Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Απόφ. Μον.Εφ.Πειρ.268/2020 - Απόκτηση Κυριότητας με τα προσόντα Έκτακτης Χρησικτησίας επί Δημοσίου Ακινήτου κατά το Βυζαντινορωμαικό Δίκαιο τουλάχιστον επί 30ετία μέχρι 11.9.1915 - Διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα Κτηματολογικά βιβλία


Απόκτηση Κυριότητας με τα προσόντα Έκτακτης Χρησικτησίας επί Δημοσίου Ακινήτου κατά το Βυζαντινορωμαικό Δίκαιο τουλάχιστον επί 30ετία μέχρι 11.9.1915 - Διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα Κτηματολογικά βιβλία..


Απόκτηση Κυριότητας με τα προσόντα Έκτακτης Χρησικτησίας επί Δημοσίου Ακινήτου κατά το Βυζαντινορωμαικό Δίκαιο η οποία συμπληρώθηκε από τους απώτερους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας μέχρι την 11/9/1915 και στη συνέχεια από την ίδια με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του μετέπειτα ισχύοντος Αστικού Κώδικα.

Προσμέτρηση της νομής των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας στη δική της νομή εφόσον η κυριότητα του Δημοσίου είχε ήδη απωλεσθεί την 11/9/1915 και δεν ανακτήθηκε
Το Δημόσιο δεν μπορεί να επικαλεσθεί το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του.
Δεκτή η αγωγή κατά την επικουρική της βάση - Αποκλειστικά κυρία η ενάγουσα του επίδικου ακινήτου.
Διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα Κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογίου Σαλαμίνας.

Στην προκειμένη περίπτωση, κρίθηκε ότι αφού αποδείχθηκε ότι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας, είχε καταστεί κύριος του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Ελληνικού Δημοσίου την 11.9.1915, δεν εμποδίζονται οι διάδοχοι αυτού στη νομή του εν λόγω ακινήτου να επικαλεσθούν, αρχικά με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και, μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με βάση το άρθρο 1051 ΑΚ, την προσμέτρηση στη δική τους νομή, του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, καθόσον η κυριότητα για το εκκαλούν Δημόσιο στο επίδικο ακίνητο είχε απωλεσθεί ήδη την 11.9.1915, χωρίς να ανακτηθεί και, κατά συνέπεια, αυτό δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι των διαδόχων του , το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του.

   Επομένως, δεν είναι βάσιμος ο προβληθείς από το εκκαλούν -εναγόμενο Δημόσιο ισχυρισμός, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, δεχόμενο την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία,γιατί, στην περίπτωση που αποδείχθηκε ότι το ακίνητο έχει την ιδιότητα του δημοσίου κτήματος, ισχύει το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου μετά την 11.9.1915 και δεν υπήρχε δυνατότητα απόκτησης κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας με βάση τον Αστικό Κώδικα.

Περαιτέρω, από το γεγονός ότι το ακίνητο κατέστη απαλλοτριωτέο, συνάγεται ότι είναι αδύνατο να έχει περιέλθει κατά πλήρη κυριότητα στο εναγόμενο Δημόσιο. Η αρχική εγγραφή του κτηματολογικού φύλλου που αφορά το ακίνητο είναι ανακριβής ως προς το καθεστώς κυριότητας, δεδομένου, ότι ανήκει στην κυριότητα της ενάγουσας.

Ανατροπή του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων και γενικά επί δημοσίων κτημάτων

Για την αποξένωση του Ελληνικού Δημοσίου από την κυριότητα αρκεί η συμπλήρωση μέχρι τις 11/9/1915 της τριακονταετούς νομής του ιδιώτη

Απορρίπτεται ο ισχυρισμός του Δημοσίου περί του Δασικού χαρακτήρα της έκτασης λόγω της κήρυξης των δασών της νήσου Σαλαμίνας ως ιδιωτικών εκτάσεων

Κρίθηκε ότι σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα Βυζαντινορωμαικό δίκαιο, με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας, ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προβάλλονται δικαιώματα κυριότητας τρίτων, και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον όμως ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11/9/1915. Εφόσον αποδείχθηκε η συμπλήρωση της έκτακτης χρησικτησίας με τον παραπάνω τρόπο, δηλαδή συμπληρώθηκε μέχρι και την 11/9/1915, επέρχεται ανατροπή του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων και γενικά επί δημοσίων κτημάτων... Επομένως, οποιοδήποτε και αν είναι ο χαρακτηρισμός του ακινήτου, δηλαδή δημόσιου κτήματος, δάσους ή δασικής έκτασης, για να αποξενωθεί το Ελληνικό Δημόσιο από την κυριότητα του αρκεί να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11/9/1915 η τριακονταετής νομή του ιδιώτη.

Απορρίπτεται ως αλυσιτελής ο επαναφερόμενος πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δασική έκταση, αφού ο δασικός χαρακτήρας του ακινήτου δεν απέκλειε την κτήση επ’ αυτού κυριότητας εκ μέρους ιδιωτών με έκτακτη χρησικτησία συμπληρωθείσα μέχρι την 11.9.1915. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το ακίνητο ουδέποτε υπήρξε δασική έκταση, αφού με την απόφαση της Επιτροπής τα δάση της νήσου Σαλαμίνας εκτός αυτών που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή ____ στα οποία δεν ανήκε το επίδικο, αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικά, γεγονός που επικυρώθηκε και με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 3208/2003.

 Απόφ. Μον.Εφ.....

Τ.Ν.Π. ο Σόλων                        
Απόφ. Μον.Εφ.Πειρ.268/2020

Πρόεδρος : Χρυσούλα Πλατιά

Κείμενο Αποφάσεως Μον. Εφ. Πειραιώς 268/2020

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 19.10.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ________../22.10.2018) έφεση του ηττηθέντος εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 4181/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, (στρεφομένη αναγκαίως, κατ’ άρθρο 513 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατά της προηγηθείσης υπ’ αριθ. 4786/2013 μη οριστικής απόφασης του ιδίου Δικαστηρίου), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε εν μέρει την από 25.8.2010 αγωγή της _______ (ήδη εφεσίβλητης), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, αφού η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια της ενάγουσας, στο εναγόμενο και συγκεκριμένα στον εκπροσωπούντα αυτό Υπουργό Οικονομικών, την 24.9.2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ___/24.9.2018 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, _______), ενώ το εφετήριο κατατέθηκε την 22.10.2018, δηλαδή εντός της απαιτούμενης κατά νόμο προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), παραδεκτώς δε εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011). Σημειώνεται, ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο του προβλεπόμενου από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παραβόλου (βλ. άρθρο 19 παρ. 1 του κ.δ. της 26.6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί των δικών του Δημοσίου», που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, βλ. σχετ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, Ερμ.ΚΠολΔ, έκδ. 2018, τόμ. Α΄, άρθρο 495, αρ. 17, σελ. 849). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Σημειώνεται, επίσης, ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι νέες διατάξεις του Ν. 4335/2015 κατά το μέρος που τροποποίησαν τις διατάξεις του τρίτου βιβλίου του ΚΠολΔ (άρθρα 495-590 ΚΠολΔ), οι οποίες αφορούν και τα ένδικα μέσα, δεδομένου ότι, κατά την μεταβατική διάταξη του άρθρου ένατου παρ. 2 του ως άνω νόμου, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται για τα ένδικα μέσα τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 και εφεξής, όπως συμβαίνει, στην προκείμενη περίπτωση, με την κρινόμενη έφεση.

ΙΙ. Με την από 25.8.2010 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ________ /3.9.2010) αγωγή της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), όπως αυτή παραδεκτώς διευκρινίστηκε με τις προτάσεις και κατά την γενομένη από το ως άνω Δικαστήριο εκτίμηση του δικογράφου, η ενάγουσα _______ (ήδη εφεσίβλητη) ισχυρίσθηκε ότι κατέστη κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου κατά θέση, έκταση και όρια αγροτεμαχίου, κείμενου στη θέση ________ της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, συνολικής έκτασης 444,20 τμ. κατά τον τίτλο κτήσης της και 459 τμ κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου (στο οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ ________), με παράγωγο τρόπο και συγκεκριμένα με το νομίμως μεταγραφέν υπ’ αριθ. ________/26.1.1971 προικοσυμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ________., από τον προηγούμενο κύριο (και πατέρα της) ________, που είχε αποκτήσει την κυριότητά του με αγορά από την προηγούμενη κυρία αυτού,_____ με το νομίμως μεταγραφέν υπ’ αριθ. ________/23.1.1971 συμβόλαιο αγοράς του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου. Ότι η τελευταία είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου, ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης 95.987 τμ, λόγω πώλησης, με το νομίμως μεταγραφέν υπ’ αριθ. ____/1961 συμβόλαιο αγοράς του συμβολαιογράφου Αθηνών, ____________, μετά την σύνταξη του οποίου προέβη σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια, δημιουργώντας ρυμοτομία της έκτασης αυτής με οικοδομικά τετράγωνα αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους, που αποτυπώνονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ________. Ότι, άλλως, αυτή (ενάγουσα) κατέστη κυρία του ανωτέρω ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με χρησικτησία τακτική άλλως έκτακτη, αφού ήδη προ του έτους 1850, οι απώτατοι δικαιοπάροχοι αυτής (ενάγουσας), ήτοι οι ________ και ____ χρησιδέσποζαν επ’ αυτού διανοία κυρίων, με καλή πίστη σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, άλλως σε βάρος της Κοινότητας _______, η οποία χρησιδέσποζε διανοία κυρίου, με καλή πίστη από το έτος 1821 σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και μέχρι την 11.9.1915, στις εκτάσεις που εκείνη κατείχε και πριν από αυτήν, οι κάτοικοι-οικογένειες της περιοχής και σε βάρος της οποίας (Κοινότητας) χρησιδέσποσε, στη συνέχεια, και η απώτερη δικαιοπάροχος αυτής (ενάγουσας), ________, που αγόρασε με το προαναφερόμενο συμβόλαιο (…./1961) το επίδικο ακίνητο ως μέρος ευρύτερης έκτασης από την οικογένεια …. και, με τη σειρά του, ο ως άνω άμεσος δικαιοπάροχος αυτής, ________, που αγόρασε από την _______ το εν λόγω ακίνητο με το ανωτέρω συμβόλαιο αγοράς, προσμετρουμένου στον χρόνο χρησικτησίας αυτής (ενάγουσας), του χρόνου των ως άνω δικαιοπαρόχων της, που εκμεταλλεύονταν το εν λόγω ακίνητο με γεωργική καλλιέργεια και βόσκηση ζώων. Ότι, επικουρικώς, το επίδικο ακίνητο βρίσκεται εντός του αναγνωρισμένου από το έτος 1971 οικισμού της _______ Σαλαμίνας, που έχει πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων, με συνέπεια, λόγω της άνω των 30 ετών νομής της επ’ αυτού πριν την ισχύ του Ν. 3127/2003, να έχει καταστεί κυρία του εν λόγω ακινήτου με την, κατ’ άρθρο 4 του ως άνω νόμου, ειδική χρησικτησία. Ότι, κατά τη διαδικασία κτηματογράφησης του ανωτέρω ακινήτου, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (ήδη εκκαλούν) πρόβαλε δικαίωμα κυριότητας επ’ αυτού, το οποίο καταχωρήθηκε στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου ______ Σαλαμίνας ως πλήρους κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου) σε ποσοστό 100%. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα, επικαλούμενη έννομο συμφέρον λόγω της προσβολής του δικαιώματος κυριότητάς της επί του επίδικου ακινήτου (αγροτεμαχίου), ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι είναι αποκλειστική κυρία αυτού και να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή που καταχωρήθηκε στο ανωτέρω κτηματολογικό βιβλίο, ώστε να αναγραφεί αυτή κυρία του εν λόγω ακινήτου σε ποσοστό 100%. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την συνεκκαλούμενη υπ’ αριθ. 4786/2013 μη οριστική απόφασή του,  αφού απέρριψε α) την κύρια βάση της αγωγής περί κτήσης κυριότητας με παράγωγο τρόπο, ως αόριστη και β) την επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης κυριότητας του επίδικου ακινήτου έναντι του Δημοσίου δυνάμει τακτικής χρησικτησίας, ως μη νόμιμη, δέχθηκε ως νόμιμη την επικουρική αγωγική βάση την στηριζόμενη αφενός στην κτήση κυριότητας με πρωτότυπο τρόπο, ήτοι με έκτακτη χρησικτησία επί του επιδίκου σε βάρος του εναγόμενου Δημοσίου, η οποία συμπληρώθηκε από τους απώτατους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας μέχρι την 11.9.1915 και αφετέρου στην κτήση κυριότητας επ’ αυτού με την ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003. Ακολούθως, το ως άνω Δικαστήριο, με την ίδια συνεκκαλούμενη απόφασή του, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, προκειμένου: 1) να προσκομισθεί, με επιμέλεια της ενάγουσας, σχετικό έγγραφο από την αρμόδια υπηρεσία (ήτοι από το Δήμο Σαλαμίνας ή από τη Νομαρχία Πειραιά ή από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή), από το οποίο να προκύπτει εάν στην_______ Σαλαμίνας υφίσταται οικισμός οριοθετημένος, ο πληθυσμός του οποίου σύμφωνα με την τελευταία (πριν την έναρξη εφαρμογής του Ν. 3127/2003) απογραφή δεν υπερβαίνει τους 2.000 κατοίκους και 2) να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη σχετικά με τα εξής ζητήματα: α) εάν, σε περίπτωση που υφίσταται οριοθετημένος οικισμός ____, το επίδικο ακίνητο βρίσκεται τοποθετημένο εντός αυτού, β) εάν το εν λόγω ακίνητο εμπίπτει εντός του ΑΒΚ .. ή του ΑΒΚ ____ δημόσιου κτήματος και γ) εάν το ακίνητο αυτό εμπίπτει στη χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας ______ ή της τέως Κοινότητας ______. Στη συνέχεια, αφού με την υπ’ αριθ. 2160/2015 απόφαση του ιδίου ως άνω Δικαστηρίου αντικαταστάθηκε ο αρχικά ορισθείς πραγματογνώμονας με τον ________, αγρονόμο-τοπογράφο μηχανικό, και αφού πραγματοποιήθηκαν τα όσα διέταξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την ανωτέρω απόφασή του, τούτο εξέδωσε αντιμωλία των διαδίκων την εκκαλούμενη απόφασή του, με την οποία έγινε δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η επικουρική βάση της αγωγής για κτήση κυριότητας επί του επίδικου ακινήτου από την ενάγουσα με έκτακτη χρησικτησία κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, αφού κρίθηκε ότι την 11.9.1915 ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, _______, είχε καταστεί κύριος του ακινήτου αυτού με έκτακτη χρησικτησία, όπως κυρία κατέστη και η ενάγουσα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας κατά τις διατάξεις του μετέπειτα ισχύσαντος Αστικού Κώδικα και ακολούθως, αφού κρίθηκε ότι παρέλκει η εξέταση της άλλης επικουρικής αγωγικής βάσης για κτήση κυριότητας με την ειδική χρησικτησία του άρθρου 4 του Ν. 3127/2003, αναγνωρίσθηκε η κυριότητα της ενάγουσας στο ανωτέρω ακίνητο και διατάχθηκε η διόρθωση των αρχικών εγγραφών στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, ώστε να αναγνωρισθεί η ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία του ακινήτου αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί, στο σύνολό της, η ως άνω αγωγή.

ΙΙΙ.  Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα, αναγνωριστικό-διορθωτικό και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων και η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής. Η άνω αγωγή απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία (ΑΠ 277/2019 Επιθ.Ακιν. 2019.521) Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των λοιπών στοιχείων που απαιτούν οι διατάξεις των άρθρων 1094 ΑΚ και 70, 216 παρ.1 ΚΠολΔ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο η κυριότητα του ενάγοντος επί του επίδικου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, είδος και όρια, ενώ, όταν το επίδικο ακίνητο φέρεται, με την αγωγή, ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, πρέπει να εκτίθεται η θέση του μέσα σε αυτό και τα όριά του, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Δεν απαιτείται, όμως, για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρονται σ’ αυτήν οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του επίδικου ακινήτου, ούτε να επισυνάπτεται τοπογραφικό διάγραμμα, στο οποίο αυτό να εμφαίνεται (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019 και ΑΠ 860/2018 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1045 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (άρθρο 974 ΑΚ) και να καθορίσει συγχρόνως και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η επίβλεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου κατά τις διατάξεις των ν. 8 § 1 Κωδ. (7.39), ν. 9 § 1 Πανδ. (50.14), ν. 2 § 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πρ.Πανδ. (44.3), ν. 76 § 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 § 3 Πανδ.(23.3) του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν από τις 23.2.1946) σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Καλή δε πίστη εθεωρείτο η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητος άλλου (ΑΠ 1103/2018 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Κατά συνέπεια, οι εμφανείς υλικές πράξεις νομής πρέπει να αναφέρονται στην ως άνω αγωγή και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να αποδεικνύονται από εκείνον που επικαλείται βούληση για εξουσίαση του πράγματος, ενώ την συνδρομή της καλής πίστης συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά (ΑΠ 590/2019 δημ. στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου και ΑΠ 582/2018 δημ. στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ως άνω αγωγή, με βάση το ιστορούμενο στην παράγραφο ΙΙ της παρούσας περιεχόμενό της, αξιολογείται ως ορισμένη, ως προς την επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, καθόσον το επίδικο ακίνητο περιγράφεται επαρκώς κατά θέση, είδος, έκταση και όρια, με αναφορά μάλιστα και των πλευρικών διαστάσεών του, χωρίς να είναι αναγκαίος ο προσδιορισμός της θέσης αυτού σε σχέση προς το μείζον ακίνητο, το οποίο είχε αποκτήσει η απώτερη δικαιοπάροχος της ενάγουσας, από την κατάτμηση του οποίου, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, αυτό προήλθε, δεδομένου ότι αναφέρεται ο αριθμός του ΚΑΕΚ τόσο του επίδικου ακινήτου (που, κατά την αγωγή, είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου της ενάγουσας) όσο και των ομόρων ακινήτων, ώστε να μην προκύπτει αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του, κατά τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι, σε κάθε περίπτωση, στο δικόγραφο της αγωγής αναφέρονται η έκταση, τα όρια και οι όμοροι ιδιοκτήτες και της μεγαλύτερης αυτής έκτασης της απώτερης δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, καθώς και ότι το επίδικο βρίσκεται στη νότια πλευρά της έκτασης αυτής που βρίσκεται στην χερσόνησο της Κυνοσούρας Σαλαμίνας. Επίσης, αναφέρονται στην αγωγή με σαφήνεια οι εμφανείς προς τους τρίτους διακατοχικές πράξεις (ήτοι οι υλικές πράξεις νομής), τις οποίες άσκησαν διαχρονικώς στο επίδικο ακίνητο με διάνοια κυρίων και καλή πίστη τόσο η ενάγουσα και ο άμεσος δικαιοπάροχος, πατέρας της (ήτοι ανέγερση οικίας που διαθέτει παροχές κοινής ωφέλειας, φύτευση δέντρων) και προηγουμένως, στην μείζονα έκταση από την οποία αυτό προήλθε, διαδοχικώς οι κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί της από το έτος 1850 (ήτοι γεωργικές καλλιέργειες και βόσκηση ζώων), ενώ προσδιορίζεται και ο απώτερος δικαιοπάροχός της, ήτοι ο _______ , στο πρόσωπο του οποίου συμπληρώθηκε η έκτακτη χρησικτησία πριν την 11.9.1915 καθώς και ο χρόνος έναρξης της νομής των αναφερόμενων δικαιοπαρόχων της. Τέλος, ως προς το επικαλούμενο στοιχείο της καλής πίστης κατά την άσκηση νομής για την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν απαιτείται να παρατίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του εναγόμενου-εκκαλούντος, στοιχεία από τα οποία να προκύπτει η καλή πίστη των νομέων-δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, δεδομένου ότι, κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη, την συνδρομή της καλής πίστης συνάγει το δικαστήριο, ενόψει της φύσης της, ως ενδιάθετης κατάστασης, συμπερασματικώς από τα αποδεικνυόμενα αποδεικτικά περιστατικά. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η ενάγουσα αναφέρει στην αγωγή της ότι από πριν αλλά και μετά την Επανάσταση του 1821 οι κάτοικοι του χωριού _______ εκμεταλλεύονταν την έκταση αυτή, γνωρίζοντάς την ως ιδιωτική, προκειμένου να στηρίξει την καλή πίστη των δικαιοπαρόχων της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι η αγωγή αυτή ως προς την επικουρική βάση της περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ορισμένη, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο, με τον πρώτο λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

ΙV. Από τις διατάξεις που περιέχονται στα από 21 Ιανουαρίου/3 Φεβρουάριου, 4/16 Ιουνίου και 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου και ιδίως κατά τους ορισμούς του άρθρου 5 του πρώτου και μοναδικού άρθρου του δεύτερου και του άρθρου 1 του τρίτου αυτών, με τα οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου Κράτους και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου στο μέλλον ως προς τις πρώην ιδιοκτησίες στην Ελλάδα των Οθωμανών, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6/9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος» και τις διατάξεις του άρθρου 16 του νόμου της 21.6/10.7.1837 «περί διακρίσεως κτημάτων», προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου, κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των ως άνω τριών Πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων», όχι, όμως, και όσα κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και, ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό τίτλο, όπως ταπί ή χοτζέτι κλπ (ΑΠ 1354/2014, ΑΠ 52/2014 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σημειώνεται, ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος στις 31.3.1833 με βάση την, από 27.6/9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (1827 έως 1833) και ειδικότερα κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, έχοντας, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία σε όλη τη γη που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους υπηκόους του, Έλληνες και Τούρκους, την κυριότητα των ήδη κατεχόμενων απ’ αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά τους δικαιώματα αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1/3.2.1830 Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας της Ελλάδας και με την ως άνω Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019 και 7/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 του β.δ. της 17/29.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 2 και 3 του ίδιου διατάγματος, αναγνωρίστηκε η κυριότητα του Δημοσίου επί των εκτάσεων που αποτελούσαν δάση, εκτός από εκείνες, οι οποίες, πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, κατέχονταν νόμιμα από ιδιώτες και για τις οποίες οι σχετικοί οθωμανικοί τίτλοι «ιδιοκτησίας» θα αναγνωρίζονταν από την Γραμματεία των Οικονομικών, κατόπιν υποβολής τους μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του εν λόγω διατάγματος, που είχε ισχύ νόμου. Έτσι με προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους, κατά το χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίστηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος. Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά το χρόνο ισχύος του διατάγματος. Εξάλλου, ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν. ΑΧΝ΄/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών» (ήτοι εδαφική έκταση καλυπτομένη εν όλω ή εν μέρει από άγρια ξυλώδη φυτά, οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, η οποία προορίζεται για την παραγωγή ξυλείας ή άλλων προϊόντων), και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενος ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες (ήτοι προσθήκη πέραν της οικονομικής και της οικολογικής λειτουργίας τους), ενώ βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν. 998/1979 (όπως ισχύουν μετά την τελευταία τροποποίησή τους από το Ν. 4280/2014). Τέλος, σε βάρος του Δημοσίου ήταν δυνατόν να αποκτηθεί κυριότητα από ιδιώτη σε δημόσιο δάσος, όπως και σε κάθε άλλο δημόσιο κτήμα, σύμφωνα με το ισχύσαν μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, [ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ.1 Πανδ. (50.14), ν. 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ.1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ.1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ.3 Πανδ. (23.3)], με έκτακτη χρησικτησία, προϋποθέσεις της οποίας, όπως προαναφέρθηκε, ήταν η άσκηση νομής, έστω και χωρίς νόμιμο τίτλο, επί 30 τουλάχιστον χρόνια, με καλή, όμως, πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι με την άσκηση της νομής δεν προσβάλλονται τα δικαιώματα κυριότητας τρίτων, [ν.20 παρ.12 Πανδ. (5.8), ν.27 Πανδ.(18.1), ν.10,18 και 48 Πανδ. (41.3), ν.3 Πανδ.(41.10) και ν.109 Πανδ.(50.16)] και με δυνατότητα προσμέτρησης στον χρόνο νομής του χρησιδεσπόζοντος, του χρόνου όμοιας νομής του δικαιοπαρόχου του, εάν είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, εφόσον, όμως, ο χρόνος της χρησικτησίας είχε συμπληρωθεί το αργότερο μέχρι και την 11.9.1915, όπως συνάγεται από τις προαναφερθείσες διατάξεις σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21.6/3.7.1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», καθώς και από τις διατάξεις του Ν. ΔΞΗ΄/1912 «περί δικαιοστασίου», σε συνδυασμό με τα εκτελεστικά αυτού διατάγματα και με το άρθρο 21 του ν.δ. της 22.4/16.5.1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης». Ειδικότερα, με την απόδειξη συμπλήρωσης έκτακτης χρησικτησίας κατά τον ανωτέρω τρόπο, ήτοι συμπληρωθείσας μέχρι και την 11.9.2015, επέρχεται ανατροπή του ανωτέρω τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου επί δασικών εκτάσεων και γενικά επί δημόσιων κτημάτων, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των μεταγενέστερων διατάξεων του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 «περί Δασικού Κώδικα» και των άρθρων 2 και 4 του Αν.Ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημόσιων κτημάτων», με τις οποίες ορίζεται ότι επί των δημοσίων εν γένει κτημάτων θεωρείται νομέας το Δημόσιο, έστω και εάν δεν ενήργησε επ’ αυτών οποιαδήποτε πράξη νομής, ότι ουδείς δύναται να αποκτήσει δικαιώματα νομής με εκχέρσωση, σπορά ή οποιαδήποτε άλλη πράξη επί δημόσιων δασών κλπ., ότι μόνη η βοσκή επί δημοσίων δασών κλπ, ουδέποτε θεωρείται πράξη νομής και μόνη η ύπαρξη οιουδήποτε τίτλου δεν θεωρείται καθεαυτή διακατοχική πράξη και, τέλος, ότι τα δικαιώματα του Δημοσίου επί ακινήτων κτημάτων σε ουδεμία παραγραφή υπόκεινται. Επομένως, οποιοσδήποτε και αν είναι ο χαρακτηρισμός του ακινήτου, ήτοι δημόσιου κτήματος, δάσους ή δασικής έκτασης, για να αποξενωθεί το Ελληνικό Δημόσιο από την κυριότητά του αρκεί να έχει συμπληρωθεί μέχρι την 11.9.1915 η τριακονταετής νομή του ιδιώτη (ΑΠ 279/2019, 7/2019, 8/2019, 826/2018 και 1753/2017 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 850/2019, 590/2019 και 1078/2019 δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

    Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων ________ και ________, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο πρώτος με επιμέλεια της ενάγουσας και ο δεύτερος με επιμέλεια του εναγομένου, με το σύστημα της φωνοληψίας (άρθρο 256 παρ. 3 ΚΠολΔ), οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθ. 4786/2013 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από την με αριθμό πράξης κατάθεσης …../5.10.2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος με την υπ’ αριθ. 2160/2015 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πραγματογνώμονα ________, αγρονόμου-τοπογράφου μηχανικού, από την από 3.3.2017 τεχνική έκθεση του τοπογράφου μηχανικού, _______, νομίμως διορισμένου τεχνικού συμβούλου του εναγομένου, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως οι διάδικοι είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (σημειώνεται ότι η τυχόν αναφορά κατωτέρω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική), συμπεριλαμβανομένων των τοπογραφικών διαγραμμάτων και των φωτοτυπημένων φωτογραφιών, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση ________ της κτηματικής περιφέρειας ______ Σαλαμίνας (βλ. την από 13.5.2014 βεβαίωση του Δήμου Σαλαμίνας ότι η Κυνοσούρα υπάγεται στην Δημοτική Κοινότητα Αμπελακίων, καθώς και την υπ’ αριθ. …../2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, στην οποία αναφέρεται ότι ο οικισμός Κυνοσούρας, αν και δεν είναι πολεοδομικά οριοθετημένος με απόφαση Νομάρχη, απογράφεται από το έτος 1971 και εντεύθεν ως εμπίπτων στα διοικητικά όρια της Κοινότητας και ήδη Δημοτικού Διαμερίσματος ______, καθώς και ότι το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στην χωρική αρμοδιότητα της τέως Κοινότητας ______άγουσα τίτλο κτήσης της κυριότητάς της (ήτοι το υπ’ αριθ______26.1.1971 προικοσυμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς _____) και 459 τμ. κατά τη μέτρηση του Κτηματολογίου, στα βιβλία του οποίου έχει Κωδικό Αριθμό Εθνικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) ________ και αποτυπώνεται με τον αριθμό … του …΄ οικοδομικού τετραγώνου (ΟΤ) στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ________, αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο υπ’ αριθ. ____ συμβόλαιο του ιδίου ως άνω συμβολαιογράφου, σύμφωνα με το οποίο συνορεύει βόρεια με πλευρά μήκους 20 μέτρων με το υπ’ αριθ. 13 αγροτεμάχιο του με του ιδίου σχεδιαγράμματος (που έχει ΚΑΕΚ _____), ανατολικά με πλευρά μήκους 17,37 μέτρων με το υπ’ αριθ. 16 αγροτεμάχιο του με του ιδίου σχεδιαγράμματος (που έχει ΚΑΕΚ ____), νότια με πλευρά-πρόσοψη μήκους 22,05 μέτρων με ιδιωτική οδό (με ΚΑΕΚ ____) και δυτικά με πλευρά-πρόσοψη μήκους 27,05 μέτρων με ιδιωτική οδό (με ΚΑΕΚ _______). Η ενάγουσα κατέστη νομέας του ανωτέρω αγροτεμαχίου δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ. ________/26.1.1971 προικοσυμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ______ (σε συνδυασμό με την κατάργηση της προίκας που επήλθε με την ισχύ του Ν. 1329/1983, ήτοι την 18.2.1983), με παράδοσή του σ’ αυτήν από τον πωλητή ________ (πατέρα της ενάγουσας). Ο τελευταίος είχε αποκτήσει τη νομή του εν λόγω ακινήτου από την …. . δυνάμει του υπ’ αριθ. ________ /23.1.1971 συμβολαίου αγοράς του συμβολαιογράφου Πειραιώς ________, που μεταγράφηκε νομίμως, και αυτό (ακίνητο) του είχε ήδη παραδοθεί από την ως άνω πωλήτρια με την κατάρτιση του υπ’ αριθ. ________ /2.7.1962 προσυμφώνου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών, ________. Η ως άνω απώτερη δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ________, είχε αποκτήσει τη νομή του επιδίκου, ως τμήμα μεγαλύτερης έκτασης 95.987 τμ., λόγω πώλησης, δυνάμει του υπ’ αριθ. ____/15.6.1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών . ____, που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (στον τόμο ___ με αριθμό ____), μετά τη σύνταξη του οποίου (συμβολαίου) αυτή προέβη σε κατάτμηση της όλης έκτασης και πώληση αγροτεμαχίων, ένα εκ των οποίων είναι το επίδικο, όπως θα αναφερθεί κατωτέρω. Απώτατοι συννομείς της έκτασης αυτής και ακόμη μεγαλύτερης έκτασης, συνολικής επιφάνειας 111.987 τ.μ., ήδη προ του έτους 1850 ήταν ο ________ κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και ο ____________ κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου, οι οποίοι ασκούσαν επ’ αυτής πράξεις φυσικής εξουσίασης με καλή πίστη, ήτοι πιστεύοντας ότι δεν προσέβαλαν την κυριότητα τρίτου, και με διάνοια συγκυρίων, καθώς την χρησιμοποιούσαν κυρίως σαν βοσκότοπο, ενώ καλλιεργούσαν τα καλλιεργήσιμα τμήματα αυτής. Πρέπει να σημειωθεί, ότι η επίδικη έκταση δεν υπήρξε ποτέ δημόσια δασική έκταση, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, γεγονός που είχε κριθεί από το έτος 1845, οπότε και ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της επί των διαφιλονικούμενων δασών Επιτροπής της νήσου Σαλαμίνας. Με την απόφασή της αυτή η Επιτροπή αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, εκτός εκείνων που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή ________, στα οποία δεν ανήκε η ως άνω μείζων έκταση των 111.987 τμ., αφού περί αυτού δεν υπάρχει σχετικός ισχυρισμός από το εναγόμενο. Μάλιστα η ενάγουσα προσκομίζει, σε αντίγραφο από το ΓΑΚ-Τοπικού Αρχείου Σαλαμίνος την υπ’ αριθ. ../13.6.1845 πράξη του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας _____, στην οποία αναφέρεται ότι το Υπουργείο Οικονομικών εφοδίασε τον κτηματία της περιοχής ________, με το υπ’ αριθ. ____/27.3.1845 έγγραφο, με το οποίο ειδοποιεί τον ανωτέρω κτηματία και κάτοικο της περιοχής ως πληρεξούσιο των κατοίκων της νήσου Σαλαμίνας, ότι αναγνωρίζει την ιδιοκτησία τους, όχι μόνο επί των αγροκείμενων δασών αυτών, αλλά και στα ορεινά μέρη, εκτός των ανηκόντων στη διαλελυμένη Μονή ________, όπως προαναφέρθηκε. Το έγγραφο αυτό δικαιολογεί, μεταξύ άλλων. την καλή πίστη των απώτερων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, μελών της οικογένειας …., ότι ασκούσαν τη νομή τους με καλή πίστη, παρά τον περί του αντιθέτου ισχυρισμό του εναγομένου, τον οποίο επαναφέρει με τον τέταρτο λόγο της έφεσής του. Ειδικότερα, ως προς τους προαναφερόμενους απώτατους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο μεν ________ απεβίωσε και κληρονομήθηκε από τους δύο υιούς του, ________ και ________, οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομία του με ανάμειξη σ’ αυτή, συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη, όπως ο προκτήτοράς τους, ενώ το έτος 1899 απεβίωσε και ο ________ και κληρονομήθηκε κατά το ανωτέρω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του ½ επί της μείζονος έκτασης, σύμφωνα με το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο από τον μοναδικό κληρονόμο του, ήτοι τον υιό του ________, ο οποίος απέκτησε τη συννομή του στη μείζονα έκταση κατά το ως άνω κληρονομηθέν απ’ αυτόν μερίδιο, έχοντας καλή πίστη και συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής που ασκούσε ο πατέρας του. Ο δε … … αγόρασε και του παραδόθηκε και το υπόλοιπο ½  εξ αδιαιρέτου της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του ________, ήτοι τους ____ και ________, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./17.3.1908 πωλητήριου συμβολαίου ακινήτων του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …….., που μεταγράφηκε νομίμως στα βιβλία μεταγραφών Σαλαμίνας (στον τόμο … με αριθμό …..), και έτσι αυτός απέκτησε την νομή όλης της ανωτέρω μείζονος έκτασης. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα το έτος 1925 ο προαναφερόμενος ________ μεταβίβασε από την αρχική μείζονα έκταση των 111.987 τμ., τμήμα επιφάνειας 16.000 τμ. (ήτοι 6 στρέμματα αγρού και 10 στρέμματα βραχώδους έκτασης) στον ________, δυνάμει του υπ’ αριθ. …./29.3.1925 πωλητήριου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνος ________, με αποτέλεσμα να του απομείνει έκταση 95.987 τμ. Τελικά, ο ________, ο οποίος απεβίωσε την 22.5.1932, από τον προαναφερόμενο χρόνο που περιήλθε στην κατοχή του η ανωτέρω έκταση, τμήμα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ’ αυτής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις φυσικής εξουσίασης, δηλαδή αφενός καλλιεργούσε αμπέλια στο ομαλό μέρος αυτής και αφετέρου χρησιμοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τμήμα της όλης έκτασης. Η μείζων αυτή έκταση των 95.987 τμ. συνόρευε ανατολικά με κτήμα κληρονόμων ____, δυτικά με κληρονόμους ________, ____ και αγνώστους, βόρεια με θάλασσα Κόλπου _______ και αγνώστους και νότια με θάλασσα Σεληνίων. Περαιτέρω, ο άνευ διαθήκης αποβιώσας _______ κληρονομήθηκε από τη σύζυγό του ____ και τα δέκα τέκνα του, ________., ________,____, ________.., ________., _____ τον υιό του ____ που πέθανε το έτος 1951, τον υιό του _____ που πέθανε το έτος 1958, τη θυγατέρα του … που πέθανε το έτος 1960 και τον υιό του ____που πέθανε το έτος 1952 και οι οποίοι τον κληρονόμησαν η μεν σύζυγός του ___ κατά τα 450/1800 εξ αδιαιρέτου, έκαστο δε από τα προαναφερόμενα τέκνα σε ποσοστό 135/1800 εξ αδιαιρέτου της ανωτέρω έκτασης, υπεισήλθαν δε νόμιμα στην παραπάνω κληρονομία κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, αναμειχθέντες στην κληρονομία και συνεχίζοντας τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής του δικαιοπαρόχου τους.  Όταν δε πέθανε και η ________, το έτος 1937, χωρίς να αφήσει διαθήκη, την κληρονόμησαν τα ανωτέρω δέκα τέκνα της κατ’ ισομοιρία, δηλαδή κατά τα 45/1800 εξ αδιαιρέτου ο καθένας και η μερίδα εκάστου από αυτούς επί της ως άνω μείζονος έκτασης, ανήλθε στα 180/1800 εξ αδιαιρέτου, οι δε ως άνω κληρονόμοι της θανούσας υπεισήλθαν νόμιμα στην κληρονομία της, αναμειχθέντες σ’ αυτήν και συνεχίζοντας τις πράξεις νομής της ως άνω δικαιοπαρόχου τους. Πρέπει να σημειωθεί, ότι το έτος 1940 το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, χαρακτηρίζοντας την ανωτέρω έκταση δημόσια, εξέδωσε σε βάρος του κληρονόμου του ________ και υιού του, ________, το από 7.3.1940 πρωτόκολλο γνωμοδότησης της κατά το άρθρο 5 του Ν. 5895 Επιτροπής, με το οποίο του επέβαλε να πληρώσει ως μίσθωμα για τη χρήση 30 περίπου στρεμμάτων γης από την έκταση αυτή, το ποσό των 150 δραχμών για τα έτη 1928-1939. Ο _____ άσκησε ανακοπή κατά του ανωτέρω πρωτοκόλλου και με την υπ’ αριθ. 27/23.7.1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος, ακυρώθηκε το εν λόγω πρωτόκολλο, αφού κρίθηκε (κατά λέξη), ότι «εκ των κατατεθέντων νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων εν συνδυασμώ προς τα υπ’ αριθμ. ____/1908 συμβόλαια του Συμ/φούντος Ειρηνοδίκου Σαλαμίνης ________, ____/1910 Συμ/φου Σαλαμίνος ____ και ____/1925 Συμ/φου Σαλαμίνος _____ απεδείχθη ότι η έκτασις η αφορώσα τα’ ανακοπτόμενα πρωτόκολλα μετ΄ άλλης συνεχομένης προς δυσμάς εκτάσεως ανήκεν εις τον πάπον του ανακόπτοντος ________ κατεχομένη και νεμομένη υπ’ αυτού μέχρι του θανάτου του επισυμβάντος προ 50ετίας ότι περιήλθε αύτη εις τον υιόν του και πατέραν του ανακόπτοντος ________ και τούτου δε αποβιώσαντος εν έτει 1932 εις τον ανακόπτοντα όστις έκτοτε κατέχη και νέμεται ταύτην ήτοι απεδείχθη ότι ο ανακόπτων είναι κύριος, νομεύς και κάτοχος της εκτάσεως ___». Περαιτέρω, ως προς τους κληρονόμους-τέκνα του _____ πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Τον αποβιώσαντα άνευ διαθήκης, το έτος 1952, ______ του ____ κληρονόμησαν η σύζυγός του ________ και τα τέκνα του ________, ________ , ________, _______ , ________ και ________. Ο τελευταίος, δηλαδή ο ________ απεβίωσε χωρίς διαθήκη το έτος 1954 και τον κληρονόμησαν η μητέρα του ________ και οι αδελφοί του ________, οι οποίοι και αποδέχθηκαν την κληρονομιά τόσο του ____, όσο και του ________, δυνάμει των υπ’ αριθ. ____ και ____/1961 δηλώσεων του συμβολαιογράφου Αθηνών ____που μεταγράφηκαν νόμιμα. Τον αποβιώσαντα άνευ διαθήκης, το έτος 1951, ________ κληρονόμησαν η σύζυγός του ________ και τα πέντε τέκνα του, ________ με την ____/1961 δήλωση αποδοχής του Συμβολαιογράφου Αθηνών ____που μεταγράφηκε νόμιμα. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα, το έτος 1958, ________ κληρονόμησαν η σύζυγός του …. κατά το ½ εξ αδιαιρέτου και κατά το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου τα επτά εν ζωή αδέλφιά του, ________, τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του …. και τα πέντε τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ____, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του παραπάνω αποβιώσαντος με την υπ’ αριθ. …./1961 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών ____ που μεταγράφηκε νόμιμα. Την αποβιώσασα χωρίς διαθήκη, το έτος 1960, ____ σύζυγο ________κληρονόμησαν ο σύζυγός της ________.κατά το ¼ εξ αδιαιρέτου και κατά τα λοιπά ¾ εξ αδιαιρέτου τα πέντε τέκνα της, ________, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την υπ’ αριθ. ____/1961 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών _______, που μεταγράφηκε νόμιμα. Την ανωτέρω έκταση των 95.987 τμ νέμονταν οι ανωτέρω συγκληρονόμοι, οι οποίοι με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα ασκούσαν τις προσιδιάζουσες στη φύση της πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυρίων μέχρι τη μεταβίβασή της λόγω πώλησης, στην προαναφερθείσα ________, δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος υπ’ αριθ. ____/1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ________.., οπότε και της παρέδωσαν τη νομή της ως άνω έκτασης. Ομοίως η _____ συνέχισε να ασκεί στο ίδιο ακίνητο με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίας. Μετά τη σύνταξη του ως άνω αγοραπωλητήριου συμβολαίου, αυτή προχώρησε σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια, δημιουργώντας, στην πραγματικότητα, ρυμοτομία της έκτασης αυτής με οικοδομικά τετράγωνα αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους, που αποτυπώνονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ________αντίγραφο του οποίου είναι προσαρτημένο στο υπ’ αριθ. 198 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ________. Η τελευταία (________.), μετά την ως άνω κατάτμηση, μεταπωλούσε τα αγροτεμάχια αυτά σε τρίτους μικροεισοδηματίες, ένας εκ των οποίων, σχετικά με το επίδικο ακίνητο, ήταν και ο άμεσος δικαιοπάροχος της ενάγουσας (και πατέρας της), _______, με τμηματικές καταβολές αποπληρωμής του μεταξύ τους συμφωνηθέντος τιμήματος, συντασσομένων συμβολαιογραφικών προσυμφώνων, όπως συνέβη και στην προκείμενη περίπτωση, αφού, όπως προαναφέρθηκε, είχε καταρτισθεί μεταξύ της πωλήτριας ________ και του αγοραστή ____ το υπ’ αριθ. ________/2.7.1962 προσύμφωνο συμβόλαιο πώλησης του συμβολαιογράφου Αθηνών, ________.. Επί των ανωτέρω (μετά την κατάτμηση) αγροτεμαχίων, οι αποκτήσαντες αυτά, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο άμεσος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, _______, προχώρησαν σε καταμετρήσεις, απεικονίσεις σε σχέδια, περιφράξεις, φύτευση καλλωπιστικών φυτών και πολλών δένδρων σε όλη την κατατμηθείσα περιοχή και σε ανέγερση αυθαίρετων κτισμάτων ήδη από του έτους 1962, στα οποία χορηγήθηκαν στη συνέχεια παροχές κοινής ωφέλειας (ΔΕΗ, ΟΤΕ κλπ), ασκώντας ακολούθως με καλή πίστη και με διάνοια κυρίων πράξεις συντήρησης αυτών. Ειδικότερα, ο άμεσος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ________, είχε ανεγείρει, με δαπάνες του, εντός του επίδικου αγροτεμαχίου μία ισόγεια οικοδομή, αποτελούμενη από δύο μικρά δωμάτια και βοηθητικούς χώρους, όπως τούτο προκύπτει και από την σχετική αναφορά στα υπ’ αριθ. ___ και ____/1971 συμβόλαια του συμβολαιογράφου Πειραιώς, ________ (βλ. περί τούτου και την σχετική κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, ________, που είναι κάτοικος της συγκεκριμένης περιοχής). Επίσης, αποδείχθηκε ότι το έτος 1963 υπήρξε αμφισβήτηση για το δικαίωμα της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας, _______, αφού η Κοινότητα Σεληνίων Σαλαμίνας άσκησε κατ’ αυτής την από 5.8.1963 (με αριθ. κατάθ. ____/1963) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία ενός τμήματος 15 στρεμμάτων και 600 μέτρων από μία ευρύτερη έκταση 105 στρεμμάτων περίπου, ως ανήκοντος σε αυτήν μετά την κατάρτιση το έτος 1936 του Κτηματολογίου της, και να της αποδοθεί το τμήμα αυτό. Επίσης, η ίδια Κοινότητα άσκησε κατά της ________ ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου την από 15.4.1965 (με αριθ. κατάθ. …..) αγωγή της με όμοιο περιεχόμενο, πλην όμως ουδεμία από τις αγωγές αυτές εκδικάσθηκε. Παράλληλα και η Κοινότητα ______ Σαλαμίνας άσκησε κατά της προαναφερθείσας ____την από 30.12.1964 (με αριθ. κατάθ.____/30.12.1964) αγωγή της ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικαλούμενη ότι η τελευταία κατέλαβε τμήμα έκτασης 90 περίπου στρεμμάτων (την οποία περιγράφει ως προς τα όριά της, με αναφερόμενο νότιο όριο την θάλασσα) από την ανήκουσα στην ίδια (Κοινότητα) μεγαλύτερη έκταση την κείμενη στην χερσόνησο Κάβο-Βάρβαρη, ζήτησε να αναγνωρισθεί κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου τμήματος, εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, και να της αποδοθεί η νομή αυτού. Η δίκη επί της αγωγής αυτής καταργήθηκε με τον υπ’ αριθ. …./17.6.1969 (εξώδικο) συμβιβασμό (με κατάργηση εκκρεμούς δίκης) ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ________, που εγκρίθηκε τόσο με την υπ’ αριθ. …/1969 απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου ________όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ_____/1969 απόφαση του ιδίου Συμβουλίου, όσο και την υπ’ αριθ. πρωτ. 17802/10.6.1969 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιώς, όπως τροποποιήθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. 2496/4.2.1970 απόφαση της ιδίας Νομαρχίας. Με βάση τον ανωτέρω συμβιβασμό, η Κοινότητα______ παραιτήθηκε από το δικαίωμα της προαναφερόμενης από 30.12.1964 αγωγής της και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε _______ ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, τμηματικώς, το ποσό των 200.000 δραχμών. Από τα ανωτέρω περιστατικά αποδείχθηκε ότι από το έτος 1845, τη νομή στο μεγαλύτερο ακίνητο εμβαδού 111.987 τμ. και, από το έτος 1925, λόγω πώλησης στον ________ τμήματος 16.000 τμ., τη νομή στο απομένον ακίνητο εμβαδού 95.987 τμ., ασκούσαν οι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας (ήτοι οι ________), οι οποίοι ουδέποτε την είχαν απωλέσει. Απλώς το Ελληνικό Δημόσιο το έτος 1940 αμφισβήτησε τη νομή τους και κατά τα έτη 1963-1965, η νομή τους αμφισβητήθηκε αρχικά από την Κοινότητα ______ και, στη συνέχεια, από την Κοινότητα _____. Επομένως, κατά τον κρίσιμο χρόνο της 11.9.1915, ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ________, είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο ΙV της παρούσας, αφού, κατά την ημερομηνία αυτή (11.9.1915), είχε συμπληρώσει, με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχθηκε στη νομή, τριακονταετή καλόπιστη νομή επ’ αυτού. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο έχει καταχωρηθεί ως τμήμα του δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ ____ και ως τμήμα δασικής έκτασης, καθόσον η απλή πράξη της καταχώρησης αυτού στα δημόσια κτήματα ή στις δασικές εκτάσεις, δεν αναιρεί την, κατά τα προεκτεθέντα, αποδειχθείσα νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας επ’ αυτού. Ομοίως, η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το προσκομιζόμενο από το εναγόμενο από 29.4.2013 τοπογραφικό διάγραμμα και τον σχετικό κτηματολογικό πίνακα της τοπογράφου μηχανικού της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιώς, _______, που βασίσθηκε στο από 18.10.2011 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών της ιδίας Υπηρεσίας, ________ και ________ που, με τη σειρά του, βασίσθηκε στο από 27.2.1939 τοπογραφικό διάγραμμα των μηχανικών ____ και ____, στο οποίο ο ________ φέρεται να κατέχει μόλις από το έτος 1928, μία έκταση εμβαδού μόνο 3.860 στρεμμάτων, καταχωρηθείσα με αύξοντα αριθμό _____, αφού, όπως προκύπτει από το ίδιο ως άνω διάγραμμα και τον ίδιο κτηματολογικό πίνακα, το δημόσιο κτήμα με ΑΒΚ ____, επιφάνειας 288.190 τμ., ταυτίζεται με την έκταση εμβαδού 288 στρεμμάτων, με αύξοντα αριθμό ____, για την οποία περαιτέρω, με εξαίρεση την επισημείωση ότι διεκδικείται από τις Κοινότητες ______ και _______, δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία για το αν, εκτός από το να τη διεκδικούν, τη νέμονται οι ανωτέρω Κοινότητες ή αν τυχόν τη νέμεται κάποιος τρίτος και από ποιο χρονικό σημείο. Κατόπιν αυτών, όπως προεκτέθηκε, συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου επί του επίδικου τμήματος κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ενώ οι διάδοχοι του _______ στη νομή του ακινήτου, παρέμειναν κύριοι αυτού με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων τους, με έκτακτη χρησικτησία με βάση τόσο τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, όσο και τις διατάξεις του μετέπειτα ισχύσαντος (από 23.2.1946) Αστικού Κώδικα. Επομένως, δεν είναι βάσιμος ο προβληθείς από το εκκαλούν-εναγόμενο Δημόσιο ισχυρισμός, με το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου της έφεσής του, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο, δεχόμενο την κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, γιατί, στην προκειμένη περίπτωση που αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο έχει την ιδιότητα του δημοσίου κτήματος, ισχύει το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου μετά την 11.9.1915 και, συνακόλουθα, δεν υπήρχε δυνατότητα απόκτησης κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας με βάση τον Αστικό Κώδικα. Αφού αποδείχθηκε, όμως, ότι ο δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ________ είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Ελληνικού Δημοσίου την 11.9.1915, δεν εμποδίζονται οι διάδοχοι αυτού στη νομή του εν λόγω ακινήτου να επικαλεσθούν, αρχικά με βάση το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο και, μετά την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, με βάση το άρθρο 1051 ΑΚ, την προσμέτρηση στη δική τους νομή, του χρόνου νομής των δικαιοπαρόχων τους, καθόσον η κυριότητα για το εκκαλούν στο επίδικο ακίνητο είχε απωλεσθεί ήδη την 11.9.1915, χωρίς να ανακτηθεί και, κατά συνέπεια, αυτό δεν μπορεί να επικαλεσθεί έναντι των διαδόχων του _______, το απαράγραπτο των εμπράγματων δικαιωμάτων του. Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου, σε αλληλογραφία που είχαν μεταξύ τους τα έτη 1970 και 1974 σχετικά με την κυριότητα της ευρύτερης έκτασης στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, δεν λάμβαναν θέση υπέρ του ότι αυτή ανήκε στο Ελληνικό Δημόσιο. Ειδικότερο, στο προσκομιζόμενο από την ενάγουσα από 15.10.1970 έγγραφο του Επιθεωρητή Δημοσίων Κτημάτων της Διεύθυνσης Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, ________, προς την Διεύθυνση Δημοσίων Κτημάτων, αναφέρονται (κατά λέξη), ως στοιχεία ενδιαφέροντα για την ένδικη υπόθεση, τα εξής: «Κατόπιν της υπ’ αριθμ. Σ. ________./3-8-1970 διαταγής υμών εν σχέσει με γενομένας, καταπατήσεις εκτάσεων κειμένων επί της χερσονήσου ________ εις θέσιν ______ περιοχής ______ Σαλαμίνος έχω την τιμήν να εκθέσω υμίν τα κάτωθι: Εκ των ολίγων διαβιβασθέντων ημίν στοιχείων δεν ηδυνήθημεν να μορφώσωμεν γνώμην περί των υπό εξέτασιν ακινήτων. Το μόνον διαφωτιστικόν στοιχείον το ευρισκόμενον εν τω φακέλλω είναι η υπ’ αριθ. ____ /28-3-1970 αναφορά του Οικον. Εφόρου Σαλαμίνος, εξ ης προκύπτει ότι αι εικονιζόμεναι εις το από 27-2-1939 διάγραμμα των μηχανικών ____-_____εκτάσεις είναι καταχωρημέναι εις το βιβλίον καταγραφής δημοσίων κτημάτων υπ’ αυξ. αριθ. ____έως και ____Η έρευνα εις το παρ’ υμίν Αρχείον προς ανεύρεσιν στοιχείων δια την εκτέλεσιν της διαταγής υμών, δεν απέδωσε καρπούς, δεδομένου ότι εν τω οικείω φακέλλω μόνον βεβαιωτικαί καταστάσεις υπάρχουν και Πρωτόκολλα βεβαιώσεως αυθαιρέτου χρήσεως εις βάρος των αυθαιρέτως κατεχόντων τ’ ακίνητα ταύτα. Φυσικά τα Πρωτόκολλα βεβαιώσεως αποζημιώσεως θα ηδύναντο να ληφθώσιν υπ’ όψιν σοβαρώς εις ετέραν περίπτωσιν όχι όμως δια την παρούσαν λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι ταύτα ηκυρώθησαν δι’ αποφάσεων του Ειρηνοδίκου Ελευσίνος _____. Μεταβάντες εις την Οικον. Εφορίαν Σαλαμίνος προς ανεύρεσιν  τίτλων και στοιχείων άτινα θα διευκόλυναν την έρευναν, διεπιστώσαμεν ότι τα πλείστα εκ των υπό έρευναν ακίνητα εμπίπτουν εις την κηρυχθείσαν δια της υπ’ αριθ. Ε. 13862/5745/2-8-1969 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας απαλλοτριωτέαν έκτασιν υπέρ και δαπάναις του Ο.Λ.Π. προς επέκτασιν της Χερσαίας Ζώνης του Πειραιώς___». Επίσης, στο προσκομιζόμενο από την ενάγουσα υπ’ αριθ. πρωτ. ____/3.8.1974 έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνος, ________, προς την Γενική Διεύθυνση Φορολογίας του Υπουργείου Οικονομικών, στο οποίο αναφέρονται (κατά λέξη), μεταξύ άλλων, τα εξής: «… Εις το παρ’ ημίν τηρούμενον βιβλίον καταχωρήσεως Δημοσίων κτημάτων, φέρονται καταχωρημένα υπ’ αύξοντα αριθ. ΒΚ ____ έως και ….. κτήματα του Δημοσίου συνολικής εκτάσεως (402060) τετρ. μέτρων, κείμενα επί της χερσονήσου ______ και εις θέσιν _____ της Κοινότητος _____ Σαλαμίνος, ως ταύτα εμφαίνονται εις τα από 27-2-1939 και υπ’ αριθ. ___/29-3-74 τοπογραφικά διαγράμματα των Μηχανικών _____ - _____ται καταχωρημένος ο τίτλος κτήσεως των κτημάτων τούτων παρά του Δημοσίου, εκ δε της επισταμένης ερεύνης εις τα βιβλία του Φύλακος Μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνος δεν φέρονται εγγεγραμμένα εις την μερίδα του Δημοσίου τα κτήματα ταύτα, εκ δε των από έτους 1927 και εντεύθεν υφισταμένων εγγράφων των οικείων και παρ’ ημίν τηρουμένων φακέλλων δεν προκύπτει ο τίτλος επί τη βάσει του οποίου το Δημόσιον απέκτησε κυριότητα επί των αγρών τούτων. 2. Άπαντες οι αγροί ούτοι κείνται επί της χερσονήσου Κυνοσούρας της κτηματικής περιφερείας της Κοινότητος Αμπελακίων Σαλαμίνος και εις θέσιν και περιοχήν ένθα η δυνάμει της υπ’ αριθ. Ε 13862/5745/18-8-69 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 167/69 τεύχος Δ’) απαλλοτριωθείσα έκτασις υπέρ του Δημοσίου και δαπάναις του Ο.Λ.Π., κατέχονται δε οι αγροί ούτοι υπό διαφόρων τρίτων καθ’ων ή των δικαιοπαρόχων των εκοινοποιήθησαν τα από 7 Μαΐου 1940 πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως της κατά το άρθρον 5 του Νόμου 5595 Επιτροπής δι’ ων προσδιωρίσθη το καταβλητέον υπό τούτων μίσθωμα δια την κατεχομένην παρ’ αυτών αυθαιρέτως έκτασιν. Ασκηθεισών κατά των πρωτοκόλλων τούτων υπό των προβαλλόντων δικαιώματα των κατά Νόμον ανακοπών εξεδόθησαν αι υπ’ αριθ. 19, 20, 21, 22, 24, 25, 26, 27, 29, 30, 31, 36 και 38 έτους 1940 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνος, δι’ ων και δια τους εν τω σκεπτικώ τούτων αναφερομένους λόγους ηκυρώθησαν άπαντα τα κοινοποιηθέντα πρωτόκολλα γνωμοδοτήσεως και κατεδικάσθη το Δημόσιον εις την δαπάνην. Έκτοτε ουδεμία ενέργεια εγένετο…. 5. Δεν παραλείπομεν να αναφέρωμεν και αύθις, ως και δια του υπ’ αριθ. 2497/70 ημετέρου ανεφέραμεν Υμίν, ότι η έκτασις αύτη διεκδικείται και υπό διαφόρων τρίτων. Εκ τούτων οι κληρονόμοι ________ κλπ. δια του υπ’ αριθ. ____/1961 πωλητηρίου Συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ________ μετεβίβασαν εκ της εκτάσεως ταύτης (95987) τ.μ. εις την _______ κάτοικον Αθηνών, ____. Η έκτασις αυτή διεκδικείται και υπό διαφόρων ιδιωτών οι οποίοι προέβησαν εις οικοπεδοποίησιν κατά το μεγαλύτερον αυτής μέρος, τμήματα της οποίας μετεβιβάσθησαν εις διαφόρους τρίτους, οι οποίοι ανήγειρον οικίσκους θερινής διαμονής και οι οποίοι ένεκεν της απαλλοτριώσεως της χερσονήσου ταύτης υπέρ του Ο.Λ.Π. υποβάλλουν συνεχώς αιτήσεις δια την χορήγησιν πιστοποιητικών ότι το Ελληνικόν Δημόσιον ή το παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον δεν προβάλλουν δικαιώματα δια τας απαλλοτριωμένας εκτάσεις, προκειμένου να τύχουν της αποζημιώσεως. Εκ των από 25 Μαΐου 1971 και από 10 και 11 Νοεμβρίου 1972 τεσσάρων ενόρκων εξετάσεως μαρτύρων δι’ αγρούς κειμένους εις την αυτήν θέσιν, προκύπτει ότι επί της χερσονήσου ______ το Ελληνικόν Δημόσιον ή το παλαιόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον δεν κέκτηνται ιδιοκτησίαν αλλ’ ότι η περιοχή αύτη κατέχεται συνεχώς υπό διαφόρων ιδιωτών. Ούτω ευρισκόμεθα συνεχώς προ αδυναμίας να αποφανθώμεν καταφατικώς περί της υπάρξεως ή μη δικαιωμάτων του Δημοσίου εις τα επί μέρους ταύτα τμήματα ____». Από το τελευταίο αυτό έγγραφο προκύπτει ότι το έτος 1974 το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, μέσω του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνος, αδυνατούσε να αποφανθεί καταφατικά για το αν αυτό είχε δικαιώματα στην επίδικη έκταση και, επίσης, με το εν λόγω έγγραφο, ανέφερε ότι το ίδιο είχε εκδώσει το έτος 1940 πρωτόκολλα για καταβολή μισθωμάτων από τη χρήση γης στην επίδικη έκταση σε βάρος ιδιωτών, τα οποία όμως ακυρώθηκαν, χωρίς να προβεί έκτοτε σε καμία άλλη ενέργεια, διελάμβανε δε ότι δεν προκύπτει ο τίτλος με βάση τον οποίο το ίδιο απέκτησε κυριότητα στη θέση ____της _______Σαλαμίνας, ενώ κάνει λόγο για την ύπαρξη αγρών στην περιοχή. Περαιτέρω, ενισχυτικό της κρίσης του Δικαστηρίου ότι επί της επίδικης έκτασης οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας ουδέποτε απώλεσαν τη νομή τους, αποτελεί και το γεγονός ότι, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με επίκληση από την ενάγουσα υπ’ αριθ. Ε4159/2170/Ν.11549/29.4.1975 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ 114/24.5.1975-τεύχος Δ΄), ανακλήθηκε η προγενέστερη δυνάμει της υπ’ αριθ. Ν. 349/175/16.2.1972 κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) κηρυχθείσα αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής στο νότιο ήμισυ του ακρωτηρίου ______ της νήσου Σαλαμίνας προς επέκταση της χερσαίας ζώνης Λιμένος Πειραιώς, η οποία (απαλλοτρίωση) αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο ακίνητο, όπως προκύπτει από την περίληψη μεταγραφής της ΚΥΑ στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας και από την υπ’ αριθ. 93/1974 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδος αποζημίωσης και στην οποία (απόφαση) αναφέρεται ως φερόμενη δικαιούχος αποζημίωσης η απώτερη δικαιοπάροχος της ενάγουσας, ________. Λαμβανομένου δε υπόψη, ότι μια περιοχή δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο ιδιοκτήτη και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να είχε περιέλθει κατά κυριότητα στο εναγόμενο, όπως τούτο αβασίμως ισχυρίσθηκε (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 626/2010). Η ανωτέρω δε κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ενισχύεται και από την κατάθεση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του μάρτυρα της ενάγουσας, ________, ο οποίος, ως κάτοικος της περιοχής και ως Αντιπρόεδρος του εξωραϊστικού συλλόγου που ιδρύθηκε μετά την κατάτμηση της ευρύτερης έκτασης από την ________ σε μικρότερα τμήματα και την πώλησή τους σε μικροϊδιοκτήτες αλλά και λόγω της ηλικίας του (κατά την κατάθεσή του ήταν 77 ετών), έχοντας άμεση γνώση από διηγήσεις γνωστών του και πιο ηλικιωμένων ανθρώπων, κατέθεσε για τις πράξεις νομής που ασκούσε στην επίδικη έκταση η οικογένεια …. ήδη από το έτος 1845. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι επί του επίδικου ακινήτου έγιναν από τα ανωτέρω μέλη της οικογένειας … οι προαναφερόμενες πράξεις νομής (όπως καλλιέργεια, βόσκηση ζώων, επίβλεψη κλπ), με καλή πίστη, με αποτέλεσμα ο _______ να έχει καταστεί κύριος αυτής ήδη από τις 11.9.1915, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, υπέρ του υιού και κληρονόμου του, _____ εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 27/1940 απόφαση του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνος που ακύρωσε το από 7.3.1940 πρωτόκολλο γνωμοδότησης της κατά το άρθρο 5 του Ν. 5595 Επιτροπής, με την οποία το Ελληνικό Δημόσιο επιχείρησε να επιβάλει μίσθωμα σ’ αυτόν για άνευ δικαιώματος χρήση δικής του γης κατά την περίοδο 1928-1939, όπως ακυρώθηκαν και όσα άλλα πρωτόκολλα με όμοιο περιεχόμενο εξέδωσε η παραπάνω Επιτροπή για την ευρύτερη έκταση των 95.987 τμ. (βλ. περί τούτου στο προαναφερόμενο ______/3.8.1974 υπ’ αριθμ. πρωτ._____ έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνος ________ προς το Υπουργείο Οικονομικών). Η δε καλή πίστη των απώτατων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, ________ και _______ ότι δεν καταπατούν δημόσια δασική έκταση στηριζόταν, όπως προαναφέρθηκε, και στην ___/24.1.1845 απόφαση της επί των διαφιλονικουμένων δασών Επιτροπής της νήσου Σαλαμίνας, η οποία αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, εκτός όσων ανήκαν στη διαλυμένη Ιερά Μονή _______, πλην όμως στα τελευταία δεν συμπεριλαμβανόταν η ευρύτερη τότε έκταση των 111.987 τμ. που ανήκε στην οικογένεια ____ (βλ. και τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την ενάγουσα 650/2017, 200/2018, 436/2019 και 437/2019 αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου, που έκριναν επί άλλων κατατετμημένων από την ίδια έκταση ακινήτων στην Κυνοσούρα Αμπελακίων Σαλαμίνας). Περαιτέρω, ο πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, τον οποίο επαναφέρει με σχετικό (τρίτο υπό στοιχ. Γ΄) λόγο έφεσης, ότι το επίδικο ακίνητο αποτελούσε δασική έκταση, είναι πρωτίστως αλυσιτελής, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο ΙV της παρούσας, ο δασικός χαρακτήρας του ακινήτου δεν απέκλειε την κτήση επ’ αυτού κυριότητας εκ μέρους ιδιωτών με έκτακτη χρησικτησία συμπληρωθείσα μέχρι την 11.9.1915. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το επίδικο ακίνητο ουδέποτε υπήρξε δασική έκταση, αφού με την προαναφερόμενη απόφαση της Επιτροπής τα δάση της νήσου Σαλαμίνας εκτός αυτών που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή του ________, στα οποία δεν ανήκε το επίδικο, αναγνωρίστηκαν ως ιδιωτικά, γεγονός που επικυρώθηκε και με τη διάταξη του άρθρου 15 του Ν. 3208/2003. Επίσης, ο ισχυρισμός του εναγομένου για κτήση κυριότητας από αυτό με έκτακτη χρησικτησία, είναι ουσιαστικά αβάσιμος, όπως αυτό αποδείχθηκε από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ήταν οθωμανικό κτήμα ή ότι ήταν αδέσποτο. Τέλος, η περιοχή κηρύχθηκε σε κτηματογράφηση στο πλαίσιο εργασιών για την δημιουργία Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα με το Ν. 2308/1995 και, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου (γεωτεμαχίου), που έλαβε ΚΑΕΚ ________ με έκταση 459 τμ, καταχωρήθηκε, ως δικαιούχος κύριος αυτού το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Η αρχική, όμως, αυτή εγγραφή του κτηματολογικού φύλλου, η οποία αφορά το επίδικο ακίνητο, είναι ανακριβής ως προς το καθεστώς κυριότητας, αφού, με βάση όσα προαναφέρθηκαν, αυτό ανήκει στην κυριότητα της ενάγουσας ενάγοντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε όμοια και, αφού δέχθηκε, ως ουσιαστικά βάσιμη, την ως άνω αγωγή κατά την περί έκτακτης χρησικτησίας επικουρική βάση της, αναγνώρισε την ενάγουσα ως αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου και διέταξε τη διόρθωση της ως άνω ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό Γραφείο του Δήμου Σαλαμίνας, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου με το ως άνω ΚΑΕΚ, να εμφαίνεται η ενάγουσα, __________, ως κυρία αυτού κατά ποσοστό 100%, λόγω έκτακτης χρησικτησίας, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων, τα δε αντίθετα υποστηριζόμενα από το εναγόμενο, με τους σχετικούς (δεύτερο, τρίτο και τέταρτο) λόγους της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

VΙ. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, κατόπιν του σχετικού αιτήματός της, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως, κατ` άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, όπως ισχύει μετά την υπ’ αριθ. 134423/8.12.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β΄ 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ. 12 του Ν. 1738/1987 (βλ. Μ. Μαργαρίτης - Α. Μαργαρίτη, ό.π., άρθρο 176, αρ. 5, σελ. 305), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσία την από 19.10.2018 (με αριθ. έκθ. κατάθ. ________ /2018) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 4181/2018 οριστικής απόφασης και της συνεκκαλούμενης  υπ’ αριθ. 4786/2013 μη οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκαν κατά την τακτική διαδικασία.

Καταδικάζει το ως άνω εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε,

Δεν υπάρχουν σχόλια: