Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2020

ΑΠ 242 / 2017 - ΧΡΗΣΙΚΤΗΣΙΑ - ΣΕ ΑΚΙΝΗΤΑ - ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΕΚΤΑΣΕΙΣ

 

Απόφαση 242 / 2017    (Γ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 242/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ευγενία Προγάκη, Ασπασία Μαγιάκου, Νικήτα Χριστόπουλο και Πέτρο Σαλίχο, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια ..

στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαρίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την εξής υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων:1)Δ. Β. Γ., κατοίκου ..., 2)Δ. Γ. Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σπυρίδωνα Πετρόπουλο.
Του αναιρεσιβλήτου: Δήμου …, που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους ... Κοινοποιουμένη:1)Ε. Π. του Μ., κάτοικο ..., 2)Λ. Κ. του Β. κάτοικο ..., 3)Ν. Π. του Α. κάτοικο ..., 4)Κ. Γ. του Σ., κάτοικο ..., 5)Σωματείο με την επωνυμία "..." νομίμως εκπροσωπούμενο, που εδρεύει στην ….
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-6-2008 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3297/2010 του ιδίου Δικαστηρίου, 4301/2014 του Εφετείου Αθηνών.
Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησαν οι αναιρεσείοντες με την από 24-11-2014 αίτησή τους και τους από 7-12-2016 πρόσθετους λόγους επ’ αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ευγενία Προγάκη, ανέγνωσε την από 3-1-2017 έκθεσή της με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής .
Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, οι πληρεξούσιοι του αναιρεσίβλητου να απορριφθούν καθένας δε να καταδικασθεί το αντίδικο μέρος στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 1033 ΑΚ για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου απαιτείται συμφωνία μεταξύ κυρίου και εκείνου που την αποκτά, ότι μετατίθεται σ’ αυτόν η κυριότητα για κάποια νόμιμη αιτία. Η συμφωνία γίνεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που υποβάλλεται σε μεταγραφή. Για τη μεταβίβαση με τον παράγωγο αυτό τρόπο της κυριότητας, αποτελεί προϋπόθεση το να ήταν κύριος εκείνος που συμφώνησε τη μεταβίβασή της.
Εξάλλου για την απόκτηση κυριότητας με τον πρωτότυπο τρόπο της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας, απαιτείται υπό την ισχύ μεν του Αστικού Κώδικα, εκτός από τα άλλα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 1041 και 1045 ΑΚ άσκηση νομής επί 10ετία ή 20ετία, προς συμπλήρωση της οποίας δικαιούται ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος, σύμφωνα με το άρθρο 1051 ΑΚ, να προσμετρήσει στο χρόνο νομής του και το χρόνο της με τα ίδια προσόντα νομής που άσκησε ο δικαιοπάροχός του, υπό την ισχύ δε του ΒΡΔ και ειδικότερα, των διατάξεων των ν.8 παρ.1 κωδ. (7.39), 9 παρ.1 Βας.(50.14), 2 παρ.20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ.1 Πανδ (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3), που εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο 51 και 64 ΕισΝΑΚ, όταν η επικαλούμενη κτήση της κυριότητας του ακινήτου έλαβε χώρα πριν από την έναρξη ισχύος του ΑΚ (23.2.1946), απαιτείται άσκηση νομής επί 30ετία με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέα, ότι με την κτήση της νομής του ακινήτου δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα της κυριότητας τρίτου. Εξ ετέρου σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 του ν.δ/τος 31/1968, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 62 του ν.1416/1984, ως προς τα ακίνητα των Δήμων και των Κοινοτήτων, εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του αναγκαστικού νόμου 1539/1938. Επομένως, εφαρμόζεται το άρθρο 2 του α.ν.1539/1938, κατά το οποίο τα ακίνητα του Δημοσίου και κατ’ επέκταση και των Δήμων και Κοινοτήτων, είναι ανεπίδεκτα νομής τρίτου και γι’ αυτό τα ακίνητα αυτά εξαιρούνται και είναι ανεπίδεκτα χρησικτησίας τακτικής ή έκτακτης. Η διάταξη αυτή προϋποθέτει, ότι οι Δήμοι είναι κύριοι των εξαιρουμένων της χρησικτησίας ακινήτων πραγμάτων. Έτσι, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, προκειμένου περί ακινήτων κτημάτων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, ο χρόνος της κτητικής παραγραφής και μάλιστα της έκτακτης χρησικτησίας, μπορούσε να συμπληρωθεί μέχρι τις 2 Δεκεμβρίου 1968, οπότε και άρχισε να ισχύει το ν.δ.31/1968. Κατά συνέπεια, επί των ακινήτων αυτών είναι επιτρεπτή η έκτακτη χρησικτησία από εκείνον, που τα διεκδικεί, για την οποία απαιτείται, κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, ανεπίληπτη νομή επί τριάντα έτη και υπό τον Αστικό Κώδικα, σύμφωνα με το άρθρο 1045 αυτού, συνεχής νομή επί είκοσι έτη, με την προϋπόθεση ότι αυτή (έκτακτη χρησικτησία) είχε συμπληρωθεί μέχρι 2.12.1968, οπότε άρχισε να ισχύει το ΝΔ 31/1968 (ΑΠ 1824/2014, ΑΠ 1079/2012, ΑΠ 1081/2012). Άσκηση νομής αποτελούν, όταν πρόκειται για ακίνητα, οι υλικές και εμφανείς πάνω σ’ αυτά πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό τους, με τις οποίες φανερώνεται η βούληση του νομέα να έχει το πράγμα για δικό του, τέτοιες δε πράξεις, μεταξύ άλλων είναι η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η οριοθέτηση, η εκμίσθωση σε τρίτους, η καταμέτρηση, η περιτοίχηση, η εγγραφή στο Κτηματολόγιο και εφόσον πρόκειται για κληρονομιαίο ακίνητο, η αποδοχή της κληρονομιάς και η μεταγραφή της, καθώς και η πληρωμή των οικείων φόρων. Μόνες οι πράξεις της υποβολής προς τις αρχές διαφόρων αιτήσεων για παροχή αδειών επεμβάσεως στο ακίνητο, όπως π.χ. περιτοιχίσεως ή η σύνταξη σχεδιαγραμμάτων και η υποβολή τους στις αρχές (δασική υπηρεσία, αρχαιολογική υπηρεσία, υπηρεσία καθαρισμού του αιγιαλού), εφόσον δεν συνδυάζονται με άλλες διακατοχικές πράξεις δεν αποτελούν εμφανείς πράξεις νομής, σε περίπτωση όμως που υπάρχουν και άλλες διακατοχικές πράξεις συνυπολογίζονται σ’ αυτές και οι παραπάνω ενέργειες (ΑΠ 307/2015, ΑΠ 1388/2014). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1033, 1041 επ, 1094 επ του Αστ.Κώδικα 262 παρ.1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι απέκτησε αυτός την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία, αποτελεί ένσταση μεν αν η αγωγή στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσεως της κυριότητας (διάφορος τρόπος κτήσεως) ή και σε πρωτότυπο τρόπο, εφόσον όμως τα περιστατικά που προτείνονται από τον τελευταίο, με βάση τα οποία απέκτησε είναι μεταγενέστερα εκείνων της αγωγής ή ο χρόνος της νομής που περιέχεται σ’ αυτά είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας, άρνηση δε της αγωγής αν τα περιστατικά αυτά συμπίπτουν ή είναι προγενέστερα εκείνων που περιέχονται στην αγωγή (ΑΠ 1402/2015, ΑΠ 610/2014). Εξ ετέρου ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αρ.1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση και τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε δεν αρκούσαν για την εφαρμογή του, είτε δεν τον εφάρμοσε, παρότι αυτά αρκούσαν, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των περιστατικών στη διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ.ΑΠ 20/2011). Τέλος ο ίδιος λόγος αναιρέσεως είναι δυνατό να φέρεται ότι πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση γιατί παραβίασε κανόνα δικαίου, αλλά στην πραγματικότητα, υπό το πρόσχημα ότι κατά την εκτίμηση των αποδείξεων παραβιάσθηκε κανόνας δικαίου, να πλήττει την απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, οπότε ο λόγος αναίρεσης θα απορριφθεί ως απαράδεκτος, σύμφωνα με το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, γιατί πλήττει την ανέλεγκτη περί την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως (αρθρ.561 παρ.2 ΚΠολΔ), το Εφετείο, μετά από συνεκτίμηση των νομίμως σ’ αυτό, επικληθέντων και προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων δέχθηκε, κατ’ ανέλεγκτη κρίση, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, ως προς την αποτελούσα αντικείμενο της αναίρεσης διεκδικητική αγωγή κυριότητας ακινήτου των αναιρεσειόντων κατά του αναιρεσιβλήτου Δήμου, υπέρ του οποίου παρενέβησαν προσθέτως εκείνοι προς τους οποίους κοινοποιείται η αναίρεση. "Με το .../2005 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Παπαθεοδώρου, το οποίο έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ... και με αριθμό ..., μεταβιβάστηκε στους ενάγοντες κατά ποσοστό 1/6 εξ αδιαιρέτου στον πρώτο και 3/6 εξ αδιαιρέτου στον δεύτερο, με αγορά από τους Φ. χήρα Δ. Τ.-Ρ., το γένος Ι. Δ., Κ. Δ. και Α.-Ό. συζ. Σ. Λ. το γένος Ι. Δ., ένα οικόπεδο, εμβαδού 314,5 τ.μ., που βρίσκεται στο ... Οικοδομικό Τετράγωνο του σχεδίου της πόλης των Αθηνών στη θέση "..." περιοχή ... του Δήμου ... και επί των οδών .... Το υπόλοιπο ποσοστό των 2/6 εξ αδιαιρέτου του εν λόγω ακινήτου, απέκτησε ο πρώτος από τους ενάγοντες με γονική παροχή της μητέρας του Γ. χήρας Β. Γ., δυνάμει του .../2005 συμβολαίου του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου, το οποίο έχει μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του ίδιου ως άνω Υποθηκοφυλακείου, στον τόμο ... και με αριθμό …. Το εν λόγω ακίνητο σύμφωνα με τους τίτλους κτήσης των εναγόντων, εμφαίνεται με τον αριθμό … στο από 12 Ιανουαρίου του έτους 1922 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Σ. Π.. που έχει προσαρτηθεί στο .../1922 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Ρούσσου και στο από Μαίου 2005 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού Λ. Λ. και συνορεύει, κατά το αναφερόμενο σχεδιάγραμμα, ανατολικά σε πλευρά 18,50 μέτρων, με το με ... οικόπεδο του ίδιου διαγράμματος, δυτικά σε πρόσωπο 18,50 μέτρων με την οδό ..., βόρεια σε πρόσωπο 17 μέτρων με την οδό ... και νότια σε πλευρά 18,50 μέτρων με το με αριθμό … οικόπεδο του ίδιου σχεδιαγράμματος. Το ακίνητο αυτό με το ως άνω εμβαδόν και όρια, σύμφωνα με αυτά που ισχυρίζονται οι ενάγοντες, προέκυψε μετά από διανομή μείζονος έκτασης, δυνάμει του .../1922 συμβολαίου του ίδιου ως άνω Συμβολαιογράφου, που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο ... και με αριθμό ..., με το οποίο περιήλθε στην απώτερη δικαιοπάροχο των εναγόντων Α. χήρα Ι. Κ., το γένος Α. Π. και μετά από διαδοχικές μεταβιβάσεις, στους ενάγοντες. Οι τελευταίοι ισχυρίζονται ότι το με αριθμό … ακίνητο αποτελεί τμήμα μείζονος έκτασης και ειδικότερα τμήμα της κληρονομιαίας περιουσίας του ιερομόναχου Χ.-Π. Π., ο οποίος με την .../1841 δημόσια διαθήκη του ενώπιον του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Φιλαλήθους, εγκατέστησε κληρονόμο σε όλη την περιουσία του τον Α. Π., ο οποίος στη συνέχεια κληρονομήθηκε εξ αδιαθέτου από τον υιό του Π. Π., καθόσον οι λοιποί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι αυτού παραιτήθηκαν από την περιουσία του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ευρύτερη περιοχή των ..., αποτέλεσε από ετών αντικείμενο δικαστικών διενέξεων μεταξύ του εναγομένου Δήμου … και διαφόρων ιδιωτών, σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς επί μέρους τμημάτων της. Ειδικότερα, οι αμφισβητήσεις προέκυψαν μετά την διανομή της μείζονος έκτασης των κληρονόμων Π. Π. με το .../26-2-1922 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Κων/νου Ρούσσου και του επισυναπτόμενου σ’ αυτό από 12-1-1922 σχεδιαγράμματος του μηχανικού Σ. Π., καθόσον ανέκαθεν ο εναγόμενος Δήμος ... ισχυριζόταν ότι η έκταση αυτή ανήκε στο δημοτικό κτήμα ... και είχε αποτυπωθεί στο από, το έτος 1887 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού Μ., με βάση το οποίο οριοθετήθηκε και προσδιορίστηκε δημοτική έκταση 200 στρεμμάτων. Ειδικότερα, το επίδικο οικόπεδο που περιγράφεται παραπάνω και εμφανίζεται με τον αριθμό … στο επικαλούμενο από τους ενάγοντες σχεδιάγραμμα Σ. Π. του έτους 1922, δεν είναι αυτοτελές αλλά μαζί με το όμορο οικόπεδο, που εμφαίνεται στο ίδιο σχεδιάγραμμα με τον αριθμό …, το οποίο διεκδικεί η οικογένεια Π., αποτελούν έναν ενιαίο, ελεύθερο και απερίφρακτο χώρο, ο οποίος ανήκει σε μεγαλύτερη έκταση που εντάσσεται στο δημοτικό κτήμα ..., η κυριότητα του οποίου περιήλθε στον εναγόμενο και αποτελούνταν τότε από πέντε [5] συνεχόμενα τμήματα, συνολικής έκτασης 300 βασιλικών στρεμμάτων, με αγορά από τον κύριο, νομέα και κάτοχο αυτής Γ. Ν., με το .../24-4-1878 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Παναγιώτη Πέρδικα, που έχει νόμιμα μεταγραφεί στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, στον τόμο … και με αριθμό ... Μετά την νόμιμη αγορά του ως άνω κτήματος των ... από το Δήμο ... και επειδή ανέκυψαν αμφισβητήσεις ως προς τα βόρεια και ανατολικά όρια του με τους όμορους ιδιοκτήτες Ι., Β. και Π. Π., ο εναγόμενος και αυτοί προβήκανε στην από κοινού οριοθέτηση του κτήματος του σε σχέση με το όμορο δικό τους και μετά από αυτή [οριοθέτηση], το δημοτικό κτήμα καταμετρήθηκε και βρέθηκε να έχει συνολική έκταση 200 στρέμματα. Προς επιβεβαίωση αυτών και άρση κάθε διένεξης και αμφισβήτησης, ο εναγόμενος και οι αδελφοί Π., κατήρτισαν την .../10-6-1887 πράξη αναγνώρισης και οριοθέτησης ιδιοκτησίας Δήμου ..., του Συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Κολλιοντζή, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών στις 12-6-1887, στον τόμο ... και με ... και συγχρόνως, ολόκληρο το δημοτικό κτήμα, αποτυπώθηκε στο από 17-3-1887 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Μ., που ελέγχθηκε και έγινε αποδεκτό από όλους τους συμβαλλομένους, προσαρτήθηκε δε στο παραπάνω .../1887 συμβόλαιο, το οποίο ρητά παραπέμπει στο εν λόγω σχεδιάγραμμα. Ειδικότερα, δυνάμει του συμβολαίου αυτού, οριοθετήθηκαν ακριβώς το βόρειο και ανατολικό όριο του δημοτικού κτήματος σε σχέση με την όμορη έκταση, συνιδιοκτησίας των αδελφών Π., ενώ το δυτικό όριο του εν λόγω κτήματος δεν μεταβλήθηκε αλλά παρέμεινε το ίδιο, όπως αυτό περιγράφεται στο .../1878 συμβόλαιο αγοράς του εναγομένου. Στην παραπάνω πράξη οριοθέτησης και στο συνημμένο σ’ αυτή σχεδιάγραμμα του μηχανικού Μ., η οριοθέτηση και ο προσδιορισμός του κτήματος του εναγομένου περιγράφονται ως ακολούθως: α] Κτήμα 112,628 στρεμμάτων περιτοιχισμένο, που συνορεύει δυτικά με μάνδρα Χ. Τ. νυν Τ. και αγρό Δήμου ..., ανατολικά και μεσημβρινά με οδό ... και αγρό αδελφών Π. και βόρεια με αγρό αδελφών Π. και απεριτοίχιστους αγρούς του εν λόγω Δήμου, β] αγρός απεριτοίχιστος 10,734 στρεμμάτων, που συνορεύει ανατολικά με το προαναφερθέν περιφραγμένο κτήμα του εναγομένου Δήμου, μεσημβρινά με αγρό Φ. και Ο., αρκτικά με αγρό Δ. και δυτικά με όρος ... και γ]τεμάχιο αγρού απεριτοίχιστου 78 στρεμμάτων, που συνορεύει μεσημβρινά και βόρεια με περιτοιχισμένους αγρούς του Δήμου ..., δυτικά με ρέμα και ανατολικά με αγρούς αδελφών Π.. Τα τρία αυτά συνεχόμενα τμήματα αποτελούν την ενιαία και αυτοτελή έκταση των 200 στρεμμάτων, όπως αυτή αποτυπώνεται στο σχεδιάγραμμα Μ. και στο από 1-1-1965 διάγραμμα της Διεύθυνσης Τοπογραφικού του Δήμου .... Από την έκταση αυτή ο εναγόμενος Δήμος μεταβίβασε ή παραχώρησε διάφορα τμήματα για την εξυπηρέτηση κοινωφελών σκοπών και ειδικότερα με το .../1894 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου Αφεντάκη, δώρισε έκταση 9.403 τ.μ. για την ανέγερση Φυλακών Εφήβων, με το .../1895 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Λάσκαρη, δώρισε 7000 τ.μ. στο Πρότυπο Παρθεναγωγείο για την ανέγερση Φυλακών Γυναικών, με τα .../1908 και .../1909 συμβόλαια του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευθυμίου Γκορίτσα, δώρισε δύο όμορες εκτάσεις 3551 τ.μ. και 313 τ.μ., στο Σύλλογο προς Διάδοση Ωφελίμων Βιβλίων για την ανέγερση της Σεβαστοπούλειας Εργατικής Σχολής, έκταση 5333 τ.μ. δώρισε στο Ελληνικό Δημόσιο για την ανέγερση Ασύλου Αστέγων με το .../1917 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Διονυσίου Ηλιάδη, έκταση 19.810 τ.μ. δώρισε προς το Κοργιαλένειο Ίδρυμα για την ανέγερση Νοσοκομείου με το .../1918 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Θεόδωρου Τσάκωνα. Επίσης, έκταση 2.796 τ.μ. δώρισε προς την Χριστιανική και Κοινωνική Ένωση για την ανέγερση του Αντικαρκινικού Ινστιτούτου, με το .../1935 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Σταμάτιου Γρηγορόπουλου, καθώς και 3.125 τ.μ. προς το ίδρυμα Βασιλέως Παύλου για την ανέγερση "Φοιτητικής Εστίας Θηλέων" με το .../1973 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Απόστολου Παρλιάρου και παραχώρησε επίσης, έκταση 17.215 τ.μ. για την ανέγερση των Προσφυγικών Κατοικιών, με την …/1934 πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου. Τέλος, εκμίσθωσε και στη συνέχεια παραχώρησε λόγω χρησιδανείου, με τις …/1922 και …/1972 πράξεις του Δημοτικού Συμβουλίου, μία έκταση 18.705 τ.μ. στον ... Αθλητικό Όμιλο [...], προκειμένου αυτός να τη χρησιμοποιεί ως αθλητικό γήπεδο. Έτσι διαμορφώθηκε, στις αρχές του περασμένου [20ου] αιώνα, η ευρύτερη περιοχή, την οποία κατελάμβανε ολόκληρο το δημοτικό κτήμα ..., που απέκτησε ο εναγόμενος με το .../1878 συμβόλαιο και οριοθετήθηκε με την .../1887 πράξη οριοθέτησης και διόρθωσης, τμήματα της οποίας μεταβιβάστηκαν, όπως προαναφέρθηκε, για διάφορους κοινωφελείς σκοπούς με τα παραπάνω δωρητήρια συμβόλαια. Το δημοτικό αυτό κτήμα καταχωρήθηκε στο κτηματολόγιο του Δήμου ... που συντάχθηκε από τον καθηγητή Σ., το έτος 1936 και το ως άνω περιγραφόμενο υπό στοιχ. (β) τμήμα του, το οποίο τότε είχε καταμετρηθεί με έκταση 10.734 τ.μ. και μετά την διάνοιξη της οδού ..., αποτελεί μια ενιαία έκταση 9.137 τ.μ., που σήμερα χαρακτηρίζεται ως περιοχή "..." και στο οποίο εμπίπτει το επίδικο, έχει καταχωρηθεί με αύξοντα αριθμό … στο ισχύον δημοτικό κτηματολόγιο, σύμφωνα με την …/22-3-1967 οριστική απόφαση της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Σύνταξης Κτηματολογίου του Δήμου ... και το άρθρο 192 του τότε ισχύοντος Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα [ν.δ 2888/1954]. Η Πρωτοβάθμια Επιτροπή Σύνταξης Κτηματολογίου του Δήμου ..., με την …/22-3-1967 απόφαση της, αναγνώρισε ότι η εν λόγω έκταση 9.137 τ.μ., η οποία αποτελεί τμήμα του μεγαλύτερου δημοτικού κτήματος των ..., το οποίο αγοράστηκε με το παραπάνω .../1878 συμβόλαιο και αποτελεί ένα από τα τμήματα αυτού που απέμειναν μετά τη ρυμοτόμηση και διάνοιξη οδών και μετά τις διάφορες μεταβιβάσεις των προαναφερθέντων τμημάτων για κοινωφελείς σκοπούς, ανήκει στον Δήμο .... Στη συνέχεια, όπως προέβλεπαν τα άρθρα 4-9 του β.δ της 26-4-1955, περίληψη της ως άνω απόφασης της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής δημοσιεύθηκε στο με αριθμό .../7-9-1967 φύλλο της εφημερίδας "..." και αφού δεν ασκήθηκε καμία προσφυγή κατ’ αυτής μέσα σε ένα μήνα από την ως άνω δημοσίευση της, η απόφαση κατέστη οριστική και νομίμως έγινε η καταχώριση στο δημοτικό κτηματολόγιο, με συνέπεια να αποδεικνύεται πλήρως η νομή του Δήμου ... και να υφίσταται μαχητό τεκμήριο υπέρ αυτής [ΑΠ 472/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]. Οι αδιαμφισβήτητοι τίτλοι του Δήμου ... βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με αυτούς όμορων ιδιοκτητών, μεταξύ δε αυτών και των κληρονόμων του αποβιώσαντος, την 5-3-1882, Δ. Φ., πραγματικού ιδιοκτήτη όμορης ιδιοκτησίας με την οποία συνορεύει, όπως αναφέρεται στους παραπάνω τίτλους, το δημοτικό κτήμα του εναγομένου, νότια και δυτικά. Περαιτέρω, σύμφωνα με το .../6-6-1922 συμβόλαιο διανομής του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ιωάννη Οικονομόπουλου, που καταρτίστηκε από τους κληρονόμους Δ. Φ., η διανεμόμενη μεταξύ αυτών έκταση, συνορεύει με οικόπεδα του Δήμου ... .χωρίς σε αυτό να αναφέρεται ως όριο, ιδιοκτησία κληρονόμων Π.. Επίσης, με το .../6-6-1922 πωλητήριο συμβόλαιο του ίδιου Συμβολαιογράφου, οι κληρονόμοι Δ. Φ. πωλούν έκταση που συνορεύει αρκτικά με την οδό ... και μεσημβρινά με οικόπεδα του Δήμου .... Στο .../1935 πωλητήριο συμβόλαιο του παραπάνω Συμβολαιογράφου που αφορά πώληση ακινήτου, όμορου προς το δυτικό όριο της απερίφρακτης έκτασης του δημοτικού κτήματος, αναφέρεται ότι το πωλούμενο συνορεύει αρκτικά με την οδό ..., σε πρόσωπο 10,70 μέτρων και μεσημβρινά με πρώην οικόπεδα του Δήμου ... και τότε με .... Στο .../1933 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Ρούσσου, το οποίο αφορά πώληση ακινήτου, όμορου δυτικά του δημοτικού κτήματος, αναφέρεται ότι το πωλούμενο συνορεύει ανατολικά με ιδιοκτησία του Δήμου .... Τα παραπάνω συμβόλαια βρίσκονται σε πλήρη αρμονία με τους τίτλους του εναγομένου και το σχεδιάγραμμα Μ. και επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο εναγόμενος Δήμος ..., είναι κύριος των ακινήτων στην περιοχή .... Από τα ίδια δε παραπάνω συμβόλαια αποδεικνύεται ότι, μετά την διάνοιξη της οδού ..., η δημοτική έκταση διαχωρίστηκε σε δύο τμήματα που βρίσκονται ανατολικά και δυτικά της οδού αυτής, τα οποία ανήκουν στον εναγόμενο. Το ίδιο αποδεικνύεται και από μεταγενέστερα συμβόλαια όμορων ιδιοκτητών, όπως το .../18-4-1973 συμβόλαιο μεταβίβασης όμορου, του δημοτικού κτήματος, οικοπέδου, του Συμβολαιογράφου Αθηνών Απόστολου Παρλιάρου, στο οποίο παρατίθενται οι παραπάνω τίτλοι κτήσης του δημοτικού ακινήτου των ... από το Δήμο ..., με αναλυτική περιγραφή των ως άνω ορίων του. Το .../1973 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευρυπίδου Περδικάρη, που αφορά την ενοποίηση του ακινήτου επι της οδού ..., ... και αναφέρει ότι αυτό συνορεύει αρκτικοανατολικά με ιδιοκτησία του Δήμου .... Το .../1979 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομιάς και σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Γεωργίου, που αφορά οικόπεδο επί της οδού ... και αναφέρει ότι αυτό, ως εμφαινόμενο στο από Δεκεμβρίου 1931 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Κ., που προσαρτάται στο .../1932 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Α. Βαρδάνη, συνορεύει ανατολικά με κτήμα του Δήμου ... στο οποίο υπάρχουν προσφυγικές κατοικίες. Το .../1986 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Παναγιώτη Φεβρωνίδη, που αφορά την γονική παροχή οικοδομής στην συμβολή των οδών ... και ... ... και στο οποίο αναφέρεται ότι το ακίνητο αυτό συνόρευε άλλοτε, ανατολικά με κτήμα του Δήμου ... και σήμερα με την οδό ... και τέλος, το .../1996 συμβόλαιο αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών Ευγενίας Πάκου, δυνάμει του οποίου οι Ε. Α. και Δ. Τ., αποδέχονται την επαγωγή σ’ αυτές οικοπέδου επί της οδού ... αριθμός …, το οποίο συνορεύει βόρεια και ανατολικά με ιδιοκτησία του Δήμου .... Απ’ όλα αυτά τα συμβόλαια αποδεικνύεται ότι η ιδιοκτησία του Δήμου ... στην εν λόγω περιοχή, έφθανε μέχρι την οδό ..., καταλαμβάνοντας δηλαδή και το επίδικο, το οποίο βρίσκεται παραπλεύρως αυτής. Το τοπογραφικό διάγραμμα που συνέταξε ο Δήμος ... το έτος 1965, ταυτίζεται πλήρως ως προς τα εμφαινόμενα όρια, με το από 17-3-1887 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Μ. και συγκεκριμένα αναγνωρίζονται το όρος ... [δυτικό όριο], το ρέμα [βόρειο όριο], το κτήμα ... [νότιο όριο] και η οδός ...[ανατολικό όριο]. Από την σύγκριση των δύο τοπογραφικών διαγραμμάτων, προκύπτει ότι τα εμφαινόμενα όρια ταυτίζονται απολύτως και σήμερα το δυτικό όριο της ιδιοκτησίας του Δήμου ..., είναι οι παρυφές του όρους ..., το ανατολικό όριο είναι οι οδοί ..., το νότιο όριο οι οδοί ... και το βόρειο όριο [πρώην ρέμα] διέρχεται από το Γενικό Νοσοκομείο "..." και ανώνυμη οδό. Από την κτήση της κυριότητας του δημοτικού κτήματος ... το έτος 1878, στο οποίο εντάσσεται το τμήμα αυτού, έκτασης 9.137 τ.μ., που σήμερα χαρακτηρίζεται, ως περιοχή "..." και στο οποίο [τμήμα] περιλαμβάνεται, όπως προαναφέρθηκε, το επίδικο ακίνητο, εμβαδού 314,5 τ.μ., ο εναγόμενος Δήμος ... ως κύριος, με βάση τους προαναφερθέντες τίτλους, ασκούσε συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου πράξεις νομής σε ολόκληρη την έκταση αυτού και ειδικότερα, οριοθέτησε αυτή το έτος 1887, μεταβίβασε τμήματα της για κοινωφελείς σκοπούς κατά τα έτη 1894, 1895, 1908, 1909, 1917, 1918, 1935 και 1973, εκμίσθωσε και παραχώρησε τη χρήση άλλων τμημάτων σε τρίτους κατά τα έτη 1922, 1935 και 1972, αποτύπωσε την έκταση και τα τμήματα αυτής σε τοπογραφικά διαγράμματα τα έτη 1887, 1936, 1965, 1967 και 2007 και καταχώρισε τα αντίστοιχα και ανήκοντα σε αυτόν εναπομείναντα τμήματα της αρχικής έκτασης, στα δημοτικά κτηματολόγια των ετών 1936 και 1967. Ειδικώς, όσον αφορά την περιοχή ..., στην οποία βρίσκεται το επίδικο, ως τμήμα της μεγαλύτερης έκτασης των 9.137 τ.μ., όπως προαναφέρθηκε, ο εναγόμενος επέβλεπε συνεχώς την έκταση αυτή του δημοτικού κτήματος, συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου, έχοντας κατά καιρούς προσλάβει για το σκοπό αυτό, φύλακες από το έτος 1878 έως το 1925. Όταν το έτος 1973, ήρθησαν οι επιτάξεις τμημάτων του κτήματος του υπέρ των προσφύγων, καθαίρεσε τα προσφυγικά παραπήγματα, καθάρισε την περιοχή, έδιωξε τους καταπατητές και φρόντιζε ανελλιπώς για την καθαριότητα του χώρου. Το έτος 1981 τοποθέτησε πινακίδα με την ένδειξη "Δήμος ..." και τα τελευταία 35 χρόνια έχει θέσει το παραπάνω τμήμα του ακινήτου του στην κοινή χρήση των δημοτών του, οι οποίοι χρησιμοποιούν τον χώρο του επιδίκου για εκδηλώσεις δημοτικού ή κοινού ενδιαφέροντος και για την στάθμευση των αυτοκινήτων τους. Το έτος 2005, όταν οι ενάγοντες επιχείρησαν για πρώτη φορά να ενεργήσουν διακατοχικές πράξεις στο επίδικο, ο εναγόμενος και οι κάτοικοι της περιοχής αντέδρασαν άμεσα και τους εμπόδισαν να πράξουν κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια, όταν το έτος 2007, οι εκκαλούντες τοποθέτησαν ξύλα και παλέτες με τσιμεντόλιθους στο επίδικο, έτσι ώστε να εμποδίσουν την είσοδο και στάθμευση των αυτοκινήτων των περίοικων, ο εναγόμενος δια των αρμοδίων οργάνων του και οι κάτοικοι της περιοχής, αντέδρασαν και πάλι άμεσα και αφαίρεσαν τα τοποθετηθέντα εμπόδια, καθάρισαν το χώρο, εμποδίζοντας εφεξής αυτούς να ενεργούν οποιαδήποτε αυθαίρετη πράξη σε βάρος της δημοτικής περιουσίας. Η από 7-9-2007 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, την οποία άσκησαν ενάγοντες ενώπιον του Εισαγγελέα Πρωτοδικών για τη ρύθμιση της κατοχής του επιδίκου, απορρίφθηκε σε πρώτο και δεύτερο βαθμό με τις 5/2008 και 6/2008 αντίστοιχα, αποφάσεις του Εισαγγελέα Πρωτοδικών και Εφετών Αθηνών, με τις οποίες πιθανολογήθηκε ότι ο καθ’ ου Δήμος ..., ασκούσε διακατοχικές πράξεις στο επίδικο, τουλάχιστον από το έτος 1982 και εντεύθεν και ότι οι αιτούντες και σήμερα ενάγοντες, μετά το έτος 2005, προέβησαν σε αυθαίρετες υλικές ενέργειες σ1 αυτό, οπότε ο Δήμος με τα προστηθέντα όργανα του και οι περίοικοι δημότες, αντέδρασαν πάραυτα, επανατοποθετώντας την αφαιρεθείσα από τους ενάγοντες πινακίδα, με την ένδειξη "Δήμος ...", που υπήρχε εκεί από πολλά χρόνια. Όλα τα παραπάνω πλήρως αποδεικνύονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων του εναγομένου, την από 3-10-2007 εμπεριστατωμένη τεχνική έκθεση του αγρονόμου τοπογράφου-μηχανικού Ν. Α. περί εφαρμογής των τίτλων του Δήμου ... και τα επτά [7] τοπογραφικά διαγράμματα που τη συνοδεύουν, με ταυτόχρονη ηλεκτρονική φωτοερμηνεία, τα οποία συντάχθηκαν με βάση αεροφωτογραφίες των ετών 1929, 1939, 1969, 1972, 1988 και 2006 και σύμφωνα με αυτά [σχεδιαγράμματα και αεροφωτογραφίες], το επίδικο ακίνητο εμπίπτει εξολοκλήρου στα όρια της ιδιοκτησίας του Δήμου ..., έκτασης 200 στρεμμάτων, όπως αυτή οριοθετήθηκε και περιγράφεται στο .../1887 συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Αθηνών Δημητρίου Κολλιοντζή και αποτυπώνεται με ακρίβεια και σταθερά σημεία στο από 17-3-1887 σχεδιάγραμμα Μ. και στο από 1-11-1965 διάγραμμα της Διεύθυνσης τοπογραφικού του Δήμου .... Η τεχνική αυτή έκθεση επιβεβαιώνεται ήδη με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του τοπογράφου - μηχανικού Π. Σ., σύμφωνα με την οποία το επίδικο ακίνητο κατά το μεγαλύτερο μέρος της έκτασης του, δηλαδή 299,81 τ.μ., περιλαμβάνεται στους τίτλους κτήσης του εναγομένου και εμπεριέχεται στο "απερίφρακτο" τμήμα, εμβαδού 9.137 τ.μ., του δημοτικού κτήματος του, το οποίο απεικονίζεται στο σχεδιάγραμμα Μ. του 1887 με την ένδειξη "….". Η μεγαλύτερη έκταση των 14.246,03 τετραγωνικών πήχεων τεκτονικών [δηλαδή 8.013,38 τ.μ.], την οποία οι φερόμενοι ωςι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, δηλαδή οι κληρονόμοι Π. Π., εμφανίζονται να κατατέμνουν σε είκοσι [20] οικόπεδα με βάση το σχεδιάγραμμα του μηχανικού Σ. Π. και στη συνέχεια κάποια από αυτά να πωλούν σε τρίτους με τα 27338, 27339 και 27340/1922 συμβόλαια και άλλα να διανέμουν μεταξύ τους, δυνάμει του .../1922 συμβολαίου, όχι μόνο δεν αναφέρεται σε κάποιον προηγούμενο τίτλο των κληρονόμων του Π. Π. και των δήθεν δικαιοπάροχων τους Α. Π. και Χ. - Π. Π. και δεν έχει αποτυπωθεί σε άλλο σχεδιάγραμμα πλην αυτού του Σ. Π., αλλά πρώτη φορά εμφανίζεται ως ανήκουσα σε ιδιώτες, το έτος 1922. Οι τίτλοι που προσκομίζουν οι ενάγοντες, αναγόμενοι πριν από το έτος 1922 και για τους οποίους ισχυρίζονται ότι αφορούν την επίδικη έκταση δηλαδή: α]Το πωλητήριο [Χοτζέτι] του μουσουλμανικού έτους 1233, με το οποίο υποτίθεται άτι ο ιερομόναχος Χ.-Π. Π., απέκτησε μία μεγαλύτερη έκταση στη θέση "...", το οποίο δεν υπάρχει στην κατοχή, κανενός και δεν προσκομίζεται για να καταστεί δυνατός ο έλεγχος της περιεχόμενης σε αυτό δικαιοπραξίας, β] η με αριθμό .../1841 δημόσια διαθήκη που συντάχθηκε από τον Συμβολαιογράφο Αθηνών Κωνσταντίνο Φιλαλήθους και με την οποία ο ανωτέρω Χ.-Π. Π., φέρεται να έχει εγκαταστήσει μοναδικό κληρονόμο του τον Α. Π., γ] η από 30-10-1980 ιδιόγραφη διαθήκη του Π. Π., με την οποία εγκατέστησε κληρονόμους τις αδελφές του και τα ανίψια του, δεν κάνουν καμμία αναφορά σε οποιαδήποτε έκταση η κάποιο κτήμα στη θέση "..." ή στην ευρύτερη περιοχή των ... των Αθηνών και δεν αποδεικνύεται από αυτούς [τίτλους], ότι αφορούν την ευρύτερη έκταση, που πολύ αργότερα ονομάστηκε "..." και έχει αποτυπωθεί στους τίτλους κτήσης του εναγομένου. Έτσι ο ισχυρισμός των εναγόντων, ότι οι δικαιοπάροχοι τους και δη οι κληρονόμοι του Π. Π., στηρίζουν την κυριότητα τους σε τίτλους πριν από τη διανομή του έτους 1922, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι οι τίτλοι αυτοί ουδόλως αφορούν την επίδικη έκταση και την ευρύτερη αυτής περιοχή. Με τα δεδομένα αυτά και με την επισήμανση στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης, ότι η απεικονιζόμενη στο σχεδιάγραμμα Σ. Π. /1922 ιδιοκτησία των κληρονόμων Π. Π., συμπίπτει κατά θέση, προσανατολισμό, μέγεθος και με ασήμαντη διαφορά στο σχήμα, με το "απερίφρακτο" τμήμα του κτήματος ..., ιδιοκτησίας του Δήμου ... που απεικονίζεται στο σχέδιο Μ./1887 με την ένδειξη "...", αποδεικνύεται ότι οι τίτλοι τους οποίους επικαλούνται οι ενάγοντες μετά το έτος 1922, αφορούν έκταση, η οποία ουδέποτε ανήκε σε ιδιώτες αλλά στην κυριότητα του εναγομένου Δήμου ... και κατασκευάστηκαν από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων προκειμένου να οικειοποιηθούν αυτοί παράνομα μια απερίφρακτη τότε έκταση, στο απώτατο όριο του δημοτικού κτήματος ..., ενώ ήταν γνωστό στους κάτοικους της περιοχής ότι η έκταση αυτή, στην οποία περιλαμβάνεται το επίδικο, εμπεριέχεται στα όρια του παραπάνω κτήματος του εναγομένου, πέραν του περιμαντρωμένου τμήματος αυτού των 112.628 τ.μ. Ιδιοκτησία Π. ή κληρονόμων Π., ουδέποτε υπήρχε, όπως προαναφέρθηκε, στα ... ούτε και στην ευρύτερη περιοχή των ... και επιχειρήθηκε να εμφανιστεί εκεί πρώτη φορά το έτος 1922 όταν οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων, εκμεταλλευόμενοι τις περιστάσεις εκείνης της περιόδου και την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση που δημιουργήθηκε με την συγκέντρωση στην περιοχή των ..., εκατοντάδων προσφύγων μετά την μικρασιατική καταστροφή, προσπάθησαν να οικειοποιηθούν το προπεριγραφέν απερίφρακτο τμήμα του δημοτικού κτήματος του εναγομένου. Έτσι, επομένως, εξηγείται το γεγονός ότι το επίδικο, σε μικρότερη έκταση, που ανέρχεται σε 286,63 τ.μ., φέρεται σύμφωνα με το πόρισμα του πραγματογνώμονα, να περιέχεται εκτός από τους τίτλους του εναγομένου και στο φερόμενο από τους ενάγοντες, ως συνημμένο στο .../1922 συμβόλαιο διανομής, σχεδιάγραμμα Σ. Π. του έτους 1922, για το οποίο ο πραγματογνώμονας αποφαίνεται ότι δεν είναι ακριβές αντίγραφο από το πρωτότυπο, επισημαίνοντας μάλιστα, ότι μετά από λεπτομερή μελέτη αυτού, διεπίστωσε ότι αρκετά αναγραφόμενα μήκη πλευρών από τα απεικονιζόμενα σε αυτό οικόπεδα, δεν συμπίπτουν με τα αντίστοιχα αναφερόμενα στο κείμενο των συμβολαίων τους. Οι ενάγοντες αμφισβητώντας το σχεδιάγραμμα Μ., με το οποίο όλη η μείζων έκταση των κληρονόμων Π. και κατά συνέπεια και το επίδικο ακίνητο εμπίπτει στα όρια του δημοτικού κτήματος ..., προσκομίζουν την ...1976 τεχνική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα Κ. Π. που διενεργήθηκε κατόπιν της 209/1972 απόφασης, του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε δικαστική διαφορά του εναγομένου Δήμου ... και των κληρονόμων Δ., αναφορικά με ακίνητο που οι τελευταίοι είχαν αποκτήσει από τους κληρονόμους Π.. Ο ως άνω πραγματογνώμονας είχε αποφανθεί ότι δεν ήταν εφικτή η εφαρμογή του σχεδιαγράμματος Μ., λόγω έλλειψης σταθερών σημείων εξάρτησης αυτού και το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, ανεγνώρισε συγκυρίους τους εναγομένους λόγω χρησικτησίας, χωρίς να κρίνει αν το επίδικο ακίνητο ενέπιπτε μέσα στα όρια του δημοτικού κτήματος ή όχι. Πέραν αυτών όμως, οι ενάγοντες και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοι τους, δεν άσκησαν ποτέ καμμία πράξη νομής στο επίδικο σε όλη την διαδρομή του χρόνου από το 1919 έως το 2010, καθώς, πλην της περιόδου 1929-1969, οπότε στην περιοχή του επιδίκου παρατηρούνται μόνο προσφυγικά παραπήγματα, τα οποία, βεβαίως, δεν ανήκουν στους ενάγοντες, αλλά κατασκευάστηκαν από τον εναγόμενο με πρόχειρα υλικά για να στεγάσουν τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, δεν παρατηρείται περίφραξη του επιδίκου, ούτε υλοποιημένα όρια και δεν φαίνεται κανένα ίχνος που θα μπορούσε να θεωρηθεί, ότι συνιστά πράξη νομής των εναγόντων ή των δικαιοπαρόχων τους. Με βάση την φωτοερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1919, 1929, 1939, 1953, 1959, 1972, 1974, 1979, 1983, 1987, 1988, 1990, 1991, 1995, 2000, 2001, 2002, 2003, 2005, 2007-2009 και 2010, στην οποία προέβη ο πραγματογνώμονας, το έτος 1919 το επίδικο, ως τμήμα του απερίφρακτου δημοτικού κτήματος, έχει εικόνα ενός εγκαταλελειμμένου αγρού, χωρίς ίχνη καλλιέργειας, στο οποίο παρατηρούνται μονοπάτια που χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους της περιοχής, για να εισέρχονται στο περιφραγμένο τμήμα του δημοτικού κτήματος. Από το 1929 έως το 1969 φαίνονται μόνο τα προαναφερθέντα προσφυγικά παραπήγματα, τα οποία κατασκευάστηκαν από τον εναγόμενο για να στεγάσουν τους πρόσφυγες. Από το 1972 έως το 1979, το επίδικο έχει και πάλι εικόνα εγκαταλελειμμένου αγρού και καλύπτεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από χαμηλή βλάστηση. Το 1990 δεν διαφαίνεται εναπόθεση οικοδομικών υλικών ούτε περίφραξη του επιδίκου, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, από δε το έτος 1995 και εφεξής, εντοπίζονται σταθμευμένα αυτοκίνητα στο επίδικο διότι αυτό χρησιμοποιείτο πλέον από τους δημότες ως ακανόνιστος χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων και τέλος, από το 2010 φαίνεται ο καθαρισμός και η δενδροφύτευση του επιδίκου και του συνεχόμενου αυτού χώρου, που έγιναν από τον Δήμαρχο ... με τα προστηθέντα όργανά του.
Συνεπώς, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι τόσο οι ενάγοντες όσο και οι δικαιοπάροχοι τους άμεσοι και απώτεροι, άσκησαν ποτέ εμφανείς υλικές πράξεις νομής στο επίδικο, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό τη βούληση τους να το νέμονται με διάνοια κυρίου. Για επίρρωση του ισχυρισμού τους σχετικά με την κυριότητα τους στο επίδικο ακίνητο, επικαλούνται αυτοί την από 26-4-1994 γνωμοδότηση του Προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας του εναγομένου, στην οποία αναφέρεται ότι ο εναγόμενος Δήμος ..., δεν είχε ποτέ ιδιοκτησία στην οδό ... ..., καθώς και το με αριθμό .../1998 έγγραφο της ίδιας υπηρεσίας σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς στην οδό ..., όπου αναφέρεται ότι ο Δήμος ... δεν έχει ακίνητο με πρόσοψη στην οδό .... Όμως, το περιεχόμενο των εν λόγω γνωμοδοτήσεων, οι οποίες συντάχθηκαν με βάση το αναξιόπιστο σχεδιάγραμμα Σ. Π. του έτους 1922, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι τίτλοι ιδιοκτησίας του εναγομένου, ανατρέπεται από τα αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία [συμβόλαια και τοπογραφικά διαγράμματα, τεχνικές εκθέσεις και έκθεση πραγματογνωμοσύνης], που προαναφέρθηκαν. Επομένως, εφόσον οι απώτεροι δικαιοπάροχοι των εναγόντων δεν άσκησαν πράξεις νομής στην μείζονα έκταση, φερόμενη ως ιδιοκτησία κληρονόμων Π., μέχρι το 1922, οπότε οι τελευταίοι την διένειμαν με βάση το σχεδιάγραμμα Π., δεν μπορούν οι ίδιοι οι ενάγοντες, να αντιτάξουν χρησικτησία έναντι του εναγομένου, αφού δεν αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοί τους, νεμήθηκαν ανεπίληπτα την μείζονα έκταση και κατ’ επέκταση και το επίδικο τμήμα αυτής, για τριάντα [30] χρόνια μέχρι την 11-9-1915, σύμφωνα με τις διατάξεις του β.ρ δικαίου, με τις οποίες κρίνεται η απόκτηση της κυριότητας πριν από την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα, κατ’ άρθρο 51 Εις.Ν Α.Κ, που εφαρμόζεται και σε ακίνητα, τα οποία κατέχονται από τον Ο.ΤΑ [βλ.άρθρ.1 έως 24 ΑΝ 1539/1938 περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων σε συνδ. με το άρθρο 7 Ν.Δ/τος 31/68 περί προστασίας των περιουσιών των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης]. Περαιτέρω, οι εκκαλούντες, χωρίς να επικαλούνται συγκεκριμένες πράξεις νομής στο επίδικο πριν από το 1922, ισχυρίζονται ότι οι φερόμενοι ως δικαιοπάροχοι τους Φ. Λ., Σ. Κ. και Α. Κ. και στη συνέχεια οι Ι. και Α. Λ., εισέπρατταν αποζημιώσεις από το Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της επίταξης της επίδικης έκτασης το έτος 1923 για την στέγαση προσφύγων. Ωστόσο και αν αυτό έχει συμβεί και αφορά την επίδικη έκταση, η τυχόν περιστασιακή είσπραξη αποζημίωσης εν αγνοία του αληθούς κυρίου Δήμου ..., δεν συνιστά πράξη νομής στο επιταχθέν ακίνητο, όταν μάλιστα κατά το χρονικό διάστημα της επίταξης [1923-1973], ο εναγόμενος Δήμος, όπως έχει λεχθεί, προέβη στην αποτύπωση αυτού, στο οποίο περιέχεται η επίδικη έκταση, σε σχεδιαγράμματα, στην καταχώρισή του στο κτηματολόγιο, στην δικαστική διεκδίκηση τμημάτων αυτού και στην πώληση άλλων σε τρίτους. Άλλωστε στο με αριθμό πρωτοκόλλου ...9-1-1961 έγγραφο του Συλλόγου με την επωνυμία "Σύνδεσμος Οικιστών και Κρατικών ... ..." προς το Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, αναφέρεται ότι ολόκληρη η έκταση του Συνοικισμού ... ... [από τον οποίο ονομάστηκε η περιοχή ...], η οποία επιτάχθηκε με αποφάσεις του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας και σε αυτή κτίστηκαν παραπήγματα για την στέγαση προσφύγων, ανήκει κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα στον Δήμο ... όπως αναγνωρίστηκε με δικαστικές αποφάσεις [βλ. ενδεικτικά 7828/1933 και 5065/2009 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών]. Μετά την άρση της επίταξης, το έτος 1973 και εφεξής [ήτοι μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής], οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοι τους δεν προέβησαν σε εμφανείς υλικές πράξεις νομής, αφού, παρά το γεγονός ότι οι Ι. και Α. Δ., ζήτησαν και έλαβαν την .../1974 άδεια περίφραξης του επιδίκου από την Νομαρχία Αττικής, ουδέποτε υλοποίησαν αυτή, μετά δε το έτος 1981 οπότε φέρεται ότι περιήλθε στην άμεση δικαιοπάροχο και μητέρα του πρώτου των εναγόντων Γ. Γ., το 1/3 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου από δημόσιο πλειστηριασμό, αυτό [επίδικο] είχε παραδοθεί στην κοινή χρήση των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι συγκεντρώνονταν εκεί για διάφορες εκδηλώσεις και στάθμευαν τα αυτοκίνητα τους. Οι ενάγοντες ουδέποτε εναντιώθηκαν στην κοινή χρήση του επιδίκου, ενώ οι επικαλούμενες από αυτούς ενέργειες για την λειτουργία υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων, απλής περίφραξης και ασφαλτόστρωσης, ουδέποτε έλαβαν χώρα, μάλιστα δε η με αριθμό .../2005 άδεια περίφραξης των δικαιοπαρόχων τους, ανακλήθηκε με την 2710/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Σύμφωνα με όλα όσα προαναφέρθηκαν το επίδικο οικόπεδο ανήκει κατά πλήρη κυριότητα και νομή στον Δήμο ... και περιήλθε σε αυτόν ως τμήμα του δημοτικού κτήματος ..., όπως αυτό περιγράφεται στα .../1878 και .../1887 συμβόλαια. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο απέρριψε την αγωγή των αναιρεσειόντων περί διεκδικήσεως του επιδίκου ακινήτου, τόσο κατά την κύρια όσο και κατά τις επικουρικές, από τακτική και έκτακτη χρησικτησία, βάσεις της αποκτήσεως κυριότητας του ενδίκου ακινήτου και δή εκείνη της τακτικής χρησικτησίας σιωπηρά, δεχθέν ότι ο αναιρεσίβλητος Δήμος έγινε κύριος παραγώγως, αλλά και κατά παραδοχή της οικείας από έκτακτη χρησικτησία ενστάσεώς του και πρωτοτύπως και στη συνέχεια απέρριψε την έφεση των αναιρεσειόντων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, που είχε κρίνει ομοίως. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε τις περί παραγώγου και πρωτοτύπου από τακτική και έκτακτη χρησικτησία διατάξεις του Αστικού Κώδικα και του προϊσχύσαντος ΒΡΔ καθώς και τις αναφερόμενες στη νομική σκέψη διατάξεις του άρθρου 2 του ΝΔ 31/1968 και των ισχυουσών για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου διατάξεων (εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του ΑΝ 1539/1938) σε συνδυασμό με το άρθρο 7 του ίδιου ΝΔ, ενόψει του ότι στην απόφασή του υπάρχει νομική ακολουθία μεταξύ των πραγματικών γεγονότων που έγιναν δεκτά και υπήχθησαν στις εν λόγω διατάξεις, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις και του συμπεράσματος του δικανικού της συλλογισμού. Ειδικότερα κατά τα ως άνω γενόμενα δεκτά ως αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, οι ενάγοντες δεν απέκτησαν παραγώγως το ένδικο ακίνητο, καθόσον τούτο δεν περιλαμβάνεται στους επικαλούμενους από αυτούς τίτλους ιδιοκτησίας των ίδιων και των δικαιοπαρόχων τους, που καλύπτουν το χρονικό διάστημα από το 2005 μέχρι το 1841 (μη υπάρχοντος εντεύθεν νομίμου τίτλου για τακτική χρησικτησία), ενώ ούτε οι ίδιοι ούτε και οι δικαιοπάροχοί τους διενήργησαν και δη κατά το διάστημα από το 1919 μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (2008), οποιαδήποτε πράξη νομής επί του επιδίκου, μη συνιστώσας πράξης νομής της επικαλουμένης εισπράξεως αποζημιώσεως επιτάξεως κατά το χρονικό διάστημα 1923 έως 1973, αφού η τυχόν είσπραξή της έγινε εν αγνοία του κυρίου του ακινήτου, ήτοι του εναγομένου Δήμου, που κατά το ίδιο διάστημα διενεργούσε τις αναφερόμενες πράξεις νομής στο περιλαμβάνον και το επίδικο μεγαλύτερο ακίνητο του την 9137 τμ. ενώ αντίθετα το επίδικο περιλαμβάνεται στους επικαλουμένους τίτλους του εναγομένου Δήμου, σε συνδυασμό με τα επικαλούμενα τοπογραφικά διαγράμματα, τις αεροφωτογραφίες και τις τεχνικές εκθέσεις και προσέτι αυτός (Δήμος) από το 1878 και επέκεινα να διενεργεί τις λεπτομερώς περιγραφόμενες πράξεις νομής στο περιλαμβάνον και το επίδικο μεγαλύτερο ακίνητο των 9137 τ.μ. Επομένως οι περί του αντιθέτου και από τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ τρείς πρώτοι λόγοι της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του πρώτου λόγου κατά τις οποίες το Εφετείο κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 1 παρ.1 του ΝΔ 31/1968 δέχθηκε ότι η κτητική παραγραφή ή έκτακτη χρησικτησία εις βάρος του εναγομένου Δήμου θα έπρεπε να έχει συμπληρωθεί στις 11.9.1915 και όχι στις 2.12.1968 είναι αλυσιτελείς, καθόσον, αφορούν σε αιτιολογίες που έχουν τεθεί ως εκ περισσού και δεν επηρεάζουν το αποδεικτικό πόρισμα, το οποίο επαρκώς στηρίζεται στις παραδοχές της απόφασης περί του ότι οι ενάγοντες και οι δικαιοπάροχοί τους από το 1919 μέχρι του χρόνου ασκήσεως της αγωγής (2008) δεν διενήργησαν καμμιά πράξη νομής στο επίδικο, οι οποίες παραδοχές καλύπτουν και το πραγματικό της παραπάνω διατάξεως, αφού δεν διενεργήθησαν πράξεις νομής από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων στην προηγηθείσα της 2.12.1968 εικοσαετία. Οι αιτιάσεις του δεύτερου λόγου, που αναφέρονται στις προϋποθέσεις και της συνέπειες της Κτηματογράφησης, είναι απαράδεκτες, καθόσον τελούν υπό την εσφαλμένη προϋπόθεση ότι αντικείμενο της παραδοχής της αποφάσεως ότι η εγγραφή στο Κτηματολόγιο συνιστά πράξη νομής, είναι η νομιμότητα της Κτηματολογικής εγγραφής, πράγμα που εκφεύγει του αντικειμένου της δίκης, ενώ η κτηματογράφηση, που συνδυάζεται και με τις λοιπές αναφερόμενες στην απόφαση πράξεις νομής, ορθά γίνεται δεκτό ότι συνιστά πράξη νομής. Οι αιτιάσεις του τρίτου λόγου, που αφορούν στις προϋποθέσεις και τις συνέπειες της επίταξης είναι απαράδεκτες για την ίδια με την αναφερόμενη στον προαναφερθέντα λόγο αιτία, ενώ βάσιμα γίνεται δεκτό ότι "η τυχόν περιστασιακή είσπραξη αποζημιώσης επίταξης εν αγνοία του αληθούς κυρίου Δήμου ..., δεν συνιστά πράξη νομής...". Οι λοιπές αιτιάσεις του δευτέρου και του τρίτου λόγου, που αφορούν στην ερμηνεία και εφαρμογή των ίδιων περί κτηματογράφησης και περί επιτάξεως διατάξεων είναι απαράδεκτες, γιατί υπό την επίφαση της παραβιάσεως των διατάξεων αυτών, πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη, κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, ως προς την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ενώ η απόδοση στην εγγραφή του Κτηματολογίου μαχητού ή αμάχητου τεκμηρίου αφορά σε ισχυρισμό και όχι σε αποδεικτικό μέσο και συνακόλουθα δεν στοιχειοθετείται ως επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Περαιτέρω βάσιμα γίνεται δεκτό ότι μόνο η λήψη από τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων Ι. και Α. Δ. Δ. άδειας περιτοίχησης του επιδίκου ακινήτου από την Υπηρεσία Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αττικής (αριθμ.αδείας .../29.3.1974) ή η λήψη από τους ίδιους τους ενάγοντες της υπ’ αριθμ..../16.11.2005 άδειας απλής περίφραξης της Δ/νσης Πολεοδομίας του Δήμου ... (η οποία μάλιστα ανακλήθηκε με την υπ’ αριθμ.2710/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών) η άδεια ασφαλτόστρωσης ή λειτουργίας υπαίθριου σταθμού αυτοκινήτων, χωρίς αντίστοιχη υλοποίησή τους δεν συνιστούν εμφανείς πράξεις νομής και συνακόλουθα δεν συντρέχει περίπτωση παραβιάσεως του άρθρου 974 ΑΚ και στοιχειοθέτησης της επικαλούμενης από τους πέμπτο και έκτο από τους λόγους του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος τους πλημμέλειας του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ενόψει τούτου οι λόγοι αυτοί του προσθέτου δικογράφου καθώς και οι τρείς πρώτοι λόγοι του κυρίου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 335, 338 έως 340 και 346 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για τη βασιμότητα των πραγματικών ισχυρισμών των διαδίκων, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, που επιδρούν δηλαδή στο διατακτικό της απόφασης (Ολ.ΑΠ 2/2008), οφείλει να λάβει υπόψη τα νομίμως προσκομισθέντα, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφώς και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Είναι δε σαφής και ορισμένη η επίκληση του αποδεικτικού μέσου όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του (Ολ.ΑΠ 23/2008). Καμμιά ωστόσο διάταξη δεν επιβάλλει την ειδική μνεία και τη χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, αλλά αρκεί η γενική μνεία των κατ’ είδος, κατά το άρθρο 339 ΚΠολΔ αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη, από δε την ιδιαίτερη αναφορά της αποφάσεως σε κάποιο αποδεικτικό μέσο δεν συνάγεται ότι τα λοιπά δεν λήφθηκαν υπόψη, αφού η απόδοση μεγαλύτερης αξιοπιστίας σε κάποιο από τα ισοδύναμα αποδεικτικά μέσα, ανήκει στην ανέλεγκτη και ελεύθερη, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ, εκτίμηση των αποδείξεων. Μόνο αν από τη γενική ή και ρητή ακόμη αναφορά, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο (Ολ.ΑΠ 2/2008) ή κατ’ άλλη έκφραση αδιστάκτως βέβαιο (Ολ.ΑΠ 14/2005) ότι λήφθηκε υπόψη κάποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο, στοιχειοθετείται ο αναιρετικός αυτός λόγος. Εξάλλου ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται, αν το δικαστήριο δεν προσέδωσε στο αποδεικτικό μέσο τη βαρύτητα και ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι αυτό έχει, αφού η σχετική εκτίμηση δεν υπόκειται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 561 παρ.1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Στην προκειμένη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που οι αναιρεσείοντες επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, από τα οποία προέκυπτε ότι αυτοί και οι δικαιοπάροχοί τους απέκτησαν την κυριότητα του επιδίκου με νόμιμους τίτλους, καθώς και ότι οι απώτεροι δικαιοπάροχοί τους Α. Π. και Π. Π. ασκούσαν επί του επιδίκου πράξεις νομής και πριν από το 1922, που συντάχθηκε το από 12-1-1922 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού Σ.Π. και ότι συνακόλουθα από τα έγγραφα αυτά προέκυπτε ότι η αγωγή ήταν ουσιαστικά βάσιμη τόσο κατά την κύρια από παράγωγο τρόπο (αγορά) κτήση της κυριότητας του επιδίκου, όσο και κατά την επικουρική από έκτακτη χρησικτησία. Ειδικότερα τα έγγραφα που δεν λήφθηκαν υπόψη ως προς την κύρια βάση της αγωγής είναι α)η υπ’ αριθμ.9/1856 απόφαση του Αρείου Πάγου β)η υπ’ αριθμ.602/1923 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, γ)η υπ’ αριθμ.1531/1967 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών δ)η υπ’ αριθμ.5633/1997 απόφαση του Εφετείου Αθηνών ε)η υπ’ αριθμ.10296/1997 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και στ)η υπ’ αριθμ.3146/2005 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, τα δε έγγραφα που δεν λήφθηκαν υπόψη ως προς την επικουρική βάση της αγωγής είναι α)τα υπ’ αριθμ....1867, .../1867 και .../1867 συμβόλαια του συμβ/φου Αθηνών Παναγιώτη Πούλου περί εκμισθώσεως, πωλήσεως και συστάσεως προίκας από τον απώτερο δικαιοπάροχο των αναιρεσειόντων Α. Π., επί τμήματος του περιλαμβάνοντος και το επίδικο μεγαλυτέρου ακινήτου, που κληρονομήθηκε από τον Χ. - Π. Π., β)το υπ’ αριθμ..../1873 συμβόλαιο του συμ/φου Αθηνών Βασιλ.Κτενά, περί εκμισθώσεως από τον απώτερο δικαιοπάροχο των εναγόντων Π. Π. για βοσκή τμήματος του ιδίου ακινήτου και γ)τα υπ’ αριθμ..../1891 και .../1891 συμβόλαια του συμβ/φου Αθηνών Τάσου Οικονόμου περί πωλήσεως ύδατος από τον ίδιο δικαιοπάροχο προς τον Δήμο ....
Με τον πρώτο και κατά το δεύτερο μέρος του, λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ίδια αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ότι το επίδικο επιτάχθηκε από το Δημόσιο το 1923 για τη στέγαση προσφύγων, από τους απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων Φ. Δ., Σ. Κ. και Α. Κ., στους οποίους και εν συνεχεία στους δικαιοδόχους τους καταβαλλόταν η ορισθείσα αποζημίωση μέχρι το 1973 που η επίταξη αυτή άρθηκε. Τα έγγραφα αυτά είναι: 1. Η υπ’ αριθμ..../28.3.1925 απόφαση του Υπουργού Υγιεινής Πρόνοιας και Αντιλήψεως. 2. Το υπ’ αριθμ...30.5.1925 "πρακτικό καθορισμού καταβλητέας αποζημιώσεως δι’ επιταχθέν οίκημα. 3. Η υπ’ αριθμ.770/1933 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ. 4. Η υπ’ αριθμ..../18.7.1957 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικής Προνοίας. 5. Η υπ’ αριθμ.1531/1967 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών. 6.α. Το υπ’ αριθμ.πρωτ..../ 10.10.1933 πιστοποιητικό του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως β. Η υπ’ αριθμ.πρωτ....οίκοθεν/ ... 1.8.1967 βεβαίωση του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας γ. Το υπ’ αριθμ.... .../ 15.12.1970 έγγραφο του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. δ. Το υπ’ αριθμ.πρωτ..../ 26.5.1973 έγγραφο του Ν.ΣΚ προς το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών. 7. Το υπ’ αριθμ.πρωτ.... 24.5.1973 έγγραφα της Νομαρχίας Αθηνών Δ/ση Κοιν.Υπηρεσιών.
Με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο και κατά το δεύτερο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι για το ίδιο ζήτημα της επιτάξεως και της καταβολής της ορισθείσας αποζημιώσεως δεν έλαβε υπόψη εκτός από τα αναφερόμενα στον παραπάνω λόγο και τα ακόλουθα έγγραφα: 1. Τις υπ’ αριθμ....21.3.1927 και .../18.5.1932 αποφάσεις του Υπουργού Υγιεινής Προνοίας και Αντιλήψεως. 2. Την υπ’ αριθμ..../18.6.1935 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Υγιεινής και Αντιλήψεως. 3. Την υπ’ αριθμ..../7.5.1936 απόφαση του Υπουργού Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως. 4. Την υπ’ αριθμ..../1963 πράξη αποδοχής κληρονομιάς του συμβ/φου Αθηνών Δ.Ματσανιώτη. 5. Την υπ’ αριθμ.....1966 πράξη του συμβ/φου Αθηνών Χριστοφ.Κουτσούκου. 6. Το υπ’ αριθμ.πρωτ..../3.4.1968 έγγραφο του Διευθυντή του Υπουργείου Κοιν.Προνοίας. 7. Το υπ’ αριθμ..../9.4.1968 έγγραφο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. 8. Το υπ’ αριθμ.πρωτ.../24.5.1973 έγγραφο της Νομαρχίας Αθηνών Δ/ση Κοιν.Υπηρεσιών. 9. Την από 12.5.1974 αίτηση - πρόσκληση των Ι. και Α. Δ. προς το Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών. 10. Το υπ’ αριθμ.159/16.1.1969 πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. 11. Το υπ’ αριθμ.πρωτ..../4.7.69 έγγραφο του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. 12. Το υπ’ αριθμ. πρωτ. .../19.8.1969 έγγραφο του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών. 13. Το υπ’ αριθμ.3358/22.10.1970 πρακτικό του Γ’ τμήματος του Ν.ΣΚ.
Με τον δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ίδια από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε ότι η επί μέρους έκταση των 10.734 στρεμμάτων, στην οποία εντάσσεται το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στους επικαλουμένους από το εναγόμενο τίτλους αγοράς μεγαλυτέρας εκτάσεως ή και αν εντάσσεται έχει αποκτηθεί παρά μη κυρίου και ότι ο Δήμος δεν έχει διενεργήσει πράξεις ούτε κατά την πριν από τις 11.9.1915 τριακονταετία, ούτε κατά το μεταγενέστερο διάστημα και δή την οριζόμενη από το ν.δ.31/1968 πριν από 1968 εικοσαετία, για την απόκτηση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων από αυτόν (Δήμο) και την μη κατάλυσή τους από χρησικτησία τρίτων. Τα έγγραφα αυτά είναι τα ακόλουθα, από τα οποία το υπό στοιχ. 4 προσκομίστηκε το πρώτον στο Εφετείο, γιατί εκδόθηκε μετά την πρωτόδικη απόφαση: 1. Η υπ’ αριθμ.602/1923 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών και το από 12.6.1923 αποδεικτικό επίδοσης αντιγράφου από εκτελεστό απόγραφο της απόφασης αυτής. 2. Η υπ’ αριθμ.5633/1977 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. 3. Το υπ’ αριθμ.1311/1998 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. 4. Το υπ’ αριθμ.2344/2011 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με τον ίδιο δεύτερο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και κατά το 2ο μέρος του και υπό την επίκληση της ίδιας πλημμέλειας του αριθμού 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ότι ο Δήμος από το 1923 που εκδόθηκε η υπ’ αριθμ.602/1923 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που αναγνώριζε τους δικαιοπαρόχους των εναγόντων προσωρινούς νομείς του επιδίκου, αλλά και επιβλήθηκε σ’ αυτό (επίδικο) επίταξη ο Δήμος δεν αμφισβήτησε τα δικαιώματα των εναγόντων, ενώ προσέτι αναγνώρισε ότι δεν έχει ιδιοκτησία επί της οδού ... όπου βρίσκεται το επίδικο, ενώ διάφορες διεκδικητικές αγωγές που άσκησε το 1966 για παρακείμενα στο επίδικο ακίνητα, είτε απορρίφθηκαν, είτε παραιτήθηκε από αυτές. Τα έγγραφα αυτά είναι: 1. Η υπ’ αριθμ.5633/1977 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, 2. Η υπ’ αριθμ.2515/1979 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, (1) 3. Η υπ’ αριθμ....3.2.1967 πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ... και η υπ’ αριθμ....17.6.1967 πράξη της συμβ/φου Αθηνών Ειρήνης Ρουσάκη. (2)4. Η υπ’ αριθμ....30.6.1967 πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου ..., η υπ’ αριθμ.14968/1967 απόφαση του Προέδρου Πρωτοδικών Αθηνών και το υπ’ αριθμ....20.2.2014 πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Αθηνών. (3) 5. Οι υπ’ αριθμ. 593/1971 και 594/1971 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. (1) 6. Το υπ’ αριθμ....13.7.1998 έγγραφο της Διεύθυνσης Δημοτικής Περιουσίας - Τμήμα Κτηματολογίου (2) 7.Το υπ’ αριθμ....5/21.12.1988 έγγραφο της ίδιας Διεύθυνσης, (3) 8. Οι υπ’ αριθμ..../15.7.2005 και .../30.11.2005 βεβαιώσεις του Δήμου .... (4)9. Η υπ’ αριθμ.8860/2014 αθωωτική των εναγόντων απόφαση του Γ’ Μονομελούς Πλημ/κείου Αθηνών και αντίγραφο του από 30.7.2012 κατηγορητηρίου.
Με τον τέταρτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ίδια αναιρετική πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε η άσκηση πράξεων νομής επί του επιδίκου από τους απωτάτους και απώτερους δικαιοπαρόχους των εναγόντων, για το προγενέστερο της επιτάξεώς του το 1923 διάστημα και μέχρι του 1844. Τα έγγραφα αυτά είναι: 1. Η υπ’ αριθμ.9/1856 απόφαση του Αρείου Πάγου, 2. Τα υπ’ αριθμ....1867, .../1867 και .../1867 συμβόλαια του συμβ/φου Αθηνών Παναγιώτη Πούλου, 3. Το υπ’ αριθμ..../1873 συμβόλαιο του συμβ/φου Αθηνών Βασ.Κτενά, 4. Τα υπ’ αριθμ..../1891 και .../1891 συμβόλαια του συμβ/φου Αθηνών Τάσου Οικονόμου, 5. Η υπ’ αριθμ.602/1923 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών και το από 12.6.1923 αποδεικτικό επίδοσης του δικ. Κλητήρα του Πρωτ.Αθηνών, με αντίγραφο από εκτελεστό απόγραφο και επιταγή προς εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως, 6. Η υπ’ αριθμ..../28.3.1925 απόφαση του Υπουργού Υγιεινής και Πρόνοιας.
Με τον τέταρτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ίδια αναιρετική πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων διενεργούσαν πράξεις νομής επί του επιδίκου από το 1973, που ήρθη η επίταξή του, μέχρι το 2005 που τούτο (επίδικο) μεταβιβάστηκε σ’ αυτούς (ενάγοντες). Τα έγγραφα αυτά είναι: 1.α)Η από 30.4.1974 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων νομής στο Ειρηνοδικείο Αθηνών των Ι. και Α. Δ. κατά των ... Α. Γ. και Σ. Τ., β)Η επί της αιτήσεως αυτής υπ’ αριθμ.2283/1974 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, γ. Η απορριπτική της εφέσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως υπ’ αριθμ.5628/1975 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, 2.α.Η υπ’ αριθμ..../23.1.1978 πράξη του συμβ/φου Αθηνών Γερασίμου Παπαθεοδώρου, β. Η υπ’ αριθμ..../1979 πράξη του συμβ/φου Αθηνών Χρήστου Καραγιάννη, γ. Η υπ’ αριθμ..../2005 πράξη του συμβ/φου Αθηνών Γεωργίου Παπαθεοδώρου, 3.α.Τα υπ’ αριθμ.πρωτ..../11.7.2005 πιστοποιητικά της ... Αθηνών, β.Τα υπ’ αριθμ.πρωτ..../13.7.2005 και .../1.6.2005 πιστοποιητικά των Δ.Ο.Υ. ... αντίστοιχα, 4. Τις υπ’ αριθμ.πρωτ..../15.7.2005 και .../30.11.2005 βεβαιώσεις του Δήμου ....
Με τον πέμπτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ίδια αναιρετική πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε ότι οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων Ι. και Α. Δ. είχαν περιτοιχίσει το επίδικο, υλοποιώντας την υπ’ αριθμ..../29.3.1974 άδεια περιτοίχησης που είχαν λάβει από την υπηρεσία Πολεοδομίας της Νομαρχίας Αττικής. Τα έγγραφα αυτά είναι ένα φωτοερμηνευτικό διάγραμμα του 1983 και ένα φωτοερμηνευτικό διάγραμμα του 1983 και ένα φωτοερμηνευτικό διάγραμμα του 1988. Με τον έκτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και κατά το δεύτερο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ίδια αναιρετική πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα από τα οποία προέκυπτε ότι οι ενάγοντες, μετά την απόκτηση το 2005 του επιδίκου, διενήργησαν πράξεις νομής στο επίδικο. Τα έγγραφα αυτά είναι: 1. Η από 8.12.2005 αίτηση των εναγόντων στο Ειρηνοδικείο Αθηνών περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων κατά των περιοίκων που χρησιμοποιούσαν το επίδικο ως χώρο σταθμεύσεως των οχημάτων τους. 2. Το υπ’ αριθμ.πρωτ.../7.8.2007 έγγραφο του Δήμου ... - Δ/ση Πολεοδομίας περί διακοπής των εκτελούμενων εργασιών ιδρύσεως υπαίθρου σταθμού. Ότι προσέτι το Εφετείο, για την απόδειξη της βασιμότητας της αγωγής των εναγόντων και της εφέσεως του, δεν έλαβε υπόψη τις περιεχόμενες σε ένορκες βεβαιώσεις και στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου μαρτυρικές καταθέσεις και ότι ειδικότερα δεν έλαβε υπόψη. 1. Τις νόμιμα ληφθείσες στη συμβολαιογράφο Αθηνών Ευθαλία Καραγιάννη υπ’ αριθμ..../23-12-2008 ένορκες βεβαιώσεις. 2. Την περιεχόμενη στα ομοιάριθμα με την πρωτόδικη απόφαση υπ’ αριθμ..../2010 πρακτικά κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων - αναιρεσειόντων Γ. Γ.. Οι λόγοι αυτοί είναι αβάσιμοι, γιατί από την προσβαλλόμενη απόφαση και ιδιαίτερα από την περιεχόμενη σ’ αυτήν βεβαίωση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι και η ρητή αναφορά στην μαρτυρική κατάθεση και τις ένορκες βεβαιώσεις που αναφέρονται στον πέμπτο πρόσθετο λόγο σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της απόφασης, όπου γίνεται αναφορά σε όλα τα επί μέρους ζητήματα για την απόδειξη των οποίων προσκομίστηκαν με επίκληση τα επίμαχα αποδεικτικά μέσα, δεν καταλείπεται καμμιά απολύτως αμφιβολία, ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα, τα οποία και συνεκτίμησε με τις λοιπές αποδείξεις για τη στήριξη του αποδεικτικού του πορίσματος ως προς το ουσία αβάσιμο της αγωγής για το λόγο ότι το επίδικο δεν περιλαμβάνεται στους επικαλούμενους από τους ενάγοντες τίτλους και γιατί οι πράξεις νομής που επικαλούνται είτε δεν αφορούν το επίδικο, είτε αναιρούνται από πράξεις του εναγομένου (όπως η λήψη αποζημίωσης για την επίταξη), είτε δεν συνιστούν εμφανείς πράξεις νομής. Οι αιτιάσεις των ερευνώμενων λόγων ότι από τα ανωτέρω αποδεικτικά μέσα συνάγεται αντίθετο πόρισμα από εκείνο που δέχθηκε η προσβαλλομένη απόφαση είναι απαράδεκτες, καθόσον πλήττουν την κατά το άρθρο 561 παρ.1 ΚΠολΔ, αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς την αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων. Ενόψει τούτων οι ερευνώμενοι παραπάνω λόγοι τέταρτος του κυρίου δικογράφου και πρώτος (2ο μέρος), δεύτερος (1ο και 2ο μέρος) τέταρτος, πέμπτος (2ο μέρος) έκτος (2ο μέρος) του προσθέτου δικογράφου πρέπει να απορριφθούν.
Με το τρίτο μέρος του δευτέρου λόγου του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, η ίδια από τον αριθμό 11γ του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τα παρακάτω έγγραφα, από τα οποία προέκυπτε ότι ο Δήμος αναγνωρίζει ότι δεν έχει ιδιοκτησία επί της οδού ..., όπου βρίσκεται το επίδικο. 1. Την από 24.6.1994 γνωμοδότηση του Προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας του Δήμου ... προς τη Διεύθυνση Δημοτικής Περιουσίας - Τμήμα Κτηματολογίου, 2. Το υπ’ αριθμ.πρωτ..../2.6.1998 έγγραφο του Προϊσταμένου της Νομικής Διεύθυνσης του Δήμου ... προς τη Διεύθυνση Δημοτικής Περιουσίας - Τμήμα Κτηματολογίου. Από το προεκτεθέν περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (φύλλο 11α) προκύπτει ότι το Εφετείο αφού κάνει ιδιαίτερη αναφορά στα έγγραφα αυτά και στο περιεχόμενό τους, κατ’ ανέλεγκτη κρίση θεωρεί ότι από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία ανατρέπεται το περιεχόμενό τους. Ειδικότερα αναφέρεται στην απόφαση "Όμως το περιεχόμενο των εν λόγω γνωμοδοτήσεων, οι οποίες συντάχθηκαν με βάση το αναξιόπιστο σχεδιάγραμμα Σ.Π. του 1922, χωρίς να ληφθούν υπόψη οι τίτλοι ιδιοκτησίας του εναγομένου, ανατρέπεται από τα αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία (συμβόλαια και τοπογραφικά διαγράμματα, τεχνικές εκθέσεις και έκθεση πραγ/νης)". Ενόψει τούτων δεν ιδρύεται ο επικαλούμενος λόγος, αφού η αιτίασή του αφορά στο ότι δεν αποδόθηκε στα επίμαχα αποδεικτικά μέσα η αποδεικτική αξία που οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν ότι αυτά έχουν.Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός (δεύτερος πρόσθετος - 3ο μέρος) να απορριφθεί και μάλιστα ως απαράδεκτος.
Επειδή κατά τη διάταξη του αριθμού 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που ο νόμος δεν επιτρέπει, κατά δε τη διάταξη του αριθμού 12 του ίδιου άρθρου αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων. Εξ ετέρου κατά το άρθρο 270 παρ.2 εδ.α και β του ΚΠολΔ "το δικαστήριο λαμβάνει υπόπψη τα αποδεικτικά μέσα που πληρούν τους όρους του νόμου, σύμφωνα με την προβλεπόμενη αποδεικτική δύναμη του καθενός. Συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 για τον περιορισμό του εμμάρτυρου μέσου απόδειξης και τις εξαιρέσεις αυτού. Ως "μη πληρούντα τους όρους του νόμου" αποδεικτικά μέσα, νοούνται τα υποστατά μεν, πλην ελαττωματικά και γιαυτό άκυρα. Ενόψει τούτων λαμβάνονται υπόψη αδιακρίτως πλέον, κάθε είδους έγγραφα όπως έγγραφα αχρονολόγητα, ανεπικύρωτα, άκυρα και μη συντεταγμένα κατ’ αποδεικτικό τύπο, ανυπόγραφα ή υπέρ του εκδότη τους. Δεν λαμβάνονται υπόψη μόνο τα ανυπόστατα πλαστά ή μη γνήσια έγγραφα, γιατί δεν συγχωρείται η χρησιμοποίηση ψευδών αποδεικτικών στοιχείων (Ολ.ΑΠ 15/2003). Τέλος τα αποδεικτικά μέσα, κατά κανόνα και ενόψει του συστήματος της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων που ισχύει στον ΚΠολΔ (άρθρ. 340 ΚΠολΔ), είναι ισοδύναμα και εξαιρετικά μόνο προσδίδεται σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα αυξημένη αποδεικτική δύναμη, όπως στη δικαστική ομολογία (άρθρο 352) και στα έγγραφα, που παράγουν πλήρη απόδειξη (αρθρ.438 επ, 441, 445), η δε απόδοση σε ένα ή περισσότερα αποδεικτικά μέσα μεγαλύτερης ή μικρότερης βαρύτητας ή αξιοπιστίας δεν ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του αρ.12 αλλά ανήκει στην ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 618/2016).Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έβδομο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο έλαβε υπόψη και μάλιστα έδωσε αυξημένη αποδεικτική δύναμη, σε ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο και ειδικότερα στην από 3.10.2007 τεχνική έκθεση του τοπογράφου μηχανικού Ν. Α., η οποία συντάχθηκε προτού καταστεί εκκρεμής η ένδικη υπόθεση, με την από 10.6.2008 αγωγή των εναγόντων και χωρίς ο μηχανικός αυτός να έχει διορισθεί τεχνικός σύμβουλος, από κάποιο διάδικο, κατά τα άρθρα 391 και 392 ΚΠολΔ και στα πλαίσια διαταχθείσας από το δικαστήριο πραγ/νης, ώστε να έχει την κατά το άρθρο 390 του ίδιου κώδικα αποδεικτική δύναμη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον η επίμαχη τεχνική έκθεση, μολονότι δεν έχει τα στοιχεία της κατά τις επικαλούμενες διατάξεις εκθέσεως είναι, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη, επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο και ήταν ληπτέο υπόψη, η δε απόδοση σ’ αυτό της προσήκουσας αποδεικτικής του δύναμης απόκειται στην ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο στα πλαίσια της ελεύθερης, κατά το άρθρο 340 ΚΠολΔ εκτίμησης των αποδείξεων, μπορεί ανέλεγκτα να αποδίδει αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε κάποιο από τα ισότιμα αποδεικτικά μέσα, όπως είναι η επίμαχη έκθεση που λαμβάνεται υπόψη για έμμεση απόδειξη και είναι ισότιμη με την λαμβανομένη υπόψη για άμεση απόδειξη τεχνική έκθεση των άρθρων 390 επ και της κατά τα άρθρα 387 επ δικαστικής πραγ/νης, το περιεχόμενο της οποίας στην ένδικη περίπτωση (έκθεση πραγ/νης τοπογράφου μηχανικού Π. Σ.) επιβεβαιώνεται, κατ’ ανέλεγκτη κρίση από την επίμαχη τεχνική έκθεση. Ενόψει τούτων ο ερευνώμενος έβδομος πρόσθετος λόγος πρέπει να απορριφθεί.
Με τον όγδοο λόγο της αναίρεσης αποδίδονται στην προσβαλλομένη απόφαση οι πλημμέλειες των αριθμών 11α, 11β, 11γ, 12, 10 και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, οι οποίες είναι όλες απορριπτέες. Ειδικότερα η αιτίαση κατά την οποία οι εκδοθείσες υπ’ αριθμ.5/2008 και 6/2008 αποφάσεις του Εισαγγελέα Πρωτοδικών και Εφετών, αντίστοιχα, περί προσωρινής ρύθμισης της νομής του επιδίκου, κατά το άρθρ.22 του αν 1539/1938, είναι ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα είναι αβάσιμη, καθόσον κατά τα αναφερόμενα στον προηγούμενο λόγο ανεπίτρεπτα αποδεικτικά μέσα είναι μόνο τα ανυπόστατα, τα πλαστά και τα μη γνήσια έγγραφα, (Ολ.ΑΠ 15/2003) πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει με τις επίμαχες αποφάσεις, οι οποίες εκτιμήθηκαν ελεύθερα και κατά το μέτρο της προσωρινής τους ισχύος, μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, χωρίς δεσμευτική κρίση για την απόφαση που εκδόθηκε, αβάσιμα δε υπολαμβάνεται ότι η ως εκ περισσού αναφορά της απόφασης στο ότι η δικαστική πραγ/νη του Π. Σ. εκτιμάται ελεύθερα, έχει την έννοια ότι στα λοιπά αποδεικτικά μέσα αποδίδεται διαφορετική, από την ελεύθερη εκτίμηση, αποδεικτική δύναμη. Εξάλλου η διηγηματική αναφορά της προσβαλλόμενης, στο υπ’ αριθμ.πρωτ....9.1.1961 έγγραφο του Συλλόγου με την επωνυμία "Σύνδεσμος Οικιστών και Κρατικών ... ...", όπου αναφέρεται ότι η περιοχή ... ανήκει στο Δήμο ..., δεν αναγνωρίζει κυριότητα της περιοχής αυτής, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνουν οι αναιρεσείοντες, πράγμα το οποίο άλλωστε εκφεύγει του αντικειμένου της δίκης και δεν ασκεί επιρροή στο διατακτικό της προσβαλλομένης, οι δε αφορώσες την εν λόγω αναφορά αιτιάσεις του ερευνώμενου λόγου από τους αριθμούς 12, 11β και 20 του άρθρου 559 ΚΠολΔ είναι αλυσιτελείς. Περαιτέρω οι αιτιάσεις του ίδιου λόγου κατά τις οποίες δεν αιτιολογείται γιατί έγινε δεκτό ότι "τα προσφυγικά παραπήγματα δεν ανήκουν στους ενάγοντες, αλλά κατασκευάσθηκαν από τον εναγόμενο, ο οποίος τα καθαίρεσε όταν ήρθησαν οι επιτάξεις", αφορούν σε αιτιολόγηση των αποδειχθέντων, η οποία δεν ιδρύει την επικαλούμενη αναιρετική πλημμέλεια του αρ.10, αφού η γενική αναφορά της απόφασης στις κατ’ είδος προσκομισθείσες αποδείξεις καλύπτει την απαίτηση του νόμου για προσκομιδή με επίκληση αποδείξεων και δεν απαιτεί για κάθε επί μέρους παραδοχή να κατονομάζονται τα οδηγήσαντα σ’ αυτήν αποδεικτικά μέσα. Εξ ετέρου τα επικαλούμενα στο λόγο αυτό δύο έγγραφα, ήτοι το υπ’ αριθμ...30.5.1925 "πρακτικό καταβλητέας αποζημ..." και το υπ’ αριθμ....9.1.1961 έγγραφο του Συλλόγου "Σύνδεσμος ......" των οποίων έχει γίνει επίκληση στον πρώτο πρόσθετο και όγδοο αντίστοιχα λόγους έχουν ληφθεί υπόψη (όπως έχει ήδη αναφερθεί για το πρώτο έγγραφο) και έχουν συνεκτιμηθεί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα για την κατάστρωση του αποδεικτικού πορίσματος και δεν απαιτείται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση καθενός επικληθέντος και προσκομισθέντος αποδεικτικού μέσου. Πρέπει λοιπόν και ο λόγος αυτός ως προς όλες τις αιτιάσεις του, να απορριφθεί.
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. "Πράγματα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής αποτελούν οι αυτοτελείς και λυσιτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που θεμελιώνουν ή καταλύουν τη βάση της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως και ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όχι δε και οι ισχυρισμοί που συνέχονται με την ιστορική αιτία της αγωγής, της ένστασης ή αντένστασης. Επομένως δεν αποτελούν πράγματα τα επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε τα συμπεράσματα που προκύπτουν από τις αποδείξεις. Προσέτι "πράγμα" κατά την έννοια της διατάξεως αυτής αποτελεί και ο λόγος εφέσεως με τον οποίο εκφέρεται παράπονο σχετικό με αυτοτελή ισχυρισμό και όχι με ισχυρισμό αρνητικό της αγωγής ή με αλυσιτελή ισχυρισμό (Ολ.ΑΠ 2/2008), ενώ αντίστοιχα δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη τον ουσιώδη ισχυρισμό (ή λόγο εφέσεως) που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 682/2016). Πάντως δεν είναι "πράγμα" κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ο ισχυρισμός ακόμη και αν προτείνεται με λόγο εφέσεως, που ανάγεται στην ορθή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή ή μη εφαρμογή κάποιου κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. Εξάλλου με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μόνο κατά τα προσβαλλόμενα "κεφάλαια", δηλαδή τις αυτοτελείς αιτήσεις δικαστικής προστασίας, που δημιουργούν χωριστό αντικείμενο δίκης στα πλαίσια της ίδιας διαφοράς και εκκρεμοδικία, για την οποία εκδόθηκε χωριστή διάταξη απόφασης. Έτσι το Εφετείο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση για κεφάλαιο μη προσβληθέν, όπως λ.χ. κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγή. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως και κατά το πρώτο μέρος του αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι το Εφετείο ερεύνησε μη εκκληθέν κεφάλαιο της προσβαλλομένης αποφάσεως και ότι συνακόλουθα έλαβε υπόψη "πράγματα" που δεν περιεχόντουσαν σε λόγο εφέσεως, με επακόλουθο την ίδρυση του αναιρετικού λόγου του αριθμού 8 εδ.α της προπαρατεθείσας διατάξεως του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα εκτίθεται στο λόγο αυτό της αναιρέσεως ότι με την εκκληθείσα απόφαση έγινε δεκτό ότι "τόσο το επίδικο ακίνητο όσο και η ευρύτερη περιοχή είχε επιταχθεί από το Ελληνικό Δημόσιο με διαδοχικές πράξεις του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Αντιλήψεως, για να στεγαστούν σε παραπήγματα οικογένειες προσφύγων (βλ. την υπ’ αριθμ..../1925 απόφαση), η δε επίταξη ήρθη το 1973 (βλ. την υπ’ αριθμ..../1973 απόφαση του Νομάρχη, που δημοσιεύθηκε στο 583/18.5.1973 ΦΕΚ τ.Β’ ). Οι δικαιοπάροχοι των εναγόντων καθ’ όλο το διάστημα που η επίδικη έκταση ήταν επιταγμένη από το Ελληνικό Δημόσιο εισέπρατταν την προβλεπόμενη αποζημίωση (βλ. τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες γνωμοδοτήσεις για τις καταβολές των αποζημιώσεων), όμως το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα και ο εναγόμενος Δήμος, όπως έχει λεχθεί, προέβη στην αποτύπωση ολόκληρης της επίδικης έκτασης, στην καταχώρηση αυτής στο κτηματολόγιο, στη δικαστική διεκδίκηση τμημάτων της, σε πράξεις παραχώρησης ή πώλησης άλλων σε τρίτους". Ότι η παραδοχή αυτή της αποφάσεως με τον δέκατο λόγο της εφέσεως εξεκκλήθη μόνο κατά την δεύτερη παράγραφό της και δη κατά το μέρος που δέχεται ότι ο εναγόμενος Δήμος ενεργούσε πράξεις νομής το επίδικο και ότι συνακόλουθα η προσβαλλομένη που ερεύνησε και την πρώτη παράγραφο της εν λόγω παραδοχής ερεύνησε κεφάλαιο της εκκαλουμένης που δεν είχε εκκληθεί και συνακόλουθα δεν είχε προταθεί στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος προεχόντως γιατί η μη εκκληθείσα κατά τους αναιρεσείοντες παράγραφος της εκκαλουμένης δεν αφορά σε "κεφάλαιο", κατά την απαιτουμένη κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ έννοια, δηλαδή δεν αφορά σε αυτοτελή αίτηση δικαστικής προστασίας που στα πλαίσια της ένδικης διαφοράς να δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης και εκκρεμοδικία και για την οποία να εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης, αλλά και προσέτι είναι απαράδεκτος γιατί ο επίμαχος ισχυρισμός συνάπτεται με την ιστορική βάση της αγωγής και δεν συνιστά "πράγμα" υπό την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια. Με τον τρίτο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η από την παραπάνω διάταξη του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, κατά την οποία το Εφετείο δεν ερεύνησε τους προταθέντες με την αγωγή και επαναφερθέντες με τον ένατο λόγο της εφέσεως ισχυρισμούς των αναιρεσειόντων, κατά τους οποίους οι απώτατοι δικαιοπάροχοι τους διενήργησαν στο επίδικο τις επικαλούμενες πριν από το 1922 πράξεις νομής, ενώ όταν το 1923 ο Δήμος ... επιχείρησε να καταλάβει την περιοχή όπου βρίσκεται το επίδικο, οι δικαιοπάροχοί τους μαζί με τους ιδιοκτήτες των προσδιοριζομένων στο από 12.1.1922 σχεδιάγραμμα του μηχανικού Σ. Π. οικοπέδων προσέφυγαν στο Ειρηνοδικείο, το οποίο με την υπ’ αριθμ.602/1993 απόφασή του αναγνώρισε τους προσφύγαντες νομείς των οικοπέδων και διέταξε την αποβολή του Δήμου. "Η μη λήψη υπόψη των ισχυρισμών αυτών προκύπτει από το ότι η προσβαλλομένη απόφαση δέχεται ότι "....οι εκκαλούντες χωρίς να επικαλούνται συγκεκριμένες πράξεις νομής στο επίδικο πριν από το 1922, ισχυρίζονται ότι οι φερόμενοι ως δικαιοπάροχοί τους...εισέπρατταν αποζημιώσεις από το Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της επίταξης της επίδικης έκτασης το 1923 στο Ελληνικό Δημόσιο". Ο λόγος είναι απαράδεκτος κατά κύριο λόγο γιατί αφορά σε ισχυρισμούς που συνάπτονται με την ιστορική βάση της αγωγής και συνακόλουθα, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη δεν συνιστούν "πράγμα" κατά την έννοια της επικαλουμένης διατάξεως του αριθμού 8 εδ.β του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αλλά και γιατί αφορά σε λόγο εφέσεως που ερευνήθηκε και απορρίφθηκε και προσέτι γιατί οι αιτιάσεις αφορούν σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων εξαιτίας της οποίας δεν έγιναν δεκτοί οι ισχυρισμοί αυτοί, ήτοι πλήττουν την ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Με τον ένατο λόγο του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ίδια αναιρετική πλημμέλεια του αριθμού 8 εδ.β’ του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά την οποία το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τους περιεχομένους στον ενδέκατο λόγο της εφέσεως των αναιρεσειόντων ισχυρισμούς, κατά τους οποίους η εκκαλουμένη απόφαση είχε εσφαλμένα δεχθεί ότι το επίδικο είναι κοινόχρηστος χώρος, αφού για να καταστεί τούτο κοινόχρηστο έπρεπε να συντρέξουν οι προϋποθέσεις του νόμου κατά τις οποίες ένα ακίνητο καθίσταται κοινόχρηστο είτε από το νόμο, είτε με τη βούληση των ιδιοκτητών, είτε με την αμνημονεύτου χρόνου αρχαιότητα, οι οποίες προϋποθέσεις δεν συνέτρεξαν στην ένδικη περίπτωση και το επίδικο δεν είχε τεθεί σε κοινή χρήση κατά παραχώρηση του εναγομένου Δήμου. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος καθόσον αφορά σε λόγο εφέσεως που ερευνήθηκε και εκ των πραγμάτων απορρίφθηκε, αφού με την προσβαλλομένη απόφαση γίνεται δεκτό ότι το επίδικο "μετά το 1981....είχε παραδοθεί στην κοινή χρήση των κατοίκων της περιοχής, οι οποίοι συγκεντρώνονταν εκεί για διάφορες εκδηλώσεις και στάθμευαν τα αυτοκίνητά τους". Προσέτι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος γιατί οι αιτιάσεις του αφορούν σε εσφαλμένη εφαρμογή των περί κοινοχρησίας ουσιαστικών διατάξεων, οι οποίες όμως αιτιάσεις δεν συνιστούν "πράγμα" κατά την εκτιθέμενη στη νομική σκέψη έννοια. Ενόψει των προεκτεθέντων οι ερευνώμενοι πρώτος (κατά το πρώτο μέρος του) τρίτος και ένατος από τους λόγους του προσθέτου δικογράφου της αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν. Σύμφωνα με τις παραπάνω σκέψεις και εφόσον δεν υπάρχει προς έρευνα άλλος λόγος η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι πρέπει να απορριφθούν και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου (αρθρ.495 παρ.3 εδ.3 ΚΠολΔ), ενώ αυτοί λόγω της ήττας τους (αρθρ.183, 176 και 180 παρ.1 ΚΠολΔ) πρέπει να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου Δήμου, τα οποία όμως θα καταλογισθούν μειωμένα, σύμφωνα με το επί Δήμων εφαρμοζόμενο άρθρο 22 παρ.1 και 3 του Ν.3693/1957 και όπως τούτο ισχύει μετά την υπ’ αριθμ..../8.12.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20.1.1993) που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του Ν.1738/1987.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24.11.2014 αίτηση και τους από 7.12.2016 προσθέτους λόγους των Δ. Β. Γ. και Δ. Γ. Γ. κατά του Δήμου ... για αναίρεση της υπ’ αριθμ.4301/2014 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου.
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 24 Ιανουαρίου 2017.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Φεβρουαρίου 2017.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: