Μ.Π.Καλ. 70/2020
Στην ευνοϊκή ρύθμιση του ν. 3869/2010 υπάγονται όλα ανεξαιρέτως τα χρέη των δανειοληπτών, μεταξύ των οποίων και αυτά προς τον ΟΑΕΔ, πλην εκείνων που ρητά εξαιρούνται από το νόμο αυτό...
Ορισμένο της αίτησης ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένου φυσικού προσώπου. Πότε επέρχεται παραβίαση του καθήκοντος ειλικρίνειας - Έτσι όμως που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αξιώνοντας για το ορισμένο της ένδικης αίτησης, όπως το περιεχόμενο αυτής εκτέθηκε ανωτέρω, περισσότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, έσφαλε, καθόσον από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθ. 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθ. 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου, για το ορισμένο της αίτησης υπαγωγής του οφειλέτη στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 δεν απαιτείται να αναφέρονται στο δικόγραφό της τα παραπάνω στοιχεία, ούτε αυτά συνιστούν προαπαιτούμενα της δικαστικής διάγνωσης ως προς την εφαρμογή ή όχι του συστήματος του συγκεκριμένου νόμου (άρθ. 1 του ν. 3869/2010), και άρα δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύονται στην ένδικη αίτηση, αφού η παράλειψη αναφοράς του αιτούντος - οφειλέτη αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων, αποτελεί θέμα που αφορά όχι στην κατά νόμο πληρότητα της αίτησης, αλλά στην ειλικρίνεια του περιεχομένου της, η οποία προβλέπεται και ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθ. 10 του ν. 3869/2010. Σύμφωνα δε με την τελευταία αυτή διάταξη, η παράβαση του οφειλέτη να υποβάλλει ειλικρινή δήλωση είναι νομικά αξιόλογη εφόσον στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλειά του και προβάλλεται με αίτηση οποιουδήποτε πιστωτή, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Με βάση τα ανωτέρω, και κατά παραδοχή των σχετικών λόγων της έφεσης και ως βάσιμων στην ουσία τους, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί κατ' ουσία (άρθ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Καθιέρωση μηδενικών καταβολών και για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας - Ο ορισμός μηδενικών καταβολών ευρίσκεται εντός των νομοθετημένων ορίων και επιλογών, αφού στη μεν περίπτωση της διάταξης του άρθ. 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010 επιτρέπεται ρητά να οριστούν μηδενικές καταβολές, στη δε περίπτωση της διάταξης του άρθ. 9 παρ. 2 του ίδιου ως άνω νόμου, τούτο επιτρέπεται με το να τίθεται μόνο το ανώτατο όριο ποσοστού 80% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Το επιτρεπτό μηδενικής καταβολής και κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 9 του ως άνω νόμου προκύπτει και από την ερμηνεία της διάταξης αυτής κατά τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου. Ειδικότερα, η κατά τη διάταξη του άρθ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου θέτει ως όριο κάθε πολιτειακής πράξης, όπως είναι και η δικαστική απόφαση, τη διατήρηση εκείνων των συνθηκών διαβίωσης του πολίτη που θα του επιτρέπουν να ζει με αξιοπρέπεια, ενώ εάν το δικαστήριο στερήσει αυτή τη δυνατότητα στον υπερχρεωμένο οφειλέτη, τότε προκρίνει έναντι της αξίας του ανθρώπου την. ικανοποίηση περιουσιακών δικαιωμάτων, σε αντίθεση με την ως άνω θεμελιώδη συνταγματική διάταξη που διαπνέει το δίκαιο και την ερμηνεία του. Συνεπώς, εάν γίνει δεκτό ότι στην περίπτωση υποβολής αιτήματος εξαίρεσης της κύριας κατοικίας υπερχρεωμένου οφειλέτη δεν είναι επιτρεπτό να οριστούν μηδενικές καταβολές, ουσιαστικά καταστρατηγείται ο ν. 3869/2010, διότι ο υπερχρεωμένος πολίτης, ενώ θα δικαιούται με βάση τις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου, θα βρεθεί στο τέλος της διαδικασίας απροστάτευτος και μάλιστα τούτο θα έχει επισυμβεί δυνάμει δικαστικής απόφασης, με την οποία θα παραβιάζεται και η γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ
ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Παρασκευή Χρυσοχόου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Καλαμάτας, και τη Γραμματέα Πολυξένη Χριστοπούλου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Νοεμβρίου 2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ......., ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου του...
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ)», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Εθνικής Αντιστάσεως αριθ. 8, Άλιμος) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ 090010376, ως καθολικού διαδόχου του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας - ΟΕΚ» (άρθ. 35 του ν. 4144/2013, ΦΕΚ 88α'/18.04.2013), το οποίο παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του ....
Ο εκκαλών άσκησε την από 15-07-2014 αίτησή του, κατά του εφεσίβλητου, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας (αριθ. έκθ. κατ.: 350/23- 09-2014). Το Δικαστήριο, εξέδωσε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, την υπ' αριθ. 94/2018 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αίτηση. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ο εκκαλών με την από 18-07-2018 έφεσή του (αριθ. έκθ. κατ.: 25/10-08-2018), η συζήτηση της οποίας, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (αριθ. έκθ. κατ.: 37/10-08-2018).
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η έφεση του αιτούντος της από 15-07-2014 αίτησης, κατά της υπ' αριθ. 94/2018 απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθ. 17Α, 495, 511, 513 παρ. 1 στοιχ. β', 516 παρ. 2, 517, 518 παρ. 2 (δοθέντος ότι δεν προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση αυτής), 520, 741, 761 και 762 ΚΠολΔ, ενώ, για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου το απαιτούμενο παράβολο υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (βλ. σχετ. το υπ' αριθ. 22847522095810080053 παράβολο), σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Επομένως, η έφεση είναι παραδεκτή (άρθ. 532 ΚΠολΔ), και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Ο αιτών, ήδη εκκαλών, στην από 15-07-2014 αίτησή του, επικαλούμενος μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του προς το μετέχον στην ανοιγείσα δίκη πιστωτή, ήδη εφεσίβλητο, και έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας, ζήτησε τη ρύθμιση της συνολικής οφειλής του, σύμφωνα με το προτεινόμενο από αυτόν σχέδιο, άλλως, επικουρικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3869/2010, με προσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών προς τον πιστωτή του, κατόπιν στάθμισης των εισοδημάτων του με τις βιοτικές ανάγκες του, με βάση τα στοιχεία της οικογενειακής και περιουσιακής του κατάστασης, την οποία εξέθετε ειδικότερα, και με εξαίρεση από την εκποίηση του περιγραφόμενου ακινήτου, αποκλειστικής κυριότητάς του, που χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία του, με σκοπό την ολική, άλλως την εν μέρει απαλλαγή του από τα χρέη του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Κατά της απόφασης αυτής παραπονεϊται ο εκκαλών για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, με την έφεσή του, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η ένδικη αίτησή του.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθ. 1 και 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010 σαφώς προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αίτησης ρύθμισης οφειλών υπερχρεωμένου φυσικου προσώπου, ο αιτων - οφειλέτης πρεπει να εκθέτει σε αυτή οτι είναι φυσικό πρόσωπό, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, ότι έχει ληξιπρόθεσμα χρέη προς τρίτους, τα οποία υπάγονται στις ρυθμίσεις του νόμου, ότι περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής αυτών των χρεών, ότι απέτυχε η προσπάθεια εξωδικαστικού (ήδη προδικαστικού) συμβιβασμού με τους πιστωτές του, και ότι δεν έχει υπάρξει άλλη απαλλαγή από τα χρέη του στο παρελθόν με βάση το νόμο. Επιπλέον, πρέπει να εκθέτει ποιοι είναι οι πιστωτές του, με πλήρη στοιχεία, ποιες είναι οι απαιτήσεις τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, να περιγράφει την οικογενειακή του κατάσταση (έγγαμος, άγαμος, διαζευγμένος, εάν έχει προστατευόμενα μέλη, τα οποία υποχρεούται εκ του νόμου να διατρέφει), τα εισοδήματα του ίδιου και της συζύγου του και τα περιουσιακά του στοιχεία. Τέλος, πρέπει να περιλάβει στην αίτησή του σαφές και ορισμένο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών του, που να περιέχει ρύθμιση για όλους τους πιστωτές και τις απαιτήσεις τους, αίτημα δικαστικής ρύθμισης των οφειλών του, επί αποτυχίας δικαστικού συμβιβασμού και διάσωσης (εξαίρεσης από την εκποίηση) της κύριας κατοικίας του. Πλέον των ανωτέρω ουδέν έτερο στοιχείο απαιτείται για την πληρότητα της εν λόγω αίτησης. Η δε παράλειψη αναφοράς σιην αίτηση του οφειλέτη αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων, αποτελεί θέμα που αφορά όχι στην κατά νόμο πληρότητα της αίτησης, αλλά στην ειλικρίνεια του περιεχομένου της, η οποία προβλέπεται και ρυθμίζεται από το άρθ. 10 του ν. 3869/2010.
Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη (άρθ. 10 του ν. 3869/2010), ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματά του, τόσο κατά τη διαδικασία που αρχίζει με την υποβολή της αίτησης της διάταξης του άρθ. 4 παρ. 1, όσο και κατά την περίοδο ρύθμισης των οφειλών. Η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών, εφόσον έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια, έχει ως συνέπεια, με την επιφύλαξη τυχόν ποινικής ευθύνης, την απόρριψη του αιτήματος για ρύθμιση οφειλών με απαλλαγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 8 ή την έκπτωση από τη ρύθμιση οφειλών και την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεΐ και μέχρι 2 έτη μετά την επέλευσή της, ενώ νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά την πάροδο 2 ετών από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αίτησης ή την τελεσιδικία της απόφασης για την έκπτωση. Την παράβαση αυτή μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε πιστωτής μέσα σε ένα έτος από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη διάσταση της πραγματικής κατάστασης του οφειλέτη σε σχέση με εκείνη που δηλώθηκε. Μολονότι ο νόμος κάνει λόγο για «αίτηση» του πιστωτή, είναι δεδομένο ότι, αν βρίσκεται σε εκκρεμότητα η αίτηση του άρθρου 4, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προβληθεί κατ' ένσταση μέχρι την περάτωση της συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθ. 745 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, παραβίαση του καθήκοντος ειλικρίνειας υπάρχει αν ο οφειλέτης, από δόλο ή βαριά αμέλεια, αποκρύπτει εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται ή περιουσιακά στοιχεία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανίζεται μειωμένων οικονομικών δυνατοτήτων και έτσι να πετύχει παράνομα μειωμένη ικανοποίηση των πιστωτών του, εκτός βέβαια αν η παράλειψη αυτή είναι εντελώς ασήμαντη και επουσιώδης, όπως θα εκτεθεί παρακάτω. Ως δόλος νοείται η εκ μέρους του δράστη πρόβλεψη και αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος ορισμένης συμπεριφοράς, την οποία αυτός επιχειρεί, αν και γνωρίζει τα περιστατικά που την καθιστούν παράνομη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με δόλο ενεργεί ο οφειλέτης, όταν, εν γνώσει του, υποβάλει ψευδή δήλωση, που δεν ανταποκρίνεται δηλαδή στην αλήθεια, χωρίς να χρειάζεται κάποιο πρόσθετο στοιχείο, ενώ ως βαριά χαρακτηρίζεται η αμέλεια, όταν η απόκλιση από το μέτρο συμπεριφοράς του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθης και ιδιαίτερα μεγάλη. Η κρίση για το χαρακτήρα της αμέλειας ως βαριάς είναι θέμα αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο.
Για να επέλθουν σε βάρος του οφειλέτη οι οριζόμενες στο νόμο πιο πάνω δυσμενείς κυρώσεις δεν απαιτείται με τη συμπεριφορά αυτή του οφειλέτη να έχει μειωθεί (βλαβεί) η ικανοποίηση των πιστωτών. Αρκεί ότι οι εσφαλμένες ή ατελείς δηλώσεις του οφειλέτη είναι πρόσφορες να μειώσουν (ζημιώσουν) την ικανοποίηση των πιστωτών.
Όταν, όμως, οι παραβάσεις του οφειλέτη είναι εντελώς επουσιώδεις, δεν δικαιολογείται η προβλεπόμενη στο νόμο παραπάνω αντιμετώπιση. Επίσης, δε χρειάζεται να αναφέρονται στην αίτηση του άρθ. 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου τα ποσά που είχαν εισπραχθεί κατά το παρελθόν στο βαθμό που αυτά, κατά την υποβολή της αίτησης, έχουν πλέον αναλωθεί προς κάλυψη αναγκών του οφειλέτη ή για εξόφληση οφειλών του, αφού έχουν πάψει να αποτελούν περιουσία του. Ο οφειλέτης, πάντως, πρέπει να αναφέρει και τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, κατά τη δική του υποκειμενική εκτίμηση, μπορεί να είναι και χωρίς αξία ή και χωρίς πιθανότητα ρευστοποίησης ή είσπραξης, καθώς ο μόνος αρμόδιος να ενημερωθεί γι' αυτά και να τα αξιολογήσει είναι ο δικαστής. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες του ν. 3869/2010, προκύπτει ότι όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται και ρυθμίζομαι από το νόμο αυτόν αποβλέπουν στο να διευκολύνουν τον έντιμο και καλόπιστο οφειλέτη, ο οποίος περιήλθε, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης των οφειλών του. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, ένας ανειλικρινής σε κρίσιμα ζητήματα οφειλέτης (περιουσιακή κατάσταση - εισοδήματα) δεν κρίνεται άξιος να τύχει της ευνοϊκής μεταχείρισης του νόμου (ΑΠ 438/2019 ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΑΠ 636/2017 ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΜΠρΗρακ 648/2018 ΤΝΠΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών, με τον 1° λόγο της έφεσής του ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η αίτησή του είναι αόριστη και ακολούθως απέρριψε αυτή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, και ειδικότερα εσφαλμένα έκρινε ότι, επειδή οι αναφερόμενες μηνιαίες δαπάνες του υπερβαίνουν τα αναφερόμενα μηνιαία εισοδήματά του, χωρίς να αναφέρεται, περαιτέρω, ότι λαμβάνει σταθερά και σε μηνιαία βάση οικονομική βοήθεια από συγγενικό του πρόσωπο, ούτε ποιο είναι το πρόσωπο ούτε και σε τι ποσό ανέρχεται η βοήθεια, υπάρχει ασάφεια ως προς τα εισοδήματά του.
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερευνώντας το ορισμένο της αίτησης έκρινε ότι η αναντιστοιχία στις αναφερόμενες δαπάνες και τα αναφερόμενα εισοδήματα, με τα πρώτα να υπερτερούν των δεύτερων, χωρίς περαιτέρω αναφορά για οικονομική ενίσχυση από τρίτο πρόσωπο, με σαφή προσδιορισμό της ταυτότητας αυτού αλλά και του ακριβούς ποσού της οικονομικής ενίσχυσης, δημιουργεί ασάφεια ως προς τα εισοδήματα του αιτούντος και καθιστά την αίτηση αόριστη, και με την αιτιολογία αυτή την απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Έτσι όμως που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αξιώνοντας για το ορισμένο της ένδικης αίτησης του εκκαλούντος περισσότερα στοιχεία από εκείνα που απαιτεί προς τούτο ο νόμος, έσφαλε, καθόσον από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθ. 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθ. 4 παρ. 1 του ίδιου νόμου, για το ορισμένο της αίτησης υπαγωγής του οφειλέτη στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 δεν απαιτείται να αναφέρονται στο δικόγραφό της τα παραπάνω στοιχεία, ούτε αυτά συνιστούν προαπαιτούμενα της δικαστικής διάγνωσης ως προς την εφαρμογή ή όχι του συστήματος του συγκεκριμένου νόμου (άρθ. 1 του ν. 3869/2010), και άρα δεν ήταν αναγκαίο να μνημονεύονται στην ως άνω αίτηση του εκκαλούντος, αφού η παράλειψη αναφοράς στην αίτηση του οφειλέτη αξιόλογων περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων, αποτελεί θέμα που αφορά όχι στην κατά νόμο πληρότητα της αίτησης, αλλά στην ειλικρίνεια του περιεχομένου της, η οποία προβλέπεται και ρυθμίζεται από τη διάταξη του άρθ. 10 του ν. 3869/2010.
Σύμφωνα δε με την τελευταία αυτή διάταξη, η παράβαση του οφειλέτη να υποβάλλει ειλικρινή δήλωση είναι νομικά αξιόλογη εφόσον στηρίζεται σε δόλο ή βαριά αμέλειά του και προβάλλεται με αίτηση οποιοσδήποτε πιστωτή, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέσα σε ορισμένη προθεσμία. Με βάση τα ανωτέρω, και κατά παραδοχή του προαναφερόμενου 1ου λόγου της έφεσης και ως βάσιμου στην ουσία του, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να εξαφανιστεί, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να δικαστεί κατ' ουσία (άρθ. 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί επέκταση του κράτους δικαίου σε υπερεθνικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, η δημοκρατική και η δικαιοκρατική αρχή, κοινές στα κράτη - μέλη που ίδρυσαν την Ένωση, διαμορφώνουν τον κοινό ευρωπαϊκό συνταγματισμό. Πρόκειται για έναν συνταγματικό πλουραρισμό, δομείται, δηλαδή, ένας πολυεπίπεδος συνταγματισμός, ο οποίος οργανωτικά συνεπάγεται μία αντιστοίχως πολυεπίπεδη διακυβέρνηση μίας Ευρώπης με πολλαπλές ταυτότητες και πολλαπλά κέντρα εξουσίας. Τα κράτη - μέλη αποδέχονται την ιδιαίτερη φύση του κοινοτικού δικαίου και αναγνωρίζουν τις συνταγματικής υφής κανονιστικές του συνέπειες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν καταλήγει στην παραβίαση ορισμένων θεμελιωδών συνταγματικών αρχών. Η διαλλακτική στάση της «συνταγματικής ανοχής» χαρακτηρίζεται από ,ϊτρ θέση κάποιων ορίων τα οποία προβάλλουν τα εθνικά δίκαια έναντι της αξίωσης απόλυτης υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, όπως αυτή διατυπώνεται στη νομολογία του ΔΕΚ, έχουν δε ως θεμέλιο τα εθνικά Συντάγματα. Πράγματι, τα εθνικά δικαστήρια προέβαλαν ως αδιαπραγμάτευτα τα ζητήματα που αφορούν την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τη δημοκρατική αρχή, τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας και την παραχώρηση της εξουσίας καθορισμού των ορίων των εκχωρημένων στην Ένωση αρμοδιοτήτων. Υπό το πρίσμα αυτό, το κοινοτικό δίκαιο διαμορφώνεται βάσει των κοινών συνταγματικών παραδόσεων όλων των κρατών - μελών, επομένως, κανένα κράτος δεν μπορεί να επιβάλει τις αποκλειστικά δικές του επιταγές. Κατ' αποτέλεσμα, οι εθνικές συνταγματικές τάξεις και η κοινοτική συνταγματική τάξη χαρακτηρίζονται από την ομοιογένεια των θεμελιωδών αρχών και αξιών τους, δεδομένης μάλιστα της ρητής κατοχύρωσης στη διάταξη του άρθ. 6 παρ. 1 της ΣΕΕ, των αρχών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, των θεμελιωδών ελευθεριών και του κράτους δικαίου, ως αρχών κοινών που διέπουν τόσο τα κράτη - μέλη όσο και την Ένωση. Η αξιακή αυτή ομοιογένεια εθνικών Συνταγμάτων και ευρωπαϊκού Συντάγματος διευκολύνει «τη μέθοδο του αμοιβαίου σεβασμού και της εναρμόνισης», η οποία είναι η αποτελεσματικότερη για τη συνύπαρξη εθνικού Συντάγματος και κοινοτικού δικαίου. Η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο επίπεδα άσκησης εξουσίας είναι σπάνια, στο μέτρο που, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η παραβίαση των συνταγματικών ορίων σε εθνικό επίπεδο θα συνιστούσε ταυτόχρονα και παραβίαση των συνταγματικών αρχών της ίδιας της ενωσιακής έννομης τάξης. Η διαδικασία αυτή οδηγεί στη διαμόρφωση ενός «ευρωπαϊκού συνταγματικού πλέγματος», το οποίο αποτελείται από κοινές συνταγματικές αρχές που «διυλίζονται» εντός του κοινοτικού δικαίου, από τις συνταγματικής υφής αρχές του τελευταίου, καθώς και από τις εθνικές ιδιαιτερότητες των κρατικών συνταγματικών τάξεων.
Σε πρακτικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι η υπεροχή του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου επιβάλλει την κατίσχυσή του και έναντι ειδικών διατάξεων του εθνικού Συντάγματος, κάμπτεται όμως εάν συγκρουστεί με μια από τις βασικές εθνικές συνταγματικές αξίες που συγκαθορίζουν την όλη ευρωπαϊκή ενωσιακή τάξη. Συνεπώς, η τελική υπεροχή εξαρτάται όχι από την ιεραρχική τυπική ισχύ αλλά από την πληρέστερη ικανοποίηση των κοινών αξιών. Τα ίδια ιδρυτικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της επιβάλλουν την υποχρέωση να σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών - μελών, συμπεριλαμβανομένης και της συνταγματικής τους διάστασης. Ένα κράτος - μέλος μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις και, βεβαίως, υπό τον έλεγχο του ΔΕΚ, να επικαλεστεί τη διαφύλαξη της εθνικής του ταυτότητας και της εθνικής συνταγματικής ταυτότητας, για να δικαιολογήσει μια παρέκκλιση από εφαρμογή ή να αναπτύξει, εντός ορισμένων ορίων, δική του αντίληψη σχετικά με ένα θεμιτό συμφέρον για παράδειγμα επί των περί κυκλοφορίας θεμελιωδών ελευθεριών [βλ. προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Poiares Maduro στις υποθέσεις Arceior και του «βασικού μετόχου», α) ΔΕΚ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-127/2007, Societe Arcelor Atlantique et Lorraine κλπ. (Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Conseil d' Etat-Γαλλία), Συλλογή 2008, σ. 1-9895 και β) ΔΕΚ (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 16ης Δεκεμβρίου 2008, C-213/2007, Michaniki Α.Ε. (Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Συμβούλιο της Επικράτειας - Ελλάς), Συλλογή 2008, σ 1-9999).
Χαρακτηριστική περίπτωση συναφώς αποτελεί η γερμανική προσέγγιση της αρχής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την οποία εγγυάται το Εθνικό Σύνταγμα και προς την οποία το ΔΕΚ δέχθηκε ότι δικαιολογεί έναν περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι η ανθρώπινη αξιοπρέπεια προστατεύεται στην κοινοτική έννομη τάξη ως γενική αρχή του δικαίου. Έκρινε, ειδικότερα, ότι ο σκοπός της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας συμβιβάζεται με το κοινοτικό δίκαιο, χωρίς να έχει σχετικώς σημασία το ότι στη Γερμανία η αρχή προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας απολαύει ειδικού καθεστώτος, ως αυτοτελές θεμελιώδες δικαίωμα. Δεδομένου ότι ο σεβασμός θεμελιωδών δικαιωμάτων δεσμεύει τόσο την Κοινότητα όσο και τα κράτη - μέλη της, η προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων αποτελεί θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο, ακόμη και δυνάμει μιας θεμελιώδους ελευθερίας την οποία εγγυάται η Συνθήκη, όπως ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (ΔΕΚ της 14ης Δεκεμβρίου 2004, C-36/2004, Omega Συλλογή 2004, σ 1-9609). Αναγνώρισε, δηλαδή, στο κράτος - μέλος ευρεία ελευθερία προς καθορισμό του περιεχομένου και της έκτασης ('εφαρμογής της αναλόγως της δικής του αντίληψης όσον αφορά την προάσπιση αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος στην επικράτειά του, λαμβανομένων υπόψη των εθνικών ιδιαιτεροτήτων.
Όπως το κοινοτικό δίκαιο λαμβάνει υπόψη του τη συνταγματική ταυτότητα των κρατών - μελών, έτσι και το εθνικό συνταγματικό δίκαιο οφείλει να προσαρμόζεται στις επιταγές της «κοινοτικής έννομης τάξης». Εφόσον ο σεβασμός της συνταγματικής ταυτότητας των κρατών - μελών συνιστά θεμιτό συμφέρον ικανό να δικαιολογήσει, καταρχήν, έναν περιορισμό των υποχρεώσεων που επιβάλλονται από το κοινοτικό δίκαιο, κατά μείζονα λόγο μπορεί να τον επικαλεστεί ένα κράτος - μέλος για να δικαιολογήσει τη δική του εκτίμηση των συνταγματικών μέτρων που πρέπει να συμπληρώσουν την κοινοτική νομοθεσία προς εξασφάλιση, εντός της επικράτειάς του, των αρχών και κανόνων που θεσπίζει ή επί των οποίων βασίζεται η εν λόγω νομοθεσία. Η άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας του κράτους - μέλους πρέπει, ωστόσο, να παραμένει εντός των ορίων που καθορίζει η εκάστοτε γενική αρχή και η σχετική κοινοτική νομοθεσία [προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα Poiares Maduro της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, στις υποθέσεις C-53/04 και C-180/04 Manrosu και Sardino (Συλλογή 2006, σ 1-7213), (Λίνα Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και Κοινοτικό Δίκαιο, Το ζήτημα της υπεροχής, έκδοση 2009, Ευγενία Πρεβεδούρου, Η σχέση εθνικού συντάγματος και κοινοτικού δικαίου υπό το πρίσμα του διαλόγου των δικαστών, ΕΔικΚοινΑσφ, 2010.257]. Ο ΟΑΕΔ, ως καθολικός διάδοχος του ΟΕΚ, υπό το καθεστώς της με αριθμό 2012/21/ΕΕ απόφασης της Επιτροπής και των καταστατικών αυτού διατάξεων, αποτελεί Υπηρεσία Γενικού Οικονομικού Συμφέροντος (ΥΓΟΣ) στον τομέα της κοινωνικής κατοικίας υπό την έννοια των διατάξεων των άρθ. 14 και 106 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά συνέπεια τυγχάνουν εφαρμογής οι κανόνες της ενωσιακής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που του έχει ανατεθεί.
Σύμφωνα δε, με το Πρωτόκολλο 26 το οποίο προσαρτήθηκε στη Συνθήκη της Λισαβόνας, η κύρια αρμοδιότητα στον τομέα της ανάθεσης, παροχής, χρηματοδότησης και οργάνωσης των ΥΓΟΣ, εναπόκειται στα κράτη - μέλη, τα οποία έχουν ευρεία διακριτική ευχέρεια επί του θέματος και ελευθερία δημοκρατικών επιλογών, ανάλογα με τις ανάγκες των χρηστών που μπορούν να προκύψουν από τις εκάστοτε γεωγραφικές, κοινωνικές ή πολιτισμικές συνθήκες. Το ως άνω Πρωτόκολλο επιβάλλει, μεταξύ άλλων, στα κράτη - μέλη να μεριμνούν για την εξασφάλιση «υψηλού επιπέδου οικονομικής προσιτότητας», και για την προώθηση της καθολικής πρόσβασης των ΥΓΟΣ τους. Ενδεχόμενη παράλειψη κράτους - μέλους να διασφαλίσει «υψηλό επίπεδο οικονομικής προσιτότητας» στην κοινωνική στέγαση θα συνεπαγόταν ματαίωση της εφαρμογής του Πρωτοκόλλου αριθ. 26 για τις ΥΓΟΣ, πλήττοντας με τον τρόπο αυτό την «αρχή της πλήρους αποτελεσματικότητας του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου», αρχή, η οποία αποτυπώνεται ρητά με τη διάταξη του άρθ. 4 παρ. 3 εδάφια β' και γ' της ΣΕΕ και σύμφωνα με την οποία: «Τα κράτη - μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο ικανό να διασφαλίσει την εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις Συνθήκες ή προκύπτουν από πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Τα κράτη - μέλη διευκολύνουν την Ένωση στην εκπλήρωση της αποστολής της και απέχουν από τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου ικανού να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης» (βλ. και Απόφαση Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης αριθ. 13097/661/2017, ΦΕΚ 403Β'/25.04.2017).
Σύμφωνα λοιπόν με τα προλεχθέντα, η εθνική έννομη τάξη, η οποία, όπως αναφέρθηκε, αποτελεί κομμάτι του πολυεπίπεδου ευρωπαϊκού συνταγματισμού, διατηρώντας τόσο την εθνική όσο και τη συνταγματική της ταυτότητα, αλλά και ασκώντας τη διακριτική της ευχέρεια που το ίδιο το κοινοτικό δίκαιο της παρέχει και τέλος αναλαμβανόμενη τις ιδιαίτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, μεριμνά για τη διευθέτηση του φαινομένου της υπερχρέωσης, είτε αυτή αφορά σε οφειλές προς ιδιώτες, είτε αφορά σε οφειλές προς ασφαλιστικούς οργανισμούς ή άλλα νομικά πρόσωπα. Εκκινώντας από την αφετηριακή βάση της προστασίας του οφειλέτη από τον κίνδυνο της κοινωνικής περιθωριοποίησης, δίνει τη δυνατότητα της ρύθμισης, για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, με απαλλαγή από αυτά και έχει ως βάση ευθέως στο ίδιο το 'κοινωνικό κράτος δικαίου. Η μέριμνα αυτή, επιτάσσεται τόσο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά, μέσω των εν λόγω διαδικασιών, την αγοραστική τους δύναμη προάγοντας την οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα, όσο και από την υποχρέωση σεβασμού της αξίας του οφειλέτη ως ανθρώπου.
Ειδικότερα, πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας κατά τη διάταξη του άρθ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος, είναι να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου. Η ανθρώπινη αξία αποτελεί το θεμελιώδες δικαίωμα πάνω στο οποίο εδράζονται και αναπτύσσονται όλα τα άλλα επιμέρους δικαιώματα. Πρόκειται για έναν ανώτατο ερμηνευτικό νομικό κανόνα τόσο άλλων διατάξεων του Συντάγματος, όσο και της κοινής νομοθεσίας και που επηρεάζει επίσης καταλυτικά την οργάνωση και λειτουργία του Κράτους. Το Σύνταγμα διαμορφώνει ένα πολίτευμα στο επίκεντρο του οποίου βρίσκεται ο άνθρωπος όχι ως αποκομμένη ατομική μονάδα, αλλά ως τμήμα του κοινωνικού συνόλου. Η Πολιτεία, δηλαδή όλα τα πολιτειακά όργανα, οφείλουν όχι μόνο να σέβονται αλλά και να προστατεύουν την αξία αυτή από προσβολές. Από το ανωτέρω δικαίωμα, απορρέει και το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ενός ελάχιστου εισοδήματος, το οποίο έχει ως φορέα τον «καθένα», ενεργοποιείται ως κανόνας προστασίας για κάθε άτομο που πλησιάζει τα όρια της εξαθλίωσης και αποτελεί το ακραίο όριο των νομοθετικών επιλογών. Άλλωστε, η υποχρέωση για την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι πρωταρχικής σημασίας και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεδομένου ότι, όπως αναφέρθηκε, το κοινοτικό δίκαιο διαμορφώνεται βάσει των κοινών συνταγματικών παραδόσεων όλων των κρατών - μελών. Η δε παραβίαση των συνταγματικών ορίων σε εθνικό επίπεδο θα συνιστούσε συνεπώς ταυτόχρονα και παραβίαση των συνταγματικών αρχών της ίδιας της ενωσιακής έννομης τάξης.
Η υπό όρους απαλλαγή (μερική η ολική) από το σύνολο των χρεών του οφειλέτη δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως παραβίαση της ισότιμης μεταχείρισης των πολιτών αλλά ως υποχρέωση σεβασμού της αξίας του «αδυνάτου» οφειλέτη ως ατόμου, η κοινωνική και οικονομική εξόντωση του οποίου δεν προάγει το δημόσιο συμφέρον, καθώς τον εμποδίζει να επανενταχθεί στην κοινωνική και οικονομική δραστηριότητα και να συμβάλλει στην οικονομική ανόρθωση της χώρας, σύμφωνα με την επιταγή της διάταξης του άρθ. 106 παρ. 1 και 2 του —- ' Συντάγματος (ΑΠ 288/2000 ΤΝΠΝΟΜΟΣ, I. Βενιέρη, παρατηρήσεις στην Ειρίλ 398/2016 ΕΕμπΔ 2016.941). Αλλά ούτε θα πρέπει να λογιστεί και ως παραβίαση της διάταξης του άρθ. 17 του Συντάγματος, καθώς, η προστασία της από το Κράτος δεν είναι απόλυτη και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή, δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος που εν προκειμένω υφίσταται ως αναλύεται ανωτέρω.
Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η ευρύτερη νομοθετική διαχείριση της διόγκωσης του φαινομένου της υπερχρέωσης φυσικών προσώπων στην ελληνική πραγματικότητα, είναι μία προσπάθεια εξορθολογισμού του θεσμού με την επίκληση του γενικότερου κοινωνικού και ιδιαιτέρως έντονου δημοσίου συμφέροντος, έτσι ώστε να δικαιολογούνται, αλλά και να επιβάλλονται οι όποιες ρυθμίσεις αφορούν και σε υπαγωγή ΥΓΟΣ, όπως ο ΟΑΕΔ, στη ρύθμιση του νόμου, χωρίς να παραβιάζεται ούτε το συνταγματικό αλλά ούτε και ενωσιακό δίκαιο. Άλλωστε, η ίδια η διάταξη του άρθ. 14 της ΣΕΕ, εξαρτά την εφαρμογή του υπό την επιφύλαξη της διάταξης του άρθ. 4 της ίδιας ως άνω Συνθήκης, το οποίο κάνει λόγο για σεβασμό της Ένωσης των ουσιωδών λειτουργιών των κρατών - μελών, αλλά αντίστοιχα και σεβασμό των κρατών - μελών των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τις Συνθήκες, μία εκ των οποίων είναι και η υποχρέωση προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται και η πραγματοποίηση των στόχων της Ένωσης (άρθ. 4 παρ. 3 ΣΕΕ), ένας εκ των οποίων είναι και η ευημερία των λαών της (άρθ. 3 ΣΕΕ). Η ένταξη συνεπώς των οφειλών προς τον ΟΑΕΔ στο νομοθετικό πλαίσιο του ν. 3869/2010 κρίνεται καταρχήν συνταγματική και εν συνεχεία κρίνεται και πλήρως εναρμονισμένη με τους κανόνες, τις αρχές και τις αξίες του κοινοτικού δικαίου και ειδικότερα των διατάξεων των άρθ. 14 και 106 της ΣΕΕ, καθόσον οι όποιες ρυθμίσεις για τη λειτουργία και την οργάνωση των Υπηρεσιών ΓΟΣ εντάσσονται στο πλαίσιο της διατήρησης της εθνικής και συνταγματικής ταυτότητας κάθε κράτους - μέλους και της διακριτικής ευχέρειας που το καθένα έχει, προκειμένου να θεσπίζει ειδικότερες διατάξεις που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν και είναι περαιτέρω πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, πληρούν το αναγκαίο μέτρο προς επίτευξη του απαραίτητου αποτελέσματος, καθώς με αυτόν τον τρόπο ο ΟΑΕΔ ως ΥΓΟΣ θα επιτελέσει πιο αποτελεσματικά την ιδιαίτερη αποστολή του προς το γενικό δημόσιο όφελος, και πληρούν το όριο αναλογικότητας σε σχέση με την ανάγκη να τεθεί ο συγκεκριμένος περιορισμός. Έτσι στην ευνοϊκή ρύθμιση του ν. 3869/2010 υπάγονται όλα ανεξαιρέτως τα χρέη των δανειοληπτών, μεταξύ των οποίων και αυτά προς τον ΟΑΕΔ, πλην εκείνων που ρητά εξαιρούνται από το νόμο αυτό (ΟλΑΠ 2/2017 ΤΝΠΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο μετέχων στη δίκη πιστωτής ισχυρίζεται ότι η αίτηση είναι νόμω αβάσιμη, διότι οι απαιτήσεις του από τα δάνεια δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, καθώς η ένταξή του στη ρύθμιση συνιστά παράβαση του ενωσιακού δικαίου και συγκεκριμένα των διατάξεων των άρθ. 14 και 106 παρ. 1 και 2 της ΣΕΕ, καθώς και της απόφασης με αριθμό 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι η ένταξη και της δικής του απαίτησης σε τυχόν ρύθμιση του νόμου, παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα στην περιουσία, που αναγνωρίζεται από τη διάταξη του άρθ. 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης. Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, στην ευνοϊκή ρύθμιση του ν. 3869/2010 υπάγονται όλα ανεξαιρέτως τα χρέη των δανειοληπτών, μεταξύ των οποίων και αυτά προς τον ΟΑΕΔ, πλην εκείνων που ρητά εξαιρούνται από το νόμο αυτό, και ως εκ τούτου ο περί του αντιθέτου ως άνω ισχυρισμός του μετέχοντας στη δίκη πιστωτή, τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το ν. 4161/2013 «ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ας κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας. Η ρύθμιση μπορεί να προβλέπει και περίοδο χάριτος. Και ναι μεν η διάταξη του άρθ. 9 αντικαταστάθηκε με την παρ. 18 του άρθ. 1 της υποπαρ. Α. 4 της παρ. Α του άρθ. 2 του ν. 4336/2015, αλλά η αντικατάσταση αυτή καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθ. 2 της υποπαρ. Α.4 της παρ. Α του άρθ. 2 του ν. 4336/2015, μόνον τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, δημοσιεύθηκε δε αυτός στις 14-08-2015 (ΦΕΚ 94Α'/14.08.2015), ενώ και η αντικατάσταση, εκ νέου, με τη διάταξη του άρθ. 14 παρ. 7 και 11 του ν. 4346/2015, σύμφωνα με την παρ. 11 του αυτού άρθρου και νόμου αρχίζει να ισχύει από 01.01.2016 και επίσης δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς και αιτήσεις που έχουν κατατεθεί έως και 31.12.2015. Η εξαίρεση αυτή της κύριας κατοικίας του υπερχρεωμένου οφειλέτη από τη ρευστοποίηση εκπορεύεται καταρχάς από την ανάγκη προστασίας του, ώστε να αποκατασταθεί γενικά η κοινωνική συνοχή (που αποτελεί πάντοτε σκοπό του θετού δικαίου), η οποία έχει διαρραγεί, λόγω του μεγάλου αριθμού ιδιωτών οφειλετών στο κοινωνικό πεδίο των συμβατικών έννομων σχέσεων προς πιστωτικά ιδρύματα, αλλά και ειδικά, ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα σε έκαστο υπερχρεωμένο κοινωνό (φυσικό πρόσωπο), να αποτελέσει εκ νέου δυναμικό παράγοντα της οικονομικής - συναλλακτικής κοινωνίας. Δικαιολογείται, όμως, ειδικότερα από την ανάγκη προστασίας της κύριας κατοικίας του, η οποία, υπό την έννοια της οικογενειακής στέγης, ως κοινωνικό αγαθό, απολαμβάνει συνταγματικής προστασίας, κατά τη διάταξη του άρθρο 21 του Συντάγματος.
Από τη γραμματική και μόνο διατύπωση του νόμου συνάγεται ευθέως ότι το ποσό των απαιτήσεων που μπορεί με τον τρόπο αυτό να ικανοποιηθεί, ως αντάλλαγμα, δύναται να ανέρχεται σε ποσοστό 80% της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας κατ' ανώτατο ύψος και όχι κατά κατώτατο. Περαιτέρω, ο νόμος δεν παραθέτει κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων καταβολών για το χρέος αυτό, που επιβάλλεται στον οφειλέτη ως πρόσθετο, ώστε να επωφεληθεΐ από την εξαίρεση της εκποίησης της κύριας κατοικίας. Γενικά κριτήρια είναι η ηλικία του οφειλέτη, η παρούσα οικονομική του κατάσταση και η προοπτική βελτίωσης της, όπως τα κριτήρια αυτά συνάγονται με συστηματική ερμηνεία ζ από την ανάλογη ρύθμιση της διάταξης του άρθ. 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010, καθώς εξάλλου η προστασία αυτή δεν παρέχεται σε όλους τους οφειλέτες, αλλά σε αυτούς που η αξία της κατοικίας τους δεν υπερβαίνει ένα όριο. Συνεπώς, όταν το επιτρέπουν εξαιρετικοί λόγοι, όπως ηλικίας, προβλημάτων υγείας και ανεργίας, το δικαστήριο μπορεί να ορίσει και κατώτερο ποσό από το ανώτατο επιτρεπόμενο, ακόμη και μηδενικό, σε περίπτωση που είναι αδύνατη η όποια καταβολή, χωρίς την υποβάθμιση του ανεκτού ορίου της ανθρώπινης διαβίωσης. Αντίθετη άποψη θα οδηγούσε στο άτοπο, σε περίπτωση που συντρέχουν οι εξαιρετικές περιπτώσεις της διάταξης του άρθ. 8 παρ. 5 του ως άνω νόμου και ο οφειλέτης έχει ανεπαρκές εισόδημα, να ορίζονται μεν μηδενικές καταβολές για την υπαγωγή στη ρύθμιση, πλην όμως να ορίζονται μηνιαίες δόσεις για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, τη στιγμή μάλιστα που θα έχει ήδη κριθεί ότι ο οφειλέτης αδυνατεί να ανταποκριθεί λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων και του ανεπαρκούς του εισοδήματος σε οποιαδήποτε καταβολή.
Ωστόσο, ο ορισμός μηδενικών καταβολών ευρίσκεται εντός των νομοθετημένων ορίων και επιλογών, αφού στη μεν περίπτωση της διάταξης του άρθ. 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010 επιτρέπεται ρητά να οριστούν μηδενικές καταβολές, στη δε περίπτωση της διάταξης του άρθ. 9 παρ. 2 του ίδιου ως άνω νόμου, τούτο επιτρέπεται με το να τίθεται μόνο το ανώτατο όριο ποσοστού 80% επί της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου. Το επιτρεπτό μηδενικής καταβολής και κατά την εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 9 του ως άνω νόμου προκύπτει και από την ερμηνεία της διάταξης αυτής κατά τις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου. Ειδικότερα, η κατά τη διάταξη του άρθ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να σέβεται και να προστατεύει την αξία του ανθρώπου θέτει ως όριο κάθε πολιτειακής πράξης, όπως είναι και η δικαστική απόφαση, τη διατήρηση εκείνων των συνθηκών διαβίωσης του πολίτη που θα του επιτρέπουν να ζει με αξιοπρέπεια, ενώ εάν το δικαστήριο στερήσει αυτή τη δυνατότητα στον υπερχρεωμένο οφειλέτη, τότε προκρίνει έναντι της αξίας του ανθρώπου την. ικανοποίηση περιουσιακών δικαιωμάτων, σε αντίθεση με την ως άνω θεμελιώδη συνταγματική διάταξη που διαπνέει το δίκαιο και την ερμηνεία του. Συνεπώς, εάν γίνει δεκτό ότι στην περίπτωση υποβολής αιτήματος εξαίρεσης της κύριας κατοικίας υπερχρεωμένου οφειλέτη δεν είναι επιτρεπτό να οριστούν μηδενικές καταβολές, ουσιαστικά καταστρατηγείται ο ν. 3869/2010, διότι ο υπερχρεωμένος πολίτης, ενώ θα δικαιούται με βάση τις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου, θα βρεθεί στο τέλος της διαδικασίας απροστάτευτος και μάλιστα τούτο θα έχει επισυμβεί δυνάμει δικαστικής απόφασης, με την οποία θα παραβιάζεται και η γενική αρχή του δικαίου, κατά την οποία κανείς δεν υποχρεούται στα αδύνατα (ΜΠρΚαλαμ 27/2019 ΤΝΠΝΟΜΟΣ, ΜΠρΘεσσ 500/2016 ΕλλΔνη 2016.556).
Από την ανωμοτί εξέταση του αιτούντος, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ο μετέχων στη δίκη πιστωτής δεν εξέτασε μάρτυρα), που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς και από την υπ' αριθ. 292/05-11-2019 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καλαμάτας, την οποία επικαλείται και προσκομίζει ο αϊτών και η οποία, παρότι λήφθηκε χωρίς κλήτευση του αντιδίκου του - μετέχοντας στη δίκη πιστωτή, θα ληφθεί υπόψη διότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθ. 744, 759 παρ. 3 και 765 ΚΠολΔ, στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας ισχύει το ανακριτικό σύστημα, και ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, με βάση το οποίο, η εξουσία του Δικαστηρίου για τη λήψη κάθε πρόσφορου μέτρου για την ανεύρεση της αλήθειας δεν οριοθετείται από το νόμο και άρα είναι απεριόριστη, με συνέπεια να λαμβάνει υπόψη του ακόμη και άκυρα ή ανυπόστατα ή μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα ή αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου της διάταξης του άρθ. 339 ΚΠολΔ και αποδεσμεύεται από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης (ΑΠ 769/2015 ΤΝΠΝΟΜΟΣ), αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Ο αιτών είναι ηλικίας 60 ετών, συνταξιούχος του ΕΦΚΑ. Συγκεκριμένα, λαμβάνει σύνταξη λόγω αναπηρίας, ποσοστού 75%, η οποία, κατά ιατρική πρόβλεψη, θα διαρκέσει από 10-09- 2018 μέχρι 31-12-20121 και η οποία οφείλεται σε ψυχιατρική πάθηση και ςφκότερα σε σχιζοφρένεια (βλ. σχετ. την υπ' αριθ. 09905/2018/10157 από ££-10-2018 γνωστοποίηση αποτελέσματος αναπηρίας του Υποκαταστήματος ΙΚΑ - ΕΤΑΜ/ΚΕΠΑ Νομαρχιακή Μονάδα Υγείας Καλαμάτας). Είναι διαζευγμένος και πατέρας δύο ενήλικων τέκνων. Η μηνιαία σύνταξή του (κύρια και επικουρική) ανέρχεται στο ποσό των 457,43 ευρώ (βλ. σχετ. το από 24-10- 2019 ενημερωτικό σημείωμα συντάξεων της Προϊσταμένης Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων του ΕΦΚΑ σε συνδυασμό με την από 20-06-2019 Πράξη Διοικητικού Προσδιορισμού Φόρου Υπόχρεου της ΑΑΔΕ). Από 10-08- 2019 νοσηλεύεται στην Πρότυπη Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων με το διακριτικό τίτλο «ΜΥΣΤΡΑΛ ΜΕΛΑΘΡΟΝ», στη Σπάρτη (1° χλμ. Σπάρτης - Νοσοκομείου), λόγω κινητικών προβλημάτων (πολλαπλά κατάγματα), χωρίς να είναι δυνατή ιατρική πρόβλεψη για το χρόνο αποθεραπείας και εξόδου του από την ανωτέρω Μονάδα, τα έξοδα παραμονής στην οποία καλύπτονται από τη σύνταξή του (βλ. σχετ. την από 29-10-2019 βεβαίωση της Υπεύθυνης της ανωτέρω Μονάδας). Άλλα εισοδήματά του, από οποιαδήποτε άλλη πηγή, δεν αποδείχτηκαν. Πριν από την εισαγωγή του στην ανωτέρω Μονάδα ο αϊτών διέμενε σε ιδιόκτητη οικία, στην Καλαμάτα (οδός ....), εμβαδού 85,10 τ.μ. Ακολούθως, οι δαπάνες διαβίωσής του περιλαμβάνουν αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών διατροφής, ένδυσης, υπόδησης, χρήσης των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αλλά και για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς τη φορολογική διοίκηση, και ανέρχονται, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, στο ποσό των 450 ευρώ, λαμβανομένου υπόψη αφενός μεν ότι αυτός, όπως και κάθε οφειλέτης που αιτείται την υπαγωγή του στις ευεργετικές ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, πρέπει από την πλευρά του να μειώσει στο ελάχιστο τις δαπάνες του, δηλαδή μόνο στις απολύτως απαραίτητες για το προβλεπόμενο από το νόμο χρονικό διάστημα των τριών (3) έως πέντε (5) ετών, αφετέρου δε ότι το ανωτέρω ποσό ανταποκρίνεται στην απαίτηση διατήρησης του ελάχιστου ορίου αξιοπρεπούς διαβίωσης και στις συνθήκες διαβίωσης του αιτούντος και δεν υπερβαίνει αυτό που προσδιορίστηκε ως επαρκές για την κάλυψη των εύλογων δαπανών διαβίωσης ενός ενήλικα άνω των 50 ετών, χωρίς εξαρτώμενα ανήλικα ή ενήλικα τέκνα, βάσει της Έρευνας Οικονομικών Προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο αϊτών είχε αναλάβει το χρέος, το οποίο θεωρείται με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμο.
Συγκεκριμένα, του έχει χορηγηθεί στεγαστικό δάνειο από το μετέχον στη δίκη πιστωτή, δυνάμει της υπ' αριθ. 05175000411 σύμβασης στεγαστικού δανείου, με το οποίο απέκτησε το προαναφερόμενο ακίνητο - κύρια κατοικία του. Το οφειλόμενο υπόλοιπο για την αποπληρωμή του εν λόγω δανείου ανέρχεται, σήμερα, στο ποσό των 19.566,63 ευρώ. Παρά τούτα, όμως, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν, ο αϊτών δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην εξυπηρέτηση του χρέους του αυτού, λόγω έλλειψης εισοδημάτων του. Η οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο δεν αναμένεται να βελτιωθεί, καθόσον η ηλικία του, σε συνδυασμό με τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει (ψυχιατρικά και πλέον και κινητικά), αποκλείουν την πιθανότητα αύξησης του εισοδήματος του, ενώ παράλληλα οι δανειακές υποχρεώσεις του αυξάνονται συνεχώς, λόγω της επιβάρυνσης του χρέους (δανείου) με τόκους υπερημερίας. Συνεπώς, συντρέχει στην περίπτωσή του μόνιμη και διαρκής αδυναμία πληρωμής της ληξιπρόθεσμης οφειλής του προς το μετέχον στη δίκη πιστωτή του, στην οποία περιήλθε λόγω ανυπαίτιας μεταβολής των οικονομικών συνθηκών του, δοθέντος ότι το δάνειο αναλήφθηκε πριν από την περιέλευσή του σε ανικανότητα προς εργασία, λόγω αναπηρίας, η οποία, επέφερε μείωση του εισοδήματος του. Ακολούθως, ο αϊτών έχει στην πλήρη κυριότητά του, ένα ακίνητο - διώροφη οικία, εμβαδού 85,10 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στην Καλαμάτα (οδός.....), στο Ο.Τ. 785, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, χρησιμοποιούσε ως κύρια κατοικία του πριν εισαχθεί για νοσηλεία στην ανωτέρω Μονάδα.
Το ακίνητο αυτό (μεζονέτα) συνιστά αξιόλογο περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να ρευστοποιηθεί, πλην όμως αποτελεί την κύρια κατοικία του αιτούντος και υποβάλλεται αίτημα εξαίρεσης από την εκποίησή του. Εκτός από το προπεριγραφόμενο ακίνητο, ο αϊτών δε διαθέτει άλλη ακίνητη περιουσία, η δε κινητή περιουσία του περιορίζεται στην κυριότητα ενός δίκυκλου μοτοποδηλάτου, κυβισμού 50 cc, με ημερομηνία πρώτης κυκλοφορίας το έτος ,2005.
Μετά τούτα, κρίνεται ότι τα περιουσιακά στοιχεία του αιτούντος δεν y είναι επαρκή για την ικανοποίηση του μετέχοντας στη δίκη πιστωτή του, ενώ πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στη ρύθμιση του ν. 3869/2010 και ειδικότερα στις διατάξεις των άρθ. 8 παρ. 5 και 9 παρ. 2 του νόμου αυτού. Συγκεκριμένα, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων που συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση και αναλύθηκαν ανωτέρω, δηλαδή της αναπηρίας του αιτούντος και της απορρέουσας από αυτή ανικανότητας προς εργασία και εξασφάλισης ικανοποιητικού εισοδήματος, πρέπει, για τη ρύθμιση των χρεών του, να οριστούν μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς το μετέχον στη δίκη πιστωτή του, για χρονικό διάστημα πέντε ετών, όπως επιβάλλεται και από τη διάταξη του άρθ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος, που θεσπίζει την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας να προστατεύει την αξία του ανθρώπου και να θέτει ως όριο κάθε πολιτειακής πράξης, όπως τέτοια είναι και η δικαστική απόφαση, τη διατήρηση εκείνων των συνθηκών διαβίωσης του πολίτη, που θα του επιτρέπουν να ζει με αξιοπρέπεια. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή το Δικαστήριο στερήσει αυτή τη δυνατότητα στον πολίτη, και εν προκειμένω στον αιτούντα, τότε, σε αντίθεση με την παραπάνω θεμελιώδη συνταγματική διάταξη, που διαπνέει το δίκαιο και την ερμηνεία του, προκρίνει έναντι της αξίας του ανθρώπου την ικανοποίηση περιουσιακών δικαιωμάτων.
Εξ άλλου, δεν κρίνεται αναγκαίος ο ορισμός νέας δικασίμου για τον επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών του αιτούντος, καθόσον δεν κρίνεται πιθανή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η ουσιώδης βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης εντός του απώτατου ορίου του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στη διάταξη του άρθ. 8 παρ. 2 του ν. 3869/2010, δηλαδή των πέντε ετών. Άλλωστε, τέτοιος ορισμός νέας δικασίμου δεν επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθ. 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010, αλλά προβλέπεται ως δυνητικός και επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Εξ άλλου, ο μετέχων στη δίκη πιστωτής δε στερείται του δικαιώματος να ζητήσει την τροποποίηση της παρούσας απόφασης, εφόσον τούτο δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων του αιτούντος - οφειλέτη του (ΜΠρΚαλ 27/2019 ΤΝΠΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, η παραπάνω ρύθμιση θα συνδυαστεί με την αντίστοιχη της διάταξης του άρθ. 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010, καθόσον με τις μηδενικές μηνιαίες καταβολές των πέντε ετών της ρύθμισης δεν επέρχεται εξόφληση του μετέχοντας στη δίκη πιστωτή και προβάλλεται αίτημα, από τον αιτούντα, εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, η ικανοποίηση του οποίου είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο, δεδομένου ότι η αξία αυτού, ανερχόμενη στο ποσό των 46.962,50 ευρώ, δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά 50%.
Κατόπιν τούτου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην οικεία θέση της νομικής σκέψης, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών και βιοτικών συνθηκών του αιτούντος και ιδίως των εξαιρετικών συνθηκών που προαναφέρθηκαν και οι οποίες δικαιολόγησαν την εφαρμογή της διάταξης του άρθ. 8 παρ. 5 του ν. 3869/2010, πρέπει να οριστούν μηδενικές μηνιαίες καταβολές, και για την εξαίρεση της κύριας κατοικίας του από τη ρευστοποίηση. Τοιουτοτρόπως εξυπηρετείται ο σκοπός του ν. 3869/2010, δηλαδή η απαλλαγή από τα χρέη και η επανένταξη του υπερχρεωμένου πολίτη στην οικονομική και κοινωνική ζωή, ο οποίος θα είναι αδύνατον να εκπληρωθεί, εάν υποχρεωθεί ο αιτών στα αδύνατα, δηλαδή εάν υποχρεωθεί να καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, το οποίο αποδείχθηκε ότι δε διαθέτει. Και τούτο, διότι εάν αυτός υποχρεωθεί σε χρηματικές καταβολές, επειδή είναι βέβαιο ότι θα αδυνατεί να τις εκπληρώσει, θα οδηγηθεί αφενός στην, κατά τη διάταξη του άρθ. 11 παρ. 2 του ν. 3869/2010, έκπτωσή του από τη ρύθμιση, και αφετέρου, η απαίτηση του μετέχοντας στη δίκη πιστωτή, κατά την παρ. 3 του ίδιου ως άνω άρθρου, θα επανέλθει στο ύψος στο οποίο θα βρισκόταν αν δεν είχε υποβληθεί η ένδικη αίτηση (άρθ. 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010).
Με βάση τα προαναφερθέντα, συντρέχουν στο πρόσωπο του αιτούντος οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθ. 8 παρ. 5 και 9 παρ. 2 του ν. 3869/2010 και, συνεπώς, η αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως βάσιμη στην ουσία της και να ρυθμιστούν τα χρέη του αιτούντος, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα οτο διατακτικό. Ακολούθως, δικαστικά έξοδα δε θα επιβληθούν, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 8 παρ. 6 εδ. β' του ν. 3869/2010, η οποία εφαρμόζεται και στη δίκη ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου.
Τέλος, λόγω της νίκης του εκκαλούντος - αιτούντος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή σε αυτόν του καταβληθέντος παράβολου (άρθ. 495 παρ. 3 στοιχ. Γ ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ' ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ' αριθ. 94/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας (Διαδικασία Εκούσιας Δικαιοδοσίας).
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 15-07-2014 αίτηση (αριθ. έκθ. κατ.: 350/23-09-2014).
ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.
ΡΥΘΜΙΖΕΙ το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας χρέος του αιτούντος, προσδιορίζοντας μηδενικές μηνιαίες καταβολές του προς το μετέχον στη δίκη πιστωτή του, για χρονικό διάστημα πέντε ετών.
ΕΞΑΙΡΕΙ από την εκποίηση την αναφερόμενη στο σκεπτικό της παρούσας κύρια κατοικία του αιτούντος, προσδιορίζοντας, για τη διάσωσή της, μηδενικές μηνιαίες καταβολές προς το μετέχον στη δίκη πιστωτή του.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον εκκαλούντα του καταβληθέντος υπ' αριθ. 22847522095810080053 παράβολου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου