Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ - ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 2264/2019 ΚΑΙ ΕιρΧαλανδρίου 670/2008 ΚΑΙ ΑΠ 1202/2018 ΚΑΙ 241/26-10-2018 Ειρηνοδικείο Κως


Αποποίηση κληρονομιάς/ Αποδοχή με το ευεργέτημα της απογραφής

Η δήλωση αποποίησης ή αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής, της κληρονομιάς γίνεται αυτοπροσώπως στο Γραμματέα του Ειρηνοδικείου κληρονομίας. Δήλωση αποποίησης κληρονομιάς ή αποδοχή με το ευεργέτημα της

απογραφής, που γίνεται με αντιπρόσωπο απαιτεί την προσκόμιση ειδικού συμβολαιογραφικού εγγράφου (πληρεξούσιο).

Δήλωση αποποίησης κληρονομιάς ή αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής που γίνεται:
α) από ασκούντες τη γονική μέριμνα ανηλίκου
β) από δικαστικό συμπαραστάτη για συμπαραστατούμενο
γ) από επίτροπο για ανήλικο που βρίσκεται σε επιτροπεία
Είναι εκ του νόμου απαραίτητο να προσκομιστεί δικαστική απόφαση, που τους χορηγεί άδεια να αποποιηθούν ή να αποδεχθούν εκ μέρους τους.

Για να αποποιηθεί ή να αποδεχθεί με το ευεργέτημα της απογραφής κάποιος την κληρονομιά, που του έχει επαχθεί, εμφανίζεται ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου κληρονομίας προσκομίζοντας ληξιαρχική πράξη θανάτου του αποβιώσαντος και δηλώνει ότι την αποποιείται συντασσόμενης προς τούτο σχετικής έκθεσης, την οποία στη συνέχεια ο Γραμματέας καταχωρεί στα βιβλία που τηρούνται στο Ειρηνοδικείο.

ΤΟ ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΡΑΦΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ

Μετά το θάνατο ενός προσώπου που έχει χρέη, οι συγγενείς συχνά ταλαιπωρούνται για τα κληρονομικά ζητήματα και για το αν κινδυνεύει η δική τους περιουσία από τα χρέη του αποβιώσαντος. Η  συνήθης τακτική  για να μην πληρώσει ο κληρονόμος με την δική του περιουσία χρέη του κληρονομούμενου,  είναι να προβεί σε αποποίηση της κληρονομίας.

Ωστόσο, λίγοι γνωρίζουν, ότι ο νόμος δίνει τη δυνατότητα στο κληρονόμο να αποδεχτεί την κληρονομιαία περιουσία με το ευεργέτημα της απογραφής, η οποία υπερτερεί  παρασάγγας της αποποιήσεως.

Τί σημαίνει ευεργέτημα της απογραφής

Στο άρθρο 1902 του ΑΚ προβλέπεται ότι: «Όσο ο κληρονόμος έχει δικαίωμα να αποποιηθεί την κληρονομία, μπορεί να δηλώσει ότι την αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής. Η δήλωση γίνεται στη γραμματεία του δικαστηρίου της κληρονομίας.»

 Στην ουσία λοιπόν, για να μην πληρώσει ο κληρονόμος με τη δική του περιουσία τα χρέη του αποβιώσαντος  έχει δικαίωμα περιορισμού της ευθύνης του. Εφόσον δηλαδή ακολουθηθεί η διαδικασία που θα αναλύσουμε παρακάτω, ο κληρονόμος, με την αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, αποκομίζει τα εξής σημαντικά οφέλη:

Αρχικά, ο κληρονόμος προστατεύει αφ’ ενός την προσωπική του περιουσία  από τους δανειστές της κληρονομίας  και αφετέρου έχει την δυνατότητα να επωφεληθεί από το ενεργητικό της, εφόσον αυτό υπάρχει.

Άπαξ δηλαδή και τηρηθεί η παρακάτω διαδικασία, η προσωπική περιουσία του κληρονόμου  και η κληρονομιαία περιουσία χωρίζονται, με αποτέλεσμα οι δανειστές να μη μπορούν να στραφούν κατά της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, παρά μόνο κατά των στοιχείων του ενεργητικού  της κληρονομίας αν υπάρχουν.

Η διαδικασία είναι αρκετά δύσκολη και απαιτείται η βοήθεια και συμβουλή ενός εξειδικευμένου δικηγόρου. Τα βασικά βήματα περιγράφονται παρακάτω:

1) Μέσα σε 4 μήνες  από το θάνατο του κληρονομούμενου, ο κληρονόμος θα πρέπει να δηλώσει στη γραμματεία του δικαστηρίου της κληρονομίας { Δικαστήριο της κληρονομίας είναι το ειρηνοδικείο στην περιφέρεια του οποίου ο κληρονομούμενος είχε κατά τον χρόνο του θανάτου του την κατοικία του και, αν δεν είχε κατοικία, τη διαμονή του, και αν δεν είχε ούτε διαμονή, το ειρηνοδικείο της πρωτεύουσας του κράτους (810 ΚΠολΔ)} ότι αποδέχεται την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής.

2) Από την κατάθεση της ως άνω δηλώσεως ξεκινά νέα τετράμηνη προθεσμία εντός της οποίας  ο κληρονόμος καταθέτει αίτηση ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Η αίτηση εξετάζεται εν συνεχεία από τον Ειρηνοδίκη, ο οποίος εφόσον την κάνει δεκτή θα διατάξει την απογραφή της κληρονομίας από έναν συμβολαιογράφο και δύο πραγματογνώμονες. Εφόσον το έχει αιτηθεί στην αρχική του αίτηση, την επιλογή των αρμοδίων προσώπων για την διενέργεια απογραφής μπορεί να την κάνει και ο ίδιος ο κληρονόμος.

3) Εντός της ανωτέρω τετράμηνης προθεσμίας θα πρέπει να ολοκληρωθεί η απογραφή της κληρονομίας, να γίνει δηλαδή καταγραφή της.  Αυτή ενσωματώνεται σε έκθεση, η οποία αποτελεί επίσημο συμβολαιογραφικό έγγραφο.

4) Συντάσσεται ξεχωριστή συμβολαιογραφική πράξη αποδοχής που μεταγράφεται στο οικείο υποθηκοφυλακείο.

 

Σε περίπτωση περισσότερων συγκληρονόμων, ο κάθε ένας ασκεί το δικαίωμά του ανεξάρτητα από τον άλλο.

Σε περίπτωση ανηλίκων, τα πρόσωπα αυτά πρέπει να διενεργήσουν μέσω συμβολαιογράφου απογραφή μέσα σε 1 χρόνο από τότε που θα καταστούν ικανά προς δικαιοπραξία.

+++++++++++++++++++++++++++++++++++

 Ορέστης Σεϊμένης - Αλεξάνδρα Γεράγγελου

1. Αποδοχή με  επιφύλαξη

Ο κληρονόμος κατά την διαδικασία της αποδοχής της κληρονομιάς έχει το δικαίωμα να την αποδεχθεί με επιφύλαξη, δηλαδή με το ευεργέτημα της απογραφής, ή «επ ωφελεία απογραφής» όπως λέγεται διαφορετικά 1902 Α.Κ.

2. Ατομική και κληρονομιαία περιουσία

Όταν αποκτηθεί η κληρονομιαία περιουσία αναμιγνύεται με την ατομική περιουσία του κληρονόμου. Από την ανάμιξη αυτή ο κληρονόμος ευθύνεται, κατ αρχήν, για τις υπάρχουσες υποχρεώσεις της κληρονομίας. Για τις υποχρεώσεις αυτές ευθύνεται με την δική του περιουσία. Έτσι η κληρονομιά μπορεί να γίνει αρνητική, ζημιογόνα και ο κληρονόμος να κινδυνεύει να χάσει και την δική του, ατομική, περιουσία ή ένα μέρος της, για να καλύψει τις υπάρχουσες υποχρεώσεις – χρέη του κληρονομηθέντος. 1901 Α.Κ.
Για να μην συμβεί αυτό δημιουργήθηκε ο θεσμός της αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής ή «επ ωφελεία απογραφής» όπως λέγεται διαφορετικά. A.K.1902

3. Η αποδοχή με το «ευεργέτημα της απογραφής» δεν είναι αποποίηση της κληρονομιάς

Με τον τρόπο αυτό (δηλαδή με το ευεργέτημα της απογραφής), ο κληρονόμος δεν αποποιείται την κληρονομιά αλλά η κληρονομιά αποτελεί χωριστή ομάδα περιουσίας ανεξάρτητη από την άλλη περιουσία που έχει ο κληρονόμος (επομένως οι υποχρεώσεις που έχει κληρονομήσει θα καλυφθούν – πληρωθούν από το ενεργητικό της κληρονομιάς).

4. Εξόφληση των δανειστών του κληρονομουμένου με όρους και προϋποθέσεις

Στην περίπτωση της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής, εφόσον εξαντληθεί το ενεργητικό της κληρονομιάς, ο κληρονόμος δεν έχει πλέον καμιά υποχρέωση και ευθύνη απέναντι στους δανειστές του κληρονομούμενου που δεν ικανοποιήθηκαν.

5. Το ευεργέτημα της απογραφής και η πτώχευση του κληρονομούμενου

Το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να εφαρμοστεί ακόμα και στην περίπτωση που ο κληρονομούμενος έχει κηρυχθεί σε πτώχευση.
Επίσης και στην περίπτωση που η κληρονομιά έχει τεθεί σε δικαστική εκκαθάριση. Α.Κ. 1902  παρ.1

6. Το ευεργέτημα δεν πρέπει να αφορά μέρος της κληρονομίας

Το ευεργέτημα της απογραφής δεν μπορεί να αφορά μέρος της κληρονομικής μερίδας αλλά ολόκληρη. Α.Κ. 1902  παρ. 2

7. Το ευεργέτημα της απογραφής είναι δικαίωμα που ασκείται συγχρόνως με το δικαίωμα της αποδοχής της κληρονομιάς.

Αν ο κληρονόμος αποδέχθηκε την αποδοχής ρητά (ή σιωπηρά μετά παρέλευση της προθεσμίας της αποποίησης, δηλαδή των 120 ημερών), ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ στην συνέχεια να αποδεχθεί την κληρονομιά αυτή με το ευεργέτημα της απογραφής  Α.Κ. 1902  παρ. 2

8. Εξοφλούνται πρώτοι οι δανειστές με προνόμιο

Ικανοποιούνται με προτεραιότητα κατά την εξόφληση τους οι δανειστές και μάλιστα σε εκείνοι που έχουν νόμιμο κεκτημένο δικαίωμα – προνόμιο.

9. Μπορεί ο «αγοραστής κληρονόμος» να έχει το δικαίωμα του ευεργετήματος της απογραφής;

Ναι μπορεί. Εφ' όσον όμως είχε ασκήσει προηγουμένως  και ο πωλητής  -κληρονόμος αυτό το δικαίωμα. Α.Κ. 1902  παρ. 2

10. Μπορεί ο «κληρονόμος του κληρονόμου» να έχει το δικαίωμα του ευεργετήματος της απογραφής;

Ναι μπορεί. Εφ' όσον όμως είχε ασκήσει  και ο αρχικός -κληρονόμος αυτό το δικαίωμα. Εάν ο αρχικός κληρονόμος αποδέχθηκε την κληρονομιά χωρίς το ευεργέτημα της απογραφής, τότε ο δεύτερος-επόμενος κληρονόμος δεν δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμα του ευεργετήματος της απογραφής. Α.Κ. 1902  παρ. 2

11. Σε περίπτωση συγκληρονόμων πως ασκείται το δικαίωμα του ευεργετήματος της απογραφής

Ο καθένας από τους κληρονόμους μπορεί να δεχθεί το ευεργέτημα της απογραφής ανεξάρτητα από τους λοιπούς κληρονόμους. Α.Κ. 1902  παρ. 2

12. Σε ποιες περιπτώσεις το ευεργέτημα της απογραφής ισχύει υποχρεωτικά  

Σε ορισμένες περιπτώσεις η αποδοχή της κληρονομιάς θεωρείται από τον νόμο ότι πραγματοποιείται με το ευεργέτημα της απογραφής.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι:
• η αποδοχή κληρονομιάς ανηλίκων που τελούν υπό γονική μέριμνα (Α.Κ. 1527),
• η αποδοχή κληρονομιάς αυτών που είναι σε Επιτροπία (Α.Κ. 1650, 1698),
• η αποδοχή αυτών που είναι σε δικαστική αντίληψη (Κ. 1707)
• το Ελληνικό Δημόσιο
• ΝΠΔΔ
• Η Εκκλησία της Ελλάδος
• Η Αρχιεπισκοπή Αθηνών
• Οι Μητροπόλεις
• Τα Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου
Α.Κ. 128, 129, 1686, 1912

13. Μέχρι πότε πρέπει να γίνεται η αποδοχή κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής; Διαδικασία.

Στην περίπτωση του ευεργετήματος της απογραφής η διαδικασία της αποδοχής κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής δεν επηρεάζει την σειρά εφαρμογής του φορολογικού νόμου σε παρόμοιες περιπτώσεις. Όταν όμως γίνει τελεσίδικα η απογραφή θα γίνει νέα εκκαθάριση. Η δήλωση αποδοχής της κληρονομίας επ' ωφελεία απογραφής θα γίνει μέσα στην τετράμηνη προθεσμία της αποποίησης (πριν τελειώσει η ημερομηνία αυτή), Η δήλωση θα υποβληθεί στον Γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομιάς.
Οι προβλεπόμενες από τον Αστικό Κώδικα προθεσμίες αποποίησης της κληρονομιάς και η αποδοχή της κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν αποτελούν λόγο διάφορης εφαρμογής των διατάξεων του νόμου 2961/2001.
Ν.2961/2001 άρθρο 2 παρ. 3

14.    Πότε καλείται το δημόσιο ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος;

Εάν η εξ αδιαθέτου διαδοχή δεν έχει αποκλεισθεί με κάποια διαθήκη του κληρονομουμένου, η διαδοχή αυτή προχωρεί κατά τάξεις, και μόνο αν δεν υπάρχουν τα κατά νόμο καλούμενα πρόσωπα (: σύζυγος, παιδιά, συγγενείς) στις πέντε πρώτες τάξεις, καλείται στην έκτη τάξη το Δημόσιο, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος (άρθρα 1710. 1711, 1824 Α.Κ.). Υπό την ιδιότητα του εξ αδιαθέτου κληρονόμου το Δημόσιο δεν μπορεί να αποποιηθεί το κληρονομικό του δικαίωμα που το έχει εκ του νόμου με το ευεργέτημα της απογραφής, και ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς έως το ενεργητικό της, ακόμη και αν δεν κάνει σχετική δήλωση ή δεν συντάξει απογραφή, και δεν υπόκειται σε έκπτωση από το ευεργέτημα της απογραφής (βλ. άρθρα 1848, 1902, 1903, 1904, 1905, 1911 του Α.Κ.  του Εισ.Ν.Α.Κ.).
Εφόσον προκύπτει ανάγκη ορισμού κηδεμόνα και αρμοδιότητα του Υπουργού Οικονομικών, ο σχετικός φάκελος διαβιβάζεται στο Υπουργείο αυτό. Αν από τα στοιχεία, πιθανολογείται σφόδρα ότι δεν υπάρχει κληρονόμος πλην του Δημοσίου, ο διορισμός παραλείπεται και υποβάλλεται αίτηση στο δικαστήριο της κληρονομιάς για τη βεβαίωση του κληρονομικού δικαιώματος του Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 1868 του Αστικού Κώδικα    
Ν.4182/2013 άρθρο 61 παρ.13
Το δημόσιο δεν υποχρεούται να υποβάλλει δήλωση ή να συντάξει απογραφή.

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 2264/2019

 

Πρόεδρος: Λαμ. Σκεμιτζή (Ειρηνοδίκης)

Δικηγόρος: Μαγδ.-Ελ. Δαμιανίδου

 

[…II. Κατά την ΑΚ 1901 ο κληρονόμος ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς. Για να μη συμβεί αυτό, πρέπει ο κληρονόμος είτε να αποποιηθεί την κληρονομιά (ΑΚ 1847), είτε να την αποδεχτεί με το ευεργέτημα της απογραφής (ΑΚ 1902). Εξάλλου, σύμφωνα με την ΑΚ 1710, κατά τον θάνατο ενός προσώπου, η περιουσία του ως σύνολο (κληρονομιά) περιέρχεται από τον νόμο ή από διαθήκη σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμοι). Η προσωποπαγής διαδικασία ρύθμισης των χρεών μπορεί να ακολουθηθεί από τους κληρονόμους αλλά στο όνομά τους και για λογαριασμό τους, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο πρόσωπό τους. Κατά το άρθρο 1904 ΑΚ «Ο κληρονόμος με απογραφή ευθύνεται για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς έως το ενεργητικό της. Καμιά σύγχυση δεν επέρχεται ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του έναντι της κληρονομιάς». Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 1904, 1902, 1903, 1905, 1912, 1527 και 1625 ΑΚ, συνάγεται ότι προκειμένου για πρόσωπα ανίκανα ή περιορισμένης ικανότητας προς δικαιοπραξία (όπως ανήλικοι), για τα οποία η αποδοχή της κληρονομιάς από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους γίνεται πάντοτε επ’ ωφελεία απογραφής, το ευεργέτημα αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της ευθύνης του κληρονόμου μέχρι το ενεργητικό της κληρονομικής περιουσίας, η οποία αποχωρίζεται αυτοδικαίως από την περιουσία του κληρονόμου και αποτελεί χωριστή ομάδα, με την έννοια όχι ότι ευθύνεται ο κληρονόμος και με τη δική του περιουσία μέχρι της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της κληρονομιάς, αλλά ότι ευθύνεται με τα ίδια τα στοιχεία του ενεργητικού της και μόνον μέχρις αυτών, σε τρόπο ώστε τυχαία απώλεια ή καταστροφή ή χειροτέρευσή τους να τον απαλλάσσει από αντίστοιχη ευθύνη. Εξάλλου, δεν δύνανται οι κληρονομικοί δανειστές να επιληφθούν της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου (βλ. Μπαλή, Κληρ. Δίκ., παρ. 194, αρ. 2, σελ. 302, Τούση, Κληρ. Δίκ., παρ. 210, σελ. 538), εκτός αν επήλθε έκπτωση από το ευεργέτημα της απογραφής λόγω παρόδου άπρακτης της ενιαυσίας προθεσμίας από τότε που απέκτησε ο κληρονόμος πλήρη ικανότητα προς δικαιοπραξία και δεν συνέταξε απογραφή (ΑΠ 750/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 630/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΡοδ 75/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα δε ο ανήλικος δεν εκπίπτει του ευεργετήματος αυτού, αν οι γονείς του δεν προβούν σε απογραφή της κληρονομιάς, παρά μόνο αν αυτός δεν συντάξει απογραφή εντός ενός έτους, αφότου έγινε απεριόριστα ικανός, ήτοι αφότου ενηλικιώθηκε (άρθ. 1912 ΑΚ).

Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3869/2010 ο οφειλέτης που έχει περιέλθει χωρίς δόλο σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, δύναται να προσφύγει στο αρμόδιο Δικαστήριο και να ζητήσει τη ρύθμιση των χρεών του και την απαλλαγή του από αυτά. Πρόκειται για μία παρεχόμενη δυνατότητα, υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, περιουσιακού και συγχρόνως προσωποπαγούς χαρακτήρα (βλ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων, 4η εκδ. 2016, σελ. 7, αρ. 15). Στη διαδικασία υπάγονται φυσικά πρόσωπα και δεν εμπίπτουν τα νομικά πρόσωπα ή μία χωριστή ομάδα περιουσίας. Με βάση τα παραπάνω, ο κληρονόμος που έχει αποδεχθεί την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής δεν μπορεί να υπαχθεί στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3869/2010 για τυχόν χρέη της κληρονομιαίας περιουσίας, γιατί ευθύνεται για αυτά μόνο με τα ίδια τα στοιχεία της κληρονομιάς και όσο αυτά επαρκούν (cum viribus hereditatis), χωρίς να ευθύνεται και με την ατομική του περιουσία, από την οποία η περιουσία του κληρονομουμένου –η οποία περιέχει και τα χρέη– έχει αποχωρισθεί και αποτελεί χωριστή ομάδα. Η χωριστή αυτή ομάδα προορίζεται για την ικανοποίηση των κληρονομικών δανειστών, οι οποίοι μπορούν να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση μόνο επί των αντικειμένων της (ΕφΘεσ 2895/1987, Αρμ. 1989, 140), θεωρείται επομένως ο κληρονόμος «τρίτος» απέναντι στους κληρονομικούς δανειστές αναφορικά με την ατομική του περιουσία. Από την άλλη οι ατομικοί δανειστές δεν μπορούν να επισπεύσουν αναγκαστική εκτέλεση σε αντικείμενα της κληρονομικής περιουσίας για την ικανοποίηση των αξιώσεων κατά του κληρονόμου. Ο εξ απογραφής κληρονόμος δεν παύει να είναι κληρονόμος, δηλαδή καθολικός διάδοχος του κληρονομούμενου και άρα υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της κληρονομιάς (ΜΠρΠειρ 6396/2000, ΝοΒ 2001, 424), αλλά την ίδια στιγμή αντιμετωπίζεται ως «τρίτος» σε σχέση με αυτήν. Η κληρονομιά αν και χωρισμένη από την ατομική περιουσία του κληρονόμου είναι και αυτή δική του περιουσία, η οποία απλώς προορίζεται για την ικανοποίηση των κληρονομικών δανειστών. Συνεπώς, ο ανήλικος κληρονόμος που αποδέχεται με το ευεργέτημα της απογραφής δεν δύναται ζητήσει την υπαγωγή στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 των κληρονομικών χρεών, αφού αυτά δεν συνιστούν ατομικά του χρέη, αλλά χρέη έναντι των οποίων είναι τρίτος, ως εκτέθηκε παραπάνω, αλλά ούτε δύναται να ζητήσει την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας του, αφού και έναντι αυτής είναι τρίτος μη έχων εξουσία διαθέσεως κατά την ΑΚ 1908 [βλ. Αθ. Κρητικού, Ανήλικος κληρονόμος περιουσίας περιέχουσα και χρέη, Δυνατότητα υπαγωγής του στη ρύθμιση του ν. 3869/2010, Αποποίηση κληρονομιάς, Αποδοχή με το ευεργέτημα της κληρονομιάς, Κληρονομιά χωριστή ομάδα, Προστασία κύριας κατοικίας, Άρθρα-Μελέτες, ΕλλΔνη 6/2016 (57), σελ. 1617-1619].

Με τις κρινόμενες υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ αιτήσεις, όπως το περιεχόμενό τους συμπληρώθηκε παραδεκτά (άρθρα 224, 236, 741, 745, 751 ΚΠολΔ) με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της αιτούσας, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και περιέχεται και στις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις της, η αιτούσα ως ασκούσα τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της Χ.-Ε. και Λ.-Ο., επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους προς την πιστώτριά τους, που αναφέρεται στις περιεχόμενες στις αιτήσεις αναλυτικές καταστάσεις, ζητάει α) να επικυρωθεί το περιλαμβανόμενο στην αίτηση σχέδιο διευθέτησης οφειλών ή να τροποποιηθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του ν. 3869/2010, με τη συγκατάθεση της πιστώτριάς τους, ώστε να αποκτήσει το σχέδιο ισχύ δικαστικού συμβιβασμού, επικουρικώς δε, β) τη ρύθμιση των χρεών τους, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας τους, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλουν και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή τους κατάσταση που εκθέτουν αναλυτικά, να απαλλαγούν εν μέρει απ’ αυτά, γ) να αναγνωρισθεί ότι με την τήρηση των όρων της ρύθμισης θα απαλλαγούν από τα υπόλοιπα των χρεών τους, δ) να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων. Με το παραπάνω περιεχόμενο οι υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ αιτήσεις, αρμόδια καθ’ ύλην και κατά τόπο εισάγονται προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν. 3869/2010). Περαιτέρω, δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της για ρύθμιση των χρεών τους στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο, κατ’ άρθ. 13 παρ. 2 […]. Παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση μετά την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση της μετέχουσας πιστώτριας και τη μη επίτευξη προδικαστικού συμβιβασμού, όπως αυτό βεβαιώνεται με το από 29-04-2015 πρακτικό αποτυχίας της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης. Οι αιτήσεις είναι ορισμένες, διότι πέραν των στοιχείων που αναφέρονται στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών από τον οφειλέτη – φυσικό πρόσωπο που περιέχονται σ’ αυτήν, στην αίτηση πρέπει να περιέχονται και: α) κατάσταση της περιουσίας του αιτούντος και των εισοδημάτων της συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών (βλ. Κρητικό, Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων με βάση το ν. 3869/2010, ό.π., σελ. 91, Κιουπτσίδου, Αρμ. 2010, 1474 επ.), στοιχεία που περιέχονται επίσης σ’ αυτή και ουδέν άλλο στοιχείο απαιτείται για την πληρότητα του ορισμένου των εν λόγω αιτήσεων. Ωστόσο, οι ως άνω αιτήσεις, παρίστανται ως μη νόμιμες, δεδομένου ότι τα ανήλικα τέκνα της αιτούσας, Χ.-Ε. και Λ.-Ο. κληρονόμησαν την κληρονομιαία περιουσία με το ευεργέτημα της απογραφής και ως προς αυτήν αφενός ζητείται στην πραγματικότητα η υπαγωγή της κληρονομιαίας περιουσίας, ήτοι μιας ομάδας περιουσίας και όχι ενός φυσικού προσώπου, ως επιτάσσει ο νόμος 3869/2010, αφετέρου δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής τους στη ρύθμιση του νόμου, δεδομένου ότι για τα χρέη της κληρονομιάς, που φέρονται προς ρύθμιση, «υπέγγυα» είναι μόνο η ίδια η κληρονομιαία περιουσία και δεν συνιστούν προσωπικά τους χρέη, καθώς ως εξ απογραφής κληρονόμοι δεν ευθύνονται για αυτά με την ατομική τους περιουσία (βλ. προηγηθείσα μείζονα σκέψη της παρούσας). Ως εκ τούτου, θα πρέπει για τους ανωτέρω λόγους να απορριφθούν οι υπό στοιχείο Β΄ και Γ΄ αιτήσεις ως νόμω αβάσιμες…]

 

ΕιρΧαλανδρίου 670/2008

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Απογραφή πραγμάτων - Κληρονομιαία πράγματα σε πλείονες περιφέρειες - Αρμοδιότητα -.

 

Αρμόδιος είναι ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας που βρίσκονται τα πράγματα. Ο Ειρηνοδίκης δεν διενεργεί, αλλά διατάσσει μόνον την απογραφή και ορίζει Συμβολαιογράφο και πραγματογνώμονες. Η απογραφή διενεργείται από τον Συμβολαιογράφο. Αρμόδιος είναι ο Συμβολαιογράφος στην περιφέρεια της αρμοδιότητας του οποίου ευρίσκονται τα πράγματα. Σε περίπτωση κληρονομιάς, όταν πρόκειται να απογραφούν πράγματα ευρισκόμενα σε περισσότερες περιφέρειες, ο Συμβολαιογράφος μπορεί να ζητήσει τη μεταφορά των κινητών και την εκτίμηση των ακινήτων από τους πραγματογνώμονες, για να περιληφθούν και τα στοιχεία αυτά στην ίδια απογραφή, ένεκα της ενότητας της απογραφικής διαδικασίας και προς οικονομία χρόνου και δαπάνης και προκειμένου να μην προστίθεται στον εξ απογραφής κληρονόμο μεγαλύτερο βάρος από αυτό που ήδη έχει αποκτήσει από την επιβαλλόμενη από το νόμο υποχρέωση του για απογραφή. Σε τέτοια περίπτωση (κληρονομιαίων πραγμάτων σε περισσότερες περιφέρειες), μπορεί να διατάξει την απογραφή ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας που βρίσκεται ένα από τα πράγματα. Ο διοριζόμενος Συμβολαιογράφος μπορεί να διενεργήσει στην έδρα του την απογραφή όλων των πραγμάτων, αν ζητήσει τη μεταφορά των κινητών και την εκτίμηση των ακινήτων από τους πραγματογνώμονες.

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός Αποφάσεως 670/2008

   ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ

   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

   Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη Αικατερίνη Μπόγδου και από την Γραμματέα Παναγιώτα Ζέππου.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 16-10-2008, για να δικάσει την παρακάτω υπόθεση:

   Του αιτούντος: Α. Δ. του Κ. και της Σ., κατοίκου Σαλαμίνας Αττικής, οδός Μ. αρ.**, ο οποίος παρέστη δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Δημητούλη.

   Ο αιτών ζητεί να γίνει δεκτή η αίτηση του, που καταχωρήθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αύξοντα αριθμό κατάθεσης 638/2008 την 29-9-2008 και προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο.

   Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε νόμιμα από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του αιτούντος ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στην αίτηση ως και στις προτάσεις του.

 

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

   Επειδή, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 838 Κ.Πολ.Δ., ο Ειρηνοδίκης, μετά από αίτηση παντός έχοντος έννομο συμφέρον ή και αυτεπαγγέλτως, δύναται προς αποτροπή κινδύνου να διατάξει την ενέργεια απογραφής πραγμάτων, αρμόδιος δε είναι ο Ειρηνοδίκης της περιφέρειας όπου ευρίσκονται τα πράγματα. Υποστηρίζεται η άποψη ότι, επειδή ο Ειρηνοδίκης που επιλαμβάνεται της αιτήσεως διατάσσει μόνον την απογραφή και δεν τη διενεργεί, η οποία διενεργείται από τον διοριζόμενο Συμβολαιογράφο, στην περιφέρεια της αρμοδιότητας του οποίου ευρίσκονται τα πράγματα, όμως στην περίπτωση κληρονομιάς, όταν πρόκειται να απογραφούν πράγματα ευρισκόμενα σε περισσότερες περιφέρειες, εάν γνωστοποιηθεί στον Συμβολαιογράφο της απογραφής η ύπαρξη και σε άλλη περιφέρεια πραγμάτων που πρέπει να απογραφούν, ο Συμβολαιογράφος μπορεί να ζητήσει τη μεταφορά των κινητών και την εκτίμηση των ακινήτων από τους διοριζόμενους από τον Ειρηνοδίκη πραγματογνώμονες, για να περιληφθούν και τα στοιχεία αυτά στην ίδια απογραφή [Α. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ (κατ' άρθρο ερμηνεία), τ. Χ, υπό αρθρ. 1903, σελ. 268, περιθ. αριθμ. 5. Ροής Δ. Παντελίδου (Επίκ. Καθ. Πανεπιστ. Θράκης), Η ευθύνη του κληρονόμου για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς, 1997, σελ. 165-166]. Στην άποψη αυτή, ως ορθότερη, προσχωρεί και το παρόν Δικαστήριο [πρβλ. και Ειρην. Χαλανδρίου 892/2005, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ.Σ.Α. «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»], ένεκα της ενότητας της απογραφικής διαδικασίας και προς οικονομία χρόνου και δαπάνης, καθώς επίσης και προκειμένου να μην προστίθεται στον εξ απογραφής κληρονόμο μεγαλύτερο βάρος από αυτό που ήδη έχει αποκτήσει από την υποχρέωση του για απογραφή [Α. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου, ό.π. Ροής Δ. Παντελίδου ό.π.].

   Επειδή με την κρινόμενη αίτηση, όπως παραδεκτά τροποποιήθηκε με τις κατατεθείσες κατά τη συζήτηση της υποθέσεως προτάσεις του αιτούντος ως προς τους υποδεικνυόμενους πραγματογνώμονες των υπό απογραφή πραγμάτων (αρθρ. 838 παρ. 4 Κ,Πολ.Δ.), και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, ζητείται να διαταχθεί η απογραφή ακινήτων κληρονομιαίων στοιχείων του Κ. Δ. του Α. και της Ε. που απεβίωσε την 24.2.2008 στη Σύρο Κυκλάδων και του οποίου μοναδικός κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής είναι ο αιτών, αρμοδίως δε φέρεται στο Δικαστήριο αυτό, στην περιφέρεια του βρίσκεται ακίνητο πράγμα που πρόκειται να απογραφεί. Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στο άρθρο 838 Κ,Πολ.Δ. και πρέπει να ερευνηθεί και από ουσιαστική άποψη, εφόσον πληρώθηκαν και τα νόμιμα τέλη της συζήτησης.

   Επειδή από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα έγγραφα και την όλη συζήτηση της υπόθεσης, αποδείχτηκε ότι η αίτηση είναι βάσιμη στην ουσία της. Δηλαδή, αποδείχτηκαν τα ακόλουθα: Ο Κ. Δ. του Α. και της Ε., κάτοικος εν ζωή Παλαιού Φαλήρου Αττικής, απεβίωσε την 24.2.2008 στη Σύρο Κυκλάδων (βλ. την υπ' αριθμ. 189/Α/2008 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου του Δήμου Καλλιθέας Αττικής), χωρίς να αφήσει διαθήκη, όπως τούτο προκύπτει από το υπ' αριθμ. πρωτ. 82211/15.10.2008 πιστοποιητικό του Πρωτοδικείου Αθηνών. Μοναδικοί εγγύτεροι συγγενείς του εκλιπόντος, ευρισκόμενοι εν ζωή κατά το χρόνο του θανάτου του, ήταν η από το δεύτερο γάμο του σύζυγος του Ε. χήρα Κ. Δ., το γένος Α. Α. και της Ε. και ο αιτών, Α. Δ., τέκνο του από τον πρώτο γάμο του με τη Σ. Σ. (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ. 4148/5.3.2008 πιστοποιητικό πλησιέστερων συγγενών του Δημάρχου Χαλανδρίου). Η ανωτέρω σύζυγος του αποβιώσαντος, Ε. Δ., την 10.6.2008 αποποιήθηκε την κληρονομιά του νομίμως και εμπροθέσμως, όπως τούτο προκύπτει από την υπ' αριθμ. 2847/10.6.2008 έκθεση αποποίησης κληρονομιάς του Πρωτοδικείου Αθηνών. Έτσι, ο αιτών κατέστη κατά νόμο ο μοναδικός και αποκλειστικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος του αποβιώσαντος. Ακολούθως, ο αιτών την 23.6.2008 αποδέχθηκε νομίμως και εμπροθέσμως την κληρονομιά του εκλιπόντος με το ευεργέτημα της απογραφής, όπως τούτο προκύπτει από την υπ' αριθμ. πρωτ. 3068/23.6.2008 δήλωση αποδοχής κληρονομιάς επ' ωφελεία απογραφής του Πρωτοδικείου Αθηνών. Για την αποτίμηση της αξίας της κληρονομιαίας περιουσίας που περιέρχεται στον αιτούντα από το θάνατο του εκλιπόντος πατέρα του και την απογραφή της, νόμιμα ο αιτών ζητεί, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, να διαταχθεί η διενέργεια της απογραφής των εξής ακινήτων: 1) ενός ισογείου διαμερίσματος με στοιχεία IV-K-31, που βρίσκεται στην πολυκατοικία επί της οδού Σ. αρ. * (*-**) στο Χαλάνδρι Αττικής, εμβαδού 45,19 τ.μ. και είναι καταχωρημένο στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Χαλανδρίου με Κ.Α.Ε.Κ. 051470110013/0/11, 2) ποσοστού 5/6 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου με ισόγειο ερειπωμένο κτίσμα, εκτάσεως 68,91 τ.μ., που βρίσκεται στη θέση «Αναβατούσια» της συνοικίας Μεταμορφώσεως Ερμούπολης Σύρου και επί των οδών Μεσολογγίου και Αρχιεπισκόπου Μεθοδίου και είναι καταχωρημένο στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σύρου-Ερμουπόλεως με Κ.Α.Ε.Κ. 290453205008/0/0 και 3) ποσοστού 5/6 εξ αδιαιρέτου ισόγειας οικίας εμβαδού 51,53 τ.μ. με οικόπεδο εκτάσεως 68,00 τ.μ., που βρίσκεται στην ίδια ως άνω θέση «Αναβατούσια» της συνοικίας Μεταμορφώσεως Ερμούπολης Σύρου και επί της Παρόδου της οδού Αρχιεπισκόπου Μεθοδίου και είναι καταχωρημένο στα οικεία βιβλία του — Κτηματολογικού Γραφείου Σύρου-Ερμουπόλεως με Κ.Α.Ε.Κ. 290453205009/0/0.

   Επειδή, επομένως συντρέχει περίπτωση απογραφής πραγμάτων επιβαλλόμενης από το νόμο (αρθρ. 1902 παρ. 2 Α.Κ.) και, ως εκ τούτου, δεν απαιτείται να ερευνηθεί περαιτέρω η συνδρομή περιπτώσεως αποτροπής κινδύνου και, κατ' ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση ως βάσιμη και στην ουσία της και να διαταχθεί η αιτουμένη απογραφή κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν θα επιβληθεί, καθόσον δεν ζητείται.

 

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

   Διατάσσει τη διενέργεια απογραφής της κληρονομιαίας περιουσίας του Κ. Δ. του Α. και της Ε., κατοίκου εν ζωή Παλαιού Φαλήρου Αττικής, που πέθανε στη Σύρο Κυκλάδων στις 24.2.2008.

   Ορίζει συμβολαιογράφο για τη διενέργεια της απογραφής την εδρεύουσα στην Αθήνα Συμβολαιογράφο Αθηνών Α. Α. του Γ., κάτοικο Αθηνών, οδός Ακαδημίας αρ. **.

   Πραγματογνώμονες για την εκτίμηση της απογραφησομένης περιουσίας ορίζει τους: 1) Π. Π. του Σ. και της Δ., Πτυχιούχο της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής Αθηνών - ιδ. υπάλληλο, κάτοικο Σαλαμίνας Αττικής οδός Α. Π. αρ. ** (Σελήνια) και 2) Μ. Γ. του Δ. και της Σ. σύζ. Γ. Γ., απόφοιτη Εξαταξίου Γυμνασίου, κάτοικο Σαλαμίνας Αττικής, επί της διασταυρώσεως των οδών Γ. Π. και Ι..

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στο Χαλάνδρι, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στις 16.10.2008.

 

Απόφαση 1202 / 2018    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 1202/2018

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα


ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σακκά, Αβροκόμη Θούα, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου, Γεώργιο Αποστολάκη - Εισηγητή και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 12 Μαρτίου 2018, με την παρουσία και της γραμματέως, Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: επιστημονικού σωματείου με την επωνυμία "...", που ... και εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκ διαθήκης κληρονόμου με το ευεργέτημα της απογραφής του αποβιώσαντος Σ. Π. του Ν., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Παναγιώτη Ανδρικόπουλο. Της αναιρεσίβλητης: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που ... και εκπροσωπείται νόμιμα, ως ειδικής διαδόχου της Κυπριακής Δημόσιας Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "...", ..., όπως μετονομάστηκε η εν λόγω τράπεζα με την επωνυμία "...", καθολική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "..." έπειτα από τη διασυνοριακή συγχώνευση δι' απορροφήσεως της "... Α.Ε." από την "...". Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θωμά Καναβέλη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-6-2015 ανακοπή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 355/2016 του ίδιου Δικαστηρίου και 719/2017 του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί το αναιρεσείον με την από 5-7-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 1901, 1902, 1904, 1905 και 1907 ΑΚ προκύπτει ότι ο κληρονόμος, που αποδέχθηκε την κληρονομία με το ευεργέτημα της απογραφής, δεν απαλλάσσεται από την ευθύνη του για τα χρέη της κληρονομίας, αλλά εξακολουθεί να ευθύνεται γι' αυτά. Η ευθύνη του, όμως, εκτείνεται έως το ενεργητικό της κληρονομίας, δηλαδή μόνο με τα στοιχεία αυτής και όσο αυτά επαρκούν (cum viribus hereditatis), χωρίς να ευθύνεται και με την ατομική του περιουσία, από την οποία η περιουσία του κληρονομουμένου έχει αποχωρισθεί και αποτελεί χωριστή ομάδα. Παρά την περιορισμένη ευθύνη του, εξακολουθεί να είναι ο καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου και γι' αυτό ενάγεται από τους δανειστές της κληρονομίας για το σύνολο του χρέους. Ενδεχόμενη ανεπάρκεια της κληρονομικής περιουσίας προς ικανοποίηση των απαιτήσεων των κληρονομικών δανειστών δεν επηρεάζει ούτε τη νομιμοποίηση των τελευταίων να ασκήσουν κατά του εξ απογραφής κληρονόμου αγωγή για την επιδίκαση των απαιτήσεών τους ούτε τη βασιμότητα της εν λόγω αγωγής. Απλώς, έχει ως συνέπεια ότι για την ικανοποίηση των εν λόγω απαιτήσεων δεν επιτρέπεται να γίνει αναγκαστική εκτέλεση επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου, αλλά μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, το ίδιο ισχύει και επί αιτήσεως εκδόσεως διαταγής πληρωμής για απαιτήσεις κατά της κληρονομίας. Ως εκ τούτου, η αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής, η οποία αποκλείει μόνο τη - με βάση τη διαταγή αυτή πληρωμής - επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως επί της ατομικής περιουσίας του εξ απογραφής κληρονόμου, δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο ανακοπής προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Αν στη διαταγή πληρωμής αναγράφεται ότι ο κληρονόμος του οφειλέτη είναι απλός και όχι εξ απογραφής, η αναφορά αυτή είναι πλεοναστική γιατί δεν είναι από τα υποχρεωτικά κατά νόμο στοιχεία μίας διαταγής πληρωμής (άρθρο 630 ΚΠολΔ). Ως πλεοναστική δεν δημιουργεί δεδικασμένο ούτε προκαλεί κάποιο απαράδεκτο (άρθρα 330, 933 § 3 και 935 ΚΠολΔ). Για τον ίδιο λόγο, δεν απαιτείται να μνημονεύεται στη διαταγή πληρωμής ότι αυτή είναι εκτελεστή μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας. Τέλος, και η σε εκτέλεση της διαταγής πληρωμής κατά το άρθρο 924 ΚΠολΔ επιδιδόμενη στον εξ απογραφής κληρονόμο επιταγή, η οποία αφετηριάζει την αναγκαστική εκτέλεση, δηλαδή είναι η πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα αποτελεί την προδικασία της εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 194/1995), αρκεί για το κύρος της να περιέχει ακριβή καθορισμό της απαίτησης σύμφωνα με τον εκτελεστό τίτλο. Δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ότι η εκτέλεση θα γίνει μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας ή το τυχόν μικρότερο όριο ευθύνης του εξ απογραφής κληρονόμου οφειλέτη. Στη συνέχεια όμως η αναγκαστική εκτέλεση και ειδικότερα η κατάσχεση θα περιορισθεί επί των στοιχείων της κληρονομίας. Επομένως, ο ισχυρισμός του κληρονόμου ότι έχει αποδεχθεί την κληρονομία του οφειλέτη με το ευεργέτημα της απογραφής μπορεί να προταθεί (μόνο) ως λόγος ανακοπής κατά της - τυχόν επί της ατομικής περιουσίας του κληρονόμου - επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 1311/2011, ΑΠ 750/2011, ΑΠ 630/2009, ΑΠ 638/1997).
Εν προκειμένω, το αναιρεσείον με τον πρώτο λόγο της από 30.6.2015 ανακοπής του κατά α) της υπ' αριθ. 8739/2015 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατ' αυτού ως εκ διαθήκης κληρονόμου του Π. Σ. και β) της από 12.6.2015, κάτω από απόγραφο αυτής, επιταγής προς εκτέλεση, είχε προβάλει τον ισχυρισμό ότι με την υπ' αριθ. 410/2014 δήλωσή του ενώπιον του γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου αποδέχθηκε την κληρονομία του ανωτέρω αποβιώσαντος με το ευεργέτημα της απογραφής και ότι εντός της νομίμου προθεσμίας ολοκλήρωσε την απογραφή της κληρονομιαίας περιουσίας με την υπ' αριθ. 9985/2014 πράξη της συμβολαιογράφου Αθηνών Μ. Κ., με αποτέλεσμα τόσο η διαταγή πληρωμής, όσο και η επιταγή προς εκτέλεση να είναι άκυρες γιατί αυτός ως εξ απογραφής κληρονόμος δεν νομιμοποιούταν παθητικά πέραν της αξίας της κληρονομίας, επί πλέον δε στη διαταγή πληρωμής και στην επιταγή δεν αναφερόταν ότι ευθύνεται ως εξ απογραφής κληρονόμος του οφειλέτη ούτε το όριο της ευθύνης του. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ως μη νόμιμο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση. Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως το αναιρεσείον αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια ότι το Εφετείο με την ανωτέρω κρίση του παραβίασε τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1901, 1902, 1904 και 1907 ΑΚ. Ο λόγος αυτός, της ανακοπής, πέρα από την αοριστία του, η οποία έγκειται στο ότι στην ανακοπή δεν αναφέρεται ο ακριβής χρόνος της κατά το άρθρο 1902 ΑΚ δηλώσεως του αναιρεσείοντος περί αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής ενώπιον του γραμματέως του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου ούτε ο χρόνος δημοσιεύσεως της διαθήκης, με συνέπεια να μην προκύπτει αν η δήλωση αυτή έγινε μέσα στην προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ, ήταν απορριπτέος σε κάθε περίπτωση ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στην αρχή αυτής της σκέψεως, ο ισχυρισμός περί αποδοχής της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής καμία έννομη επιρροή δεν ασκούσε επί του κύρους της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση, αφού α) το αναιρεσείον, παρά την περιορισμένη ευθύνη του, εξακολουθεί να είναι ο καθολικός διάδοχος του κληρονομουμένου και γι' αυτό ενάγεται από τους δανειστές της κληρονομίας για το σύνολο του χρέους, η δε αποδοχή της κληρονομίας με το ευεργέτημα της απογραφής δεν μπορεί να θεμελιώσει λόγο ανακοπής προς ακύρωση της διαταγής πληρωμής, έστω και αν στη διαταγή πληρωμής αναγράφεται ότι ο κληρονόμος του οφειλέτη είναι απλός και όχι εξ απογραφής και β) στην επιταγή προς εκτέλεση δεν είναι αναγκαίο να μνημονεύεται ότι η εκτέλεση θα γίνει μόνο επί των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομίας ή το τυχόν μικρότερο όριο ευθύνης του εξ απογραφής κληρονόμου οφειλέτη. Στη συνέχεια βέβαια η αναγκαστική εκτέλεση, και ειδικότερα η κατάσχεση θα πρέπει να περιορισθεί επί των στοιχείων της κληρονομίας. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 1901, 1902, 1904 και 1907 ΑΚ, αλλά και εκείνες των άρθρων 933 και 924 ΚΠολΔ, ο δε ως άνω λόγος, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Στον ίδιο λόγο εμπεριέχεται και η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής, πλην όμως και αυτή η αιτίαση είναι αβάσιμη αφού ο λόγος αυτός λήφθηκε υπόψη και απορρίφθηκε.
Από τη διάταξη του άρθρου 561 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας των πραγματικών περιστατικών και ιδιαίτερα του περιεχομένου εγγράφων, εφόσον δεν παραβιάστηκαν με αυτά κανόνες ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί, ή εφόσον η εκτίμησή τους δεν ιδρύει λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 19 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι από τον Άρειο Πάγο ανέλεγκτη, ο δε αντίστοιχος λόγος αναίρεσης, εκ του περιεχομένου του οποίου προκύπτει ότι δεν συντρέχει καμία από τις προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις, απορρίπτεται ως απαράδεκτος, εφόσον πλέον πλήττεται η ουσία της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Την 27-2-2008 καταρτίστηκε η με αριθμό ….9-00/1/27-2-2008 σύμβαση δανείου μεταξύ αφενός του ευρισκόμενου τότε εν ζωή, Π. Σ. του Ν., ... και επί της οδού ... (που αποβίωσε στις 10.12.2013 και κληρονομήθηκε από το ανακόπτον σωματείο ως κληρονόμος εκ διαθήκης με το ευεργέτημα της απογραφής κατά τα προεκτεθέντα) και αφετέρου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "... ΑΕ", η οποία σύμφωνα με τα ΦΕΚ 1638/1-4-2011 και 1652/1-4-2011 απορροφήθηκε κατόπιν της διασυνοριακής συγχώνευσης από την καθολική αυτής διάδοχο "...", η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε "..." (ΦΕΚ 3527/23-5-2012), δυνάμει της οποίας (δανειακής σύμβασης) χορηγήθηκε στον πρώτο έντοκο χρεολυτικό εικοσαετές δάνειο ποσού 2.200.000 ευρώ, σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες που περιέχονται στη σύμβαση αυτή. Επίσης συμφωνήθηκε η αποπληρωμή του δανείου να γίνει τμηματικά εντός είκοσι (20) ετών σε (72) ισόποσες χρεολυτικές τριμηνιαίες διαδοχικές δόσεις, αρχής γενομένης με τη λήξη της περιόδου χάριτος που ορίστηκε σε 24 μήνες από την ημερομηνία εκταμίευσης του δανείου (όροι 5.1 και 5.3), με επιτόκιο ίσο προς το διατραπεζικό επιτόκιο Euribor πλέον περιθωρίου συν 2,00%, πλέον εισφοράς του Ν.128/1975 (όροι 1.6,1.7). Ακολούθως συνήφθησαν οι υπ' αριθμ. ……. Πρόσθετες Πράξεις Τροποποίησης Σύμβασης Δανείου, η πρώτη εξ αυτών μεταξύ των ιδίων ως άνω συμβαλλομένων, στις δε λοιπές η ως άνω δικαιοπάροχος της καθής Τράπεζα συμβλήθηκε ως πληρεξούσια, εκπρόσωπος και για λογαριασμό της εδρεύουσας στο ... εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "...",στην οποία μεταβίβασε, λόγω τιτλοποίησης, την εν λόγω απαίτησή της (ήτοι τμήμα του χαρτοφυλακείου ομολογιακών και επιχειρηματικών δανείων της), δυνάμει της από 19-8-2009 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων του άρθρου 10 του Ν.3156/2003, που νόμιμα καταχωρήθηκε στο δημόσιο βιβλίο (κατά το Ν.2844/2000) του Ενεχυροφυλάκειου Θεσσαλονίκης (τόμο 4 και α.α 2), όπως προκύπτει σαφώς από το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως με αριθμ. πρωτ …68 (ειδ.πρωτ.27)/10-9-2009 σχετικό έγγραφο του Ενεχυροφυλακείου Θεσσαλονίκης περί δημοσίευσης της ως άνω σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων. Εν συνεχεία, με την από 10-4-2013 σύμβαση επανεκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων (κατ' άρθρο 10 Ν.3156/2003) μετά των Παραρτημάτων της και ταυτόχρονης αποτιτλοποίησης της απαίτησης, νόμιμα δημοσιευθείσα στα αρμόδια βιβλία του Ενεχυροφυλάκειου Αθηνών (τόμο 7, με αριθμό 189), επαναμεταβιβάστηκε (και επανεκχωρήθηκε) από την ίδια ως άνω συμβαλλόμενη εταιρία "..." στην (επίσης συμβαλλόμενη) εταιρία "..." (πρώην ... ΑΕ) η αυτή ως άνω απαίτηση εκ της προειρημένης 18439-00/1/27-2-2008 σύμβασης δανείου, όπως αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο μετ' επικλήσεως με αριθμ. πρωτ. 132/244-2013 σχετικού εγγράφου του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών. Ωστόσο, είχε ήδη καταστεί η καθής η ανακοπή "... ΑΕ" ειδική διάδοχος της προαναφερόμενης Κυπριακής δημόσιας εταιρίας ""..." και συγκεκριμένα, δυνάμει της από 26-3-2013 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης, μεταβιβάστηκαν στην καθής (... ΑΕ) στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των εργασιών του Υποκαταστήματος στην Ελλάδα της (κατά τα ανωτέρω συμβαλλόμενης) εταιρίας "..." διά εκχωρήσεως των δικαιωμάτων και αναδοχής των υποχρεώσεων, όπως αυτά ρητά προσδιορίζονται στην προσκομιζόμενη μετ' επικλήσεως εν λόγω σύμβαση. Αποδεικνύεται επίσης σαφώς και αναμφίβολα από την προσκομιζόμενη από 9-12-2013 Βεβαίωση της καθής Τράπεζας Πειραιώς, ότι στα μεταβιβασθέντα, κατά τα προαναφερθέντα, στοιχεία του ενεργητικού περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων και τα δικαιώματα της Κυπριακής αυτής εταιρίας ("...") που προέρχονταν εκ της επίδικης (18439-00/1/27-2-2008) δανειακής σύμβασης, από την οποία συνακόλουθα απορρέουν και οι απαιτήσεις με βάση τις οποίες εκδόθηκε η ένδικη διαταγή πληρωμής. Επομένως, η καθής η ανακοπής κατέστη ειδική διάδοχος της προαναφερόμενης τραπεζικής εταιρίας κατά τα προαναφερθέντα και σαφώς μοναδικός δικαιούχος (λόγω εκχώρησης κατ' άρθρ. 455 επόμ. του ΑΚ) της απορρέουσας απαίτησης από την επίδικη δανειακή σύμβαση. Εξάλλου, προς επίρρωση των ανωτέρω, στην από 23-7-2013 Πρόσθετη Πράξη της (από 26-3-2013) συμφωνίας πώλησης και μεταβίβασης, με τον 3° όρο αυτής διασαφηνίστηκε ότι η τιτλοποίηση των δανείων και οι συναφείς εξασφαλίσεις τους, αποτελούν μέρος των Ελληνικών Δανείων, που είχαν μεταβιβαστεί στην πωλήτρια εταιρία "..." (και ήδη επαναμεταβιβάστηκαν στην καθής η ανακοπή ως αγοράστρια), μάλιστα δε γίνεται ρητή αναφορά στα δάνεια αυτά που εν συνεχεία αποτιτλοποιήθηκαν και αναφέρονται στα με αρ. πρωτ. 132 και …/ 24-4- 2013 σχετικά έγγραφα, που καταχωρήθηκαν στα οικεία βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τόμο 7, αρ. 189 και 190) και στα οποία περιλαμβάνεται η ένδικη απαίτηση. Περαιτέρω, όπως προαναφέρθηκε αλλά και αποδείχθηκε, η δικαιοπάροχος και αρχικά συμβληθείσα, στην ανωτέρω …9-00/1/27-2-2008 σύμβαση δανείου, που είχε έδρα ... και επί της οδού ..., εταιρία με την επωνυμία "... ΑΕ", εν συνεχεία απορροφήθηκε, κατόπιν της διασυνοριακής συγχώνευσης, από την εδρεύουσα στη ... ... καθολική αυτής διάδοχο τραπεζική εταιρία "...", η οποία και είχε εγκαταστήσει Υποκατάστημά της στη Ελλάδα, έχουσα διεύθυνση φορολογικής μεν εγκατάστασης την οδό ..., αλληλογραφίας δε την ..., ... και τέλος αυτή ("...") μετονομάστηκε σε "..." (ΦΕΚ 7/23-5-2012), διατηρώντας την φορολογική της έδρα ... και επί της .... Άλλωστε και στο όρο 20.1 της ως άνω επίδικης δανειακής σύμβασης ορίζεται ρητά ότι "Η παρούσα σύμβαση θα διέπεται και θα ερμηνεύεται κατά το Ελληνικό Δίκαιο συμπεριλαμβανομένων και του ν.δ. της 17ης Ιουλίου 1923 "Περί ειδικών διατάξεων επί Ανωνύμων Εταιρειών". Κατά συνέπεια τόσο οι ένδικες συμβάσεις όσο και οι τηρηθέντες λογαριασμοί συντάχθηκαν και τηρήθηκαν σύμφωνα με τους Ελληνικούς νόμους, έτσι ώστε ορθά η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα επίσημα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της καθής η ανακοπή τράπεζας, για τα οποία με τον όρο 14.3 της επίδικης δανειακής σύμβασης συμφωνήθηκε μεταξύ της πιστοδότριας τράπεζας και του πιστούχου οφειλέτη, ότι "αποσπάσματα που θα εξάγει η Τράπεζα από τα βιβλία της και που θα εμφανίζει την κίνηση του ή των λογαριασμών του Δανείου, αποτελούν πλήρη απόδειξη του ποσού που οφείλει ο δανειζόμενος στην Τράπεζα, ο δε δανειζόμενος αναγνωρίζει από τώρα κάθε οφειλή του που θα αποδεικνύεται με τον τρόπο αυτό..", ενώ η συμφωνία αυτή είναι έγκυρη ως δικονομική σύμβαση και δεν προσκρούει στην δημόσια τάξη...." Με βάση δε τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους τους δεύτερο και τρίτο λόγους της ανακοπής με τους οποίους το ανακόπτον σωματείο ισχυρίσθηκε ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί, αντίστοιχα, διότι α) δικαιούχος της απαίτησης που επιδικάσθηκε με αυτήν ήταν η "..." προς την οποία έγινε με την από 10402013 σύμβαση επανεκχώρηση της ένδικης σύμβασης δανείου και όχι η καθής και ήδη αναιρεσίβλητη και β) παρά το νόμο λήφθηκαν υπόψη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής τα αποσπάσματα από τα εμπορικά βιβλία της καθής η ανακοπή, χωρίς επί πλέον να προκύπτει αν η επίδικη δανειακή σύμβαση καταρτίστηκε βάσει δικαιοπρακτικών δηλώσεων που είχαν συνταχθεί κατά τους νόμιμους ελληνικούς τύπους, δεδομένου ότι η ανωτέρω Τραπεζική εταιρία, "...", εδρεύει στη ... ... Το αναιρεσείον με το δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλοντας αιτιάσεις από τους αριθμούς 1,10, 11 και 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, παραπονείται ότι το Εφετείο δεν εκτίμησε ορθά το περιεχόμενο των δύο αρχικών λογαριασμών κινήσεως του δανείου που είχε λάβει ο δικαιοπάροχός του, ενώ αν το εκτιμούσε ορθά θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αναιρεσίβλητη δεν ήταν φορέας της ένδικης απαίτησης και γι' αυτό τα έγγραφα της τελευταίας (κινήσεις λογαριασμών του δανείου) δεν είχαν την από το νόμο αναγκαία αποδεικτική δύναμη για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Δηλαδή, υπό το πρόσχημα των ανωτέρω αναιρετικών αιτιάσεων, στην πραγματικότητα πλήττεται η ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση πραγματικών γεγονότων και ιδιαίτερα του περιεχομένου των αναφερομένων στις αιτιάσεις αυτές εγγράφων, που όμως σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρ. 630 (γ), (δ) ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η διαταγή πληρωμής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων στοιχείων, την αιτία της πληρωμής και το ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων που πρέπει να καταβληθεί, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά μόνον τίτλος εκτελεστός (άρθρ. 631 και 904 §1ε ΚΠολΔ), δεν απαιτείται να περιλαμβάνει πλήρεις και εμπεριστατωμένες αιτιολογίες, αλλά αρκεί ο συνοπτικός σ' αυτή προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης, κατά τρόπο που αυτή απλώς να εξατομικεύεται και να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητά της, δηλαδή δεν απαιτείται πλήρης περιγραφή όλων των περιστατικών που την συγκροτούν. Η αναφορά, ειδικότερα, στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί έτσι η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος, είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση του τίτλου, αν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως όταν υπάρχει καταδίκη σε τόκους ορισμένου κεφαλαίου, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 349/2013, ΑΠ 1825/2012, ΑΠ 1389/2011, 330/2012 ΑΠ 1094/2006). Από την παράλειψη ενός από τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 630 ΚΠολΔ δημιουργείται λόγος ακυρότητας της διαταγής πληρωμής, πλην όμως αυτή δεν επέρχεται αυτοδικαίως αφού ο νόμος δεν ορίζει τούτο, αλλά θεμελιώνεται λόγος ανακοπής με βάση τον οποίο θα κριθεί η προβαλλόμενη ακυρότητα της διαταγής. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του περιεχομένου της ένδικης ανακοπής του αναιρεσείοντος προβάλλεται με τον τέταρτο λόγο αυτής ακυρότητα της ένδικης διαταγής πληρωμής λόγω μη πληρότητας της αιτιολογίας της, με την επίκληση ότι υποχρεώνεται να καταβάλει στην αναιρεσίβλητη α) "τόκους υπερημερίας που είναι σε οριστική καθυστέρηση ανερχόμενοι στο ποσό των 38.665,18 ευρώ και επίσης τόκους σε οριστική καθυστέρηση ανερχόμενοι σε 332.006,66 ευρώ μέχρι 7-2-2013, χωρίς να προκύπτει ο τρόπος του υπολογισμού των τόκων αυτών" και β) το συνολικό ποσό των 3.093.946,48 ευρώ, στα οποίο έχουν ενσωματωθεί τόκοι, χωρίς καμία αιτιολογία και πάλι ολόκληρο το πόσο αυτό εντόκως με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας και μάλιστα αναδρομικά από 1-1-2015 ήτοι και μετά το οριστικό κλείσιμο του ανοικτού αυτού λογαριασμού που τηρούνταν για την εξυπηρέτηση της επίδικης δανειακής σύμβασης. Με βάση όμως όσα προεκτέθηκαν, το Εφετείο, που απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής και τον αντίστοιχο λόγο έφεσης, με τον οποίο επαναφέρθηκε ο λόγος αυτός ανακοπής, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, δεν έσφαλε και ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, ο οποίος εκτιμάται ότι διαλαμβάνει αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ (και όχι από τον αριθμό 1 ή 10 αυτού), δηλαδή ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε άκυρη την επίδικη διαταγή πληρωμής, γιατί δεν παρατίθενται σε αυτήν όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία υπολογισμού των τόκων, άλλως ότι περιγράφονται σ' αυτήν κατά τρόπο αόριστο, είναι αβάσιμος. Τούτο δε διότι περιέχεται με πληρότητα και σαφήνεια στη διαταγή πληρωμής ο συνοπτικός προσδιορισμός του γενεσιουργού λόγου της απαίτησης της αναιρεσίβλητης, για την οποία εκδόθηκε, κατά τρόπο ώστε να μη δημιουργείται αμφιβολία για την ταυτότητα αυτής, ενώ τα επικαλούμενα από το ανακόπτον ελλείποντα στοιχεία, δηλαδή το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, συμβατικών και υπερημερίας, δεν αποτελούν αναγκαίο περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής, αλλά μπορούν να εξαχθούν και από τα επισυναπτόμενα για την έκδοσή της απαιτούμενα έγγραφα.
Από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εντεύθεν ακυρότητα της εκτελέσεως, ήτοι και όταν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιουμένου μέσου και του επιδιωκόμενου σκοπού, ασκούμενου του σχετικού δικονομικού δικαιώματος με κακοβουλία, κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη (ΑΠ 724/2017, ΑΠ 893/2008). Περαιτέρω, οι πράξεις του υπόχρεου και η διαμορφωθείσα υπέρ αυτού κατάσταση πραγμάτων, είναι αναγκαίο να τελούν σε αιτιώδη σχέση προς την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου, αφού, κατά τους κανόνες της καλής πίστεως, τις συνέπειες που απορρέουν από πράξεις άσχετες προς αυτή τη συμπεριφορά δεν συγχωρείται να επικαλεσθεί ο υπόχρεος προς απόκρουση του δικαιώματος (ΟλομΑΠ 62/1990, ΑΠ 563/2003). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ' άρθρον 281 ΑΚ, παρά μόνον αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιπτώσεις, ως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από τη σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχειρίσεως) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστεως, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΟλομΑΠ 5/2011, ΑΠ 535/2015 ΑΠ 91/2011, ΑΠ 823/2010). Εξάλλου, κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 περίπτωση δεύτερη του ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης και αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση και επομένως θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης και όχι οι ισχυρισμοί που αποτελούν άρνηση της αγωγής ή επιχειρήματα νομικά ή πραγματικά, τα οποία αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων. Πράγμα συνεπώς, υπό την έννοια αυτή, αποτελεί και ο λόγος της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται ακυρότητα της επιταγής προς εκτέλεση ή οποιασδήποτε άλλης πράξης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και ο λόγος της έφεσης που περιέχει παράπονο κατά της κρίσης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε ισχυρισμός του εκκαλούντος ή έγινε δεκτός ισχυρισμός του εφεσιβλήτου. Δεν στοιχειοθετείται όμως ο λόγος αυτός αν ο ισχυρισμός που δεν λήφθηκε υπόψη είναι μη νόμιμος και συνεπώς δε θεωρείται ουσιώδης, αφού δεν ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλομΑΠ 2/1989, ΟλομΑΠ 14/2004, ΑΠ 448/2006).
Εν προκειμένω, το ανακόπτον με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής του ισχυρίστηκε ότι η επισπευδόμενη σε βάρος του, με την ένδικη επιταγή, αναγκαστική εκτέλεση ήταν άκυρη ως καταχρηστική κατά το άρθρο 281 ΑΚ. Το Εφετείο, απέρριψε ως μη νόμιμο τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, με τις εξής αιτιολογίες: (Το ανακόπτον) "για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του αυτού επικαλέστηκε τα ακόλουθα περιστατικά: ότι, καίτοι ζητάει την πληρωμή του υπέρογκου ποσού των 3.146.723,58 ευρώ, ενώ επικρατεί στη χώρα η γνωστή σε όλους οικονομική κρίση, το ίδιο (ανακόπτον) της είχε κοινοποιήσει την από 6-10-2014 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία της ζητούσε την χορήγηση στοιχείων προκειμένου και αυτό να επαληθεύσει τις δανειακές του υποχρεώσεις και αφού διερευνήσει το ενεργητικό ή μη της κληρονομιαίας περιουσίας, σε θετική περίπτωση δηλαδή αν πράγματι διέθετε ενεργητικό, τότε θα προέβαινε στην τακτοποίηση και διευθέτηση του επίδικου χρέους, με αποτέλεσμα ευλόγως να του έχει δημιουργηθεί η πεποίθηση ότι η καθής δεν θα προέβαινε στην επιδίωξη εισπρακτικών της απαίτησης μέτρων, τουλάχιστον μέχρι την ανάκαμψη της οικονομίας ή τη νομοθετική ρύθμιση των καθυστερούμενων δανείων, εφόσον μάλιστα γνώριζε τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική οικονομία, την εξαιτίας αυτών έλλειψη ρευστότητας και με δεδομένο άλλωστε ότι η επίδικη αξίωση ήταν και εμπραγμάτως εξασφαλισμένη. Ότι σε περίπτωση που θα προχωρήσει η παρούσα εκτέλεση με βεβαιότητα θα έχει ως βλαπτική συνέπεια για τα οικονομικά συμφέροντα του ιδίου ως επιστημονικού σωματείου που διαφυλάττει και προάγει την Δημόσια Υγεία και δη το ευαίσθητο λειτούργημα της Καρδιολογικής Επιστήμης που απασχολεί το Πανελλήνιο, όλα δε τα ανωτέρω στοιχειοθετούν καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προς επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης, κατά προφανή υπέρβαση του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού αυτού. Με τέτοιο περιεχόμενο ο λόγος αυτός της ανακοπής δεν είναι νόμιμος, καθώς τα πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η ανακόπτουσα για τη θεμελίωση της ΑΚ 281, δεν αρκούν για να καταστήσουν την εκ μέρους της καθής η ανακοπή επισπευδόμενη σε βάρος του ανακόπτοντος, με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και την κάτωθι αυτής συνταγείσα από 12-6-2015 επιταγή αναγκαστική εκτέλεση, καταχρηστική κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ. Τούτο δεδομένου ότι, συμπεριφορά αντίθετη προφανώς στη καλή συναλλακτική πίστη και στα χρηστά ήθη, δεν αποτελεί η μη αποδοχή από την καθής τράπεζα της εκ μέρους του ανακόπτοντος πρότασης τακτοποίησης και διευθέτησης του επίδικου χρέους, ούτε προφανώς η μη εξεύρεση αποδεκτής από την καθής λύση για την εξασφάλιση των συμφερόντων της, ούτε η επιδίωξη της ικανοποίησής της με την επισπευδόμενη αναγκαστική εκτέλεση, ενώ επικρατούσε η γνωστή οικονομική κρίση, καθώς ο δανειστής έχει δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος τον τρόπο είσπραξης της απαίτησής του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει και δεν έχει ούτε νομική, ούτε ηθική υποχρέωση να επιδιώξει την είσπραξή της με τον τρόπο που του προτείνει ο οφειλέτης..., εκτός αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχει προφανής υπέρβαση των αρχών της 281 ΑΚ, περιστατικά, όμως, από τα οποία να προκύπτει τέτοια προφανής υπέρβασης των ορίων αυτών από την καθ' ης η ανακοπή, δεν επικαλείται το ανακόπτον. Εξάλλου, το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στο ανακόπτον -οφειλέτη, δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ' άρθρο 281 ΑΚ, εκτός αν τούτο συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως λ.χ. όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος, επίκληση, όμως, της συνδρομής τέτοιων περιστάσεων δεν γίνεται από το ανακόπτον, όταν μάλιστα το τελευταίο δεν αμφισβητεί το ύψος της απαίτησης που αφορά το κεφάλαιο του δανείου, για την εξόφληση του οποίου δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε καταβολή". Το αναιρεσείον με τον τέταρτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως προβάλει την από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αιτίαση ότι το Εφετείο, προκειμένου να κρίνει τη νομιμότητα του ανωτέρω λόγου της ανακοπής, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που παραδεκτώς είχε επικαλεσθεί στον πρώτο βαθμό και είχε επαναφέρει με λόγο έφεσης στο Εφετείο για τη θεμελίωση της προβληθείσας καταχρηστικότητας: (α) Ότι παρά τις επανειλημμένες και συνεχείς οχλήσεις του η αναιρεσίβλητη Τράπεζα καθυστερούσε και εντέλει αρνήθηκε να του χορηγήσει αναλυτική κίνηση του δανειακού λογαριασμού. (β) Ότι επίσης αρνήθηκε να του παράσχει πληροφορίες σχετικά με την πορεία της δανειακής συμβάσεως και το ισχύον επιτόκιο. (γ) Ότι αυτό (αναιρεσείον) δεν ήταν ο λήπτης ή ο διαχειριστής του δανείου ώστε να έχει πλήρη γνώση της δανειακής σύμβασης. (δ) Ότι αμέσως μετά την ολοκλήρωση της απογραφής, η οποία ήταν παθητική, η τράπεζα προχώρησε σε καταγγελία της συμβάσεως χρεώνοντας επιπλέον τόκους υπερημερίας. (ε) Ότι λόγω της επ' ωφελεία απογραφής αποδοχής της κληρονομίας, η οποία κατέληγε σε παθητικό, ουδεμία ωφέλεια θα είχε από την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως, παρά μόνο την επιβάρυνση της ήδη βεβαρημένης οφειλής. Και (στ) ότι είναι σωματείο κοινωφελούς σκοπού και περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων, ώστε να μη δύναται να διευθετήσει άμεσα οικονομικές εκκρεμότητες εκατομμυρίων ευρώ εν μέσω οικονομικής κρίσης. Ωστόσο, οι προεκτιθέμενοι ισχυρισμοί, εκτός του ότι οι δύο πρώτοι λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο, αληθείς υποτιθέμενοι δεν κρίνονται ικανοί να θεμελιώσουν (είτε αυτοτελώς είτε από κοινού με τους ληφθέντες υπόψη) κατά το άρθρο 281 ΑΚ καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της αναιρεσίβλητης να επιδιώξει την ικανοποίηση της εκ του επιδίκου δανείου απαιτήσεώς της με αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του κληρονόμου του αρχικού οφειλέτη, έστω και αν είναι κληρονόμος με την ωφέλεια της απογραφής και η απογραφή παρουσιάζει παθητικό, πλήν των λόγων που και το Εφετείο διέλαβε στις αιτιολογίες του επιπρόσθετα και γιατί α) ουδόλως αναφέρεται αν για την ικανοποίηση της απαίτησης της αναιρεσίβλητης υπήρχαν άλλα ηπιότερα, σε σχέση με την αναιρεσείουσα μέσα αναγκαστικής εκτελέσεως και β) αυτή (αναιρεσείουσα) δεν επικαλείται πρόσθετα στοιχεία συμπεριφοράς της αναιρεσίβλητης από τα οποία να προκύπτει ότι του δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το δικαίωμά της. Επίσης δεν επικαλείται άλλα περιστατικά ανέντιμης συμπεριφοράς (της αναιρεσίβλητης) ώστε να θεωρείται ότι η επιχειρούμενη εκτέλεση είναι αντίθετη στη καλή συναλλακτική πίστη και στα χρηστά ήθη. Η επίκληση της υπέρμετρης διόγκωσης του χρέους λόγω τοκογονίας δεν συνιστά συμπεριφορά αυτής, η δε τοκογονία της απαίτησης είναι συνέπεια της συμπεριφοράς του οφειλέτη και όχι της δανείστριας τράπεζας. Αν οι τόκοι της απαίτησης δεν ανέρχονται στο ύψος που επικαλείται η δανείστρια τράπεζα και ο υπολογισμός τους δεν είναι νόμιμος, αυτό έχει ως συνέπεια τη θεμελίωση λόγου ακυρότητας της επιταγής κατά το αντίστοιχο ποσό, εφόσον υποβληθεί σχετικό αίτημα. Δεν καθιστά όμως και καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος προς εκτέλεση.
Επομένως, τα ως άνω μη ληφθέντα υπόψη πράγματα δεν είναι ουσιώδη, αφού δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και γι' αυτό ο από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγος είναι απαράδεκτος.
Κατόπιν τούτων, η ένδικη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, σε βάρος της αναιρεσείουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης αναιρέσεως παραβόλου (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Ιουλίου 2017 αίτηση του επιστημονικού σωματείου με την επωνυμία "..." για αναίρεση της υπ' αριθ. 719/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών.- Επιβάλλει στο αναιρεσείον τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναιρέσεως, παραβόλου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 13 Ιουνίου 2018.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2018.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ 

Περίληψη

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης: 241/2018
ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΚΩ

Συγκροτήθηκε από τον δόκιμο Ειρηνοδίκη Λερού, ο οποίος νόμιμα αναπληρώνει την Ειρηνοδίκη Κω, Απόστολο Μπέη, με την παρουσία της Γραμματέως Ασπασίας Χατζηκυριάκου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 19-9-2018 για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α) ΑΙΤΗΣΗ:
ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ: ………. ………., του …………. και της ……….., κατοίκου της νήσου Κω, οδός ………. ………. αρ. …, γεννηθείσα στις 3-4-1999, ΑΦΜ ………. ΔΟΥ Κω, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Κανακάκη.

Η αιτούσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 28-3-2018 αίτησή της, η οποία κατατέθηκε στο Δικαστήριο αυτό με αριθμ. εκθ. Καταθ. 74/28-3-2013 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο στις 23-5-2018, οπότε και αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία και συζητήθηκε.

Β) ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ:
ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΩΝ: 1) ……….. ………. του …….., ΑΦΜ ………. ΔΟΥ Κω, 2) ……….. ………. του ………. ΑΦΜ ………. ΔΟΥ Κω, κατοίκων αμφοτέρων Κω, οι οποίες παραστάθηκαν η πρώτη διά του πληρεξούσιου δικηνόρου τους Βασιλείου Δρόσου και η δεύτερη μετά του ανωτέρω πληρεξούσιου δικηγόρου.

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ………. ………., του ………. και της ……………., κατοίκου της νήσου Κω, οδός ………. ………. αρ. …., γεννηθείσα στις 3-4-1999, ΑΦΜ ………. ΔΟΥ Κω, η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Κανακάκη.

Οι κυρίως παρεμβαίνουσες ζητούν να γίνει δεκτή η από 22-5-2018 κύρια παρέμβασή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμ. εκθ. Καταθ. 217/13-9-2018 και προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Κατά τη συζήτηση της αίτηση και της κύριας παρέμβασης, οι οποίες συνεκδικάστηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως και στις έγγραφες προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εκκρεμούν η από 28-3-2018 και με αριθμ. εκθ. Καταθ. 74/28-3-2013 αίτηση (αριθμός πινακίου 3), και η από 22-5-2018 και με αριθμ. εκθ. Καταθ. 217/13-9-2018 κύρια παρέμβαση (αριθμός πινακίου 9), οι οποίες καθώς ανήκουν στην ίδια διαδικασία (εκούσια), πρέπει να συνεκδικασθούν (κατόπιν κοινού αιτήματος των διαδίκων) λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας (άρθρο 31 παρ.3 ΚΠολΔ), και της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 246 ΚΠολΔ, για την οικονομία της δίκης ώστε να επιταχυνθεί η διεξαγωγή της και να επέλθει μείωση των εξόδων.

Η απογραφή πραγμάτων, η οποία αποβλέπει στην επακριβή βεβαίωση της ύπαρξης ή της κατάστασης των απογραφομένων πραγμάτων, εις τρόπον ώστε να μην είναι δυνατή η αμφισβήτηση της ύπαρξής τους ή η απόκρυφη τους, διακρίνεται στη δικαστική και στην εξώδικη. Η δικαστική απογραφή είτε επιβάλλεται ευθέως από το νόμο, είτε διατάσσεται προς αποτροπή κινδύνου. Όταν η δικαστική απογραφή επιβάλλεται ευθέως από διάταξη του ουσιαστικού δικαίου, δεν είναι απαραίτητη η συνδρομή ίου όρου της αποτροπής κινδύνου για την ενέργεια της. Ειδικότερα, η απογραφή της κληρονομιάς, η οποία επιτάσσεται ρηχά από το νόμο (βλ. άρθρα 1527, 1903 και 1912 ΑΚ) στον κληρονόμο ο οποίος αποδέχθηκε ή θεωρείται, κατά πλάσμα του νόμου, ότι αποδέχθηκε την επαχθείσα σ’ αυτόν κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής, είναι δικαστική απογραφή, φέρει δε το χαρακτήρα αυτοτελούς ρυθμιστικού μέτρου, το οποίο λαμβάνεται κατά τις διατάξεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή του όρου της αποτροπής κινδύνου, στο βαθμό που πρόκειται δικαστική απογραφή επιτασσόμενη από διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου (βλ. άρθρα 739 και 838 ΚΠολΔ, Κ. Μπέη, «Αι διαδικαοίαι ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου», ι. 11, σελ. 385, Ν. Παπαντωνίου, «Κληρονομικό Δίκαιο», έκδοση 1985, σελ. 81, Β. Μπρακατσούλα, «Η εκούσια δικαιοδοσία», έκδοση 1986, σελ. 271, Β. Βαθρακοκοίλη, «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας – Ερμηνευτική – Νομολογιακή Ανάλυση», τόμος Δ’, έκδοση 1996, άρθρο 838, αρ. 2 και 3, σελ. 642, τόμος Η’/συμπληρωματικός τόμος, έκδοση 2006, υπό το αυτό άρθρο, αρ. 1 και 2, σελ. 864, ΠΠρΘες 6390/1993, Αρμ. 1993, 626, ΜΠρΑΘ 3843/2002, ΝοΒ 2003, 277, ΕιρΡοδ 2/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 3/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 4/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 3/2011, αδημ., ΕιρΡοδ 13/2011, αδημ., ΕιρΡοδ 14/2011, αδημ., ΕιρΝικαιας S/2008, ΝΟΜΟΣ, ΕιρΡοδ 12/2005, ΝΟΜΟΣ, ΕιρΚυπαρ 41/1998, ΑρχΝ1999, 238, ΕιρΑΘ 704/1993, Αρμ. 1993, 915).

Την απογραφή αυτή διαχάσσει με απόφαση του, εκδιδομένη κατά τις διατάξεις των άρθρων 739 επ. και 838 ΚΠολΔ, ο Ειρηνοδίκης του τόπου όπου βρίσκονται τα προς απογραφή αντικείμενα, ο οποίος και ορίζει το Συμβολαιογράφο, καθώς και τους πραγματογνώμονες που θα εκτιμήσουν τα εν λόγω αντικείμενα, πρέπει δε να γίνει και να ολοκληρωθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τεσσάρων μηνών από τη με το ευεργέτημα της απογραφής δήλωση αποδοχής της επαχθείσας κληρονομιάς ή, προκειμένου περί ανηλίκων και λοιπών προσώπων ανικάνων ή περιορισμένα ικανών για δικαιοπραξία, μέσα σε ένα έτος από τότε που τα πρόσωπα αυτά έγιναν απεριόριστα ικανά (βλ. άρθρα 739 και 838 ΚΠολΔ, 1527, 1903 και 1912 ΑΚ, Β. Βαθρακοκοίλη,ό.π., τόμος Δ’, υπό το άρθρο 838, αρ. 5 και 9, σελ. 643, τόμος Η’/συμπληρωματικός τόμος, υπό ίο αυτό άρθρο, αρ. 4, σελ. 864, ΠΠρΘες 6390/1993, Αρμ. 1993, 626, ΜΠρΑΘ 3843/2002, ΝοΒ 2003, 277, ΕιρΡοδ 2/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 3/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 4/2012, αδημ., ΕιρΡοδ 3/2.011, αδημ., ΕιρΡοδ 13/2011, αδημ., ΕιρΡοδ 14/2011, αδημ., ΕιρΝικαιας 8/2008, ΝΟΜΟΣ, ΕιρΡοδ 12/2005, ΝΟΜΟΣ, ΕιρΚυπαρ 41/1998, ΑρχΝ 1999, 238, ΕιρΑΘ 704/1993, Αρμ. 1993, 915). Αν ο κληρονόμος παραλείψει τη σύνταξη απογραφής εντός τεσσάρων μηνών από το χρονικό σημείο που έκανε τη δήλωση αποδοχής με το ευεργέτημα της απογραφής επέρχεται έκπτωση από το ευεργέτημα (άρθρο 1911 αρ. 1 ΑΚ, ΑΠ 246/1993, ΝοΒ 42, 667).

Ο όρος «συνέταξε» υποστηρίζεται ότι είναι ερμηνευτέος συσταλτικά για τον κληρονόμο, δηλαδή πρέπει να νοηθεί ότι η υποβολή της αίτησης για να διατάξει την απογραφή ο ειρηνοδίκης (άρθρο 838 ΚΠολΔ) υποβλήθηκε εμπροθέσμως. Έτσι, η έκπτωση δεν επέρχεται, αν προηγήθηκε εμπρόθεσμη αίτηση, αλλά η προς τούτο απόφαση εκδόθηκε ή η απογραφή που πραγματοποιήθηκε από το συμβολαιογράφο (άρθρα 839 επ. ΚΠολΔ), πραγμαιώθηκε καθυστερημένα. Αν ο κληρονόμος καθυστέρησε στην υποβολή της αίτησης αλλά εμπρόθεσμης, δεν χάνει το άνω ευεργέτημα, αλλά μπορεί να υπέχει ευθύνη κατά την 1907 ΑΚ (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνεία – Νομολογία Αστικού Κώδικα, τόμος ΣΤ’, άρθρο 1911, αρ. 4, σελ. 264, Απ. Γεωργιάδη – Mix. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, Κατ’ άρθρο ερμηνεία, τόμος X’, άρθρο 1911, αρ. 4, σελ. 2S8-289, Ν. Φοόνη, Κληρονομικό Δίκαιο, τόμος 1, σελ. 113, Παντελίδου, Η ευθύνη του κληρονόμου για τις υποχρεώσεις της κληρονομιάς, σελ. 188, η ίδια οε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ 1911-1912 αρ. 4).

Συνεπώς, όταν καλείται ανήλικος ως κληρονόμος κληρονομιάς που έχει χρέη, έχει τη διαζευκτική δυνατότητα (με την έννοια ότι η μία αποκλείει την άλλη) ή να αποποιηθεί μέσω των νομίμων αντιπροσώπων του (γονέων) την κληρονομιά που του επάγεται (εντός προθεσμίας 4 μηνών από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της), αφού προηγουμένως λάβουν άδεια από χο Δικαστήριο για την αποποίηση αυτή και ελεγχθεί ότι είναι προς το συμφέρον του τέκνου, ή να συντάξει μέχρι τη συμπλήρωση του 19ου έτους του απογραφή της κληρονομιάς και συνεπώς να ευθύνεται για τα χρέη της κληρονομιάς έως το ενεργητικό της κληρονομιάς. Αν οι γονείς ανηλίκου δεν αποκτήθηκαν εμπροθέσμωςτην κληρονομιά κου ετχάγεται στο ανήλικο (είτε απευθείας είτε λόγω προγενέστερης δικής τους αποποίησης), τότε ο ανήλικος αποδέχεται εκ του νόμου με το ευεργέτημα της απογραφής και μετά την πάροδο της τετράμηνης αποσβεστικής προθεσμίας καθίσταται κληρονόμος μόνο μέχρι το ενεργητικό της κληρονομιάς, ιδιότητα που τη διατηρεί προσωρινά μέχρι να συντάξει απογραφή, με καταληκτικό χρονικό όριο της σύνταξης αυτής μέχρι τη συμπλήρωση του 19ου έτους του.

Αν δε γίνει η ως άνω απογραφή ο ενήλικος πλέον κληρονόμος εκπίπτει από το ευεργέτημα αυτό που του είχε παράσχει ο νόμος και με τη συμπλήρωση του 19ου έτους του καθίσταται οριστικά πλέον απλός κληρονόμος, ευθυυόμενος και με τη δική χου περιουσία για τα χρέη της κληρονομιάς. Ως εκ τούτου, μέχρι να συμπληρώσει το 19° έτος ο ενήλικος που έχει αποδεχτεί ως ανήλικος, εκ του νόμου με το ευεργέτημα της απογραφής την κληρονομιά, έχει τη δυνατότητα να καταθέσει αίτηση για αιτογραφή της κληρονομιάς κι όχι να έχει ολοκληρώσει την απογραφή. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 748 παρ. 3 ΚΠολΔ «Ο δικαστής που είναι αρμόδιος κατά την παρ. 1 του ιδίου άρθρου μπορεί να διατάξει κλήτευση τρίτων που έχουν έννομο συμφέρον από τη δίκη».

Περαιτέρω, από το συνδυασμό ίων διατάξεων ίων άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας είναι δυνατή η άσκηση κύριας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχει η, κατά χο άρθρο 69 χου ίδιου κώδικα, διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Στη δίκη της εκούσιας δικαιοδοσίας, εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης, με την οκοία ανοίχθηκε η δίκη, ή τη ρύθμιση του επίδικου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνο που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση (βλ. ΑΠ 1076/2002 ΪΠΝ Νόμος, ΕφΑΘ 4238/2010 ΔΕΕ 2011.312, ΕφΑΘ 4749/2009 ΕλλΔνη 2009,1489, ΕφΔισδ 120/2004 ΝΟΜΟΣ).

Τέλος, κατά το άρθρο 752 ΚΠολΔ, με το οποίο καθορίζεται, κατά διαφορετικό τρόπο από χο άρθρο 81 του ίδιου κώδικα, η άσκηση των παρεμβάσεων σε δίκες εκούσιας δικαιοδοσίας, η κύρια παρέμβαση ασκείται με δικόγραφο και εφαρμόζονται για αυτήν οι διατάξεις των άρθρων 747, 748 και 751 του ίδιου κώδικα, κατά τα οποία η κατάθεση του δικογράφου πρέπει να γίνεται στη γραμματεία του Δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, ενώ η πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί και κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο χωρίς προδικασία (βλ. ΑΠ 1076/2002 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4238/2010 ΔΕΕ 2011.312). Ειδικότερα κύρια παρέμβαση κατ’ άρθρο 752 παρ. 1 Κ.Πολ.Δικ. στην εκούσια δικαιοδοσία, νοείται η συμμετοχή τρίτου αυτοβούλως με αυτοτελές αίτημα, ενώ στις μη γνήσιες υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας δηλαδή όταν η διαδικασία διεξάγεται με αντιδικία, η κύρια παρέμβαση με την οποία ο παρεμβαίνων επιδιώκει την αναγνώριση ίδιου δικαιώματος, ασκείται με την κατάθεση δικογράφου στην Γραμματεία του Δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται χωρίς να απαιτείται η επίδοση του στο διάδικο κατά του οποίου απευθύνεται.

Τέλος, στις υποχρεώσεις της κληρονομιάς για τις οποίες υπέχει απεριόριστη ευθύνη ο απλός κληρονόμος, περιλαμβάνονται, καταρχάς, τα χρέη του κληρονομούμενου, στα οποία περιλαμβάνονται όλες οι απαιτήσεις τρίτων κατά του κληρονομούμενου που γεννήθηκαν ενόσω ζούσε, είτε από δικαιοπραξία, είτε από τον νόμο, ακόμη και αν η ζημία επήλθε μετά τον θάνατό του. Επιπροσθέτως δε, στις υποχρεώσεις της κληρονομιάς περιλαμβάνονται και τα λεγάμενα «βάρη», τα οποία ουσιαστικά συνιστούν υποχρεώσεις που δημιουργούνται στο πρόσωπο του κληρονόμου με την επαγωγή της κληρονομιάς, οι οποίες δεν προϋπήρχαν στο πρόσωπο του κληρονομούμενου. Τέτοιες υποχρεώσεις είναι κυρίως οι (ενοχικές) κληροδοσίες (1995ΑΚ)51, οι τρόποι (1715ΑΚ), οι δαπάνες της κηδείας, τα έξοδα απογραφής και εκκαθαρίσεως της κληρονομιάς.

Εν προκειμένω η αιτούσα ζητά να διαταχθεί η απογραφή της στην Περιφέρεια του Ειρηνοδικείου Κω, ευρισκόμενης περιουσίας του κληρονομούμενου …………  ………. του ………… και της ………., κατοίκου εν ζωή Κω, ο οποίος απεβίωσε στην Κω στις 23-8-2007 και του οποίου είναι εξ’ αδιαθέτου κληρονόμος με το ευεργέτημα της απογραφής. Προς τούτο δε, ζητά να οριστεί ο αρμόδιος συμβολαιογράφος και δύο πραγματογνώμονες, τους οποίους υποδεικνύει κατά τα διαλαμβανόμενα στην αίτησή της. Επιπλέον ζητάει να οριστούν οι εν γένει δαπάνες της απογραφής, συμπεριλαμβανομένων και των σχετικών αμοιβών του Συμβολαιογράφου και των πραγματογνωμόνων, ως υποχρεώσεις σε βάρος της κληρσνομιαίας περιουσίας και να οριστεί να ικανοποιηθούν αυτές από το ενεργητικό της. Τέλος, να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της κληρονομιαίας περιουσίας.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίσιν αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίους φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, αφού στην περιφέρεια του βρίσκονται τα προς απογραφή πράγματα ίου κληρονομούμενου (άρθρο 838 παρ. 1 εδ. β ΚΠολΔικ) κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 επ. ΚΠολΔικ). Περαιτέρω είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 838 ΚΠολΔικ και 1527, 1902, 1912 Α.Κ και πρέπει να. εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Οι κυρίως παρεμβαίνουσες ………. ………. και ……………  ………., θείες της αιτούσας και αδελφές της μητέρας της, παραδεκτώς και νομίμως παρενέβησαν στην κύρια δίκη, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, απορριπτόμενης της ένστασης της αιτούσας περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος κατ’άρθρον 2.81 Α.Κ, καθότι αποτελούν συγκληρονόμους της περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα τους και μόλις πληροφορήθηκαν την αίτηση απογραφής της αιτούσας, ως έχουσες έννομο συμφέρον και χωρίς να αδρανήσουν επί μακρόν, φρόντισαν να ασκήσουν νόμιμο δικαίωμά τους και έτσι αρνήθηκαν την αναφερόμενη αίτηση και ζήτησαν αυτή να απορριφθεί. Πλην όμως, προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι η αιτούσα έχει εκπέσει από το ευεργέτημα της απογραφής καθώς παρήλθε ο χρόνος αυτής, διότι δεν έλαβε χώρα η απογραφή εντός έτους από την ενηλικίωσή της. Ο εν λόγω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί σύμφωνα με τα αναλυτικώς διαλαμβανόμενα ανωτέρω στη μείζονα σκέψη, καθότι η αίτηση για την απογραφή κατατέθηκε στη Γραμματεία ίου Δικαστηρίου τούτου στις 28-3-2018, δηλαδή εντός του έτους από την ενηλικίωσή της αιτούσας (3-4-2018).

Αλλως ζήτησαν να μεταρρυθμιστεί, ώστε να. διοριστούν συμβολαιογράφος και δυο πραγματογνώμονες που θεωρούν αυτές καταλληλότερους για την διεκπεραίωση της απογραφής της κληρονομιάς του εκλιπόντος πατρός τους και να καταδικασθεί η αιτούσα – καθ’ ης η κύρια παρέμβαση εν γένει στις δαπάνες της απογραφής. Το τελευταίο αίτημά τους πρέπει να απορριφθεί, καθώς όπως αναφέρθηκε ως άνω στη μείζονα σκέψη, τα έξοδα χης απογραφής θεωρούνται βάρη της κληρονομιάς και πρέπει να βαρύνουν αυτή. Τέλος, αιτούνται την δικαστική τους δαπάνη από την αιτούσα.

Από τα έγγραφα που επικαλείται και προσκομίζει η αιτούσα αποδείχθηκε ότι στις 23-8-2007 απεβίωσε στην Κω ο ………. ………. του ………. και της , κάτοικος εν ζωή πόλε ως Κω (σχετική η ληξιαρχική πράξη θανάτου αυτού), ο οποίος συνέταξε μυστική ιδιόγραφη διαθήκη, στις 6-12-2005, η οποία δημοσιεύθηκε με την υπ’ αριθμ 52/13-11-2007 απόφαση του Μον. Πρωτ. Κω (άλλη διαθήκη του δεν έχει δημοσιευθεί, βλ. σχετικό το ακριβές αντίγραφο του από 28-3-2018 πιστοποιητικού περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Πρωτοδικείου Κω) και κατά το χρόνο του θανάτου του είχε μοναδικούς πλησιέστερους συγγενείς του τις θυγατέρες του ………. ………….. (μητέρα της αϊτού σας) και ……….  ……….., ………. …………. (προσθέτως παρεμβαίνουσες και θείες της αϊτού σας, βλ. σχετικό υπ’ αριθμ. πρωί. 28922/15-9-2017 ακριβές αντίγραφο του πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του απσβιώσαντος του Δήμου Κω).

Εκ της ανωτέρω διαθήκης προκύπτει, ότι ο διαθέτης κατέλειπε ως μοναδικούς κληρονόμους του τις τρεις θυγατέρες του (την πρώτη εξ αυτών ………… ………. την περιόρισε στη νόμιμη μοίρα της λόγω δωρεών εν ζωή που προέβη στο πρόσωπό της) και την εγγονή του, αιτούσα,. ……… ………. στην οποία κατέλειπε τα εξής: α) Κατά πλήρη κυριότητα το υπόλοιπο 1/3 εξ αδιαιρέτου στο συγκρότημα των 39 επιπλωμένων διαμερισμάτων, στην πόλη της Κω και επί των οδών …………   ……….. και ………., υπό τον διακριτικό τίτλο ………., το οποίο διαθέτει πισίνα, ρεσεψιόν και μπαρ, στο δε ισόγειο υπάρχουν 3 καταστήματα, β) κατά πλήρη κυριότητα το υπόλοιπο 1/3 εξ αδιαιρέτου σε ένα οικόπεδο κείμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως Κω επί της οδού ………… εκτάσεως 944,66 τ.μ (παλαιό γήπεδο), γ) κατά πλήρη κυριότητα έναν αγρό στη θέση …… …….. ……. Κω, εκτάσεως 29.240 τ.μ ΚΜ 271 ……. …….., δ) κατά πλήρη κυριότητα έναν αγρό στη θέση ……   ..…., ………. Κω, εκτάσεως 5.12.0 τ.μ υπό Κ.Μ 914 …… ………., ε) Ό,τι άλλο περιουσιακό στοιχείο που δεν κατονομάζεται και δεν περιγράφεται στη διαθήκη του.

Η αιτούσα ως ανωτέρω αναφέρθηκε, εμπρόθεσμα κατέθεσε αίτηση ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου με την οποία αιτείται την απογραφή της κληρονομιαίας περιουσίας που επηχθη σε αυτήν, του παππού της ……..   ……….. Ως εκ τούτου, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, συντρέχει περίπτωση απογραφής που επιβάλλεται από το νόμο και δεν απαιτείται να ερευνηθεί αν συντρέχει περίπτωση αποτροπής κινδύνου. Πρέπει επομένως η υπό κρίση αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να διαταχθεί η αιτούμενη απογραφή, τα έξοδα της οποίας θα βαρύνουν το ενεργητικό της κληρονομιαίας περιουσίας. Αναφορικά με το αίτημά της για τον ορισμό να ορισούν ο αρμόδιος συμβολαιογράφος και οι δυο πραγματογνώμονες, λεκτέα τα εξής: Η αιτούσα προτείνει με την αίτησή της ως αρμόδιο συμβολαιογράφο, τον Συμβολαιογράφο Κω Αντώνιο Φρουζάκη του Εμμανουήλ. Αναφορικά με τον αρμόδιο συμβολαιογράφο που θα διενεργήσει την απογραφή ήτοι τον Αντώνιο Φρουζάκη του Εμμανουήλ, τον οποίο υποδεικνύει η αιτούσα και συναινούν, όπως εμφαίνεται στα πρακτικά της συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου και οι κυρίως παρεμβαίνουσες, δε συντρέχει σοβαρός λόγος να μην οριστεί αυτός (άρθρο 838 παρ. 4 ΚΠολΔ), Αναφορικά με τον πραγματογνώμονα – λογιστή, η αιτούσα με την αίτησή της πρότεινε τον Ευστάθιο Σαπουνά του Αγγέλου, λογιστή, κάτοικο Ελευσίνας Αττικής, πρόταση που όμως διόρθωσε προφορικά στο ακροατήριο, προτείνοντας ως λογιστή – πραγματογνώμονα το Νικόλαο Διαμαντόπουλο του Διαμαντή, κάτοικο Χαλανδρίου Αττικής, ομοίως λογιστή.

Η αιτούσα παραδεκτώς μετέβαλε την αίτησή της στο συγκεκριμένο σημείο αναφορικά με τον λογιστή πραγματογνώμονα, καθότι η μεταβολή τούτη δεν κρίνεται εκτεταμένη και ταυτόχρονα δεν βλάπτονται τα συμφέροντα των κυρίως παρεμβαινουσών, διότι πρόκειται για αμφότερους, λογιστές που προέρχονται από την πόλη των Αθηνών, οι οποίοι είναι άγνωστοι ως πρόσωπα και ως επαγγελματίες στις κυρίως παρεμβαίνουσες, οι οποίες διαμένουν στην Κω. Ως εκ τούτου, η αλλαγή του προσώπου ουδόλλως μεταβάλλει τη βούλησή τους, δηλαδή η λογιστική πραγματογνωμοσύνη να μην διενεργηθεί από λογιστή Αθηνών, ο οποίος πιθανώς να πρόσκειται στο ευρύτερο περιβάλλον της αιτούσας, ανεξαρτήτως προσώπου, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης των κυρίως παρεμβαινουσών. Οι κυρίως παρεμβαίνουσες προτείνουν ως λογιστή – πραγματογνώμονα τον Ιωάννη Πολίτη του Νικολάου, οικονομολόγο – λογιστή, κάτοικο Κω και επί της διαδικασίας στο ακροατήριο πρότειναν ως εναλλακτική λύση τον ………..  …………, ορκωτό λογιστή της περιφέρειας Δωδεκάνησου.

Καθίσταται προφανές εκ των ανωτέρω, ότι οι δυο πλευρές αδυνατούν να συμφωνήσουν στο πρόσωπο του λογιστή που θα διεξαγάγει την σχετική πραγματογνωμοσύνη, καθώς η κάθε μια πλευρά, για δικούς της, ευνόητους λόγους, επιθυμεί τη λογιστική πραγματογνωμοσύνη να την αναλάβει πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης της και πιο συγκεκριμένα η μεν πλευρά της αιτούσας επιθυμεί λογιστή – πραγματογνώμονα που να προέρχεται από την πόλη των Αθηνών, η δε πλευρά των προσθέτως παρεμβαινουσών’ επιθυμεί λογιστή – πραγματογνώμονα που θα διαμένει στη νήσο της Κω και για έναν επιπλέον λόγο, καθότι λόγω της εγγύτητας στην κληρονομιαία περιουσία, η οποία βρίσκεται στην Κω, η λογιστική πραγματογνωμοσύνη που θα βαρύνει την κληρονομιαία περιουσία, θα είναι ολιγότερο δαπανηρή σε σύγκριση με το κόστος που θα απαιτηθεί για λογιστή – πραγματογνώμονα που θα μεταβεί από την Αθήνα στη νήσο Κω. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 838 παρ. 4, οι διάδικοι δεν συναίνεσαν στο πρόσωπο του λογιστή πραγματογνώμονα και το Δικαστήριο θα ορίσει αυτόν, όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Αναφορικά με τον πραγματογνώμονα – εκτιμητή ακινήτων, η αιτούσα προτείνει να οριστεί ο ……………..     ………, κάτοικος Βούλας Αττικής, εκτιμητής ακινήτων, ενώ οι κυρίως παρεμβαίνουσες ο ……………..   ……… του   ……….., πολιτικό μηχανικό, κάτοικος Κω.

Τα όσα αναφέρθησαν ανωτέρω για τον λογιστή – πραγματογνώμονα ισχύουν και για τον πραγματογνώμονα που θα διενεργήσει την εν λόγω πραγματογνωμοσύνη, προβαίνοντας σε έλεγχο των κληρονομιαίων ακινήτων και εκτιμώντας την πραγματική σημερινή αξία αυτών. Ως εκ τούτου, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 838 παρ. 4, οι διάδικοι δεν συναίνεσαν στο πρόσωπο του πραγματογνώμονα που θα εκτιμήσει την αξία των ακινήτων της περιουσίας και το Δικαστήριο θα ορίσει αυτόν, όπως ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, το αίτημα της αιτούσας να οριστούν εν γένει οι δαπάνες της απογραφής και των σχετικών αμοιβών του Συμβολαιογράφου και των Πραγματογνωμόνων πρέπει να απορριφθεί καθότι, στο Δικαστήριο δεν έχει καταστεί γνωστό ποιο είναι το ακριβές εύρος της κληρονομιαίας  περιουσίας του   …………..    ……………, δεδομένου και του σιοιχείου ε. που εμφαίνεται στην ιδιόγραφη διαθήκη αυτού, ορίζοντας ότι αφήνει στην Στυλιανή ………. « Ό,τι άλλο περουσιακό στοιχείο δεν κατονομάζεται και δεν περιγράφεται στην διαθήκη». Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο μη έχοντας γνώση του ακριβούς εύρους της κληρονομιαίας περιουσίας, αδυνατεί να προσδιορίσει και το εύρος της αμοιβής που θα προκόψει από την εργασία τόσο του Συμβολαιογράφου, όσο και των Πραγματογνωμόνων.

Αυτή θα προκόψει από την εκτίμηση του Συμβολαιογράφου και των Πραγματογνωμόνων ανάλογα με το εύρος των εργασιών τους. Πρέπει επομένως να διαταχθεί η αιτηθείσα απογραφή της ευρισκόμενης στην περιφέρεια του Δικαστηρίου τούτου κληρουομιαίας περιουσίας του   …………  ………. του  …………  και της …… , ο οποίος απεβίωσε στις 23-8-2007 στην Κω, να ορισθεί δε ως συμβολαιογράφος που θα τη διενεργήσει με τον νόμιμο αναπληρωτή του, ο υποδεικνυόμενος από την αιτούσα με το δικόγραφο της κρινόμενης αίτησής της, κατόπιν συμφωνίας και των κυρίως παρεμβαινουσών (άρθρο 838 παρ. 4 ΚΠολΔ) και οι πραγματογνώμονες που θα ορίσει το Δικαστήριο, που θα εκτιμήσουν την αξία της περιουσίας αυτής, όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, γιατί η ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων, που εφαρμόστηκε εν προκειμένω, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρειχην αίτηση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίνει απορριπτέο σε αυτή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διενέργεια απογραφής της ευρισκόμενης στην περιφέρεια του

Ειρηνοδικείου Κω κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος     ………….    ……….  του ………… …….. και της  ………….., κατοίκου εν ζωή πόλεως Κω, ο οποίος απεβίωσε στις 23-8-2007 στην Κω, της κληρονομιαίας  περιουσίας δηλαδή, που κατέλειπε στην εγγονή του  ……….   ………. και αναφέρεται στην από 6-12-2005 μυστική ιδιόγραφη διαθήκη του, καθώς και αυτής που δεν κατονομάζεται και δεν περιγράφεχαι σε αυτήν.

ΟΡΙΖΕΙ για τη διενέργεια της απογραφής αυτής, τα έξοδα της οποίας βαρύνουν την κληρονομιαία περιουσία, τον συμβολαιογράφο Κω Αντώνιο Φρουζάκη του Εμμανουήλ, κάτοικο πόλεως Κω, οδός  …….…  …. και   ………..  ………  και σε περίπτωση κωλύματος αυτού το νόμιμο αναπληρωτή του και πραγματογνώμονες, για την εκτίμηση της απογραφόμενης κληρονομιαίας  περιουσίας, αναφορικά με τη λογιστική πραγματογνωμοσύνη τον Κλειδαρά Αντώνιο, λογιστή, κάτοικο Καλύμναυ και σε περίπτωση κωλύματος αυτού, την Τάταρη Σεβαστή, λογίστρια, κάτοικο Κάλυμνου και αναφορικά με την πραγματογνωμοσύνη που θα διενεργηθεί στο πλαίσιο ελέγχου των κληρονομιά των ακινήτων και εκτίμησης της πραγματικής σημερινής αξίας αυτών την ………   ……….., πολιτικό μηχανικό, κάτοικο Κω, οδός ……… αρ.  ….. και σε περίπτωση κωλύματος αυτής τον Χατζήστέργο Φώτιο, πολιτικό μηχανικό, κάτοικο Κω, οδός   ……….  ……..  αρ.  …

Τα ονόματα απάντων των ανωτέρω πραγματογνωμόνων περιέχονται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Κω.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕ! τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων μεταξύ τους.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Κω, στις 26-10-2018, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Ο ΔΟΚΙΜΟΣ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΗΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ Α. ΜΠΕΗΣ

 

 

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ

 

 


 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: