ΑΠ 164/2014 Διεκδικητική αγωγή επί συγκυριότητας προς απόδοση συννομής κατά ιδανική μερίδα..
Περίληψη
Κυριότητα. Διεκδικητική αγωγή. Επί συγκυριότητας, προς επιδίωξη απόδοσης συννομής κατά την ιδανική μερίδα συγκυρίου. Στοιχεία ορισμένου. Περιγραφή ακινήτου. Δεν απαιτείται αναφορά πλευρικών διαστάσεων, προσανατολισμού καθ’ όρια και ονομάτων ιδιοκτητών όμορων. Απαιτείται προσδιορισμός της θέσης διεκδικούμενου ακινήτου ως τμήμα μεγαλύτερου. Αρκεί η ενσωμάτωση τοπογραφικού διαγράμματος. Κτήση κυριότητας με τακτική χρησικτησία. Έννοια και προϋποθέσεις. Καλή πίστη νομέα ως προς την ύπαρξη τίτλου. Συγγνωστή πλάνη αγοραστή ότι κατέχει τίτλο μεγαλύτερης έκτασης. Βάρος επίκλησης και απόδειξης.Χρόνος χρησικτησίας. Συνυπολογισμός του χρόνου άσκησης νομής του διαδόχου στο χρόνο του δικαιοπαρόχου του. Αναιρετικοί λόγοι. Έλλειψη νόμιμης βάσης. Ανεπαρκείς αιτιολογίες ως προς ουσιώδες ζήτημα νομής. Αναιρεί. Παραπέμπει προς περαιτέρω εκδίκαση
Απόφαση
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Σίδερη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Ρουμπή, Ερωτόκριτο Καλούδη, Αργύριο Σταυράκη και Ελένη Διονυσοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Οκτωβρίου 2013, με την παρουσία και της γραμματέως Αγγελικής Ανυφαντή, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ά. Ν. του Ε., κατοίκου ... ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Μαλταμπέ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1)Β. Λ. του Α. και 2)Κ. Λ. του Α., κατοίκων ... Ο 1ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Αικατερίνη Ραμπότα, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και ο 2ος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Λιούλιο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20/5/1997 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Σύρου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 108ΤΠ/1999 μη οριστική, 137/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 220/2011 του Εφετείου Αιγαίου. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 14/3/2012 αίτηση και τους από 13/9/2013 προσθέτους λόγους του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ερωτόκριτος Καλούδης ανέγνωσε την από 2/10/2013 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και των προσθέτων λόγων.
Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και των προσθέτων λόγων, ο πληρεξούσιος του 2ου αναιρεσίβλητου την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη του.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 στοιχ. α' και β' Κ.Πολ.Δ. προκύπτει, ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που ανάγονται για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά, το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου, ειδικότερα, περί δεκδικητικής αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 Α.Κ. στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή, ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο οι πλευρικές διαστάσεις και ο καθ' όρια προσανατολισμός του, ούτε να κατονομάζονται οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων. Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου τμήματος να προσδιορίζεται με ακρίβεια η θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο. Η ακριβής, εξάλλου, περιγραφή του ακινήτου, η οποία μπορεί να γίνει και με αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα, είναι αναγκαία, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει ο εναγόμενο να αμυνθεί και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης διεκδικητικής αγωγής, το όλο σ' αυτήν, περιγραφόμενο ακίνητο, δηλαδή ένα αγροξηροχώραφο, που περιήλθε κατ' ισομοιρίαν στους ενάγοντες και ήδη αναιρεσιβλήτους με βάση τα α) .../2-6-1984 και β) .../1984 συμβόλαια της συμβολαιογράφου Γαυρίου ..., που έχουν νόμιμα μεταγραφεί, βρίσκεται στη θέση «...» της κτηματικής περιφέρειας της Κοινότητας του χωρίου ... "αποτελούμενον από πλαγιάν ελαφρώς επικλινή προς τη θάλασσα, ανατολικώς δε και δυτικώς εξαπλουμένην προς δύο ετέρας συνεχομένας πλαγιάς, οι οποίες κατερχόμενες απολήγουν σε χειμάρους (αύλακες ομβρίων υδάτων) αποτελούσες μετά της κυρίας πλαγιάς ένα ενιαίο σύνολο που απολήγει σε βραχώδη παραλία, εκτάσεως του αγρού τούτου κατά μεν τους τίτλους κτήσεως ως έγγιστα "και κατ' απλόν υπολογισμόν" όπως σ' αυτούς αναγράφεται, πενήντα (50) στρεμμάτων ή όσον ήθελε ευρεθεί κατά την μελλοντική αποτύπωσή του και συνορευόμενον - κατά τους τίτλους κτήσεως - εξ ολοκλήρου με δρόμον αγροτικόν από νότον προς προς βορράν δια του οποίου εξυπηρετείται εν πολλοίς το κτήμα, προς δυσμάς με χείμαρον των ομβρίων υδάτων διαχωριζόμενον με σταθερά ορόσημα από εμπεπηγμένους λίθους σε όλη την πλευρά αυτή (δυτική) προς βορράν με κρημνώδη βράχον που απολήγει στη θάλασσα με μεγάλο βάθος (γι' αυτό και η δοθείσα τοπωνυμία ...), προς νότον με ιδιοκτησίαν κληρονόμων Π. Λ., χωριζομένης και διακριμενομένης αυτής με ένα μανδρί προς σταυλισμό ζώων που ανήκει στους κληρονόμους Π. Λ., το οποίο μανδρί ευρίσκεται περί τα όρια των δύο ιδιοκτησιών και σε ευθεία γραμμή ένθεν του κελίου αυτού. Το αυτό κτήμα (αγρός) ήδη κατόπιν γενομένης επακριβούς καταμετρήσεως εμφαίνεται στο (ενσωματωμένο στην αγωγή) από 10 Σεπτεμβρίου 1994 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Π. υπό τα στοιχεία Α,Β,Γ,Δ,Ε,Ζ,Η,Θ,Ι,Κ,Λ,Μ,Ν,Ξ,Ο,Α έχει εμβαδόν εκατόν τριάντα (130) στρέμματα ήτοι μ.τ. 130.000 και κατά το σχεδιάγραμμα αυτό συνορεύει ΒΟΡΕΙΑ-ΒΟΡΕΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ σε πλευρά του σχεδιαγράμματος ΑΟΞΝ με θάλασσα (κρημνώδη παραλία), ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά ΑΒΓΔ με ιδιοκτησία πρώην Κωνσταντή και ήδη αγνώστων, ΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά ΔΕ με ιδιοκτησίες κληρονόμων Π. Λ., ΝΟΤΙΟΔΥΤΙΚΑ σε πλευρά ΕΖΗ ομοίως με κληρονόμους Π. Λ., ΝΟΤΙΑ σε πλευρά ΗΘΙΚ με ιδιοκτησία Ν. εν μέρει και εν μέρει με ιδιοκτησία Γ. Α. ή Κ. και ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ - ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΑ σε πλευρά ΞΝΜΛΚ με ιδιοκτησία Τ.». Το επίδικο, εξάλλου, ακίνητο, το οποίο οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι ισχυρίστηκαν - με την αγωγή - ότι στις αρχές Μαΐου 1994 ο εναγόμενος και ήδη αναιρεσείων "το κατέλαβε αυθαιρέτως, παρανόμως και εναντίον της βουλήσεώς (τους)», εμφαίνεται "στο προαναφερθέν από 10.9.1994 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Π. με τα στοιχεία ΖΗΘΙΚΛΡΠΣ (και είναι) εμβαδού μ.τ. 40.000 (40 στρέμματα), συνορεύει (δε) Ανατολικά (σε πλευρά ΚΛ μ. 140 του άνω σχεδιαγράμματος) με ιδιοκτησία Ν. Τ., Δυτικά σε πλευρά ΖΗ μ. 35 με ιδιοκτησία Κλ. Π. Λ., Νότια - Νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία του εναγομένου και ιδιοκτησία Γ. Α. (πλευρά ΗΘΙΚ μ. 381 σχεδιαγράμματος), Βόρεια με υπόλοιπο ιδιοκτησίας τους (πλευρά ΖΠΡΛ μ. 410 σχεδιαγράμματος). Ολόκληρο το ακίνητο των εναγόντων, καθώς και το επίδικο εδαφικό τμήμα, όπως περιγράφονται στο αγωγικό δικόγραφο και με αποτύπωσή τους στο ενσωματωμένο σ' αυτό προαναφερθέν τοπογραφικό διάγραμμα, κατά είδος, θέση, έκταση, όρια και πλευρικές διαστάσεις ορίων, κατονομάζονται δε στο ίδιο δικόγραφο και οι ιδιοκτήτες των όμορων ακινήτων, εξατομικεύονται πλήρως, ώστε να μη υπάρχει αμφιβολία ως προς της ταυτότητά τους. Το Εφετείο, επομένως, που, με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε πλήρως ορισμένη την ένδικη διεκδικητική αγωγή και ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου, απορρίπτοντας ως αβάσιμη την ένσταση περί αοριστίας της αγωγής του εφεσιβλήτου εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος λόγω μη περιγραφής σ' αυτή τόσο του μεγαλύτερου ακινήτου, τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο, όσο και του τελευταίου, ούτε παρέλειψε παρά το νόμο να μην λάβει υπόψη την άνω ένσταση περί αοριστίας της αγωγής, ούτε να κηρύξει αυτήν απαράδεκτη, γι' αυτό και ο τρίτος λόγος της αναίρεσης, κατ' ορθή εκτίμησή του, από το άρθρο 559 αρ. 8 και (όχι 1 αλλά) 14 του Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο, υπό τις αντίστοιχες αιτιάσεις, υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Η περιλαμβανόμενη στον ίδιο αναιρετικό λόγο αιτίαση από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο απέρριψε την ένσταση περί αοριστίας της αγωγής χωρίς να λάβει υπόψη "επικληθέντα και προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, ήτοι την πραγματογνωμοσύνη του Ι. Κ. και την τεχνική μελέτη του Α Τ., από τις οποίες αποδεικνυόταν η λόγω των επιστημονικών ελλείψεών του, αδυναμία εφαρμογής του τοπογραφικού των αντιδίκων στο έδαφος και ως εκ τούτου η αδυναμία εκτέλεσης της εκδοθησόμενης απόφασης, αλλά και η αδυναμία σύγκρισής του με τους τίτλους ιδιοκτησίας των αντιδίκων», είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί, εφόσον η αναιρετική αυτή αιτίαση συναρτάται με την κατ' ουσίαν έρευνα του οικείου ισχυρισμού και όχι όταν αυτός απορρίπτεται ως νόμω αβάσιμος.
ΙΙ. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1710επ., 1813 επ., 1846, 1192, 1193, 1194, 1195, 1198, 1199 και 1033 Α.Κ., συνάγεται, ότι η κυριότητα ακινήτου αποκτάται παραγώγως, με κληρονομική μεν διαδοχή, από το θάνατο του κληρονομουμένου, εφόσον ο κληρονόμος αποδεχθεί την κληρονομία με δημόσιο έγγραφο και μεταγράψει την περί αποδοχής δήλωσή του, με συμφωνία δε, μεταξύ του κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ' αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία, η οποία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση, με τους τρόπους αυτούς, της κυριότητας του ακινήτου, προϋπόθεση είναι ο αποβιώσας ή εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της να ήταν κύριος του ακινήτου. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1041, 1042, 1043 και 1044 Α.Κ. προκύπτει, ότι, για να αποκτήσει κάποιος κυριότητα σε ακίνητο με τακτική χρησικτησία, απαιτούνται φυσική εξουσίαση του πράγματος με διάνοια κυρίου (νομή), καλή πίστη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο που αποκτάται η νομή, νόμιμος τίτλος, που πρέπει να υποβληθεί σε μεταγραφή (άρθρα 1192 περ. α' και 1198 Α.Κ.), πράγμα δεκτικό χρησικτησίας και παρέλευση δεκαετίας. Ειδικότερα, ως προς το στοιχείο της καλής πίστης, αυτό συντρέχει, όταν ο νομέας, με βάση τα εκάστοτε συντρέχοντα περιστατικά, έχει, κατά την κτήση της νομής, την πεποίθηση, η οποία δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, ότι απέκτησε την κυριότητα. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 1043 παρ. 1 Α.Κ., προς χρησικτησία αρκεί και νομιζόμενος τίτλος, εφόσον δικαιολογείται καλή πίστη του νομέα. Είναι δε νομιζόμενος ο τίτλος, ο οποίος, κατά την πεποίθηση του νομέα, που δεν οφείλεται σε βαριά αμέλεια, υπολαμβάνεται απ' αυτόν ότι υπάρχει, ενώ πράγματι δεν υπήρξε καθόλου. Δεν αρκεί συνεπώς μόνη η πεποίθηση του νομέα ότι απέκτησε την κυριότητα, αλλά προσάπτεται και η καλή πίστη που αφορά τον τίτλο, δηλαδή η πεποίθηση στη συγκεκριμένη περίπτωση για την ύπαρξη του τίτλου. Νομιζόμενος τίτλος υπάρχει και όταν ο αγοραστής, κατά την εφαρμογή του τίτλου του, από συγγνωστή πλάνη, υπολαμβάνει ότι ο τίτλος του καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη από αυτή που του πωλήθηκε ή συνεχόμενο ακίνητο. Εκείνος που υποστηρίζει ότι απέκτησε την κυριότητα με βάση νομιζόμενο τίτλο, οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει τα στοιχεία που τον θεμελιώνουν, διότι η έρευνα του ζητήματος αυτού δεν ανήκει στην αυτεπάγγελτη ενέργεια του δικαστηρίου. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 974, 1045, 1051 Α.Κ. προκύπτει, ότι, για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή αυτού με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο της νομής του δικαιοπαρόχου του. Άσκηση νομής, προκειμένου για ακίνητο, συνιστούν εμφανείς υλικές ενέργειες επάνω σ' αυτό που προσιδιάζουν στη φύση και του προορισμό του, με τις οποίες εκδηλώνεται η βούληση του νομέα να το εξουσιάζει. Ενώ, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1094, 1113 και 1116 Α.Κ. προκύπτει, ότι επί συγκυριότητας κάθε συγκύριος, όταν προσβάλλεται το δικαίωμα της συγκυριότητάς του, μπορεί να ασκήσει τη διεκδικητική αγωγή εναντίον εκείνου που νέμεται το πράγμα, για να επιδιώξει την απόδοση της συννομής κατά την ιδανική του μερίδα (ΑΠ 300/1981 ΝοΒ.29.1502). Τέλος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, όταν στο αιτιολογικό, που συνιστά την ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού, δεν αναφέρονται καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του επί ζητήματος με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και, έτσι, δεν μπορεί να ελεχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν ή όχι οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε. Αντίθετα, η απόφαση δεν στερείται νόμιμης βάσης, όταν οι πιο πάνω ελλείψεις αφορούν την εκτίμηση των αποδείξεων (άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) και, ειδικότερα, αναφέρονται στην ανάλυση, αξιολόγηση και στάθμιση του πορίσματος που εξάγεται από αυτές, αρκεί μόνο το πόρισμα να εκτίθεται με σαφήνεια (Ολ. Α.Π. 24/1992). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχτηκε τα εξής: "Το επίδικο ακίνητο, εμβαδού περίπου 40 στρεμμάτων, είναι ένας αγρός που βρίσκεται στη θέση «...» της κτηματικής περιφέρειας της κοινότητας του χωριού ... Άνδρου, αποτυπώνεται με τα στοιχεία Ζ-Η-Θ-Ι-Κ-Λ-Ρ-Π-Ζ στο με ημερομηνία 10-9-1994 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Α. Π. και συνορεύει ανατολικά επί πλευράς Κ-Λ μήκους 140 μέτρων με ιδιοκτησία Ν. Τ., δυτικά επί πλευράς Ζ-Η μήκους 35 μέτρων με ιδιοκτησία κληρονόμων Π. Λ., νότια - νοτιοδυτικά επί πλευράς Η-Θ-Ι-Κ μήκους 381 μέτρων με ιδιοκτησία του εναγομένου και ιδιοκτησία Γ. Α., βόρεια επί πλευράς Ζ-Π-Ρ-Λ μήκους 410 μέτρων με υπόλοιπη ιδιοκτησία των εναγόντων. Οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι κατέστησαν συγκύριοι κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας ενός ευρύτερου ακινήτου, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το επίδικο τμήμα, δυνάμει των υπ' αριθμ. .../2-6-1984 και .../2-6-1984 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Γαυρίου ... που μεταγράφηκαν νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Άνδρου στον τόμο … με α.α. … και στον …με α.α. …αντίστοιχα και απέκτησαν τη συγκυριότητά τους από τον πατέρα τους Α. Λ. (υπ' αριθ. .../2-6-1984) και τη θεία τους Γ. Λ. (υπ' αριθ. .../1984 συμβόλαιο), οι οποίοι ήσαν συγκύριο του ακινήτου κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου ο καθένας». Ακολουθεί η στα συμβόλαια αυτά περιγραφή του ακινήτου, κατά την οποία η έκτασή του προσδιορίζεται "ως έγγιστα και κατ' απλόν υπολογισμόν πεντήκοντα (50) στρεμμάτων ή όσον ήθελεν ευρεθεί κατά την μελλοντικήν αποτύπωσίν του" και στη συνέχεια παρατίθεται, ότι "οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι οι άνω δικαιοπάροχοί τους απέκτησαν το ευρύτερο αυτό ακίνητο δυνάμει της υπ' αριθμ. .../1984 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Γαυρίου Άνδρου, που μεταγράφηκε νόμιμα... στην οποία πράξη οι άνω δικαιοπάροχοί των εναγόντων αποδέχονται την κληρονομιά του αποβιώσαντος στις 23.3.1948... πατρός τους Β. Λ.... (στον οποίο) περιήλθε κατά ένα μέρος από κληρονομιά από τον παππού του Β. Φ. Λ. δυνάμει του υπ' αριθμ. ...1878 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Γαυρίου ... και ακολούθως ολόκληρο δυνάμει της υπ' αριθμ. .../5-1895 δημοσίας διαθήκης του συμβολαιογράφου Γαυρίου ...... Από την ανάγνωση όλων των τίτλων κτήσεως των εναγόντων παρατηρείται ότι ως όριο αυτού προς νότο τίθεται το ρέμα (υπ' αριθμ. ...1878 συμβόλαιο) καθώς και υπ' αριθμ. .../1984 πράξη αποδοχής κληρονομιάς όπου το ακίνητο αποτελείται από μια πλαγιά που καταλήγει στη θάλασσα και δύο πλαγιές που καταλήγουν σε χείμαρρους με είσοδο από κτήματα Μ. Λ. και δρόμο, ενώ στους τίτλους με τους οποίους απέκτησαν το ακίνητο οι ενάγοντες (υπ' αριθμ. .../2-6-1984 και .../2-6-1984 συμβόλαια) παρατηρείται μια πιο αναλυτική περιγραφή που όμως αντιφάσκει όχι ως προς το γεγονός ότι μια κύρια πλευρά απολήγει στη θάλασσα και δύο πλευρές απολήγουν σε χείμαρρους, αλλά ως προς τον αγροτικό δρόμο με τον οποίο φέρεται να συνορεύει εξ ολοκλήρου το ακίνητο από νότο προς βορά, ενώ αντίθετα στην υπ' αριθ. .../1984 πράξη αποδοχής κληρονομιάς διευκρινίζεται ότι ο δρόμος αποτελούσε την είσοδο του κτήματος μαζί με τα κτήματα του Μ. Λ.. Εξάλλου, ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το επίδικο ακίνητο αποτελεί τμήμα του δικού του όμορου ακινήτου, το οποίο απέκτησε δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1991 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Άνδρου ... που μεταγράφηκε νόμιμα, από τον πατέρα του Ε. Ν.. Στον άνω τίτλο του εναγομένου το όλο ακίνητό του περιγράφεται ως εξής: "ένα ξηρικό αγρό κείμενο στη θέση «...» της περιφέρειας του χωριού Κάτω Γίδες της Κοινότητας Γαυρίου της Άνδρου, μετά του ερειπωμένου κελίου του, διαχωρισθέντα δια αγροτικού δρόμου σε δύο άνισα τμήματα, εκτάσεως ως έγγιστα του όλου ακινήτου εξήντα (60) στρεμμάτων ή όσης εκτάσεως και αν είναι... επιπλέον ισχυρίζεται ότι ο παππούς του Ν. Ν. είχε καταστεί κύριος του επιδίκου δυνάμει του υπ' αριθμ. .../1939 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Γαυρίου ..., στο οποίο το αγορασθέν ακίνητο περιγράφεται ως "εις θέσιν ... κείμενος αγρός όσης εκτάσεως και αν είναι σύδενδρον μετά του εν αυτώ ερειπωμένου κελίου... ενώ στις πωλήτριες Ε. Κ. και Ε. Κ. είχε περιέλθει δυνάμει των υπ' αριθμ. .../30-7-1923 και ...1928 συμβολαίων του συμβολαιογράφου Αθηνών ..., στα οποία το ακίνητο περιγράφεται συνοπτικά ως "αγρός στη θέση ... συνορεύον με ιδιοκτησίες Μ. Λ., Μ. Θ. και με ρέμα». Από τη μελέτη των τίτλων του εναγομένου προκύπτει ότι στο συμβόλαιο του 1939 του δικαιοπαρόχου του ο αγρός είναι σύδενδρος με όριά τους Π. Λ., Β. Θ., Μ. Θ. και ξηρόρεμα, αντίθετα στο συμβόλαιο υπ' αριθμ. .../1991 με το οποίο αποκτά το ακίνητο ο εναγόμενος αναφέρεται ως όριο η θάλασσα, που απέχει αρκετά από τα δένδρα (ελιές) του εναγομένου, δεν αναφέρεται ως όμορος ιδιοκτήτης ο Τ., το δε επίδικο τμήμα που εκτείνεται πέρα από τα ελαιόδενδρα δεν έχει δένδρα αλλά είναι ξερό...». Ακολουθεί αξιολόγηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος πραγματογνώμονος Ι. Κ. της από Μαΐου 2009 τεχνικής έκθεσης του τοπογράφου μηχανικού Α. Τ. "που απεικονίζει την ιδιοκτησία του εναγομένου με βάση, όμως, το συνταχθέν καθ' υπόδειξή του από Ιανουαρίου 1992 τοπογραφικό διάγραμμα Π...." και ακολούθως το Εφετείο καταλήγει στην κρίση: "Από όλα τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα είναι φανερό ότι όλο το επίδικο εδαφικό τμήμα ανήκει στους ενάγοντες και όχι στον εναγόμενο, απορριπτομένης ως αβάσιμης της σχετικής ένστασης ιδίας κυριότητας που πρότεινε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου στηρίζεται α) στο υπ' αριθμ. .../1939 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Γαυρίου ..., που αποτελεί κατά τον εναγόμενο τον τίτλο ιδιοκτησίας του δικαιοπαρόχου παππού του (σελ. 28 προτάσεων εναγομένου), από το οποίο προκύπτει ευκρινώς ότι το τμήμα που αποκτά ο δικαιοπάροχός του είναι σύδενδρο (αποτελούμενο μόνο από δένδρα) και συνορεύει με ρέμα και με κτήματα άλλων ιδιοκτητών και όχι με θάλασσα, ενώ αντίθετα η σημερινή του ιδιοκτησία που περιλαμβάνει και το επίδικο είναι πέραν των ελαιοδένδρων που του ανήκουν, ξερή και φθάνει μέχρι τη θάλασσα. Είναι λοιπόν φανερό ότι αν το κτήμα του δικαιοπαρόχου του εναγομένου είχε όριο θάλασσα και ήταν ξερό ασφαλώς αυτό και θα αναγραφόταν στο συμβόλαιό του και δεν θα αναφερόταν ως όριο το ρέμα και τα κτήματα των γειτόνων του και επομένως ο εναγόμενος επεξέτεινε το κτήμα που πράγματι του ανήκει (αυτό με τις ελιές) ανατολικότερα καταλαμβάνοντας το επίδικο εδαφικό τμήμα, β) στην περιγραφή της υπ' αριθμ. …/1990 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του πατέρα του εναγομένου Ε. Ν., ο οποίος δηλώνει ότι έλαβε κατά το έθιμο λόγω προικοδωρεάς ακίνητα στην …, τα οποία ουδόλως προσδιορίζει, γ) στην περιγραφή των τίτλων των εναγόντων (υπ' αριθμ. ..., .../1984 συμβόλαια) σε συνδυασμό με το υπ' αριθμ. .../1984 συμβόλαιο των δικαιοπαρόχων τους, από όπου εμφαίνεται ότι το ακίνητο των εναγόντων αποτελείται από τρεις πλαγιές, μία κύρια που απολήγει σε θάλασσα και δύο πλαγιές κείμενες ένθεν και ένθεν της κύριας πλαγιάς που απολήγουν σε χείμαρρους. Η περιγραφή αυτή οριοθετεί και το ακίνητο των εναγόντων, αφού σαφώς ορίζεται ως νότιο όριό του ο χείμαρρος, γεγονός που προκύπτει και από το υπ' αριθμ. ...1878 συμβόλαιο των απώτερων δικαιοπαρόχων των εναγόντων από το οποίο προκύπτει ότι νότιο όριο του ακινήτου του ορίζεται το ρέμα. Είναι βέβαια αληθές ότι στα υπ' αριθμ. ..., .../1984 συμβόλαια αναγράφει πέραν της λοιπής περιγραφής και όριο δρόμος αγροτικός «...συνορευόμενον εξ ολοκλήρου με δρόμο αγροτικό και διήκοντα από νότον προς βορρά, δια του οποίου εξυπηρετείται εν πολλοίς το κτήμα», πλην όμως η περιγραφή αυτή είναι στο σημείο αυτό εσφαλμένη, πέραν του εσφαλμένου προσανατολισμού του ακινήτου που συνομολογείται από τους διαδίκους, τον πραγματογνώμονα και τους τεχνικούς συμβούλους τους, καθόσον πλήρως αποδεικνύεται ότι τέτοιος αγροτικός δρόμος που να διαχωρίζει την ιδιοκτησία μέχρι τη θάλασσα δεν υπήρξε ποτέ, αλλά αντίθετα υπήρχε ένα μονοπάτι που ξεκινούσε δυτικά και έφθανε μέχρις ενός σημείου ανατολικά, το οποίο χρησιμοποιούταν αποκλειστικά ως είσοδος στο ακίνητο (βλ. σελ. 10 τεχνικής έκθεσης Ζ. όπου αποτυπώνεται το μονοπάτι σε συνδυασμό με υπ' αριθμ. .../1984 συμβόλαιο των δικαιοπαρόχων των εναγόντων, στο οποίο αναγράφεται ότι ο δρόμος καθώς και τα κτήματα του Μ. Λ. αποτελούν την είσοδο και έξοδο του ακινήτου και όχι όριο αυτού, δεδομένου ότι νότιο όριο αποτελούσε ο χείμαρρος), δ) στο γεγονός ότι η τεχνική έκθεση του τεχνικού συμβούλου Α. Τ. δεν κρίνεται πειστική, διότι πέραν του ότι δεν αποτυπώνει το υπ' αριθμ. .../1939 συμβόλαιο του δικαιοπαρόχου του εναγομένου αλλά μόνο το πρόσφατο από Ιανουαρίου 1992 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Π. που συντάχθηκε καθ' υπόδειξη του εναγομένου, αποτυπώνει στη σελ. 23 της τεχνικής έκθεσης την κύρια πλαγιά του ακινήτου των εναγόντων να απολήγει στη θάλασσα, τη δεύτερη πλαγιά να απολήγει ομοίως στη θάλασσα και να συνορεύει με μικρό ρέμα και την τρίτη πλαγιά να απολήγει δυτικά σε άλλο μικρό ρέμα, το δε όριο των ακινήτων χωρίζεται εξ ολοκλήρου με αγροτικό δρόμο, ενώ πλήρως αποδεικνύεται από όλα τα συμβόλαια των εναγόντων ότι μόνο η κύρια πλαγιά απολήγει στη θάλασσα και οι άλλες δύο απολήγουν σε χείμαρρους, αγροτικός δε δρόμος που να διασχίζει και να διαχωρίζει τα ακίνητα των διαδίκων καθ' όλο το μήκος από δύση προς ανατολή δεν υπήρχε ποτέ, παρά μόνο ένα μονοπάτι που κατέληγε πλησίον του μαντριού Λ. και αποτελούσε την είσοδο στο κτήμα των εναγόντων. Επιπλέον οι μικροί χείμαρροι που αποτυπώνονται στη σελ. 23 της τεχνικής του έκθεσης ως όρια, δεν αποτελούν τους χείμαρρους στους οποίους αναφέρονται τα συμβόλαια των εναγόντων, αλλά αντίθετα αποτελούν γραμμές περιοδικής ροής χωρίς έντονη φυσική κοιλότητα του εδάφους (βλ. σελ. 9 τεχνικής έκθεσης Ζ.), ε) στην υπ' αριθμ. πρωτ. …/27-3-1995 βεβαίωση του γεωπόνου Άνδρου Θ. Κ., η γνησιότητα της οποίας δεν αμφισβητήθηκε, από την οποία προκύπτει ότι ο εναγόμενος το έτος 1989, πριν την έναρξη της αντιδικίας δήλωνε στο πρόγραμμα εξισωτικής αποζημίωσης ένα αγρό στη θέση «...» εκτάσεως 25 στρεμμάτων, στο συμβόλαιο του 1991 αναγράφεται ο αγρός ως εμβαδού 60 στρεμμάτων και ήδη σήμερα ο αγρός ανέρχεται σε εμβαδόν 108 στρεμμάτων, γεγονός που σημαίνει την επέκταση του ακινήτου του εναγομένου σε βάρος του ακινήτου των εναγόντων, στ) στις καταθέσεις των μαρτύρων των εναγόντων Γ. Γ. και Φ. Κ., οι οποίοι καταθέτουν μετά λόγου γνώσεως ότι καλλιεργούσαν το κτήμα από το 1940 έως το 1978 περίπου για λογαριασμό των δικαιοπαρόχων των εναγόντων και μετά έμεινε ακαλλιέργητο, γνωρίζουν τα όριά του και κατέθεσαν ότι ο εναγόμενος έχοντας σκαπτικά μηχανήματα και όντας όμορος ιδιοκτήτης κατέλαβε μέρος του ακινήτου των εναγόντων. Οι καταθέσεις αυτές δεν αναιρούνται από την κατάθεση του μάρτυρος του εναγομένου Β. Ψ., ο οποίος δεν είναι γνώστης της περιοχής και των επιδίκων αφού βρίσκεται στην Άνδρο από το 1986 και μετά, ούτε από την κατάθεση του μάρτυρος Π. Π., που εκτός της συγγενικής σχέσης του με τον εναγόμενο (είναι γαμπρός του) περιπίπτει σε αντιφάσεις, αφού στην αρχή της κατάθεσής του αναφέρει ότι το ακίνητο του εναγομένου συνορεύει με κτήμα Π. Λ., κτήμα Τ., ένα ξηρόρεμα και με κτήμα Θ. και στη συνέχεια καταθέτει ότι το κτήμα φτάνει έως τη θάλασσα, ζ) στην υπ' αριθμ. 3/1995 απόφαση του Ειρηνοδικείου Άνδρου, η οποία απέρριψε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής των εναγόντων λόγω έλλειψης επείγουσας περίπτωσης, στην οποία όμως αναγράφεται (σελ.3) ότι ο εναγόμενος ομολογεί ότι όργωσε το επίδικο, ισχυριζόμενος ότι είναι δικό του και δεν συνορεύει με το ακίνητο των εναγόντων αφού μεταξύ των δύο ακινήτων παρεμβάλλονται ακίνητα τρίτων. Η παρεμβολή όμως τρίτων ιδιοκτητών μεταξύ των διαδίκων ουδέποτε προέκυψε στην παρούσα δίκη, ούτε αναφέρεται τρίτος ιδιοκτήτης μεταξύ των ακινήτων των διαδίκων από τον εναγόμενο στις προτάσεις της παρούσας δίκης, γεγονός που ερμηνεύεται ως αντιφατικότητα εκ μέρους του εναγομένου σχετικά με τους ισχυρισμούς που προβάλλει στο επίδικο». Έκρινε, δηλαδή, το Εφετείο, ότι οι ήδη αναιρεσίβλητοι ενάγοντες απέκτησαν τη συγκυριότητα του επίδικου ακινήτου με τον επικαλούμενο στην αγωγή παράγωγο τρόπο, ήτοι με γονική παροχή του πατέρα τους Α. Β. Λ. προς αυτούς τα 4/8 και με πώληση της θείας τους Γ. Β. Λ. τα υπόλοιπα 4/8, δυνάμει των προεκτεθέντων .../1984 και .../1984 συμβολαίων, αντίστοιχα, που έχουν νόμιμα μεταγραφεί (άρθρα 1033, 1192 αρ.1, 1198, 513 επ. και 1509 Α.Κ.) και απέρριψε την - προβληθείσα από τον ήδη αναιρεσείοντα εναγόμενο με τις από 5.5.2011 προτάσεις του ενώπιον του Εφετείου της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση - "ένστασή (του) ιδίας κυριότητας του επίδικου τμήματος, αποκτηθείσας κατά παράγωγο τρόπο δυνάμει της υπ' αριθ. .../1991/Τ…./α.α….) γονικής παροχής νομίμως μεταγεγραμμένης" του αληθούς κυρίου αυτού δικαιοπάροχου πατέρα του προς αυτόν και επικουρικά με τα προσόντα της τακτικής, άλλως έκτακτης χρησικτησίας "στο πρόσωπο του πατρός δικαιοπαρόχου (του) Ε. Ν. του Ν.», ως νεμηθέντες ο πατέρας του και οι δικαιοπάροχοί του με καλή πίστη δυνάμει "συνεχών και αδιάσπαστης συνέχειας - μνημονευόμενων - νόμιμων τίτλων ιδιοκτησίας" για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της εικοσαετίας πριν τη μεταβίβασή του - το έτος 1991- στον ήδη αναιρεσείοντα εναγόμενο, ως κατ' ουσίαν αβάσιμη. Ακολούθως, δέχτηκε ως βάσιμη και κατ' ουσίαν την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εκφέρει αντίθετη κρίση και εν τέλει δέχτηκε την ένδικη διεκδικητική του επίδικου ακινήτου αγωγή τους, αναγνωρίζοντας αυτούς συγκυρίους και υποχρεώνοντας τον ήδη αναιρεσείοντα εναγόμενο να τους το αποδώσει κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του ανεπαρκείς αιτιολογίες και, έτσι, στέρησε την απόφασή του από τη νόμιμη βάση της, κατά παραδοχή του πρώτου πρόσθετου λόγου αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., ως προς το ουσιώδες ζήτημα της νομής του επίδικου ακινήτου, το οποίο αποτελεί γεγονός κρίσιμο τόσο όσον αφορά την παραδοχή του περί απόδοσης αυτού - επίδικου ακινήτου - αγωγικού αιτήματος όσο και όσον αφορά την απόρριψη της άνω ένστασης περί ιδίας κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία από το δικαιοπάροχο του ήδη αναιρεσείοντος εναγομένου, παραβιάζοντας, έτσι, εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1094, 1041, 1042, 1043 και 1045 Α.Κ., δεδομένου ότι, με βάση αυτά που δέχτηκε, δεν είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή από αυτό - Εφετείο - των πιο πάνω διατάξεων, διότι δεν αιτιολογεί, εάν, πως και πότε ο ήδη αναιρεσείων εναγόμενος ή οι δικαιοπάροχοί του απέκτησαν τη νομή του επιδίκου - λαμβανομένου υπόψη, ότι, για την εφαρμογή της άνω διάταξης του άρθρου 1094 Α.Κ. ως προς την παραδοχή του περί απόδοσης του πράγματος αγωγικού αιτήματος απαιτείται ο εναγόμενος να είναι νομέας ή κάτοχός του κατά την έγερση της αγωγής - και σε καταφατική περίπτωση αν την απέκτησαν ή όχι με καλή πίστη και με νόμιμο ή νομιζόμενο τίτλο και αν αυτός και οι δικαιοπάροχοί του την έχουν ή όχι έκτοτε συνεχώς. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση (άρθρο 580 παρ. 3 εδ. 2 Κ.Πολ.Δ.). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 220/2011 απόφαση του Εφετείου Αιγαίου.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο όμως από άλλους δικαστές εκτός από αυτούς που εξέδωσαν την αναιρεθείσα απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3.500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Νοεμβρίου 2013. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 22 Ιανουαρίου 2014.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου