικαίωμα, δηλαδή την έννομη σχέση που τέθηκε υπό διάγνωση, αλλά και την ιστορική αιτία, η οποία έγινε δεκτή και συγκεκριμένα τα περιστατικά που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, όπως και τη νομική αιτία, το νομικό δηλαδή χαρακτηρισμό, τον οποίο έδωσε το δικαστήριο στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη (ΑΠ 1019/1993 ΕλλΔνη 35, 1552, Κονδύλη οπ. παρ. 19, σελ. 222 επ.).

 

 

V. Από όλα τα νομίμως και με επίκληση προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα από όλα τα έγγραφα τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων είναι και οι υπ' αριθμ. 5510/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 2332/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, από την υπ' αριθμ. 5446/06.04.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών που προσκομίζει και επικαλείται η ενάγουσα, τις υπ' αριθμ. 746/27.04.2017 και 748/28.04.2017 προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων (βλ. τις υπ' αριθμ. 7647Δ-7647650Δ/31.03.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, ..., καθώς και την υπ' αριθμ. 8732 β/24.04.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ..., αντίστοιχα), τις προσκομιζόμενες μετ' επικλήσεως φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τ' ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι κυρία δύο οριζοντίων ιδιοκτησιών πολυώροφης οικοδομής (πολυκατοικίας) που βρίσκεται στη συμβολή των οδών ... στη θέση Π στην Αθήνα. Ειδικότερα, δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1983 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τόμος ... και αύξων αριθμός ...) απέκτησε στην πλήρη και αποκλειστική της κυριότητα εξ αγοράς από τους οικοπεδούχους α) την υπ' αριθμ. Ένα (1) οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, εμβαδού 84 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας 112 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου και β) την υπ' αριθμ. τέσσερα (4) οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του υπογείου, εμβαδού 8 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας 2 χιλιοστά εξ αδιαιρέτου. Η ανωτέρω οικοδομή ανεγέρθηκε με το σύστημα της αντιπαροχής δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1978 προσυμφώνου μεταβιβάσεως ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικού συμβολαίου της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, που καταρτίσθηκε μεταξύ της εργολήπτριας εταιρείας με την επωνυμία «... και Σία Ε.Ε.» και των οικοπεδούχων ... Η οικοδομή αυτή έχει κατασκευασθεί επί υποστηλωμάτων, αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο (υπόστυλο χώρο-πυλωτή), τέσσερις άνωθεν αυτού ορόφους και δώμα (ταράτσα) και έχει υπαχθεί στις διατάξεις των όρθρων 1002 και 1117 ΑΚ και του ν. 3741/1929 με την υπ' αριθμ. .../1978 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένης στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών (τόμος ... και αύξων αριθμός ...). Με βάση την πράξη αυτή, η επίδικη οικοδομή περιλαμβάνει εννέα διαμερίσματα, ενώ η πυλωτή αυτής περιλαμβάνει τις υπό στοιχ. Ρ1, Ρ2, Ρ3, Ρ4, Ρ5, Ρ6, Ρ7, Ρ8 θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτου, οι οποίες ορίσθηκαν ως οριζόντιες ανεξάρτητες ιδιοκτησίες με τα αναφερόμενα για κάθε μια ποσοστά συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου. Από αυτές οι υπό στοιχ. Ρ3 και Ρ4 θέσεις στάθμευσης θα είχαν επιφάνεια 15 τ.μ., ενώ η υπό στοιχ. Ρ5 και Ρ6 θέσεις στάθμευσης θα είχαν επιφάνεια 17 τ.μ. με τα ανάλογα ποσοστοστά συνιδιοκτησίας. Δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1981  πράξη της ανωτέρω Συμβολαιογράφου που επίσης έχει μεταγραφεί νόμιμα (τόμος ... και αύξ. Αριθμός ...) τροποποιήθηκε η ανωτέρω συστατική της οροφοκτησίας πράξη ως προς τις υπό στοιχ. Ρ3 και Ρ4 θέσεις στάθμευσης και συγκεκριμένα μειώθηκε η επιφάνεια της υπό στοιχ. Ρ-3 θέσης στάθμευσης κατά 8 τ.μ. προς όφελος της υπό στοιχ. Ρ-4 θέσης και διαχωρίσθηκε η τελευταία σε δύο επιμέρους θέσεις με τα στοιχεία Ρ4α και Ρ4β, επιφανείας 11.50 τ. μ. Ακολούθως, οι οικοπεδούχοι με τη σύμπραξη τη εργολήπτριας ως εκ τρίτου συμβαλλόμενης μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως α) με το υπ' αριθμ. .../1981 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., νομίμως μεταγεγραμμένου (τόμος ... και αύξων αριθμός ...) στο δεύτερο εναγόμενο την πλήρη κυριότητα της υπό στοιχ. Ρ4α θέσης στάθμευσης της πυλωτής, επιφανείας 11, 50 τ.μ., β) με το υπ' αριθμ. .../1984 συμβόλαιο της ανωτέρω Συμβολαιογράφου νομίμως μεταγεγραμμένου (τ. … και αύξ. αριθμ. … στην τρίτη εναγομένη την πλήρη κυριότητα της Ρ4-β θέσης στάθμευσης, επιφανείας 11,50 τ.μ. γ) με το υπ' αριθμ. .../2009 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ..., νομίμως μεταγεγραμμένου, (τόμος ... και αύξων αριθμός ...) στον πρώτο εναγόμενο (διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπο της ως άνω εργολήπτριας εταιρείας η οποία εν το μεταξύ μετετράπη σε ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «... και Σία Ο.Ε.») την πλήρη κυριότητα της υπό στοιχ. Ρ-5 θέσης στάθμευσης της πυλωτής εμβαδού 17 τ.μ. και δ) με το υπ' αριθμ. .../2009 συμβόλαιο της αμέσως ανωτέρω Συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένου, μεταβίβασαν λόγω πωλήσεως στην τέταρτη εναγομένη την πλήρη κυριότητα της θέσης Ρ6 εμβαδού 17 τ.μ. καθώς και της υπ' αριθμ. 3 οριζόντιας ιδιοκτησίας (αποθήκης) του υπογείου, επιφανείας 8 τ.μ. Ήδη, με την υπ' αριθμ. 2332/2016 απόφαση του Εφετείου Αθηνών η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη η προμνησθείσα πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας όπως αυτή τροποποιήθηκε, καθώς και η στη συνέχεια μεταβίβαση των θέσεων στάθμευσης στους εναγομένους, έχουν κριθεί άκυρες ως αντικείμενες στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις που προαναφέρθηκαν στην έρευνα της νομικής βασιμότητας της κρινόμενης αγωγής, οι οποίες απαγορεύουν τη δημιουργία αυτοτελών οριζοντίων ιδιοκτησιών στον εξ ορισμού ανοιχτό χώρο της πυλωτής. Το δε παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στην αμέσους ανωτέρω μείζονα σκέψη δεσμεύεται από τη θετική λειτουργία του απορρέοντος από την προμνησθείσα απόφαση δεδικασμένου. Επιπλέον, από την προμνησθείσα απόφαση δεσμεύεται το παρόν Δικαστήριο και ως προς την παραδοχή ότι δεν υφίσταται δυνατότητα να ισχύσουν οι ως άνω άκυρες συμβολαιογραφικές πράξεις μεταβίβασης ως πράξεις παραχώρησης αποκλειστικής χρήσης, καθ' όσον η προβληθείσα και κατά την προηγούμενη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω απόφαση ένσταση, η οποία σημειωτέον ότι επαναπροβάλλεται από τους εναγομένους, καθ' όσον σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 330 ΚΠολΔ το δεδικασμένο εκτείνεται και στις ενστάσεις που προτάθηκαν. Η δε εκ των υστέρων απόκτηση από την 4η εναγομένη της πλήρους κυριότητας της υπ' αριθμ. 2 οριζόντιας ιδιοκτησίας του υπέρ του ισογείου ορόφου της ένδικης πολυκατοικίας, δυνάμει της υπ' αριθμ. .../12.06.2017 δωρεάς εν ζωή της Συμβολαιογράφου Αθηνών ... ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί, καθ' όσον κρίσιμος χρόνος για τη μετατροπή της επίμαχης άκυρης δικαιοπραξίας τυγχάνει ο χρόνος κατάρτισης της, κατά τον οποίο δεν περιείχε αυτή της κατά μετατροπή έγκυρης, ως έχει ήδη αμετακλήτως κριθεί. Ομοίως, απορριπτέα, λόγω της δεσμευτικής λειτουργίας του δεδικασμένου είναι και η προβαλλόμενη από τους εναγομένους ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος από μέρους της ενάγουσας, καθ' όσον τα εκτιθέμενα σε αυτή πραγματικά περιστατικά ταυτίζονται με τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέσθηκαν για τη θεμελίωση] της στην προηγούμενη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω αμετάκλητη απόφαση. Περαιτέρω, καθ' ο μέρος αφορά την προβαλλόμενη ένσταση παραγραφής του δικαιώματος της ενάγουσας που προβάλλουν οι δεύτερος και τρίτη των εναγομένων, με το αιτιολογικό ότι έχει παρέλθει από το έτος 1981 και 1984, κατά τα οποία απέκτησαν την κυριότητα των επίδικων θέσεων, αντίστοιχα, χρονικό διάστημα ανώτερο της εικοσαετίας, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθ' όσον σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στην αρχική μείζονα σκέψη, όταν η διατάραξη γίνεται με πράξεις που επαναλαμβάνονται περιοδικά η κάθε μια αποτελεί χωριστή διαταρακτική πράξη και επομένως μετά από κάθε τέτοια αρχίζει νέα παραγραφή (βλ. Εφ.Λαρ. 372/2012 ο.π.) Τέλος, οι 2ος και 3η των εναγομένων ισχυρίζονται ότι η από μέρους τους χρήση των Ρ4α και Ρ4β θέσεων στάθμευσης είναι νόμιμη, καθ' όσον δυνάμει του υπ' αριθμ. 19/31.07.2017 Πρακτικού της Γενικής Συνέλευσης της ένδικης πολυκατοικίας αποφασίσθηκε η παραχώρηση των θέσεων αυτών σε αυτούς άνευ ανταλλάγματος μέχρις ότου ληφθεί μελλοντικά οριστική απόφαση επί του θέματος. Ο ανωτέρα) ισχυρισμός, ωστόσο, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, για το λόγο ότι τέτοια απόφαση είναι επίσης άκυρη κατ' άρθρον 174 ΑΚ, προεχόντως για το λόγο ότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, δεν είναι δυνατόν να καταρτισθεί έγκυρη δικαιοπραξία με αντικείμενο την αποκλειστική χρήση των επίδικων θέσεων στάθμευσης της πυλωτής στους 2ο και 3η των εναγομένων, εφόσον αυτοί δεν έχουν στην κυριότητα τους αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία στην εν λόγω πολυκατοικία. Περαιτέρω, από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι προσκομιζόμενες από την ενάγουσα φωτογραφίες, σε συνδυασμό και με την προσκομιζόμενη από την τελευταία ένορκη βεβαίωση, αλλά και όσα εμμέσως συνομολογούν οι 2ος, 3η και 4ος των εναγομένων, προβάλλοντας του προμνησθέντες ισχυρισμούς τους, αποδεικνύεται ότι οι τελευταίοι κάνουν χρήση των Ρ4α, Ρ4β και Ρ6 θέσεων στάθμευσης αντίστοιχα, παρά το γεγονός ότι ήδη έχει κριθεί αμετακλήτως ότι τα συμβόλαια δυνάμει των οποίων απέκτησαν την κυριότητα τους είναι άκυρα. Πρέπει, επομένως, με βάση τα ανωτέρω, να γίνει, καθ' ο μέρος κρίθηκε νόμιμη, δεκτή ως προς αυτούς η κρινόμενη αγωγή και να υποχρεωθούν με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να παύσουν να σταθμεύουν τα οχήματα τους επί των ακολούθων θέσεων στάθμευσης της πυλωτής της ένδικης πολυκατοικίας, καθώς και να παραλείπουν τη στάθμευση αυτών στο μέλλον και, συγκεκριμένα, α) ο δεύτερος εναγόμενος τα υπό στοιχ. ΖΥΤ-... και ΤΖΟ-... ΕΙΧ αυτοκίνητα ιδιοκτησίας του επί της υπό στοιχ. Ρ4-α θέσεως πάρκινγκ ισογείου πυλωτής, η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο επιφανείας 11.50 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 0,5/000, β) η τρίτη των εναγομένων το υπό στοιχ. ΙΒΧ ... ΕΙΧ αυτοκίνητο της επί της υπό στοιχ. Γ-4 β θέσεως πάρκινγκ ισογείου πυλωτής, η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, επιφανείας 11.5 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 0,5/000, όπως αυτές αποτυπώνονται στην υπ' αριθμ. .../1981 τροποποίηση της αρχικής με αριθμό …/1978 συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., γ) η τέταρτη των εναγομένων τα υπό στοιχ. ΙΒΖ-... ΕΙΧ και BOM-... ΕΙΧ αυτοκίνητα επί της υπό στοιχ. Ρ-6 θέσεως πάρκινγκ ισογείου- πυλωτής, η οποία αποτελείται από ενιαίο χώρο επιφανείας 17 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 1/000. Επιπλέον, να απειληθεί καθ' ενός εκάστου εκ των 2ου, 3ης και 4ης των εναγομένων χρηματική ποινή χιλίων (1000) ευρώ και προσωπική κράτηση ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα του πρώτου εναγομένου λόγω της ήττας του (176 ΚΠολΔ), και οι 2ος, 3η και 4ος των εναγομένων στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, λόγω της ήττας τους, (176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή καθ' ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου των εναγομένων.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα του πρώτου των

εναγομένων τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο,

 

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους δεύτερο, τρίτη και τέταρτη των εναγομένων να παύσουν να σταθμεύουν τα οχήματα τους επί των ακολούθων θέσεων στάθμευσης της πυλωτής της ένδικης πολυκατοικίας και να παραλείπουν τη στάθμευση αυτών στο μέλλον και, συγκεκριμένα, α) ο δεύτερος εναγόμενος τα υπό στοιχ. ΖΥΤ-... και ΥΖΟ-... ΕΙΧ αυτοκίνητα ιδιοκτησίας του επί της υπό στοιχ. Ρ4-α θέσεως πάρκινγκ ισογείου πυλωτής, η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο επιφανείας 11.50 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 0,5/000, β) η τρίτη των εναγομένων το υπό στοιχ. ΙΒΧ ... ΕΙΧ αυτοκίνητό της επί της υπό στοιχ. Ρ-4 β θέσεως πάρκινγκ ισογείου πυλωτής, η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, επιφανείας 11.5 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας ες αδιαιρέτου στο οικόπεδο 0,5/000, όπως αυτές αποτυπώνονται στην υπ' αριθμ. .../1981 τροποποίηση της αρχικής με αριθμό …/1978 συστάσεως οριζοντίου ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ..., γ) η τέταρτη των εναγομένων τα υπό στοιχ. ΙΒΖ-... ΕΙΧ και ΒΟΜ-... ΕΙΧ αυτοκίνητα επί της υπό στοιχ. Ρ-6 θέσεως πάρκινγκ ισογείου- πυλωτής, η οποία αποτελείται από ενιαίο χώρο επιφανείας 17 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 1/000.

 

ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος των 2ου, 3ης και 4ης των εναγομένων χρηματική ποινή χιλίων (1000) ευρώ και προσωπική κράτησα] ενός (1) μηνός για κάθε παράβαση της παρούσας απόφασης.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους 2ο, 3η και 4η των εναγομένων στα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στις 05.01.2018.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                 Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22.01.2018, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι

δικηγόροι τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 
++++++++++++

ΜΠρΑθ 1473/2012 Ασφαλιστικά μέτρα – Προσωρινή ρύθμιση – Πυλωτή – Χώροι στάθμευσης -.


Αναγνωρίζεται προσωρινώς σε ιδιοκτήτη διαμερίσματος, που δεν είχε αγοράσει θέση, το δικαίωμα για ελεύθερη και ανεμπόδιστη σύγχρηση θέσεως σταθμεύσεως στη πυλωτή, που με τη σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας έχει ορισθεί ως ανεξάρτητη και διηρημένη ιδιοκτησία, και έχει αποκτηθεί από τρίτο μη ένοικο της πολυκατοικίας. Απαγόρευση προσβολής της προσωπικότητας.

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 1473/2012

ΓΕΝΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ: 141133/2010

ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ: 12612/2010

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά Πρόεδρο Πρωτοδικών, ο οποίος ορίστηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3327/2005, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέως.

Συνεδρίασε, δημόσια, στο ακροατήριο του, την 09-12-2011, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

(Α) Των αιτούντων: (1) ….,

(2)       …, αμφοτέρων κατοίκων Λυκαβηττού Αθηνών (οδός …, και

(3)       …., κατοίκου Παλαιού Ψυχικού Αττικής, οδός …, από τους οποίους οι δύο πρώτοι παραστάθηκαν μετά και ο τρίτος διά του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Δημητρίου Κ. Ρήγα (AM, Δ ΣΑ 27730).

Tης Καθ’ ης η αίτηση: …, κατοίκου Αθηνών, οδός …, η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Δημητρίου Κ. Αβραάμ(ΑΜ. Δ.Σ.Α. 13597).

(Β) Της Ανταιτούσας: …. κατοίκου Αθηνών (οδός ,,), η οποία παραστάθηκε μετά,, του πληρεξούσιου Δικηγόρου της Δημητρίου Κ. Αβραάμ (AM. Δ.Σ.Α. 13597)

Των Καθ’ ων η ανταίτηση: (1) ,,,

(2)       …. αμφοτέρων κατοίκων

Λυκαβηττού Αθηνών, οδός … και

(3)       … κατοίκου Παλαιού Ψυχικού Αττικής, οδός ,,,, από τους οποίους οι δύο πρώτοι παραστάθηκαν μετά και ο τρίτος διά του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους

Δημητρίου Κ. Ρήγα (AM. Δ. Σ. Α. 27730).

Οι υπό στοιχεία (Α) Αιτούντες άσκησαν την από 27 Ιουλίου 2010 αίτηση τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) 141133/12612/2010 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 09ης Φεβρουαρίου 2011, οπότε αναβλήθηκε, αρχικά, με κοινό αίτημα των διαδίκων για τη δικάσιμο της 28ης Ιουνίου 2011 και, στη συνέχεια, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπό στοιχεία (Β) Ανταιτούσα, κατά τη συζήτηση της υπό στοιχεία (Α) αίτησης, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου της άσκησε προφορικά ανταίτηση, με ταυτόσημο περιεχόμενο με αυτό της από 25 Αυγούστου 2010 αίτησης της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Γ. Α. Κ.) 149769 /13938 /2010 και προσδιορίστηκε, αρχικά, για τη δικάσιμο της 09ης Φεβρουαρίου 2011, οπότε αναβλήθηκε, για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, πλην, όμως, ενώπιον άλλου Δικαστή του Δικαστηρίου τούτου, και λόγω αδυναμίας συνεκδίκασής  τους, η συζήτηση αυτής  ματαιώθηκε, και,  ακολούθως, περιελήφθη υπό τον τύπο ανταίτησης στο σχετικό σημείωμά της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στις αιτήσεις τους, όπως και στα σημειώματα, που κατέθεσαν, κατά την χορηγηθείσα σε αυτούς προθεσμία.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

(I) Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 682 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 έως 703 του ίδιου ως άνω Κώδικα, τα Δικαστήρια σε επείγουσες περιπτώσεις ή προκειμένου να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, μπορούν να διατάζουν ασφαλιστικά μέτρα για την εξασφάλιση ή διατήρηση ενός δικαιώματος, που μπορεί να εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία, ή τη ρύθμιση μίας κατάστασης και να το μεταρρυθμίζουν ή να το ανακαλούν, ανάλογα. Με την εν λόγω διάταξη υποδηλώνονται τα επείγοντα εκείνα μέτρα, που, εξαιτίας του κινδύνου από οποιαδήποτε αναβολή, είτε διασφαλίζουν τη μελλοντική ικανοποίηση του δικαιώματος είτε την προσωρινή επιδίκαση δικαιώματος είτε την προσωρινή ρύθμιση της κατάστασης, με τέτοιο τρόπο ώστε να βρίσκονται σε τελολογικό σύνδεσμο προς την κύρια δίκη, από την έκβαση της οποίας αυτά εξαρτώνται (77. Γέσιου Φαλτσή, Ελλ. Δνη 34/253, Μητσόπουλος, 34-408 Του ιδίου, Αρμ. 43/429). Για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με τη μορφή της παροχής έννομης προστασίας, απαιτεί ο Νόμος, ως απαραίτητες προϋποθέσεις, την ύπαρξη δικαιώματος και τη συνδρομή επείγουσας περίπτωσης ή επικείμενου κίνδυνου, η έλλειψη των οποίων καθιστά απορριπτέα την αίτηση (Β. Βαθρακοκοίλης Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση  (κατ’ άρθρο)-Τόμος Δ σελ. 23 με τις εκεί παραπομπές στην Επιστήμη και Νομολογία). Στην αίτηση πρέπει να γίνεται, έστω και συνοπτικά, αναφορά των πραγματικών περιστατικών, που πιθανολογούν τη συνδρομή του επικείμενου κινδύνου ή της επείγουσας περίπτωσης, διαφορετικά, αυτή απορρίπτεται, ως αόριστη. Η επείγουσα περίπτωση πρέπει να συντρέχει, όταν πρόκειται να διαταχθεί προσωρινή ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος, δηλαδή, για την προσωρινή επιδίκαση της απαίτησης (άρθρα 728 και επ. Κ.Πολ.Δ) και την προσωρινή ρύθμιση κατάστασης (άρθρα 731 και επ. Κ.Πολ.Δ), ενώ επικείμενος κίνδυνος πρέπει να συντρέχει, όταν πρόκειται να διαταχθούν τα υπόλοιπα ασφαλιστικά μέτρα, δηλαδή, εγγυοδοσία (άρθρα 704 και επ. Κ.Πολ.Δ), προσημείωση υποθήκης (άρθρα 706 και επ. Κ.Πολ.Δ), συντηρητική κατάσχεση άρθρα (707 και επ. Κ.Πολ.Δ), δικαστική μεσεγγύηση (άρθρο 725 Κ.Πολ.Δ), και σφράγιση (άρθρο 737 Κ.Πολ.Δ). Η ύπαρξη δικαιώματος συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων (Κεραμέα-Πολυζωγόπουλου : ΙΔΜΕ 3/258-259* Παναγόπουλο: Δ 15/1449). Ενόψει της γενικής και χωρίς διακρίσεις, διατύπωσης της προκείμενης διάταξης, οποιοδήποτε δικαίωμα ή οποιαδήποτε έννομη σχέση, που αναγνωρίζεται από το ουσιαστικό δίκαιο και εμπίπτει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 εδ. α Κ.Πολ.Δ. μπορεί, καταρχήν να προστατευθεί με ασφαλιστικά μέτρα, για την εξασφάλιση της ικανοποίησης του δικαιούχου, αν υπάρχει κίνδυνος υλικής ματαίωσης μέχρι την επίτευξη εκτελεστού τίτλου. Επείγουσα περίπτωση συντρέχει, όταν υπάρχει ανάγκη προσωρινής απόλαυσης του ασφαλιστέου δικαιώματος από το φερόμενο ως δικαιούχο πρόσωπο αυτού, διότι με την πάροδο του χρόνου, πρόκειται να επέλθει βλάβη οποιασδήποτε φύσης είτε στην υλική φύση του αντικειμένου είτε

δικαιούχο (Α. Π. 129/1973 ΝοΒ 21/889 Π. Τζίφρας: ΝοΒ 19/1189 επ. Α. Μαργαρίτης: Αρμ.  34/139-140),  ενώ επικείμενος κίνδυνος αφορά στην επερχόμενη ματαίωση του ασφαλιστέου δικαιώματος, οπότε, αν αυτός δεν αποτραπεί, θα καταστεί ανέφικτη η πραγμάτωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, σε βάρος του καθ’ ου η αίτηση οφειλέτη, μετά την περάτωση της διαγνωστικής δίκης και την απόκτηση εκτελεστού τίτλου από τον αιτούντα. Ειδικότερα, έχει κριθεί ότι είναι νόμιμη η αίτηση προσωρινής ρύθμισης κατάστασης σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας με επιστολές εξυβριστικού, απειλητικού και εκβιαστικού περιεχομένου περιεχομένου (Μ.Π.Πειρ. 314/1985 ΝοΒ 33/681) στην περίπτωση εκείνη, κατά την οποία παρουσιάζεται διάρκεια σε μία τέτοια έννομη σχέση (Μ.Π.Α 15611/1989 Δ 21/874 Μ.Π.Α. 702/1981 ΝοΒ 29/1301) Πέραν τούτου, γίνεται δεκτό ότι είναι η δυνατή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων και στην περίπτωση παραβίασης του Γενικού οικοδομικού Κανονισμού (Γ.Ο.Κ.), όπως σε παρεμπόδιση της χρήσης κοινόκτητου ή κοινόχρηστου χώρου (Α.Π. 259/1971 ΝοΒ 19.853* Π.Πρωτ. Αθ. 702/1981 ΝοΒ 29.301). Ωστόσο, η λήψη ασφαλιστικού μέτρου σε μία τέτοια περίπτωση υπόκειται σε ορισμένους περιορισμούς, όπως: (α) με τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων δεν πρέπει να παραβιάζεται η συνταγματικώς διασφαλισμένη αρχή του σεβασμού της αξίας της ανθρώπινης προσωπικότητας (Συντ. 2 παρ.1), γι’ αυτό και δεν είναι επιτρεπτή η διάταξη της συντηρητικής προσωπικής κράτησης του οφειλέτη, ως ασφαλιστικού μέτρου, (β) δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όριά της, δηλαδή, να μην είναι καταχρηστική, (γ) να μην δημιουργούνται αμετάκλητες καταστάσεις, οι οποίες να αποτελούν εμπόδιο στην πραγμάτωση της οριστικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 692 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ), (δ) το μέτρο να διατάσσεται σε σχέση με ιδιωτική διαφορά και (ε) το μέτρο δεν πρέπει να αφορά απαίτηση για την παροχή χρημάτων ή άλλων πραγμάτων, που είναι δεκτική προσωρινής επιδίκασης (άρθρο 728 Κ.Πολ.Δ) ούτε για ενέργεια ή ανοχή υλικής πράξης ή παράλειψης οποιασδήποτε πράξης, η οποία εντάσσεται στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 734 Κ.Πολ.Δ. (σχετικά με τη νομή ή κατοχή κινητού πράγματος) (Β. Βαθρακοκοίλης: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο)-Τόμος Δ, σελ. 319 Κ.Πολ.Δ. με τις εκεί παραπομπές στην Επιστήμη και Νομολογία). Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1002 και 1117 Α.Κ 1, 2 παρ. 1,5 και 13 Ν. 3741/29, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα με το άρθρο 54 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, συνάγεται ότι, στην περίπτωση οριζόντιας ιδιοκτησίας, ιδρύεται κυρίως μεν διακεκριμένη κυριότητα σε όροφο οικοδομής ή διαμέρισμα ορόφου, παρεπόμενης δε και αναγκαστικής συγκυριότητας, που αποκτάται αυτοδίκαια, κατ’ ανάλογη μερίδα, στα μέρη του όλου ακινήτου, που χρησιμεύουν σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση μετά των οποίων περιλαμβάνεται, κατά ενδεικτική στις διατάξεις αυτές απαρίθμηση, το έδαφος, οι αυλές κλπ. Ο προσδιορισμός των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων αυτών μερών γίνεται είτε με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία είτε με ιδιαίτερες συμφωνίες όλων των οροφοκτητών, κατά τα άρθρα 4 παρ. 1, 5 και 13 του Ν. 3741/1929. Αν τούτο δεν γίνει, αν, δηλαδή, δεν ορίζεται τίποτα από την ως άνω δικαιοπραξία ούτε με ιδιαίτερες συμφωνίες, τότε, ισχύει ο προσδιορισμός, που προβλέπεται από τις παραπάνω διατάξεις. Το ίδιο συμβαίνει, ήτοι, ισχύει ο προσδιορισμός, που προβλέπεται από τις αναγκαστικού δικαίου πολεοδομικές διατάξεις, όταν οι παραπάνω δικαιοπραξίες και συμφωνίες αντίκεινται στις διατάξεις αυτές, όταν, δηλαδή, ο καθορισμός των κοινοχρήστων, κατ’ έκταση και περιεχόμενο, με βάση τις παραπάνω διατάξεις, αντίκειται σε ρητή πολεοδομική διάταξη, η οποία απαγγέλει, κατά τρόπο ρητό ή εμμέσως αλλά με σαφήνεια, ακυρότητα. Τέτοια διάταξη Νόμου είναι εκείνη του άρθρου 1 και 5 εδαφ. τελευταίο του Ν. 960/1979 για επιβολή υποχρεώσεων προς δημιουργία χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων για την εξυπηρέτηση των κτιρίων, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 1221/1981. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη του Νόμου, οι τυχόν δημιουργούμενες θέσεις στάθμευσης στον ελεύθερο χώρο του κτιρίου, όταν τούτο ανεγείρεται σε υποστυλώματα PILOTIS. κατά τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, δεν μπορούν να αποτελέσουν διηρημένες ιδιοκτησίες. Δηλαδή, από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, όταν η οικοδομή ανεγείρεται με άδεια και υπό το πολεοδομικό σύστημα της αφέσεως του ισογείου χώρου ακαλύπτου, ο ακάλυπτος αυτός χώρος δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διηρημένων ιδιοκτησιών, στις οποίες, νόμιμα, μπορεί να συσταθεί εμπράγματο δικαίωμα ενός ή περισσοτέρων ιδιοκτητών, είτε αυτοί είναι οροφοκτήτες ή τρίτοι αλλά θα παραμείνει κοινόχρηστος, με την έννοια του χώρου στον οποίο αποκτάται αυτοδίκαια συγκυριότητα, εφόσον υπάρχει οριζόντια ιδιοκτησία σε όροφο οικοδομής ή σε διαμέρισμα και, παρεπόμενα, αναγκαστική συγκυριότητα των οροφοκτητών, κατ’ ανάλογη μερίδα τούτων σε κοινόχρηστο αυτού χώρου, που χρησιμεύει σε κοινή από όλους τους οροφοκτήτες χρήση. Ενόψει τούτων, η συμφωνία των οροφοκτητών για κατάργηση του κοινοχρήστου χαρακτήρα της PILOTIS και η μεταβίβαση του χώρου αυτής σε τρίτο, κατά διηρημένες ιδιοκτησίες, αντίκειται με την παραπάνω αναγκαστικού δικαίου πολεοδομική διάταξη του Ν. 1221/81, με συνέπεια να καθίσταται άκυρη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 174 Α.Κ. Εφόσον ο χώρος αυτός δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διηρημένης ιδιοκτησίας δεν είναι δεκτικός και συστάσεως διακεκριμένου εμπραγμάτου δικαιώματος, όπως πραγματικής δουλείας, με το οποίο θα απέβαλε τον κοινόχρηστο χαρακτήρα της και, ως εκ τούτου, η σχετική δικαιοπραξία με την οποία επιχειρείται κάτι τέτοιο πάσχει από ακυρότητα για τους ίδιους ως άνω λόγους. Η παραπάνω ακυρότητα είναι απόλυτη και μπορεί να προταθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, που έχει έννομο συμφέρον, ακόμα, δε, και από τον αντισυμβαλλόμενο (Ολ ΑΠ 5/1991 Ελλ. Δνη 32,750,Ολ ΑΠ 23/2000 ΕλλΔνη 42,58 ΑΠ 185/1996 ΑΠ 448/1996 ΕλλΔνη 37, 596, 600, ΑΠ 396/97 ΕΕΝ 1998, 553, ΑΠ 353/1997 ΕΕΝ 1998, 535 ΑΠ 200/97 ΕΕΝ 1998, 476 ΕφΑΘ 101/2003 ΝοΒ 51,1253 κλπ.) Με ιδιαίτερη συμφωνία των συνιδιοκτητών μπορεί, σύμφωνα με τα άρθρα 5 και 13 Ν. 3741/1929, να παραχωρηθεί, κατά τρόπο έγκυρο, η χρήση του κοινοχρήστου χώρου της πιλοτής αποκλειστικά σε έναν ή ορισμένους ιδιοκτήτες ορόφου ή διαμερίσματος μόνον, όμως, της ίδιας οικοδομής. Ο με το παραπάνω περιεχόμενο περιορισμός της χρήσης του χώρου αυτού από τους λοιπούς οροφοκτήτες επιβάλλεται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1, 2 εδ. Α-β, 5 του Π. Δ. 1340/1981, συνίσταται, δε, στην υποχρέωση των συνιδιοκτητών σε οικοδομές, που ανεγείρονται με άδεια από το αρμόδιο πολεοδομικό Γραφείο και με το σύστημα της άφεσης του ισογείου χώρου ακαλύπτου να εξασφαλίσει είτε σε ακάλυπτο είτε σε καλυμμένο (Μεταξύ των υποστηλωμάτωντης οικοδομής) χώρο για τη στάθμευση των αυτοκινήτων των συνιδιοκτητών της οικοδομής (ΑΠ 101/ 2003 ΝοΒ 51, σελ. 1238). Τέλος, κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 960/1979, όπως αυτό ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 1 του Ν. 1221/1981 για την ανέγερση κάθε κτιρίου επιβάλλεται η εκπλήρωση των υποχρεώσεων, για δημιουργία χώρων στάθμευσης αυτοκίνητων, σύμφωνα με τις διατάξεις του συγκεκριμένου Νόμου και κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου: … οι χώροι σταθμεύσεως αυτοκινήτων ανήκουν κατά κυριότητα εις τον κύριον ή τους συγκυρίους του εξυπηρετουμένου κτιρίου κλπ. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται η αυτοτελής μεταβίβαση της κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος επί του τοιούτου χώρου σταθμεύσεως αυτοκινήτων, εάν υπέρ του δια του χώρου τούτου εξυπηρετούμενου κτιρίου ή διηρημένης ιδιοκτησίας εξασφαλίζεται συμφώνως προς τις ειδικώτερες προϋποθέσεις της παρ. ταύτης έτερος εν λειτουργία τοιούτος χώρος πληρών τις απαιτήσει του παρόντος Νόμου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι χώροι σταθμεύσεως αυτοκινήτων ανήκουν, κατά κυριότητα, στον κύριο ή τους συγκυρίους του εξυπηρετουμένου κτιρίου η κάθε διηρημένης ιδιοκτησίας αυτού και όχι σε τρίτους, προς τους οποίους απαγορεύεται η μεταβίβαση των χώρων αυτών, εκτός εάν εξασφαλίζεται για το εξυπηρετούμενο κτίριο άλλος σε λειτουργία τέτοιος χώρος που να πληροί τις απαιτήσεις του ως άνω Νόμου (ΑΠ 706/1996 ΕΕΝ 1997 σελ 53). Εξάλλου για τον καθορισμό του απαιτουμένου αριθμού θέσεων σταθμεύσεως αυτοκινήτων αναλόγως της χρήσεως και του μεγέθους των κτιρίων σε περιοχές εντός της μείζονος περιοχής πρωτευούσης βάσει του ΠΔ 1340/81 δεν προβλέπεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου για επιφάνεια μικρότερη από 40 τμ. ενώ στην επιφάνεια του κτιρίου για τον υπολογισμό των θέσεων σταθμεύσεως δεν συνυπολογίζονται και οι εν γένει βοηθητικοί χώροι. Επομένως, κατανομή των θέσεων του αυτοκινήτου στον ακάλυπτο χώρο της πυλωτής της οικοδομής, ώστε να εξασφαλίζεται θέση σταθμεύσεως αυτοκινήτου σε υπόγεια χωρίς λειτουργική ανεξαρτησία μικρή αποθήκη επιφανείας μικρότερης από 40 τμ. που αποτελεί βοηθητικό χώρο διαμερίσματος και η μη εξασφάλιση θέσης στάθμευσης του αυτοκινήτου στο διαμέρισμα με συνακόλουθο και παρεπόμενο την παντελή στέρηση του ιδιοκτήτης διαμερίσματος ορόφου από τη. χρήση της πυλωτής αντίκειται στον από τις άνω πολεοδομικές διατάξεις επιβαλλόμενο περιορισμό της κυριότητας. Κατ’ ακολουθία, είναι άκυρη είναι και, ως εκ τούτου, θεωρείται ως μη γενομένη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174 και 180 Α.Κ. (ΑΠ 2155/2009 ΕΘΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ Δ ΣΑ, Α. Π. 448/96, Εφ. Αθ. 8600/2000 Ελλ. Δνη 43, 500 Εφ. ΑΘ 7337/1999 ΕΔΠ 2001/211, Εφ. Αθ. 101/2003 ΝοΒ 51,1238). Αλλωστε, έχει κριθεί ότι ο χώρος της πυλωτής ή ανοικτά τμήματα του χώρου αυτού δεν είναι δυνατό ούτε πριν  από τη θέση σε ισχύ των Ν. 960/1979 και 1221/1981, αντίστοιχα, να αποτελέσουν αντικείμενο διαιρεμένης ιδιοκτησίας και κατά συνέπεια, οι χώροι της πυλωτής ανήκαν και τότε στα κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της οικοδομής, στα οποία μπορούσε μόνο να παραχωρηθεί με τη συστατική της οροφοκτησίας δικαιοπραξία ή με μεταγενέστερη συμφωνία όλων των συνιδιοκτητών, η οποία πρέπει να καταρτισθεί με συμβολαιογραφικό έγγραφο και να μεταγραφεί- δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης σε ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων της ίδιας οικοδομής κατ’ εφαρμογή των άρθρων 4 παρ 1 και 13 του Ν ,3741/1929 (Ολ ΑΠ 23/2000 ΝοΒ 49 σελ. 604, ΑΠ 1493/2001 ΕΘΝΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΔΣΑ).

(II) Στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτησή τους, οι υπό στοιχεία (Α) αιτούντες εκθέτουν ότι, με βάση το υπ’ αριθμόν 2514/1978 προσύμφωνο και εργολαβικό αντάλλαγμα της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας …  σε συνδυασμό με την υπ’ αριθμόν 2617/1978 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού Πολυκατοικίας, περιήλθε στην κυριότητα της ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία: «…και Σια Ο.Ε.» το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας στην υπό στοιχεία Ρ-5 θέση στάθμευσης (Parking) του ισογείου, αποτελούμενη από ένα χώρο, επιφάνειας 17 τ.μ., όπως με λεπτομέρεια περιγράφεται στην κρινόμενη αίτηση. Ότι, στη συνέχεια, με το υπ’ αριθμόν 11.316/2009 συμβόλαιο για «Πώληση πάρκινγκ του Ν. 3741/1929» της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, η ως άνω εταιρεία μεταβίβασε, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, την παραπάνω θέση στάθμευσης στον τρίτο (3°) από αυτούς, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες, που διαλαμβάνονταν σε αυτό. Ότι η καθ’ ης η αίτηση, από το έτος 2007 άρχισε να χρησιμοποιεί τη θέση στάθμευσης, αυθαίρετα και χωρίς να έχει το προς τούτο δικαίωμα, αποβάλλοντας τον τελευταίο από την νομή, γεγονός, που είχε, ως συνέπεια, να αρχίσει δικαστική διαδικασία για αναγνώριση του δικαιώματος του. Ότι, εξαιτίας της ενέργειας του αυτής να διασφαλίσει τα δικαιώματα του, η καθ’ ης η αίτηση προέβη σε σωρεία δικαστικών ενεργειών, που με λεπτομέρεια περιγράφονται στην κρινόμενη αίτηση τους (υποβολή έγκλησης-μήνυσης, αγωγής), ενώ, παράλληλα, επιδόθηκε σε απαξιωτικές για το πρόσωπο τους ενέργειες, δημιουργώντας επεισόδια στην πυλωτή. Ότι, παράλληλα, η καθ’ ης η αίτηση ισχυρίζεται ενώπιον των αστυνομικών Αρχών, ότι οι τίτλοι τους αναφορικά με την παραπάνω θέση στάθμευσης είναι παράνομοι, με συνέπεια να μην έχουν αποκτήσει οι αιτούντες ίδιον δικαίωμα κυριότητας σε αυτήν και να καλούνται στα Αστυνομικά Τμήματα Ψυχικού και Εξαρχείων, αντίστοιχα, όπου τους απευθύνονται συστάσεις, κατόπιν παραγγελιών του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών. Ότι οι ενέργειες αυτές είναι προσβλητικές για την τιμή και υπόληψη τους. Επικαλούμενοι κατεπείγουσα περίπτωση, ζητούν να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και, συγκεκριμένα, να υποχρεωθεί η καθ’ ης αίτηση να παραλείπει τέτοιου είδους προσβλητικές πράξεις για το μέλλον, επαπειλούμενης σε βάρος της χρηματικής ποινής 10.000,00 Ευρώ (Ε) και προσωπικής κράτησης ενός (1) έτους. Τέλος, δε, ζητούν να καταδικαστεί αυτή στη δικαστική δαπάνη τους.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αυτό το αίτημα, η κρινόμενη αίτηση, παραδεκτά, εισάγεται, προκειμένου να συζητηθεί, κατά τη διαδικασία των άρθρων 682-703 Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο καθίσταται καθ’ ύλην αλλά και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22, 683 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.. Είναι, δε, πλήρως ορισμένη, καθώς περιέχει το σύνολο των αξιούμενων περιστατικών, ως στοιχείων/ δικαιοπαραγωγικών όρων του πραγματικού των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (διατάξεις άρθρων του Αστικού Κώδικα), σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου θεωρία της λειτουργίας του κανόνα δικαίου του προσδιορισμού του επίδικου δικαιώματος, σε αντίθεση με τη θεωρία της εξατομίκευσης (Κ. Κεραμεύς: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, (Γενικό Μέρος), (1986), σελ. 206 με τις εκεί παραπομπές στην Επιστήμη και Νομολογία). Επιπλέον, αυτή είναι νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του Αστικού Κώδικα, 176, 731, 732, 947 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, μόνον, όμως, μέχρι του ποσού των 5.900 Ευρώ (Ε), αναφορικά με την αιτούμενη χρηματική ποινή. Πρέπει, επομένως, η αίτηση να ερευνηθεί, περαιτέρω, και από την άποψη της ουσιαστικής της βασιμότητας.

(Ill) Περαιτέρω, η …, με την κρινόμενη ανταίτηση της, εκθέτει ότι, με βάση το υπ’ αριθμόν 5983/1983 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας …- νόμιμα, μεταγεγραμμένο στον τόμο 3246 με αριθμό 377 του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, απέκτησε το εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας στην υπό στοιχεία (1) οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου μίας πολυώροφης οικοδομής, κείμενης στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων, στη συμβολή των οδών ..  και …, όπως με λεπτομέρεια περιγράφεται σε αυτήν. Ότι, λόγω της ιδιότητας της αυτής, άσκησε την από 13.04.2010 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με το διαλαμβανόμενο σε αυτήν περιεχόμενο, την οποία στρέφει σε βάρος της πρώτης (1ης) και του τρίτου (3ου) των καθ’ ων η αίτηση, αιτούμενη την αναγνώριση της ακυρότητας: (α) της υπ’ αριθμόν 2617 /1978 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας αναφορικά με

τις θέσεις στάθμευσης, (β) του με αριθ. … συμβολαίου μεταβίβασης της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, (β) του υπ’ αριθμόν … συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας …, (γ) του υπ’ αριθμόν … συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών … και (δ) του υπ’ αριθμόν … συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, (ε) των υπ’ αριθ. 11.316/2009 και 11314/2009 συμβολαίων της τελευταίας ως άνω Συμβολαιογράφου, αναφορικά με τις υπό στοιχεία Π-5 και Π-6 θέσεις στάθμευσης, αντίστοιχα, λόγω παύσης της πληρεξουσιότητας προς την παραπάνω ομόρρυθμη εταιρεία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή της, και να αναγνωρισθεί η ιδιότητα του κοινόκτητου και κοινόχρηστου πράγματος στους περιγραφόμενους χώρους της επίδικης πυλωτής, επικαλούμενη ακυρότητα της συμβάσεων μεταβίβασης των χώρων στάθμευσης (Π-4,α, Ρ-4 Β, Π-5 και Π-6), δεδομένου ότι δεν είναι φορείς εμπράγματου δικαιώματος κυριότητας ή και επικαρπίας σε διαμερίσματα της επίδικης πολυκατοικίας. Ότι, κατά συνέπεια, η ίδια δεν επιδίδεται σε παράνομες ενέργειες, με τις οποίες να προσβάλλεται η προσωπικότητα των καθ’ ων η αίτηση. Ότι η πρώτη και ο δεύτερος των καθ’ ων η αίτηση, κατά τους αναφερόμενους χρόνους, τοποθετούσαν στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου της σημειώματα με το ειδικότερα αναφερόμενο στην κρινόμενη ανταίτηση περιεχόμενο, ασκώντας, ουσιαστικά, σε βάρος της ψυχολογική πίεση, ενώ, παράλληλα, σταθμεύουν τα αυτοκίνητα τους. κατά τρόπο, που να παρεμποδίζει την κίνηση του δικού της οχήματος, πέραν του ότι η πρώτη (1°) και ο δεύτερος (2ος) των καθ’ ων η αίτηση, την 01.06.2010 και περί ώρα 10:30 μ .μ. τοποθέτησαν σιδερένια μπάρα μέσα στην πυλωτή, γεγονός διακωλλυτικό της χρήσης των κοινόχρηστων χώρων από την πλευρά της, την οποία (=μπάρα) αφαίρεσε. Ότι. παρά ταύτα, η πρώτη των καθ’ ων η αίτηση τοποθέτησε καινούργια μπάρα, με συνέπεια να επιληφθεί το Α.Τ. Εξαρχείω.ν Ότι, έκτοτε, αναγκάσθηκε να απευθυνθεί στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, προκειμένου ο τελευταίος να παραγγείλει τα Αστυνομικά Τμήματα Εξαρχείων και Ψυχικού, αντίστοιχα, να προβούν στις αναγκαίες συστάσεις. Ότι, παρά ταύτα, οι καθ’ ων η αίτηση δεν συμμορφώθηκαν στις γενόμενες προς αυτούς συστάσεις αλλά διέπραξαν σε βάρος της αξιόποινες πράξεις, για τις οποίες αναγκάστηκε να υποβάλλει την υπ’ αριθμόν (Α.Β.Μ.) Γ 2009/7568/ 2009 έγκληση-μήνυσή της ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών με το διαλαμβανόμενο στην ανταίτηση περιεχόμενο. Ότι οι ενέργειες αυτές των καθ’ ων η αίτηση είναι προσβλητικές για την τιμή και υπόληψη της. Επικαλούμενη κατεπείγουσα περίπτωση, ζητεί να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και, συγκεκριμένα, να υποχρεωθούν οι καθ’ ων η ανταίτηση να παραλείπουν τέτοιου είδους προσβλητικές πράξεις για το μέλλον, επαπειλούμενης σε βάρος τους χρηματικής ποινής 2.000,00 Ευρώ (Ε) και προσωπικής κράτησης δύο (2) μηνών. Τέλος, δε, ζητεί να καταδικαστούν αυτοί στη δικαστική δαπάνη της.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αυτό το αίτημα, η κρινόμενη ανταίτηση, παραδεκτά, εισάγεται, προκειμένου να συζητηθεί, κατά τη διαδικασία των άρθρων 682-703 Κ.Πολ.Δ., ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο καθίσταται καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22, 683 παρ.1 Κ. Πολ. Δ.. Είναι, δε, πλήρως ορισμένη, καθώς περιέχει το σύνολο των αξιούμενων περιστατικών, ως στοιχείων-δικαιοπαραγωγικών όρων του πραγματικού των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (διατάξεις άρθρων του Αστικού Κώδικα), σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου θεωρία της λειτουργίας του κανόνα δικαίου του προσδιορισμού του επίδικου δικαιώματος, σε αντίθεση με τη θεωρία της εξατομίκευσης (Κ. Κεραμεύς: Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, (Γενικό Μέρος), (1986), σελ. 206 με τις εκεί παραπομπές στην Επιστήμη και Νομολογία). Επιπλέον, αυτή είναι νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των 7, 59, 914, 932 του Αστικού Κώδικα, 176, 731, 732, 947 παρ.1 Κ.Πολ.Δ,, μόνο μέχρι του ποσού των 5.900 Ευρώ (Ε), αναφορικά με την αιτούμενη χρηματική ποινή. Πρέπει, επομένως, η αίτηση να ερευνηθεί, περαιτέρω, και από την άποψη της ουσιαστικής της βασιμότητας.

Οι ανωτέρω με στοιχεία (Α)+ (Β) αιτήσεις πρέπει να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν αξιώσεις, οι οποίες απορρέουν από το ίδιο βιοτικό συμβάν, είναι αντίθετες και υπάγονται στην ίδια διαδικασία, ενώ από τη συνεκδίκασή τους διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης (άρθρα 31, 246 και 285 Κ.Πολ.Δ).

(IV). Από τις καταθέσεις των μαρτύρων … και …, που εξετάστηκαν, ενόρκως, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με επιμέλεια των διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 106 και 107 Κ.Πολ.Δ. εκτιμώμενες ανάλογα με τις γνώσεις τους και το βαθμό αξιοπιστίας τους, καθώς και από το σύνολο των νομίμως προσκομιζομένων εγγράφων, έστω και αν δεν πληρούν τους όρους του Νόμου, εφόσον αναγνωρίζονται αυτά ως τέτοια από το Νόμο και είναι πρόσφορα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, για το σχηματισμό της κρίσιμης δικανικής πεποίθησης του, (Α.Π. 500/1975 Ε.Ε.Ν. 25/50) πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι …, ..  και …, ως συγκύριοι, κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου ο μεν πρώτος 234/οοο, ο, δε, δεύτερος 234/οοο και η τρίτη 532/οοο, αντίστοιχα, ενός οικοπέδου άρτιου και οικοδομήσιμου, το οποίο βρίσκεται στην Αθήνα μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο της περιφέρειας του Δήμου Αθηναίων στη θέση «Πινακωτά» στην βόρεια πλευρά του Λυκαβητού στη διασταύρωση των οδών ..  και ..  όπως τούτο εμφαίνεται στο από Μαρτίου 1978 τοπογραφικό διάγραμμα του Πολιτικού Γ Μηχανικού …, το οποίο έχει προσαρτηθεί στο υπ’ αριθ. … συμβόλαιο της παραπάνω συμβολαιογράφου με τα αλφαβητικά στοιχεία Α.Β.Γ.Δ.Η.Ζ.Ε.Δ.Α, έχει έκταση 244,26 τετραγωνικά μέτρα και συνορεύει, βόρεια με τεθλασμένη πλευρά ΑΓΘΗ συνολικού μήκους είκοσι δύο μέτρων και σαράντα ενός εκατοστών (22,41) με την ιδιοκτησία πρώην … ή … εν μέρει και νυν … και αγνώστων και εν μέρει με …, νότια επί προσώπου ΑΔΕ μήκους είκοσι τριών μέτρων και εξήντα οκτώ εκατοστών, με οδό …, όπου φέρει τους αριθμούς …, ανατολικά με τεθλασμένη πλευράς ΕΖΗ μήκους εννέα μέτρων και ογδόντα πέντε εκατοστών (9,85) με ιδιοκτησία … και άλλων ιδιοκτητών και δυτικά με πρόσωπο ΑΒ μήκους έντεκα μέτρων και είκοσι εκατοστών (11,20) με οδό …, όπου φέρει τον αριθμό … συναποφάσισαν να ανεγείρουν πολυκατοικία στο συγκεκριμένο οικόπεδο, αποτελούμενη αυτή (=πολυώροφη οικοδομή) από υπόγειο, ισόγειο (υπόστυλο χώρο-πυλωτή), πρώτο όροφο, δεύτερο όροφο, τρίτο όροφο, τέταρτο σε εσοχή όροφο και δώμα (ταράτσα). Για το λόγο αυτό, με το υπ’ αριθμόν … προσύμφωνο και εργολαβικό της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας …, ανέθεσαν στην ετερόρρυθμη Τεχνική Εταιρεία, με την επωνυμία: «….. Ε.Ε.» την ανέγερση της εν λόγω πολυκατοικίας, ως εργολήπτρια, κατά τους διαλαμβανόμενους στο προσύμφωνο αυτό όρους, την με δική της δαπάνη και μέσα ανοικοδόμηση πολυώροφης οικοδομής (πολυκατοικίας) ενιαίας, στατικά και λειτουργικά, στο παραπάνω περιγραφόμενο οικόπεδο, ύστερα από την κατεδάφιση των υπαρχόντων σε αυτό πεπαλαιωμένων κτισμάτων, με τον όρο να παρακρατήσουν ως αντιπαροχή τα 413/οοο εξ αδιαιρέτου του όλου οικοπέδου με τις αντιστοιχούσες σε αυτά αυτοτελείς ιδιοκτησίες της εν λόγω πολυκατοικίας και να μεταβιβάσουν, ως εργολαβικό αντάλλαγμα, στην παραπάνω εργολήπτρια Εταιρεία ή σε τρίτα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, που θα υποδεικνύονταν από αυτήν τα υπόλοιπα ποσοστά 587/οοο εξ αδιαιρέτου του όλου οικοπέδου με τις αντιστοιχούσες σε αυτά αυτοτελείς ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας αυτής. Ακολούθως, οι παραπάνω συμβαλλόμενοι (Συνοικοπεδούχοι και Εργολήπτρια Εταιρεία) συνυπέγραψαν την υπ’ αριθ. … πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμό πολυκατοικίας ομοίως της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας …, μετεγγραμμένη στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο 3014 με αριθμό 217 και υπήγαγαν την πολυκατοικία, που επρόκειτο να ανεγερθεί στις διατάξεις του Ν. 3741/1929 για την κατ’ ορόφους ιδιοκτησία και των άρθρων 1002 και 1117 Α.Κ. Με το υπ’ αριθ. 2514/1978 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Ελευσίνας …., η παραπάνω εργολήπτρια εταιρεία, η οποία προήλθε από τροποποίηση της αρχικά συσταθείσας με το από 24/3//1972 ιδιωτικό συμφωνητικό σύστασης ομόρρυθμης εταιρείας, με την επωνυμία: «…. Ο.Ε.», κατόπιν διαδοχικών τροποποιήσεων, μετατράπηκε στην ομόρρυθμη εταιρεία, με την επωνυμία: «… Ο.Ε.», με το από 10/3/1980 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης εταιρίας, νομίμως

δημοσιευμένο στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών. Με βάση την

υπ’ αριθ. 2617/1978 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμοί!0 πολυκατοικίας της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας ….., που μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Αθηναίων στον τόμο 3014 και με αύξοντα αριθμό 217, κατά τις διατάξεις του Ν. 1024/1971 και των άρθρων 1002 και 1117 Α.Κ., και προς εκπλήρωση των διαλαμβανομένων στο υπ’ αριθ. 2514/1978 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο της ιδίας ως άνω Συμβολαιογράφου, η εταιρεία «…. Ε.Ε.», η οποία, στη συνέχεια, μετατράπηκε σε ομόρρυθμη εταιρεία, με την επωνυμία: «…. και Σία ΟΕ.», απέκτησε την κυριότητα σε πεντακόσια ογδόντα επτά χιλιοστά (587/οοο) εξ αδιαιρέτου στις αντιστοιχούσες σε αυτά αυτοτελείς οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας, που ανεγέρθη στο παραπάνω οικόπεδο. Μεταξύ των οριζοντίων ιδιοκτησιών, που περιήλθαν στην εταιρεία, με βάση την υπ’ αριθ. 2617 / 1978 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας, περιλαμβάνεται και η με στοιχεία Ρ-5 θέση στάθμευσης (Parking) του ισογείου, που, σύμφωνα με την ίδια πράξη, αποτελείται από έναν χώρο, επιφάνειας δεκαεπτά (17) τετραγωνικών μέτρων, με ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ένα χιλιοστό (Ι/οοο), αναλογούντα σε 0,24/οο τετραγωνικά μέτρα στο οικόπεδο, συμμετέχουσα στα κοινά βάρη κατά ένα χιλιοστό (Ι/οοο) και έχουσα μία ψήφο σε σύνολο χιλίων. Ειδικότερα, στην παραπάνω σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας(Οπισθόφυλλο του 12ου φύλλου και με τον τίτλο ΙΣΟΓΕΙΟ) καταγράφονται τα ακόλουθα: Τούτο εμφαίνεται εν κατόψει εις το από Μαρτίου 1978 έτους σχεδιάγραμμα κατόψεως του Ισογείου του Πολιτικού Μηχανικού …., όπερ χαρτοσημανθέν και υπογραφέν πάρα των συμβαλλομένων και εμού προσαρτάται ώδε, αι δε αναλογίαι του αναφέρονται εις τον από Μαρτίου 1978 έτους πίνακα αναλογιών, του αυτού ως άνω Πολιτικού Μηχανικού …, όστις χαρτοσημανθείς και υπογραφείς παρά των συμβαλλομένων και εμού προσαρτάται ώδε και περιλαμβάνει την κύριαν είσοδον της πολυκατοικίας, το κλιμακοστάσιον και τας κάτωθι υπό στοιχεία Ρ-1 θέσιν πάρκινγκ, υπό στοιχεία Ρ-2 θέσιν πάρκινγκ, υπό στοιχεία Ρ-3 θέσιν πάρκινγκ, υπό στοιχεία Ρ-4 θέσιν πάρκινγκ, υπό στοιχεία Ρ-5 θέσιν πάρκινγκ, υπό στοιχεία Ρ-6 θέσιν πάρκινγκ, υπό στοιχεία Ρ-7 θέσιν πάρκινγκ, υπό στοιχεία Ρ-8 θέσιν πάρκινγκ, ανεξαρτήτους οριζοντίους ιδιοκτησίας θέσεις πάρκινγκ (Πυλωτής) των οποίων η λεπτομερής περιγραφή έχει ούτω.

1. Η υπό στοιχεία Ρ-1 θέση πάρκινγκ Ισογείου αποτελείται από ένα χώρο, έχει επιφάνεια 15 τμ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ένα χιλιοστό (Ι/οοο), αναλογούντα σε 0,24/ οο τμ. επί του οικοπέδου, συμμετέχει στα κοινά βάρη κατά το ένα χιλιοστό (Ι/οοο) και έχει ψήφους μία (I) επί συνόλου χιλίων.

2.  Η υπό στοιχεία Ρ-2 θέση πάρκιγκ Ισογείου αποτελείται από ένα χώρο, έχει επιφάνεια 15 τμ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ένα χιλιοστό (Ι/οοο), αναλογούντα σε 0,24/ οο τμ. επί του οικοπέδου, συμμετέχει στα κοινά βάρη κατά ένα χιλιοστό (Ι/οοο) και έχει ψήφους μία (I) επί συνόλου χιλίων.

3. Η υπό στοιχεία Ρ-3 θέση πάρκιγκ Ισογείου αποτελείται από ένα χώρο, έχει επιφάνεια 15 τμ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ένα χιλιοστό (Ι/οοο), αναλογούντα σε 0,24/ οο τμ. επί του οικοπέδου, συμμετέχει στα κοινά βάρη κατά το ένα χιλιοστό (Ι/οοο) και έχει ψήφους μία (I) επί συνόλου χιλίων.

4. Η  υπό στοιχεία Ρ-4 θέση πάρκιγκ Ισογείου αποτελείται από ένα

χώρου, έχει επιφάνεια 15 τμ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ένα χιλιοστό (Ι/οοο), αναλογούντα σε 0,24/ οο τμ. επί τοο< οικοπέδου , συμμετέχει στα κοινά βάρη κατά το ένα χιλιοστό (Ι/οοο) και έχει ψήφους μία (I) επί συνόλου χιλίων.

5 . Η υπό στοιχεία Ρ-5 θέση πάρκιγκ Ισογείου αποτελείται από ένα χώρο, έχει επιφάνεια 17 τμ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ένα χιλιοστό (Ι/οοο), αναλογούντα σε 0,24/ οο τμ. επί του οικοπέδου, συμμετέχει στα κοινά βάρη κατά το ένα χιλιοστό (Ι/οοο) και έχει ψήφους μία (I) επί συνόλου χιλίων.

6. Η υπό στοιχεία Ρ-6 θέση πάρκιγκ Ισογείου αποτελείται από ένα

χώρο, έχει επιφάνεια 17 τμ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του

οικοπέδου ένα χιλιοστό (Ι/οοο), αναλογούντα σε 0,24/ οο τμ. επί του

οικοπέδου, συμμετέχει στα κοινά βάρη κατά το ένα χιλιοστό (Ι/οοο) και έχει

ψήφους μία (I) επί συνόλου χιλίων.

7. Η υπό στοιχεία Ρ-7 θέση πάρκιγκ Ισογείου αποτελείται από ένα χώρο,

έχει επιφάνεια 22 τμ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ένα χιλιοστό (Ι/οοο), αναλογούντα σε 0,24/ οο τμ. επί του οικοπέδου, συμμετέχει στα κοινά βάρη κατά το ένα χιλιοστό (Ι/οοο) και έχει ψήφους μία (I) επί συνόλου χιλίων, και

8. Η υπό στοιχεία Ρ-8 θέση πάρκιγκ Ισογείου αποτελείται από ένα

χώρο, έχει επιφάνεια 22 τμ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του

οικοπέδου ένα χιλιοστό (Ι/οοο), αναλογούντα σε 0,24/ οο τμ. επί του

οικοπέδου, συμμετέχει στα κοινά βάρη κατά το ένα χιλιοστό (Ι/οοο) και έχει

ψήφους μία (I) επί συνόλου χιλίων.

Ακολούθως, με την υπ’ αριθ. 4526/16.03.1981 πράξη τροποποίησης της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, μετεγγραμμένη στα βιβλία Μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο 3159 με αριθμό 414, αφαιρέθηκαν οκτώ (8) τετραγωνικά μέτρα από την Ρ-3 θέση σταθμεύσεως, που προστέθηκαν στην υπό στοιχεία Ρ-4 θέση σταθμεύσεως, η οποία έλαβε έκταση 23 τμ. Και, στη συνέχεια, αυτή διαιρέθηκε σε δύο επιμέρους θέσεις, ήτοι, τις θέσεις Ρ-4 α και Ρ-4 β. Συγκεκριμένα:

7. Η ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία Ρ-3 θέση στάθμευσης Ισογείου αποτελείται από έναν χώρο επιφάνειας 7 τμ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου Ι/οοο.

8. Η ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία Ρ-4α θέση , η οποία αποτελείται από ένα ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια 11,50 τμ.,ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 0,5/οοο και

9. Η ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία Ρ-4 β θέση , η οποία αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, έχει επιφάνεια 11,50 τμ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 0,5/οοο κλπ

10. Την υπό στοιχεία Ρ-5 θέση στάθμευσης νεμόταν, χρησιμοποιούσε και, γενικά, εκμεταλλευόταν για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ετών, ήτοι, από το χρόνο περιέλευσής της σε αυτήν, η παραπάνω εταιρεία, ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στον αληθή κύριο, νομέα και κάτοχο πράξεις νομής και κατοχής μέσω του πρώτου των αιτούντων ομόρρυθμο εταίρο, για τη στάθμευση οχημάτων της ιδιωτικής χρήσης.

Ακολούθως, με το υπ’ αριθ. …  συμβόλαιο για «Πώληση πάρκινγκ Ν. 3741/1929» της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, η επίδικη θέση στάθμευσης μεταβιβάστηκε, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή, από την εταιρεία «…. και Σία ΟΕ», εκπροσωπούμενη νομίμως από τον τρίτο από τους αιτούντες, ομόρρυθμο εταίρο, διαχειριστή και εκπρόσωπό της, στον τρίτο των αιτούντων, αντί τιμήματος 7.140,00 €. Το συμβόλαιο αυτό μεταγράφηκε στο Υποθηκοφυλακείο Αθηνών στον τόμο 4872, με αύξοντα αριθμό 207 του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών. Στη σύνταξη του παραπάνω συμβολαίου συμβλήθηκαν με αυτοσύμβαση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 235 Α.Κ. από το μέρος των πωλητών η ομόρρυθμη Τεχνική Εταιρεία, με την επωνυμία «…. & ΣΙΑ Ο.Ε.». δηλαδή, η παραπάνω εργολήπτρια εταιρεία, εκπροσωπούμενη από τον πρώτο (1°) των αιτούντων διαχειριστή και εκπροσώπου αυτής, ως πληρεξούσια των οικοπεδούχων … και …, με βάση εντολή και πληρεξουσιότητα, που της δόθηκε με το υπ’ αριθμόν … προσύμφωνο και εργολαβικό και ο … ως πληρεξούσιος της οικοπεδούχου …, δυνάμει του υπ’ αριθ. 11273/ 2009 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών … και από το άλλο μέρος ο πρώτος (1ος) των καθ’ ων η ανταίτηση, ως αγοραστής, και ταυτόχρονα, ως διαχειριστής και εκπρόσωπος της εκ τρίτου συμβαλλόμενης ως εργολήπτριας ομόρρυθμης τεχνικής εταιρείας, με την επωνυμία: «…. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.», μολονότι ο εκ των οικοπεδούχων … είχε αποβιώσει δεκατέσσερα (14) έτη πριν από τη σύνταξη του παραπάνω αγοραπωλητηρίου συμβολαίου και, ως εκ τούτου, είχε παύσει λόγω του θανάτου του η δοθείσα από αυτόν πληρεξουσιότητα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 223 του Αστικού Κώδικα. Ο τρίτος (30ζ) από τους αιτούντες στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση έχει παραχωρήσει, έκτοτε, τη χρήση της επίδικης θέσης στάθμευσης στην πρώτη (1η) από τους αιτούντες αδελφή του, καθώς αυτός διαμένει στο Παλαιό Ψυχικό Αττικής, Επιπλέον, ο δεύτερος (2ος) των αιτούντων στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση, με το υπ’ αριθμόν … συμβόλαιο αγοραπωλησίας της παραπάνω Συμβολαιογράφου, μετεγγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο 3159 με αριθμό 415, απέκτησε από τους συνοικοπεδούχους, της παραπάνω εργολήπτριας εταιρείας εκ τρίτου συμβαλλόμενης, την ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία Ρ-4 α θέση σταθμεύσεως. Επίσης, η τρίτη (3η) των αιτούντων στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση, με το υπ’ αριθ. 2493/31.07.1984 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών …  μετεγγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο 3309 με αριθμό 46, απέκτησε από τον …., (ο οποίος, με την σειρά του, είχε αποκτήσει αυτήν από τους παραπάνω συνοικοπεδούχους, της εργολήπτριας εταιρείας ως τρίτου συμβαλλόμενης, με το υπ’ αριθ. 4527/16.03.1981 συμβόλαιο αγοραπωλησίας, μετεγγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στον τόμο 3159 με αριθμό 416, την ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία Ρ-4 β θέση σταθμεύσεως. Ακολούθως, η τέταρτη (4η) από τους αιτούντες στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση απέκτησε με το υπ’ αριθ. 11.314 / 13. 03. 2009 συμβόλαιο αγοραπωλησίας της Συμβ/φου Αθηνών …  μεταγραμμένο στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο 4872 με αριθμό 205, ως ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες, κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή την Υ-3 Αποθήκη του Υπογείου και την Ρ-6 θέση πάρκιγκ του Ισογείου – Πυλωτής. Στην παραπάνω σύμβαση (αγοραπωλησίας) συμβλήθηκαν με αυτοσύμβαση, κατά το άρθρο 235 Α. κ. εκ μέρους των πωλητών η εργολήπτρια Εταιρεία (μετατραπείσα σε Ομόρρυθμη Εταιρεία κλπ), με το νόμιμο εκπρόσωπο της, ως διαχειριστή (τον πρώτο των αντιδίκων), ενεργούσα η εταιρεία αυτή ως πληρεξούσια των παραπάνω συνοικοπεδούχων …, Δημητρίου Βλάχου και …, με πληρεξουσιότητα, απορρέουσα από το υπ’ αριθ. 2514/1978 προσύμφωνο και εργολαβικό και η τέταρτη των αιτούντων ως αγοράστρια και ταυτόχρονα εταίρος της. Αναφορικά με την τέταρτη (4η) των αιτούντων στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση, αυτή είναι ,,-ένοικος της επίδικης πολυκατοικίας και όχι ιδιοκτήτρια διαμερίσματος, δεδομένου ότι το εν λόγω διαμέρισμα ανήκει στην εργολήπτρια Εταιρεία, ως εργολαβικό αντάλλαγμα, με αποτέλεσμα πριν από οποιαδήποτε μεταβίβαση, να έχει δικαίωμα νομής σε αυτό. Συγκεκριμένα, κατοικεί με τον σύζυγο της … σε διαμέρισμα του τρίτου (3ου) πάνω από το ισόγειο ορόφου, λόγω παραχώρησης της χρήσης του σε αυτήν από την εργολήπτρια Εταιρεία, στην οποία μετέχει, ως εταίρος, με την τροποποίηση του εταιρικού αυτής, πού έλαβε χώρα, την 10.03.1980, και μετά από εκχώρηση σε αυτήν ποσοστού 5 % από το συνολικό ποσοστό 20% του εταιρικού κεφαλαίου, που ανήκε στον αποχωρήσαντα από την εταιρεία εταίρο …. Επιπλέον, πιθανολογήθηκε ότι η …., με βάση το υπ’ αριθ. 5983/07.04.1983 συμβόλαιο αγοράς της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας …, νομίμως μετεγγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο 3246 με αριθμό 377, απέκτησε από τους …, …, … και …, την ετερόρρυθμη Τεχνική Εταιρεία, με την επωνυμία: «… και Σία Ε.Ε.» εκ τρίτου συμβαλλόμενης με τους νόμιμους εκπροσώπους της και διαχειριστές αυτής … και …., τις ακόλουθες οριζόντιες διακεκριμένες και αυτοτελείς ιδιοκτησίες, ήτοι: (1) την υπ’ αριθ. 1 οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, εμφαινόμενο με τον αριθμό ένα (Ι) στο από Μαρτίου 1978 σχεδιάγραμμα κατοψεως του πρώτου ορόφου οι δς ποσοστιαίες αναλογίες της αναφέρονται στο απόΜαρτίοιυ 1978 πίνακα αναλογιών, αμφοτέρων του πολιτικού μηχανικού …, τα οποία έχουν προσαρτηθεί στο υπ’ αριθ. … της ως άνω Συμβολαιογράφου, αποτελείται από δύο κοιτώνες, living room, δύο (2) W.C, Χωλ και κουζίνας και διαδρόμου έχει επιφάνεια 84 τμ. όγκο ιδιόκτητο 244 κ. μ., όγκο κοινόχρηστο 39 κ .μ., ήτοι, συνολικό όγκο 283 κ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου στο οικόπεδο 112/οοο, αναλογούντα σε επί του οικοπέδου 27,40 τμ. συμμετέχει στις δαπάνες κοινοχρήστων κατά 119/οοο, στις δαπάνες ανελκυστήρα κατά 119/οοο, στα κοινά βάρη κατά 112 επί συνόλου 1000 και συνορεύει, ανατολικά, με ιδιοκτησία … και άλλων ιδιοκτητών, δυτικά, με ανελκυστήρα, κοινόχρηστο διάδρομο πολυκατοικίας και με το υπ’ αριθ. 2 διαμέρισμα του ίδιου ορόφου, βόρεια με ακάλυπτο χώρο πολυκατοικίας και πέραν αυτής με ιδιοκτησία πρώην … ή … εν μέρει και τώρα … και εν μέρει με οικία …και ανατολικά με την Οδό … και (2) την υπ’ αριθ. 4 οριζόντια ιδιοκτησία (αποθήκη) του υπογείου, εμφαινόμενη στο από Μαρτίου 1978 σχεδιάγραμμα κάτοψης του υπογείου του αυτού ως άνω πολιτικού μηχανικού, οι δε ποσοστιαίες αναλογίες του αναφέρονται στο από Μαρτίου 1978 πίνακα αναλογιών αμφοτέρων του αυτού ως άνω πολιτικού μηχανικού, τα οποία έχουν προσαρτηθεί στο υπ’ αριθ. 2617/78 συμβόλαιο της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου, αποτελείται από έναν χώρο, έχει επιφάνεια 8 τμ., όγκο ιδιόκτητο 20 κ .μ., όγκο κοινοχρήστων 4 κ .μ., ήτοι συνολικό όγκο 24 κ. μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 2/οοο.αναλογούντα σε 0,49 τμ., συμμετέχει στα κοινά βάρη κατά 2/οοο και έχει 2 ψήφους επί συνόλου 1000 και συνορεύει ανατολικά με υπ’ αριθ. 3 αποθήκη, δυτικά με υπ’ αριθ. 5 αποθήκη, βόρεια με διάδρομο και ανατολικά με οδό …. Μεταξύ των διαδίκων μερών, έκτοτε, άρχισε έντονος δικαστικός αγώνας και• αντιδικίες σχετικά με τη χρήση της συγκεκριμένης θέσης στάθμευσης. Από τις αρχές του μήνα Δεκεμβρίου του έτους 2007, η καθ’ ης στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση, άρχισε να σταθμεύει το όχημα της στην υπ’ αριθ. Ρ-5 θέση στάθμευσης του ισογείου της πολυκατοικίας. Προς τούτο, διαμαρτύρονταν οι αιτούντες στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση, καθώς ισχυρίζονται ότι αυτή ενέργησε, χωρίς να έχει ζητήσει και λάβει οποιαδήποτε άδεια αρχικά από την εργολήπτρια εταιρεία και, στη συνέχεια, από τον τρίτο (3°) από τους αιτούντες στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση, χωρίς να έχει καταβάλει οποιοδήποτε τίμημα και χωρίς να έχει προηγηθεί καμία μεταξύ τους, μεταγενέστερη της υπογραφής του συμβολαίου, γραπτή ή προφορική συμφωνία, επικαλούμενοι δικαιώματα στην υπ’ αριθ. Ρ-5 θέση στάθμευσης του ισογείου της πολυκατοικίας, Οι αιτούντες, επιπλέον, αιτιώνται ότι η συμπεριφορά αυτή της καθ’ ης, που ενέχει διαρκή και επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα, έχει αποβάλει ολοκληρωτικά τον τρίτο (3°) από τον τρίτο από τους αιτούντες από τη νομή της Ρ-5 θέσης στάθμευσης, για την οποία προβάλλουν αυτοί ίδιον δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υπ’ αριθ. 2617/1978 πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας, αφού αποκλείει τη στάθμευση του οχήματος της πρώτης (1ης) από τους αιτούντες, στην οποία παραχώρησε τη χρήση της επίδικης θέσης, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω. Για το λόγο αυτό γίνονταν από την πλευρά της επανειλημμένες οχλήσεις στην καθ’ ης η αίτηση από το χρόνο, που έλαβε χώρα το πρώτο περιστατικό χρήσης από την πλευρά της με στοιχεία Ρ-5 θέσης στάθμευσης μέχρι και τον χρόνο εκδίκασης της κρινόμενης αίτησης, είτε προφορικώς είτε εγγράφως, με τη μορφή εξώδικης διαμαρτυρίας. Συγκεκριμένα, η κατά τα παραπάνω εργολήπτρια Εταιρεία προέβη στην από 21-1-2007 εξώδικη όχληση της προς την καθ’ ης η αίτηση για εξωδικαστική του ζητήματος, χωρίς, ωστόσο, αποτέλεσμα. Ακολούθως, ασκήθηκε από την εταιρεία «…. και Σία ΟΕ», η από 25-9-2008 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 10067 / 26-9-2008 αίτηση της ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών σε βάρος της καθ’ ης η αίτηση, με αίτημα τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων για την προστασία της νομής της στην επίδικη θέση στάθμευσης, καθώς, επίσης, και να υποχρεωνόταν η καθ’ ης να μετακινήσει το όχημα της και να της απαγορευθεί οποιαδήποτε μελλοντική προσβολή της νομής στην παραπάνω θέση στάθμευσης. Επί της ως άνω αίτησης εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 6268/2008 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία η προαναφερθείσα αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, επειδή κρίθηκε ότι αυτή αφορούσε διένεξη μεταξύ συνιδιοκτητών της ίδιας οικοδομής σχετικά με τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 2 Κ.ΠολΔ, και, ως εκ τούτου, αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου. Με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε, επίσης, ανταίτηση της καθ’ ης με την οποία αυτή ζητούσε να αναγνωριστεί προσωρινά ως οιονεί νομέας της επίδικης θέσης στάθμευσης. Στη συνέχεια, ο τρίτος (30ζ) από τους αιτούντες στην υπό στοιχεία (Α) άσκησε ατομικά σε βάρος της καθ’ ης η αίτηση την από 16-6-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 107589-6736/2009 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με αίτημα να αναγνωριστεί αυτός πλήρης και αδιαφιλονίκητος κύριος, διαφορετικά και επικουρικά, δικαιούχος του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης του επιδίκου και να υποχρεωθεί η καθ’ ης η αίτηση να του το αποδώσει. Από την επίδοση της αγωγής στην καθ’ ης η αίτηση εντάθηκαν οι ήδη τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στα διάδικα μέρη. Ήδη από την επίδοση της αγωγής του τρίτου (3ου) από των αιτούντων, η καθ’ ης η αίτηση στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση άρχισε να σταθμεύει το δεύτερο αυτοκίνητο της μπροστά από την επίδικη θέση στάθμευσης, στην οποία είναι* μονίμως σταθμευμένο το άλλο της αυτοκίνητο. Περαιτέρω, την 5-11-2009, η καθ’ ης η αίτηση υπέβαλε ενώπιον της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών την με Α.Β.Μ. Γ 2009 /7568 έγκληση της σε βάρος της πρώτης και του δεύτερου από τους αιτούντες, αιτούμενη την ποινική δίωξη και τιμωρία τους για την τέλεση σε βάρος της των αδικημάτων της εξύβρισης, της απειλής και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας από κοινού. Ισχυρίστηκε, ειδικότερα, ότι, από κοινού, εξύβρισαν και απείλησαν αυτήν με χυδαίες εκφράσεις όπως «μωρή παλιοπουτάνα, γαμώ το σταυρό σου, την Παναγία σου», «άνοιξε μωρή βρώμα να σε κανονίσουμε», «θα δεις τι θα πάθεις από εμάς γαμημένη καργιόλα» κλπ και ότι προκάλεσαν φθορές στο αυτοκίνητο της. Ακολούθως, η καθ’ ης η αίτηση απηύθυνε δήλωση στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων, με την οποία εξέθεσε ότι «αντιμετωπίζει όλο και πιο συχνά τις έντονες εχθρικές εν γένει διαθέσεις των αιτούντων απέναντι της», ότι «τελεί συνεχώς υπό το κράτος τρόμου και ανησυχίας… άλλοτε λόγω απειλών της ζωής της και της σωματικής της ακεραιότητας άλλοτε λόγω του ενδεχομένου κινδύνου υλικών ζημιών του αυτοκινήτου της…» και «βρίσκεται συνεχώς στο έλεος της μανίας των επικίνδυνων ανθρώπων, της οικογένειας …». Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να παρατεθούν αποσπάσματα από τα με αριθμό πρωτοκόλλου 1010 / 2 /357-α’ και 1010/2/395-α’ αντίγραφα του βιβλίου αδικημάτων-συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Εξαρχείων Αττικής σε εκτέλεση των παραγγελιών του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών για πραγματοποίηση συστάσεων: «…η Α (καθ’ ης) μας δήλωσε ότι η Β (πρώτη από εμάς) την εμποδίζει κλείνοντας με το Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο της το αυτοκίνητο της Α μέσα στην πυλωτή της πολυκατοικίας, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να το χρησιμοποιήσει, όταν το χρειαστεί και, επίσης, ότι η Β την απειλεί συνέχεια στο δρόμο και τον ανελκυστήρα.» «… η Α μας δήλωσε πως παρά τις προηγηθείσες Εισαγγελικές παραγγελίες για συμμόρφωση της Β απέναντι στις αστιικές διαφορές που της χωρίζουν… εντούτοις αυτή συνεχίζει να παρενοχλεί την Α…» «…η Α.. γράφει αυτά τα σημειώματα, χρησιμοποιώντας την ιδιότητα της, ως διαχειρίστριας της πολυκατοικίας και κάνοντας κατάχρηση εξουσίας…», «…Η …, η οποία δεν έχει καμία ιδιοκτησία στην ανωτέρω πολυκατοικία, ούτε συμβόλαιο ενοικίασης για το διαμέρισμα, που διαμένει… κατέχει, επίσης, αυθαίρετα και κοινόχρηστο χώρο της πυλωτής… επειδή ήθελε να απλωθεί … προκάλεσε ασφαλιστικά μέτρα με ψεύτικα στοιχεία…». Την 30-5-2010, ημέρα Κυριακή και περί ώρα 15:00, η καθ’ ης η αίτηση στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση ειδοποίησε το Αστυνομικό Τμήμα Συντάγματος για παράνομη στάθμευση στο πεζοδρόμιο μπροστά στην πυλωτή της πολυκατοικίας των διαδίκων, το οποίο ανήκε στην οικογένεια των αιτούντων και ήταν σταθμευμένο κάθετα μπροστά από τα άλλα δύο οικογενειακά τους αυτοκίνητα, σε τρόπο ώστε να εμποδίζει την είσοδο-έξοδο αυτών και μόνο. Λόγω της στάθμευσης αυτής, τα αστυνομικά όργανα αστυνομικοί προέβησαν στην καταγραφή της παράβασης αυτής και στην έκδοση κλήσης για παράνομη στάθμευση στο πεζοδρόμιο. Η καθ’ ης ενημέρωσε τα αστυνομικά όργανα ότι οι αιτούντες δεν είχαν συμβόλαια και τίτλους για τη θέση στάθμευσης, Την επομένη ημέρα, 31-5-2010, (Δευτέρα και ώρα 14:00-16:00 μ. μ.), η καθ’ ης η αίτηση στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση κάλεσε το Αστυνομικό Τμήμα, ομοίως, για παράνομη στάθμευση μέσα στην πυλωτή. Το αστυνομικό όργανο προέβη στην έκδοση κλήσης για το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Την 1η-6-2010, ημέρα Τρίτη, οι αιτούντες απευθύνθηκαν στο Αστυνομικό Τμήμα του Συντάγματος   και,   συγκεκριμένα,   στον   Αστυνομικό   με   το   επώνυμο …, προκειμένου να διαγραφεί η κλήση για στάθμευση στο πεζοδρόμιο, ενόψει του ότι κλήση δεν είχε τοποθετηθεί σε κανένα άλλο από τα αυτοκίνητα, που ήταν σταθμευμένα στο πεζοδρόμιο στην οδό … Την 02-06-2010 και ενώ ο δεύτερος (2ος) από τους αιτούντες κατευθυνόταν στο Αστυνομικό Τμήμα του Συντάγματος, για να προσκομίσει την εν λόγω κλήση, κατόπιν υπόδειξης του παραπάνω Αστυνομικού, ο τελευταίος κάλεσε στο τηλέφωνο της οικίας του και είπε στην πρώτη (1η) από τους αιτούντες ότι, όπως τον ενημέρωσε ο Διοικητής του Τμήματος κ. …, «η κλήση δε μπορεί να σβηστεί γιατί έχουν διαφορές με την κ. …». Απευθυνόμενοι στον Αστυνομικό Διευθυντή, την 2-6-2010, η πρώτη (1η) και ο δεύτερος (2ος) από τους αιτούντες, εκείνος επιβεβαίωσε ότι η καθ’ ης η αίτηση στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση απευθύνθηκε  στο Α.Τ. και   επανέλαβε τον ισχυρισμό ότι «έχουν παράνομα συμβόλαια» ενώ αναφέρθηκε γενικά σε «ιδιοκτησιακά θέματα». Αυθημερόν, επιδόθηκε η παρακάτω αγωγή της καθ’ ης η αίτηση για ακύρωση των συμβολαίων με τα οποία μεταβιβάστηκαν σε αυτούς οι θέσεις στάθμευσης. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των αιτούντων στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση, την 8-6-2010, ο κ. …., Υδραυλικός, κατά τη διάρκεια επαγγελματικής επίσκεψης του στην οικία της πρώτης (1ης) και του δεύτερου (2ου) από τους αιτούντες, αυτός τους πληροφόρησε ότι η καθ’ ης η αίτηση στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση, η οποία τον είχε καλέσει μαζί με το συνάδελφο …., την 3-6-2010, για να αφαιρέσουν μπάρα, που αυτοί είχαν τοποθετήσει μπροστά από την επίδικη θέση στάθμευσης, του είχε αναφέρει τα σχετικά με «παράνομα συμβόλαια» τους. Εξάλλου, την 3-6-2010, η καθ’ ης η αίτηση ενώπιον των δύο ως άνω υδραυλικών, καθώς, επίσης, της πρώτης (1ης) και του δεύτερου (2ου) από τους αιτούντες ανέφερε ότι αυτοί είναι παράνομοι και δεν έχουν συμβόλαια. Την 11-6-2010, ημέρα Παρασκευή, σε απάντηση σε σημείωμα,

που είχε αφήσει η πρώτη (1ης) από τους αιτούντες πάνω στο αυτοκίνητο της καθ’ ης η αίτηση, με το οποίο την καλούσε να ενημερώσει τη διαχείριση ή τον ιδιοκτήτη, προκειμένου να εξέλθει από την επίδικη θέση στάθμευσης, λόγω της τοποθέτησης της προστατευτικής μπάρας, η καθ’ ης τοποθέτησε πάνω στο αυτοκίνητο και σε κοινή θέα κάθε γείτονα σημείωμα της, που, αυτολεξεί, έχει, ως εξής: «Παρακαλώ σταματήστε τα σημειώματα διότι έχει επιληφθεί του θέματος ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ». Πράγματι, την 13-6-2010, ημέρα Κυριακή, κλήθηκαν η πρώτη (1η) και ο δεύτερος (2ος) από τους αιτούντες από το Αστυνομικό Τμήμα. Εξαρχείων και συγκεκριμένα από τον Αστυνομικό, με το επώνυμο «….», για να τους απευθυνθούν συστάσεις κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, που είχε λάβει η καθ’ ης η αίτηση στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση. Όταν μετέβησαν στο Αστυνομικό Τμήμα ο εν λόγω Αστυνομικός παρουσίασε σε αυτούς φάκελο, που περιελάμβανε αντίγραφα των δικογράφων, που έχει ασκήσει η καθ’ ης η αίτηση  σε βάρος τους, τον οποίο  είχε εγχειρίσει και παραδώσει η τελευταία. Στη συνέχεια, ο συγκεκριμένος Αστυνομικός έθεσε σε αυτούς ερωτήματα σχετικά με τη νομιμότητα των τίτλων τους. Ο τρίτος (3ος) από τους αιτούντες, όταν προσκλήθηκε από το Αστυνομικό Τμήμα Ψυχικού Αττικής μετέβη σε αυτό για συστάσεις, κατόπιν παραγγελίας του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών, που είχε λάβει η καθ’ ης η αίτηση σε βάρος του, περί τα τέλη Ιουνίου 2010. Τότε, ενημερώθηκε από τα αστυνομικά όργανα ότι η καθ’ ης η αίτηση τους είχε εγχειρίσει φάκελο με τα δικόγραφα, που έχει καταθέσει και είχε ισχυριστεί ενώπιον τους ότι οι τίτλοι τους είναι παράνομοι και ότι, σε κάθε περίπτωση, δεν είχαν εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας στην επίδικη θέση στάθμευσης. Από την πλευρά των αιτούντων στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση, διατυπώθηκε ο ισχυρισμός ότι η μοναδική περίπτωση, για την οποία έγινε όχληση από την πλευρά τους στην καθ’ ης η αίτηση υπήρξε, μόνον κατά

την παράδοση του ταμείου διαχείρισης της πολυκατοικίας, οπότε κλήθηκε να καταβάλει το ποσό των 946,23 Ευρώ (€), που, κατά τους ισχυρισμούς τους αποτελούσε έλλειμμα, το οποίο διαπιστώθηκε, κατά την πρώτη γενική συνέλευση των ιδιοκτητών της πολυκατοικίας υπό τη διαχείριση της πρώτης (1ης) από τους αιτούντες, σε βάρος της οποίας υποβλήθηκε έγκληση-μήνυση για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, της συκοφαντικής δυσφήμισης, της ψευδούς και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία και σε βάρος του δεύτερου από τους αιτούντες για το αδίκημα της ψευδορκίας και της άμεσης συνέργειας στα παραπάνω αδικήματα. Έτσι, εκτός από την επίδικη θέση στάθμευσης στην ως άνω πολυκατοικία, εστία έντασης αποτέλεσε και το ζήτημα της διαχείρισης της πολυκατοικίας. Επιπλέον, από την 8-1-2008, οπότε και η καθ’ ης η αίτηση στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση παρέδωσε τη διαχείριση της πολυκατοικίας στην πρώτη (1η) από τους αιτούντες, εντάθηκαν οι σχέσεις ανάμεσα στα διάδικα μέρη και για επουσιώδη θέματα, όπως η αλλαγή του χώματος στις δύο γλάστρες, τα οποία κοσμούν την είσοδο της πολυκατοικίας, την «κοινοποίηση» σε αυτήν αντιγράφων των πρακτικών των γενικών συνελεύσεων της πολυκατοικίας, την παράδοση των κλειδιών των κοινοχρήστων χώρων κ.λ.π. Κάτω από τις προπεριγραφόμενες συνθήκες, η ανταιτούσα άσκησε σε βάρος της πρώτης (1ης) και του τρίτου (3ου) των καθ ων η αίτηση υπό στοιχεία (Α) την από 13.04.2010 αγωγή της, στρεφόμενη και κατά των … και …, η οποία έχει επιδοθεί στους αιτούντες στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση με ταυτόχρονη πρόσκληση για απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς, την 06.10. 2010, στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, περί ώρα 11.00 π. μ, όπως αποδεικνύεται από την υπ’ αριθ. 5.889 γ/2-6-2010 έκθεση επίδοσης προς την πρώτη των καθ ων) 5.886 γ/2-6-2010 (επίδοση προς τον τρίτο των καθ’ ων η αίτηση, 5.887 γ/2-6-2010και 5.888γ/2-6-2010 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητού του Πρωτοδικείου Αθηνών …, και η οποία επρόκειτο να συζητηθεί, την 8-2-2011, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό πινακίου Γ5-12, κατά την τακτική διαδικασία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (άρθρα 19,14, 18 περ. 1, 22, 29, 221 και 237 Κ.Πολ.Δ.), εφόσον οι τρεις πρώτοι των αιτούντων, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, δεν έχουν καταστεί φορείς εμπραγμάτων δικαιωμάτων κυριότητας ή και επικαρπίας στα διαμερίσματα της επίδικης πολυκατοικίας και δεν στοιχειοθετείται ως προς αυτούς διένεξη αναφορικά με την έννομη σχέση της κατ’ όροφον ιδιοκτησίας (ΑΠ 924/92 ΕλΔ 35,1349, ΕΑ 3472/94 ΕΔΠ 1995,51) και ενόψει της συγκεκριμένης φύσεως της διαφοράς και του μη χρηματικά αποτιμητού των υποβαλλομένων σωρευτικά αναγνωριστικών της αγωγής της αιτημάτων (Μον. Πρωτ. Αθ. 100/2007). Με την αγωγή της αυτή, η ανταιτούσα ζητεί να αναγνωρισθούν ως απολύτως άκυρη έναντι παντός η υπ’ αριθ. 2617/08.06.1978 πράξη σύστασης οριζόντιας Ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας …, ως προς το ότι στην πυλωτή ορίσθηκαν ως ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες οι θέσεις Ρ-4 α , Ρ-4 β , Ρ-5 και Ρ-6, όπως, επίσης, τα ως άνω μεταβιβαστικά συμβόλαια και, συγκεκριμένα, το υπ’ αριθ. 11.31/13.03.2009 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, το υπ’ αριθ. 4528/81 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας …, το υπ’ αριθ. 2493 /84 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών … και το υπ’ αριθ. … συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, με τα οποία ο πρώτος, ο δεύτερος, η τρίτη και η τέταρτη των εναγομένων στην αγωγή αυτή απέκτησαν ως ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες κατά κυριότητα, νομή και κατοχή τις P-5, Ρ-4 α, Ρ-4 β και Ρ-6 αντιστοίχως θέσεις πάρκινκ της πυλωτής, καθώς, επίσης, να αναγνωρισθούν, επιπλέον, ως άκυρα, τα υπ’ αριθ. ..  και ..  συμβόλαια της Συμβολαιογράφου Αθηνών …, με τα οποία ο πρώτος και η τέταρτη των εναγομένων απέκτησαν τις Ρ-5 και Ρ-6 αντίστοιχα, θέσεις πάρκινγκ της πυλωτής, διότι, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, αυτά συντάχθηκαν, χωρίς τη νόμιμη σύμπραξη κατά του …, ο οποίος απεβίωσε πριν από τη σύνταξη τους και ενώ είχε παύσει η χορηγηθείσα από αυτόν πληρεξουσιότητα στην ομόρρυθμη εταιρεία, με την επωνυμία: «… και ΣΙΑ ΟΕ» από το υπ’ αριθ. 2.514/1978 προσύμφωνο και εργολαβικού της Συμβολαιογράφου Ελευσίνας Ευσταθίας Κυριακού, τέλος, δε, να αναγνωρισθούν ως κοινόχρηστοι όλοι οι ανωτέρω χώροι της επίδικης πυλωτής. Επιπλέον, ζητεί να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και κάθε τρίτος, που έλκει δικαιώματα από αυτούς, να επιτρέψουν στην αιτούσα στην υπό στοιχεία (Β) ανταίτηση, ως συγκύρια, συννομέας και συγκάτοχος αυτών, αλλά και σε κάθε τρίτον, που θα του παραχωρήσει τη χρήση την ελεύθερη σύγχρηση των χώρων αυτών, επιπλέον, κατά των εναγομένων αλλά και σε βάρος κάθε τρίτου, που έλκει δικαιώματα από αυτούς, χρηματική ποινή (1500,00) Ευρώ και προσωπική κράτηση δύο (2) μηνών για κάθε παράβαση της αποφάσεως, που πρόκειται να εκδοθεί ως μέσο εκτελέσεως αυτής κατ’ άρθρο 947 Κ.Πολ.Δ., με απόφαση, που να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική δαπάνη της. Με την αγωγή αυτή, η ανταιτούσα, ουσιαστικά, ζητεί την οριστική δικανική κρίση για τα θέματα, που αφορούν την πυλωτή και, ειδικότερα, τις θέσεις Ρ-4 α, Ρ-4 β, Ρ-5 και Ρ-6 της παραπάνω πολυκατοικίας.

Σε αντίθεση με την αναταιτούσα, οι αιτούντες στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση δεν προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη για την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών. Από τα παραπάνω εκτεθέντα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, σαφώς, έχουν δημιουργηθεί εντάσεις και προστριβές ανάμεσα στα διάδικα μέρη, πλην όμως, οι ισχυρισμοί της καθ’ ης η αίτηση στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση σχετικά με το νομικό καθεστώς της επίδικης στάθμευσης δεν τυγχάνουν αβάσιμοι ούτε είναι ψευδείς, αλλά συνιστούν ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος της για παροχή έννομης προστασίας ενώπιον των αρμόδιων δικαιοδοτικών οργάνων προς επίλυση της υφιστάμενης μεταξύ τους αστικής διαφοράς. Εξαιτίας των παραπάνω, οι σχέσεις των διαδίκων μερών οξύνθηκαν ακόμη, καθώς, κατά το χρονικό διάστημα από τις 07.06.2010 έως τις 30.06.2010 και από τις 16.07.2010 έως τις 31.07.2010 αλλά και από την 01.08.2010 έως την 24.08.2010 τοποθέτησαν η πρώτη (1η) και ο δεύτερος (2ος) των καθ’ ων η αίτηση στην υπό στοιχεία (Β) ανταίτηση, κατά τα δυο πρώτα χρονικά διαστήματα, και οι γιοι τους Διονύσιος και Αλέξανδρος κατά το τρίτο χρονικό διάστημα στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου της ανταιτούσας σημειώματα, με το ίδιο περιεχόμενο: «Παρακαλώ, για να εξέλθετε ενημερώστε τη διαχείριση. Ευχαριστώ» Εν προκειμένω η πρώτη και ο δεύτερος των καθ ων και ο υιός τους Διονύσιος στάθμευσαν τα αυτοκίνητα τους με κλίση του εμπρόσθιου δεξιού μέρους και του εμπρόσθιου δεξιού τροχού αυτών προς τα δεξιά. Μάλιστα, η πρώτη (1η) και ο δεύτερος (20ς) των αιτούντων στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση, την 01.06.2010 και περί ώρα 10:30 μ.μ. τοποθέτησαν σιδερένια μπάρα μέσα στην πυλωτή  μπροστά από την επίδικη θέση στάθμευσης Ρ- 5, αποκλείοντας την καθ’ ης η αίτηση από τη χρήση του χώρου. Η τελευταία αφαίρεσε την μπάρα και. Στη συνέχεια, την 10.08.2010, η πρώτη (1η) από τις αιτούσες τοποθέτησε καινούργια μπάρα στην ίδια ακριβώς θέση πάρκινγκ (Parking). Για το λόγο αυτό η καθ’ ης η αίτηση (και ανταιτούσα) προσέφυγε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών, παραπονούμενη για την συγκεκριμένη αστικής φύσης διαφορά, ο οποίος παρήγγειλε το οικείο Αστυνομικό Τμήμα, προκειμένου να επιληφθεί και να προβεί στις δέουσες ενέργειες. Σε εκτέλεση των παραγγελιών έγιναν συστάσεις και καταγράφηκε το γεγονός στο οικείο βιβλίο συμβάντων, τα οποία έχουν, ως εξής: Το με αριθ. πρωτ. 1010/2/364-Α αντίγραφο από το βιβλίο αδικημάτων-συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Εξαρχείων της 17.06.2010 με αριθμό εγγραφής 363232 από το οποίο προκύπτει ότι: στις 04.06.2010, προσκομίζοντας Εισαγγελική Παραγγελία κατά του δευτέρου των καθ ων η ανταίτηση δήλωσε ότι ο τελευταίος εμποδίζει αυτήν, κλείνοντας το αυτοκίνητο του μέσα στη πυλωτή με αποτέλεσμα να μην μπορεί αυτή να το χρησιμοποιήσει, όταν χρειαστεί.

Β] Το με αριθ. πρωτ 1010/2/394-α αντίγραφο από το βιβλίο αδικημάτων-συμβάντων του Αστυνομικού Τμήματος Εξαρχείων της 16.07.2010 με αριθμό εγγραφής 428864, από το οποίο προκύπτει ότι: στις 11.07.2010, η ανταιτούσα παραπονέθηκε κατά της πρώτης των καθ ων η ανταίτηση πως, παρά τις παραγγελίες του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αθηνών για συμμόρφωση απέναντι στην αστική διαφορά, που την χωρίζει με αυτή εν τούτοις αυτή την παρενοχλεί με καθημερινά σημειώματα ως διαχειρίστρια, έχοντας, ως απώτερο σκοπό, μόλις αυτή πάρει το αυτοκίνητο της να καταλάβει αυτή τη θέση στάθμευσης. Επίσης, παραπονέθηκε για την τοποθέτηση μπάρας ζητώντας την απομάκρυνση της μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

Γ) Αντίγραφο από το βιβλίο αδικημάτων-συμβάντων-συλλήψεων-συστάσεων και παραπόνων του Αστυνομικού Τμήματος Ψυχικού της 26 Ιουλίου 2010 από το οποίο προκύπτει ότι, στις 10.06.2010, προσκομίζοντας παραγγελία του Εισαγγελέως η ανταιτούσα εξέφρασε παράπονα σε βάρος του τρίτου (3ου) των καθ ων η ανταίτηση για την διαφορά τους ως προς τη θέση στάθμευσης κλπ. Επιπλέον, προέκυψε ότι την 03.10.2009 ο δεύτερος των καθ’ ων η ανταίτηση τοποθέτησε το με αριθμό κυκλοφορίας ΙΚΜ-6046 όχημα του εργοστασίου κατασκευής Falkswagen, χρώματος μαύρου, με τρόπο ώστε να καταλαμβάνει τις υπό στοιχεία Ρ-5 και Ρ-6 θέσεις στάθμευσης, παρεμποδίζοντας την ανταιτούσα από τη χρήση της Ρ-5 θέσεως. Αυτή τότε κάλεσε την ʼμεση Δράση, καταγράφουσα στο απόσπασμα της 03.10.2009 του ημερησίου δελτίου οχήματος Ε.Α-20924 του Αστυνομικού Τμήματος Εξαρχείων (…). Ωστόσο, οι ισχυρισμοί της καθ’ ης η αίτηση για επικινδυνότητα της πρώτης (1ης) και δεύτερου (2ου) των αιτούντων στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, καθώς από κανένα αποδεικτικό στοιχείο (έγγραφα, μάρτυρες, κ.λ.π.), που περιλαμβάνεται στο φάκελο της δικογραφίας δεν προέκυψε οποιοδήποτε περιστατικό, που να καταδεικνύει τη βασιμότητα ενός τέτοιου ισχυρισμού, δεδομένης μάλιστα της προσωπικότητας των αιτούντων, όπως η πρώτη από τους αιτούντες τυγχάνει πολιτική επιστήμων και έχει διατελέσει σύμβουλος επικοινωνίας μη κυβερνητικών οργανώσεων, ο δεύτερος από αυτούς τυγχάνει οικονομολόγος και εργάζεται σε μεγάλες εταιρείες του εκδοτικού χώρου, ο, δε, τρίτος από αυτούς τυγχάνει αρχιτέκτονας, με καλή πίστη στον κατασκευαστικό χώρο, οπότε οι χαρακτηρισμοί από την πλευρά της καθ’ ης η αίτηση στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση «παράνομα» και «ελαττωματικά» συμβόλαια, ενδεχόμενα, επηρεάσουν δυσμενώς την επαγγελματική του πορεία.   Ωστόσο, και η χρήση από την πλευρά των καθ’ ων η ανταίτηση απαξιωτικών και υβριστικών φράσεων σε βάρος της ανταιτούσας για μία αστικής φύσης διαφορά, όπως  είναι η θέση στάθμευσης, που προσβάλλουν την τιμή και υπόληψή της στο κοινωνικό σύνολο, αλλά και ενέργειες, που ενέχουν απειλή σε βάρος της στοιχειοθετούν προσβολή της προσωπικότητας της ανταιτούσας. Ομοίως, και η παρεμπόδιση της χρήσης της υπό στοιχεία Ρ-5 θέσης στάθμευσης από την πλευρά της ανταιτούσας με τη στάθμευση του οχήματος των καθ’ ων η ανταίτηση, κατά τον τρόπο, που εμφαίνεται στις συσχετιζόμενες με την υπό κρίση ανταίτηση φωτογραφίες στοιχειοθετεί ενέργεια προσβλητική της προσωπικότητας της ανταιτούσας.   Κατόπιν τούτων, συντρέχει νόμιμη περίπτωση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, συνιστάμενων αυτών σε ρύθμιση προσωρινής κατάστασης. Έτσι, αφού συνεκδικαστούν οι υπό στοιχεία (Α) αίτηση και (Β) ανταίτηση, θα πρέπει να γίνουν δεκτές: (α) η κρινόμενη αίτηση (1) …, (2) …, και (3) …, κατά το μέρος, που γίνεται από την πλευρά της καθ’ ης η αίτηση … οποιαδήποτε αναφορά ενώπιον Δημόσιας Αρχής σε παράνομα και ελαττωματικά συμβόλαια, μέχρι την οριστική διάγνωση του κύρους των συμβολαίων αυτών από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αλλά και για επικινδυνότητα των καθ’ ων η αίτηση, ως ατόμων και μελών του κοινωνικού συνόλου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω και (β) η ανταίτηση της τελευταίας αναφορικά με την από πλευράς των καθ’ ων η ανταίτηση διατύπωση απαξιωτικών και προσβλητικών σε βάρος της φράσεων, τη τοποθέτηση σημειωμάτων στο όχημά της και την στάθμευση του οχήματος τους, κατά τρόπο, που να παρεμποδίζει ή να αποκλείει την είσοδο-έξοδο του οχήματος της ανταιτούσας από την υπ’ αριθμόν Ρ-5 θέση στάθμευσης της PILOTIS, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο διατακτικό της απόφασης αυτής. Τέλος η δικαστική δαπάνη των αιτούντων στην υπό

στοιχεία (Α) αίτηση θα πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της καθ’ ης η αίτηση, ενώ, αναφορικά με την ανταίτηση, η δικαστική δαπάνη της ανταιτούσας θα πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των καθ’ ων η ανταίτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 176 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

– ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

– ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 27 Ιουλίου 2010 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου (Γ.Α.Κ.) 141133 / 12612 /2010 αίτηση των (1) …, (2) .., και (3) …  και την από 09-12-2011 ανταίτηση της …, με ταυτόσημο περιεχόμενο με αυτό της από 25 Αυγούστου 2010 αίτησης της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (Γ. Α. Κ.) 149769 /13938 /2010.

– ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό στοιχεία (Α) αίτηση.

– ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ την από πλευράς της ….τη χρήση των επιθετικών προσδιορισμών «παράνομα» και «ελαττωματικά» σε σχέση με τα συμβόλαια, όπως εκτέθηκαν παραπάνω, καθώς, επίσης, και του προσδιορισμού «επικίνδυνα άτομα» σε σχέση με τους αιτούντες στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση σε οποιαδήποτε αίτηση ή αναφορά ενώπιον Δημόσιας Αρχής ή Υπηρεσίας σχετικά με τις επίδικες θέσεις στάθμευσης.

– ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος της καθ’ ης η αίτηση χρηματική ποινή χιλίων (1000,00) Ευρώ (Ε) και προσωπική κράτηση ενός (1) μήνα για κάθε παράβαση της παρούσας απόφασης.

– ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό στοιχεία (Β) αίτηση – ανταίτηση.

– ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ την από πλευράς των καθ’ ων η ανταίτηση: (α) χρήση

οποιασδήποτε απαξιωτικής και προσβλητικής φράσης για το πρόσωπο της ανταιτούσας …, (β) τη τοποθέτηση σημειωμάτων στο όχημά της και (γ) την στάθμευση οποιουδήποτε οχήματος, που να ανήκει στην κυριότητα, νομή ή κατοχή των καθ’ ων η ανταίτηση, κατά τέτοιο τρόπο, που να παρεμποδίζει ή να αποκλείει την είσοδο-έξοδο του οχήματος της ανταιτούσας από την υπ’ αριθμόν Ρ-5 θέση στάθμευσης της PILOTIS της πολυώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια του Δήμου Αθηναίων, στη θέση «Πινακωτά», στη βόρεια πλευρά του Λυκαβηττού, στη διασταύρωση των οδών … και .., με αριθμό ….

– ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος των καθ’ ων η ανταίτηση χρηματική ποινή δύο

χιλιάδων (2000,00) Ευρώ (Ε) και προσωπική κράτηση δύο (2) μηνών για κάθε παράβαση της παρούσας απόφασης.

– ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ’ ης η αίτηση .. στην υπό στοιχεία (Α) αίτηση στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των αιτούντων, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) Ευρώ (Ε) και τους καθ’ ων η αίτηση (1) … (2) …, και (3) …, στην υπό στοιχεία (Β) αίτηση στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της ανταιτούσας, την οποία ορίζει στο χρηματικό ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) Ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 9 Φεβρουαρίου 2012, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ          Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: