Μ.Π.Λαμ. 141/2020
ΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΣΩΡΕΥΣΗ ΑΝΑΚΟΠΗΣ άρθρου 632 ΚΠολΔ και ΑΝΑΚΟΠΗΣ άρθρου 933 ΚΠολΔ (218 Κ.Πο.Δ) - ΚΡΙΣΙΜΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ..
(Ν. 4335/2016) ΤΟΥ Κ.ΠΟΛ.Δ - Δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε σε προγενέστερο χρόνο (πριν την 1-1-20216). Αναφορικά με την ανακοπή του 933 ΚΠολΔ, αρκεί η επίδοση της προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση μετά την 1η-01-2016, ..., καθώς σε περίπτωση σύνταξης και επίδοσης περισσοτέρων επιταγών προς πληρωμή κάτωθι του ίδιου εκτελεστού τίτλου κρίσιμος είναι ο χρόνος επίδοσης της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμής και όχι ο χρόνος επίδοσης της πρώτης επιταγής.ΑΛΛΑΓΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑΣ ΔΑΝΕΙΣΤΡΙΑΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΙΣΠΕΥΣΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ - Ο υπό κρίση λόγος ..., τυγχάνει, μη νόμιμος κατά το σκέλος με το οποίο η ανακόπτουσα αιτιάται τη μη συγκοινοποίηση σε αυτή του από 20-12- 2014 πρακτικού της γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης, καθώς για την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης απαιτείται να προκύπτει από τα συγκοινοποιούμενα έγγραφα ότι ο επισπεύδων την εκτέλεση είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο το οποίο αναγράφεται στον εκτελεστό τίτλο, γεγονός το οποίο εν προκειμένω αποδεικνύεται από το δημοσιευμένο καταστατικό της καθ’ ης η ανακοπής από το οποίο προκύπτει ότι άλλαξε η επωνυμία αυτής και ότι η αναγραφόμενη στην με αριθμό 42/1999 διαταγή πληρωμής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «.... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «.. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που επισπεύδει την εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας βάσει της εν λόγω διαταγής πληρωμής είναι ένα και το αυτό νομικό πρόσωπο. Ενδεχόμενες πλημμέλειες κατά τη λήψη της απόφασης περί αλλαγής της επωνυμίας δεν δύνανται να επηρεάσουν την εγκυρότητα της προδικασίας της επισπευδόμενης, αφού πάντως αποδεικνύεται η ταυτότητα του επισπεύδοντας την εκτέλεση νομικού προσώπου και, συνεπώς, η νομιμοποίησή του.
ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΤΟ 1999. ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΚΙΝΗΤΟΥ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΡΙΑΣ. ΔΙΑΡΡΗΞΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗΣ ΜΕ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΙΑ το 2009. ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΡΙΑΣ το 2013 ΓΙΑ ΕΝΤΑΞΗ ΣΤΟΝ Ν. 3869/2010 ΜΕ ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗ ΤΕΛΕΣΙΔΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (Εφετείο) το 2018. ΤΟ ΜΑΚΡΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΠΟΥ ΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕ ΔΕΝ ΚΑΘΙΣΤΑ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΤΗΝ ΕΠΙΣΠΕΥΣΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ - Επισπεύδοντας η καθ’ ης αναγκαστική εκτέλεση εναντίον της ανακόπτουσας, άσκησε νόμιμο δικαίωμά της ως δανείστριας. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί έως τότε δικαιολογεί τις ... ενέργειες της καθ’ ης, δοθέντος και του ότι η οφειλή της ανακόπτουσας προς αυτήν αυξάνεται διαρκώς συνεπεία της τοκοφορίας, η τελευταία δε δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια μείωσης, έστω, του χρέους της. Πέραν των ανωτέρω δεν αποδεικνύεται η ανεπανόρθωτη -κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας- οικονομική της βλάβη.
Προκειμένου να θεωρηθεί καταχρηστική η επιχείρηση από το δανειστή αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της απαίτησής του από τον οφειλέτη, θα πρέπει να επέφερε επαχθείς συνέπειες στον τελευταίο ενόψει και της συμπεριφοράς του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, το ζήτημα, δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του. Εν προκειμένω, ωστόσο, η ανακόπτουσα ως φέρουσα το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της, δεν προσκομίζει κανένα απολύτως στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει η οικονομική της κατάσταση και η βλάβη που διατείνεται ότι επήλθε σε αυτήν.
Άλλωστε, η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση του εκτελεστού τίτλου έως την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει αυτού, δεν οφείλεται στην αδράνεια της καθ’ ης αλλά στις δόλιες ενέργειες της ανακόπτουσας (κατάρτιση καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης). Επιπλέον, εν όψει της αποδεικνυόμενης συνδρομής στο πρόσωπο της ανακόπτουσας του στοιχείου του δόλου, καταρρίπτεται ο ισχυρισμός της ως άνω διαδίκου περί εύλογης πεποίθησής της ότι η αντίδικός της δεν θα επεδίωκε την αναγκαστική είσπραξη της απαίτησής της.
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελένη Μπέτα, Πρωτόδικη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών Λαμίας και από τη Γραμματέα Χριστίνα Μήτσιου.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στη Λαμία την 11η Οκτωβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΚΟΠΤΟΥΣΑΣ: .............., που παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου Κωνσταντίνας Γώγουλου (Α.Μ.Δ.Σ.Λ. 373), η οποία κατέθεσε προτάσεις κατά τη συζήτηση.
ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: 1) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «....... Α.Ε.», .........., που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κωνσταντίνου Μπαρούτα (Α.Μ.Δ.Σ.Λ. 270), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο.
Η ανακόπτουσα ζητεί, για τους λόγους που εκθέτει σε αυτήν, να γίνει δεκτή η από 30-10-2017 ανακοπή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1331/Π-ΠΤΑΝ/197/12- 10-2017, προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί αρχικά κατά τη δικάσιμο της 12ης- 10-2018 και στη συνέχεια, κατόπιν νόμιμης εκ του πινακίου αναβολής, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο της 11 ης-10-2019 και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της με τη σειρά από το πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου αυτού και στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την υπό κρίση ανακοπή της η ανακόπτουσα ζητεί, για τους διαλαμβανόμενους σε αυτήν λόγους, την ακύρωση α) της με αριθμό 42/1999 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με την οποία διατάχθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 27.381,80 ευρώ πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, από απαίτηση προερχόμενη από ακάλυπτες επιταγές, β) της από 23-10-2017 επιταγής προς πληρωμή, που συντάχθηκε κάτω από το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής, βάσει της οποίας επισπεύδεται σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση, και γ) κάθε άλλης συναφούς πράξης εκτέλεσης. Ζητεί επίσης την καταδίκη της καθ’ ης η ανακοπή στα δικαστικά της έξοδα.
Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα, η υπό κρίση ανακοπή, στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτά σωρεύονται, κατά τα άρθρα 218 και 585 παρ. 1 και 632 παρ. 6 ΚΠολΔ (όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, κατ’ άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού νόμου, ως εκ του χρόνου κατάθεσης της κρινόμενης ανακοπής μετά την 1 η-01-2016): α) η ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ, με την οποία πλήττεται η διαταγή πληρωμής και έχει ως αίτημα την ακύρωσή της και β) η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, που βάλλει κατά πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης (κατά της επιταγής προς πληρωμή, ως προδικασία της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης) και έχει ως αίτημα την ακύρωσή της, αρμοδίως, καθ’ ύλην και κατά τόπο, εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 14 παρ. 2, 22, 584, 632 παρ. 1 εδ. α', 933 παρ. 1 εδ. α' και 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν), για να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591,614, 632 παρ. 2 εδ. β', και 937 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως αυτά αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο και από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του ν. 4335/2015 και έχουν εν προκειμένω εφαρμογή, αναφορικά με την ανακοπή του 632 ΚΠολΔ, λόγω άσκησης αυτής μετά την 1η-01-2016, ημερομηνία έναρξης ισχύος του ως άνω νόμου, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ν. 4335/2015, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε σε προγενέστερο χρόνο, ενώ αναφορικά με την ανακοπή του 933 ΚΠολΔ, λόγω της επίδοσης της προσβαλλόμενης επιταγής προς εκτέλεση μετά την 1η-01-2016, βλ. άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 3 του ν. 4335/2015, καθώς σε περίπτωση σύνταξης και επίδοσης περισσοτέρων επιταγών προς πληρωμή κάτωθι του ίδιου εκτελεστού τίτλου κρίσιμος είναι ο χρόνος επίδοσης της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμής και όχι ο χρόνος επίδοσης της πρώτης επιταγής), η σύγχρονη δε εκδίκαση των ως άνω σωρευόμενων ανακοπών δεν επιφέρει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σύγχυση (άρθρ. 632 παρ. 6 και 218 ΚΠολΔ).
Εν τούτοις, η σωρευόμενη ανακοπή κατά της με αριθμό 42/1999 διαταγής πληρωμής πρέπει να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, καθώς η ως άνω διαταγή πληρωμής επιδόθηκε για δεύτερη φορά στην ανακόπτουσα την 5η-03-1999, η δε κρινόμενη ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου την 30η-10-2017 και επιδόθηκε στην καθ’ ης την 1η-11-2017, ήτοι ασκήθηκε μετά την παρέλευση της προθεσμίας των 15 εργάσιμων ημερών που προβλέπεται στο άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ. Ήδη δε την 24η-10-2017, οπότε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στην ανακόπτουσα για έκτη φορά, η ως άνω διαταγή πληρωμής έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, κατ’ άρθρο 633 ΚΠολΔ.
Ως προς τη σωρευόμενη ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, η υπό κρίση ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα εμπρόθεσμα, ήτοι πριν την έναρξη της κατά το άρθρο 934 παρ. 1 περ. α' ΚΠολΔ προθεσμίας των 45 ημερών, εφόσον η κατάσχεση της ακίνητης περιουσίας της ανακόπτουσας έλαβε χώρα 7η-12-2017. Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή καθ’ ό μέρος στρέφεται κατά της 23-10-2017 επιταγής προς πληρωμή, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, ενώ το αίτημά της να ακυρωθεί και οποιαδήποτε άλλη συναφής της επιταγής ϊτρος πληρωμή πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης, είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, λόγω της αοριστίας του, διότι με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ πρέπει να ζητείται η ακύρωση
συγκεκριμένων και ατομικά προσδιορισμένων πράξεων της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης. Συνεπώς, η ανακοπή, κατά το σκέλος που κρίθηκε παραδεκτή, πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.
Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου του, η ανακόπτουσα διατείνεται ότι η από 23-10-2017 επιταγή προς πληρωμή τυγχάνει ακυρωτέα, καθώς αφενός τα έγγραφα που της συγκοινοποίησε η καθ’ ης μαζί με αυτήν (επιταγή προς πληρωμή), τα οποία αποδεικνύουν τη νομιμοποίηση της τελευταίας ως επισπεύδουσας την εκτέλεση δανείστριας, μετά την αλλαγή της επωνυμίας της από «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» σε.......... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» δεν είναι επικυρωμένα από δημόσια αρχή, αφετέρου δεν συγκοινοποιήθηκε σε αυτήν μαζί με τα παραπάνω έγγραφα και το από 20-12-2014 πρακτικό της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης η ανακοπή εταιρίας, σύμφωνα με το οποίο το ως άνω όργανο αυτής αποφάσισε την αλλαγή της επωνυμίας του νομικού προσώπου, για να διακριβωθεί η νομιμότητα λήψης της σχετικής απόφασης περί αλλαγής της επωνυμίας, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύεται η νομιμοποίηση της καθ' ης η ανακοπή.
Ο υπό κρίση λόγος ανακοπής προβάλλεται παραδεκτά, τυγχάνει, ωστόσο, μη νόμιμος κατά το σκέλος με το οποίο η ανακόπτουσα αιτιάται τη μη συγκοινοποίηση σε αυτή του από 20-12- 2014 πρακτικού της γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ ης, καθώς για την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης απαιτείται να προκύπτει από τα συγκοινοποιούμενα έγγραφα ότι ο επισπεύδων την εκτέλεση είναι το ίδιο πρόσωπο με εκείνο το οποίο αναγράφεται στον εκτελεστό τίτλο, γεγονός το οποίο εν προκειμένω αποδεικνύεται από το δημοσιευμένο καταστατικό της καθ’ ης η ανακοπής από το οποίο προκύπτει ότι άλλαξε η επωνυμία αυτής και ότι η αναγραφόμενη στην με αριθμό 42/1999 διαταγή πληρωμής ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΧΑΛΚΙΑΣ - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΔΙΥΛΗΣΤΗΡΙΟΥ - ΕΜΠΟΡΙΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΧΑΛΚΙΑΣ OIL ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που επισπεύδει την εκτέλεση σε βάρος της ανακόπτουσας βάσει της εν λόγω διαταγής πληρωμής είναι ένα και το αυτό νομικό πρόσωπο. Ενδεχόμενες πλημμέλειες κατά τη λήψη της απόφασης περί αλλαγής της επωνυμίας δεν δύνανται να επηρεάσουν την εγκυρότητα της προδικασίας της επισπευδόμενης, αφού πάντως αποδεικνύεται η ταυτότητα του επισπεύδοντας την εκτέλεση νομικού προσώπου και, συνεπώς, η νομιμοποίησή του.
Κατά τα λοιπά ο εξεταζόμενος λόγος ανακοπής είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 924, 925 και 933 ΚΠολΔ, πλην όμως τυγχάνει αβάσιμος στην ουσία του, καθώς από την επισκόπηση της από 23-10-2017 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 42/1999 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, η οποία συναποτελεί μαζί με το αντίγραφο εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής ενιαίο έγγραφο, προκύπτει ότι αυτή φέρει την υπογραφή και τη σφραγίδα του πληρεξουσίου δικηγόρου της καθ’ ης η ανακοπή Κωνσταντίνου Μπαρούτα σε όλες τις σελίδες της, ακόμη και στα νομιμοποιητικά έγγραφά της καθ’ ης η ανακοπή, τα οποία συγκοινοποιήθηκαν στην ανακόπτουσα μαζί με την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, τα οποία αποτελούν ενιαίο τμήμα αυτής. Πρόκειται για το με αριθμό 266/21-01-2015 φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (τεύχος καταχώρισης πράξεων και στοιχείων λοιπών φορέων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα), το με αριθμό πρωτοκόλλου 11233/31-12-2014 έγγραφο και το από 31-12-2014 πιστοποιητικό της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. του Επιμελητηρίου Φθιώτιδας, από τα οποία προκύπτει η αλλαγή της επωνυμίας της καθ’ ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρίας από «... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» σε «ΧΑΛΚΙΑΣ OIL ....» και, συνεπώς, η νομιμοποίησή της ως επισπεύδουσας την εκτέλεση κατά της ανακόπτουσας. Από τη θέση, επομένως, της υπογραφής και της σφραγίδας του ανωτέρω δικηγόρου σε κάθε σελίδα του αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου, της από 23- 10-2017 επιταγής προς πληρωμή κάτωθι αυτού και των ως άνω αντιγράφων των νομιμοποιητικών εγγράφων, που όπως αναφέρθηκε αποτελούν ένα ενιαίο έγγραφο, σε συνδυασμό με τη μνεία στην πρώτη σελίδα της από 23-10-2017 επιταγής προς πληρωμή ότι: «... επικυρώνεται το αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 42/1999 διαταγής πληρωμής, μετά του επισυναπτόμενου με αριθμό 266/21-01-2015 Φ.Ε.Κ. (τεύχος καταχώρισης πράξεων και στοιχείων λοιπών φορέων δημοσίου και ιδιωτικού τομέα) και της με αριθμό πρωτοκόλλου 11233/31-12-2014 ανακοίνωσης της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. του Επιμελητηρίου Φθιώτιδας, τα οποία αποτελούν ενιαίο τμήμα τη παρούσας επιταγής...», προκύπτει ότι τα ως άνω νομιμοποιητικά έγγραφα της καθ’ ης αποτελούν νομίμως επικυρωμένα αντίγραφα των πρωτότυπων εγγράφων, η ακρίβεια δε αυτών βεβαιώνεται από δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 36 παρ. 2 περ. β' του ν. 4194/2013).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ναι μεν η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως, μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκηση του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματος του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμα του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ' αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (βλ. ΑΠ 1352/2011 ΤΝΠ- ΝΟΜΟΣ, ΠΠρΠατρ 104/2014 ΕΠολΔ 2014 σελ. 511). Το ζήτημα, δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (βλ. ΟλΑΠ 6/2016 ΤΝΠ- ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1603/2014 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 385/2010 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 37/2016 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ). Η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος του επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο χρόνο για την παραγραφή καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ’ αυτού εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί, από μόνη της για να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Μόνο όταν η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, μπορεί η άσκηση του δικαιώματος, η οποία επιφέρει απλώς δυσμενείς συνέπειες, χωρίς να απαιτείται να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάτακτες συνέπειες (βλ. ΑΠ 265/2009 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ), να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη. ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του (βλ. ΟλΑΠ 8/2001 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 715/2009 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος προϋποθέτει τη γέννηση και την ύπαρξή του. Συνεπώς, περιστατικά που περιέχουν άρνηση του αγωγικού δικαιώματος ή ιστορική βάση άλλης καταλυτικής της αγωγής, ένστασης, και αληθή υποτιθέμενα δεν μπορεί να θεμελιώσουν την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 17/1995 Δνη 1995 σελ. 1531, ΑΠ 1234/2012 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 642/2012 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 2250/2012 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 10/2006 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή τυγχάνει ακυρωτέα, διότι η επίσπευση της ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης από μέρους της καθ’ ης υπερβαίνει τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ όρια, καθώς ενώ εκκρεμούσε η έκδοση απόφασης επί της ασκηθείσας από μέρους της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας έφεσης εναντίον της με αριθμό 189/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αταλάντης, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που είχε υποβάλει η ανακόπτουσα προκειμένου να υπαχθεί η ένδικη οφειλή της έναντι της καθ’ ης, για την οποία εκδόθηκε η με αριθμό 42/1999 διαταγή πληρωμής, στις διατάξεις του ν. 3869/2010, η καθ’ ης της επέδωσε την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της προειρημένης διαταγής πληρωμής. Επιπλέον, διότι η καθ’ ης προέβη στην επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της 18 έτη μετά την έκδοση της με αριθμό 42/1999, η μακροχρόνια δε αδράνεια της αντιδίκου της σε συνδυασμό και με τις προφορικές διαβεβαιώσεις της ότι δεν θα επιδιώξει την αναγκαστική είσπραξη της απαίτησής, της δημιούργησαν την εύλογη πεποίθηση ότι η καθ’ ης δεν θα προέβαινε στην επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της, γεγονός που τελικά συνέβη με την επίδοση της προσβαλλόμενης πράξης, προκαλώντας την οικονομική καταστροφή της ίδιας.
Με το ως άνω περιεχόμενο ο υπό εξέταση λόγος ανακοπής προβάλλεται παραδεκτά και είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 281 ΑΚ και 933 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί, περαιτέρω, για να διαπιστωθεί αν είναι βάσιμος και από ουσιαστική άποψη.
Από όλα τα έγγραφα, τα οποία νομίμως μετ' επίκλησης προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα, που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης: Με αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή, εκδόθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας η με αριθμό 42/1999 διαταγή πληρωμής του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 27.381,80 ευρώ πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, από απαίτηση προερχόμενη από ακάλυπτες επιταγές, που η ανακόπτουσα είχε εκδώσει υπέρ της καθ’ ης η ανακοπή, στο πλαίσιο της εμπορικής τους συνεργασίας, την περίοδο που η ανακόπτουσα διατηρούσε πρατήριο υγρών καυσίμων και η καθ' ης την προμήθευε με υγρά καύσιμα, με σκοπό την διάθεσή τους στο καταναλωτικό κοινό. Συγκεκριμένα, προς εξόφληση της οφειλής της έναντι της προμηθεύτριας αντισυμβαλλόμενής της, ήδη καθ' ης η ανακοπή, η ανακόπτουσα εξέδωσε τις με αριθμούς 3139633-2, 3139521-0, 3139636-5, 3139185-5, 3139803-7, 3139186-6, 3139638-7, 3139529-8, 3139639-8 και 3139640-9 τραπεζικές επιταγές της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, αξίας 3.022,74, 2.349,59, 2.641,11, 2.421,13, 3.222,62, 2.421,13, 3.109,57, 2.120,21, 2.873,71 και 3.227,01 ευρώ, αντίστοιχα, και συνολικής αξίας 27.381,80 ευρώ, οι οποίες αν και εμφανίσθηκαν εμπρόθεσμα προς πληρωμή δεν πληρώθηκαν από την πληρώτρια τράπεζα ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων στο λογαριασμό της ανακόπτουσας.
Ακριβές αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής μετά της από 30-01-1999 επιταγής προς πληρωμής κάτωθι αυτού επιδόθηκε στην ανακόπτουσα για πρώτη φορά την 30η-01 -1999 και για δεύτερη φορά -μετά της από 04-03-1999 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτωθι αυτού- την 5η-03-1999. Ωστόσο, δεν ακολούθησε κάποια άλλη πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης από μέρους της καθ’ ης, καθώς με το με αριθμό 10.562/12-02-1999 συμβόλαιο γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Αταλάντης Χαρίκλειας - Βάγιας Σαρακιώτη, που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αταλάντης, η ανακόπτουσα μεταβίβασε στον υιό της ... το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που διέθετε, ήτοι ένα ακίνητο έκτασης 1.029 τ.μ. μετά της επί αυτού κείμενης διώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στη θέση «....», εντός του οικισμού ..... .... Εν συνεχεία η καθ’ ης η ανακοπή άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας αγωγή εναντίον της ανακόπτουσας και του υιού της με αντικείμενο τη διάρρηξη της ως άνω απαλλοτριωτικής δικαιοπραξίας ως καταδολιευτικής. Επί αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 77/2006 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λαμίας, με την οποία έγινε δεκτή η ασκηθείσα αγωγή, ενώ μετά την απόρριψη της έφεσης που ασκήθηκε εναντίον της απόφασης αυτής από την ανακόπτουσα και τον υιό της με τη με αριθμό 101/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λαμίας, η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη. Μετά τη λήξη της ως άνω δικαστικής διαμάχης μεταξύ των διαδίκων και συγκεκριμένα το 2013 η ανακόπτουσα υπέβαλε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αταλάντης την από 11-12-2013 και με αριθμό κατάθεσης 69/11- 12-2013 αίτησή της, προκειμένου να ενταχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, για τη ρύθμιση και απαλλαγή από την ως άνω ληξιπρόθεσμη οφειλή της έναντι της καθ’ ης, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 του ως άνω νόμου και ήδη, μετά την απόρριψή της δυνάμει της με αριθμό 183/2016 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αταλάντης, την από 23-03-2017 (με αριθμό κατάθεσης 3/2017 στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου και 435/ΕΜ/91/19-04- 2017 στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου) έφεσή της, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 27ης-10-2017, οπότε και συζητήθηκε με την παρουσία της καθ’ ης η ανακοπή. Πριν δε τη συζήτηση της ανωτέρω υπόθεσης, η καθ' ης κοινοποίησε την 24η-10-2017 στην ανακόπτουσα την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της προειρημένης με αριθμό 42/2999 διαταγής πληρωμής. Ήδη, ωστόσο, εκδόθηκε η με αριθμό 30/2018 τελεσίδικη απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε επί της ουσίας η με αριθμό κατάθεσης 69/11-12-2013 αίτηση της ανακόπτουσας, διότι κρίθηκε ότι η ως άνω διάδικος δεν είχε την επικαλούμενη ιδιότητα του μικρεμπόρου αλλά ήταν κανονική έμπορος και είχε περιέλθει σε παύση πληρωμών προτού διακόψει οριστικά την ασκούμενη εμπορική δραστηριότητα την 2α-01-1999 και ότι, ως έχουσα πτωχευτική ικανότητα, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του ν. 3869/2010. Εφόσον, επομένως, η ανακόπτουσα δεν εμπίπτει στον κύκλο των προσώπων που θα μπορούσαν να ευνοηθούν από τις διατάξεις του ως άνω νομοθετήματος, δεν είχε δικαίωμα διαμόρφωσης της ένδικης οφειλής της έναντι της καθ’ ης σε άλλο -μικρότερο- ύψος, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
Συνεπώς, επισπεύδοντας η καθ’ ης αναγκαστική εκτέλεση εναντίον της ανακόπτουσας, άσκησε νόμιμο δικαίωμά της ως δανείστριας, με σκοπό να εισπράξει την απαίτησή της, χωρίς, παράλληλα να αναιρεί το δικαίωμα της αντιδίκου της για επίτευξη μείωσης του χρέους της, με δυσανάλογα επαχθείς για την τελευταία οικονομικές συνέπειες, το δικαίωμά της δε αυτό είναι συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτή μπορεί να αποφασίζει, ενώ η άσκησή του τη δεδομένη χρονική στιγμή παρίσταται κάθε άλλο παρά αδικαιολόγητη. Αντίθετα, η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί έως τότε δικαιολογεί τις ως άνω ενέργειες της καθ’ ης, δοθέντος και του ότι η οφειλή της ανακόπτουσας προς αυτήν αυξάνεται διαρκώς συνεπεία της τοκοφορίας, η τελευταία δε δεν κατέβαλε καμία προσπάθεια μείωσης, έστω, του χρέους της. Πέραν των ανωτέρω δεν αποδεικνύεται η ανεπανόρθωτη -κατά τους ισχυρισμούς της ανακόπτουσας- οικονομική της βλάβη.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη της παρούσας, προκειμένου να θεωρηθεί καταχρηστική η επιχείρηση από το δανειστή αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της απαίτησής του από τον οφειλέτη, θα πρέπει να επέφερε επαχθείς συνέπειες στον τελευταίο ενόψει και της συμπεριφοράς του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, το ζήτημα, δε, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του. Εν προκειμένω, ωστόσο, η ανακόπτουσα ως φέρουσα το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της, δεν προσκομίζει κανένα απολύτως στοιχείο, από το οποίο να προκύπτει η οικονομική της κατάσταση και η βλάβη που διατείνεται ότι επήλθε σε αυτήν. Ελλείψει δε των οικονομικών στοιχείων της ανακόπτουσας καθίσταται ανέφικτη από μέρους του παρόντος Δικαστηρίου η στάθμιση των αντικρουόμενων συμφερόντων των διάδικων πλευρών, ώστε περαιτέρω να είναι σε θέση να κρίνει αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από την καθ’ ης είναι επαχθείς για την ανακόπτουσα, σε συνάρτηση και με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος της καθ’ ης από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος της.
Άλλωστε, η παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος από την έκδοση του εκτελεστού τίτλου έως την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης βάσει αυτού δεν οφείλεται στην αδράνεια της καθ’ ης αλλά στις δόλιες ενέργειες της ανακόπτουσας (κατάρτιση καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης), με σκοπό τη ματαίωση της ικανοποίησης της απαίτησης της αντιδίκου εναντίον της. Επιπλέον, εν όψει της αποδεικνυόμενης συνδρομής στο πρόσωπο της ανακόπτουσας του στοιχείου του δόλου, καταρρίπτεται ο ισχυρισμός της ως άνω διαδίκου περί εύλογης πεποίθησής της ότι η αντίδικός της δεν θα επεδίωκε την αναγκαστική είσπραξη της απαίτησής της.
Εξάλλου, ουδόλως αποδεικνύεται ότι η καθ’ ης διαβεβαίωνε προφορικά την ανακόπτουσα ότι δεν πρόκειται να επιδιώξει την αναγκαστική είσπραξη της απαίτησης της. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, δεν αποδεικνύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος έναρξης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ανακόπτουσας εκ μέρους της καθ' ης και ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.
Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και ενόψει της απόρριψης όλων των λόγων ανακοπής, πρέπει η σωρευόμενη ανακοπή κατά της από 23-10-2017 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό 42/1999 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας να απορριφθεί και η ανακόπτουσα, που ηττάται, να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα της καθ' ης η ανακοπή κατόπιν νόμω βάσιμου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρα 63, 65, 68 και 166 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1) του ν. 4194/2013) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη σωρευόμενη ανακοπή κατά της με αριθμό 42/1999 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.
ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΙ τη με αριθμό 42/1999 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την ανακοπή εναντίον της της από 23-10-2017 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό 42/1999 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λαμίας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα της καθ' ης η ανακοπή, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων ευρώ (600,00 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στη Λαμία στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση την 4.2 /McucV ΑΤ/Σο , χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
https://www.tetravivlos.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου